ΑΜΜΟΥΝ ΡΑ - ΔΩΔΩΝΑΙΟΣ - ΠΕΛΑΣΓΙΚΟΣ...
«Όπως πληροφορήθηκα στη Δωδώνη, οι Πελασγοί ανέκαθεν θυσίαζαν και προσεύχονταν στους θεούς χωρίς να δίνουν τίτλο ή όνομα σε κανένα από αυτούς» /…/ «αφού πέρασε πολύς καιρός, ρώτησαν για τα ονόματα των θεών, που έφτασαν από την Αίγυπτο» /…/ «Από τότε άρχισαν να θυσιάζουν χρησιμοποιώντας αυτά τα ονόματα για τους θεούς. Από τους Πελασγούς τα πήραν οι Έλληνες κατόπι. Από πού ήρθε κάθε θεός, αν όλοι υπήρχαν ανέκαθεν, πως έμοιαζαν μερικών οι μορφές τους, δεν το γνωρίζανε»[οι Έλληνες]«μέχρι πρότινος, μέχρι χτες σα να λέμε. Νομίζω πως ο Ησίοδος και ο Όμηρος δεν είναι παλιότεροι από τετρακόσια χρόνια»[από την εποχή του, δηλ το 450 πΧ (+-)]«Αυτοί είναι που έπλασαν την θεογονία για τους Έλληνες και απέδωσαν στους θεούς τα ονόματα, τον τρόπο λατρείας»[τιμάς]«τις ειδικότητές τους» [τέχνας]«και τη μορφή τους. Όσο για τους ποιητές που λέγονται αρχαιότεροι από αυτούς τους» [δυο] «άντρες»[εννοεί τα Ορφικά κλπ] «νομίζω πως είναι πιο σύγχρονοι»
Ηρόδοτος 2. 52-53
Το Μαντείο του Δία στη Δωδώνη, το πρώτο και μοναδικό Μαντείο στην Ελλάδα για πολύ καιρό,[1] και κυριότερος τόπος λατρείας του Δία, βασιλιά των θεών, ιδρύθηκε μαζί με αυτό του Άμμωνα στη Λιβύη, όταν δυο περιστέρια πέταξαν από τις Αιγυπτιακές Θήβες, προσγειωθήκαν στα αντίστοιχα μέρη, και διέταξαν με ανθρώπινη φωνή την ίδρυση των ιερών. Το ίδιο μαρτυρά και ο Αριστοφάνης στις «Όρνιθες»:
«Δικοί μας» [των πουλιών] «είναι ο Άμμων, οι Δελφοί,[2] η Δωδώνη, ο Φοίβος Απόλλων. Πρώτα από τα πουλιά ξεκίνησαν και μετά επιδόθηκαν στο έργο τους».[3]
Η Αστάρτη-Αφροδίτη με μορφή περιστεριού. Φοινίκη
Αυτά επιβεβαιώνονταν από τις ίδιες τις ιέρειες της Δωδώνης. Αυτός ήταν ο Ελληνικός Μύθος. Η Αιγυπτιακή εκδοχή ήταν πιο λογική, αλλά και ακόμα πιο υποτιμητική, αν είναι ποτέ δυνατόν: Δυο διακόνισσες (ούτε καν ιέρειες) του «Ναού του Δία» (του θεού Αμμούν-Ρα, δηλαδή) από τις Θήβες της Αιγύπτου, πουλήθηκαν δούλες από Φοίνικες πειρατές στα αντίστοιχα μέρη, και ίδρυσαν τα ιερά.[4]
Μάθαμε τη μισή αλήθεια. Το Μαντείο της Δωδώνης δεν ιδρύθηκε από την Αίγυπτο. Από εκεί ήρθε και επιβλήθηκε η λατρεία του Δία, υποσκελίζοντας το αρχικό Δωδωναίο Μαντείο της Γης, της Αιγαιϊκής θεάς της γονιμότητας, που αργότερα ονομάστηκε Διώνη. (το θηλυκό του Δίας) Όπως και στους Δελφούς, που και αυτοί ήταν Μαντείο της ίδιας θεότητας, (δες ειδικό κεφ.) η Γη-Διώνη συνέχισε να λατρεύεται εκεί μαζί με τον Δία-Αμμούν-Ρα, και η Ιερή Βελανιδιά, το βλαστάρι της, ήταν το κέντρο της Δωδωναίας Μαντικής.[5]
Οι αρχαίοι συγγραφείς, από ευσέβεια, αναστρέφουν τα γεγονότα, λέγοντας πως η λατρεία της Γης εκεί, ήταν μεταγενέστερη του Αμμούν - Ρα - Δία. Αυτό αντιφάσκει ακόμα και με την Ολύμπια Θεογονία. Η αρχαιολογία τους διαψεύδει: (αν και παρακάτω θα δούμε πως δεν εννοούσαν τη θεά Γη, αλλά την Αφροδίτη)
«Εις την λατρείαν της Δωδώνης διακρίνονται τρία λατρευτικά στρώματα, της προελληνικής» [;!] «μητρικής θεότητος της Θεάς Φύσεως, της Δρυός, και τέλος του Πελασγικού Διός.» «Η θεά Γη κατέστη τότε η θεία σύζυγος του Διός λαβούσα το αντίστοιχον του άρρενος θεού όνομα, Διώνη…» [6]
Ο ύμνος της Δωδώνης, τα λέει όλα, μέσα στον παραλογισμό του:
«Ο Δίας ήταν, είναι, και θα είναι. Μεγάλε Δία,
η Γη δίνει καρπούς, τιμάτε λοιπόν τη Μητέρα Γη»[7]
Ο Αχιλλέας προσεύχεται στον Δωδωναίο Πελασγικό Δία
Δηλαδή τον Αμμούν - Ρα...
Αναλύσεις «ειδικών» της πατριδογνωσίας, παρουσιάζουν τη Δωδώνη ως απόδειξη της… ντόπιας και αρχαίας καταγωγής του «Δωδωναίου» και «Πελασγικού» Δία. Οι Πελασγοί όμως, δεν έδιναν ονόματα στους θεούς. Πήραν το όνομα του Δία, αλλά και των άλλων θεών από την Αίγυπτο,[8] και το Μαντείο του ιδρύθηκε με τον τρόπο που είπαμε. Η επίκληση «Ζευ άνα Δωδωναίε Πελασγικέ»[9] του Αχιλλέα στην Ιλιάδα, εννοεί λοιπόν, «ώ βασιλιά Δία που μας ήρθες από την Αίγυπτο (=Δωδωναίε) την εποχή των Πελασγών (=Πελασγικέ)». Πιο ποιητικά, «ώ Δία, αρχαίε βασιλιά, Αιγυπτιακέ»…
Μπορεί να δοθεί και άλλη, πιο επιβαρυντική ερμηνεία. Πολλοί έλεγαν πως ο «Ουράνιος» Δίας ήταν ξεχωριστό πρόσωπο από τον «Άμμωνα Δία»[10] (τον «Δωδωναίο») Συνεπώς, ο Αχιλλέας επικαλείται αποκλειστικά τον Αιγύπτιο Άμμωνα-Ρα, από τα επίθετα που του αποδίδει, και αποκλείει τον άλλο Δία, που φαίνεται πως «…κυβερνά από την» [Τρωική] «’Ιδη»… κατά τον Αγαμέμνονα,[11] (ποιόν Όλυμπο;) και έχει δηλωθεί αναφανδόν υπέρ των Τρώων στην Ιλιάδα. Ο Αιγύπτιος Δίας ταυτίζονταν και με το Νείλο, σύμφωνα με τον ποιητή Παρμένωνα: «Αιγύπτιε Ζευ, Νείλε»[12] Η επίκληση του Αχιλλέα ερμηνεύεται και αλλιώς: Επικαλείται συνειδητά τον θεό των εχθρών του, Πελασγών (είναι σύμμαχοι των Τρώων) για να δείξει πως είναι με το μέρος του, ως αδικημένου.
Η καταγωγή της Δωδωναίας λατρείας εμπλέκει και Φοίνικες, τα «φοβερά παιδιά» της αρχαιότητας. Η Διώνη ταυτίστηκε στη συνέχεια και με την Αφροδίτη. Τα περιστέρια της Δωδωναίας μαντικής, είναι σύμβολα της Φοινικικής θεάς της πόλης Ασκαλών, της Αφροδίτης–Δερκετώς, από όπου διαδόθηκε στην Ελλάδα.[13] «Διωναίη Αφροδίτη» λέει ο Ορφέας,[14] Διώνη=Αφροδίτη, λέει και η Σούδα.
Αστάρτες - περιστέρια
από τους "Αγίους Τόπους"
Υπάρχει άποψη πως η λατρεία του Δία στη Δωδώνη ήρθε από τη Θεσσαλία. Η επίκληση του Θεσσαλού Αχιλλέα στον «Δωδωναίο» Δία, και η καταγωγή των Ηπειρωτών βασιλέων από αυτόν, το επικυρώνει. Πλησιάζουμε, λοιπόν, τους Θηβαίους Φοίνικες του Κάδμου, τους Καδμείους, που εποίκισαν μέρος της Θεσσαλίας, διωγμένοι από τους «Επτά» ενώ εμπλέκονται και στον «κλασσικό» Μύθο. «Ο Κάδμος, ο γιος του Αγήνορα, καθιέρωσε για τους θεούς μερικά από τη Φοινίκη και άλλα από την Αίγυπτο ή και από κάπου αλλού».[15] Φοίνικας ονομάζονταν ο παιδαγωγός και σύμβουλος του Αχιλλέα,[16] πράγμα που επιβεβαιώνει τη σχέση των Θεσσαλών πιστών του Δωδωναίου – Πελασγικού - Αμούν - Ρα - Δία με τη Φοινίκη, και την Αφροδίτη – Διώνη – Δερκετώ - Αταργάτη της Ασκαλών. (επιτρέψτε μου να μην κλίνω το Φοινικικό τοπωνύμιο)
Στη Δωδώνη, όπως και στους Δελφούς, δηλ. τα κυριότερα μέρη λατρείας του Δωδεκάθεου, επικεντρώνονται και οι πιο ισχυρές αποδείξεις πως οι Ολύμπιοι δεν ήταν ούτε ντόπιοι, ούτε αρχαίοι.
Υπήρχε και το κύριο όνομα Αιγύπτιος στους Έλληνες, απ’ τα χρόνια του Ομήρου, τουλάχιστον.[17] Πρέπει να ήταν αντίστοιχο του σημερινού «Χατζής», προσκυνητής, μυημένος. Μπορεί να σήμαινε αρχικά «οπαδός της νέας θρησκείας», αντίστοιχο του σημερινού «Φραγκολεβαντίνος»! Μερικοί ετυμολογούν το σύγχρονο «Γύφτος» (=Αιγύπτιος) από τότε! Η Μυθολογία ονομάζει Αίγυπτο τον αδελφό του Δαναού, που κατάγονταν, όμως, από εκεί. Ο Γύπας, ιερό μαντικό ζώο του Απόλλωνα - Ώρου, λέγονταν Αιγυπιός, [18] ηχητικά παρόμοιο με τα παραπάνω.
Θαλασσινή χώρα η Ελλάδα, όμως, το θαλασσινό της πνεύμα ήταν ο «Πρωτεύς, ο Αιγύπτιος θεός»[19] Ούτε εκεί πρωτοτυπήσαμε… Ήταν λέει κάποιος ονόματι Κέτης, που έζησε την εποχή των Τρωικών, και έγινε βασιλιάς στην Αίγυπτο. Η εντύπωση των μεταμορφώσεων του θεού, δημιουργήθηκε από το έθιμο να φοράνε οι Φαραώ μουτσούνες ζώων.[20]
Αστάρτη-Αφροδίτη-Διώνη
Σύμφωνα με την περιγραφή της Γιγαντομαχίας από τον Απολλόδωρο, η αρχική σύγκρουση των Ολύμπιων με τον Τυφώνα έγινε στις περιοχές ανάμεσα στην Κιλικία και την Αίγυπτο, δηλαδή στην Παλαιστίνη-Συρία. Ο ίδιος Μύθος υπήρχε και στην Αίγυπτο.[21] Εκεί μάλιστα κατέφυγαν οι θεοί για να ξεφύγουν, μεταμορφωμένοι σε ζώα.[22] Έτσι δικαιολογήθηκε η κτηνόμορφη απεικόνιση των θεών, που ήταν ξένη προς τις γνήσιες Ελληνικές αντιλήψεις περί θείου.
Παρένθεση. Εκεί, στους Άγιους Τόπους, δεν πιστεύουμε, σήμερα, πως θα γίνει η επόμενη μάχη θεών, ο «Αρμαγεδδών»; Ποιός αμφιβάλλει πως ο αρχαίος και ο σημερινός μύθος έχουν κοινή ρίζα; Αν η «Αποκάλυψη» είναι έργο Ιουδαιο-χριστιανικής φιλολογίας, τότε η «Γιγαντομαχία» τι είναι;
Υπήρχε και χορός που ονομάζονταν «Μέμφις». Ο χορός ήταν αγαπητός και στον Σωκράτη, και συμβόλιζε την σοφία. Ονομάστηκε έτσι γιατί θεωρούσαν τη Μέμφιδα «των πόλεων αρχαιοτάτη και βασιλικωτάτη».[23] Αναφέρεται ένας «ορχηστής φιλόσοφος» την Ρωμαϊκή εποχή. Ο χορευτής αυτός μπορούσε να αποδώσει την έννοια της πυθαγόρειας φιλοσοφίας χορεύοντας! (Οι Πυθαγόρειοι έκαναν όρκο σιωπής όταν μυούνταν στη σχολή)
Ο Όμηρος αναφέρει τον θεραπευτή θεό Παίονα ή Παιήωνα. Ήταν και αυτός Αιγύπτιος, γενάρχης των εκεί θεραπευτών.[24] Αυτός αντικαταστάθηκε από τον Απόλλωνα-Ώρο, και το όνομα έγινε επίθετο του θεού,[25] με την έννοια «θεραπευτής». Τα κολλύρια, πχ, ονομάζονταν «Αιγυπτάρια».[26] Από αυτό το θεό ονομάστηκε και ο «παιάν», που ήταν κύρια ύμνος στον Φοίβο, και δευτερευόντως σε άλλους θεούς.[27] Δηλαδή, το «παιανίζω» πάει να πει «υμνώ Αιγυπτιακά»… Ο παιάνας ήταν τόσο ιερός, που όταν ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε το μέτρο του για να συνθέσει ύμνο στον συγγενή του Ερμεία που είχε σκοτωθεί από τους Πέρσες, ο Ιεροφάντης των Ελευσινίων Μυστηρίων Ευρυμέδων τον κατηγόρησε για «Ασέβεια» και τον παρέπεμψε σε δίκη! Ο Φιλόσοφος πέθανε στην εξορία. [28] «…δεν αγανακτείς, και δεν οικτίρεις τους Έλληνες…;»[29]
Εθνική θρησκεία, ε;
Άλλος ένας Αιγύπτιος, ο Όσιρις
κατασκευασμένος όμως
στην Φοινίκη, με το
απαραίτητο φιδάκι του
[1] Ηρόδοτος, 2, 52
[2] Ο γνωστός Μύθος των δυο αετών που συναντήθηκαν πάνω από τους Δελφούς.
[3] Όπως μνημονεύεται στη Σούδα, λήμμα «Άμμων»
[4] Ηρόδοτος, Ευτέρπη 53-57
[5] Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη λήμματα «Γαία», «Διώνη», «Δωδώνη» (και στο συμπλήρωμα) Η λατρεία ήταν υπαίθρια. Ο ναός του Δία χτίστηκε μόλις τον 5ο- 4ο αι. πΧ., με λιλιπούτιες διαστάσεις 4Χ6 μ.!
[6] Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη λήμμα «Δωδώνη» (συμπλήρωμα)
[7] Παυσανίας, Φωκικά, 12, 10
[8] Ηρόδοτος, Ευτέρπη, 52
[9] Ιλιάδα Π 233
[10] Διόδωρος Σικελιώτης, Α΄, 15.
[11] Ιλιάδα Γ, 276 «Ζευ πάτερ Ίδηθεν μεδέων, κύδιστε μέγιστε…» λέει ο Αγαμέμνων…
[12] Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Ε΄, 36, σελ. 115
[13] Ηρόδοτος, Κλειώ, 105 και Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα «Ασκαλών».
[14] Ορφέα Αργοναυτικά, στ. 1324
[15] Ευσέβιος Καισαρείαςμ Ευαγγελική προπαρασκευή, Α 6.4 και Ι 4,4
[16] Ιλιάδα, Ι, 433 κ.έ.
[17] Οδύσσεια, β 18
[18] Λεξικό Δημητράκου. Ιλιάδα, Π, 428
[19] Φιλόστρατος, «Τα ες Τυανέα Απολλώνιον» Α’, IV.
[20] Διόδωρος Σικελιώτης, Α΄, β΄, 62
[21] Διόδωρος Σικελιώτης, Α΄, β΄, 86
[22] Απολλόδωρος, Α΄, VI, 3-4
[23] Αθήναιος, δειπνοσοφισταί, Α΄, 36-37, σελ. 114-116
[24] Οδύσσεια, δ, 234 Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα «Παιήων». Ντεσάρμ, Μυθολογία, τομ Α΄, σελ 165.
[25] Ο Απόλλων επονομάζεται Παιάν στα Ορφικά Αργοναυτικά, στ. 175, 1356 (Παιάν εκηβόλος) κλπ
[26] Λεξικό Δημητράκου λήμμα «αιγυπτάριον»
[27] Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμματα «Παιάν» και «Παιήων» Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά, Β΄, 701-702: «ευρύν χορόν εστήσαντο καλόν Ιηπαιηόν’ Ιηπαιηόνα Φοίβον μελπόμενοι»
[28] Η Σούδα λέει πως μπορεί να αυτοκτόνησε πίνοντας ακόνιτο. (Λήμμα «Αριστοτέλης»)
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.