Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Μυστράς Πελοπόννησος



Μητρόπολη
Ο ναός της Μητρόπολης, που είναι αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο, είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, όπως τα περισσότερα παραδείγματα μητροπολιτικών ναών των παλαιοχριστιανικών αλλά και των μεταγενέστερων χρόνων, συμπεριλαμβανομένου του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Νίκωνος στη Σπάρτη. Ιδρύθηκε από τον μητροπολίτη Ευγένιο μεταξύ των ετών 1262 και 1272. Οι μητροπολίτες που τον διαδέχθηκαν φρόντισαν με περισσή σπουδή τη διακόσμηση, την αύξηση και την κατοχύρωση της περιουσίας της Μητρόπολης αλλά και την προβολή τους ως ιδρυτών της, προβαίνοντας μερικές φορές ακόμη και στην αφαίρεση των ονομάτων ή και των απεικονίσεων των προκατόχων τους. Οι επεμβάσεις τους εξέφραζαν ταυτόχρονα την υιοθετούμενη από τον εκάστοτε αυτοκράτορα ενωτική ή ανθενωτική πολιτική με τη Δυτική Εκκλησία.

Η μορφή του μητροπολίτη Ευγένιου που απεικονίζεται στις υψηλής τέχνης τοιχογραφίες του διακονικού του ναού διέφυγε την καταστροφή. Ο διάδοχος του Ευγένιου, Θεοδόσιος (1272–1285), έγινε μητροπολίτης κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’, ο οποίος ακολουθούσε ενωτική πολιτική απέναντι στη Δυτική Εκκλησία. Στον Θεοδόσιο αποδίδεται ένα μεγάλο μέρος του εικονογραφικού προγράμματος του ναού. Αυτός φαίνεται να είναι ο δεόμενος στην Παναγία στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού. Λίγα χρόνια μετά, στον μητροπολιτικό θρόνο τον ακολούθησε ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος (1288–1315). Σ’ αυτόν ανήκει η πρωτοβουλία να καταγραφεί η περιουσία της Μητρόπολης στους μαρμάρινους κίονες του ναού, συνοδευόμενη από κατάρες προς όποιον τολμήσει να τη σφετεριστεί. Η καταγραφή της περιουσίας της Μητρόπολης θα συμπληρωθεί αργότερα και από άλλους μητροπολίτες. Στον Νικηφόρο Μοσχόπουλο αποδίδεται επίσης η συμπλήρωση των τοιχογραφιών του ναού στο δυτικό τμήμα του νότιου κλίτους και στο νάρθηκα με παραστάσεις της Δευτέρας Παρουσίας και απεικονίσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Τόσο η καταγραφή της περιουσίας όσο και οι απεικονίσεις των Οικουμενικών Συνόδων εκφράζουν την πολιτική της Εκκλησίας την οποία ο Μοσχόπουλος είχε το δυναμισμό να εκπροσωπήσει, υπηρετώντας ταυτόχρονα την ανθενωτική πολιτική τού επί των ημερών του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’. Για το λόγο αυτό, δεν αποκλείεται η εμφανώς αποξεσθείσα μορφή του δεόμενου Θεοδόσιου στην κόγχη του Ιερού να οφείλεται σ’ αυτόν.

Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι η Μητρόπολη του Μυστρά διακοσμήθηκε κατά τα τέλη του 13ου αιώνα με τοιχογραφίες που δίνουν το χρονολογικό και ποιοτικό στίγμα αυτής της περιόδου με εξαιρετικά εμφαντικό τρόπο, ενώ οι τοιχογραφίες που έγιναν στις αρχές του 14ου αιώνα μαρτυρούν τη σχέση του ναού με μεγάλα εκκλησιαστικά μνημεία της πρωτεύουσας.

Τον 15ο αιώνα, ωστόσο, ένας νέος μητροπολίτης ονόματι Ματθαίος είναι ο πρωτεργάτης της μετατροπής του ναού από δρομική βασιλική με υπερυψωμένο το ξυλόστεγο κεντρικό κλίτος, σε ναό μεικτού τύπου με υπερώα. Δηλαδή, αντιγράφοντας τη διάταξη του Καθολικού της Οδηγήτριας στη μονή Βροντοχίου, κατασκεύασε ένα ναό του οποίου η διάταξη του ισογείου είναι βασιλική και ο επάνω όροφος σταυροειδής εγγεγραμμένος. Ο Ματθαίος υπερβαίνοντας τους προκατόχους του, ίσως επειδή επεμβαίνει στο κατασκευαστικό τμήμα του ναού, υπογράφει στο ανάγλυφο κάτω γείσο των υπερώων και στα ανάγλυφα νέα επίκρανα των εικόνων του τέμπλου ως «κτήτωρ»! Στην ίδια περίοδο αποδίδονται οι εξωτερικές τοιχογραφίες στον βόρειο τοίχο του ναού, ενώ η διαμόρφωση του σημερινού βόρειου αιθρίου ανήκει στα όψιμα μεταβυζαντινά χρόνια. Ο Ματθαίος, κατά την καθαίρεση τμήματος της στέγης του κεντρικού κλίτους, καταστρέφει τις τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, από τις οποίες απομένουν μόνο τα πόδια των αναπαριστώμενων μορφών, προφανώς γιατί δεν πρόλαβε να τις αντικαταστήσει με νέες.




Μουσείο
Ο Μυστράς δεν έχει ανασκαφεί συστηματικά, γι’ αυτό και τα περισσότερα αντικείμενα καθημερινής ζωής που βρίσκονται στο Μουσείο του φέρουν την ασαφή ένδειξη «αρχαιολογικός χώρος Μυστρά». Δακτυλίδια από χαλκό ή ασήμι και μεγάλος αριθμός από ενώτια χάλκινα, αργυρά και επίχρυσα μαρτυρούν τις οικονομικές δυνατότητες της κοινωνίας. Κάποια μάλιστα χρονολογούνται με μεγαλύτερη ακρίβεια, αφού φέρουν το μονόγραμμα των Παλαιολόγων. Αξιοσημείωτη είναι η εύρεση ενός καλουπιού κατασκευής σφαιρικών μεταλλικών κομβίων, αλλά και ενός εντυπωσιακού αριθμού μεταλλικών επιχρυσωμένων κομβίων σε σφαιρικό σχήμα, κατασκευασμένων σε καλούπι με συμφυή τη θηλιά στερέωσης. Τόσο το καλούπι όσο και ο μεγάλος αριθμός των κομβίων μαρτυρούν ότι αυτά είναι κατασκευασμένα στον Μυστρά.

Η συστηματική ανασκαφή που έγινε στους τάφους γύρω από την Αγία Σοφία το 1955 από τον Ν. Δρανδάκη έχει φέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα, ενδεικτικά του τι ακόμη κρύβει ο χώρος στα σπλάχνα του. Η Αγία Σοφία, ως ανακτορικό παρεκκλήσιο, ήταν ο κατεξοχήν τόπος ενταφιασμού για πολλούς ευγενείς όπως και για τα πολυάριθμα μέλη των οικογενειών των εκάστοτε δεσποτών. Σε συγκεκριμένο τάφο με 12 ταφές, η τελευταία νεκρή ήταν μια νεαρή γυναίκα. Από το λείψανό της διατηρήθηκε και εκτίθεται στο μικρό Μουσείο του Μυστρά η μακριά ξανθή πλεξίδα της και ένα στεφάνι από κορδόνια που φορούσε στο κεφάλι. Χρόνια αργότερα, όταν έγινε η ανασύσταση και η μελέτη των τμημάτων του φορέματός της, αποκαλύφθηκε ότι η νεκρή ήταν ντυμένη με ποδήρες μανικωτό υποκάμισο από άβαφο μεταξωτό ύφασμα, που καλυπτόταν από αμάνικο εφαρμοστό φόρεμα. Το φόρεμα, που είχε άνοιγμα σε σχήμα V και φάρδαινε κάτω από το στήθος, ήταν φτιαγμένο από βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα ιταλικής ή ισπανικής προέλευσης.

Σήμερα, στο μικρό Μουσείο έχει γίνει μια προσεκτική επιλογή αναγλύφων από αυτά που κυρίως είχε διασώσει ο G. Millet. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η μαρμάρινη εικόνα Ένθρονου Χριστού του 14ου αιώνα που αποσπάστηκε από μεταγενέστερη φάση του ναού της Περιβλέπτου για να προφυλαχθεί. Επίσης, το επιπεδόγλυφο ανάγλυφο με την Ανάληψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέσα σε περίτεχνο μετάλλιο, έργο, επίσης σε δεύτερη χρήση, προερχόμενο από το ίδιο μνημείο και χρονολογημένο την ίδια περίοδο. Αξίζει κανείς να σταθεί σε δύο τμήματα επιστυλίου με το μονόγραμμα της Ισαβέλλας ντε Λουζινιάν αλλά και το οικόσημο των Λουζινιανών βασιλέων της Κύπρου, απ’ όπου καταγόταν η πρώτη δέσποινα του Μυστρά. Στο συγκεκριμένο ανάγλυφο αναφέρεται ως Ζαμπέα ντε Λεζινάω. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δύο επιτύμβιες πλάκες με τα μονογράμματα του πρώτου δεσπότη του Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνού Παλαιολόγου (επωνυμία που οφείλεται στο ότι και η μητέρα του, Ειρήνη Ασέν, και η μητέρα του πατέρα του, Θεοδώρα, προέρχονταν και οι δύο από τη γενιά των Παλαιολόγων).




Ευαγγελίστρια
Ο ναός της Ευαγγελίστριας στον Μυστρά χτίστηκε πιθανόν στα τέλη της δεσποτείας του Θεοδώρου Α΄ ή στις αρχές της δεσποτείας του διαδόχου του, Θεοδώρου Β’, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κτήτορας του ναού υπήρξε ένας εκ των δύο δεσποτών. Επιγραφή σχετική με τον κτήτορά του δεν υπάρχει. Είναι εμφανές, ωστόσο, ότι ο ναός της Ευαγγελίστριας είναι ένα προσεγμένο μικρό οικοδόμημα που αντιγράφει σε μικρή κλίμακα τον αρχιτεκτονικό τύπο της Αγίας Σοφίας και της Περιβλέπτου, τα δύο πανομοιότυπα δεσποτικά κτίσματα του Μανουήλ Καντακουζηνού, και γι’ αυτό ο δωρητής του θα πρέπει να είναι ένας από τους προύχοντες του Μυστρά.

Ο ναός, δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, είναι αισθητά μικρότερος από τα πρότυπά του και περιστοιχίζεται από πολλές ταφές, κάτι που δεν αποκλείει τον προορισμό του ως κοιμητηριακού ναού. Πρόκειται, ωστόσο, για μια εξαιρετικά προσεγμένη κατασκευή. Είναι ο μοναδικός βυζαντινός ναός στον Μυστρά στον οποίο δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ανάγλυφα προερχόμενα από προγενέστερους ναούς της Λακεδαιμονίας. Οι παραστάδες και τα γείσα των θυρών και των παραθύρων του, απολύτως προσαρμοσμένα στις διαστάσεις των ανοιγμάτων τους, δεν διακόπτονται βίαια σε κανένα σημείο. Η θεματολογία τους παραπέμπει σε άλλα μνημεία του Μυστρά που φέρουν στοιχεία από δυτικά πρότυπα, και αυτά τα συναντάμε, εκτός από τον γλυπτό διάκοσμο του μνημείου, και στη ζωγραφική του όταν αποδίδονται αρχιτεκτονικές μορφές, όπως στα ζωγραφισμένα




Μονή Βροντοχίου
α. Άγιοι Θεόδωροι

Περί τα τέλη του 13ου αιώνα μαρτυρείται από επιγραφή η ίδρυση του πρώτου καθολικού της μονής Βροντοχίου, των Αγίων Θεοδώρων, από τον μοναχό Δανιήλ. Το καθολικό φαίνεται ότι ολοκλήρωσε ο σπουδαίος μοναχός Παχώμιος, που ήδη το 1296 αναφέρεται ως ηγούμενος της μονής. Πρόκειται για ναό οκταγωνικού τύπου, απαιτητικό στην κατασκευή του, του οποίου τα παραδείγματα είναι λιγοστά στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.

Στη γειτονική Μονεμβασία, όμως, προϋπάρχει ο μεγάλος οκταγωνικός ναός της Αγίας Σοφίας που δεσπόζει στο κάστρο. Αυτός πρέπει να υπήρξε το πρότυπο για το ναό στον Μυστρά, τον αφιερωμένο στους στρατιωτικούς Αγίους Θεοδώρους. Στο εσωτερικό του σώζονται λίγες τοιχογραφίες του τέλους του 13ου αιώνα, οι περισσότερες από τις οποίες απεικονίζουν στρατιωτικούς αγίους. Τα τέσσερα παρεκκλήσιά του σώζουν τοιχογραφίες που μαρτυρούν τον ταφικό τους χαρακτήρα, ενώ από τις σωζόμενες επιγραφές μπορούμε να συναγάγουμε ότι πρόκειται για ταφές δευτερευόντων μελών της αυτοκρατορικής και δεσποτικής οικογένειας των Παλαιολόγων στον Μυστρά.

β. Οδηγήτρια ή Αφεντικό

Το έργο ζωής του Παχωμίου, όμως, είναι το δεύτερο καθολικό της μονής Βροντοχίου, αφιερωμένο στην Παναγία την Οδηγήτρια. Ο Παχώμιος, με άμεσες σχέσεις με την πρωτεύουσα και στηριζόμενος στη συνεχή υποστήριξη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’, κατασκεύασε ένα μεγάλο καθολικό, το οποίο στο μεν ισόγειο είναι δρομική βασιλική ενώ η κάτοψη του δεύτερου προσβάσιμου ορόφου είναι σταυροειδής εγγεγραμμένη με τρούλο και τέσσερις μικρούς τρουλίσκους στα πλάγια διαμερίσματα του σταυρού. Η πρόσβαση στα υπερώα εξασφαλίζεται από πλάγια πόρτα στα νότια του νάρθηκα που οδηγεί σε παρεκκλήσιο από το οποίο ξεκινάει εσωτερική κλίμακα. Στους τοίχους του παρεκκλησίου αναγράφονται τα κείμενα των χρυσοβούλλων που απέλυσε ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος υπέρ της μονής, τα οποία χρονολογούνται μεταξύ 1320–1322. Τα υπερώα που διαμορφώνονται στον δεύτερο όροφο επιτρέπουν στους αξιωματούχους να παρακολουθούν, απομονωμένοι και από ψηλά, τη Θεία Λειτουργία. Αυτός ο αρχιτεκτονικός τύπος προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη αλλά, κατά τη διάρκεια της ακμής του Δεσποτάτου, από τις αρχές του 14ου μέχρι και το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, βρίσκει για συγκεκριμένους λόγους ευρεία εφαρμογή μόνο στον Μυστρά. Εκτός του Μυστρά απαντά μόνο στο Λεοντάρι, στο ναό των Αγίων Αποστόλων, του οποίου η οικοδόμηση έχει άμεση σχέση, όπως έχει αποδειχθεί, με τον Μυστρά. Αυτός ο αρχιτεκτονικός τύπος ονομάστηκε από τους μελετητές εκτός από «μεικτός τύπος» και «Mistratypus».

Ο ναός της Οδηγήτριας ήταν μια πολυτελής και δαπανηρή κατασκευή, η μοναδική στον Μυστρά που είχε ορθομαρμαρώσεις κατά τα πρότυπα των αυτοκρατορικών ναών άλλων εποχών. Σ’ αυτήν, όπως και στη Μητρόπολη νωρίτερα, λειτούργησαν σκριπτόρια στα οποία αντιγράφονταν αρχαία κείμενα και βυζαντινοί κώδικες. Η ίδρυση του ναού της Οδηγήτριας, που αποκαλείται και Αφεντικό, ξεκίνησε πριν από το 1309 και δεν αποκλείεται η ολοκλήρωσή της να έγινε το 1322, έτος θανάτου του Πρωτοσύγγελου Παχωμίου, ίσως και ακόμη αργότερα. Διακοσμήθηκε με υψηλής τέχνης τοιχογραφίες από τουλάχιστον δύο ζωγράφους. Από τις σωζόμενες τοιχογραφίες, εκτός του Χριστολογικού Κύκλου που βρίσκεται στις κεραίες των καμαρών του σταυρού, εντύπωση προκαλεί ο εκτεταμένος Αγιολογικός Κύκλος με παραστάσεις οσίων, μαρτύρων, διακόνων, ιεραρχών, ενώ στα υπερώα εικονίζονται βιβλικοί πατριάρχες, προφήτες και πολλοί από τους Εβδομήκοντα Αποστόλους. Εξίσου σημαντικές είναι οι τοιχογραφίες των τεσσάρων παρεκκλησίων του ναού. Το παρεκκλήσιο που διαμορφώθηκε στη νότια στοά, με έκδηλο ταφικό χαρακτήρα και θέματα από την Κοίμηση και την Ταφή της Παναγίας, σχετίζεται και φαίνεται να είναι σύγχρονο με το παρεκκλήσιο των Χρυσοβούλλων και παραπέμπει στην υψηλή ζωγραφική της πρωτεύουσας. Στην ανατολική πλευρά του παρεκκλησίου της νότιας στοάς, το 1366 προστέθηκε το επίσης ταφικό παρεκκλήσιο του Κυπριανού.

Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα παριστάνουν θαύματα του Χριστού που έχουν σχέση με τις θεραπευτικές ιδιότητες του νερού και την παρουσία της Παναγίας ως Ζωοδόχου Πηγής, της οποίας η λατρεία στην πρωτεύουσα την ίδια περίοδο ήταν πολύ διαδεδομένη. Η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών του νάρθηκα, που έχουν έντονο ταφικό χαρακτήρα, σχετίζεται με εκείνη των τοιχογραφιών υψηλής τέχνης του βορειοδυτικού παρεκκλησίου, του Παχωμίου. Οι τοιχογραφίες παραπέμπουν στην υπέροχη τέχνη με τις αριστοκρατικές μορφές της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, η οικοδόμηση της οποίας χρονολογείται την ίδια εποχή με την Οδηγήτρια.

Γύρω από το κραταιό αυτό μοναστήρι, που τειχίστηκε με ψηλούς τοίχους και πύργους στις αρχές του 14ου αιώνα, συνεχίστηκε η επέκταση του οικισμού του Μυστρά. Η μονή συνέχισε να είναι ισχυρή και να παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ζωή του Μυστρά μέχρι το τέλος.






Παλάτια
Και ενώ τόσο η Μητρόπολη όσο και η μονή του Βροντοχίου, με αναμφισβήτητες χρονολογικές αναφορές στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα, δέχονται γύρω τους τη μετεγκατάσταση του πληθυσμού από τη βυζαντινή Λακεδαιμονία, δημιουργώντας τον πυρήνα της Κάτω Χώρας του Μυστρά, ο οικισμός της Πάνω Χώρας φαίνεται ότι δημιουργείται με διαφορετικό τρόπο. Τα πρώτα σπίτια της Πάνω Χώρας χτίστηκαν ψηλά, έξω από το τείχος του φρουρίου σε μέρη που το επέτρεπε το φυσικό ανάγλυφο του βράχου και πρέπει να είναι σύγχρονα με τα πρώτα σπίτια που χτίζονται γύρω από τα δύο τειχισμένα εκκλησιαστικά ιδρύματα της Κάτω Χώρας. Κατά τη γνώμη μας η δημιουργία των πρώτων παλατιών, δηλαδή των Κτιρίων Α και Δ, οφείλεται στον Μανουήλ Καντακουζηνό και τη σύζυγό του Ισαβέλλα. Η υπόθεση ότι το Κτίριο Α των παλατιών είναι συνδεδεμένο με τον Βιλλεαρδουίνο δεν είναι πλέον αρκετά ισχυρή, για πολλούς λόγους.
Οι πρόσφατες ανασκαφές στο πλάτωμα των παλατιών εικάζεται ότι έχουν αναδείξει πολύ παλαιότερα κτίσματα και η δημοσίευσή τους θα ρίξει φως στο θέμα της ανάπτυξης του οικισμού της Πάνω Χώρας. Τέλος, θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να τεκμηριωθεί η χρονολόγηση της δαπανηρής και πολυτελούς κατασκευής για τη στέγαση των δεσποτών του Μυστρά στο τελευταίο χρονολογικά συγκρότημα, το λεγόμενο «των Παλαιολόγων», με την Αίθουσα του Θρόνου.




Αγία Σοφία
Με τα ως σήμερα δεδομένα δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον σημαντικό ρόλο του πρώτου δεσπότη του Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνού, στην ανάπτυξη της Πάνω Χώρας. Ο δεσπότης Μανουήλ Καντακουζηνός είναι κατά τεκμήριο ο κτήτορας της μονής της Αγίας Σοφίας, που είναι το τρίτο, κατά χρονολογική σειρά, θρησκευτικό κτίσμα στην πόλη του Μυστρά. Πρόκειται για τειχισμένη μονή, όπως αυτή του Βροντοχίου. Σώζονται υπολείμματα των κελιών της, της τράπεζας και μιας μεγάλης κινστέρνας, από την οποία αργότερα δεν αποκλείεται να εξυπηρετήθηκαν και τα παλάτια που βρίσκονται πολύ κοντά στο μοναστήρι αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο.

Το καθολικό της μονής, δικιόνιος ναός σταυροειδής εγγεγραμμένος με νάρθηκα, είναι μικρό σε σχέση με αυτά του Βροντοχίου. Στα επίκρανα και στα κιονόκρανα του ναού σώζονται τα συμπιλήματα του ονόματος του δεσπότη Μανουήλ Καντακουζηνού. Οι τοιχογραφίες στα περισσότερα τμήματα του ναού έχουν καταστραφεί. Στην κόγχη του Ιερού σώζεται επιβλητική η τοιχογραφία του Χριστού, γεγονός που στο παρελθόν ενίσχυσε την υπόθεση ότι πρόκειται για τη μονή του Χριστού Ζωοδότη, γνωστή από ένα σιγίλιο του 1365, το οποίο αποδίδει την ίδρυσή της στον Μανουήλ Καντακουζηνό. Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να αποκλειστεί· ωστόσο, ο ναός δεν πρέπει να διατήρησε για πολύ το χαρακτήρα του καθολικού μονής, αφού μετατράπηκε σε παρεκκλήσι των παλατιών.

Αυτή η αλλαγή μαρτυρείται τόσο από τις πολλές ταφές ευγενών που έχουν εντοπιστεί εκεί, όσο και από τον κατάγραφο διάκοσμο στο νοτιοανατολικό παρεκκλήσιο του ναού που έχει αποδοθεί στην Ισαβέλλα ντε Λουζινιάν, σύζυγο του πρώτου δεσπότη του Μυστρά, Μανουήλ Καντακουζηνού. Ας προστεθεί επίσης ότι στην είσοδο της μονής ο περιηγητής αββάς Fourmont, που επισκέφθηκε τον Μυστρά το 1730, κατέγραψε υμνητικό επίγραμμα για τον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό και τη σύζυγό του Ειρήνη, γονείς του δεσπότη Μανουήλ. Το επίγραμμα, από το οποίο σήμερα δεν σώζεται πια κανένα ίχνος, είναι αναμφισβήτητα γραμμένο τον 14ο αιώνα, μάλλον επ’ ευκαιρία της επίσκεψης των γονέων του δεσπότη που, ως αυτοκρατορικό ζεύγος, έφτασαν στον Μυστρά το 1361–63.


Μονή Παντάνασσας
Αφιερωμένη στην Παναγία, η μονή της Παντάνασσας είναι η μοναδική μονή στο χώρο που ακόμη και σήμερα είναι εν λειτουργία. Έχει επικρατήσει η άποψη ότι η Παντάνασσα έχει ως κτήτορα τον Ιωάννη Φραγκόπουλο και ότι είναι το μοναδικό μνημείο για το οποίο, βάσει επιγραφής, γνωρίζουμε το έτος της ίδρυσής του (1428). Η χρονολογία αυτή ωστόσο αμφισβητείται από τα δεδομένα των τελευταίων ερευνών. Ο ναός που αντικρίζουμε σήμερα είναι πιθανό να είναι προϊόν μετασκευής από τον Φραγκόπουλο. Από το έργο του αναμφισβήτητα σώζονται η σημερινή μορφή και το όνομα της Παντάνασσας, καθώς και οι εξαιρετικές τοιχογραφίες του 15ου αιώνα στα υπερώα του ναού. Εκεί αναπτύσσονται εξίσου ο Χριστολογικός και ο Θεομητορικός Κύκλος, οι οποίοι παραπέμπουν στα σημαντικά εικονογραφικά προγράμματα που έχουν μεταφερθεί από την πρωτεύουσα τον 14ο αιώνα στην Οδηγήτρια και την Περίβλεπτο. Εδώ όμως επικρατεί μια μεγαλύτερη ελευθερία στους χρωστήρες των τριών τουλάχιστον ζωγράφων που δούλεψαν στα υπερώα της Παντάνασσας με έντονα χρώματα και φώτα, αποδίδοντας ακόμα σαφέστερα την προοπτική στα κτίσματα και το περιβάλλον τους· μια ζωγραφική που προαναγγέλλει αυτό που θα ακολουθήσει στη Δύση της Αναγέννησης.



Μονή Περιβλέπτου
Ένα δεύτερο θρησκευτικό κτίσμα που αποδίδεται στον Μανουήλ Καντακουζηνό είναι η μονή Περιβλέπτου. Είναι όμως πολύ περισσότερο συνδεδεμένο με τη σύζυγό του, Ισαβέλλα ντε Λουζινιάν, που διατήρησε στενούς δεσμούς με την οικογένειά της στην Κύπρο ως το τέλος της ζωής της. Στη μονή είναι εμφανές ότι η λατινόφρων πριγκίπισσα ανέλαβε πρωτοβουλίες πρωτόγνωρες για τον Μυστρά.

Το καθολικό της μονής είναι δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, θα έλεγε κανείς αντίγραφο του ναού της Αγίας Σοφίας στην Πάνω Χώρα. Η μονή, ωστόσο, βρίσκεται εκτός των τειχών της Καστροπολιτείας, σε χώρο απομακρυσμένο και εκ διαμέτρου αντίθετο με την περιοχή των παλατιών, στο νοτιοανατολικό και χαμηλότερο σημείο της Κάτω Χώρας. Είναι τειχισμένη με ανεξάρτητο τείχος, χωρίς η πρόσβασή της να είχε συνενωθεί, τότε, με το οχυρωματικό τείχος της Καστροπολιτείας. Η σημερινή εικόνα της συνένωσης των τειχών έγινε σε πολύ μεταγενέστερους χρόνους.

Στο καθολικό της ανεξάρτητης αυτής μονής, ο Καντακουζηνός, ως κτήτορας, δεν σημειώνεται με τα συμπιλήματα του ονόματός του, όπως στην Αγία Σοφία, αλλά κατά τον δυτικό τρόπο, με το οικόσημό του. Στο οικόσημο με το λέοντα των Καντακουζηνών διακρίνονται και τα ίχνη του συμπιλήματος του ονόματός του. Είναι εμφανές ότι, σε μεταγενέστερους χρόνους, είχε ληφθεί ειδική μέριμνα για να εξαφανιστεί οτιδήποτε συνέδεε τη μονή με τους κτήτορές της, δεδομένου μάλιστα ότι το οικόσημο της απέναντι πλάκας, που θα πρέπει να ανήκε στην Ισαβέλλα, έχει απολαξευτεί πλήρως. Ωστόσο, στη δυτικότροπη εκφορά της ταυτότητας των κτητόρων προστίθενται και άλλα σύμβολα δυτικής προέλευσης, όπως τα ένθετα κρινάνθεμα με ρόδακες μέσα και έξω από την εκκλησία, τα οποία προστέθηκαν μετά την ίδρυσή της και τεκμηριώνουν τη χρήση της μονής από τους Ιωαννίτες Ιππότες κατά τη διάρκεια της δεσποτείας του Μανουήλ.

Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθεί και ο πύργος της μονής, που προστάτευε την είσοδό της. Στην κύρια όψη του, που είναι κατασκευασμένη με πλινθοπερίκλειστη βυζαντινή τοιχοποιία, ξεχωρίζουν δυτικά μορφολογικά στοιχεία, κατασκευασμένα σύμφωνα με τη δυτική τεχνογνωσία. Το καθολικό, στο εσωτερικό του, είναι κατάγραφο από τοιχογραφίες υψηλής τέχνης, η οποία σχετίζεται με την πρωτεύουσα. Κύρια πηγή έμπνευσης είναι ένας πλούσιος Χριστολογικός Κύκλος που πρόσφατα συνδέθηκε με το ησυχαστικό κίνημα και τον αυτοκράτορα, πατέρα του δεσπότη Μανουήλ, τον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό. Το ίδιο σημαντικός και εξαιρετικά σπάνιος είναι και ο πολύ εκτεταμένος Θεομητορικός Κύκλος, που αναπτύσσεται επίσης στο καθολικό και παραπέμπει στη θεματολογία χειρογράφων των Αποκρύφων της Παναγίας. Η ζωγραφική του μνημείου έχει συνδεθεί με τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, όχι μόνο ως προς τη θεματολογία του συγκεκριμένου κύκλου, αλλά και ως προς την τεχνοτροπική απόδοση του συνόλου των τοιχογραφιών.




Κάστρο
Το κάστρο δεν βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με την πόλη του Μυστρά. Μεσολαβεί ανηφορικός δρόμος χωρίς την ανάπτυξη οικισμού εκατέρωθεν. Το κάστρο του Βιλλεαρδουίνου έχει διατηρήσει την ακραιφνώς φράγκικη μορφή του. Ο εξωτερικός περίβολος του διπλού τείχους εξασφάλιζε τη στέγαση των εγκαταστάσεων του στρατού που το υπερασπιζόταν, ενώ στο εσωτερικό τείχος είναι συγκεντρωμένα η κατοικία και τα παρεκκλήσια του πρίγκιπα ή του βυζαντινού τοπάρχη (κεφαλής ή επιμελητή) και η διοικητική δομή του κάστρου.





Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only