Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Τα μάτια της ανοίγαν δεν ανοίγανε.


Όσοι ήταν τριγύρω τους,φοβήθηκαν και απομακρύνθηκαν.
Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί,τι γινόταν και κυρίως τι ήταν εκείνο που είδε και της προκάλεσε τέτοια ταραχή και φόβο,τρόμο θα έλεγα.
Τι να ήθελε να μας πει άραγε,τρεμόπαιζαν τα χείλη της,μα οι παλμοί της καρδιάς της,όπως είχαμε αρχίσει να εντοπίζουμε όσοι είχαμε βρεθεί σε εκείνο το συμβάν,όλο και πιο αδύναμοι γίνονταν,όλο και πιο ασταθείς οι χτύποι της καρδιάς της.

Μόνο κάτι παιδάκια φώναζαν,λες και είχαν δει φαντάσματα.
Μα ποιος να βασιστεί στα λόγια των μικρών εκείνων παιδιών και να σιγουρευτεί,πως όντως λένε αλήθεια,χωρίς να φανεί η φαντασία τους.

Βλέπετε σε εκείνες τις ηλικίες,μεταξύ 8 και 10 η φαντασία,οργιάζει και γράφει σενάρια,ακόμα και απίθανων περιστατικών και γεγονότων.
Κι όμως το ένα απ τα παιδάκια,κλαίγοντας γοερά,μας παρακαλούσε να τα πιστέψουμε και να ακούσουμε τι είχαν να μας αφηγηθούν,το καθένα με τη σειρά του.

Δεν είχαμε και άλλη επιλογή κι έτσι οι λίγοι που είχαμε παραμείνει,να της δώσουμε τις πρώτες βοήθειες,αποφασίσαμε να τα ακούσουμε και να συμμεριστούμε την αγωνία τους ,συνάμα με το φόβο τους.

Ορίστε,πρότεινα στο αγοράκι ,που τσίριζε και με όση δύναμη του είχε απομείνει,εκλιπαρούσε να το πιστέψουμε.

Εκεί που παίζαμε με τις μπίλιες μας,ένας κύριος,ψηλός ,γεροδεμένος,εμφανίστηκε ξαφνικά και μας ρώτησε,αν ξέραμε πως θα έβρισκε την κόρη του,που είχε αφήσει από μικρή.

Δεν πολυκαταλάβαμε τι ήθελε,γιατί μιλούσε με ταραχή και με δάκρυα ανάμεικτα.
Του είχαμε πει να μιλάει σιγά και καθαρά για να καταλάβουμε τι ζητούσε από μας,ώστε να τον εξυπηρετήσουμε και να καταφέρει να νοιώσει ευτυχισμένος.

Είναι σα χάρη τελευταία,μας είπε,ενώ δεν μπορούσε να κοπάσει ,να ηρεμήσει την ταραχή του.

Πρέπει ,καλά μου παιδάκια ,να με βοηθήσετε και να φύγω ήρεμος και απαλλαγμένος ,από τις τύψεις και τη δυστυχία.

Δεν είχαμε άλλη επιλογή,καθώς επέμενε τόσο πολύ και μας παρακαλούσε να το βοηθήσουμε ,με δάκρυα στα μάτια.

Σε λίγο ,πετάχτηκε ένα κοριτσάκι,που ήταν σε εκείνη την παρέα,γιατί περίμενε τον αδερφό της,να πάνε μετά στο σπίτι τους.
Εγώ,λέει με φωνή,σταθερή,χωρίς φόβο,θέλησα να του δείξω,που βρισκόταν,εκείνη η κοπέλα που ζητούσε να βρει.
Την ήξερα πολύ καλά,γιατί την είχα δασκάλα στο νηπιαγωγείο που πήγαινα.

Όπως ξέρετε,τη λένε Καλοσύνη και πάντα από μικρή που ήμουν,με συμβούλευε με τις καλύτερες συμβουλές και πάντα ήθελε να μαθαίνει για την πρόοδό μου,τις επιδόσεις μου.

Ποτέ δεν είχα εξηγήσει το ενδιαφέρον της για μένα,καθώς ξεχώριζε και φαινόταν η αδυναμία που μου είχε.

Τον πήγα προς το μέρος της Κυρίας Καλοσύνης,μα εκείνη,μόλις τον είδε,ταράχτηκε,φοβήθηκε και χωρίς άλλη κουβέντα,λιποθύμησε.

Εκείνος ο Κύριος,ξαφνιάστηκε μόλις την είδε και της είπε μια και μόνο φράση:Παιδί μου,καλοσυνάτο και αγαπημένο,συγχώρεσε τον τρισάθλιο κι ανίκανο πατέρα σου.

Μας κοίταξε όλα τα  παιδιά,ένα ένα και μας είπε μόνο μια συμβουλή.
Ποτέ να μη δειλιάσετε στη ζωή σας και πάντα να τιμάτε το σύντροφό σας.

Λόγια ακαταλαβίστικα για μας,μα πιστεύω  πως εσείς κυρία Ταπεινόφρων,θα καταλαβαίνετε,πολύ πιο καλά ,λόγω της ηλικίας σας.

Μα φυσικά παιδιά μου,τώρα μπορώ ,σιγά σιγά ,να ξετυλίξω ένα κουβάρι ζωής,αλλά με τη βοήθεια της Καλοσύνης μας,που σε λίγο ,θα συνέλθει,πιστεύω να καταφέρουμε να συναρμολογήσουμε εκείνο το πάζλ,που ο άγνωστος κύριος,θέλησε να μας προσφέρει,προς επίλυσή του.

Από κείνη τη στιγμή,άρχισα να διερωτώμαι,τι ακριβώς να είχε συμβεί,τι ρόλο να έπαιζε ,εκείνη η συμβουλή που χε δώσει στα μικρά εκείνα αγγελούδια,που κατά διάννοια ,δεν ήταν σε θέση να την εξηγήσουν,παρά να μπερδευτούν και να συγχιστούν χειρότερα.

Από όσο θυμάμαι,ακούμπησα το χέρι μου ,σε ένα τραπέζι,που έτυχε να φέρουμε εκεί,για να καταφέρει η Καλοσύνη να σταθεί,λίγο λίγο,αφού ,κατάφερε να συνέλθει και να στηριχτεί στα πόδια της.

Δεν ήθελα,δεν έπρεπε να της θυμίσω τι είχε συμβεί ,που ταράχτηκε και έχασε τις αισθήσεις της,αλλά δεν είχα και άλλη εξήγηση να δώσω.

Έσκυψα σιγά,τρυφερά της ακούμπησα το χέρι μου στην πλάτη της,στοργικά ,με φροντίδα.
Καλή μου κοπέλα,τι είχες δει και ταράχτηκες τόσο πολύ?
Τι ήταν αυτό που λύγισε την ψυχούλα σου και σε γονάτισε?
Αν θες φυσικά μου λες,αλλά από ότι βλέπω,πρέπει να μοιραστείς αυτό το βάρος,να έχεις το θάρρος να το αντιμετωπίσεις κατάματα.

Κύριε Ταπεινόφρων,από πού να αρχίσω και που να τελειώσω.
Θα σας πω την ιστορία μου,εν συντομία.
Άλλωστε δεθέλω να σας κουράσω,γιατί και εσείς από ότι ξέρω,υποφέρετε από πίεση και δε θα θελα να σας στεναχωρώ,με τα δικά μου ζόρια.

Ο άνθρωπος που εμφανίστηκε τόσο ξαφνικά ,λες και ήταν ένα φάντασμα,μιας ψυχής,που ζητούσε εναγώνια να βρει τη λύτρωση και τη γαλήνη,δεν ήταν κανένας άλλος,παρά ο πατέρας ,που έχω χάσει,εδώ και κάποια χρόνια.

Αν δεν το συναντούσα τόσο κοντά,θα έλεγα πως ήταν μια δίδυμη φιγούρα,του ανθρώπου,που αν και τόσο αγάπησα,εκείνος θέλησε να με κάνει να το μισήσω,να τον αγνοήςω και να πάω τη ζωή μου,ένα βήμα παρά πέρα.
Μα όλο αυτό που έζησα,λες και να ταν  προσωποιημένη,εκείνη η κατάρα ,που είχα ξεστομίσει,την ώρα που ξεψύχαγε,η έρμη μου η μάνα.

Ένοιωθα τόςο πόνο,τόση κακία,που αν τον είχα εκείνη τη στιγμή μπροστά μου,θα του ξερίζωνα την καρδιά του.

Άλλωστε γιατί εκείνος να ζει και η μανούλα μου,που τόσα χρόνια ταλαιπωρήθηκε και βασανίστηκε εξ αιτίας του,να φύγει τόσο νέα και τόσο άδικα από τη ζωή?

Δε λειτούργουσα καθόλου εκείνες τις στιγμές,αναζητούσα να βρω τρόπους,μεθόδους,να παρατείνω έστω και στο ελάχιστο τη διάρκεια .της ζωής της,που η ίδια θέλησε να τερματήσει,αδιαφορώντας για τις θεραπείες,που της είχε συστήσει,ο θεράπων ιατρός της.

Τότε,ενώ με κοίταγε κατάματα,ψέλλισε μια λέξη,αγάπα τον,συγχώρεσέ τον,είπε, δεν είχα πολυκαταλάβει και εγώ η ίδια,τι μήνυμα ήθελε να μου περάσει.

Τίποτα από όλα αυτά δεν ήθελα,τίποτα δε θα κάλυπτε το κενό,που ήδη αισθανόμουν και είχε φωλιάσει για τα καλά ,ο φόβος της έλλειψής της,της απώλειά της.


Μετά από λίγες μέρες,έμαθα πως είχε πάρει ένα κουτί χάπια και θέλησε να δώσει τέλος σε μια ζωή,πολυτάραχη και διάσπαρτη,σκορπισμένη στα πέρατα της οικουμένης,αφούόταν μας παράτησε,είχε γίνει,λωστρόμος στο καράβι ενός φίλου του,που συνήθιζε να μπαρκάρει συχνά,αφού είχε να θρέψει,πέντε παιδιά και να μεριμνήσει για την οικογένειά του.

Όταν μου το είπαν,δεν επέτρεψα στον εαυτό μου,να κυλήσει,ούτε η παραμικρή σταλαματιά,ένα δάκρυ,τυχαίο αλλά συμπονετικό.

Δεν έπρεπε να τον τιμήςω,δεν επέτρεπα να νοιώσω την παραμικρή θλίψη,σα να ήταν ακόμα και ένας ξένος ,προς εμένα.

Μέσα μου,ήξερα,καταλάβαινα,αλλά το μόνο που κατάφερα να ξεστομίσω,ήταν εκείνη η κατάρα,που σαν την ξεστόμιζα,λύτρωνα τον ψυχικό μου κόσμο,γαλήνευα την πολύ πονεμένη μου ψυχούλα.

Μα καλά ,ποιά είναι αυτή η κατάρα που ηρεμούσε την καρδούλα σου,γλυκιά μου Καλοσύνη?

Είχα πει,να μη βρει ποτέ ,ηρεμία,γαλήνη η ψυχή του και πάντα να με αναζητά,να με
ψάχνει,αλλά να μη με βρίσκει.

Τότε ξαφνικά,πως γύρισα το κεφάλι μου,είδα ένα σημείωμα,να βρίσκεται στα χέρια της,τσαλακωμένο,και βρεγμένο,λες και έπεσε πάνω του,κανάτα από νερό.

Το κατάλαβε το βλέμμα μου η κοπέλα και μου είπε αμέσως…τελικά αθέτησα την υπόσχεσή μου ,δεν τα κατάφερα,λύγισα και έτσι μετά ,λιποθύμησα.

Για να καταλάβω,βρε κοπέλα μου,τι έγινε τελικά?

Μουδιασμένη ,και απόλυτα σε σύγχυση,άνοιξε την παλάμη της και μου έδωσε ,το σημείωμα που τόσο γερά ,φάνηκε , ότι κρατούσε.

Ο Θεός της είπε,άκουσε τις προσευχές μου,συμμερίστηκε τον πόνο μου  κι έτσι θέλησε να δώσει και σε μένα τον αμαρτωλό,την ευκαιρία,να ηρεμήσω και να γαληνέψω την ψυχή μου.
Ζήτησε από μένα,τι θα ήθελα να κάνω περισσότερο και του είπα να συναντήσω το σπλάχνο0 μου,που τόσο οικτρά και απαίσια το αδίκησα και τόσο άχρηστα και άδικα,φέρθηκα στον έρωτα το μοναδικό και ανεπανάληπτο,της ζωής μ0υ,τη μητέρα σου.

Έτσι μου έδωσε άδεια,καθώς σήμερα είναι η μέρα της Χάριτος.
Χωρίς να χάςω την ευκαιρία,το ζήτησα και μου προσέφερε τη χαρά να σε πλησιάςω και να ζητήςω τη συγχώρεσή σου.
Το αν τη δεχτείς ή όχι,είναι δικό σου θέμα,απλά,αν τη δεχτείς θα λυτρωθεί και η δική μου και θα μαι πια μαζί με τη μητέρα σου,οι φύλακες άγγελοί σου.
Εκείνη με συγχώρεσε,αλλά δεν μπορούμε ακόμα να είμαστε μαζί,καθώς εκείνη αγνή και καλοκάγαθη ,πήγε στον Παράδεισο,ενώ εγώ ακόμα ,περνάω,τα Τελώνια.

Αν θελήσεις και δεις την αλήθεια της ψυχής μου και την ειλικρινή μου μεταμέλλεια ,θα είμαστε από δω και πέρα μαζί,αλλοιώς θα πληρώσω,άξια και όπως μου πρέπει,τις ατασθαλίες,τα κακοφερσίματα και τις αδικίες,της πολύπαθης ζωής μου.

Τότε λύγισα ,σαν να χάθηκε όλος ο κόσμος,από μπροστά μου,κύριε Ταπεινόφρων.
Δε θέλω να στερήσω στη μανούλα μου να είναι έστω και σε άλλη διάσταση μαζί.

Το ήξερα πόσο τον αγαπούσε και το λάτρευε,παρά τις δυσκολίες που είχε κληθεί να αντιμετωπίσει και να αντέξει.


Δεν είχα δικαίωμα να της τον στερήσω.
Εκεί ήταν που δείλιασα,τρόμαξα και έχασα τις αισθήσεις μου.

Τελικά η ψυχή του,δεν είχε βρει ανάπαυση,περιφερόταν,με έψαχνε και αναζητούσε να βρει τον τρόπο να με πλησιάσει,για να λυτρωθεί και επιτέλους να πάρει την πολυπόθητή του,άφεση αμαρτιών.



ΠΗΓΗ ANNA ZANIDAKH


Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only