Η παρέμβαση του Γλαύκωνα σχετικά με την ουσία της δικαιοσύνης – Το παράδειγμα του δαχτυλιδιού του Γύγη.Ο Σωκράτης ανάγκασε τελικά τον σοφιστή Θρασύμαχο, θιασώτη της άποψης περί δικαίου του ισχυροτέρου, (βλ. και ΠΛ Πολ 346e–348b) να παραδεχτεί ότι η δικαιοσύνη είναι μια αρετή της ψυχής που μπορεί να εξασφαλίσει στον άνθρωπο την ευτυχία. Στο σημείο αυτό, όμως, παρενέβη ο Γλαύκωνας, αδελφός του Πλάτωνα. Αυτός διαπίστωσε ότι ο πολύς κόσμος θεωρεί τη συμμόρφωση με τις επιταγές της δικαιοσύνης ως κάτι κοπιαστικό και επαχθές, που αποφέρει, ωστόσο, τεράστια οφέλη, ενώ ο Σωκράτης ισχυρίστηκε ότι η δικαιοσύνη πρέπει να επιδιώκεται όχι μόνο διότι αποφέρει οφέλη, αλλά και γιατί ως προς την ουσία της είναι κάτι καλό. Ζήτησε, λοιπόν, να τεθεί η εξέταση σε άλλη βάση:
Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.
Ωραία, είπε, άκουσε τότε κι έμενα και δες αν εξακολουθείς να έχεις την ίδια γνώμη. Γιατί έχω την εντύπωση ότι ο Θρασύμαχος, πολύ νωρίτερα απ’ όσο θα ‘πρεπε, γητεύτηκε σαν το φίδι από σένα, ενώ κατά τη γνώμη μου ούτε η απόδειξη για τη δικαιοσύνη ούτε η άλλη για την αδικία είναι ικανοποιητική. Γιατί εγώ θέλω να ακούσω τι είναι καθεμιά από αυτές και ποια δύναμη έχει αυτή καθαυτή όταν υπάρχει μέσα στην ψυχή, κι όσο για τις ανταμοιβές και τα επακόλουθά τους, εγώ δεν δίνω γι’ αυτά πεντάρα. Σκοπεύω λοιπόν να κάνω το εξής, αν συμφωνείς κι εσύ: Θα επανέλθω σε όσα υποστήριξε ο Θρασύμαχος και, πρώτον, θα πω τι λέγεται για τη δικαιοσύνη, ποια είναι η φύση της και ποιες οι ρίζες της, δεύτερον, ότι όλοι όσοι την εφαρμόζουν στην πράξη το κάνουν παρά τη θέλησή τους ως κάτι αναγκαίο κι όχι γιατί την θεωρούν κάτι καλό και, τρίτον, ότι εύλογα συμβαίνει αυτό, αφού, καθώς λένε, η ζωή του άδικου ανθρώπου είναι πολύ καλύτερη απ’ ότι του δίκαιου. Όσο για μένα, Σωκράτη, διόλου δεν τη συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Εντούτοις τα ‘χω χαμένα, έχουν κουφαθεί τα αυτιά μου ακούγοντας τον Θρασύμαχο κι ένα σωρό άλλους, ενώ ένα λόγο που να υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη, που να λέει ότι είναι καλύτερη από την αδικία, δεν τον έχω ως τώρα ακούσει από κανέναν, όπως τον θέλω εγώ ―θέλω δηλαδή να ακούσω να εγκωμιάζεται η ίδια η δικαιοσύνη στην καθεαυτότητά της―, και νομίζω ότι αυτόν το λόγο μπορώ να τον ακούσω από εσένα, καλύτερα παρά από οποιονδήποτε άλλο. Γι’ αυτό λοιπόν θα βάλω τα δυνατά μου να εκθειάσω τη ζωή της αδικίας, και κάνοντάς το αυτό θα σου δείξω με ποιον τρόπο θέλω έπειτα να ακούσω κι εσένα να επικρίνεις την αδικία και να παινεύεις τη δικαιοσύνη. Σε βρίσκει σύμφωνο η πρότασή μου;
Και παρά πολύ μάλιστα, είπα εγώ· γιατί για ποιο άλλο πράγμα θα χαιρόταν περισσότερο ένας λογικός άνθρωπος να μιλάει και να ακούει ξανά και ξανά;
Θαυμάσια, είπε, τα λες. Άκου, λοιπόν, αυτό στο οποίο, καθώς είπα, θα αναφερθώ πρώτα–πρώτα, τι είναι δηλαδή η δικαιοσύνη και ποιες οι ρίζες της.
Είναι από τη φύση, λένε, καλό πράγμα να αδικείς, ενώ το να σε αδικούν κακό, κι υπάρχει στην αδικία που υφίστασαι περισσότερο κακό απ’ όσο καλό υπάρχει στην αδικία που διαπράττεις εσύ, έτσι ώστε, όταν οι άνθρωποι αδικούν ο ένας τον άλλο και αδικούνται, και τα δοκιμάζουν και τα δύο, να συμφέρει σ’ αυτούς που δεν μπορούν να αποφύγουν το ένα αλλά ούτε και να καταφέρουν το άλλο να συμφωνήσουν μεταξύ τους μήτε να αδικούν μήτε να αδικούνται. Εδώ λοιπόν, λένε, έχει την αρχή της η θέσπιση νόμων και η σύναψη συμφωνιών, κι ό,τι προστάζει ο νόμος το ονομάζουν νόμιμο και δίκαιο. Κι αυτή είναι, λένε, η προέλευση και η ουσία της δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί έτσι κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στο καλύτερο απ’ όλα, που είναι να αδικείς χωρίς να παθαίνεις τίποτα, και στο χειρότερο, που είναι να σε αδικούν χωρίς εσύ να μπορείς να ανταποδώσεις το άδικο που σου κάνουν. Το δίκαιο λοιπόν, έχοντας μια θέση ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, κερδίζει την αγάπη όχι ως κάτι καλό, αλλά ως κάτι που το τιμάμε επειδή δεν έχουμε τη δύναμη να είμαστε άδικοι. Γιατί εκείνος που έχει τη δύναμη να διαπράξει το άδικο και που πραγματικά το λέει η καρδιά του, δεν θα συμφωνούσε ποτέ και με κανέναν να μην αδικεί και να μην τον αδικούν· γιατί θα ήταν τρελός αν το έκανε. Να λοιπόν, Σωκράτη, ποια είναι η δικαιοσύνη και ποια η φύση της και ποιες οι συνθήκες από τις όποιες αναδύθηκε σύμφωνα με αυτά τα λεγόμενα.
Το ότι, τώρα, και όσοι εφαρμόζουν στην πράξη το δίκαιο, το εφαρμόζουν παρά τη θέλησή τους, από αδυναμία να πράξουν το άδικο, θα το αντιληφθούμε με τον καλύτερο τρόπο, αν κάνουμε την ακόλουθη υπόθεση. Ας πούμε ότι δίνουμε στον καθένα από τους δύο, και στον δίκαιο και στον άδικο, την εξουσία να κάνουν ό,τι θέλουν, κι έπειτα τους παρακολουθούμε για να δούμε πού θα οδηγήσει τον καθένα τους η επιθυμία. Ε λοιπόν, επ’ αυτοφώρω θα τον συλλαμβάναμε τότε τον δίκαιο να ακολουθεί τα ίδια χνάρια με τον άδικο, αφού από τη φύση του κάθε πλάσμα επιδιώκει να έχει περισσότερα από τα άλλα θεωρώντας ότι αυτό είναι κάτι καλό, αναγκάζεται όμως δια της βίας από το νόμο να σέβεται την ισότητα. Κι αυτή η εξουσία για την οποία μιλώ θα ήταν ακριβώς όμοια με εκείνη που θα είχαν, αν τους συνέβαινε να αποκτήσουν δύναμη σαν κι εκείνη που, καθώς λένε, έλαβε κάποτε ο πρόγονος του Γύγη του Λυδού.
Ήταν, λένε, βοσκός και δούλευε στον άρχοντα, τότε, της Λυδίας, όταν ύστερα από μια μεγάλη νεροποντή και σεισμό ράγισε κάπου το έδαφος και άνοιξε ένα βαθύ ρήγμα στον τόπο που έβοσκε το κοπάδι του. Σάστισε σαν το είδε, κατεβαίνει, και κοντά στα άλλα περίεργα βλέπει εκεί, όπως λέει ο μύθος, ένα χάλκινο άλογο, κούφιο από μέσα, που είχε κάτι μικρές θυρίδες· σκύβοντας στο εσωτερικό του βλέπει μέσα έναν νεκρό με κορμί, έτσι έδειχνε, μεγαλύτερο από ανθρώπινο που δεν είχε απάνω του τίποτε άλλο παρά μόνο φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό δαχτυλίδι, που ο βοσκός του το βγάζει κι ανεβαίνει επάνω. Καθώς τότε γινόταν η τακτική συνάθροιση των βοσκών για να στείλουν, όπως κάθε μήνα, στο βασιλιά τις αναφορές τους για τα κοπάδια, έφθασε κι αυτός φορώντας στο χέρι το δαχτυλίδι. Εκεί λοιπόν που καθόταν με τους άλλους βοσκούς, γύρισε εντελώς τυχαία το δέσιμο του δαχτυλιδιού προς το μέρος του, προς την παλάμη, και μόλις το έκανε αυτό, έγινε ο ίδιος άφαντος για όσους ήσαν καθισμένοι εκεί γύρω, έτσι που κι εκείνοι μιλούσαν γι’ αυτόν σαν να ήταν φευγάτος. Εκείνος τά ‘χασε και ψηλαφώντας πάλι το δαχτυλίδι γυρίζει το δέσιμο προς τα έξω, και με το που το έκανε αυτό έγινε ορατός. Έχοντας αντιληφθεί ότι κάτι συνέβαινε, προσπάθησε να δοκιμάσει αν τη δύναμη αυτή την είχε το δαχτυλίδι, και αν πραγματικά στρέφοντας το δέσιμο προς τα μέσα, γινόταν άφαντος, ενώ στρέφοντάς το προς τα έξω γινόταν φανερός. Μόλις το διαπίστωσε, κατάφερε να πάει κι αυτός με τους βοσκούς, με τους οποίους έστελναν τους λογαριασμούς στο βασιλιά, και φθάνοντας εκεί, αφού μοίχευσε τη γυναίκα του βασιλιά, του επιτέθηκε μαζί της, τον σκότωσε και έτσι άρπαξε την εξουσία.
Αν λοιπόν γινόταν να είχαμε δύο τέτοια δαχτυλίδια, και το ένα να το φορούσε ο δίκαιος, το άλλο ο άδικος, κανένας τους, καθώς φαίνεται, δεν θα αποδεικνυόταν τόσο αδαμάντινος χαρακτήρας ώστε να μένει αταλάντευτα δίκαιος και να έχει τη λεβεντιά να κρατιέται μακριά από τα ξένα πράγματα και να μην τα αγγίζει, μόλο που θα μπορούσε να πηγαίνει στην αγορά και να παίρνει ό,τι θέλει χωρίς να έχει να φοβηθεί τίποτα, να μπαίνει στα ξένα σπίτια και να σμίγει ερωτικά με όποιον του αρέσει, να σκοτώνει ή να βγάζει από τη φυλακή όποιον κι αν θελήσει και να κάνει κάθε άλλη πράξη όντας ίδιος θεός ανάμεσα στους ανθρώπους. Ενεργώντας δε έτσι, δεν θα ‘κανε τίποτα διαφορετικό από τον άλλο, αλλά και οι δυο τους θα τραβούσαν τον ίδιο δρόμο. Κι αναμφίβολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό αποτελεί τρανή απόδειξη πως κανένας δεν είναι με τη θέληση του δίκαιος αλλά από αναγκασμό, πιστεύοντας ότι προσωπικά γι’ αυτόν το δίκιο δεν αποτελεί κάτι καλό, αφού όπου καθένας νομίζει ότι έχει τη δύναμη να αδικήσει, θα αδικήσει.
Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι για τον εαυτό του η αδικία είναι πολύ πιο ωφέλιμη από τη δικαιοσύνη, και σωστά το πιστεύει, όπως θα υποστηρίξει όποιος εκφράζει μια τέτοια άποψη· αφού, αν συνέβαινε να πάρει κάποιος στα χέρια του τέτοια εξουσία χωρίς να δείχνει καμιά διάθεση να κάνει το άδικο ούτε να βάλει χέρι σε ξένα πράγματα, τον άνθρωπο αυτό, όσοι θα τύχαινε να τον προσέξουν, θα τον θεωρούσαν αξιολύπητο ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, και πέρα για πέρα ανόητο, ωστόσο δημοσίως θα τον επαινούσαν εξαπατώντας ο ένας τον άλλο από φόβο μήπως αδικηθούν κι οι ίδιοι. Αυτά σχετικά με τούτο το θέμα.
Πηγή: greek-language.gr
Αντικλείδι , antikleidi.com
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.