.
Πλοία και ναυπηγική στο Αιγαίο
της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Περί Αλός
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΝΑΚΑΣ
Αρχαιολόγος
ΜΑ in Maritime Archaeology
Ανακοίνωση στο συνέδριο THE “DARK AGES” REVISITED,
International Conference in Memory of William D. E. Coulson
Department of History, Archaeology and Social Anthropology
University of Thessaly, Volos, Greece 14-17 June 2007.
Αναρτάται στο Περί Αλός με την έγκριση του Αρχαιολόγου Γ. Νάκα.
ΕΙΚΟΝΑ 11. 5 Παράσταση μακρού πλοίου σε θραύσμα κρατήρα από τον Κύνο, 12ος αι (Wachsmann 1998, fig. 7.8A) |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι συγγενείς τέχνες της ναυσιπλοΐας και της ναυπηγικής υπήρξαν ένας από τους μάλλον παραμελημένους τομείς της αρχαιολογίας της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στο Αιγαίο, κυρίως λόγω της έλλειψης επαρκών αρχαιολογικών δεδομένων. Μια έλλειψη η οποία οδήγησε παλαιότερους αλλά και νεότερους μελετητές στο συμπέρασμα ότι οι λεγόμενοι «Σκοτεινοί Αιώνες» ήταν αιώνες πλήρους οπισθοδρόμησης, παρακμής ή ακόμα και εξαφάνισης της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου στην περιοχή (Schweitzer 1971, 10-11. Bengtson 1991, 56. Tandy1997, 59). Η προσεκτική, ωστόσο, μελέτη των παλαιών και νέων αρχαιολογικών δε-δομένων αποκαλύπτει ένα σημαντικό σύνολο μαρτυριών που αφορούν στα πλοία αυτής της εποχής. Σκοπός αυτής της ανακοίνωσης θα είναι η παρουσίαση και η μελέτη αυτών των μαρτυριών αναφορικά με τη ναυπηγική, τη ναυσιπλοΐα, τον πόλεμο στη θάλασσα και το εμπόριο, καλύπτοντας τους αιώνες από την Υπομυκηναϊκή έως τη Μέση Γεωμετρική ΙΙ περίοδο (1100-800 π.Χ.). Η παρουσίαση αποτελεί τμήμα διδακτορικής διατριβής που αφορά στη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο των «Σκοτεινών Αιώνων» και εκπονείται, υπό την επίβλεψη του Αναπληρωτή Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κυρίου Γιάννου Λώλου[1].
ΕΙΚΟΝΑ 1. Απεικόνιση δύο εμπορικών πλοίων της Πρωτογεωμετρικής περιόδου σε κρατήρα από την Κνωσό (Basch 1987, 159, fig. 320). |
1. Κατάλογος μαρτυριών
1.1. Εικονογραφία (Αιγαίο)
Η μόνη πρωτογενής πηγή για τη μορφή των πλοίων των «Σκοτεινών Αιώνων» είναι η εικονογραφία. Αυτή περιλαμβάνει τις ακόλουθες εννέα παραστάσεις και ομοιώματα από το χώρο του Αιγαίου (για την ορολογία των με-ρών των αρχαίων πλοίων βλ. Marinatos 1933,170-235.Gray 1974, 152-157. Basch 1987, 155-156. Κορρές 1989, 189-190.Mark 2005):
1. Απεικόνιση δύο εμπορικών πλοίων σε ΠΡΓ κρατήρα από την Κνωσό. Παρότι αρκετά αφαιρετική, η παράσταση αποδίδει μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά των εικονιζόμενων σκαφών, την κυρτή τρόπιδα, τα συμμετρικά άκρα με τα κυρτά ακροστόλια και τις υπερκατασκευές (ικρία), καθώς και το κουπί πηδάλιο της πρύμνης (εικ.1:Kirk 1949, 118-119, fig. 6. Gray 1974, 57, abb. 16g. Basch 1987, 159, fig. 320. Wachsmann 1998, fig. 8.49A).
2. Πήλινο ΥΠΓ γραπτό ομοίωμα πλοιαρίου από τη Φορτέτσα, Κρήτη. Το μικρό και απλοϊκά κατασκευασμένο ομοίωμα αποδίδει με πιστότητα το σκελετό ενός ξύλινου πλοίου με την τρόπιδα, τους νομείς και άλλα εσωτερικά ενισχυτικά στοιχεία (εικ. 2: Basch 1987, 159, fig. 321).
ΕΙΚΟΝΑ 2. Πήλινο γραπτό ομοίωμα πλοιαρίου της Ύστερης Πρωτογεωμετρικής περιόδου από τη Φορτέτσα, Κρήτη (Basch 1987, 159, fig. 321). |
3. Παράσταση μακρού πλοίου σε αγγείο από την Κρήτη (9ος αι. π.Χ.).
Απεικονίζεται με αρκετή επιμέλεια ένα μακρό (κωπήλατο) πλοίο και καταγράφονται, σχηματικά, τα κύρια χαρακτηριστικά του: το χαμηλό και μακρύ κήτος που απολήγει σε έμβολο στην πλώρη και κάμπτεται σε υψηλό άφλαστο στην πρύμνη, τα πλευρικά ξύλινα κιγκλιδώματα που υψώνονται περισσό-τερο στα δυο άκρα του πλοίου, τη συμπαγή και διακοσμημένη με οριζόντιες απολήξεις υπερκατασκευή της πλώρης, η οποία επιστέφεται από υψηλό κυρτό ακροστόλιο και τον ιστό με τα ξάρτια του (πρότονος και επίτονος) (εικ. 3)[2].
4. Πήλινο ομοίωμα πλοιαρίου από τον Κούκο Χαλκιδικής (Μέση ΠΓ περίοδος). Φτιαγμένο χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια, το άγραφο αυτό ομοίωμα (ίσως παιχνίδι) διασώζει δυο πανομοιότυπα άκρα που αποδίδουν πιθανότατα τις απολήξεις της τρόπιδας (εικ. 4:Carrington-Smith –Vokotopoulou 1992, 430, εικ. 10).
5. Παράσταση μακρού πλοίου σε θραύσμα κρατήρα από τον Καστανά (αρχαία Αμυδώνα), Μακεδονία (Υστεροελλαδική ΙΙ-ΙΓ-ΠΡΓ περίοδος). Η παράσταση διασώζει τη μορφή ενός μακρού πλοίου με τα πλαϊνά ικρία, τους σκαρμούς και την υψηλή υπερκατασκευή της πλώρης με το στοιχειώδες έμβολο. Το αγγείο είναι κατασκευασμένο από τοπικό πηλό, η ακριβέστερη χρονολόγησή του όμως παραμένει προ-βληματική (εικ. 5: Jung 2001).
6. Παράσταση μακρού πλοίου σε θραύσματα πυξίδας από το Λευκαντί (Νεκροταφείο Τούμπας, Τ.61 - ΥπΠΓ ΙΙΙΑ/ΜΓ Ι περίοδος). Η λεπτομερέστερη απεικόνιση πλοίου της περιόδου: διακρίνεται το χαμηλό κήτος με την οριζόντια προεξοχή-έμβολο, το υψηλό άφλαστο της πρύμνης με τα δόρατα για την υπεράσπιση του πλοίου και το κουπί-πηδάλιο, το κατάρτι με έναν πρότονο και καρχήσιο (συσκευή για την ανύψωση του ιστίου), οι σκαρμοί και η υψηλή πλώρη με το ακροστόλιο (εικ.6:Popham 1987. Calligas 1990, 77-78, fig.1. Popham – Lemos1996, pls. 107, 126.Wedde 1996, 581, fig. 4A).
7. Παράσταση μακρού πλοίου σε θραύσμα κρατήρα από το Λευκαντί (Νεκροταφείο Σκουμπρή - ΥπΠΓ ΙΙΙΑ/ΜΓ Ι περίοδος). Λιγότερο λεπτομερής από την προηγούμενη, η παράσταση απεικονίζει επίσης ένα μακρό πλοίο με «έμβολο», υψηλή πλώρη και πλευρικά ικρία (εικ. 7: Popham κ.ά.1980, 267, pls. 274:918, 284:11. Calligas1990, 78,fig. 2).
8. Πήλινο ομοίωμα από το Λευκαντί (Ξερόπολις, Area R - ΠΡΓ περίοδος). Από τη μοναδική φωτογραφία του ομοιώματος που έχει μέχρι στιγμής δημοσιευτεί, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι αυτό αποδίδει ένα σχετικά μακρόστενο πλοίο με του-λάχιστον τρεις ζυγούς ή πάγκους κωπηλασίας (εικ. 8: Lemos 2006-2007, 39-40, fig.47).
9. Παράσταση πλοίου σε κρατήρα από θαλαμοειδή τάφο στο Dirmil της Αλικαρνασσού (Τουρκία) (ΠΡΓ περίοδος).Η ιδιαίτερα αφαιρετική αυτή παράσταση απεικονίζει πιθανότατα μακρό πλοίο με άφλαστο και υπερυψωμένη πλώρη. Το έμβολο μόλις που διακρίνεται στο ένα άκρο του σκάφους (εικ. 9 :Bass 1963, pl. 83, fig. 15. Boysal 1969, 31-32.Gray 1974, 57, abb.16b. Özgünel 1979, 69-71. van Doorninck 1982, figs. 2, 3, 4 (A). Basch 1987, fig. 400.Wachsmann 1998, fig. 8.49B).
1.2. Εικονογραφία (υπόλοιπη Μεσόγειος)
Η «εικονογραφική πενία» όσον αφορά στα πλοία του Αιγαίου των «Σκοτεινών Αιώνων» μοιάζει να κυριαρχεί και στην υπόλοιπη Μεσόγειο την ίδια εποχή, ακόμα και σε περιοχές με μεγάλη παράδοση στη ναυτική εικονογραφία.
Στην Κύπρο ένα σύνολο από ρητά σε σχήμα μακρού πλοίου προέρχεται από τη Λάπιθο και χρονολογείται στην Υστεροκυπριακή ΙΙΙ περίοδο (1150-1050 π.Χ.). Στο σύνολο διακρίνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά του προγενέστερου τύπου του μακρού Μυκηναϊκού πλοίου: το μακρύ χαμηλό σκαρί, το κυρτό Άφλαστο της πρύμνης, το έμβολο και τα ικρία της πλώρης (Basch 1987, 149, figs. 313-316. Wachsmann1996, 542, fig. 28. 1998, fig. 8.47).
Στη Συρία μια μοναδική παράσταση πλοίου προέρχεται από τη Hama και χρονολογείται στην περίοδο 1200-1075 π.Χ. Έχει μορφή πα-ρόμοια με τα σύγχρονά του μακρά πλοία του Αιγαίου και της Κύπρου, για αυτό το λόγο διά-φοροι μελετητές, όπως ο L. Basch το σχετίζουν με τους περίφημους Λαούς της Θάλασσας (Riis1948, pl. 12C, no G VIII, 551. Basch 1987, fig.851. Wachsmann 1998, 175-176).
Στην Ιταλία μια σειρά πήλινων και μεταλλικών ομοιωμάτων του πολιτισμού της Villanova χρονολογείται στης Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Αυτά δεν παρουσιάζουν κοινά στοιχεία με τα πλοία της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός ίσως από τη ζωόμορφη πλώρη (Bouzek 1985,178. Wachsmann 1996, 540. Stampolidis 2003,465-466). Θεωρείται ότι δεν απεικονίζουν ποντοπόρα πλοία, αλλά σκάφη των ποταμών και των λιμνών της Κεντρικής Ιταλίας (Basch 1987,399-404, fgs. 840-847. Bonino 1995). Και εδώ έχουν αναζητηθεί συνδέσεις μεταξύ των πλοίων αυτών και των πλοίων των περίφημων Λαών της Θάλασσας (Basch 1987, 403-404).
1.3. Τα Ομηρικά Έπη
Τα Ομηρικά Έπη περιέχουν μια πληθώρα αναφορών σε πλοία (Gray 1974. McGrail1996. Porozhahov 1996. Mark 2005). Η αδυναμία όμως ασφαλούς ταύτισης των αναφορών αυτών με μια συγκεκριμένη χρονική περί-οδο από τη Μυκηναϊκή εποχή μέχρι τον 8ο αι. π.Χ., με άλλα λόγια η απλή διαπίστωση ότι τα Έπη είναι καθαρά ποιητικά και όχι ιστορικά κείμενα, καθιστά τα έργα αυτά ιδιαίτερα αναξιόπιστα ως πηγή ασφαλών πληροφοριών για τα πλοία των «Σκοτεινών Αιώνων» (Adkins 1971,1. Snodgrass 1974, 123. Coldstream 1977, 18). Δεν μπορούμε, ωστόσο, να τα αγνοήσουμε εντελώς (Whitley 1991, 38-39. Morris – Powell1997, 558-559. Μαζαράκης Αινιάν 2000, 223-224). Αναφορικά με τη ναυπηγική μπορεί κα-νείς να αντιμετωπίσει τα Έπη ως μια καταγραφή κατασκευαστικών παραδόσεων και γνώσεων που επιβιώνουν στο Αιγαίο καθ’ όλη τη διάρκεια των «Σκοτεινών Αιώνων» και έπειτα και που συχνά επιβεβαιώνονται μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Το μεγαλύτερο μέρος των αναφορών σε πλοία στα Ομηρικά Έπη ανήκει σε τυποποιημένες ποιητικές φόρμουλες (Gray 1974, 93. Mark 2005, 97-137, 250-255). Τα πλοία (νῆες) συνοδεύονται από μια πληθώρα επιθέτων. Χαρακτηρίζονται γοργά (ὠκύποροι, θόες), ποντοπόρα, όμορφα (περικαλλέα), κοίλα, συμμετρικά (ἀμφιέλισσαι), πελώρια (μεγακὴτεϊ ), με είκοσι έως πενήντα δύο κωπηλάτες-πολεμιστές, πληροφορίες που από μόνες τους ελάχιστα στοιχεία προσφέρουν για τη ναυπηγική τέχνη αυτή καθαυτή και θα μπορούσαν να περιγράφουν σχεδόν οποιοδήποτε κωπήλατο πλοίο της αρ-χαιότητας στο Μεσόγειο. Άλλες αναφορές περιλαμβάνουν την ύπαρξη ενός καταρτιού και πανιού, ικρίων, σκαρμών και πάγκων κωπηλατών. Συνηθισμένη είναι και η αναφορά σε μαύρα, κόκκινα ή γαλάζια πλοία (μέλαιναι, μιλτοπάρῃοι, κυανοπρῳρείους), κάτι που πιθανότατα παραπέμπει στην κάλυψη των σκαριών (κυρίως της πλώρης τους) με πίσσα ή άλλα υλικά και χρώμα για την προστασία του ξύλου από τη φθορά.
Πιο σαφής είναι η αναφορά στα πλοία των Αχαιών στην Τροία των οποίων οι σύνδεσμοι σαπίζουν λόγω της μακρόχρονης παραμονής τους στην παραλία (Ιλ. 2, 135) και κυρίως η εκτενής περιγραφή της κατασκευής του πλοίου του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς (Οδ .5, 233-260). Εκεί το σκαρί του Οδυσσέα κατασκευάζεται με Γόμφοισιν (ξύλινα καρφιά) και ἀρμονίῃσιν. Η ακριβής μετάφραση του όρου ἀρμονίῃ σιν παραμένει απροσδιόριστη. Άλλοι μελετητές τον αποδίδουν ως ξύλινο σύνδεσμο, θεωρώντας ότι το σκάφος του Οδυσσέα είχε κατασκευαστεί με την κελυφική μέθοδο, γνωστή, όπως θα δούμε, από ναυάγια της Εποχής του Χαλκού και της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας (Casson 1964, 61-64. 1971, 217-219), ενώ άλλοι ως σχοίνινο σύνδεσμο, εντάσσοντας το εν λόγω πλοίο στη μακρά παράδοση των «δετών» ή «ραμμένων» πλοίων της Με-σογείου κατά την αρχαιότητα (εικ. 10.2: Mark 2005, 28-69). Η χρήση του επίμαχου όρου στην αρχαία γραμματεία για να περιγράψει σχοινιά και χορδές κάνει πιθανότερη τη δεύτερη ερμηνεία, χωρίς να αποκλείει εντελώς και την πρώτη. Αναφέρονται επίσης και τα βασικά εργαλεία του ναυπηγού: το τσεκούρι, το σκεπάρνι και το τρυπάνι, όχι όμως και το πριόνι. Όσον αφορά στο σχεδιασμό του πλοίου, αυτός φαίνεται να είναι απόλυτα εμπειρικός και η μόνη συσκευή που ο Οδυσσέας εμφανίζεται να χρησιμοποιεί είναι ένα κομμάτι ξύλου και ένα νήμα της στάθμης, με το οποίο καθορίζει την κοιλότητα του σκαριού (τορνόομαι. Βλ. Mark 2005,87, fig. 35). Η απουσία οποιουδήποτε βοηθήματος στο σχεδιασμό ενός πλοίου δε θα πρέπει να μας ξαφνιάζει, καθώς μέχρι τους Μεσαιωνικούς χρόνους ελάχιστα ήταν τα εργαλεία που χρειάζονταν οι εμπειρικοί ναυπηγοί για να κα-τασκευάσουν πλοία κάθε μεγέθους και τύπου.
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται, τέλος, στην Οδύσσεια στην τέχνη της ναυσιπλοΐας. Περιγράφονται οι ικανότητες των ναυτικών να πραγματοποιούν με ασφάλεια μεγάλα ταξίδια, ακόμα και στην ανοιχτή θάλασσα (παρά την αδυναμία τους να πλεύσουν κόντρα στον άνεμο),να εντοπίζουν ασφαλή αγκυροβόλια και τοποθεσίες, να πλέουν μέρα και νύχτα με τη βοή-θεια των άστρων, του ήλιου και της σελήνης και χωρίς τη χρήση ναυτικών οργάνων (McGrail1996. Mark 2005, 138-160). Μια μοναδική αναφορά σε λιμενικά έργα γίνεται στην Οδύσσεια, όπου αναφέρονται οι σκεπαστοί νεώσοικοι του λιμανιού των Φαιάκων (Οδ. 6, 264-265). Η καταγραφή της μεγάλης αυτής ναυτικής παράδοσης, παρότι δεν μπορεί να συνδεθεί με ασφάλεια με κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, δείχνει τη σημασία που η γνώση της θάλασσας είχε για τους κατοίκους του Αιγαίου κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Επίσης, παρότι η ναυσιπλοΐα δε συμπεριλαμβάνεται στις βασικές ενασχολήσεις των ηρώων-προτύπων της Ομηρικής κοινωνίας, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, απαραίτητη τόσο για το ταξίδι και το εμπόριο όσο και για τον πόλεμο και την πειρατεία (Mark 2005, 145).
1.4. Ναυάγια
Δεν υπάρχει κάποιο γνωστό ναυάγιο στη Μεσόγειο που να χρονολογείται στους «Σκοτεινούς Αιώνες». Τα κοντινότερα χρονολογικά ευρήματα είναι αυτά του Uluburun (1300 π.Χ. Βλ. Pulak 1999. 2003), της Χελιδονίας Άκρας(1200 π.Χ. Βλ. Bass 1967) και του Ακρωτηρίου των Ιρίων (1200 π.Χ. Βλ. Phelps κ.ά. 1999), του Μοδίου (12 ος αι. π.Χ. Βλ. Αγουρίδης 2004), καθώς και τα Φοινικικά ναυάγια του 8 ου αι. π.Χ. που έχουν εντοπιστεί βόρεια της Χερσονήσου του Σινά σε μεγάλο βάθος (Ballard κ.ά. 2002).Από τα τρία πρώτα τα οποία έχουν μέχρι στιγμής ερευνηθεί, μόνο το ναυάγιο του Uluburun διασώζει ένα ικανό τμήμα του ξύλινου σκαριού του από κέδρο του Λιβάνου που να αποκαλύπτει με σαφήνεια τη μέθοδο κατασκευής του.
Η τελευταία συνίσταται στη πρωταρχική συναρμογή των σανίδων του κελύφους με τη βοήθεια εσωτερικών ξύλινων συνδέσμων και ξύλινων καρφιών, μια τεχνική ευρύτερα γνωστή ως κελυφική ή mortise-and-tenon (εντελώς αντίθετη με την πολύ μεταγενέστερη σκε-λετική μέθοδο, όπου πρώτα στήνεται ο σκελετός του πλοίου)(εικ. 10.1). Η τρόπιδα, οι νομείς και οι μεταλλικοί σύνδεσμοι παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην κατασκευή του πλοίου και ουσιαστικά απλώς ενισχύουν το ήδη ισχυρό κέλυφος (Stefy 1994, 77-78).
Η κελυφική μέθοδος επανεμφανίζεται στη ναυπηγική σε πλοία του 7ου(ναυάγιο του Mazarrón, Ισπανία. Βλ. Negueruela κ.ά. 1995) και του 6oυ αι. π.Χ. (ναυάγια της Place JulesVerne, Μασσαλία. Βλ. Pomey 1995), τελειοποιείται δε κατά τον 5ο - 4ο αι. π.Χ. (ναυάγια του Ma’agan Mikhael και της Κυρήνειας. Βλ. Kahanov 2003, 53-129. Stefy 1994, 42-59). Οι μεγάλες ομοιότητες της κατασκευαστικής τεχνικής των πλοίων της Εποχής του Χαλκού και της Εποχής του Σιδήρου υποδεικνύουν ότι η εν λόγω μέθοδος δε σταμάτησε να χρησιμοποιείται κατά τους «Σκοτεινούς Αιώνες», κάτι για το οποίο, ωστόσο, δεν υπάρχουν ακόμα αρχαιολογικά τεκμήρια. Εξίσου προβληματική, ελλείψει ευρημάτων, παραμένει και η θεωρία, στηριγμένη σχεδόν αποκλειστικά στις αναφορές του Ομήρου, ότι τα δετά πλοία, τα οποία ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένα στη Μεσόγειο από τον 7ο έως τον 5ο αι. π.Χ. (Mark 2005, 40-46), χρησιμοποιούνταν και κατά της Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στο Αιγαίο.
Πλοία και ναυπηγική στο Αιγαίο
της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΝΑΚΑΣ
Αρχαιολόγος
ΜΑ in Maritime Archaeology
Ανακοίνωση στο συνέδριο THE “DARK AGES” REVISITED,
International Conference in Memory of William D. E. Coulson
Department of History, Archaeology and Social Anthropology
University of Thessaly, Volos, Greece 14-17 June 2007. Αναρτάται
στο Περί Αλός με την έγκριση του Αρχαιολόγου Γ. Νάκα.
…συνέχεια από το Α΄ΜΕΡΟΣ
ΕΙΚΟΝΑ 13. Υποθετική αναπαράσταση εμπορικού πλοίου της
Πρωτογεωμετρικής περιόδου (σχέδιο Γ. Νάκας).
|
2. Συζήτηση
2.1. Ναυπηγική
Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας από την εικονογραφία και τα Ομηρικά Έπη σχετικά με τη ναυπηγική της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
• Η κατασκευή των πλοίων ήταν αρκετά σύνθετη, όπως δείχνουν τα ομοιώματα που αποδίδουν την τρόπιδα, τους νομείς, τους ζωστήρες, τις στραγαλιές και τους ζυγούς, θυμίζοντας το σκελετό ενός παραδοσιακού ξύλινου πλοίου της σημερινής εποχής (εικ. 2, 8).
• Η τεχνική που πιθανότατα χρησιμοποιούνταν ήταν η κελυφική μέθοδος που περιγράφηκε παραπάνω, ιδιαίτερα εξελιγμένη, όπως υποδεικνύει η ύπαρξη των παραπάνω εσωτερικών ενισχυτικών στοιχείων που καταγράφει η εικονογραφία. Δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί η τεχνική των δε-τών συνδέσμων από διάφορα υλικά, τεχνική που χρησιμοποιείται ευρέως σε πλοία του 7ου -6ου αι. π.Χ. (εικ. 10).
• Η ύπαρξη τρόπιδας, που εμφανίζεται σε εμβρυακή μορφή στο πλοίο του Uluburun, καταγράφεται σε πήλινο ομοίωμα (εικ. 2), ενώ η παρουσία εμβόλων σε άλλες παραστάσεις (εικ. 3, 6, 7), υποδεικνύει επίσης την ύπαρξη της τρόπιδας στα πλοία της περιόδου.
ΕΙΚΟΝΑ 10. Οι δύο βασικές μέθοδοι κατασκευής των αρχαίων πλοίων
της Μεσογείου: 1. Η μέθοδος mortise-and-tenon. 2. Η «δετή» μέθοδος.
|
2.2. Τύποι πλοίων
Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά και φιλολογικά στοιχεία, δυο βασικοί τύποι πλοίων χρησιμοποιούνταν στους «Σκοτεινούς Αιώνες» στο Αιγαίο: τα μακρά κωπήλατα «πολεμικά» πλοία και τα στρογγυλά ιστιοφόρα «εμπορικά», οι δυο τύποι που ουσιαστικά κυριαρχούν στη Μεσόγειο σε όλη την αρχαιότητα.
2.2.1. Μακρά πλοία
Η πλειονότητα των παραστάσεων πλοίων κατά τους «Σκοτεινούς Αιώνες» ανήκει στον τύπο των μακρών πλοίων. Οι ομοιότητες αυτών των παραστάσεων με τις παλαιότερες (εικ.11) και τις μεταγενέστερες απεικονίσεις (εικ.12) είναι ιδιαίτερα εμφανείς, υποδεικνύοντας με σαφήνεια μια συνέχεια στους τύπους των σκαριών.
Η γάστρα, το κήτος των πλοίων, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα χαμηλή, με μικρή ή καθόλου κύρτωση στην τρόπιδά της, ένα χαρακτηριστικό που εξυπηρετεί την ταχύτητα και την ευελιξία και είναι γενικότερα κοινό σε όλα τα κωπήλατα σκάφη της αρχαιότητας. Βασικό στοιχείο είναι επίσης το «έμβολο» στην πλώρη, που εμφανίζεται ως συνέχεια του κήτους ή της τρόπιδας (εικ. 3, 6, 7). Το «έμβολο», ήδη γνωστό στα μυκηναϊκά πλοία του 12ου αι. π.Χ., αναγνωρίζεται και στα Υστερογεωμετρικά πλοία, κανένα στοιχείο, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνει τη χρήση του σε ναυμαχίες. Πιθανότατα αποτελούσε ένα βοήθημα της υδροδυναμικής του σκαριού. Η πρύμνη καμπυλώνεται ομαλά σε υψηλό άφλαστο, ένα ναυπηγικό και διακοσμητικό στοιχείο με Μυκηναϊκή πιθανότατα καταγωγή και σταθερή παρουσία σε όλα σχεδόν τα αρχαία πλοία του Αιγαίου.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η απεικόνιση σκαρμών στις παραστάσεις, κάτι που επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για κατά βάση κωπήλατα πλοία, κατασκευασμένα για να φιλοξενήσουν ένα πλήρωμα ερετών, το οποίο όμως ποτέ δεν απεικονίζεται (εικ. 5, 6). Οι παραστάσεις του Καστανά και του Λευκαντί διασώζουν 19 και 31 σκαρμούς αντίστοιχα. Γνωρίζουμε από μεταγενέστερες πηγές ότι, για λόγους δομικής σταθερότητας, τα περισσότερα αρχαία και μεσαιωνικά μακρά πλοία σπάνια ξεπερνούσαν τους είκοσι πέντε πάγκους κωπηλασίας (Pryor 1995,109), στους οποίους φιλοξενούνταν 50 κωπηλάτες σε ζεύγη, ένας σε κάθε πλευρά (πεντηκόντοροι), ενώ κοινά ήταν και τα πλοία με 10 ζεύγη (εικοσόροι), αριθμοί που καταγράφονται και στα Ομηρικά Έπη. Οι 19 σκαρμοί του Καστανά φαίνονται επομένως ένας ρεαλιστικός αριθμός, όχι όμως και οι 31 της παράστασης του Λευκαντί, που πρέπει να είναι μια καλλιτεχνική υπερβολή.
Όσον αφορά στις διαστάσεις των μακρών πλοίων, αυτές μπορούν να υπολογιστούν κατά προσέγγιση με βάση τον ελάχιστο χώρο που απαιτείται ώστε ένας καθιστός κωπηλάτης να μπορεί να κωπηλατήσει με άνεση (interscalmium) και τη βασική αναλογία 1:7 έως 1:8 μεταξύ του πλάτους και του μήκους των μεταγενέστερων κωπήλατων πλοίων (Coates 1995, 128. Pryor 1995, 112). Ένα μακρό πλοίο με πενήντα κωπηλάτες θα είχε επομένως περίπου 28-30 μ. μήκος και 4 μ. μέγιστο πλάτος (εικ. 13).
Ένα ακόμα βασικό στοιχείο της εικονογραφίας είναι η παρουσία ενός ή δύο μεγάλων πλατιών κουπιών-πηδαλίων στην πρύμνη (εικ. 6),ο κύριος τρόπος διεύθυνσης του πλοίου σε όλη την αρχαία Μεσόγειο που καταγράφεται και στα Ομηρικά Έπη (Mark 2005, 122-123).
Ελάχιστες υπερκατασκευές διακρίνονται πάνω στα κωπήλατα πλοία των «Σκοτεινών Αιώνων». Αυτές, άλλωστε, θα επιβάρυναν το ιδιαίτερα ελαφρύ σκαρί, επηρεάζοντας την ταχύτητα και τη σταθερότητά του. Μόνο στην πλώρη διακρίνεται πάντα ένα είδος ισχυρών ικρίων, που πιθανότατα προστάτευαν ένα μικρό υπερυψωμένο κατάστρωμα, εμποδίζοντας παράλληλα τα κύματα να εισβάλλουν στο ανοιχτό κε-ντρικό τμήμα του πλοίου. Ελαφρύτερα ικρία με τη μορφή ξύλινων κιγκλιδωμάτων υψώνονται επίσης και στις πλευρές του σκάφους.
Όσον αφορά στο εσωτερικό του σκαριού, δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός συνεχούς καταστρώματος κάτω από τους πάγκους κωπηλασίας. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι τα πλοία της εποχής του Ομήρου δεν είχαν κατάστρωμα, δεν ήταν δηλαδή κατάφρακτα (Θουκ. 1.10.4.1-1.10.5.4). Η λιτή και ελαφρά κατασκευή των πλοίων αυτών υποδεικνύει ότι δεν πρέπει να διέθεταν κατάστρωμα, πέρα από έναν κεντρικό διάδρομο από σανίδες ανάμεσα στις σειρές των κωπηλατών, με μικρές εξέδρες στην πλώρη και την πρύμνη. Οι κωπηλάτες κάθονταν σε απλούς πάγκους και ακουμπούσαν τα πόδια τους στα ζυγά, οριζόντια στοιχεία του σκαριού κάτω από τους πάγκους κωπηλασίας, όπως γλαφυρά περιγράφεται και από τον Όμηρο (Mark 2005, 118).
Δυο μόνο παραστάσεις απεικονίζουν ιστό (εικ. 3, 6). Αποδίδεται πιθανώς το καρχήσιο και τα ξάρτια (πρότονος και επίτονος), όχι όμως και το ιστίο. Τόσο στην παλαιότερη εικονογραφία, όσο και στον Όμηρο, καταγράφεται ένα μόνο τετράγωνο πανί για κάθε πλοίο, το οποίο, όπως και σε μεταγενέστερες εποχές, όταν δε χρησιμοποιούνταν, χαμήλωνε και αποθηκευόταν μαζί με τον ιστό (Mark 2005, 123-124).
2.2.2. Κοίλα πλοία
Μόνο η παράσταση της Κνωσού μπορεί να θεωρηθεί με σχετική ασφάλεια ότι αποδίδει κοίλα πλοία (εικ. 1), ενώ οι μοναδική αναφορά σε εμπορικά (φορτηγά) πλοία βρίσκεται στην Οδύσσεια (νηός… φορτίδος ἐυρείης, Οδ. 10,322 - 323). Παρατηρείται μια κύρτωση σε όλο το μήκος του πλοίου. Η τρόπιδα είναι ελαφρώς καμπύλη, καμπυλώνεται δε περισσότερο και γίνεται κάθετη στα ποδοστήματα. Ψηλά συμπαγή ικρία εμφανίζονται στα άκρα των πλοίων ως προέκταση της κουπαστής. Στις εξωτερικές πλευρές τους έχουν σχεδιαστεί σειρές από οριζόντιες γραμμές, που πιθανώς αποδίδουν ενισχυτικά ξύλινα στελέχη και εμφανίζονται με τον ίδιο τρόπο και σε ΥΓ πλοία (εικ. 12: Basch 1987, figs. 407-409). Το κυρτό ακροστόλιο που επιστέφει συμμετρικά την πλώρη και την πρύμνη των πλοίων είναι παρόμοιο με το στέλεχος σύγχρονων και μεταγενέστερων μακρών πλοίων και παραπέμπει πιθανότατα στις νῆες ἀμφιέλισσαι του Ομήρου (Basch 1987,figs. 328, 401). Αποδίδεται (με κάποια επιφύλαξη) το πλατύ κουπί-πηδάλιο της πρύμνης, δεν εικονίζεται, ωστόσο, ιστός. Και εδώ ελλείπουν τα στοιχεία για το εσωτερικό των πλοίων, η ύπαρξη όμως ικρίων στα άκρα υποδεικνύει ότι το αμπάρι ήταν ακάλυπτο, με μικρά καταστρώματα στην πλώρη και στην πρύμνη, διευθέτηση γνωστή από πολλά μεταγενέστερα πλοία (εικ. 14).
Η παράσταση της Κνωσού είναι μοναδική για τους «Σκοτεινούς Αιώνες». Εντάσσεται όμως στη ναυπηγική παράδοση του Αιγαίου, όπως δείχνουν τα διακοσμητικά στοιχεία του πλοίου, που απαντώνται σε σύγχρονα και μεταγενέστερα πλοία (εικ. 12). Τα προστατευμένα καταστρώματα στα άκρα των πλοίων εμφανίζονται επίσης στα προγενέστερα πλοία των «Λαών της Θάλασσας», καθώς και σε ένα πήλινο ομοίωμα της Ύστερης Χαλκοκρατίας από την Βύβλο. Είναι άγνωστο, ωστόσο, αν πρόκειται για κάποια ανατολική επίδραση στη ναυπηγική, ή απλώς για κοινές κατασκευαστικές λύσεις σε κοινά προβλήματα.
2.3. Τα πλοία στο ανθρώπινο περιβάλλον της εποχής τους
Έχει υποστηριχθεί ότι η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στο Αιγαίο ήταν μια εποχή πλήρους οπισθοδρόμησης, τόσο στις τέχνες και την τεχνολογία, όσο και στις ανταλλαγές και το εμπόριο. Η επιλογή, ωστόσο, απεικόνισης πλοίων σε μια εποχή που η εικονιστική τέχνη είναι σχεδόν ανύπαρκτη, δείχνει τη σημασία που αυτά είχαν για τους κατοίκους του Αρχιπελάγους. Παρά τις ομοιότητες με Μυκηναϊκές παραστάσεις, οι απεικονίσεις της εποχής δεν αποτελούν πιστές αντιγραφές παλαιοτέρων πρωτοτύπων, ενώ οι καλλιτέχνες φαίνεται να γνωρίζουν αρ-κετά καλά τι αναπαριστούν, έστω και με το δικό τους, αφαιρετικό τρόπο. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι απεικονίζονται υπαρκτά πλοία που οι καλλιτέχνες έβλεπαν στις θάλασσες της εποχής τους, οι ομοιότητες δε των οποίων με τους Μυκηναϊκούς προκατόχους τους οφείλονται κατά πάσα πιθανότητα στο ότι τα πρώτα αποτελούσαν τη συνέχεια και την επιβίωση τύπων της Μυκηναϊκής ναυπηγικής (Wedde 2005, 36).
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η σαφής προτίμηση στην απεικόνιση μακρών πλοίων, τα οποία κατά βάση μπορούν να θεωρηθούν πολεμικά. Το ελαφρύ, στενόμακρο και χαμηλό σκαρί με το μεγάλο πλήρωμα κωπηλατών-πολεμιστών τα καθιστά ιδανικά για γρήγορα ταξίδια, ταχείς ελιγμούς, προσέγγιση αβαθών νερών (κόλποι, δέλτα ποταμών) και εύκολο τράβηγμα σε παραλίες, μια εικόνα που περιγράφεται εύγλωττα στα Ομηρικά Έπη. Ο πολεμικός χαρακτήρας των μακρών πλοίων φαίνεται επίσης στην απεικόνιση δοράτων (τα ξυστά ναύμαχα της Ιλιάδας. Ιλ.15, 388-389) σε πλοίο από το Λευκαντί, χωρίς όμως να υπάρχουν στοιχεία για χρήση των εμβόλων για τη βύθιση των εχθρικών σκαφών, ούτε και για μάχες στη θάλασσα, όπως γινόταν στη Μυκηναϊκή εποχή. Και τα Ομηρικά Έπη δείχνουν να αγνοούν τις ναυμαχίες και καταγράφουν τη χρήση των μα-κρών πλοίων ως μέσων για την πραγματοποίηση ταξιδιών αλλά και επιδρομών, στο πλαίσιο μιας ενδημικής πειρατείας που ασκείται στο Αι-γαίο ήδη από την Εποχή του Χαλκού και καταγράφεται και από το Θουκυδίδη (1.10.5).
Μάλλον άγνωστα παραμένουν τα κοίλα πλοία της εποχής, πέραν της παράστασης της Κνωσού και κάποιων αόριστων αναφορών στα Ομηρικά Έπη. Η απουσία μέχρι στιγμής ναυαγίων και γραπτών πηγών δε σημαίνει φυσικά ότι αυτά δεν ταξίδευαν στο Αιγαίο, ο ρόλος τους, ωστόσο, σε σχέση με τα μακρά πλοία φαίνεται δευτερεύων. Η μορφή του υπερπόντιου εμπορίου της εποχής, το οποίο βασιζόταν στη διακίνηση μικρών ποσοτήτων πρώτων υλών και αντικειμένων πολυτελείας και όχι στο εμπόριο μεγάλων ποσοτήτων προϊόντων όπως θα συνέβαινε αργότερα με το λάδι και το κρασί, δεν ευνοούσε τόσο τα τακτικά ταξίδια των εμπορικών πλοίων όσο τις εμπορικές, διπλωματικές και πολεμικές αποστολές με μακρά πλοία τα οποία μπορούσαν να μεταφέρουν λίγα, αλλά ιδιαίτερα σημαντικά αγαθά, αποκτημένα μέσω του εμπορίου, της ανταλλαγής δώρων ή του πολέμου (Knapp 1993, 339-341.Sherratt – Sherratt 1993). Η σημασία των μακρών πλοίων ως σύμβολα ισχύος και η τεχνολογική πολύπλοκότητά τους είναι πιθανότατα τα στοιχεία που εξηγούν τη σταθερή εμμονή στην απεικόνισή τους στη σύγχρονη τέχνη. Όχι τυχαία οι απεικονίσεις των κοίλων πλοίων μοιάζουν να είναι αδιάφορες στους καλλιτέχνες και παραμένουν ελάχιστες και στις μετέπειτα περιόδους. Το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών στρέφεται με σαφήνεια στα πλέον θαυμαστά, όσον αφορά τόσο την τεχνολογία όσο και τη χρήση, επιτεύγματα της σύγχρονής τους κοινωνίας, που είναι τα μακρά πλοία (Muckelroy 1978, 3). Πέραν τούτου, όμως, τα μακρά πλοία αντιπροσωπεύουν το ομαδικό πνεύμα τόσο των κατασκευαστών τους, όσο και του πληρώματός τους, την ισχύ της κοινό-τητας ή του ηγεμόνα που τα κατέχει (Wedde 2005, 33-34). Έχουν μια δική τους ψυχή και έτσι αντιμετωπίζονται στη ζωή και στην τέχνη.
ΕΙΚΟΝΑ 14. Υποθετική αναπαράσταση μακρού πλοίου της Πρωτογεωμετρικής περιόδου (σχέδιο Γ. Νάκας). |
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ναυπηγική τέχνη των «Σκοτεινών Αιώνων» δεν είναι και αυτή «Σκοτεινή». Τα στοιχεία που πα-ρουσιάστηκαν είναι πράγματι πολύ αποσπασματικά για να δώσουν οριστικές απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούν στη μορφή, την τεχνολογία και τη χρήση των πλοίων αυτής της εποχής. Η δυναμική, ωστόσο, αυτού του τομέα έρευνας είναι μεγάλη. Η ενδελεχής μελέτη των υπαρχουσών αρχαιολογικών και γραπτών πηγών, αλλά και τα νέα ευρήματα που μπορεί να προκύψουν κυρίως από τον τομέα της ενάλιας αρχαιολογίας, μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση και γνώση αυτής της ακόμα «Σκοτεινής» περιόδου της ιστορίας του Αιγαίου.http://perialos.blogspot.gr/2012/11/blog-post_11.html
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Adkins, A.W., 1971. Homeric values and Hometic Society, JHS 91, 1-14.
Ballard, R.D. – Stager, L.E. – Master, D. – Yoerger, D. – Mindell, D. – Whitcomb, L.L.– Sing, H. – Piechota, D., 2002. Iron Age shipwrecks in deep water off Ashkelon, Israel, AJA 106, 151-168.
Basch, L., 1987. La Musée imaginaire de la marine antique, Athènes.Bass, G.F., 1963. Mycenaean and protogeometric tombs in the Halicarnassus peninsula, AJA 67, 353-61.
Bass, G.F., 1967. Cape Gelidonya: A Bronze Age Shipwreck, Philadelphia.
Bengtson, H., 1991. Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Αθήνα.
Bonino, M., 1995, Sardinian, Villanovian and Etruscan crafts between the X and the VIII centuries BC from bronze and clay models, στο H.E. Tzalas (επιμ..), Tropis III. Proceedings of the Second International Symposium on Ship Construction in Antiquity, Athens 24-27/8/1989, Athens, 83-98.
Bouzek, J., 1985. The Aegean, Anatolia and Europe: Cultural Interrelations in the Second Millennium B.C, Prague.
Boysal, Y., 1969. Catalog der Vasen im Museum in Bodrum I: mykenische-protogeometrisch, Ankara.
Calligas, P.G., 1990. Early Euboean ship building, στο H.E. Tzalas (επιμ..), Tropis II. Proceedings of the Second International Symposium on Ship Construction in Antiquity, Delphi 27-29/8/1987, Athens, 241-264.
Carrington-Smith, J. – Vokotopoulou, Ι., 1992. Ανασκαφή στον Κούκο Συκιάς, 1989, ΑΕΜΘ 3, 425-438.
Casson, L., 1964. Odysseus boat (Od. V, 244- 257), AJP 62, 35-53.
Casson, L., 1971. Ships and Seamanship in the Ancient World, Princeton.
Coates, J., 1995. The naval architecture and oar system of ancient galleys, στο R. Gardiner (επιμ.), The Age of the Galley. Mediterranean Oared Vessels Since Pre-Classical Times, Conway’s History of the Ship, London, 127-141.
Coldstream, J.N., 1977. Geometric Greece, London.
Gray, D., 1974. Seewesen, Gottingen.
Hencken, H., 1968. Tarquinia, Villanovians and Early Etruscans I-II, Cambridge.
Jung, R., 2001. Τα πλοία της Αμυδώνας–Σκέψεις για ένα κρατήρα από τον Καστανά, στο H.E. Tzalas (επιμ.), Tropis VI. Proceedings of the Sixth International Symposium on Ship Construction in Antiquity, Lamia 1996, Αthens, 241-264.
Kahanov, Y., 2003. The hull, στο E. Black (επιμ.), The Ma’agan Mikhael Ship. The Recovery of a 2400-Year-Old Merchantman, Haifa, 53-130.
Kilian, K., 1988. Ausgrabungen in Tiryns 1982/ 1983: Bericht zu den Grabungen, AA, 105-151.
Kirk, G.S., 1949. Ships on geometric vases, BSA 44, 93-153.
Knapp, B.A., 1993. Thalassocracies in Bronze Age eastern Mediterranean trade,στο J. Oates (εκδ.), Ancient Trade: New Perspectives, World Archaeology 24.3, 332-347.
Lemos, I., 2006-2007. Lefkandi, AR 2006-2007, 38-40.
Marinatos, S., 1933. La marine creto-mycenienne, BCH 57, 170-235.
Mark, S., 2005. Homeric Seafaring, Texas.
McGrail, S., 1996. Navigational techniques in Homer’s Odyssey, στο H.E. Tzalas (επιμ.), Tropis IV. Proceedings of the 4th International Symposium on Ship Construction in Antiquity, Center for the Acropolis Studies, Athens, 28, 29, 30, 31 August 1991, Athens, 311-320.
Morris, I. – Powell, B.B. (εκδ.), 1997. A New Companion to Homer, Leiden.
Muckelroy, K., 1978. Maritime Archaeology Cambridge.
Negueruela, I. – Pinedo, J. – Gomez, M. – Minano, A. – Barba, J.S., 1995. Seventh-century BC Phoenician vessel discovered at Playa de la Isla, Mazarron, Spain, IJNA 24, 189-197.
Ozgunel, C., 1979. Carian Geometric Pottery, Ankara.
Phelps, W. – Lolos, Y. – Vichos, Y. (εκδ.), 1999. The Point Iria Wreck: Interconnections in the Mediterranean ca. 1200 BC. Proceedings of the International Conference, Island of Spetses 1998, Athens.
Pomey, P., 1995. Mediterranean sewn boats in antiquity, στο S. McGrail & E. Kentley (εκδ.), Sewn Plank Boats, Oxford, 470-479.
Popham, M.R., 1987. An early Euboean ship, OJA 6, 353-359.
Popham, M.R. – Lemos, I.S., 1996. Lefkandi III. The Early Iron Age Cemetery at Toumba. The Excavations of 1981, 1984, 1986 and 1992-4, BSA Suppl. 29, Oxford.
Popham, M.R. – Sackett, L.H. – Themelis, P.G., 1980. Lefkandi I. The Iron Age. The Settlement, The Cemeteries, BSA Suppl. 11, London.
Porozhahov, K., 1996. Ships in Homer’s epic works, στο H.Ε. Tzalas (επιμ.),Tropis IV. Proceedings of the 4th International Symposium on Ship Construction in Antiquity, Center for the Acropolis Studies, Athens, 28, 29, 30, 31 August 1991, Athens, 367-374.
Pryor, J., 1995. From Dromon to Galea: Mediterranean Bireme Galleys AD 500-1300, στο R. Gardiner (επιμ.), The Age of the Galley. Mediterranean Oared Vessels since Pre- Classical Times, Conway’s History of the Ship, London, 101-116.
Pulak, C., 1999. The Late Bronze Age shipwreck at Uluburun: aspects of hull construction, στο W. Phelps – Y. Lolos – Y. Vichos (εκδ.), The Point Iria Wreck: Interconnections in the Mediterranean ca. 1200 BC. Proceedings of the International Conference, Island of Spetses 1998, Athens, 209-238. Pulak, C., 2003. Paired mortise-and-tenon joints of Bronze Age seagoing hulls, στο C. Beltrame (επιμ.),Boats, Ships, and Shipyards. IX International Symposium on Boat and ShipArchaeology, Oxford, 28-34.
Riis, J.P., 1948. Les Cimetieres a Cremation. Hama, Fouilles et Recherches de la Fondation Carlsberg 1931-1938, Copenhagen.
Schweitzer, B., 1971. Greek Geometric Art, London.
Snodgrass, A.M., 1974. An historical Homeric society?, JHS 94, 114-125.
Stampolidis, Ν.Chr. (επιμ.), 2003. Πλόες… Από τη Σιδώνα στη Χουέλβα. Σχέσεις Λαών της Μεσογείου. 16ος-6ος αι. π.Χ., Αθήνα.
Sherratt, S. – Sherratt, A., 1993. The growth of the Mediterranean economy in the early first millennium BC, στο J. Oates (εκδ.), Ancient Trade: New Perspectives,World Archaeology 24.3, 361-378.
Steffy, J.R., 1994. Wooden Ships and the Interpretation of Shipwrecks, Texas.
Tandy, D.W., 1997. Warrior into Traders: the Power of Market in Early Greece,Berkeley. van Doorninck, F., 1982. Protogeometric longships and the introduction of the ram, IJNA 11, 277-286.
Wachsmann, Sh., 1996. Bird-head devices on Mediterranean ships, στο H.Ε. Tzalas (επιμ.), Tropis IV. Proceedings of the 4th International Symposium on Ship Construction in Antiquity, Center for the Acropolis Studies, Athens, 28, 29, 30, 31 August 1991, Athens, 539-572.
Wachsmann, Sh., 1998. Seagoing Ships and Seamanship in the Bronze Age Levant, London.
Wedde, M., 1996. Rethinking Greek Geometric art: consequences for the ship representations, στο H.Ε. Tzalas (επιμ.), Tropis IV. Proceedings of the 4thInternational Symposium on Ship Construction in Antiquity, Center for the Acropolis Studies, Athens, 28, 29, 30, 31 August 1991, Athens, 573-596.
Wedde, M., 2005. The Mycenaean galley in context: from fact to idee fixe, στο R. Laffineur (εκδ.), Aegeum 25, Emporia, Aegeans in the Central and Eastern Meditteranean, Liege, 29-37.
Whitley, J., 1991. Style and Society in Dark Age Greece. The Changing Face of a Pre-literate Society, 1100-700 BC., Cambridge.
Αγουρίδης, Χ.Σ., 2004. Ενάλια αρχαιολογική έρευνα Αργολικού-Ερευνητική περίοδος 2003, Ενάλια VIII, 28-44.
Κορρές, Γ.Στ., 1989. Νέαι παρατηρήσεις επί της παραστάσεως πλοίου της ΥΕ ΙΙΙ Γ: 1/2 πυξίδος εκ Τραγάνας Πύλου, στο H.E. Tzalas (επιμ.), Tropis I.Proceedings of the First International Symposium on Ship Construction in Antiquity,Piraeus, 177-202.
Μαζαράκης Αινιάν, Α., 2000. Όμηρος και Αρχαιολογία, Αθήνα.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.