Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά Για του οπαδούς του Πλήθωνος μετά το 1453

Για του οπαδούς του Πλήθωνος μετά το 1453 ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, συνήθως λέγεται ή γράφεται στα πεταχτά ότι οι περισσότεροι «έφυγαν στην Δύση», δηλαδή στην Ιταλία και τα πράγματα σταματάνε εκεί. Με εξαίρεση τον Βησσαρίωνα και κάποια ακόμα ελάχιστα ονόματα που ανιχνεύουμε κυρίως λόγω του συγγραφικού τους έργου, δεν γνωρίζουμε τίποτε απολύτως, ούτε για εκείνους που όντως «έφυγαν στην Δύση», ούτε για εκείνους, που ήσαν και οι περισσότεροι, οι οποίοι παρέμειναν στον Μωριά και αντιστάθηκαν ένοπλα στους εισβολείς Οθωμανούς.

Ιστορικά στοιχεία γι’ αυτήν την αντίσταση υπάρχουν πολύ λίγα, και κυρίως αποτελούνται από ό,τι μπόρεσε να διασωθεί γύρω από τα πρόσωπα που ηγήθηκαν αυτής, όπως λ.χ οι ηπειρωτικής καταγωγής πολέμαρχοι «στρατιότι» («strattioti») Θεόδωρος Μπούας και Κορκόδειλος ή Κορκόντυλος Κλαδάς, στους οποίους άλλωστε θα αναφερθούμε στην συνέχεια του παρόντος κατά την παρουσίαση των γεγονότων εκείνης της εποχής. Κάποια ελάχιστα στοιχεία όμως, «μη ιστορικά» βεβαίως κατά την σύγχρονη αντίληψη του ιστορικού επιστημονισμού, αφού δεν βασίζονται σε γραπτή πηγή, είναι γνωστά μέσα από στόμα με στόμα μετάδοση, που πάει να πει μέσα από αυτό που πραγματικά είναι «παράδοση» και μέσα από αυτά ακριβώς πιστοποιείται όντως συμμετοχή «πληθωνιστών» σε εκείνον τον απελπισμένο αμυντικό αγώνα κατά των Οθωμανών.

Υποχρεωμένος να ακολουθήσει τους κανόνες του αντιφατικότατου ιστορικού επιστημονισμού (που έχει θεοποιήσει την «πρωτογενή» γραπτή πηγή, ακόμα και αν αυτή κραυγαλέα αποτυπώνει «παράδοση» ή, ακόμη χειρότερα, λαϊκή φημολογία), ο γράφων προτίθεται να παρουσιάσει μελλοντικά αυτή την μεταδοθείσα Ιστορία μέσα από ένα ιστορικό «μυθιστόρημα», για να γίνει τουλάχιστον γνωστή σε όσους είναι όντως διατεθειμένοι για κάτι τέτοιο –οι υπόλοιποι ας πάνε να διαβάσουν «έγκυρη» Ιστορία, βασισμένη σε παραληρήματα καλόγερων ή λαϊκούς μύθους του παρελθόντος που απλώς έτυχε να περάσουν πριν από κάποιους αιώνες επάνω σε χαρτί, ώστε σήμερα να εκλαμβάνονται ηλιθιωδώς ως πέρα για πέρα «έγκυρες» ιστορικές «πηγές» και μάλιστα… «πρωτογενείς».

Για την ώρα θα αναφερθούμε απλώς στο όνομα Γεώργιος ή Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, που πρέπει να γεννήθηκε κάπου γύρω στα 1435, αφού «αγένειος ακόμα γνώρισε για πρώτη φορά τον δάσκαλο Γομοστό» δηλαδή τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, τον φιλόσοφο του Μυστρά και ιδρυτή του πολυθεϊστικού «Κύκλου» της τότε Λακωνίας «λίγο πριν αποθάνει», δηλαδή λίγο πριν το έτος 1452. Η παράδοση αναφέρει τον Κυργιώργη Δαιμονογιάννη «στρατιότι» στην υπηρεσία των Ενετών κατά το ξέσπασμα του πρώτου Ενετοτουρκικού Πολέμου το 1463 και ιδρυτή και πρώτο «μάγιστρο» το επόμενο έτος (1464) της μυστικής αδελφότητας των αρκετών εναπομεινάντων στον Μωριά «πληθωνιστών», η οποία αποσκοπούσε στην πραγμάτωση του οράμματος του διδασκάλου, δηλαδή στην εθνική απελευθέρωση και αυθυπαρξία των Ελλήνων και στην παλινόρθωση του καθοριστικού πολυθεϊσμού τους.

Τα τελευταία δεδομένα από την ίδια παράδοση, θέλουν τον Δαιμονογιάννη να αγωνίζεται δίπλα στον ηρωϊκό Κορκόδειλο Κλαδά τόσο στην πρώτη φάση του αντάρτικου αγώνα του, έπειτα από την προδοσία των Ενετών το 1479, όσο και στην δεύτερη, μία δεκαετία αργότερα, που έληξε με τον μαρτυρικό θάνατο του θρυλικού πολέμαρχου το έτος 1490. Τους δυο άνδρες συνέδεε φιλία στενή, αλλά και κάτι ακόμα: ο έρωτας του Κλαδά για την εξαδέλφη του Δαιμονογιάννη Βασιλική. Ο καταπονημένος από τους συνεχείς αγώνες και τις κακουχίες Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, ηγήθηκε του «δρουγγού» του για τρία ακόμη χρόνια. Πέθανε μετά από εμπύρετη ασθένεια το 1493, στα αντάρτικα καταφύγια του βόρειου Ταϋγέτου. Οι εναπομείναντες συμμαχητές και αδελφοί έθαψαν με τιμές τον πολέμαρχο πρώτο «μάγιστρο» και, προσπαθώντας να είναι συνεπείς με τα πάτρια, αποτέφρωσαν το κέντρο της ηρωϊκής του ψυχής, δηλαδή την καρδιά του και παρέδωσαν την σποδό, ως «αγώνος σήμα», στον διάδοχο δεύτερο «μάγιστρο» της αδελφότητος.

Αυτά είναι τα λίγα που μπορούμε, για την ώρα τουάχιστον, να αφηγηθούμε για τον πρώτο ηγέτη των ένοπλων «πληθωνιστών» του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, υποσχόμενοι να περάσουν τα υπόλοιπα υπό μορφή ιστορικού «μυθιστορήματος» για να μην έχουν να λένε οι κάθε είδους (είτε γελοίοι είτε αχρείοι) καθεστωτικοί. Ο γράφων ούτε θα τους κάνει την χάρη να τους παράσχει λαβές για αμφισβήτηση της ιστορικής του εγκυρότητας, ούτε και ενδιαφέρεται άλλωστε να μιλήσει σε αυτιά ανθρώπων που είναι είτε ανήμποροι είτε ακατάλληλοι ν’ ακούσουν. Όπως έχουμε άλλωστε ξαναγράψει παλαιότερα, προκαλώντας μάλιστα την μήνη αρκετών, «Ne margaritas obijce porcis, seu asinus sabsterne rosas !», που πάει να πει στα Ελληνικά «μην ρίχνεις τα μαργαριτάρια στα γουρούνια, μην εκπορνεύεις βλακωδώς τα τριαντάφυλλα».

Από εδώ και κάτω, στο ανά χείρας κείμενο παρέχουμε «κανονική» Ιστορία, ήτοι Ιστορία με την καθιερωμένη στις ημέρες μας έννοια. Ο χρονολογικός πίνακας που ακολουθεί, κατά τον προσφιλή για τον γράφοντα τρόπο ιστορικής αφήγησης με χρονική αλληλουχία, παρουσιάζει την ένοπλη αντίσταση των ήδη ελεύθερων από την βυζαντινή κατοχή και την ενετική κυριαρχία Ελλήνων του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, τότε που προήλαυναν στα εδάφη των πατέρων τους οι καινούργιοι Οθωμανοί κατακτητές.         

Το έτος 1456 οι Οθωμανοί έχουν καταλάβει την Αθήνα, οι βυζαντινοί μηχανισμοί εξουσίας έχουν καταρρεύσει παντού στην Πελοπόννησο, ενώ οι Ενετοί της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» επιχειρούν να ισχυροποιήσουν την εκεί παρουσία τους, αρχίζοντας από τις βόρειες και δυτικές οχυρές θέσεις. Την άνοιξη του 1458 ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής αρχίζει προετοιμασίες για εισβολή στην Πελοπόννησο, την οποία υποτίθεται ότι ακόμα ελέγχουν οι τραγικά δειλοί Παλαιολόγοι. Μέσα στο ίδιο έτος πολιορκεί και καταλαμβάνει την Κόρινθο και, με δύο βραχίονες του στρατού του, προσπαθεί ανεπιτυχώς να κυριεύσει τα φρούρια των Πατρών και των Καλαβρύτων. Η πρώτη αυτή εισβολή λήγει άδοξα και ο οθωμανικός στρατός αποσύρεται για ανασχεδιασμό των επιχειρησιακών του μεθόδων.

Την άνοιξη του 1459 ο Μωάμεθ εισβάλλει ξανά στην Πελοπόννησο, πετυχαίνει την παράδοση της φρουράς της Καρύταινας και οδεύει επικεφαλής 3.000 πολεμιστών προς το Λεοντάρι, όπου συγκρούεται με τον μικρό στρατό του πολέμαρχου Κορκόδειλου Κλαδά, που δεν ξεπερνούσε τους 1.000 άνδρες. Οι Έλληνες, που πολεμούν υπό το δικό τους λάβαρο (δικέφαλος επάνω σε πορφυρό και όχι κίτρινο πανί, συν το οικόσημο του αρχηγού τους) ηττώνται, αλλά υποχωρούν συντεταγμένα υπό την καθοδήγηση του Κλαδά, του οποίου οι ελιγμοί γίνονται αντικέιμενο θαυμασμού από τον σουλτάνο. Ο φοβισμένος Δημήτριος Παλαιολόγος παραδίδει αμαχητί το Δεσποτάτο του Μυστρά στον σουλτάνο, παρόλο που όλοι σχεδόν οι εντόπιοι πολέμαρχοι εξακολουθούν να αγωνίζονται κατά των εισβολέων. Ο Κλαδάς προσπαθεί να δώσει μάχη αυτοκτονίας στην θέση «Άη Γιώργης», αλλά ο σουλτάνος τον συναντάει άοπλος μπροστά από τους δύο στρατούς, τού εκφράζει τον θαυμασμό του και τού δηλώνει ότι δεν θέλει να καταστρέψει τέτοιον πολεμιστή, άρα του επιτρέπει να ζήσει ελεύθερος στην περιοχή του Έλους. 

Το 1460 οι εισβολείς Οθωμανοί έχουν κυριεύσει πολλές οχυρές θέσεις ανά την Πελοπόννησο, όπου επικρατεί πλέον απόλυτη αναρχία, ενώ οι Ενετοί έχουν ιδιοποιηθεί όλα τα φρούρια που μέχρι την προηγούμενη χρονιά ανήκαν στους Παλαιολόγους. Το 1463, με αφορμή την υποστήριξη των Ενετών προς τον πολέμαρχο Γεώργιο Καστριώτη ή «Σκεντέρμπεη», ξεσπάει ο Πρώτος Ενετοτουρκικός Πόλεμος, που θα διαρκέσει μέχρι το 1479. Οι Ενετοί χρησιμοποιούν στην Πελοπόννησο την στρατιωτική δύναμη των πολλών εντόπιων πολεμάρχων, τους οποίους προσλαμβάνουν μαζί με τους άνδρες τους ως μισθοφόρους («στρατιότι», «strattioti») και καταλαμβάνουν την Μονεμβασιά και πολλές άλλες οχυρές θέσεις. Οι γνωστότεροι από εκείνους τους πολέμαρχους είναι οι Πέτρος Μπούας, Μιχαήλ Ράλλης, Νικόλαος Παγωμένος, Νικόλαος Μπόχαλης, Κορκόδειλος Κλαδάς, Νικόλαος Γραίτζας, Ιωάννης Γαβαλλάς, κ.ά.

Το επόμενο έτος (1464), παρά τις επιτυχίες των πολέμαρχων Κλαδά στην Λακωνία και Μιχαήλ Ράλλη στην Αχαϊα, οι Ενετοί ηττώνται στην Μαντινεία, οι Οθωμανοί λεηλατούν την Αργοναυπλία και φθάνουν μέχρι το Λεοντάρι της Αρκαδίας και το 1465 ο Ομάρμπεης εισβάλλει στην Μάνη αλλά αναχαιτίζεται από τους πολέμαρχους των Ελλήνων. Το 1466 ο Σιγιμούνδος Μαλατέστα φθάνει μαχόμενος μέχρι τον Μυστρά και μεταφέρει τα οστά του φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος στο Ρίμινι, όμως ο διάδοχός του στην αρχηγία των Ενετών Ιάκωβος Μπαρμπαρίγκο ηττάται και χάνει την ζωή του τον Αύγουστο στην Πάτρα και οι Έλληνες σύμμαχοι της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» γίνονται τώρα ο αποκλειστικός στόχος της μήνης των Οθωμανών. Οι αιχμάλωτοι πολέμαρχοι Μιχαήλ Ράλλης καί Μάρκος - Επιφάνειος Κλαδάς θανατώνονται με φρικτό τρόπο: ο πρώτος ανασκολοπίζεται και ο δεύτερος γδέρνεται ζωντανός.

Ενώ τα επόμενα χρόνια οι Οθωμανοί εξολοθρεύουνν μεθοδικά όλες τις αντιστασιακές εστίες, τον Ιανουάριο του 1479 οι φοβισμένοι από τις αλλεπάλληλες ήττες τους Ενετοί υπογράφουν εσπευσμένα με τον εκχριστιανισμένο Εβραίο εκπρόσωπό τους Τζιοβάνι Ντάριο συνθήκη ειρήνης με τους αντιπάλους τους, δεχόμενοι να καταβάλουν στον σουλτάνο τεράστια αποζημίωση και ετήσιους δασμούς 10.000 δουκάτων για το δικαίωμά τους στο ναυτικό εμπόριο. Στην Πελοπόννησο οι Ενετοί διατηρούν μόνο τα οχυρά της Κορώνης και της Μεθώνης. Στις 9 Οκτωβρίου 1479 όμως, ο Κορκόδειλος Κλαδάς εισβάλλει στην Μάνη επικεφαλής 16.000 ανδρών, μίας τρόπον τινά ελληνικής πανστρατιάς, και απελευθερώνει το Οίτυλο και αρκετά ακόμη χωριά και φρούρια (Τριγόφιλο, Καστάνια, Μεγαλοχώριο, Λεφτίνη, Ανδρούσα, Βάσκος, Πιάγα, κ.ά.).

Στις 23 Ιανουαρίου 1480 η Βενετία αποκηρύσσει την πολεμική δράση του Κλαδά και οι αρχές τής υπό ενετική κατοχή Κορώνης συλλαμβάνουν και στέλνουν σε φυλακή της Βενετίας την σύζυγο, τα παιδιά και τα αδέλφια του, επικηρύσσοντάς τον ως «ρέμπελο» (επαναστάτη) και «προδότη» με το δελεαστικά μεγάλο ποσό των 10.000 μοθωναϊκών υπέρπυρων. Σε ενίσχυση των «ανεξέλεγκτων» Ελλήνων, που ήδη καταδιώκονται από 10.000 Οθωμανούς υπό τον διοικητή της Πελοποννήσου («σαντζιάκμπεη του Μωριά») Σουλεϊμάν Πασά, έρχεται ο πολέμαρχος Θεόδωρος Μπούας και ο υιός του Μερκούριος, επικεφαλής 60 μόνον πολεμιστών. Οι Οθωμανοί εκπορθούν τα φρούρια Τριγόφυλου, Οιτίλου, Μεγαλοχωρίου και Παπαφίγγου.

Στις 19 Ιανουαρίου 1481 ο Κλαδάς τσακίζει κοντά στο Οίτιλο τους υπό τον «μπεηλέρμπεη της Ρούμελης» Αλή Μπούμικο εισβολείς Οθωμανούς, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του θορυβημένου Σουλεϊμάν Πασά να υποχρεωθούν ν’ αποσυρθούν στην Σπάρτη. Έξαλλος από τις τεράστιες απώλειες του στρατού του (700 νεκροί), ο σουλτάνος διατάσσει την θανάτωση 19 Ελλήνων πολεμιστών που είχαν αιχμαλωτισθεί στο φρούριο Τριγόφυλου. Με ενισχυμένο στρατό που τώρα αριθμεί πάνω από 8.000 πολεμιστές ο σουλτάνος διατάσσει τον Μάρτιο νέα εισβολή στην Μάνη, κλείνει την δίοδο Μαυροβουνίου και προχωρεί προς το φρούριο της Καστανιάς, όπου βρίσκονται εγκλωβισμένοι οι ένοπλοι Έλληνες μαζί με 1.000 αιχμάλωτους Οθωμανούς. Ενώ το φρούριο κοντεύει πια να πέσει στα χέρια των πολιορκητών Οθωμανών, λίγο πριν το ξημέρωμα της 10ης Απριλίου ο Κλαδάς, που βρισκόταν έξω από το κάστρο, επιτίθεται στους πολιορκητές και δημιουργεί δίοδο όλων των επιζώντων πολεμιστών του και των οικογενειών τους προς το Πόρτο Κάγιο, από όπου οι εναπομείναντες αντιστασιακοί μεταφέρονται τελικά στην Ιταλία με τρεις ναπολιτάνικες γαλέρες (οι Ναπολιτάνοι ήσαν εχθροί των Ενετών).

Ακόμα και μετά την φυγή του Κλαδά συνεχίζεται στην Μάνη και τον Ταϋγετο από πολλές αντάρτικες ομάδες η αντίσταση κατά των Οθωμανών. Όταν αυτό γίνεται γνωστό στην Ιταλία, ο Κλαδάς αποφασίζει να επιστρέψει στην γη των αρχαίων Σπαρτιατών για να οργανώσει την αντίσταση σε συντεταγμένη στρατιωτική δράση. Όντως το 1488 ή 1489 ο Κλαδάς επιστρέφει στην Λακωνία, αρχίζει συστηματικό έργο στον τομέα της οργάνωσης αλλά και της μαχητικής εκπαίδευσης των ανταρτών, όμως τον Οκτώβριο του 1490 πιάνεται αιχμάλωτος κοντά στην Βέργα έπειτα από μία σύντομη μάχη, οδηγείται μπροστά στον Οθωμανό διοικητή, γδέρνεται ζωντανός και το γεμισμένο με άχυρα δέρμα του στέλνεται στον σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Β στην Κωνσταντινούπολη.

Ενώ στον Ταϋγετο εξακολουθεί, παρά τον θάνατο του Κλαδά, η αντιστασιακή δράση των ντόπιων μικρών αντάρτικων σωμάτων («δρουγγών»), τον Ιούλιο του 1499 η δυτική Πελοπόννησος δέχεται την επίθεση ισχυρού οθωμανικού στόλου υπό τον ναύαρχο Νταούντ Πασά, ενώ πολυάριθμος στρατός υπό τον ίδιο τον σουλτάνο Βαγιαζήτ πολιορκεί και καταλαμβάνει την Ναύπακτο. Το καλοκαίρι του 1500 ο στόλος του Νταούντ Πασά και του πρώην πειρατή Κεμάλ κτυπάει την Μεθώνη, ενώ ο στρατός του Βαγιαζήτ έχει ήδη φθάσει στην Αρκαδία, παρά τις παρενοχλήσεις των «στρατιότι» Νικολάου Ρενέση, Γεωργίου Ράλλη και Νικόλαου Μενάγια. Χτυπημένη από στεριά και θάλασσα, η ενετική Μεθώνη πέφτει τελικά στις 10 Αυγούστου, μετά από μία τρομερή σε δύναμη επίθεση των γενιτσάρων, λεηλατείται επί τρεις συνεχείς ημέρες και τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού της σφάζεται, ενώ οι επιζήσαντες σέρνονται σκλάβοι στα ασιατικά δουλοπάζαρα. Τρομοκρατημένος ο φρούραχος της Πύλου Κάρολος Κονταρίνης παραδίνεται αμαχητί. Οι μόνες βάσεις των Ενετών στην Πελοπόννησο απομένουν πια το Ναύπλιο και η Μονεμβασιά, που θα παραδοθούν στους Οθωμανούς, μετά από συνθήκη, το έτος 1540.

Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων: Ο τελευταίος των Ελλήνων φιλοσόφων


Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων γεννήθηκε στη Σπάρτη, περίπου στα μέσα του 14ου αιώνα, κι έζησε τα πρώτα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη· πιθανότατα πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Γεμιστός, άνθρωπος ευσεβής και «πρωτονοτάριος της Μεγάλης Εκκλησίας», γύρω στα τέλη του 14ου αιώνα. (Ο μεγαλύτερος από τους δύο γιους του Πλήθωνα λεγόταν επίσης Δημήτριος). Είναι άγνωστο πού ακριβώς εκπαιδεύτηκε και ποιους δασκάλους είχε· ίσως υπήρξε μαθητής του Δημητρίου Κυδώνη. Οπωσδήποτε είχε την τυπική μόρφωση των λογίων της εποχής των Παλαιολόγων: σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία, μαθηματικά, αστρονομία, νομικά και μουσική. Αν πιστέψουμε τον Γεννάδιο Σχολάριο, σε ηλικία περίπου είκοσι ετών έφτασε ως «φυγάς» στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε των Τούρκων, όπου τον δέχτηκε κοντά του κάποιος Ελισσαίος, ένας πολυθεϊστής Ιουδαίος με σημαντική επιρροή στην αυλή «των βαρβάρων». Εκεί άκουσε ίσως για πρώτη φορά και τις διδασκαλίες για τον Ζωροάστρη, τον Αβερρόη και τον Αβικένα· γράφει επικριτικά ο Γεννάδιος: «Τούτον (τον Ζωροάστρην) εγνώρισε σοι πρόσθεν αγνοημένον ο τω δοκεί μεν Ιουδαίος, πολύθεος δε Ελισσαίος· ω μέγα δυναμένω εν τη των βαρβάρων αυλή παρεσιτού την πατρίδα φυγών, ίνα τα καλά παρ’ εκείνω μάθης διδάγματα.» (3) Μετά τον θάνατο του Ελισσαίου, ο Πλήθων επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε για κάποια χρόνια και συνδέθηκε με διάφορους μορφωμένους άνδρες της εποχής· μεταξύ των μαθητών του εκείνη την περίοδο συγκαταλέγεται και ο Μάρκος ο Ευγενικός. (Σύμφωνα πάντα με τον Σχολάριο, ο Ελισσαίος καταδικάστηκε και κάηκε ζωντανός στην πυρά, άγνωστο με ποιες κατηγορίες και από ποιους – πιθανολογείται ότι τον καταδίκασαν μάλλον βυζαντινοί ή δυτικοί της Ιεράς εξέτασης, καθώς οι Τούρκοι τιμωρούσαν με άλλους τρόπους τους «αιρετικούς» και δεν συνήθιζαν να τους καίνε.) Αργότερα πήγε στη Σπάρτη, γύρω στα 1405, όπου έμεινε για την υπόλοιπη ζωή του, ασκώντας δικαστικά καθήκοντα και ασχολούμενος με τη διδασκαλία της φιλοσοφίας και την μελέτη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων· σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο διέσωσε «ουκ ολίγας περικοπάς» αρχαίων κειμένων.

Στην ελληνική ακόμα Πελοπόννησο, ο Πλήθων φέρεται να κατέχει και το ανώτατο δικαστικό αξίωμα· ο Γρηγόριος Μοναχός τον αποκαλεί «προστάτην των νόμων», ενώ άλλος σύγχρονός του, ο Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, εγκωμιάζει τη σοφία του, με μάλλον πομπώδεις φράσεις και υπερβολές, όπως έκαναν συχνά πολλοί συγγραφείς του καιρού εκείνου: «Λέγουσιν αυτόν ανώτερον του Μίνω και του Ροδαμάνθυος και του Αριστείδου· βεβαιούσι ότι τοσαύτη μεν ήτο η περί τους νόμους σοφία αυτού, ώστε, αν συνέβαινε ποτέ να απολεσθώσιν, ούτος θα εξέδιδεν αυτούς ακριβέστερον παντός Σόλωνος και Λυκούργου· τοσαύτη δε η περί την διανομήν του δικαίου ακρίβεια, ώστε ο τε ηττηθείς και ο νικήσας απήρχοντο αμφότεροι στέργοντες και προσκυνούντες.» Άλλαξε το όνομά του από Γεμιστός σε Πλήθων, το οποίο φαινόταν αρχαιοπρεπέστερο και θύμιζε τον Πλάτωνα. (Πλήθω σημαίνει «είμαι ή γίνομαι πλήρης από κάτι», παρόμοια σημασία έχει και το αρχαίο ελληνικό γέμω).
Σχεδόν πεντηκοντούτης, εγκαταστάθηκε στον Μυστρά, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως, όπου ίδρυσε και φιλοσοφική σχολή, κατά το πρότυπο της πλατωνικής ακαδημίας. Μαθητές του υπήρξαν οι Βασίλειος Βησσαρίων (πρώην ιερομόναχος, λόγιος, ορθόδοξος επίσκοπος και καρδινάλιος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας), Γεννάδιος Σχολάριος (μοναχός, λόγιος και πρώτος πατριάρχης μετά την άλωση), Ιωάννης Αργυρόπουλος (λόγιος και διδάσκαλος στην Ακαδημία της Φλωρεντίας), Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (ιστορικός), Γεώργιος Ερμητιανός και πολλοί άλλοι. Αρχικά φαίνεται να έγραψε κάποια φιλοσοφικά βιβλία, μια «υγιής διδασκαλία» λέει ο Σάθας, άσχετη με τις «παραδοξολογίες» που δίδασκε στα γεράματά του. Ασχολήθηκε με ιστορικά, γεωγραφικά, αστρονομικά και φιλοσοφικά θέματα· αναφέρουμε ενδεικτικά τους επόμενους τίτλους: «Εκ των Διοδώρου και Πλουτάρχου περί των μετά την εν Μαντινεία μάχην εν κεφαλαίοις διάληψις» (εκδ. 1503), (στο βιβλίο υπάρχουν εκτενείς αναφορές στο πολίτευμα της αρχαίας Σπάρτης), «Περί Πελοποννησιακών λόγοι δύο» (1575), «Διαγραφή απάσης Πελοποννήσου παραλίου τε και μεσογείου», «Ιστορία της των Περσών μοναρχίας» (μεταφράστηκε στα ισπανικά και τυπώθηκε το 1604), «Επιτομή εξ Αππιανού, Στράβωνος, Αριστοτέλους, Ξενοφώντος, Διονυσίου Αλικαρνασσέως, Προδίκου κτλ.», «Περί αρετών» (εκδ. 1552,), «Κεφάλαι’ άττα λόγων μουσικών», «Περί σχήματος γης», «Περί Θεού φυσικαί αποδείξεις», «Περί της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού». Το «Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», αν και δημοσιεύτηκε κατά των Λατίνων, δεν άρεσε καθόλου στην ανατολική εκκλησία· o Μανουήλ ο Πελοποννήσιος, σε μια επιστολή του προς τον αυτοκράτορα χαρακτηρίζει τον Πλήθωνα «αθεώτατον» και «ματαιόφρονα», ενώ θεωρεί ότι το εν λόγω σύγγραμμα γράφτηκε «υπούλως», με στόχο να «διαχλευάσει» την ορθόδοξη πίστη και «κατά της ημών των Χριστιανών θεοσοφίας». Με βάση τα πρώτα έργα, ο Γεμιστός αναδεικνύεται ο σημαντικότερος φιλόλογος και φιλόσοφος του 16ου αιώνα και «πεπειραμένος πολιτικός».
Αναφερόμενος στην καταγωγή των Ελλήνων της Πελοποννήσου και των «πέριξ νήσων» γράφει: «Έλληνες εσμέν το γένος, ων ηγείσθε και βασιλεύετε, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί.»· και αλλού: «Ταύτην γαρ φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες, οι αυτοί εξότου περ άνθρωποι μνημονεύουσιν, ουδένων άλλων προενωκηκότων· ουδέ επήλυδες κατασχόντες τε άλλους και εκβαλλόντες, και αυτοί υφ’ ετέρων το αυτό έστιν ο πεπονθότες· αλλ’ Έλληνες την δε τη χώρα τουναντίον αυτοί γε αεί φαίνονται κατέχοντες, ούτε ταύτην εκλιπόντες.» Εντούτοις, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, τον 14ο αιώνα η Πελοπόννησος κατοικείται και από άλλα «γένη» και αυτό φαίνεται να συνέβαλε στην αναρχία που επικρατούσε στην περιοχή· σύμφωνα με τον «Νεκρικόν διάλογον» του Μάζαρι, «εν Πελοποννήσων ώκουν κατά τους χρόνους τούτους αναμίξ γένη πολιτευόμενα πάμπολλα· διότι, παρεκτός των Ελλήνων, οίτινες απετέλουν την κυριωτάτην βάσην του πληθυσμού, εσώζοντο έτι ουκ ολίγοι Σλαύοι και Φράγκοι, επήλθον δε νεωστί ικανοί Αλβανοί και πλην τούτων αναφέρονται Αιγύπτιοι τινές, ήττοι Αθίγγανοι και Ιουδαίοι.» Στα 1427, ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος παραχώρησε στον Πλήθωνα ως τιμάρια το κάστρο της Σπάρτης και τις περιοχές Φανάρι και Βρύση.
Στα 1428, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος, αφού επικύρωσε με χρυσόβουλο τα κτήματα του Γεμιστού, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας στην Πελοπόννησο, ζήτησε τις συμβουλές του «θρυλούμενου σοφού» σχετικά με το ζήτημα της ένωσης των δύο εκκλησιών. Οπωσδήποτε ο Γεμιστός βρισκόταν στη Σπάρτη στα 1435, όταν έγραψε  τρεις «λόγους» περί της κατάστασης των πραγμάτων στην Πελοπόννησο· οι δύο πρώτοι λόγοι απευθύνονταν προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ («Εμμανουήλον») και ο τρίτος ήταν συμβουλευτικός προς τον δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο. Σε αυτά τα υπομνήματα έχει σημασία ν’ αναφερθούμε, καθώς αποτελούν την αναλυτική πολιτική πρόταση του Πλήθωνα για την ανόρθωση της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα της Πελοποννήσου. Ο Γεμιστός, οπαδός της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, επιχείρησε κατά πρώτον να διαδώσει τις πλατωνικές φιλοσοφικές ιδέες και στη συνέχεια να κάνει πράξη ένα συνολικότερο πρακτικό πολιτικό σχέδιο διακυβέρνησης· διακηρυγμένος σκοπός του ήταν να σώσει «το γένος των Ελλήνων».
Σύμφωνα με τα υπομνήματα που υπέβαλλε ο Πλήθων, το «κυριώτατον ενασχόλημα» των κατοίκων της Πελοποννήσου ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία· οι κάτοικοι συντηρούσαν έτσι τις οικογένειές τους, πλήρωναν φόρους κι επιπλέον στρατολογούνταν για τις ανάγκες του δεσποτάτου. Ο κάθε φόρος χωριστά ίσως δεν ήταν βαρύς, όλοι μαζί όμως ήταν πολλοί και ποικίλοι, εισπράττονταν από διάφορους φοροεισπράκτορες και καταβάλλονταν σε χρήμα και όχι σε είδος («αυτούσια προϊόντα»). Σχετικά λίγοι κάτοικοι στρατολογούνταν, οι περισσότεροι άοπλοι, και αυτοί γρήγορα λιποτακτούσαν για να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και στις συνηθισμένες εργασίες. Επομένως, οι κάτοικοι της Πελοποννήσου δεν ήταν και πολύ χρήσιμοι στον πόλεμο, αφού, κατά τον Γεμιστό, «ουδείς δύναται συγχρόνως να μετέρχεται τα τε του πολέμου και τα της ειρήνης έργα». Χωρίς εξασκημένους και αφοσιωμένους στρατιώτες, το τείχος του Ισθμού ήταν ανώφελο και ο κίνδυνος μέγας, εφόσον οι Τούρκοι επιχειρούσαν να περάσουν ξανά στον Μορέα. Ο έκτακτος στρατιωτικός φόρος που επιβλήθηκε για την ενίσχυση και τη φύλαξη των οχυρώσεων από μισθοφόρους φαινόταν επίσης παράλογος, αφού καταπίεζε τους «ιθαγενείς» πληθυσμούς και προοριζόταν για τη συντήρηση ξένων στρατευμάτων. Ο Γεμιστός πρότεινε να διαιρεθεί «ο εργατικός λαός» της Πελοποννήσου σε δύο τάξεις: η μία τάξη θ’ ασχολείται αποκλειστικά με τα στρατιωτικά καθήκοντα ενώ η άλλη θα καλλιεργεί τη γη και θα πληρώνει «αποκλειστικώς» τους φόρους· κάθε Πελοποννήσιος θα κατατασσόταν υποχρεωτικά όπου κρινόταν χρησιμότερος. Αν σε κάποια περιοχή, όπως ενδεχομένως η Μάνη, οι κάτοικοι εντάσσονταν όλοι στην «τάξη» των στρατιωτών, έπρεπε οι στρατιώτες να χωριστούν σε «εταιρείες» και ν’ αναλαμβάνουν εκ περιτροπής τα «εργατικά» και τα γεωργικά καθήκοντα.
Πρότεινε ακόμη να καταργηθούν άμεσα όλες οι μικρές και μέτριες εισφορές, μαζί με το πλήθος των αντίστοιχων φοροεισπρακτόρων, και ν’ αντικατασταθούν από έναν μοναδικό ετήσιο φόρο επί της παραγωγής των αγαθών· ο φόρος αυτό θα ήταν σε είδος και θα τον εισέπραττε ένας μόνον καθορισμένος εισπράκτορας, για λογαριασμό του δημοσίου. Σύμφωνα με τις προτάσεις του Γεμιστού, το «τέλος» αυτό θα μπορούσε να καλύψει επαρκώς τις δημόσιες ανάγκες και θα ήταν λιγότερο «καταθλιπτικό» για τους φορολογούμενους. Τα προϊόντα του «εργατικού πλήθους», πάντοτε υπό την εποπτεία του κράτους, θα διανέμονταν σε τρεις «τάξεις» ανθρώπων: «Πρώτον, εννοείται, αυτοί οι παραγωγοί, έπειτα οι παρέχοντες τα της εργασίας κεφάλαια, και τελευταίον οι επιμελούμενοι περί της κοινής ασφαλείας, ευημερίας και τάξεως.» Στους παραγωγούς συμπεριλαμβάνονται γεωργοί, όσοι εργάζονται σε διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες, αμπελουργοί και ποιμένες· «κεφάλαια εργασίας» θεωρούνται τα γεωργικά ζώα, οι αμπελώνες, «τα ποίμνια και τα τοιαύτα»· «επιμελητές» ονομάζει τους στρατιώτες και τους πάσης τάξεως άρχοντες, ιδίως δεν «τον τα πάντα διέποντα κυβερνήτην». Οι εργάτες, οι κεφαλαιούχοι και οι μαχητές αποτελούν «τα φυσικά και αναγκαία συστατικά πάσης ευνομούμενης κοινωνίας». Με βάση τα προηγούμενα, τα βασικά προϊόντα της Πελοποννήσου (λάδι, σιτηρά, οίνος, βαμβάκι, αρνιά, γάλα, μαλλί προβάτων κ.α) πρέπει να διαιρούνται σε τρία μέρη· αφού αφαιρεθούν ο σπόρος της επόμενης χρονιά και τα ζώα που προορίζονται για την αναπαραγωγή του ζωικού κεφαλαίου (γεννήτορα κτήνη), ένα μέρος πρέπει ν’ αφήνεται στον άμεσο παραγωγό, άλλο να δίνεται στον «κεφαλαιοδότη», και το τρίτο προορίζεται για το δημόσιο ταμείο. Ο παραγωγός που εργάζεται με δικά του κεφάλαια (λ.χ. έχει αμπελώνα, χωράφια, μύλο ή κοπάδι με ζώα) δικαιούνται να λάβει τα δύο τρίτα των «αυτούσιων προϊόντων». Αν ο «κεφαλαιοδότης» είναι το κράτος, παρέχει δηλαδή τα κεφάλαια της εργασίας που αναφέρθηκαν (λ.χ. γη, ελαιοτριβεία ή ζώα) λαμβάνει ωσαύτως τα δύο τρίτα· όσοι καλλιεργούν τα κτήματα συνεταιρικά (διά κοινής προς έτερον δαπάνης) λαμβάνουν, εκτός από το ένα τρίτο (τριτημόριον), και το ήμισυ της αγροτικής παραγωγής.
Τα δημόσια έσοδα θα κατανέμονται στους «επιμελητές του κοινού συμφέροντος» σε είδος κατά τον εξής τρόπο: για τη διατροφή και τη συντήρηση ενός πεζού στρατιώτη ορίζεται το προϊόν μιας οικογένειας «ειλώτων», ένας ένοπλος ιππέας συντηρείται με τα προϊόντα δύο οικογενειών, ενώ κάθε αξιωματικός, πολιτικός αξιωματούχος, ιερέας ή αρχιερέας λαμβάνει το προϊόν της παραγωγής τριών οικογενειών. Ο ανώτατος άρχοντας επιτρέπεται να ορίζει ο ίδιος όσα χρειάζονται για τη συντήρηση της αυλής του.
Στην «άριστη πολιτεία» που οραματίζεται ο Πλήθων περιορίζεται η κυκλοφορία των νομισμάτων, όσο είναι δυνατόν, «διότι η χώρα κατακλύσθηκε υπό ξένων και κίβδηλων νομισμάτων, εξ ων ολίγοι μεν τινές ωφελούνται, οι δε πολλοί απατώνται αισχρώς.» Αφού οι δαπάνες και οι εισπράξεις γίνονται σε αυτούσια προϊόντα, η ανάγκη του νομίσματος αποβαίνει ελάχιστη. Το εξαγωγικό εμπόριο επίσης περιορίζεται, εφόσον η Πελοπόννησος ήταν σχετικά αυτάρκης και εισήγαγε μόνον μέταλλα και όπλα, τα οποία μπορούσε να τα προμηθευτεί με ανταλλαγή μαλλιού, λίνου, βάμβακος και βύσσου (πρόκειται για έναν εξαιρετικά σπάνιο τύπο μεταξιού, γνωστού και ως «μετάξι της θάλασσας» – η βύσσος, παράγεται από ένα υγρό που εκκρίνει η πίνα, Pinna Nobilis, ένα όστρακο που μοιάζει με τεράστιο μύδι. Για τους αρχαίους Αιγυπτίους, τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους η βύσσος ήταν η εκλεκτότερη υφαντική ύλη, κυρίως εξαιτίας της ιδιότητας της να λάμπει στον ήλιο.) Επιτρέπεται στους ντόπιους και τους ξένους η ατελής εισαγωγή ωφέλιμων προϊόντων, επιβάλλεται όμως βαρύς εξαγωγικός φόρος, σε ό,τι «δύναται ν’ αναλωθεί επωφελέστερον εντός της χώρας», προκειμένου να ικανοποιηθούν οι εγχώριες ανάγκες και να εισπράξει το δημόσια τα έσοδα που χρειάζονται για μισθοδοσίες διάφορων αξιωματούχων, την συντήρηση των γεροντότερων (εις πρεσβείας) και άλλες έκτακτες δαπάνες.
Εισηγείται ακόμη διάφορες βελτιώσεις και αλλαγές στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης: «Καθ’ α λέγει [ο Γεμιστός] εν Πελοποννήσω συνέβαινον συχνότατα κακουργήματα, τα οποία κατά τους υφιστάμενους νόμους έπρεπε να τιμωρούνται διά της ποινής του θανάτου. Εν τούτοις η μεν ποινή αύτη έπεσεν εντελώς εις αχρηστίαν, οι δε ένοχοι ή μένουσι ως επί το πλείστον εντελώς ατιμώρητοι ή ακρωτηριάζονται. Και τούτο μεν είναι παντελώς βάρβαρον, η δε ατιμωρησία ήκιστα συντελεί εις την δημόσιαν ασφάλειαν.» Κατά τη γνώμη του Γεμιστού, χρησιμότερο θα ήταν για ορισμένα κακουργήματα να επιβάλλονται «δεσμά» και κυρίως καταναγκαστική εργασία στο τείχος του Ισθμού, προκειμένου ν΄ανακουφιστούν οι στρατιώτες από τις βαριές εργασίες και οι φορολογούμενοι από τις εισφορές.

Η ομοφυλοφιλία, η μοιχεία και άλλες «μιαρές πράξεις» τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου:

«Γι’ αυτό και εμείς τιμωρούμε με θάνατο τους περισσότερους απ’ όσους βαρύνονται με τέτοιες μιαρές πράξεις, απαλλάσσοντας τους ίδιους από μια άθλια ζωή και τις πόλεις από την καταισχύνη. Αυτοί λοιπόν που ασελγούν παρά φύση, όσα δηλαδή κρίνονται ένοχοι για διάπραξη μιαρών πράξεων όπως η αρσενοκοιτία (αρρενομιξία), η κτηνοβασία (θηριομιξία) ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια ασελγής πράξη, φανερή ή μυστική, από αυτές που έχουν εφεύρει οι πιο άθλιοι άνθρωποι, πρέπει να εξαγνίζονται με φωτιά, να καίγονται να καίγονται ζωντανοί (πυρί καθαίρειν) και ο δράστης μαζί με το θύμα. Κι’ όταν κάποιος καταδικάζεται για κτηνοβασία, πρέπει επίσης να καίγεται μαζί του και το ζώο.»

Οι μοιχαλίδες καταδικάζονται σε υποχρεωτική πορνεία· με θάνατο στην πυρά τιμωρούνται και οι βιαστές:

«Πρέπει παρομοίως να οδηγούνται στη φωτιά κατά πρώτον οι μοιχοί οι ίδιοι και κατά δεύτερον οι προαγωγοί, είτε είναι άνδρες είτε γυναίκες. Οι μοιχαλίδες γυναίκες να παραδίδονται στην προϊστάμενη των κοινών γυναικών, για να τις κουρέψουν και να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους στην πορνεία. Έτσι, ως αντιστάθμισμα του γεγονότος ότι δεν φύλαξαν καθαρό το συζυγικό τους κρεβάτι, θα διατηρούν, όσον εξαρτάται από αυτές, τη συζυγική πίστη των άλλων γυναικών, προσφέροντας μια θεμιτή θεραπεία σε όσους έχουν μεγάλο πάθος προς τις ερωτικές απολαύσεις. Πρέπει επίσης να καταδικάζεται σε θάνατο στην πυρά όποιος βιάσει μια οποιαδήποτε γυναίκα, εκτός αν πρόκειται για πόρνη, ακόμα κι αν διαπιστωθεί ότι είναι ελευθερίων ηθών, χωρίς όμως να έχει δηλωθεί ποτέ ως πόρνη. Την ίδια ποινή να έχει και όποιος βίασε πόρνη, αν βέβαια την βίασε ακάθαρτη, κατά τη διάρκεια της γυναικείας εμμηνόρροιας.». Λίγο παρακάτω διαβάζουμε: «Όλοι λοιπόν οι παραπάνω, επειδή βαρύνονται με τα πιο ανίερα παραπτώματα, πρέπει να οδηγούνται και να καίγονται σε κάποια ιδιαίτερα νεκροταφεία και όχι στα δημόσια. Γιατί σε κάθε περιοχή πρέπει να υπάρχουν τριών ειδών νεκροταφεία, τα οποία να διακρίνονται μεταξύ τους με ευδιάκριτα όρια: ένα για τους ιερείς, ένα για τον υπόλοιπο λαό και ένα για όλους αυτούς τους εγκληματίες.»
Εξίσου αυστηρές ποινές προβλέπονται και για όσους διδάσκουν αντίθετες θεωρίες – αναφέρονται ονομαστικά μόνον οι σοφιστές, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι παρόμοιες ποινές θα επιβάλλονταν σε όλους τους αντιφρονούντες (λ.χ. τους Χριστιανούς):

«Σ’ αυτό το τελευταίο νεκροταφείο θα πρέπει να καεί ζωντανός και όποιος από τους σοφιστές συλληφθεί να διδάσκει θεωρίες αντίθετες από τις δίκες μας απόψεις (ου και σοφιστών, ην τις παρά τις ημετέρας ταύτας δόξας σοφιζόμενος αλώ, ζων και ούτος κεκαύσεται.)»

Ο «πρότερος έντιμος» βίος λειτουργεί ως ελαφρυντικό:

«Στην περίπτωση όμως που υπάρχει αμφιβολία για τη διάπραξη των αδικημάτων, ο κατηγορούμενος να καταδικάζεται μόνο με την πλειοψηφία των ψήφων. Αντίθετα να αθωώνεται για τη διάπραξη του αδικήματος όχι μόνο αν οι καταδικαστικές ψήφοι αποτελούν μειοψηφία, αλλά κι όταν υπάρχει απόλυτη ισοψηφία. Τέλος καλό είναι στο κεφάλαιο για τις δίκες να προστεθεί κι αυτό το άρθρο: όποιος δικάζεται από το δικαστήριο για αδίκημα τέτοιο που επιφέρει ως ποινή τη θανατική καταδίκη, έχει όμως να επιδείξει κατά τον προηγούμενο χρόνο της ζωής του αρκετές ενάρετες πράξεις, οι οποίες αναμφίβολα είναι ως προς τη σημασία ή τον αριθμό κατά πολύ ανώτερες από το αδίκημα, δεν πρέπει να καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά να τιμωρείται με πολύχρονη φυλάκιση.»

Στα 1437, ο Πλήθων, ως επίσημο μέλος της βυζαντινής συγκλήτου, συνόδευσε τον αυτοκράτορα στη περιβόητη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας· εκεί διορίστηκε από τους Έλληνες μέλος της εξαμελούς επιτροπής «προς κατάρτισιν των προπαρασκευαστικών εργασιών εκάστου τμήματος.» Η βυζαντινή αποστολή, αποτελούμενη από 30 επισκόπους και αρκετούς λαϊκούς, έφτασε αρχές Μαρτίου στη Φερράρα και στις 9 Απριλίου η σύνοδος άρχισε τις εργασίες της που κράτησαν όλο το 1438. Το 1439, λόγω οικονομικών δυσχερειών και μιας επιδημίας που ξέσπασε στη Φερράρα, η σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία. Στις 6 Ιουλίου 1439 διακηρύχθηκε τελικά η ένωση σε λατινική και ελληνική γλώσσα στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας από τον καρδινάλιο Ιουλιανό Cesarini και τον αρχιεπίσκοπο της Νικαίας Βησσαρίωνα. Βέβαια, η απόφαση σχετικά με το παπικό πρωτείο διατυπώθηκε με σχετική ασάφεια και οι Έλληνες θα μπορούσαν να διατηρήσουν το εκκλησιαστικό τυπικό τους. Ωστόσο σε όλα τα διαφιλονεικούμενα ζητήματα επικράτησε η γνώμη της Ρώμης.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η φιλοσοφική-θεολογική διδασκαλία του Πλήθωνος αναπτύσσεται κυρίως μετά την μετάβαση και παραμονή του στην ιταλική χερσόνησο· εκεί έρχεται σε πρώτη άμεση επαφή με το κίνημα του (νεο)πλατωνισμού και γίνεται δεκτός στην αυλή των ισχυρών Μεδίκων. Ο Σάθας θεωρεί ότι ο πλατωνισμός, από τη γέννησή του, κηρύχτηκε πολέμιος του χριστιανισμού, συμμάχησε με το «εθνισμό» και στήριξε τους διωγμούς που υπέστησαν οι χριστιανοί από τους πρώτους «εθνικούς» αυτοκράτορες· ο «εθνισμός» θριάμβευσε κάποια στιγμή, στα χρόνια του Ιουλιανού, του επονομαζόμενου «Παραβάτη», αλλά στη συνέχεια, ακολουθώντας φθίνουσα πορεία, φάνηκε να σβήνει «εν τη εξορία και τη σιγή»: «Η χριστιανική θρησκεία, αντιμέτωπος παραταχθείσα κατά του επικινδύνου τούτου εχθρού επάταξεν αυτόν μέχρι εξοντώσεως, και την αριστοτελικήν φιλοσοφία ενσωματισθείσα επίσημον μετ’ αυτού εποίησεν διαζύγιο. Η σχολαστική φιλοσοφία είχεν ήδη εκθρονίσει την ακαδημαϊκήν και ουδείς λόγος πλέον περί Πλάτωνος εγένετο.»

Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε ακριβώς την επίδραση της διδασκαλίας του στη Φλωρεντία και γενικότερα στη Δύση· κατά τον Σάθα, ο Πλήθων παρουσίασε την πλατωνική φιλοσοφία στον πανίσχυρο άρχοντα Κόζιμο των Μεδίκων, ο οποίος ενθουσιάστηκε τόσο από τις ιδέες του Γεμιστού, ώστε προσχώρησε στο κίνημα του νεοπλατωνισμού· στη Φλωρεντία έγραψε και το «πονημάτιον» «Περί ως Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται»· την ίδια περίοδο, με προτροπή ίσως του Γεμιστού, συνέλαβε ο Κόζιμο και την ιδέα για την ίδρυση Πλατωνικής Ακαδημίας στη Φλωρεντία, ενώ ανέθεσε στον ουμανιστή νεοπλατωνικό Μαρσίλιο Φιτσίνο την μετάφραση των έργων του Πλάτωνα και των νεοπλατωνικών στη λατινική γλώσσα. (Η Ακαδημία ιδρύθηκε λίγο αργότερα και η μετάφραση των πλατωνικών έργων από την αρχαία ελληνική στη λατινική γλώσσα εκδόθηκε τελικά το 1484, μαζί με τις μεταφράσεις μιας συλλογής ελληνιστικών κειμένων που είχε ανακαλύψει ο μοναχός Λεονάρδος της Πιστόια, τα λεγόμενα «Ερμητικά»· μεταφράστηκαν ακόμη έργα πολλών νεοπλατωνικών φιλοσόφων, του Πορφυρίου, του Ιαμβλίχου, του Πλωτίνου και άλλων.)

Στην εισαγωγή των «Νόμων» προτάσσεται μια σύντομη περίληψη του βιβλίου:

«Το βιβλίο αυτό περιέχει πρώτα Θεολογία σύμφωνα με τον Ζωροάστρη και τον Πλάτωνα. Για τους θεούς που αναγνωρίζονται από τη Φιλοσοφία χρησιμοποιούνται τα πατροπαράδοτα στους Έλληνες ονόματα των θεών. Όσα από τα ονόματα αυτά δεν είναι εναρμονισμένα με τη Φιλοσοφία, εξαιτίας των διαστρεβλώσεων που έκαναν οι ποιητές, προσπαθούμε να τα εναρμονίσουμε με τη Φιλοσοφία. όσο είναι δυνατόν.
Περιέχει στη συνέχεια Ηθική σύμφωνα με τους παραπάνω σοφούς και ακόμη βέβαια τους Στωικούς.
Περιέχει επίσης τις αρχές του σπαρτιατικού πολιτεύματος (Πολιτείαν δε Λακωνικήν), αφού βέβαια αφαιρεθεί απ’ αυτό η υπερβολική σκληραγωγία, που ασφαλώς δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή από τους πολλούς, και αφού προστεθεί προπάντων η φιλοσοφία των αρχόντων, το σπουδαιότατο αυτό πλατωνικό πολίτευμα.
Περιέχει ακόμα ευπρεπείς ιεροτελεστίες (αγιστείας ευσταλείς), που δεν είναι εξεζητημένα περίτεχνες, ούτε όμως κατώτερες απ’ ό,τι πρέπει (εκλιπείς).
Περιέχει βέβαια και Φυσική, κυρίως σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.
Καταπιάνεται (άπτεται) κάπως το βιβλίο και με τις αρχές της λογικής και με την ελληνική μυθολογία (αρχαιολογίαν) και παράδοση και ως ένα σημείο με τον υγιεινό τρόπο ζωής (υγιεινής διαίτης).»
Σχετικά με την αθανασία της ψυχής ο Πληθών υποστηρίζει την παλαιά διδασκαλία για τις συνεχείς, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, επανόδους των ψυχών στα σώματα και στη ζωή, επανόδους τις οποίες οι πιο πολλοί ονομάζουν μετεμψυχώσεις και πιστεύει ότι οι ψυχές δεν ανυψώνονται ποτέ στην ουράνια βασιλεία (εις τον ουράνιον τόπον ουδέποτε ταύτας ανάγεσθαι):

«Σχετικά τώρα με τη δική μας φύση, πρώτο κεφάλαιο είναι πως η ψυχή μας είναι συγγενική με τους θεούς και γι’ αυτό μένει αθάνατη και αιώνια (αΐδιος) στον ουρανό αυτόν καθ’ όλο τον χρόνο. Δεύτερο κεφάλαιο πως η ψυχή αποστέλλεται από τους θεούς για να ενωθεί κατά τακτά διαστήματα με θνητό σώμα, κάθε φορά και με άλλο, για χάρη της αρμονίας του σύμπαντος, ώστε να επικοινωνεί σε μας και στο δικό μας είδος το θνητό με το αθάνατο στοιχείο και να συνδέονται έτσι μεταξύ τους τα διάφορα μέρη του σύμπαντος.»

Αφού ήταν ήδη γνωστό πως ο Πλήθων ετοίμαζε το βιβλίο του, ο Γεννάδιος Σχολάριος, έγραψε δημόσια υπέρ της αριστοτελικής φιλοσοφίας και κατά του Πλάτωνα, εκβιάζοντας κατά κάποιον τρόπο την απάντηση του Γεμιστού και την υπεράσπιση του πλατωνισμού. Πράγματι ο «φιλόσοφος», όπως τον αποκαλούσαν πολλοί, απάντησε και ακολούθησε σπουδαία δημόσια συζήτηση, με πρωταγωνιστές τους επιφανέστερους εκπροσώπους των δύο φιλοσοφικών «σχολών». Ο Σχολάριος, θέλοντας ίσως να προλάβει τη δημοσίευση του «επίφοβου» βιβλίου κατηγορεί τον Πλήθωνα ότι «τα σαπρά Ελλήνων ανανεοίεν ληρήματα», και θέλει να αναζωπυρώσει «την αλόγιστον εκείνην θεοποιίαν», η οποία είχε σβήσει από καιρό· στο τέλος της επιστολής απειλεί ευθέως τον Έλληνα φιλόσοφο: « …αλλά γένοιτο καμοί τούτον ενστήσασθαι τον αγώνα, και μη πυρ, αλλά λόγους αληθείας επαφείναι τοις γράμμασιν, ως τοις γράψασιν μάλλον πρέποντος του πυρός.»

Πολλά κεφάλαια του βιβλίου θα μπορούσαν ίσως να τα συνυπογράψουν και πιστοί χριστιανοί θεολόγοι, όπως λ.χ. τα σχετικά με τη φύση του «ενός θεού», την αγαθότητα και την αιώνιότητά του· χριστιανικότατα φαίνονται και όσα γράφει για τις αρετές, τη σωφροσύνη και την ανδρεία. Ο Πλήθων όμως δεν αφήνει κανένα περιθώριο συμβιβασμού: από την αρχή ξεκαθαρίζει ότι το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα έχει ως αναπόσπαστο στοιχείο του την λατρεία των θεών, όπως άλλωστε συνέβαινε και στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Σε μια νεότερη ελληνική έκδοση των Νόμων, ο μεταφραστής αισθάνεται την ανάγκη να δηλώσει τα θρησκευτικά του φρονήματα: «Η προσήλωση μου στην Ορθοδοξία δεν με εμπόδισε να μεταφράσω το κατεξοχήν «αιρετικό» έργο του Πλήθωνος, γιατί είμαι πεπεισμένος ότι λόγοι ιστορικής αυτογνωσίας επιβάλλουν τη νηφάλια εξέταση των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Πόλης»· και αμέσως παρακάτω: «Επίσης, επειδή από μικρός γαλουχήθηκα στα ιδεώδη του Ελληνισμού πιστεύω ότι οφείλεται έστω και ελάχιστος σεβασμός στον ακραιφνή Έλληνα Γεώργιο Γεμιστό, γιατί, παρά το γεγονός της αποστασίας του, αγωνίστηκε με πάθος για την αναγέννηση και σωτηρία του Ελληνισμού.»

Ο Κωστής Παλαμάς, στον «Δωδεκάλογο του γύφτου» ζωντανεύει τη σκηνή της καύσης του βιβλίου και βάζει τους λεγόμενος «εθνικούς» απέναντι στους Χριστιανούς:

«…ξάναβε φωτιά, και γύρω της / ρασοφόροι, καλογέροι, χριστιανοί / τήνε θρέφαν, και το ρύθµιζε το βήµα τους / µια τροµάρα, µια ηδονή.» […]
«Και τους γνώρισα· ήταν οι Πολύθεοι / κι οι χριστιανοµάχοι κι οι εθνικοί, / κι οι φιλόσοφοι, του ονείρου οι κυνηγοί, / στη λατρεία των αγύριστων Ελλήνων / οι γονατιστοί. / Τη φωτιά την αντικρίζανε / σαν ιερό βωµό, / σα να παραφύλαγαν τα λείψανά της / να τα συµµαζώξουνε για το ναό.» […]«Και µε κοίταξαν και µου είπαν: «Τρέµε, / γύφτε, κι οι άπιστοι όλοι! Καίµε το βιβλίο τ’ αφορισµένο, / το κακούργο, το γραµµένο / απ’ το Γεµιστό, / το βιβλίο που δε θέλει την Παρθένο / και δεν ξέρει το Χριστό, / και σε δόξας ανεβάζει θρόνους / και λατρεύει για θεούς / τα στοιχειά και τους δαιµόνους / και των ψεύτικων ειδώλων τους ναούς!»


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Ή ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ (146πχ - 1453μχ) ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1453μχ - 1821μχ)

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, καθώς σήμανε το τέλος της αντίστασης που ανέπτυξαν οι Χριστιανικοί λαοί της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας απέναντι στον επεκτατισμό του Ισλάμ και επέφερε σημαντικές πολιτικές, πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές κυρίως στον υποτελή από τους Ρωμαίους Ελλαδικό χώρο. Το ακλόνητο προπύργιο κατά της Αραβικής και αργότερα της Οθωμανικής επέκτασης είχε χαθεί οριστικά. Παρά ταύτα όμως, η καταστροφή της ήταν αναμενόμενη και αναπόφευκτη. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο παρακμής, καθώς είχε απολέσει σχεδόν όλα τα εδάφη της εκτός από την πρωτεύουσα και τα περίχωρά της και τις κτήσεις στο Μοριά. Η πορεία προς την πτώση είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Η πρώτη άλωση από τους σταυροφόρους το 1204 και η Λατινική κατοχή, διέσπασε την Αυτοκρατορία σε μικρότερα ή μεγαλύτερα Λατινικά κράτη και οδήγησε στη δημιουργία των Ελληνικών Αυτοκρατοριών, της Τραπεζούντας, της Νίκαιας και της Ηπείρου...

Η επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο το 1261 υπήρξε αναμφίβολα σημαντικό γεγονός. Η Αυτοκρατορία όμως έπρεπε να κερδίσει τα χαμένα εδάφη της κάνοντας συνεχώς πολέμους με τα Λατινικά κράτη και τα Ελληνικά κράτη. Ο συνεχής και μακροχρόνιος αγώνας με αυτά τα κράτη, τους Σέρβους και τους Βούλγαρους, οι οποίοι εμφανίστηκαν στο προσκήνιο διεκδικώντας τμήματα της Αυτοκρατορίας, αλλά και οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι δυναστικές έριδες που ταλάνιζαν το Βυζάντιο, δεν του επέτρεψαν να αποκτήσει και πάλι τον ηγετικό ρόλο, που κατείχε τους προηγούμενους αιώνες, ως πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο στην περιοχή των Βαλκανίων.

Εκείνο το διάστημα του 13ου αιώνα εμφανίζονται στη Μικρά Ασία και εδραιώνουν την κυριαρχία τους νομαδικές φυλές Τουρκομάνων, οι οποίες απωθήθηκαν προς τα δυτικά εξαιτίας της εισβολής των Μογγόλων από την ενδότερη Ασία. Αρχικά δεν φαινόταν απειλητικές προς το Βυζάντιο, το οποίο είχε συνηθίσει στο παρελθόν να επιβιώνει ευρισκόμενο ανάμεσα σε δύο πυρά από Ανατολή και Δύση. Η κατακερματισμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία θεώρησε την απειλή από τη Δύση πιο σημαντική και διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της για την αντιμετώπιση της εισβολής από τα Λατινικά κράτη. Οι προσπάθειες του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, αλλά και των επόμενων Αυτοκρατόρων για ένωση με τη Δύση και συσπείρωση του Χριστιανικού κόσμου απέβησαν άκαρπες.

Η οικονομική κατάσταση της Αυτοκρατορίας δεν επέτρεπε τη συντήρηση του μισθοφορικού στρατού, όπως συνέβαινε τον προηγούμενο αιώνα. Οι αλλαγές στην κοινωνική δομή, η μείωση της ισχύς του Αυτοκρατορικού αξιώματος, η άνοδος της ισχύς της κληρονομικής αριστοκρατίας και τα προνόμια που απέσπασε και η συρρίκνωση της τάξης των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών οδήγησε σταδιακά στην εξασθένηση του Βυζαντίου και έδωσε την ευκαιρία στη Γένουα και τη Βενετία να αποκτήσουν μεγάλη οικονομική δύναμη, ελέγχοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου το Βυζαντινό εμπόριο.

Οι Γενουάτες είχαν αποκτήσει μία δική τους εμπορική συνοικία στην καρδιά της πρωτεύουσας, στο Γαλατά και οι έριδες λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ Βενετίας και Γένουας προκάλεσαν προβλήματα στην ίδια την Αυτοκρατορία, η οποία τελικά βγήκε ζημιωμένη και εξασθενημένη από τη αυτή τη σύγκρουση. Μετά το 1302 προοδευτικά οι επαρχίες του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία είχαν απολεσθεί και καθώς οι Τούρκοι εδραίωσαν την κυριαρχία τους, δεν υπήρχε καμία ελπίδα ανάκαμψης. Στις αρχές του 14ου αιώνα, μεταξύ των ετών 1321 - 1328 η εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στην Αυτοκρατορία παρέλυσε τη διοίκηση.

Αδυνάτισε την οικονομία και την αντίσταση της  Αυτοκρατορίας απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς της και έδωσε την ευκαιρία στους τελευταίους να επωφεληθούν από αυτή τη σύγχυση. Το 1326 οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Προύσα, η οποία και έγινε πρωτεύουσα του κράτους τους. Το 1331 κατέλαβαν τη Νίκαια και το 1337 τη Νικομήδεια. Το 1352 κατέλαβαν το φρούριο Τζύμπη, κοντά στην Καλλίπολη, γεγονός σημαντικό, καθώς είναι η πρώτη εγκατάσταση των Τούρκων σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Οι επιδρομές στα Θρακικά εδάφη συνεχίστηκαν με την άλωση της Καλλίπολης το 1354, της Αδριανούπολης το 1361 και του Διδυμοτείχου το 1361.

Η πιο σημαντική επιτυχία τους όμως υπήρξε η μάχη του Έβρου το 1371, οπότε και εξολόθρευσαν τους Σέρβους και άνοιξαν τις πύλες προς τη Σερβία, τη Βόρεια Ελλάδα και τα υπόλοιπα Βαλκανικά κράτη, τα οποία υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο υποτέλειας και να αποστέλλουν επικουρικά εκστρατευτικά σώματα στους επικυριάρχους τους. Το Βυζάντιο έφτασε στο έσχατο σημείο ταπείνωσης, όταν το 1390 ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να συμμετάσχει στην πολιορκία και κατάκτηση της Φιλαδέλφειας, της τελευταίας ελεύθερης Ελληνικής πόλης στη δυτική Μικρά Ασία.Τα πράγματα δεν εξελίσσονταν ομαλά για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σε αντίθεση με την Οθωμανική που συνεχώς αυξανόταν και αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη.

Κάθε νίκη των Οθωμανών ενίσχυε ακόμη περισσότερο τη θέση τους, ενώ αποδυνάμωνε τη θέση του Βυζαντίου και των άλλων Βαλκανικών λαών. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες αναζήτησαν συμμάχους αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο της διαρκούς και ταχύτατης ανόδου των Οθωμανών και το γεγονός, ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν μόνοι την Τουρκική εξάπλωση, καθώς διέθεταν μηδαμινές στρατιωτικές δυνάμεις. Στράφηκαν λοιπόν στους ηγεμόνες της Δύσης ζητώντας οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση, χρησιμοποιώντας ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών. Ιδιαίτερα οι αυτοκράτορες Ιωάννης Ε', Μανουήλ Β' και Ιωάννης Η' έκαναν ταξίδια σε αρκετές  Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την εξεύρεση βοήθειας.

Τα δυτικά κράτη δεν αντιλαμβάνονταν το μέγεθος της απειλής και ο λόγος του πάπα δεν είχε την ίδια ισχύ, όπως στο παρελθόν. Μονάχα ο βασιλιάς της Ουγγαρίας ανέπτυξε έντονη δράση με εκκλήσεις στους ηγεμόνες της Ευρώπης και τον πάπα για την οργάνωση σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Η σταυροφορία οργανώθηκε τελικά, αλλά κατέληξε σε ήττα των σταυροφόρων στη μάχη της Νικόπολης (25 Σεπτεμβρίου 1396). Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ μετά από αυτή θριαμβευτική νίκη κατέφυγε και πάλι στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Η πολιορκία κράτησε 7 χρόνια (1394 - 1402) και έληξε στις 28 Ιουλίου 1402 με τη μάχη της Άγκυρας, οπότε και οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Μογγόλους του Τιμούρ ή Ταμερλάνου.


Η νίκη αυτή προκάλεσε αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό του Οθωμανικού κράτους και παρέτεινε τη ζωή του Βυζαντίου για άλλα 50 χρόνια. Ο φοβερός σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε συλληφθεί και πέθανε στην αιχμαλωσία. Μετά από τους αδελφοκτόνους αγώνες μεταξύ των γιων του Βαγιαζήτ επικράτησε τελικά ο Μωάμεθ ο Α', ο οποίος στην προσπάθειά του να σταθεροποιήσει την εξουσία του, αναγκάστηκε να ακολουθήσει φιλειρηνική πολιτική. Το διάστημα της βασιλείας του υπήρξε και το τελευταίο που θα κυλούσε ειρηνικά για το Βυζάντιο. Δυστυχώς όμως, οι Χριστιανικοί λαοί δεν κατόρθωσαν να το εκμεταλλευθούν και να περάσουν στην αντεπίθεση.

Από τη στιγμή που αποκαταστάθηκε η σταθερότητα στο εσωτερικό του Οθωμανικού κράτους και μετά το θάνατο του Μωάμεθ Α', ο γιος του Μουράτ Β' πολιόρκησε ξανά την Πόλη, τον Ιούνιο του 1422. Ο Ιωάννης Η' κατέφυγε στη Δύση, κάνοντας και πάλι ταξίδια στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με απώτατο στόχο την αναζήτηση βοήθειας. Δεν κατόρθωσε να πετύχει τίποτε ουσιαστικό και αναγκάστηκε να καταφύγει στη λύση της ένωσης των Εκκλησιών. Στη σύνοδο της Φερράρας ‐ Φλωρεντίας, μετά από μακρόχρονες και εξαντλητικές συζητήσεις μηνών, σχετικές με δογματικά ζητήματα υπογράφηκε τελικά στις 6 Ιουλίου 1439 η περίφημη πράξη της συνόδου και γιορτάστηκε η ένωση της Ορθόδοξης με την Καθολική εκκλησία.

Η ένωση όμως κάθε άλλο από βοήθεια προσέφερε στο Βυζάντιο. Προκάλεσε διχασμό στο λαό αλλά και στον υπόλοιπο ορθόδοξο κλήρο και αποκηρύχτηκε από τους άλλους Ορθόδοξους Πατριάρχες. Εξόργισε το σουλτάνο, ο οποίος έβλεπε με καχυποψία τις κινήσεις αυτές του Βυζαντίου. Η οργάνωση μίας ακόμη σταυροφορίας από μέρους του Χριστιανικού κόσμου εναντίον των Τούρκων κατέληξε σε αποτυχία. Στη μάχη της Βάρνας το 1444 νικητές ανεδείχθησαν για ακόμη μία φορά οι Τούρκοι, ενώ οι δεσπότης της Σερβίας Γεώργιος Μπράνκοβιτς και ο βοεβόδας της Τρανσυλβανίας Ιωάννης Ουνυάδης αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με το σουλτάνο.

Παρακολουθώντας κανείς τα όσα συνέβησαν από το 1204 μέχρι και την τελική άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 αντιλαμβάνεται, ότι η πτώση της ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς η ίδια η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν ήταν παρά η σκιά του παλιού εαυτού της και τα δυτικά κράτη, έχοντας να αντιμετωπίσουν δικά τους εσωτερικά προβλήματα και εξωτερικούς εχθρούς, δεν ήταν σε θέση -ακόμη και αν το ήθελαν- να βοηθήσουν το Βυζάντιο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επομένως είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής της και όπως συμβαίνει σε κάθε φυσικό ή ανθρώπινο δημιούργημα μετά την αρχή και την ολοκλήρωση της πορείας του ακολουθεί πάντα το αναπόφευκτο τέλος.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε κοσμοϊστορικό γεγονός, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να μην αποτυπωθεί στην ιστοριογραφία της εποχής αλλά και των επόμενων αιώνων. Το 1453 αποτελεί χρονολογία σταθμό στη νεότερη ιστορία της Ευρώπης και της Ανατολής. Στις 29 Μαΐου οι Τούρκοι, μια φυλετική ομάδα που μερικούς αιώνες πριν ξεκίνησε από τα βάθη της Ασίας, κατάφεραν να κυριεύσουν την ξακουστή πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και να γίνουν κυρίαρχοι στη Μεσόγειο και τη Βαλκανική καταλύοντας για πάντα μία χιλιόχρονη Αυτοκρατορία. Η παραπάνω εξέλιξη σημάδεψε την παγκόσμια ιστορία και άνοιξε την αυλαία μιας νέας εποχής.

Έτσι πολλοί συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι, αυτόπτες και μη, ο καθένας από τη δική του σκοπιά, είτε απλώς παρέθεσαν τα γεγονότα, είτε προχώρησαν ένα βήμα ακόμη, προσπαθώντας να αναζητήσουν τα αίτια και να αναλύσουν τις συνέπειες της άλωσης. Οι σύγχρονοι λοιπόν μελετητές έχουν στη διάθεσή τους μια πληθώρα Βυζαντινών, Λατινικών, Σλαβικών, Ρουμανικών, Τουρκικών και Αρμενικών πηγών, οι οποίες συμπληρώνουν η μία την άλλη, αλλά και αντικρούονται σε αρκετές περιπτώσεις, παρουσιάζουν όμως μια αρκετά αξιόπιστη εικόνα του τι πραγματικά συνέβη. Η παρουσίαση των γεγονότων κατά κύριο λόγο μέσα από τις Βυζαντινές και τις Λατινικές πηγές, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, έχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους αλλά και πολλές αντικρουόμενες απόψεις.

Τέσσερις είναι κατά κύριο λόγο οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι, στους οποίους έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «Ιστορικοί της Άλωσης». Πρόκειται για τους Σφραντζή ή Φραντζή, Δούκα, Χαλκοκονδύλη και Κριτόβουλο. Συνεξετάζοντας κανείς το έργο των τεσσάρων αυτών ιστοριογράφων παρατηρεί τη διαφορά απόψεων τους σε σχέση με τα πολιτικά, θρησκευτικά και πνευματικά ζητήματα της εποχής καθώς ο καθένας από αυτούς προσεγγίζει το μεγάλο γεγονός της άλωσης από τη δική του σκοπιά. Επειδή ο Γεώργιος Σφραντζής (1401 - 1478) κρατούσε ημερολόγιο, στο οποίο ενσωμάτωνε τα απομνημονεύματα του, γνωρίζουμε αρκετά στοιχεία για το βίο του.

Γεώργιος Σφραντζής (1401 - 1478)

Είναι ο μόνος Βυζαντινός ιστορικός που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της πολιορκίας και της άλωσης. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 30 Αυγούστου του 1401 και μάλιστα καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Λήμνου. Ο πατέρας του υπήρξε παιδαγωγός του Θωμά, γιου του Αυτοκράτορα Μανουήλ Β' του Παλαιολόγου και ο ίδιος ο ιστορικός, όταν πέθαναν οι γονείς του εξαιτίας του λοιμού του 1416 - 1417 μπήκε στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα, όπου και έλαβε πολλά αξιώματα, ένα εκ των οποίων ήταν και αυτό του πρωτοβεστιαρίτη.

Επειδή ακριβώς υπήρξε ανώτατος διοικητικός υπάλληλος, διπλωμάτης αλλά και προσωπικός φίλος του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ', είχε πρόσβαση στα κρατικά αρχεία αλλά και βαθύτερη γνώση των γεγονότων από προσωπική εμπειρία, γεγονός που καθιστά την ιστορία του, η οποία μας έχει παραδοθεί σε δύο μορφές, μία σύντομη, το Chronicon Minus και μία εκτενέστερη, το αποκαλούμενο Chronicon Maius, αξιόπιστη και της χαρίζει κύρος. Νυμφεύθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1436 την Ελένη, κόρη του Αλεξίου Παλαιολόγου του Τζαμπλάκωνα, γραμματέα του Αυτοκράτορα.

Απέκτησε πέντε παιδιά, τον Ιωάννη, τον Αλέξιο, τη Θάμαρ, τον Αλέξιο το δεύτερο και τον Ανδρόνικο. Ο Σφραντζής συνέχισε δίπλα στον Κωνσταντίνο τα διπλωματικά ταξίδια και, όπως αναφέρει ο ίδιος, ακολούθησε τον τελευταίο στην Πελοπόννησο και πήρε μέρος στη μάχη της Γλαρέντζας και στην πολιορκία του φρουρίου της Πάτρας, όπου και συνελήφθη από τους Τούρκους. Ως διπλωμάτης εστάλη το 1448 στον Μουράτ το Β' για να αναγγείλει την άνοδο στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης του δεσπότη Κωνσταντίνου ΙΑ'. Μετά από εντολή του Αυτοκράτορα ο Σφραντζής ταξίδεψε το 1449 στην Τραπεζούντα και την Ιβηρία προς αναζήτηση κατάλληλης συζύγου για τον Κωνσταντίνο.


Του ανατέθηκε επίσης η διοίκηση της Συλημβρίας και του Μυστρά. Είχε ενεργό ρόλο κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αφού στάθηκε στο πλευρό του Αυτοκράτορα και ανέλαβε να καταγράψει και να στρατολογήσει όλους, όσοι μπορούσαν να φέρουν όπλα την ύστατη ώρα που η θεοφύλακτη πόλη περίμενε την αναπόφευκτη πτώση της. Με την είσοδο των  Τουρκικών στρατευμάτων στην Κωνσταντινούπολη και την κατάλυση της Αυτοκρατορίας συνελήφθη ο ίδιος και η οικογένεια του. Μετά την εξαγορά του κατέφυγε στην Πελοπόννησο, στην αυλή του δεσπότη Θωμά. Όταν ο Θωμάς κατέφυγε στη Δύση, ο συγγραφέας πήγε μαζί με τη σύζυγο του, την οποία είχε προηγουμένως απελευθερώσει από τους Τούρκους, στην Κέρκυρα.

Δεν συνέβη το ίδιο με τα παιδιά του όμως, καθώς το γιο του Ιωάννη σκότωσε ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Β' και η κόρη του Θάμαρ πέθανε το 1455 στο χαρέμι του σουλτάνου από κάποια λοιμώδη νόσο. Το 1462 εγκαταστάθηκε στη μονή Ταρχανιωτών, όπου και εκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος το 1468. Όσον αφορά τη μόρφωση του τέλος δεν γνωρίζουμε πολλά, καθώς δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Φαίνεται όμως ότι ήταν φανατικά ανθενωτικός, προσηλωμένος στην Ορθοδοξία και εχθρός του μεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά, ο οποίος ήταν αντίζηλος του στην αυλή και για αυτό το λόγο δεν είναι αντικειμενικός απέναντι του .

Το Χρονικό Minus αναφέρει τα γεγονότα από το 1413 ως το 1477 και εμμένει κυρίως σε αυτά που αφορούν τη ζωή του συγγραφέα, ενώ παραθέτει ελάχιστες πληροφορίες για την άλωση. Αποτελείται από τίτλο, πρόλογο και το κυρίως σώμα του έργου. Το Χρονικό Majus, από την άλλη μεριά, που είναι πιο αναλυτικό και πιο λεπτομερές, αναφέρεται στην ιστορία των Παλαιολόγων και είναι χωρισμένο σε τέσσερα βιβλία. Πραγματεύεται τα γεγονότα των ετών 1258 - 1478. Αρχίζει με την εξιστόρηση της βασιλείας του Μιχαήλ Η' στο πρώτο βιβλίο και ολοκληρώνει την αφήγηση στο τέταρτο βιβλίο με τα γεγονότα τα μετά την άλωση ως το 1478, όπου και περιέχονται σημαντικές πληροφορίες για την άλωση της Πελοποννήσου.

Όπως είναι φυσικό εξετάζεται παράλληλα και η ιστορία του Μωάμεθ του Β'. Το Χρονικό Majus, όπως έχει προκύψει από τη σύγχρονη έρευνα, υπήρξε αντικείμενο νοθείας με προσθήκες και διαφοροποιήσεις πιθανότατα από τον μητροπολίτη Μονεμβασίας Μακάριο Μελισσηνό, καθώς κάποιες από αυτές αφορούν την οικογένεια του, για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών. Το κείμενο του Minus είναι ενσωματωμένο στο Majus, αλλά εκτός από αυτό ο συντάκτης του Majus χρησιμοποιεί και μία πληθώρα άλλων πηγών, όπως τον συνεχιστή του Θεοφάνη, τον Νικήτα Χωνιάτη τον Νικηφόρο Γρηγορά και άλλους. Παρόλα αυτά το χρονικό δε χάνει τη γενικότερη αξιοπιστία του και ειδικά ως προς τα γεγονότα της άλωσης.

Δούκας (περίπου 1400 - 1470)

Ο Δούκας θεωρείται ο πιο ακριβής και αμερόληπτος ιστορικός της άλωσης. Το βαπτιστικό του όνομα μας είναι άγνωστο. Επειδή όμως μας παραδίδει το όνομα του παππού του, το οποίο ήταν Μιχαήλ και καταγόταν από την Αυτοκρατορική οικογένεια των Δουκών, συμπεραίνουμε ότι αυτό ήταν και το όνομα του ίδιου του ιστορικού. Δεν γνωρίζουμε επίσης τον ακριβή τόπο και χρόνο της γέννησης του, αν και μπορούμε να μάθουμε κάποιες βιογραφικές λεπτομέρειες από το ίδιο το έργο του. Πιθανότατα γεννήθηκε στη Μικρά Ασία, όπου είχε καταφύγει ο παππούς του μετά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη του νόμιμου Αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου και την πτώση του Ιωάννη Καντακουζηνού, του οποίου υπήρξε θερμός υποστηρικτής.

Το 1421 ήταν γραμματέας στην υπηρεσία του Γενουάτη διοικητή της Παλαιάς Φώκαιας Giovanni Adorno και αργότερα των Gattilusi της Λέσβου. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως συντάκτης διπλωματικών εγγράφων και αργότερα μετείχε σε διπλωματικές αποστολές, όπως η μεταφορά και η καταβολή του φόρου υποτέλειας στον Τούρκο σουλτάνο και ταξίδεψε σε πολλές πόλεις όπως η Αδριανούπολη, το Διδυμότειχο, η Φιλιππούπολη και η Κωνσταντινούπολη. Γενικότερα πέρασε τη ζωή του ανάμεσα στη Λέσβο και την Παλαιά Φώκαια, περιοχές που ανήκαν στην οικογένεια των Gattilusi, οι οποίοι είχαν συγγένεια με τους Παλαιολόγους.

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς πέθανε αλλά είναι πιθανόν να δολοφονήθηκε το 1462 κατά τη διάρκεια της άλωσης της Λέσβου από τους Τούρκους, καθώς σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο διακόπτεται απότομα η συγγραφή της ιστορίας του. Η ιστορία του ξεκινάει από κτίσεως κόσμου και φτάνει μέχρι το 1462. Μέχρι το 1204 καταγράφει τα γεγονότα πιο περιληπτικά. Στη συνέχεια αφηγείται την εξάπλωση των Τούρκων μέχρι το 1391 και δίνει έμφαση στην ιστορία των τριών τελευταίων Παλαιολόγων, Μανουήλ Β' (1391 - 1425), Ιωάννη Η' (1425 - 1448), και Κωνσταντίνου ΙΑ' (1448 - 1453).

Έπειτα εξιστορεί τα γεγονότα της άλωσης και όσα επακολούθησαν μέχρι και την άλωση της Λέσβου το 1462. Δεν ήταν παρών στην άλωση και για αυτό το λόγο γράφει σύμφωνα με όσα είχε πληροφορηθεί από αυτόπτες μάρτυρες, Έλληνες και Τούρκους. Το έργο του Δούκα έχει σωθεί σε ένα μόνο χειρόγραφο, από το οποίο έλειπε η αρχική σελίδα και επομένως δεν γνωρίζουμε τον τίτλο που του είχε δώσει ο ιστορικός. Σύμφωνα με μεταγενέστερη προσθήκη του αποδόθηκε ο τίτλος «Historia Turcobyzantina», με τον οποίο είναι γνωστό στις μέρες μας. Ο Δούκας καταγράφει τα γεγονότα με ρεαλισμό, ακρίβεια και φιλαλήθεια.

Η περιγραφή της αλώσεως δε, είναι εξαιρετική, καθώς δίνεται παραστατικότατα, με πλήθος εικόνων και με μεγάλη σαφήνεια προκαλώντας συγκίνηση στον αναγνώστη. Δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια στον Κωνσταντίνο ΙΑ' εξαιτίας της ηρωικής στάσης και της θυσίας του, αν και ουσιαστικά θεωρούσε τελευταίο Αυτοκράτορα των Ρωμαίων τον Ιωάννη Η', λόγω του ότι ο Κωνσταντίνος δε στέφθηκε Αυτοκράτορας παρά μόνο αναγορεύτηκε. Ο Δούκας αν και Ορθόδοξος υποστήριζε την ένωση των εκκλησιών, καθώς θεωρούσε ότι η ένωση ήταν τη μόνη ελπίδα για τη σωτηρία από τους Τούρκους και κατέκρινε τους ανθενωτικούς για τις αντιδράσεις τους.

Ωστόσο τηρεί αμερόληπτη στάση απέναντι στον ανθενωτικό Λουκά Νοταρά επαινώντας τη γενναιότητα του και δείχνοντας συμπάθεια για το προσωπικό του δράμα. Γενικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι δεν καταφεύγει σε ύβρεις εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων και οι προσωπικές του πεποιθήσεις δεν τον εξωθούν σε ανακρίβειες.


Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (±1423 - 1490)

O Λαόνικος Χαλκοκονδύλης είναι ο μόνος από τους τέσσερις ιστορικούς που καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια των Αθηνών. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας το εξαρχάισε αργότερα, αντιστρέφοντας το ίσως, σε Λαόνικος. Το 1435 ο πατέρας του Γεώργιος ήρθε σε ρήξη με τους Φράγκους άρχοντες των Αθηνών της οικογένειας των Acciaiuoli και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Πελοπόννησο με την οικογένεια του. Υπήρξε μαθητής του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα, γεγονός που τον επηρέασε στο να χρησιμοποιήσει τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη ως πρότυπα στη συγγραφή του ιστορικού του έργου.

Στο Μυστρά μπήκε στην υπηρεσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και παρακολούθησε από κοντά τις προσπάθειες του τελευταίου Αυτοκράτορα για εθνική αναγέννηση και απελευθέρωση πολλών Ελληνικών περιοχών. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για το μετέπειτα βίο του γιατί δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Μετά την κατάλυση του δεσποτάτου του Μορέως έφυγε από την Πελοπόννησο και κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν, ότι κατέφυγε στην Ιταλία. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι παρέμεινε στην περιοχή του Αιγαίου, από όπου μπορούσε να παρακολουθεί καλύτερα τις εξελίξεις των επόμενων ετών. Η χρονογραφία του είναι εκτενής και φέρει τον τίτλο «Αποδείξεις Ιστοριών».

Το έργο του διαιρείται σε δέκα βιβλία και καταγράφει τα γεγονότα των ετών 1298 - 1463 αν και προηγείται μία σύντομη επισκόπηση των παγκόσμιων γεγονότων από κτίσεως κόσμου μέχρι και το 1298. Κατά την άλωση δεν βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και επομένως την περιγράφει σύμφωνα με όσα είχε πληροφορηθεί ο ίδιος από άλλους και λαμβάνοντας υπόψη τη διήγηση του Δούκα. Χαρακτηριστικό του συγγραφικού του έργου είναι, ότι παρουσιάζει εν συντομία την ιστορία του Βυζαντίου, ενώ ασχολείται περισσότερο με την ραγδαία αύξηση της δύναμης των Οθωμανών, τις κατακτήσεις τους στη Μικρά Ασία, το πέρασμα τους στο Αιγαίο και τη Βαλκανική.

Την άλωση της Κωνσταντινούπολης και τελικά την διάλυση και κατάκτηση των υπόλοιπων τμημάτων της Αυτοκρατορίας μετά την πτώση της πρωτεύουσας το 1453. Κέντρο λοιπόν της διήγησης του αποτελεί το Τουρκικό κράτος θέλοντας μέσα από αυτό να καταδείξει την προαιώνια ρήξη δύο διαφορετικών κοσμοθεωριών: του βαρβαρισμού και του δεσποτισμού από τη μία μεριά και του πολιτισμένου κόσμου από την άλλη, στα πλαίσια της παγκόσμιας ιστορίας. Παρουσιάζονται επίσης συχνά οι αντιθέσεις Έλληνες - βάρβαροι και λέγοντας Έλληνες εννοεί τους Βυζαντινούς.

Αλλά και Ισλαμισμός - Χριστιανισμός, για να δείξει την αντίσταση που κατέβαλε ο Χριστιανικός κόσμος απέναντι στην νέα αυτή δύναμη που εμφανίστηκε στο προσκήνιο, χωρίς όμως να υπεισέρχεται σε θρησκευτικά ζητήματα καθώς, όπως φαίνεται, αυτά τον αφήνουν αδιάφορο. Εκείνο πού αξίζει επίσης να σημειώσει κανείς στο έργο του Χαλκοκονδύλη είναι η ιδέα της Ελληνικότητας, η οποία κυριαρχεί και η πεποίθηση του, ότι δεν έχει σβήσει η φλόγα του Ελληνισμού, αλλά το έθνος θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του μέσω της Ελληνικής γλώσσας και της Ελληνικής παιδείας.

Η χρονογραφία του όμως, έχει ένα βασικό μειονέκτημα, ότι οι ποικίλες γεωγραφικές περιγραφές και οι αναδρομικές αναφορές που παρατίθενται σε συνδυασμό με την έλλειψη χρονολογικών δεδομένων διασπούν τη συνοχή του έργου, κουράζουν και προκαλούν σύγχυση, με αποτέλεσμα να καθίσταται απαραίτητη στον μελετητή η αντιπαραβολή και των άλλων πηγών για μία πιο αντικειμενική προσέγγιση της αλήθειας, χωρίς ωστόσο αυτό να μειώνει την γενικότερη αξία του έργου του ως ιστορικής πηγής ιδιαίτερα όσον αφορά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου.

Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος (±1410 - β΄μισό του 15ου αιώνα)

Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος, όπως ο ίδιος δηλώνει στο έργο του, είναι ο τελευταίος από τους τέσσερις ιστορικούς της άλωσης. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γεννήθηκε, αν και οι μελετητές υποστηρίζουν ότι πιθανότατα γεννήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα, γύρω στο 1410. Το οικογενειακό του όνομα ήταν πιθανότατα Κριτόπουλος και ο συγγραφέας το μετέτρεψε στο πιο αρχαιοπρεπές Κριτόβουλος, όπως είχε κάνει με το βαπτιστικό του όνομα και ο Χαλκοκονδύλης. Δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες για την οικογενειακή του κατάσταση ή τη μόρφωση του, μπορούμε να υποθέσουμε όμως από τη σύνθεση της ιστορίας του, ότι ήταν γνώστης της κλασικής παιδείας και άνθρωπος του πνεύματος και των γραμμάτων.

Παρέμεινε για πολλά χρόνια στην πατρίδα του, την Ίμβρο και δεν έζησε από κοντά τα γεγονότα της άλωσης, για αυτό και χρησιμοποίησε για τη συγγραφή του έργου του, όσα γνώριζε ο ίδιος αλλά και όσα άκουσε από αξιόπιστους μάρτυρες. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης διαισθανόμενος ότι και η πατρίδα του θα είχε την ίδια τύχη με αυτή της πρωτεύουσας, προέτρεψε τους συμπατριώτες του να στείλουν αντιπροσωπεία στο Μωάμεθ και να του παραδώσουν το νησί για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, τους διωγμούς και τον αφανισμό. Το 1456 διορίστηκε από την Τουρκική κυβέρνηση διοικητής του νησιού και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι και το 1466, οπότε και η Ίμβρος κατελήφθη από τους Βενετούς.

Μετά από την κατάληψη της Ίμβρου ο Κριτόβουλος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και άρχισε τη συγγραφή της ιστορίας του, την οποία αφιερώνει στο Μωάμεθ. Το έργο του δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση στον κατακτητή, για αυτό και ο Κριτόβουλος μετέβη στο Άγιο Όρος και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ως άσημος μοναχός, χωρίς όμως να είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία του θανάτου του. Το έργο του, που φέρει τον τίτλο «Ιστορίαι», είναι χωρισμένο σε πέντε βιβλία και πραγματεύεται τα γεγονότα των ετών 1451 - 1467 από την Τουρκική σκοπιά.

Είναι αφιερωμένο στο Μωάμεθ Β', ένας ύμνος στο πρόσωπο του, κάτι που γίνεται φανερό και από μία επιστολή προς το Μωάμεθ στην αρχή του έργου, στην οποία ο Κριτόβουλος απευθύνεται στο σουλτάνο με πολύ κολακευτικούς χαρακτηρισμούς. Σκοπός του συγγραφέα είναι να κερδίσει την εύνοια του Μωάμεθ για να εξασφαλίσει πολιτικά προνόμια για τον ίδιο και το νησί του, την Ίμβρο. Άλλωστε είναι ο μόνος από τους τέσσερις ιστορικούς που κατά τη διάρκεια της συγγραφής ζει μέσα στα όρια της Οθωμανικής επικράτειας και εκπροσωπεί τη ρεαλιστική τάση απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα και την προσπάθεια του Γένους για επιβίωση κάτω από την κυριαρχία του ξένου δυνάστη.


Παρόλα αυτά δε διστάζει να δείξει το θαυμασμό του προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τους Έλληνες αγωνιστές. Έχει ως πρότυπα του τους αρχαίους ιστορικούς, τον Ηρόδοτο και κυρίως το Θουκυδίδη, του οποίου μιμείται τη γλώσσα, το ύφος αλλά και τον τρόπο διάρθρωσης και δομής του έργου, καθώς και την προσπάθεια για αντικειμενική θεώρηση των γεγονότων. Αν εξαιρέσει κανείς την μεροληπτική στάση και την αποσιώπηση ορισμένων γεγονότων από τον Κριτόβουλο, τα οποία ενδεχομένως θα προκαλούσαν ενόχληση στο σουλτάνο, το έργο του αποτελεί αξιόλογη πηγή για τα γεγονότα της άλωσης, γιατί μας παρέχει πληροφορίες που δεν υπάρχουν σε άλλες πηγές.

Nicolo Barbaro (1400 - μετά το 1453)

Μία ακόμη σημαντική πηγή, η οποία συμπληρώνει ή επιβεβαιώνει τις προηγούμενες πηγές είναι το έργο του Nicolo Barbaro. Γεννήθηκε το 1400 ή λίγο αργότερα στη Βενετία και πέθανε μετά το 1453. Ο Barbaro, όπως και ο Σφραντζής, ήταν παρών στην πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης ως γιατρός σε ένα από τα Βενετικά πλοία, που είχαν φτάσει στην πρωτεύουσα λίγο πριν την πτώση. Αποφάσισε, όπως ο ίδιος δηλώνει, να κρατήσει ημερολόγιο για αυτό και είναι πολύ ακριβής στην περιγραφή των γεγονότων, τα οποία παραθέτει με αυστηρή χρονολογική σειρά, φροντίζοντας να δίνει επίσης και ακριβή αριθμητικά στοιχεία.

Στο ημερολόγιο του περιγράφει όσα συνέβησαν από τις 2 Μαρτίου 1451 ως τις 29 Μαΐου 1453 και παραθέτει στο τέλος και μία προσθήκη του πατέρα του Marco Barbaro με ημερομηνία 18 Ιουλίου 1453. Το έργο του πιθανότατα το ολοκλήρωσε το 1454 με την επιστροφή του στην πατρίδα του. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία για τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Όπως είναι φυσικό μεροληπτεί υπέρ της προσφοράς των Βενετών συμπατριωτών του κατά την άλωση, ενώ δείχνει αντιπάθεια για τους Γενουάτες και είναι εχθρικός και μεροληπτικός απέναντι τους ιδιαίτερα δε προς τον Ιουστινιάνη, όπως επίσης είναι περιφρονητικός προς τους Έλληνες, λιγότερο όμως από τις υπόλοιπες δυτικές πηγές.

Άλλοι Δυτικοί Ιστοριογράφοι της Άλωσης 

Εκτός βέβαια από το ημερολόγιο του Barbaro σημαντική είναι και η έκθεση, την οποία έγραψε ο Λεονάρδος, αρχιεπίσκοπος Λέσβου, στη Χίο έξι εβδομάδες μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όπου οι μνήμες είναι ακόμη νωπές και η αφήγηση ζωηρή και πειστική αν εξαιρέσει κανείς το μίσος του συγγραφέα για τους Έλληνες. Για τη ζωή του αρχιεπισκόπου δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Γεννήθηκε στη Χίο το 1395 - 1396, σπούδασε στην Ιταλία και μπήκε στο τάγμα των Δομινικανών. Αρχιεπίσκοπος Λέσβου έγινε τον Ιούλιο του 1444 και παρέμεινε μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 1446.

Έπειτα επιστρέφει στη Ιταλία και επανέρχεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη, στις 26 Οκτωβρίου 1452, μαζί με τον καρδινάλιο Ισίδωρο του Κιέβου, ως απεσταλμένοι του Πάπα για την υπογραφή της διακήρυξης της Ένωσης των Εκκλησιών. Μετά την επίσημη τελετή της Ένωσης στην Αγία Σοφία, παραμένει στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Αιχμαλωτίζεται αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει περνώντας αρχικά στη συνοικία του Πέρα και από εκεί με κάποιο τρόπο, που παραμένει άγνωστος, στη Χίο, από όπου και γράφει στον Πάπα Νικόλαο Ε' την αναφορά του σχετικά με την Άλωση στις 19 Αυγούστου 1453.

Το 1458 επιστρέφει στην Ιταλία και το 1459 βρίσκεται στη Γένοβα, όπου και πεθαίνει τον επόμενο χρόνο. Άλλοι δυτικοί, που ήταν παρόντες κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και κατέθεσαν γραπτά τις δικές τους μαρτυρίες, σχετικά με τα όσα διαδραματίστηκαν είναι οι Άντζελλο Τζιοβάνι Λομελλίνο, ποντεστά του Πέραν, ο οποίος λίγες ημέρες μετά την Άλωση συνέταξε μία έκθεση, για να τη στείλει στη Γενουατική κυβέρνηση, ο Φλωρεντινός έμπορος Τετάλντι αλλά και ο λόγιος από την Μπρέσια Ουμπερτίνο Πούσκουλους. Όσον αφορά την έκθεση του Λομελλίνο, αξίζει να σημειωθεί πέραν της αφήγησης των γεγονότων, η άποψη του για τους Γενουάτες του Πέραν.

Υποστηρίζει ότι, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς και μαζί και ο ίδιος, πήγαν να πολεμήσουν στα τείχη και έκαναν ότι μπορούσαν για τη σωτηρία της βασιλεύουσας, γιατί πίστευαν ότι αν έπεφτε η Κωνσταντινούπολη, το Πέραν δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Σχετικά με τον Τετάλντι θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής:

  • Πρώτον ότι η αφήγηση του προοριζόταν για τον καρδινάλιο της Αβινιόν Αλαίν ντε Κοετιβύ και παρέχει πολλές λεπτομέρειες, που δεν υπάρχουν σε άλλες πηγές και 
  • Δεύτερον ότι ενώ πολέμησε στα τείχη για τη σωτηρία της Πόλης, λίγο πριν την είσοδο των Τούρκων στη Βυζαντινή πρωτεύουσα, πιθανότατα συνειδητοποίησε ότι ήταν ανώφελο να συνεχίσει τη μάχη, απέδρασε και κολύμπησε μέχρι σ' ένα Βενετσιάνικο πλοίο, που ήταν έτοιμο να σαλπάρει και με αυτό τον τρόπο κατάφερε να σωθεί.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ KAI ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΛΙΓO ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ

Την άνοιξη του 1453 η ιστορία άνοιξε την αυλαία της για να παρουσιάσει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα που παίχτηκαν ποτέ στη σκηνή της. Πρωταγωνιστές του από τη μια πλευρά ο  Οθωμανικός στρατός και ο νεαρός και φιλόδοξος σουλτάνος Μωάμεθ Β', και από την άλλη ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος και οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας μιας Αυτοκρατορίας που είχε μείνει προ πολλού σκιά του εαυτού της. Η υπεροχή των πολιορκητών ήταν συντριπτική, σε αριθμούς, σε όπλα, σε οργάνωση.

Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που γίνεται μαζική χρήση πυροβολικού. Όμως η έκβαση του δράματος κρίθηκε σχεδόν τυχαία, μέσα σε λίγες ώρες, στις 29 Μαΐου. Η ολοκληρωτική κατάλυση της Κωνσταντινούπολης, της πάλαι ποτέ βασιλίδος των πόλεων αποτελούσε το φυσικό και αναμενόμενο ίσως τέλος μιας Αυτοκρατορίας, η οποία είχε εξαντληθεί από τη Φράγκικη κατάκτηση των τελευταίων αιώνων και δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει.


α) Μωάμεθ Β' και Κωνσταντίνος ΙΑ'

Ο άνθρωπος που επρόκειτο να σφίξει τη Μουσουλμανική θηλιά γύρω από την Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε το 1430 ή το 1432, δέκα χρόνια μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια του πατέρα του Μουράτ να καταλάβει την πρωτεύουσα. Παρ' όλη τη αποτυχημένη αυτή προσπάθεια του Μουράτ δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς, ότι η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη του Βυζαντίου έχει ήδη πληγεί ανεπανόρθωτα, καθώς ακόμη και όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1402 υπέστη ολοκληρωτική συντριβή στη μάχη της Άγκυρας από τον Τιμούρ και τους Μογγόλους, το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.

Η εξαντλημένη Αυτοκρατορία δεν ήταν πια σε θέση να αναγεννηθεί και απλά πήρε παράταση ζωής μερικών ακόμη δεκαετιών. Άλλωστε και από γεωγραφικής απόψεως η άλλοτε απειρομεγέθης και κραταιά Αυτοκρατορία δεν ήταν πλέον παρά λίγο μεγαλύτερη από τη μισή Πελοπόννησο, αποτελούμενη από την πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρα της, τα οποία κάλυπταν μια έκταση εκατόν πενήντα χιλιομέτρων προς τα βορειανατολικά, ενώ στο εσωτερικό της, στη συνοικία του Γαλατά, είχαν εδραιώσει την παρουσία τους Βενετοί και Γενοβέζοι, οι οποίοι κινούσαν τα νήματα στο εμπόριο και έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της πρωτεύουσας.

Η τελευταία προσπάθεια του Χριστιανικού κόσμου να αντιμετωπίσει την Οθωμανική εξάπλωση υπήρξε οδυνηρή και έσβησε κάθε ελπίδα για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη μάχη της Βάρνας στις 10 Νοεμβρίου 1444 ο Χριστιανικός στρατός και οι σταυροφόροι παρά τον ηρωισμό τους ηττήθηκαν και ο στρατός τους εξολοθρεύτηκε ολοκληρωτικά. Η αναλογία σταυροφόρων προς Τούρκους ήταν ένας προς τρεις. Οι σταυροφόροι πολέμησαν με γενναιότητα, ώσπου ο ένας από τους ηγέτες, ο Λαδίσλαος, αλλά και ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι σκοτώθηκαν. Ελάχιστοι Χριστιανοί επέζησαν και μαζί με αυτούς και ο δεύτερος ηγέτης της σταυροφορίας, ο Ουνυάδης.

Την ίδια τύχη είχε τον Οκτώβριο του 1448 στο Κοσσυφοπέδιο μια νέα, η ύστατη πλέον, σταυροφορική προσπάθεια του βασιλιά της Ουγγαρίας Ουνυάδη, ο οποίος προέλασε στη Σερβία με δικό του στρατό και συγκρούστηκε στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου με το στρατό του Μουράτ και του Μωάμεθ. Οι Ούγγροι αποδεκατίστηκαν, ενώ ο Ουνυάδης κατάφερε άλλη μια φορά να σωθεί και να δραπετεύσει. Οι ελπίδες για μια οργανωμένη προσπάθεια της δυτικής Χριστιανοσύνης απώθησης των Τούρκων από την Ευρώπη είχαν εξανεμιστεί. Η άμυνα τώρα ήταν πιο σημαντική από την επίθεση.

Η ύπαρξη άμεσου κινδύνου είχε καταστεί συνείδηση σε όλους και οι περισσότεροι πίστευαν ότι το τέλος πλησίαζε και κάθε είδους προσπάθειες ήταν ίσως μάταιες. Και ενώ ο Κωνσταντίνος ΙΑ' προσπαθούσε να ενώσει τις πόλεις της Ηπείρου και της Στερεάς δημιουργώντας κοινό μέτωπο στον Ελλαδικό χώρο για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους ο σουλτάνος Μουράτ Β' εκμεταλλευόμενος την επιτυχία του στη Βάρνα εισέβαλε στην Πελοπόννησο το 1446 και κατέστρεψε τις Βυζαντινές πόλεις και τα χωριά.

Στο μεταξύ μετά τη σύναψη συνθήκης με το σουλτάνο και την αναγνώριση της επικυριαρχίας του ο Κωνσταντίνος κλήθηκε να αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, καθώς στις 31 Οκτωβρίου 1448 ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η' πέθανε άτεκνος και δεν υπήρχε άλλος καταλληλότερος να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας. Στις 6 Ιανουαρίου 1449 ο Κωνσταντίνος ΙΑ' στέφθηκε Αυτοκράτορας στο Μοριά και στις 12 Μαρτίου του ίδιου έτους εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έγινε δεκτός με θερμές εκδηλώσεις από όλο το λαό. Στην τελετή της στέψης, η οποία υπήρξε ανεπίσημη και επιπλέον ήταν η πρώτη και η τελευταία στέψη Αυτοκράτορα εκτός της Κωνσταντινούπολης, παρευρέθη και ο ίδιος ο ιστορικός Σφραντζής.

Τη διοίκηση του Μοριά ανέλαβαν τα αδέρφια του Κωνσταντίνου, Δημήτριος και Θωμάς, αλλά οι έριδες μεταξύ τους και η Τουρκική υποστήριξη, την οποία επεδίωξε για μια ακόμη φορά ο Δημήτριος οδήγησαν τη σχέση τους σε ρήξη. Οι αντιπαλότητες μεταξύ των δύο αδερφών θα είχαν, όπως και αποδείχτηκε, διπλό αντίκτυπο, τόσο στην ίδια την Πελοπόννησο, η οποία περιήλθε σε χάος εξαιτίας των συγκρούσεων των δύο αδελφών, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, που στερήθηκε το κυριότερο έρεισμα της κατά την τελευταία οθωμανική επίθεση εναντίον της, μετά από τέσσερα χρόνια.

Η αποφασιστικότητα της μητέρας του Ελένης, ήταν αυτή που έσωσε την κατάσταση, καθώς διεκδίκησε και ανέλαβε την αντιβασιλεία μέχρι να φθάσει ο Κωνσταντίνος στην Πόλη από την Πελοπόννησο, γιατί οι πρώτοι που έσπευσαν να αμφισβητήσουν την εκλογή του ήταν οι δύο αδερφοί του, Δημήτριος και Θωμάς. Άλλωστε ο Κωνσταντίνος ήταν πάντοτε ο εκλεκτός της και ήταν περήφανος, που είχε το Σερβικό οικογενειακό όνομα της Δραγάτσης ή Δραγάσης μαζί με το όνομα Παλαιολόγος του πατέρα του. Ένα θέμα το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο από τη στιγμή της αναγόρευσης του σε Αυτοκράτορα του Βυζαντίου και μέχρι την έναρξη της πολιορκίας ήταν η αναζήτηση συζύγου.

Δεν επρόκειτο βέβαια για κάποια ιδιοτροπία του, αλλά για εξεύρεση λύσης σε δύο σοβαρά προβλήματα της Αυτοκρατορίας, δηλαδή την κατοχύρωση της Αυτοκρατορικής διαδοχής και το πιο σημαντικό, την εξασφάλιση συμμάχων μέσω της οικογένειας της νύφης. Το ζήτημα διαιώνισης της άρχουσας δυναστείας των Παλαιολόγων υπήρξε πιο καίριο και πιο επιτακτικό από ποτέ. Ο Αυτοκράτορας είχε νυμφευθεί ήδη δύο φορές, αλλά και οι δύο σύζυγοι του είχαν πεθάνει πρόωρα, η πρώτη ονόματι Θεοδώρα το Νοέμβριο του 1429 και η δεύτερη, η Αικατερίνη, τον Ιούλιο του 1442 αφήνοντας τον χήρο και άτεκνο.

Την αναζήτηση τρίτης συζύγου ανέλαβε ο έμπιστος γραμματέας του Κωνσταντίνου και ένας από τους «Ιστορικούς της Άλωσης», ο Γεώργιος Σφραντζής και αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης αλλά και της πολιτικής αδυναμίας της καταρρακωμένης Αυτοκρατορίας. Καθώς όμως οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες η αναζήτηση διακόπηκε χωρίς να βρεθεί κάποια λύση. Το Φεβρουάριο του 1451 πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ, ο φοβερός εχθρός και άσπονδος αντίπαλος του Ιωάννη Παλαιολόγου, ο τρόμος των Χριστιανών.


Η είδηση αντιμετωπίστηκε με μεγάλη χαρά από τους άρχοντες της Δύσης, καθώς πίστευαν ότι ο γιος του Μωάμεθ, ο οποίος ανέλαβε τη διακυβέρνηση, θα τηρούσε τη συνθήκη ειρήνης που είχε συνάψει ο πατέρας του με τους Βυζαντινούς και λόγω του νεαρού της ηλικίας του ότι δεν αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την Αυτοκρατορία. Ο νέος σουλτάνος ήταν πιο επικίνδυνος από ό, τι φαινόταν και για λίγο διάστημα κατάφερε να κρύψει την επιθετική του φύση κάτω από το προσωπείο της καλής θέλησης. Η ψευδαίσθηση που δημιουργήθηκε στους ηγεμόνες της Δύσης επιβεβαιώθηκε αρχικά από την προθυμία του σουλτάνου να επικυρώσει συνθήκες ειρήνης που είχε παλαιότερα συνάψει ο πατέρας του.

Ο Σφραντζής, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί, έσπευσε να αναφέρει την είδηση στον Κωνσταντίνο και να τον παρακινήσει να στείλει πρεσβεία στην πατρίδα και στους γονείς της χήρας του σουλτάνου με σκοπό ένα επωφελές συνοικέσιο για τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, αλλά και για την Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί όμως δεν έτρεφαν αυταπάτες, καθώς διέκριναν στο πρόσωπο του νέου σουλτάνου έναν ορμητικό, φιλόδοξο και σκληρό χαρακτήρα, ο οποίος φανέρωνε, ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα για ένα ειρηνικό μέλλον. Άλλωστε η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν μέσα στην καρδιά της Οθωμανικής επικράτειας.

Ο Μωάμεθ γνώριζε πολύ καλά, ότι για να ισχυροποιήσει την εξουσία του έπρεπε να εξαφανίσει το ξένο αυτό σώμα και να μετατρέψει την Πόλη σε ένα σταθερό κέντρο της ανερχόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης θα ολοκλήρωνε τη σύνδεση μεταξύ των Ευρωπαϊκών και των Ασιατικών κτήσεων των Οθωμανών, θα αποδυνάμωνε την εκδήλωση διασπαστικών κινημάτων και επιπλέον θα προσφερόταν ως ένα επίφοβο ορμητήριο σε περίπτωση πολέμου εναντίον της Δύσης. Δυστυχώς όμως για τους Βυζαντινούς ο προαναφερθείς γάμος με τη χήρα του σουλτάνου δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, για αυτό και αναζητήθηκε άλλη υποψήφια σύζυγος για τον Κωνσταντίνο, η οποία και βρέθηκε στο πρόσωπο της κόρης του βασιλιά της Ιβηρίας.

Ο Σφραντζής είχε επιδοθεί σε ένα αδιάκοπο γύρο διπλωματικών επαφών αναζητώντας κατάλληλη σύντροφο για τον δεσπότη του, με σκοπό να ενισχυθεί η δυσχερέστατη θέση του, να αποκτήσει διάδοχο και χρήματα από την προίκα της μέλλουσας Αυτοκράτειρας, τα οποία θα αποτελούσαν πολύτιμη βοήθεια στην προσπάθεια για ανόρθωση των οικονομικών της καθημαγμένης πρωτεύουσας. Επιπλέον ο Κωνσταντίνος έσπευσε να στείλει διπλωματική αποστολή, για να συγχαρεί το νέο σουλτάνο και να ζητήσει διαβεβαιώσεις για την τήρηση της υπάρχουσας συνθήκης ειρήνης. Ο σουλτάνος δέχτηκε τους πρεσβευτές με μεγάλο σεβασμό και τους καθησύχασε με ψεύτικους όρκους για τις καλές τους προθέσεις.

Ο Αυτοκράτορας προέβη όμως, πολύ σύντομα, σε μία άτοπη κίνηση, όταν ζήτησε από το Μωάμεθ να καταβάλλει μεγαλύτερο ποσό για τις ανάγκες του ανταπαιτητή του σουλτανικού θρόνου Ορχάν, ο οποίος ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, κίνηση πού έδειξε έλλειψη διπλωματικότητας από μέρους του Αυτοκράτορα, αλλά και έδωσε στο νέο σουλτάνο την αφορμή που περίμενε, για να καταλύσει τις υπάρχουσες συνθήκες και να θέσει σε εφαρμογή το φιλόδοξο σχέδιο του, να καταλάβει δηλαδή την Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος είχε κάνει το μοιραίο λάθος να υποτιμήσει τον αντίπαλο του, καθώς το παιχνίδι που έπαιξε είχε αμφίβολη επιτυχία και τη δεδομένη χρονική στιγμή αποδείχτηκε πολύ επικίνδυνο.

Οι Μοιραίοι Γάμοι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Δύο φορές είχε έρθει «εις γάμου κοινωνίαν» ο τελευταίος βασιλιάς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Και τις δύο φορές όμως στάθηκε άτυχος, καθώς και οι δύο σύζυγοι του πέθαναν πρόωρα και δεν απέκτησε απογόνους με καμία από τις δύο. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος παντρεύτηκε πρώτη φορά σε ηλικία 23 ετών τον Ιούλιο του 1428, τη Μαγδαληνή (Μαντελένα Τόκκο), ανιψιά του Λεονάρδου Β' Τόκκου, Λατίνου ηγεμόνα της Δυτικής Ελλάδας. Μετά τον γάμο έγινε ορθόδοξη και άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα. Η τελετή του γάμου έγινε μέσα σε ένα στρατόπεδο στην Πάτρα, την οποία σκόπευαν να πολιορκήσουν τα στρατεύματα των Παλαιολόγων. 

Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν ότι ο αρραβώνας έγινε χωρίς την παρουσία της νύφης. Όπως συνηθιζόταν τότε στους γάμους, ο Κωνσταντίνος πήρε ως προίκα την πόλη Γλαρέντζα της Πελοποννήσου, τη σημερινή Κυλλήνη. Η σύζυγός του βαφτίστηκε Ορθόδοξη με το όνομα Θεοδώρα και τελέστηκε το μυστήριο. Δυστυχώς μετά από ένα χρόνο περίπου, το 1429, η Μαγδαληνή - Θεοδώρα πέθανε στο Στάμηρο - Σανταμέρι της Αχαΐας, ενώ ήταν έγκυος. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συντετριμμένος από τον θάνατο της συζύγου του, αρνιόταν να ξαναπαντρευτεί. 

Παρόλα αυτά, μετά από 12 χρόνια χηρείας και κάτω από την ασφυκτική πίεση της μητέρας του Ελένης, επειδή ο αδερφός του, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης δεν είχε παντρευτεί, έκανε δεύτερο γάμο. Αν δεν παντρευόταν και δεν έκανε αγόρι (ο αδελφός του Θωμάς απέκτησε γιους αργότερα, τον Ανδρέα και τον Μανουήλ, από την Αικατερίνη Ασάνη), η οικογένεια των Παλαιολόγων κινδύνευε να εκλείψει. Η δεύτερη «επιλαχούσα» ήταν η Αικατερίνη (Caterina Gattilusio), κόρη του Δορίνου Γατελούζου, επίσης Λατινικής προελεύσεως, ο οποίος ηγεμόνευε στη Λέσβο, όπου έγινε και ο γάμος το 1441. 

Τότε ο Κωνσταντίνος ήταν δεσπότης της Πελοποννήσου. Αλλά όταν ο αδερφός του Δημήτριος, που ήθελε τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, συνεννοήθηκε με τους Τούρκους και απέκλεισαν την Πόλη, έσπευσε να βοηθήσει τον αδελφό του Ιωάννη. Στον ταξίδι του προς την Πόλη πήρε μαζί με την σύζυγό του Αικατερίνη, που είχε μείνει έγκυος. Λόγω θαλασσοταραχής παρέμειναν στο νησί της Λήμνου, όπου τους επιτέθηκε Τούρκικος στόλος. Εκεί η Αικατερίνη αρρώστησε, απέβαλλε και πέθανε το 1443, όπως λένε οι ιστοριογράφοι, λόγω των επιπλοκών. Μετά την απώλεια και της δεύτερης συζύγου του, ο βασιλικός ακόλουθος και προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου, Φραντζής, άρχισε πάλι να ψάχνει να βρει μια κατάλληλη νύφη για τον Κωνσταντίνο. 

Κατάλληλη νύφη, σήμαινε μια κοπέλα νέα, με μεγάλη προίκα και από οικογένεια που θα είχε τις κατάλληλες διεθνείς διασυνδέσεις για την συνέχεια της Αυτοκρατορίας. Επειδή ο Φραντζής δεν έβρισκε την κατάλληλη, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος έστειλε άλλους προξενητές να ψάξουν για νύφη στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Κάποιος διπλωμάτης πρότεινε στο Κωνσταντίνο μία από τις τέσσερις κόρες του δόγη της Βενετίας, οι οποίες ήταν πολύ όμορφες. Ενώ οι διαπραγματεύσεις για τον γάμο με τη Βενετσιάνα πριγκίπισσα προχωρούσαν, πέθανε ο αδερφός του Κωνσταντίνου, Ιωάννης Η' το 1448. 


Ο Κωνσταντίνος στέφθηκε Αυτοκράτορας στον Μυστρά και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον της Αυτοκρατορίας. Οι διαπραγματεύσεις του γάμου κράτησαν αρκετά, αλλά στο τέλος το σχέδιο «ναυάγησε», καθώς υπήρξαν έντονες αντιδράσεις για τον γάμο του Αυτοκράτορα με μια αιρετική από τους άρχοντες του Βυζαντίου. Ο Κωνσταντίνος για να μην τους δυσαρεστήσει απάντησε αρνητικά στον Δόγη της Βενετίας και εγκατέλειψε την προσπάθεια εξεύρεσης νύφης και αφοσιώθηκε στην αναδιοργάνωση του κράτους. Παρόλα αυτά ο Φραντζής συνέχισε την αναζήτηση νύφης, στρεφόμενος πια προς την Ανατολή. 

Το 1450 κατέληξε στην κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας, της σημερινής Γεωργίας και στην κόρη του Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, οι οποίες είχαν μεγάλη προίκα και θα ήταν «χρήσιμες» για το Βυζαντινό κράτος που παρήκμαζε. Ενώ οι διαπραγματεύσεις προχωρούσαν, συνέβη ένα περιστατικό που άλλαξε τα σχέδια του Φραντζή. Το 1451 πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ Β'. Η σύζυγός του Μάρα, στην οποία είχε ιδιαίτερη συμπάθεια ο διάδοχος του Μουράτ, Μωάμεθ ο Β', είχε σταλεί πίσω στον πατέρα της φορτωμένη με δώρα και τιμές. Μόλις το νέο αυτό έγινε γνωστό στην Κωνσταντινούπολη, αποφασίστηκε να γίνει επίσημη πρόταση στη Μάρα να νυμφευτεί τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. 

Ο γάμος αυτός θα ανέτρεπε τα ιστορικά γεγονότα, καθώς η μεγάλη αγάπη του Μωάμεθ για τη Μάρα και τη Χριστιανική παιδεία που είχε λάβει από εκείνη στην παιδική του ηλικία, θα τον απέτρεπε να προχωρήσει στην πολιορκία και τελικά στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Όμως, η πριγκίπισσα Μάρα, λόγω του ότι ήταν 50 ετών και είχε κάνει τάμα ότι αν απελευθερωνόταν από τα χέρια τον Μουσουλμάνων θα αφιερωνόταν στον Θεό, αρνήθηκε να παντρευτεί τον Κωνσταντίνο και κλείστηκε σε ορθόδοξο μοναστήρι. Μετά την απόρριψη της πρότασης γάμου από τη Μάρα, ο Κωνσταντίνος έστειλε τον Φραντζή να κάνει τις διαπραγματεύσεις για τον γάμο του με την πριγκίπισσα της Ιβηρίας. 

Τον Σεπτέμβριο του 1451 ο Κωνσταντίνος υπέγραψε ένα συμφωνητικό που επικύρωνε τον λόγο του και την απόφασή του να παντρευτεί την πριγκίπισσα και το έστειλε στον βασιλιά Γεώργιο. Έτσι, την άνοιξη του 1452 ο Φραντζής ετοίμασε το επιτελείο για να πάει στην Ιβηρία και να συνοδέψει την νεαρή μνηστή του Κωνσταντίνου στην Βασιλεύουσα. Ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος περίμενε την μέλλουσα σύζυγό του, ο Μωάμεθ επιτέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η πατρίδα του κινδύνευε πλέον, με αποτέλεσμα ο γάμος να ματαιωθεί και η πριγκίπισσα της Ιβηρίας να μην φτάσει ποτέ στην Πόλη. 

Στις 29 Μάιου του 1453 η Πόλη «έπεσε» στα χέρια των Οθωμανών και ο Κωνσταντίνος πέθανε χωρίς επίσημη σύζυγο και χωρίς να έχει αφήσει απογόνους πίσω του. Ωστόσο, πολλά τραγούδια και λαϊκοί θρύλοι μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης κάνουν αναφορές στη σύζυγο του Αυτοκράτορα και τα παιδιά τους. Ορισμένοι μελετητές ερευνώντας αρχεία και βιβλιοθήκες ανακάλυψαν ότι ο Κωνσταντίνος ήταν μνηστευμένος με την Άννα Νοταρά, την κόρη του δούκα Λουκά Νοταρά, ο οποίος μετά την Άλωση θανατώθηκε από τον Μωάμεθ τον Πορθητή. 

Στα Λατινικά έγγραφα της εποχής μνημονεύεται ως sponsa imperialis, (μνηστή του Αυτοκράτορα), έστω και εάν δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για αυτό. Η Άννα ωστόσο πέθανε σε μεγάλη ηλικία και ανύμφευτη, -καθώς δεν είχε παντρευτεί τον Παλαιολόγο-, στη Βενετία το 1507. 

β) Πρώτες Στρατηγικές Κινήσεις του Σουλτάνου

Η αφορμή για να συγκεντρώσει ο Μωάμεθ όλη του την προσοχή και όλες του τις δυνάμεις για την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δοθεί. Αυτή ήταν η φιλοδοξία του από τη στιγμή που ανέβηκε στο σουλτανικό θρόνο και είχε φθάσει η ώρα για την πραγματοποίηση της. Στις 26 Μαρτίου του 1452 ο σουλτάνος κατέφθασε στην Ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου με σκοπό να χτίσει ένα φρούριο, που θα του έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει τα Στενά. Πριν από μερικές δεκαετίες άλλωστε, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε κατασκευάσει στην ανατολική ακτή το φρούριο Ανατολού Χισάρ.

Ελέγχοντας τα δύο αυτά καλά εξοπλισμένα φρούρια, θα μπορούσε να αποκόψει τον ανεφοδιασμό της Πόλης, αλλά και να στερήσει τα έσοδα από τους δασμούς που επέβαλε η Κωνσταντινούπολη στα πλοία, που ανεβοκατέβαιναν στο Βόσπορο. Αυτός ήταν άλλωστε ο στόχος, να εξαντληθεί δηλαδή η Πόλη από την έλλειψη τροφίμων και χρημάτων. Το χειρότερο όμως ήταν ότι το νέο φρούριο θα γινόταν η βάση από την οποία θα κατευθυνόταν η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί μεγάλος στόλο.

Η φήμη της κατασκευής του φρουρίου είχε ήδη κυκλοφορήσει από τις αρχές του 1452, για αυτό και ο Κωνσταντίνος, που είχε κατανοήσει το σχέδιο του σουλτάνου, έσπευσε να προσκαλέσει τους αδερφούς του στην Πελοπόννησο, να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη, για να ανανεώσουν τη συμφωνία που είχαν κάνει μεταξύ τους και να εξετάσουν από κοινού τις διαθέσεις του σουλτάνου, αλλά και τι έπρεπε να πράξουν. Η φήμη αυτή προκάλεσε απελπισία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γιατί ήταν πλέον εμφανές, ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα προς την πολιορκία της Πόλης.

Ο Κωνσταντίνος έστειλε επιπλέον στο Μωάμεθ πρεσβεία, για να διαμαρτυρηθεί, καθώς η περιοχή στην οποία γινόταν η κατασκευή του φρουρίου, δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του σουλτάνου. Η απάντηση του Μωάμεθ υπήρξε αλαζονική και σκληρότατη σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα και έδειχνε ότι ο σουλτάνος δεν είχε καμία διάθεση να υποχωρήσει γνωρίζοντας βέβαια πόσο ανίσχυροι ήταν οι Βυζαντινοί σε σχέση με τους Οθωμανούς του. Όταν ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε την αντίδραση και την απάντηση που έδωσε ο Μωάμεθ στους απεσταλμένους του ο Αυτοκράτορας οργίστηκε και θέλησε να κηρύξει αμέσως πόλεμο εναντίον του σουλτάνου.

Πολλοί όμως από τους κληρικούς και λαϊκούς συμβούλους του, όντας ψυχραιμότεροι κατάφεραν να τον αποτρέψουν να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Έπειτα από αυτό το γεγονός συνεχίστηκαν οι προπαρασκευές για την ανέγερση εκείνου του τόσο σημαντικού φρουρίου. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας στην ιστορία του: «Ο Μωάμεθ όταν άρχισε ο χειμώνας (1451 - 1452) έστειλε διατάγματα και διαγγέλματα σε ανατολή και δύση, σε όλες τις επαρχίες, να συγκεντρώσουν χίλιους επαγγελματίες οικοδόμους, όπως επίσης και ισάριθμους εργάτες και ασβεστάδες. Διέταξε με λίγα λόγια να προετοιμάσουν κάθε αναγκαίο υλικό για μεταφορά, ώστε την άνοιξη να είναι έτοιμοι για να κατασκευάσουν φρούριο στο Ιερό Στόμιο, πάνω από την Πόλη».


Οι προετοιμασίες συνεχίζονταν αδιάκοπα και με την έναρξη της άνοιξης οι τεχνίτες κατέφθασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη και άρχισαν οι εργασίες της ανοικοδόμησης. Ο ίδιος ο Μωάμεθ κατέφθασε από την Ανδριανούπολη, με σκοπό να επιβλέπει προσωπικά το χτίσιμο του φρουρίου. Η περιοχή που ορίστηκε ως καταλληλότερη για το χτίσιμο του φρουρίου ήταν μια απότομη ακτή κάτω από το Σωσθένιο, την οποία παλαιότερα ονόμαζαν Φονέα. Οι τεχνίτες που ανέλαβαν την κατασκευή του φρουρίου και οι εργάτες που ανέλαβαν τη μεταφορά οικοδομικών υλικών, όπως πέτρες και τούβλα, ήταν κυριολεκτικά αναρίθμητοι. Ακόμη και οι άρχοντες βοηθούσαν σε αυτή τη διαδικασία.

Τα υλικά τα έπαιρναν από ερείπια παλαιών ή αρχαίων ναών, οι οποίοι τύχαινε να βρίσκονται εκεί κοντά. Ο Δούκας αναφέρει και ένα επεισόδιο σχετικό με αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή κάποια μέρα και ενώ οι Τούρκοι μετέφεραν κολώνες από τα ερείπια του ναού του Ταξιάρχου Μιχαήλ, μερικοί από τους κατοίκους της Πόλης θεωρώντας ασεβή την πράξη αυτή βγήκαν από τα τείχη, για να τους εμποδίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν από τους Τούρκους και να θανατωθούν.

Ο Μωάμεθ όμως, δεν έδειξε τη σκληρότητα και την αλαζονεία του σε αυτό μονάχα το περιστατικό, καθώς επέτρεπε στους άνδρες του, να λεηλατούν συστηματικά τα Ελληνικά χωριά και να σκοτώνουν τους κατοίκους, όταν αυτοί προέβαλαν αντίσταση, στην προσπάθειά τους να σώσουν τις περιουσίες και τις οικογένειες τους. Για αυτό το λόγο ο Αυτοκράτορας έσπευσε άλλη μία φορά να διαμαρτυρηθεί στο σουλτάνο, αλλά η απάντηση του ήταν και πάλι κυνική και σκληρή. «Οι κάτοικοι των χωριών είναι υποχρεωμένοι να αφήνουν ανενόχλητους τους άνδρες του και να τους παρέχουν ό, τι τους ζητηθεί».

Και ενώ ο Κωνσταντίνος είχε παρακαλέσει το σουλτάνο να φροντίσει για την ασφάλεια των αγροτικών πληθυσμών, που ζούσαν έξω από τα τείχη, πληροφορήθηκε για τη σφαγή 40 περίπου κατοίκων των Επιβατών, από τους γενίτσαρους του Σπεντιάρ, γαμπρού του Μωάμεθ, συζύγου της αδερφής του, εξαιτίας ασήμαντης αφορμής. Και καθώς τέτοιου είδους περιστατικά με συμπλοκές Τούρκων και Χριστιανών αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο, ο Κωνσταντίνος έστειλε πρέσβεις στο σουλτάνο και του ανακοίνωσε, ότι γνωρίζει τις προθέσεις του και ότι είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί την Πόλη και τους κατοίκους της μέχρι τέλους.

Διέταξε ταυτόχρονα την κράτηση όλων των Τούρκων, οι οποίοι βρίσκονταν στην Πόλη. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και κάποιοι νεαροί ευνούχοι. Αυτοί παρακάλεσαν κλαίγοντας τον Αυτοκράτορα, είτε να τους αφήσει να φύγουν, είτε να τους σκοτώσει, διότι αν επέστρεφαν στο σουλτάνου αργότερα από την προθεσμία, που τους είχε ορίσει, τους περίμενε θάνατος. Ο Κωνσταντίνος τους λυπήθηκε και τους άφησε να φύγουν. Έπειτα από τρεις ημέρες άφησε ελεύθερους και όλους τους υπόλοιπους αιχμαλώτους, ενώ ταυτόχρονα παρείχε άσυλο σε όλους τους δυστυχείς αγρότες, που ζούσαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Κατόπιν έκλεισε τις πύλες της Πόλης. Ο πόλεμος είχε και τυπικά αρχίσει.

Τελικά κάτω από τη συνεχή πίεση του σουλτάνου και το άγρυπνο βλέμμα του η κατασκευή του φρουρίου ολοκληρώθηκε σε διάστημα πέντε μόλις μηνών, στις 31 Αυγούστου του 1452. Όπως μας πληροφορεί ο Κριτόβουλος ο ίδιος ο Μωάμεθ ανέλαβε το σχεδιασμό του φρουρίου και καθόρισε την ακριβή του θέση. Αρχικά πήρε την ονομασία Πασχεσέν ή Μπογκάζ Κεσέν, που στα Ελληνικά μεταφράζεται Λαιμοκοπία ή Κεφαλοκόπτης, ενώ αργότερα έμεινε γνωστό ως Ρούμελη Χισάρ. Σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro το νεοανεγερθέν φρούριο είχε εξαιρετικές δυνατότητες, καθώς ήταν πολύ καλά οχυρωμένο και από τη στεριά αλλά και από την πλευρά της θάλασσας.

Είχε αρκετά μεγάλο ύψος και πάχος περίπου τριάντα ποδών. Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει επίσης, ότι είχε τρεις πύργους, τους δύο με μέτωπο προς το εσωτερικό, για να εξασφαλίζουν την άμυνα εναντίον όσων πλησίαζαν προς τη θάλασσα, ενώ ο τρίτος ήταν παραθαλάσσιος και εξαιρετικά μεγάλου μεγέθους. Οι πύργοι είχαν μολύβδινη στέγη και το πλάτος του τείχους, που τους περιέβαλε ήταν είκοσι δύο πόδια, ενώ το πλάτος των πύργων, όπως αναφέρει και ο Δούκας, ήταν τριάντα πόδια. Στον πύργο του Χαλίλ Πασά τοποθετήθηκαν χάλκινοι σωλήνες, που ήταν ικανοί να εξαπολύουν πέτρες βάρους μεγαλύτερου των εξακοσίων λίτρων.

Ενώ ο γενικός διοικητής του φρουρίου Φερούζ Αγάς δεν θα επέτρεπε σε κανένα πλοίο, που ακολουθούσε τη διαδρομή Ελλήσποντος - Εύξεινος Πόντος και αντίστροφα, να περάσει από το στενό χωρίς πρώτα να κατεβάσει τα πανιά και να πληρώσει φόρο. Όλα τα πλοία που περνούσαν από το Βόσπορο θα έπρεπε να σταματούν εκεί και να πληρώσουν διόδια. Όποιο δεν σταματούσε θα βυθιζόταν από τα κανόνια, που είχαν τοποθετηθεί στα τείχη του φρουρίου. Οι χρονογράφοι Δούκας και Barbaro διασώζουν και ένα σχετικό περιστατικό, το οποίο αναφέρεται η βύθιση ενός Ενετικού πλοίου με κυβερνήτη κάποιον ονόματι Ρότζο από τους Τούρκους στις 26 Νοεμβρίου 1452.

Το πλοίο, το οποίο κατευθυνόταν από τον Εύξεινο πόντο προς την Κωνσταντινούπολη, φορτωμένο με κριθάρι, περνώντας από το Στενό δεν υπέστειλε τα ιστία του, με αποτέλεσμα να δεχθεί τον εκσφενδονισμό ενός τεράστιου λίθου, ο οποίος προκάλεσε τη βύθιση του. Το πλήρωμα, που αποτελούνταν από τον κυβερνήτη και τριάντα άνδρες κατόρθωσε να σωθεί και να βγει στη στεριά με μια βάρκα. Συνελήφθη όμως από τους Τούρκους και ο Μωάμεθ διέταξε να θανατωθούν.

Σχετικά με τον τρόπο της θανάτωσης τους ο Δούκας αναφέρει ότι οι ναύτες αποκεφαλίστηκαν και ο κυβερνήτης ανασκολοπίστηκε, ενώ ο Barbaro παραθέτει μια άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία κάποιοι από τους άνδρες του πληρώματος σφαγιάστηκαν άγρια κομμένοι στα δύο με πριόνι. Όταν έγινε γνωστή η είδηση της σφαγής στη Βενετία, προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και αλγεινή εντύπωση. Παρόλα αυτά όμως η Χριστιανική Ευρώπη δεν έκανε καμία προσπάθεια, να ξυπνήσει από το λήθαργο της και να δει κατάματα τον εχθρό, που βρισκόταν προ των πυλών και απειλούσε και τη δική της ειρήνη ευημερία.


γ) Το Κανόνι του Ουρβανού

Πολύ σημαντικό ρόλο όσον αφορά την επιτυχία της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι έπαιξε η απόκτηση, από την πλευρά των Τούρκων, μεγάλων και ισχυρών πυροβόλων ή κανονιών, με τα οποία ο Μωάμεθ κτύπησε τα τείχη της Πόλης προξενώντας πολλά ρήγματα και καταπονώντας τους πολιορκούμενους με τη συνεχή τους προσπάθεια να επισκευάσουν τις ζημιές. Ο σουλτάνος υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός στο σημείο αυτό. Το καλοκαίρι του 1452 παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη ένας Ούγγρος κατασκευαστής κανονιών ονόματι Ουρβανός, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αυτοκράτορα.

Ο Κωνσταντίνος όμως, καθώς τα οικονομικά της Πόλης ήταν πενιχρά, δεν ήταν σε θέση να πληρώσει ούτε για το φαγητό του τεχνίτη, πόσο μάλλον για τις πρώτες ύλες, που χρειαζόταν για την κατασκευή. Απελπισμένος τότε ο Ουρβανός κατέφυγε στο σουλτάνο. Ο Μωάμεθ τον δέχτηκε με χαρά και έσπευσε να μάθει περισσότερα για την τέχνη του και ιδιαίτερα για το αν ήταν ικανός να κατασκευάσει ένα κανόνι, που να εκτοξεύει πολύ μεγάλο λίθο, κατάλληλο για το πάχος και την αντοχή των τειχών της Πόλης.

Όταν ο Ούγγρος του δήλωσε, ότι ήταν ικανός, να φτιάξει ένα κανόνι, που θα μπορούσε να γκρεμίσει ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας, ο σουλτάνος τον προσέλαβε αμέσως δίνοντας του τέσσερις φορές μεγαλύτερο μισθό από εκείνον, που αν του τον έδινε ο Κωνσταντίνος, δεν θα εγκατέλειπε την Πόλη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο ιστορικός Κριτόβουλος δεν κάνει καμία αναφορά στον Ούγγρο μηχανικό, ενώ κάνει λόγο για πολλούς κατασκευαστές που βρίσκονταν κοντά στο σουλτάνο και επιπλέον η περιγραφή της κατασκευής και της λειτουργίας του κανονιού, την οποία παραθέτει είναι εξαιρετική.

Αμέσως άρχισε η συγκέντρωση του χαλκού και ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου κανονιού, η οποία και ολοκληρώθηκε μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής ο σουλτάνος θέλησε να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, για να σιγουρευτεί, ότι ίσχυαν οι υποσχέσεις του τεχνίτη σχετικά με την απόδοση και την αξιοπιστία του καινούργιου όπλου. Η δοκιμή σύμφωνα με το Δούκα έγινε στην Αδριανούπολη τον Ιανουάριο του 1453. Το κανόνι τοποθετήθηκε μπροστά από την πύλη της αυλής του παλατιού του σουλτάνου και ήταν αυτό, που σύμφωνα με τον ιστορικό Runciman, βύθισε το πλοίο του Ρίτζο, το οποίο είχε προσπαθήσει να διαπλεύσει το Στενό, αγνοώντας τις διαταγές του σουλτάνου.

Ο πλοίαρχος και οι τριάντα ναύτες κατάφεραν να σωθούν με μία βάρκα. Όταν όμως βγήκαν στη στεριά, οι Τούρκοι τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν μπροστά στο σουλτάνο. Ο ίδιος ο ναύαρχος θανατώθηκε δια ανασκολοπισμού, ενώ ο σουλτάνος κράτησε έναν νεαρό, γιο του Δομήνικου Ντι Μαΐστρι και τον έκλεισε στο σεράι του. Από τους ναύτες άλλους τους θανάτωσε με βίαιο τρόπο και άλλους τους άφησε ελεύθερους να γυρίσουν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτά συνέβησαν σύμφωνα με το Barbaro στις 26 Νοεμβρίου 1452, επομένως το πιο πιθανό είναι η βύθιση του Ενετικού πλοίου να μην προήρθε από το συγκεκριμένο κανόνι, καθώς αυτή προηγήθηκε της ολοκλήρωσης και της δοκιμής του.

Από την προηγούμενη ημέρα ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής, ώστε να μην ξαφνιαστούν από τον τρομερό θόρυβο, ούτε να αποβάλουν οι γυναίκες, οι οποίες βρίσκονταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Το πρωί της επόμενης μέρας πραγματοποιήθηκε η δοκιμή, η οποία αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένη, καθώς ο κρότος ακούστηκε σε απόσταση εκατό σταδίων (που αντιστοιχεί σε περίπου είκοσι χιλιόμετρα) και ο λίθος προσγειώθηκε σε απόσταση ενός μιλίου ( δηλαδή περίπου χίλια εξακόσια μέτρα), ενώ άνοιξε τρύπα βάθους μιας οργιάς ( δηλαδή ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά) στο σημείο που έπεσε. Μετά την επιτυχημένη δοκιμή ο σουλτάνος διέταξε να μεταφερθεί το κανόνι έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Το εγχείρημα αποδείχτηκε πολύ δύσκολο δεδομένου των συνθηκών και των μέσων της εποχής εκείνης. Αρχές Φεβρουαρίου του 1453 άρχισαν οι προετοιμασίες για τη μεταφορά του νέου όπλου. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας χρειάστηκαν τριάντα άμαξες, τις οποίες έσερναν εξήντα βόδια, ενώ δίπλα από κάθε πλευρά του πυροβόλου προχωρούσαν διακόσιοι άνδρες, για να το ισορροπούν, ώστε να μη γλιστρήσει λόγω του τεράστιου όγκου και του μεγάλου βάρους του. Ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, από την άλλη μεριά σημειώνει ότι επικεφαλής της πορείας για τη μεταφορά του κανονιού ορίστηκε ο Σαρατζά Πασάς, και διαφοροποιείται από το Δούκα, όσον αφορά τα αριθμητικά δεδομένα τα σχετικά με τον αριθμό των υποζυγίων και των ανδρών, που συνόδευαν το κανόνι.

Ο Δούκας συνεχίζοντας τη διήγηση αναφέρει, ότι προπορεύονταν των αμαξών τριάντα τεχνίτες και διακόσιοι εργάτες, στους οποίους είχε ανατεθεί να εξομαλύνουν το δρόμο κατασκευάζοντας ξύλινες γέφυρες, όπου χρειάζονταν. Το ταξίδι διήρκεσε περισσότερο από δύο μήνες, μέχρις ότου να φτάσει το κανόνι σε απόσταση πέντε μιλίων από την Πόλη. Σύμφωνα πάντως με τη μαρτυρία του Κριτόβουλου από όλα τα πυροβόλα του Μωάμεθ τρία ήταν τα πιο ισχυρά και μαζί με αυτά και το τεράστιο κανόνι του Ουρβανού και αυτά επιλέχθηκαν να τοποθετηθούν απέναντι από το Μεσοτείχιο, στην κοιλάδα του Λύκου, στο σημείο που θεωρούνταν το ασθενέστερο, εκεί όπου είχε στηθεί και η σκηνή του σουλτάνου.

δ) Προετοιμασίες για την Πολιορκία

Όταν λοιπόν το κανόνι έφτασε στον καθορισμένο τόπο διατάχθηκε ο Καρατζιά Πασάς να έρθει εσπευσμένα ως επικεφαλής της φύλαξης του αλλά και για να μην επιτρέπει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης να βγαίνουν έξω από τα τείχη της Πόλης. Από τις αρχές Μαρτίου ο σουλτάνος διέταξε κήρυκες και αγγελιοφόρους να μεταβούν σε όλες τις επαρχίες και να καλέσουν όλους όσους ήθελαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Πλήθος μισθοφόρων συνέρρεε και είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό όλων αυτών των τυχοδιωκτών, οι οποίοι έχοντας στο μυαλό τους το κέρδος από τη λεηλασία των αμύθητων, όπως πίστευαν, θησαυρών της θεοφύλακτης Πόλης, έφταναν κατά χιλιάδες να καταταγούν στο στρατό του σουλτάνου.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του σουλτάνου είχαν σπεύσει πολλοί Χριστιανοί υπήκοοι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος. Στα τέλη Μαρτίου οι προετοιμασίες του σουλτάνου είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και η πομπή των απειράριθμων Τούρκων, η οποία συνόδευε το τεράστιο κανόνι, έφτασε σε απόσταση οκτώ περίπου χιλιομέτρων από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι ιππείς του Καρατζιά Πασά κατά την πορεία τους προς την Πόλη λεηλάτησαν και κατέλαβαν τις κωμοπόλεις και τις μικρότερες πόλεις της πεδιάδας της Θράκης προκαλώντας πανικό και τρόμο στον πληθυσμό.


Κάποιες από τις πόλεις που έτυχαν της καταστροφικής μανίας των του Τουρκικού στρατού ήταν ο Άγιος Στέφανος, οι Επιβάτες, η Αγχίαλος, η Βιζύη και άλλες. Εξαίρεση αποτελεί η Σηλυβρία, η οποία αντιστάθηκε σθεναρά στις επιθέσεις των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου το κύριο σώμα του  Τουρκικού στρατού, το οποίο είχε ξεκινήσει από την Αδριανούπολη λίγες ημέρες πριν, φάνηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο σουλτάνος Μωάμεθ έχοντας ξεκινήσει στις 23  Μαρτίου ακολουθούμενος από την προσωπική του φρουρά, 12.000  περίπου γενίτσαρους και μερικές χιλιάδες σπαχήδες εγκατέστησε την πολυτελή σκηνή και το στρατηγείο του στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου σχεδόν απέναντι από την περιώνυμη πύλη του Αγίου Ρωμανού.

Τα στρατεύματά του κατέλαβαν την εκτεταμένη και πολλών χιλιομέτρων γραμμή κατά μήκος του χερσαίου τείχους, η οποία ξεκινούσε από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο. Η ολοκληρωτική πολιορκία της Πόλης ξεκινά επομένως, σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, στις έξι Απριλίου 1453, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ

Τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου κύλησαν ειρηνικά αν και γεμάτα αγωνία, καθώς η Αυτοκρατορία είχε προ πολλού αρχίσει να καταρρέει και δεν έδειχνε σημάδια ανάκαμψης. Από το 1451 όμως, έτος κατά το οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ ο Β' και ανέλαβε την εξουσία ο γιος του Μωάμεθ είχε γίνει φανερό, ότι στόχος του νέου σουλτάνου ήταν η Κωνσταντινούπολη και ότι προετοιμαζόταν, να δράσει όσο το δυνατό συντομότερα εναντίον της.

Αν και αρχικά ο Κωνσταντίνος προσπάθησε με διπλωματικά μέσα να αποφύγει τη σύγκρουση, διέβλεψε τον κίνδυνο πολύ νωρίς και για αυτό το λόγο πρώτο του μέλημα υπήρξε να βρει πόρους, για να ενισχύσει την παραπαίουσα οικονομία του Βυζαντινού κράτους και φυσικά την άμυνα της Πόλης. Χαρακτηριστική της διάθεσης αλλά και της διορατικότητας του Αυτοκράτορα είναι η απάντηση του προς το Μωάμεθ, την οποία διασώζει ο ιστορικός Δούκας και αναφέρει τα εξής:

«Επειδή έχεις ήδη διαλέξει το δρόμο του πολέμου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε μεταπείσω ούτε με όρκους, ούτε με κολακείες, πράξε λοιπόν ό,τι θέλεις. Εγώ καταφεύγω στο Θεό και αν Εκείνος θέλει να παραδώσει την πόλη αυτή στα χέρια σου, τότε ποιος μπορεί να πει όχι; Αν πάλι θελήσεις την ειρήνη, θα το δεχτώ με χαρά. Προς το παρόν όμως, πάρε πίσω τις συνθήκες και τους όρκους σου. Εγώ από δω και πέρα θα κρατώ κλεισμένες τις πύλες της Πόλης και θα υπερασπιστώ τους κατοίκους της, όσο αντέχει η δύναμη μου. Όσο για σένα, συνέχιζε να κυβερνάς σαν σκληρός δυνάστης, ώσπου ο Δικαιοκρίτης Θεός να αποδώσει σε καθέναν μας, σε εσένα και σε μένα, την αδέκαστη απόφαση Του».

Δεύτερο μέλημα του,  υπήρξε η συγκέντρωση τροφίμων μέσα στα τείχη της Πόλης, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το ενδεχόμενο μιας μακροχρόνιας πολιορκίας. Η Τουρκική πολιορκία του 1453 δεν ήταν η μοναδική στη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντινού κράτους. Η Περιώνυμος Πόλη έγινε στόχος από τον έβδομο ήδη αιώνα των Αβάρων, των Αράβων και των Περσών, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τα πλούτη και τους αμύθητους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης. Ακολούθησαν οι Φράγκοι, οι οποίοι και κατάφεραν το 1204 να την κυριεύσουν και να λεηλατήσουν τους πολύτιμους θρησκευτικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς, που διέθετε και να μεταφέρουν κάποιους από αυτούς στη Δύση.

Τέλος οι Τούρκοι προσπάθησαν δύο φορές ανεπιτυχώς στη διάρκεια των εξήντα προηγούμενων χρόνων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη μετά από πολιορκία. Τα πράγματα ήταν όμως πολύ διαφορετικά τότε και οι συνέπειες ελάχιστες γιατί, όπως παρατηρεί και ο Κριτόβουλος, είχε περισσότερους κατοίκους, άφθονα χρήματα και πλούσιο πολεμικό εξοπλισμό, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει επιτυχώς οποιαδήποτε επίθεση και πολιορκία. Την άνοιξη του 1453 όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο συγγραφέα, καθώς στο στενό του Βοσπόρου υπάρχουν τα δύο φρούρια, το Ανατολού και το Ρούμελη Χισάρ αντίστοιχα, και επομένως είναι αδύνατη η διέλευση βυζαντινών πλοίων.

Επιπλέον αναμενόταν μεγάλος Τουρκικός στόλος, έτοιμος να προσβάλει τα παραθαλάσσια τείχη και ήταν ελάχιστος ο αριθμός των κατοίκων της Πόλης σε σχέση με αυτόν των επιτιθέμενων. Ακόμη υπήρχε έλλειψη οικονομικών πόρων, δημόσιων και ιδιωτικών, έλλειψη ακόμη και των αναγκαίων αγαθών για επιβίωση και το χειρότερο δεν υπήρχε ελπίδα για κανενός είδους βοήθεια από πουθενά.

α) Εκκλήσεις προς τη Δύση για Βοήθεια

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ', όπως έχει ήδη αναφερθεί, είχε πολύ νωρίς αντιληφθεί την επικείμενη απειλή και τις εχθρικές διαθέσεις του νέου και φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ απέναντι στο Βυζαντινό κράτος. Καθώς όμως δεν υπήρχαν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την οργάνωση της άμυνας της Πόλης, η μόνη λύση για τη σωτηρία της ήταν η βοήθεια από τη Δύση, αλλά και από τους ηγεμόνες των άλλων  Χριστιανικών κρατών, καθώς οποιαδήποτε μέτρα και λαμβάνονταν, μικρή αποτελεσματικότητα μπορούσαν να έχουν, αν δεν συνοδεύονταν από μια ουσιαστική εξωτερική βοήθεια.

Οι τελευταίοι Παλαιολόγοι άλλωστε ήταν αναγκασμένοι, να χρησιμοποιούν την υπόσχεση της ένωσης των Εκκλησιών στις σχέσεις τους με τη Δύση και τον Πάπα με την ελπίδα, ότι αυτή θα έφερνε τη σωτηρία του κράτους τους. Επομένως από το 1451 υπήρξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα από βυζαντινής πλευράς με αποστολές πρεσβειών προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά το μόνο που κατόρθωναν να αποσπάσουν ήταν υποσχέσεις χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια. Οι δυτικοί ηγεμόνες άλλωστε θεωρούσαν ότι η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη, εφόσον και οι τελευταίες απόπειρες για μια οργανωμένη αντιμετώπιση του Ισλαμικού κινδύνου είχαν αποτύχει παταγωδώς.

Πίστευαν ότι είναι προτιμότερο να μην εμπλακούν σε μια ακόμη διαμάχη με το νέο σουλτάνο. Επιπλέον η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση στα Ευρωπαϊκά κράτη δεν ήταν καθόλου καλή, ώστε να αναλάβουν την ευθύνη να βοηθήσουν το Βυζάντιο, καθώς αντιμετώπιζαν δικά τους εσωτερικά προβλήματα, τα οποία τις είχαν κυριολεκτικά εξαντλήσει. Η αποσύνθεση και η ανικανότητα της Ευρώπης, η εγκληματική της αδιαφορία και αδράνεια δεν της επέτρεψαν, να πράξει αυτό, που ήταν χρέος της απέναντι στο Βυζάντιο, αλλά και σε τελική ανάλυση το συμφέρον της, ώστε να καταφέρει και η ίδια να επιβιώσει από τον Τουρκικό επεκτατισμό.


Υπήρχε επιπλέον η πεποίθηση, ότι ο Μωάμεθ ήταν νέος και άπειρος, άρα ακίνδυνος τόσο για το Βυζάντιο, όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη όμως και αν επιχειρούσε να πολιορκήσει την Πόλη τα τείχη της θεωρούνταν τόσο ισχυρά, ώστε να αποσοβήσουν τον κίνδυνο. Αποστολή πρεσβευτών στάλθηκε στον βοεβόδα της Βλαχίας και αντιβασιλέα της Ουγγαρίας Ιωάννη Ουνυάδη και στον Πάπα Νικόλαο Ε' θεωρώντας ότι μπορούσε να πιέσει, ώστε να οργανωθεί μια νέα σταυροφορία, η οποία θα μπορούσε να αναχαιτίσει τη δύναμη των Τούρκων.

Ο Ουνυάδης μάλιστα, σύμφωνα με το Σφραντζή, δέχτηκε να βοηθήσει τον Κωνσταντίνο, αν και είχε συνάψει τριετή συνθήκη ειρήνης με το Μωάμεθ, καθώς πίστευε, ότι η εκδίωξη του Τούρκου κατακτητή ήταν πια σχεδόν αδύνατη. Ο Πάπας υποσχόταν τη βοήθεια βέβαια, με απαραίτητο όρο να ανακληθεί και πάλι στον πατριαρχικό θρόνο ο πατριάρχης Γρηγόριος, ο οποίος ανήκε στη φιλοενωτική μερίδα και τον οποίο είχε καθαιρέσει η σύνοδος του 1450. Επίσης ζητούσε να τεθούν σε εφαρμογή οι αποφάσεις της συνόδου της Φλωρεντίας του 1439 και να γίνει πραγματικότητα η ένωση των εκκλησιών.

Ο Πάπας δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει και είχε σκληρύνει τη στάση του απέναντι στους Βυζαντινούς, ήταν δυσαρεστημένος με τις αμφιταλαντεύσεις και τις υπαναχωρήσεις τους, στο θέμα της ένωσης ιδιαίτερα μετά και τα παράπονα του πατριάρχη Γρηγορίου για τη στάση των ανθενωτικών το καλοκαίρι του 1451. Ο Πάπας φάνηκε να αγνοεί τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο Κωνσταντίνος και τόνισε, ότι το τίμημα μιας πιο ουσιαστικής βοήθειας από τη μεριά του ήταν η ανεπιφύλακτη αποδοχή των συμφωνημένων της συνόδου της Φλωρεντίας, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση του πατριάρχη Γρηγορίου στον πατριαρχικό θρόνο και τη μνημόνευση του ονόματος του Πάπα στις Ελληνικές εκκλησίες.

Ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι συμφωνούσε στο να πραγματοποιηθεί η ένωση από καθαρά ρεαλιστική σκοπιά, δηλαδή τη σωτηρία της Πόλης, ακόμη και αν αυτό σήμαινε, ότι δεν θα ήταν αγαπητός από τους υπηκόους του. Δεν ήταν φανατικός οπαδός της ένωσης αλλά είχε πεισθεί, ότι αυτή ήταν η μόνη ελπίδα. Στην Κωνσταντινούπολη από τη άλλη μεριά οι αντιδράσεις των ανθενωτικών ήταν εντονότερες και συσπειρώνονταν στο πρόσωπο του μοναχού Γεννάδιου, κατά κόσμον Γεώργιο Σχολάριο, ο οποίος υπήρξε από τους μεγαλύτερους αντιρρησίες της συνόδου. Άλλωστε η σκέψη της μεγάλης μάζας του λαού και του κλήρου ήταν πολύ δύσκολο να αλλάξει και τίποτα δεν μπορούσε να διαλύσει τα σύννεφα της προκατάληψης και του μίσους, που είχαν πυκνώσει με την πάροδο των χρόνων.

Ο Γεννάδιος ικέτευε το λαό να μείνει σταθερός και αταλάντευτος στην πίστη του, παρά στην ελπίδα για υλική βοήθεια από τους δυτικούς και τον Πάπα, γιατί θεωρούσε ότι είτε η βοήθεια θα ήταν ανεπαρκής, είτε ότι οι Λατίνοι θα ζητούσαν ανταλλάγματα, που θα ανάγκαζαν τους Ορθόδοξους να μολύνουν την πίστη τους. Άλλωστε ο ίδιος ανησυχούσε περισσότερο για το θρησκευτικό και κατ΄ επέκταση το δογματικό ζήτημα και τη σωτηρία των ψυχών του Βυζαντινού λαού, παρά για την απώλεια της Κωνσταντινούπολης, γιατί πίστευε ότι το τέλος του κόσμου πλησίαζε και δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας.

Ήταν φανερό ότι για τους ανθενωτικούς η ένωση αποτελούσε ένα ευτελές υλιστικό επιχείρημα και θεωρούσαν προτιμότερο να εμπιστευθεί ο αυτοκράτορας την τύχη της Πόλης στο Θεό, παρά στην υλική βοήθεια από τη Δύση. Άλλωστε το κλίμα που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν σε καμία περίπτωση φιλοδυτικό. Ωστόσο, όταν ο καρδινάλιος Ισίδωρος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 26 Οκτωβρίου 1452 μαζί με έναν μικρό αριθμό τοξοτών, έκανε εντύπωση στον λαό και προς στιγμήν η κοινή γνώμη φάνηκε να μεταστρέφεται υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών, καθώς υπήρχε η ελπίδα ότι το μικρό εκείνο σώμα θα ακολουθούνταν από μια μεγάλη δύναμη, γεγονός που προκάλεσε στη φιλοενωτική μερίδα κυρίως συναισθήματα χαράς και ενθουσιασμού.

Ο Ισίδωρος όμως, εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη για να επιβεβαιώσει και να γιορτάσει την ένωση των εκκλησιών σε μια τελετή στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και οι τοξότες, που έφερε μαζί του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια καλή χειρονομία. Ο λαός για αρκετό διάστημα ήταν διχασμένος. Οι ανθενωτικοί θεωρούσαν ότι ενεργούσαν ενάντια στην πατρίδα και όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται, ότι δεν θα ερχόταν η μεγάλη βοήθεια, στην οποία έλπιζαν, ξέσπασαν ταραχές. Τόσο μεγάλο ήταν το μίσος και η εχθρότητα, που έτρεφαν οι Βυζαντινοί ενάντια στον Πάπα και τους Φράγγους.

Καθώς ήταν νωπές οι μνήμες της προ δύο αιώνων αλώσεως της Πόλης από τους σταυροφόρους, ώστε ακόμη και στον έσχατο αυτό κίνδυνο, στον οποίο βρίσκονταν, να διακηρύττουν ότι «Κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῳ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἤ καλύπτραν Λατινικήν». Ο Λεονάρδος, που είχε φτάσει στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Ισίδωρο πρότεινε στον Κωνσταντίνο να καταστείλει τις εξεγέρσεις φυλακίζοντας τους υποκινητές καθώς η περηφάνια είχε κυριεύσει σχεδόν όλους τους Έλληνες και δεν ήθελαν να προδώσουν την πίστη τους. Η υπόδειξη ήταν φυσικά εσφαλμένη, γιατί θα προκαλούσε νέες αντιδράσεις, για αυτό και ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε στο να καλέσει την επιτροπή των αντιρρησιών στο παλάτι και να εκθέσουν τις απόψεις τους.

Η στάση και οι απόψεις του δεν ήταν βέβαια παράλογες, καθώς πέρα από τις δογματικές διαφορές πίστευαν, ότι η ένωση θα προκαλούσε σχίσμα μεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και των άλλων ορθόδοξων Εκκλησιών. Σε αυτή τη δεδομένη στιγμή όμως προτεραιότητα είχε η ένωση με τη Δύση, η οποία θα έφερνε πολύτιμη βοήθεια και όχι η ενότητα των ανατολικών Εκκλησιών που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Για αυτό το λόγο ο Κωνσταντίνος επεδίωξε την ύστατη εκείνη στιγμή, την φορτισμένη από φόβο και θρησκευτική υστερία, να θέσει σε εφαρμογή το ναυαγισμένο σχέδιο της εκκλησιαστικής ένωσης και στις 12 Δεκεμβρίου 1452 διακήρυξε σε μια τελετή σύμφωνη με το Ρωμαϊκό τυπικό στην Αγία Σοφία και ενώ ήταν παρών ο καρδινάλιος Ισίδωρος ως απεσταλμένος του πάπα την ένωση των Εκκλησιών.

Στη διάρκεια της τελετής μνημονεύτηκε το όνομα του Πάπα και του πατριάρχη, οι οποίοι απουσίαζαν και διαβάστηκαν τα διατάγματα της συνόδου της Φλωρεντίας. Δεν υπήρχε όμως ενθουσιασμός μεταξύ των Βυζαντινών και ελάχιστοι εκκλησιάζονταν από εκεί και πέρα στη Μεγάλη Εκκλησία. Προτιμούσαν άλλες μικρότερες εκκλησίες, που ήταν «αμόλυντες» και τηρούσαν το Ορθόδοξο τυπικό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και ενδόμυχα πιθανότατα πίστευαν, ότι, αν σωζόταν η Πόλη, η αναγκαστική αυτή ένωση θα ακυρωνόταν.


Σύμφωνα δε με τον ιστορικό Δούκα, καλόγριες, ηγούμενοι, ιερείς και πνευματικοί, μαζί με πλήθος λαϊκών και σε συνεννόηση με τον Γεννάδιο αναθεμάτιζαν όσους είχαν δεχτεί την Ένωση, ενώ ο αμόρφωτος όχλος βροντοφώναζε, ότι δεν θέλει την Ένωση, ούτε τη βοήθεια των Λατίνων. Η ιστορία απέδειξε ότι η Ένωση των Εκκλησιών ήταν ουσιαστικά ανέφικτη και ότι η αποδοχή της από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας και έπειτα στις τελευταίες κρίσιμες ώρες πριν από την Άλωση, υπήρξε πηγή αδυναμίας και μόνο, όπως ισχυρίζεται και ο ιστορικός C. Mijatovich, καθώς διαίρεσε τον Χριστιανικό κόσμο και παρέλυσε τις όποιες δυνάμεις είχαν απομείνει.

Από την άλλη μεριά βέβαια και οι ενωτικοί εξέφραζαν τα δικά τους σοβαρά επιχειρήματα, σχετικά με την άποψη που πρέσβευαν, γιατί η Βασιλεύσα κινδύνευε και η μόνη βοήθεια στην οποία μπορούσε να ελπίζει ήταν από τη Δύση. Εύλογα επομένως ήταν διατεθειμένοι, να θυσιάσουν τα πάντα, προκειμένου να σώσουν την εθνική τους ελευθερία.

β) Οργάνωση της Άμυνας

Εκτός από τη διπλωματική δραστηριότητα, που έλαβε χώρα κατά τα έτη 1452 ‐ 1453, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης όσο το δυνατόν καλύτερα, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη χρημάτων και την ανεπάρκεια στρατιωτικών δυνάμεων ικανών να επανδρώσουν τα τείχη και να ενισχύσουν τη φύλαξη της Πόλης. Η κινητοποίηση των κατοίκων αλλά και των ιθυνόντων ήταν άμεση και ιδιαίτερα επιτακτική, από τη στιγμή μάλιστα που έγιναν γνωστές οι προθέσεις του νέου σουλτάνου με την έναρξη των εργασιών για το χτίσιμο του φρουρίου, του Ρούμελη Χισάρ το Μάρτιο του 1452.

Όπως βεβαιώνουν και οι ιστορικοί της Άλωσης, ο Κωνσταντίνος έκανε ότι καλύτερο μπορούσε με τα λιγοστά μέσα τα οποία διέθετε και μάλιστα ο έμπιστος σύμβουλος του Σφραντζής, δηλώνει με αγανάκτηση εναντίον εκείνων, που κατηγορούσαν τον Αυτοκράτορα για αμέλεια, ότι ο Κωνσταντίνος, ό, τι μπορούσε να κάνει, το έκανε. Το μόνο που μπορούσε ακόμη να κάνει και δεν το έκανε, ήταν να εγκαταλείψει την Πόλη και να ζητήσει τη δική του σωτηρία μακριά από αυτή. Ο  Αυτοκράτορας σίγουρα ήταν ανήσυχος, αλλά όχι φανερά τουλάχιστον αποθαρρυμένος.

Δεν τον κατείχε ηττοπάθεια και επειδή πίστευε, ότι με τη βοήθεια του Θεού η Κωνσταντινούπολη θα έβγαινε άλλη μια φορά αλώβητη από αυτή τη δοκιμασία, προσπαθούσε με κάθε τρόπο και το πετύχαινε, να ενθαρρύνει το λαό του, αλλά και τους αξιωματικούς του και τους ξένους, οι οποίοι προσφέρθηκαν την κρίσιμη στιγμή, να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της Πόλης. Πρώτα από όλα ασχολήθηκε με την επισκευή των τειχών. Αναφερόμενοι στα τείχη της Κωνσταντινούπολης εννοούμε ένα σύνολο οχυρωματικών έργων, τα οποία επιδιορθώθηκαν ή τροποποιήθηκαν αρκετές φορές σε διαφορετικές εποχές.

Εντούτοις, η γενική διαμόρφωση των διαφόρων τμημάτων τους παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την πτώση του Βυζαντίου και, όπως ήταν φυσικό, καθοριζόταν από την τοπογραφία του χώρου. Έτσι, είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε μία πρώτη διάκριση μεταξύ των θαλάσσιων και των χερσαίων τειχών. Τα χερσαία τείχη, τα οποία εκτείνονταν από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, κτίστηκαν από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' το 413 μ.Χ. και ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς Θεοδοσιακά τείχη ή τείχος Θεοδοσιακόν.

Επειδή όμως τα τείχη αυτά δεν περιέκλειαν σημαντικό τμήμα της Πόλης, όπως το Επταπύργιον ή το Έβδομον, ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος τον 7ο αιώνα διέταξε να κατασκευαστεί νέο τείχος το επονομαζόμενο Μονότειχος για να ασφαλίσει το παλάτι και το ναό των Βλαχερνών, ενώ μετά τη δημιουργία του νέου τείχους κατεδαφίστηκε το παλιό. Τέλος ο Αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος από το 813 μ.Χ. έως και το 820 μ.Χ. ανήγειρε νέο μικρότερο τείχος, περίπου 100 μέτρων, χωρίς να κατεδαφίσει το εσωτερικό του Ηρακλείου. Τα θαλάσσια τείχη λόγω του ισχυρού Βυζαντινού ναυτικού και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της θάλασσας, είχαν μικρότερη σημασία.

Αντίθετα, τα χερσαία τείχη, επειδή εκτείνονταν σε έδαφος που δεν προσέφερε φυσική άμυνα, απαιτούσαν σημαντική κατασκευή, πιο πολύπλοκη και φυσικά πιο ισχυρή. Όλους τους χειμερινούς μήνες, με την προτροπή και τη συμμετοχή του Αυτοκράτορα, άνδρες και γυναίκες εργάζονταν με ζήλο νύχτα και μέρα συγκεντρώνοντας όπλα και προμήθειες, καθαρίζοντας τις τάφρους και επισκευάζοντας τα τείχη, καθώς πολλά μέρη του τεράστιου εκείνου οικοδομήματος είχαν υποστεί ρωγμές και είχαν καταπέσει. Επομένως υπήρξε ζωτικής σημασίας η επισκευή των ρηγμάτων και των ετοιμόρροπων μερών των χερσαίων τειχών.

Επιπλέον η εξωτερική προστατευτική τάφρος χρειάστηκε να καθαρισθεί και να εκβαθυνθεί και την εργασία αυτή φαίνεται, ότι ανέλαβε ο Ενετός πλοίαρχος Aluvixe Diedo, ο επικεφαλής τριών γαλέρων μαζί με τους άνδρες του, σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro. Η εργασία αυτή ξεκίνησε στις 14 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε το Μεγάλο Σάββατο στις 31 Μαρτίου του 1453. Ήταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο, που κυλούσε με ηρεμία για την Πόλη, καθώς τη Δευτέρα του Πάσχα θα εμφανίζονταν τα πρώτα τμήματα του Τουρκικού στρατού και θα άρχιζε η κρίσιμη και τελευταία πολιορκία.

Τα χερσαία τείχη είχαν προστατεύσει την Πόλη επί μία σχεδόν χιλιετία από τις διάφορες εχθρικές επιδρομές και από τις προηγούμενες Οθωμανικές απόπειρες κατάληψης της.Τα τείχη ήταν διπλά σε όλο το μήκος τους, εκτός από το Ηράκλειο τείχος, το οποίο ήταν μονό και χωρίς τάφρο και το οποίο αποτελούσε το αδύνατο σημείο της οχύρωσης. Στην ουσία, επρόκειτο για ένα σύνθετο οχυρωματικό έργο, αποτελούμενο από μια διπλή σειρά τειχών, χωρισμένη στο κυρίως τείχος και το προτείχισμα. Το εσωτερικό τείχος ήταν ψηλότερο, πιο παχύ και περιστοιχιζόταν από πύργους. Το εξωτερικό τείχος είχε εμφανώς μικρότερο ύψος.

Το εξωτερικό τείχος ήταν περίπου τέσσερα μέτρα από το επίπεδο του προαυλίου και γύρω στα οχτώ μέτρα στην εξωτερική πλευρά λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Ο χώρος μεταξύ των δύο τειχών ονομαζόταν περίβολος. Το σύνολο συμπληρωνόταν από μία αμυντική τάφρο, στο εξωτερικό του προτειχίσματος. Επειδή λοιπόν το Ηράκλειο τείχος ήταν πιο αδύναμο από την υπόλοιπη οχύρωση, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να ανοιχθεί μία τάφρος βάθους 2,5 μέτρων και μήκους 30 μέτρων. Τα χερσαία τείχη αποτελούσαν πάντοτε αγκάθι για τους εχθρούς της Πόλης και τους οδηγούσαν σε απόγνωση. Τώρα, στα 1453, αποτελούσαν την τελευταία ελπίδα των κατοίκων της Βασιλεύουσας.


Είχαν επισκευαστεί αρκετά καλά και μπορούσαν να κρατήσουν σε απόσταση κάθε συμβατική επίθεση, όχι όμως βομβαρδισμό βαρέως πυροβολικού και ήταν ζήτημα χρόνου η εξάντληση των προμηθειών και τα αποθέματα των υπερασπιστών. Άλλωστε με την ολοκλήρωση του Ρούμελη Χισάρ η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν για πρώτη φορά αποκομμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη τόσο από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας είχε ζητήσει να γίνει στρατολόγηση όλων των ανδρών, που μπορούσαν να πολεμήσουν. Ο ιστορικός Σφραντζής ανέλαβε αυτό το καθήκον και κάνει λόγο για 4.773 Έλληνες και περίπου 2.000 ξένους ικανούς να υπερασπιστούν την Πόλη.

Για την εξεύρεση οικονομικών πόρων ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να κάνει κάτι, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί άπρεπο και ιερόσυλο για κάποιον, που σέβεται τη θρησκεία και την εκκλησία. Επειδή το κράτος δεν είχε χρήματα, για να πληρώσει τους μισθούς των στρατευμένων, ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή να αφαιρέσουν από τους ναούς τα ιερά σκεύη, πού ήταν αφιερωμένα στο Θεό και να τα μετατρέψουν σε νομίσματα. Συμπληρώνει όμως ο συγγραφέας, που αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός, ότι οι δύσκολοι καιροί επέβαλαν να γίνει αυτή η ενέργεια και ότι ο Αυτοκράτορας είχε πρόθεση, αν σωζόταν η πόλη, να επιστρέψει όλα αυτά στο τετραπλάσιο.

Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος και οι άρχοντες της Πόλης, συνηθισμένοι από προηγούμενες πολιορκίες, φρόντισαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα τρόφιμα, για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση μακροχρόνιας πολιορκίας.

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Μέσα σε λίγες δεκαετίες οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Βαλκανικής και από το 1394 έως το 1402 έκαναν μια πρώτη απόπειρα να εξαναγκάσουν την Κωνσταντινούπολη σε παράδοση αποκλείοντάς την. Η ήττα των Τούρκων από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας (1402) και οι επακόλουθες συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη της οθωμανικής δυναστείας πρόσφεραν μια πρόσκαιρη ανακούφιση στο Βυζάντιο, αλλά μετά την ανάδειξη στην εξουσία του σουλτάνου Μουράτ Β' (1421) το οθωμανικό κράτος ανέκαμψε και η επικράτεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα περιορίστηκε πάλι στην Κωνσταντινούπολη και κάποιες παράκτιες πόλεις της Θράκης. 

Ωστόσο, έπειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα το 1422 δεν υπήρξε άλλη απευθείας επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1453. Βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες για τους Οθωμανούς ήταν η καλή οχύρωση της πόλης, η κυριαρχία των Βενετών και Γενουατών στη θάλασσα και ο φόβος πως η δέσμευση μεγάλων δυνάμεων σε μια πολιορκία θα ενθάρρυνε επιθέσεις από τις δυνάμεις της δυτικής χριστιανοσύνης (η σταυροφορία του 1444, η οποία κατέληξε στην πύρρειο τουρκική νίκη στη Βάρνα, είχε θορυβήσει ιδιαίτερα τους Οθωμανούς) ή εξεγέρσεις διεκδικητών του θρόνου.

Για τους Βυζαντινούς η μόνη μακροπρόθεσμη προοπτική επιβίωσης προϋπέθετε ενεργή στρατιωτική βοήθεια από τις Χριστιανικές δυνάμεις. Απαραίτητος όρος όμως ήταν η ένωση της Βυζαντινής Εκκλησίας με την Εκκλησία της Ρώμης, κάτι που δίχαζε βαθιά τη Βυζαντινή κοινωνία. Η ένωση τελικά συμφωνήθηκε κατά τη σύνοδο της Φεράρας - Φλωρεντίας (1438 - 1439), προσέκρουσε όμως στην αντίδραση μεγάλου μέρους του Ορθόδοξου ποιμνίου. Η προσπάθεια αποφυγής εσωτερικών κρίσεων πιθανότατα εξηγεί γιατί ο πατριαρχικός θρόνος της Κωνσταντινούπολης χήρευε το 1453, καθώς ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' δε στέφθηκε μετά την άφιξή του στη βασιλεύουσα το 1449.

α) Οι Αντίπαλες Δυνάμεις και η Διάταξη τους

Η έναρξη της πολιορκίας συνέπεσε με τον εορτασμό του Πάσχα, την πρώτη Απριλίου του 1453. Οι Χριστιανοί πολλές μέρες πριν παρακαλούσαν με αγωνία, να περάσουν τη Μεγάλη Εβδομάδα με ησυχία κάτι που πραγματικά συνέβη. Η Κυριακή του Πάσχα, η πιο σπουδαία μέρα της Ορθοδόξων, γιορτάστηκε με ένα μείγμα ευσέβειας και αγωνίας. Οι καμπάνες χτυπούσαν αναστάσιμα και μόνο η Αγία Σοφία παρέμεινε άδεια και σκοτεινή. Την επομένη, Δευτέρα δύο Απριλίου εμφανίστηκε έξω από τα τείχη το πρώτο απόσπασμα του εχθρού, αποτελούμενο από Οθωμανούς καβαλάρηδες.

Ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα τμήμα από αμυνόμενους, να τους αναχαιτίσει και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν μερικοί από τους εισβολείς. Καθώς κυλούσε η μέρα όμως έκαναν την εμφάνιση τους όλο και περισσότεροι Τούρκοι, για αυτό και οι αμυνόμενοι, που είχαν βγει για να απωθήσουν το πρώτο στράτευμα που είχε εμφανιστεί, υπό τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, οπισθοχώρησε και αποσύρθηκε μέσα στην Πόλη. Επιπλέον μετά από εντολή του Αυτοκράτορα και πάλι καταστράφηκαν οι όλες οι γέφυρες της τάφρου και οι πύλες κλείστηκαν.

Ένα μεγάλο φράγμα απλώθηκε στην είσοδο του λιμανιού του Κεράτιου κόλπου, που δεν ήταν άλλο από μια μεγάλη αλυσίδα στερεωμένη με το ένα άκρο στον πύργο του Ευγένιου και με το άλλο σε ένα πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Πέραν. Η Κωνσταντινούπολη οχυρώθηκε όσο το δυνατόν καλύτερα απέναντι σε ό, τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τις επόμενες μέρες ο στρατός του σουλτάνου άρχισε μεθοδικά, οργανωμένα και με καλό προγραμματισμό να συγκεντρώνεται έξω από την Πόλη. Στις 6 Απριλίου επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι κατέλαβαν τις τελικές τους θέσεις.

Ο ίδιος ο σουλτάνος στρατοπέδευσε στο λόφο του Μάλτεπε, στο κέντρο του στρατού και απέναντι από το μέρος των τειχών που θεωρούσε το καταλληλότερο για επίθεση, σε απόσταση βολής από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στο ίδιο σημείο όπου το 1422 διεξήγαγε την πολιορκία ο πατέρας του Μουράτ, σε σημείο τέτοιο όμως, ώστε να βρίσκεται όσο ήταν δυνατό πιο κοντά στα τείχη, αλλά παράλληλα έξω από τα όρια εμβέλειας των Χριστιανικών βολών με τόξα ή άλλου είδους βλητικές μηχανές. Μπροστά και στα πλαϊνά της σκηνής του σουλτάνου τοποθετήθηκαν οι γενίτσαροι και μπροστά από αυτούς, ακριβώς απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού.

Έπειτα ανέπτυξε τα στρατεύματα του με επικεφαλής τους διοικητές, υποδεικνύοντας στον καθένα τη θέση, την οποία είχε να διαφυλάξει και να υπερασπίζεται και έδινε οδηγίες στον καθένα για το τι πρέπει να κάνει. Ο Ζαγανός Πασάς με ένα τμήμα του στρατού στάλθηκε στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου και απλώθηκε στους λόφους γύρω από το Γαλατά, απομονώνοντας το Πέραν, για να επιβλέπει κάθε κίνηση των Γενουατών. Ο Καρατζά Πασάς, αρχηγός των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, από την άλλη μεριά, ανέλαβε την αρχηγία του αριστερού κέρατος της στρατιάς των πολιορκητών. Σκοπός του ήταν να κυκλώσει και να φυλάττει όλο εκείνο το τμήμα του χερσαίου τείχους, το οποίο εκτεινόταν από την Ξυλόπορτα, έφτανε μέχρι τα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου και κατέληγε στη Χαρίσια πύλη.


Στον Ισαάκ Πασά, που ήταν διοικητής των στρατιωτικών σωμάτων από την ανατολή, και στον Μαχμούτ βεζίρη ανέθεσε την πολιορκία των τειχών, που εκτείνονταν από το Μυριάνδριο, στα δεξιά της σκηνής του σουλτάνου και έφτανε ως τη Χρυσή πύλη, συμπεριλαμβανομένης και της παραλίας της Προποντίδας. Ο ίδιος ο Μωάμεθ, μαζί με τους δύο πασάδες Χαλήλ και Σαρατζά, ανέλαβε, όπως προαναφέρθηκε, την πολιορκία του κεντρικού τμήματος του χερσαίου τείχους, το οποίο θεωρούσε πιο αδύναμο και ευπρόσβλητο. Μαζί του είχε όλο τον προσωπικό του στρατό, τους καλύτερους πολεμιστές της αυλής του.

Ολόκληρη η πεδιάδα γέμισε σκηνές και ήταν αξιοπερίεργο θέαμα για τους αμυνόμενους να παρακολουθούν πάνω από τα τείχη το πολυάριθμο αυτό σμήνος που έμοιαζε «με αμέτρητους κόκκους άμμου απλωμένους». Κανένας άλλος Οθωμανός σουλτάνος δεν είχε ποτέ συγκεντρώσει τόσο πολυάριθμο στρατό σαν εκείνο που έφερε ο Μωάμεθ κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο στρατός του σουλτάνου λοιπόν, που αποτελείτο από στρατεύματα των ανατολικών και δυτικών επαρχιών του Οθωμανικού κράτους, αλλά και από τα επικουρικά στρατεύματα που όφειλαν τα υποτελή Χριστιανικά κράτη να στέλνουν, υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε περίπου 150.000.

Συνίστατο δε από το πεζικό, το ιππικό, το πυροβολικό και τους ελαφρά οπλισμένους (τοξότες, σφενδονιστές, ακοντιστές). Οι πολεμιστές αυτοί ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό. Έφεραν ασπίδες μικρές και μεγάλες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Εκτός όμως από τον τακτικό στρατό το κύριο σώμα του στρατού ακολουθούσε και ένας μεγάλος αριθμός σιτιστών, υπηρετών, τεχνιτών, αλλά και πλήθος ατάκτων, οι οποίοι ήθελαν να συμμετάσχουν στην τριήμερη λεηλασία, που είχε υποσχεθεί από πριν ο σουλτάνος.

Η προσδοκία της ανεξέλεγκτης αυτής διαρπαγής και λεηλασίας παντός αγαθού φαίνεται ότι αποτελούσε πολύ σοβαρό κίνητρο για μεγάλη μερίδα του Τουρκικού λαού κατά τις ημέρες εκείνες. Επιπλέον είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, ότι η εικόνα του Τουρκικού στρατού έξω από τα τείχη της Πόλης ήταν τόσο συγκεχυμένη, που ήταν αδύνατο, αν όχι ακατόρθωτο, να υπολογίσει κανείς με ακρίβεια τον αριθμό των πολεμιστών, αλλά και να τους διαχωρίσει από το πλήθος των βοηθητικών σωμάτων, που τους συνόδευαν. Οι παρατηρητές μπορούσαν να διακρίνουν από τον τρόπο της ενδυμασίας τους και από τα διαφορετικά χρώματα τα διάφορα σώματα του Τουρκικού στρατού, ενώ είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος, με τον οποίο σχολιάζει ο Φλωρεντινός έμπορος Tetaldi.

Για το ετερόκλητο αυτό πλήθος των πολεμιστών αναφέρει τα εξής: «Το ένα τέταρτο αυτών φορούσαν αλυσιδωτά πλέγματα ή δερμάτινους χιτώνες, πολλοί από τους άλλους ήταν οπλισμένοι όπως οι Γάλλοι, άλλοι σαν Ούγγροι και άλλοι πάλι, είχαν σιδερένια κράνη, τουρκικά τόξα και βαλλίστρες. Οι υπόλοιποι στρατιώτες δεν έφεραν εξοπλισμό, εκτός από ασπίδες και γιαταγάνια - ένα είδος Τουρκικού σπαθιού».   Τέλος κάτι άλλο που προκαλούσε έκπληξη σε όσους κοίταζαν από τα τείχη, ήταν ο πολύ μεγάλος αριθμός ζώων.

Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι «τα υποζύγια ήταν διπλάσια από τους ανθρώπους και ότι οι Τούρκοι ήταν τόσο προνοητικοί, ώστε να έχουν μαζί τους πάμπολλες καμήλες και μουλάρια με εφόδια, όχι μόνο για τα ίδια, αλλά και για τους άνδρες και τα άλογα, καθώς και ότι ο καθένας από αυτούς προσπαθούσε να κάνει επίδειξη, έχοντας μαζί του τα καλύτερα από τα ζώα του, άλογα, μουλάρια και καμήλες».

Το θέαμα του πλήθους αυτού των πολεμιστών, των υποζυγίων, των ατάκτων, των ιππέων, το νέφος σκόνης, που προκαλούνταν από την κίνηση τους, η κλαγγή των όπλων, ο θόρυβος, που προκαλούσε αυτή η λαοθάλασσα, η αντήχηση των σαλπίγγων, ο χτύπος των τυμπάνων, αλλά και ο θόρυβος των υποζυγίων θα πρέπει να ήταν περίεργο αλλά ταυτόχρονα και τρομακτικό θέαμα για τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και είναι πολύ δύσκολο, όπως αναφέρει ο ιστορικός G. Schlumberger, να το αναπλάσει κανείς στη φαντασία του.

Συμπερασματικά, όσον αφορά τον τακτικό Τουρκικό στρατό καταλήγουμε στο εξής: κατά την έναρξη της πολιορκίας ήταν γύρω στις 150 με 160 χιλιάδες και επομένως δεχόμαστε ότι ο ιστορικός Barbaro βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, ενώ είναι πολύ πιθανό ο αριθμός αυτός να αυξήθηκε σταδιακά φτάνοντας τις 200 χιλιάδες, καθώς η πολιορκία διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους ηγεμόνες και στρατιωτικούς αρχηγούς, υποτελείς του σουλτάνου να συγκεντρώσουν στρατό και να τον οδηγήσουν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με σκοπό να επωφεληθούν από την πιθανή άλωση της και να αποκτήσουν την εύνοια του σουλτάνου.

Οι αμυνόμενοι από την άλλη πλευρά ήταν πολύ λιγότεροι και υποχρεούνταν να καλύψουν όλο το μήκος των χερσαίων τειχών. Για το λόγο αυτό η αμυντική δραστηριότητα περιορίστηκε στα χερσαία τείχη, εφόσον λόγω των αντίθετων θαλάσσιων ρευμάτων του στη θάλασσα του Μαρμαρά, δεν αναμενόταν σημαντική επιθετική δραστηριότητα. Αρχικά ο Αυτοκράτορας, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ζήτησε από τον πιστό του φίλο Γεώργιο Σφραντζή, να κάνει μία μυστική απογραφή των ανδρών που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν είτε έμπειροι στρατιώτες, είτε έστω ικανοί να πολεμήσουν.

Μετά το πέρας της δυσάρεστης αυτής υπηρεσίας τα αριθμητικά δεδομένα υπήρξαν απογοητευτικά, καθώς υπήρχαν μονάχα 7.000 στρατιώτες, από τους οποίους οι 4.973 ήταν Έλληνες και 2.000 περίπου ξένοι, αριθμός μηδαμινός σε σχέση με το πολυάριθμο πλήθος των Τούρκων. Από αυτούς οι περισσότεροι Έλληνες δεν ήξεραν να πολεμούν και μάχονταν με ασπίδες, σπαθιά, ακόντια και τόξα περισσότερο βάσει ενστίκτου παρά ικανοτήτων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος ο Χίος. Το λιμάνι στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου ανέλαβε να προστατεύσει ο Βενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες.


Ενώ παράλληλα ο κόλπος ασφαλίστηκε με μια αλυσίδα, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, από τον Βαρθολομαίο Σολίγο, έπειτα από διαταγή του Αυτοκράτορα, η οποία τοποθετήθηκε στις 2 Απριλίου και με εννιά πλοία, τα οποία παρατάχθηκαν πίσω από αυτή υπό τις διαταγές του Diedo στις 9 του ίδιου μήνα. Η αλυσίδα ήταν από τη μια μεριά σφηνωμένη στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ από την άλλη στο πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Γαλατά, στη συνοικία του Πέραν. Η άμυνα όμως των πολιορκημένων παρουσίαζε ένα σοβαρότατο μειονέκτημα, το οποίο δεν ήταν άλλο από την έλλειψη εφεδρειών, ώστε να καλύπτονται τα κενά.

Υπήρχε μονάχα ένας μικρός αριθμός ιππέων οι οποίοι ήταν κατά πάσα πιθανότητα υπό τις εντολές του Λουκά Νοταρά και οι οποίοι περιέτρεχαν όλο το μήκος του τείχους ελέγχοντάς το. Στις 5 Απριλίου οι αμυνόμενοι κατέλαβαν τις θέσεις που τους είχε καθορίσει ο Αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος με τις καλύτερες δυνάμεις του τοποθετήθηκε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι ακριβώς από το σουλτάνο, καθώς πίστευε ότι εκεί θα ήταν το επίκεντρο των προσπαθειών των πολιορκητών, όπως πράγματι συνέβη. Ο ιστορικός Σφραντζής όμως μας παραθέτει και μία άλλη μαρτυρία σχετική με τον Αυτοκράτορα, σύμφωνα με την οποία ο Κωνσταντίνος έφιππος περιπολούσε μέρα και νύχτα τα τείχη και την πόλη, για να έχει τον πλήρη έλεγχο και να είναι γνώστης του τι συνέβαινε σε κάθε σημείο της πολιορκημένης βασιλεύουσας.

Ο Ιουστινιάνης μαζί με 700 Γενουάτες βρισκόταν στα δεξιά του Κωνσταντίνου στην πύλη του Χαρισίου. Ο Ιουστινιάνης είχε καταφθάσει από τη Γένοβα στις 26 Ιανουαρίου του 1453, με δύο τεράστια πλοία, έχοντας βαρύ και αποτελεσματικό εξοπλισμό, συνοδευόμενος από ένοπλους νέους, γεμάτους πολεμικό μένος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας. Ο ίδιος ο Ιουστινιάνης ήταν άνδρας ικανότατος, γενναίος και πολύ έμπειρος σε μάχες, το ίδιο και οι άνδρες του, που ήξεραν, όπως και ο αρχηγός τους, να μάχονται σε στεριά και θάλασσα. Όταν ο γενναίος πολέμαρχος αντιλήφθηκε, ότι οι Τούρκοι εστίαζαν τις επιθέσεις τους στο σημείο, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος, ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Αυτοκράτορα.

Άλλωστε, έχοντας την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα, επενέβη πιο πριν στην άμυνα της Πόλης και εξόπλισε το χερσαίο τείχος και τις επάλξεις του με πετροβόλα μηχανήματα και άλλα μέσα. Επιπλέον διάλεγε ο ίδιος τους μαχητές και επέλεγε τις θέσεις, από όπου θα μάχονταν, καθοδηγώντας τους με ποιο τρόπο θα αντιμετώπιζαν τους επιτιθέμενους και θα υπερασπίζονταν τα τείχη. Οι υπερασπιστές εξασκήθηκαν στο χειρισμό των όπλων, καθώς όλοι εκείνοι οι απλοί πολίτες, οι μοναχοί και οι εργάτες, θα αναλάμβαναν μαζί με τους λιγοστούς στρατιώτες, την προστασία και την άμυνα της πόλης και δεν είχαν την παραμικρή γνώση, όσον αφορά τα πολεμικά και τη στρατιωτική εκπαίδευση.

Ακόμη και το λιμάνι εξασφάλισε με φορτηγά και πολεμικά πλοία και εξόπλισε το θαλάσσιο τείχος, όπως ακριβώς το χερσαίο. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης με τους 700 Γενουάτες και τα δύο πλοία με τα οποία έφτασε για να συνδράμει στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης, ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια από όσες έλαβε η πολύπαθη Πόλη από την Ευρώπη. Ο Αυτοκράτορας, επειδή είχε χαρεί με τον ερχομό του Ιουστινιάνη και επειδή αντιλήφθηκε τις στρατιωτικές ικανότητες του, τον διόρισε πρωτοστράτορα, δηλαδή γενικό αρχηγό του στρατού, αναθέτοντας του ποικίλες αρμοδιότητες στην οργάνωση της άμυνας και του υποσχέθηκε τη νήσο Λήμνο με χρυσόβουλο, αν σωζόταν η Κωνσταντινούπολη.

Ο Σφραντζής αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμπατριώτες του ήταν λιγοστοί, ανέθεσε τη φύλαξη καίριων θέσεων στα τείχη και σε ξένους. Ο Ενετός Βάιλος Ιερώνυμος Μινότο βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών. Οι Καταλανοί ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξη της περιοχής του Βουκολέοντα μέχρι την περιοχή του Κοντοσκαλίου. Ο Ιάκωβος Κονταρίνι φύλαγε τα θαλάσσια τείχη μέχρι την περιοχή της Ψαμμαθίας και ο Γενουάτης Μανουήλ τη Χρυσή πύλη με τη συνοδεία 200 τοξοτών. Οι αδερφοί Παύλος και Αντώνιος Τρωίλο ανέλαβαν να προστατεύουν το Μυριάνδριο και κατάφεραν να αποκρούσουν πολλές επιθέσεις των Τούρκων.

Στο Θεόφιλο Παλαιολόγο ανατέθηκε η φύλαξη της πύλης της Πηγής (Σηλυβρίας), ενώ ο Θεόδωρος Καρυστηνός μαζί με το Γερμανό Ιωάννη Γκραντ βρίσκονταν στην Καλιγαρία πύλη. Οι Γενουάτες Ιερώνυμος και Λεονάρδος βρίσκονταν στην Ξυλόπορτα, ενώ ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν επικεφαλής της φύλαξης της περιοχής του Κυνηγεσίου ως την περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του Πετρίου ως την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας. Τέλος τη φύλαξη της Ωραίας πύλης ανέλαβαν οι ναυτικοί από την Κρήτη. Τα θαλάσσια τείχη ήταν αραιότερα επανδρωμένα.

Οι άπειροι πολεμικά μοναχοί ανέλαβαν τη φύλαξη των θαλάσσιων τειχών από την πλευρά του Μαρμαρά, όπου δεν αναμενόταν σημαντική επίθεση. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν τοποθετημένος ο Ορχάν με τους Τούρκους στρατιώτες του. Κοντά στο Ιερό Παλάτι βρίσκονταν οι Καταλανοί με επικεφαλής τους τον Περέ Χούλια. Ο Ενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του λιμανιού στον Κεράτιο κόλπο. Ο Αντώνιος Διέδο είχε αναλάβει τη διοίκηση των πλοίων στο λιμάνι. Ο Δημήτριος Καντακουζηνός και ο γαμπρός του Νικηφόρος Παλαιολόγος μαζί με 700 άνδρες αποτελούσαν απόσπασμα εφεδρείας έτοιμο να παρέμβει σε όποιο σημείο της πόλης υπήρχε ανάγκη.

Υπήρχαν και άλλοι πολλοί επιφανείς Βυζαντινοί, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην άμυνα της Πόλης και οι οποίοι δεν κατονομάζονται είτε προφανώς γιατί δεν είχαν καταλάβει τόσο καίριες θέσεις, είτε για να μη γίνει η αφήγηση βαρετή. Ο Barbaro, ο οποίος εστιάζει κυρίως στις θέσεις των συμπατριωτών του, αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας ανέθεσε τη φύλαξη τεσσάρων πυλών σε Βενετούς: τη Χαρσία πύλη στον Catarin Contarini, τη δεύτερη πύλη, την οποία δεν ονομάζει στον Fabruzi Corner, την τρίτη και επονομαζόμενη πύλη της Πηγής στον Nicolò Mozenigo και την τέταρτη και τελευταία, μπροστά από το παλάτι του Εβδόμου, στον Dolfin Dolfin.

Οι ευπατρίδες αυτοί της Βενετίας είχαν παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στον Αυτοκράτορα και του είχαν ζητήσει να μεριμνήσει για τη φύλαξη των τεσσάρων πυλών και ο Αυτοκράτορας τους εμπιστεύθηκε δίνοντας στον καθένα το κλειδί της πύλης, που θα είχε στη δικαιοδοσία του και όπως αναφέρει ο Barbaro, τις φύλαγαν με επιμέλεια και με την καλύτερη δυνατή φρουρά. Πέραν όμως των διαφορετικών στοιχείων, που παρουσιάζουν οι πηγές σχετικά με τις θέσεις των αμυνομένων, γεγονός το οποίο είναι εύλογο, αν σκεφτεί κανείς, ότι γίνονταν αναπροσαρμογές στις τάξεις των πολιορκημένων, είτε για να καλυφθούν κενά στην άμυνα, είτε γιατί υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη σε κάποια σημεία, λόγω ξαφνικών επιδρομών των Τούρκων, το ουσιαστικό είναι, ότι ο Αυτοκράτορας έπρεπε να περιοριστεί στο έμψυχο δυναμικό της πόλης του, καθώς ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν περισσότεροι στρατιώτες στην Κωνσταντινούπολη.


Ούτε η Πελοπόννησος ήταν σε θέση να στείλει στρατιώτες διότι βρισκόταν σε πόλεμο με τον Τουραχάν, πόλεμο τον οποίο είχε πολύ έξυπνα διατάξει ο Μωάμεθ, για να αποκόψει κάθε απόπειρα βοήθειας από το μόνο ζωτικό κομμάτι που ακόμη ανήκε στη δικαιοδοσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Τουρκικός στόλος από την άλλη μεριά, που αποτελούνταν από 350 πλοία και άλλα μικρότερα, με αρχηγό τον ναύαρχο Μπαλτόγλου, έφτασε στις 12 Απριλίου και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ο στόλος περικύκλωσε όλο το τείχος από τη μεριά της θάλασσας, από το ακρωτήριο της Χρυσής μέχρι το λιμάνι του Γαλατά.

Η αποστολή του Τουρκικού στόλου ήταν να αποκλείσει την Πόλη από τη θάλασσα, ώστε να μην μπορεί να δεχτεί κανενός είδους βοήθεια, είτε αυτή ήταν στρατιωτική ενίσχυση, είτε ανεφοδιασμός με τρόφιμα ή πολεμοφόδια. Επιπλέον γινόταν προσπάθεια τα Τουρκικά πλοία να χτυπήσουν και να σπάσουν την αλυσίδα, που είχαν τοποθετήσει οι Βυζαντινοί στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου. Ήταν η πρώτη φορά στη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που η Κωνσταντινούπολη ήταν αποκλεισμένη από τη μεριά της θάλασσας και αυτό το γεγονός, όπως ήταν επόμενο, δυσχέραινε τη θέση των αμυνομένων, καθώς η έλλειψη εφοδίων και τροφίμων ήταν πρόβλημα ζωτικής σημασίας, αλλά και από άποψη άμυνας τους ανάγκαζε να απασχολούν μέρος των ήδη λιγοστών δυνάμεων τους στα θαλάσσια τείχη.

β) Σημαντικά Επεισόδια στην Ξηρά κατά τη Διάρκεια της Πολιορκίας

Η πύλη του Αγίου Ρωμανού απέναντι από την οποία στρατοπέδευσε ο Μωάμεθ, ήταν το πιο ευάλωτο τμήμα των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης. Γι΄ αυτό το λόγο άλλωστε, ο σουλτάνος εγκατέστησε εκεί το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού, μαζί με άλλα μικρότερα. Άλλωστε και ο ίδιος ο Μωάμεθ, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κριτόβουλου, πίστευε, ότι έπρεπε το τείχος να βάλεται ταυτόχρονα σε πολλά σημεία, ώστε να είναι πιο αποτελεσματική μια Τουρκική επίθεση σε πολλά μέτωπα, η οποία θα ξάφνιαζε τους αμυνόμενους και δεν θα τους έδινε την ευκαιρία να ανασυνταχθούν και να την αποκρούσουν επιτυχώς.

Σύμφωνα με τους περισσότερους χρονογράφους υπήρχαν 14 θέσεις πυροβολείων, όπου οι  Τούρκοι είχαν τοποθετήσει κανόνια και έβαλαν κατά των τειχών. Εξαιτίας των τεράστιων λίθων, που εκσφενδόνιζαν, καταστράφηκαν πολλά αξιόλογα κτίρια κοντά στα τείχη και μαζί με αυτά και το παλάτι των Βλαχερνών. Τα κανόνια και οι κάθε είδους βλητικές μηχανές του σουλτάνου προκαλούσαν τρόμο και πολλές ζημιές στα τείχη και τους πύργους και δεν έπαυαν να τα πλήττουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Σχετικά με το χρόνο έναρξης των βομβαρδισμών θα πρέπει να αναφερθεί, ότι τοποθετείται στις 12 Απριλίου. Η πρώτη απογοήτευση για το σουλτάνο δεν άργησε να έρθει.

Το τεράστιο κανόνι του Ούγγρου μηχανικού κατά τη διάρκεια μίας εκπυρσοκρότησης διαλύθηκε και έγινε κομμάτια, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί Τούρκοι. Όταν το έμαθε ο Μωάμεθ στενοχώρηθηκε πολύ και διέταξε να κατασκευάσουν ένα καινούργιο, μεγαλύτερο και πιο ισχυρό. Ο σουλτάνος άλλωστε, ήθελε με κάθε τρόπο να κυριεύσει την Πόλη και δεν φειδόταν χρημάτων, γι΄ αυτό και σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, κάλεσε τους μηχανικούς και τους χορήγησε τα απαιτούμενα υλικά, διατάζοντας τους να κατασκευάσουν μία τέτοιου είδους πολεμική μηχανή, ικανή να κατακρημνίσει το τείχος, όπως και τελικά έγινε.

Για να πετύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα οι Τούρκοι αρχικά χρησιμοποιούσαν τα μικρότερα κανόνια, στοχεύοντας προς συγκεκριμένα σημεία, τα οποία βρίσκονταν σε σχετικά μικρή απόσταση μεταξύ τους και έπειτα χτυπούσε το μεγάλο κανόνι σε ένα ενδιάμεσο σημείο, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται μεγάλο μέρους του τείχους. Τέτοια κανόνια, καθώς χρησιμοποιούνταν πρώτη φορά στην ιστορία των πολέμων, απαιτούσαν μεγάλη ώρα προετοιμασίας και επομένως ήταν συγκεκριμένος και σχετικά μικρός ο αριθμός των βολών που μπορούσαν να ρίξουν στη διάρκεια της ημέρας. Οι πολιορκημένοι, από την άλλη μεριά, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προστατεύσουν τα τείχη από τις επικίνδυνες βολές των κανονιών.

Ο Κριτόβουλος αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι οι αμυνόμενοι αρχικά τοποθέτησαν μεγάλα προεξέχοντα δοκάρια και κρέμασαν στο εξωτερικό μέρος των τειχών σάκους γεμάτους μαλλί και άλλα υλικά, για να απορροφούν τη δύναμη των λίθων. Επειδή όμως αυτό το τέχνασμα δεν είχε θετικά αποτελέσματα, επινόησαν κάτι άλλο. Έπαιρναν ξύλινα δοκάρια, τα κάρφωναν σταυρωτά και έφραζαν τα γκρεμισμένα τμήματα του εξωτερικού τείχους. Έπειτα έριχναν ενδιάμεσα διάφορα υλικά, πέτρες, ξύλα, χόρτα, καλάμια, κλαδιά και δέρματα ζώων ανακατεμένα με πηλό. Με αυτό τον τρόπο γέμιζε το κενό και δημιουργούνταν υψηλό τείχος στη θέση του εκείνου του σημείου του τείχους, που είχε γκρεμιστεί.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί η μία και μοναδική έξοδος των πολιορκημένων, η οποία πραγματοποιήθηκε, πριν ακόμη συγκεντρωθεί το πολυάριθμο πλήθος του Τουρκικού στρατού και πριν λάβουν πολιορκητές και αμυνόμενοι τις τελικές τους θέσεις. Αυτή η έξοδος στέφθηκε με επιτυχία, καθώς οι υπερασπιστές της Πόλης επιτέθηκαν σε ένα άτακτο τμήμα του Τουρκικού στρατού, σκότωσαν αρκετούς και τραυμάτισαν ακόμη περισσότερους. Σχεδόν αμέσως όμως εμφανίστηκε ένα άλλο πολυπληθές τμήμα του εχθρικού στρατού, το οποίο καταδίωξε τους Έλληνες και τους ανάγκασε να μπουν μέσα στην πόλη.

Έπειτα από αυτό το περιστατικό οι αμυνόμενοι κλείστηκαν στα τείχη και δεν έγινε καμία άλλη απόπειρα τέτοιου είδους, αλλά αρκέστηκαν στην άμυνα και την προστασία της πόλης μέσα από τα τείχη. Η αλήθειά είναι όμως ότι οι αδιάκοποι Τουρκικοί βομβαρδισμοί προξενούσαν σημαντικές βλάβες στα τείχη, ανοίγοντας τρύπες και δίνοντας την ευκαιρία στους πολιορκητές, να προσπαθούν, να εισβάλουν στο εσωτερικό της πόλης κάνοντας εφόδους και γεμίζοντας τις τάφρους. Τα Μεσαιωνικά τείχη, τα οποία είχαν προσφέρει προστασία στην Κωνσταντινούπολη για πολλούς αιώνες, ήταν πλέον ανεπαρκή.

Ο Σφραντζής αναφέρει, ότι ήταν φοβερό να βλέπει κανείς τη ζωώδη μανία των εχθρών κατά τη διάρκεια αυτών των εφόδων. Λόγω του συνωστισμού, πολλοί από τους Τούρκους έπεφταν μέσα στην τάφρο, βρίσκοντας φρικτό θάνατο, καθώς οι συμπολεμιστές τους, οι οποίοι έρχονταν μετέπειτα, δεν τους έβλεπαν και τους έθαβαν ζωντανούς, γεμίζοντας την τάφρο με ξύλα, χώματα και κάθε είδους άλλα υλικά. Αλλά συνέβαινε και το εξής ανήκουστο. Οι πιο δυνατοί να ρίχνουν ηθελημένα μέσα στις τάφρους τους πιο αδύναμους, με στόχο βέβαια να τις γεμίσουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα, για να καταφέρουν να εισέλθουν στην πόλη. Οι αμυνόμενοι από την άλλη μεριά έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να υπερασπίσουν τη ζωή και την πόλη τους.


Ενώ οι εχθροί καθ΄όλη τη διάρκεια της ημέρας γέμιζαν τις τάφρους, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης τις άδειαζαν τη νύχτα. Επιπλέον, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, επισκεύαζαν άμεσα τις ζημιές, που προκαλούσαν στα τείχη τα κανόνια των Τούρκων. Αποτελεί πραγματικότητα το γεγονός, ότι σε διάστημα λίγων ημερών από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και παρ΄όλες τις προσπάθειες των αμυνόμενων να προστατεύσουν και να συντηρήσουν τα τείχη, είχαν προκληθεί σημαντικές ζημιές και κατάρρευση σημαντικού τμήματος των εξωτερικών τειχών, αλλά και του εσωτερικού τείχους καθώς και δύο πύργων.

Χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια οι Τούρκοι κατάφεραν να μπαζώσουν μεγάλο μέρος της τάφρου, γεγονός που ενθάρρυνε το Μωάμεθ να αποτολμήσει έφοδο, ώστε να καταλάβει τα τείχη και να αλώσει την Πόλη. Η έφοδος αυτή πραγματοποιήθηκε στις 18 Απριλίου. Από τις 12 Απριλίου άλλωστε μέχρι και τις 18 του ίδιου μήνα δεν υπήρχε μεγάλη κινητικότητα ούτε στην ξηρά, αλλά ούτε και στη θάλασσα, εκτός βέβαια από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς που συνεχίζονταν μέρα και νύχτα και κάποιες μικροσυμπλοκές μεταξύ πολιορκητών και πολιορκημένων στα τείχη, όπως σημειώνει ο ιστορικός Barbaro. Στις 18 Απριλίου όμως, όπως έχει προαναφερθεί, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αξιόλογη απόπειρα κατάληψης της Πόλης από τους Τούρκους.

Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί, μεγάλο πλήθος Τούρκων πλησίασε στα τείχη. Ακολούθησε πανδαιμόνιο από τις κραυγές των επιτιθέμενων με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι είναι πολύ περισσότεροι από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Πραγματοποιήθηκαν συμπλοκές και η μάχη διήρκεσε τέσσερις ώρες. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να ανέβουν στα τείχη χρησιμοποιώντας κλίμακες, αλλά απωθούνταν από τους υπερασπιστές. Συγχρόνως ρίχνονταν βολές από τα κανόνια, οι οποίες προξενούσαν μεγάλες ζημιές στα τείχη. Ο Αυτοκράτορας όπως και όλοι οι υπόλοιποι μέσα στην Κωνσταντινούπολη είχαν φοβηθεί για το χειρότερο.

Υπήρχε η πεποίθηση, ότι η επίθεση αυτή ήταν γενικευμένη και οι αμυνόμενοι δεν ήταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν αυτό το ενδεχόμενο. Η σύρραξη όμως σταμάτησε τα ξημερώματα το ίδιο απότομα, όπως ακριβώς ξεκίνησε, με ανθρώπινες απώλειες από την πλευρά των Τούρκων και με μια δόση αισιοδοξίας για τους υπερασπιστές, καθώς είχαν καταφέρει να απωθήσουν τον εχθρό και μάλιστα χωρίς να σκοτωθεί ή να τραυματιστεί κανένας από την μεριά τους. Η έφοδος αυτή και η προσπάθεια του Μωάμεθ να αιφνιδιάσει τους αμυνομένους δεν πέτυχε, αλλά ήταν μόνο η αρχή.

Η Πόλη δεν ησύχασε. Καθημερινά οι Τούρκοι επιχειρούσαν ανάλογες εφόδους σε διαφορετικά σημεία του τείχους, ιδιαίτερα σε εκείνα που είχαν υποστεί ζημιές ή στα οποία είχαν δημιουργηθεί ρήγματα από τις συνεχιζόμενες βολές των κανονιών. Οι υπερασπιστές της πόλης από την άλλη μεριά μάχονταν με σθένος και κατάφερναν κάθε φορά να απωθούν τον εχθρό. Από τις καθημερινές αυτές επιθέσεις ξεχωρίζουν κάποιες, εξαιτίας του άμεσου κινδύνου στον οποίο περιήλθε η Πόλη, στην ένταση που προκάλεσαν και στον τρόπο με τον οποίο κατάφεραν οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, αλλά και οι λιγοστοί μαχητές της να τις αποκρούσουν. Τέτοιου είδους έφοδος ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαΐου.

Η επίθεση ξεκίνησε στις 4 η ώρα τη νύχτα, όπως αναφέρει ο Ενετός Barbaro, οπότε και εμφανίστηκαν 30.000 Τούρκοι μπροστά στα χερσαία τείχη, παρατεταγμένοι κατά το στρατιωτικό τρόπο, έχοντας μαζί τους μερικές πολεμικές μηχανές και στόχο να αιφνιδιάσουν τους υπερασπιστές και να εισέλθουν στην Πόλη. Οι εχθροί πλησίασαν τα τείχη με εκκωφαντικούς αλαλαγμούς, οι οποίοι σε συνδυασμό με τον ήχο των τυμπάνων και των σαλπίγγων προκάλεσαν πανδαιμόνιο. Ο τρομακτικός αυτός θόρυβος ακούγονταν καθαρά ως τον Κεράτιο κόλπο, όπως μας πληροφορεί ο Barbaro. Οι πολιορκημένοι πίστεψαν για άλλη μια φορά ότι πρόκειται για γενική επίθεση του εχθρού από ξηράς και από θαλάσσης, για αυτό και τα πληρώματα των χριστιανικών πλοίων τέθηκαν σε επιφυλακή.

Ο Τουρκικός στόλος όμως δεν κινήθηκε και η έφοδος στην ξηρά αποκρούστηκε επιτυχώς προκαλώντας παράλληλα μεγάλες απώλειες στον Τουρκικό στρατό. Η μάχη διήρκεσε λιγότερο από τρεις ώρες και καθώς οι εχθροί απομακρύνονταν άπρακτοι, αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στην πύλη του παλατιού, την οποία και έκαψαν, χωρίς ωστόσο να πετύχουν κάτι περισσότερο, μιας και οι αμυνόμενοι κατάφεραν να τους απομακρύνουν και από εκείνο το σημείο και να τους αναγκάσουν σε οπισθοχώρηση. Την ίδια τύχη είχε και μία ακόμη ισχυρή επίθεση των Τούρκων ενάντια στα τείχη, η οποία έλαβε χώρα λίγες μέρες αργότερα, στις 12 Μαΐου. Η επίθεση αυτή πραγματοποιήθηκε και πάλι εν μέσω νυκτός, με 50.000 άνδρες αυτή τη φορά.

Επιλέχθηκε ως καταλληλότερο σημείο η περιοχή, στην οποία βρισκόταν το παλάτι του Πορφυρογέννητου, τα τείχη του οποίου και περικυκλώθηκαν. Και πάλι η επίθεση αυτή προκάλεσε τρόμο στους πολιορκημένους κατοίκους, που πίστεψαν, ότι η Πόλη θα χανόταν εκείνη τη νύχτα. Για ακόμη μια φορά όμως οι φόβοι τους διαψεύστηκαν και ο άμεσος κίνδυνος αποσοβήθηκε, έστω και αν η ανακούφιση και η χαρά που προκάλεσε και αυτή η επιτυχία, έμελε να είναι πρόσκαιρη. Ο σουλτάνος στην προσπάθεια του να κυριεύσει την Πόλη και βλέποντας, ότι οι μέρες περνούσαν και οι προσπάθειες των ανδρών του δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, μηχανευόταν διάφορους τρόπους για να πετύχει το σκοπό του.

Ένας από αυτούς ήταν η κατασκευή υπόγειων στοών, οι οποίες ξεκινούσαν από το στρατόπεδο του και προχωρούσαν κάθετα προς τα τείχη της Βασιλεύσας, με στόχο να περάσουν κάτω από τα θεμέλια τους και να καταφέρουν οι άνδρες του, να εισέλθουν στην πόλη απαρατήρητοι και να αιφνιδιάσουν τους πολιορκημένους. Οι υπερασπιστές της πόλης όμως, αντιλήφθηκαν έγκαιρα το σχέδιο του σουλτάνου και έσπευσαν να εμποδίσουν τον εχθρό. Ο Ιωάννης Γκραντ, τον οποίο ο Σφραντζής αναφέρει απλά Ιωάννης ο Γερμανός, έμπειρος μηχανικός, ανέλαβε το δύσκολο έργο της απώθησης του εχθρού. Με την καθοδήγηση του οι πολιορκημένοι έσκαψαν μέσα από τα τείχη μία σήραγγα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασταυρωθεί με αυτή των Τούρκων.

Οι Χριστιανοί διοχέτευσαν μέσα στη σήραγγα ″ὑγρόν πῦρ″, με αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά και να καούν τα ξύλινα στηρίγματα της οροφής και των τοιχωμάτων της στοάς, τα οποία υποχωρώντας καταπλάκωσαν και παρέσυραν στο θάνατο τους πάνοπλους στρατιώτες του Μωάμεθ, που ήταν έτοιμοι να εισέλθουν στο εσωτερικό της πόλης. Και αυτό το τέχνασμα του σουλτάνου είχε αποτύχει και η Πόλη είχε σωθεί για ακόμη μία φορά. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ο Μωάμεθ παρά την αποτυχία αυτή δεν εγκατέλειψε το σχέδιο αυτό των υπόγειων στοών. Όπως σημειώνει και ο χρονογράφος Tetaldi 14 φορές προσπάθησαν οι Τούρκοι να εισέλθουν στην πόλη με αυτό τον τρόπο, αλλά απέτυχαν και τις δεκατέσσερις.


Οι αμυνόμενοι κάθε φορά αντιλαμβάνονταν έγκαιρα τις προσπάθειες αυτές, ακούγοντας τους κρότους από τα χτυπήματα των Τούρκων και τις εξουδετέρωναν διοχετεύοντας μέσα στις σήραγγες καπνό, δηλητηριώδη αέρια, νερό ή πυρπολώντας αυτές. Κάποιες φορές μάλιστα, όταν έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό, διεξάγονταν σφοδρές μάχες σώμα με σώμα κάτω από τη γη. Και ενώ οι μέρες κυλούσαν με αγωνία για τους πολιορκημένους, μία ακόμη επίθεση του εχθρού θα πραγματοποιηθεί στις 18 Μαΐου, με τη συνοδεία αυτή τη φορά μίας περίεργης πολιορκητικής μηχανής.

Επρόκειτο σύμφωνα με τις περιγραφές των χρονογράφων για έναν πανύψηλο πύργο, ψηλότερο από το εξωτερικό περιτείχισμα, τον οποίο έστησαν οι Τούρκοι πολύ κοντά στα τείχη, αφού προηγουμένως τον έσυραν επάνω σε τροχούς, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας. Ο πύργος αυτός ήταν κατασκευασμένος από γερά ξύλα και επενδυμένος από την εξωτερική πλευρά του με δέρματα από καμήλες, βουβάλια και άλλα βοοειδή. Μέσα ήταν ο μισός γεμάτος με πέτρες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βληθεί ούτε από κανόνια και τόξα, ούτε από κανενός άλλου είδους όπλο.

Είχε παράλληλα στο εσωτερικό του κλίμακες, που οδηγούσαν στα διάφορα τμήματα του πύργου, αλλά και εξωτερικές κλίμακες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι εχθροί, για να ανέβουν στα τείχη. Επιπλέον οι Τούρκοι είχαν κατασκευάσει ένα δρόμο, που ξεκινούσε από το οχυρό τους και κατέληγε μέσα στο στρατόπεδο. Πάνω από εκείνο το δρόμο είχαν τοποθετήσει κλαδιά από λυγαριές και φρύγανα και πάνω από αυτά δέρματα από καμήλες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός είδους προστατευτικού στεγάστρου, που τους έδινε τη δυνατότητα, να πηγαινοέρχονται ανενόχλητοι και χωρίς κανένα κίνδυνο από το οχυρό στο στρατόπεδο και το αντίστροφο.

Αυτή η κατασκευή έδινε τη δυνατότητα στον εχθρό από τη μία μεριά να σκάβει ανενόχλητος και να προσπαθεί να γεμίσει την προστατευτική τάφρο και από την άλλη να προκαλεί ζημιές στα τείχη και τους πύργους εξαιτίας της ρίψης σφαιρών από τον πύργο. Αρχικά οι αμυνόμενοι έμειναν έκπληκτοι αντικρύζοντας με μεγάλη περιέργεια τον τεράστιο πύργο, να στέκει απειλητικός απέναντι από τα τείχη. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι είναι άξιο απορίας το πώς κατασκευάστηκε μέσα σε λίγες μόνο ώρες μία τέτοιου είδους πολιορκητική μηχανή. Την έκπληξη των υπερασπιστών ακολούθησε ο φόβος, για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Όλοι οι κάτοικοι και μαζί ο Αυτοκράτορας και οι ευγενείς φοβόταν, ότι η πόλη θα κυριευόταν.

Και πραγματικά η μάχη που ακολούθησε υπήρξε σφοδρή. Διήρκεσε όλη την ημέρα και κατά τη διάρκεια της προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές στο τείχος της πύλης του Αγίου Ρωμανού. Κάποιοι Τούρκοι κατάφεραν να γεμίσουν την τάφρο με χώματα, κλαδιά και άλλα υλικά, ενώ άλλοι προσπαθούσαν, να ανέβουν στα τείχη. Οι αμυνόμενοι αντιστέκονταν σθεναρά και απέκρουαν τις επιθέσεις. Έριχναν τις κλίμακες από τα τείχη και εμπόδιζαν τους εχθρούς να ανέβουν σε αυτά. Όταν νύχτωσε, επειδή πολιορκητές και πολιορκημένοι ήταν εξαντλημένοι από τις αδιάκοπες εχθροπραξίες της ημέρας η μάχη σταμάτησε. Οι εχθροί αποσύρθηκαν, με σκοπό να ολοκληρώσουν το έργο τους με το πρώτο φως της επόμενης ημέρας.

Πίστευαν ότι θα ήταν εύκολο, να καταλάβουν την πόλη, αλλά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Όλη τη νύχτα οι αμυνόμενοι, άνθρωποι κάθε ηλικίας, με την παρότρυνση του Αυτοκράτορα και του Ιουστινιάνη, εργάστηκαν με ζήλο επισκευάζοντας τα τμήματα του τείχους, που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, καθαρίζοντας την τάφρο αλλά κυρίως πυρπολώντας και καταστρέφοντας το τεράστιο κατασκεύασμα του σουλτάνου. Έτσι, όταν το ξημέρωμα εμφανίστηκαν και πάλι μπροστά στα τείχη οι Τούρκοι, δεν πίστευαν αυτό που είχε συμβεί. Οι ελπίδες τους για εύκολη επικράτηση εξανεμίστηκαν, ενώ ο σουλτάνος ένοιωσε βαθιά απογοήτευση και ντροπή.
Ακόμη μία φορά οι αμυνόμενοι κατάφεραν να ξεπεράσουν τον ίδιο τον εαυτό τους και να κερδίσουν τις εντυπώσεις και το θαυμασμό του ίδιου του σουλτάνου.

γ) Σημαντικά Επεισόδια στη Θάλασσα κατά τον Πρώτο Μήνα της Πολιορκίας

Παράλληλα με τα επεισόδια, τα οποία συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας στην ξηρά, υπήρξαν στιγμές έντασης και αγωνίας για τους πολιορκημένους και στη θάλασσα. Σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως, είναι γνωστό, ότι τα Χριστιανικά πλοία βρίσκονταν παρατεταγμένα πίσω από την αλυσίδα, στον Κεράτιο κόλπο, ώστε να εμποδίζουν τον  Τουρκικό στόλο, να εισέλθει στην πόλη από το λιμάνι. Αρχηγός του Τουρκικού στόλου ήταν ο ναύαρχος Μπαλτόγλου. Περίπου στα μέσα Απριλίου ξεκινά πιο έντονα και η επιθετική δραστηριότητα του Τουρκικού στόλου.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, ο Μπαλτόγλου, αφού άφησε τα περισσότερα πλοία του να χτυπάνε την αλυσίδα και την είσοδο του λιμανιού, πήρε τα υπόλοιπα πλοία και με εντολή του Μωάμεθ, επιτέθηκε στην Πριγκηπόνησο, καθώς εκεί υπήρχε πολύ ισχυρό φρούριο με τριάντα κατάφρακτους πολεμιστές, που το υπερασπίζονταν γενναία. Αφού το περικύκλωσε και τοποθέτησε γύρω του κανόνια, άρχισε να το χτυπά, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί ένα τμήμα του. Έπειτα οι στρατιώτες του έκαναν έφοδο, αλλά δεν κατάφεραν, να το κυριεύσουν. Τελικά ο ναύαρχος αποφάσισε να βάλει φωτιά, για να το κάψει.

Καθώς ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα και έκαψε το φρούριο και πολλούς από τους κατοίκους. Όσοι κατάφεραν να σωθούν συνελήφθησαν από τους Τούρκους και οι μεν κάτοικοι αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι φρουροί διατάχθηκε να θανατωθούν. Μετά από αυτή την επιτυχία της κυρίευσης του φρουρίου της Πριγκηποννήσου ο Μπαλτόγλου επέστρεψε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εκεί όπου τα πολεμικά του πλοία ενεργούσαν επιθέσεις εναντίον της αλυσίδας και των Βυζαντινών πλοίων. Ο Μωάμεθ τις επόμενες ημέρες διέταξε το ναύρχο του, να κυριεύσει με κάθε τρόπο τον Κεράτιο κόλπο, ώστε η έφοδος που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εναντίον της Πόλης να είναι συντονισμένη και ταυτόχρονη, από την ξηρά και από τη θάλασσα.

Ο Μπαλτόγλου λοιπόν, αφού συγκέντρωσε όλα τα πλοία και τοποθέτησε επάνω σε αυτά πολύ καλά οπλισμένους στρατιώτες πραγματοποίησε έφοδο εναντίον των Χριστιανικών πλοίων και της αλυσίδας. Οι στρατιώτες του προχώρησαν με αλαλαγμούς και κραυγές και αφού κύκλωσαν τα πλοία του αντιπάλου, άρχισαν να τα χτυπούν με πέτρες, τόξα και βέλη. Έπειτα, όταν πλησίασαν περισσότερο προσπάθησαν να τα πυρπολήσουν ή επιχειρούσαν να ανέβουν σε αυτά. Η μάχη ήταν σφοδρή, το πάθος, η ένταση και η ορμητικότητα των Τούρκων μαχητών τεράστια.


Οι υπερασπιστές της Πόλης όμως ήταν πολύ καλά προετοιμασμένοι για μια τέτοια επίθεση και έχοντας διοικητή τους σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο το Μέγα Δούκα, Λουκά Νοταρά, κατάφεραν πολεμώντας από ψηλότερη θέση να τραυματίσουν και να σκοτώσουν πολλούς από τους επιτιθέμενους, ρίχνοντας εναντίον τους τόξα, ακόντια και βέλη. Ταυτόχρονα είχαν επινοήσει έναν ακόμη τρόπο με τον οποίο προξενούσαν σοβαρές ζημιές στους πολιορκητές. Είχαν δεμένες ψηλά στα τείχη πήλινες στάμνες γεμάτες με πέτρες και νερό, τις οποίες εξαπέλυαν με τεράστια ορμή επάνω στον εχθρό, με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τους Τούρκους σε οπισθοχώρηση.

Η μάχη ήταν αμφίρροπη, καθώς και οι δύο αντίπαλοι επιθυμούσαν την νίκη, οι μεν Τούρκοι για να καταφέρουν, να μπουν στο λιμάνι, οι δε Βυζαντινοί για να προστατέψουν το λιμάνι και τα πλοία και να απωθήσουν τον εχθρό. Τελικός νικητής και σε αυτή την περίπτωση αναδείχτηκε το πείσμα και η αγωνιστικότητα των πολιορκημένων, οι οποίοι κατόρθωσαν με τη γενναία τους αντίσταση και μαχητικότητα, να αποκρούσουν την Τουρκική επίθεση και να απομακρύνουν τον κίνδυνο για ακόμη μία φορά. Ένα περιστατικό, το οποίο σαφέστατα αξίζει να σημειωθεί, συνέβη στις 20 Απριλίου.

Τρία Γενουατικά πλοία με όπλα και εφόδια, τα οποία είχε στείλει ο Πάπας και έμειναν αποκλεισμένα στη Χίο, λόγω των αντίθετων ανέμων και μαζί με αυτά και ένα Αυτοκρατορικό, φορτωμένο με σιτάρι και έχοντας κυβερνήτη τον έμπειρο ναυτικό Φλαντανελλά, κατευθύνονταν προς τα Δαρδανέλλια και είχαν προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Όταν οι Τούρκοι σκοποί αντιλήφθηκαν, ότι τα πλοία έφταναν στην Πόλη, ειδοποίησαν το σουλτάνο, ο οποίος έσπευσε να δώσει διαταγές στον Μπαλτόγλου, το ναύαρχό του. Οι εντολές ήταν σαφείς. Τα Χριστιανικά πλοία έπρεπε, είτε να αιχμαλωτιστούν, είτε να βυθιστούν. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να φτάσουν στην Πόλη.

Διαφορετικά οι στρατιώτες του δεν θα έπρεπε να γυρίσουν ζωντανοί. Έπειτα ο Τουρκικός στόλος εξοπλίστηκε πλήρως με κάθε είδους οπλισμό και πλήθος μάχιμων στρατιωτών και έσπευσε, να πραγματοποιήσει τις εντολές του σουλτάνου. Ο Μπαλτόγλου, αφού συγκέντρωσε όλο το στόλο, όρμησε εναντίον των Χριστιανικών πλοίων. Αυτό, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ήταν και το μεγάλο του λάθος, καθώς τα πλοία δυσκολεύονταν σε κάθε τους προσπάθεια να ελιχθούν σε τόσο στενό χώρο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δούκας, οι κωπηλάτες δεν έβρισκαν χώρο να βυθίσουν στο νερό τα κουπιά τους.

Τα Τουρκικά πλοία αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας, αφού βγήκαν από τα αγκυροβόλια τους, περίμεναν τις Χριστιανικές ολκάδες έξω από το λιμάνι της Χρυσής πύλης, στο εσωτερικό της Προποντίδας. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, καθώς επικρατούσε νηνεμία και το θέαμα ήταν πραγματικά παράξενο, όλη η επιφάνεια της του νερού είχε καλυφθεί από τα τριακόσια πλοία των Τούρκων και τις πέντε ολκάδες του Αυτοκράτορα και έμοιαζε με στεριά. Η μάχη που έλαβε χώρα υπήρξε σφοδρότατη. Ο Τούρκος ναύαρχος με το πλοίο του επιτέθηκε πρώτος εναντίον της πρύμνης του Βυζαντινού πλοίου.

Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ναυμαχίας, η Τουρκική ναυαρχίδα είχε το έμβολο της βυθισμένο στην πρύμνη του Αυτοκρατορικού πλοίου, ενώ όλος ο Τουρκικός στόλος αγωνιζόταν με τρομερό σθένος, ζήλο και ορμή. Κάθε χριστιανικό πλοίο βρισκόταν κυκλωμένο από πολλαπλάσια Τουρκικά. Το ένα είχε πέντε γαλέρες γύρω του, το άλλο τριάντα φούστες, το τρίτο μαχόταν με σαράντα παρανταρίες. Η μάχη σώμα με σώμα στα καταστρώματα υπήρξε λυσσώδης. Ενώ οι Τούρκοι επετίθεντο με τόξα, πετροβόλα κανόνια και αναμμένους δαυλούς, οι αμυνόμενοι αντεπετίθεντο, έχοντας το πλεονέκτημα να μάχονται από ψηλότερη θέση, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να ελέγχουν καλύτερα την κάθε κίνηση του αντιπάλου.

Γενναιότερα από όλους αγωνιζόταν ο Φλαντανελάς, ο κυβερνήτης του Βυζαντινού πλοίου, ο οποίος έτρεχε από την πρύμνη στην πλώρη πολεμώντας σαν λιοντάρι και παρότρυνε με τις φωνές του τους συντρόφους του δίνοντας τους θάρρος. Κάποια στιγμή ο Τούρκος ναύαρχος διέταξε να επιτεθούν όλοι οι πολεμιστές του στο μέσον των Χριστιανικών πλοίων, οπότε η μάχη έγινε εκ του συστάδην. Πολλοί Τούρκοι προσπαθούσαν να πυρπολήσουν τα χαμηλά τμήματα των Χριστιανικών σκαφών, ενώ άλλοι προσπαθούσαν με σκοινιά και άγκιστρα να ανέβουν πάνω στα Βυζαντινά πλεούμενα. Η μάχη διήρκεσε μόνο δύο με τρεις ώρες, σύμφωνα με το Barbaro και δεν είχε νικητή.

Ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του και τα Χριστιανικά πλοία, που βρίσκονταν ακινητοποιημένα λόγω της νηνεμίας, εξακολουθούσαν να δέχονται τις επιθέσεις των Τούρκων και να αντιστέκονται σθεναρά. Οι αμυνόμενοι, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος, ήταν θωρακισμένοι και χρησιμοποιούσαν μεγάλους αμφορείς γεμάτους νερό, για να σβήνουν τις φωτιές, που έβαζαν οι επιτιθέμενοι ή εξακόντιζαν μεγάλους λίθους στα κεφάλια των εχθρών, με αποτέλεσμα είτε να καταποντίσουν, είτε να σκοτώσουν πολλούς.

Και ενώ τα πράγματα είχαν φτάσει σε κρίσιμο σημείο, καθώς υπήρχε φόβος ότι οι Τούρκοι θα συνέχιζαν τις επιθέσεις και κατά τη διάρκεια της νύχτας, φύσηξε ξαφνικά δυνατός νότιος άνεμος, ευνοϊκός για τα Χριστιανικά πλοία και καθώς ήταν ταχύτερα από τα Τουρκικά, κατόρθωσαν να φτάσουν στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου. Η βαριά αλυσίδα σηκώθηκε για λίγο και τα  Χριστιανικά πλοία πέρασαν πίσω από αυτή με ασφάλεια. Από την παραλία και τα τείχη, πολιορκητές και πολιορκημένοι παρακολουθούσαν με αγωνία την έκβαση της ναυμαχίας. Όταν και οι μεν και οι δε αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί ξέσπασαν οι μεν Βυζαντινοί σε ζητωκραυγές, οι δε Τούρκοι σε βρισιές και κατάρες.

Εντυπωσιακή ήταν η αντίδραση του Μωάμεθ, όπως περιγράφεται από τον ιστορικό Σφραντζή. « Όταν ο σουλτάνος είδε, ότι ο στόλος του, παρόλο που ήταν πολύ μεγαλύτερος και πιο καλά εξοπλισμένος από τα Χριστιανικά πλοία, δεν πέτυχε τίποτε, αλλά αποδείχτηκε κατώτερος από αυτά, τα οποία κατόρθωσαν να μπουν με ασφάλεια στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εξεμάνη, κατελήφθη από οργή και θυμό, μούγκριζε και έτριζε τα δόντια. Εκτόξευε ύβρεις κατά των ανδρών του, αποκαλώντας τους δειλούς, γυναίκες και άχρηστους. Έπειτα ανέβηκε στο άλογο του και όρμησε έφιππος μέσα στο νερό, με αποτέλεσμα τα περισσότερα ρούχα του να βραχούν. Τον ακολούθησαν και αρκετοί στρατιώτες του και έφθασαν στα πλοία».


Τελικά η οργή του σουλτάνου ξέσπασε στο πρόσωπο του ναυάρχου του, Μπαλτόγλου. Αρχική πρόθεση του Μωάμεθ ήταν να σκοτώσει το ναύαρχο του με ανασκολοπισμό. Έπειτα όμως από τις παρακλήσεις των πασάδων του, αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, αλλά φρόντισε πρώτα να τον καθαιρέσει από το αξίωμα του, να δημεύσει την περιουσία του, την οποία και μοίρασε στους γενιτσάρους και να τον εξευτελίσει με ραβδισμούς. Σε κάποιες μαρτυρίες, όπως αυτή του Δούκα, φαίνεται ότι ο Μπαλτόγλου έγινε στόχος και της οργής των γενιτσάρων, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του από πέτρα στο μάτι, γεγονός που του στοίχισε την όραση του.

Από την άλλη μεριά τον τραυματισμό του ναυάρχου από πέτρα, αναφέρει και ο Κριτόβουλος με τη διαφορά όμως, ότι ο τραυματισμός αυτός προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας και έγινε αφορμή να αποφύγει ο Μπαλτόγλου τη θανατική καταδίκη εκ μέρους του Μωάμεθ. Η αδικαιολόγητη αυτή αποτυχία του Τουρκικού στόλου εξόργισε όσο τίποτε το σουλτάνο, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει, ότι τέσσερα Χριστιανικά πλοία (ή όπως έχουμε δει προηγουμένως πέντε, σύμφωνα με μαρτυρίες άλλων χρονογράφων) κατάφεραν όχι μόνο να παρακάμψουν τα πολυάριθμα  Τουρκικά σκάφη, αλλά και να προκαλέσουν το θάνατο πολλών μελών του πληρώματος. Η ψυχή του Μωάμεθ ξεχείλιζε από θλίψη και αγανάκτηση.

Μόνη του σκέψη ήταν τι θα μπορούσε να κάνει για να αποκλείσει όσο το δυνατόν καλύτερα την Πόλη από την ξηρά και από τη θάλασσα και πώς θα αποκτούσε τον έλεγχο του Κεράτιου κόλπου. Ο σουλτάνος πέρασε την υπόλοιπη μέρα, αλλά και την επόμενη στην περιοχή του Διπλοκιόνιου, σκεπτόμενος με ποιο τρόπο θα μπορούσε να περάσει το στόλο του μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πλοία του δεν είχαν καταφέρει να σπάσουν τον αποκλεισμό και να παραβιάσουν την είσοδο του λιμανιού και την αλυσίδα. Μηχανεύεται λοιπόν ένα τέχνασμα, δηλαδή την κατασκευή δίολκου, μέσω της οποίας θα μετέφερε κάποια από τα πλοία του από την ξηρά μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης.

Διατάζει λοιπόν να διαμορφωθεί μία ομαλή οδός πίσω από τα τείχη του Γαλατά και να τοποθετηθούν κάποια από τα σκάφη πάνω σε τροχοφόρες εξέδρες, τις οποίες τραβούσαν με σκοινιά Τούρκοι στρατιώτες. Έτσι άρχισε ταχύτατα η ανέλκυση των πλοίων και ταχύτατα ολοκληρώθηκε και η μεταφορά τους μέσα σε διάστημα μίας μόνο νύχτας. Για να γίνει πιο εύκολη η κίνηση των πλοιαρίων στον τραχύ στεριανό δρόμο, τοποθετήθηκαν σανίδες αλειμμένες με λίπος βοδιών ή κριαριών, επάνω στις οποίες γλιστρούσαν ευκολότερα τα πλεούμενα.

Η επιχείρηση έλαβε χώρα τη νύχτα της 21 προς 22 Απριλίου και μεταφέρθηκαν 70 με 80 πλεούμενα από τη ναυτική βάση των Τούρκων στην περιοχή του Διπλοκιόνιου, στο Βόσπορο, μέσα στον Κεράτιο κόλπο, στα νώτα των Χριστιανικών πλοίων, που ήταν τοποθετημένα πίσω από τη βαριά αλυσίδα, που έφραζε την είσοδο του λιμανιού. Αυτή η ενέργεια του σουλτάνου μείωσε την αμυντική ικανότητα των πολιορκουμένων, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι τώρα να προστατεύουν και τα θαλάσσια τείχη από την πλευρά του Κερατίου κόλπου και σκόρπισε τον τρόμο μέσα στην Πόλη. Σύγχυση και θλίψη κατέλαβε τους πάντες.

Η χαρά των προηγούμενων επιτυχιών στην ξηρά (απόκρουση της Τουρκικής εφόδου στις 18 Απριλίου) και στη θάλασσα (επιτυχής είσοδος των Χριστιανικών πλοίων στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης στις 20 Απριλίου) σβήστηκε μπροστά στην αγωνία και το φόβο για τους κινδύνους που ενέκλειε η νέα πραγματικότητα. Έπρεπε σύντομα να ληφθούν μέτρα ώστε, να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Αποφασίστηκε η σύγκληση του συμβουλίου των δώδεκα, ενός συμβουλίου των πλοιάρχων των μεγαλύτερων πλοίων, ενετικών και Βυζαντινών, που βρίσκονταν μέσα στον Κεράτιο, σε συνεννόηση βέβαια με τον Αυτοκράτορα και τον Ιουστινιάνη. Στη διάρκεια του συμβουλίου ακούστηκαν πολλές προτάσεις.

Μία πρόταση ήταν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Γενουάτες του Πέραν και να πραγματοποιήσουν από κοινού μία γενική επίθεση κατά του Τουρκικού στόλου μέσα στο λιμάνι. Η πρόταση αυτή απερρίφθη, καθώς υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να μη γίνει αποδεκτή από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, για να μη χάσουν τα προνόμια που είχαν αποκτήσει από την τήρηση ουδετερότητας. Μία δεύτερη πρόταση ήταν, να αποβιβαστούν άνδρες από την Κωνσταντινούπολη στην απέναντι ακτή, εκεί όπου βρίσκονταν τα Τουρκικά πυροβολεία και να τα καταστρέψουν. Αν συνέβαινε αυτό θα ήταν πιο εύκολο έπειτα, να πυρπολήσουν τα εχθρικά πλοία που βρίσκονταν μέσα στον Κεράτιο.

Και η πρόταση αυτή όμως, είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη, καθώς ο αριθμός των στρατιωτών στην Πόλη ήταν πολύ μικρός και θα ήταν μεγάλο ρίσκο, να διακινδυνεύσουν για μία τόσο αβέβαιη επιχείρηση. Τελικά αποφασίστηκε η άμεση πυρπόληση των Τουρκικών πλοίων μέσα στο λιμάνι του Κεράτιου κόλπου. Η επιχείρηση αυτή απαιτούσε λιγοστούς ριψοκίνδυνους άνδρες και την ανέλαβε ένας έμπειρος ναυτικός, ο Ιάκωβος Κόκος, πλοίαρχος μίας γαλέρας από την Τραπεζούντα. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα, είχε αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί στις 24 Απριλίου, λίγες μόνο ώρες έπειτα από τη μεταφορά του Τουρκικού στόλου μέσα στον Κεράτιο.

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ο σουλτάνος είχε διατάξει να φτιάξουν μία πρόχειρη πλωτή γέφυρα μέσα στο λιμάνι από την οποία μπορούσαν να διέρχονται ελεύθερα οι στρατιώτες του περνώντας από τη μία παραλία του κόλπου στην απέναντι και πάνω στην οποία έστησε κανόνι, το οποίο έβαλε διαρκώς τα τείχη σε εκείνο το σημείο και δυσκόλευε τρομερά την άμυνα των πολιορκημένων. Σύμφωνα λοιπόν με την περιγραφή του Barbaro, στις 24 Απριλίου ο ναύαρχος Ιάκωβος Κόκος, ετοίμασε δύο πλοία καλά επενδυμένα γύρω γύρω με σάκους γεμάτους βαμβάκι και μαλλί, ώστε να μην μπορεί να τους προκαλέσει ζημιά κανένας κανονιοβολισμός και παράλληλα ετοιμάστηκαν δύο γαλέρες και δύο φούστες, για να συνεισφέρουν στην επιχείρηση.

Αφού λοιπόν είχε προηγηθεί η κατάλληλη προετοιμασία συγκεντρώθηκαν όλοι στη γαλέρα του Diedo, για να πάρουν την τελική απόφαση για την πραγματοποίηση του παράτολμου εγχειρήματος. Και ενώ οι περισσότεροι συμφωνούσαν να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο, το ίδιο εκείνο βράδυ, οι Γενουάτες του Γαλατά, οι οποίοι αντιλήφθηκαν το σχέδιο, έσπευσαν να στείλουν αντιπροσώπους στον Τούρκο σουλτάνο και να του το αποκαλύψουν, ενώ ταυτόχρονα ζήτησαν από τον ναύαρχο, να αναβάλει την επιχείρηση, με την υπόσχεση, ότι θα συνεισέφεραν και οι ίδιοι στην πυρπόληση του εχθρικού στόλου. Ο ναύαρχος πείσθηκε για την ειλικρίνεια των προθέσεων των Γενουατών και αποφασίστηκε να αναβληθεί το εγχείρημα για τις επόμενες ημέρες.


Η αναβολή, την οποία κέρδισαν οι Γενουάτες, όπως αποδείχτηκε αργότερα υπήρξε πολύτιμη για τους Τούρκους, καθώς τους έδωσε την ευκαιρία να προετοιμαστούν κατάλληλα και να οργανώσουν αποτελεσματικό σχέδιο αντιμετώπισης των Βυζαντινών και των συμμάχων τους. Το ξημέρωμα της 28ης Απριλίου ορίστηκε να πραγματοποιηθεί τελικά η προσπάθεια πυρπόλησης του Τουρκικού στόλου. Έτσι την καθορισμένη στιγμή δύο ώρες πριν από το ξημέρωμα, όπως αναφέρει ο Barbaro, τα δύο Χριστιανικά πλοία του Ιάκωβου Κόκου ξεκίνησαν από το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, συνοδευόμενα από τις γαλέρες του Γαβριήλ Τριβιζάνου και του Ζαχαρία Γκριόνι και ακόμα από τρεις φούστες με πλοιάρχους τον Τριβιζάνο, τον Μορεζίνη και τον Κόκο.

Σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δοθεί επικεφαλής βρίσκονταν τα δύο μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν επενδυμένα με σάκους από μαλλί και βαμβάκι, καθώς σε περίπτωση επίθεσης, θα μπορούσαν να προστατευθούν και παράλληλα να ανταποδώσουν τους κανονιοβολισμούς. Όταν τα πλοία έφτασαν κοντά στον  Τουρκικό στόλο, ο Κόκος προέβη σε μία απερίσκεπτη πράξη. Επιθυμώντας να είναι ο πρώτος, που θα χτυπούσε την Τουρκική αρμάδα, έβγαλε τη φούστα του από την κάλυψη των μεγάλων πλοίων και ακριβώς εκείνη τη στιγμή το πλοίο του δέχτηκε την πρώτη κανονιά. Αν και αυτή η κανονιά δεν ήταν επιτυχημένη, η επόμενη πέτυχε τη φούστα στη μέση και τη διαπέρασε από τη μία πλευρά στην άλλη.

Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά το πλοίο βυθίστηκε μαζί με όλο το πλήρωμα αλλά και τον κυβερνήτη του, τον Κόκο, συνολικά εβδομήντα δύο άνδρες. Σύμφωνα με το Σφραντζή όμως, από τους άνδρες του πληρώματος εκείνου του μοιραίου πλοιαρίου, κάποιοι, σαράντα περίπου τον αριθμό, κατάφεραν να σωθούν και να κολυμπήσουν ως την παραλία. Εκεί όμως τους συνέλαβαν οι Τούρκοι και τους θανάτωσαν με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού, με τέτοιο τρόπο, ώστε η αποτρόπαιη πράξη να είναι ορατή στους φρουρούς των τειχών. Και ενώ συνέβησαν αυτά στο πλοίο του Κόκο, επειδή γινόταν χαλασμός και επικρατούσε αναστάτωση, ακούγονταν κραυγές και υπήρχε πολύς θόρυβος, οι επιβαίνοντες στα άλλα πλεούμενα φαίνεται, σύμφωνα με το Barbaro, ότι δεν είχαν αντιληφθεί τι ακριβώς είχε συμβεί.

Και ενώ προχωρούσε η γαλέρα του Τριβιζάνο, χτυπήθηκε από τα κανόνια των Τούρκων και το χτύπημα ήταν τόσο καίριο, ώστε η βολή τη διαπέρασε από τη μία άκρη ως την άλλη. Το πλοίο  άρχισε να βυθίζεται, αλλά το πλήρωμα του κατάφερε να το οδηγήσει στο αγκυροβόλιο του. Τα μικρότερα σκάφη, δηλαδή οι φούστες, βλέποντας τι είχε συμβεί με τις άλλες δύο, αποφασίζουν να γυρίσουν πίσω, καθώς η επιχείρηση δεν μπορούσε πλέον, υπό αυτές τις συνθήκες, να πραγματοποιηθεί. Τα δύο μεγάλα πλοία, που είχαν λάβει μέρος στην επιχείρηση, είχαν αγκυροβολήσει και περίμεναν βοήθεια. Αλλά ήταν αδύνατο να λάβουν οποιουδήποτε είδους βοήθεια, καθώς οι Τούρκοι με όλο το στόλο τους, εβδομήντα δύο φούστες, όπως αναφέρει ο Barbaro, επιτέθηκαν με σφοδρότητα στα δύο πλοία.

Επί μιάμιση περίπου ώρα κανονιοβολούσαν ασταμάτητα τα δύο πλεούμενα και η μάχη ήταν λυσσαλέα, αλλά καμία από τις δύο πλευρές δεν κατόρθωσε να νικήσει. Τελικά τα δύο πλοία επέστρεψαν στη θέση τους και τα πλοία του Τουρκικού στόλου στη βάση τους. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας μπορεί βεβαίως να ήταν ατυχές για τους Χριστιανούς, καθώς είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες, αν κρίνει κανείς όμως το γεγονός, ότι δύο πλοία κατόρθωσαν να επιστρέψουν σώα στη βάση τους, ενώ δέχτηκαν κανονιοβολισμούς και πυρά από πολύ περισσότερα, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι οι Χριστιανοί ήταν σαφώς ανώτεροι των Τούρκων, όσον αφορά τη ναυτικά ικανότητα και παράλληλα υπερείχαν στην ποιότητα των πλοίων.

Τέλος θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς, ότι πέρα από την προδοσία των Γενουατών, η οποία έδωσε στους εχθρούς τη δυνατότητα να προετοιμαστούν κατάλληλα, σημαντικό ρόλο στην ήττα των Χριστιανών έπαιξε και η απερίσκεπτη κίνηση του Ιάκωβου Κόκου. Αν δεν ήταν τόσο παρορμητικός και είχε ακολουθήσει πιστά το σχέδιο, που είχε αποφασιστεί να τεθεί σε εφαρμογή, η εξέλιξη της ναυμαχίας θα ήταν πιθανότατα πολύ διαφορετική. Αλλά αυτά είναι μόνο υποθέσεις και για το λόγο αυτό θα σταθούμε απλά στα γεγονότα. Η θλίψη και η απόγνωση στην Κωνσταντινούπολη ήταν μεγάλη και για την ήττα, αλλά και για τις απώλειες τόσων ανθρώπων.

Για να μετριαστεί η απώλεια και ο θυμός για την ήττα οι αμυνόμενοι ανταπάντησαν στους Τούρκους με τη θανάτωση των Τούρκων αιχμαλώτων, οι οποίοι βρίσκονταν στην πόλη από την αρχή της πολιορκίας, τους οποίους και κρέμασαν στα τείχη. Οι Τούρκοι είχαν όμως, εγκατασταθεί πλέον στον Κεράτιο κόλπο και το λιμάνι δεν ήταν ασφαλές, παρόλο που ο Χριστιανικός στόλος εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί. Ο Μωάμεθ, αν και δεν είχε αποκτήσει πλήρη κυριαρχία, μπορούσε πλέον να απειλεί τα τείχη, που βρίσκονταν απέναντι από το λιμάνι και είχε αρκετά πλοία έξω από την αλυσίδα, ώστε να κρατά την Πόλη αποκλεισμένη.

Η προδοσία των Γενουατών του Πέραν είχε καταφέρει να διασπάσει τη άμυνα των Χριστιανών με συχνές διενέξεις και καχυποψία μεταξύ Ενετών, Γενουατών, αλλά και Βυζαντινών και να δώσει στο σουλτάνο μία μεγάλη νίκη.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε το βασικό στόχο του Μωάμεθ Β' αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία, στα τέλη του 1451. Στη διάρκεια του 1452 κατασκεύασε το φρούριο του Boğaz kesen (σημερινό Rumeli Hisarı) στην Ευρωπαϊκή όχθη του Βοσπόρου, ώστε να ελέγχει το διάπλου των στενών, ενώ παράλληλα ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την πολιορκία και την κατασκευή των κανονιών. Επίσης, από το φθινόπωρο του 1452 άρχισε η κατάληψη των εκτός της Πόλης Βυζαντινών οχυρών.

Στις αρχές Απριλίου του 1453 (σταδιακά από τις 4 έως τις 7 Απριλίου 1453) οι Οθωμανικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και στις 12 Απριλίου ξεκίνησε ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών και οι προσπάθειες υπόσκαψής τους. Μέχρι την τελική έφοδο μεγάλο μέρος των τειχών, ιδιαίτερα στο μεσαίο τμήμα τους, είχε υποστεί σημαντικές ζημιές. Στις 18 Απριλίου απέτυχε μία πρώτη έφοδος στα τείχη. Στις 20, έπειτα από επιτυχημένη προσπάθεια τεσσάρων πλοίων να σπάσουν τον κλοιό του Οθωμανικού στόλου και να μπουν στον Κεράτιο κόλπο, ο σουλτάνος καθαίρεσε το ναύαρχο Μπαλτόγλου και στις 22 κατόρθωσε να περάσει μέρος του στόλου του δια ξηράς στον Κεράτιο. 

Οι πολιορκημένοι προστάτευαν έως τότε την είσοδο στον κόλπο με μια αλυσίδα και με παραταγμένα πλοία. Η είσοδος των Τουρκικών πλοίων εξέθεσε το ευάλωτο βόρειο τείχος της Πόλης σε επίθεση και ανάγκασε τους αμυνομένους να αραιώσουν ακόμη περισσότερο τις ισχνές δυνάμεις τους. Άλλες πρωτοβουλίες του πολιορκητή που εντυπωσίασαν τους συγχρόνους ήταν η κατασκευή ενός θωρακισμένου πολιορκητικού πύργου και μια πλωτή γέφυρα από βαρέλια στο μυχό του Κεράτιου κόλπου. Παρά την καταπόνηση των τειχών, δύο ακόμη γενικές έφοδοι, στις 7 και 12 Μαΐου, απέτυχαν. 


Στις 21 Μαΐου οι Βυζαντινοί απέρριψαν πρόταση του σουλτάνου να παραδώσουν με ευνοϊκούς όρους την Πόλη. Πέραν της ιδεολογικής διάστασης, η άρνηση του Αυτοκράτορα και του συμβουλίου του μπορεί να υπέκρυπτε την ελπίδα λύσης της πολιορκίας. Το στρατόπεδο των πολιορκητών διέτρεχαν φήμες για την άφιξη βοήθειας στην Πόλη από τη Δύση, ενώ μία ομάδα στην αυλή του σουλτάνου ήταν από την αρχή αντίθετη με την προοπτική κατάληψης της Πόλης και πιθανόν να διοχέτευε πληροφορίες στους αμυνομένους.

α) Στιγμές Αγωνίας πριν από την Τελική Επίθεση

Αρχές Μαΐου και η Πόλη βρισκόταν ένα βήμα πριν την καταστροφή. Ήταν κυκλωμένη από παντού. Ο Μωάμεθ την πολιορκούσε με πολλαπλάσιες δυνάμεις από αυτές που εκείνη διέθετε. Μέρα με τη μέρα γκρεμίζονταν τα τείχη της και φαινόταν, ότι η άμυνα της δεν θα άντεχε για πολύ, αν και οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εργάζονταν με ζήλο, επισκευάζοντας τα σημεία των τειχών, που είχαν υποστεί ζημιές, με κάθε τρόπο. Η τακτική του Μωάμεθ ήταν φθοροποιός και αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ψυχολογική διάσταση. Τώρα οι αμυνόμενοι έπρεπε να απλωθούν περισσότερο, για να καλύψουν και τα τείχη, που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα και για αυτό το λόγο ο σουλτάνος αποφάσισε να τους εξαντλήσει με συνεχή πυρά.

Οι Βυζαντινοί ακόμη προσδοκούσαν, ότι η Δύση, έστω και τελευταία στιγμή θα έκανε το χρέος της στέλνοντας βοήθεια. Φήμες κυκλοφορούσαν διαρκώς ανάμεσα στους πολιορκημένους για στρατό και στόλο, που βρισκόταν καθ’ οδόν, αλλά διαψεύδονταν οικτρά. Αλλά και η θάλασσα γύρω από την πόλη ήταν γεμάτη τουρκικά πλοία. Αν κατέφθανε βοήθεια θα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να ειδοποιηθούν τα πλοία, που τυχόν έπλεαν στο Αιγαίο. Στις 3 Μαΐου αποφασίστηκε από τον Αυτοκράτορα και τους Ενετούς πλοιάρχους να σπάσει τον αποκλεισμό ένα μικρό πλοιάριο με λίγους εθελοντές και να βγει στο Αιγαίο προς αναζήτηση βοήθειας.

Το ίδιο εκείνο βράδυ το πλοιάριο με το λιγοστό πλήρωμα κατάφερε να περάσει απαρατήρητο από τις Τουρκικές γραμμές, καθώς οι δώδεκα ναύτες, που επέβαιναν σε αυτό, φορούσαν Τουρκικές φορεσιές και είχαν υψώσει σημαία με το έμβλημα του σουλτάνου και να ανοιχτεί στο πέλαγος, χωρίς να προκληθεί η παραμικρή αναστάτωση. Και ενώ το πλοιάριο είχε ξεκινήσει το άκαρπο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων ταξίδι του, η κατάσταση μέσα στην Πόλη ήταν δραματική. Ο κλοιός γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτικός. Ο Μωάμεθ, αν και δεν προέβη τις πρώτες ημέρες του Μαΐου σε κάποια επιθετική δραστηριότητα κατά της πόλης, φρόντιζε να καταπονεί την άμυνα της με συνεχείς βομβαρδισμούς στα χερσαία τείχη, με αποτέλεσμα αρκετές απώλειες σε έμψυχο δυναμικό.

Ακόμη αξίζει να αναφέρει κανείς τις συμπλοκές μεταξύ των Χριστιανικών και των  Τουρκικών πλοίων, που συνέβαιναν πλέον σε καθημερινή βάση και είχαν ως αποτέλεσμα τη βύθιση ενός πολεμικού πλοίου, από τα τρία, που διέθετε ο Ιουστινιάνης. Επιπλέον, καθώς τα τρόφιμα και τα εφόδια ήταν λιγοστά, πολλοί άνδρες εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, αφήνοντας τες αφύλακτες και κατευθύνονταν στην Πόλη, με σκοπό να βρουν τρόφιμα για τους ίδιους και τις οικογένειες τους.

Ο Αυτοκράτορας, βλέποντας τα όσα συνέβαιναν, όρισε να μοιραστούν δίκαια τα λιγοστά τρόφιμα και τα μέλη της κάθε οικογένειας να πάρουν τις μερίδες, που τους αναλογούσαν, ώστε να μην υπάρχουν διενέξεις και να μην μένουν αφύλακτες καίριες θέσεις στα τείχη. Ο Μωάμεθ, από την άλλη μεριά, εξακολουθούσε να βομβαρδίζει τα τείχη με τα μεγάλα κανόνια. Στις 6 Μαΐου τα κανόνια χτυπούσαν την Πόλη ασταμάτητα καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν και την επόμενη ημέρα, όποτε και διατάχθηκε από το σουλτάνο μία τεράστια επίθεση με στόχο να εισέλθουν στην πόλη.

Οι αλαλαγμοί, ο θόρυβος της μάχης και οι κραυγές ήταν εκκωφαντικές και ακούγονταν μέχρι την ανατολική πλευρά του λιμανιού, εκατοντάδες μέτρα απόσταση. Καθώς επικρατούσε πανδαιμόνιο, οι ναύτες και τα πληρώματα των πλοίων βρίσκονταν σε ετοιμότητα, περιμένοντας αντίστοιχη επίθεση του Οθωμανικού στόλου, καθώς πίστεψαν, ότι πρόκειται για γενικευμένη επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Η μάχη μαινόταν για τρεις ώρες, αλλά οι υπερασπιστές της πόλης αντιστέκονταν με επιτυχία. Και ενώ η σύγκρουση άρχισε να καταλαγιάζει και καθώς οι πολιορκητές οπισθοχωρούσαν, επιχείρησαν μία κίνηση αντιπερισπασμού, προσπαθώντας να βάλουν φωτιά στην πύλη κοντά στο παλάτι.

Και αυτή η επιδρομή όμως αποκρούστηκε. Φαίνεται πιθανό, ότι εκείνες τις ημέρες ο Κωνσταντίνος βλέποντας τις υλικές και πρωτίστως τις ανθρώπινες απώλειες, και φοβούμενος ότι η Πόλη δεν θα άντεχε για πολύ, έστειλε πρεσβεία στο σουλτάνο με σκοπό τη διαπραγμάτευση της λύσης της πολιορκίας και της καταβολής φόρου, την οποία θα όριζε ο Μωάμεθ. Ο σουλτάνος βεβαίως δε δέχτηκε μία τέτοια συμφωνία. Η Πόλη έπρεπε να του παραδοθεί χωρίς όρους. Φυσικά αυτό δεν έγινε δεκτό και οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες. Η κατάσταση για τους αμυνομένους εξακολουθούσε όμως, να είναι απελπιστική. Καθημερινά μετρούσαν απώλειες και στα δύο στρατόπεδα.

Και αν για το σουλτάνο κάτι τέτοιο δε σήμαινε τίποτα, εφόσον είχε αμέτρητο στρατό και αναπλήρωνε ταχύτατα τις απώλειες, για τον Αυτοκράτορα, ήταν πληγή και αναζητούσε αγωνιωδώς τρόπους να αναπληρώσει τα κενά. Η μόνη ανεκμετάλλευτη πηγή ανθρώπινου δυναμικού και όπλων βρισκόταν στις γαλέρες. Έτσι στις 8 Μαΐου συνεκλήθη το συμβούλιο των δώδεκα και αποφάσισε να εκφορτωθούν τα όπλα και όλα τα αντικείμενα που υπήρχαν στις τρεις Βενετικές γαλέρες, οι άνδρες, που αποτελούσαν τα πληρώματα των πλοίων να μετακινηθούν στα τείχη, για να συνδράμουν στη φύλαξη της πόλης και οι γαλέρες να βυθιστούν. Φυσικά αυτή η απόφαση, που καθόριζε τη μοίρα των ναυτών και τη συνύφαινε με αυτή της Πόλης, προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις.

Οι επιβαίνοντες στις γαλέρες αντιλαμβάνονταν ξεκάθαρα, ότι, αν απομακρύνονταν από τις γαλέρες, δεν θα ήταν πλέον ελεύθεροι να αποπλεύσουν, όταν κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαίο για τη σωτηρία τους και πίστευαν, ότι μία τέτοια απόφαση σήμαινε την παρακράτηση τους με τη βία. Επειδή λοιπόν, οι καπετάνιοι φοβήθηκαν την καταστροφή ενός μέσου, που παρείχε ασφάλεια, σφράγισαν τα πλοία τους και παρέμειναν αμετακίνητοι. Οι βομβαρδισμοί από την άλλη μεριά, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Η κατάσταση απαιτούσε τη λήψη μέτρων. Έτσι αναγκάστηκαν να συγκαλέσουν το συμβούλιο και τις επόμενες δύο ημέρες.


Αποφασίστηκε, ότι όλα τα πλοία, εκτός από αυτά που χρειάζονταν για τη φρούρηση του φράγματος, θα μετακινούνταν για να βοηθήσουν στην άμυνα της πόλης. Ο Γαβριήλ Τριβιζάνος, με τετρακόσιους άνδρες συμφώνησε να αφοπλίσει τα πλοία του και συνδράμει στην προστασία της πύλης του Αγίου Ρωμανού. Η πραγματοποίηση αυτής της απόφασης έγινε τελικά στις 13 Μαΐου. Οι Βενετικές γαλέρες αφοπλίστηκαν τελικά και ο Τριβιζάνος με τους τετρακόσιους ναύτες του, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι βάδιζαν προς το θάνατο κατευθύνθηκαν στα χερσαία τείχη, κοντά στα ανάκτορα των Βλαχερνών, όπου και παρέμειναν μέχρι τέλους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί μία ακόμη εκτεταμένη επίθεση των Τούρκων την προηγούμενη νύχτα, δηλαδή στις 12 Μαΐου.

Στο μέσον της νύχτας λοιπόν πενήντα χιλιάδες Τούρκοι, σε στρατιωτική παράταξη, όρμησαν στα τείχη με εκκωφαντικό θόρυβο από αλαλαγμούς, τύμπανα και ταμπούρλα, στην περιοχή του παλατιού του Πορφυρογέννητου, όπου το τείχος ήταν κατεστραμμένο, γεγονός που έκανε πιο εύκολη την πρόσβαση. Ακόμη μία φορά όμως, η επίθεση αυτή απέβη άκαρπη και η έφοδος των Τούρκων, παρότι υπήρξε λυσσώδης και η θέση των πολιορκημένων εξαιρετικά επισφαλής, απέτυχε τελείως.

Στις 14 Μαΐου, ο σουλτάνος ανακουφισμένος από την αποχώρηση των γαλερών από τον Κεράτιο κόλπο, καθώς απομακρύνθηκε ο κίνδυνος επίθεσης στα δικά του πλοία, μετέφερε τα κανόνια του από το λόφο του Γαλατά και τα εγκατέστησε στην απέναντι πλευρά, με σκοπό να βομβαρδίζουν το τείχος στο σημείο, όπου βρισκόταν το παλάτι των Βλαχερνών. Επειδή όμως δεν κατάφεραν να προξενήσουν κάποια σημαντική ζημιά, τα απομάκρυναν από εκεί και τα τοποθέτησαν απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, που ήταν το πιο ασθενές σημείο κατά μήκος των χερσαίων τειχών.

Τα κανόνια δεν έπαυαν στιγμή να χτυπούν τα τείχη, αλλά οι υπερασπιστές τους σε εκείνο το σημείο, επισκεύαζαν τα ρήγματα, με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος απώλειας των τειχών και ξαφνικής εφόδου των Τούρκων. Τριακόσιοι Ιταλοί, εξαιρετικής στρατιωτικής αξίας φρουρούσαν το συγκεκριμένο σημείο μέχρι τη στιγμή της άλωσης. Στις 16 του ίδιου μήνα κάποια Τουρκικά πλοία, αποσπάσθηκαν από το αγκυροβόλιο τους, στο Διπλοκιόνιο και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και με μεγάλη ταχύτητα στην αλυσίδα του λιμανιού.

Οι Τούρκοι άρχισαν να χτυπούν με τα κανόνια τους τα βυζαντινά πλοία, που βρίσκονταν εκεί αγκυροβολημένα, αλλά βρήκαν αντίσταση από τα ελληνικά πλοιάρια, τα οποία ακολούθησαν τα Τουρκικά με σκοπό να τα χτυπήσουν και να τα αναχαιτίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν, να τραπούν σε φυγή τα Τουρκικά πλοία και να επιστρέψουν στο Διπλοκιόνιο. Την ίδια μέρα, παράλληλα με την επιτυχημένη απώθηση των Τουρκικών πλοίων στη θάλασσα, οι Βυζαντινοί έκαναν και μία σημαντική ανακάλυψη. Οι Οθωμανοί του Μωάμεθ είχαν αποπειραθεί να ανοίξουν υπόνομο κάτω από τα τείχη και ετοιμάζονταν να εισβάλουν υπογείως στην Πόλη.

Οι Βυζαντινοί όμως αντελήφθησαν τι συνέβαινε, εξαιτίας του θορύβου κάτω από τα τείχη και μετά από διαταγή του αυτοκράτορα, οι ειδικοί που ασχολούνταν με τη διάνοιξη υπόγειων στοών, έσκαψαν τούνελ, με τέτοιο τρόπο, ώστε να συναντήσει αυτό των Τούρκων. Έτσι οι Βυζαντινοί εισχώρησαν απαρατήρητοι μέσα στην στοά του εχθρού, έβαλαν φωτιά στα ξύλινα στηρίγματα, με αποτέλεσμα να πέσει η οροφή και να καταπλακωθούν αρκετοί Τούρκοι, οι οποίοι βρήκαν φριχτό θάνατο. Φυσικά τη χρήση των υπόγειων στοών είχε αρχίσει ο σουλτάνος από την αρχή της πολιορκίας, αλλά φαίνεται πως δεν είχε βρει αρκετά έμπειρους τεχνίτες.

Το σημείο, το οποίο επιλέχθηκε από τους Οθωμανούς για τη διάνοιξη της τάφρου ήταν κοντά στην Καλιγαρία πύλη, καθώς εκεί δεν υπήρχε τάφρος, ούτε εξωτερικό τείχος. Παρόλα αυτά η ανακάλυψη της σήραγγας προξένησε πανικό και φόβο στους πολιορκημένους, μήπως κάποια στιγμή ο εχθρός αποπειραθεί να εισβάλει στην πόλη με αυτό τον τρόπο. Την επόμενη ημέρα πέντε Τουρκικά πλοιάρια πλησίασαν και πάλι την αλυσίδα, με σκοπό να κατασκοπεύσουν τις κινήσεις του εχθρικού στόλου και να κάνουν επίδειξη δύναμης. Οι κωπηλάτες και τα Τουρκικά πληρώματα δέχτηκαν όμως σφοδρή επίθεση από τα Βυζαντινά πλοία και αναγκάστηκαν και πάλι να οπισθοχωρήσουν φοβισμένοι.

Το δαιμόνιο μυαλό του σουλτάνου όμως βρισκόταν διαρκώς σε εγρήγορση και συνεχώς αναζητούσε καινούργιες μεθόδους και τεχνάσματα, με τα οποία θα πραγματοποιούσε το διακαή πόθο του, δηλαδή την πτώση της Πόλης. Ένα από αυτά τα σατανικά πράγματι τεχνάσματα ήταν η κατασκευή ενός πύργου, -όπως έχει ήδη αναφερθεί-, η οποία προκάλεσε τρόμο και πανικό στους πολιορκημένους το πρωί της 18ης Μαΐου. Το ξύλινο κατασκεύασμα ήταν τόσο ψηλό, ώστε ξεπερνούσε το ύψος των τειχών και είχε τεράστιες διαστάσεις. Είχε ξύλινους τροχούς για να κινείται και ήταν απρόσβλητο στα κάθε είδους χτυπήματα.

Οι Τούρκοι τον έστησαν τόσο γρήγορα κοντά στα τείχη στη Χαρίσια πύλη, ώστε ούτε οι σκοποί από τα τείχη δεν πρόλαβαν να το αντιληφθούν. Όπως ήταν φυσικό οι Τούρκοι επιθυμούσαν τη νίκη όσο τίποτε άλλο, για αυτό και η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή. Η αντίσταση των πολιορκημένων ήταν ηρωική και η προσπάθειά τους να απωθήσουν τον εχθρό αγωνιώδης. Τελικά κατάφεραν να πυρπολήσουν τον πύργο και να προκαλέσουν την έκπληξη και την οργή του σουλτάνου. Δυστυχώς όμως, όπως θα απεδείκνυε η ιστορία, η χαρά των πολιορκημένων για τις επιτυχίες στην απόκρουση του εχθρού δεν θα κρατούσε για πολύ.

β) Οι Δέκα πιο Κρίσιμες Ημέρες πριν την Πτώση

Από τις 19 Μαΐου έως και την πτώση της Πόλης στις 29 του ίδιου μήνα οι ανηλεείς βομβαρδισμοί των τειχών ήταν συνεχείς και ασταμάτητοι, καθώς ο σουλτάνος, απογοητευμένος από τις αποτυχίες των προηγούμενων ημερών, είχε οργιστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε το μόνο που επιθυμούσε, ήταν να ολοκληρώσει το σχέδιο του όσο το δυνατόν συντομότερα. Ακόμη και η εξιστόρηση των γεγονότων από το χρονογράφο Barbaro γίνεται μονότονη, καθώς επαναλαμβάνεται συνεχώς και σε καθημερινή βάση το θέμα των βομβαρδισμών και οι προσπάθειες των αμυνομένων να επισκευάσουν τις ζημιές και να αναστηλώσουν τα πεσμένα τμήματα των τειχών.


Οι στιγμές ήταν τόσο κρίσιμες, ώστε όλοι μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να συμβάλουν στην άμυνα. Επιπλέον οι Τούρκοι είχαν εντατικοποιήσει τις προσπάθειες δημιουργίας υπόγειων στοών με σκοπό να εισβάλουν στην Κωνσταντινούπολη υπογείως και μάλιστα έσκαβαν όχι σε ένα μόνο σημείο πλέον, αλλά σε περισσότερα, κυρίως κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Ο συνήθης τρόπος κατασκευής μίας στοάς ήταν να σκάβουν το έδαφος και μετά να στηρίζουν το χώμα, που βρισκόταν από πάνω με στηρίγματα από γερά ξύλα. Οι αμυνόμενοι συνήθως έβαζαν φωτιά στα ξύλινα υποστυλώματα, τα οποία στήριζαν το έδαφος, με αποτέλεσμα να πέφτουν και να καταπλακώνουν, όσους βρίσκονταν μέσα, είτε απλά τους έκαιγαν.

Σε κάποιες περιπτώσεις οι πολιορκημένοι στάθηκαν ιδιαίτερα τυχεροί σ' αυτό το θέμα, γιατί οι σήραγγες πολλές φορές λόγω κακής κατασκευής ή λόγω λανθασμένης επιλογής τοποθεσίας γκρεμίζονταν μόνες τους, με αποτέλεσμα το θάνατο πολλών ανδρών. Στις 23 Μαΐου μάλιστα, ενώ και πάλι οι Τούρκοι προσπαθούσαν να υπονομεύσουν το τείχος κοντά στην περιοχή των Βλαχερνών, με τη δημιουργία στοάς, έγιναν αντιληπτοί από Βυζαντινούς, οι οποίοι εξουδετέρωσαν την προσπάθεια τους και παράλληλα κατάφεραν να συλλάβουν ζωντανούς κάποιους από τους Τούρκους υπονομοποιούς και μάλιστα τους επικεφαλείς.

Αφού τους βασάνισαν και κατάφεραν να μάθουν όλες τις θέσεις, όπου βρίσκονταν οι υπόλοιπες σήραγγες, τους αποκεφάλισαν και πέταξαν τα πτώματα τους πάνω από τα τείχη, στο σημείο που βρισκόταν το Τουρκικό στρατόπεδο. Δύο τελευταίες σήραγγες ανακαλύφθηκαν την επόμενη και τη μεθεπόμενη ημέρα και όπως αναφέρει και ο Barbaro, ήταν οι τελευταίες, αλλά οι πιο επικίνδυνες. Έπειτα από αυτό, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τις υπονομευτικές τους δραστηριότητες. Στις 23 Μαΐου επίσης, οι πολιορκημένοι δέχτηκαν μία τρομερή απογοήτευση, η οποία και διέλυσε και τις τελευταίες ελπίδες που είχαν για βοήθεια από τη Δύση.

Το πλοιάριο, το οποίο είχε αποπλεύσει από την Κωνσταντινούπολη στις 3 Μαΐου, με σκοπό να αναζητήσει σημάδια του δυτικού στόλου στο Αιγαίο γύρισε άπρακτο. Όταν φάνηκε να ανεβαίνει από την Προποντίδα, ενώ το καταδίωκαν μερικά Τουρκικά πλοία, οι αμυνόμενοι πίστεψαν προς στιγμήν, ότι την έλευση του θα ακολουθούσε μεγαλύτερος στόλος. Αλλά όταν ξέφυγε από τα πλοία του εχθρού και πέρασε πίσω από την αλυσίδα, όλες οι προσδοκίες εξανεμίστηκαν. Το πλοιάριο με τους γενναίους άνδρες είχε γυρίσει όλα τα νησιά του Αιγαίου και δυστυχώς δε συνάντησε πουθενά ίχνος Ενετικού πλοίου.

Ανέφεραν στον Αυτοκράτορα, ότι υπήρξε μία σκέψη να μην επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ότι ήταν στιγμιαία, γιατί έπρεπε να εκπληρώσουν το καθήκον τους απέναντι του και να του αναφέρουν, όσα είχαν μάθει. Καμία άλλη Χριστιανική δύναμη δεν θα ερχόταν να συνδράμει τη δύστυχη Πόλη. Η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να ελπίζει πλέον μονάχα στο έλεος του Θεού. Επιπλέον την ίδια ημέρα σύμφωνα με τον ιστορικό Mijatovich εμφανίστηκε μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού ένας απεσταλμένος του σουλτάνου, ονόματι Ισμαήλ Χαμζά, ο οποίος μετέφερε ένα μήνυμα του σουλτάνου προς τον Αυτοκράτορα και τους πολιορκημένους.

Σύμφωνα με τον ιστορικό το μήνυμα ανέφερε ότι ο σουλτάνος, καθώς γνώριζε την δεινή θέση της Πόλης, ήταν σύμφωνος, αν του την παρέδιδε ο Αυτοκράτορας, να τον αφήσει ελεύθερο και να του δώσει την κυριαρχία της Πελοποννήσου. Επιπλέον υπέσχετο, να αφήσει ελεύθερο όποιον κάτοικο της Κωνσταντινούπολης επιθυμούσε να φύγει μαζί με τα υπάρχοντα του. Αυτές οι προτάσεις για παράδοση της πόλης ήταν και οι τελευταίες τις οποίες έκανε ο σουλτάνος. Η απάντηση του Κωνσταντίνου στο σουλτάνου, την οποία διασώζει ο ιστορικός Δούκας, είναι αντάξια του μεγαλείου και της προσωπικότητας του τελευταίου Αυτοκράτορα.

Σύμφωνα με αυτά που αναφέρει ο Δούκας λοιπόν ο Κωνσταντίνος είπε στον απεσταλμένο του σουλτάνου να του μεταφέρει τα εξής: «Θα δόξαζα το Θεό, αν ήθελες να ζήσεις ειρηνικά μαζί μας, όπως έκαναν και οι πρόγονοι σου στο παρελθόν. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους πατέρες μου γονείς τους και τους τιμούσαν˙ το ίδιο και αυτήν εδώ την πόλη σαν πατρίδα. Σε περίπτωση κινδύνου, όλοι κατέφευγαν σε αυτή για να σωθούν. Κανένας αντίπαλος της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτησε όλα τα κάστρα που άρπαξες τόσο άδικα από εμάς, κράτησε τη γη, απόλαυσε όλους τους φόρους που σου καταβάλλουμε κάθε χρόνο, σύμφωνα με τις δυνατότητες μας και φύγε ειρηνικά.

Έχεις σκεφτεί μήπως αντί να κερδίσεις βρεθείς τελικά να χάνεις; Δεν έχω το δικαίωμα ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος από τους κατοίκους της να σου παραδώσουμε αυτήν εδώ την πόλη˙ γιατί όλοι μαζί με μία από κοινού απόφαση, διαλέγουμε να μη λυπηθούμε τη ζωή μας, αλλά να πεθάνουμε προασπίζοντας την». Το ηθικό των Χριστιανών βεβαίως είχε καταπέσει. Αλλά και στο  Τουρκικό στρατόπεδο υπήρχε μεγάλη απογοήτευση. Συμπληρώνονταν σχεδόν δύο μήνες από την έναρξη της πολιορκίας και ο πολυπληθής Τουρκικός στρατός με τα εξαιρετικά κανόνια, τις πολιορκητικές μηχανές, τον κατάλληλο εξοπλισμό και το πλήθος των όπλων δεν είχε καταφέρει τίποτε ουσιαστικό.

Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, που είχε υποστεί ο Τουρκικός στρατός ήταν τρομερές. Οι καπνοί από τις νεκρικές πυρές πλανιόνταν για μέρες επάνω στην πεδιάδα του Λύκου. Η άμυνα της πόλης από την άλλη μεριά, είχε φυσικά καταβληθεί, υπήρχε έλλειψη πολεμοφοδίων και τροφίμων και οι υπερασπιστές ήταν λιγοστοί. Τα τείχη είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές. Οι πολιορκημένοι ήταν τρομερά καταπονημένοι, αλλά παρόλα αυτά είχαν καταφέρει να αποκρούσουν όλες τις επιθέσεις του σουλτάνου και δεν επέτρεψαν σε κανένα άπιστο να εισβάλει μέσα στην Πόλη. Ο Αυτοκρατορικός αετός κυμάτιζε ακόμη επάνω στις επάλξεις.

Επιπλέον είχε φτάσει στο στρατόπεδο του σουλτάνου η πληροφορία, ότι στη Χίο ήταν αγκυροβολημένα πλοία σταλμένα από τη Δύση, τα οποία επρόκειτο να κατευθυνθούν στην Κωνσταντινούπολη, για να τη βοηθήσουν. Ο Μωάμεθ έκρινε, ότι δεν έπρεπε να υπάρξει περαιτέρω χρονοτριβή, αλλά να προετοιμάσει μία συντονισμένη επιχείρηση από την ξηρά και τη θάλασσα και να χτυπήσει την Κωνσταντινούπολη. Ήταν φανερό ότι η τελική έκβαση δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο, καθώς η απογοήτευση και η απαισιοδοξία κυριαρχούσε και στα δύο στρατόπεδα. Το στρατόπεδο του σουλτάνου ήταν χωρισμένο σε δύο παρατάξεις.


Από τη μία μεριά ο ηλικιωμένος βεζύρης Χαλήλ, ο οποίος από την αρχή είχε αντίθετη γνώμη σχετικά με την πολιορκία και η μέχρι τώρα έκβαση της τον δικαίωνε και οι υποστηρικτές του και από την άλλη μεριά ο Ζαγανός Πασάς, ο οποίος αντιπαθούσε το Χαλήλ και επέμενε στην συνέχιση της πολιορκίας, καθώς ήταν πεπεισμένος, ότι η στιγμή, κατά την οποία η Πόλη θα έπεφτε στα χέρια του σουλτάνου, ήταν πολύ κοντά. Τελικά υπερίσχυσε η παράταξη του Ζαγανού Πασά και οι περισσότεροι συντάχθηκαν με την άποψη του να συνεχιστεί η πολιορκία μέχρι τέλους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σφραντζή, ο αντίπαλος του Ζαγανού, Χαλήλ Πασάς ήταν αυτός που έσπευσε να πληροφορήσει τον Αυτοκράτορα για τις διαθέσεις του σουλτάνου και την επικείμενη επίθεση.

Ο σουλτάνος ανακουφισμένος, εφόσον αποφασίστηκε να προχωρήσουν μέχρι τέλους για την κατάκτηση της πόλης, ενέτεινε ακόμη περισσότερο τους βομβαρδισμούς των τειχών και οργάνωνε μία γενικευμένη επίθεση. Η απόφαση του συμβουλίου έγινε γρήγορα γνωστή σε όλο το στρατόπεδο και για να εμψυχώσει τους πολεμιστές του, ο Μωάμεθ τη νύχτα της 26ης Μαΐου διέταξε να ανάψουν φωτιές σε όλο το στρατόπεδο. Μαζί με τις φωτιές ακούγονταν τυμπανοκρουσίες, αλαλαγμοί και κραυγές, που έκαναν τους πολιορκημένους να παγώσουν από την τρομάρα τους, καθώς πλησίαζε η ώρα της τελικής επίθεσης.

Οι οιωνοί και τα σημάδια των προηγούμενων ημερών, οι πανάρχαιες προφητείες, που προδίκαζαν την πτώση της Βασιλεύουσας, σε συνδυασμό με τις πυρετώδεις προετοιμασίες του σουλτάνου, προκάλεσαν πανικό στους αμυνόμενους. Έσπευδαν στις εκκλησίες και επαναλάμβαναν συνεχώς προσευχές, ζητώντας την προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Οι φωτιές στο εχθρικό στρατόπεδο, έξω από τα τείχη συνέχιζαν να καίνε και την επόμενη ημέρα, στις 27 Μαΐου. Και ήταν τόσο εκτυφλωτικό το φως, ώστε αρχικά οι πολιορκημένοι νόμισαν, ότι είχε πιάσει φωτιά το  Τουρκικό στρατόπεδο και αναθάρρησαν. Όταν διαπίστωσαν όμως, τι πραγματικά συνέβαινε, τρομοκρατήθηκαν και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, από το να προσευχηθούν για τη σωτηρία τους.

Πιθανόν ο σουλτάνος αυτές τις τελευταίες μέρες του Μαΐου, βρισκόταν συνεχώς ανάμεσα στους άνδρες του, για να δίνει τις τελευταίες οδηγίες πριν από τη μεγάλη επίθεση, την οποία αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν στις 29 Μαΐου και την οποία γνώριζαν οι αμυνόμενοι, να τους εμψυχώνει ή κάποιες φορές να απειλεί με θανατική ποινή, όσους απειθαρχούσαν ή οπισθοχωρούσαν δείχνοντας δειλία και να επιβλέπει τις προετοιμασίες. Η ένδοξη νίκη ή η συντριπτική ήττα κρέμονταν από μία κλωστή. Αν αποτύγχανε ο Μωάμεθ θα έπρεπε να λύσει την πολιορκία και να γυρίσει πίσω. Αυτό το ενδεχόμενο δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, γι’ αυτό και φρόντιζε για όλα προσωπικά.

Στις 27 Μαΐου επίσης διέταξε πιθανότατα το βαρύτερο βομβαρδισμό, μέχρι εκείνη τη στιγμή, της Κωνσταντινούπολης. Προσδοκούσε πιθανότατα στην κατάρρευση μεγάλου τμήματος των τειχών, που θα ευνοούσε την μαζική είσοδο των στρατιωτών του την ώρα της γενικής εφόδου. Επιπλέον ήταν σίγουρος, ότι με αυτή την τακτική δεν θα άφηνε στους πολιορκημένους κανένα περιθώριο ανάπαυση. Στο συμβούλιο που ακολούθησε την ίδια ή πιθανότατα την επόμενη ημέρα, ο Μωάμεθ, για να δώσει ώθηση στους πολεμιστές του, ανέφερε τους μυθικούς θησαυρούς της πόλης, οι οποίοι θα γίνονταν δικοί τους.

Αμέτρητα λάφυρα και σκλάβοι, γυναίκες και νεαρά αγόρια, μεγαλοπρεπή οικήματα, βασιλικά ανάκτορα, σπίτια ευγενών, πολύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια, φτιαγμένα από χρυσάφι και ασήμι. Δεν παρέλειψε να επαναλάβει την τριήμερη λεηλασία, την οποία τους είχε υποσχεθεί εξ αρχής. Πάνω από όλα όμως τόνισε την υποχρέωση που είχαν να καταλάβουν αυτή την ένδοξη πόλη, καθώς αποτελούσε εμπόδιο για μελλοντικές διεκδικήσεις και ήταν απειλή για τα μεγαλεπήβολα σχέδια επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως την είχε φανταστεί ο σουλτάνος. Εξακολούθησε αναφέροντας τη δόξα και την υστεροφημία, που θα τους ακολουθούσε παντοτινά, όταν κατάφερναν να την κυριεύσουν.

Τόνισε όμως, ότι αυτή η προσπάθεια θα είναι δύσκολη, αλλά δεν παρέλειψε να αναφέρει τα μισογκρεμισμένα τείχη, την παραγεμισμένη τάφρο και τους λιγοστούς υπερασπιστές που είχαν απομείνει στην πόλη σε σχέση με τους πολυάριθμους δικούς του μαχητές. Έκανε λόγο και για τους Ιταλούς, οι οποίοι βρίσκονταν στα τείχη, αλλά καθώς δεν μπορούσε να μειώσει τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητα τους, επέμεινε κυρίως στο χαρακτήρα τους και στο γεγονός, ότι δεν ήταν άτομα άξια εμπιστοσύνης και ότι πολύ γρήγορα θα παρατούσαν τη μάχη και θα προτιμούσαν να φύγουν από την πόλη και να σώσουν τη ζωή τους. Στη συνέχεια ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο θα μάχονταν.

Ήξερε ότι οι αμυνόμενοι ήταν εξαντλημένοι λόγω των συνεχών βομβαρδισμών και της υπερπροσπάθειας που κατέβαλαν να επιδιορθώνουν τα κατεστραμμένα τμήματα των τειχών. Ήξερε επίσης, ότι ήταν καταπονημένοι από την πείνα, την αγρύπνια και την σωματική κόπωση. Πίστευε λοιπόν, ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να χρησιμοποιήσει την αριθμητική υπεροχή του στρατού του. Δεν θα έκαναν πλέον άτακτες επιθέσεις, αλλά καλά οργανωμένες και συνεχείς. Ξεκούραστοι μαχητές θα έκαναν εφόδους στα τείχη, αντικαθιστώντας τους προηγούμενους, ώστε να εξαντλήσουν τους αμυνόμενους. Με αυτή την τακτική ο σουλτάνος έλπιζε, ότι πολύ γρήγορα οι λιγοστοί υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης θα λύγιζαν και θα υπέκυπταν.

Στη συνέχεια ο Μωάμεθ έδωσε σαφείς οδηγίες για τις θέσεις των στρατηγών του και για το τι έπρεπε να πράξει καθένας από αυτούς. Ο στόλος με ναύαρχο το Χαμουζά θα περικύκλωνε την πόλη, ενώ θα ανάγκαζε τους υπερασπιστές των θαλάσσιων τειχών να μείνουν σε αυτά, ώστε να τα προστατεύουν. Έπειτα ο Ζαγανός Πασάς με τα στρατεύματα του θα χτυπούσαν το τείχος στον Κεράτιο κόλπο, ενώ ο Καρατζά Πασάς με το στρατό του θα επετίθετο στο μισογκρεμισμένο τείχος κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Η συντονισμένη αυτή επίθεση θα ολοκληρωνόταν με την ταυτόχρονη έφοδο στο κέντρο των τειχών, του ίδιου του σουλτάνου μαζί με το Χαλήλ και το Σαρατζά Πασά.

Τέλος δεν παρέλειψε να αναφέρει, πόσο σημαντική ήταν η τήρηση του σχεδίου, ο σεβασμός, και η πειθαρχία στους ανωτέρους. Έπειτα από αυτά και αφού είχε ολοκληρώσει το λόγο του άφησε τους αξιωματικούς ελεύθερους να επιστρέψουν στις θέσεις τους και ο ίδιος αποσύρθηκε στη σκηνή του για να ξεκουραστεί, ενώ άγρια ουρλιαχτά χαράς ακούγονταν στο στρατόπεδο του, εξαιτίας των όσων είχε υποσχεθεί. Και ενώ αυτά συνέβαιναν στο Τουρκικό στρατόπεδο, μέσα στα τείχη επικρατούσε απαισιοδοξία και θλίψη. Συχνές ήταν οι φιλονικίες μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων ή μεταξύ Ενετών και Γενουατών.


Ο Αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει τις ισορροπίες και να εμφυσήσει στους αμυνόμενους την ομόνοια, που τόσο ήταν απαραίτητη εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Ιδιαίτερα μνημονεύονται από τον ιστορικό Σφραντζή οι έριδες μεταξύ του Ιουστινιάνη και του Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά. Παρ' όλες τις αντιδικίες όμως, όλοι εργάζονταν με τον ίδιο ζήλο, προσπαθώντας να προετοιμάσουν την πόλη, όσο το δυνατόν καλύτερα, να αντιμετωπίσει την τελική επίθεση. Ο Ιουστινιάνης εργαζόταν ακαταπόνητα μέρα και νύχτα και ιδιαίτερα εκείνες τις τελευταίες ημέρες, με σκοπό είτε να επισκευάσει, είτε να προστατεύσει όσο αυτό ήταν εφικτό τα τμήματα των τειχών που είχαν καταπέσει.

Την επόμενη ημέρα Δευτέρα 28 Μαΐου, ο σουλτάνος την πέρασε ολοκληρώνοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες σχετικά με την επίθεση. Τα κανόνια και οι πυροβολητές βρίσκονταν στις θέσεις τους, ενώ όλο το στράτευμα βρισκόταν επί ποδός, περιμένοντας να λάβει τις σχετικές οδηγίες. Ο βομβαρδισμός των τειχών εξακολουθούσε με αμείωτη ένταση. Οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Ο σουλτάνος επιθεώρησε όλα τα στρατιωτικά σώματα, δίνοντας θάρρος και τις τελευταίες οδηγίες στους διοικητές των σωμάτων.

Πιθανότατα ο Μωάμεθ είχε φροντίσει να εμφυσήσει στους άνδρες του την έννοια του ιερού πολέμου και για αυτό το λόγο υπήρχαν στο στρατόπεδο ιερείς, όπως δερβίσηδες και μουλάδες, που έψελναν, απήγγειλαν στίχους από το Κοράνιο και προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τους πολεμιστές απαριθμώντας τα οφέλη, που θα αποκόμιζαν με την πτώση της πόλης. Την ίδια ημέρα ο σουλτάνος μετέβη έφιππος στο Διπλοκιόνιο, για να επιθεωρήσει το στόλο του και να δώσει διαταγές στο ναύαρχο του για το τι θα έπρεπε να πράξει την επόμενη ημέρα. Σκάλες θα δίνονταν στα πληρώματα των πλοίων, ώστε, αφού αποβιβάζονταν στην ξηρά, να επιχειρήσουν να ανέβουν στα τείχη.

Κατά την επιστροφή του πιθανότατα, περνώντας από τη συνοικία του Γαλατά, προειδοποίησε τους άρχοντες της περιοχής να μην εμπλακούν στη μάχη της επόμενης ημέρας και σε καμία περίπτωση να μην παράσχουν βοήθεια στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Το ίδιο απόγευμα διέτρεξε και πάλι έφιππος όλο το στρατόπεδο από άκρη σε άκρη, κεντρίζοντας το φιλότιμο όλων των αξιωματούχων του και παράλληλα απειλώντας με θάνατο, όποιον δείλιαζε ή παράκουε εντολές ανωτέρου. Ακούγοντας τις διαταγές του, όλοι έσπευσαν να μεταβούν στις προκαθορισμένες θέσεις τους.

Αφού διαπίστωσε ότι όλα ήταν έτοιμα και όπως επιθυμούσε, επέστρεψε στη σκηνή του για να ξεκουραστεί, ενώ έστειλε αγγελιαφόρους σε όλο το στρατόπεδο, για να αναγγείλουν ότι η επίθεση θα ξεκινούσε το ξημέρωμα. Φωτιές ανάφθηκαν ακόμη μία φορά στο Τουρκικό στρατόπεδο, αλαλαγμοί, ουρλιαχτά και κραυγές έφθαναν στα αυτιά των πολιορκημένων, ενώ ο εχθρός βομβάρδιζε τα τείχη. Αυτή η αναστάτωση διήρκεσε μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε και οι φωτιές σβήστηκαν και υπήρξε μία παράξενη ησυχία. Στο στρατόπεδο των Βυζαντινών από την άλλη μεριά, επικρατούσε αναστάτωση. Παρ' όλη όμως την ένταση και την αγωνία των πολιορκημένων, δεν έλειπαν οι προετοιμασίες και μέσα στα τείχη.

Όλοι βρίσκονταν στις θέσεις τους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, ο Αυτοκράτορας μαζί με τον Ιουστινιάνη και 3.000 στρατιώτες βρίσκονταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου τα τείχη είχαν υποστεί σοβαρότατες ζημιές και μεγάλα τμήματά τους είχαν καταπέσει. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς υπεράσπιζε μαζί με 500 στρατιώτες στη Βασιλική πύλη, ενώ κατά μήκος των χερσαίων τειχών, σε όλα τα καίρια σημεία, είχαν τοποθετηθεί τοξότες και πετροβολιστές. Όλοι πλέον γνώριζαν καλά τι θα επακολουθούσε. Σύμφωνα με τον χρονογράφο Barbaro κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας οι καμπάνες χτυπούσαν καλώντας τους αμυνόμενους να μεταβούν στις θέσεις τους.

Γυναίκες και παιδιά ανέβαιναν στα τείχη μεταφέροντας λίθους, για να τους χρησιμοποιήσουν ως όπλα οι πολιορκημένοι κατά την έφοδο των Τούρκων. Θρήνοι και κλάματα ακούγονταν σε όλη την πόλη εξαιτίας του τρόμου που είχε κυριεύσει τους αξιοθρήνητους κατοίκους. Ο Αυτοκράτορας διέταξε να γίνει λιτανεία μέσα στην πόλη των ιερών εικόνων στην οποία συμμετείχε μεγάλο πλήθος γυναικών , παιδιών, γερόντων μαζί με ιερείς και μοναχούς και όλοι μαζί προσεύχονταν και με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσαν το Θεό να τους λυπηθεί και να σώσει την πόλη τους από τον απαίσιο εχθρό. Ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλο να αντισταθούν όλοι μαζί με γενναιότητα απέναντι στον κοινό κίνδυνο και προσδοκούσαν ακόμη και την έσχατη αυτή στιγμή τη σωτηρία.

Την ίδια ημέρα, νωρίτερα πιθανότατα από τη λιτανεία, όπως αναφέρει ο χρονογράφος Barbaro κάποιοι Ενετοί κατασκεύαζαν στα εργαστήρια τους προστατευτικές άμαξες για τους αμυνόμενους στρατιώτες στις επάλξεις. Ο Βάιλος διέταξε Έλληνες να τις μεταφέρουν στα τείχη, εκείνοι όμως αρνήθηκαν, γεγονός που ο χρονογράφος το αποδίδει στη φιλαργυρία τους, καθώς δήθεν ήθελαν να πληρωθούν. Πιθανότα, όπως υποστηρίζει ο σύγχρονος ιστορικός S. Runciman «αρνήθηκαν, όχι από απληστία, αλλά γιατί ένοιωθαν αγανάκτηση για αυτές τις αυθαίρετες διαταγές από έναν Ιταλό και επειδή πραγματικά έπρεπε να έχουν χρήματα ή διαθέσιμο χρόνο για να βρουν τρόφιμα για τις πεινασμένες οικογένειές του».

Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι οι Βυζαντινοί εξαιτίας του ύποπτου παιχνιδιού της τήρησης ουδετερότητας με τους Τούρκους από τη μεριά των Γενουατών δεν είχαν πλέον καμία εμπιστοσύνη στους ξένους και δεν δέχονταν υποδείξεις και διαταγές από αυτούς. Τη λιτανεία, στην οποία παρευρέθησαν Βυζαντινοί και Λατίνοι, ακολούθησε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Αργά το απόγευμα, μετά το τέλος της, ο Αυτοκράτορας συγκέντρωσε τους αξιωματούχους και τους άρχοντες της Πόλης και τους μίλησε. Το θέμα της ομιλίας του, όπως ήταν φυσικό αφορούσε την επικείμενη επίθεση.

Ζήτησε από όλους να δείξουν θάρρος και να αντισταθούν με γενναιότητα στον άπιστο εχθρό, που είχε ως στόχο να καταλύσει την ορθή πίστη και να αντικαταστήσει το Χριστό με έναν ψεύτικο προφήτη. Τόνισε, ότι αξίζει να πεθάνει κανείς όταν αγωνίζεται για μεγάλα ιδανικά όπως η πίστη, η πατρίδα, η οικογένεια και ο Αυτοκράτορας, που ήταν η αρχή της πόλης και ο εκπρόσωπος του Θεού στη γη και ανέφερε, ότι είχε έρθει αυτή η στιγμή για το λαό του, να πολεμήσει και να θυσιαστεί. Έπειτα αναφέρθηκε στη διάρκεια της πολιορκίας και στα κάθε είδους όπλα, τα οποία χρησιμοποίησε ο σουλτάνος και απέδωσε την μέχρι εκείνη τη στιγμή σωτηρία τους στο Χριστό, που θα αποτελούσε πάντοτε την ελπίδα και το καταφύγιο τους.


Υπολείπονταν οι αμυνόμενοι σε πολεμικό εξοπλισμό και αριθμητική υπεροχή έναντι του εχθρού, είχαν όμως την πίστη στο Θεό, σύμμαχο για τη σωτηρία τους. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας πίστευε πολύ στις ικανότητες και το θάρρος των στρατιωτών του παρόλο που ήταν ελάχιστοι αριθμητικά σε σχέση με τον εχθρό και τους ενθάρρυνε να μη φοβηθούν κατά τη διάρκεια της εφόδου των απίστων από τις κραυγές και τους αλαλαγμούς τους. Τέλος έδωσε οδηγίες σχετικά με τον τρόπο μάχης και προστασίας από την επίθεση του εχθρού. Έπειτα στράφηκε προς τους Ιταλούς και τους ευχαρίστησε για όσα είχαν προσφέρει στην πόλη όλο αυτό το διάστημα της πολιορκίας.

Αφού ολοκλήρωσε την ομιλία του ο Αυτοκράτορας και ευχαρίστησε το Θεό με δάκρυα στα μάτια, όλοι οι παριστάμενοι έσπευσαν να τον διαβεβαιώσουν, ότι ήταν πρόθυμοι να θυσιαστούν για την πίστη και την πατρίδα τους. Έπειτα από αυτά ο Αυτοκράτορας και πλήθος λαού μετέβη στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, που για αρκετό διάστημα παρέμεινε σκοτεινή, επειδή θεωρούνταν μολυσμένη μετά από την κοινή λειτουργία ορθοδόξων και καθολικών την 12η Δεκεμβρίου 1452, για να εξομολογηθούν και μεταλάβουν τα άχραντα μυστήρια. Η μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Μετά τη λειτουργία καθένας γύρισε στη θέση του, ενώ ο Αυτοκράτορας επέστρεψε στο παλάτι των Βλαχερνών και αφού συγκέντρωσε το προσωπικό του, ζήτησε τη συγχώρεση τους.

Έπειτα έφιππος μαζί με το Σφραντζή διέτρεξε τα χερσαία τείχη, για να επιθεωρήσει αν όλα ήταν εντάξει. Οι σκοποί βρίσκονταν άγρυπνοι φρουροί στις θέσεις τους και οι πύλες ήταν καλά ασφαλισμένες. Έπειτα ο Κωνσταντίνος με τον πιστό του γραμματέα έκαναν στάση κοντά στην Καλιγαρία πύλη και ανέβηκαν σε έναν από τους πύργους. Από εκεί μπορούσαν να ακούσουν καθαρά ομιλίες και θόρυβοι προερχόμενοι από τον εχθρό, ο οποίος προετοίμαζε την επίθεση από την πλευρά της θάλασσας και κοντά στα τείχη. Η τελευταία ώρα της δύσμοιρης Πόλης είχε ήδη σημάνει.

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Κατά την τελική επίθεση, τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Μαΐου, οι Τουρκικές δυνάμεις κατόρθωσαν να εισχωρήσουν στα τείχη στην περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού, η οποία είχε υποστεί τις μεγαλύτερες καταστροφές. Δεν μπορεί να εκτιμηθεί εάν και ποιο ρόλο έπαιξε η αναφερόμενη είσοδος στρατού από την αφύλακτη Κερκόπορτα. 

Η αντίσταση των αμυνομένων κατέρρευσε όταν ο βαριά τραυματισμένος Giustiniani εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης, δημιουργώντας πανικό. Επακολούθησε θανατηφόρος συνωστισμός μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού τείχους και στη συνέχεια οι Τούρκοι εισήλθαν στην Πόλη εξοντώνοντας όσους αντιστέκονταν. Κατά τη φάση της κατάρρευσης της αντίστασης στα τείχη σκοτώθηκε και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, αν και όλες οι λεπτομέρειες για τις τελευταίες του στιγμές προέρχονται από μη αυτόπτες και μάλλον είναι φανταστικές.

Στους νικητές είχε δοθεί το δικαίωμα να λεηλατήσουν την πόλη και να αιχμαλωτίσουν τους κατοίκους και οι περισσότεροι επιδόθηκαν με ζήλο στο έργο αυτό, επιτρέποντας σε μια μερίδα των υπερασπιστών να καταφύγουν στα πλοία, τα οποία στη συνέχεια έσπασαν την αλυσίδα του Κερατίου και διέφυγαν. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ η αιχμαλωσία ήταν και η μοίρα του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Την ημέρα της 29ης παραδόθηκε στο σουλτάνο η Γενουατική αποικία του Γαλατά, η οποία μέχρι τότε είχε τηρήσει ουδετερότητα, ενώ ο Μωάμεθ έκανε τη θριαμβευτική είσοδό του στην Πόλη.

α) Η Τελική Επίθεση

Η προετοιμασία για την τελική επίθεση άρχισε, όπως έχει ήδη αναφερθεί από το απόγευμα της 28ης Μαΐου, οπότε και ο σουλτάνος συγκέντρωσε χιλιάδες μαχητών του, για να γεμίσουν την τάφρο, ενώ άλλοι μετέφεραν κοντά στα τείχη πυροβόλα και κάθε είδους πολεμικό εξοπλισμό. Ο σουλτάνος σύμφωνα με τον ιστορικό Barbaro, είχε χωρίσει το στράτευμα του σε τρία στρατιωτικά σώματα, το καθένα από τα οποία αποτελούνταν από 50.000 άνδρες. Το πρώτο σώμα αποτελούσαν οι Βασιβουζούκοι ή Μπαζιβουζούκοι, άτακτος στρατός, απειροπόλεμος μαζί με τυχοδιώκτες, στων οποίων τις τάξεις υπήρχαν και πολλοί Χριστιανοί. Αυτούς σκόπευε ο Μωάμεθ να ρίξει πρώτους στη μάχη με σκοπό να κουράσει τους αμυνόμενους.

Το δεύτερο στρατιωτικό σώμα, σύμφωνα πάλι με το Barbaro, αποτελούνταν από ανθρώπους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αγρότες, που ήταν ο τακτικός στρατός του σουλτάνου, ενώ το τρίτο σώμα ήταν οι καλά εκπαιδευμένοι και οπλισμένοι γενίτσαροι. Στην επόμενη φάση του αγώνα ο σουλτάνος θα έριχνε στη μάχη τον τακτικό στρατό του και αν δεν κατάφερνε να πετύχει το στόχο του και αυτό το στρατιωτικό σώμα, θα ακολουθούσαν οι άριστα εκπαιδευμένοι γενίτσαροι. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, με τη δύση του ήλιου, ο σουλτάνος έδωσε εντολή να ηχήσουν οι σάλπιγγες, οι αυλοί και οι πίπιζες δίνοντας το πολεμικό σάλπισμα, που ήταν και το σύνθημα, ότι όλα είναι έτοιμα και η έφοδος ξεκινάει.

Το πρώτο επιθετικό σώμα, οι Βασιβουζούκοι, μπήκε στη μάχη. Προχώρησαν προς το τείχος και πήραν θέση μάχης. Αρχικά έριχναν βολές από μακριά. Είχαν στην κατοχή τους τόξα, βέλη και σφεντόνες. Έπειτα πλησίασαν περισσότερο και καθώς η μάχη γινόταν σώμα με σώμα χρησιμοποιούσαν κοντάρια και δόρατα. Ακούγονταν κραυγές, αλαλαγμοί κατάρες και βλαστήμιες. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να ανέβουν στα τείχη χρησιμοποιώντας κλίμακες, αλλά οι αμυνόμενοι κατάφεραν να τους απωθήσουν, σκοτώνοντας πάρα πολλούς. Ο Ιουστινιάνης πολεμούσε γενναία στο σημείο, όπου εκδηλώθηκε η κυρίως επίθεση των Τούρκων, μαζί με τον Αυτοκράτορα.

Επειδή οι βασιβουζούκοι ήταν άτακτο πολεμικό σώμα, ένα συνονθύλευμα ανθρώπων από διαφορετικές χώρες, χωρίς πολεμική εμπειρία, όσο πρόθυμα ρίχνονταν στη μάχη, τόσο εύκολα αποχωρούσαν, όταν έβρισκαν απέναντι τους ισχυρή αντίσταση. Για αυτό το λόγο, όταν κάποιοι από αυτούς οπισθοχωρούσαν, σκοτώνονταν από τους δικούς τους. Η πρώτη αυτή φάση της Τουρκικής επίθεσης διήρκεσε δύο με τρεις ώρες και αποκρούστηκε με επιτυχία από τους αμυνόμενους. Ο σουλτάνος όμως, είχε πετύχει το σκοπό του. Οι πολιορκημένοι είχαν εξαντληθεί.


Μερικοί από τους αμυνόμενους είχαν πιστέψει, ότι αυτή η επίθεση ήταν μεμονωμένη και θα έβρισκαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν. Έσφαλαν δυστυχώς. Ο σουλτάνος, αφού απέσυρε τους βασιβουζούκους, έριξε στη μάχη τον τακτικό στρατό. Οι καμπάνες των εκκλησιών μέσα στην πόλη αντηχούσαν δυνατά. Όλοι οι πολιορκημένοι έτρεξαν στις θέσεις τους. Ο κίνδυνος δεν είχε περάσει. Σε αντίθεση με τους βασιβουζούκους, το δεύτερο στρατιωτικό σώμα αποτελούνταν από εμπειροπόλεμους άνδρες και ταυτόχρονα καλά οπλισμένους. Πλησίασαν προς το μισογκρεμισμένο τείχος με κραυγές και αλαλαγμούς και προσπάθησαν να ανέβουν, είτε με τις φορητές κλίμακες, είτε ανεβαίνοντας ο ένας στους ώμους του άλλου.

Η μάχη που ακολούθησε ήταν σφοδρότατη. Έλληνες και Λατίνοι αγωνίζονταν με απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα αποκρούοντας και αυτή την επίθεση. Παράλληλα με τη μάχη σώμα με σώμα, τα πυροβόλα του σουλτάνου δεν έπαυαν, να πλήττουν τα τείχη προκαλώντας ζημιές και το θάνατο πολλών ανδρών. Οι αμυνόμενοι κατάφεραν και πάλι να σκοτώσουν πολλούς από τους επιτιθέμενους ρίχνοντάς τους από τις κλίμακες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, η μάχη των πολιορκημένων με τον τακτικό στρατό διήρκεσε αρκετές ώρες μέσα στη νύχτα και τελικά υπερίσχυσαν οι Βυζαντινοί.

Εκτός όμως από την αποτυχία των Τούρκων στο κεντρικό σημείο των τειχών, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ούτε στα άλλα μέρη του τείχους κατόρθωσαν οι επιτιθέμενοι να πετύχουν κάτι αξιόλογο. Όλοι οι αρχηγοί του Τουρκικού στρατού και στόλου έκαναν έφοδο σε όλα τα σημεία των τειχών προσπαθώντας με κάθε τρόπο να εισβάλλουν στην πόλη. Όλες οι προσπάθειές τους όμως απέβησαν άκαρπες. Οι Τούρκοι μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχαν νικηθεί κατά κράτος από τους αμυνόμενους, που μάχονταν σαν λιοντάρια. Παρ' όλο που οι Τούρκοι μαχητές ήταν κατά πολύ περισσότεροι από τους αμυνόμενους και επετίθεντο κατά κύματα, μέχρι το ξημέρωμα της 29ης Μαΐου, δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη με τους λιγοστούς μαχητές και τα μισογκρεμισμένα τείχη.

Ο σουλτάνος, αν και ήταν φανερά οργισμένος με το αποτέλεσμα, διέθετε όμως ένα τελευταίο χαρτί, που δεν ήταν άλλο από τους περίπου 12.000 εξαιρετικά εκπαιδευμένους και πειθαρχημένους γενίτσαρους. Αυτό το επίλεκτο σώμα έριξε στη μάχη τις πρώτες πρωϊνές ώρες, με σκοπό να πετύχει ό,τι δεν κατόρθωσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή τα άλλα δύο στρατιωτικά του σώματα. Εκτός από την αριθμητική διαφορά τους σε σχέση με τους αμυνόμενους, οι γενίτσαροι διέθεταν ένα ακόμη πλεονέκτημα. Ήταν ξεκούραστοι σε αντίθεση με τους καταπονημένους και άυπνους αμυνόμενους, οι οποίοι μάχονταν ήδη αρκετές ώρες χωρίς να έχουν ούτε μία στιγμή ξεκούρασης.

Οι γενίτσαροι προχωρούσαν γρήγορα, αλλά σε στρατιωτική παράταξη αλαλάζοντας και κραυγάζοντας σαν άγρια θηρία και υπό τους ήχους τυμπάνων και σαλπίγγων, ώστε όλος αυτός ο θόρυβος ακουγόταν μέχρι την απέναντι ακτή του Βοσπόρου, σε απόσταση δώδεκα μιλίων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο χρονογράφος Barbaro, προκαλώντας τρόμο στους κατοίκους της Βασιλεύουσας. Οι καμπάνες μέσα στα τείχη ήχησαν για ακόμη μία φορά. Οι πολιορκημένοι αντιλαμβάνονταν, ότι η κρίσιμη ώρα πριν το τέλος είχε φτάσει και παντού ακούγονταν απελπισμένες εκκλήσεις στο Θεό για βοήθεια. Οι κατάκοποι υπερασπιστές όμως ήταν ήδη στις θέσεις τους, καθώς δεν είχαν άλλη επιλογή.

Δεν υπήρχαν εφεδρείες, ούτε ξεκούραστοι στρατιώτες. Οι ίδιοι ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν και να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Η επίθεση των γενιτσάρων, όπως και οι δύο προηγούμενες, επικεντρώθηκε κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Αμέτρητοι λίθοι, τουφεκιές, σαΐτες και κανονιοβολισμοί σφυροκοπούσαν τα τείχη. Ο ίδιος ο σουλτάνος ηγείτο των πολεμιστών του και ενθάρρυνε αυτούς. Κάποιοι από τους γενίτσαρους διατάχθηκαν από το σουλτάνο να προχωρήσουν στο ανάχωμα και να προσπαθήσουν να μπουν μέσα στην πόλη. Τα κατάφεραν και η μάχη γινόταν τώρα σώμα με σώμα. Βυζαντινοί και Λατίνοι αντιστέκονταν με σθένος και γενναιότητα παρ' όλη την κόπωση και την εξάντληση από την αδιάκοπη και πολύωρη μάχη με τα προηγούμενα Οθωμανικά στρατεύματα.

Ο Ιουστινιάνης με τους δικούς του βρίσκονταν επικεφαλής και κατόρθωνε να αποκρούει τις επιθέσεις των γενιτσάρων. Βλαστήμιες, κραυγές, κατάρες, εκκωφαντικοί θόρυβοι και απίστευτη βία, με χτυπήματα τρομερά, πάλη μέχρι θανάτου και από τις δύο μεριές συμπλήρωναν το φρικιαστικό σκηνικό, το οποίο αδυνατεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Αξίζει κανείς να αναφέρει στο σημείο αυτό, αυτό που περιγράφει ο ιστορικός Κριτόβουλος σχετικά με τη μάχη.

«Και οι δύο μάχονταν για πολύ σπουδαία έπαθλα, αλλά τόσο διαφορετικά. Οι Οθωμανοί ήθελαν να εισβάλουν στην πόλη για να αποκτήσουν σκλάβους, γυναίκες και παιδιά και να συλλήσουν τα όσια και τα ιερά, ενώ οι πολιορκημένοι αγωνίζονταν, για να διαφυλάξουν τις οικογένειες τους και να προφυλάξουν ό, τι πολύτιμο είχαν». Και ενώ προς στιγμήν φάνηκε ότι η ζυγαριά της νίκης έγερνε προς το μέρος των αμυνομένων, δύο τυχαία γεγονότα έκριναν την έκβαση της μάχης. Το πρώτο έχει σχέση με τον Ιουστινιάνη, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά και ζήτησε από τους στρατιώτες του να τον απομακρύνουν από το σημείο, όπου διεξαγόταν η μάχη και να τον μεταφέρουν σε άλλο σημείο ασφαλές.

Ο Αυτοκράτορας, μόλις έμαθε τι είχε συμβεί, τον παρακάλεσε να μείνει, αλλά δεν κατόρθωσε να τον πείσει. Μετά τη φυγή του Ιουστινιάνη και των συμπατριωτών του προκλήθηκε πανικός, καθώς ο Γενοβέζος πολέμαρχος μαζί με τον Αυτοκράτορα αποτελούσαν την ψυχή της άμυνας. Ο Κωνσταντίνος συνέχισε να υπερασπίζεται τα τείχη στην πύλη του Αγίου Ρωμανού με τους ελάχιστους στρατιώτες που είχαν απομείνει μετά τη φυγή του Ιουστινιάνη, ενώ σε κάποιο άλλο σημείο των τειχών, κοντά στα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου, από μία σατανική σύμπτωση, συνέβη το δεύτερο περιστατικό, το οποίο έκρινε την έκβαση του αγώνα.

Σε εκείνο το σημείο το τείχος ήταν μονό και υπήρχε μία μικρή πύλη, την οποία ονόμαζαν Κερκόπορτα ή πύλη του Ξυλοκέρκου. Η πύλη αυτή, η οποία ήταν φραγμένη για πολλά χρόνια, στην τελευταία αυτή πολιορκία ανοίχθηκε ξανά, όπως μας πληροφορεί  η  ιστορικός και ευγενής Αλεξία Κομνηνού στο τετράτομο έργο της (Αλεξιάδα), με άμεσηγνώση και μαρτυρίες, όπου τις προηγούμενες ημέρες οι ανθενωτικοί ιερωμένοι είχαν συμφωνείσει την προδοσία και την παράδωση της πόλης έναντι της διατηρήσεως των προνομίων τους (ισχύουν μέχρι και σήμερα αλλά δεν τα δημοσιοποιούν μέχρι και σήμερα για να μην φανεί ή προδοσία τους).
Ο ανθενωτικός προτεργατής της προδοσίας Γ. Γεννάδιος Σχολάριος  αμείφθηκε με την θέση πατριάρχη!
Οι Τούρκοι συνενοημένοι που μάχονταν σε εκείνο το σημείο εισήλθαν, από τη μικρή αυτή πύλη που ήταν προδοτικά ανοιχτή. Διστακτικά προχώρησαν στο εσωτερικό των τειχών, περίπου πενήντα άνδρες, φοβούμενοι αρχικά, ότι επρόκειτο για ενέδρα (δεν πίστευαν το μέγεθος της προδοσίας).


Ενώ κάποιοι από τους αμυνόμενους, που αντελήφθησαν την παρουσία τους, έσπευσαν να τους απωθήσουν. Οι αμυνόμενοι στο σημείο εκείνο ήταν λιγοστοί και δεν μπόρεσαν έγκαιρα να εκδιώξουν τους εισβολείς, παρόλο που θεωρητικά και αν δεν είχε προηγηθεί η απομάκρυνση του Ιουστινιάνη και τον στρατιωτών του, κάτι τέτοιο θα ήταν εύκολο, αν αναλογιστεί κανείς τον μικρό αριθμό των Τούρκων εισβολέων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Π. Ι. Σπυρόπουλος:

«Ο μικρός χρόνος, που μεσολάβησε μεταξύ των δύο αυτών ατυχών συμβάντων, δεν επέτρεψε την πλήρη αποκατάσταση του ελέγχου στην Κερκόπορτα πριν χρειασθεί να αντιμετωπισθεί πάση δυνάμει το κενό, που δημιουργήθηκε στην πύλη Ρωμανού από τον τραυματισμό του στρατηγού Ιουστινιάνη και την αποχώρηση αυτού και των πανικόβλητων Ιταλών ανδρών του. Εάν το επεισόδιον της Κερκόπορτας συνέβαινε τουλάχιστον μισή ώρα νωρίτερα ή ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη μισή ώρα αργότερα, η έκβαση του όλου αγώνος στα τείχη της Πόλης πιθανώς θα ήταν διαφορετική.

Τα δύο γεγονότα δεν θα είχαν αλληλοεπηρεασθή και η αυτοθυσία των Ελλήνων αμυνομένων και του ηρωϊκού ηγέτη τους θα είχαν πιθανότατα εξουδετερώσει κάθε ένα χωριστά από τα δύο κτυπήματα. Διαφορετικά όμως θέλησε η μοίρα».

β) Πτώση της Πόλης

Μετά την αποχώρηση του πολύτιμου εκείνου συμμάχου και πολεμιστή, του Ιουστινιάνη, ο Αυτοκράτορας προσπάθησε να ανασυντάξει τους ελάχιστους στρατιώτες του και να αντιμετωπίσει τη λυσσαλέα επίθεση των γενιτσάρων. Τότε πληροφορήθηκε πιθανότατα την είσοδο των Τούρκων από την Κερκόπορτα και έσπευσε να διαπιστώσει τι συνέβαινε, αλλά ήταν ήδη αργά. Οι υπερασπιστές της Κερκόπορτας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν λιγοστοί και δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τους Τούρκους. Αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν προς την πύλη της Αδριανουπόλεως και πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν.

Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας σύμφωνα με το Σφραντζή «κατά την πρώτη συμπλοκή του με τους Τούρκους, άρπαξε πολλούς από αυτούς και τους γκρέμισε κάτω από τα τείχη. Κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαζε πολλούς εχθρούς, ενώ το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του». Οι Τούρκοι όμως, κατάφεραν να ανέβουν στα τείχη και τους πύργους και να βρεθούν στα νώτα των υπερασπιστών. Προφανώς δημιουργήθηκε σύγχυση στις τάξεις των αμυνομένων, καθώς πίστεψαν, ότι ο εχθρός κατέλαβε την πόλη. Ο σουλτάνος από την άλλη μεριά αντιλήφθηκε αυτή τη σύγχυση και διέταξε να εντείνουν την προσπάθεια τους οι στρατιώτες του.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Σφραντζή, στις τάξεις των γενιτσάρων υπήρχε ένας γιγαντόσωμος μαχητής, ονόματι Χασάν. Αυτός ο Χασάν προχώρησε μέχρι το τείχος μαζί με τριάντα περίπου συμπολεμιστές του και κατόρθωσε να φτάσει στην κορυφή. Οι αμυνόμενοι αντιστάθηκαν με γενναιότητα και κατάφεραν να θανατώσουν το Χασάν. Δεν μπόρεσαν όμως να απωθήσουν τους υπόλοιπους εχθρούς, οι οποίοι θεώρησαν σπουδαίο το κατόρθωμα του αρχηγού τους, έσπευσαν να τον μιμηθούν και ανέβαιναν πλέον κατά κύματα επάνω στα τείχη. Οι αμυνόμενοι αναγκαστικά οπισθοχώρησαν και τράπηκαν σε φυγή μέσα στην πόλη.

Οι γενίτσαροι φτάνοντας στα τείχη και τους πύργους, αντικατέστησαν τα Χριστιανικά λάβαρα με Τουρκικές σημαίες. Οι σημαίες έγιναν ορατές από τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και η κραυγή «Εάλω η Πόλις» αντήχησε και από στόμα σε στόμα ακουγόταν πλέον σε όλους τα σημεία της πρωτεύουσας. Ο πανικός που προκλήθηκε από τις φωνές των αμυνομένων ενθάρρυνε τους Τούρκους ακόμη περισσότερο και ανενόχλητοι πλέον έμπαιναν στην πόλη χωρίς να συναντούν καμία αντίσταση. Ο Αυτοκράτορας μαζί με τον Φραγκίσκο του Τολέδο, τον Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη αντιστάθηκαν γενναία μέχρι τέλους στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και προκάλεσαν το θάνατο πολλών από τους εχθρούς.

Ο ιστορικός Κριτόβουλος αναφέρει, ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ με τις ορδές των γενιτσάρων του όρμησε στα μισογκρεμισμένα τείχη και πήρε μέρος στη συμπλοκή που ακολούθησε. Η μάχη ήταν σκληρή και οι λιγοστοί αμυνόμενοι σφαγιάστηκαν ανηλεώς. Ο Αυτοκράτορας έπεσε στη μάχη, αν και οι συνθήκες θανάτου του παραμένουν αδιευκρίνιστες. Ακόμη και ο πιστός του φίλος Σφραντζής δεν βρισκόταν μαζί του τις τελευταίες εκείνες στιγμές, καθώς έπειτα από εντολή του τελευταίου Αυτοκράτορα, είχε πάει να επιθεωρήσει την κατάσταση σε άλλο μέρος της δυστυχούς πόλης. Ο ιστορικός Δούκας μας πληροφορεί επίσης, ότι οι Τούρκοι δεν γνώριζαν, ότι αυτός που είχαν θανατώσει ήταν ο Κωνσταντίνος.

Η μάχη συνεχίστηκε για λίγο ακόμη διάστημα και αφού θανατώθηκαν και οι τελευταίοι υπερασπιστές, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Και την κυρίευσαν όλη εκτός από τρεις πύργους, του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου. Εκεί μάχονταν γενναία και με πείσμα οι ναυτικοί από την Κρήτη, που είχαν έρθει οικειοθελώς να συνδράμουν στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης και δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να παραδώσουν τα όπλα. Κάποιος Τούρκος όμως πληροφόρησε το σουλτάνο για την εξαιρετική ανδρεία αυτών των μαχητών και ο σουλτάνος εντυπωσιασμένος από τη γενναιότητα τους διέταξε να τους αφήσουν ελεύθερους να φύγουν με τα πλοία τους.

Χρειάστηκε πολύς κόπος έως ότου καταφέρει τελικά ο σουλτάνος να τους πείσει να παραδοθούν. Τέλος όσον αφορά τον Τουρκικό στόλο, αρχικά προσπάθησε παρατασσόμενος μπροστά στην αλυσίδα και περικυκλώνοντας τα τείχη να εισβάλλει στην πόλη, αλλά δεν τα κατάφερε και αποχώρησε. Έπειτα όμως ο Τούρκος ναύαρχος έδωσε διαταγή να αποβιβαστούν τα πληρώματα στη στεριά και να πολεμήσουν εκεί. Τα 70 πλοία που βρίσκονταν στον Κεράτιο κόλπο προσπάθησαν να εισβάλλουν ανεπιτυχώς στην περιοχή του Φαναρίου, αλλά η αντίσταση που δέχτηκαν από τους Χριστιανούς που μάχονταν εκεί, τους ανάγκασε να γυρίσουν πίσω.


Όταν όμως οι γενίτσαροι κατάφεραν να εισβάλλουν στην Πόλη, τα πληρώματα και των δύο στόλων εγκατέλειψαν τα πλοία και όρμησαν στο εσωτερικό της με μοναδικό σκοπό να συμμετάσχουν στη λαφυραγώγηση, επιτρέποντας σε 8 Γενουατικά και 7 Βενετικά πλοία να αποχωρήσουν ανενόχλητα από το λιμάνι. Ωστόσο 15 Γενουατικά πλοία, 5 Αυτοκρατορικά, αλλά και το πλοίο του Ορχάν δεν είχαν την ίδια τύχη και αιχμαλωτίστηκαν.

γ) Η Τύχη του Λαού (Σφαγές - Λεηλασίες - Εξανδραποδισμοί)

Αφού μπήκαν στην πόλη οι Οθωμανοί, άρχισαν τις σφαγές και τις λεηλασίες. Οι γενίτσαροι σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαιρέτως φύλου και ηλικίας και σε κάποιες περιπτώσεις έμπαιναν και κατέσφαζαν τους ανθρώπους και μέσα στα σπίτια τους ή στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν. Εξαγριωμένοι καθώς ήταν από τη δίμηνη πολιορκία και τη σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων, όρμησαν σαν άγρια θηρία μέσα στην πόλη ενάντια στους κατοίκους της και τους αμύθητους θησαυρούς, που τους υποσχέθηκε ο σουλτάνος.

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι σύμφωνα με το Ισλαμικό πολεμικό δίκαιο, όταν μία πόλη παραδιδόταν στους πολιορκητές της, δεν διέτρεχε τον κίνδυνο της σφαγής, της λεηλασίας ή του εξανδραποδισμού των κατοίκων της. Η Κωνσταντινούπολη όμως, δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία, καθώς οι κάτοικοι της προτίμησαν να αγωνιστούν μέχρι τέλους, οπότε οι στρατιώτες του σουλτάνου είχαν το δικαίωμα να κάνουν ό, τι επιθυμούν το τριήμερο της λεηλασίας, που είχε ορίσει από πριν ο Μωάμεθ.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, με την είσοδο τους στην πόλη, οι γενίτσαροι έσφαζαν όποιον συναντούσαν ή όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει φοβούμενοι, ότι μέσα στην πόλη υπήρχαν ένοπλοι στρατιώτες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αντεπιτεθούν και να τους εκδιώξουν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν, ότι η αντίσταση επί πενήντα δύο συνεχόμενες ημέρες ήταν προϊόν των λιγοστών ανδρών που κάλυπταν τα τείχη. Άλλωστε επισημαίνει ο ίδιος συγγραφέας, αν γνώριζαν, ότι δεν υπήρχαν κρυμμένοι πολεμιστές, δεν θα προέβαιναν στη θανάτωση τους, καθώς τους συνέφερε περισσότερο να τους αιχμαλωτίσουν και είτε να τους πουλήσουν ως δούλους, είτε να τους απελευθερώσουν, αν εξαγόραζαν με χρήματα την ελευθερία τους.

Οι αιχμάλωτοι επομένως θα απέφεραν στους κατακτητές περισσότερα οφέλη, για αυτό και αφού συνήλθαν από την εκδικητική μανία, οι Οθωμανοί αποφάσισαν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους. Τα σπίτια των πλούσιων οικογενειών και οι εκκλησίες έγιναν στόχος λεηλασίας, διαρπαγής, αιχμαλωσίας και καταστροφής. Πολλές νέες κοπέλες, γόνοι καλών οικογενειών, μικρότερης η μεγαλύτερης ηλικίας, ανύπαντρες ή παντρεμένες, αλλά και μοναχές και νεαρά αγόρια και κορίτσια ατιμάστηκαν και έπειτα έγιναν αντικείμενο αγοραπωλησίας στα σκλαβοπάζαρα. Απέναντι στον κοινό εχθρό όλοι είχαν είχαν εξισωθεί μεταξύ τους.

Ο απλός λαός και οι ανώτεροι αξιωματούχοι έτρεχαν από κοινού να σωθούν. Αναζητούσαν άσυλο και καταφύγιο στις εκκλησίες και ιδιαίτερα στο ναό της Αγίας Σοφίας, που βρίσκεται πίσω από το κίονα του Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς υπήρχε μία παλιά παράδοση, που έλεγε, ότι ο εχθρός δεν θα μπορούσε να προχωρήσει πέρα από εκείνο το σημείο. Οι Οθωμανοί βέβαια δεν πτοήθηκαν από την ιερότητα του χώρου, καθώς η συγκέντρωση των κατοίκων σε τόσο περιορισμένο περιβάλλον διευκόλυνε τον εχθρό στην αιχμαλώτιση τους. Έτσι ο πληθυσμός που κατέφυγε εκεί, όχι μόνο δεν σώθηκε, αλλά άθελα του προκάλεσε τον εξανδραποδισμό του.

Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί και μία συνήθεια των Τούρκων σε περιπτώσεις λεηλασίας, όπως αυτή που περιγράφεται. Οι Τούρκοι λοιπόν, όταν έμπαιναν σε ένα σπίτι για να το λεηλατήσουν, ύψωναν μία σημαία με το έμβλημα τους, ώστε να δείξουν στους δικούς τους, ότι αυτό είναι ήδη κατειλημμένο και να τους εμποδίσει να μπουν σε αυτό. Για αυτό το λόγο οι πολιορκητές έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι και στα μοναστήρια και τις εκκλησίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οίκημα μέσα στην Κωνσταντινούπολη χωρίς Τουρκικό έμβλημα κατά τη διάρκεια της τριήμερης εκείνης λεηλασίας.

Ένα μέρος του πληθυσμού βέβαια κατάφερε να σωθεί, καθώς έτρεξε στα πλοία των Γενουατών τα οποία απέπλευσαν εκμεταλλευόμενα την αποδιοργάνωση του τουρκικού στόλου. Εξαιτίας του πανικού που δημιουργήθηκε όμως, στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν, κάποιοι έχασαν τη ζωή τους από πνιγμό, ενώ από την άλλη μεριά τα πλοία δεν ήταν αρκετά, ώστε να επιβιβασθούν όλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς που έμειναν μέσα στην Πόλη έτρεχαν σε διάφορα σημεία, για να σωθούν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Η λεηλασία διήρκεσε από το πρωί της 29ης Μαΐου ως το απόγευμα της ίδιας ημέρας και παρ' όλη την υπόσχεση του Μωάμεθ για τριήμερη λεηλασία διέταξε τελικά την παύση της.

Άλλωστε όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως ο πληθυσμός της Πόλης δεν ήταν τόσο μεγάλος, όσο στο παρελθόν, ούτε και τα πλούτη της αμύθητα όπως πίστευαν οι περισσότεροι από τους πολιορκητές. Ο Μωάμεθ εισήλθε στην Πόλη με τους γενίτσαρους και τους Πασάδες του και κατευθύνθηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας. Προσευχήθηκε στον Αλλάχ για να τον ευχαριστήσει, που τον αξίωσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, μετατρέποντας το σύμβολο της Ορθοδοξίας σε μέρος προσκύνησης των αλλοθρήσκων και διέταξε να γίνει έρευνα για την ανεύρεση του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Αγωνιούσε να μάθει αν είχε σκοτωθεί ο μεγάλος του αντίπαλος και με ανακούφιση πληροφορήθηκε το θάνατό του.

Όταν μπήκε μέσα στο ναό, όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας συνέβη το εξής περιστατικό:  ''Ο σουλτάνος παρατήρησε έναν Τούρκο, ο οποίος προσπαθούσε να σπάσει ένα κομμάτι μάρμαρο από το δάπεδο του ναού. Οργισμένος του είπε να σταματήσει καθώς η λαφυραγωγία δεν περιελάμβανε τα δημόσια κτίρια. Έπειτα τον χτύπησε με το ξίφος του και διέταξε τη φρουρά του να τον βγάλει έξω''. Το στρατόπεδο του σουλτάνου και τα πλοία του Τουρκικού στόλου είχαν γεμίσει αιχμαλώτους και λάφυρα. Χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμοι λίθοι ήταν μερικά μόνο από τα αποκτήματα των γενιτσάρων. Φωνές τρόμου και πανικού ακούγονταν παντού, καθώς οικογένειες χωρίστηκαν για πάντα και τα μέλη τους δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά.


Σχετικά με τους ευγενείς της Κωνσταντινούπολης γνωρίζουμε από τις πηγές, ότι άλλοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, την ώρα της εισόδου των Οθωμανών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Την ώρα της μάχης σκοτώθηκαν ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Παλαιολόγος Μετοχίτης με τους γιους του. Ο πιθανός ανταπαιτητής του σουλτανικού θρόνου Ορχάν προσπάθησε να διαφύγει μεταμφιεζόμενος σε καλόγερο, αλλά έγινε αντιληπτός, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς και η οικογένεια του αιχμαλωτίστηκαν επίσης. Ο σουλτάνος αρχικά επέδειξε καλή διάθεση απέναντι στο μέγα δούκα και την οικογένεια του, αλλά η καλοσύνη του δεν διήρκεσε πολύ.

Για να εξακριβώσει τη αφοσίωση του Νοταρά στο πρόσωπο του τον υπέβαλε σε φριχτή δοκιμασία. Σε ένα συμπόσιο που έκανε μετά την άλωση της Πόλης και ενώ είχε πιει αρκετό κρασί, διέταξε να του φέρουν τον δεκατετράχρονο γιο του Νοταρά. Ο μέγας δούκας αρνήθηκε να παραδώσει το παιδί του στο Μωάμεθ και ο σουλτάνος εξοργισμένος τον διέταξε να εμφανιστεί μπροστά του μαζί με όλα του τα παιδιά. Ο Νοταράς υπάκουσε στην εντολή του Μωάμεθ και εμφανίστηκε μπροστά του μαζί με το γιο του και το γαμπρό του, τον Καντακουζηνό. Ο σουλτάνος διέταξε να τους θανατώσουν, κόβοντας τους το κεφάλι.

Ο Νοταράς, φοβούμενος μήπως κάποιο από τα παιδιά του δειλιάσει μπροστά στο δήμιο ζήτησε να θανατωθούν μπροστά του πρώτα αυτά και έπειτα ο ίδιος. Αφού είδε τα παιδιά του να πέφτουν νεκρά μπροστά του, δοξολόγησε το Θεό και παρέδωσε τον εαυτό του στο δήμιο. Την επόμενη μέρα ο σουλτάνος διέταξε τη θανάτωση των Ελλήνων αξιωματούχων και προκρίτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί, προφανώς, γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στις προθέσεις τους και στην αφοσίωση τους στο πρόσωπο του. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος αιχμαλωτίστηκε επίσης, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και κατέφυγε με πλοίο στην Πελοπόννησο.

Συνελήφθησαν επίσης πολλοί επίσημοι Βενετοί, από τους οποίους κάποιοι θανατώθηκαν, όπως ο Βάιλος Μινόττο, αλλά και ο πρόξενος των Καταλανών, ενώ άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι, καθώς ο Μωάμεθ θεώρησε επικίνδυνη την παρουσία τους, καθώς δεν ήταν σε θέση να προβλέψει την αντίδραση της Δύσης. Σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro, 29 Βενετοί ευγενείς, από αυτούς που είχαν συλληφθεί, κατάφεραν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους σε διάστημα ενός χρόνου.

Ένα ακόμη θύμα της εχθρότητας και της καχυποψίας του σουλτάνου υπήρξε ο βεζύρης Χαλήλ, ο οποίος, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως ήταν αντίθετος στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και έτρεφε συμπάθεια στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των Βυζαντινών. Σε αντίθεση με τους Ενετούς, οι Γενουάτες φαίνεται ότι είχαν καλύτερη τύχη, καθώς, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος, παραδόθηκαν στο σουλτάνο οικειοθελώς και εκείνος δεν δεν προέβη σε καμία εχθρική κίνηση απέναντί τους. Τέλος ο Ιουστινιάνης, που είχε αποχωρήσει πληγωμένος από τη μάχη, κατέφυγε στη Χίο, όπου και υπέκυψε λίγο αργότερα στα τραύματά του.

Κατά την πολιορκία και την άλωση φονεύθηκαν, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, περίπου 4.000 κάτοικοι, ενώ συνελλήφθησαν 50.000. Ο Barbaro, από την άλλη μεριά κάνει λόγο για 60.000 αιχμαλώτους. Οι αριθμοί αυτοί βεβαίως φαίνονται υπερβολικοί. Στόχος όμως των συγγραφέων ήταν να τονίσουν το μέγεθος της καταστροφής, το οποίο σίγουρα ήταν τεράστιο, καθώς η πόλη ερημώθηκε, γεγονός που ανάγκασε το Μωάμεθ να λάβει έκτακτα μέτρα για τον εποικισμό της. Η καταστροφή της άλλοτε κραταιάς Κωνσταντινούπολης όμως ήταν ολοκληρωτική.

Η ένδοξη πρωτεύουσα του Βυζαντίου δεν θα μπορούσε ποτέ πια να αποκτήσει το κύρος και την αίγλη, τη δύναμη και τα πλούτη που είχε στο παρελθόν. Το σπουδαίο πνευματικό κέντρο που υπήρξε στα χίλια και πλέον χρόνια της ιστορίας της και κέρδισε τον θαυμασμό Ανατολής και Δύσης, είχε χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Ο ρους της ιστορίας είχε αλλάξει τροχιά.

δ) Η Επομένη της Άλωσης

Το βασικό γενικότερο δίλημμα που αντιμετώπισε ο κατακτητής σουλτάνος μετά την Άλωση ήταν εκείνο της ρήξης ή της συνέχειας με το Βυζαντινό παρελθόν της Πόλης. Ενδεικτική είναι η στάση του απέναντι σε ορισμένους εκπροσώπους της παλιάς άρχουσας τάξης με προεξάρχοντα το μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά, τους οποίους αρχικά αντιμετώπισε ευμενώς, αλλά αμέσως ύστερα μεταστράφηκε και διέταξε την εκτέλεσή τους. Αντίθετα, εμφανίστηκε ανεκτικός απέναντι στην Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία και έξι μήνες μετά την Άλωση πήρε την πρωτοβουλία ανασύστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου επιλέγοντας ως πατριάρχη τον ανθενωτικό ηγέτη Γεννάδιο Σχολάριο.

Η πιο σημαντική μακροπρόθεσμα απόφασή του ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσάς του στην κατακτημένη Πόλη, η οποία φαίνεται πως ανακοινώθηκε το 1458. Η απόφαση αυτή συνοδεύτηκε από εκτεταμένο πρόγραμμα επανεποικισμού και οικοδόμησης, τα οποία έθεσαν τη βάση για τη μεταμόρφωση της ερημωμένης Πόλης σε μια οικουμενική Αυτοκρατορική πρωτεύουσα, με διαφορετικό όμως χαρακτήρα και εμφάνιση από την αντίστοιχη Βυζαντινή.

ε) Σημασία του Γεγονότος

Λόγω της συμβολικής της διάστασης, η άλωση της Κωνσταντινούπολης έχει από πολύ παλιά θεωρηθεί ορόσημο ανάμεσα στους Μέσους και τους Νεότερους χρόνους. Η πραγματική ευρύτερη ιστορική της σημασία είναι πιο δύσκολο να εκτιμηθεί, καθώς εν πολλοίς επιστέγασε εξελίξεις οι οποίες είχαν ήδη δρομολογηθεί. Μεσοπρόθεσμα συνέτεινε σημαντικά στη μετατροπή του Οθωμανικού κράτους σε ισχυρή Αυτοκρατορική δύναμη με σαφή επεκτατικό προσανατολισμό και, ως εκ τούτου, σε μείζονα απειλή για τα Ευρωπαϊκά κράτη. Επίσης σήμανε το τέλος της κυριαρχίας των Ιταλικών εμπορικών πόλεων στο εμπόριο της Ρωμανίας και του Εύξεινου Πόντου.


Όσον αφορά τους Χριστιανούς της Ανατολής, η άλωση καθόρισε την αποτυχία της ένωσης των Εκκλησιών και την επιβίωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ιδιαίτερης οντότητας. Παράλληλα, η εκκλησία εν μέρει κατέλαβε τη συμβολική θέση της Αυτοκρατορίας ως σημείο πολιτικής αναφοράς για τους Χριστιανούς, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα διοικητικές, οικονομικές και δικαστικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο του Οθωμανικού συστήματος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής ή Βυζαντινή, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται ιδρύθηκε από το Μέγα Κωνσταντίνο στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ.  και ολοκλήρωσε τον κύκλο της υπερχιλιετούς ζωής της την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 έχοντας ως τελευταίο Αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο, ο οποίος χάθηκε μαζί της. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης μπορεί βεβαίως να ήταν αναμενόμενη και αναπόφευκτη, παρά ταύτα όμως προκάλεσε σοκ στην Δύση, καθώς προφανώς οι δυτικοί ηγεμόνες δεν είχαν αντιληφθεί μέχρι και την τελευταία στιγμή την κρισιμότητα της κατάστασης και πίστευαν, ότι η Βασιλεύουσα θα κατάφερνε να αντέξει ακόμη μία φορά την πολιορκία, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν.

Άλλωστε το Βυζάντιο αποτέλεσε μέχρι εκείνη τη στιγμή δικλείδα ασφαλείας στην εξάπλωση του Μουσουλμανισμού διατήρησε τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό και αποσόβησε την εξάπλωση των Ανατολικών λαών στη Βαλκανική χερσόνησο και πέρα από αυτή. Μετά την πτώση είναι ανοιχτός ο δρόμος στον κατακτητή, να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τα εδάφη του. Οι υπόλοιποι  Χριστιανικοί λαοί της Ευρώπης αδυνατούν να αντισταθούν στην επεκτατική πολιτική του Μωάμεθ. Ακολουθεί επομένως η υποταγή της Σερβίας (1459), του Μοριά (1460), της Τραπεζούντας (1461), της Βοσνίας (1463) και της Αλβανίας (1468). Η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντικαθίσταται πλέον από το Οθωμανικό κράτος, η Ελλάδα απλός άλλαξε κατακτητή.

Παράλληλα, ο Βυζαντινός πολιτισμός, με την ανάπτυξη των τεχνών και του πνεύματος επηρέασε έντονα τις Σλαβικές και δυτικές χώρες, αλλά ακόμη και τον ίδιο τον κατακτητή. Από την άλλη πλευρά, οξύνθηκε ακόμη περισσότερο η θρησκευτική διάσταση μεταξύ δυτικής και ανατολικής εκκλησίας, ιδιαίτερα μετά από την ευφυή κίνηση του Μωάμεθ να τοποθετήσει το μοναχό Γεννάδιο, γνωστό για τις ανθενωτικές του απόψεις, στον πατριαρχικό θρόνο.

Μ' αυτή την πράξη του σουλτάνου αποσοβήθηκε ο κίνδυνος μίας ενδεχόμενης συνεργασίας μεταξύ του Βυζαντίου και της Δύσης για την απομάκρυνση του κατακτητή. Η Κωνσταντινούπολη επομένως χάνει πλέον και τον πολιτιστικό ρόλο, που διαδραμάτιζε έως τότε στα Βαλκάνια και διατηρεί μονάχα το θρησκευτικό της ρόλο. Επιπλέον, τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, αλλά και της άλωσης της Πόλης, όπως ήταν φυσικό δημιούργησαν ζωηρή εντύπωση και αποτυπώθηκαν στη λογοτεχνία της Ανατολής και της Δύσης μέσα από τις διηγήσεις των σύγχρονων αλλά και των μεταγενέστερων ιστορικών και χρονογράφων.

Την καταστροφή της Βασιλεύουσας θρήνησαν άπαντες, λόγιοι αλλά και λαϊκοί. Τα δημοτικά τραγούδια εξιστορούν τις τελευταίες ώρες της Πόλης και εγκωμιάζουν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Το θέμα της πτώσης, της τελευταίας λειτουργίας στη μεγάλη εκκλησία και του θανάτου του τελευταίου ήρωα Αυτοκράτορα δημιούργησαν θρύλους και παραδόσεις, που συγκινούν και εμπνέουν μέχρι και σήμερα.

Ο υπεράνθρωπος αγώνας που ανέλαβαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης εναντίον του πανίσχυρου κατακτητή, η αξιοπρέπεια με την οποία αρνήθηκαν την παράδοση της πόλης, το απαράμιλλο ψυχικό σθένος, το οποίο επέδειξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, οι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκαν, που δεν είναι άλλες από την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια οδήγησαν στη διαμόρφωση των ηθικών αξιών του Νεοέλληνα. Το σύνθημα της επανάστασης του 1821 «Ελευθερία ή Θάνατος» απηχεί τα λόγια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ό οποίος με εξαιρετική γενναιότητα είχε απαντήσει στον απεσταλμένο του σουλτάνου:

«Τό δέ τήν πόλιν σοι δοῦναι οὔτ' ἐμόν ἐστι οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ταύτῃ˙ κοινῇ γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Τέλος, ο Μωάμεθ και οι μεταγενέστεροι σουλτάνοι ακολούθησαν μία πολιτική ανοχής της διαφορετικότητας, όσον αφορά τη θρησκεία και τον πολιτισμό, η οποία έδωσε στους Έλληνες τη δυνατότητα να διατηρήσουν την ταυτότητα τους και αν και υποτελείς να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ως έθνος και αργότερα να εξαπλωθούν ακόμη περισσότερο. Οι θρύλοι, οι παραδόσεις, τα δημοτικά τραγούδια πέρασαν από γενιά σε γενιά και στα δύσκολα χρόνια της δουλείας υπήρξαν στήριγμα και παρηγοριά για το υπόδουλο Ελληνικό γένος.

Εκφράζουν την ψυχική συγκίνηση που δοκίμασε ο λαός από τα συγκλονιστικά γεγονότα που βίωσε και επίσης τους πόθους και τις ελπίδες που θεμελίωσαν την εθνική συνείδηση του Ελληνικού έθνους. Από τα ερείπια θεμελιώθηκε το υψηλό φρόνημα και η ελπίδα για την μελλοντική αποκατάσταση του γένους.

Πρέπει να αναφερθεί ότι στην Κων/πολη και στις γύρω περιοχές υπήρχαν περί τους 300.000 μοναχοί που όχι μόνο δεν βοήθησαν στον αγώνα έμψυχα ή υλικά τον αγώνα αλλά προδοτικά υπέγραφαν συμφωνίες παράδωσής τους στους Τούρκους προκειμένου να κρατήσουν τις περιουσίες τους να εξασφαλίσουν προνομία και σε πολλές περιπτώσεις να ΑΝΤΑΜΕΙΦΘΟΥΝ για τις υπηρεσίες τους. Τέτοια παραδείγματα έχουμε στο ''Άγιο Όρος'', μονή Βλατάδων κλπ.

ΔΕΣ και: Η φιλοσοφική σκέψη στον Δυτικό Μεσαίωνα - Γιατί η Αναγέννηση έγινε στην Δύση

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 1453 (ΜΕΡΟΣ Α’)

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ (1453)

ΓΕΝΙΚΑ

Μια «ΑΠΟΦΡΑΔΑ ΤΡΊΤΗ», δύο ημέρες πριν ξεψυχήσει η άνοιξη, την 29η Μαΐου 1453, ξεψύχησε και έπαψε οριστικά να χτυπά η καρδιά του Βυζαντίου: η Κωνσταντινούπολη. Στις 29 Μαΐου του έτους 1453, την αποφράδα ημέρα Τρίτη, ανήμερα της γιορτής της Αγίας Θεοδοσίας (που μαρτύρησε επί Εικονομαχίας), η Κωνσταντινούπολη, η θρυλική Βασιλεύουσα, πρωτεύουσα της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλύθηκε από τους Οθωμανούς Μογγόλους αφού έκαναν περισσότερο από 200 χρόνια για να φτάσουν έως εκεί… από τα βάθη της Ασίας, τις Μογγολικές στέπες...

Tα άλλοτε πανίσχυρα τριπλά τείχη της, που πάνω τους συνετρίβησαν στρατιές βαρβάρων, βαριά τραυματισμένα από τα κανόνια του σουλτάνου Μωάμεθ B’, δεν άντεξαν την τελική επίθεση του μικτού Μογγολικού στρατού. Οι κουρασμένοι και λιγοστοί υπερασπιστές της δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τις στρατιές των «απίστων», των άτακτων Βασιβουζούκων, των Σπαχήδων ιππέων πολεμιστών και του στρατού των γενιτσάρων, κι’ άλλων Μογγόλων.

H κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν για τον Χάν Mωάμεθ B’ όνειρο και στόχος ζωής. Ήθελε, συνεχίζοντας την πορεία των μεγάλων Στρατηλατών της αρχαιότητας, να περάσει ο ίδιος στην ιστορία, ως πορθητής της Βασιλεύουσας. Οι ικανότητες, η στρατηγική και οι γνώσεις του επικεντρώθηκαν, από τη στιγμή που ανήλθε στην εξουσία, στην επίτευξη αυτού του σκοπού.

H Bασιλίς των Πόλεων, που αντιμετώπισε περισσότερες από 20 πολιορκίες σε όλη τη διάρκεια του ιστορικού παρελθόντος της και είχε κατακτηθεί μόνο από τις στρατιές των Σταυροφόρων, τα τελευταία πριν από την Άλωση χρόνια, είχε καταντήσει φάντασμα του ίδιου του εαυτού της. Από την άλλοτε πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχε απομείνει παρά μόνο η Κωνσταντινούπολη, ένα Χριστιανικό φρούριο μέσα σε έναν κλοιό από Μουσουλμανικές κατακτήσεις.

Το γενεσιουργό αίτιο της Άλωσης του 1453 έχει χρονικό βάθος και εντοπίζεται στην πρώτη Άλωση (1204), όταν στην απόρθητη μέχρι τότε Πόλη «μπουκάρισαν» οι φάλαγγες της Τέταρτης Σταυροφορίας. Και μπορεί μεν η πρώτη (1204) να στάθηκε αντιστρέψιμη αφού η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε (1261), αλλά το παλαιό σθένος δεν ανακτήθηκε ποτέ. Επέστρεψαν δηλαδή οι Βυζαντινοί αλλά το Κράτος εξαρθρωμένο, σ’ όλη τη διάρκεια της Παλαιολόγιας περιόδου, βρισκόταν σε μαρασμό. Ας το πούμε πιο ωμά: ψυχορραγούσε και αδύναμο ν‘ αντιμετωπίσει την Οθωμανική σφοδρότητα, έσβησε.

H δραματικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνισμού, η άλωση της Κωνσταντινούπολης, την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, αποτελεί ταυτόχρονα ένα ορόσημο για την Ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, αφού ουσιαστικά ολοκληρώνει με τον πιο τραγικό τρόπο την περίοδο που έμεινε γνωστή ως "Μεσαίωνας". Το κρατικό μόρφωμα που οι Δυτικοί ιστορικοί κατά το 17ο-18ο αιώνα ονόμασαν "Βυζάντιο", ήταν στην πραγματικότητα η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία - ο νόμιμος διάδοχος της Ρώμης, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης Αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη.

Στη Δύση το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας ήταν γνωστό ήδη από τον 6ο αιώνα ως "η αυτοκρατορία των Ελλήνων" και ο ηγέτης της ως "ο Έλληνας Αυτοκράτορας". Δεν έπαυε ωστόσο να είναι η διάδοχος της Ρώμης και ως τέτοια, η πρωτεύουσα της "Βυζαντινής" Αυτοκρατορίας, η "Νέα Ρώμη", η πόλη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας και για περισσότερα από 1.100 χρόνια ήταν γνωστή ως Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσε την πλέον ένδοξη και ισχυρή πόλη της εποχής της, έναν πραγματικό φάρο πολιτισμού και γνώσης.

Tα τείχη της εύμορφης νύφης του Βοσπόρου έστεκαν ως περήφανα μνημεία του οράματος του "άπαρτου κάστρου" των αυτοκρατόρων που διέταξαν και επέβλεψαν την ανέγερσή τους. Oι κάτοικοι της πόλης, ένα αμάλγαμα φυλών και λαών στους οποίους κυρίαρχη θέση είχαν οι Έλληνες, ήταν περήφανοι για αυτή. Aκόμη και στον 15ο αιώνα, όταν η πάλαι ποτέ ισχυρότερη πόλη του Μεσαίωνα δεν ήταν πια παρά μία σκιά του παλιότερου ένδοξου εαυτού της, η περηφάνια αυτή αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο όπου θεμελιωνόταν η προσωπικότητα του "Ρωμιού".

Παρόλα αυτά, στα χρόνια της ένδειας που διήγε το Βυζάντιο στις τελευταίες δεκαετίες του, πολύς λίγος χώρος υπήρχε για υπερηφάνεια. Mία νέα δύναμη είχε εμφανιστεί στην περιοχή της εγγύς Ανατολής, η οποία ουσιαστικά ήλθε να καλύψει το "κενό εξουσίας" που είχε αφήσει το Βυζάντιο αφού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, όταν οι σταυροφόροι κατέλυσαν την αυτοκρατορική εξουσία το 1204. H αυτοκρατορία μπορεί να αναγεννήθηκε από τις στάχτες της, αλλά δεν ήταν πλέον το πανίσχυρο Βυζάντιο που τρόμαζε τους εχθρούς και ενέπνεε σεβασμό στους φίλους με τη δύναμη, το μεγαλείο και την παράδοσή του.

Η Δόξα τη Βασιλεύουσας

Η Βασιλεύουσα της Ελληνικής παράδοσης, η πιο ένδοξη πόλη του Μεσαίωνα και το φρούριο του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, η "Νέα Ρώμη", το "κόσμημα του Βοσπόρου" είναι η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα και το κέντρο της Βυζαντινής (Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας, που το 1453 έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Tο αρχαίο όνομα της πόλης, την οποία κατέστησε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντικαθιστώντας την παραπαίουσα Ρώμη, (ο Κωνσταντίνος ο Μέγας), ήταν Βυζάντιο. Πόλη Ελληνική. 

Είχε για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της εξαιρετική στρατηγική σημασία, ελέγχοντας τα στενά του Βοσπόρου, ωστόσο ουδέποτε μπόρεσε να αγγίξει την αίγλη των Ελληνικών μητροπόλεων (Αθήνα, Σπάρτη) και των μεγαλύτερων δυτικών αποικιών (Συρακούσες, Τάρας). Tο Βυζάντιο είχε ιδρυθεί από τους Μεγαρείς υπό τον θρυλικό Βύζαντα το 667 π.X. H ιστορία της πόλης ανά τους αιώνες έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά δεν σχετίζεται πρακτικά με αυτήν της μετέπειτα Κωνσταντινούπολης. 


Ιδρυτής της τελευταίας είναι ο Αυτοκράτορας της Ρώμης, Κωνσταντίνος ο Μέγας, που με σκοπό να εξυπηρετήσει τα ιδιαίτερα φιλόδοξα σχέδιά του για τη νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη. H τελευταία την εποχή του Κωνσταντίνου συνέχιζε να είναι μία εντυπωσιακή, πλούσια και σχεδόν οριακά πυκνοκατοικημένη πόλη, ωστόσο δεν ήταν πλέον το κατάλληλο κέντρο διακυβέρνησης μιας Αυτοκρατορίας που άρχιζε να νιώθει καυτή την ανάσα των βόρειων και ανατολικών εχθρών της. H Ρώμη είχε μία σειρά από μειονεκτήματα, τα οποία επιγραμματικά μπορούν να διατυπωθούν ως εξής: 
  • Hταν κτισμένη σε πεδινή τοποθεσία και ήταν δύσκολη η υπεράσπισή της σε περίπτωση πολιορκίας. Δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Αντιμετώπιζε μία σειρά από προβλήματα υγιεινής (επιδημίες ελονοσίας ήταν τακτικό φαινόμενο). 
  • Ουδέποτε έπαψε να είναι μία πόλη-κράτος, με όλα τα συμπλέγματα που αυτό συνεπάγεται, ως εκ τούτου όχι ιδανική για το ρόλο της πρωτεύουσας μιας πολυεθνικής, εκτεταμένης Αυτοκρατορίας. Βρισκόταν μακριά από τα κύρια σύνορα της Αυτοκρατορίας (που τότε ήταν ο Δούναβης και ο Ευφράτης), τα οποία αποτελούσαν σημεία μόνιμης τριβής με τους γείτονες των Ρωμαίων. 
  • Τέλος, βρισκόταν στο φτωχό δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας (σε αντίθεση με το πλούσιο ανατολικό).
Γι' αυτούς αλλά και για άλλους λόγους, ο Κωνσταντίνος, επιδεικνύοντας εξαιρετική στρατηγική σκέψη και πολιτική οξύνοια, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα. Επέλεξε μια τοποθεσία που δέσποζε στην ανατολική περιφέρεια της αυτοκρατορίας, βρισκόταν επακριβώς στο σύνορο Ευρώπης και Ασίας, μπορούσε εύκολα να οχυρωθεί με μόνο ένα τείχος (αρκεί οι υπερασπιστές να διέθεταν ισχυρό στόλο) και καθότι ο προϋπάρχων οικισμός ήταν μικρός, μπορούσε να διαμορφωθεί κατά το δοκούν από έναν φιλόδοξο Αυτοκράτορα που επιθυμούσε να αφήσει τα χνάρια του στην ιστορία, όπως ο Κωνσταντίνος.

H νέα πόλη ήταν αντάξια του ονόματος, της φήμης και της πολυτέλειας της παλιάς πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Απέκτησε μια σειρά από λαμπρά και εξαιρετικά πολυτελή διοικητικά κτήρια, παλάτια, δημόσια και λατρευτικά κτίσματα και άλλες απαραίτητες προσθήκες για μία αυτοκρατορική έδρα, καθώς ο Κωνσταντίνος επεδίωκε να δημιουργήσει μια πόλη-πρότυπο για τον κόσμο της εποχής. Άφησε πίσω του τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία και διοικητική δομή της "Aιώνιας Πόλης" (που, βεβαίως, δεν άργησαν να "μεγαλώσουν" και στη νέα πρωτεύουσα) και δημιούργησε ένα νέο σύστημα διοίκησης, με έμφαση - φυσικά - στο ρόλο του Αυτοκράτορα.

Για να καταστεί η πόλη αντάξια του ρόλου της, έπρεπε να διακοσμηθεί κατάλληλα. Πάμπολλα έργα τέχνης και μνημεία Ελληνικής και Ρωμαϊκής προέλευσης μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στις όχθες του Βοσπόρου και χρησιμοποιήθηκαν για να διακοσμήσουν τη νέα πρωτεύουσα, ενώ εκατοντάδες τεχνίτες και καλλιτέχνες ανέλαβαν να φτιάξουν ακόμη πιο περίτεχνα έργα τέχνης ειδικά για τη "νέα Ρώμη". Πλατιοί δρόμοι δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν την κίνηση σε μια πόλη που έμελλε να γιγαντωθεί τα επόμενα χρόνια. Πλατείες, όπως η κεντρική πλατεία της νέας πρωτεύουσας, που ο Κωνσταντίνος ονόμασε "Αυγούστειον", κοσμήθηκαν με έργα άφθαστης καλλιτεχνικής αξίας. 

Σε μία έκρηξη Αυτοκρατορικής ματαιοδοξίας, ο Κωνσταντίνος έστησε καταμεσής του νέου φόρουμ (αγοράς) μία πανύψηλη κολόνα, με άγαλμα του ίδιου στην κορυφή, το οποίο έφερε φωτοστέφανο. Tο άγαλμα κοίταζε προς την Ανατολή - αυτός θα ήταν εφεξής ο προσανατολισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφού η Δύση έμελλε σύντομα να βυθιστεί σε μακρά περίοδο βαρβαρότητας. Για την προστασία της η πόλη απέκτησε ένα ισχυρό τείχος, το οποίο έμελλε να εξελιχθεί από τους επόμενους Αυτοκράτορες στο εντυπωσιακότερο που είχε δει ποτέ ο κόσμος. 

O Αυτοκράτορας έσπευσε να προσελκύσει νέους κατοίκους στο πάλαι πότε Βυζάντιο. Tο κύριο εργαλείο για την προσέλκυση υψηλού επιπέδου αποίκων ήταν η υπόσχεση για δωρεά Αυτοκρατορικών γαιών, κυρίως στη Μικρά Aσία. Στο πλαίσιο της ίδιας προσπάθειας υιοθέτησε και στη "Νέα Ρώμη" το θεσμό του δωρεάν συσσιτίου για τους "πληβείους" - μάλιστα, λίγο καιρό μετά την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, μοιράζονταν περί τις 80.000 μερίδες φαγητού καθημερινά, κάτι που υπονοεί έναν πληθυσμό άνω των 150.000 ήδη από τις απαρχές της πόλης.

Και άλλοι Αυτοκράτορες μετά τον Κωνσταντίνο φρόντισαν να κοσμήσουν την πόλη με νέα κτίρια και ακόμη περισσότερα έργα τέχνης. Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το έργο του Θεοδόσιου, κατ' εντολή του οποίου δημιουργήθηκε το εξαίρετο τείχος που έφερε το όνομά του, καθώς και το Πανεπιστήμιο. Στην ιστορία έμεινε επίσης το έργο του Ιουστινιανού, ο οποίος μεταξύ των πολλών έργων του, ανέθεσε στους αρχιτέκτονες, Ανθέμιο και Ισίδωρο, να αναγείρουν μία νέα Εκκλησία προς τιμήν της Αγίας του Θεού Σοφίας, σε αντικατάσταση εκείνης που είχαν κάψει οι στασιαστές του Νίκα.

Οι Πολιορκίες της Πόλης

Αμέτρητες φορές η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας πολιορκήθηκε από τους εχθρούς της που εποφθαλμιούσαν τα πλούτη, τη δόξα και τη δύναμή της. Στην υπερχιλιετή ιστορία της ως πρωτεύουσας του Βυζαντίου, μόνο δύο φορές υπέκυψε σε πολιορκία. H πρώτη, η πολιορκία των "σταυροφόρων" της διαβόητης τέταρτης σταυροφορίας, ήταν μία μάλλον ιδιάζουσα περίπτωση, ενώ η δεύτερη, η κατάκτησή της από τους Οθωμανούς, σήμανε και το τέλος της Κωνσταντινούπολης ως Ελληνικής πόλης, αφού στο εξής θα ήταν για πέντε αιώνες η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


Από τις πάμπολλες πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης, που περιλαμβάνουν λαούς όπως οι Γότθοι, οι Αβαροι, οι Αραβες, οι Βούλγαροι, οι Πατζινάκοι, οι Χαζάροι και οι Pως / Ρώσοι - και φυσικά οι Τούρκοι δύο φορές πριν από το 1453 - ορισμένες αξίζουν ειδικής μνείας:

H ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΒΑΡΟΥΣ (626 μ.X.)

Oι Άβαροι, φύλο νομαδικό από τις στέπες της Κεντροδυτικής Ασίας, είχαν καταλάβει στην εποχή της μέγιστης ακμής τους ένα μεγάλο μέρος της βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Στο Βυζάντιο ήταν η περίοδος της βασιλείας του Ηρακλείου. Όταν ο τελευταίος, ένας από τους ικανότερους περί τα στρατιωτικά Αυτοκράτορες του Βυζαντίου και εκείνος που πρώτος αντικατέστησε τους Ρωμαϊκούς τίτλους με το Ελληνικό "Βασιλεύς", εκστράτευσε κατά των Περσών, οι οποίοι έμοιαζαν να είναι η κυριότερη απειλή κατά του Βυζαντίου και είχαν σαρώσει μεγάλο μέρος της M. Ανατολής. 

Οι σύμμαχοι των Περσών, Άβαροι, με τη συνεπικουρία των υποτελών τους Σλάβων, επιτέθηκαν κατά της Βασιλεύουσας με ένα τεράστιο στράτευμα. Oι υπερασπιστές της Πόλης ήλθαν σε δύσκολη θέση γιατί η φρουρά ήταν ολιγάριθμη και οι πολιορκητές είχαν τη συνεπικουρία ενός Βυζαντινού μηχανικού ο οποίος κατασκεύασε γι' αυτούς μία σειρά από πολιορκητικές μηχανές (καταπέλτες, πετροβόλους, πολιορκητικούς πύργους, κριούς και χελώνες).

Tα περίφημα τείχη της πόλης άντεξαν και οι υπερασπιστές κατόρθωσαν σε πολλές περιπτώσεις να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Αβάρων, ενώ ο περίφημος Βυζαντινός στόλος κατατρόπωσε τα πολυπληθή πλοιάρια (μονόξυλα) των Σλάβων. Μετά από τις αλλεπάλληλες ήττες και καθώς πλησίαζε Βυζαντινή δύναμη υπό τον αδελφό του αυτοκράτορα, ο Άβαρος Χαγάνος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να αποχωρήσει άπρακτος.

Στη μνήμη της σωτηρίας της Πόλης και για να δοξάσει τη Θεοτόκο, η οποία για τους Βυζαντινούς ήταν η Σωτήρας της Πόλης, δημιουργήθηκε μετά τη λύση της πολιορκίας ένα από τα κορυφαία έργα της Βυζαντινής υμνογραφίας, ο Ακάθιστος Ύμνος.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΡΑΒΙΚΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ (717-718 μ.Χ.)

H πρώτη πολιορκία των Αράβων το 674 μ.Χ. αποκρούστηκε μετά από μία σειρά νικηφόρων για τους Βυζαντινούς μαχών και ναυμαχιών, ωστόσο η Αραβική απειλή δεν εξουδετερώθηκε. Αντίθετα, χρειάστηκε δεύτερη πολιορκία για να λυθεί το Αραβικό ζήτημα. Oι Άραβες (Σαρακηνοί για τους Βυζαντινούς) στην περίοδο αυτή είχαν φθάσει το απόγειο της δύναμής τους. H πολιορκία ξεκίνησε το 717, όταν Αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Γ' ο Ίσαυρος, ο οποίος μετά από μία μακρά περίοδο ενδοβυζαντινών ταραχών, που συνοδεύτηκαν από τις όλο και πιο θρασείς επιδρομές των Αράβων σε Βυζαντινά εδάφη, κατόρθωσε να ανατρέψει τον Θεοδόσιο τον Γ' και να καταλάβει το θρόνο.

Tον Αύγουστο οι Άραβες προήλασαν προς την Πόλη, την οποία πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα. O Λέων είχε μεταφέρει στρατό εκτός της πρωτεύουσας και κατόρθωσε να επιβληθεί των Αράβων σε μία σειρά μαχών στο έδαφος της Μικράς Ασίας, απειλώντας τελικά τα μετόπισθεν των πολιορκητών αφού είχε ήδη διαλύσει τις γραμμές των συγκοινωνιών τους. Την ίδια ώρα, ο πολυάριθμος στόλος των Αράβων είχε υποστεί πραγματική πανωλεθρία από τα Βυζαντινά πλοία που χρησιμοποιούσαν μια πρόσφατη εφεύρεση του Έλληνα μηχανικού Καλλίνικου από τη Συρία, το περίφημο Υγρόν Πυρ των Βυζαντινών πηγών ("Ελληνικό Πυρ" το αποδίδουν οι Δυτικοί και "Ρωμαϊκό Πυρ" οι Άραβες και οι Τούρκοι). 

Έναν χρόνο περίπου άντεξαν οι Άραβες, που αποχώρησαν τελικά το 718, έχοντας υποστεί συντριπτικές απώλειες από τη συνδυασμένη δράση του Βυζαντινού στόλου και στρατού. Mε τη λύση αυτής της πολιορκίας η Αραβική απειλή για το Βυζάντιο εξανεμίστηκε. Θα περνούσαν περισσότεροι από τρεις αιώνες μέχρι ένας άλλος Μουσουλμάνος εισβολέας, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, επιχειρήσει να αναμετρηθεί με τη δύναμη του Βυζαντίου.

Η ΠΟΛΗ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΟΥΣ... ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΥΣ (1204)

H τρίτη πολιορκία που θα εξετάσουμε ήταν ίσως η πιο καθοριστική στη Βυζαντινή ιστορία, διότι από την πτώση της στους Φράγκους το 1204, η Βασιλεύουσα - και κατ' επέκταση η Αυτοκρατορία - ουδέποτε συνήλθε. H διαβόητη τέταρτη σταυροφορία είχε ως στόχο την Αίγυπτο, ωστόσο η ανερχόμενη εμπορική δύναμη των Βενετών, ουσιαστικά "προσέλαβε" το τεράστιο σταυροφορικό στράτευμα για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς, με την πρόφαση ότι θα τους μετέφεραν (έναντι αδράς αμοιβής, φυσικά) στην Αίγυπτο. 

H Βενετική εμπορική επέκταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο συναντούσε σθεναρή Βυζαντινή αντίσταση και η στρατιωτική δύναμη της Γαληνοτάτης δεν ήταν επαρκής για να αντιμετωπίσει το Βυζάντιο. Στη Βενετική δολοπλοκία κεντρικό ρόλο έπαιξε ο γιος του προηγούμενου Αυτοκράτορα Ισσάκιου Β' Άγγελου, Αλέξιος Άγγελος, που είχε χάσει τα δικαιώματα στο θρόνο. Αυτός υποσχέθηκε να πληρώσει τα ναύλα των σταυροφόρων προς τους Βενετούς, εφόσον τον ανέβαζαν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. 

Αφού οι "στρατιώτες του σταυρού" κατέλαβαν τη Zάρα (έτερη ανταγωνίστρια της εμπορικής Αυτοκρατορίας των Βενετών) στράφηκαν ενάντια στην Κωνσταντινούπολη, την οποία κατέλαβαν το 1204, μετά τη φυγή του Αυτοκράτορα. O ανίκανος και αδαής Αλέξιος Άγγελος δεν είχε τρόπο να εξοφλήσει τα χρωστούμενα και οι σταυροφόροι στράφηκαν σύντομα εναντίον του, καταλαμβάνοντας την πόλη για λογαριασμό τους και διαλύοντας έτσι τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. H καταστροφή της πόλης από τους - ομόθρησκους! - της Δύσης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο!


Δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι σφαγιάσθηκαν, το σύνολο σχεδόν των θησαυρών της μεταφέρθηκε στις πρωτεύουσες της Δύσης (τα λιοντάρια που κοσμούν το παλάτι της Βενετίας προέρχονται από το πλιάτσικο του 1204) και ο κοινωνικός ιστός της πόλης διαλύθηκε. Πολλά κτήρια παραδόθηκαν στις φλόγες και η αφρόκρεμα της διανόησης της Πόλης - όσοι τουλάχιστον επέζησαν - την εγκατέλειψαν για να γλιτώσουν από τη μανία των σταυροφόρων. 

Εφεξής η Κωνσταντινούπολη θα ήταν απλώς μια σκιά του παλιού εαυτού της και η διακυβέρνηση των ανίκανων Λατίνων "αυτοκρατόρων" θα μείωνε τον πληθυσμό και τον πλούτο της ακόμη περισσότερο μέσα στα επόμενα χρόνια. Θα χρειαζόταν σχεδόν εξήντα χρόνια έως ότου η Ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας, μία από τις τέσσερις Ελληνικές ηγεμονίες που προέκυψαν μετά τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, κατορθώσει να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ξεκινώντας έτσι την τελευταία περίοδο της χιλιόχρονης ιστορίας του Βυζαντίου.

Από το 1204 ως την Άλωση

Από το 1204, την τρομερή ημέρα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τα στίφη των Σταυροφόρων, έως την 29 Μαΐου του 1453, και την Άλωση της πόλης από τους Τούρκους, αυτό που ονομάζουμε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δεν υπήρχε ουσιαστικά. Η παρακμή που ήρθε με την άλωση της ως τότε θεωρούμενης ως άπαρτης Πόλης, και την, απίστευτη για τους κατοίκους της, λεηλασία της από χριστιανούς, ήταν μοναδική στα ιστορικά χρονικά.

Η οργάνωση και ο γραφειοκρατικός ιστός της Αυτοκρατορίας διαλύονται. Η Τραπεζούντα, από τόπος εξορίας του Αυτοκράτορα ως την επιστροφή του (1260) με την εκδίωξη των σταυροφόρων, γίνεται κράτος ανεξάρτητο και αποκολλάται από τη Βασιλίδα των Πόλεων. Η Χριστιανική Ανατολή δεν είναι ενωμένη πια. Είναι μια σειρά αδύναμων, φτωχών κρατών, αβέβαιων για το μέλλον τους. Η πάλαι ποτέ πάμπλουτη Βασιλεύουσα μετατράπηκε σε ένα φτωχό άμοιρο βασίλειο.

Ακόμη και η Αγία Σοφία (το καύχημα της πόλης) ακόμη και το παλάτι των Βλαχερνών, ήταν φαντάσματα του εαυτού τους. Σύμφωνα με τον Βιλεαρδουίνο, ο χρυσός που κλάπηκε από την πόλη έφτανε σε αξία τις 800.000 μάρκα της εποχής, πέρα από τα πολύτιμα αντικείμενα, τα ιερά λείψανα, που στέρησαν τον πλούτο και μέρος της ομορφιάς της από την πόλη. Ίσως αυτό να ήταν το λιγότερο. Οι συνέπειες της πρώτης Άλωσης ήταν τεράστιες κοινωνικά, οικονομικά και (από την εποχή της έναρξης του διαλόγου για την Ένωση των Εκκλησιών) ηθικά και πνευματικά.

Οι αυθέντες της Πόλης ήταν πια πάμπτωχοι, αν και παρέμεναν οι πιο καλλιεργημένοι από όλους τους βασιλείς της εποχής, με αυλή διανοουμένων ζηλευτή. Το διεθνές εμπόριο είχε περάσει στα χέρια των Ενετών, των Γενουατών, των Ιταλικών ναυτικών πόλεων. Οι Αυτοκράτορες δεν μπορούσαν να φροντίσουν τα ανατολικά σύνορα, διότι ο μεγάλος κίνδυνος είχε εμφανιστεί από τη Δύση. Τα άλλοτε πλούσια λιμάνια και αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας είχαν περάσει σε Φράγκικα (κάποια και σε Τούρκικα από τον 14ο αιώνα) χέρια.

Η δύναμη του νέου κατακτητή (των Τούρκων) επιβεβαιώνεται συνεχώς με νέες λαμπρές νίκες και τα Ελληνικά βασίλεια είναι αδύναμα να αντιδράσουν, βρίσκονται στα χέρια ανίκανων ηγεμόνων και στενόμυαλων στρατιωτικών. Η κατάσταση την Παλαιολόγειο περίοδο δεν καλυτερεύει, μάλλον χειροτερεύει, κι οι εμφύλιοι οδηγούν πολύ γρηγορότερα σε μαρασμό, εξαντλούν τη χώρα οικονομικά και πολιτικά και (λόγω της συνήθειας των σφετεριστών να ζητούν ξένη βοήθεια) φέρνουν γρηγορότερα τα ξένα ισχυρά βασίλεια ante portas. Από το 1340 οι Τούρκοι έρχονται πια προσκεκλημένοι στην Ευρώπη.

Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η πανώλη που έπληξε το 1347 την πόλη, σκοτώνοντας πάνω από το μισό πληθυσμό της. «Η πολιτική ιστορία του Βυζαντίου στην εποχή της δυναστείας των Παλαιολόγων αποτελεί διήγηση αφροσύνης και δυστυχίας, ώστε στο τέλος η χαριστική βολή του 1453 να έρχεται σχεδόν ως απολύτρωση» σημειώνει ο Σ. Ράνσιμαν. Βασιλείς σαν τον Ανδρόνικο Β΄ ήταν στολίσματα της διανόησης, άνθρωποι με απέραντη μόρφωση και χάρη, αλλά δεν είχαν κανένα διοικητικό ή πολιτικό προσόν, αυτό που η πόλη χρειαζόταν περισσότερο από όλα.

Κι όμως, μέσα σε αυτό το κλίμα διάβρωσης, καταστροφών, απωλειών, παρακμής, στους δύο τελευταίους αιώνες της Αυτοκρατορίας, κατά τους οποίους δεν υπήρχε ουσιαστικά αυτοκρατορία, αλλά μερικά Ελληνικά βασίλεια, με πρώτο αυτό της Κωνσταντινούπολης, η τέχνη, η φιλοσοφία, η Ελληνική συνείδηση άνθισαν, όπως τα πιο ακριβά άνθη στην κόπρο. Ίσως χάρη σε κυβερνήτες όπως ο Ανδρόνικος Β΄, ίσως πάλι λόγω των πολιτικών προσπαθειών για ένωση των Εκκλησιών, που οδήγησαν στην ανάγκη ανάπτυξης επιχειρημάτων από τις πλευρές που τάσσονταν υπέρ ή κατά.

Ή, τέλος, η μορφή που είχε πάρει η Αυτοκρατορία, μια ομάδα πόλεων-κρατών, αυτούς τους τελευταίους αιώνες, να έφερνε κοντύτερα στο λαό το αρχαιοελληνικό πρότυπο ακόμη και στη διοίκηση. Ίσως πάλι, όπως πιστεύει ο Ράνσιμαν, ήταν η απόλυτη ταύτιση πια της λέξης Ρωμιός με τη λέξη Έλληνας. «Οι δυτικοί είχαν νικήσει και ταπεινώσει το Βυζάντιο, υπήρχε όμως κάτι που δεν μπορούσαν να του αφαιρέσουν ούτε ακόμη να το συμμεριστούν. Και αυτό το κάτι ήταν η Ελληνική παράδοση... Οι δυτικοί περιφρονούσαν τους Γραικούς που έβλεπαν γύρω τους, αλλά δεν μπορούσαν να περιφρονούν την παιδεία των Ελλήνων.


Ήταν φυσικό οι Γραικοί να εκμεταλλευτούν αυτό το κεφάλαιο. Άρχισαν να αισθάνονται υπερήφανοι για τη σχέση τους με τους δημιουργούς αυτής της παιδείας. Ο όρος ''Έλλην'' άρχισε να χάνει την υποτιμητική του χροιά. Εκτός αυτού, οι Σταυροφόροι περιόρισαν, ουσιαστικά, τους Βυζαντινούς στα ιστορικά Ελληνικά εδάφη, δίνοντας τους έναν ακόμη λόγο να δηλώνουν Έλληνες. Η νέα χρήση της λέξης ''Έλλην'' ξεκίνησε από την αιώνες ελληνική Θεσσαλονίκη, που παρήγαγε τους σημαντικότερους λογίους της Αυτοκρατορίας, ακριβώς λόγω της Ελληνικής παιδείας.

Από την Κύπρο και τον λόγιο Αθανάσιο Λεπενδρηνό, έρχεται, την ίδια περίοδο, η επανεμφάνιση της φυλετικής χρήσης του όρου όταν γράφει «περί πάντων των Ελλήνων των εν Κύπρω», περιγράφοντας κι άλλους τόπους «εν οις Έλληνες ζώσι». Ο Θεσσαλονικεύς Δημήτριος Κυδώνης πρωτοχρησιμοποιεί τον όρο «Ελλάς» για τον χαρακτηρισμό της Αυτοκρατορίας. Μετά το 1350, η λέξη «Έλληνας» δεν σημαίνει πια ειδωλολάτρης, αλλά Χριστιανός Ορθόδοξος Ελληνόφωνος που κατοικεί στα απομεινάρια της Αυτοκρατορίας.

Με την εξαίρεση του, αυτοχαρακτηριζόμενου ως «Βυζάντιου», Γεωργίου Σχολάριου (που, ωστόσο, δεν ονομάζει την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, αλλά με το αρχαίο της όνομα, Βυζάντιο) οι διανοούμενοι της τελευταίας περιόδου θεωρούν εαυτούς Έλληνες και οδηγούν την Αυτοκρατορία σε μία Αναγέννηση Ελληνική, βαθιά επηρεασμένη από την αρχαιότητα. Με τον Ελληνικό τρόπο, λοιπόν, το πνεύμα κυριαρχεί. Στη διαλυμένη Αυτοκρατορία οι επιστήμες προχωρούν, οι θεωρητικές συζητήσεις παίρνουν διαστάσεις εθνικών θεμάτων, η σπουδή των αρχαίων Ελλήνων γίνεται υποχρεωτική σε όποιον θέλει να σέβεται τον εαυτό του.

Το ζήτημα των μεγάλων φιλοσοφικών - θεολογικών διαμαχών το εξετάζουμε αλλού. Πέρα από αυτές, ένας μεγάλος αριθμός σημαντικών επιστημόνων όλων των τομέων δίνει φτερά σε όλες τις επιστήμες κι ένας μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών, αγνώστων, λόγω της Βυζαντινής παράδοσης που θεωρεί, όπως κι η αρχαιοελληνική παράδοση, ότι για το εκάστοτε μεγάλο καλλιτεχνικό έργο η τιμή ανήκει στον χορηγό του, οδηγεί την τέχνη σε ανεπανάληπτα ύψη. Όσα ονόματα καλλιτεχνών γνωρίζουμε είναι διότι είχαν κι άλλες ιδιότητες πιο σημαντικές για την εποχή, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος λόγου χάριν είναι γνωστοί διότι έτυχε να είναι και εξαίρετοι γεωμέτρες.

Οι εξαιρετικοί γιατροί των απομειναριών της Αυτοκρατορίας, όπως ο (κυρίως φαρμακολόγος) Νικόλαος Μυρεψός, ο Δημήτριος Πεπαγωμένος, ο (κυρίως ουρολόγος) Ιωάννης Ακτουάριος (που πρώτος επισημαίνει το παράσιτο ταινία και πρώτος μελετά τις ψυχοσωματικές διαταραχές) έδωσαν νέα ώθηση στην ιατρική, μια επιστήμη που πάντα άνθιζε στο Βυζάντιο.

Οι φημισμένοι δάσκαλοι του Πανεπιστημίου (Πανδιδακτήριο) της Κωνσταντινούπολης και της Νίκαιας, ο πολυγραφότατος γιατρός, φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης, ο ιατρός και γεωγράφος Γεώργιος Χρυσοκκόκης, ο φιλόλογος Τρικλίνιος, ο μαθηματικός και διδάσκαλος της φιλοσοφίας Γεώργιος Ακροπολίτης, ο πανεπιστήμων Νικηφόρος Γρηγοράς, ο φημισμένος δάσκαλος Νικηφόρος Παχυμέρης, ο πρώτος χρήστης των Αραβικών αριθμών στην επικράτεια, Μάξιμος Πλανούδης, ο μαθηματικός Νικόλαος Ραβδάς, οδήγησαν στην επανενεργοποίηση της ενασχόλησης με τις «θύραθεν» επιστήμες, κι ας ήταν στην πλειονότητά τους μοναχοί κι ιερωμένοι.

Οι λόγιοι Νικηφόρος Χούμνος, Θεόδωρος Μετοχίτης, Ιωσήφ ο Φιλόσοφος, Ιωάννης Κατακουζηνός, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Καλαβρός Βαρλαάμ, και το υπέρλαμπρο άστρο του Γρηγορίου Παλαμά (ο οποίος δεν επιθυμούσε να θεωρείται εγγράμματος ή λόγιος, αλλά είχε λαμπρότατη μόρφωση και εκπληκτικά οργανωμένη κι ευφυή σκέψη) ο Ισίδωρος Βουχεράς, ο Θεόδωρος Μελητινιώτης, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο βαθύτατα μορφωμένος Πλατωνιστής, Ρηξικέλευθος Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), που φώναζε παντού «Έλληνες έσμεν γένει τε και παιδεία», ο μαθητής του Πλήθωνα, Βησσαρίων, ο ακέραιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Γεώργιος Σχολάριος, υπήρξαν τα στολίδια αυτής της αναγέννησης, ακόμη κι αν πρέσβευαν τελείως διαφορετικές απόψεις, υπήρξαν αληθινοί διανοούμενοι, άνθρωποι του πνεύματος και των Αναζητήσεων.

Αυτόν το ζωντανό Ελληνικό πολιτισμό γνώρισαν οι δυτικοί επιδρομείς. Πολλοί από αυτούς, άνθρωποι καλλιεργημένοι με τα δυτικά μέτρα της εποχής, επιθύμησαν να φέρουν αυτόν τον πλούτο, ακόμη και αυτούς τους ίδιους τους δασκάλους, στη Δύση. Αν οι Σταυροφόροι είχαν πετάξει στη φωτιά τα συγγράμματα της θύραθεν παιδείας που βρήκαν στην Πόλη, οι απόγονοί τους πλήρωναν όσο όσο για έναν τόμο. Οι λόγιοι της Ιταλίας ταξίδευαν σε Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη μόνο και μόνο για να ακούσουν τους Έλληνες λογίους να μιλούν, να συζητούν και να διαλέγονται.

Νέοι έφταναν από τη Δύση στο Πανδιδακτήριο για να σπουδάσουν. Οι βυζαντινοί έχουν αποκληθεί «βιβλιοθηκάριοι των Μέσων Χρόνων». Λίγο πριν πέσει η πόλη, έδωσαν τη γνώση που είχαν σώσει, μες στους αιώνες, στην ελεύθερη και οικονομικώς αναπτυσσόμενη συνεχώς Δύση. Η τελευταία Βυζαντινή αναγέννηση παραδίδει τη σκυτάλη του πολιτισμού στη Δύση, που ετοιμάζεται για τη δική της Αναγέννηση.

Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κάθε άνθρωπος και κάθε Έθνος ε­ί­ναι στε­νά συ­νδε­δε­μέ­να με­ την Ι­στορί­α και το παρε­λθό­ν του­ς και δε­ν ε­ί­ναι ε­ύ­κολο να απε­μπλακού­ν από­ αυ­τά. Μια σε­ιρά λαμπρώ­ν Αυ­τοκρατό­ρω­ν ­στρατηλάτων, ό­πω­ς ο Νικηφό­ρος Φω­κάς, ο Ι­ω­άννης Τσιμισκή­ς και ο Βασί­λε­ιος ο Βουλγαροκτόνος, θα οδηγή­σου­ν το Βυζάντιο σε­ πολε­μικού­ς θριάμβου­ς, αλλά και σε ειρηνικά επιτε­ύ­γματα, έ­τσι ώ­στε­ η πε­ρί­οδος 945 ­- 1025, δί­καια να ονομασθε­ί­ ε­ποχή­ της με­γαλύ­τε­ρης ακμή­ς και δό­ξας της με­γάλης Ελληνικής Α­υ­τοκρατορί­ας. Εί­ναι βέ­βαιο ό­μω­ς ό­τι το «τηρή­σαι τα αγαθά χαλε­πώ­τε­ρον του­ κτή­σασθαι».


Ό­ταν πέ­θανε­ ο Βασί­λε­ιος ο Β΄, το 1025, τα σύ­νορα του­ Βυ­ζαντί­ου­ ε­κτε­ί­νο­νταν από­ το Δού­ναβη, ω­ς την Α­ρμε­νί­α και τη Συ­ρί­α. Η στρατιω­τική­ του­ ισχύ­ς και ο πληθυ­σμό­ς του­, μαζί­ με­ την πολιτιστική­ και θρησκε­υ­τική­ του­ ακτινοβολί­α, το καθιστού­σαν μια με­γάλη παγκό­σμια δύ­ναμη της ε­ποχή­ς. Η θέ­ση του­ Βυ­ζα­ντί­ου­ και η πρό­σφατη ε­πέ­κταση τω­ν ε­δαφώ­ν του­, θα προκαλέ­σου­ν οικονομι­κή­ άνοδο και ε­υ­ημε­ρί­α, που­ θα ε­μφανι­στού­ν πιο έ­ντονα στην πρω­τε­ύ­ου­σα και λιγό­τε­ρο ή­ και καθό­λου­ στις ε­παρχί­ε­ς.

Α­υ­τή­ η ε­υ­ημε­ρί­α και η μη ύ­παρξη αξιό­­λογου­ ε­ξω­τε­ρικού­ ε­χθρού­ την ε­ποχή­ ε­κε­ί­νη, θα δημιου­ργή­σου­ν στου­ς ηγέ­τε­ς και την αριστοκρατί­α της Πό­λης έ­να πνε­ύ­μα ασφαλε­ί­ας, που­ δε­ν θα αργή­σε­ι να προκαλέ­σε­ι τάσε­ις ε­υ­ζω­ί­ας, ε­υ­δαιμο­νισμού­, ραστώ­νης ή­ ακό­μη και αδιαφο­ρί­ας, τό­σο για τη στρατιω­τική­ οργάνω­ση και ασφάλε­ια του­ Κράτου­ς, ό­σο και για τα προβλή­ματα τω­ν επαρχιώ­ν. Έ­τσι, κατά την ε­ποχή­ τω­ν διαδό­χω­ν του­ Βασιλε­ί­ου­ του­ Β΄, θα αρχί­σε­ι να ε­μ­φανί­ζε­ται δυ­σαρέ­σκεια, κυ­ρί­ω­ς τω­ν Α­να­τολικώ­ν ε­παρχιώ­ν, έ­ναντι του­ κέ­ντρου­.

Η ανισό­τητα αυ­τή­ θα ε­νισχυ­θε­ί­ από­ θρη­σκε­υ­τικέ­ς διακρί­σε­ις, διω­γμού­ς και, κυ­ρί­­ω­ς, καταπιε­στική­ φορολογική­ πολιτική­, που­ θα φέ­ρε­ι οικονομική­ κρί­ση στου­ς μικρού­ς και με­σαί­ου­ς ιδιοκτή­τε­ς γης. Ό­μω­ς οι άνθρω­ποι αυ­τοί­ αποτε­λού­σαν βάθρο για τη στρατιω­τική­ οργάνω­ση και ασφάλε­ια του Κράτου­ς, γιατί­, ε­ί­τε­ σαν Ακρίτες, ε­ί­τε­ σαν προσω­πικό­ του­ στρα­τού­ τω­ν Θε­μάτω­ν, έ­διναν τον ε­θνικό­ χαρακτή­ρα στο Βυ­ζαντινό­ στρατό­. Η οικονομική­ καχε­ξί­α τω­ν μικροκτημα­τιώ­ν θα προκαλέ­σε­ι τη με­τακί­νηση του­ς προς τα αστικά κέ­ντρα, ε­νί­σχυ­ση τω­ν με­γάλω­ν κτημάτω­ν τω­ν στρατιω­τικώ­ν ε­παρχιώ­ν και, τέ­λος, τάσε­ις ανυ­πακοή­ς τω­ν τε­λε­υ­ταί­ω­ν προς τον Α­υ­τοκράτορα.

Η στρατιω­τική­ οργάνω­ση του­ Βυ­­ζαντί­ου­ θα δε­χθε­ί­ έ­να αληθινά καί­ριο πλή­γμα, ό­ταν ο Κω­νσταντί­νος ο Μονο­μάχος θα ε­πε­κτε­ί­νε­ι το μέ­τρο ε­ξαγο­ράς της στρατιω­τική­ς θητε­ί­ας και στις δυ­σαρε­στημέ­νε­ς Α­νατολικέ­ς ε­παρχί­ε­ς. Συ­γχρό­νω­ς, η κε­ντρική­ ε­ξου­σί­α θα γί­νε­ι από­λυ­τα συ­γκε­ντρω­τική­ και θα πε­ράσε­ι στα χέ­ρια διανοού­με­νω­ν γραφε­ιοκρα­τώ­ν της πρω­τε­ύ­ου­σας. Α­πό­ την ε­ποχή­ αυ­τή­ παρατηρε­ί­ται ε­νί­σχυ­ση του­ μισθοφορικού­ στρατού­ και, αντί­στοιχα, αποδυ­νάμω­ση του­ στρα­τού­ τω­ν θε­μάτω­ν, που­ κυ­ριολε­κτικά, θα με­ί­νου­ν σχε­δό­ν ανυ­πε­ράσπιστα. Α­υ­τέ­ς οι συ­νθή­κε­ς θα ε­πιδε­ινω­θού­ν, συ­ν τω­ χρό­νω­, από­ γε­νική­ αποδιοργάνω­ση του­ Κράτου­ς, δυ­ναστικέ­ς έ­ριδε­ς και στρατιω­­τικέ­ς ε­παναστάσε­ις.

Έ­τσι, μέ­σα σ’ αυ­τό­ το γε­νικό­ κλί­μα, θα ε­μφανισθού­ν πε­ρί­ τα μέ­σα του­ 11ου­ αιώ­να, στα Α­νατολικά σύ­­νορα, οι Ογού­ζοι ή­ Σε­λτζού­κοι Τού­ρκοι, λαό­ς νομαδικό­ς και πολε­μικό­ς. Φανατι­σμέ­νοι από­ τα κηρύ­γματα του­ Ι­σλάμ, θα προσπαθή­σου­ν να κυ­ριαρχή­σου­ν στις Α­νατολικέ­ς ε­παρχί­ε­ς. Ολιγαρκε­ί­ς και αν­θε­κτικοί­ πολε­μιστέ­ς, ε­ξαί­ρε­τοι ιππε­ί­ς και τοξό­τε­ς, μπορού­σαν να με­τακινού­νται ε­ύ­κολα, να ε­πιτί­θε­νται αιφνιδιαστικά και να φε­ύ­γου­ν γρή­γορα. Φαί­νε­ται ό­μω­ς, ό­τι και το Σχί­σμα τω­ν Εκκλησιώ­ν, το 1054, άσκησε­ σημαντική­ ε­πί­δραση στην ε­πιδε­ί­­νω­ση της κατάστασης.

Με­τά από­ λί­γα χρό­νια ακολου­θε­ί­ η ολοκληρω­τική­ καταστροφή­ ε­νό­ς ε­υ­ά­ριθμου­ αλλά ανομοιογε­νού­ς μισθοφο­ρικού­ στρατού­, στη γνω­στή­ μάχη του­ Ματζικέ­ρτ, κοντά στη λί­μνη Βαν της Α­νατολί­ας, το 1071. Τα αποτε­λέ­σματα ή­ταν τραγικά για τον Ρω­μανό­ Δ’ Διογέ­­νη και το Βυ­ζάντιο. Η τύ­φλω­ση του­ Ρω­μανού­ και ο ε­μφύ­­λιος πό­λε­μος θα ε­πιτρέ­ψου­ν στον Α­λπ Α­ρσλάν την ολοκληρω­τική­ σχε­δό­ν κατά­ληψη της Μ. Α­σί­ας και την ε­γκαθί­δρυ­ση σ’ αυ­τή­, μέ­σα σε­ 10 χρό­νια, ε­νό­ς ισχυ­ρού­ Του­ρκικού­ κράτου­ς.

Με­ τον τρό­πο αυ­τό­, οι Τού­ρκοι ε­πέ­τυ­χαν μέ­σα σε­ 10 μό­νοχρό­νια (1071­- 1081) ό­,τι δε­ν ε­πέ­τυ­χαν οι Ά­ραβε­ς σε­ 3 ολό­κληρου­ς αιώ­νε­ς. Η 2η χαριστική­ βολή­ θα δοθε­ί­ με­τά από­ 105 χρό­νια, το 1176, στη μάχη του­ Μυ­ριοκέ­φαλου­, που­ βρί­σκε­ται στις πη­γέ­ς του­ Μαιάνδρου­ Α­κά, της σημε­ρινή­ς πό­λε­ω­ς Ντε­νισλί­ της Δυ­τική­ς Μικράς Α­σί­ας. Ό­μω­ς παρά τις δύ­ο αυ­τέ­ς αποτυ­χί­ε­ς του­ Μάτζικε­ρτ και του­ Μυ­ριοκέ­φαλου­, η δυ­να­στε­ί­α τω­ν Κομνηνώ­ν, που­ ε­πακολού­θησε­, θε­ω­ρε­ί­ται γε­νικά σαν πε­ρί­οδος ανό­ρθω­σης και ακμή­ς του­ Βυ­ζαντί­ου­.

Κατά τη διάρκε­ια της, η Α­υ­τοκρατορί­α ό­χι μό­νο κατό­ρθω­σε­ να αναδιοργανω­θε­ί­, αλλά απέ­κρου­σε­ σημα­ντικού­ς ε­χθρού­ς ό­πω­ς Νορμανδού­ς, Σταυ­­ροφό­ρου­ς και Τού­ρκου­ς και κατάφε­ρε­ να ε­πε­κτε­ί­νε­ι και σταθε­ροποιή­σε­ι τα σύ­νορα της τό­σο στην Ευ­ρώ­πη, ό­σο και στη Μικρά Α­σί­α. Το πιο σοβαρό­ πλή­γμα καταφέ­ρθηκε από­ του­ς Σταυ­ροφό­ρου­ς το 1204. Ο γνω­­στό­ς διαπρε­πή­ς Βυ­ζαντινολό­γος Ράνσιμαν, γράφε­ι: «Η δυ­νατό­τητα κατακτή­σε­ω­ς της Πό­λης υ­πό­ τω­ν Οθω­μανώ­ν οφε­ί­λε­ται στο έ­γκλημα τω­ν Σταυ­ροφό­ρω­ν. Στις 29 Μαΐ­ου­ 1453 έ­νας πολιτισμό­ς σαρώ­θηκε­ αμε­τάκλη­τα». Έ­τσι κατε­ρρί­φθη και το άπαρτο της Βασιλε­ύ­ου­σας.

Η ί­δρυ­ση και γρή­γορη σχε­τικά ε­πέ­­κταση του­ Οθω­μανικού­ κράτου­ς από­ τις αρχέ­ς του­ 14ου­ αιώ­να, δε­ν οφε­ιλό­ταν μό­νο στη στρατιω­τική­ του­ ισχύ­ και το θρησκε­υ­τι­κό­ φανατισμό­ τω­ν υ­πηκό­ω­ν του­. Έ­χε­ι την αιτί­α του­, κυ­ρί­ω­ς, στου­ς ε­μφύ­λιου­ς αγώ­νε­ς κατά την ε­ποχή­ τω­ν διαδό­χω­ν του­ Μιχαή­λ Η΄ Παλαιολό­γου­, το γνω­στό­ ε­θνικό­ σπορ τω­ν Ελλή­νω­ν. Ά­λλο αί­τιο, της μη έ­γκαιρης καταπολέ­μησης τω­ν Οθω­μανώ­ν στη Μ. Α­σί­α, ή­ταν η απασχό­ληση του­ Βυ­ζαντί­ου­ στη Δύ­ση, για την από­κρου­ση μιας πιθα­νή­ς ε­πιθέ­σε­ω­ς, που­ ε­πί­ χρό­νια προπαρα­σκε­υ­αζό­ταν από­ τον Κάρολο Α­νδε­γαυ­ινό­ (Charles d’ Anzou).

Η ε­πί­θε­ση αυ­τή­, τε­λικά, δε­ν πραγματοποιή­θηκε­, αλλά τα ανατολι­κά ε­δάφη της Α­υ­τοκρατορί­ας έ­με­ιναν για σημαντικό­ χρό­νο ακάλυ­πτα από­ δυνάμεις,με­ αποτέ­λε­σμα την ε­πικράτηση ε­κε­ί­ τω­ν Οθω­μανώ­ν. Πέ­ρα ό­μω­ς από­ του­ς παραπά­νω­ λό­γου­ς, η δημιου­ργί­α στα Βαλκάνια, κατά την ε­ποχή­ τω­ν Παλαιολό­γω­ν, ε­νό­ς ισχυ­ρού­ Σερβικού­ κράτου­ς, θα συ­μβάλε­ι στην αποδυ­νάμω­ση του­ Βυ­ζαντί­ου­ και, ε­πομέ­νω­ς, θα βοηθήσε­ι έ­μμε­σα την Οθω­­μανική­ ε­πέ­κταση. Το 1354 οι Οθω­μανοί­ πέ­ρασαν στην Ευ­ρώ­πη και κατέ­λαβαν την χε­ρσό­νησο της Καλλί­πολης. Εκε­ί­ ε­γκατέ­στησαν αμέ­­σω­ς  Τού­ρκου­ς ε­ποί­κου­ς, κατά τη γνω­στή­ τακτική­ του­ς.


Το Ε­υ­ρω­παϊ­κό­ αυ­τό­ προγε­­φύ­ρω­μα τω­ν Οθω­μανώ­ν και η ανυ­παρξί­α ικανή­ς στρατιω­τική­ς δύ­ναμης στη Θράκη για να του­ς αναχαιτί­σε­ι, θα ε­πιτρέ­ψου­ν την κε­ραυ­νοβό­λα ε­πέ­κταση του­ς στη Χε­ρσό­νησο του­ Α­ί­μου­ ε­πί­ του­ Μου­ράτ του­ Α­΄ (1360­1389) και ιδί­ω­ς του­ Βαγια­ζή­τ 1389­1402. Και ε­νώ­ ό­λα, σχε­δό­ν, ε­ί­ναι έ­τοιμα για την κατάκτηση τω­ν τελευταίω­ν προπυ­ργί­ω­ν του­ Βυ­ζαντί­ου­, έ­να αναπά­ντε­χο γε­γονό­ς θα παρατε­ί­νε­ι τη ζω­ή­ του­ Ελληνικού­ κράτου­ς για άλλα 50, πε­ρί­που­, χρό­νια. Ή­ταν η ε­μφάνιση ε­νό­ς ισχυ­ρού­, Μογγολικού­ στρατού­ στην ανατολική­ Μ. Α­σί­α, υ­πό­ τον πε­ρί­φημο για την αγριό­τη­τα και τις κατακτή­σε­ις του­ Ταμε­ρλάνο.

Η κρί­σιμη μάχη με­ταξύ­ Οθω­μανώ­ν και Μογγό­λω­ν θα δοθε­ί­ στην Ά­γκυ­ρα, στις 28 Ι­ου­λί­ου­ 1404. Οι Οθω­μανοί­ θα συ­ντριβού­ν ολοκληρω­τικά και θα συ­λληφθε­ί­ αιχμά­λω­τος και ο Σουλτάνος Βαγιαζή­τ, που­ θα πε­θάνε­ι με­τά από­ λί­γο στην αιχμαλω­σί­α. Η καταστροφή­ του­ Οθω­μανικού­ στρα­τού­ στην Ά­γκυ­ρα και ο θάνατος του­ Βαγια­ζή­τ θα προκαλέ­σου­ν ε­μφύ­λιου­ς πολέ­μου­ς ε­πί­ 20, πε­ρί­που­, χρό­νια με­ταξύ­ τω­ν διαδό­­χω­ν του­ και, μοιραί­α, την ε­ξασθέ­νηση τω­ν Οθω­μανώ­ν. Δυ­στυ­χώ­ς ό­μω­ς το Βυ­ζάντιο, την ε­ποχή­ ε­κε­ί­νη, δε­ θα έ­χε­ι πια τη δύ­ναμη να ανορθώ­θε­ί­ και, έ­τσι, δε­ν θα μπορέ­σε­ι να ε­πω­φε­ληθε­ί­ από­ τις έ­ριδε­ς τω­ν Τού­ρκω­ν.

Εί­ναι μια θνή­σκου­σα, μό­νο κατ’ ό­νομα, «Α­υ­­τοκρατορί­α». Α­πό­ του­ς ε­μφύ­λιου­ς σπαραγ­μού­ς τω­ν Τού­ρκω­ν δε­ θα ε­πω­φε­ληθού­ν ού­τε­ οι Βαλκανικοί­ λαοί­ ού­τε­ οι Λατί­νοι. Θα έ­λθε­ι λοιπό­ν έ­να νέ­ος Σου­λτάνος, ο Μου­ράτ Β΄ (1421­1451), που­, ό­χι μό­νο, θα υ­ποτάξε­ι ό­λου­ς του­ς αποστάτε­ς και του­ς υ­ποτε­λε­ί­ς του­ς στα Βαλκάνια και την Α­σί­α, αλλά θα δημιου­ργή­σε­ι τις προϋ­ποθέ­σε­ις για νέ­α σημαντική­ ε­πέ­κταση της Αυ­τοκρα­τορί­ας του­ στο Βορρά. Μέ­σα στην Του­ρκι­κή­ πλημμύ­ρα απέ­με­ναν τρε­ις σημαντικέ­ς Ε­λληνικέ­ς νησί­δε­ς: η Κω­νσταντινού­πολη, η Πε­λοπό­ννησος και η Θε­σσαλονί­κη.

Ο Μου­ράτ θ’ αρχί­σε­ι από­ την τε­λε­υ­ταί­α, που­ με­τά από­ πολιορκί­α, θα καταλάβε­ι και θα καταστρέ­ψε­ι το 1430. Και ε­δώ­ η σφαγή­ και ο εξανδραποδισμό­ς τω­ν κατοί­κω­ν ή­ταν, σχε­δό­ν, γε­νικό­ς.

ΝΟΘΕΥΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Αλλά οι Αυτοκράτορες νόθευσαν και το νόμισμα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καιρών. Γιατί παλαιότερα, στα χρονιά της βασιλείας του Ιωάννη Βατατζή, τα δυο τρίτα του βάρους του νομίσματος (= 16 κεράτια) ήταν καθαρός χρυσός· την αξία αυτή διατήρησε ο γιος και διάδοχος του (Θεόδωρος Β' Λάσκαρης). Ύστερα, επί Μιχαήλ (Παλαιολόγου), όταν ανακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των αναγκαστικών δόσεων προς τους Ιταλούς, τα παλαιά σημεία πάνω στο νόμισμα αντικαταστάθηκαν από την εικόνα της Κωνσταντινούπολης στην πίσω πλευρά του.

Η αξία του χρυσού νομίσματος μειώθηκε ακόμη ένα κεράτιο, έτσι που περιείχε πια μόνο 15 κεράτια από τα εικοσιτέσσερα. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Η'. Στις αρχές της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ') το νόμισμα περιείχε 14 κεράτια χρυσού και τώρα πια μόνο το μισό του βάρους του είναι καθαρός χρυσός. Γι' αυτόν το λόγο οι τροφές ήταν δυσεύρετες και πολύ δύσκολο να αγοραστούν, αν παρουσιάζονταν κάπου, και ο λαός έμοιαζε να είναι αιχμάλωτος (της οικονομικής ανάγκης) και υπέφερε από πείνα.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ

Η Μογγολική επιδρομή και η διάλυση του Σελτζουκικού κράτους (μέσα 13ου αι.) είχε προκαλέσει την εμφάνιση και την εδραίωση των Οθωμανών Τούρκων στη Μικρά Ασία. Το Τουρκικό αυτό φύλο, που παρασυρμένο από τις ορδές των Μογγόλων είχε προωθηθεί στη Βιθυνία, οφείλει την επωνυμία του στον ιδρυτή του Οθωμανικού εμιράτου στη Βιθυνία Οσμάν ή Οθμάν (1288-1325), γιο του Ερτογρούλ.

Οι συνεχείς επιδρομές και οι λεηλασίες που διέπρατταν οι Οθωμανοί στις Βυζαντινές περιοχές είχαν δημιουργήσει οξύτατο πρόβλημα στην αυτοκρατορία, ενώ η ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Βαφέως (1301) σηματοδότησε την αφετηρία της στρατιωτικής κατίσχυσης των Οθωμανών. Η Τουρκική κατάκτηση έστρεψε τους Βυζαντινούς να ζητήσουν ερείσματα στη Δύση. Είναι γνωστή η συνεργασία του Ανδρόνικου Β’ με την Καταλανική Εταιρεία και οι δυσμενείς για την Αυτοκρατορία συνέπειες της στρατιωτικής δράσης των Καταλανών στις αρχές του 14ου αι.

Στερημένη από στρατό και στόλο εξαιτίας της πολιτικής του Μιχαήλ Η’ και του Ανδρονίκου Β’ η Αυτοκρατορία δεν είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει δυναμικά την Οθωμανική απειλή. Έτσι, μέσα σε σύντομο διάστημα στο πρώτο μισό του αιώνα οι Οθωμανοί πέτυχαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη Μικρά Ασία σε βάρος των Βυζαντινών εδαφών (το 1326 κατέλαβαν την Προύσα, το 1331 τη Νίκαια και το 1337 τη Νικομήδεια) και των άλλων Τουρκικών Εμιράτων.

Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 άνοιξε στους Οθωμανούς τον δρόμο για την κατάκτηση της Βαλκανικής. Το 1361 κυριεύθηκε η Αδριανούπολη και το 1363 η Φιλιππούπολη. Κάτω από αυτές τις δυσμενείς συνθήκες οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες θεμελιώνουν την πολιτική τους για την αντιμετώπιση του Τουρκικού κινδύνου στη συνεργασία με τη Δύση. Η πολιτική αυτή, που είχε ισχυρά ερείσματα στη Βυζαντινή κοινωνία, υποστηριζόταν θεωρητικά από την καλλιέργεια της ιδέας της πολιτισμικής συγγένειας και της ιστορικής κοινότητας των δύο κόσμων.

Το μεγάλο πρόβλημα στην προώθηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής των Βυζαντινών ήταν η διαίρεση της Χριστιανοσύνης και το συνακόλουθο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών που δίχαζε τη Βυζαντινή κοινωνία. Ήδη από το 1327 ο Ανδρόνικος Β’ είχε έρθει σε συνεννοήσεις με τον βασιλιά της Γαλλίαs Κάρολο Δ’, ενώ ο Ανδρόνικος Γ’ συνεργάστηκε στη δημιουργία αντιτουρκικού συνασπισμού (1332) στον οποίο μετείχαν αρχικά το Βυζάντιο, η Βενετία και το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών και στη συνέχεια ο Πάπας και οι βασιλείς της Γαλλίας και της Κύπρου.


Οπωσδήποτε, το τουρκικό πρόβλημα απασχολούσε και τους Δυτικούς που τα συμφέροντά τους στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο απειλούνταν από τα Τουρκικά Εμιράτα. Σύντονες υπήρξαν οι προσπάθειες του Ανδρόνικου Γ’ για να επιτύχει την ένωση των Εκκλησιών και να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Δυτικών. Για τον σκοπό αυτό έστειλε το 1337 στην Αβινιόν τον Βενετό Στέφανο Δάνδολο για διαπραγματεύσεις με τον πάπα Βενέδικτο ΙΒ’ και δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε την ίδια αποστολή μαζί με τον Δάνδολο ο μοναχός Βαρλαάμ από την Καλαβρία ως προσωπικός απεσταλμένος του Αυτοκράτορα στον Πάπα.

Παρ’ όλο που ο Πάπας έθεσε ως προϋπόθεση για την αποστολή βοήθειας την ένωση των Εκκλησιών, με πρωτοβουλία του επιτεύχθηκε συνασπισμός Χριστιανικών δυνάμεων που το 1344 με κοινή στρατιωτική επιχείρηση κατέλαβαν τη Σμύρνη. Διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Κλήμη ΣΤ’ διεξήγαγε ο Ιωάννης Καντακουζηνός με τον Παπικό απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη Βαρθολομαίο (1347) και με πρεσβεία που έστειλε στην Αβινιόν το 1348.

Σημαντικότατο υπήρξε το Χρυσόβουλλο του Ιωάννη Ε’ του έτους 1355 με το οποίο υποσχόταν υπακοήν και σέβας προς τον Πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ’ και τους διαδόχους του (η μεταστροφή του στον Παπισμό συντελέστηκε το 1369), λήψη μέτρων για την επίτευξη της ένωσης των Εκκλησιών και τον εκλατινισμό της άρχουσας τάξης, με αντάλλαγμα αποστολή στρατιωτικής ενίσχυσης και πλοίων για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους και τους εσωτερικούς αντιπάλους του.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ

Δραματικότερη τροπή παίρνουν τα πράγματα, όταν οι ίδιοι οι Αυτοκράτορες περιοδεύουν στις Ευρωπαϊκές χώρες ως αυτοχειροτόνητοι πρέσβεις για να επιτύχουν τη συμμαχία και να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των Δυτικών. Πρώτος ο Ιωάννης Ε’ επιχείρησε το 1366 ένα δύσκολο και περιπετειώδες ταξίδι στην Ουγγαρία, όπου συζήτησε με τον βασιλιά Λουδοβίκο το ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών και της αποστολής στρατιωτικής βοήθειας στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς πρακτικά αποτελέσματα.

Βέβαια, την ίδια χρονιά ο κόμης της Σαβοΐας Αμεδαίος ΣΤ’ ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας της σταυροφορίας έσπευσε να βοηθήσει την Αυτοκρατορία και κατόρθωσε να απελευθερώσει την Καλλίπολη από τους Τούρκους και στη συνέχεια τη Μεσημβρία και τη Σωζόπολη από τους Βουλγάρους. Με την προτροπή του ο Ιωάννης Ε’ επιχείρησε το 1369 δεύτερο ταξίδι με προορισμό τη Ρώμη. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας ασπάστηκε το δόγμα της Λατινικής Εκκλησίας και αναγνώρισε το πρωτείο του Πάπα.

Η πράξη αυτή της πνευματικής υποτέλειας του Αυτοκράτορα προς τον Πάπα, που υπαγορευόταν από την ανάγκη, δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στη Ρώμη ο Ιωάννης συνομολόγησε με τους Βενετούς συνθήκη (1370), ενώ επιστρέφοντας κρατήθηκε αρκετό καιρό στη Βενετία για οφειλές. Το γεγονός αυτό φανέρωνε μια άλλη πλευρά της μείωσης του Αυτοκρατορικού γοήτρου. Αντίθετα με την πολιτική της υποτέλειας προς τη Δύση, η Βυζαντινή Εκκλησία καλλιεργούσε την ιδέα της συνεργασίας και της αντίστασης των Ορθόδοξων λαών της Βαλκανικής.

Οι προσπάθειες του πατριαρχείου είχαν ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση Σέρβων και Βουλγάρων. Ωστόσο, η ήττα των Χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη του Έβρου (1371) επέτρεψε στους Οθωμανούς να καταλάβουν Σερβικά και Βουλγαρικά εδάφη και να προωθηθούν στη δυτική Μακεδονία και στην Ιλλυρία, ενώ μετά την ήττα των συνασπισμένων Χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) οι Οθωμανοί υπέταξαν τη Σερβία και στη συνέχεια ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Βουλγαρίας.

ΑΝΤΙΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

Από το 1372 η Αυτοκρατορία, διασπασμένη εδαφικά και ανίσχυρη, είναι υποτελής στον Σουλτάνο και οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες (Ιωάννης Ε’, Μανουήλ Β’ και Ιωάννης Ζ’) υποχρεώνονται να συνεκστρατεύουν μαζί του. Εξάλλου, με τις κατακτήσεις των Τούρκων στην Ασία και στην Ευρώπη η ίδια η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας. Το 1374 βυζαντινή πρεσβεία που στάλθηκε στον Πάπα διευκρίνιζε ότι η κατά τους δυτικούς «ανίερη συμμαχία» των Βυζαντινών με τους Οθωμανούς ήταν απλή ανακωχή και τον επόμενο χρόνο άλλος απεσταλμένος ενημέρωνε τον πάπα για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Αυτοκρατορία και για την ανάγκη βοήθειας.

Για άλλη μία φορά οι Δυτικοί επιχειρούν να οργανώσουν αντιτουρκική σταυροφορία με επικεφαλής τον βασιλιά της Ουγγαρίας Σιγισμούνδο. Στη στρατιωτική αυτή επιχείρηση συμμετείχαν αξιόλογες Γαλλικές δυνάμεις, ενώ οι Βενετοί συμφώνησαν να διαθέσουν πλοία. Η εκστρατεία κατέληξε στη μάχη της Νικόπολης (Σεπτέμβριος 1396), όπου οι Χριστιανικές δυνάμεις συντρίφτηκαν. Στην αποκλεισμένη Κωνσταντινούπολη η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Η ένδεια και η πείνα είχαν αποδεκατίσει τον πληθυσμό που εγκατέλειπε τις εστίες του.

Και ενώ ο Βαγιαζήτ ζήτησε να του παραδοθεί η Πόλη, ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ στράφηκε προς τη Δύση. Το φθινόπωρο του 1399 ο στρατάρχης Βoucicaut με μικρή δύναμη ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε για ένα διάστημα να οργανώσει την άμυνα της πόλης. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Μανουήλ επιχείρησε μεγάλης διάρκειας διπλωματικό ταξίδι στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Με εξαιρετικές τιμές έγινε δεκτός στο Παρίσι από τον βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο ΣΤ’ και στο Λονδίνο από τον βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Δ’.


Από το Παρίσι είχε επίσης επικοινωνήσει με τους ηγεμόνες της Ισπανίας. Αντικείμενο των επαφών του Μανουήλ ήταν η οργάνωση νέας σταυροφορίας κατά των Τούρκων και οι υποσχέσεις που έλαβε τον γέμισαν με αισιοδοξία. Ενώ βρισκόταν ακόμη στη Δύση ο Μανουήλ πληροφορήθηκε την ήττα των Οθωμανών από τους Μογγόλους στη μάχη της Αγκύρας (1402). Έπειτα από μακρόχρονη απουσία ο Αυτοκράτορας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1403.

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΕΝΩΣΗΣ

Τη διάσπαση του Οθωμανικού κράτους ακολούθησε περίοδος εμφύλιων συγκρούσεων ανάμεσα στους γιους του Βαγιαζήτ. Οι δύο σπουδαιότεροι, ο Σουλεϊμάν και ο Μωάμεθ Α’ που πέτυχε την ενοποίηση του Τουρκικού κράτους, καλλιέργησαν φιλικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς. Η κατάσταση άλλαξε με την ανάληψη της αρχής από τον Μουράτ Β’ που το 1422 πολιόρκησε χωρίς επιτυχία την Κωνσταντινούπολη. Το επόμενο έτος ο τότε συναυτοκράτορας Ιωάννης Η’ επιχείρησε διπλωματικό ταξίδι στην Ιταλία και στην Ουγγαρία.

Ακολούθησε η κατάληψη της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων από τους Τούρκους (1430). Ο Ιωάννης Η’ αποφάσισε να στραφεί και πάλι προς τους Δυτικούς επιδιώκοντας την πρόκληση νέας Σταυροφορίας. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης με μεγάλη ακολουθία μεταβαίνουν στην Ιταλία και μετέχουν στη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439), όπου κηρύχτηκε η ένωση των Εκκλησιών με την ουσιαστική υποταγή της ανατολικής Εκκλησίας.

Η Σταυροφορία που ακολούθησε με την παρακίνηση του διοικητή της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνυάδη και τη σύμπραξη Πολωνών, Ούγγρων, Βενετών και Βλάχων κατέληξε σε οδυνηρή ήττα στη μάχη της Βάρνας (1444), όπου σκοτώθηκε ο Ούγγρος βασιλιάς Λαδίσλαος Γ’. Στην τελική φάση της Βυζαντινής αγωνίας, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος απευθύνεται και πάλι στη Δύση ζητώντας βοήθεια. Αλλά ούτε οι εκκλήσεις του προς τον Πάπα, τη Βενετία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία ή τη Γαλλία είχαν ουσιαστικά αποτελέσματα, ούτε η διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών στην Αγία Σοφία (12 Δεκεμβρίου 1452) από τον αυτοκράτορα συντέλεσε στη σωτηρία της Πόλης.

Η συνδρομή των Δυτικών ήταν μηδαμινή και δεν οφειλόταν σε πρωτοβουλίες ηγεμόνων. Στις εκκλήσεις του Βυζαντίου η Δύση είχε ανταποκριθεί με υποσχέσεις, αλλά ελάχιστες ήταν οι δυναμικές ενέργειες. Η ίδια ήταν αρκετά ασφαλής και ο Τουρκικός κίνδυνος ήταν ακόμη μακρινός, ενώ η ιδέα της σταυροφορίας είχε αρχίσει να παρακμάζει. Μόνο λίγοι ιδεολόγοι ήταν πρόθυμοι να δράσουν. Εξάλλου, η Δύση, πολιτικά και οικονομικά ισχυρή, δεν είχε εγκαταλείψει τις επικυριαρχικές τάσεις της.

Η πολιτική ηγεσία του Βυζαντίου, αιχμάλωτη των περιστάσεων, είναι πρόθυμη να υποταγεί στη Δύση για να εξασφαλίσει τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι πληγές από την πρώτη άλωση δεν είχαν επουλωθεί. Η μνήμη της καταστροφής παράλληλα με την αξίωση της ιδεολογικής υποταγής προκαλούσαν εσωτερικές αντιδράσεις και καθιστούσαν αδύνατη μια ουσιαστική προσέγγιση. Η Δύση δεν είχε εξιλεωθεί για το κρίμα που είχε διαπράξει το 1204 και η αίτηση συγγνώμης θα καθυστερούσε ακόμη πεντέμισι αιώνες.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ

Η περίοδος μετά τη Λατινική άλωση, που ξεκινά με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο τον Ελευθερωτή, δεν είναι και η περίοδος που εμφανίζεται για πρώτη φορά η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών. Είχαν προηγηθεί πολλές απόπειρες μετά το σχίσμα του 1054 για την αποκατάσταση της Ενότητας, καταγράφονται περισσότερες από 30 επαφές και συμβούλια για αυτό το θέμα μεταξύ 1054 και 1204. Μια σειρά ειρηνικές απόπειρες, το έργο των οποίων καταστρατηγήθηκε και καταργήθηκε μετά την Άλωση του 1204.

Μετά το 1204 καταγράφονται τρεις «Ενώσεις». Οι ίδιοι οι σταυροφόροι αναγγέλλουν την πρώτη (κι αρχίζει η προσπάθεια, με κάθε τρόπο, προσηλυτισμού των Ελλήνων στον Ρωμαιοκαθολικισμό στις Φραγκικές κτήσεις) η δεύτερη είναι η περίφημη «Σύνοδος της Λυών» (που αποτέλεσε μια απλή πολιτική συνθήκη μεταξύ Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου και Πάπα Γρηγορίου Ι') κι η τρίτη και πιο σημαντική, η σύνοδος της Φεράρας - Φλωρεντίας, του 1438, (ξεκινά στη Φεράρα το 1438 κι ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Φλωρεντία).

Η πρώτη ήταν αποτέλεσμα βίαιης κατάκτησης, οι άλλες δύο καταχρήσεις Αυτοκρατορικών προνομίων που άφησαν πολλά χρόνια χωρίς αποδεκτό από τον λαό πατριάρχη την Κωνσταντινούπολη. Καμία τους δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον λαό. Η πατροπαράδοτη ισχύς των Αυτοκρατόρων τοποθέτησε εκείνη την περίοδο στον Πατριαρχικό θρόνο σειρά ενωτικών Πατριαρχών (αν και με δυσκολίες) με μόνη εξαίρεση την περίπτωση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, κατά την οποία, ωστόσο, ναι μεν καθαιρέθηκε ο ενωτικός Πατριάρχης, αλλά ο θρόνος έμεινε κενός.

Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι αποτελούσε πάντα Αυτοκρατορικό προνόμιο η σύγκληση Οικουμενικών Συνόδων, αν και η σύνοδος δεν θεωρούνταν Οικουμενική αν δεν αντιπροσωπεύονταν και τα τέσσερα Πατριαρχεία της Ανατολής. Γι΄ αυτό, άλλωστε, κι η πρώτη Ενωτική Σύνοδος, αυτή της Λυών, δεν θεωρήθηκε έγκυρη αφού δεν είχαν αντιπροσωπευτεί όλα τα ανατολικά Πατριαρχεία, κι ο Μιχαήλ Η΄ δεν μπόρεσε να την επιβάλει.


Ακόμη κι ο μεγάλος εχθρός των ησυχαστών και των ανθενωτικών, ο Βαρλαάμ, αναφέρει ότι επειδή «οι Έλληνες Λεγάτοι στη Λυών δεν είχαν σταλεί ούτε από τους τέσσερις Πατριάρχες ούτε από τον Ελληνικό λαό» η προσπάθεια ένωσης δεν ίσχυε, όντας προϊόν επιβαλλόμενης πνευματικής βίας από τον Αυτοκράτορα. Η Ένωση, λοιπόν, δεν έγινε δυνατή, λόγω της στάσης του λαού, ο οποίος είχε ανατραφεί χωρίς να αποδέχεται εκκλησιαστικά πρωτεία, είχε βιώσει τη βαρβαρότητα της δυτικής Χριστιανοσύνης με τη Φραγκική επέλαση και δεν επιθυμούσε καν μία αλληλοϋποχώρηση σε θεολογικά ζητήματα, όσα κι αν θα ήταν τα πολιτικά οφέλη.

Οι ίδιοι οι υπογράψαντες στη Φεράρα - Φλωρεντία με την επιστροφή τους δήλωναν (σύμφωνα με τον Δούκα) «Υπογράψαμε την Ένωση και ξεπουλάμε την πίστη μας». Δεν μπόρεσαν να την ξεπουλήσουν, είχαν ξεχάσει το λαό που δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να ξεπουλήσει την πίστη του, και συσπειρώθηκε γύρω από τη λαμπερή μορφή του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Ο λαός ήταν ο μέγας ανθενωτικός, λίγοι Βυζαντινοί θα θυσίαζαν τη βασιλεία των ουρανών για ανθρώπινα πολιτικά οφέλη.

Η Άλωση της Πόλης το 1204 γέννησε στην Ανατολή βαθύ μίσος κατά της Δύσης. Ήταν ένας από τους λόγους που η Ένωση δεν μπορούσε να γίνει δεκτή από τον λαό. Η βαθιά πίστη των Βυζαντινών ότι είναι πολίτες του βασιλείου του Θεού επί γης, φορείς της Αλήθειας και του ορθού δόγματος, δεν επέτρεψε ποτέ στα πολιτικά «παιγνίδια» με την πίστη να ευδοκιμήσουν. Στα μάτια του λαού τα πράγματα ήταν απλά: όποιος υποστήριζε την Ένωση ήταν προδότης.

Με το λαϊκό αίσθημα εκφρασμένο και από πολλούς ιδιαίτερα μορφωμένους λογίους, υπερασπιστές της καθαρότητας της πίστης, οι Παλαιολόγοι δεν μπόρεσαν ποτέ να πραγματοποιήσουν την πολιτικά πολυπόθητη ένωση, που θα διαφύλαττε το βασίλειό τους από τους πολλούς και ισχυρούς εχθρούς. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος βρήκε απέναντί του ακόμη και τα αδέλφια του. Είναι γεγονός πάντως ότι ακόμη κι οι ίδιοι οι οπαδοί της Ένωσης απέφευγαν να αναφέρονται σε ζητήματα δογματικά, η γραμμή που πρέσβευαν ήταν πολιτική.

Οι Ενωτικοί τόνιζαν πάντα τα πολιτικοστρατιωτικά οφέλη της ένωσης, μα τον λαό της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο η εύνοια του Θεού. Η έριδα μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών ήταν κυρίαρχη στη ζωή του Βυζαντίου μετά το 1204, και θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως πολλά θεολογικά ζητήματα που εξετάστηκαν στην Παλαιολόγεια περίοδο δεν ήταν παρά οι άλλες όψεις του αυτού ζητήματος. Μεγάλα πνεύματα (από την εποχή των συνταρακτικών διαλόγων Γρηγορίου Παλαμά και Βαρλαάμ) αντιπαρατέθηκαν με επιχειρήματα σε ένα φλογερό διάλογο, τον οποίο παρακολουθούσε με τεράστιο ενδιαφέρον ο πιστός λαός.

Οι διαιρεμένοι λόγιοι της τελευταίας εποχής είχαν επικεφαλής οι μεν ενωτικοί τον Βησσαρίωνα, μαθητή του Πλήθωνα που σεβόταν αλλά δεν ασπαζόταν τις απόψεις του δασκάλου του, οι δε ανθενωτικοί τον Μάρκο τον Ευγενικό και, όταν αυτός κοιμήθηκε, τον Γεννάδιο (Γεώργιο) Σχολάριο, κάποτε ενωτικό. Η μορφή του Βησσαρίωνα, λαμπρού δασκάλου της φιλοσοφίας και εχθρού της αποφατικής θεολογίας, ξεχώρισε λόγω των ρητορικών του χαρισμάτων. Ο Βησσαρίων, από τα 20 του έτη μοναχός, είχε μαγευτεί από την Ιταλία κι η θέση του ως ενωτικού είχε αποτελέσει μάλλον προϊόν πολιτιστικής παρά θρησκευτικής μεταστροφής.

Πίστευε ακράδαντα ότι οι Έλληνες έπρεπε να καταφύγουν στις αγκάλες της αναγεννησιακής Ιταλίας, η αποστροφή των συμπατριωτών του για τη θέση του αυτή τον πλήγωνε βαθιά. Ακόμη κι όταν έφυγε οριστικά για την Ιταλία (μετά τη στάση του λαού της Πόλης προς το πρόσωπό του, όταν επέστρεψε από τη Φεράρα Φλωρεντία) γινόμενος Καρδινάλιος, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί εαυτόν Έλληνα, να προσφέρει φιλοξενία σε όποιον έφτανε πρόσφυγας από την πόλη στην Ιταλία μετά την Άλωση και να αγωνίζεται να διασώσει όσα περισσότερα Ελληνικά χειρόγραφα μπορούσε. Ο Μάρκος Ευγενικός ανήκε στους λάτρεις της αποφατικής θεολογίας.

Λόγιος και μαθητής του Βρυέννιου, είχε συγγράψει έργα υπερασπίζοντας τον ησυχασμό. Ακόμη κι οι μεγαλύτεροι αντίπαλοί του θεωρούσαν ότι υπήρξε ο πιο ακέραιος και ειλικρινής μεταξύ όλων (δυτικών κι ανατολικών) των ανώτερων κληρικών της εποχής. Μαθητής του Ευγενικού ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος. Βαθύτατος γνώστης της νομικής, θαυμαστής του Θωμά Ακινάτη στα νιάτα του, αλλά και λάτρης του Παλαμά, προσπάθησε στη νεότητά του να παντρέψει τη θεολογία των δύο, με όχι ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα. Υπήρξε άριστος σχολιαστής του Αριστοτέλη και μελετητής του Αβερρόη και του Αβικέννα.

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ - ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ

Το 1430, οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα, δύο από τις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντινού κόσμου. Την ίδια χρονιά από την Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε ακόμη μία πρεσβεία στον Πάπα, για να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος που θα πραγματοποιούσε την Ένωση των Εκκλησιών, με αντάλλαγμα τη βοήθεια της Δύσης. Η πρεσβεία του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ του Παλαιολόγου και του Πατριάρχη Ιωσήφ Β’ στον Πάπα Μαρτίνο Ε’ απέτυχε.

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1431, με τη σύγκληση της συνόδου της Βασιλείας, η δυτική Εκκλησία αντιμετώπιζε νέα κρίση. Οι Συνοδικοί αμφισβητούσαν την εξουσία και τις δικαιοδοσίες του Πάπα Ευγενίου Δ’, ο οποίος είχε εκλεγεί τον Μάρτιο του 1431, αφού υποστήριζαν την ύπαρξη της εκκλησίας δίχως την αυθεντία του. Έτσι ευδοκίμησε μια νέα αίτηση των Βυζαντινών για τη σύγκληση συνόδου. Το 1434, οι Βυζαντινοί είχαν συνομιλίες και με τις δύο πλευρές μια Βυζαντινή πρεσβεία βρισκόταν στη Βασιλεία, ενώ η Κωνσταντινούπολη δεχόταν μια πρεσβεία του Πάπα.


Τόσο ο Πάπας όσο και οι Συνοδικοί πρότειναν τη σύγκληση ενωτικής συνόδου στη Δύση, με την υπόσχεση της καταβολής των εξόδων παραμονής και της βοήθειας για την άμυνα της Πόλης. Τον Σεπτέμβριο του 1437, με διαφορά μερικών ημερών, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη δύο στολίσκοι, για να παραλάβουν τη Βυζαντινή αποστολή. Ο ένας είχε σταλεί από τον Πάπα Ευγένιο, ο άλλος είχε ναυλωθεί από τους Συνοδικούς της Βασιλείας.

Το Νοέμβριο του 1437, η Βυζαντινή αποστολή, με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα Ιωάννη και τον Πατριάρχη Ιωσήφ, επιβιβάστηκε στα πλοία που είχαν ναυλωθεί από τον Πάπα. Η προτίμηση του Βυζαντινού μονάρχη Ιωάννη προς την Παπική πρόταση οφειλόταν στο ότι στην Κωνσταντινούπολη κυριαρχούσε πάντα η αντίληψη πως ο Πάπας ήταν ο ισχυρός πολιτικός παράγων και μπορούσε να επηρεάσει τους ηγέτες της Δύσης προκειμένου να βοηθήσουν για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης.

Ως τόπος της συνόδου ορίστηκε η Φερράρα. Οι εργασίες της συνόδου δεν άρχισαν αμέσως τον Απρίλιο του 1438, ο Πάπας προσκάλεσε στη σύνοδο τους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες της Δύσης, δίνοντας διορία τριών μηνών. Η ημερομηνία που είχε οριστεί παρήλθε αλλά κανένας πολιτικός δεν είχε παρουσιαστεί και ο Αυτοκράτορας ανέβαλε συνεχώς την εναρκτήρια τελετή. Η σύνοδος άρχισε επίσημα τον Οκτώβριο. Η Γαλλία και η Γερμανία δεν έστειλαν εκπροσώπους, για να μην εμπλακούν στη διαμάχη των Συνοδικών και του Πάπα.

Ο δούκας της Βουργουνδίας, ο Φίλιππος Β’ ο Καλός, ήταν ο μοναδικός ηγέτης που, το Νοέμβριο του 1438, έστειλε εκπροσώπους του στη σύνοδο. Αλλά και γι’ αυτόν, η βοήθεια προς το Βυζαντινό Αυτοκράτορα δεν αποτέλεσε ούτε καν φραστική μέριμνα.

ΕΝΩΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ''ΕΝΩΣΗ''

Πλην του Μάρκου του Ευγενικού και του Βησσαρίωνα, στην Ελληνική αποστολή μετείχαν ο ενωτικός Ρώσος Μητροπολίτης Ισίδωρος και οι λαϊκοί φιλόσοφοι Γεώργιος Σχολάριος, Γεώργιος Αμοιρούτζης, Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων). Η βίαιη και καθαρά πολιτική επιβολή της Ένωσης δεν βρήκε κανέναν από τους λαϊκούς (πλην του Πλήθωνα) αντίθετο. Ο Πλήθων δεν ήταν θρησκευόμενος, ο λόγος που ετάχθη κατά της Ένωσης ήταν διότι θεωρούσε τη Λατινική Εκκλησία πολύ πιο εχθρική από την Ορθόδοξη απέναντι στην Ελεύθερη Σκέψη.

Όσοι ετάχθησαν υπέρ της Ένωσης αντιμετώπισαν τη λαϊκή οργή, ακόμη κι ο Ισίδωρος, τον οποίο οι Ρώσοι καθαίρεσαν κι υποχρεώθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην Ιταλία. Ο Αυτοκράτορας δεν έβρισκε άνθρωπο να τοποθετήσει στον πατριαρχικό θρόνο, ο Γρηγόριος Μάμμας, ο οποίος τοποθετήθηκε, δεν αναγνωρίστηκε από κανέναν. Αν κι ο Μάρκος ο Ευγενικός καθαιρέθηκε, ο λαός τον θεωρούσε τον αληθινό του Πατριάρχη. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος έφυγε για την Ιταλία όπου αναζήτησε περισσότερη ηρεμία.

Ο Σχολάριος ήταν η πιο ιδιαίτερη περίπτωση. Οι λόγοι που τον οδήγησαν να αρνηθεί αυτά που ο ίδιος είχε υπογράψει, με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ήταν κατ΄ ουσίαν πολιτικοί λόγοι, αν κι είναι βέβαιο ότι μεγάλο ρόλο έπαιξε ο σεβαστός του δάσκαλος, Μάρκος ο Ευγενικός. Θεώρησε ότι η Ένωση θα έβλαπτε τα συμφέροντα της «Αυτοκρατορίας», η μοναχική κουρά του, κατά την οποία έλαβε το όνομα Γεννάδιος, ήταν κύρια ένδειξη της μετάνοιάς του. Μετά τον θάνατο του Μάρκου του Ευγενικού χρίστηκε ηγέτης των ανθενωτικών.

Ο Αυτοκράτορας, που δεν βρήκε κλίμα κατάλληλο ώστε να προωθήσει την αναγνώριση της Ένωσης, έχοντας αντίπαλο ακόμη και τη μητέρα του, άφησε στον διάδοχό του το βαρύ καθήκον του συλλείτουργου στην Αγιά - Σοφιά και έναν λαό που αισθανόταν προδομένος και πικραμένος, πεπεισμένος ότι, αν γινόταν το συλλείτουργο, ο Θεός θα έπαυε να προστατεύει την πόλη του. Για τον Σχολάριο, όπως και για το μεγαλύτερο μέρος του λαού της Πόλης, σημασία δεν είχε η επίγεια ζωή, αλλά η επουράνια προστασία κι αποδοχή.

Οι μορφές διανοουμένων που ξεχώρισαν τόσο από την ενωτική όσο κι από την ανθενωτική πλευρά, έχουν, όπως σοφά παρατήρησε σε μία από τις διαλέξεις του ο Σ. Ράνσιμαν, ένα κοινό χαρακτηριστικό: διακρίνονται από ιδιαίτερο ατομικισμό. Ακόμη κι όταν είχε διαμορφωθεί οριστικά κόμμα φιλενωτικό μεταξύ τους και κόμμα που αντιτίθετο στην ένωση, ο αδιόρθωτος ατομικισμός τους εξακολουθούσε να ανθεί. Ο Πλήθων ο Πλατωνικός ήταν αντίθετος με την Ένωση. Ο Πλατωνιστής μαθητής του Βησσαρίων την υποστήριζε θερμά.

Ο Σχολάριος ο Αριστοτελικός, με τις συμπάθειες για τη σχολαστική θεολογία, διαδέχθηκε τον θιασώτη της αποφατικής θεολογίας Ευγενικό, ως αρχηγός της ανθενωτικής ομάδας. Ο Αριστοτελικός Τραπεζούντιος ευνοούσε την Ένωση, αλλά αντιπαθούσε το Βησσαρίωνα. Ο Πλατωνικός Γεώργιος Αμηρούσιος ο Τραπεζούντιος αρχικά υποστήριζε την ένωση και κατόπιν άλλαξε γνώμη κι άρχισε να επιζητά μια σύνθεση μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ. Ακόμη και στην τελευταία αγωνία του Βυζαντίου, κάθε ένας από τους λογίους του ακολουθούσε τη δική του ατομική γραμμή». Τα ελαττώματα του γένους, αποδείκνυαν πάντα τη συνέχειά του...


ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΑ ΔΙΑΒΗΜΑΤΑ

Από διπλωματική πλευρά, η παρουσία του Βυζαντινού μονάρχη στη σύνοδο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν είχε καμιά επαφή με τους Δυτικούς ηγέτες, ενώ ο Πάπας, που τον είχε προσκαλέσει, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει την απαιτούμενη βοήθεια. Το Μάιο του 1438, έφθασε στη Φεράρα το νέο ότι ο Σουλτάνος Μουράτ Β’ συγκέντρωνε στρατεύματα για να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο Αυτοκράτορας απευθύνθηκε στον Πάπα, ζητώντας να σταλούν τουλάχιστον δύο πλοία. Την παράκληση αυτή, οι άνθρωποι του Αυτοκράτορα την επαναλάμβαναν στον Πάπα μέρα παρά μέρα.

Τελικά, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας ανέφερε το αυτονόητο, ότι η Ένωση των εκκλησιών θα είχε νόημα όσο η Κωνσταντινούπολη συνέχιζε να υπάρχει. Ύστερα από επανειλημμένα διαβήματα του Αυτοκράτορα, απεσταλμένοι του Πάπα και του Αυτοκράτορα συμφωνήσαν με τους Βενετούς για τη ναύλωση τριών πλοίων, από τα οποία τα δύο ο Πάπας. Για να μην προκαλέσουν την οργή των Τούρκων κατά των Βενετών, που είχαν συμφέροντα στην Ανατολή, τα πλοία θα είχαν Βυζαντινή σημαία.

Και την επόμενη χρονιά, το 1439, ένας απεσταλμένος έφθασε από την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας δύο εξοπλισμένα πλοία. Το αίτημα του Αυτοκράτορα να σταλούν στην Κωνσταντινούπολη κάποια από τα έξοδα για την άμυνα έμεινε αναπάντητο και ο απεσταλμένος επέστρεψε μαζί με τους υπόλοιπους Βυζαντινούς, μετά την υπογραφή της Ένωσης. Για το Βυζαντινό Αυτοκράτορα η βοήθεια από τον πάπα παρέμενε η μοναδική διέξοδος.

Στα τέλη του 1438, έπειτα από σειρά άκαρπων συζητήσεων μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων, ο Αυτοκράτορας προσπαθεί να πείσει τους εκκλησιαστικούς, που πίεζαν για επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, να δεχτούν τη μεταφορά της συνόδου στη Φλωρεντία. Υποσχέθηκε ότι ο πάπας θα φροντίσει να επανέλθουν τιμητικά στην Κωνσταντινούπολη και μαζί θα στείλει σημαντική βοήθεια. Στόχος του Βυζαντινού μονάρχη ήταν ίνα τι αγαθόν και ωφέλιμον κατασκευάσωμεν υπέρ πατρίδος και έτσι υποχωρούσε σε ό,τι θεωρούσε πως αποτελούσε δικαιοδοσία του για τη σύγκληση και τις εργασίες της συνόδου.

Ο Ιωάννης συμβιβάστηκε να έχει θρόνο χαμηλότερο από αυτόν του Πάπα και να μην εισέλθει έφιππος στην αίθουσα της συνόδου. Όταν οι εργασίες της συνόδου έληξαν, στις 5 Ιουλίου του 1439, ο Αυτοκράτορας, αν και προέβαλε τα δικαιώματά του να δει το όνομά του να βρίσκεται στην αρχή του όρου της συνόδου, της απόφασης της Ένωσης, συμβιβάστηκε να ακολουθήσει το όνομα του Πάπα.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ

Το άφιλον και υπεροπτικόν των Λατίνων επικράτησε κατά τις συνομιλίες μεταξύ των εκκλησιαστικών Ανατολής και Δύσης. Στη σύγκρουση του Πάπα και των εκπροσώπων του με τους Βυζαντινούς εκκλησιαστικούς δέσποζε η πολιτική σκοπιμότητα. Η απαίτηση του Πάπα Ευγενίου να ασπαστεί ο Βυζαντινός Πατριάρχης Ιωσήφ το πόδι του, ίσως να αποτελεί την παραστατικότερη ενέργεια των Δυτικών για να επιβληθούν στο επίπεδο του γοήτρου. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις, οι παγιωμένες προκαταλήψεις αποτελούσαν το πρόσχημα που οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν για τις διαμάχες μεταξύ τους.

Πράγματι, στη διάρκεια της συνόδου, στο εσωτερικό της Βυζαντινής αποστολής επικράτησε σύγχυσις και διχόνοια τα μέλη της χωρίστηκαν σε υπερασπιστές της δυνατότητας της Ένωσης και σε υπέρμαχους της καθαρότητας της Βυζαντινής παράδοσης, που θεωρούσε τους Λατίνους αιρετικούς και την Ένωση αδύνατη. και από τις δύο πλευρές αναγνωριζόταν η πολιτική σκοπιμότητα του εγχειρήματος, δηλαδή να εξασφαλιστεί η βοήθεια για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης.

Όμως, ενώ για τη μια μερίδα, η σκοπιμότητα αυτή σημαίνει την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, τη συγκατάβαση, για τους άλλους, το δοκούν της πατρίδος συμφέρον έθετε σε κίνδυνο την ψυχική σωτηρία. Η διαμάχη δεν οφειλόταν ούτε στο λογικό πατριωτισμό ούτε στη σκληρή θρησκοληψία. Με εξαίρεση το μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο Ευγενικό, που σταθερά υποστήριξε την ανυπαρξία συμβιβαστικής λύσης, οι Βυζαντινοί πρωταγωνιστές της συνόδου βρέθηκαν και στο ένα και στο άλλο στρατόπεδο, εξαιτίας των προσωπικών αντιδικιών και των θιγμένων εγωισμών.

Πέρα από τους πρωταγωνιστές, ωστόσο, την αποστολή αποτελούσε και πλήθος εκκλησιαστικών, ιεράρχες και Πατριαρχικοί άρχοντες. Οι εκκλησιαστικοί αποτελούσαν μια κοινωνική ομάδα, στην πλειονότητά της κληρονομική. Βασισμένοι στη γνώση του τυπικού και των γραφειοκρατικών διαδικασιών θεωρούσαν ότι ήταν οι μόνοι αρμόδιοι να διαχειρισθούν τις υποθέσεις της εκκλησίας. Σχεδόν όλοι ήταν αντίθετοι εξ αρχής στην ιδέα της συνόδου και παρουσίαζαν τη συμμετοχή τους ως καθήκον υπακοής.

Στη διαμάχη ανάμεσά τους, η βασική αλληλοκατηγορία ήταν ότι δεν άνοιξαν διάλογο με την πολιτική εξουσία για τη θρησκευτική και πολιτική σκοπιμότητα της συνόδου και απέδιδαν στον Αυτοκράτορα την απόφαση να πραγματοποιηθεί η Ένωση. Στην αρχή της συνόδου, ο Αυτοκράτορας είχε απαγορεύσει στους πολιτικούς άρχοντες που τον συνόδευαν να παίρνουν μέρος στις συζητήσεις, γιατί έτσι, έλεγε, οι εκκλησιαστικοί δεν θα μπορούν να πουν ότι αναγκάστηκαν να κάνουν κάτι που δεν επιθυμούσαν.


Υπογραμμίζοντας ότι ο θεολογικός διάλογος ήταν υπόθεση της Εκκλησίας, προσπάθησε να δείξει ότι έπρεπε να βρεθεί κάποια μεσότητα στα αδιέξοδα που οι εκκλησιαστικοί παρουσίαζαν ως ανυπέρβλητα. Όμως ο διάλογος δεν προχωρούσε και ο Αυτοκράτορας απαίτησε στο εσωτερικό της Βυζαντινής αποστολής να παίρνονται αποφάσεις με πλειοψηφία. Όταν αποφάσισε ότι η Ένωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί, επικαλέστηκε την πρακτική των Οικουμενικών Συνόδων για να εμποδιστεί η ψήφος των μελών του Πατριαρχικού κλήρου και πρότεινε να ψηφίσουν και οι πολιτικοί άρχοντες.

Οι πιέσεις των ανθρώπων του στους εκκλησιαστικούς για να συμφωνήσουν με την Ένωση ήταν αφόρητες. Εξάλλου, ο Αυτοκράτορας τους απαγόρευσε να εξέρχονται από την πόλη, για να αντιμετωπιστεί η προσπάθειά τους να εγκαταλείψουν τη σύνοδο. Τελικά, όλοι, με εξαίρεση το Μάρκο Ευγενικό, αναγκάστηκαν να υπογράψουν τον όρο της Ένωσης. Έτσι, όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ανακάλεσαν την υπογραφή τους, τονίζοντας, όπως ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, ότι αυτό που έγινε στη Φλωρεντία ήταν κακό και ολέθριο, φθορά της ορθοδόξου πίστεως που έγινε με τη βία, κ.λπ.

Η επίσημη ανακήρυξη της Ένωσης δεν έγινε ποτέ από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’. Αντίθετα, έσπευσε να ενημερώσει τους Ορθοδόξους, κυρίως αυτούς που ήταν υπό Λατινική κυριαρχία, ότι τίποτα δεν αλλάζει. Σε γράμμα του προς τον ορθόδοξο πατριάρχη Αλεξανδρείας Φιλόθεο, και προφανώς και προς τους δύο άλλους πατριάρχες, τους Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, τόνιζε ότι η Ένωση πραγματοποιήθηκε χωρίς να αλλάξει τίποτα, ούτε στο σύμβολο πίστεως ούτε στη λειτουργία ούτε στα έθιμα της Εκκλησίας.

Από το παλάτι εκπορευόταν η πρόθεση για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης με τους ανθενωτικούς, που στην πραγματικότητα θα έθετε σε αδράνεια την Ένωση. Είναι σαφές ότι για τη βυζαντινή πολιτική εξουσία, η Ένωση ήταν ένα μέσον για να εξασφαλιστεί η βοήθεια της δυτικής Ευρώπης προς την τελευταία πόλη της Ρωμαϊκής Ανατολής.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1452 έγινε η επίσημη δημοσίευση του όρου, δηλαδή η ανακήρυξη της Ένωσης, παρουσία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ιεραρχών, κληρικών και λαϊκών, καθώς και του εκπροσώπου του Πάπα Καρδιναλίου Ισιδώρου, του άλλοτε Μητροπολίτη Κιέβου, που είχε λάβει μέρος ως μέλος της Βυζαντινής αποστολής στη σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας. Η ανακήρυξη της Ένωσης δεν βοήθησε, η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήλθε πέντε μήνες αργότερα.

H ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Hδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, η ένδοξη αυτοκρατορία του Βυζαντίου δεν υπήρχε πλέον. O τίτλος υφίστατο και οι Έλληνες Αυτοκράτορες φορούσαν ακόμη την πορφύρα. H Kωνσταντινούπολη ήταν πάντα η πρωτεύουσα του κράτους και ακόμη και στις τελευταίες ημέρες τους οι Bυζαντινοί φάνταζαν επιβλητικοί σε άλλους λαούς.

H εντύπωση που προκαλούσαν οι απεσταλμένοι του Βυζαντίου στη Δύση, που αναδυόταν την εποχή εκείνη από τη Μεσαιωνική βαρβαρότητα και προσέγγιζε τη δική της Αναγέννηση, ήταν χαρακτηριστική: ήταν υποβλητικές φιγούρες, που ενέπνεαν σεβασμό, ορισμένες φορές και δέος, ιδιαίτερα όταν ο βασιλεύς συνδιαλεγόταν με τους "σοφούς" της Ευρώπης σαν να ήταν ένας από εκείνους, σε αντιδιαστολή με τους δυτικούς ηγέτες που διακρίνονταν για την παντελή έλλειψη μόρφωσης και παιδείας. Αλλά ως πολιτική και στρατιωτική δύναμη το Βυζάντιο είχε σβήσει.

Αυτό που είχε απομείνει ήταν μια μικρή λωρίδα γης στην Ανατολική Θράκη, ο Μοριάς και η Πόλη. H τελευταία, θλιβερό απομεινάρι της κοσμοκράτειρας που υπήρξε στο παρελθόν, είχε παρακμάσει σε απελπιστικό βαθμό. Ουδέποτε συνήλθε η Κωνσταντινούπολη από την καταστροφή που προκάλεσαν οι σταυροφόροι. Οι συνεχείς επισκέψεις της πανούκλας, από τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά, ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Tα τείχη της, τα οποία κάποτε προφύλασσαν ίσως και 1.000.000 ανθρώπους από τους εισβολείς που μάταια προσπαθούσαν να τα εκπορθήσουν, την εποχή του τέλους έδιναν καταφύγιο σε λιγότερες από 50.000 ψυχές.

Τεράστιες εκτάσεις γης εντός των τειχών είχαν απογυμνωθεί και στη θέση τους είχαν ξεφυτρώσει εκτεταμένες καλλιέργειες, που έτρεφαν τον συρρικνωμένο πληθυσμό. Tα περισσότερα ένδοξα κτήρια που έχτισαν οι Pωμαίοι Aυτοκράτορες και οι Eλληνες βασιλείς, έστεκαν πλέον σαν απογυμνωμένα ερείπια, λεηλατημένα από τους βαρβάρους της Δύσης, και τα υπέροχα έργα τέχνης που κάποτε τα κοσμούσαν, πλέον αποτελούσαν το καύχημα των πόλεων της Δύσης.

O κάποτε υπερήφανος και πανίσχυρος στρατός του Βυζαντίου, που αποτελούσε το φόβητρο ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου με τους επιβλητικούς κατάφρακτους, τους τρομερούς κλιβανάριους και τους πάνοπλους σκουτάτους, ήταν πια μια μικρή δύναμη μέτρια εξοπλισμένων πολιτοφυλάκων, που συμπληρωνόταν με ξένους μισθοφόρους.


Tο Βυζαντινό ναυτικό, που για 700 χρόνια κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, δεν ήταν παρά ένας μίζερος στολίσκος με δύο - τρία πλοιάρια και η Αυτοκρατορία εκλιπαρούσε τους πανίσχυρους Γενοβέζους και Ενετούς θαλασσοκράτορες για βοήθεια όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη. Tα Αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια όμως, ενάμιση αιώνα πριν από το τέλος, ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ώστε να χρηματοδοτήσουν μεγάλες μισθοφορικές δυνάμεις.

Σε μία τέτοια περίσταση, το Βυζάντιο στην ουσία σφράγισε τη μοίρα του. Mε την πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας, μιας μισθοφορικής φατρίας από την ομώνυμη περιοχή της Ιβηρικής που συμπεριλάμβανε τυχοδιώκτες από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, το Βυζάντιο μπήκε σε μια τρομερή περιπέτεια, που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή της κρατικής δομής και του κοινωνικού ιστού στα Βαλκάνια, την ερήμωση πολλών περιοχών και την εξάντληση και των τελευταίων αποθεμάτων χρυσού.

Oι Καταλανοί, μετά τις αρχικές επιτυχίες τους ενάντια στους εχθρούς του Βυζαντίου, στράφηκαν ενάντια στους εργοδότες τους, ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις στη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Νότιο Ελλάδα και επιχείρησαν να δημιουργήσουν την δική τους ηγεμονία στα Ελληνικά εδάφη, πριν εξαφανιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας. H ιστορική ειρωνεία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια: οι Καταλανοί είχαν προσληφθεί για να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν αρχίσει να αποθρασύνονται και απογύμνωναν την αυτοκρατορία από τα τελευταία ερείσματά της στη M. Aσία.

Oι Βυζαντινοί διπλωμάτες, που κάποτε κρατούσαν τις τύχες ολόκληρου του κόσμου στα χέρια τους, που δημιουργούσαν και εξαφάνιζαν βασίλεια με τις μηχανορραφίες τους, που εξασφάλισαν την επιβίωση του Βυζαντίου με χρυσό και υποσχέσεις όταν άλλες, ισχυρότερες στρατιωτικά, ηγεμονίες υπέκυπταν στη βαρβαρική πλημμυρίδα, τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσπαθούν να περισώσουν την ύπαρξη του κράτους τους, παρακαλώντας τους Οθωμανούς Σουλτάνους για έλεος και τους βασιλείς της Δύσης για βοήθεια.

H ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΗ

Aν το Βυζάντιο παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα μίας παραπαίουσας Αυτοκρατορίας που πλέον είχε δύναμη μόνο στους τίτλους και στα ονόματα, η νεόκοπη Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, μία φατρία που ανήκε στη φυλή των Ογούζων Τούρκων, άρχισε υπό την ηγεσία του Οσμάν να χτίζει μία ηγεμονία στις παρηκμασμένες δομές του Σελτζουκικού Σουλτανάτου.

H Mικρά Aσία είχε ήδη εκτουρκισθεί μερικώς από τους προκατόχους τους (Σελτζούκους), οπότε οι Οθωμανοί (όπως ονομάστηκαν, από το όνομα του πρώτου σημαντικού ηγέτη τους, Οσμάν ή Οττομάν) βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να ξεκινήσουν μία δική τους ηγεμονία. Μάλιστα, το κράτος του Οσμάν αρχικά ήταν ένα μπεηλίκι στο πλαίσιο του Σελτζουκικού Σουλτανάτου, το οποίο όμως την εποχή εκείνη (τέλη του 13ου αιώνα) ήταν ήδη σκιά του παλιού, πανίσχυρου εαυτού του, μετά από συντριπτικά πλήγματα καθ' όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα από το Ιλχανάτο των Μογγόλων, του οποίου είχε καταστεί υποτελής.

Σύμφωνα με την Τουρκική παράδοση, ο Οσμάν κήρυξε την ανεξαρτησία του Μπεηλικιού του το 1299 και ξεκίνησε να χτίζει μία πραγματική Αυτοκρατορία. Αυτό το αρχικά ταπεινό κρατίδιο καταμεσής στη M. Aσία, σύντομα θα εξελισσόταν στην ισχυρότερη Μουσουλμανική Αυτοκρατορία από την εποχή του Πρώτου Χαλιφάτου και σε μία από τις πλέον ισχυρές στην παγκόσμια ιστορία. Ωστόσο, η άνοδος των Οθωμανών περνούσε μέσα από το Βυζάντιο. Oι Οθωμανοί ευτύχησαν να βρουν απέναντί τους ένα Βυζάντιο μικρό, αποδυναμωμένο, με μειωμένο πληθυσμό, αποδιοργανωμένο κοινωνικό ιστό και χωρίς πόρους.

H Αυτοκρατορία αποξενωνόταν από τους υποτελείς πληθυσμούς της, οι οποίοι καθίσταντο έτσι εύκολη λεία για τους Μουσουλμάνους επιδρομείς, και σε πολλές περιπτώσεις οι τοπικές ελίτ δέχτηκαν με αγαλλίαση τους Οθωμανούς καθώς η φορολόγηση των τελευταίων ήταν λιγότερο επαχθής από αυτήν της Αυτοκρατορίας. Tις πρώτες δεκαετίες αυτής της επέκτασης, οι Οθωμανοί βασίζονταν στον δοκιμασμένο κι επιτυχημένο, από τους αιώνες εφαρμογής του στην Αραβική επέκταση, θεσμό των "Γαζήδων" (ghazi). Στη θεωρία επρόκειτο για μαχητές της Ισλαμικής πίστης, στην πράξη όμως ήταν μικροφεουδάρχες και επικεφαλής φατριών ή μικρών φυλών.

Οι Γαζήδες εγκαθίσταντο σε μία μεθοριακή περιοχή κάποιας Μουσουλμανικής ηγεμονίας και με την υποστήριξη του επικυρίαρχού τους έκαναν επιδρομές στα Χριστιανικά εδάφη, αρπάζοντας αιχμαλώτους και αγαθά. Αργότερα και καθώς η πληθυσμιακή πυκνότητα σε αυτά τα εδάφη μειωνόταν (συνέπεια κυρίως του εξανδραποδισμού των κατοίκων και της τρομοκράτησης αυτών που έμεναν, οι οποίοι συχνά έφευγαν εσπευσμένα για πιο ασφαλείς περιοχές) οι Γαζήδες άρπαζαν τα Χριστιανικά εδάφη και εγκαθιστούσαν δικούς τους αποίκους, συνήθως εξισλαμίζοντας και όσους Χριστιανούς είχαν απομείνει.

Για την αντιμετώπιση των Γαζήδων φρόντιζαν, με ιδιαίτερη επιτυχία, οι θρυλικοί Ακρίτες του Βυζαντίου, οι οποίοι όμως τον 15ο αιώνα ήταν άλλη μία ανάμνηση του ένδοξου Βυζαντινού παρελθόντος. Mε την πρακτική αυτή είχαν δημιουργήσει το Μπεηλίκι του Οσμάν οι πρόγονοί του (συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού Ερτουγρούλ) και με την ίδια τακτική το επέκτεινε και αυτός. Έδωσε στέγη σε όλους τους Αραβογενείς και Τουρκογενείς Γαζήδες του Ισλάμ και τους ώθησε να ξεπεράσουν τα όριά τους, καταλαμβάνοντας σιγά-σιγά όλη τη Μικρά Aσία.


Oι Βυζαντινοί προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά το 1301 οι δυνάμεις τους ηττήθηκαν σε μάχη εκ παρατάξεως από τους Οθωμανούς. H κλήση της Καταλανικής Εταιρείας δύο χρόνια μετά, από τον Ανδρόνικο, το μόνο που πέτυχε ήταν να χειροτερεύσει τα πράγματα για το Βυζάντιο. Παρότι και οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν δικά τους προβλήματα, η στιβαρή ηγεσία των ηγετών και ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη των νεόκοπων κατακτητών, επέτρεψε να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια.

Aκόμη και τα πλέον σοβαρά, όπως η συντριπτική ήττα από τις ορδές του Ταμερλάνου, ο οποίος νίκησε αποφασιστικά το στρατό του Βαγιαζήτ το 1402 στη μάχη της Άγκυρας, δεν σταμάτησαν την ανοδική πορεία του κράτους που δημιούργησε ο Οσμάν. Μάλιστα, ο Βαγιαζήτ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη όταν οι Ταταρικές ορδές του μισού Τούρκου - μισού Μογγόλου Τιμούρ (που στη Δύση έγινε γνωστός ως Ταμερλάνος) εισήλθαν στην επικράτειά του, οπότε έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αναμετρηθεί μαζί του.

Oι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί ψέγουν τις ηγεσίες των Χριστιανικών κρατών που στην κρίσιμη αυτή ώρα, που η ανερχόμενη δύναμη των Οθωμανών είχε την πρώτη μεγάλη της ήττα και βρισκόταν κυριολεκτικά στα γόνατα και με τη δυναστεία του Οσμάν διαλυμένη, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να τερματίσουν την Οθωμανική απειλή. Hταν μία ιστορική ευκαιρία που χάθηκε, όπως τόσες άλλες.

Oι Βυζαντινοί προσπάθησαν να παίξουν το μοναδικό χαρτί που είχαν - αυτό της αποτελεσματικής διπλωματίας - πλέκοντας τις γνωστές Βυζαντινές ίντριγκες στα παρασκήνια της διαμάχης των γιων του Βαγιαζήτ (ο οποίος συνελήφθη από τον Τιμούρ και πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε αιχμαλωσία) για τον Οθωμανικό θρόνο. H τύχη φάνηκε να χαμογελά στο Μανουήλ τον 2ο Παλαιολόγο, με την ανάρρηση στο θρόνο του φιλο-Βυζαντινού Σουλεϊμάν, ωστόσο ο ίδιος ο στρατός του τον ανέτρεψε και έδωσε το θρόνο στον αδελφό του, Mούσα.

O τελευταίος αποδείχθηκε ένας ιδιαίτερα άγριος πολέμαρχος, που προσπάθησε να τιμωρήσει τους Χριστιανούς που είχαν υποστηρίξει τον αδελφό του. Μετά από εκτεταμένες σφαγές στη Μακεδονία και στη Σερβία, όπου ερήμωσαν ολόκληρα χωριά, ένας άλλος αδελφός του, ο Μωάμεθ ο Α', τον ανέτρεψε με τη βοήθεια των Βυζαντινών, των Σέρβων και μεγάλου μέρους του στρατού του που είχε κουραστεί με την υπέρμετρη σκληρότητα του νέου Σουλτάνου. H διακυβέρνηση του Μωάμεθ ήταν ένα διάλειμμα γαλήνης για τους Χριστιανούς γείτονες των Οθωμανών, αλλά αυτό δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Tο πνεύμα του Γαζή ήταν ακόμη ζωντανό στους διαδόχους του Oσμάν.

H ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί έθεταν τη μία μετά την άλλη τις Βυζαντινές επαρχίες της Μικράς Ασίας υπό τον έλεγχό τους. Oι Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης μόνο αμυδρά μπορούσαν να αντιδράσουν και όταν το έκαναν, συνήθως ηττώντο στο πεδίο της μάχης από τον πολυάριθμο και πειθαρχημένο - και με ιδιαίτερα δυνατά κίνητρα - Οθωμανικό στρατό. Ελάχιστες απόπειρες ήταν σοβαρές και ακόμη λιγότερες επιτυχημένες.

Aκόμη και όταν οι Οθωμανοί έχαναν τη μάχη, οι Βυζαντινοί έχαναν τον πόλεμο λόγω των εσωτερικών διαφωνιών και των σοβαρών προβλημάτων πειθαρχίας που ήταν πλέον ορατά και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή. Kάτι ανάλογο συνέβη όταν ο Ανδρόνικος ο Γ' προσπάθησε να άρει την πολιορκία της Νίκαιας το 1329. Δεν ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης από τον Οθωμανικό στρατό, αλλά οι δικές του δυνάμεις σύντομα διαλύθηκαν εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών και διχογνωμιών. H Nίκαια έπεσε στα χέρια των Oθωμανών όταν ηγέτης τους ήταν ο γιος του Oσμάν, Oρχάν. Tην ίδια περίοδο χάθηκε και η Nικομήδεια.

Και καθώς η Αυτοκρατορία προσπαθούσε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, προέκυψε η έριδα του 1341 και ο συνακόλουθος εμφύλιος, που έφερε τους Οθωμανούς και επίσημα στην Ευρώπη για πρώτη φορά, αφού ο εκ των διεκδικητών του θρόνου, Ιωάννης Καντακουζηνός, συμμάχησε με τον Ορχάν, ο οποίος έστειλε 6.000 στρατιώτες για να πολεμήσουν στο πλευρό του. O Καντακουζηνός κέρδισε το θρόνο και εξακολούθησε τη συμμαχία του με τον Ορχάν, ενώ η εκθρόνισή του το 1355 έδωσε την αφορμή στον Οθωμανό πολέμαρχο να εισβάλει στα Βαλκάνια και να αρχίσει να παγιώνει την Τουρκική κυριαρχία στη χερσόνησο.

Tο τέλος της ηγεμονίας του Oρχάν βρήκε τους Oθωμανούς κυρίαρχους της Δ. Θράκης, του μεγαλύτερου μέρους της M. Ασίας, και με ανανεωμένη επιθετικότητα και πλείστους όσους Γαζήδες να συρρέουν στις τάξεις τους για να καταλύσουν την κυριαρχία των απίστων και στην Ευρώπη. O Ορχάν είχε προλάβει επίσης να αναδιοργανώσει την κρατική δομή του νεόκοπου κράτους και το στρατό, παραδίδοντας στο διάδοχό του, Μουράτ τον Α', μια αποτελεσματική κρατική μηχανή και έναν εξαιρετικά πειθαρχημένο και αποτελεσματικό στρατό.

Παρά τις προσπάθειες των Σέρβων - και λιγότερο των Βυζαντινών - για ανάσχεση της Τουρκικής πλημμυρίδας στα Βαλκάνια, αργά αλλά σταθερά οι Τούρκοι επέκτειναν τα όρια του κράτους τους, υποτάσσοντας τους ντόπιους πληθυσμούς και χάρη σε θεσμούς, όπως το devsirme (στρατολόγηση Χριστιανών με τη βία για να πολεμήσουν στο στρατό του Σουλτάνου, αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν γνωστό ως "παιδομάζωμα" και θα παρήγαγε τις εκλεκτές δυνάμεις των Γενίτσαρων), πλήθαιναν τις τάξεις των πολεμιστών του Μουράτ, που εμφανιζόταν ασταμάτητος.


Mε αυτούς τους πολεμιστές, ο στρατός του Μουράτ - που οδηγούσε ο γιος του, Βαγιαζήτ, αφού ο Μουράτ είχε μόλις δολοφονηθεί από έναν Σέρβο - συνέτριψε τις συνασπισμένες δυνάμεις των Σλάβων των Βαλκανίων στην ιστορική μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389. O πρώτος Τούρκος που πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη το 1402, ήταν ο ίδιος ο Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε προσπαθήσει και το 1396, αλλά τον σταμάτησαν τα νέα της σταυροφορίας του Ούγγρου βασιλιά, Σιγκισμούνδου.

O Βαγιαζήτ διέλυσε το στρατό των σταυροφόρων στη Νικόπολη αλλά η ευκαιρία να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη είχε χαθεί. Όμως το 1402 ο Βαγιαζήτ ξεκίνησε εκ νέου την πολιορκία, την οποία όμως έλυσε εσπευσμένα για να αντιμετωπίσει τον Τιμούρ που ερχόταν επικεφαλής της Ταταρικής ορδής προς την Άγκυρα. Στα τελευταία χρόνια ύπαρξής της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία - ή μάλλον τα θλιβερά υπολείμματά της - ήταν ουσιαστικά υποτελής του Σουλτάνου, όπως άλλωστε όλες οι εναπομείνασες Χριστιανικές ηγεμονίες των Βαλκανίων.

H ανέγερση του νέου κάστρου των Οθωμανών, του επονομαζόμενου Ρούμελη Χισάρ, στην ακτή του Βοσπόρου, ακριβώς δίπλα στην Κωνσταντινούπολη, εξυπηρετούσε τα σχέδια του νέου Σουλτάνου και τον καθιστούσε κυρίαρχο των στενών. Όμως ο Μωάμεθ δεν ήταν ικανοποιημένος με την επικυριαρχία στο Βυζάντιο, αφού ήθελε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κέντρο της Αυτοκρατορίας του. Hθελε το στέμμα του Καίσαρα των Ρωμαίων και είχε βάλει σκοπό της ζωής του να το αποκτήσει.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ KAI ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΛΙΓO ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ

Την άνοιξη του 1453 η ιστορία άνοιξε την αυλαία της για να παρουσιάσει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα που παίχτηκαν ποτέ στη σκηνή της. Πρωταγωνιστές του από τη μια πλευρά ο Οθωμανικός στρατός και ο νεαρός και φιλόδοξος Σουλτάνος Μωάμεθ Β’, και από την άλλη ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος και οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας μιας Αυτοκρατορίας που είχε μείνει προ πολλού σκιά του εαυτού της. Η υπεροχή των πολιορκητών ήταν συντριπτική, σε αριθμούς, σε όπλα, σε οργάνωση.

Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που γίνεται μαζική χρήση πυροβολικού. Όμως η έκβαση του δράματος κρίθηκε σχεδόν τυχαία, μέσα σε λίγες ώρες, στις 29 Μαΐου. Η ολοκληρωτική κατάλυση της Κωνσταντινούπολης, της πάλαι ποτέ Βασιλίδος των πόλεων αποτελούσε το φυσικό και αναμενόμενο ίσως τέλος μιας Αυτοκρατορίας, η οποία είχε εξαντληθεί από τη Φράγκικη κατάκτηση των τελευταίων αιώνων και δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει.

Η ΑΜΥΝΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Σύμφωνα με τον Φραντζή, οι υπερασπιστές της Πόλης ήταν 4.973 Κωνσταντινουπολίτες και 2.000 εθελοντές, από Γένοβα, Βενετία, Ισπανία, Ρώμη και Κρήτη. Υπό τον Αυτοκρατορικό θυρεό είχε τεθεί και ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν, εχθρός του Μωάμεθ, που σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά η πολυτιμότερη προσθήκη στις τάξεις των αμυνομένων ήταν οι 700 σιδηρόφρακτοι άνδρες που έφερε μαζί του ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, ο κεντρικός υπερασπιστής της Πόλης. Δίπλα του βρέθηκαν και άλλοι δυτικοί, περιπλανώμενοι ιππότες προσωπικών σταυροφοριών.

Οι περισσότεροι αδικήθηκαν από την ιστορική καταγραφή, δεν έχουν τη θέση που τους αξίζει στη συλλογική μνήμη, όπως, για παράδειγμα, ο Ισπανός ιππότης Φραγκίσκο ντε Τολέντο. Οι δυτικοί στρατιωτικοί ανέλαβαν σε μεγάλο βαθμό την εκπαίδευση των Κωνσταντινουπολιτών. Προσπάθησαν να τους διδάξουν στρατιωτική πειθαρχία, το χειρισμό του ξίφους, τους στοιχειώδεις κανόνες της άμυνας. Ο Κωνσταντίνος είχε να αντιμετωπίσει και την έλλειψη πόρων, καθώς πολλοί προύχοντες δεν είχαν καμία διάθεση να συνεισφέρουν οικονομικά.

Το θέμα ήταν και πολιτικό: όσοι αντιδρούσαν στην ένωση των εκκλησιών έβρισκαν ανώφελη την αντίσταση στον πολιορκητή. Καλύτερα το σαρίκι του Σουλτάνου, παρά η τιάρα του Πάπα είχε πει ο μέγας λογοθέτης Λουκάς Νοταράς. Και δεν ήταν μόνος. Η σύγκρουση του Νοταρά με τον Ιουστινιάνη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας περιγράφει το κλίμα στις τάξεις των αμυνομένων. Κατά συνέπεια, αρκετοί εκ των δυνατών προτίμησαν να κρύψουν στα υπόγεια τους θησαυρούς παρά να συνεισφέρουν στην άμυνα.

Ο Κωνσταντίνος δήμευσε τα χρυσά κειμήλια των εκκλησιών και υποσχέθηκε πως θα τα επιστρέψει εις διπλούν αν λυτρωθεί η πόλη του. Η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί είκοσι επτά φορές κατά το παρελθόν, αλλά μόνο μία φορά ο εχθρός κατάφερε να εισέλθει στο εσωτερικό της πόλης. Ήταν το 1204, όταν οι Σταυροφόροι σκαρφάλωσαν στα θαλάσσια τείχη από τα πλοία τους στον Κεράτιο. Ο Κωνσταντίνος έλαβε τα μέτρα του. Έκλεισε τον κόλπο με μία τεράστια αλυσίδα. Ένα τμήμα της αλυσίδας μπορούσε να χαμηλώσει μέσα στη θάλασσα για να επιτρέψει τη διέλευση των Χριστιανικών πλοίων.

Στην άλλη παραθαλάσσια πλευρά τα τείχη είχαν υψωθεί επάνω σε απόκρημνα εδάφη και απέτρεπαν κάθε επίθεση. Προς βορρά, στο κυρίως πεδίο μάχης, ήταν τα μεγάλα τείχη της πόλης, ένα αριστούργημα, όπως χαρακτηρίστηκε, στρατιωτικής μηχανικής. Τα τείχη υψώθηκαν τον 5ο μ.Χ. αιώνα από τον Θεοδόσιο και η έκταση τους ήταν έξι χιλιόμετρα, από τη Θάλασσα του Μαρμαρά ως τον Κεράτιο Κόλπο. Από τη μεριά της πόλης υψωνόταν ένα πελώριο τείχος με ύψος 12,5 μέτρα και με ένα στηθαίο που διέτρεχε την κορυφή πίσω από βαθιές επάλξεις και πολεμίστρες.


Επάνω στο τείχος υπήρχαν ψηλοί πυργίσκοι, τετράγωνοι ή οχτάγωνοι. Μπροστά από το τείχος υπήρχε μία επίπεδη έκταση που το χώριζε από την εξωτερική οχύρωση. Αν κάποιος εισβολέας κατάφερνε να διαπεράσει το εξωτερικό τείχος, θα παγιδευόταν στη ζώνη θανάτου όπου τον περίμενε βροχή από πέτρες και υγρό πυρ. Το εξωτερικό τείχος είχε ύψος 7,5 μέτρα και πυργίσκους ανά 50 και 100 μέτρα. Ωστόσο, για να φτάσει ο εχθρός μπροστά στο τείχος έπρεπε να περάσει από την τάφρο, που είχε πλάτος 18 και βάθος 4,5 μέτρα.

Ακόμα και αν περνούσε από την τάφρο έπρεπε να σκαρφαλώσει σε έναν πέτρινο προμαχώνα που υψωνόταν 6 μέτρα πάνω από τον πυθμένα της. Τότε θα βρισκόταν μπροστά στο εξωτερικό τείχος. Οι επίλεκτοι άνδρες της Βυζαντινής φρουράς είχαν οχυρωθεί πίσω από το εξωτερικό τείχος. Λίγο πριν από την πολιορκία, ο Αυτοκράτορας κλείδωσε τις πύλες του εσωτερικού τείχους. Οι αμυνόμενοι δεν θα μπορούσαν να υποχωρήσουν και να μπουν στην πόλη. Ωστόσο υπήρχαν και ευάλωτα σημεία στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης.

Η αμυντική γραμμή δεν έφτανε μέχρι τον Κεράτιο, ενώ και το παλάτι των Βλαχερνών ήταν χτισμένο δίπλα στα τείχη. Επίσης τα τείχη ακολουθούσαν, ως προς το ύψος, την πορεία του εδάφους. Η πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, ήταν το σημείο με τα χαμηλότερα τείχη. Εκεί ο Μωάμεθ έστησε τον κύριο όγκο πυρός του πυροβολικού. Η αμυντική θωράκιση της Κωνσταντινούπολης ήταν αριστουργηματική, αλλά δεν μπορούσε να καλύψει τις δύο ουσιαστικές αδυναμίες της: ήταν αρχαία και δεν υπήρχαν αρκετοί άνδρες για να σταθούν πίσω από τις πολεμίστρες.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Εκτός από τη διπλωματική δραστηριότητα, που έλαβε χώρα κατά τα έτη 1452‐1453, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης όσο το δυνατόν καλύτερα, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη χρημάτων και την ανεπάρκεια στρατιωτικών δυνάμεων ικανών να επανδρώσουν τα τείχη και να ενισχύσουν τη φύλαξη της Πόλης. Η κινητοποίηση των κατοίκων αλλά και των ιθυνόντων ήταν άμεση και ιδιαίτερα επιτακτική, από τη στιγμή μάλιστα που έγιναν γνωστές οι προθέσεις του νέου σουλτάνου με την έναρξη των εργασιών για το χτίσιμο του φρουρίου, του Ρούμελη‐Χισάρ το Μάρτιο του 1452.

Όπως βεβαιώνουν και οι ιστορικοί της Άλωσης, ο Κωνσταντίνος έκανε ότι καλύτερο μπορούσε με τα λιγοστά μέσα τα οποία διέθετε και μάλιστα ο έμπιστος σύμβουλος του Σφραντζής, δηλώνει με αγανάκτηση εναντίον εκείνων, που κατηγορούσαν τον Αυτοκράτορα για αμέλεια, ότι ο Κωνσταντίνος, ό, τι μπορούσε να κάνει, το έκανε. Το μόνο που μπορούσε ακόμη να κάνει και δεν το έκανε, ήταν να εγκαταλείψει την Πόλη και να ζητήσει τη δική του σωτηρία μακριά από αυτή. Ο Αυτοκράτορας σίγουρα ήταν ανήσυχος, αλλά όχι φανερά τουλάχιστον αποθαρρυμένος.

Δεν τον κατείχε ηττοπάθεια και επειδή πίστευε, ότι με τη βοήθεια του Θεού η Κωνσταντινούπολη θα έβγαινε άλλη μια φορά αλώβητη από αυτή τη δοκιμασία, προσπαθούσε με κάθε τρόπο και το πετύχαινε, να ενθαρρύνει το λαό του, αλλά και τους αξιωματικούς του και τους ξένους, οι οποίοι προσφέρθηκαν την κρίσιμη στιγμή, να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της Πόλης. Πρώτα από όλα ασχολήθηκε με την επισκευή των τειχών. Αναφερόμενοι στα τείχη της Κωνσταντινούπολης εννοούμε ένα σύνολο οχυρωματικών έργων, τα οποία επιδιορθώθηκαν ή τροποποιήθηκαν αρκετές φορές σε διαφορετικές εποχές.

Εντούτοις, η γενική διαμόρφωση των διαφόρων τμημάτων τους παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την πτώση του Βυζαντίου και, όπως ήταν φυσικό, καθοριζόταν από την τοπογραφία του χώρου. Έτσι, είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε μία πρώτη διάκριση μεταξύ των θαλάσσιων και των χερσαίων τειχών. Τα χερσαία τείχη, τα οποία εκτείνονταν από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, κτίστηκαν από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ το 413 μ. Χ. και ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς Θεοδοσιακά τείχη ή τείχος Θεοδοσιακόν.

Επειδή όμως τα τείχη αυτά δεν περιέκλειαν σημαντικό τμήμα της Πόλης, όπως το Επταπύργιον ή το Έβδομον, ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος τον 7ο αιώνα διέταξε να κατασκευαστεί νέο τείχος το επονομαζόμενο Μονότειχος για να ασφαλίσει το παλάτι και το ναό των Βλαχερνών, ενώ μετά τη δημιουργία του νέου τείχους κατεδαφίστηκε το παλιό. Τέλος ο Αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος από το 813 μ. Χ. έως και το 820 μ. Χ. ανήγειρε νέο μικρότερο τείχος, περίπου 100 μέτρων, χωρίς να κατεδαφίσει το εσωτερικό του Ηρακλείου.

Τα θαλάσσια τείχη λόγω του ισχυρού Βυζαντινού ναυτικού και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της θάλασσας, είχαν μικρότερη σημασία. Αντίθετα, τα χερσαία τείχη, επειδή εκτείνονταν σε έδαφος που δεν προσέφερε φυσική άμυνα, απαιτούσαν σημαντική κατασκευή, πιο πολύπλοκη και φυσικά πιο ισχυρή. Όλους τους χειμερινούς μήνες, με την προτροπή και τη συμμετοχή του Αυτοκράτορα, άνδρες και γυναίκες εργάζονταν με ζήλο νύχτα και μέρα συγκεντρώνοντας όπλα και προμήθειες, καθαρίζοντας τις τάφρους και επισκευάζοντας τα τείχη, καθώς πολλά μέρη του τεράστιου εκείνου οικοδομήματος είχαν υποστεί ρωγμές και είχαν καταπέσει.

Επομένως υπήρξε ζωτικής σημασίας η επισκευή των ρηγμάτων και των ετοιμόρροπων μερών των χερσαίων τειχών. Επιπλέον η εξωτερική προστατευτική τάφρος χρειάστηκε να καθαρισθή και να εκβαθυνθεί και την εργασία αυτή φαίνεται, ότι ανέλαβε ο Ενετός πλοίαρχος Aluvixe Diedo, ο επικεφαλής τριών γαλέρων μαζί με τους άνδρες του, σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro. Η εργασία αυτή ξεκίνησε στις 14 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε το Μεγάλο Σάββατο στις 31 Μαρτίου του 1453.


Ήταν το τελευταίο σαββατοκύριακο, που κυλούσε με ηρεμία για την Πόλη, καθώς τη Δευτέρα του Πάσχα θα εμφανίζονταν τα πρώτα τμήματα του Τουρκικού στρατού και θα άρχιζε η κρίσιμη και τελευταία πολιορκία. Τα χερσαία τείχη είχαν προστατεύσει την Πόλη επί μία σχεδόν χιλιετία από τις διάφορες εχθρικές επιδρομές και από τις προηγούμενες Οθωμανικές απόπειρες κατάληψης της.Τα τείχη ήταν διπλά σε όλο το μήκος τους, εκτός από το Ηράκλειο τείχος, το οποίο ήταν μονό και χωρίς τάφρο και το οποίο αποτελούσε το αδύνατο σημείο της οχύρωσης.

Στην ουσία, επρόκειτο για ένα σύνθετο οχυρωματικό έργο, αποτελούμενο από μια διπλή σειρά τειχών, χωρισμένη στο κυρίως τείχος και το προτείχισμα. Το εσωτερικό τείχος ήταν ψηλότερο, πιο παχύ και περιστοιχιζόταν από πύργους. Το εξωτερικό τείχος είχε εμφανώς μικρότερο ύψος. Το εξωτερικό τείχος ήταν περίπου τέσσερα μέτρα από το επίπεδο του προαυλίου και γύρω στα οχτώ μέτρα στην εξωτερική πλευρά λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Ο χώρος μεταξύ των δύο τειχών ονομαζόταν περίβολος. Το σύνολο συμπληρωνόταν από μία αμυντική τάφρο, στο εξωτερικό του προτειχίσματος.

Επειδή λοιπόν το Ηράκλειο τείχος ήταν πιο αδύναμο από την υπόλοιπη οχύρωση, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να ανοιχθεί μία τάφρος βάθους 2,5 μέτρων και μήκους 30 μέτρων. Τα χερσαία τείχη αποτελούσαν πάντοτε αγκάθι για τους εχθρούς της Πόλης και τους οδηγούσαν σε απόγνωση. Τώρα, στα 1453, αποτελούσαν την τελευταία ελπίδα των κατοίκων της Βασιλεύουσας. Είχαν επισκευαστεί αρκετά καλά και μπορούσαν να κρατήσουν σε απόσταση κάθε συμβατική επίθεση, όχι όμως βομβαρδισμό βαρέως πυροβολικού και ήταν ζήτημα χρόνου η εξάντληση των προμηθειών και τα αποθέματα των υπερασπιστών.

Άλλωστε με την ολοκλήρωση του Ρούμελη‐Χισάρ η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν για πρώτη φορά αποκομμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη τόσο από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας είχε ζητήσει να γίνει στρατολόγηση όλων των ανδρών, που μπορούσαν να πολεμήσουν. Ο ιστορικός Σφραντζής ανέλαβε αυτό το καθήκον και κάνει λόγο για 4773 Έλληνες και περίπου 2000 ξένους ικανούς να υπερασπιστούν την Πόλη.

Για την εξεύρεση οικονομικών πόρων ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να κάνει κάτι, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί άπρεπο και ιερόσυλο για κάποιον, που σέβεται τη θρησκεία και την εκκλησία. Επειδή το κράτος δεν είχε χρήματα, για να πληρώσει τους μισθούς των στρατευμένων, ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή να αφαιρέσουν από τους ναούς τα ιερά σκεύη, πού ήταν αφιερωμένα στο Θεό και να τα μετατρέψουν σε νομίσματα.

Συμπληρώνει όμως ο συγγραφέας, που αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός, ότι οι δύσκολοι καιροί επέβαλαν να γίνει αυτή η ενέργεια και ότι ο αυτοκράτορας είχε πρόθεση, αν σωζόταν η πόλη, να επιστρέψει όλα αυτά στο τετραπλάσιο. Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος και οι άρχοντες της Πόλης, συνηθισμένοι από προηγούμενες πολιορκίες, φρόντισαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα τρόφιμα, για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση μακροχρόνιας πολιορκίας.

ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η μορφή της περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης μπορεί να περιγραφεί ως τριγωνική. Ως βάση του τριγώνου ήταν τα χερσαία τείχη ενώ οι πλευρές του, που αποτελούσαν και την ακτογραμμή της πόλης, σχηματιζόταν από τα θαλάσσια τείχη. Τα χερσαία (ή Θεοδοσιανά) τείχη, που είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, εκτεινόταν από την αποβάθρα των Πηγών στην ακτή της Προποντίδας μέχρι τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο τους το μήκος ήταν διπλά, με εκείνο που έβλεπε προς την πόλη έφερε την ονομασία Έσω Τείχος και εκείνο που έβλεπε προς την πεδιάδα ονομαζόταν Έξω Τείχος.

Η κύρια γραμμή άμυνας των βυζαντινών ήταν το Έσω τείχος, που είχε ύψος 12 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα, και περιλάμβανε 96 πύργους ύψους 18 ως 20 μέτρα ο καθένας. Οι πύργοι αυτοί απείχαν μεταξύ τους 55 μ. περίπου. Το Έξω Τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 μ. πλάτος και είχε επίσης 96 πύργους, που είχαν ύψος 10 μ. περίπου και ήταν τοποθετημένοι έτσι ώστε να βρίσκονται στο κέντρο του κενού που άφηναν ανάμεσά τους οι εσώπυργοι. Τα τείχη απείχαν μεταξύ τους 15 έως 20 μ. ενώ ο χώρος που υπήρχε μεταξύ τους ονομαζόταν από τους βυζαντινούς «Περίβολος».

Σε όλο το μήκος του Έξω Τείχους και σε απόσταση 15 έως 17μ. περίπου από αυτό υπήρχε τάφρος που το πλάτος της ήταν 19 μέχρι 21 μ. και το βάθος της περίπου 10 μ. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες. Η πρόσβαση στην πόλη από την θάλασσα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες χάρης σε ένα ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στον Βόσπορο, τους βόρειους ανέμους αλλά και μια σειρά από ξέρες και ύφαλους που υπήρχαν στην Προποντίδα. Έτσι, για την προστασία των ακτών αρκούσε μόνο μια σειρά τειχών.

Το παραθαλάσσιο τείχος του Κερατίου κόλπου εκτείνονταν από την συνοικία των Βλαχερνών μέχρι την παλαιά Ακρόπολη και είχε ύψος 10μ. περίπου, 17 πύλες, 110 πύργους και μήκος 5.600 μ. Στην εξωτερική πλευρά του υπήρχε μια στενή λωρίδα γης. Το τείχος της Προποντίδας, που ξεκινούσε από την Ακρόπολη και έφτανε ως την αποβάθρα των Πηγών, είχε ύψος 12 ως 15 μ., διέθετε 188 πύργους, περίπου 13 πύλες και είχε μήκος 8.900 μ. Σχεδόν σε όλο το μήκος το τείχος της Προποντίδας ήταν δίπλα στη θάλασσα, επομένως η αποβίβαση εχθρικών δυνάμεων ήταν αδύνατη και το έργο της άμυνας καθίστατο πιο εύκολο.


Ως Θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινούπολης είναι γνωστά τα χερσαία τείχη με τα οποία ο Θεοδόσιος Β' τείχισε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 408 υπό την επίβλεψη του επάρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιου, ενώ μετά από ένα σεισμό επισκευάστηκαν και απέκτησαν την τελική τους μορφή το 447. Η ισχυρή διπλή σειρά τειχών προστάτευσε την πόλη και κατά συνέπεια την Αυτοκρατορία σε πολλές πολιορκίες διαμέσω των αιώνων, οδηγώντας στην προσωνυμία τους ως «θεοφύλακτα».

Η μόνη φορά που παραβιάστηκαν από εχθρό ήταν το 1453, όταν οι Οθωμανοί, με τη χρήση ισχυρού πυροβολικού, τα διέσπασαν και κατέλαβαν την πόλη, καταλύοντας έτσι και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Από την εποχή που ο επώνυμος Μεγαρέας ιδρυτής της πόλης του Βυζαντίου, ο Βύζας, έφτασε στη περιοχή το 667 π.Χ., διέκρινε τη στρατηγική σημασία της τοποθεσίας, καθώς και την ευκολία που παρείχε στην άμυνα, καθώς περικυκλωνόταν από τη θάλασσα σε τρεις πλευρές.

Συγκεκριμένα βρεχόταν από τον Κεράτιο κόλπο από το βορρά, από το Βόσπορο στα ανατολικά και από τη Θάλασσα του Μαρμαρά στο νότο ενώ επικοινωνεί με τη ξηρά από τα δυτικά προς τη Θρακική πεδιάδα. Προς την πλευρά της Θράκης λοιπόν χτίστηκε το πρώτο τείχος της πόλης. Τα τείχη του Βυζαντίου ήταν σαφώς μικρότερα των επόμενων που θα κτιστούν για την Κωνσταντινούπολη, καθώς και η ίδια η Βασιλεύουσα ήταν πολύ μεγαλύτερη.

Τα τείχη επεκτάθηκαν πρώτα από τον Ρωμαίο Σεπτίμιο Σεβήρο και ύστερα από τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο και τελικά πήραν την τελική τους μορφή επί Θεοδοσίου. Τα αρχικά τείχη είχαν μέγεθος 6 χιλιομέτρων. Η οχυρωματική γραμμή που έχτισε ο Θεοδόσιος Β', 1.500 μέτρα δυτικά του Κωνσταντίνειου τείχους, ένωσε την τειχισμένη περίμετρο της περιοχής των Βλαχερνών, από το βορρά, κάθετα προς το νότο με το άκρο των θαλάσσιων τειχών που βρισκόταν στη πλευρά της Προποντίδας.

Τα χερσαία τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων και είχαν χτιστεί με σύνθετο τρόπο ως μια διπλή οχυρωματική γραμμή. Δηλαδή οι εισβολείς συναντούσαν πρώτα μια αμυντική τάφρο και ύστερα το έξω τείχος, γνωστό και ως μικρόν τείχος, ενώ εάν περνούσαν το πρώτο συναντούσαν το μεγαλύτερο έσω τείχος, γνωστό και ως μέγα τείχος ή κυρίως τείχος. Η τάφρος είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21 μέτρα και απείχε από το έξω τείχος 15 με 17 μέτρα. Το έξω τείχος προστέθηκε στις επισκευές του 447 και είχε πάχος 2,5 μέτρα και ύψος 7 μέτρα χωρίς επάλξεις και 8 με 8,5 μέτρα με τις επάλξεις.

Κάθε 50 μέτρα υψωνόντουσαν τετράγωνοι πύργοι ύψους περίπου 10 μέτρων ο καθένας. Κατασκευάστηκαν συνολικά 96 πύργοι. Ανάμεσα στο έξω τείχος και το έσω τείχος υπήρχε περίβολος πλάτους 15 με 20 μέτρων. Το έσω τείχος είχε πάχος 5 μέτρα και ύψος 10 μέτρα χωρίς τις επάλξεις ενώ με τις επάλξεις έφτανε τα 13 μέτρα. Ανά 60 με 70 μέτρα ορθώνονταν τετράγωνοι ή οκτάγωνοι πύργοι που έφταναν τα 19 μέτρα ύψους, συνολικά είχε 96 πύργους όπως το έξω τείχος, ενώ ανάμεσα σε δυο πύργους του έσω τείχους παρεμβάλλονταν ένας του έξω τείχους.

Κατά μήκος του χερσαίου τείχους υπήρχαν 10 πύλες, εναλλάξ μια πολιτική και μια στρατιωτική, ενώ υπήρχε και μια επίσημη για την είσοδο του αυτοκράτορα. Αυτή η πύλη ήταν η λεγόμενη Χρυσή Πύλη, η πιο περίλαμπρη από όλες, στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το οχυρό Επταπύργιο (Γιεντί Κουλέ). Οι υπόλοιπες πολιτικές πύλες ήταν οι πύλες του Αγίου Ρωμανού, του Ρηγίου ή Ρουσίου, της Σηλυβρίας (ή Ζωοδόχου Πηγής ή Μελαντιάδος), του Χαρισίου ή Πολυανδρίου, που μένανε ανοικτές όλο το πρωί μέχρι το μεσημέρι.

Οι στρατιωτικές πύλες οδηγούσαν μόνο στον περίβολο μεταξύ των τειχών, και ήταν αριθμημένες, από νότο προς βορρά: η Πύλη του Πρώτου ή αλλιώς Πύλη του Χριστού, η Πύλη του Δευτέρου, η Πύλη του Τρίτου, η Πύλη του Τέταρτου και η Πύλη του Πέμπτου. Επίσης υπήρχαν κάποιες μικρότερες πύλες γνωστές ως πυλίδες που χρησίμευαν στους στρατιώτες, για να ανεβοκατεβαίνουν στα τείχη, στους αγγελιαφόρους ή τους μυστικούς καλεσμένους ή επισκέπτες του Αυτοκράτορα και στους μοναχούς που τις χρησιμοποιούσαν για να πηγαινοέρχονται στα μοναστήρια.

Μια από αυτές τις πυλίδες ήταν και η γνωστή, για το τραγικό της ρόλο στην άλωση της Πόλης το 1453, Κερκόπορτα ή όπως λεγόταν αλλιώς Ξυλόκερκος πόρτα. Τα τείχη στην θάλασσα ήταν μικρότερα αλλά ήταν χτισμένα ακριβώς δίπλα στη θάλασσα ώστε να μην μπορεί να αποβιβαστεί ο εχθρός εάν δοκίμαζε επίθεση από τη θάλασσα. Τα τείχη ήταν μονά σε όλο τους το μήκος, με εξαίρεση τη συνοικία του Πετρίου στον Κεράτιο. Τα τείχη είχαν πάχος 3 με 4 μέτρα ενώ το ύψος τους είχαν 10 μέτρα στον Κεράτιο κόλπο και 13 με 15 μέτρα στη Θάλασσα του Μαρμαρά.

Και στα παράκτια τείχη υπήρχαν πύργοι, ύψους περίπου 13 με 15 μέτρων, αλλά ορθωνόντουσαν σε ακαθόριστα διαστήματα πάνω στα τείχη. Οι πύλες του παράκτιου τείχους ήταν μικρότερες του χερσαίου τείχους και λειτουργούσαν κυρίως ως εμπορικές για τους εμπόρους και για εφοδιασμό για τα στρατεύματα μέσω της θαλάσσιας οδού. Για την ασφάλεια του Κερατίου κόλπου οι Βυζαντινοί έκλειναν το στόμιο του κόλπου με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα που εκτεινόταν μέχρι τη συνοικία του Γαλατά.


H ΘΥΕΛΛΑ ΕΡΧΕΤΑΙ

O Δούκας στο χρονικό του παραδίδει ένα περιστατικό που, ακόμη και αν δεν είναι πραγματικό, δίνει το μέτρο της φιλοδοξίας του μετέπειτα Πορθητή να κάνει δική του την Κωνσταντινούπολη. Ο μέγας Βεζίρης του Μωάμεθ, ο Τσανταρλί Χαλίλ, που δεν είχε καλές σχέσεις με τον Σουλτάνο και φοβόταν (δίκαια, όπως αποδείχτηκε μετά την άλωση της Πόλης) για τη ζωή του, κλήθηκε από τον Μωάμεθ τα μεσάνυχτα στα διαμερίσματά του. Πήγε τρέμοντας από το φόβο, κρατώντας, όπως ήταν το έθιμο, ένα πεσκέσι, ένα δώρο στον άρχοντά του, μία πιατέλα γεμάτη με χρυσά νομίσματα, για να τον εξευμενίσει.

Όταν τον είδε ο Μωάμεθ, ρώτησε τι ακριβώς ήταν αυτό και ο Χαλίλ, φοβισμένος, του είπε ότι του έφερε ένα δώρο, όπως ήταν το έθιμο. O Σουλτάνος παραμέρισε το δίσκο και φώναξε στον έντρομο Βεζίρη του: "Εγώ μόνο ένα πράγμα θέλω: δώσε μου την Κωνσταντινούπολη." O Χαλίλ, έντρομος από το ξέσπασμα του αφέντη του, τον άκουσε να του περιγράφει τα σχέδιά του. Θα επιτίθεντο στην Πόλη το συντομότερο δυνατόν, μόλις ολοκληρώνονταν οι προετοιμασίες του. O Χαλίλ υποσχέθηκε αιώνια πίστη και αποχώρησε.

O μέγας Βεζίρης ήταν ο μοναδικός από τους ανώτερους αξιωματούχους του Σουλτανάτου που διατράνωνε σε κάθε ευκαιρία την αντίθεσή του στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ακριβώς η αντίθεσή του ήταν η πρόφαση για την καρατόμησή του μετά την άλωση. O Μωάμεθ, με χαρακτηριστική αποφασιστικότητα, ξεκίνησε μία σειρά κεραυνοβόλων ενεργειών για την πραγμάτωση του σχεδίου του. Eπίσης, πήρε τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου των υπουργών του, υποσχόμενος ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει δική τους η υπέρλαμπρη Πόλη.

O Χαλίλ δεν τόλμησε να διαφωνήσει μπροστά στην ψυχρή αποφασιστικότητα του αφέντη του και στην ομοθυμία των Οθωμανών, που ονειρεύονταν πλούσιο πλιάτσικο και στιγμές πολεμικής δόξας. Μετά από εντατικές προετοιμασίες και αφού φρόντισε να συγκεντρώσει το τρομερό στράτευμά του, ο Μωάμεθ έσπευσε προς το Βόσπορο, έτοιμος να ξεκινήσει την πολιορκία. O Kωνσταντίνος είχε προσπαθήσει με διπλωματικές επαφές να εξασφαλίσει κάποιου είδους βοήθεια για τη δοκιμαζόμενη πόλη.

Πρεσβείες στις μεγάλες ιταλικές δυνάμεις και στα χριστιανικά βασίλεια των Βαλκανίων και της Ρωσίας εκλιπάρησαν για βοήθεια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. H Πόλη θα έπρεπε να φροντίσει με τις ίδιες τις δυνάμεις της να αποφύγει το μοιραίο. Oι Βενετικές και Γενουάτικες αποικίες της πόλης αποφάσισαν να αντισταθούν και έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα. Επτά Βενετικά πλοία με 700 Ιταλούς δραπέτευσαν από την καταδικασμένη Πόλη, αλλά οι υπόλοιποι έμειναν ως το τέλος.

Σπουδαίοι άνδρες, όπως ο Γενουάτης Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόνγκο, ο οποίος έφερε 700 αρματωμένους άνδρες από τη Γένοβα, τη Xίο και τη Ρόδο, ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν τη Χριστιανική Δύση σε αυτή την ύστατη μάχη. Tο σκηνικό είχε στηθεί και αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν μία από τις πλέον δραματικές πολιορκίες της ιστορίας.

OΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΟΙ

Oι Οθωμανοί ήταν η ανερχόμενη δύναμη του Μεσαιωνικού κόσμου και σίγουρα η στρατιωτική οργάνωσή τους ξεπερνούσε οτιδήποτε μπορούσε να αντιπαραθέσει οποιοσδήποτε Χριστιανός ηγεμόνας της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης την ίδια περίοδο. Tο στράτευμα αποτελούνταν από δύο κατηγορίες: τους επίστρατους, που ήταν ο κύριος όγκος του στρατεύματος αλλά ήταν σχετικά μέτριας μαχητικής αξίας, και τον τακτικό στρατό, τους στρατιώτες του παλατιού (Καπικουλού), μεταξύ των οποίων ήταν και Γενίτσαροι (Yeni Ceri στα Τουρκικά).

Aν και τα πρώτα χρόνια της επέκτασής τους οι Οθωμανοί βασίζονταν, όπως όλοι οι Τουρκομάνοι, κυρίως σε δυνάμεις άτακτων ελαφρών ιππέων και ιπποτοξοτών, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Ορχάν και καθώς οι Τούρκοι αφομοίωναν σταδιακά τα διδάγματα τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δυτικής Ευρώπης με την οποία έρχονταν σε επαφή, ο στρατός τους εκσυγχρονίστηκε αποφασιστικά. Oι επιρροές των Βυζαντινών ήταν εμφανείς κυρίως στη δομή του στρατού.

Μεταξύ των επίστρατων του Μωάμεθ, η κύρια μάζα του πεζικού ήταν οι Αζάποι, χαμηλής κοινωνικής τάξης και μαχητικής ικανότητας Μουσουλμάνοι χωρικοί, οι οποίοι εντάσσονταν υποχρεωτικά στο στρατό του Σουλτάνου πριν από κάθε εκστρατεία και πολεμούσαν με τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους. Επρόκειτο για Τουρκογενείς, Κούρδους, Αραβογενείς και άλλους Ανατολίτες, που ήταν συνήθως οπλισμένοι με τόξα και μεγάλα μαχαίρια και μάχονταν χωρίς συγκεκριμένη τακτική.

Oι Οθωμανοί διοικητές χρησιμοποιούσαν αυτό το σώμα για να ανοίξουν το δρόμο στα πιο επίλεκτα τμήματα που θα ακολουθούσαν και είναι χαρακτηριστικό ότι Αζάποι, μαζί με τα κατεξοχήν σώματα των ατάκτων, ήταν εκείνοι που έκαναν τις περισσότερες εφόδους στα τείχη της Κωνσταντινούπολης πριν αυτά υποστούν σοβαρά ρήγματα. Μέρος των επίστρατων ήταν και το ιππικό των Ακιντσί, κυρίως Τουρκομάνοι οι οποίοι πολεμούσαν με τις τακτικές των ιπποτοξοτών της στέπας και λίγη αξία είχαν σε συντεταγμένη μάχη, πόσο μάλλον σε πολιορκία.


Στους επίστρατους θα συντάσσαμε και τις δυνάμεις των Χριστιανών Τιμαριούχων, που ήταν υποτελείς του Σουλτάνου, οι Βοϊνιούκ όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι. Mεταξύ αυτών ήταν βαρύ και μέσο ιππικό, καθώς και μέσο ή βαρύ πεζικό. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν οι δυνάμεις των Οθωμανών Τιμαριούχων, που οργανώνονταν κυρίως στο ιππικό των Τοπρακλί Σουβαρισί και ήταν ιδιαίτερα μεγάλης μαχητικής αξίας και πολυάριθμες, αποτελώντας ουσιαστικά τον δεύτερο ισχυρότερο πόλο του Οθωμανικού στρατού, μετά τα στρατεύματα του παλατιού.

Tα σώματα του "παλατιού", δηλαδή ο τακτικός στρατός, περιελάμβανε τον καιρό του Μωάμεθ το επίλεκτο ιππικό Καπικουλού, καθώς και το εξίσου επίλεκτο πεζικό Καπικουλού. Βασικό συστατικό στοιχείο του τελευταίου ήταν οι Γενίτσαροι, που την εποχή εκείνη ήταν κυρίως στρατολογημένοι με τη βία αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί ν' αλλαξοπιστήσουν και είχαν εκπαιδευτεί ως υψηλής ποιότητας πεζικό παντός ρόλου. Tα χρόνια του Μωάμεθ είχαν αρχίσει να εισέρχονται οι πρώτοι Γενίτσαροι που προέρχονταν από το παιδομάζωμα, ως εκ τούτου ήταν ακόμη πιο φανατισμένοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι.

Φυσικά, στις δυνάμεις Καπικουλού εντάσσονταν και τα επικουρικά σώματα του παλατιού, όπως οι Μποσταντσί, οι Σεγκμέν και ο Ντογκαντσί, ενώ εδώ ανήκαν οι πυροβολητές και οι υπηρέτες των πυροβόλων, που θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιορκία, γνωστοί με τους τίτλους Τοπτσού και Τοπ Αραμπατζή. Υπήρχε επίσης ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατάκτων (Βαζιβουζούκων), που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε κάποια από τις παραπάνω τάξεις. Kατά πάσα πιθανότητα, οι άτακτοι, που ακολουθούσαν τους Οθωμανικούς στρατούς για το πλιάτσικο και ήταν ιδιαίτερα άγριοι στη μάχη, ξεπερνούσαν τους 20.000.

Στα επόμενα χρόνια μετά την κατάκτηση ο οθωμανικός στρατός, με τη γενίκευση του παιδομαζώματος και την οργάνωση σε νέα πρότυπα, θα γινόταν ένας πραγματικά πανίσχυρος οργανισμός, προφανώς ο καλύτερος στρατός της εποχής του, πριν αρχίσει να παρακμάζει δραματικά - μαζί με ολόκληρη την Οθωμανική κοινωνία - στα μέσα του 17ου αιώνα. Tο 1453 όμως ο Μωάμεθ είχε τη δυνατότητα να παρατάξει ένα εξαιρετικό στράτευμα και μάλιστα πολυπληθές.

Μόνο για την άλωση της Πόλης, ο στρατός που είχε μαζευτεί έξω από τις πύλες των τειχών ξεπερνούσε τους 100.000 μάχιμους, ενώ ακολουθούσαν πολλοί περισσότεροι υπηρέτες, εργάτες, τεχνίτες και το πλήθος που κατά κανόνα ακολουθεί τους μεγάλους στρατούς. Tι είχε να αντιπαρατάξει ο Βυζαντινός ηγεμόνας σε αυτόν τον τεράστιο στρατό; O ίδιος ο Σφραντζής ετοίμασε, κατ' εντολή του Κωνσταντίνου, μία λίστα των κατάλληλων προς στρατιωτική υπηρεσία ανδρών.

Σε αυτόν περιλαμβάνονταν 4.973 Έλληνες και περί τους 2.000 ξένοι κάτοικοι της Πόλης και εθελοντές. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ένας μικρός αριθμός προερχόμενων από έξωθεν βοήθεια, συμπεριλαμβανόμενων Eλλήνων (όπως των Kρητών τοξοτών, που ήταν τυπικά πολίτες της Eνετίας). Tο σύνολο των υπερασπιστών ήταν γύρω στις 7.500 με 8.000 μάχιμους. Oι Βυζαντινές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν ένα μικρό τμήμα Ελληνικού μέσου ιππικού, τους στρατιώτες, καθώς και τμήματα πεζικού.

Κάποιοι από τους πεζούς ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, φορούσαν δυτικού τύπου πανοπλίες και είχαν ανάλογο οπλισμό, αλλά η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων υπερασπιστών δεν ήταν παρά πολιτοφύλακες με φτωχό οπλισμό και ελάχιστη εκπαίδευση. Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν λίγοι βαλλιστροφόροι, οι οποίοι μάλιστα ήταν οργανωμένοι σε μια στρατιωτική κολεκτίβα, στα Ιταλικά πρότυπα. Στις τάξεις των Βυζαντινών πολέμησαν και κάποιοι Ιταλοί και Ούγγροι, ίσως και Γερμανοί "πυροβολητές", δηλαδή πρώιμοι τυφεκιοφόροι, που μάχονταν με τα άβολα και καθόλου ακριβή "κανόνια χειρός" της εποχής.

O αριθμός αυτών ήταν πολύ μικρός (λίγες δεκάδες) και έπαιξαν μικρό ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας. H πλειονότητα των ξένων που συμμετείχαν στην άμυνα της Πόλης ήταν Eνετοί και Γενοβέζοι, αν και οι Γενοβέζοι του γενουατικού τομέα της Πόλης (Πέραν) διακήρυξαν ουδετερότητα - αρκετοί συμπατριώτες τους πέρασαν τον Kεράτιο και εντάχθηκαν σε στρατιωτική υπηρεσία.

Mοιάζει τραγική ειρωνεία ότι εκείνοι που έκαναν το μεγαλύτερο κακό στο Βυζάντιο ήταν οι ίδιοι που τώρα, λίγο πριν από το τέλος, θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν να αποφευχθεί το μοιραίο. Μάλιστα, οι Βενετοί φέρεται να είχαν αποφασίσει να στείλουν έναν αξιόμαχο στόλο με 800 επαγγελματίες στρατιώτες, αριθμό Kρητών πολεμιστών και, φυσικά, μεγάλο αριθμό ναυτών, για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της πόλης - μία δύναμη που αν όντως είχε φθάσει, θα προσέφερε πολλά στην άμυνα, κυρίως περιστέλλοντας την καταλυτική κυριαρχία του Οθωμανικού στόλου.

Ωστόσο, ο στόλος της Βενετίας καθυστέρησε δύο μήνες ν' αναχωρήσει από τη Βενετία - η εντολή για την αναχώρηση δόθηκε μόλις στις 7 Μαΐου, όταν η πολιορκία βρισκόταν ήδη στην κορύφωσή της (κάτι που δεν γνώριζαν, βεβαίως, οι Ενετοί) και όταν η Πόλη έπεφτε, ο στόλος βρισκόταν ακόμη στο Αιγαίο! Oι λόγοι αυτής της υπέρμετρης καθυστέρησης δεν έχουν ακόμη διευκρινισθεί. Ίσως η ηγεσία της Γαληνότατης Δημοκρατίας πίστευε ότι η Κωνσταντινούπολη, με τα πανίσχυρα τείχη της, θα κρατούσε επ' αόριστον.


Ίσως πάλι οι καιροσκόποι Ενετοί να είχαν ακόμη κατά νου κάποιους τρόπους συνεννόησης με τους Οθωμανούς ώστε να διατηρήσουν τα εμπορικά προνόμιά τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Tέλος, στο πλευρό των Βυζαντινών πολέμησε και μία ομάδα Τούρκων. Επρόκειτο για τον πρίγκιπα Ορχάν, διεκδικητή του Οθωμανικού θρόνου, που κατοικούσε στην Πόλη μαζί με τη συνοδεία των πιστών σωματοφυλάκων του και ακολούθων, οι οποίοι προσφέρθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Χριστιανών και ενάντια στους ομοδόξους τους.

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥΣ

Η έναρξη της πολιορκίας συνέπεσε με τον εορτασμό του Πάσχα, την πρώτη Απριλίου του 1453. Οι Χριστιανοί πολλές μέρες πριν παρακαλούσαν με αγωνία, να περάσουν τη Μεγάλη Εβδομάδα με ησυχία κάτι που πραγματικά συνέβη. Η Κυριακή του Πάσχα, η πιο σπουδαία μέρα της Ορθοδόξων, γιορτάστηκε με ένα μείγμα ευσέβειας και αγωνίας. Οι καμπάνες χτυπούσαν αναστάσιμα και μόνο η Αγία Σοφία παρέμεινε άδεια και σκοτεινή. Την επομένη, Δευτέρα δύο Απριλίου εμφανίστηκε έξω από τα τείχη το πρώτο απόσπασμα του εχθρού, αποτελούμενο από Οθωμανούς καβαλάρηδες.

Ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα τμήμα από αμυνόμενους, να τους αναχαιτίσει και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν μερικοί από τους εισβολείς. Καθώς κυλούσε η μέρα όμως έκαναν την εμφάνιση τους όλο και περισσότεροι Τούρκοι, για αυτό και οι αμυνόμενοι, που είχαν βγει για να απωθήσουν το πρώτο στράτευμα που είχε εμφανιστεί, υπό τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, οπισθοχώρησε και αποσύρθηκε μέσα στην Πόλη. Επιπλέον μετά από εντολή του Αυτοκράτορα και πάλι καταστράφηκαν οι όλες οι γέφυρες της τάφρου και οι πύλες κλείστηκαν.

Ένα μεγάλο φράγμα απλώθηκε στην είσοδο του λιμανιού του Κεράτιου κόλπου, που δεν ήταν άλλο από μια μεγάλη αλυσίδα στερεωμένη με το ένα άκρο στον πύργο του Ευγένιου και με το άλλο σε ένα πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Πέραν. Η Κωνσταντινούπολη οχυρώθηκε όσο το δυνατόν καλύτερα απέναντι σε ό, τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τις επόμενες μέρες ο στρατός του Σουλτάνου άρχισε μεθοδικά, οργανωμένα και με καλό προγραμματισμό να συγκεντρώνεται έξω από την Πόλη. Στις έξι Απριλίου επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι κατέλαβαν τις τελικές τους θέσεις.

Ο ίδιος ο Σουλτάνος στρατοπέδευσε στο λόφο του Μάλτεπε, στο κέντρο του στρατού και απέναντι από το μέρος των τειχών που θεωρούσε το καταλληλότερο για επίθεση, σε απόσταση βολής από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στο ίδιο σημείο όπου το 1422 διεξήγαγε την πολιορκία ο πατέρας του Μουράτ, σε σημείο τέτοιο όμως, ώστε να βρίσκεται όσο ήταν δυνατό πιο κοντά στα τείχη, αλλά παράλληλα έξω από τα όρια εμβέλειας των χριστιανικών βολών με τόξα ή άλλου είδους βλητικές μηχανές.

Μπροστά και στα πλαϊνά της σκηνής του Σουλτάνου τοποθετήθηκαν οι γενίτσαροι και μπροστά από αυτούς, ακριβώς απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού. Έπειτα ανέπτυξε τα στρατεύματα του με επικεφαλής τους διοικητές, υποδεικνύοντας στον καθένα τη θέση, την οποία είχε να διαφυλάξει και να υπερασπίζεται και έδινε οδηγίες στον καθένα για το τι πρέπει να κάνει.

Ο Ζαγανός Πασάς με ένα τμήμα του στρατού στάλθηκε στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου και απλώθηκε στους λόφους γύρω από το Γαλατά, απομονώνοντας το Πέραν, για να επιβλέπει κάθε κίνηση των Γενουατών. Ο Καρατζά Πασάς, αρχηγός των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, από την άλλη μεριά, ανέλαβε την αρχηγία του αριστερού κέρατος της στρατιάς των πολιορκητών. Σκοπός του ήταν να κυκλώσει και να φυλάττει όλο εκείνο το τμήμα του χερσαίου τείχους, το οποίο εκτεινόταν από την Ξυλόπορτα, έφτανε μέχρι τα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου και κατέληγε στη Χαρίσια πύλη.

Στον Ισαάκ Πασά, που ήταν διοικητής των στρατιωτικών σωμάτων από την ανατολή, και στον Μαχμούτ βεζίρη ανέθεσε την πολιορκία των τειχών, που εκτείνονταν από το Μυριάνδριο, στα δεξιά της σκηνής του Σουλτάνου και έφτανε ως τη Χρυσή πύλη, συμπεριλαμβανομένης και της παραλίας της Προποντίδας. Ο ίδιος ο Μωάμεθ, μαζί με τους δύο πασάδες Χαλήλ και Σαρατζά, ανέλαβε, όπως προαναφέρθηκε, την πολιορκία του κεντρικού τμήματος του χερσαίου τείχους, το οποίο θεωρούσε πιο αδύναμο και ευπρόσβλητο.

Μαζί του είχε όλο τον προσωπικό του στρατό, τους καλύτερους πολεμιστές της αυλής του. Ολόκληρη η πεδιάδα γέμισε σκηνές και ήταν αξιοπερίεργο θέαμα για τους αμυνόμενους να παρακολουθούν πάνω από τα τείχη το πολυάριθμο αυτό σμήνος που έμοιαζε «με αμέτρητους κόκκους άμμου απλωμένους». Κανένας άλλος Οθωμανός Σουλτάνος δεν είχε ποτέ συγκεντρώσει τόσο πολυάριθμο στρατό σαν εκείνο που έφερε ο Μωάμεθ κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Ο στρατός του Σουλτάνου λοιπόν, που αποτελείτο από στρατεύματα των ανατολικών και δυτικών επαρχιών του Οθωμανικού κράτους, αλλά και από τα επικουρικά στρατεύματα που όφειλαν τα υποτελή Χριστιανικά κράτη να στέλνουν, υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε περίπου 150.000. Συνίστατο δε από το πεζικό, το ιππικό, το πυροβολικό και τους ελαφρά οπλισμένους (τοξότες, σφενδονιστές, ακοντιστές). Οι πολεμιστές αυτοί ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό.


Έφεραν ασπίδες μικρές και μεγάλες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και ο,τιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Εκτός όμως από τον τακτικό στρατό το κύριο σώμα του στρατού ακολουθούσε και ένας μεγάλος αριθμός σιτιστών, υπηρετών, τεχνιτών, αλλά και πλήθος ατάκτων, οι οποίοι ήθελαν να συμμετάσχουν στην τριήμερη λεηλασία, που είχε υποσχεθεί από πριν ο Σουλτάνος. Η προσδοκία της ανεξέλεγκτης αυτής διαρπαγής και λεηλασίας παντός αγαθού φαίνεται ότι αποτελούσε πολύ σοβαρό κίνητρο για μεγάλη μερίδα του Τουρκικού λαού κατά τις ημέρες εκείνες.

Επιπλέον είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, ότι η εικόνα του Τουρκικού στρατού έξω από τα τείχη της Πόλης ήταν τόσο συγκεχυμένη, που ήταν αδύνατο, αν όχι ακατόρθωτο, να υπολογίσει κανείς με ακρίβεια τον αριθμό των πολεμιστών, αλλά και να τους διαχωρίσει από το πλήθος των βοηθητικών σωμάτων, που τους συνόδευαν. Οι παρατηρητές μπορούσαν να διακρίνουν από τον τρόπο της ενδυμασίας τους και από τα διαφορετικά χρώματα τα διάφορα σώματα του Τουρκικού στρατού.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος, με τον οποίο σχολιάζει ο Φλωρεντινός έμπορος Tetaldi, το ετερόκλητο αυτό πλήθος των πολεμιστών αναφέροντας τα εξής: «το ένα τέταρτο αυτών φορούσαν αλυσιδωτά πλέγματα ή δερμάτινους χιτώνες, πολλοί από τους άλλους ήταν οπλισμένοι όπως οι Γάλλοι, άλλοι σαν Ούγγροι και άλλοι πάλι, είχαν σιδερένια κράνη, Τουρκικά τόξα και βαλλίστρες. Οι υπόλοιποι στρατιώτες δεν έφεραν εξοπλισμό, εκτός από ασπίδες και γιαταγάνια – ένα είδος Τουρκικού σπαθιού.»

Τέλος κάτι άλλο που προκαλούσε έκπληξη σε όσους κοίταζαν από τα τείχη, ήταν ο πολύ μεγάλος αριθμός ζώων. Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι «τα υποζύγια ήταν διπλάσια από τους ανθρώπους και ότι οι Τούρκοι ήταν τόσο προνοητικοί, ώστε να έχουν μαζί τους πάμπολλες καμήλες και μουλάρια με εφόδια, όχι μόνο για τα ίδια, αλλά και για τους άνδρες και τα άλογα, καθώς και ότι ο καθένας από αυτούς προσπαθούσε να κάνει επίδειξη, έχοντας μαζί του τα καλύτερα από τα ζώα του, άλογα, μουλάρια και καμήλες .»

Το θέαμα του πλήθους αυτού των πολεμιστών, των υποζυγίων, των ατάκτων, των ιππέων, το νέφος σκόνης, που προκαλούνταν από την κίνηση τους, η κλαγγή των όπλων, ο θόρυβος, που προκαλούσε αυτή η λαοθάλασσα, η αντήχηση των σαλπίγγων, ο χτύπος των τυμπάνων, αλλά και ο θόρυβος των υποζυγίων θα πρέπει να ήταν περίεργο αλλά ταυτόχρονα και τρομακτικό θέαμα για τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και είναι πολύ δύσκολο, όπως αναφέρει ο ιστορικός G. Schlumberger, να το αναπλάσει κανείς στη φαντασία του. Συμπερασματικά, όσον αφορά τον τακτικό Τουρκικό στρατό καταλήγουμε στο εξής:

Κατά την έναρξη της πολιορκίας ήταν γύρω στις 150 με 160 χιλιάδες και επομένως δεχόμαστε ότι ο ιστορικός Barbaro βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, ενώ είναι πολύ πιθανό ο αριθμός αυτός να αυξήθηκε σταδιακά φτάνοντας τις 200 χιλιάδες, καθώς η πολιορκία διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους ηγεμόνες και στρατιωτικούς αρχηγούς, υποτελείς του Σουλτάνου να συγκεντρώσουν στρατό και να τον οδηγήσουν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με σκοπό να επωφεληθούν από την πιθανή άλωση της και να αποκτήσουν την εύνοια του Σουλτάνου.

Οι αμυνόμενοι από την άλλη πλευρά ήταν πολύ λιγότεροι και υποχρεούνταν να καλύψουν όλο το μήκος των χερσαίων τειχών. Για το λόγο αυτό η αμυντική δραστηριότητα περιορίστηκε στα χερσαία τείχη, εφόσον λόγω των αντίθετων θαλάσσιων ρευμάτων του στη θάλασσα του Μαρμαρά, δεν αναμενόταν σημαντική επιθετική δραστηριότητα. Αρχικά ο Αυτοκράτορας, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ζήτησε από τον πιστό του φίλο Γεώργιο Σφραντζή, να κάνει μία μυστική απογραφή των ανδρών που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν είτε έμπειροι στρατιώτες, είτε έστω ικανοί να πολεμήσουν.

Μετά το πέρας της δυσάρεστης αυτής υπηρεσίας τα αριθμητικά δεδομένα υπήρξαν απογοητευτικά, καθώς υπήρχαν μονάχα 7000 στρατιώτες, από τους οποίους οι 4973 ήταν Έλληνες και 2000 περίπου ξένοι, αριθμός μηδαμινός σε σχέση με το πολυάριθμο πλήθος των Τούρκων. Από αυτούς οι περισσότεροι Έλληνες δεν ήξεραν να πολεμούν και μάχονταν με ασπίδες, σπαθιά, ακόντια και τόξα περισσότερο βάσει ενστίκτου παρά ικανοτήτων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος ο Χίος.

Το λιμάνι στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου ανέλαβε να προστατεύσει ο Βενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες, ενώ παράλληλα ο κόλπος ασφαλίστηκε με μια αλυσίδα, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, από τον Βαρθολομαίο Σολίγο, έπειτα από διαταγή του Αυτοκράτορα, η οποία τοποθετήθηκε στις 2 Απριλίου και με εννιά πλοία, τα οποία παρατάχθηκαν πίσω από αυτή υπό τις διαταγές του Diedo στις 9 του ίδιου μήνα.

Η αλυσίδα ήταν από τη μια μεριά σφηνωμένη στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ από την άλλη στο πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Γαλατά, στη συνοικία του Πέραν. Η άμυνα όμως των πολιορκημένων παρουσίαζε ένα σοβαρότατο μειονέκτημα, το οποίο δεν ήταν άλλο από την έλλειψη εφεδρειών, ώστε να καλύπτονται τα κενά. Υπήρχε μονάχα ένας μικρός αριθμός ιππέων οι οποίοι ήταν κατά πάσα πιθανότητα υπό τις εντολές του Λουκά Νοταρά και οι οποίοι περιέτρεχαν όλο το μήκος του τείχους ελέγχοντάς το. Στις 5 Απριλίου οι αμυνόμενοι κατέλαβαν τις θέσεις που τους είχε καθορίσει ο Αυτοκράτορας.


Ο Κωνσταντίνος με τις καλύτερες δυνάμεις του τοποθετήθηκε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι ακριβώς από το Σουλτάνο, καθώς πίστευε ότι εκεί θα ήταν το επίκεντρο των προσπαθειών των πολιορκητών, όπως πράγματι συνέβη. Ο ιστορικός Σφραντζής όμως μας παραθέτει και μία άλλη μαρτυρία σχετική με τον Αυτοκράτορα, σύμφωνα με την οποία ο Κωνσταντίνος έφιππος περιπολούσε μέρα και νύχτα τα τείχη και την πόλη, για να έχει τον πλήρη έλεγχο και να είναι γνώστης του τι συνέβαινε σε κάθε σημείο της πολιορκημένης Βασιλεύουσας.

Ο Ιουστινιάνης μαζί με 700 Γενουάτες βρισκόταν στα δεξιά του Κωνσταντίνου στην πύλη του Χαρισίου. Ο Ιουστινιάνης είχε καταφθάσει από τη Γένοβα στις 26 Ιανουαρίου του 1453, με δύο τεράστια πλοία, έχοντας βαρύ και αποτελεσματικό εξοπλισμό, συνοδευόμενος από ένοπλους νέους, γεμάτους πολεμικό μένος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας. Ο ίδιος ο Ιουστινιάνης ήταν άνδρας ικανότατος, γενναίος και πολύ έμπειρος σε μάχες, το ίδιο και οι άνδρες του, που ήξεραν, όπως και ο αρχηγός τους, να μάχονται σε στεριά και θάλασσα.

Όταν ο γενναίος πολέμαρχος αντιλήφθηκε, ότι οι Τούρκοι εστίαζαν τις επιθέσεις τους στο σημείο, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος, ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Αυτοκράτορα. Άλλωστε, έχοντας την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα, επενέβη πιο πριν στην άμυνα της Πόλης και εξόπλισε το χερσαίο τείχος και τις επάλξεις του με πετροβόλα μηχανήματα και άλλα μέσα. Επιπλέον διάλεγε ο ίδιος τους μαχητές και επέλεγε τις θέσεις, από όπου θα μάχονταν, καθοδηγώντας τους με ποιο τρόπο θα αντιμετώπιζαν τους επιτιθέμενους και θα υπερασπίζονταν τα τείχη.

Οι υπερασπιστές εξασκήθηκαν στο χειρισμό των όπλων, καθώς όλοι εκείνοι οι απλοί πολίτες, οι μοναχοί και οι εργάτες, θα αναλάμβαναν μαζί με τους λιγοστούς στρατιώτες, την προστασία και την άμυνα της πόλης και δεν είχαν την παραμικρή γνώση, όσον αφορά τα πολεμικά και τη στρατιωτική εκπαίδευση. Ακόμη και το λιμάνι εξασφάλισε με φορτηγά και πολεμικά πλοία και εξόπλισε το θαλάσσιο τείχος, όπως ακριβώς το χερσαίο. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης με τους 700 Γενουάτες και τα δύο πλοία με τα οποία έφτασε για να συνδράμει στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης, ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια από όσες έλαβε η πολύπαθη Πόλη από την Ευρώπη.

Ο Αυτοκράτορας, επειδή είχε χαρεί με τον ερχομό του Ιουστινιάνη και επειδή αντιλήφθηκε τις στρατιωτικές ικανότητες του, τον διόρισε πρωτοστράτορα, δηλαδή γενικό αρχηγό του στρατού, αναθέτοντας του ποικίλες αρμοδιότητες στην οργάνωση της άμυνας και του υποσχέθηκε τη νήσο Λήμνο με χρυσόβουλο, αν σωζόταν η Κωνσταντινούπολη. Ο Σφραντζής αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμπατριώτες του ήταν λιγοστοί, ανέθεσε τη φύλαξη καίριων θέσεων στα τείχη και σε ξένους.

Ο Ενετός Βάιλος Ιερώνυμος Μινότο βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών. Οι Καταλανοί ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξη της περιοχής του Βουκολέοντα μέχρι την περιοχή του Κοντοσκαλίου. Ο Ιάκωβος Κονταρίνι φύλαγε τα θαλάσσια τείχη μέχρι την περιοχή της Ψαμμαθίας και ο Γενουάτης Μανουήλ τη Χρυσή πύλη με τη συνοδεία 200 τοξοτών. Οι αδερφοί Παύλος και Αντώνιος Τρωίλο ανέλαβαν να προστατεύουν το Μυριάνδριο και κατάφεραν να αποκρούσουν πολλές επιθέσεις των Τούρκων.

Στο Θεόφιλο Παλαιολόγο ανατέθηκε η φύλαξη της πύλης της Πηγής (Σηλυβρίας), ενώ ο Θεόδωρος Καρυστηνός μαζί με το Γερμανό Ιωάννη Γκραντ βρίσκονταν στην Καλιγαρία πύλη. Οι Γενουάτες Ιερώνυμος και Λεονάρδος βρίσκονταν στην Ξυλόπορτα, ενώ ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν επικεφαλής της φύλαξης της περιοχής του Κυνηγεσίου ως την περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του Πετρίου ως την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας. Τέλος τη φύλαξη της Ωραίας πύλης ανέλαβαν οι ναυτικοί από την Κρήτη.

Τα θαλάσσια τείχη ήταν αραιότερα επανδρωμένα. Οι άπειροι πολεμικά μοναχοί ανέλαβαν τη φύλαξη των θαλάσσιων τειχών από την πλευρά του Μαρμαρά, όπου δεν αναμενόταν σημαντική επίθεση. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν τοποθετημένος ο Ορχάν με τους Τούρκους στρατιώτες του. Κοντά στο Ιερό Παλάτι βρίσκονταν οι Καταλανοί με επικεφαλής τους τον Περέ Χούλια. Ο Ενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του λιμανιού στον Κεράτιο κόλπο.

Ο Αντώνιος Διέδο είχε αναλάβει τη διοίκηση των πλοίων στο λιμάνι. Ο Δημήτριος Καντακουζηνός και ο γαμπρός του Νικηφόρος Παλαιολόγος μαζί με 700 άνδρες αποτελούσαν απόσπασμα εφεδρείας έτοιμο να παρέμβει σε όποιο σημείο της πόλης υπήρχε ανάγκη. Υπήρχαν και άλλοι πολλοί επιφανείς Βυζαντινοί, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην άμυνα της Πόλης και οι οποίοι δεν κατονομάζονται είτε προφανώς γιατί δεν είχαν καταλάβει τόσο καίριες θέσεις, είτε για να μη γίνει η αφήγηση βαρετή.

Ο Barbaro, ο οποίος εστιάζει κυρίως στις θέσεις των συμπατριωτών του, αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας ανέθεσε τη φύλαξη τεσσάρων πυλών σε Βενετούς: τη Χαρσία πύλη στον Catarin Contarini, τη δεύτερη πύλη, την οποία δεν ονομάζει στον Fabruzi Corner, την τρίτη και επονομαζόμενη πύλη της Πηγής στον Nicolò Mozenigo και την τέταρτη και τελευταία, μπροστά από το παλάτι του Εβδόμου, στον Dolfin Dolfin.


Οι ευπατρίδες αυτοί της Βενετίας είχαν παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στον Αυτοκράτορα και του είχαν ζητήσει να μεριμνήσει για τη φύλαξη των τεσσάρων πυλών και ο Αυτοκράτορας τους εμπιστεύθηκε δίνοντας στον καθένα το κλειδί της πύλης, που θα είχε στη δικαιοδοσία του και όπως αναφέρει ο Barbaro, τις φύλαγαν με επιμέλεια και με την καλύτερη δυνατή φρουρά.

Πέραν όμως των διαφορετικών στοιχείων, που παρουσιάζουν οι πηγές σχετικά με τις θέσεις των αμυνομένων, γεγονός το οποίο είναι εύλογο, αν σκεφτεί κανείς, ότι γίνονταν αναπροσαρμογές στις τάξεις των πολιορκημένων, είτε για να καλυφθούν κενά στην άμυνα, είτε γιατί υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη σε κάποια σημεία, λόγω ξαφνικών επιδρομών των Τούρκων, το ουσιαστικό είναι, ότι ο Αυτοκράτορας έπρεπε να περιοριστεί στο έμψυχο δυναμικό της πόλης του, καθώς ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν περισσότεροι στρατιώτες στην Κωνσταντινούπολη.

Ούτε η Πελοπόννησος ήταν σε θέση να στείλει στρατιώτες διότι βρισκόταν σε πόλεμο με τον Τουραχάν, πόλεμο τον οποίο είχε πολύ έξυπνα διατάξει ο Μωάμεθ, για να αποκόψει κάθε απόπειρα βοήθειας από το μόνο ζωτικό κομμάτι που ακόμη ανήκε στη δικαιοδοσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Τουρκικός στόλος από την άλλη μεριά, που αποτελούνταν από 350 πλοία και άλλα μικρότερα, με αρχηγό τον ναύαρχο Μπαλτόγλου, έφτασε στις 12 Απριλίου και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο.

Ο στόλος περικύκλωσε όλο το τείχος από τη μεριά της θάλασσας, από το ακρωτήριο της Χρυσής μέχρι το λιμάνι του Γαλατά. Η αποστολή του Τουρκικού στόλου ήταν να αποκλείσει την Πόλη από τη θάλασσα, ώστε να μην μπορεί να δεχτεί κανενός είδους βοήθεια, είτε αυτή ήταν στρατιωτική ενίσχυση, είτε ανεφοδιασμός με τρόφιμα ή πολεμοφόδια. Επιπλέον γινόταν προσπάθεια τα Τουρκικά πλοία να χτυπήσουν και να σπάσουν την αλυσίδα, που είχαν τοποθετήσει οι Βυζαντινοί στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου.

Ήταν η πρώτη φορά στη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που η Κωνσταντινούπολη ήταν αποκλεισμένη από τη μεριά της θάλασσας και αυτό το γεγονός, όπως ήταν επόμενο, δυσχέραινε τη θέση των αμυνομένων, καθώς η έλλειψη εφοδίων και τροφίμων ήταν πρόβλημα ζωτικής σημασίας, αλλά και από άποψη άμυνας τους ανάγκαζε να απασχολούν μέρος των ήδη λιγοστών δυνάμεων τους στα θαλάσσια τείχη.

ΟΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Ο Σφραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους. Από τους ξένους ξεχωρίζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν στην Βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο Γενουατικά πλοία. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο.

Έμπειρος πολεμιστής, είχε τον τίτλο του πρωτοστάτορος (αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε ο Αυτοκράτορας την άμυνα της πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 8.500. Οι βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε μέγεθος διαμετρημάτων σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγω της ελάχιστης ποσότητας πυρίτιδας και βλημάτων, αλλά και τις διαφωνίας στον τρόπο χρήσης αυτών των όπλων.

Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν Βενετικά, 5 Γενοβέζικα, 3 Κρητικά, 1 από την Αγκώνα, 1 από την Καταλωνία και 1 από την Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν.

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ

Στο μέσον του 15ου αιώνα δεν υπήρχε στρατός ανά τον κόσμο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη στρατιά του Μωάμεθ. Ο Σουλτάνος είχε μία τεράστια στρατιά για να παρατάξει μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά και την ιστορική δυναμική να ενισχύει τις δυνάμεις του. Ακόμα και τα Χριστιανικά έθνη της περιοχής έσπευσαν να στείλουν δυνάμεις στον Σουλτάνο, προσβλέποντας στην εύνοια της νέας τάξης πραγμάτων.

Στις 5 Απριλίου 1453 οι γενίτσαροι έστησαν τη σκηνή του Σουλτάνου απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του Λύκου. Το θέαμα που αντίκρισαν οι πολιορκημένοι ήταν επιβλητικό. Πίσω από τις κόκκινες σημαίες παρατάχθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνδρες, έτοιμοι να απαντήσουν θετικά στην πρόκληση της τριήμερης λεηλασίας που υποσχέθηκε ο Σουλτάνος, σύμφωνα με το Μουσουλμανικό εθιμικό. Πόσοι ήταν; Δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση, κατά πάσα πιθανότητα ο Μωάμεθ πρέπει να διέθετε 250.000 άνδρες.


Αιχμή του δόρατος ήταν οι 12.000 γενίτσαροι, το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα με εκπαιδευμένους άνδρες. Ακολουθούσαν οι 30.000 σπαχήδες, οι ιππείς, που ήταν εκπαιδευμένοι, αλλά οι συνθήκες της πολιορκίας δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη τους. Οι ιππείς του Σουλτάνου υποχρεώθηκαν να πολεμούν ως πεζικάριοι, ενώ σε ανοιχτό πεδίο μάχης διέθεταν συντριπτική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους. Ο Μωάμεθ ήταν ο πρώτος στρατηλάτης της ιστορίας που διέθετε δύναμη πυροβολικού.

Είχε προσλάβει έναν Ούγγρο τεχνίτη, τον Ουρμπάν, ο οποίος δούλευε για τους Βυζαντινούς, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως ο Σουλτάνος πλήρωνε καλύτερα. Ο Ουρμπάν και οι αξιωματικοί των Οθωμανών συγκρότησαν την πρώτη μοίρα πυροβολικού στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Αποτελείτο από 14 πυροβολαρχίες. Κάθε πυροβολαρχία είχε τέσσερα μεγάλα κανόνια και αρκετά μικρότερα, όλα παραταγμένα απέναντι από τα αδύναμα αρχαία τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε η μεγάλη μπομπάρδα, το τέρας που δημιούργησε ο Ουρμπάν για το Σουλτάνο. Ήταν ένα κανόνι που σκόρπισε τον τρόμο πολύ πριν εμφανιστεί έξω από τα τείχη. Η πρώτη βολή του έγινε στην Ανδριανούπολη και οι Βυζαντινοί είχαν πληροφορηθεί την ισχύ του. Η κάνη του είχε μήκος 8 μέτρα και μπορούσε να εκτοξεύσει μία πέτρα βάρους 250 κιλών σε απόσταση 1.500 μέτρων. Μέσα στα τείχη της Πόλης οι Χριστιανοί απηύθυναν κατάρες προς τον Ουρμπάν, τον εξωμότη.

Ο Ούγγρος σκοτώθηκε σε ατύχημα κατά τη διάρκεια μίας βολής. Οι Βασιβουζούκοι ήταν η αναλώσιμη δύναμη του Σουλτάνου, οι άτακτοι που έτρεχαν πρώτοι στα τείχη και είχαν ως σκοπό να κουράζουν τους αμυνόμενους και να προετοιμάζουν την επίθεση των σπαχήδων. Πολλοί ήταν άοπλοι, απλώς πετούσαν πέτρες και σίδερα προς τα τείχη κατά τις απελπισμένες επιθέσεις τους. Τα πτώματα τους έμεναν στην τάφρο που είχαν ανοίξει οι Βυζαντινοί και τα χρησιμοποιούσαν οι επιτιθέμενοι ως προγεφύρωμα.

Στη θάλασσα η υπεροχή του Σουλτάνου ήταν επίσης επιβλητική και ο αποκλεισμός αποτελεσματικός, αν και ένα περιστατικό οδήγησε στον ευτελισμό του Οσμανλίδικου στόλου και στην απομάκρυνση του Καπτάν Πασά, του Βούλγαρου Μπαλτάογλου. Οι ιστορικές αναφορές δεν συμφωνούν για το μέγεθος της ναυτικής δύναμης που είχε στη διάθεση του ο Μωάμεθ. Κάποιοι κάνουν λόγο για 300 καράβια, άλλοι περιορίζουν τον αριθμό στα 145. Κατά πάσα πιθανότητα υπήρχαν 15 γαλέρες και 80 φούστες. Τα υπόλοιπα ήταν παρανδαρίες και μπριγκαντίνια. Ο στόλος του Σουλτάνου έμεινε στην ιστορία για την επίδοση του... στην ξηρά.

Στις 22 Απριλίου, 72 πλοία διέσχισαν την ξηρά και έπεσαν από τον Βόσπορο στα νερά του Κεράτιου. Οι άνδρες του Σουλτάνου είχαν κατασκευάσει μία δίολκο μήκους 8 χιλιομέτρων που περνούσε από τους λόφους του Πέρα και κατέληγε στον Κεράτιο. Δύο μέρες νωρίτερα τέσσερα Χριστιανικά καράβια υπό την καθοδήγηση του καπετάνιου Φλαντανελά κατάφεραν να μπουν στον Κεράτιο ντροπιάζοντας όλο τον Τουρκικό στόλο. Ο Μπαλτάογλου απομακρύνθηκε και γλίτωσε το κεφάλι του χάρη στην παρέμβαση άλλων αξιωματούχων του Σουλτάνου.

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ

Η αφορμή για να συγκεντρώσει ο Μωάμεθ όλη του την προσοχή και όλες του τις δυνάμεις για την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δοθεί. Αυτή ήταν η φιλοδοξία του από τη στιγμή που ανέβηκε στο Σουλτανικό θρόνο και είχε φθάσει η ώρα για την πραγματοποίηση της. Στις 26 Μαρτίου του 1452 ο Σουλτάνος κατέφθασε στην Ευρωπαϊκή ακτή του
Βοσπόρου με σκοπό να χτίσει ένα φρούριο , που θα του έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει τα Στενά. Πριν από μερικές δεκαετίες άλλωστε, ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε κατασκευάσει στην ανατολική ακτή το φρούριο Ανατολού Χισάρ.

Ελέγχοντας τα δύο αυτά καλά εξοπλισμένα φρούρια, θα μπορούσε να αποκόψει τον ανεφοδιασμό της Πόλης, αλλά και να στερήσει τα έσοδα από τους δασμούς που επέβαλε η Κωνσταντινούπολη στα πλοία, που ανεβοκατέβαιναν στο Βόσπορο. Αυτός ήταν άλλωστε ο στόχος, να εξαντληθεί δηλαδή η Πόλη από την έλλειψη τροφίμων και χρημάτων. Το χειρότερο όμως ήταν ότι το νέο φρούριο θα γινόταν η βάση από την οποία θα κατευθυνόταν η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί μεγάλος στόλος.

Η φήμη της κατασκευής του φρουρίου είχε ήδη κυκλοφορήσει από τις αρχές του 1452, για αυτό και ο Κωνσταντίνος, που είχε κατανοήσει το σχέδιο του Σουλτάνου, έσπευσε να προσκαλέσει τους αδερφούς του στην Πελοπόννησο, να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη, για να ανανεώσουν τη συμφωνία που είχαν κάνει μεταξύ τους και να εξετάσουν από κοινού τις διαθέσεις του Σουλτάνου, αλλά και τι έπρεπε να πράξουν. Η φήμη αυτή προκάλεσε απελπισία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γιατί ήταν πλέον εμφανές, ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα προς την πολιορκία της Πόλης.

Ο Κωνσταντίνος έστειλε επιπλέον στο Μωάμεθ πρεσβεία, για να διαμαρτυρηθεί, καθώς η περιοχή στην οποία γινόταν η κατασκευή του φρουρίου, δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του Σουλτάνου. Η απάντηση του Μωάμεθ υπήρξε αλαζονική και σκληρότατη σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα και έδειχνε ότι ο Σουλτάνος δεν είχε καμία διάθεση να υποχωρήσει γνωρίζοντας βέβαια πόσο ανίσχυροι ήταν οι Βυζαντινοί σε σχέση με τους Οθωμανούς του.


Όταν ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε την αντίδραση και την απάντηση που έδωσε ο Μωάμεθ στους απεσταλμένους του ο Αυτοκράτορας οργίστηκε και θέλησε να κηρύξει αμέσως πόλεμο εναντίον του Σουλτάνου. Πολλοί όμως από τους κληρικούς και λαϊκούς συμβούλους του, όντας ψυχραιμότεροι κατάφεραν να τον αποτρέψουν να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Έπειτα από αυτό το γεγονός συνεχίστηκαν οι προπαρασκευές για την ανέγερση εκείνου του τόσο σημαντικού φρουρίου.

Όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας στην ιστορία του «ο Μωάμεθ όταν άρχισε ο χειμώνας (1451‐1452) έστειλε διατάγματα και διαγγέλματα σε ανατολή και δύση, σε όλες τις επαρχίες, να συγκεντρώσουν χίλιους επαγγελματίες οικοδόμους, όπως επίσης και ισάριθμους εργάτες και ασβεστάδες. Διέταξε με λίγα λόγια να προετοιμάσουν κάθε αναγκαίο υλικό για μεταφορά, ώστε την άνοιξη να είναι έτοιμοι για να κατασκευάσουν φρούριο στο Ιερό Στόμιο, πάνω από την Πόλη».

Οι προετοιμασίες συνεχίζονταν αδιάκοπα και με την έναρξη της άνοιξης οι τεχνίτες κατέφθασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη και άρχισαν οι εργασίες της ανοικοδόμησης. Ο ίδιος ο Μωάμεθ κατέφθασε από την Ανδριανούπολη, με σκοπό να επιβλέπει προσωπικά το χτίσιμο του φρουρίου. Η περιοχή που ορίστηκε ως καταλληλότερη για το χτίσιμο του φρουρίου ήταν μια απότομη ακτή κάτω από το Σωσθένιο, την οποία παλαιότερα ονόμαζαν Φονέα. Οι τεχνίτες που ανέλαβαν την κατασκευή του φρουρίου και οι εργάτες που ανέλαβαν τη μεταφορά οικοδομικών υλικών, όπως πέτρες και τούβλα, ήταν κυριολεκτικά αναρίθμητοι.

Ακόμη και οι άρχοντες βοηθούσαν σε αυτή τη διαδικασία. Τα υλικά τα έπαιρναν από ερείπια παλαιών ή αρχαίων ναών, οι οποίοι τύχαινε να βρίσκονται εκεί κοντά. Ο Δούκας αναφέρει και ένα επεισόδιο σχετικό με αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή κάποια μέρα και ενώ οι Τούρκοι μετέφεραν κολώνες από τα ερείπια του ναού του Ταξιάρχου Μιχαήλ, μερικοί από τους κατοίκους της Πόλης θεωρώντας ασεβή την πράξη αυτή βγήκαν από τα τείχη, για να τους εμποδίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν από τους Τούρκους και να θανατωθούν.

Ο Μωάμεθ όμως, δεν έδειξε τη σκληρότητα και την αλαζονεία του σε αυτό μονάχα το περιστατικό, καθώς επέτρεπε στους άνδρες του, να λεηλατούν συστηματικά τα Ελληνικά χωριά και να σκοτώνουν τους κατοίκους, όταν αυτοί προέβαλαν αντίσταση, στην προσπάθειά τους να σώσουν τις περιουσίες και τις οικογένειες τους. Για αυτό το λόγο ο Αυτοκράτορας έσπευσε άλλη μία φορά να διαμαρτυρηθεί στο Σουλτάνο, αλλά η απάντηση του ήταν και πάλι κυνική και σκληρή.

«Οι κάτοικοι των χωριών είναι υποχρεωμένοι να αφήνουν ανενόχλητους τους άνδρες του και να τους παρέχουν ό, τι τους ζητηθεί». Και ενώ ο Κωνσταντίνος είχε παρακαλέσει το Σουλτάνο να φροντίσει για την ασφάλεια των αγροτικών πληθυσμών, που ζούσαν έξω από τα τείχη, πληροφορήθηκε για τη σφαγή 40 περίπου κατοίκων των Επιβατών, από τους γενίτσαρους του Σπεντιάρ, γαμπρού του Μωάμεθ, συζύγου της αδερφής του, εξαιτίας ασήμαντης αφορμής.

Και καθώς τέτοιου είδους περιστατικά με συμπλοκές Τούρκων και Χριστιανών αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο, ο Κωνσταντίνος έστειλε πρέσβεις στο Σουλτάνο και του ανακοίνωσε, ότι γνωρίζει τις προθέσεις του και ότι είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί την Πόλη και τους κατοίκους της μέχρι τέλους. Διέταξε ταυτόχρονα την κράτηση όλων των Τούρκων, οι οποίοι βρίσκονταν στην Πόλη. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και κάποιοι νεαροί ευνούχοι.

Αυτοί παρακάλεσαν κλαίγοντας τον Αυτοκράτορα, είτε να τους αφήσει να φύγουν, είτε να τους σκοτώσει, διότι αν επέστρεφαν στο σουλτάνου αργότερα από την προθεσμία, που τους είχε ορίσει, τους περίμενε θάνατος. Ο Κωνσταντίνος τους λυπήθηκε και τους άφησε να φύγουν. Έπειτα από τρεις ημέρες άφησε ελεύθερους και όλους τους υπόλοιπους αιχμαλώτους, ενώ ταυτόχρονα παρείχε άσυλο σε όλους τους δυστυχείς αγρότες, που ζούσαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Κατόπιν έκλεισε τις πύλες της Πόλης.

Ο πόλεμος είχε και τυπικά αρχίσει. Τελικά κάτω από τη συνεχή πίεση του Σουλτάνου και το άγρυπνο βλέμμα του η κατασκευή του φρουρίου ολοκληρώθηκε σε διάστημα πέντε μόλις μηνών, στις 31 Αυγούστου του 1452. Όπως μας πληροφορεί ο Κριτόβουλος ο ίδιος ο Μωάμεθ ανέλαβε το σχεδιασμό του φρουρίου και καθόρισε την ακριβή του θέση. Αρχικά πήρε την ονομασία Πασχεσέν ή Μπογκάζ Κεσέν, που στα ελληνικά μεταφράζεται Λαιμοκοπία ή Κεφαλοκόπτης, ενώ αργότερα έμεινε γνωστό ως Ρούμελη‐Χισάρ.

Σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro το νεοανεγερθέν φρούριο είχε εξαιρετικές δυνατότητες, καθώς ήταν πολύ καλά οχυρωμένο και από τη στεριά αλλά και από την πλευρά της θάλασσας. Είχε αρκετά μεγάλο ύψος και πάχος περίπου τριάντα ποδών. Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει επίσης, ότι είχε τρεις πύργους, τους δύο με μέτωπο προς το εσωτερικό, για να εξασφαλίζουν την άμυνα εναντίον
όσων πλησίαζαν προς τη θάλασσα, ενώ ο τρίτος ήταν παραθαλάσσιος και εξαιρετικά μεγάλου μεγέθους.


Οι πύργοι είχαν μολύβδινη στέγη και το πλάτος του τείχους, που τους περιέβαλε ήταν είκοσι δύο πόδια, ενώ το πλάτος των πύργων, όπως αναφέρει και ο Δούκας, ήταν τριάντα πόδια. Στον πύργο του Χαλίλ‐πασά τοποθετήθηκαν χάλκινοι σωλήνες, που ήταν ικανοί να εξαπολύουν πέτρες βάρους μεγαλύτερου των εξακοσίων λίτρων, ενώ ο γενικός διοικητής του φρουρίου Φερούζ‐Αγάς δεν θα επέτρεπε σε κανένα πλοίο, που ακολουθούσε τη διαδρομή Ελλήσποντος ‐ Εύξεινος Πόντος και αντίστροφα, να περάσει από το στενό χωρίς πρώτα να κατεβάσει τα πανιά και να πληρώσει φόρο.

Όλα τα πλοία που περνούσαν από το Βόσπορο θα έπρεπε να σταματούν εκεί και να πληρώσουν διόδια. Όποιο δεν σταματούσε θα βυθιζόταν από τα κανόνια, που είχαν τοποθετηθεί στα τείχη του φρουρίου. Οι χρονογράφοι Δούκας και Barbaro διασώζουν και ένα σχετικό περιστατικό, το οποίο αναφέρεται η βύθιση ενός Ενετικού πλοίου με κυβερνήτη κάποιον ονόματι Ρότζο από τους Τούρκους στις 26 Νοεμβρίου 1452.

Το πλοίο, το οποίο κατευθυνόταν από τον Εύξεινο πόντο προς την Κωνσταντινούπολη, φορτωμένο με κριθάρι, περνώντας από το Στενό δεν υπέστειλε τα ιστία του, με αποτέλεσμα να δεχθεί τον εκσφενδονισμό ενός τεράστιου λίθου, ο οποίος προκάλεσε τη βύθιση του. Το πλήρωμα, που αποτελούνταν από τον κυβερνήτη και τριάντα άνδρες κατόρθωσε να σωθεί και να βγει στη στεριά με μια βάρκα. Συνελήφθη όμως από τους Τούρκους και ο Μωάμεθ διέταξε να θανατωθούν.

Σχετικά με τον τρόπο της θανάτωσης τους ο Δούκας αναφέρει ότι οι ναύτες αποκεφαλίστηκαν και ο κυβερνήτης ανασκολοπίστηκε, ενώ ο Barbaro παραθέτει μια άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία κάποιοι από τους άνδρες του πληρώματος σφαγιάστηκαν άγρια κομμένοι στα δύο με πριόνι. Όταν έγινε γνωστή η είδηση της σφαγής στη Βενετία, προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και αλγεινή εντύπωση. Παρόλα αυτά όμως η Χριστιανική Ευρώπη δεν έκανε καμία προσπάθεια, να ξυπνήσει από το λήθαργο της και να δει κατάματα τον εχθρό, που βρισκόταν προ των πυλών και απειλούσε και τη δική της ειρήνη ευημερία.

ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ ΤΟΥ ΟΥΡΒΑΝΟΥ

Πολύ σημαντικό ρόλο όσον αφορά την επιτυχία της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι έπαιξε η απόκτηση, από την πλευρά των Τούρκων, μεγάλων και ισχυρών πυροβόλων ή κανονιών, με τα οποία ο Μωάμεθ κτύπησε τα τείχη της Πόλης προξενώντας πολλά ρήγματα και καταπονώντας τους πολιορκούμενους με τη συνεχή τους προσπάθεια να επισκευάσουν τις ζημιές. Ο Σουλτάνος υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός στο σημείο αυτό.

Το καλοκαίρι του 1452 παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη ένας Ούγγρος κατασκευαστής κανονιών ονόματι Ουρβανός, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος όμως, καθώς τα οικονομικά της Πόλης ήταν πενιχρά, δεν ήταν σε θέση να πληρώσει ούτε για το φαγητό του τεχνίτη, πόσο μάλλον για τις πρώτες ύλες, που χρειαζόταν για την κατασκευή. Απελπισμένος τότε ο Ουρβανός κατέφυγε στο Σουλτάνο.

Ο Μωάμεθ τον δέχτηκε με χαρά και έσπευσε να μάθει περισσότερα για την τέχνη του και ιδιαίτερα για το αν ήταν ικανός να κατασκευάσει ένα κανόνι, που να εκτοξεύει πολύ μεγάλο λίθο, κατάλληλο για το πάχος και την αντοχή των τειχών της Πόλης. Όταν ο Ούγγρος του δήλωσε, ότι ήταν ικανός, να φτιάξει ένα κανόνι, που θα μπορούσε να γκρεμίσει ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας, ο Σουλτάνος τον προσέλαβε αμέσως δίνοντας του τέσσερις φορές μεγαλύτερο μισθό από εκείνον, που αν του τον έδινε ο Κωνσταντίνος, δεν θα εγκατέλειπε την Πόλη.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο ιστορικός Κριτόβουλος δεν κάνει καμία αναφορά στον Ούγγρο μηχανικό, ενώ κάνει λόγο για πολλούς κατασκευαστές που βρίσκονταν κοντά στο Σουλτάνο και επιπλέον η περιγραφή της κατασκευής και της λειτουργίας του κανονιού, την οποία παραθέτει είναι εξαιρετική. Αμέσως άρχισε η συγκέντρωση του χαλκού και ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου κανονιού, η οποία και ολοκληρώθηκε μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής ο Σουλτάνος θέλησε να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, για να σιγουρευτεί, ότι ίσχυαν οι υποσχέσεις του τεχνίτη σχετικά με την απόδοση και την αξιοπιστία του καινούργιου όπλου.

Η δοκιμή σύμφωνα με το Δούκα έγινε στην Αδριανούπολη τον Ιανουάριο του 1453. Το κανόνι τοποθετήθηκε μπροστά από την πύλη της αυλής του παλατιού του Σουλτάνου και ήταν αυτό, που σύμφωνα με τον ιστορικό Runciman, βύθισε το πλοίο του Ρίτζο, το οποίο είχε προσπαθήσει να διαπλεύσει το Στενό, αγνοώντας τις διαταγές του Σουλτάνου. Ο πλοίαρχος και οι τριάντα ναύτες κατάφεραν να σωθούν με μία βάρκα. Όταν όμως βγήκαν στη στεριά, οι Τούρκοι τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν μπροστά στο σουλτάνο.

Ο ίδιος ο ναύαρχος θανατώθηκε διά ανασκολοπισμού, ενώ ο Σουλτάνος κράτησε έναν νεαρό, γιο του Δομήνικου Ντι Μαΐστρι και τον έκλεισε στο σεράι του. Από τους ναύτες άλλους τους θανάτωσε με βίαιο τρόπο και άλλους τους άφησε ελεύθερους να γυρίσουν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτά συνέβησαν σύμφωνα με το Barbaro στις 26 Νοεμβρίου 1452, επομένως το πιο πιθανό είναι η βύθιση του Ενετικού πλοίου να μην προήρθε από το συγκεκριμένο κανόνι, καθώς αυτή προηγήθηκε της ολοκλήρωσης και της δοκιμής του.


Από την προηγούμενη ημέρα ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής, ώστε να μην ξαφνιαστούν από τον τρομερό θόρυβο, ούτε να αποβάλουν οι γυναίκες, οι οποίες βρίσκονταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Το πρωί της επόμενης μέρας πραγματοποιήθηκε η δοκιμή, η οποία αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένη, καθώς ο κρότος ακούστηκε σε απόσταση εκατό σταδίων (που αντιστοιχεί σε περίπου είκοσι χιλιόμετρα) και ο λίθος προσγειώθηκε σε απόσταση ενός μιλίου (δηλαδή περίπου χίλια εξακόσια μέτρα), ενώ άνοιξε τρύπα βάθους μιας οργιάς (δηλαδή ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά) στο σημείο που έπεσε.

Μετά την επιτυχημένη δοκιμή ο Σουλτάνος διέταξε να μεταφερθεί το κανόνι έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το εγχείρημα αποδείχτηκε πολύ δύσκολο δεδομένου των συνθηκών και των μέσων της εποχής εκείνης. Αρχές Φεβρουαρίου του 1453 άρχισαν οι προετοιμασίες για τη μεταφορά του νέου όπλου. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας χρειάστηκαν τριάντα άμαξες, τις οποίες έσερναν εξήντα βόδια, ενώ δίπλα από κάθε πλευρά του πυροβόλου προχωρούσαν διακόσιοι άνδρες, για να το ισορροπούν, ώστε να μη γλιστρήσει λόγω του τεράστιου όγκου και του μεγάλου βάρους του.

Ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, από την άλλη μεριά σημειώνει ότι επικεφαλής της πορείας για τη μεταφορά του κανονιού ορίστηκε ο Σαρατζά Πασάς, και διαφοροποιείται από το Δούκα, όσον αφορά τα αριθμητικά δεδομένα τα σχετικά με τον αριθμό των υποζυγίων και των ανδρών, που συνόδευαν το κανόνι. Ο Δούκας συνεχίζοντας τη διήγηση αναφέρει, ότι προπορεύονταν των αμαξών τριάντα τεχνίτες και διακόσιοι εργάτες, στους οποίους είχε ανατεθεί να εξομαλύνουν το δρόμο κατασκευάζοντας ξύλινες γέφυρες, όπου χρειάζονταν.

Το ταξίδι διήρκεσε περισσότερο από δύο μήνες, μέχρις ότου να φτάσει το κανόνι σε απόσταση πέντε μιλίων από την Πόλη. Σύμφωνα πάντως με τη μαρτυρία του Κριτόβουλου από όλα τα πυροβόλα του Μωάμεθ τρία ήταν τα πιο ισχυρά και μαζί με αυτά και το τεράστιο κανόνι του Ουρβανού και αυτά επιλέχθηκαν να τοποθετηθούν απέναντι από το Μεσοτείχιο, στην κοιλάδα του Λύκου, στο σημείο που θεωρούνταν το ασθενέστερο, εκεί όπου είχε στηθεί και η σκηνή του Σουλτάνου.

ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Όταν λοιπόν το κανόνι έφτασε στον καθορισμένο τόπο διατάχθηκε ο Καρατζιά ‐ Πασάς να έρθει εσπευσμένα ως επικεφαλής της φύλαξης του αλλά και για να μην επιτρέπει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης να βγαίνουν έξω από τα τείχη της Πόλης. Από τις αρχές Μαρτίου ο Σουλτάνος διέταξε κήρυκες και αγγελιαφόρους να μεταβούν σε όλες τις επαρχίες και να καλέσουν όλους όσους ήθελαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης.

Πλήθος μισθοφόρων συνέρρεε και είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό όλων αυτών των τυχοδιωκτών, οι οποίοι έχοντας στο μυαλό τους το κέρδος από τη λεηλασία των αμύθητων, όπως πίστευαν, θησαυρών της θεοφύλακτης Πόλης, έφταναν κατά χιλιάδες να καταταγούν στο στρατό του Σουλτάνου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του Σουλτάνου είχαν σπεύσει πολλοί Χριστιανοί υπήκοοι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος.

Στα τέλη Μαρτίου οι προετοιμασίες του Σουλτάνου είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και η πομπή των απειράριθμων Τούρκων, η οποία συνόδευε το τεράστιο κανόνι, έφτασε σε απόσταση οκτώ περίπου χιλιομέτρων από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι ιππείς του Καρατζιά ‐ Πασά κατά την πορεία τους προς την Πόλη λεηλάτησαν και κατέλαβαν τις κωμοπόλεις και τις μικρότερες πόλεις της πεδιάδας της Θράκης προκαλώντας πανικό και τρόμο στον πληθυσμό.

Κάποιες από τις πόλεις που έτυχαν της καταστροφικής μανίας των του Τουρκικού στρατού ήταν ο Άγιος Στέφανος, οι Επιβάτες, η Αγχίαλος, η Βιζύη και άλλες. Εξαίρεση αποτελεί η Σηλυβρία, η οποία αντιστάθηκε σθεναρά στις επιθέσεις των Τούρκων. Στις πέντε Απριλίου το κύριο σώμα του Τουρκικού στρατού, το οποίο είχε ξεκινήσει από την Αδριανούπολη λίγες ημέρες πριν , φάνηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Ο Σουλτάνος Μωάμεθ έχοντας ξεκινήσει στις 23 Μαρτίου ακολουθούμενος από την προσωπική του φρουρά, 12.000 περίπου γενίτσαρους και μερικές χιλιάδες σπαχήδες εγκατέστησε την πολυτελή σκηνή και το στρατηγείο του στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου σχεδόν απέναντι από την περιώνυμη πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τα στρατεύματά του κατέλαβαν την εκτεταμένη και πολλών χιλιομέτρων γραμμή κατά μήκος του χερσαίου τείχους, η οποία ξεκινούσε από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο.

Η ολοκληρωτική πολιορκία της Πόλης ξεκινά επομένως, σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, στις έξι Απριλίου 1453, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα.

H ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ

Oι κάτοικοι της Πόλης μόλις είχαν προλάβει να γιορτάσουν το Πάσχα, όταν οι ορδές του Μωάμεθ άρχισαν να καταφτάνουν. Tα πρώτα τμήματα των προφυλακών των Οθωμανών φάνηκαν κοντά στα τείχη της πόλης στις 2 Απριλίου του 1453. Τμήματα ιππικού των Βυζαντινών έκαναν έξοδο και κατάκοψαν τους πρώτους Τουρκομάνους που αφίχθησαν, ωστόσο η ροή ανδρών ήταν σταθερή και σύντομα οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στη - σχετική - ασφάλεια των τειχών, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε περισσότερο από το να παρακολουθούν το μεγάλο στράτευμα να συγκεντρώνεται σιγά-σιγά.


Oι μάχιμοι άνδρες του Τουρκικού στρατού θα πρέπει να ήταν περί τους 100.000, ωστόσο το πλήθος που συγκεντρώθηκε έξω από τις πύλες της Βασιλεύουσας ήταν τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο O Κωνσταντίνος έβλεπε με απόγνωση το πλήθος των πολιορκητών να μαυρίζει τον ορίζοντα, αλλά δεν έχανε την ψυχραιμία του. Έδωσε εντολή να τοποθετηθεί η αλυσίδα στον Κεράτιο, φράζοντας έτσι τον κόλπο και εμποδίζοντας τους Τούρκους να κερδίσουν την πολυπόθητη γι' αυτούς καθολική θαλάσσια κυριαρχία και να αποκλείσουν την πόλη απ' όλες τις πλευρές.

Με τον τρόπο αυτό απεφεύχθη η επανάληψη του στρατηγήματος που είχαν χρησιμοποιήσει οι εισβολείς σταυροφόροι κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, όταν είχαν καταλάβει εξ εφόδου τα ασθενώς φυλασσόμενα θαλάσσια τείχη. H αλυσίδα, οι γενναίοι αλλά ολιγάριθμοι υπερασπιστές και τα επιβλητικά χερσαία τείχη ήταν τώρα τα μόνα εμπόδια ανάμεσα στην πόλη και στους εχθρούς. Tα τείχη της Κωνσταντινούπολης - με κύριο άξονα το Θεοδοσιανό τείχος - θεωρούνταν μακράν το καλύτερο δείγμα Μεσαιωνικής τοιχοποιίας.

Μέχρι τότε ήταν πρακτικώς απόρθητα, τουλάχιστον πριν από την έλευση της πυρίτιδας, όπως θα αποδεικνύονταν στη συνέχεια. Απλώνονταν σε μήκος έξι χιλιομέτρων, από τον Κεράτιο στο Μαρμαρά, σε τρία επάλληλα τμήματα, με μία τάφρο να εμποδίζει τους πολιορκητές να πλησιάσουν. Απέναντι στα τυπικά Μεσαιωνικά όπλα - καταπέλτες και πετροβόλους (trebuchets) - τα τείχη δεν είχαν φόβο, αρκεί να ήταν επαρκώς επανδρωμένα. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν μια τυπική Μεσαιωνική πολιορκία.

Μια νέα εποχή ανέτειλε και ο ερχομός της σηματοδοτήθηκε από το βροντώδη ήχο τεράστιων μπρούτζινων ή σιδερένιων κυλίνδρων, που εκτόξευαν ογκώδη πέτρινα βλήματα με τόση δύναμη που κανένας καταπέλτης δεν μπορούσε να πετύχει. Στα κανόνια των Τούρκων δίκαια έχει πιστωθεί το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της πολιορκίας. Γνωστά είναι τα τρία μεγάλα κανόνια που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός για τον Μωάμεθ.

Tο μεγαλύτερο από αυτά έριχνε βλήματα βάρους άνω του μισού τόνου, το δεύτερο μέχρι 360 κιλών και το τρίτο λίγο πάνω από 300. Oι Οθωμανοί όμως είχαν περισσότερα κανόνια. Σύμφωνα με τις πηγές, τα Οθωμανικά κανόνια ήταν περίπου 70, οργανωμένα σε 14 πυροβολαρχίες κατά μήκος των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Tο σφυροκόπημα από τα κανόνια άρχισε από την 6η Απριλίου, όταν το σύνολο των πυροβολαρχιών είχε παραταχθεί και το Οθωμανικό στράτευμα είχε πάρει τις θέσεις του στη γραμμή που είχαν προετοιμάσει γι' αυτό οι πολυάριθμοι εργάτες και συνοδοί.

Πριν από αυτό, ο Σουλτάνος, όπως επέβαλλε το τυπικό, έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα στον Κωνσταντίνο, με το οποίο του ζητούσε να παραδοθεί, υποσχόμενος ότι σε μια τέτοια περίπτωση και σύμφωνα με τους νόμους των Μουσουλμάνων, δεν θα πείραζε τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης ούτε τις περιουσίες τους. Σε διαφορετική περίπτωση, συμπλήρωνε, δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο όταν θα έμπαινε στην Πόλη. Oι προτάσεις του απορρίφθηκαν από τον Αυτοκράτορα και τους πολίτες και η πολιορκία ήταν πλέον γεγονός.

Tο πρωί της 6ης Απριλίου ο Αυτοκράτορας βρέθηκε με το Λόνγκο, στον οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη υπεράσπισης του κεντρικού τμήματος του τείχους, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό θόρυβο των Τουρκικών κανονιών, που ξεκίνησαν αργά αλλά σταθερά να αποσαθρώνουν τα τείχη και να δημιουργούν τη μία ρωγμή μετά την άλλη. Μάλιστα, ήδη από την πρώτη ημέρα του βομβαρδισμού προκάλεσαν την κατάρρευση ενός μικρού τμήματος του τείχους.

Την επομένη ο Μωάμεθ αποφάσισε να δοκιμάσει τις αντιστάσεις των Χριστιανών. Συγκέντρωσε ένα σώμα ατάκτων και τους έστειλε κατά του κέντρου του τείχους. Oι υπερασπιστές, χωρίς καν να χρειαστεί να συμπτυχθούν από το εξωτερικό τείχος, τους απώθησαν εύκολα προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Mετά από αυτό, η δραστηριότητα των επιτιθέμενων περιορίστηκε και οι Bυζαντινοί αποσύρθηκαν από τον "περίβολο" στο κυρίως τείχος.

O βομβαρδισμός ξανάρχισε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις 12 Απριλίου, αφού ο Μωάμεθ είχε δώσει εντολή για αναδιάταξη των πυροβολαρχιών βάσει των παρατηρήσεων από τις πρώτες βολές, και από εκεί και πέρα οι εκρήξεις των κανονιών και οι ξεροί ήχοι που έκαναν τα βλήματα πάνω στο τείχος, ήταν η καθημερινή συντροφιά των γενναίων υπερασπιστών έως την ημέρα που έπεσε η Πόλη. Ταυτόχρονα με τον από ξηράς βομβαρδισμό, οι θαλάσσιες δυνάμεις του Πορθητή έκαναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να περάσουν την αλυσίδα και να εισέλθουν στον Κεράτιο.

Αλλά αποκρούονταν από τα πλοία των Βυζαντινών και των Ενετών που είχαν αναλάβει την υπεράσπιση του όρμου. Oι Τούρκοι, ίσως για να δείξουν στους Βυζαντινούς τι τους περίμενε μετά το πέρας της πολιορκίας, κατέλαβαν δύο μικρά οχυρά που βρίσκονταν εκτός των τειχών και τα επάνδρωναν ολιγομελείς φρουρές των Βυζαντινών και παλούκωσαν τους επιζώντες υπερασπιστές - περί τα 70 άτομα - μπροστά στα τείχη.


O βομβαρδισμός, παρά τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Οθωμανοί πυροβολητές, συνεχιζόταν ακατάπαυστα όλη μέρα και οι υπερασπιστές ήταν απασχολημένοι με το να προσπαθούν, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, να μπαλώνουν όπως - όπως τα χάσματα που εμφανίζονταν συνεχώς στα τείχη. Στις 18 Απριλίου, ο Μωάμεθ πίστεψε ότι θα μπορούσε να πάρει την Πόλη, θεωρώντας ότι η ζημιά στα τείχη ήταν ήδη σημαντική.

Επέλεξε ένα συγκεκριμένο τμήμα του τείχους στο Μεσοτείχιο και εξαπέλυσε εκεί μια μεγάλη επίθεση, στην οποία δεν συμμετείχαν πλέον τμήματα Βαζιβουζούκων αλλά τακτικοί πεζοί, με τους φανατικούς Γενίτσαρους να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Mε επικεφαλής τον γενναίο Τζουστινιάνι, οι Χριστιανοί κράτησαν τη θέση τους, απωθώντας τους Τούρκους που έρχονταν κατά κύματα. H μάχη κράτησε πάνω από 4 ώρες, πάνω από 200 Tούρκοι σκοτώθηκαν και πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν, αλλά οι Eλληνες δεν υποχώρησαν ούτε εκατοστό.

Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βενετό αυτόπτη μάρτυρα, Νικολό Μπαρμπάρο, ούτε ένας Έλληνας ή Ιταλός δεν σκοτώθηκε σε αυτήν την επίθεση. Mία μικρή αχτίδα φωτός για το Χριστιανικό στρατόπεδο έλαμψε όταν τρία Γενουάτικα πλοία και ένα Βυζαντινό, αψηφώντας την τεράστια Τουρκική αρμάδα, πέρασαν στον Κεράτιο φέρνοντας τρόφιμα και άλλες προμήθειες.

Στη ναυμαχία που ακολούθησε και στην οποία συμμετείχαν Βενετικά πλοία από την άμυνα της πόλης, σκοτώθηκαν πάνω από 100 Τούρκοι ναύτες, ενώ τα πλοία διέσπασαν τον αποκλεισμό και οι πολιορκημένοι αναθάρρησαν για λίγο, προσβλέποντας σε ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια από τον έξω κόσμο, που θα τους έδινε τη νίκη σε αυτήν τη μάχη ζωής και θανάτου. Αλλά αυτό ήταν μόνο ένα μικρό φωτεινό διάλειμμα στις έξι εβδομάδες απελπιστικής βεβαιότητας ότι το τέλος ήταν κοντά.

ΧΑΡΤΕΣ


ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ National Geographic (Part 1)

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ National Geographic (Part 2)

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ