Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Έξω Μάνη Η «Σπηλιά της αγίας Μαρίνας



 
Εισαγωγή
Νοτιοδυτικά του χωριού Λαγκάδα της Μεσσηνιακής Μάνης, στην όχθη απόκρημνης ρεματιάς, βρίσκεται μια μεγάλη σπηλιά βάθους 12μ. περίπου, γνωστή στους ντόπιους ως «Σπηλιά της Αγίας Μαρίνας»1. Το άνοιγμα της φράσσεται από οχυρό τείχος (Εικ.1). Στο ανατολικό τμήμα διαμορφώνεται πάνω σε ψηλό άνδηρο λαξευμένο παρεκκλήσι με ίχνη γραπτού διακόσμου.
Με την επισήμανση του παρεκκλησιού της Αγίας Μαρίνας, που περιλαμβάνει χρονολογημένη επιγραφή του 1347/48, προστίθεται ένα ακόμη στοιχείο στις ελάχιστες πληροφορίες που είναι γνωστές για την ιστορία της Λαγκάδας2 κατά τη βυζαντινή περίοδο. Η μόνη, απ' όσο ξέρω, γνωστή μνεία για τον οικισμό σε μεσαιωνική πηγή περιέχεται σε έγγραφο του 1336 που απαριθμεί παραχωρήσεις της Αικατερίνης de Valois και του Ροβέρτου, δεσπότη της Ρωμανίας και πρίγκιπα της Αχαΐας και του Τάραντα, προς τον Νικόλαο Acciaiuoli της Φλωρεντίας3. Εδώ αναφέρεται η Λαγκάδα ανάμεσα σε άλλες ταυτισμένες περιοχές της δυτικής ακτής της Μάνης, όπως ο Αλμυρός, τα Καλύβια, η Τζίμοβα (Αρεόπολη), ο Διρός κ.ά.



Μαρτυρία για τη μεσαιωνική ζωή της Λαγκάδας αποτελούν, επίσης, δύο ναοί που έχουν διατηρηθεί στο χωριό -της Αγίας Σοφίας5 και του Σωτήρα6- οι οποίοι ανάγονται στην ύστερη βυζαντινή περίοδο. Τέλος, πολλά βυζαντινά επώνυμα που έχουν μέχρι σήμερα επιβιώσει ως οικογενειακά ονόματα κατοίκων του χωριού πιστοποιούν τη βυζαντινή προέλευση του οικισμού: Σύμφωνα με τη ντόπια παράδοση, οι οικογένειες αυτές μετοίκησαν από τη Μονεμβασία7.
Περισσότερα στοιχεία είναι γνωστά για τη Λαγκάδα κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα έγγραφο από τα αρχεία της Νεάπολης που συντάχθηκε στα 1618 για λογαριασμό του Δούκα του Νεβέρ Κάρολου Γονζάγα, με τον οποίο οι Μανιάτες βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις για την εξέγερση κατά των Τούρκων8. Το έγγραφο, που πρωτοδημοσιεύθηκε από τον Bucho το 1843, περιλαμβάνει στοιχεία για τους οικισμούς της Μάνης και τον αριθμό των νοικοκυριών καθώς και των μάχιμων κατοίκων του καθενός τους9. Στον κατάλογο αυτό, που έχει πρόσφατα αξιολογηθεί10, αναγράφονται η Λαγκάδα και η Απάνω Λαγκάδα με 40 νοικοκυριά ή κάθε μιά11.
Στη Νομική Συναγωγή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσιθέου του έτους 1621 η Λαγκάδα (Λαγκαδιά) απαριθμείται ανάμεσα σε άλλα 13 χωριά της βορειοδυτικής Μάνης που «ετιμήθησαν εις Αρχιεπισκοπήν»12. Αργότερα, την εποχή της Ενετοκρατίας (1685- 1715), ο Pier' Antonio Pacifico κατατάσσει τη Λαγκάδα ανάμεσα στις οκτώ εξαρτημένες εκκλησίες από την Αρχιεπισκοπή της Μονεμβασίας13. Στην Ιστορία της Μάνης όλης ο Νικήτας Νηφάκος (1748- 1818) αναφέρει τη Λαγκάδα σαν μία από τις πόλεις του Ζυγού του Μελιγκού14.
Οι περιηγητές του 19ου αιώνα αποφεύγουν να διασχίσουν τη δυσπρόσιτη και επικίνδυνη περιοχή της Μάνης. Στους ελάχιστους που γνώρισαν την περιφέρεια αυτή ανήκει ο Αγγλος W. M. Leake, που αναφέρει τη Λαγκάδα στο δρόμο που ενώνει την Πλάτσα με το Οίτυλο, χωρίς, όμως, να την έχει επισκεφθεί, αφού παρέπλευσε την ακτή με καΐκι από το επίνειο του Οιτύλου ως τις Κιτριές15.
Το πλήθος των μεταβυζαντινών εκκλησιών που έχουν καταγραφεί τόσο μέσα στη Λαγκάδα όσο και στην ευρύτερη περιοχή της αποτελούν τεκμήριο για τη ζωή και τη δραστηριότητα των κατοίκων του οικισμού κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια. Σημαντική θέση ανάμεσα στους ναούς αυτούς καταλαμβάνουν η μονή Καβελλάρη και το μετόχι της στη θέση Φιλιατρό, που χρονολογούνται το 1688 16. Από τη Λαγκάδα καταγόταν και ο αγιογράφος Αναγνώστης που το όνομά του μαρτυρείται σε αρκετές εκκλησίες της Μάνης γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα17.



Η πρώτη φάση της τοιχογράφησης
Στο βράχο του λαξευμένου παρεκκλησιού της Αγίας Μαρίνας, ο οποίος έχει χτιστεί σε μερικές μεριές για να δημιουργηθεί μία ενιαία και ομαλή επιφάνεια με σκοπό να δεχτεί το γραπτό διάκοσμο, διατηρούνται τμήματα τοιχογραφιών (Σχ.α), που ανήκουν σε δύο διαφορετικές περιόδους.
Την πρώτη φάση αντιπροσωπεύουν τα ελάχιστα ίχνη ζωγραφικής που σώζονται σε τρείς αβαθείς λαξευτές κόγχες, οι οποίες αντιστοιχούν με τις αψίδες ενός κτιστού ναού. Στην κεντρική κόγχη διακρίνεται φθαρμένη παράσταση της Παναγίας με την imago clipeata του Χριστου-Εμμανουήλ μπροστά στο στηθος (Σχ.β). Ο εικονογραφικός αυτός τύπος της Θεοτόκου, που έχει επικρατήσει να ονομάζεται Βλαχερνίτισσα 18, αποτελεί την κυρίαρχη παραλλαγή της Πλατυτέρας στις αψίδες των εκκλησιών της Μάνης κατά τη μεσο- και υστερο βυζαντινή περίοδο19.



Κάτω από καστανοκόκκινη τοξωτή ταινία στην αριστερή κόγχη (πρόθεση) διακρίνεται μισοκατεστραμμένη γυναικεία μορφή με ανυψωμένα χέρια σε στάση δέησης (Σχ.γ). Φοράει κυανό κάλυμμα στο κεφάλι, χειριδωτό χιτώνα και μαργαριτοποίκιλτο κεραμιδί μανδύα που συγκρατείται πάνω από το στήθος με μεγάλη στρογγυλή πόρπη. Αριστερά διαβάζεται η λέξη Η ΑΓΙΑ και δεξιά το γράμμα Μ. Η δεόμενη μορφή μπορεί να ταυτιστεί με τη Μαρίνα, επώνυμη αγία του λαξευμένου παρεκκλησιού. Είναι γνωστό ότι η παράσταση του τιμώμενου αγίου μετωπικού και συνήθως σε στάση δέησης απαντά αρκετά συχνά στο τεταρτοσφαίριο της κεντρικής αψίδας σε βυζαντινούς ναούς της Μάνης20, αλλά και άλλων περιφερειών, όπως η περιοχή κοντά στο Γεράκι21, τα Κύθηρα22, η Εύβοια23 και η Κρήτη24, ώς το 1300 περίπου.



Η συνήθεια της απεικόνισης του επώνυμου αγίου στη θέση αυτή έχει αποδοθεί σε παλαιοχριστιανική παράδοση25. Ο επώνυμος άγιος, όρθιος ή σε προτομή και κατά κανόνα δεόμενος, απεικονίζεται μερικές φορές, ακολουθώντας επίσης παλαιοχριστιανικά πρότυπα, στις πλαϊνές αψίδες του βήματος25 και ιδιαίτερα στην κόγχη της πρόθεσης, όπως στο παρεκκλήσι της Λαγκάδας. Παράλληλα παραδείγματα από τη Μάνη, και γενικότερα την Πελοπόννησο, έχουν επισημανθεί στην Αγία Βαρβάρα "στου Γλέζου" και ανατολικά από τον Πύργο Διρού (τέλος 12ου αι.)27, στον Αγιο Σέργιο και Βάκχο της Κίττας (1265- 1285)28, στον Αγιο Νικόλαο στην Κλένια Κορινθίας 13ος αι. 29, στους Αγίους Θεοδώρους της Λακωνικής Τρύπης (τέλος 13ου αι.)30, στον Aϊ Γιαννάκη του Μιστρά (15ος αι.)31 και αλλού.
Ίχνη μορφής αγίου στη δεξιά κόγχη (διακονικό) με λευκά μαλλιά και κοντά γένεια, που φοράει ώμοφόριο, μπορεί να ταυτιστεί, χάρη στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά32, με τον άγιο Νικόλαο (Εικ.2). Η παράσταση της προτομής του αγίου Νικολάου στην κόγχη της πρόθεσης ή του διακονικού έχει επισημανθεί σε αρκετούς ναούς33 και θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο άγιος Νικόλαος θεωρείται, μετά την Παναγία και τον Πρόδρομο, ο κατεξοχήν μεσολαβητής άγιος του ορθόδοξου χριστιανισμού προς τον οποίο απευθύνουν οι πιστοί δεήσεις για τη σωτηρία των ψυχών34. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα στιχηρά της 6ης Δεκεμβρίου, που τιμάται η μνήμη του, ο άγιος Νικόλαος υμνείται επανειλημμένα ως «πρεσβευτής των ψυχών»35.



Εξάλλου, κατά την τέλεση της λειτουργίας και εκφώνηση από τον ιερέα των δεητικών ευχών πρός την Παναγία, τον Πρόδρομο και τους άλλους αγίους, που συνδέεται, μάλιστα, με την ανάγνωση από το διάκονο των δίπτυχων των κεκοιμημένων36, θα συνέβαλε ασφαλώς στην προτίμηση να απεικονίζονται στις πλάγιες κόγχες του βήματος οι κύριες μεσολαβητικές μορφές της χριστιανικής εκκλησίας μετά τη Θεοτόκο, δηλαδή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος37 και ο άγιος Νικόλαος38. Στους αγίους αυτούς, μάλιστα, αφιερώνεται συχνά και ολόκληρος ο χώρος της πρόθεσης ή του διακονικού39.



Η πτυχολογία των ενδυμάτων, στα λίγα σημεία που σώζεται, διαγράφεται πάνω στο τοπικό χρώμα με σχηματοποιημένες πινελιές σε διαφορετικούς χρωματισμούς. Έτσι, στο χιτώνα του Χριστού και στο μανδύα της αγίας Μαρίνας, που έχουν τοπικό χρώμα το κεραμιδί, οι πτυχώσεις δηλώνονται κυανές και τα φωτισμένα μέρη με ώχρα. Ο προπλασμός των προσώπων, που έχει χρώμα ώχρας, καλύπτεται με πράσινο για τις σκιάσεις και ανοιχτότερη ώχρα για τα φωτισμένα μέρη. Λεπτές καλλιγραφημένες κυανές γραμμές που τονίζονται με κεραμιδί διαγράφουν τα περιγράμματα και τα χαρακτηριστικά των προσώπων.
Περιορισμένες είναι οι ενδείξεις που παρέχονται για τη χρονολογική ένταξη των ελάχιστων τμημάτων που διατηρήθηκαν από το διάκοσμο της πρώτης φάσης στο παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας. Το πλατύ σώμα και οι στιβαροι ώμοι του Εμμανουήλ στην κεντρική κόγχη μπορούν να παραβληθούν με την αντίστοιχη μορφή στην αψίδα του Αγίου Βασιλείου "στου Καλού" της Μέσα Μάνης, που έχει χρονολογηθεί στις δεκαετίες 1270-1290 10. Με την ίδια παράσταση στον Αγιο Βασίλειο μοιάζει ο τρόπος που διαμορφώνονται οι βόστρυχοι των μαλλιών πίσω από τον αυχένα του Χριστού, στοιχείο του 11ου- 12ου αιώνα, που, όπως έχει παρατηρηθεί, επιζεί σε επαρχιακά έργα, ιδιαίτερα στη μορφή του Εμμανουήλ, ώς το τέλος της 13ης εκατονταετίας41. Τα τονισμένα περιγράμματα και το καθαρό γραμμικό σχέδιο των χαρακτηριστικών του προσώπου, σε συνδυασμό με ένα λεπτό επίπεδο πλάσιμο, θυμίζουν μορφές στο ναό του Αρχάγγελου Μιχαήλ στον Πολεμίτα της Μέσα Μάνης, που χρονολογείται το 1278 42.
Τα λιγοστά απομεινάρια της πρώτης τοιχογράφησης στη Σπηλιά της Αγίας Μαρίνας θα μπορούσαν, επομένως, να ενταχθούν σ' ένα επαρχιακό ρεύμα του προχωρημένου 13ου αιώνα πολύ διαδεδομένο στα μνημεία της Μάνης43 αλλά και άλλων περιφερειών44. Η τάση αυτή, που χαρακτηρίζεται από σχηματοποιημένη γραμμικότητα και επίπεδο πλάσιμο, αφομοιώνει ταυτόχρονα κατά τρόπο εκλεκτικό, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, ορισμένα στοιχεία της προοδευτικής σύγχρονης τέχνης, τα οποία αποδίδει με πιό απλοποιημένη μορφή.



Η δεύτερη φάση της τοιχογράφησης
Επιγραφή (Εικ.3)
Στη δεύτερη φάση του παρεκκλησιού της Αγίας Μαρίνας ανήκει δίστιχη αφιερωτική επιγραφή ζωγραφισμένη με μαύρα κεφαλαία γράμματα πάνω σε λευκό βάθος. Λεπτη καστανή γραμμή περιβάλλει τον κάθε στίχο ενώ ολόκληρη η επιγραφή πλαισιώνεται από κοκκινοκάστανη ταινία. Το αριστερό μέρος της επιγραφής είναι τελείως κατεστραμμένο 45. Το μέγεθος των γραμμάτων ελαττώνεται και η γραφή πυκνώνει προοδευτικά προς το τέλος του δεύτερου στίχου 46.
Το πανομοιότυπο της επιγραφής έχει ως εξής:
1. ..... οδου Μιχαηλ του Zτήχοδι άμα σημβιω και των ται
2. [κνων]...ν Πα[λ]εολόγων έτους εξακισχιλιοστο οκτακοσιοστ[ό] πεντηκοστό έκτο

Διάβαζε στ. 1 συμβίω, τέκνων), στ. 2 Παλαιολόγων.



Όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα, ορισμένα γράμματα της επιγραφής της Λαγκάδας μοιάζουν με εκείνα της γραπτής κτητορικής επιγραφής στο μεσαίο κλίτος του Αγίου Νικολάου της Γλάτσας (1337/38)47. Ακόμη περισσότερες ομοιότητες παρατηρούνται με τα γράμματα των δύο ζωγραφιστών αφιερωτικών επιγραφών που βρίσκονται στο νότιο κλίτος του ίδιου ναού στην Πλάτσα και χρονολογούνται και μια το 1343/44 και η άλλη το 134849 48.
Στίχος 1:
Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί το μήκος του κατεστραμμένου τμήματος στην αρχή της επιγραφής. Λείπει, πάντως, τουλάχιστον ένα ρήμα, π.χ. ανακαινίσθη, ανεζωγραφήθη, κλπ.
οδου: Θα μπορούσε να συμπληρωθεί : δι' εξόδου.
Zτηχόδι ή Zτηχόλι: Τα δύο τελευταία γράμματα δεν διακρίνονται καλά. Ο συνδυασμός των συμφώνων ζτ που χρησιμοποιούνται καμιά φορά αντί του τζ49, απαντά στο όνομα Σκαρίτηότης50 των επιγραφών που αναφέρθηκαν από το νότιο κλίτος του Αγίου Νικολάου Πλάτσας, και στο όνομα Καζτουρούμπος51 σε επιγραφή του Αγίου Δημητριανού έξω από το Δάλι της Κύπρου (1317).
Το οικογενειακό όνομα του κτήτορα της Σπηλιάς της Αγίας Μαρίνας δεν είναι γνωστό από άλλου52. Η ξενική ρίζα του ονόματος, σε συνδυασμό με τη χρονολογία και την τοποθεσία όπου βρίσκεται η επιγραφή, επιτρέπουν ίσως την υπόθεση ότι πρόκειται για εξελληνισμένο οικογενειακό όνομα των Μελιγκών53. Οπως είναι γνωστό, η Λαγκάδα βρίσκεται στην καρδιά της περιοχής που εκτείνεται στη δυτική πλευρά του Ταύγετου και που ονομάζεται από τις βυζαντινές πηγές, αλλά και στα νεότερα χρόνια, Δρόγγος ή Ζυγός τών Μελιγκών54. Στην περιοχή αυτή έχουν επισημανθεί επιγραφές από το δεύτερο τέταρτο του 14ου αιώνα που αναφέρουν Μελιγκούς, ιδιαίτερα τον ονομαστό τζαούσιο Κωνσταντίνο Σπανή. Πρόκειται για την εγχάρακτη επιγραφή στον Αγιο Γεώργιο των Στεφανόπουλιάνων στο Οίτυλο του 1331/32 που αναφέρει τον «τζάσι των Μελιγγών» Κωνσταντίνο Σπανή55 καθώς και για τη γνωσ;h επιγραφή στον Αγιο Νικόλαο της Πλάτσας του 1337/38, όπου γίνεται μνεία του ίδιου προσώπου56. Εξελληνισμένα σλάβικα ονόματα απαντούν ενωρίτερα σε δυο ενεπίγραφες πλάκες του 11ου αιώνα στο χωριό Μηλέα57.
Στίχος 2:
Παλαιολόγων: Το 1347/48, που χρονολογείται η επιγραφή, συμβασιλεύουν και Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος (1341- 1391) και ο Ιωάννης στ' Καντακουζηνός (1347- 1354). Ο πληθυντικός στο όνομα «Παλαιολόγων και θα μπορούσε να ερμηνευθεί από το γεγονός ότι ο Ιωάννης ο στ' θεωρούσε τον εαυτό του μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων. Οπως είναι γνωστό, ο Καντακουζηνός, για να προσδώσει χαρακτήρα νομιμότητας στην κατοχή του θρόνου του Βυζαντίου, θέσπισε ένα είδος πνευματικής συγγένειας με τη νόμιμη αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, ονομάζοντας σε επίσημα έγγραφα τον Ανδρόνικο Γ' «αδελφό» και τον Ανδρόνικο Β' «πάππο»58.
έτος εξακισχιλιοστό οκτακοσιοστό πεντηκοστό έκτο (6856= 1347/48): Η αναγραφή του έτους ολογράφως είναι σχετικά σπάνια59.


Εικονογραφικές και τεχνοτροπικές παρατηρήσεις
Η δεύτερη φάση της τοιχογράφησης του παρεκκλησιού περιλαμβάνει τα ακόλουθα εικονογραφικά θέματα (Σχ. α): Πάνω από τη μορφή της αγίας Μαρίνας στην κόγχη της πρόθεσης, που ανήκει, όπως παρατηρήθηκε, στην πρώτη φάση, απεικονίζονται δύο προτομές αγίων σε δίσκους 60. Αριστερά παριστάνεται, σύμφωνα με επιγραφή, ή αγία Αννα σε πράσινο κάμπο (Εικ. 4). Φοράει βαθυκόκκινο μαφόριο και προτείνει τα χέρια με τις παλάμες προς τα έξω σε στάση δέησης. Η μισοκατεστραμμένη αντρική μορφή με πράσινο ιμάτιο που προβάλλεται στον κόκκινο κάμπο61 του δεξιού δίσκου μπορεί να ταυτιστεί με τον Ιωακείμ. Η παράσταση των θεοπατόρων στο ιερό, σε συνδυασμό με τη Θεοτόκο της αψίδας, τονίζει, όπως έχει παρατηρηθεί, την πραγμάτωση της θείας ενσάρκωσης και, κατ' επέκταση, τη σωτηρία της ανθρωπότητας 62. Το θέμα έχει επισημανθεί σε αρκετούς ναούς της Μάνης63 στο χώρο του βήματος.


Τμήμα όρθιας ολόσωμης μορφής με πράσινο χιτώνα και βαθυκόκκινο μαφόριο διακρίνεται κάτω από την αφιερωτική επιγραφή. Χάρη στα ίχνη επιγραφής (Μ. . .ΙΝΑ) που σώζονται στον πράσινο κάμπο η παράσταση μπορεί να ταυτιστεί με την επώνυμη αγία του παρεκκλησίου Μαρίνα. Απ' όσο επιτρέπει η μεγάλη φθορά να κρίνει κανείς, η παράσταση της Λαγκάδας φαίνεται ότι ανήκει στο σχετικά σπάνιο εικονογραφικό τύπο της αγίας Μαρίνας που σκοτώνει τον Βεελζεβούλ64.
Ψηλότερα, ο διάκοσμος του τοιχώματος της σπηλιάς είναι διαταγμένος σε τρείς οριζόντιες ζώνες (Σχ.α). Στην κάτω εικονίζονται, από αριστερά προς τα δεξιά, ο Επιτάφιος Θρήνος (Εικ.6), η Βάπτιση σε μεγάλη έκταση κατε στραμμένη, και ελάχιστα ίχνη αδιάγνωστης σκηνής. Τη μεσαία σειρά καταλαμβάνουν οι σκηνές της Υπαπαντής (Εικ. 5, 7), της Καθόδου στον Αδη (Εικ.7) και της Μεταμόρφωσης (Εικ.7). Τέλος, ολόκληρο το σωζόμενο τμή μα της πάνω ζώνης καλύπτει η παράσταση της Ανάληψης (Εικ. 7).



ΥΠΑΠΑΝΤΗ 65 (Εικ. 5). Τα πρόσωπα της σκηνής διατάσσονται παρατακτικά σε δύο άνισες ομάδες μπροστά από την αγία τράπεζα. Αριστερά η Παναγία υψώνει τα χέρια, που είναι καλυμμένα με το καστανό μαφόριο, για να υποδεχτεί τον Χριστό, που βρίσκεται ακόμη στην αγκαλιά του Συμεών. Ακολουθεί, αριστερότερα, η προφήτισσα Αννα στρέφοντας το κεφάλι προς τα πίσω, όπου θα εικονιζόταν ο Ιωσήφ. Με το δάχτυλο του δεξιού της χεριού δείχνει τον Χριστό ενώ στο αριστερό κρατά ανοιχτό ειλητάριο με την επιγραφή «ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΒΡ. ..» που αποτελεί την αρχή της συνηθισμένης προφητικής ρήσης «Τούτο το βρέφος ουρανόν και γήν εδημιούργησε η εστερέωσε»66. Στο δεξιό τμήμα της σκηνής διακρίνεται μισοκατεστραμμένη η μορφή του Συμεών, που στέκει πάνω σε βάθρο κρατώντας το Χριστό.
Η αγία τράπεζα, στο κέντρο της σκηνής, καλύπτεται με πυραμιδοειδές κιβώριο και στηρίζεται σε κίονα που βαίνει σε ορθογώνια βάση. Πάνω στο θυσιαστήριο που σκεπάζεται με ποδέα διακρίνεται σταχωμένο ευαγγέλιο. Δύο συμβατικά κτίσματα διατηρούνται στα άκρα της σκηνής. Διαβάζονται, γραμμένες με λευκά κεφαλαία γράμματα, οι επιγραφές: ΥΠΑΠΑΝΤΗ, ΜΡ ΘΥ και Ο CIM..
Ανάλογα με τη θέση του Χριστού σε σχέση με τη Θεοτόκο και τον Συμεών, η παράσταση της Υπαπαντής έχει διακριθεί σε διάφορους εικονογραφικους τύπους. Η παραλλαγή της Λαγκάδας με τον Χριστό στα χέρια του Συμεών, ο οποίος εικονίζεται έτοιμος να τον παραδώσει στη Θεοτόκο, ανήκει σ' ένα εικονογραφικό τύπο που εμφανίζεται στη μεσοβυζαντινή εποχή και επικρατεί στα ύστερα βυζαντινά χρόνια67.



ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ68 (Εικ.7). Ο Χριστός, με ολόλευκα ενδύματα μέσα σε ελλειψοειδή δόξα, δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής. Πάνω στο βράχο, αριστερά, παριστάνεται όρθιος ο Ηλίας με ανοιχτό πράσινο χιτώνα και καστανό εμάτιο προτείνοντας το δεξί χέρι προς τον Χριστό. Ο απόστολος κάτω αριστερά (Πέτρος;) ανασηκώνεται υψώνοντας το δεξί χέρι σε στάση ομιλίας σύμφωνα με το ευαγγέλιο (Ματθ. ιζ', 4, Μάρκ. θ', 4-5, Λουκ. θ', 33), ενώ ο μεσαίος παριστάνεται πεσμένος καταγής «επί πρόσωπον» (Ματθ. ιζ', 6). Ο μαθητής που εικονίζεται δεξιά είναι πολύ κατεστραμμένος. Οσο επιτρέπει η φθορά της σκηνής να παρατηρήσει κανείς, οι τρείς απόστολοι φαίνεται ότι συνεχίζουν, κατά τη στάση, τη μεσοβυζαντινή εικονογραφική παράδοση 69 που, όμως, δια τηρείται και στην ύστερη βυζαντινή περίοδο70.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ71 (Εικ.6). Στο κέντρο της σύνθεσης, που είναι: πολύ φθαρμένη, διακρίνονται ίχνη της μορφής του Χριστού με γερμένο κεφάλι, προφανώς πάνω στο σταυρό. Φαίνονται μόνο το κεφάλι και το ένσταυρο φωτοστέφανο. Αριστερά από τον Ιησού διατηρείται φωτοστέφανο (Ιωσήφ Αριμαθαίας;) και δεξιά ολόσωμη μορφή (Νικόδημος;) που φαίνεται να υποβαστάζει το νεκρό σώμα του Χριστού. Δεξιότερα, ο Ιωάννης, με ανοιχτό καστανοκόκκινο ιμάτιο που σκεπάζει όλο το αριστερό χέρι, γονατίζει ακουμπώντας το κεφάλι στα γυμνά πόδια του Χριστού, που εικονίζεται για δεύτερη φορά ξαπλωμένος νεκρός. Πιο πίσω, όρθια γυναικεία μορφή φέρνει το χέρι στο μάγουλο σε χειρονομία θλίψης72. Στον πράσινο κάμπο είναι γραμμένη με λευκά κεφαλαία γράμματα η επιγραφή Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ73.
Παρόλη τη μεγάλη φθορά που έχει υποστεί η σκηνή, είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα συμφυρμό της Αποκαθήλωσης74 και του Επιτάφιου Θρήνου75. Η απεικόνιση των δύο επεισοδίων σε ενιαία σύνθεση απαντά ήδη τον 11ο αι., π.χ. σε μικρογραφία του Ευαγγελίου αρ.63) της Βιβλιοθήκης Pier pont Morgan στη Νέα Υόρκη (φ. 280α) 76 και σε ένα ελεφαντοστό του Μουσείου Victoria and Albert στο Λονδίνο77.
Ο ζωγράφος της Σπηλιάς της Λαγκάδας ανατρέχει και εδώ σε παλαιότερα πρότυπα χωρίς να επηρεάζεται από τις σύγχρονες του εικονογραφικές καινοτομίες. Κατά την παλαιολόγεια περίοδο επικρατούν, με την επίδραση της εκκλησιαστικής υμνολογίας78, συνθέσεις του Θρήνου πολυπρόσωπες που χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό και δραματικότητα. Ακόμη, την περίοδο αυτή το γυμνό σώμα του Χριστού πάνω στη σινδόνα δεν τοποθετείται πια στο έδαφος, αλλά πάνω σε λίθινη πλάκα. Σ' αυτό πιστεύεται ότι συνέβαλε η μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη του «ερυθρου λίθου » πάνω στον οποίο άπλωσαν μετά την αποκαθήλωση το σώμα του Χριστού79. Ανάμνηση του συνδυασμού της Αποκαθήλωσης και του Θρήνου στην παλαιολόγεια περίοδο αποτελεί η απεικόνιση σταυρου 80 που προστίθεται συχνά σαν αφηγηματικό στοιχείο πίσω από το ξαπλωμένο νεκρό σώμα του Χριστού.
ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ81 (Εικ.7). Ο Χριστός παριστάνεται στο κέντρο στραμμένος προς τα δεξιά μέσα σε λευκή ελλειψοειδή οξυκόρυφη δόξα. Κρατά διπλό σταυρό στο αριστερό χέρι και με το δεξί τραβά τον Αδάμ που μόλις διακρίνεται μέσα σε σαρκοφάγο. Πίσω από τον Αδάμ εικονίζεται η Εύα82. Τέσσερα-πέντε νεαρά άτομα χωρίς φωτοστέφανα, που φέρουν την επιγραφή «προφίται», συμπληρώνουν την ομάδα των πρωτόπλαστων. Στην αντίστοιχη πλευρά αριστερά προβάλλει μέσα από λάρνακα και προφητάνακτας Δαβίδ με τα χέρια ανυψωμένα σε στάση δέησης. Το όνομά του ΟΔΑΔ είναι γραμμένο πάνω από το φωτοστέφανο. Το αριστερό άκρο της σκηνής είναι τελείως φθαρμένο. Δύο συμμετρικοί λόφοι στο βάθος της παράστασης πλαισιώνουν σαν σκηνικό τις ομάδες των προσώπων. Στον πράσινο κάμπο διαβάζεται η επιγραφή Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ.
Η παράσταση ακολουθεί τον παλαιό «συρο-παλαιστινιακό τύπο» 83 που διατηρείται παράλληλα με τις νεότερες εικονογραφικές παραλλαγές της σκηνής σε όλη τη διάρκεια της μεσο- και υστεροβυζαντινής περιόδου 83. Είναι χαρακτηριστικό για το συντηρητικό τεχνίτη της Λαγκάδας ότι δεν προτιμά ή δεν γνωρίζει το νεωτεριστικό εικονογραφικό τύπο της παλαιολόγειας περιόδου που παριστάνει το Χριστό ανάμεσα στον Αδάμ και την Εύα 85.
ΑΝΑΛΗΨΗ86 (Εικ.7). Το αριστερό άκρο καθώς και όλο το πάνω τμήμα της σκηνής έχουν τελείως καταστραφεί. Διακρίνονται στο μέσο ή Παναγία όρθια μετωπική πάνω σε ορθογώνιο βάθρο με τα χέρια υψωμένα σε στάση δέησης καί, δεξιά και αριστερά, οι μαθητές. Η παράσταση ανήκει στον «κανονικό» τύπο 87 της Ανάληψης, όπως διαμορφώθηκε ήδη στην προεικονομαχική περίοδο και διατηρήθηκε ως το τέλος της βυζαντινής περιόδου.
Στο ζωγραφισμένο τοίχωμα του λαξευμένου παρεκκλησιού συνοψίζεται, επομένως, το εικονογραφικό πρόγραμμα των μακρών τοίχων και του ανατολικού τμήματος ενός κτιστού ναού, συνδυάζονται δηλαδή οι ευαγγελικές σκηνές με την εικονογραφία των τριών κογχών και την Ανάληψη, που κατά κανόνα εικονίζεται στο θόλο του βήματος. Στις χριστολογικές παραστάσεις δεν ακολουθείται η χρονολογική σειρά, αλλά αναμειγνύονται θέματα από τη βρεφική και τη νεανική ηλικία του Χριστού με σκηνές του Πάθους.
Η επώνυμη αγία απεικονίστηκε κατά την πρώτη τοιχογράφηση της σπηλιάς στην κόγχη της πρόθεσης σύμφωνα με την αρχαϊκή παράδοση88, ενώ κατά τη δεύτερη φάση τοποθετήθηκε σε σημείο που αντιστοιχεί με τη συνηθισμένη θέση του επώνυμου αγίου στούς κτιστούς ναούς, δηλαδή το ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου που εφάπτεται στο τέμπλο89.
Τις συνθέσεις διακρίνει λιτότητα και σαφήνεια. Ο κάμπος αποδίδετα: με φωτεινό πράσινο χρώμα. Οι μορφές των συνθέσεων στις δύο κάτω ζώνες είναι μικρόσωμες και κοντές προδίδοντας διάθεση αντικλασική90. Οι αναλογίες τους θυμίζουν παραστάσεις που αποδίδονται στον ποιοτικά πιό δεύτερο από τους ζωγράφους που διακόσμησαν το μικρό ναό των Ταξιαρχών στη Δεσφίνα91 του Παρνασσού το 1332. Αντίθετα, η σκηνή της Ανάληψης με τις σωστά αποδοσμένες αναλογίες των μορφών απηχεί καλά παλαιολόγεια πρότυπα.
Οι πτυχώσεις των χιτώνων πέφτουν σε κατακόρυφες γραμμές ενώ τών ιματίων διαμορφώνονται σπαστές. Η λιτή γραμμική πτυχολογία απαντά σε τοιχογραφίες της Κύπρου που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα92. Τα χρώματα που κυριαρχούν στα ενδύματα είναι το γαλάζιο, το καστανό και το κεραμιδί. Τα πρόσωπα αποδίδονται σαν άψυχα χωρίς ρεαλιστικές αναζητήσεις ή έκφραση ψυχικής ταραχής. Απλοποίηση και σχηματικότητα χαρακτηρίζουν το πλάσιμο.
Η απλοϊκότητα στη σύνθεση, το λιτό αρχιτεκτονικό βάθος, η αντίληψη της ανθρώπινης μορφής εντάσσουν τις τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης της σπηλιάς της Λαγκάδας σε μία τάση επαρχιακή που αποδίδει με λιτότητα και κάποια αφέλεια τα ρεύματα της επίσημης ζωγραφικής. Οι ίδιες τάσεις -διακοσμητική αντίληψη στη διευθέτηση των μορφών μέσα στο χώρο, απλοποίηση, αφαίρεση, ήρεμη, σχεδόν άψυχη, κίνηση- απαντούν δύο περίπου δεκαετίες αργότερα στο καθολικό της Μονής της Υπαπαντής στα Μετέωρα (1366/67)93 δείχνοντας την εξελικτική πορεία του επαρχιακού αυτού ρεύματος.
Ο γραπτός διάκοσμος της Σπηλιάς της Αγίας Μαρίνας, αν και σώζεται σε μικρή έκταση, προστίθεται στα λίγα γνωστά χρονολογημένα παραδείγματα του ελλαδικού χώρου από το δεύτερο τέταρτο του 14ου αιώνα, πλουτίζοντας τις γνώσεις μας για την επαρχιακή έκφραση της παλαιολόγειας τέχνης, σ' αυτήν τη φάση.



Το τείχος (Εικ. 1) 
Η Σπηλιά της Αγίας Μαρίνας, που ανοίγεται σε βάθος 12μ. περίπου, φράσσεται από οχυρό τείχος ύψους 7μ.94 κτισμένο από ακατέργαστες πέτρες και κονίαμα. Το πάχος του τείχους στο κάτω τμήμα είναι 1.20μ. και μειώνεται σταδιακά προς τα πάνω φτάνοντας τα 0.60μ. Στην εσωτερική πλευρά και σε όλο το μήκος του τείχους διαμορφώνονται τρείς εσοχές πλάτους 0.15μ. Σ' αυτές φαίνεται ότι θα στηρίζονταν ξύλινοι δοκοί σχηματίζοντας πατώματα σε τρία επίπεδα, όπου θα πατούσαν οι πολεμιστές. Στους τρείς αυτούς "ορόφους" και και στο "ισόγειο" και αντιστοιχούν τέσσερις συνολικά σειρές πολεμίστρες που έχουν ύψος 0.35μ., εσωτερικό πλάτος 0.25μ. και εξωτερικό πλάτος 0.5- 0.6μ. Οι πολεμίστρες είναι ανοιγμένες στο τείχος με τέτοια διάταξη ώστε από το σύνολό τους να βάλλεται όλος ο προκείμενος χώρος. Στο ανατολικό μέρος του τείχους ανοίγεται πόρτα εξωτερικού πλάτους 0.92μ. και εσωτερικού 0.65μ. 
Τόσο οι πολεμίστρες, που η μορφή τους προϋποθέτει πυροβόλα όπλα, όσο και η τοιχοδομία, δείχνουν ότι το τείχος που διατηρείται σήμερα χτίστηκε τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τα λιγοστά ιστορικά στοιχεία που αναφέρθηκαν δεν βοηθούν για μια συγκεκριμένη ιστορική τοποθέτηση 95 του μικρού οχυρού. Ούτε η πρόχειρη τοιχοδομία προσφέρει τεκμήρια για ακριβέστερη χρονολογική ένταξη. Ορισμένες ενδείξεις ωστόσο, όπως οι ανωμαλίες στην τοιχοποιία στο κάτω μέρος του τείχους και η ύπαρξη του βυζαντινού παρεκκλησιού του 1347/48, καθιστούν πιθανότατη την εκδοχή ότι το τείχος που σώζεται σήμερα χτίστηκε στα θεμέλια παλαιότερου βυζαντινού οχυρού. Η καίρια θέση της Σπηλιάς της Αγίας Μαρίνας σε στροφή ρεματιάς, η οποία συνδέει την παραλία με το εσωτερικό της χώρας, και η προφανής σχέση της με άλλα οχυρωμένα «σπηλιάρια» που σώζονται κατά μήκος της ακτής του Ζυγού96 αποτελούν ένα εν διαφέρον κεφάλαιο έρευνας για το αμυντικό σύστημα της περιφέρειας αυτής. Η ιστορική και η αρχαιολογική έρευνα θα δώσουν, ίσως, στο μέλλον κάποιες απαντήσεις για το συγκεκριμένο ρόλο της οχυρωμένης Σπηλιάς στην ιστορική πορεία της περιοχής.

Σοφία Καλοπίση- Βέρτη
Η «Σπηλιά της αγίας Μαρίνας» στη Λαγκάδα της Έξω Μάνης

Οι έγχρωμες φωτογραφίες είναι από τον ιστότοπο: naoistimani.blogspot.com

Σημειώσεις:
1. Καταγράφηκε το 1980 στα πλαίσια του ετήσιου ερευνητικού προγράμματος που πραγματοποιεί η έδρα Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με τη διεύθυνση του καθηγητή κ. Ν.Β. Δρανδάκη, τον οποίο θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά για την παραχώρηση του θέματος, πρβλ. Ν. Β. Δρανδάκης- Σ. Καλοπίση - Μ. Γ Παναγιωτίδη, «Έρευνα στη Μάνη», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας [στο εξής ΠΑΕ], 1980, σ.211- 215. Σύντομη ανακοίνωση για τις τοιχογραφίες της Σπηλιάς της Αγίας Μαρίνας έγινε στα πλαίσια του Β' Συμπόσιου Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρ χαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα, Απρίλιος 1982, Περιλήψεις ανακοινώσεων, σ.40– 11.
2. Η Λαγκάδα, σε αντίθεση με τα γετονικά χωριά Οίτυλο, Θαλάμες, Λεύκτρο, Καρδαμύλη, δεν έχει ταυτιστεί με καμιά από τις πολίχνες της Μάνης που αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς, Ιλιάδα, Β 585, 150, 292, Γ Καυσ. ΙΙΙ, 21,7, 25, 10, 26, 1, 2, 4, 7, Στράβ. P 360, 361.
3. J. Longnon- P. Topping, Documents sur le régime des terres dans la prin ei pane de Morée au XIIe siècle [Documents et recherches sur l'économie des pays byzantins, islamiques et slaves et leurs relations commerciales au Moyen Age, IX 1. Puris 1969, σ.19- 09, ιδιαίτερα στη σ.27, στ. 36 κ.εξ. Πρβλ. L. Bon, La Moree (rαnque, Hecherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d'1 chatie 120- 11.30), Paris 1970, σ.339, 47, 437- 448, 507, P. Topping, κα The Post-Classical Monuments and The Minnesula Alesschid Expedition, Reconstructing Bronse Age: Regional Environment, W. McDonald- G. R. Rapp (eds.). Minneapolis 1971, σ. 66,
4. Οι Longποση- Topping, όπ. πιο., σ. 2513 - 254, θεωρούν τις παραχωρήσεις αυτές πολύ εφήμερες και μάλιστα αμφισβητούν αν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, αφού δεν αναφέρονται σε μεταγενέστερα έγγραφα της οικογένειας των Acciaiuoli.
5. Η ανέγερση του ναού τοποθετείται μετά τα μέσα του 13ου αιώνα και η τοιχογράφησή του στο πρώτο μισό του 11ου, βλ. Χαρίκλεια Κωνσταντινίδη, «Η Αγία Σοφία στη Λαγκάδα της "Έξω Μάνης», Λακωνικαί Σπουδαί, 5 (1382), σ.80- 124,
6. Για το ναό, τελευταία, στο ίδιο, σ. 34% - 95, και η ίδια, « Συμβολή στη μελέτη των βυζαντινών τοξωτών- κωδωνοστασίων», Λακωνικαί Σπουδαί, 5 (1982), σ.69- 71. Μία ακόμη ένδειξη δραστηριότητας στην περιοχή από τα μεσαιωνικά χρόνια αποτελεί ένα σκαλισμένο λοξότμητο γείσο που έχει αποδοθεί στον Νικήτα Μαρμαρά (β' μισό 11ου αιώνα), το οποίο όμως βρίσκεται σε δεύτερη χρήση εντοιχισμένα στο ναό της Αγίας Τριά δας έξω από τη Λαγκάδα, Ν. Β. Δρανδάκης, Αγνωστα γλυπτά της Μάνης αποδιδόμενα στο Μαρμαρά Νικήτα ή στο εργαστήρι του και, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας στο εξής A.KAE, περ. Δ', τ.8 (1975- 76), σ.26- 27.
7. Π. Kανελλίδης, «Μάνη και Μανιάται», Εβδομάς, 1897, σ.33, σ.2- 3. Σ. Κουγέας, «Περί των Μελιγκών του Ταϋγέτου εξ αφορμής ανεκδότου βυζαντινής επιγραφής εκ Λακωνίας», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 15 (1950), αρ. 3, σ. 32.
8. Απ. Δασκαλάκης, Εξ Μάνη και η Οθωμανική αυτοκρατορία, 1453- 1821, Εν Αθήναις 1923, σ.19 - 76. Σ. Σ. Παπαδόπουλος, Η κίνηση του Λούκα του Νεβέυ Καρόλου Γονζάγια για την απελευθέρωση των Βαλκανικών λαών (1503 125), Θεσσαλονίκη 1966, σ.26- 69, 118- 133.
9. J. J. Buchon, Nouvelles recherches historiques silr la principauté de Horde e! ses Hautes Baronics, I, Paris 18145, σ.283- 285.
10. .J. M. Wagstall, «Settlements in the South- Central Peloponnisos, c. 1618», OTÓ F. W. Carter (ed.), An Historical Geography of the Balkans, London- New York 1977, σ.19 - 238.
11. Buchon, όπ. παρ., σ. 283. Wags fall, όπ. παρ., table IV, σ.227. Πρβλ. Δασκαλάκης, όπ. παρ., σ.72. Και ο Κανελλίδης, όπ. παρ., σ.3, αναφέρει ότι η Λαγκάδα αποτελείται από δύο χωριά, το ένα των οποίων ονομάζει πέρα Λαγκάδα.
12. Β. Α. Μυστακίδης, «Οκτώ κεφάλαια αναφερόμενα εις την ιστορίας των σχολείων κατά τον ΙΗ' και ΙΘ' αιώνα, Τεσσαρακονταετηρίς της καθηγεσίας Κ. Σ. Κόντου, Αθήναι 1 309, σ,400. Π. Ζερλάντης, Τάξις ιεραρχική τών έν Πελοποννήσω αγίων του Θεού εκκλησιών: Η Μητρόπολις Ζαρνάτας και αί έν Μάνη επισκοπαί, Εν Ερμουπόλει 1922, σ.45-46. Σ. Κουγέας, «Συμβολαι εις την ιστορίας και την τοπογραφίας της ΒΔ Μάνης ». Ελληνικά, 6 (1923), σ.298- 9, ο ίδιος, « Περί των Μελιγκών», όπ. παρ., σ.20, σημ.4.
13. Pier- Antonio Pacifico, Breve descrizzione corografica del Peloponnesn o'Morea, in Venolia 1704, 0. 49. F. Saucrwcin, Das Siedlungsbild der Peloponnes um las Jahr 1700, Erdλμπάο, 23 (1969), σ.237- 241.
14. G. L. von Maurer, Das griechische Volk in öffentlicher, kirchlicher und prival rechtlicher Beziehung vor und nach dem Freiheitskampfc bis zuuin 31.Juli1834, III, Heidelberg1835,σ.3, στ.83
15. W. M. Lecake, Travels in the Morea, 1, London 1830, σ.319-320. Ο ίδιος, Peloponnesiaca :d Supplement to Travels in the Morea, London 1846, xdptns 1. H ayxida oquelove xl xxl otty Carte de la Moreo, redigée et gravée au dépôt general de la guerre d'aprés la triangulation et les leves exéculés en 1829, 1830 et 1837, Paris 1832.
16. Δρανδάκης- Καλοπίση- Παναγιωτίδη, όπ. παρ., ΠΑΕ, 1980, σ.233- 241. Για το ναό του Αγίου Νικολάου (μέσα 18ου αι. ;. βλ. Γ.. Traquair, «Laconia. Tlic Churclies of Western Mani », mual of the British Srhool allthens, XV (1908-09), 0. 202.
17. Πιομπίνος, Ελληνες αγιογράφοι μέχρι το 1821, Αθήνα 1979, σ.341, Α. Πετρονώτης, «Αγιογράφοι και κονισματάδες και της Λάνης», Λακωνικαί Σπουδαί, 6 (1992), σ.127, 131, βλ. και ΠΑΕ, 1981, σ.520- 522. Από τη Λαγκάδα είναι γνωστοί και δύο γραφείς κουδίκων του 18ου και 19ου αι., Σ. Λάμπρος, «Κατάλογος κωδίκων Αλεξίου Κολυβά», Νέος Ελληνομνήμων, 15 (1921), σ.86. Ν. Α. Βέης, Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Πελοποννήσου μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, τ.Α, Αθήναι 1915, σ.134-135, αρ. 133.
18. I'd röv TÚXU 37. : N. P. Kondakoy, Ikonografija Bogomateri, Petrograd 1915, Π, σ. 55 - 1:23. C. Ceteclielli, Afaler Christi (Oriente 3 Occidente), Rona 1316-1951, 1, σ.213- 218, IV, σ. 176 - 177. A. Grayar, « Iconographie de la Sagesse Di vine et de la Vierge»), Cahiers vrchéologiques, 8 (1956), 0. 258- 261 zai Grò L'art do la fin de l'inntiquité et du Moyen uge, T, Paris 1968, 0.558 - 560. O 18:0g, L’ico noclas/?ic byzantin, Paris 1957, σ.253- 255.
19. Σοφία Καλοπίση-Βέρτη, «Παρατηρήσεις στην εικονογραφία των αψίδων σε εκκλησίες της Μάνης», Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα, Απρίλιος 1981, Περιλήψεις ανακοινώσεων, σ.35.
20. Ν. Β. Δρανδάκης, «Δεόμενοι άγιοι επί του τεταρτοσφαιρίου αψίδος εις εκκλησίας της Μέσα Μάνης», Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, IV (1971), σ.232-239. Ν. Γκιολές, Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Γαρδενίτσας Μέσα Μανης», Λακανικαί Σπουδαί, 3 (1977), σ.43 -45. Μαρία Παναγιωτίδη, «Παρατηρήσεις στην εικονογραφία των αψίδων σε εκκλησίες της Μάνης»,Α Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα, Απρίλιος 1981, Περιλήψεις ανακοινώσεων, σ.56.
21. Αιμιλία Γκιαούρη, «Ο ναός του Αγίου Νικολάου κοντά στο Γεράκ », Αχαιολογικών Δελτίον, 32 (1971, Α Μελέται, σ.96-97, πίν. 30.
22. Π. Α. Βοκοτόπουλος, «Η Βυζαντινή τέχνη στα Επτάνησα», Κερκυραϊκά Χονικά, 15 (1970), s. 164, 175 - 176. Myrto Méladini-Georgopoulou, «Le décor apsi dal des églises byzantines de Kythéra (Cytheres) (c. 1100- 1275 a.C.)», Actes du X ve Congres International d'Études Byzantines, thènes 1976, II B, '10 VOL 1981, σ. 153, 15, 156, εικ. 65.
23. Ι. Λιάπης, Μεσαιωνικά μνημεία Ευβοίας, Αθήναι 1971, σ.115, πίν.82α.
24. G. Gerola - Κ. Ε. Λασσιθιωτάκης, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης, ΙΙράκλειον 1961, αρ. 81, 124 και σ. 121.
25. Βοκοτόπουλος, «Η βιαζαντινή τέχνη και, όπ. παρ., σ. 176. Δρανδάκης, «Δεόμενοι άγιοι», όπ. παρ., σ.234- 235, 238- 239. Πρβλ. A. Grabar, Marriy "un, II, Icon graphie, Paris 1946,105- 117, 319. Christa Ihm, Die Programme der christlichen 4psismalerei vom 1. Jh. bis zur Mitte des 8. Jhs., Wiesbaden 1960, 113-120.
26. Gordana Babić, Les chapelles anneces des églises byzantines (Bibliothèque des Cahiers Archéologiques III), Paris 1969, 8. Suzy Dufrenne. Les programnos iconographiques des églises byzantines de Mistra (Bibliothèque des Cahiers Archéo logiques IV), Paris 1970, σ.35. Πρβλ. Grabar, όπ. παρ., Π, σ.100-101.
27. Ν.Β.Δρανδάκης- Σ.Καλοπίση- Μ.Παναγιωτίδη,«Έρευνα στη Μάνη»,ΠΑΕ,1979,σ.165,πίν. 123β.
28. Δρανδάκης, « Δεόμενοι άγιοι », όπ.. παρ., σ. 236. Δρανδάκης - Καλοπίση - Παναγιωτίδη, όπ. παρ., ΠΑΕ, 1979, σ.178-179.
29, Αδημοσίευτη. πρβλ. Δρανδάκης, «Δεόμενοι άγιοι », όπ. παρ., σ. 238. Μνεία του ναού βλ.: Μ. Μιχαηλίδης, Αρχαιολογικόν Δελτίον, 26 (1971) Χρονικά Β1, σ.20, πίν.21. Ελένη Κουνουπιώτου, στο ίδιο, σ. 191.
30. Ν. Β. Δρανδάκης, «Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων της Λακωνικής Τρύπης», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών,25 (1955), σ. 59. Ο ίδιος, «Δεόμενοι άγιοι», όσο, παρ., σ. 236-237, εικ.4.
31. Dufrenne, Les programmes iconographiques, όσπ. παρ., σ. 19, 34, 55, schema XXIII, 15, εικ. 78.
32. Διονυσίου του εκ Φουρνά, Εοσηνεία της ζωγραφικής τέχνης, έκδ. Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Έν Πετρουπόλει 1909, σ.154, 2658, 291.
33. Π.χ. στο Δαφνί και άγιος Νικόλαος καταλαμβάνει την κόγχη του διακονικού, E. Diez - 0. Demus, Byzantine Mosaics in Greece. Hosios Lucas and Daphni, Cam bridge, Mass.1931, κάτοψη στη σ.121, στον Αγιο Νικόλαο Κλένιας την κόγχη της πρόθεσης, Δρανδάκης, «Δεόμενοι άγιοι», όπ. παρ., σ. 238, στον Αγιο Αχίλλειο του Arije (1296) την αντίστοιχη θέση του διακονικού, R. Hanimani-NIaclean - H. Hallensleben, Die Monumentalınalerci in Serbien und Makedonien (Marburger Abhandlungen zur Geschichte und Kultur Osteuropas, 3-5), Giessen 1963, Plan 18a, ap. III 6, Αγιο Νικόλαο Πλάτσας (1343/4 και 1348/9) την αψίδα του νότιου κλίτους που είναι ολόκληρο αφιερωμένο στον ομώνυμο άγιο, Ντούλα Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στην Πλάτσα της Μάνης, Αθήναι 1975, σ. 29 κ.εξ., και στο ναό του Σωτήρα του Kukeviξte (πριν από το 1348) την κόγχη του δεύτερου ορόφου του διακονικού, Babic, Les chapelies annexes, όπ. παρ., σ. 138. Επίσης, όπως έχει παρατηρηθεί, τα ίχνη τοιχογραφιών (γ ́ φάση και στην πρόθεση της Επισκοπής Ευρυτανίας δείχνουν ότι ο χώρος αυτός θα ήταν αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο, Μ. Χατζηδάκης, στο Βυζαντινές τοιχογραφίες και εικόνες. 'Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα 1976, σ. 30.
34. Ντούλα Μουρίκη, Βυζαντινές τοιχογραφίες των παρεκκλησίον της Σπηλιάς της Πεντέλης, ΔΧΑΕ, περ. 1, τ.7 (1973-74), σ.98- 99. Για τη θέση του αγίου Νικολάου στη σύνθεση της Δέησης, Φανή Δροσογιάννη, 14 Βυζαντιναι τοιχογραφίαι εντός λαξευτού τάφου εν Βεροία», Χαριστήριον εις Αναστάσιος Κ. Ορλάνδου, Β, Αθήναι 1966, σ. 394- 396, σημ.8 και 9.
35, Μηναίον Δεκεμβρίου, ημέρα 5', Στιχηρή ιδιόμελο της. Χαρακτηριστικοί είναι και οι στίχοι της 6ης Δεκεμβρίου «Ο Νικόλαος, πρέσβυς ών έν γη μέγας, ή και γής άποστας εις το πρεσβεύειν ζέει». Λυτρωτικό περιεχόμενο έχουν και τα περισσότερα θεοτοκία της ίδιας μέρας,
36. F. E. Brightman, Liturgies Eastern and Western. I. Eastern Lilurgies, Oxford 1896, σ.357-35). Π. Ν. Τρεμπέλα, Αί τρείς Λειτουργίαι, (Terle und For schungen zur byzantinisch - neugriechischen Philologie), Aonva, 1935, 2-11, 117-119, 184 -185.
37. G. Millet, Le monastère de Daphni, Paris 1899. Dusrenne, Les pro grammines iconographiques, όπ. παρ., σ.55. Για παραδείγματα, στο ίδιο, σ.31.
38. Βλ. παραπάνω σημ. 33,
39. Σκηνές από το βίο του Προδρόμου και του αγίου Νικολάου απαντούν συχνά στα παραβήματα των ναών ιδιαίτερα του βαλκανικού χώρου καθώς και της Ρωσίας. Για παραδείγματα (βλ.: Babic, Les chapelles αιιne.ras, υπ. παρ., 5. 121, 123-125, 137-138. Dufron, Les prograinnies Iconographiques, όπ. παρ., σ. 35, σημ.308. Nancy Patterson Seνenko, Cycles of the Life of St. Nicholas in Byzantine 11t, Columbia University 1973, σ.91, 96, 100, 105, 106, 120.
40. Δρανδάκης - Καλοπίση - Παναγιωτίδη, όπ. παρ., ΠΑΕ 1979, σ.157, πίν. 114.
41. Στέλλα Παπαδάκη, «Η Κερά της Κριτσάς», Αρχαιολογικόν Δελτίον, 2 1967), Α' Μελέται, σ. 109, πίν. 76, Δρανδάκης- Καλοπίση- Παναγιωτίδη, όπ. παρ. ΠΑΕ, 1971, σ.159.
42. Αδημοσίευτη. Για την επιγραφή Ν. Β. Δρανδάκης, «Δύο επιγραφές ναών της Λακωνίας και του Μιχαήλ Αρχαγγέλου (1278) στον Πολεμίτα της Μάνης και της Χρυσαφίτισσας (1290)», Λακωνικαί Σπουδαί, 5 (1982), σ.44-55.
43. Πρβλ. τους ναούς: Αγιος Ζαχαρίας Λάγιας, Αγιοι Ασώματοι στο Φλομοχώρι, Αι-Γιάννης Ποταμίτης Κοκκάλας, Ν. Β. Δρανδάκης- Ε. Δωρη- Σ. Καλοπίση- Τ. Παναγιωτίδη, «Ερευνα στη Μάνη», ΠΑΕ 1978, σ.140–144, πίν. 116-117, σ.114- 117, πίν.118- 119, σ.171- 173, πίν. 129 β. Αγιος Βασίλειος (άρισμένες μορφές) και Ταξιάρχης ή Αι-Λουκάς «στου Καλού». Αγιος Νικόλαος κοντά στην Κίττα, Αγιος Δημήτριος Ιζέριας, Δρανδάκης- Καλοπίση- Παναγιωτίδη, όπ. παρ., ΠΑΕ, 1979, σ.156- 160, πίν. 114 - 115, σ. 160 - 162, πίν. 116, σ. 186- 89, πίν.126-127α,σ.189-193,πίν.127 β.128.
44. Βλ. ενδεικτικά τους ναούς : Αγιος Νικόλαος Μονεμβασίας, Ν. Β. Δρανδάκης, «Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στον Αγιο Νικόλαο Μονεμβασίας», ΔΧΑΕ, περ.3, τ.9 (1977-79), σ.35- 61, Αγιος Γεώργιος στο Κούγενι Κισάμου (1281), Κ. Λασσιθιωτάκης, «Δύο εκκλησίες στο Νομό Χανίων», ΔΧΑΕ, περ.1, τ.2 (1960-61) 38-51, M. Chatzidakis, «Aspects de la peinture murale du XIIIe s. en Grèce»), GTÒ L'art byzantin du XIe siècle, Symposium de Sopoćani 1965, Beograd 1967, σ,72, εικ.26, Αγιος Γεώργιος Βάρδας (1289/90), Α. Κ. Ορλάνδος, «Βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί της Ρόδου και, 'Αρχείον των Βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος,6 (1948), σ. 114 - 142 καθώς και πιο λαϊκά έργα όπως την Παναγία «στης Γιαλλους» (1288 389), Ν. Β. Δρανδάκης, « Α τοιχογραφία του ναού της Νάξου Παναγία στης Γιαλλους», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 33 (1964), σ. 258 - 269.
45. Έχει πέσει το κονίαμα της προετοιμασίας,
46. Το ύψος που βρίσκεται η επιγραφή εμπόδισε τη λήψη διαστάσεων. Η φωτογραφία έχει ληφθεί από απόσταση με τηλεφακό.
47. Η επιγραφή πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Σ. Κουγέα, « Περί των Μελιγκών», όπ, παρ., σ. 3 κ.εξ. Βλ. και Ντούλα Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στην Πλάτσα, όπ. παρ., σ.12-15 και πανομοιότυπο στις σ. 93-94.
48. Στο ίδιο, σ.15-16, είκ, 57, 91, 95.
49. St. B. Psaltes, Grammatik der byzantinischen Chroniken, Göttingen 19742, σ. 134, 135 - 136.
50. Μουρίκη, όπ. παρ., σ.15-16.
51. A. Papageorghiou, Masterpieces of the Byzantine Art of Cyprus,Nicosia1965, σ.29,πίν. ΧΧΧΙΙ,1.
52. Ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή E. Trapp και τον δρ. Η.-V. Boyer που είχαν την καλοσύνη να με πληροφορήσουν, ύστερα από έρευνα στην αρχειοθήκη του Prosopo graphisches Lexikon der Palmologenzeit, ότι το όνομα δεν είναι γνωστό από αλλού. Επίσης ευχαριστώ τον καθηγητή Ι. Sevenko για τις πολύτιμες υποδείξεις του σχετικά με την επιγραφή.
53. ΙΙ σλαβολόγος του Πανεπιστημίου της Βασιλείας δρ. Silvia Althaus- Schön bucher, την οποία ευχαριστώ θερμά, είχε την καλοσύνη να με πληροφορήσει ότι θα μπο ρούσε κανείς, με κάποια επιφύλαξη, να δεί στο όνομα του κτήτορα τη σλαβική πρόθεση (u). = από, και τη ρίζα Tuxuu, tuxoe=ήσυχος, που απαντά σε τοπωνύμια του ελληνικού χώρου με σλαβική προέλευση, M. Visa mer', ο Die Slaven in Griechenland», Αθhand lungen der Preussischen Akademie der Wissenschaften, Phil. Hist. Klasse, Nr. 12, Berlin 1941, σ. 53, αρ.314 Τιχοπολιανή, σ. 98, αρ. 119 Τυχάϊ.
54. Κουγέας, «Περί των Μελιγκών», όπ, παρ., σ. 6-10. Για τους Μελιγκούς εκτός από το άρθρο του Κουγέα, όπ. παρ., σ.1- 34, βλ. : Δ. Ζακυθηνός, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι, Αθήναι 1915, σ.51- 66. Ο ίδιος, Le Des polat gree de Moree. Histoire politique, Edition revue et augmentée par Chryssa NIallezou, London 1975, βλ. ευρετήριο. Α. Bon, Le Peloponnèse byzantin jusqu'en 1204, Paris 1951. O ίδιος, La Morée franque, Paris 1969, βλ. ευρετήριο. Πρβλ. και παρακάτω σημ. 55. Για την εγκατάσταση των Σλάβων στην Πελοπόννησο βλ. τελευταία J. Koder, «Zur Frage der slavischen Siedlungs gebiete im mittelalterlichen Griechenland», Byzantinische Zeitschrift, 71 (1978), 315- 331, P. Charanis, «On the Dernography of Medieval Greecc: A Problem Solved», Balkan Studies,20 (1979), σ.193-218. Για το Ζυγό βλ. Δ. Βαγιακάκος, «Αρχαία και μεσαιωνικά τοπωνύμια έκ Μάνης», Πελοποννησιακά, 2 (1957), σ.315-319.
55. Hélène Abrweiler- Glykalzi, «Une inscription méconnue sur les Mélin gues du Taygète», Bulletin de Correspondance Hellénique, 86 (1962), o. 1 -10. "Αννα Αβραμέα, «Ο τζάσις των Μελιγγών 2. Νέα ανάγνωσις επιγραφών εξ Οιτύλου», Παρνασσός, 16 (1971) σ.288- 300. Πρβλ. Koder, «Zur Frage», όπ. παρ., σ. 319.
56. Βλ. παραπάνω σημ. τ7.
57. Ν. Β. Δρανδάκης, «Δύο βυζαντινές ενεπίγραφες πλάκες Αγίας Τράπεζας σε ναούς της Μεσσηνιακής Μάνης», «Μνήμη» Γεωργίου Κ. Κουρμούλη, Αθήναι 1980, ανάτυπο, σ.1-5.
58. F. Dölger, «Johannes VI. Kantakuzonos als dynastischer Legitimist" l'estsehrift für A. 4. Vasiliev, Seminarium Kondakopianium, 10 (1938), 19-30 vai GÒ Ilupucnogu, 30 Aufsälze zur Geschichte, Kultur und Sprache des byzantini schen Reiches, EL.Cal 1961, σ.194- 207. Πρβλ. D. Nf. Nicol, The Byzantine Furnity of Kanta kouzenos (Cantacuzenus) CH. 1100 - 1460, (Dumbarton Oaks Studies XI), Washington D. C. 1968, σ.49, 63. Πάντως ο Καντακουζηνός απέφευγε να χρησιμοποιεί στην υπογραφή του το επίθετο Παλαιολόγος, Djlger', όπ. παρ., Παρασπορά, σ. 196, σημ. 7.
59. Κωνσταντίνα. Μέντζου- Μεϊμάρη, «Χρονολογημέναι βυζαντιναι επίγραφα του Corpus Inscriptionum Graecarum IV, 2», ΔΧΑΕ, περ. 4, τ.9 (1977-19), σ.73-131, αρ.56,100,105,151,172.
60. Οι imagines clipeatae συμβολίζουν, όπως έχει παρατηρηθεί, τη νοητή παρουσία των μορφών που απεικονίζονται, A. Grabar, «L'imago clipeata chrétienne », Corn ples Rendus de l'Académie des Inscriptions el Belles- Lettres, Paris 1957, 9-13, yal Oto L'art de la fin de l'Antiquité et du Moyen Age, I, Paris 1968, 607-613.
61. Για τον κόκκινο κάμπο βλ. Ντούλα Μουρίκη, «Ο ζωγραφικός διάκοσμος του τρούλλου του Αγίου Ιεροθέου κοντά στα Μέγαρα», Αυχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, XI (1978), σ.132-133, σημ.22.
62. Η ίδια, «Η Παναγία και οι Θεοπάτορες : αφηγηματική σκηνή ή εικονιστική παράσταση», ΔΧΑΕ, περ. 1, τ.5 (1966-69), σ.46-19.
63. Δρανδάκης- Kαλοπίση- Παναγιωτίδη, όπ. παρ., ΠΑΕ, 1979, σ.197-198. Στους μεταβυζαντινούς ναούς της Μάνης του θεοπάτορες απεικονίζονται κατά κανόνα στα εσωτερικά τοιχώματα της Ωραίας Πύλης.
64. Για το θέμα βλ.: Jacqueline Lafontaine- Dos0gne, «Un theme icono graphique peu connu: Marina assommant Belzébuth », Byzantion, 32 (1962), 251-259. P. Vocotopoulos, «Fresques du XIe siècle à Corfou», Cahier giques, 21 (1971), 161-162. Lydie Hadermann- Misguich, Kurbinovo (Biblio thèque de Byzantion 6), Bruxelles 1975, 235- 240. Sophia Kalopissi- Verti, Die Kirche der Hayia Triada bei kranidi in der Argolis (1944) (Miscellanea Byzantina Monacensia 20), München 1975, σ.204-209.
65. Λουκ. β', 22 - 38. Για την εικονογραφική εξέλιξη και την τυπολογία της σκηνής βλ.: Α. Ξυγγόπουλος, Υπαπαντή», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 6 (1929), o. 328 - 339. Dorothy G. Short, « The Iconographic Development of the Presentation in the Temple », The Art Bulletin, XXVIII (1946) o. 17 - 32. K Wessel, « Darstellung Christi im Tumpel », Reallevikon ziur byzantinischen Kunst, I, Stult gart 1966, OT. 1134 - 1145. Gertrud Schiller, Ikonographie der christlichen Kunst, 1, Gütersloh 1966, σ.100-104.
66. Διονυσίου του εκ Φουρνά, Ερμηνεία, όπ.παρ., σ.87. Ξυγγόπουλος, «Υπαπαντή», όπ. παρ.,σ. 333.
67. Στο ίδιο, σ. 332. Shorr, άπα. παο., σ.25. Wessel, όπ. παο., στ. 1141 - 11 4 Σ.
68. Ματθ. ιζ', 1-8, Μαρκ. 2–8, Λουκ. θ', 28-36. Για την εικονογραφία της oxnys: G, Millet, Recherches sur l'iconographic de l'Evangile aur. XIV, Xpe et XV siècles, d'après les monuinonts de Mistra, de la Macédoine et du Mont-Athos, Paris 19602, σ.216- 231. Schiller, koιograplie, όπ. παρ., 1, σ.15-161, Κ. Weitzriann, «A Metamorphosis Icon or Miniature on Mt. Sinai», Starinar XX, 1969, Me langus Dj. Bošković, 415-421 OTÒ Byzantine Liturgical Psaliers and Gospels, London1980. xii.
69. Ο νεωτερισμός στη στάση του αριστερού αποστόλου, που είναι συνήθως ο Πέτρoς, κατά την παλαιολόγεια περίοδο έγκειται στο ότι ο μαθητής γονατίζει με στραμμένα τα νώτα προς το κέντρο της παράστασης ενώ, συγχρόνως, γυρίζει, το κεφάλι προς τον Χριστό, βλ. π.χ. Πρωτάτο στις Καρυές, G. Millet, Mononents de l'Athos, I, Les peintures, Paris 1927, πίν. 11, 3. Αγιος Νικήτας στο Cucer (1307), G. Millet- Α. Frolow, La peinture du Moyen Age en Yougoslavie, III, Paris 1962, πίν. 35, 3, Αγιοι Απόστολος Θεσσαλονίκης (1312-15), Α. Ξυγγόπουλος, 11 ψηφιδωτή διακόσμησης του ναού των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1953, πίν. 18, 19, 1 κ.ά.
70. Στην υστεροβυζαντινή εποχή παριστάνεται συχνά και αριστερός μαθητής κατά τα μεσοβυζαντινά πρότυπα, δηλαδή γονατιστός στραμμένος προς τον Χριστό με ανασηκωμένο κορμι σε στάση ομιλίας, όπως στον κώδικα Ιβήρων 5, φ. 269β, Οι Θησαυροί του Αγίου Ορους, Σειρά Α, Εικονογραφημένα χειρόγραφα, Β', εικ. 31, στο ναό των Αγίων Ιωακείμ και Αννας στη Studelica (1313-14), Millet- rolow, όπ, παρ., πίν. 62, 3, στο Staro Nagoriino (1318), στο ίδιο, πίν. 105, 1, στην ψηφιδωτή εικόνα της Opera del Duomo στη Φλωρεντία, Ι. Furlan Le icone bigantine annosaico, Milano 1979, 81-82, τικ.30, στον κώδικα par. gr, 1242 της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι (1375), σ.92β, Ι.. Spa tharakis, Corpus of Daled Illuminated Greek Manuscripts [Byzantina Noerlandica 8}, Leiden 1981, αρ. 209, πίν, 479 κ.ά.
71. Για την εικονογραφία του Επιτάφιου Θρήνου: Millet, Recherches, όπ. πιο., σ.489-516. Α. Ξυγγόπουλος «Αί απολεσθείσαι τοιχογραφίαι της Παναγίας των Χαλ κέων Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά, 4 (1955-60), σ. 6-16. Κ. Weitzman, «The Origin of the Threnos», De Artibus Opuscula XL, Essays in I-Ionor of Erwin Pa nofsky, New York 1961, 0.476 - 490 Yol GT) Byzantine Book Illunination and Iro ries, London 1980, IX. Tania Velmans, «Les valeurs affectives dans la peinture muralo byzantine au XIIIe siècle et la manière de les représenter», L'ari byzantin du XIIe siècle, Symposiun de Sopoćani 1965, Belgrade 1967, 47-49. Lydie Ha dermann- Misguich, «Rencontres des tendances liturgiques et narratives de l' Epi taphios Threnos dans une icone du XVe siècle couservée à Patinos», Byzantinische Zeitschrift, 59 (1965), σ.359-364. Schiller, Ikonographie, όπ. παρ.2, σ.187 -192 Μαρία Σωτηρίου, «Ένταφιασμός-Θρήνος), ΔΧΑΕ, περ.4, τ.7 1973-744, σ.139-147
72. Πρβλ. I. Maguire, «The Depiction of Sorrow In Middle Byzantine Art», Dumbarton Oaks Papers, 31 (1977), σ.140–151.
73. Η επιγραφή επικρατεί στις παλαιολόγειες και μεταβυζαντινές σκηνές του Θρήνου, Millet, Recherches, άπ. παρ., σ.496. Σωτηρίου: «Ενταφιασμός», όπ. παρ., σ.16.
74. Για την εικονογραφία της Αποκαθήλωσης: Millet, Recherches, όπ. παρ., 467- 488., «L'art des Balkans et l'Italie au XIIIe siècle »), Alli del Con gresso internazionale di studi bizantini, II, Roma 1936= Studi bizantini a neoel Iernici, 6 (1940), σ.275-281. Y. Nagatsulka, Descente de Crroir, Tokyo 1979.
75. NIατθ. κ', 57-61, Μαρκ. ιστ', 42 - 47, Λουκ, κγ', 50 - 55, Ιωάν. 10, 33-42. Ο θρήνος της Παναγίας στην ταφή του Χριστού δεν αναφέρεται στα κανονικά ευαγγέλια. Περιέχεται, όμως, στο απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικόδημου Β, Cap. ΧΙ, C. Tischen dorf, Εμαngelia Apocryphi, Leipzig 1853, σ.292, σε πατερικά κείμενα του 9ου και 10ου αι., ιδιαίτερα στον 11 Λόγο του Γεωργίου Νικομηδείας (Migne, P. G., 100, 14:57- 1189) και στο Λόγο του Συμεών Μεταφραστή «Εις τον Θρήνον της Υπεραγίας Θεοτόκου » (στα ίδιο, 114, 209-217) καθώς και στα εγκώμια του Όρθρου του Μ. Σαββάτου (Τριώδιο).
76. K. Weitzrnann, «The Constantinopolitan Leclionary Morgan 639», Slu dies in Arland Literature for Belle De Costa Greene, Princeton, N. J. 1954, 366-367, εικ.318 και στο Byzantine Liturgica! Psaliers and Gospels, London 1980. XIV. Σωτηρίου « Ενταφιασμός», όπ. παρ., πίν. 448, 1. Η Μαρία Σωτηρίου, όπ. παρ., σ. 139-147, συσχετίζει την παράσταση του Θρήνου, όπως αυτή επικράτησε στη βυζαντινή εικο νογραφία από το 12ο αιώνα, με πρότυπα ανάλογα της μικρογραφίας του Ευαγγελίου Morr gan 639 ενώ οι Millet, Recherches, όπ. παρ., σ.191-198, και Weitzmann, «The Ori gin of the Thronos ), όπ. παρ., σ. 177 κ..έξ. τη θεωρούν βαθμιαία εξέλιξη της σκηνής του 'Ενταφιασμού.
77. A. Goldschmidt-K, Weitzmann, Die byzantinischen Elfenbeinskulpluren des Χ.-XIII. II., , Reliefs, Berlin 1979 σμικρυμένη ανατύπωση της α έκδοσης, Βερολίνο 1931), αρ. 23. Weitzmann, «The Origin of the Threnos», όπ. παρ., σ.186, εικ. 13. Σωτηρίου, «Ενταφιασμός», όπ. παρ., σ. 142, πίν.18, 2. Ο συνδυασμός Αποκαθήλωσης και Θρήνου σε δύο επάλληλες ζώνες απαντά σε μία ομάδα ελεφαντοστών του 11ου αι. (Ralhmengruppe, Goldschmidt-Weitzmanι, όπ. παρ., αρ. 201, 207, 208, 209, πίν. LXVII, 1XVIII. Στο ευαγγέλιο Ι. S. Harley 1810 του Βρετανικού Μουσείου (13ος αι.) απεικονίζεται στο φ. 2105β πάνω ή Αποκαθήλωση και κάτω και Θρήνος με διαχωριστική διακοσμητική ταινία, Weitzmann, όπ. παρ. 183-18, εικ.11. Για το συνδυασμό Αποκαθήλωσης και Θρήνου σε μία σκηνή βλ. και Nagatsulka, όπ. παρ., Κατάλογος V- Ε411 και XVIII- 801.
78. Βλ. παραπάνω σημ. 75.
79. Millet, Recherches, όπ. παρ., σ. 498-500. Ξυγγόπουλος, «Α απολεσθείσαι τοιχογραφίαι», όπ. παρ., σ.10. Σωτηρίου, «Ενταφιασμός», όπ. παο., σ. 146. Ο έρυθρός λάθος απαντά σε μερικά παραδείγματα ήδη τον 11ο αι., Millet, Recherches, σ. 499.
80. Π.χ. στον κώδικα Μονής Βατοπεδίου 735, σ. 173, V. Lazarev, Storia della p ura bizantina, Torin) 1967, εικ.409, στον Αγιο Νικόλαο του Prilep (1298/99), Millet- Frolow, όπ. παρ., ΙΙΙ, πίν. 26, 1, στους Αγίους Θεοδώρους και στην Περίβλεπτο του Μυστρά, G. Millet, Λforuinerals byΞαπέins de Mistra, Paris 1910, πίν. 88, 122, 4, 123, 1, στον "Αγιο Δημήτριο του Pet (1317 - 1925), G. Sulbolic, The Church of St. Demetrius in the Patriarchate of Peo, Beograd 196%, εικ. 30, στον κώδικα Gr. Τh. f, 1 της Bodleian Library της Οξφόρδης (1:322- 40) φ. άα, Spathiarakis, όπ. παρ., αρ. 237, εικ. 128, στον Αγιο Νικόλαο Bolnikki της Αχρίδας, Sν, Grozdanov, Σα peinture murale d'Ohrid αιι ΧΙV siècle, Beograd 1980, +3, σχ. 4, στο ναό των Ταξι texūv toŨ Lesnovo (1349), G. Millet - Tania Velmans, La peinture du Moyen 11gc en Yougoslaric, IV, Paris 1969, εικ. 28, 29, στον "Αγιο Νικόλαο στη Psata (1366 - 1371), στο ίδιο, εικ. 125, κ.ά. Ο σταυρός στη σκηνή του Θρήνου επικρατεί και στη μετα βυζαντινή εποχή, πρβλ. Διονυσίου του έκ Φουρνά, Ερμηνεία, όπ. παρ., σ. 100. Σταυρός στην παράσταση του Θρήνου απαντά σε μεμονωμένες περιπτώσεις ήδη από το τέλος του 11ου αι. όπως στο Τετραευάγγελο της Παλατινής Βιβλιοθήκης στην Πάρμα (ms. palat.. 5, φ. 90 β), Millet, Reebhereics, όπ. παρ., εικ. 331. Lazarev, Storiα, όπ. παρ. εικ.243, στη Μονή Mirot του Pskoν (μέσα 12ου αι.), Magir», «The Depiction of Sorrow», όπ. παρ., εικ.63.
81. Βασική πηγή για την εικονογραφία της σκηνής αποτελεί το απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικοδήμου), Pars II, Cap. ΧVII-XXVII, έκδ. Tischendorr, όπ. παρ.,σ.301-311.368, 410, E. Hennecke, Veulestamentliche Apokryphen in deutscher Ueber setzung, herausgegeben von W. Schnecmelclier, I. Evangelien, Tübingen 1968, σ.348 356. Βιβλιογραφία για την εικονογραφία βλ. παρακάτω σημ. 84.
82. Η Εύα, αν δεν οφείλεται σε κάποια αδεξιότητα του τεχνίτη, δεν φαίνεται να φορά το παραδοσιακό μαφόριο, αλλά κάλυμμα του κεφαλιού εμπνευσμένο, ίσως, από κοσμικές ενδυμασίες. Πρβλ. μορφή δωρήτριας στον κώδικα 60 της Μονής Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, φ.1β (12ος αι.), Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, όπ. παρ., Α', εικ. 295. Δεν είναι μοναδική ή περίπτωση που η Εύα στη σκηνή της Ανάστασης φοράει άλλου είδους κάλυμμα του κεφαλιού εκτός από το παραδοσιακό μαφόριο, πρβλ. μανδήλα Εύας στο φ 1β του Ευαγγελιστασίου στο Σκευοφυλάκιο της Μονής Μεγίστης Λαύρας (11ος αι.), στο ίδιο, Γ', εικ. 6.
83. Elisa hetta Lucchesi Palli, « Der syrisch- palestinensische Darstellungs typus der Höllenfahrt Christi », Römische Quartalschrifl, 57 (1962), 250-267. R. Lange, Die Auferstchung (Iconographia Ecclesiae Orientalis), Recklinghausen 1966, σ.15 κ.εξ.
84. Για την εξέλιξη της εικονογραφίας και την τυπολογία της παράστασης, βλ.: Μα ρία Σωτηρίου, « Χρυσοκέντητον επιγονάτιον του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών μετά παραστάσεως της εις Αδου Καθόδου», Bysantinisch- Neugriechische Jahrbiicher», 11 (1934 435), σ. 289 - 29. A. Grabar, I'Empereur dans l'art byzantin, Paris 1936, 0. 245- 249. O (8:06, « Essai sur les plus anciennes représentations de la "Résurrec tion du Christo», Monuments et Mémoires Piol, 63 (1980), 6.105 - 111. K. Weitz mann, «Das Evangelion im Skevophylakion zu Lawra» Seminarium Kondako vianum VIII, 1936, 87-89 xxl OTO Byzantine Liturgical Psallers and Gospels, London 1980, XI, «Aristocratic Psalter and Leciionary», The Record of the Art Museuri, Princeton University, XIX (1960), σ.93-102 και στο ByzΓιιίiις Liturgical Psalters, ön. ., VI. Geistige Grundlagen und W'escn der Marc donisciueri Renaissance, Köln-Opladen 1903, σ.39, 410, εικ. 37, 38. Janni Villetti, La résurrection du Christ dans l'art chrétien du Ile au VIIe siècle, Paris 1957. Lange, Ör, 700., 0. 1 x. Elisabetta Lucchesi Palli, «Anastasis», Reallexikon zur byzanti nischer Kunst, 1, Stuttgart 1966, στ. 112-118. Schiller, Ikonographie, ύπ. παρ.3, σ.41-56.
85. Lange, or. nao., 6. 59 - 62. Sirarpie Der Nersessian, Otò P. Underwood, The Kariye Djami (Bollingen Series LXX) i, Princeton, N. J. 1975, 6. 320 - 322.
86. Μαρκ. ιστ', 19, Λουκ. κδ', 51, Πράξεις α', 9 - 12. Για την εικονογραφία της oxyvñs : E. Dewald, «The Iconography of the Ascension», American Journal of urchacology, 19 (1915), 277-319. II. Schrade, a Zur Ikonographie der Timmel fahrt Christi»), Vorträge der Bibliothek Warbury, 8 (1928 - 29), 0.66 - 190. H. Gutberlet, Die Himmelfalur Christi in der bildenden Kunst von den Anfängen bis ins hohe Mittelalter, Leipzig - Strassburg - Zürich 1934. Schiller, Ikonographie, όπ. παρ., 3, σ. 14.1 - 16/1. K. Vessel, «Himmel falhrt», Realierikon Eurbyzanti τιιschen Kunst, Y, Stuttgart 1971. στ. 12. Ε - 1262. Ν. Γκιολές. Η Ανάληρες του Χριστού βάσει των μνημείων της α' χιλιετηρίδος (βιβλιοθήκη Σαριπόλου, Αθήναι 1981.
87. Wessel, όπ, παρ., στ, 1233 κ.εξ. Γκιολές, όπ. παρ., σ.116 κ.εξ. 88. Βλ. παραπάνω σ.170.
89. Για την απεικόνιση του επώνυμου αγίου δίπλα στο τέμπλο Gordana Babic, «O živopisanom ukrasu oltarskih prograda », Zbornik za likovne unetnosti, 11 (1975), 18-20, 41, lalopissi - Verti, Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi, ont. 100., 50-52, M. Chatzidakis, «L'évolution de l'icone aux 11e - 13e siècles et la transformation du templon,», Acles (lu XVè Congrés International d'Études Byzantines Athenes 1976, Ι, Αθήναι, 1979, σ.337.
90. «Classicisme ot tendances populaires au XIVe siècle», X1 Ve Congres International des Études Byzantines, Bucarest 1971, Rapports I, Bucarest 1974, σ. 183-186.
91. Μαρία Σωτηρίου, «Αι τοιχογραφία: του βυζαντινού ναϊδρίου των Ταξιαρχών Δεσφίνης», ΔΧΑΕ, περ. 4, τ.3 (1962-63), σ.175-202, πίν.47-50. Μικρόσωμες μορφές, αλλά πολύ καλύτερης ποιότητας, απαντούν στο νότιο κλίτος του Αγίου Νικολάου Πλάτσας (1343|14 και 1348 | 449), Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου, στην Πλάτσα, όπ. παο., σ. 62-66, πίν. 23, 39- 12, 70-79, 81.
92. A. and J. Stylianou, The Painted Churches of Cyprus, Stourbridge 1964, 3, εικ. 23, Papageorghiou, Masterpieces, όπ. παυ., πίν. ΧΧΧΙΙ, 1.
93. G. Subotić, «Počeci monaškog života i crkva manastira Sretenja u Me teorima », Ζbornik τα εικονηe uneinosti, 2 (1966), σ.127-181, πίν. 6-11, 13-14, 19 κλπ.
94. Τις μετρήσεις και την περιγραφή του τείχους καθώς και ορισμένες από τις φωτογραφίες οφείλω στον αρχιτέκτονα κ. Γιάννη Μαυρομματίδη, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά.
95. Σύμφωνα με τη ντόπια παράδοση σε περίοδο επιδρομών αποκλείστηκαν στη σπηλιά κάτοικοι της περιοχής. Λέγεται, μάλιστα, ότι σε ένα άνοιγμα που επικοινωνεί με το χωριό υπάρχουν ανθρώπινα οστά.
96. Δρανδάκης- Καλοπίση- Παναγιωτίδη, όπ. παρ., ΠAE, 1980, σ.215-216.


ΠΗΓΗ https://aristomenismessinios.blogspot.com/


Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only