11- | «αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλθομεν ἠδὲ θάλασσαν, νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσαμεν εἰς ἅλα δῖαν, ἐν δ᾿ ἱστὸν τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ, ἐν δὲ τὰ μῆλα λαβόντες ἐβήσαμεν, ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ | Σαν κατεβήκαμε στη θάλασσα και στο πλεούμενο μας, σύραμε πρώτα το πλεούμενο στο θείο το κύμα μέσα και στήσαμε κατάρτι κι άρμενα στο μελανό καράβι᾿ τα πρόβατα μετά φορτώσαμε και μπήκαμε κι ατοί μας |
5 | Ἀ βαίνομεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες. ἡμῖν δ᾿ αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσθλὸν ἑταῖρον, Κίρκη εὐπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα. ἡμεῖς δ᾿ ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα | βαριά θλιμμένοι, και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα. Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πρίμο αγέρι, σταλμένο από την ωριοπλέξουδη, την ανθρωπολαλούσα θεά, την άγρια Κίρκη, σύντροφος καλός μας προβοδούσε. Κι ως τ᾿ άρμενα του πλοίου συντάξαμε, καθόμασταν, τι εκείνο |
10 | ἥμεθα: τὴν δ᾿ ἄνεμός τε κυβερνήτης τ᾿ ἴθυνε. τῆς δὲ πανημερίης τέταθ᾿ ἱστία ποντοπορούσης: δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί. «ἡ δ᾿ ἐς πείραθ᾿ ἵκανε βαθυρρόου Ὠκεανοῖο. ἔνθα δὲ Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε, | καλά το κυβερνούσαν ο άνεμος κι ο τιμονιέρης μόνο, κι ολημερίς πελαγοδρόμιζε με τα πανιά γεμάτα. Κι ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ίσκιωσαν όλοι οι δρόμοι, έφτασε πια στου βαθιορέματου του Ωκεανού την άκρα. Των Κιμμερίων η χώρα βρίσκεται κει πέρα και το κάστρο, |
15 | ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι: οὐδέ ποτ᾿ αὐτοὺς ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν, οὔθ᾿ ὁπότ᾿ ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανὸν ἀστερόεντα, οὔθ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾿ οὐρανόθεν προτράπηται, ἀλλ᾿ ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι. | συντυλιγμένα μες σε σύγνεφο κι αντάρα᾿ δεν τους βλέπει ο Ήλιος ποτέ ο φωτοπερίχυτος με τις λαμπρές του αχτίδες, μηδέ σαν παίρνει τον ανήφορο προς τ᾿ αστεράτα ουράνια, μηδέ σα στρέφει απ᾿ τά μεσούρανα στης γης ξανά τα μέρη, μον᾿ νύχτα φοβερή στους άμοιρους θνητούς απλώνει πάντα. |
20 | νῆα μὲν ἔνθ᾿ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν, ἐκ δὲ τὰ μῆλα εἱλόμεθ': αὐτοὶ δ᾿ αὖτε παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο ᾔομεν, ὄφρ᾿ ἐς χῶρον ἀφικόμεθ᾿, ὃν φράσε Κίρκη. «ἔνθ᾿ ἱερήια μὲν Περιμήδης Εὐρύλοχός τε ἔσχον: ἐγὼ δ᾿ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ | Καθίζουμε στον άμμο το άρμενο, κι ως βγάλαμε από μέσα τα πρόβατα, το δρόμο πήραμε στον Ωκεανό από δίπλα, ως που στο μέρος πια βρεθήκαμε που 'χε αρμηνέψει η Κίρκη. Κει πέρα κράτησαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης μπρος μου τα δυο σφαχτά᾿ κι εγώ ανασέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου |
25 | βόθρον ὄρυξ᾿ ὅσσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα, ἀμφ᾿ αὐτῷ δὲ χοὴν χεόμην πᾶσιν νεκύεσσι, πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέι οἴνῳ, τὸ τρίτον αὖθ᾿ ὕδατι: ἐπὶ δ᾿ ἄλφιτα λευκὰ πάλυνον. πολλὰ δὲ γουνούμην νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, | λάκκο ως μια πήχη πήρα κι άνοιξα του μάκρους και του φάρδους. και πρόσφερα χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους' πρώτα μελόγαλα τους έχυσα, κρασί γλυκό κατόπι, νερό στο τέλος, και πασπάλιζα κριθάλευρο από πάνω' και δεόμουν στων νεκρών τ᾿ ανέψυχα κεφάλια, τάζοντας τους, |
30 | ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη, ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾿ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν, Τειρεσίῃ δ᾿ ἀπάνευθεν ὄιν ἱερευσέμεν οἴῳ παμμέλαν᾿, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ἡμετέροισι. τοὺς δ᾿ ἐπεὶ εὐχωλῇσι λιτῇσί τε, ἔθνεα νεκρῶν, | αν στην Ιθάκη πίσω διάγερνα, την πιο τρανή μου στέρφα γελάδα να τους σφάξω, καίγοντας μαζί περίσσια δώρα. Κι ένα κριάρι τάζω ξέχωρα στον Τειρεσία να σφάξω, μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά μου μέσα. Τα παρακάλια πια σαν τέλεψα και τα ταξίματα μου |
35 | ἐλλισάμην, τὰ δὲ μῆλα λαβὼν ἀπεδειροτόμησα ἐς βόθρον, ῥέε δ᾿ αἷμα κελαινεφές: αἱ δ᾿ ἀγέροντο ψυχαὶ ὑπὲξ Ἐρέβευς νεκύων κατατεθνηώτων. νύμφαι τ᾿ ἠίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες παρθενικαί τ᾿ ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσαι, | στα πλήθη των νεκρών, τα πρόβατα στο λάκκο σφάζω απάνω, κι ως έτρεχε το μαύρο γαίμα τους, από τα σκότη κάτω βγήκαν ψυχές νεκρών αρίφνητες και μαζωχτηκαν γύρα: Άγουροι, νιόπαντρες και γέροντες χιλιοβασανισμένοι, κόρες γλυκές, όλο παράπονο που σβησαν στον ανθό τους, |
40 | πολλοὶ δ᾿ οὐτάμενοι χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν, ἄνδρες ἀρηίφατοι βεβροτωμένα τεύχε᾿ ἔχοντες: οἳ πολλοὶ περὶ βόθρον ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος θεσπεσίῃ ἰαχῇ: ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει. δὴ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα | και πλήθος άντρες, με χαλκόβαρα κοντάρια χτυπημένοι, που έπεσαν σε πολέμους, κι άρματα ματόβρεχτα κρατούσαν. Κι άλλος αλλούθε πήραν κι έζωναν το λάκκο με περίσσιον άγριον αχό, που εμένα ολόχλωμος με περεχούσε τρόμος. Πρόσταξα τότε τους συντρόφους μου να γδάρουν τα σφαγάρια, |
45 | μῆλα, τὰ δὴ κατέκειτ᾿ ἐσφαγμένα νηλέι χαλκῷ, δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν, ἰφθίμῳ τ᾿ Ἀί̈δῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ: αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ ἥμην, οὐδ᾿ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα | που εκοίτουνταν απ᾿ τον ανέσπλαχνο χαλκό θανατωμένα, και να τα κάψουν, και παράκληση στους δυο θεούς να υψώσουν, στην Περσεφόνη την ανήμερη και στον τρανό τον Άδη. Κι εγώ, καθούμενος, ανάσυρα το κοφτερό απ᾿ τη μέση σπαθί, και των νεκρών δεν άφηνα τ᾿ ανέψυχα κεφάλια |
50 | αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι. «πρώτη δὲ ψυχὴ Ἐλπήνορος ἦλθεν ἑταίρου: οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης: σῶμα γὰρ ἐν Κίρκης μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε. | κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση μου δώσει ο Τειρεσίας. Πρώτη έφτασε η ψυχή του Ελπήνορα, του συντρόφου μου᾿ ακόμα δεν ήταν κάτω απ᾿ την πλατύδρου, η τη γη μαθές θαμμένος το είχαμε αφήσει το κουφάρι του στης Κίρκης το παλάτι άκλαφτο κι άθαφτο —μας έσφιγγαν μεγάλες έγνοιες άλλες! |
55 | τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων: «Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα; ἔφθης πεζὸς ἰὼν ἢ ἐγὼ σὺν νηὶ μελαίνῃ. «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ: | Κι όπως τον είδα, τον συμπόνεσα, τα κλάματα με πήραν, και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια: ,, Στο ανήλιαγο σκοτάδι, Ελπήνορα, πως ήρθες; πως κατέβης πεζός εσύ πιο πριν απ᾿ τ᾿ άρμενο που μ᾿ έφερε εδώ πέρα;" Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μου απηλογήθη: |
60 | ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος. Κίρκης δ᾿ ἐν μεγάρῳ καταλέγμενος οὐκ ἐνόησα ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν, ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσον: ἐκ δέ μοι αὐχὴν | ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, θεού βουλή κακιά με αφάνισε και το κρασί το πλήθιο! Στης Κίρκης το παλάτι ως πλάγιαζα, δεν πέρασε απ᾿ το νου μου την αψηλήν οπούθε ανέβηκα να κατεβώ τη σκάλα, κι απ᾿ τη σκεπή γραμμή γκρεμίστηκα, κι ως βγήκε απ᾿ τα σφοντύλια |
65 | ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾿ Ἄϊδόσδε κατῆλθε. νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γουνάζομαι, οὐ παρεόντων, πρός τ᾿ ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ᾿ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα, Τηλεμάχου θ᾿, ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες: οἶδα γὰρ ὡς ἐνθένδε κιὼν δόμου ἐξ Ἀίδαο | κι έσπασε ο σβέρκος μου, κατέβηκε στον Άδη κι η ψυχή μου. Μα σε ξορκίζω σε όσους άφηκες δικούς κι εδώ δεν είναι — το ταίρι σου και τον πατέρα σου, που σ᾿ έχει αναστημένο, και τον Τηλέμαχο, στο σπίτι σου μοναχογιό που άφηκες: το ξέρω, σα γυρνάς, αφήνοντας εδώ τον Κάτω Κόσμο, |
70 | νῆσον ἐς Αἰαίην σχήσεις ἐυεργέα νῆα: ἔνθα σ᾿ ἔπειτα, ἄναξ, κέλομαι μνήσασθαι ἐμεῖο. μή μ᾿ ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν νοσφισθείς, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι, ἀλλά με κακκῆαι σὺν τεύχεσιν, ἅσσα μοι ἔστιν, | στην Αία ξανά το καλοκάμωτο καράβι σου θ᾿ αράξεις. Εκεί φτασμένος θέλω, ρήγα μου, να θυμηθείς και μένα᾿ άκλαφτο κι άθαφτο, αψηφώντας με, μη φύγεις και με αφήσεις, απ᾿ αφορμή δικιά μου οι αθάνατοι μην οργιστούν μαζί σου μονάχα κάψε με με τ᾿ άρματα που ήταν δικά μου, ως ζούσα, |
75 | σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης, ἀνδρὸς δυστήνοιο καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι. ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ᾿ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν, τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ᾿ ἐμοῖς ἑτάροισιν.’ «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: | κι εκεί, στο ακρόγιαλο της θάλασσας, μνημούρι ασκώσετέ μου του δύστυχου, που κι οι μελλούμενες γενιές να μου θυμούνται. Κι ως τούτα πια τελέψεις, κάρφωσε κι ένα κουπί στο μνήμα, αυτό που ζώντας είχα κι έλαμνα μαζί με τους συντρόφους." Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω: |
80 | ‘ταῦτά τοι, ὦ δύστηνε, τελευτήσω τε καὶ ἔρξω.’ «νῶι μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν ἥμεθ᾿, ἐγὼ μὲν ἄνευθεν ἐφ᾿ αἵματι φάσγανον ἴσχων, εἴδωλον δ᾿ ἑτέρωθεν ἑταίρου πόλλ᾿ ἀγόρευεν: «ἦλθε δ᾿ ἐπὶ ψυχὴ μητρὸς κατατεθνηυίης, | ,, Όλα όσα γύρεψες, βαριόμοιρε, θα κάμω απ᾿ άκρη ως άκρη." Τέτοιες κουβέντες συναλλάζαμε λυπητερές οι δυο μας, στο γαίμα δίπλα εγώ καθούμενος με το σπαθί στο χέρι, κι ο γίσκιος πέρα του συντρόφου μου, να λέει, να μη σωπαίνει. Kι ήρθε η ψυχή της δόλιας μάνας μου μπροστά μου, της Αντίκλειας, |
85 | Αὐτολύκου θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀντίκλεια, τὴν ζωὴν κατέλειπον ἰὼν εἰς Ἴλιον ἱρήν. τὴν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ: ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς εἴων προτέρην, πυκινόν περ ἀχεύων, αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι. | της κόρης του αντρειωμένου Αυτόλυκου, που εγώ την είχα αφήσει να ζει, στην άγια Τροία σα μίσευα, και τώρα είχε πεθάνει. Κι όπως την εϊδα, μου 'ρθαν κλάματα, την πόνεσε η καρδιά μου, μα δεν την άφηνα, κι ας έτρωγε τα σωθικά μου ο πόνος, κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση μου δώσει ο Τειρεσίας. |
90 | «ἦλθε δ᾿ ἐπὶ ψυχὴ Θηβαίου Τειρεσίαο χρύσεον σκῆπτρον ἔχων, ἐμὲ δ᾿ ἔγνω καὶ προσέειπεν: ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, τίπτ᾿ αὖτ᾿, ὦ δύστηνε, λιπὼν φάος ἠελίοιο ἤλυθες, ὄφρα ἴδῃ νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον; | Να κ᾿ η ψυχή σε λίγο που 'φτασε χρυσό ραβδί κρατώντας του Τειρεσία, κι ευτύς με γνώρισε κι αυτά τα λόγια μου 'πε: ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, το φως του ήλιου γιατί, τρισάμοιρε, παράτησες, για να 'ρθεις να ιδείς τον τόπο αυτό τον άχαρο και τους νεκρούς; Τραβήξου |
95 | ἀλλ᾿ ἀποχάζεο βόθρου, ἄπισχε δὲ φάσγανον ὀξύ, αἵματος ὄφρα πίω καί τοι νημερτέα εἴπω.’ «ὣς φάτ᾿, ἐγὼ δ᾿ ἀναχασσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον κουλεῷ ἐγκατέπηξ'. ὁ δ᾿ ἐπεὶ πίεν αἷμα κελαινόν, καὶ τότε δή μ᾿ ἐπέεσσι προσηύδα μάντις ἀμύμων: | τώρα απ᾿ το λάκκο κι αναμέρισε το κοφτερό σπαθί σου, να πιω απ᾿ το γαίμα τούτο, αψεύτιστη μετά να δώσω ορμήνια." Είπε, κι εγώ το ασημοκάρφωτο θηκάρωσα σπαθί μου κι αποτραβήχτηκα- σα ρούφηξε το μαύρο γαίμα εκείνος, ο μάντης ο άψεγος, μου μίλησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε: |
100 | «‘νόστον δίζηαι μελιηδέα, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ: τὸν δέ τοι ἀργαλέον θήσει θεός: οὐ γὰρ ὀίω λήσειν ἐννοσίγαιον, ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας. ἀλλ᾿ ἔτι μέν κε καὶ ὣς κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε, | ,, Τρανέ Οδυσσέα, στην πολυπόθητη ζητάς να στρέψεις γη σου, μα στέκει ένας θεός στο δρόμο σου᾿ θαρρώ πως δε γλιτώνεις του Κοσμοσείστη, που στα φρένα του θυμό για σένα κλείνει, τι σου 'χει μάνητα που ετύφλωσες τον ακριβό το γιο του. Μα κι έτσι, με τα χίλια βάσανα, θα φτάνατε, μονάχα |
105 | αἴ κ᾿ ἐθέλῃς σὸν θυμὸν ἐρυκακέειν καὶ ἑταίρων, ὁππότε κε πρῶτον πελάσῃς ἐυεργέα νῆα Θρινακίῃ νήσῳ, προφυγὼν ἰοειδέα πόντον, βοσκομένας δ᾿ εὕρητε βόας καὶ ἴφια μῆλα Ἠελίου, ὃς πάντ᾿ ἐφορᾷ καὶ πάντ᾿ ἐπακούει. | ν᾿ ανακρατούσες τους συντρόφους σου, κι ατός σου να κρατιόσουν, μόλις το πλοίο το καλοκάμωτο στης Θρινακίας αράξεις μια μέρα το νησί, ξεφεύγοντας τα γεράνια πελάγη, και βρείτε εκεί τ᾿ αρνιά τα ολόπαχα να βόσκουν και τα βόδια του Γήλιου, που τα πάντα πάνωθε θωρεί κι ακούει τα πάντα. |
110 | τὰς εἰ μέν κ᾿ ἀσινέας ἐάᾳς νόστου τε μέδηαι, καί κεν ἔτ᾿ εἰς Ἰθάκην κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε: εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾿ ὄλεθρον, νηί τε καὶ ἑτάροις. αὐτὸς δ᾿ εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς, ὀψὲ κακῶς νεῖαι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους, | Χέρι σ᾿ αυτά αν δε βάλεις έχοντας το γυρισμό στο νου σου, μπορείτε με τα χίλια βάσανα να᾿ ρθείτε στην Ιθάκη. Μα αν βάλεις χέρι, τότε χάθηκες και συ και το καράβι κι οι σύντροφοι σου, αυτή είν᾿ η ορμήνια μου. Και συ να ξεγλιτώσεις, θα φτάσεις πίσω δίχως συντρόφους, αργά, συφοριασμένος, |
115 | νηὸς ἐπ᾿ ἀλλοτρίης: δήεις δ᾿ ἐν πήματα οἴκῳ, ἄνδρας ὑπερφιάλους, οἵ τοι βίοτον κατέδουσι μνώμενοι ἀντιθέην ἄλοχον καὶ ἕδνα διδόντες. ἀλλ᾿ ἦ τοι κείνων γε βίας ἀποτίσεαι ἐλθών: αὐτὰρ ἐπὴν μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι | σε άρμενο ξένο, και στο σπίτι σου θα βρεις τυράννια κι άλλα, άντρες αράθυμους, το ταίρι σου το ισόθεο που γυρεύουν και τάζουν περισσά χαρίσματα, το βιος σου τρώνε ωστόσο. Μα εσύ θα γδικιωθείς διαγέρνοντας τις αδικίες τους όλες. Κι ως τους μνηστήρες στο παλάτι σου με κοφτερό σκοτώσεις |
120 | κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδὸν ὀξέι χαλκῷ, ἔρχεσθαι δὴ ἔπειτα λαβὼν ἐυῆρες ἐρετμόν, εἰς ὅ κε τοὺς ἀφίκηαι οἳ οὐκ ἴσασι θάλασσαν ἀνέρες, οὐδέ θ᾿ ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν: οὐδ᾿ ἄρα τοί γ᾿ ἴσασι νέας φοινικοπαρῄους | χαλκό, με δόλο ξεπλανώντας τους για κι ανοιχτά, το δρόμο πάρε μετά, κουπί καλάρμοστο στο χέρι σου κρατώντας, σε ανθρώπους ως να φτάσεις, θάλασσα που δεν κατέχουν τι είναι, κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που τρώνε, κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα ποτέ αγνάντεψαν, μήτε |
125 | οὐδ᾿ ἐυήρε᾿ ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται. σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ᾿ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει: ὁππότε κεν δή τοι συμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ, καὶ τότε δὴ γαίῃ πήξας ἐυῆρες ἐρετμόν, | κουπιά καλάρμοστα, που ως φτερούγες δρομίζουν τα καράβια. Σου λέω και το σημάδι ξάστερα και θα το δεις κι ατός σου: Σα σε ανταμώσει εκεί στη στράτα σου κανένας πεζολάτης και λιχνιστήρι πει στον ώμο σου πως κουβαλάς τον ώριο, στο χώμα τότε το καλάρμοστο να μπήξεις λέω κουπί σου, |
130 | ῥέξας ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι, ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ᾿ ἐπιβήτορα κάπρον, οἴκαδ᾿ ἀποστείχειν ἔρδειν θ᾿ ἱερᾶς ἑκατόμβας ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι, πᾶσι μάλ᾿ ἑξείης. θάνατος δέ τοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ | κι αφού θυσίες προσφέρεις πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα, κριάρι και κάπρι λατάρικο και ταύρο σφάζοντας του, γύρισε πίσω στην πατρίδα σου, και πρόσφερε θυσίες μεγάλες στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν, σε όλους γραμμή. Κι ακόμα ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα 'ρθει |
135 | ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ σε πέφνῃ γήραι ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον: ἀμφὶ δὲ λαοὶ ὄλβιοι ἔσσονται. τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω.’ «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: «Τειρεσίη, τὰ μὲν ἄρ που ἐπέκλωσαν θεοὶ αὐτοί. | να σε 'βρει αλάργα από τη θάλασσα, τα μάτια να σου κλείσει μες σε βαθιά καλά γεράματα᾿ κι ολόγυρα οι λαοί σου θα ζουν χαιράμενοι. Τον άκουσες τον άψευτό μου λόγο!" Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω: ,, Τούτα οι θεοί θαρρώ πως τα 'κλωσαν ατοί τους, Τειρεσία. |
140 | ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον: μητρὸς τήνδ᾿ ὁρόω ψυχὴν κατατεθνηυίης: ἡ δ᾿ ἀκέουσ᾿ ἧσται σχεδὸν αἵματος, οὐδ᾿ ἑὸν υἱὸν ἔτλη ἐσάντα ἰδεῖν οὐδὲ προτιμυθήσασθαι. εἰπέ, ἄναξ, πῶς κέν με ἀναγνοίη τὸν ἐόντα;» | Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου: Μπροστά μου την ψυχή της μάνας μου θωρώ της πεθαμένης' κοντά στο γαίμα κάθεται άλαλη, κι ουδέ βαστάει τα μάτια στο γιο της να στυλώσει αντίκρυ του και να του κουβεντιάσει. Θέλω, τρανέ, να ξέρω αν γίνεται ποιος είμαι να γνωρίσει." |
145 | «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπεν: «ῥηί̈διόν τοι ἔπος ἐρέω καὶ ἐπὶ φρεσὶ θήσω. ὅν τινα μέν κεν ἐᾷς νεκύων κατατεθνηώτων αἵματος ἆσσον ἴμεν, ὁ δέ τοι νημερτὲς ἐνίψει: ᾧ δέ κ᾿ ἐπιφθονέῃς, ὁ δέ τοι πάλιν εἶσιν ὀπίσσω.’ | Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει: ,, Δε θα 'ναι δύσκολος ο λόγος μου και θα τον καταλάβεις: απ᾿ τους νεκρούς που πήρε ο θάνατος όποιον αφήνεις τώρα το γαίμα να ζυγώνει, αψεύτιστο το λόγο του θ᾿ ακούσεις' κι όποιον δε θες, αυτός γυρίζοντας θα φεύγει πίσω πάλε." |
150 | «ὣς φαμένη ψυχὴ μὲν ἔβη δόμον Ἄϊδος εἴσω Τειρεσίαο ἄνακτος, ἐπεὶ κατὰ θέσφατ᾿ ἔλεξεν: αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μένον ἔμπεδον, ὄφρ᾿ ἐπὶ μήτηρ ἤλυθε καὶ πίεν αἷμα κελαινεφές: αὐτίκα δ᾿ ἔγνω, καί μ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: | Αυτά είπεν η ψυχή και κίνησε στον Άδη να διαγείρει του Τειρεσία, σαν πια μου απόσωσε της μοίρας τα γραμμένα. Μα εγώ κει πέρα αμετασάλευτος καθόμουν, κι ήρθε τότε κι ήπιε απ᾿ το μαύρο γαίμα η μάνα μου᾿ μεμιάς νογάει ποιος ήμουν, και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια: |
155 | «‘τέκνον ἐμόν, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα ζωὸς ἐών; χαλεπὸν δὲ τάδε ζωοῖσιν ὁρᾶσθαι. μέσσῳ γὰρ μεγάλοι ποταμοὶ καὶ δεινὰ ῥέεθρα, Ὠκεανὸς μὲν πρῶτα, τὸν οὔ πως ἔστι περῆσαι πεζὸν ἐόντ᾿, ἢν μή τις ἔχῃ ἐυεργέα νῆα. | ,, Πως φτάνεις ζωντανός στ᾿ ανήλιαγα σκοτάδια κάτω, γιε μου; Στους ζωντανούς είναι ανημπόρετο να τ᾿ αντικρίζουν τούτα' τι αναμεσά μας άγρια ρέματα, τρανά κυλούν ποτάμια, και πρώτα ο Ωκεανός᾿ δε γίνεται να τον διαβεί κανένας πεζός, εξόν αν καλοκάμωτο του βρίσκεται καράβι. |
160 | ἦ νῦν δὴ Τροίηθεν ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκάνεις νηί τε καὶ ἑτάροισι πολὺν χρόνον; οὐδέ πω ἦλθες εἰς Ἰθάκην, οὐδ᾿ εἶδες ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκα;» «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: ‘μῆτερ ἐμή, χρειώ με κατήγαγεν εἰς Ἀίδαο | Αλήθεια, χρόνια αφού παράδεφες, από την Τροία μη φτάνεις με το άρμενο σου και τους συντρόφους, κι ακόμα στην Ιθάκη δεν έχεις έρθει; Τη γυναίκα σου στο σπίτι σου δεν είδες;" Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά της δίνω: ,, Η ανάγκη, μάνα, με κατέβασε στον Κάτω Κόσμο τώρα, |
165 | ψυχῇ χρησόμενον Θηβαίου Τειρεσίαο: οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιί̈δος, οὐδέ πω ἁμῆς γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾿ αἰὲν ἔχων ἀλάλημαι ὀιζύν, ἐξ οὗ τὰ πρώτισθ᾿ ἑπόμην Ἀγαμέμνονι δίῳ Ἴλιον εἰς ἐύπωλον, ἵνα Τρώεσσι μαχοίμην. | χρησμό μαθές να πάρω απ᾿ την ψυχή του Τειρεσία του μάντη. Δεν έχω ακόμα την αργίτισσα ζυγώσει χώρα, μήτε τη γη μας πάτησα᾿ σε ατέλειωτα τυράννια παραδέρνω απ᾿ τη στιγμή που πρωτακλούθηξα το θείον υγιό του Ατρέα πέρα στην Τροία την καλοφόραδη, τους Τρώες να πολεμήσω. |
170 | ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον: τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε τανηλεγέος θανάτοιο; ἦ δολιχὴ νοῦσος, ἦ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν; εἰπὲ δέ μοι πατρός τε καὶ υἱέος, ὃν κατέλειπον, | Μον᾿ έλα τώρα, δώσ᾿ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου: Ποια μοίρα τάχα κάτω σ᾿ έριξε φαρμακερού θανάτου; Μήπως αρρώστια ήταν που χρόνισε; μην η Άρτεμη η δοξεύτρα με απόνετες σαγίτες σου 'ριξε και πήρε τη ζωή σου; Και πες μου ακόμα για τον κύρη μου και για το γιο που αφήκα: |
175 | ἢ ἔτι πὰρ κείνοισιν ἐμὸν γέρας, ἦέ τις ἤδη ἀνδρῶν ἄλλος ἔχει, ἐμὲ δ᾿ οὐκέτι φασὶ νέεσθαι. εἰπὲ δέ μοι μνηστῆς ἀλόχου βουλήν τε νόον τε, ἠὲ μένει παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσει ἦ ἤδη μιν ἔγημεν Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος.’ | αυτοί κρατούν το βασιλίκι μου, για κάποιος απ᾿ τους άλλους τ᾿ ορίζει τώρα, λογαριάζοντας πια εγώ πως δε γυρίζω; Ακόμα πες μου για το ταίρι μου, ποια η γνώμη, ποιος ο νους της; Με τον υγιό μας τάχα μένοντας το βιος μου διαφεντεύει, για άλλος την πήρε κιόλα ανάμεσα στους πιο τρανούς Αργίτες;" |
180 | «ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο πότνια μήτηρ: ‘καὶ λίην κείνη γε μένει τετληότι θυμῷ σοῖσιν ἐνὶ μεγάροισιν: ὀιζυραὶ δέ οἱ αἰεὶ φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δάκρυ χεούσῃ. σὸν δ᾿ οὔ πώ τις ἔχει καλὸν γέρας, ἀλλὰ ἕκηλος | Στα λόγια τούτα μου αποκρίθηκεν η σεβαστή μου η μάνα: ,, Και βέβαια εκείνη πάντα βρίσκεται στο σπίτι σου κλεισμένη και κάνει υπομονή, κι αγλύκαντες μια μια ν᾿ αποδιαβαίνουν θωρεί τις νύχτες και τις μέρες της, στα δάκρυα βουτηγμένη. Το βασιλίκι σου δεν τ᾿ άρπαξε κανένας᾿ τα μετόχια |
185 | Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐίσας δαίνυται, ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ᾿ ἀλεγύνειν: πάντες γὰρ καλέουσι. πατὴρ δὲ σὸς αὐτόθι μίμνει ἀγρῷ, οὐδὲ πόλινδε κατέρχεται. οὐδέ οἱ εὐναὶ δέμνια καὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα, | τα ορίζει ανέγνοιος ο Τηλέμαχος, και στα τραπέζια παίρνει τα μερτικά που πρέπει ο κύβερνος κι ο κρισολόγος να 'χει᾿ γιατί όλοι τον καλνούν. Ο κύρης σου στο χτήμα του ξωμένει' η χώρα δεν τον βλέπει. Του 'λειψαν, για να 'χει να πλαγιάζει, πια τα σκεπάσματα τα λιόφωτα κι οι στρώσες κι οι φλοκάτες. |
190 | ἀλλ᾿ ὅ γε χεῖμα μὲν εὕδει ὅθι δμῶες ἐνὶ οἴκῳ, ἐν κόνι ἄγχι πυρός, κακὰ δὲ χροὶ̈ εἵματα εἷται: αὐτὰρ ἐπὴν ἔθῃσι θέρος τεθαλυῖά τ᾿ ὀπώρη, πάντῃ οἱ κατὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο φύλλων κεκλιμένων χθαμαλαὶ βεβλήαται εὐναί. | Σα χειμωνιάζει, μέσα κλείνεται και πέφτει με τους δούλους στη γης, στο τζάκι πλάι, παλιόρουχα φορώντας᾿ και σα μπαίνει το καλοκαίρι ως το χινόπωρο το καρπερό, πλαγιάζει όπου τυχόν βρεθεί στο χτήμα του, στων αμπελιών τους όχτους, στο χώμα κάτω φύλλα απλώνοντας για στρώση, και θλιμμένος |
195 | ἔνθ᾿ ὅ γε κεῖτ᾿ ἀχέων, μέγα δὲ φρεσὶ πένθος ἀέξει σὸν νόστον ποθέων, χαλεπὸν δ᾿ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει. οὕτω γὰρ καὶ ἐγὼν ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον: οὔτ᾿ ἐμέ γ᾿ ἐν μεγάροισιν ἐύσκοπος ἰοχέαιρα οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν, | κοίτεται εκεί, κι ο πόνος άμετρος στα φρένα του θεριεύει, που δε γυρνάς, και τα γεράματα βαριά τον τυραννούνε. Κι ατή μου εγώ για τούτο χάθηκα και βρέθηκα στον Άδη' δεν ήρθε η Δοξαρούσα σπίτι μας η καλοσημαδεύτρα να πάρει τη ζωή μου ρίχνοντας με απόνετες σαγίτες' |
200 | οὔτε τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν, ἥ τε μάλιστα τηκεδόνι στυγερῇ μελέων ἐξείλετο θυμόν: ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ, σή τ᾿ ἀγανοφροσύνη μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα.’ «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ γ᾿ ἔθελον φρεσὶ μερμηρίξας | κι ουδέ κι αρρώστια με κρεβάτωσε, που το κορμί του ανθρώπου σιγά σιγά το λιώνει ανέσπλαχνα και τη ζωή του παίρνει᾿ μόνο ο καημός για σε κι η ορμήνια σου και τα καλά σου λόγια, που μου 'χαν λείψει, τη μελόγλυκια ζωή μου θανάτωσαν." Σαν είπε τούτα, εγώ στοχάστηκα βαθιά μου, στην αγκάλη |
205 | μητρὸς ἐμῆς ψυχὴν ἑλέειν κατατεθνηυίης. τρὶς μὲν ἐφωρμήθην, ἑλέειν τέ με θυμὸς ἀνώγει, τρὶς δέ μοι ἐκ χειρῶν σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ ἔπτατ'. ἐμοὶ δ᾿ ἄχος ὀξὺ γενέσκετο κηρόθι μᾶλλον, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων: | να πάρω την ψυχή της μάνας μου, νεκρή που ομπρός μου εθώρουν. Τρεις χύθηκα φορές, απάνω μου ποθώντας να τη σφίξω, και τρεις φορές μες απ᾿ τα χέρια μου σαν όνειρο, σαν ίσκιος μου πέταξε᾿ κι εγώ, ως έθέριευε φαρμάκι η πίκρα εντός μου, την έκραξα και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνω λόγια: |
210 | «‘μῆτερ ἐμή, τί νύ μ᾿ οὐ μίμνεις ἑλέειν μεμαῶτα, ὄφρα καὶ εἰν Ἀίδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο; ἦ τί μοι εἴδωλον τόδ᾿ ἀγαυὴ Περσεφόνεια ὤτρυν᾿, ὄφρ᾿ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω;« | ,, Γιατί δε στέκεις τώρα, μάνα μου, που θέλω να σε πιάσω, και μες στον Άδη που βρεθήκαμε να σφιχταγκαλιαστούμε, να βρούμε στο πικρό το σύθρηνο χαρά και παρηγοριά; Η Περσεφόνη μήπως σ᾿ έπλασε κι είσαι αγερένιος ίσκιος, κι εδώ σε στέλνει, ακόμα πιότερο να κλαίω και να χτυπιέμαι;" |
215 | «ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο πότνια μήτηρ: ‘ὤ μοι, τέκνον ἐμόν, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, οὔ τί σε Περσεφόνεια Διὸς θυγάτηρ ἀπαφίσκει, ἀλλ᾿ αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε τίς κε θάνῃσιν: οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν, | Στα λόγια τούτα μου αποκρίθηκεν η σεβαστή μου η μάνα: ,, Αλί, παιδί μου, ο πιο τρισάμοιρος μες στους ανθρώπους όλους, η Περσεφόνη δε σε γέλασε, του γιου του Κρόνου η κόρη, μονάχα τούτη η μοίρα εγράφτηκε του ανθρώπου που πεθαίνει: Τα νεύρα δεν κρατούν τις σάρκες του κι ουδέ τα κόκαλα του' |
220 | ἀλλὰ τὰ μέν τε πυρὸς κρατερὸν μένος αἰθομένοιο δαμνᾷ, ἐπεί κε πρῶτα λίπῃ λεύκ᾿ ὀστέα θυμός, ψυχὴ δ᾿ ἠύτ᾿ ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται. ἀλλὰ φόωσδε τάχιστα λιλαίεο: ταῦτα δὲ πάντα ἴσθ᾿, ἵνα καὶ μετόπισθε τεῇ εἴπῃσθα γυναικί.’ | μον᾿ όταν η ζωή τα κόκαλα πια παρατήσει τ᾿ άσπρα, όλα απ᾿ την άγρια ορμή δαμάζουνται της λαμπαδούσας φλόγας, και μοναχά η ψυχή σαν όνειρο πετώντας φτερουγίζει. Τώρα στο φως μιαν ώρα αρχύτερα κοίτα ν᾿ ανέβεις, όμως για ιδές κι᾿ αυτά πιο πρίν, στο ταίρι σου για να τα λες μια μέρα." |
225 | «νῶι μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβόμεθ᾿, αἱ δὲ γυναῖκες ἤλυθον, ὤτρυνεν γὰρ ἀγαυὴ Περσεφόνεια, ὅσσαι ἀριστήων ἄλοχοι ἔσαν ἠδὲ θύγατρες. αἱ δ᾿ ἀμφ᾿ αἷμα κελαινὸν ἀολλέες ἠγερέθοντο, αὐτὰρ ἐγὼ βούλευον ὅπως ἐρέοιμι ἑκάστην. | Αυτά τα λόγια ως συναλλάζαμε, με ζύγωναν γυναίκες ξεσηκωμένες απ᾿ τη ρήγισσα Την Περσεφόνη πλήθος, των πιο τρανών ηρώων συγκόρμισσες και θυγατέρες όλες. Καθώς στο μαύρο γαίμα ολόγυρα κοπάδι εμαζωχτήκαν, αναρωτιόμουν πως θα δύνομουν μια μια να τις ρωτήσω. |
230 | ἥδε δέ μοι κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή: σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ οὐκ εἴων πίνειν ἅμα πάσας αἷμα κελαινόν. αἱ δὲ προμνηστῖναι ἐπήισαν, ἠδὲ ἑκάστη ὃν γόνον ἐξαγόρευεν: ἐγὼ δ᾿ ἐρέεινον ἁπάσας. | Και τούτη η πιο καλή μου εικάστηκε βουλή στο λογισμό μου' απ᾿ το παχύ μερί τ᾿ ολόμακρο ξεγύμνωσα σπαθί μου, κι από το μαύρο γαίμα όλες μαζί δεν άφηνα να πιούνε. Κι όπως εκείνες πήραν κι έρχουνταν η μια στην άλλη πίσω, γραμμή ρωτούσα για τη φύτρα τους, κι αυτές μου αποκρινόνταν |
235 | «ἔνθ᾿ ἦ τοι πρώτην Τυρὼ ἴδον εὐπατέρειαν, ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι, φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο: ἣ ποταμοῦ ἠράσσατ᾿ Ἐνιπῆος θείοιο, ὃς πολὺ κάλλιστος ποταμῶν ἐπὶ γαῖαν ἵησι, | Εκεί είδα εγώ την αρχοντόσογη Τυρώ να φτάνει πρώτη, κι έλεγε κόρη του αψεγάδιαστου του Σαλμωνέα πως ήταν την είχεν ο Κρηθέας γυναίκα του, του Αίολου ο γιος, μα πρώτα αυτή έναν ποταμό ερωτεύτηκε, το θείο τον Ενιπέα, τον ποταμό που τα ομορφότερα νερά στη γης σκορπίζει, |
240 | καί ῥ᾿ ἐπ᾿ Ἐνιπῆος πωλέσκετο καλὰ ῥέεθρα. τῷ δ᾿ ἄρα εἰσάμενος γαιήοχος ἐννοσίγαιος ἐν προχοῇς ποταμοῦ παρελέξατο δινήεντος: πορφύρεον δ᾿ ἄρα κῦμα περιστάθη, οὔρεϊ ἶσον, κυρτωθέν, κρύψεν δὲ θεὸν θνητήν τε γυναῖκα. | γι᾿ αυτό συχνά κι εκείνη πήγαινε στα πάγκαλα νερά του. Τούτου την όψη ο σαλευτής της γης, ο Κοσμοσείστης, πήρε και πλάγιασε, στου βαθιοστρόβιλου του πόταμου το στόμα, μαζί της᾿ κύμα τους περίζωσε καμπουρωτό, γεράνιο, σαν ορός, το θεό σκεπάζοντας και τη θνητή γυναίκα. |
245 | λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, κατὰ δ᾿ ὕπνον ἔχευεν. αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐτέλεσσε θεὸς φιλοτήσια ἔργα, ἔν τ᾿ ἄρα οἱ φῦ χειρί, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε: «‘χαῖρε, γύναι, φιλότητι: περιπλομένου δ᾿ ἐνιαυτοῦ τέξεις ἀγλαὰ τέκνα, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ | Τη ζώνη εκεί ο θεός της Ιλυσί της παρθενίας και μ᾿ ύπνο την περεχύνει, κι ως εχάρηκε μαζί της την αγάπη, σφίγγει το χέρι της, της μίλησε κι αυτά της λέει τα λόγια: «Χαίρου, γυναίκα, την αγάπη μου! Στο γύρισμα του χρόνου γιους διαλεχτούς θα κάμεις᾿ ο έρωτας ποτέ των αθανάτων |
250 | ἀθανάτων: σὺ δὲ τοὺς κομέειν ἀτιταλλέμεναί τε. νῦν δ᾿ ἔρχευ πρὸς δῶμα, καὶ ἴσχεο μηδ᾿ ὀνομήνῃς: αὐτὰρ ἐγώ τοί εἰμι Ποσειδάων ἐνοσίχθων.’ «ὣς εἰπὼν ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα. ἡ δ᾿ ὑποκυσαμένη Πελίην τέκε καὶ Νηλῆα, | δεν πάει χαμένος᾿ μόνο γνοιάζου τους καί μικρανάθρεψέ τους. Τώρα στο σπίτι τράβα αμίλητη και κρύβε τ᾿ όνομά μου' ο Ποσειδώνας όμως κάτεχε πως είμαι, ο κοσμοσείστης!" Είπε, και βούτηξε στη θάλασσα την πολυκυματούσα' κι αυτή γκαστρώθη και του γέννησε δυο γιους, τρανούς ρηγάδες, |
255 | τὼ κρατερὼ θεράποντε Διὸς μεγάλοιο γενέσθην ἀμφοτέρω: Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ ναῖε πολύρρηνος, ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι. τοὺς δ᾿ ἑτέρους Κρηθῆι τέκεν βασίλεια γυναικῶν, Αἴσονά τ᾿ ἠδὲ Φέρητ᾿ Ἀμυθάονά θ᾿ ἱππιοχάρμην. | που στου μεγάλου Δία τη δούλεψη στάθηκαν, τον Πελία και το Νηλέα. Μες στην πλατύχωρην Ίωλκό ο Πελίας εζούσε, πλούσιος σε πρόβατα, κι ο δεύτερος στην αμμουδάτη Πύλο. Τους άλλους στον Κρηθέα τους γέννησεν η αρχόντισσα γυναίκα, τον Αμυθάονα τον πολέμαρχο, τον Αίσονα, το Φέρη. |
260 | «τὴν δὲ μετ᾿ Ἀντιόπην ἴδον, Ἀσωποῖο θύγατρα, ἣ δὴ καὶ Διὸς εὔχετ᾿ ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαῦσαι, καί ῥ᾿ ἔτεκεν δύο παῖδ᾿, Ἀμφίονά τε Ζῆθόν τε, οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν ἑπταπύλοιο, πύργωσάν τ᾿, ἐπεὶ οὐ μὲν ἀπύργωτόν γ᾿ ἐδύναντο | Την κόρη του Ασωπού ξεχώρισα μετά, την Αντιόπη᾿ στην αγκαλιά του Δία πως έγειρε παινεύουνταν, και του 'χε δυο γιους γεννήσει, τον Αμφίονα και τον τρανό το Ζήθο. Πρώτοι της Θήβας της εφτάπορτης το κάστρο ετούτοι χτίσαν κι ύψωσαν τείχη, τι δε δονούνταν, κι ας ήταν αντρειωμένοι, |
265 | ναιέμεν εὐρύχορον Θήβην, κρατερώ περ ἐόντε. «τὴν δὲ μετ᾿ Ἀλκμήνην ἴδον, Ἀμφιτρύωνος ἄκοιτιν, ἥ ῥ᾿ Ἡρακλῆα θρασυμέμνονα θυμολέοντα γείνατ᾿ ἐν ἀγκοίνῃσι Διὸς μεγάλοιο μιγεῖσα: καὶ Μεγάρην, Κρείοντος ὑπερθύμοιο θύγατρα, | στη Θήβα μέσα την πλατύδρομη χωρίς τειχιά να μένουν. Είδα μετά και του Αμφιτρύωνα το ταίρι, την Αλκμήνη, που στις αγκάλες ως κοιμήθηκε του Δία του τρισμεγάλου, τον άτρομο Ηρακλή του γέννησε, με την καρδιά του λιόντα. Κι είδα του Κρέοντα του πολεμάρχου την κόρη, τη Μεγάρα, |
270 | τὴν ἔχεν Ἀμφιτρύωνος υἱὸς μένος αἰὲν ἀτειρής. «μητέρα τ᾿ Οἰδιπόδαο ἴδον, καλὴν Ἐπικάστην, ἣ μέγα ἔργον ἔρεξεν ἀιδρείῃσι νόοιο γημαμένη ᾧ υἷι: ὁ δ᾿ ὃν πατέρ᾿ ἐξεναρίξας γῆμεν: ἄφαρ δ᾿ ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν. | που του Αμφιτρύωνα την παντρεύτηκεν ο γιος ο ψυχωμένος. Του Οιδίποδα τη μάνα αντίκρισα, την όμορφη Επικάστη, φριχτές δουλειές που αποδυνάστηκεν ανήξερη, το γιο της να πάρει γι᾿ άντρα᾿ τον πατέρα του σκοτώνοντας εκείνος την πήρε ταίρι, μα ως οι αθάνατοι μεμιάς τα ξεσκέπασαν |
275 | ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν Θήβῃ πολυηράτῳ ἄλγεα πάσχων Καδμείων ἤνασσε θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς: ἡ δ᾿ ἔβη εἰς Ἀίδαο πυλάρταο κρατεροῖο, ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ᾿ ὑψηλοῖο μελάθρου, ᾧ ἄχεϊ σχομένη: τῷ δ᾿ ἄλγεα κάλλιπ᾿ ὀπίσσω | στον κόσμον όλο, εκείνος έμεινε να τυραννιέται ρήγας στη Θήβα, τι θεών ανέσπλαχνη βουλή τον κυβερνούσε. Κι αυτή σκοινί ψηλά απ᾿ της κάμαρας κρεμώντας το δοκάρι στου Άδη τα σπίτια κάτω εδιάβηκε, του ανήλεου θυροκράτη, απ᾿ τον καημό της, πίσω αφήνοντας εκείνον σε τυράννια |
280 | πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα τε μητρὸς Ἐρινύες ἐκτελέουσιν. «καὶ Χλῶριν εἶδον περικαλλέα, τήν ποτε Νηλεὺς γῆμεν ἑὸν διὰ κάλλος, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα, ὁπλοτάτην κούρην Ἀμφίονος Ἰασίδαο, ὅς ποτ᾿ ἐν Ὀρχομενῷ Μινυείῳ ἶφι ἄνασσεν: | δίχως σωμό, που από της μάνας του τις Ερινύες τραβούσε. Είδα τη Χλωρή την πεντάμορφη᾿ μύρια ο Νηλέας του γάμου δώρα είχε δώσει για τα κάλλη της, γυναίκα ως να την πάρει' ήταν του Αμφίονα στερνογέννητη, του γιου του Ιάσου, κόρη, που κάποτε τους Μίνυες όριζε, του Ορχομενού ρηγάρχης. |
285 | ἡ δὲ Πύλου βασίλευε, τέκεν δέ οἱ ἀγλαὰ τέκνα, Νέστορά τε χρόνιον τε Περικλύμενόν τ᾿ ἀγέρωχον. τοῖσι δ᾿ ἐπ᾿ ἰφθίμην Πηρὼ τέκε, θαῦμα βροτοῖσι, τὴν πάντες μνώοντο περικτίται: οὐδ᾿ ἄρα Νηλεὺς τῷ ἐδίδου ὃς μὴ ἕλικας βόας εὐρυμετώπους | Κι αυτή, στην Πύλο πια βασίλισσα, τρανούς υγιούς του εγέννα, τον Νέστορα, τον Περικλύμενο το γαύρο, το Χρομίο' κι ακόμα την Πηρώ του γέννησε, μια θυγατέρα θάμα, που όλοι τρογύρα την εγύρευαν μα ο κύρης της σε κείνον ταίρι την έδινε, που του Ίφικλου τις φαρδιοκουτελάτες |
290 | ἐκ Φυλάκης ἐλάσειε βίης Ἰφικληείης ἀργαλέας: τὰς δ᾿ οἶος ὑπέσχετο μάντις ἀμύμων ἐξελάαν: χαλεπὴ δὲ θεοῦ κατὰ μοῖρα πέδησε, δεσμοί τ᾿ ἀργαλέοι καὶ βουκόλοι ἀγροιῶται. ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο | στριφτόκερες γελάδες θ᾿ άρπαζε — βαριά δουλειά στ᾿ αλήθεια!— απ᾿ τη Φυλακή᾿ κι ένας άψεγος, μονάχα εκείνος, μάντης του το 'χε τάξει, όμως τον έδεσε θεού κι εκείνον μοίρα βαριά και δίχως έλεος άλυσες και του βουνού οι βουκόλοι. Όμως οι μέρες πια σα διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες, |
295 | ἂψ περιτελλομένου ἔτεος καὶ ἐπήλυθον ὧραι, καὶ τότε δή μιν ἔλυσε βίη Ἰφικληείη, θέσφατα πάντ᾿ εἰπόντα: Διὸς δ᾿ ἐτελείετο βουλή. «καὶ Λήδην εἶδον, τὴν Τυνδαρέου παράκοιτιν, ἥ ῥ᾿ ὑπὸ Τυνδαρέῳ κρατερόφρονε γείνατο παῖδε, | κι ο χρόνος γύρισε κι ήρθε άνοιξη ξανά στην πλάση, τότε ο τρανός Ίφικλος λευτέρωσε το μαντολόγο, ως του 'πε τη μοίρα του όλη —κι ήταν θέλημα του Δία να γίνουν τούτα. Και του Τυνδάρεου τη συγκόρμισσα ξεχώρισα, τη Λήδα, που δυο αντρειωμένους γιους του γέννησε, της πυγμαχίας τεχνίτη |
300 | Κάστορά θ᾿ ἱππόδαμον καὶ πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα, τοὺς ἄμφω ζωοὺς κατέχει φυσίζοος αἶα: οἳ καὶ νέρθεν γῆς τιμὴν πρὸς Ζηνὸς ἔχοντες ἄλλοτε μὲν ζώουσ᾿ ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δ᾿ αὖτε τεθνᾶσιν: τιμὴν δὲ λελόγχασιν ἶσα θεοῖσι. | τον Πολυδεύκη και τον Κάστορα, το γαύρο αλογατάρη, που ζωντανούς η γη η πολύκαρπη τους κρύβει τώρα εντός της' γιατί και μες στη γη τους έδωκε του Κρόνου ο γιος τη χάρη μια μέρα ζωντανοί να βρίσκουνται μαζί, νεκροί την άλλη στον Κάτω Κόσμο, κι ως αθάνατους ο κόσμος τους δοξάζει. |
305 | «τὴν δὲ μετ᾿ Ἰφιμέδειαν, Ἀλωῆος παράκοιτιν εἴσιδον, ἣ δὴ φάσκε Ποσειδάωνι μιγῆναι, καί ῥ᾿ ἔτεκεν δύο παῖδε, μινυνθαδίω δ᾿ ἐγενέσθην, Ὦτόν τ᾿ ἀντίθεον τηλεκλειτόν τ᾿ Ἐφιάλτην, οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα | Μετά την Ιφιμέδεια αντίκρισα, το ταίρι του Αλωέα᾿ ο Ποσειδώνας, μου 'λεε, χάρηκε τον έρωτα μαζί της, και γέννησε δυο γιους, που στάθηκαν λιγόχρονοι στον κόσμο, τον Εφιάλτη τον περίλαμπρο και τον ισόθεον Ώτο. Άλλους δεν είδε πιο αψηλόκορμους η γης η πολυθρόφα, |
310 | καὶ πολὺ καλλίστους μετά γε κλυτὸν Ὠρίωνα: ἐννέωροι γὰρ τοί γε καὶ ἐννεαπήχεες ἦσαν εὖρος, ἀτὰρ μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι. οἵ ῥα καὶ ἀθανάτοισιν ἀπειλήτην ἐν Ὀλύμπῳ φυλόπιδα στήσειν πολυάικος πολέμοιο. | μηδέ και πιο όμορφους᾿ ο Ωρίωνας τους ξεπερνούσε μόνο. Στα εννιά τους μόλις χρόνια εννιάπηχοι στο φάρδος είχαν γίνει, κι ήταν οργιές εννιά το μάκρος τους᾿ μαζί κίνησαν τότε και τους αθάνατους φοβέριζαν, στον Όλυμπο πολέμους ν᾿ ανοίξουν άγριους, πολυτάραχους, και γύρευαν να βάλουν |
315 | Ὄσσαν ἐπ᾿ Οὐλύμπῳ μέμασαν θέμεν, αὐτὰρ ἐπ᾿ Ὄσσῃ Πήλιον εἰνοσίφυλλον, ἵν᾿ οὐρανὸς ἀμβατὸς εἴη. καί νύ κεν ἐξετέλεσσαν, εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο: ἀλλ᾿ ὄλεσεν Διὸς υἱός, ὃν ἠύκομος τέκε Λητώ, ἀμφοτέρω, πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους | την Όσσα πρώτα απά στον Όλυμπο, μετά, στην Όσσα πάνω, το Πήλιο λέει το φυλλοσούσουρο, στον ουρανό ν᾿ ανέβουν. Κι αν πρόφταινα να δέσει η νιότη τους, θα το 'χαν καταφέρει. μα από του Δία και της ωριόμαλλης Λητώς τι γιο χάθηκαν κι οι δυό, πριν κάτω απ᾿ τα μελίγγια τους το πρώτο χνούδι ανθίσει' |
320 | ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς ἐυανθέι λάχνῃ. ἡ«Φαίδρην τε Πρόκριν τε ἴδον καλήν τ᾿ Ἀριάδνην, κούρην Μίνωος ὀλοόφρονος, ἥν ποτε Θησεὺς ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀθηνάων ἱεράων ἦγε μέν, οὐδ᾿ ἀπόνητο: πάρος δέ μιν Ἄρτεμις ἔκτα | και πριν τους σκεπαστούν τα μάγουλα με τα σγουρά της νιότης. Τη Φαίδρα αντίκρισα, την Πρόκριδα, την όμορφη Αριάδνη, τη θυγατέρα του κακόγνωμου του Μίνωα, που άπ᾿ την Κρήτη την άρπαξε ο Θησέας, γυρεύοντας στο λόφο να τη φέρει της Ιερής Αθήνας —άδικα! τι στο νησί της Δίας |
325 | Δίῃ ἐν ἀμφιρύτῃ Διονύσου μαρτυρίῃσιν. «Μαῖράν τε Κλυμένην τε ἴδον στυγερήν τ᾿ Ἐριφύλην, ἣ χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο τιμήεντα. πάσας δ᾿ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾿ ὀνομήνω, ὅσσας ἡρώων ἀλόχους ἴδον ἠδὲ θύγατρας: | τη σκότωσε η Άρτεμη, του Διόνυσου τη μαρτυρία γρικώντας. Τη Μαίρα, την Κλυμένη αντίκρισα, τη φοβερή Εριφύλη, που το ακριβό της ταίρι επρόδωκε για ατίμητο χρυσάφι... — μα όλο το πλήθος είναι αβόλετο να πω, να νοματίσω, πόσων ηρώων τρανών αντίκρισα τις κόρες και τα ταίρια' |
330 | πρὶν γάρ κεν καὶ νὺξ φθῖτ᾿ ἄμβροτος. ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν, ἢ ἐπὶ νῆα θοὴν ἐλθόντ᾿ ἐς ἑταίρους ἢ αὐτοῦ: πομπὴ δὲ θεοῖς ὑμῖν τε μελήσει.»‘ ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, κηληθμῷ δ᾿ ἔσχοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα. | πιο πριν η νύχτα η θεία θα διάβαινε! Να κοιμηθούμε ωστόσο είναι ώρα, για με τους συντρόφους μου στο πλοίο για εδώ μαζί σας. Το μισεμό μου πάλι οι αθάνατοι και σεις θα τον γνοιαστείτε.» Αυτά τους έλεε, κι οι άλλοι αμίλητοι, βουβοί, δε βγάναν άχνα, σα μαγεμένοι απ᾿ τα λόγια του, στον ισκιερό αντρωνίτη. |
335 | τοῖσιν δ᾿ Ἀρήτη λευκώλενος ἤρχετο μύθων. «Φαίηκες, πῶς ὔμμιν ἀνὴρ ὅδε φαίνεται εἶναι εἶδός τε μέγεθός τε ἰδὲ φρένας ἔνδον ἐίσας; ξεῖνος δ᾿ αὖτ᾿ ἐμός ἐστιν, ἕκαστος δ᾿ ἔμμορε τιμῆς: τῷ μὴ ἐπειγόμενοι ἀποπέμπετε, μηδὲ τὰ δῶρα | Κι η Αρήτη τότε η χιονοβράχιονη το λόγο πήρε κι είπε: «Αλήθεια, Φαίακες, πως τα μάτια σας θωρούν τον άντρα τούτον στην ελικιά, στο διώμα, μέσα του στα ζυγιασμένα φρένα; Δικός μου ο ξένος, μα ο καθένας σας σ᾿ όμοια τιμή κρατιέται' να φύγει μην αφήστε γρήγορα, και στην ανάγκη που 'χει |
340 | οὕτω χρηίζοντι κολούετε: πολλὰ γὰρ ὑμῖν κτήματ᾿ ἐνὶ μεγάροισι θεῶν ἰότητι κέονται.» τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἐχένηος, ὃς δὴ Φαιήκων ἀνδρῶν προγενέστερος ἦεν: «ὦ φίλοι, οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῦ οὐδ᾿ ἀπὸ δόξης | μην τα λυπαστε τα δοσίματα᾿ τι είναι το βιος μεγάλο, που μες στα σπίτια σας φυλάγεται με των θεών τη χάρη.» Ένας τρανός ρηγάρχης γέροντας, ο Εχένηος, πήρε τότε και τους μιλούσε, ο γεροντότερος από τους Φαίακες όλους: «Ό,τι είπε η μυαλωμένη ρήγισσα δεν ήταν όξω απ᾿ όσα |
345 | μυθεῖται βασίλεια περίφρων: ἀλλὰ πίθεσθε. Ἀλκινόου δ᾿ ἐκ τοῦδ᾿ ἔχεται ἔργον τε ἔπος τε.» τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε: «τοῦτο μὲν οὕτω δὴ ἔσται ἔπος, αἴ κεν ἐγώ γε ζωὸς Φαιήκεσσι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω: | και μεις γυρεύουμε και θέλουμε᾿ γι᾿ αυτό ας συγκλίνουμε όλοι τις πράξες όμως και τα λόγια μας τα ορίζει ο Αλκίνοος τούτος.» Κι ο Αλκίνοος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε: «Έτσι να ζω στους καραβόχαρους εγώ τους Φαίακες πάντα και ν᾿ αφεντεύω, της βασίλισσας ο λόγος θα τελέψει! |
350 | ξεῖνος δὲ τλήτω μάλα περ νόστοιο χατίζων ἔμπης οὖν ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον, εἰς ὅ κε πᾶσαν δωτίνην τελέσω: πομπὴ δ᾿ ἄνδρεσσι μελήσει πᾶσι, μάλιστα δ᾿ ἐμοί: τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾿ ἐνὶ δήμῳ.» τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: | Το 'χει καημό να φύγει ο ξένος μας στον τόπο του, μα ας κάνει μια μέρα υπομονή, να πρόφταινα τα δώρα να του δώσω όλα που θέλω᾿ το ταξίδι του, κι αυτό θα το γνοιαστούμε οι άντρες εδώ, κι εγώ πιο απ᾿ όλους σας, τι εγώ τη χώρα ορίζω.» Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας: |
355 | «Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, εἴ με καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἀνώγοιτ᾿ αὐτόθι μίμνειν, πομπὴν δ᾿ ὀτρύνοιτε καὶ ἀγλαὰ δῶρα διδοῖτε, καὶ κε τὸ βουλοίμην, καί κεν πολὺ κέρδιον εἴη, πλειοτέρῃ σὺν χειρὶ φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἱκέσθαι: | «Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος, και χρόνο ολάκερο να λέγατε να μένω εδώ και δώρα να μου χαρίζατε αξετίμητα, πριχού με προβοδίστε, όχι δε θα 'λεγα᾿ καλύτερα χίλιες φορές αλήθεια να στρέψω πίσω στην πατρίδα μου με πιο γεμάτα χέρια |
360 | καί κ᾿ αἰδοιότερος καὶ φίλτερος ἀνδράσιν εἴην πᾶσιν, ὅσοι μ᾿ Ἰθάκηνδε ἰδοίατο νοστήσαντα.» ὣτὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε: «ὦ Ὀδυσεῦ, τὸ μὲν οὔ τί σ᾿ ἐίσκομεν εἰσορόωντες, ἠπεροπῆά τ᾿ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον, οἷά τε πολλοὺς | τι με τιμή κι αγάπη πιότερη θα με δεχόνταν έτσι όλοι όσοι κάποτε θα μ᾿ έβλεπαν να φτάνω στην Ιθάκη.» Κι ο Αλκίνοος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε: «Που σε θωρούμε, δε μας έδειξες να 'σαι, Οδυσσέα, κανένας για κομπωτής για ψεύτης, σαν αυτούς που θρέφει η γης η μαύρη— |
365 | βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνθρώπους, ψεύδεά τ᾿ ἀρτύνοντας ὅθεν κέ τις οὐδὲ ἴδοιτο: σοὶ δ᾿ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων, ἔνι δὲ φρένες ἐσθλαί. μῦθον δ᾿ ὡς ὅτ᾿ ἀοιδὸς ἐπισταμένως κατέλεξας, πάντων τ᾿ Ἀργείων σέο τ᾿ αὐτοῦ κήδεα λυγρά. | χιλιάδες άνθρωποι, ως τα πέρατα του κόσμου σκορπισμένοι, που κλώθουν ψέματα, πως τα 'βγαλαν να μην καταλαβαίνεις. Μα εσένα είναι όλο χάρη ο λόγος σου και ξάστερος ο νους σου, κι όσα και συ κι οι Αργίτες έσυραν αβάσταχτα τυράννια με τέχνη τώρα μας τα ιστόρησες, σαν να 'σουν τραγουδάρης. |
370 | ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, εἴ τινας ἀντιθέων ἑτάρων ἴδες, οἵ τοι ἅμ᾿ αὐτῷ Ἴλιον εἰς ἅμ᾿ ἕποντο καὶ αὐτοῦ πότμον ἐπέσπον. νὺξ δ᾿ ἥδε μάλα μακρή, ἀθέσφατος: οὐδέ πω ὥρη εὕδειν ἐν μεγάρῳ, σὺ δέ μοι λέγε θέσκελα ἔργα. | Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου: Απ᾿ τους ισόθεους τάχα συντρόφους, που βρέθηκαν μαζί σου στην Τροία κι εκεί τους βρήκε ο θάνατος, αντάμωσες κανέναν; Μακριά είναι η νύχτα τούτη, -ατέλειωτη᾿ καιρός δεν είναι ακόμα να κοιμηθούμε᾿ κι άλλα ιστόρα μου᾿ πρωτάκουστα είναι αλήθεια! |
375 | καί κεν ἐς ἠῶ δῖαν ἀνασχοίμην, ὅτε μοι σὺ τλαίης ἐν μεγάρῳ τὰ σὰ κήδεα μυθήσασθαι.» τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, ὥρη μὲν πολέων μύθων, ὥρη δὲ καὶ ὕπνου: | Ως την Αυγή τη θεία θα καθόμουν εδώ ν᾿ ακούω, μονάχα και συ να το 'θελες τα πάθη σου να πεις στο αρχοντικό μου.» Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας: «Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος, οι αθιβολές έχουν την ώρα τους, την ώρα του κι ο γύπνος. |
380 | εἰ δ᾿ ἔτ᾿ ἀκουέμεναί γε λιλαίεαι, οὐκ ἂν ἐγώ γε τούτων σοι φθονέοιμι καὶ οἰκτρότερ᾿ ἄλλ᾿ ἀγορεύειν, κήδε᾿ ἐμῶν ἑτάρων, οἳ δὴ μετόπισθεν ὄλοντο, οἳ Τρώων μὲν ὑπεξέφυγον στονόεσσαν ἀυτήν, ἐν νόστῳ δ᾿ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός. | Μα αν να με ακούς ακόμα ρέγεσαι, τη χάρη δε σου αρνιέμαι᾿ γιατί έχω κι άλλα και χειρότερα να σου ιστορήσω τώρα, συντρόφων συφορές, που αργότερα χάθηκαν, του πολέμου των Τρωών μαθές τον άγριο τάραχο σαν είχαν πια ξεφύγει, κι από βουλή γυναίκας άνομης στο γυρισμό χάθηκαν. |
385 | «αὐτὰρ ἐπεὶ ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ ἁγνὴ Περσεφόνεια γυναικῶν θηλυτεράων, ἦλθε δ᾿ ἐπὶ ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεί̈δαο ἀχνυμένη: περὶ δ᾿ ἄλλαι ἀγηγέραθ᾿, ὅσσοι ἅμ᾿ αὐτῷ οἴκῳ ἐν Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον. | Η Περσεφόνη η αγνή σαν έδιωξε πια τις ψυχές μακριά μου των γυναικών, με βιάς σκορπώντας τις ολούθε, δώθε κείθε, είδα᾿ τον ίσκιο του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, να φτάνει, βαριά θλιμμένο᾿ τον τριγύριζαν κι όσες ψυχές μαζί του στο σπίτι του Αίγιστου χαλάστηκαν και το χαμό τους βρήκαν. |
390 | ἔγνω δ᾿ αἶψ᾿ ἔμ᾿ ἐκεῖνος, ἐπεὶ πίεν αἷμα κελαινόν: κλαῖε δ᾿ ὅ γε λιγέως, θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἴβων, πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας, ὀρέξασθαι μενεαίνων: ἀλλ᾿ οὐ γάρ οἱ ἔτ᾿ ἦν ἲς ἔμπεδος οὐδέ τι κῖκυς, οἵη περ πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι. | Κι εκείνος στη στιγμή με γνώρισε, το μαύρο ως ήπιεν αίμα, και κίνησε το θρήνο, κι έτρεχαν τα μάτια του ποτάμι, κι άπλωνε απάνω μου τα χέρια του, ποθώντας να μου αγγίξει— του κάκου, δεν μπορούσε! η δύναμη τον είχε παρατήσει κι η ανάκαρα που ανθούσε κάποτε στο λυγερό κορμί του. |
395 | «τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων: ‘Ἀτρεί̈δη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον, τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε τανηλεγέος θανάτοιο; ἦε σέ γ᾿ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν | Κι όπως τον είδα, τον συμπόνεσα, τα κλάματα με πήραν, και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια: ,, Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε, ποια μοίρα τάχα κάτω σ᾿ έριξε φαρμακερού θανάτου; Ο Ποσειδώνας μήπως άσκωσε φριχτήν ανεμοζάλη |
400 | ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀυτμήν; ἦέ σ᾿ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾿ ἐπὶ χέρσου βοῦς περιταμνόμενον ἠδ᾿ οἰῶν πώεα καλά, ἠὲ περὶ πτόλιος μαχεούμενον ἠδὲ γυναικῶν; «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπε: | και μες στο πέλαο τ᾿ άγριο σ᾿ έπνιξε μαζί με τ᾿ άρμενά σου; Για μήπως στη στεριά σε σκότωσαν αντίμαχοι, στα ξένα, την ώρα που άρπαζες τα βόδια τους και τ᾿ αρνοκόπαδά τους; για ως κάστρο να πατήσεις πάλευες, γυναίκες να κουρσέψεις;" Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει: |
405 | ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, οὔτ᾿ ἐμέ γ᾿ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀυτμήν, οὔτε μ᾿ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾿ ἐπὶ χέρσου, ἀλλά μοι Αἴγισθος τεύξας θάνατόν τε μόρον τε | ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, ο Ποσειδώνας δε μου σήκωσε φριχτήν ανεμοζάλη, για να με πνίξει στο άγριο πέλαγο μαζί με τ᾿ αρμενά μου, ουδέ και στη στεριά με σκότωσαν αντίμαχοι, στα ξένα᾿ βρήκα το θάνατο απ᾿ τον Αίγιστο και την καταραμένη |
410 | ἔκτα σὺν οὐλομένῃ ἀλόχῳ, οἶκόνδε καλέσσας, δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ. ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ: περὶ δ᾿ ἄλλοι ἑταῖροι νωλεμέως κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες, οἵ ῥά τ᾿ ἐν ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο | γυναίκα μου᾿ τι αυτός με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε, κι εκεί με σκότωσε, όπως σφάζουνε το βόδι, στο παχνί του. Τέτοιος φριχτός με βρήκε θάνατος᾿ και γύρα μου οι σύντροφοι ο ένας στον άλλο απάνω εσφάζουνταν, σα χοίροι ασπροδοντάτοι σε πλούσιου αρχόντου, πολυδύναμου, το σπίτι, που 'χει γάμο |
415 | ἢ γάμῳ ἢ ἐράνῳ ἢ εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ. ἤδη μὲν πολέων φόνῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας, μουνὰξ κτεινομένων καὶ ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ: ἀλλά κε κεῖνα μάλιστα ἰδὼν ὀλοφύραο θυμῷ, ὡς ἀμφὶ κρητῆρα τραπέζας τε πληθούσας | για άλλη ξεφάντωση, για κι έστησαν όλοι μαζί τραπέζι. Συχνά θ᾿ αντίκρισες σε πόλεμο πολλούς νεκροί να πέφτουν, δυο δυο καθώς χτυπιούνται ξέχωρα, για στης σφαγής τον όχλο' μα εκείνα αν τα θωρούσες, πιότερο θα σπάραζε η καρδιά σου: Πεσμένοι εμείς και γύρα ολόγεμα τραπέζια και κροντήρια |
420 | κείμεθ᾿ ἐνὶ μεγάρῳ, δάπεδον δ᾿ ἅπαν αἵματι θῦεν. οἰκτροτάτην δ᾿ ἤκουσα ὄπα Πριάμοιο θυγατρός, Κασσάνδρης, τὴν κτεῖνε Κλυταιμνήστρη δολόμητις ἀμφ᾿ ἐμοί, αὐτὰρ ἐγὼ ποτὶ γαίῃ χεῖρας ἀείρων βάλλον ἀποθνήσκων περὶ φασγάνῳ: ἡ δὲ κυνῶπις | στο αρχονταρίκι, και το πάτωμα ν᾿ αχνίζει από το γαίμα. Μα η πιο σπαραχτική που αγρίκησα φωνή ήταν της Κασσάντρας' του Πρίαμου σκότωνε από πάνω μου την κόρη η Κλυταιμήστρα η δολερή᾿ κι εγώ, πεθαίνοντας, με το σπαθί στο στήθος, τη γη χτυπούσα με τα χέρια μου. Κι η σκύλα εκεί με αφήκε, |
425 | νοσφίσατ᾿, οὐδέ μοι ἔτλη ἰόντι περ εἰς Ἀίδαο χερσὶ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς ἑλέειν σύν τε στόμ᾿ ἐρεῖσαι. ὣς οὐκ αἰνότερον καὶ κύντερον ἄλλο γυναικός, ἥ τις δὴ τοιαῦτα μετὰ φρεσὶν ἔργα βάληται: οἷον δὴ καὶ κείνη ἐμήσατο ἔργον ἀεικές, | κι ουδέ, στον Κάτω Κόσμο ως διάβαινα, το βάσταξε η καρδιά της να μου σφαλίσει με τα χέρια της τα μάτια και το στόμα. Πιο ανήμερο και πιο ξετσίπωτο δε βρίσκεται στον κόσμο απ᾿ τη γυναίκα, που στα φρένα της δουλειές συγκλώθει τέτοιες, καθώς εκείνη, που μελέτησε μια τέτοια ανήλεη πράξη, |
430 | κουριδίῳ τεύξασα πόσει φόνον. ἦ τοι ἔφην γε ἀσπάσιος παίδεσσιν ἰδὲ δμώεσσιν ἐμοῖσιν οἴκαδ᾿ ἐλεύσεσθαι: ἡ δ᾿ ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα οἷ τε κατ᾿ αἶσχος ἔχευε καὶ ἐσσομένῃσιν ὀπίσσω θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾿ ἐυεργὸς ἔῃσιν.’ | να δώσει θάνατο στον άντρα της. Κι εγώ που στοχαζόμουν πως θα γυρίσω καλοπρόσδεχτος από παιδιά και δούλους στο σπίτι μου! Μα εκείνη, κλώθοντας κακό στο νου μονάχα, ντροπή και απάνω της εσώριασε και στις γυναίκες όλες για πάντα εδώ κι εμπρός, καλόπραγες κι ας είναι μερικές τους." |
435 | «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: ‘ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ γόνον Ἀτρέος εὐρύοπα Ζεὺς ἐκπάγλως ἤχθηρε γυναικείας διὰ βουλὰς ἐξ ἀρχῆς: Ἑλένης μὲν ἀπωλόμεθ᾿ εἵνεκα πολλοί, σοὶ δὲ Κλυταιμνήστρη δόλον ἤρτυε τηλόθ᾿ ἐόντι.’ | Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω: ,, Ωχού μου, αποξαρχής τ᾿ οχτρεύτηκε βαριά του Ατρέα το γένος ο Δίας ο μακροβίγλης, κι έβαλε μπροστά γυναικείες τέχνες! Πόσοι από μας δεν αφανίστηκαν για χάρη της Ελένης, και σένα, αλάργα ως ήσουν, σου 'πλεκε τα βρόχια η Κλυταιμήστρα!" |
440 | «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπε: ‘τῷ νῦν μή ποτε καὶ σὺ γυναικί περ ἤπιος εἶναι: μή οἱ μῦθον ἅπαντα πιφαυσκέμεν, ὅν κ᾿ ἐὺ εἰδῇς, ἀλλὰ τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι. ἀλλ᾿ οὐ σοί γ᾿, Ὀδυσεῦ, φόνος ἔσσεται ἔκ γε γυναικός: | Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει: ,, Γι᾿ αυτό και συ με τη γυναίκα σου πολύ καλός μην είσαι' τα πάντα μην της τα μπιστεύεσαι που κρύβεις στο μυαλό σου' λίγα να ξέρει, τ᾿ αποδέλοιπα κρυφά από κείνη κράτα. Μα εσύ, Οδυσσέα, από τη γυναίκα σου το θάνατο δε θα 'βρεις- |
445 | λίην γὰρ πινυτή τε καὶ εὖ φρεσὶ μήδεα οἶδε κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια. ἦ μέν μιν νύμφη γε νέην κατελείπομεν ἡμεῖς ἐρχόμενοι πόλεμόνδε: πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ νήπιος, ὅς που νῦν γε μετ᾿ ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ, | έχει μυαλό περίσσιο η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα, η Πηνελόπη, και στα φρένα της πληθαίνει η δίκια κρίση. Νιόνυφη ακόμα την αφήκαμε, σα φεύγαμε από κείθε, για να τραβήξουμε στον πόλεμο, κι είχε παιδί στο στήθος μωρό, που στων αντρών τη σύναξη θα κάθεται πια τώρα— |
450 | ὄλβιος: ἦ γὰρ τόν γε πατὴρ φίλος ὄψεται ἐλθών, καὶ κεῖνος πατέρα προσπτύξεται, ἣ θέμις ἐστίν. ἡ δ᾿ ἐμὴ οὐδέ περ υἷος ἐνιπλησθῆναι ἄκοιτις ὀφθαλμοῖσιν ἔασε: πάρος δέ με πέφνε καὶ αὐτόν. ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν: | καλότυχος! Μια μέρα ο κύρης του θα τόνε ιδεί γυρνώντας, κι εκείνος πάλε τον πατέρα του θ᾿ αγκαλιαστεί, ως ταιριάζει. Εμένα μοναχά η γυναίκα μου μηδέ το γιο με αφήκε θωρώντας να χορτάσω᾿ πρόλαβε να με σκοτώσει αμέσως! Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σου 'λεγα, κι εσύ στο νου σου βαλ᾿ το: |
455 | κρύβδην, μηδ᾿ ἀναφανδά, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν νῆα κατισχέμεναι: ἐπεὶ οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν. ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, εἴ που ἔτι ζώοντος ἀκούετε παιδὸς ἐμοῖο, ἤ που ἐν Ὀρχομενῷ ἢ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι, | Γυρνώντας στην πατρίδα, κοίταξε κρυφά το πλοίο ν᾿ αράξεις κανείς να μη σε δει, τι εχάθηκε πια η πίστη απ᾿ τις γυναίκες! Μον᾿ έλα τώρα, δώσ᾿ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου, ακόμα ο γιος μου αν κάπου ακούγεται πως ζει᾿ μπορεί στο κάστρο του Ορχομενού, μπορεί να βρίσκεται στην αμμουδάτη Πύλο, |
460 | ἤ που πὰρ Μενελάῳ ἐνὶ Σπάρτῃ εὐρείῃ: οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀρέστης.’ «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: ‘Ἀτρεί̈δη, τί με ταῦτα διείρεαι; οὐδέ τι οἶδα, ζώει ὅ γ᾿ ἦ τέθνηκε: κακὸν δ᾿ ἀνεμώλια βάζειν.’ | για και στη Σπάρτη την πλατύχωρη, στου Μενελάου το σπίτι᾿ τι ακόμα απά στη γης δεν πέθανεν ο αρχοντικός Ορέστης!» Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω: ,, Υγιέ του Ατρέα, γιατί για πράματα ρωτάς που δεν κατέχω, αν ζει για αν πέθανε; Δε μου 'ρχεται να λέω του ανέμου λόγια." |
465 | «νῶι μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν ἕσταμεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες: ἦλθε δ᾿ ἐπὶ ψυχὴ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο Αἴαντός θ᾿, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε | Τέτοιες κουβέντες συναλλάζαμε λυπητερές οι δυο μας, βαριά θλιμμένοι, και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα. Κι ήρθε η ψυχή και μας αντάμωσε του ξακουστού Αχιλλέα, Κι ήταν μαζί οι ψυχές του Πάτροκλου και του άψεγου Αντιλόχου, και του Αίαντα, που όλους και στο ανάριμμα νικούσε και στο διώμα |
470 | τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾿ ἀμύμονα Πηλεί̈ωνα. ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο καί ῥ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: « ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, σχέτλιε, τίπτ᾿ ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον; | τους Δαναούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα. Κι ως η ψυχή του γοργοπόδαρου με γνώρισε Αχιλλέα, μέσα σε κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια: ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, απόκοτε! σαν τι τρανότερο θα στοχαστείς ακόμα; |
475 | πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;» «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: ‘ὦ Ἀχιλεῦ Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾿ Ἀχαιῶν, ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν | Αλήθεια, πως το αποδυνάστηκες να κατεβείς στον Άδη, όπου οι νεκροί διανεύουν άπραγοι, των πεθαμένων οι ίσκιοι;» Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω: ,, Γιέ του Πηλέα, που ο πιο λιοντόκαρδος στους Αχαιούς λογιόσουν, ήταν ανάγκη εδώ που μ᾿ έφερε, να πάρω την ορμήνια |
480 | εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην: οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιί̈δος, οὐδέ πω ἁμῆς γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾿ αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ᾿, Ἀχιλλεῦ, οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτατος οὔτ᾿ ἄρ᾿ ὀπίσσω. πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν | του Τειρεσία, στην κακοτράχαλη το πως θα φτάσω Ιθάκη. Τη χώρα ακόμα την αργίτισσα δε ζύγωσα, τη γη μου δεν πάτησα᾿ τυράννια ατέλειωτα με δέρνουν. Μα από σένα άλλος αλήθεια πιο καλότυχος μήτε έγινε, Αχιλλέα, μήτε θα γίνει᾿ σε δοξάζαμε σαν τους θεούς οι Αργίτες, |
485 | Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν ἐνθάδ᾿ ἐών: τῷ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.’ «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπε: ‘μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ. βουλοίμην κ᾿ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ, | όσο που ζούσες᾿ τώρα ξέχωρα μες στους νεκρούς ορίζεις, εδώ που βρίσκεσαι᾿ μη θλίβεσαι λοιπόν για το χαμό σου.» Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι αυτά μου απηλογήθη: ,, Ας τα, Οδυσσέα τρανέ, κι ο θάνατος δεν παίρνει παρηγοριά! Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος |
490 | ἀνδρὶ παρ᾿ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν. ἀλλ᾿ ἄγε μοι τοῦ παιδὸς ἀγαυοῦ μῦθον ἐνίσπες, ἢ ἕπετ᾿ ἐς πόλεμον πρόμος ἔμμεναι, ἦε καὶ οὐκί. εἰπὲ δέ μοι Πηλῆος ἀμύμονος, εἴ τι πέπυσσαι, | σε αφέντη που 'χασε τον κλήρο του κι είναι το βιος του λίγο, παρά ολωνών εδώ των άψυχων νεκρών ο ρήγας να᾿ μαι. Για τον υγιό μου τον περίλαμπρο για πες μου τώρα κάτι' ήρθε κι αυτός ν᾿ ανοίξει πόλεμο στους πρώτους πρώτους μέσα, για κι όχι; Ακόμα για τον άψεγο Πηλέα τι ξέρεις πες μου' |
495 | ἢ ἔτ᾿ ἔχει τιμὴν πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν, ἦ μιν ἀτιμάζουσιν ἀν᾿ Ἑλλάδα τε Φθίην τε, οὕνεκά μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε. οὐ γὰρ ἐγὼν ἐπαρωγὸς ὑπ᾿ αὐγὰς ἠελίοιο, τοῖος ἐών, οἷός ποτ᾿ ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ | και τώρα τιμημένος βρίσκεται στους πλήθιους Μυρμιδόνες, για πια δεν τον ψηφούν ολόγυρα στη Φθία και στην Ελλάδα, που 'χει γεράσει και του κόπηκαν τα χέρια και τα πόδια; τι εγώ πια δεν του παραστέκουμαι, δε ζω στο φως του γήλιου και να 'μαι ως τότε, στην απλόχωρη την Τροία που πολεμούσα |
500 | πέφνον λαὸν ἄριστον, ἀμύνων Ἀργείοισιν: εἰ τοιόσδ᾿ ἔλθοιμι μίνυνθά περ ἐς πατέρος δῶ: τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους, οἳ κεῖνον βιόωνται ἐέργουσίν τ᾿ ἀπὸ τιμῆς.’ «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: | και σκότωνα αντρειανούς, το θάνατο να διώξω απ᾿ τους Αργίτες. Τέτοιος και μια στιγμή να γύριζα στο πατρικό παλάτι, κάποιοι θα τρόμαζαν τη λύσσα μου, τ᾿ ανίκητά μου χέρια, όσοι ζητούν το βασιλίκι του μεβιάς να του στερήσουν.» Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω: |
505 | ‘ἦ τοι μὲν Πηλῆος ἀμύμονος οὔ τι πέπυσμαι, αὐτάρ τοι παιδός γε Νεοπτολέμοιο φίλοιο πᾶσαν ἀληθείην μυθήσομαι, ὥς με κελεύεις: αὐτὸς γάρ μιν ἐγὼ κοίλης ἐπὶ νηὸς ἐίσης ἤγαγον ἐκ Σκύρου μετ᾿ ἐυκνήμιδας Ἀχαιούς. | ,, Τίποτε αλήθεια για τον άψεγο Πηλέα δεν έχω ακούσει᾿ μονάχα για το Νεοπτόλεμο, τον ακριβό το γιο σου, την πάσα αλήθεια, ως μου το γύρεψες, θα μολογήσω τώρα: Ατός μου πα στο καλοζύγιαστο, το βαθουλό καράβι στους Αχαιούς τους λιονταρόψυχους τον έφερα απ᾿ τη Σκύρο. |
510 | ἦ τοι ὅτ᾿ ἀμφὶ πόλιν Τροίην φραζοίμεθα βουλάς, αἰεὶ πρῶτος ἔβαζε καὶ οὐχ ἡμάρτανε μύθων: Νέστωρ ἀντίθεος καὶ ἐγὼ νικάσκομεν οἴω. αὐτὰρ ὅτ᾿ ἐν πεδίῳ Τρώων μαρναίμεθα χαλκῷ, οὔ ποτ᾿ ἐνὶ πληθυῖ μένεν ἀνδρῶν οὐδ᾿ ἐν ὁμίλῳ, | Και κάθε που βουλές κινούσαμε στης Τροίας το κάστρο γύρα, πρώτος μιλώντας πάντα θα᾿ βρισκε τον ταιριασμένο λόγο' μονάχα απ᾿ τόν ισόθεο Νέστορα νικιόταν κι από μένα. Μα σα χτυπιόμαστε συνάρματοι στων Τρωών τον κάμπο κάτω, μες στο σωρό ποτέ δεν έμενε και στο στρατό τον πλήθιο, |
515 | ἀλλὰ πολὺ προθέεσκε τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων, πολλοὺς δ᾿ ἄνδρας ἔπεφνεν ἐν αἰνῇ δηιοτῆτι. πάντας δ᾿ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾿ ὀνομήνω, ὅσσον λαὸν ἔπεφνεν ἀμύνων Ἀργείοισιν, ἀλλ᾿ οἷον τὸν Τηλεφίδην κατενήρατο χαλκῷ, | μον᾿ μπρος τραβούσε και δεν άφηνε κανείς να τον περάσει. Κι ήταν περίσσιοι αυτοί που σκότωσε στην άγρια μάχη μέσα' όλο το πλήθος είναι αβόλετο να πω, να νοματίσω, που 'χει σκοτώσει παραστέκοντας τους Δαναούς ο γιος σου. Τι ήταν εκείνος που απ᾿ το χάλκινο κοντάρι του εσωριάστη, |
520 | ἥρω᾿ Εὐρύπυλον, πολλοὶ δ᾿ ἀμφ᾿ αὐτὸν ἑταῖροι Κήτειοι κτείνοντο γυναίων εἵνεκα δώρων. κεῖνον δὴ κάλλιστον ἴδον μετὰ Μέμνονα δῖον. αὐτὰρ ὅτ᾿ εἰς ἵππον κατεβαίνομεν, ὃν κάμ᾿ Ἐπειός, Ἀργείων οἱ ἄριστοι, ἐμοὶ δ᾿ ἐπὶ πάντα τέταλτο, | ο γιος του Τήλεφου, ο λιοντόκαρδος Ευρύπυλος! Και πλήθος Κητιώτες γύρω του σκοτώνουνταν — για τα γυναικεία δώρα! Πιο όμορφο, εξόν το θείο το Μέμνονα, δεν έχω ιδεί από κείνον. Κι όντας μες στο άλογο χωνόμασταν, που 'χε ο Επειός σκαρώσει, οι πιο αντρειωμένοι Αργίτες, κι 'βριζα τα πάντα εγώ, |
525 | ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν λόχον ἠδ᾿ ἐπιθεῖναι, ἔνθ᾿ ἄλλοι Δαναῶν ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες δάκρυά τ᾿ ὠμόργνυντο τρέμον θ᾿ ὑπὸ γυῖα ἑκάστου: κεῖνον δ᾿ οὔ ποτε πάμπαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσιν οὔτ᾿ ὠχρήσαντα χρόα κάλλιμον οὔτε παρειῶν | το στέριο πότε ν᾿ ανοίξω τον κρυψώνα μας και πότε να τον κλείσω, των Αχαιών οι επίλοιποι άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες τα δάκρυα τους σφουγγίζαν, κι έτρεμαν του καθενός τα γόνα. Το γιο σου μοναχά τα μάτια μου δεν είδαν να χλωμιάζει καθόλου στο πανώριο πρόσωπο κι από τα μαγουλά του |
530 | δάκρυ ὀμορξάμενον: ὁ δέ γε μάλα πόλλ᾿ ἱκέτευεν ἱππόθεν ἐξέμεναι, ξίφεος δ᾿ ἐπεμαίετο κώπην καὶ δόρυ χαλκοβαρές, κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα. ἀλλ᾿ ὅτε δὴ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν, μοῖραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν | τα δάκρυα να σφουγγάει, μον᾿ γύρευε με χίλια παρακάλια να βγει από τ᾿ άλογο, κι ακράγγιζε τη φούχτα του σπαθιού του και το χαλκόβαρο κοντάρι του, κακά στους Τρώες λογιώντας. Μα ως το καστρί του Πρίαμου πήραμε το απόγκρεμο, κινούσε μαζί το μερτικό του παίρνοντας και πλούσιο αρχοντομοίρι, |
535 | ἀσκηθής, οὔτ᾿ ἂρ βεβλημένος ὀξέι χαλκῷ οὔτ᾿ αὐτοσχεδίην οὐτασμένος, οἷά τε πολλὰ γίγνεται ἐν πολέμῳ: ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης.’ «ὣς ἐφάμην, ψυχὴ δὲ ποδώκεος Αἰακίδαο φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ᾿ ἀσφοδελὸν λειμῶνα, | υγιος κι απείραχτος᾿ δε βρέθηκε μακριάθε να τον κρούσει για από κοντά με τα χαλκάρματα κανένας, σε πολέμους ως γίνεται συχνά, κι αδιάλεχτα ξανάβει του Άρη η λύσσα.» Έτσι μιλούσα᾿ του γοργόποδου τότε η ψυχή Αχιλλέα με δρασκελιές μεγάλες κίνησε στο ασφοδελό λιβάδι |
540 | γηθοσύνη ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι. «αἱ δ᾿ ἄλλαι ψυχαὶ νεκύων κατατεθνηώτων ἕστασαν ἀχνύμεναι, εἴροντο δὲ κήδε᾿ ἑκάστη. οἴη δ᾿ Αἴαντος ψυχὴ Τελαμωνιάδαο νόσφιν ἀφεστήκει, κεχολωμένη εἵνεκα νίκης, | χαρούμενη να φεύγει, ως άκουσε για την αντρεία του γιου του. Των άλλων των νεκρών που εχάθηκαν στέκονταν πικραμένες μπρος μου οι ψυχές, και για τις έγνοιες της η κάθε μια ρωτούσε' και μοναχά του Αίαντα απόμερα, του γιου του Τελαμώνα, στεκόταν, άπαυτα χολιάζοντας μαζί μου για τη νίκη, |
545 | τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος παρὰ νηυσὶ τεύχεσιν ἀμφ᾿ Ἀχιλῆος: ἔθηκε δὲ πότνια μήτηρ. παῖδες δὲ Τρώων δίκασαν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη. ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν τοιῷδ᾿ ἐπ᾿ ἀέθλῳ: τοίην γὰρ κεφαλὴν ἕνεκ᾿ αὐτῶν γαῖα κατέσχεν, | που 'χα νικήσει στα καράβια μας στην κρίση που 'χε ορίσει η Θέτη η σεβαστή για τ᾿ άρματα του γιου της, τίνος να 'ναι' κι ήταν των Τρωών οι γιοί που εδίκασαν μαζί με την Παλλάδα. Αχ, να γινόταν να μην κέρδιζα τέτοιο βραβείο ποτέ μου! τι η γης απ᾿ αφορμή τους σκέπασε τρανό αντρειωμένο τότε, |
550 | Αἴανθ᾿, ὃς πέρι μὲν εἶδος, πέρι δ᾿ ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾿ ἀμύμονα Πηλεί̈ωνα. τὸν μὲν ἐγὼν ἐπέεσσι προσηύδων μειλιχίοισιν: «Αἶαν, παῖ Τελαμῶνος ἀμύμονος, οὐκ ἄρ᾿ ἔμελλες οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι ἐμοὶ χόλου εἵνεκα τευχέων | τον Αίαντα, πρώτος που ξεχώριζε σ᾿ αντρεία και κάλλη απ᾿ όλους τους Δαναούς, έξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα. Γυρνώντας τότε με γλυκόλογα του μίλησα και του 'πα: ,, Αίαντα, γιε αντρειωμένε του άψεγου του Τελαμώνα, αλήθεια μαζί μου το θυμό για τ᾿ άρματα δεν ξέχασες ακόμα |
555 | οὐλομένων; τὰ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισι, τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο: σεῖο δ᾿ Ἀχαιοὶ ἶσον Ἀχιλλῆος κεφαλῇ Πηληϊάδαο ἀχνύμεθα φθιμένοιο διαμπερές: οὐδέ τις ἄλλος αἴτιος, ἀλλὰ Ζεὺς Δαναῶν στρατὸν αἰχμητάων | — ανάθεμα τα— και που πέθανες; Τα βάλαν για κακό μας οι αθάνατοι, τι αλήθεια εχάσαμε τον πύργο μας, κι οι Αργίτες νεκρόν αλάγιαστα σε κλαίγαμε, καθώς και του Πηλέα το γιο, τον Αχιλλέα, θρηνήσαμε. Δε φταίει κανένας άλλος, μονάχα ο Δίας, των κονταρόχαρων των Δαναών το ασκέρι |
560 | ἐκπάγλως ἤχθηρε, τεὶ̈ν δ᾿ ἐπὶ μοῖραν ἔθηκεν. ἀλλ᾿ ἄγε δεῦρο, ἄναξ, ἵν᾿ ἔπος καὶ μῦθον ἀκούσῃς ἡμέτερον: δάμασον δὲ μένος καὶ ἀγήνορα θυμόν.’ «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οὐδὲν ἀμείβετο, βῆ δὲ μετ᾿ ἄλλας ψυχὰς εἰς Ἔρεβος νεκύων κατατεθνηώτων. | που τόσο οχτρεύτη, και θανάτωσε και σένα. Αχ, έλα τώρα, ρήγα τρανέ, κι εσύ τα λόγια μου ν᾿ ακούσεις, τη φωνή μου, την πέρφανη καρδιά δαμάζοντας και τον τρανό θυμό σου.» Είπα, μα αυτός δεν αποκρίθηκε μια λέξη καν, μονάχα με τις ψυχές των άλλων κίνησε νεκρών για το σκοτάδι. |
565 | ἔνθα χ᾿ ὅμως προσέφη κεχολωμένος, ἤ κεν ἐγὼ τόν: ἀλλά μοι ἤθελε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι τῶν ἄλλων ψυχὰς ἰδέειν κατατεθνηώτων. «ἔνθ᾿ ἦ τοι Μίνωα ἴδον, Διὸς ἀγλαὸν υἱόν, χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα, θεμιστεύοντα νέκυσσιν, | Μα θα μιλούσε, και που χόλιαζε, για εγώ θα του μιλούσα, αν την καρδιά βαθιά στα στήθη μου δεν έπιανε η λαχτάρα κι άλλων νεκρών ψυχές που εχάθηκαν τα μάτια μου να ιδούνε. Είδα το Μίνωα τον περίλαμπρο, του Δία το γιο, στο χέρι να 'χει χρυσό ραβδί, να κάθεται και τους νεκρούς να κρίνει' |
570 | ἥμενον, οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο ἄνακτα, ἥμενοι ἑσταότες τε κατ᾿ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ. «τὸν δὲ μετ᾿ Ὠρίωνα πελώριον εἰσενόησα θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα κατ᾿ ἀσφοδελὸν λειμῶνα, τοὺς αὐτὸς κατέπεφνεν ἐν οἰοπόλοισιν ὄρεσσι | κι εκείνοι, ολόρθοι για καθούμενοι, το δίκιο τους ζητούσαν από το ρήγα, στο πλατύπορτο παλάτι του Άδη μέσα. Ακόμα τον Ωρίωνα αντίκρισα το γίγαντα, να στρώνει μπροστά τ᾿ αρίμια κυνηγώντας τα στο ασφοδελό λιβάδι, όσα 'χε στη ζωή, σε απάτητα βουνά, σκοτώσει ατός του, |
575 | χερσὶν ἔχων ῥόπαλον παγχάλκεον, αἰὲν ἀαγές. «καὶ Τιτυὸν εἶδον, Γαίης ἐρικυδέος υἱόν, κείμενον ἐν δαπέδῳ: ὁ δ᾿ ἐπ᾿ ἐννέα κεῖτο πέλεθρα, γῦπε δέ μιν ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον, δέρτρον ἔσω δύνοντες, ὁ δ᾿ οὐκ ἀπαμύνετο χερσί: | χαλκό κρατώντας, πάντα ασύντριφτο, στα χέρια απελατίκι. Το γιο της Γης της πολυδόξαστης, τον Τιτυό, είδα ακόμα, στρέμματα εννιά να πιάνει, ως βρίσκουνταν στο χώμα ξαπλωμένος' δεξόζερβα δυο αγιούπες έστεκαν και του 'τρωγαν το σκώτι μεσ᾿ απ᾿ τη σκέπη, κι ουδέ σάλευε τα χέρια να τους διώξει' |
580 | Λητὼ γὰρ ἕλκησε, Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν, Πυθώδ᾿ ἐρχομένην διὰ καλλιχόρου Πανοπῆος. «καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον κρατέρ᾿ ἄλγε᾿ ἔχοντα ἑστεῶτ᾿ ἐν λίμνῃ: ἡ δὲ προσέπλαζε γενείῳ: στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ᾿ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι: | τι ως διάβαινε η Λητώ, η συγκόρμισσα του Δία, τον Πανοπέα για τους Δελφούς τραβώντας, πάνω της χέρι είχε απλώσει εκείνος. Ακόμα αντίκρισα τον Τάνταλο βαριά να τυραννιέται σε λίμνη μέσα ορθός, που του 'φτανε στα γένεια᾿ διψασμένος τον έβλεπες να πιει που γύρευε νερό, μα δε μπορούσε' |
585 | ὁσσάκι γὰρ κύψει᾿ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ᾿ ὕδωρ ἀπολέσκετ᾿ ἀναβροχέν, ἀμφὶ δὲ ποσσὶ γαῖα μέλαινα φάνεσκε, καταζήνασκε δὲ δαίμων. δένδρεα δ᾿ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν, ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι | τι κάθε που 'σκυβεν ο γέροντας να πιεί λαχταρισμένος, τραβιόταν το νερό και χάνουνταν, και του βυθού μπροστά του από βουλή θεού κατάξερη τη μαύρη γης εθώρειε. Κι ήταν και δέντρα αψηλοφούντωτα, που έγερναν τον καρπό τους απάνω του᾿ αχλαδιές, χρυσόκαρπες μηλιές, ρογδιές θωρούσες, |
590 | συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι: τῶν ὁπότ᾿ ἰθύσει᾿ ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι, τὰς δ᾿ ἄνεμος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα. «καὶ μὴν Σίσυφον εἰσεῖδον κρατέρ᾿ ἄλγε᾿ ἔχοντα λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν. | θωρούσες και συκιές μελόγλυκες κι ελιές δροσιά γεμάτες. Μα κάθε που άπλωνεν ο γέροντας τα χέρια να τα πιάσει, ξεσήκωνε τους κλώνους ο άνεμος ως τα ισκιωμένα νέφη. Ακόμα αντίκρισα το Σίσυφο βαριά να τυραννιέται, γιγάντιο ως με τα χέρια πάλευε ν᾿ ανακρατήσει βράχο' |
595 | ἦ τοι ὁ μὲν σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον: ἀλλ᾿ ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ᾿ ἀποστρέψασκε κραταιίς: αὖτις ἔπειτα πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής. αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἂψ ὤσασκε τιταινόμενος, κατὰ δ᾿ ἱδρὼς | γερά αντιστυλωμένος δούλευε με χέρια και με πόδια και στο βουνό το βράχο ανέβαζε᾿ μα την κορφή του ως ήταν να ξεπεράσει πια, το βάρος του τον ξετραβούσε πίσω, και πάλι ο βράχος ο ξαδιάντροπος κατρακυλούσε ως κάτω. Κι αυτός αψαγωνιόταν κι έσπρωχνε, κι απ᾿ όλο το κορμί του |
600 | ἔρρεεν ἐκ μελέων, κονίη δ᾿ ἐκ κρατὸς ὀρώρει. «τὸν δὲ μετ᾿ εἰσενόησα βίην Ἡρακληείην, εἴδωλον: αὐτὸς δὲ μετ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσι τέρπεται ἐν θαλίῃς καὶ ἔχει καλλίσφυρον Ἥβην, παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου. | ο ίδρωτας έτρεχε, και τύλιγε την κεφαλή του η σκόνη. Μπροστά μου κι ο Ηρακλής επρόβαλε — τον ίσκιο του είδα μόνο, τι ατός που ζει με τους αθάνατους θεούς και ξεφαντώνει᾿ γυναίκα του η Ήβη η λιγναστράγαλη, που η χρυσοσάνταλη Ήρα στο Δία τον τρισμεγάλο εγέννησε᾿ μα εδώ, στον Κάτω Κόσμο, |
605 | ἀμφὶ δέ μιν κλαγγὴ νεκύων ἦν οἰωνῶν ὥς, πάντοσ᾿ ἀτυζομένων: ὁ δ᾿ ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς, γυμνὸν τόξον ἔχων καὶ ἐπὶ νευρῆφιν ὀιστόν, δεινὸν παπταίνων, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς. σμερδαλέος δέ οἱ ἀμφὶ περὶ στήθεσσιν ἀορτὴρ | έκραζαν οι νεκροί τρογύρα του σαν τα πουλιά που φεύγουν σκιαγμένα δώθε κείθε᾿ κι έστεκε σα μαύρη νύχτα εκείνος, γυμνό κρατώντας το δοξάρι του, στην κόρδα τη σαγίτα, με άγριες ματιές τρογύρα, ως να 'θελε κάθε στιγμή να ρίξει' και του σπαθιού γύρω απ᾿ τα στήθη του κρεμόταν το λουρίκι, |
610 | χρύσεος ἦν τελαμών, ἵνα θέσκελα ἔργα τέτυκτο, ἄρκτοι τ᾿ ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες, ὑσμῖναί τε μάχαι τε φόνοι τ᾿ ἀνδροκτασίαι τε. μὴ τεχνησάμενος μηδ᾿ ἄλλο τι τεχνήσαιτο, ὃς κεῖνον τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτθετο τέχνῃ. | χρυσό κι όλο φοβέρα᾿ απάνω του πλουμίδια, να σαστίζεις: αρκούδες θώρειες κι αγριογούρουνα και σπιθομάτες λιόντες και σκοτωμούς κι αντροπαλέματα και φόνους και πολέμους. Τέτοιο λουρίκι με την τέχνη του που είχε ο τεχνίτης φτιάξει, ποτέ ποτέ να μη δοκίμαζε παρόμοιο να πλουμίσει! |
615 | ἔγνω δ᾿ αὖτ᾿ ἔμ᾿ ἐκεῖνος, ἐπεὶ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν, καί μ᾿ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, ἆ δείλ᾿, ἦ τινὰ καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγηλάζεις, ὅν περ ἐγὼν ὀχέεσκον ὑπ᾿ αὐγὰς ἠελίοιο. | Κι εκείνος στη στιγμή με γνώρισε θωρώντας με μπροστά του, και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια: ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, ίδια και συ τραβάς, βαριόμοιρε, τρισάθλια μοίρα, βλέπω, σαν που κι εγώ τραβούσα αδιάκοπα κάτω απ᾿ το φως, του γήλιου! |
620 | Ζηνὸς μὲν πάϊς ἦα Κρονίονος, αὐτὰρ ὀιζὺν εἶχον ἀπειρεσίην: μάλα γὰρ πολὺ χείρονι φωτὶ δεδμήμην, ὁ δέ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ᾿ ἀέθλους. καί ποτέ μ᾿ ἐνθάδ᾿ ἔπεμψε κύν᾿ ἄξοντ': οὐ γὰρ ἔτ᾿ ἄλλον φράζετο τοῦδέ γέ μοι κρατερώτερον εἶναι ἄεθλον: | Του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, πατέρας μου, μα πέρασα τυράννια αρίφνητα᾿ σε αφέντη δούλεψα πολύ αχαμνότερο μου, που μόχτους φοβερούς, αβάσταχτους με πρόσταζε να κάνω. Με είχε κι εδώ σταλμένο κάποτε, τον σκύλο να του φέρω, τι μόχτος πιο βαρύς, λογάριαζε, δε γίνεται από τούτον. |
625 | τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀίδαο: Ἑρμείας δέ μ᾿ ἔπεμψεν ἰδὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη.’ «ὣς εἰπὼν ὁ μὲν αὖτις ἔβη δόμον Ἄϊδος εἴσω, αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μένον ἔμπεδον, εἴ τις ἔτ᾿ ἔλθοι ἀνδρῶν ἡρώων, οἳ δὴ τὸ πρόσθεν ὄλοντο. | Ωστόσο εγώ του τον ανέβασα, τον έβγαλα απ᾿ τον Άδη, τι ήταν ο Ερμής που μου παράστεκε κι η γλαυκομάτα Κόρη.» Σαν είπε τούτα, πίσω εκίνησε, στον Άδη να διαγειρεί' μα εγώ κει πέρα αμετασάλευτος καθόμουν, μήπως έρθει απ᾿ τους τρανούς ηρώους που εχάθηκαν παλιά κανείς ακόμα. |
630 | καί νύ κ᾿ ἔτι προτέρους ἴδον ἀνέρας, οὓς ἔθελόν περ, Θησέα Πειρίθοόν τε, θεῶν ἐρικυδέα τέκνα: ἀλλὰ πρὶν ἐπὶ ἔθνε᾿ ἀγείρετο μυρία νεκρῶν ἠχῇ θεσπεσίῃ: ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει, μή μοι Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου | Να δω και τους παλιούς, ως ήθελα, μπορούσα, τον Πειρίθο και το Θησέα, τους πολυξάκουστους υγιούς των αθανάτων, αν ξάφνου δε μονοσυνάζουνταν νεκροί χιλιάδες γύρα με άγριον αχό, που εμένα ολόχλωμη περέχυσε τρομάρα, μπας κι απ᾿ τον Άδη κάτω η ρήγισσα μου στείλει Περσεφόνη |
635 | ἐξ Ἀίδεω πέμψειεν ἀγαυὴ Περσεφόνεια. «αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἐπὶ νῆα κιὼν ἐκέλευον ἑταίρους αὐτούς τ᾿ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι. οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον. τὴν δὲ κατ᾿ Ὠκεανὸν ποταμὸν φέρε κῦμα ῥόοιο, | το άγριο παράλλαμα, το ανήμερο κεφάλι της Γοργόνας. Τρέχω στο πλοίο, και μόλις έφτασα, προστάζω τους συντρόφους, μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες. Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα και στα ζυγά καθίσαν. Σπρωγμένο απ᾿ τα κουπιά μας τ΄ άρμενο, μετά από πρίμο αγέρι |
640 | πρῶτα μὲν εἰρεσίῃ, μετέπειτα δὲ κάλλιμος οὖρος. | καλοδεχούμενο, κατέβαινε του Ωκεανού το ρέμα.
|
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.