ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ἦτο πρῴην ἐμποροπλοίαρχος, εἶχε ναυαγήσει δύο φορὰς εἰς τὴν Μεσόγειον, εἶχεν ὑποφέρει δεινῶς εἰς τὸν Ὠκεανόν, καὶ μίαν φορὰν εἶχε ξεπαγιάσει εἰς τὸν Εὔξεινον. Τώρα ἦτο πτωχὸς καὶ παρηγκωνισμένος. Ἔλεγεν ὅτι συγγενεύει μὲ ὀνόματα καὶ οἰκογενείας ἱστορικὰς εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του. Μίαν φορὰν εἶχε διατελέσει ἀστυνομικὸς ὑπάλληλος εἰς Ἀθήνας.
Εἰς τὸν Πειραιᾶ, περὶ τὰ 189… μὴ ἔχων ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ, ἐκοιμᾶτο μέσα εἰς ἓν καφενεῖον, ἐκεῖθεν τοῦ Τελωνείου, δυτικομεσημβρινῶς τοῦ Ἁγ. Νικολάου, 〈καὶ〉 ἐξοικονόμει τὰ πρὸς τὸ ζῆν διδάσκων ναυτικὰ τοὺς ὑποψηφίους, ὅσοι ἡτοιμάζοντο νὰ ὑποστῶσιν ἐξετάσεις ὅπως λάβωσι δίπλωμα.
Τοὺς ἐμάνθανε πῶς νὰ «παίρνουν θεωρία», πῶς νὰ εὑρίσκουν τὸ βόρειον πλάτος καὶ τὸ ἀνατολικὸν μῆκος, καὶ πῶς νὰ ἐφελκύουν τὰς ψήφους τῆς ἐξεταστικῆς ἐπιτροπῆς. Ὁ ἴδιος δὲν ἔλειπε νὰ ἐπισκέπτεται τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ναυτικῶν, ἀνερχόμενος πεζὸς εἰς τὰς Ἀθήνας· ἔλεγεν ὅτι εἶχε γράψει σύγγραμμα περὶ ναυτικῆς πολὺ ἀξιόλογον, ἐμπεριέχον μάλιστα σπουδαίας ἀνακαλύψεις. Δυστυχῶς δὲν εἶχε τὰ μέσα νὰ τὸ τυπώσῃ.
*
* *
* *
Εἰς τὰς Ἀθήνας, ὅταν ἤρχετο, ἐσύχναζε καὶ εἰς ἄλλα μέρη. Ἦτο εὐλαβής πολύ, καὶ δὲν ἔλειπεν ἀπὸ τοὺς ναούς. Ἐπήγαινε συχνὰ εἰς ἕνα ναΐσκον ὅπου, κατὰ τὰς ἑορτάς, ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ παννυχίδες. Ἐθύμωνεν ἂν ἡ λειτουργία ἐτελείωνε γρήγορα. Ἤθελε νὰ ἔλθῃ ἴσα-ἴσα μὲ τὴν ἡμέραν διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ πεζὸς καὶ πάλιν εἰς τὸν Πειραιᾶ. Ἐπέπληττε τοὺς ψάλτας, τὸν τυπικάρην, καὶ αὐτὸν τὸν λειτουργὸν ἱερέα.
― Ἑσπερίδες κάνετ᾽ ἐδῶ; ἔλεγε.
Ἐπρότεινεν ὡς ἐπιχείρημα: «Οἱ γυναῖκες πῶς θὰ πᾶνε στὰ σπίτια τους νύχτα;» Εἶναι ἀληθὲς ὅτι πολλαὶ ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς γραίας τὰς εὐλαβεῖς, ὅσαι ἐσύχναζον εἰς τὴν ἀγρυπνίαν, τὸν παρεκάλουν νὰ τὰς συνοδεύσῃ ἕως τὴν οἰκίαν των.
― Μπαρμπα-Μᾶρκο! δὲν ἔρχεσαι νὰ πᾶμε μαζὶ ὣς τὸ σπίτι;
Καὶ τότε ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος προθύμως συνώδευεν ἕνα κοπάδι, ἐπειδὴ πολλαὶ ἐξ αὐτῶν συνέβαινε νὰ εἶναι γειτόνισσαι ἀπὸ τὴν αὐτὴν συνοικίαν, καὶ γνώριμοι πρὸς ἀλλήλας.
Ἦτον παραπάνω ἀπὸ ἑξῆντα χρόνων, ἀλλὰ τοῦ ἐβαστοῦσαν τὰ κότσια, μ᾽ ὅλον τὸ ξεπάγιασμα τοῦ Δουνάβεως καὶ τὴν κακοπάθειαν τοῦ ὑπερωκεανείου πλοῦ. Ἦτο κοντός, κυρτὸς καὶ μονόπλευρος, κ᾽ ἐπήγαινεν ὡς βάρκα ταχύπλους εἰς τὸν δρόμον. Ὅλην τὴν νύκτα, εἰς τὸν ναΐσκον, δὲν ἐκάθητο εἰς τὸ στασίδιον, ἀλλ᾽ ἵστατο ὄρθιος ὡς ναύτης. Ὅταν νεώτερός τις ἐξέφραζε θαυμασμὸν ἐπὶ τούτῳ, αὐτὸς ἀπήντα:
―Ἄχ! ὅταν ἔχῃ ταξιδέψει κανεὶς στὸν Ὠκεανόν!… Τί εἶναι νὰ στέκεται κανεὶς ζεστός, χωρὶς κίνδυνον, χωρὶς ἔννοια, μὲς στὸ στασίδι;… Καὶ ποῦ νὰ βρίσκεσαι σὲ μιὰ σκάφη μεσάνυχτα, νὰ σὲ χορεύ᾽ ἡ θάλασσα, νὰ σὲ δέρν᾽ ἡ μπόρα, νὰ στάζῃς ἅρμη κ᾽ ἵδρωτα κι ἀφρό, καὶ νά ᾽χῃς τὴν ψυχὴ στὰ δόντια!… Ἐκεῖ σὲ θέλω… Ἄχ! εἶδα τὸν Ἁι-Νικόλα…
Ἄρχιζε νὰ διηγῆται τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχε συμβῆ ποτε, ἀλλὰ συνήθως τὴν διέκοπτε… Διηγήθη ποτὲ ὅτι εἶχεν ἰδεῖ μεσάνυκτα τὸν Ἁι-Νικόλα νὰ κρατῇ τὸ τιμόνι ἐν ὥρᾳ τρικυμίας εἰς τὸ πέλαγος…
― Γιὰ νὰ μὴ μὲ λένε ἀγύρτη, δὲν τὸ λέγω, εἶπε.
Καὶ πλέον δὲν τὸ διηγήθη ἄλλην φοράν.
Ἔκαμνε τὸν προεστὸν εἰς τὰς συνάξεις τοῦ μικροῦ ναΐσκου, ἔλεγε τὸν Ἑξάψαλμον, τὸ Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τὸ Πιστεύω κτλ. Ἀπήγγελλε ἀργά, μὲ μετρίαν ἔμφασιν, μὲ φαινομένην κατάνυξιν καὶ συντριβήν. Ἀπεῖχεν ὅμως πολὺ τοῦ γνησίου, τοῦ ἁπλοῦ καὶ ἀπερίττου ἐκκλησιαστικοῦ ὕφους ―ὕφους ἀρχαιοπρεποῦς καὶ ἐνθυμίζοντος τὴν ἀρχαίαν ἑλληνικὴν ἁπλότητα― ὁποῖον μόνον εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καλλιεργεῖται. Διὰ τοῦτο ἤρεσκεν εἰς τοὺς πολλοὺς καὶ ὄχι εἰς τοὺς ὀλίγους.
*
* *
* *
Μετά τινα χρόνον, αἱ ἐργασίαι του εἰς τὸν Πειραιᾶ ἐναυάγησαν καὶ εἰς τὴν ξηράν, ὅπως εἶχαν ναυαγήσει εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ τότε, ἐκ θρησκευτικοῦ ζήλου καὶ φιλαδελφίας, ἡ μήτηρ Ὀλυμπιάς, ἡ σεβασμία ἰδιοκτήτρια τοῦ ναΐσκου καὶ τελετάρχις τῶν παννυχίδων, τὸν ἐκάλεσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν οἰκίαν της.
Τοῦτο ἦτο λίαν εὔκολον πρᾶγμα. Ὁ καπετὰν Μᾶρκος δὲν εἶχε πολλὰ «τσόλια»* οὔτε «σκουτιὰ» νὰ κουβαλήσῃ. Δὲν ἐχρειάσθη μάλιστα οὔτε κάρον, οὔτε σούσταν, οὔτε σιδηρόδρομον. Εἰς τὸ μαγειρεῖον, ὑποκάτω τῆς σκάλας τῆς ἀναγούσης εἰς τὸ ὑπερῷον καὶ τὸ ἡλιακωτόν, ἐκεῖ ἱδρύθη ἡ κλίνη τοῦ μπαρμπα-Μάρκου. Εἰς τὸ ὑπερῷον ἔμενε πρὸς καιρὸν συνήθως κάποιος παρεπιδημῶν Ἁγιορείτης προηγούμενος, ἢ κάποιος Δεσπότης ἐξόριστος ἐκ Τουρκίας. Τὴν σκάλαν τὴν ἀνέβαινε διαρκῶς ἡ ὑπηρέτρια πότε διὰ ν᾽ ἁπλώσῃ πότε διὰ νὰ μαζώξῃ ἀπ᾽ τὴν ταράτσαν τὰ ροῦχα· καὶ τὰ πλυσίματα καὶ τ᾽ ἁπλωσίματα τελειωμὸν δὲν εἶχαν, ἐπειδὴ ὑπῆρχον ἀνήλικα παιδιὰ εἰς τὴν οἰκίαν. Τὸν μέσα θάλαμον τὸν κατεῖχεν ἡ σεβασμία οἰκοδέσποινα ― ὅστις ὡμοίαζε πολὺ μ᾽ ἐκκλησίαν χωρὶς τέμπλον καὶ ἱερόν. Ὑπῆρχον ἐπὶ τῶν δύο τοίχων, ὅλου τοῦ ἀνατολικοῦ καὶ τοῦ ἡμίσεος βορείου, ὑπὲρ τὰ τριάκοντα εἰκονίσματα Ἁγίων μεγάλα, μικρά, ἀσημωμένα, ἁπλᾶ, παλαιᾶς καὶ νέας ζωγραφικῆς. Τρεῖς κανδῆλαι ἔκαιον ἀκοίμητοι ἡμέραν καὶ νύκτα, μεταξωταὶ ποδιαί, κεντημέναι, ὑπὸ τὰς εἰκόνας ἐκρέμαντο. Ἦσαν ὀκτὼ ἢ ἐννέα Παναγίαι, ἀντίγραφα ὀνομαστῶν εἰκόνων· ἡ Ὁδηγήτρια τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ἡ Εὐαγγελίστρια τῆς Τήνου, ἡ Γοργο-ὑπήκοος τῆς Μονῆς τοῦ Δοχειαρείου, ἡ Πορταΐτισσα τῶν Ἰβήρων, ἡ Παναγία τῆς Κύκκου ἡ ἐν Κύπρῳ, κτλ. Μέγας Ἐσταυρωμένος, πίνακες δεσποτικῶν ἢ θεομητορικῶν ἑορτῶν ―Εὐαγγελισμός, Γέννησις, Βάπτισις, Μεταμόρφωσις, Ἀνάληψις, Πεντηκοστή, Κοίμησις, κτλ.― Εἶτα τὸ Τριμόρφι (Χριστός, Παναγία καὶ Πρόδρομος), Πέτρος καὶ Παῦλος, Τρεῖς Ἱεράρχαι, Ἅγιος Νικόλαος, Ἅγ. Γεώργιος, Ἅγ. Δημήτριος, Ἅγ. Παντελεήμων, καὶ ἄλλοι. Ἐκεῖ, πρὸ τοῦ πλουσίου ἐκείνου εἰκονοστασίου, ἐτέλει τὰς προσευχάς της ἡ μήτηρ Ὀλυμπιάς.
Τὴν σάλαν, τὸ σαλόνι, κ᾽ ἕνα θάλαμον κατεῖχε τὸ ἀνδρόγυνον. Ἡ ἀνεψιὰ τῆς Ὀλυμπιάδος, υἱοθετημένη παρ᾽ αὐτῆς, χήρας καὶ ἀτέκνου, εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ὀκταετίας τὸν κὺρ Γιώργην τὸν Μαγκούδην, βιομήχανον. Τέσσαρα τέκνα ἐπέζων ἐκ τοῦ γάμου τούτου, καὶ δύο ἄλλα εἶχον προαποσταλῆ, ὡς δῶρα, εἰς τὸν Παράδεισον.
Εἰς τὴν μικρὰν σάλαν ἐγίνοντο συχνὰ δεῖπνα ξενίας, ἀγάπης χριστιανικῆς.
Ἡ Ὀλυμπιὰς ἦτο ἐπιδέξιος μαγείρισσα, τὴν δὲ τέχνην ταύτην εἶχε διδάξει καλῶς καὶ εἰς τὴν ἀνεψιάν της. Ἐκεῖ ἐφιλεύοντο πολλάκις καὶ ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος καὶ ἄλλοι φιλόθρησκοι.
Δυστυχῶς, ὁ καπετὰν Μᾶρκος εἶχεν ἓν κακὸν ἐλάττωμα· τὴν πείσμονα ἀντιλογίαν, τὴν γεροντικὴν παραξενιάν. Ἔφθανε μέχρι ἀσυνειδησίας… μάλιστα μέχρι ἀσεβείας. Τίς θὰ τὸ ἐπίστευεν; Αὐτός, ὅστις διηγεῖτο ὅτι εἶχεν ἰδεῖ τὸν Ἅγ. Νικόλαον ἰθύνοντα τὸ πηδάλιον τοῦ πλοίου, ἐν καιρῷ τρικυμίας!… Καὶ νὰ παρεκτρέπεται, νὰ σκανδαλίζῃ τοὺς νεωτέρους λέγων ὅτι ἡ δεῖνα πρᾶξις, τὴν ὁποίαν ἀπαγορεύει, ἐπὶ παραδείγματι, ἡ ἑβδόμη ἐντολή, δὲν εἶναι ἁμάρτημα!… καὶ ὅτι «ὅλα οἱ καλόγεροι τὰ ἔκαμαν!»
Δὲν ἀντέλεγεν μόνον ὅταν ἡ ὁμιλία ἦτο κοινοτοπία ἀδιάφορος, ἢ περὶ τῶν πολιτικῶν τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἦτο θρησκευτικὸν τὸ θέμα. Ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος ἐφαίνετο ὅτι ἐφόρει τὴν εὐσέβειαν ὡς εἶδος μοναχικοῦ μανδύου ἢ κουκουλίου εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ὅταν ἐξήρχετο, ἀπέβαλλε τὸ ἔνδυμα κ᾽ ἐγίνετο αἱρετικός… σχεδὸν προτεστάντης. Ἐσατύριζεν ὄχι μόνον τὸν κλῆρον, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἱερὰ ἔθιμα, οἷον προσφοράς, μνημόσυνα καὶ τὰ τοιαῦτα.
Μίαν ἑσπέραν ἐσκανδάλισε τοὺς φίλους του εἰς ἓν καφενεῖον, παρὰ τὸ Μοναστηράκι, διηγηθείς, ὅ,τι τοῦ εἶχε συμβεῖ.
― Ηὗρα σήμερα στὸ δρόμο τὴν παλιάν μου φιλενάδα, τὴν πρώτη μου ἀγάπη… Ἐκείνην ποὺ μὲ εἶχε μάθει τὸν ἔρωτα, ὅταν ἐγὼ ἤμουν μικρὸ παιδί, κ᾽ ἐκείνη ἦτον ὣς δύο-τρία χρόνια μεγαλύτερη ἀπὸ μένα. Εἶχα πολλὰ χρόνια νὰ τὴν ἰδῶ. Τὴν συνώδευε στὸ δρόμο ὁ γυιός της, ἕνας ὣς σαράντα χρόνων… Σὰν μὲ εἶδε, ἐσήκωσε τὸ χέρι καὶ μ᾽ ἐχάδεψε στὰ γένεια. «Καλὰ πᾷς· βαστιέσαι ἀκόμα», μοῦ λέει. «Καὶ σὺ καλὰ κρατιέσαι» τῆς λέω ᾽γώ. Γυάλιζε, ἀλήθεια, τὸ μάγουλό της… Ὣς τόσον ντροπιάστηκα ποὺ μοῦ χάδεψε τὰ γένεια μπροστὰ στὸ γυιό της. «Γνωριζόμαστε ἀπὸ μικρὰ παιδιά», τοῦ λέω τότ᾽ ἐγώ. «Ἤμαστε γειτόνοι ἕναν καιρὸ στὴν πατρίδα… ὅταν ἤμαστε ἀθῷα παιδάκια» ἐπρόσθεσα. Τί νὰ πῶ, κ᾽ ἐγὼ δὲν ἤξευρα.
*
* *
* *
Ὅπως ὅλα εἰς τὸν κόσμον, οὕτως ἔμελλε νὰ ἔχῃ τέλος καὶ ἡ ξενία τῆς ἀδελφῆς Ὀλυμπιάδος. Ὅσον γέρων καὶ ἂν ἦτο ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος, τίς οἶδεν ἂν ἦτο τερπνὸν δι᾽ αὐτὸν νὰ κοιμᾶται ὑπὸ τὴν σκάλαν τοῦ ὑπερῴου εἰς τὸ μαγειρεῖον, καὶ ν᾽ ἀκούῃ τὰ σκαλοπάτια τρίζοντα ὑπὸ τοὺς γυμνοὺς λευκοὺς πόδας τῆς φερωνύμου Εὐμορφούλας, ἥτις ἀνέβαινεν εἰς τὸ λιακωτὸν διὰ ν᾽ ἁπλώσῃ τὰ ροῦχα. Ἐπανήρχετο τότε εἰς τὴν γεροντικὴν φαντασίαν τοῦ νυστάζοντος ἡ οἰχομένη νεότης, θορυβοῦσα, τρίζουσα καὶ βομβοῦσα. Καὶ ἂν ἀργοῦσεν ἐνίοτε τὸ πρωί, καὶ εἶχεν ἀνατείλει ἤδη ὁ ἥλιος, τὸ ὅραμα θὰ ἤρχετο εἰς τὸν νυσταλέον νοῦν του ἐν εἴδει «βέλους πετομένου ἡμέρας…». Καὶ ἂν μόλις εἶχε κατακλιθῆ τὴν ἑσπέραν, καὶ ἡ νεαρὰ ὑπηρέτρια ἐξηκολούθει νὰ φέρνῃ γύρους ἀκόμα, καὶ νὰ μπαινοβγαίνῃ καὶ ν᾽ ἀνεβοκατεβαίνῃ, τότε τὸ ὄνειρον ἐλάμβανε μίαν ὄψιν «ὡς πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου». Καὶ ἂν συνέβαινεν ἐνίοτε νὰ δοκιμάσῃ νὰ πάρῃ ἕνα ὕπνον τὸ μεσημέρι ―πρᾶγμα σπάνιον, διότι συνήθως ἐσυστέλλετο νὰ παρουσιασθῇ τὴν ἡμέραν εἰς τὴν οἰκίαν, διὰ νὰ μὴ δίδῃ βάρος περισσόν, ἂν καὶ πολλάκις τοῦ παρεπονοῦντο διατί τὴν ἡμέραν δὲν φαίνεται― τότε τὸ ὄνειρον ἦτο ἐν μορφῇ «συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ».
*
* *
* *
Λοιπὸν ὁ καπετὰν Μᾶρκος, ὅστις δὲν ἐχάριζε ποτὲ λόγια, εἶχε κάμει κατάχρησιν, ἂν ὄχι τῆς ξενίας, ἀλλὰ τῆς ἀντιλογίας. Ἐφιλονίκησε πολλάκις μὲ τὸν γαμβρὸν τῆς Ὀλυμπιάδος διὰ τὰ πολιτικά. Ἐκτὸς τούτου ἡ οἰκογένεια τοῦ γαμβροῦ ηὔξανε κάθε χρόνον εἰς πλῆθος, καὶ κάθε μῆνα καὶ ἑβδομάδα, κάθε ἡμέραν, εἰς μέγεθος. Οἱ ἔκτακτοι καὶ συχνοὶ μουσαφιραῖοι δὲν ἔλειπον.
Καλόγηροι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, Ἀνατολῖται προσκυνηταὶ ἀπὸ τὴν Τῆνον, ἐπισκεπτόμενοι τὰς Ἀθήνας τὸ Πάσχα, γυναῖκες συγγενεῖς, πολλάκις καὶ ὁλόκληροι οἰκογένειαι ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ καὶ τὰς νήσους, ἐρχόμεναι περιοδικῶς εἰς Ἀθήνας.
Μίαν ἡμέραν τὸ εἶχε παρακάμει ὁ γερο-Μᾶρκος. Ἐπάνω εἰς μίαν λογομαχίαν, ὡμίλησεν ἀπρεπῶς καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν Ὀλυμπιάδα, εἰπὼν ὅτι: «Τὰ πολλὰ εἰκονίσματα, κ᾽ οἱ σταυροὶ κ᾽ οἱ μετάνοιες δὲν τὴν ὠφελοῦν».
Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἐντρεπόμενος ὁ ἴδιος, ἐπῆρε τὴν μικρὰν δέσμην μὲ τὰ ροῦχά του κ᾽ ἔφυγεν.
*
* *
* *
Ἐπί τινα καιρὸν ἐκοιμᾶτο εἰς μικρὰ καφενεῖα κ᾽ εἰς ταβέρνες. Κατόπιν εὗρε σωτήριον λιμένα εἰς τὴν οἰκίαν ἑνὸς παπᾶ.
Ὁ παπὰς ἦτον εὐλαβής, ἐνάρετος. Ὁ γερο-Μᾶρκος τὸν ἐπῄνει διὰ τὰς ἀρετάς του, ἀλλὰ τοῦ εὕρισκεν ἓν ἐλάττωμα, τὸ ὅτι ἦτο φιλοχρήματος. Ἀλλ᾽ ὁ γέρων ἐξεθείαζεν ἀνεπιφυλάκτως τὴν παπαδιά.
Ὁ παπα-Γρηγόρης, ὅστις δὲν ἔπαυεν ὅλον τὸν χρόνον νὰ ἔχῃ ἀγρυπνίας εἰς τὰ πολυάριθμα ἐξωκκλήσια τῶν περιχώρων τῆς πόλεως, ἠγείρετο πρωί, τρεῖς ὥρας πρὶν φέξῃ, κ᾽ ἐδιάβαζεν ὅλην τὴν Ἀκολουθίαν κατ᾽ οἶκον, ἀπὸ τοῦ Μεσονυκτικοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου, μέχρι τῶν Ὡρῶν, ἐνώπιον τοῦ εἰκονοστασίου περιμένων νὰ φανῇ τὸ πρῶτον γλυκοχάραγμα τῆς αὐγῆς, διὰ νὰ ὑπάγῃ νὰ λειτουργήσῃ εἰς ἐξωκκλήσιον. Ἡ παπαδιὰ τοῦ ἔλεγε:
― Τί σὲ ὠφελοῦν, παπά μου, τὰ διαβάσματα τὰ πολλά;… Φιλαδελφία νὰ ἔχῃς! Χρήματα νὰ μὴ προσκυνᾷς, καὶ δὲν πειράζει ἂν εἰπῇς μιὰ δόξα Ψαλτηριοῦ ὀλιγώτερο, ἢ ἂν ἀφήσῃς ὀλίγα τροπαράκια ἀπὸ τὴν Παρακλητικὴν ἢ τὸ Μηναῖον.
Ὁ γερο-Μᾶρκος ἐνθουσιάζετο μὲ τὰ αἰσθήματα ταῦτα τῆς παπαδιᾶς. Καὶ αὐτὴ πολὺ τὸν ἐπεριποιεῖτο. Κάθε Σάββατον βράδυ, ἀποκάτω ἀπὸ τὸ προσκεφάλαιόν του, εὕρισκε τὴν ἀλλαξιάν του, χωρὶς αὐτὸς νὰ ἔχῃ φροντίσει περὶ τούτου. Συχνὰ τὸν παρεκάλει νὰ μένῃ εἰς τὸ γεῦμα, ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος ἐσυστέλλετο νὰ κάμῃ κατάχρησιν τῆς ξενίας.
Ὁ παπὰς εἶχεν ἐντὸς τῆς αὐλῆς του δύο ἢ τρία ἰσόγεια δωμάτια ἐνοικιασμένα εἰς πτωχὰς οἰκογενείας. Ὁ γερο-Μᾶρκος συνέβαινεν ἐνίοτε νὰ συνάπτῃ ὁμιλίαν μὲ τὰς γυναῖκας ἐκείνας τοῦ λαοῦ. Ἀλλ᾽ ἰδού, ἐνῷ ἐξηκολούθει νὰ συχνάζῃ τακτικὰ εἰς τὰς θρησκευτικὰς παννυχίδας, νὰ λέγῃ τὸν Ἑξάψαλμον, νὰ κάμνῃ σταυροὺς καὶ συχνὰς ὑποκλίσεις καὶ νὰ δέεται ἐνθέρμως, ἡ παραξενιά του, ἡ μανία τῆς ἀντιλογίας, δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀφήσῃ.
Ἂν ἔβλεπε μίαν τῶν πτωχῶν νὰ ἑτοιμάζῃ πρόσφορον, κόλλυβα ἢ κεριά, ἄρχιζε ἀμέσως:
― Μὰ τί τὰ θέλετε τὰ πρόσφορα; Τί ὠφελοῦν τοὺς πεθαμένους οἱ λειτουργίες; Τί μποροῦν νὰ κάμουν τὰ κόλλυβα; «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια».
Ἡ παπαδιὰ τὸν ἤκουσεν, ἐγέλασεν, ἀλλ᾽ ἐάν τις τὴν παρετήρει προσεκτικῶς, θὰ ἔβλεπεν ὅτι κάπως «ἔβαψε». Ἴσως νὰ εἶπε μέσα της: ― «Πάρ᾽ τον στὸ γάμο σου», κτλ. Ἀγνοεῖται ὅμως ἂν διηγήθη τὸ πρᾶγμα εἰς τὸν παπάν.
Ἄλλοτε πάλιν, πρὸς μίαν γραῖαν, ἥτις ἦτο γνωστὴ ὅτι ἐβάστα τρίμερο ―παλαιὸν ἔθιμον― δηλαδὴ ἐπετήδευε νὰ μένῃ ἄσιτος μέχρι τρίτης ἡμέρας κατὰ τὴν πρώτην, τὴν μεσαίαν, καὶ τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς:
― Τρίμερο λέει;… Μ᾽ αὐτὰ θὰ σωθῇς χριστιανή μου;… Ἡ γλῶσσά σου νὰ μὴ λέῃ, καὶ κακὸ νὰ μὴ θέλῃς στὸν πλησίον σου… Καλύτερα, φάε κρέας τὴ Σαρακοστὴ καὶ κακὸ νὰ μὴν κάμῃς, μήτε κακὸ νὰ πῇς γιὰ μιὰν ἄλλην…
― «Καὶ τοῦτο ποιῆσαι, κἀκεῖνο μὴ ἀφιέναι»… εἶπεν ὁ παπα-Γρηγόρης, ὅστις ἔτυχε ν᾽ ἀκούσῃ τὸν γερο-Μᾶρκον, εἰσελθὼν τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸν αὐλόγυρον.
Καὶ ἄρχισεν ἐκ τοῦ προχείρου ν᾽ ἀναπτύσσῃ τότε, συντόμως καὶ πρακτικῶς, πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἀκροατάς του πῶς ἡ κοιλία εἶναι ἡ ρίζα τῶν κακῶν, καὶ πῶς ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀποκοπὴ τῆς ρίζης ταύτης· καὶ πῶς ὁ μὲν ἐγκρατὴς ἄνθρωπος εὐκολώτερον γίνεται καὶ εὐεργετικὸς καὶ πρᾷος καὶ ἐλεήμων, ὁ δὲ λαίμαργος ἀποθηριοῦται, καὶ γίνεται πλεονέκτης, καὶ ὀργίλος, καὶ λάγνος καὶ φονεύς. Προσέτι εἶπεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὁμοιάζει μὲ τὴν φιλόστοργον μητέρα, ἥτις γνωρίζουσα καλῶς ὅτι τὰ ἀνήλικα παιδιὰ δὲν ἔχουν ποτὲ χορτασμόν, ἐν τῷ δικαιώματί της, κλειδώνει εἰς τὸ ἐρμάριον τὰ γλυκὰ καὶ τὰ φροῦτα, σώζουσα τὰ παιδία ἀπὸ στομάχιασμα καὶ πυρετούς. Παρομοίως πράττει ἡ Ἐκκλησία, κλειδώνουσα μὲ πνευματικὰς κλεῖδας τὰ κρέατα καὶ ὅλα τὰ λιπαρὰ βρώματα, ἐπειδὴ ἡμεῖς ὅλοι, ὁ λαός, εἴμεθα ἠθικῶς καὶ πνευματικῶς ὡς νήπια.
*
* *
* *
Μετ᾽ ὀλίγον, ὁ παπὰς ἄρχισε νὰ δυσφορῇ. Νὰ διεγείρῃ οὕτω πως ὁ γηραιὸς ξένος του τὶς χριστιανές, νὰ δυσφημῇ τὴν νηστείαν, νὰ τὰς παρακινῇ νὰ μὴ κάνουν λειτουργίας καὶ κόλλυβα!
Λίαν πρωί, ὁ παπάς, ἐνῷ ἐπέστρεφεν ἀπὸ ἓν ἐξωκκλήσι, συνήντησεν ἕνα γνώριμον.
― Κακὸς πειρασμὸς μοῦ ἐπενέβηκε, ἀδελφέ, τοῦ λέγει. Κεῖνος ὁ γερο-Μᾶρκος, πῶς τὸν ἔχεις;… Σωστὸς Καΐρης, Λουθηροκαλβῖνος, Μακεδόνιος… Ἄρειος!
― Τί λές, παπά μου; Δὲν τὸ πίστευα ποτέ!
― Μὰ φαντάσου… ἐκεῖνες τὶς φτωχοῦλες ποὺ ἔχω νοικάρισσες στὴν αὐλή μου, νὰ μὴν τὶς ἀφήνῃ νὰ κάμουν οὔτ᾽ ἕνα πρόσφορο!… Ἐνῷ τὸν ἔχω τόσον καιρὸ τώρα στὸ σπίτι… Ἐγώ, τί νὰ σοῦ πῶ! ἔγινα ἄλλος ἐξ ἄλλου. Τοῦ εἶπα νὰ βρῇ κάμερα, νὰ κουβαληθῇ. Στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
*
* *
* *
Ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος ἐμάζωξε τὰ ροῦχά του, κ᾽ ἐπῆγε πάλιν προσωρινῶς εἰς μίαν ταβέρναν ἑνὸς φίλου του πρῴην ναυτικοῦ ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ, ὅστις εἶχε ξεπέσει νὰ γίνῃ κάπηλος εἰς τὰς Ἀθήνας.
Ἡ παπαδιὰ εἶχε κάμει καυγάν… νὰ μὴ φύγῃ ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος. Καθὼς οὗτος ἐσήκωσε τὰ ροῦχα, κ᾽ ἐξήρχετο πρὸς τὴν αὐλήν, ἐκείνη δὲν εἶχεν εἰπεῖ τίποτε εἰμὴ μόνον:
―Ἄ! θὰ φύγῃς μπαρμπα-Μᾶρκο;
Ὅταν ὁ γέρων ἔφθασεν εἰς τὴν αὐλόπορταν φέρων τὴν ἀγκαλίδα τῆς μικρᾶς ἀποσκευῆς του, ἕτοιμος νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὸν δρόμον, τότε ἡ παπαδιά, μακρόθεν, ἀπὸ τὴν θύραν της, ἐφώναξε:
― Μά, μὴν τὸν ἀκοῦς, τὸν παπά, μπαρμπα-Μᾶρκο!… Ὁ παπὰς ἔτσ᾽ εἶναι· εὔκολα θυμώνει, καὶ πάλι ξεθυμώνει… θὰ τοῦ περάσῃ… Ἡσύχασε… Καλὰ τοῦ ἔλεγα ἐγὼ νὰ μὴ κάνῃ πολλὰ διαβάσματα, νὰ μὴ κυνηγᾷ πολὺ τὰ λεφτά, καὶ νὰ λυπᾶται τὴ φτώχεια. Κάθισε μπαρμπα-Μᾶρκο. Ἄφησε τὰ ροῦχά σου· θὰ τοῦ περάσῃ τοῦ παπᾶ.
Ὁ γερο-Μᾶρκος εἶχε πεισμώσει πλέον· κ᾽ ἔπειτα ἐντρέπετο νὰ γυρίσῃ ὀπίσω.
― Εὐχαριστῶ, ἐφώναξε, κυρα-παπαδιά… θὰ πάω τώρα… Ἄλλη φορὰ πάλι, ποιὸς ξεύρει… «Βουνὸ μὲ βουνὸ δὲν σμίγει…»
― Στὸ καλό, μπαρμπα-Μᾶρκο! κ᾽ ἔκλεισε τὴν θύραν της.
*
* *
* *
Ὕστερ᾽ ἀπ᾽ ὀλίγον καιρόν, τῷ ὄντι, ὁ παράξενος γέρων ἐφιλιώθη πάλιν μὲ τὸν παπα-Γρηγόρην. Καθὼς διηγήθη ὁ ἴδιος, ἐσυμφώνησαν νὰ τοῦ δίδῃ πέντε δραχμὰς ἐνοίκιον, καὶ νὰ ἐπανέλθῃ νὰ κοιμᾶται εἰς τὸ παπαδόσπιτον.
Περιχαρής, ἔτρεξε ν᾽ ἀναγγείλῃ τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν πρεσβυτέραν.
― Τά ᾽μαθες, παπαδιά;… Τὰ σιάξαμε μὲ τὸν παπά… θὰ σᾶς ἔρθω πάλι… Δὲν εἶπα ἐγὼ «βουνὸ μὲ βουνό…»; Τώρα, πάω νὰ φέρω τὰ ροῦχά μου.
Ἡ παπαδιά ―ὅπως διηγεῖτο ἀργότερα ὁ γερο-Μᾶρκος― «ἐνέκρωσε, κέρωσε κι ἀπόμεινε».
― Θά ᾽ρθῃς πάλι… ἐψέλλισε.
Ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος ἐστράφη πρὸς τὸ εἰκονοστάσιον, ἔκαμεν αὐτομάτως σχεδὸν τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ κ᾽ ἔφυγε.
Ἔμεινε καὶ μένει ἀκόμη στὴν ταβέρνα.
―Ἄ! οἱ γυναῖκες! ἔλεγεν ἀργότερα, ὅταν διηγεῖτο τὸ πρᾶγμα… Καλὰ ποὺ δὲν ἀξιώθηκα κ᾽ ἐγὼ νὰ ᾽μβῶ στὸν κόσμο… Βάρδα ἀπὸ γυναῖκες, παιδιά!
(1903)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/342-03-51-allos-typos-1903
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.