Οικονομικές δυσκολίες-Σκάνδαλα και πτωχεύσεις-“Λιτότητα” στη Πύδνα… Η υποτίμηση του τετράδραχμου…
Εισαγωγή
Ο σύγχρονος Έλληνας κάνει συχνά επίκληση στους προγόνους του και τη προσφορά τους στον ανθρώπινο πολιτισμό. Θαυμάζει με δέος τα έργα τους και αναπαράγει συνέχεια σε -θεωρητικό επίπεδο- τη διδασκαλία τους, σε οποιοδήποτε τομέα αυτή αναφέρεται. Το διάστημα αυτό που η πατρίδα μας δοκιμάζεται λόγω της κακής διαχείρισης των οικονομικών του κράτους (σε πολλαπλά επίπεδα), αυτό το φαινόμενο έχει γίνει ακόμα πιο συχνό.
Σπανίως όμως γίνεται αναφορά στις “οικονομικές περιπέτειες” των αρχαίων προγόνων μας και προπαντός στο τρόπο αντιμετώπισης τους. Η οικονομική κρίση δεν είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο στην ελληνική ιστορία, ούτε βεβαίως και τα φαινόμενα διαφθοράς ενώ δεν λείπουν και οι “διορθωτικές” δημοσιονομικές παρεμβάσεις από την οικονομική ιστορία κάθε πόλης-κράτους.
Ιστορίες οικονομικής “τρέλας” στην αρχαία Ελλάδα – Η επιβολή “λιτότητας” στη Πύδνα
Μια ιδιαίτερη ανακάλυψη σχετική με τα ταφικά μνημεία της αρχαίας Πύδνας, στη Βόρεια Πιερία μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περιοχή, οι κάτοικοι οδηγήθηκαν στα όρια της οικονομικής λιτότητας. Όλοι οι τάφοι του 4ου αιώνα π.χ. ήταν ευμεγέθεις, περίτεχνα χτισμένοι και γεμάτοι με πλούσια διακοσμημένα αγγεία, χρυσά κτερίσματα, χρυσελεφάντινα αναθήματα και σκεύη από κασσίτερο.
Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η τοπική κοινωνία εκείνης της περιόδου διένυε μια οικονομική άνθιση, όμως τον 3ο αιώνα βλέπουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Οι τάφοι εκείνης της περιόδου έγινα αισθητά μικρότεροι, ήρθαν πιο κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, υπήρχε λιγότερη έως ανύπαρκτη διακόσμηση στο εσωτερικό τους ενώ και τα κτερίσματα ήταν αντικείμενα φθηνής αξίας.
Η ξαφνική στροφή στη λιτότητα των ταφικών μνημείων ήρθε με διαταγή του βασιλιά Κάσσανδρου προς τον τοπάρχη Δημήτριο τον Φαληρέα, που ζητούσε την άμεση σπατάλη χρημάτων σε νεκρικές τελετές και φειδώ στην ανέγερση των πλούσιων ταφικών μνημείων. Αυτή η απότομη αλλαγή σε ένα τόπο που πάντοτε αποτελούσε εμπορικό σταυροδρόμι σίγουρα αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη ότι η περιοχή της Μακεδονίας διένυσε μια εποχή οικονομικών δυσκολιών και οι κυβερνώντες εκείνης της περιόδου έπρεπε να λάβουν κάποια δημοσιονομικά μέτρα για την εξυγίανση της οικονομίας.
Η υποτίμηση του τετράδραχμου
To 415 π.χ. η αρχαία Αθήνα φανερά αποδυναμωμένη από τη πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου και τον λοιμό αλλά και διπλωματικά ηττημένη, καθώς αναγκάστηκε να δεχθεί μια ειρήνη που δεν περίμενε, έψαχνε να βρει ποια θα είναι η κίνηση που θα της έδινε το πλεονέκτημα απέναντι στη Σπάρτη. Στη πολιτική σκηνή κυριαρχούσε ο πληθωρικός Αλκιβιάδης, ο οποίος υπόδειξε ότι μια εκστρατεία στη Μεγάλη Ελλάδα και η κατάληψη της Σικελίας, ήταν αυτό που θα μπορούσε να δώσει στην Αθήνα το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της αιώνιας αντιζήλου της.
Η Σικελική Εκστρατεία, για λόγους που δεν θα εξετάσει το παρών άρθρο, απέτυχε με τρομαχτικές απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές και σε υλικά για την Αθήνα. Εκτός όμως από αυτές τις συνέπειες, η πολιτεία ήρθε αντιμέτωπη με την υποτίμηση του αθηναϊκού ασημένιου τετράδραχμου, ενός νομίσματος που κυκλοφορούσε από τα στενά του Βοσπόρου έως την Αίγυπτο και από τη Παλαιστίνη έως την Ετρουρία. Δίχως τα λατομεία του Λαυρίου και της Σικελίας και χωρίς επαρκή αποθέματα για τη παραγωγή νέων νομισμάτων, η Αθηναϊκή πολιτεία αναγκάσθηκε να υποτιμήσει σε αξία το νόμισμα της κόβοντας νομίσματα με χάλκινο πυρήνα και αργυρό περίβλημα, γνωστά ως υπόχαλκα.
Το πιστωτικό νόμισμα του Τιμόθεου
Το 364 π.χ. η Αθήνα έστειλε τον στρατηγό Τιμόθεο να καταλάβει την πόλη Όλυνθο της Χαλκιδικής, όμως η αδυναμία της πατρίδας του να καλύψει τους μισθούς του στρατεύματος τον οδήγησε στην “αναγκαστική υποτίμηση” των χρημάτων των στρατιωτών. Ο Τιμόθεος έκοψε χάλκινα νομίσματα και τα έδωσε στους στρατιώτες του, αντί για ασημένια, ενώ τους καθησύχασε -όταν αυτοί αντιδράσανε- ότι τα νομίσματα αυτά θα γινότανε δεκτά από τις τοπικές αγορές. Στη συνέχεια διέταξε τους εμπόρους και τους παραγωγούς της περιοχής να δέχονται αυτά τα νομίσματα ως ανταλλακτικό μέσο και ότι όσα μαζεύανε από αυτά θα μπορούσαν να τα ανταλλάζανε με ασημένια όταν τα επέστρεφαν στον Τιμόθεο.
Η οικονομική πολιτική του Σόλωνα
Η Αθήνα του 6ου αιώνα π.χ. ήταν μια πόλη που στέναζε οικονομικά καθώς η πλειοψηφία των πολιτών αποτελούνταν από ακτήμονες και εκτημόρους, δηλαδή αγρότες που είχαν χάσει τη γη τους λόγω χρεών και δούλευαν στα κτήματα που τους ανήκαν παλαιότερα και πλέον είχαν περάσει στη κατοχή των πλουσίων. Ο πλούτος είχε συγκεντρωθεί στα λιγοστά χέρια της ανώτατης τάξης που είχε υφαρπάξει τη γη από την αγροτική τάξη μέσω των δανείων.
Ο Σόλων, το 593 π.χ., ως άρχων της πόλης κατάφερε να μεταρρυθμίσει την αθηναϊκή οικονομία μέσω των νόμων που θέσπισε. Μέσω της Σεισάχθειας –όπως έγινε γνωστή αυτή η μεταρρύθμιση- ο Σόλων διέγραψε όλα τα χρέη των ιδιωτών προς άλλους ιδιώτες και το δημόσιο. Ακόμα κατήργησε τον δανεισμό με εγγύηση τη προσωπική ελευθερία του δανειολήπτη και ανάγκασε τους δανειοδότες να απελευθερώσουν όλους τους πολίτες που είχαν “αποκτήσει” ως δούλους, κατά αυτό τον τρόπο.
Για να αυξήσει την εισροή χρημάτων στην Αθήνα και να τονώσει το εμπόριο απαγόρευσε την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων πλην του ελαιόλαδου, ώστε η Αττική να επωφεληθεί του πλεονεκτήματος της στη παραγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος.
Το πρώτο “κούρεμα χρέους” πιστώνεται στον αρχαίο Αθηναίο νομοθέτη, καθώς αντικατέστησε την αιγηνείτια δραχμή με την αττική δραχμή, η οποία άξιζε 27% λιγότερο από τη πρώτη. Με αυτό τον τρόπο “κουρεύτηκε” μεγάλο μέρος των χρεών που είχαν να καταβάλλουν οι χαμηλότερες τάξεις στους δανειστές τους.
Ο θεσμός της “λειτουργίας”
Στην αρχαία Αθήνα όταν οι πλούσιοι πολίτες αναλάμβαναν να καλύψουν με δικά τους έξοδα ένα μεγάλο έργο της πόλης λάμβαναν και τις αντίστοιχες τιμές. Τέτοια έργα ήταν η κατασκευή και η συντήρηση ενός πολεμικού πλοίου, η χορηγία μιας θεατρικής παράστασης, η αποστολή επίσημων αντιπροσωπειών σε θρησκευτικές εορτές, η χορηγία θρησκευτικών εορτών, η χορηγία αθλητικών αποστολών σε αγώνες αλλά και η αγορά βασικών προϊόντων σε περιόδους πολεμικών αναμετρήσεων.
Οι άρχοντες της πόλης που αναλαμβάνανε τέτοιες δαπάνες δεχόντουσαν τον τίτλο του ευεργέτη, τιμές αλλά και αξιώματα ενώ όταν δεν αρκούσαν αυτά για να πείσουν τον άρχοντα, τότε υπήρχαν και αντίστοιχες ποινές που επιβάλλονταν σε περίπτωση που αρνιόταν να δώσει τον όβολο του.
Τα αγάλματα ως “χρηματοδότες”
Υπήρχαν περίοδοι έκτακτης ανάγκης, κατά τις οποίες έπρεπε η πολιτεία να βρει πόρους να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της. Το 407 π.χ. η Αθήνα αφαίρεσε όλα τα χρυσά ελάσματα από τα αγάλματα της θεάς Νίκης στη πόλη, για να κόψουν χρυσά νομίσματα για να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις του Πελοποννησιακού πολέμου.
Την ίδια πρακτική ακολούθησε και ο τύραννος των Αθηνών, Λαχάρης, το 294 π.χ. για να αναχαιτίσει την επίθεση του Δημήτριου του Πολιορκητή. Απέσπασε κομμάτια χρυσού από το άγαλμα της θεάς Αθήναςτου Φειδία ώστε να κόψει νομίσματα για να μισθώσει μισθοφόρους, να επισκευάσει τα τείχη της Αθήνας και να αγοράσει προμήθειες για το στρατό και τη πόλη.
Ο “κεφαλικός φόρος ” στην αρχαία Ελλάδα
Ακόμα και κατά την αρχαιότητα η κάθε πόλη-κράτος επέβαλε διάφορους φόρους στους πολίτες για να αυξήσει τα έσοδα της. Ιδιαίτερα ικανοί στον συγκεκριμένο τομέα ήταν οι πολιτικοί της Αθήνας. Εκτός από το θεσμό της “λειτουργίας”, με τον οποίο η πολιτεία κάλυπτε κάποια πάγια έξοδα της από τους επιφανείς πολίτες, έπρεπε να συγκεντρώσει και άλλα ποσά για τις υπόλοιπες ανάγκες της.
Στην αρχαία Αθήνα κατέβαλλαν φόρο όλες οι κοινωνικές τάξεις καθώς και όλα τα επαγγέλματα εκτός από τους πένητες. Οι δικαστικοί κατέβαλλαν φόρο ενώ ένα ποσό πλήρωναν και όσοι έλυναν τις διαφορές τους στις δικαστικές αίθουσες. Υπήρχε φόρος για την εκμίσθωση δημόσιας περιουσίας όπως χτίσματα, γη ή μεταλλεία ενώ επιβαλλόταν φόρος και στα προϊόντα που εισάγονταν ή εξάγονταν από τα λιμάνια της Αττικής. Αντίστοιχος φόρος υπήρχε για τα προϊόντα που διακινούνταν από τις πύλες της πόλης.
Οι μέτοικοι, οι ξένοι δηλαδή που έμεναν εντός της πόλεως, κατέβαλλαν ένα φόρο, μια φορά το χρόνο, για να μπορούν να παραμείνουν στην Αθήνα ενώ υπήρχε άλλος ένας ετήσιος που πλήρωναν για να μπορούν να εργασθούν στα όρια της Αττικής. Φόρο πλήρωναν και όλα τα τυχοδιωκτικά επαγγέλματα όπως οι πόρνες, οι γυρολόγοι και οι θαυματοποιοί ενώ και όσοι Αθηναίοι κατείχαν δούλους είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν τους φόρους αυτών.
Ακόμα υπήρχαν και έκτακτες εισφορές, όπως σήμερα, που πλήρωνε ο αττικός λαός. Αυτές είναι γνωστές ως “επίδοσης” και η “εισφορά”, η πρώτη αφορούσε τα δημόσια έργα ενώ η δεύτερη χρηματοδοτούσε τις στρατιωτικές δαπάνες. Αξίζει να αναφέρουμε ότι, η πρώτη απογραφή περιουσιών των φορολογούμενων πολιτών έγινε το 378 π.χ. με εντολή του άρχοντα Ναυσινίκου.
Φυσικά υπήρχαν και ποινές για όσους διέπρατταν το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Ο φοροφυγάς ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει τρεις φορές πάνω τον φόρο που του αναλογούσε, εάν τον εντόπιζε βεβαίως ο φοροεισπράκτορας. Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε εδώ είναι ότι ο φοροεισπράκτορας είχε κίνητρο να κυνηγήσει την φοροδιαφυγή.
Αυτό συνέβαινε γιατί οι εφορίες ήταν ιδιωτικές και όχι δημόσιες. Το δημόσιο απαιτούσε από τον ιδιώτη φοροεισπράκτορα να προπληρώσει τον φόρο που αναλογούσε στην εφορία του και ύστερα του έδινε το δικαίωμα να συλλέξει το φόρο που κατέβαλλε, από τους πολίτες.
Τα χαράτσια στις “συμμαχικές πόλεις” της Αθηναϊκής Συμμαχίας ήταν αυτά που έκαναν πραγματικότητα το μεγαλείο των ιερών της Ακρόπολης καθώς και τα Μακρά Τείχη. Η Αθηναϊκή πολιτεία είχε επιφορτίσει ειδικούς άρχοντες, τους Ελληνοταμίες, με την ευθύνη να συλλέξουν τους συμμαχικούς φόρους. Η “Στήλη της Εξηκοστής” αποτελεί έναν κατάλογο με όλες τις πόλεις που κατέβαλλαν φόρο στην Αθήνα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και το μέγεθος της πόλης.
Η οικονομική αφαίμαξη των συμμάχων γινόταν εις το όνομα της Περσικής απειλής και τα χρήματα που έδιναν στους Ελληνοταμίες υποτίθεται ότι θα δαπανούνταν για την αμυντική ενίσχυση των πόλεων της συμμαχίας απέναντι στον κοινό εχθρό.
Οικονομικά σκάνδαλα της αρχαιότητας
Η υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος δεν ήταν άγνωστη στους αρχαίους Έλληνες. Πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του θησαυροφύλακα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αρπάλου. O τελευταίος διορίσθηκε από τον Αλέξανδρο διαχειριστής του θησαυρού της Περσικής Αυτοκρατορίας στη Βαβυλώνα, όσο ο στρατηλάτης εκστράτευε βαθύτερα στην Ασία. Ο Άρπαλος με τα χρήματα του θησαυρού διήγαγε πλούσια και έκφυλη ζωή μαζί με τις εταίρες Πυθονίκη και Γλυκερία ενώ δώριζε μεγάλα ποσά στη πόλη της Αθήνας.
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ενημερώθηκε για τις οικονομικές ατασθαλίες του θησαυροφύλακα διέταξε να τον συλλάβουν, ο Άρπαλος όμως πρόλαβε να διαφύγει με 5.000 χρυσά τάλαντα στη Μικρά Ασία όπου μίσθωσε 30 πλοία και 6.000 μισθοφόρους και έπλευσε προς την Αθήνα.
Για να γίνει πιο κατανοητό στον αναγνώστη το μέγεθος της υπεξαίρεσης, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο περσικός θησαυρός ανερχόταν στο ποσό των 600.000 ταλάντων ενώ ο πλουσιότερος Αθηναίος πολίτης είχε περιουσία ύψους 300 ταλάντων. Στην Αθήνα ο Άρπαλος δωροδόκησε τους πολιτικούς για να μπορέσει να ζητήσει άσυλο και με σφοδρό υποστηρικτή τον ηγέτη της αντιμακεδονικής παράταξης, Δημοσθένη, κατάφερε να κάνει δεκτό το αίτημα του.
Στο ενδιάμεσο, ο αντιβασιλέας Αντίπατρος, διορισμένος από τον Αλέξανδρο ως τοποτηρητής στην Ελλάδα ζήτησε την έκδοση του Αρπαλου ενώ παράλληλα ετοίμαζε τον στόλο του για μια επίθεση στη πόλη των Αθηνών.
Οι Αθηναίοι πολιτικοί έντρομοι ήταν αποφασισμένοι να εκδώσουν τον Άρπαλο, ο οποίος δραπέτευσε στη Κρήτη και δολοφονήθηκε εκεί από τους μισθοφόρους του. Η επόμενη κίνηση των Αθηναίων ήταν να αναζητήσουν ποια άτομα δωροδοκήθηκαν και σε ποιανού τις τσέπες βρισκόντουσαν τα εναπομείναντα 700 τάλαντα του Αρπαλου. Ο Άρειος Πάγος ανέλαβε να διαλευκάνει την υπόθεση, δίχως αποτέλεσμα όμως, αφού οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν ενώ ο Δημοσθένης δραπέτευσε στον Πόρο όπου αυτοκτόνησε με δηλητήριο.
Τελικώς ο Άρειος Πάγος συνέλαβε τον πολιτικό Δημάδη, ο οποίος είχε λάβει 20 τάλαντα από τον Άρπαλο και αναγκάστηκε να πληρώσει 100 στο ταμείο των Αθηνών. Το υπόλοιπο του ποσού καθώς και οι υπόλοιποι ένοχοι δεν βρέθηκαν ποτέ.
Μια δεύτερη περίπτωση είναι αυτή του Ανδροτίου Άνδρωνα. Ο Ανδροτίων Άνδρωνος είχε προτείνει στην Εκκλησία του Δήμου για να μπορέσει η πόλη να αυξήσει τα έσοδα της να λιώσει τα χρυσά αγάλματα και να κόψει με αυτά νόμισμα ή να επιβάλλει έκτακτους φόρους. Όταν αυτές οι ιδέες απορρίφθηκαν τότε πρότεινε να κυνηγήσουν την φοροδιαφυγή και να αναλάβει ο ίδιος το δύσκολο αυτό έργο.
Φυσικά ο Δήμος τον επιστέφθηκε και του έδωσε πλήρη ελευθερία κινήσεων. Ο Ανδροτίων δρώντας σαν κάποιο είδος αρχαίου μαφιόζου, μίσθωσε μαχαιροβγάλτες και μπράβους και απειλούσε τους φορολογούμενους να καταβάλλουν τους φόρους τους και πάντα στο διπλάσιο από ότι τους αναλογούσε. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί ότι ο Ανδροτίων και κάποιοι πολιτικοί φίλοι του καταχράστηκαν χρήματα από τους φόρους.
Όταν έγινε αντιληπτό από την πολιτεία, απαιτήθηκε η καταβολή προστίμου, διπλάσιου ύψους από το ποσό που καταχράστηκαν και να φυλακιστούν οι υπαίτιοι της απάτης. Οι καταχραστές κίνησαν όλες τις γνωριμίες τους στη πολιτική σκηνή και γλύτωσαν τη φυλάκιση ενώ τους επιστράφηκε και το ποσό του προστίμου που αναγκάστηκαν να πληρώσουν.
Εισαγωγή
Ο σύγχρονος Έλληνας κάνει συχνά επίκληση στους προγόνους του και τη προσφορά τους στον ανθρώπινο πολιτισμό. Θαυμάζει με δέος τα έργα τους και αναπαράγει συνέχεια σε -θεωρητικό επίπεδο- τη διδασκαλία τους, σε οποιοδήποτε τομέα αυτή αναφέρεται. Το διάστημα αυτό που η πατρίδα μας δοκιμάζεται λόγω της κακής διαχείρισης των οικονομικών του κράτους (σε πολλαπλά επίπεδα), αυτό το φαινόμενο έχει γίνει ακόμα πιο συχνό.
Σπανίως όμως γίνεται αναφορά στις “οικονομικές περιπέτειες” των αρχαίων προγόνων μας και προπαντός στο τρόπο αντιμετώπισης τους. Η οικονομική κρίση δεν είναι ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο στην ελληνική ιστορία, ούτε βεβαίως και τα φαινόμενα διαφθοράς ενώ δεν λείπουν και οι “διορθωτικές” δημοσιονομικές παρεμβάσεις από την οικονομική ιστορία κάθε πόλης-κράτους.
Ιστορίες οικονομικής “τρέλας” στην αρχαία Ελλάδα – Η επιβολή “λιτότητας” στη Πύδνα
Μια ιδιαίτερη ανακάλυψη σχετική με τα ταφικά μνημεία της αρχαίας Πύδνας, στη Βόρεια Πιερία μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περιοχή, οι κάτοικοι οδηγήθηκαν στα όρια της οικονομικής λιτότητας. Όλοι οι τάφοι του 4ου αιώνα π.χ. ήταν ευμεγέθεις, περίτεχνα χτισμένοι και γεμάτοι με πλούσια διακοσμημένα αγγεία, χρυσά κτερίσματα, χρυσελεφάντινα αναθήματα και σκεύη από κασσίτερο.
Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η τοπική κοινωνία εκείνης της περιόδου διένυε μια οικονομική άνθιση, όμως τον 3ο αιώνα βλέπουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Οι τάφοι εκείνης της περιόδου έγινα αισθητά μικρότεροι, ήρθαν πιο κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, υπήρχε λιγότερη έως ανύπαρκτη διακόσμηση στο εσωτερικό τους ενώ και τα κτερίσματα ήταν αντικείμενα φθηνής αξίας.
Η ξαφνική στροφή στη λιτότητα των ταφικών μνημείων ήρθε με διαταγή του βασιλιά Κάσσανδρου προς τον τοπάρχη Δημήτριο τον Φαληρέα, που ζητούσε την άμεση σπατάλη χρημάτων σε νεκρικές τελετές και φειδώ στην ανέγερση των πλούσιων ταφικών μνημείων. Αυτή η απότομη αλλαγή σε ένα τόπο που πάντοτε αποτελούσε εμπορικό σταυροδρόμι σίγουρα αποτελεί μια σοβαρή ένδειξη ότι η περιοχή της Μακεδονίας διένυσε μια εποχή οικονομικών δυσκολιών και οι κυβερνώντες εκείνης της περιόδου έπρεπε να λάβουν κάποια δημοσιονομικά μέτρα για την εξυγίανση της οικονομίας.
Η υποτίμηση του τετράδραχμου
To 415 π.χ. η αρχαία Αθήνα φανερά αποδυναμωμένη από τη πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου και τον λοιμό αλλά και διπλωματικά ηττημένη, καθώς αναγκάστηκε να δεχθεί μια ειρήνη που δεν περίμενε, έψαχνε να βρει ποια θα είναι η κίνηση που θα της έδινε το πλεονέκτημα απέναντι στη Σπάρτη. Στη πολιτική σκηνή κυριαρχούσε ο πληθωρικός Αλκιβιάδης, ο οποίος υπόδειξε ότι μια εκστρατεία στη Μεγάλη Ελλάδα και η κατάληψη της Σικελίας, ήταν αυτό που θα μπορούσε να δώσει στην Αθήνα το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της αιώνιας αντιζήλου της.
Η Σικελική Εκστρατεία, για λόγους που δεν θα εξετάσει το παρών άρθρο, απέτυχε με τρομαχτικές απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές και σε υλικά για την Αθήνα. Εκτός όμως από αυτές τις συνέπειες, η πολιτεία ήρθε αντιμέτωπη με την υποτίμηση του αθηναϊκού ασημένιου τετράδραχμου, ενός νομίσματος που κυκλοφορούσε από τα στενά του Βοσπόρου έως την Αίγυπτο και από τη Παλαιστίνη έως την Ετρουρία. Δίχως τα λατομεία του Λαυρίου και της Σικελίας και χωρίς επαρκή αποθέματα για τη παραγωγή νέων νομισμάτων, η Αθηναϊκή πολιτεία αναγκάσθηκε να υποτιμήσει σε αξία το νόμισμα της κόβοντας νομίσματα με χάλκινο πυρήνα και αργυρό περίβλημα, γνωστά ως υπόχαλκα.
Το πιστωτικό νόμισμα του Τιμόθεου
Το 364 π.χ. η Αθήνα έστειλε τον στρατηγό Τιμόθεο να καταλάβει την πόλη Όλυνθο της Χαλκιδικής, όμως η αδυναμία της πατρίδας του να καλύψει τους μισθούς του στρατεύματος τον οδήγησε στην “αναγκαστική υποτίμηση” των χρημάτων των στρατιωτών. Ο Τιμόθεος έκοψε χάλκινα νομίσματα και τα έδωσε στους στρατιώτες του, αντί για ασημένια, ενώ τους καθησύχασε -όταν αυτοί αντιδράσανε- ότι τα νομίσματα αυτά θα γινότανε δεκτά από τις τοπικές αγορές. Στη συνέχεια διέταξε τους εμπόρους και τους παραγωγούς της περιοχής να δέχονται αυτά τα νομίσματα ως ανταλλακτικό μέσο και ότι όσα μαζεύανε από αυτά θα μπορούσαν να τα ανταλλάζανε με ασημένια όταν τα επέστρεφαν στον Τιμόθεο.
Η οικονομική πολιτική του Σόλωνα
Η Αθήνα του 6ου αιώνα π.χ. ήταν μια πόλη που στέναζε οικονομικά καθώς η πλειοψηφία των πολιτών αποτελούνταν από ακτήμονες και εκτημόρους, δηλαδή αγρότες που είχαν χάσει τη γη τους λόγω χρεών και δούλευαν στα κτήματα που τους ανήκαν παλαιότερα και πλέον είχαν περάσει στη κατοχή των πλουσίων. Ο πλούτος είχε συγκεντρωθεί στα λιγοστά χέρια της ανώτατης τάξης που είχε υφαρπάξει τη γη από την αγροτική τάξη μέσω των δανείων.
Ο Σόλων, το 593 π.χ., ως άρχων της πόλης κατάφερε να μεταρρυθμίσει την αθηναϊκή οικονομία μέσω των νόμων που θέσπισε. Μέσω της Σεισάχθειας –όπως έγινε γνωστή αυτή η μεταρρύθμιση- ο Σόλων διέγραψε όλα τα χρέη των ιδιωτών προς άλλους ιδιώτες και το δημόσιο. Ακόμα κατήργησε τον δανεισμό με εγγύηση τη προσωπική ελευθερία του δανειολήπτη και ανάγκασε τους δανειοδότες να απελευθερώσουν όλους τους πολίτες που είχαν “αποκτήσει” ως δούλους, κατά αυτό τον τρόπο.
Για να αυξήσει την εισροή χρημάτων στην Αθήνα και να τονώσει το εμπόριο απαγόρευσε την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων πλην του ελαιόλαδου, ώστε η Αττική να επωφεληθεί του πλεονεκτήματος της στη παραγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος.
Το πρώτο “κούρεμα χρέους” πιστώνεται στον αρχαίο Αθηναίο νομοθέτη, καθώς αντικατέστησε την αιγηνείτια δραχμή με την αττική δραχμή, η οποία άξιζε 27% λιγότερο από τη πρώτη. Με αυτό τον τρόπο “κουρεύτηκε” μεγάλο μέρος των χρεών που είχαν να καταβάλλουν οι χαμηλότερες τάξεις στους δανειστές τους.
Ο θεσμός της “λειτουργίας”
Στην αρχαία Αθήνα όταν οι πλούσιοι πολίτες αναλάμβαναν να καλύψουν με δικά τους έξοδα ένα μεγάλο έργο της πόλης λάμβαναν και τις αντίστοιχες τιμές. Τέτοια έργα ήταν η κατασκευή και η συντήρηση ενός πολεμικού πλοίου, η χορηγία μιας θεατρικής παράστασης, η αποστολή επίσημων αντιπροσωπειών σε θρησκευτικές εορτές, η χορηγία θρησκευτικών εορτών, η χορηγία αθλητικών αποστολών σε αγώνες αλλά και η αγορά βασικών προϊόντων σε περιόδους πολεμικών αναμετρήσεων.
Οι άρχοντες της πόλης που αναλαμβάνανε τέτοιες δαπάνες δεχόντουσαν τον τίτλο του ευεργέτη, τιμές αλλά και αξιώματα ενώ όταν δεν αρκούσαν αυτά για να πείσουν τον άρχοντα, τότε υπήρχαν και αντίστοιχες ποινές που επιβάλλονταν σε περίπτωση που αρνιόταν να δώσει τον όβολο του.
Τα αγάλματα ως “χρηματοδότες”
Υπήρχαν περίοδοι έκτακτης ανάγκης, κατά τις οποίες έπρεπε η πολιτεία να βρει πόρους να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της. Το 407 π.χ. η Αθήνα αφαίρεσε όλα τα χρυσά ελάσματα από τα αγάλματα της θεάς Νίκης στη πόλη, για να κόψουν χρυσά νομίσματα για να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις του Πελοποννησιακού πολέμου.
Την ίδια πρακτική ακολούθησε και ο τύραννος των Αθηνών, Λαχάρης, το 294 π.χ. για να αναχαιτίσει την επίθεση του Δημήτριου του Πολιορκητή. Απέσπασε κομμάτια χρυσού από το άγαλμα της θεάς Αθήναςτου Φειδία ώστε να κόψει νομίσματα για να μισθώσει μισθοφόρους, να επισκευάσει τα τείχη της Αθήνας και να αγοράσει προμήθειες για το στρατό και τη πόλη.
Ο “κεφαλικός φόρος ” στην αρχαία Ελλάδα
Ακόμα και κατά την αρχαιότητα η κάθε πόλη-κράτος επέβαλε διάφορους φόρους στους πολίτες για να αυξήσει τα έσοδα της. Ιδιαίτερα ικανοί στον συγκεκριμένο τομέα ήταν οι πολιτικοί της Αθήνας. Εκτός από το θεσμό της “λειτουργίας”, με τον οποίο η πολιτεία κάλυπτε κάποια πάγια έξοδα της από τους επιφανείς πολίτες, έπρεπε να συγκεντρώσει και άλλα ποσά για τις υπόλοιπες ανάγκες της.
Στην αρχαία Αθήνα κατέβαλλαν φόρο όλες οι κοινωνικές τάξεις καθώς και όλα τα επαγγέλματα εκτός από τους πένητες. Οι δικαστικοί κατέβαλλαν φόρο ενώ ένα ποσό πλήρωναν και όσοι έλυναν τις διαφορές τους στις δικαστικές αίθουσες. Υπήρχε φόρος για την εκμίσθωση δημόσιας περιουσίας όπως χτίσματα, γη ή μεταλλεία ενώ επιβαλλόταν φόρος και στα προϊόντα που εισάγονταν ή εξάγονταν από τα λιμάνια της Αττικής. Αντίστοιχος φόρος υπήρχε για τα προϊόντα που διακινούνταν από τις πύλες της πόλης.
Οι μέτοικοι, οι ξένοι δηλαδή που έμεναν εντός της πόλεως, κατέβαλλαν ένα φόρο, μια φορά το χρόνο, για να μπορούν να παραμείνουν στην Αθήνα ενώ υπήρχε άλλος ένας ετήσιος που πλήρωναν για να μπορούν να εργασθούν στα όρια της Αττικής. Φόρο πλήρωναν και όλα τα τυχοδιωκτικά επαγγέλματα όπως οι πόρνες, οι γυρολόγοι και οι θαυματοποιοί ενώ και όσοι Αθηναίοι κατείχαν δούλους είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν τους φόρους αυτών.
Ακόμα υπήρχαν και έκτακτες εισφορές, όπως σήμερα, που πλήρωνε ο αττικός λαός. Αυτές είναι γνωστές ως “επίδοσης” και η “εισφορά”, η πρώτη αφορούσε τα δημόσια έργα ενώ η δεύτερη χρηματοδοτούσε τις στρατιωτικές δαπάνες. Αξίζει να αναφέρουμε ότι, η πρώτη απογραφή περιουσιών των φορολογούμενων πολιτών έγινε το 378 π.χ. με εντολή του άρχοντα Ναυσινίκου.
Φυσικά υπήρχαν και ποινές για όσους διέπρατταν το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Ο φοροφυγάς ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει τρεις φορές πάνω τον φόρο που του αναλογούσε, εάν τον εντόπιζε βεβαίως ο φοροεισπράκτορας. Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε εδώ είναι ότι ο φοροεισπράκτορας είχε κίνητρο να κυνηγήσει την φοροδιαφυγή.
Αυτό συνέβαινε γιατί οι εφορίες ήταν ιδιωτικές και όχι δημόσιες. Το δημόσιο απαιτούσε από τον ιδιώτη φοροεισπράκτορα να προπληρώσει τον φόρο που αναλογούσε στην εφορία του και ύστερα του έδινε το δικαίωμα να συλλέξει το φόρο που κατέβαλλε, από τους πολίτες.
Τα χαράτσια στις “συμμαχικές πόλεις” της Αθηναϊκής Συμμαχίας ήταν αυτά που έκαναν πραγματικότητα το μεγαλείο των ιερών της Ακρόπολης καθώς και τα Μακρά Τείχη. Η Αθηναϊκή πολιτεία είχε επιφορτίσει ειδικούς άρχοντες, τους Ελληνοταμίες, με την ευθύνη να συλλέξουν τους συμμαχικούς φόρους. Η “Στήλη της Εξηκοστής” αποτελεί έναν κατάλογο με όλες τις πόλεις που κατέβαλλαν φόρο στην Αθήνα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και το μέγεθος της πόλης.
Η οικονομική αφαίμαξη των συμμάχων γινόταν εις το όνομα της Περσικής απειλής και τα χρήματα που έδιναν στους Ελληνοταμίες υποτίθεται ότι θα δαπανούνταν για την αμυντική ενίσχυση των πόλεων της συμμαχίας απέναντι στον κοινό εχθρό.
Οικονομικά σκάνδαλα της αρχαιότητας
Η υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος δεν ήταν άγνωστη στους αρχαίους Έλληνες. Πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του θησαυροφύλακα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αρπάλου. O τελευταίος διορίσθηκε από τον Αλέξανδρο διαχειριστής του θησαυρού της Περσικής Αυτοκρατορίας στη Βαβυλώνα, όσο ο στρατηλάτης εκστράτευε βαθύτερα στην Ασία. Ο Άρπαλος με τα χρήματα του θησαυρού διήγαγε πλούσια και έκφυλη ζωή μαζί με τις εταίρες Πυθονίκη και Γλυκερία ενώ δώριζε μεγάλα ποσά στη πόλη της Αθήνας.
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ενημερώθηκε για τις οικονομικές ατασθαλίες του θησαυροφύλακα διέταξε να τον συλλάβουν, ο Άρπαλος όμως πρόλαβε να διαφύγει με 5.000 χρυσά τάλαντα στη Μικρά Ασία όπου μίσθωσε 30 πλοία και 6.000 μισθοφόρους και έπλευσε προς την Αθήνα.
Για να γίνει πιο κατανοητό στον αναγνώστη το μέγεθος της υπεξαίρεσης, αξίζει να αναφέρουμε ότι ο περσικός θησαυρός ανερχόταν στο ποσό των 600.000 ταλάντων ενώ ο πλουσιότερος Αθηναίος πολίτης είχε περιουσία ύψους 300 ταλάντων. Στην Αθήνα ο Άρπαλος δωροδόκησε τους πολιτικούς για να μπορέσει να ζητήσει άσυλο και με σφοδρό υποστηρικτή τον ηγέτη της αντιμακεδονικής παράταξης, Δημοσθένη, κατάφερε να κάνει δεκτό το αίτημα του.
Στο ενδιάμεσο, ο αντιβασιλέας Αντίπατρος, διορισμένος από τον Αλέξανδρο ως τοποτηρητής στην Ελλάδα ζήτησε την έκδοση του Αρπαλου ενώ παράλληλα ετοίμαζε τον στόλο του για μια επίθεση στη πόλη των Αθηνών.
Οι Αθηναίοι πολιτικοί έντρομοι ήταν αποφασισμένοι να εκδώσουν τον Άρπαλο, ο οποίος δραπέτευσε στη Κρήτη και δολοφονήθηκε εκεί από τους μισθοφόρους του. Η επόμενη κίνηση των Αθηναίων ήταν να αναζητήσουν ποια άτομα δωροδοκήθηκαν και σε ποιανού τις τσέπες βρισκόντουσαν τα εναπομείναντα 700 τάλαντα του Αρπαλου. Ο Άρειος Πάγος ανέλαβε να διαλευκάνει την υπόθεση, δίχως αποτέλεσμα όμως, αφού οι επιφανέστεροι Αθηναίοι αλληλοκατηγορούνταν ενώ ο Δημοσθένης δραπέτευσε στον Πόρο όπου αυτοκτόνησε με δηλητήριο.
Τελικώς ο Άρειος Πάγος συνέλαβε τον πολιτικό Δημάδη, ο οποίος είχε λάβει 20 τάλαντα από τον Άρπαλο και αναγκάστηκε να πληρώσει 100 στο ταμείο των Αθηνών. Το υπόλοιπο του ποσού καθώς και οι υπόλοιποι ένοχοι δεν βρέθηκαν ποτέ.
Μια δεύτερη περίπτωση είναι αυτή του Ανδροτίου Άνδρωνα. Ο Ανδροτίων Άνδρωνος είχε προτείνει στην Εκκλησία του Δήμου για να μπορέσει η πόλη να αυξήσει τα έσοδα της να λιώσει τα χρυσά αγάλματα και να κόψει με αυτά νόμισμα ή να επιβάλλει έκτακτους φόρους. Όταν αυτές οι ιδέες απορρίφθηκαν τότε πρότεινε να κυνηγήσουν την φοροδιαφυγή και να αναλάβει ο ίδιος το δύσκολο αυτό έργο.
Φυσικά ο Δήμος τον επιστέφθηκε και του έδωσε πλήρη ελευθερία κινήσεων. Ο Ανδροτίων δρώντας σαν κάποιο είδος αρχαίου μαφιόζου, μίσθωσε μαχαιροβγάλτες και μπράβους και απειλούσε τους φορολογούμενους να καταβάλλουν τους φόρους τους και πάντα στο διπλάσιο από ότι τους αναλογούσε. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί ότι ο Ανδροτίων και κάποιοι πολιτικοί φίλοι του καταχράστηκαν χρήματα από τους φόρους.
Όταν έγινε αντιληπτό από την πολιτεία, απαιτήθηκε η καταβολή προστίμου, διπλάσιου ύψους από το ποσό που καταχράστηκαν και να φυλακιστούν οι υπαίτιοι της απάτης. Οι καταχραστές κίνησαν όλες τις γνωριμίες τους στη πολιτική σκηνή και γλύτωσαν τη φυλάκιση ενώ τους επιστράφηκε και το ποσό του προστίμου που αναγκάστηκαν να πληρώσουν.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.