Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

800-506 π.Χ. Προκλασική Περίοδος

5.0. Χαρακτήρες της περιόδου


Για την περίοδο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας από το 800 π.Χ. μέχρι το 506 π.Χ. από την αρχαιολογική έρευνα καθιερώθηκε ο όρος «Αρχαϊκή Εποχή» που αναφέρεται στα ευρήματα της γλυπτικής που χαρακτηρίζονται από πρώιμη τεχνοτροπία με αρκετές λεπτομέρειες αλλά χωρίς πλαστικότητα στην αναπαράσταση της κίνησης. Ως προπαρασκευαστική των εξελίξεων που σημειώθηκαν στα κλασικά χρόνια που ακολούθησαν, η περίοδος αυτή μπορεί να ονομαστεί «Προκλασική». Η ονομασία «Ιωνική Περίοδος» αναφέρεται στο ιωνικό φυλετικό στοιχείο που εμφάνισε, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, υπεροχή στον οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό τομέα και είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο κυριότερο ιστορικό γεγονός της εποχής, που ήταν ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός (776 – 550 π.Χ.), όρος που καλύπτει μία μεγάλης κλίμακας μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών από τα νησιά του Αιγαίου, τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και την κυρίως Ελλάδα με τεράστιο συσσωρευμένο αποτέλεσμα. Άλλο σημαντικό φαινόμενο της εποχής που αφορά τις εσωτερικές εξελίξεις των ελληνικών πόλεων, είναι η κατάργηση της βασιλείας και η εγκαθίδρυση του αριστοκρατικού πολιτεύματος, που σηματοδοτεί την άσκηση της διακυβέρνησης από τους ευγενείς, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν αντιπαραθέσεις μεταξύ των ευγενών για τη νομή της εξουσίας, οι οποίες αναπόφευκτα συμπεριέλαβαν και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ένας σημαντικός νεωτερισμός στο στρατιωτικό τομέα είναι η έναρξη χρήσης της φάλαγγας των οπλιτών, που υιοθετήθηκε από όλες τις πόλεις του ελληνικού κόσμου, που καθιέρωσαν και άλλες  εξειδικεύσεις, όπως η διάκριση του εμπορικού πλοίου από το πολεμικό (τριήρης) και ο διαχωρισμός του ίππου από το πολεμικό άρμα.

5.1. Επισκόπηση των ιστορικών πηγών της περιόδου


Οι διαθέσιμες ιστορικές πηγές για την εποχή αυτή εκπροσωπούνται από τη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής, δηλαδή, την επική και τη λυρική ποίηση και τα πεζά λογοτεχνικά έργα, τους καταλόγους βασιλέων και αρχόντων και τις σωζόμενες επιγραφές, ενώ υπάρχουν αρκετές μεταγενέστερες γραμματειακές πηγές από τον 5ο π.Χ. αιώνα και μετά.

α. Κατάλογοι αρχόντων

Η χρήση της αλφαβητικής γραφής έκανε δυνατή την κατάρτιση καταλόγων των επωνύμων αρχόντων που έχουν ανασυγκροτηθεί από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα με βάση τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Ο κατάλογος των εφόρων της Σπάρτης ξεκινά το έτος 754 π.Χ. και αυτός των επωνύμων αρχόντων της Αθήνας το 683 π.Χ. Ο κατάλογος των νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες, που πιθανώς μέχρι τότε ήταν τοπικοί, αλλά τον 8ο π.Χ. αιώνα αναδιοργανώθηκαν και έλαβαν τη μορφή πανελληνίων αγώνων, άρχισε το 776 π.Χ. Υπήρχε, επίσης, το Πάριο χρονικό, ένας χρονολογικός πίνακας προσώπων και γεγονότων, από τη βασιλεία του μυθικού Κέκροπα (1581 π.Χ.) έως το έτος 264 π.Χ., όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Διόγνητος.

β. Επιγραφές

Οι επιγραφές διασώζουν επίσημα έγγραφα, αποφάσεις και νομικές ρυθμίσεις της εσωτερικής κατάστασης και παρέχουν άμεσες πληροφορίες για την πολιτική οργάνωση. Σώζονται και ιδιωτικές επιγραφές, συνήθως επιτάφιες ή αναθηματικές από το δεύτερο μισό του 8ου π.Χ. αιώνα. Εν γένει οι νόμοι των πόλεων δεν είναι παλαιότεροι από το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. Ο παλιότερος διασωθείς νόμος που πιθανώς συντάχθηκε στις αρχές του 7ου αιώνα περιέχει πολιτειακές ρυθμίσεις και καταγράφεται από τον Πλούταρχο στο βίο του "Λυκούργος".

γ. Μεταγενέστερες ιστορικές πηγές  

Στις μεταγενέστερες πηγές για τα γεγονότα της εποχής ανήκουν ο Ηρόδοτος, που κάνει συχνές αναδρομές στο 6ο π.Χ. αιώνα, η "Λακεδαιμονίων Πολιτεία" του Ξενοφώντα, η "Αθηναίων Πολιτεία", τα "Πολιτικά" και αποσπάσματα της "Λακεδαιμονίων Πολιτείας" του Αριστοτέλη, οι βίοι "Λυκούργος" (ο οποίος συνδέεται με την πρώιμη προκλασική εποχή) και "Σόλων" του Πλουτάρχου και κάποια σημεία από το έργο "Ελλάδος Περιήγησις" του Παυσανία, που αναφέρεται στους δύο μεσσηνιακούς πολέμους. Ειδικότερα για τον αποικισμό, οι πληροφορίες προέρχονται από τη γραμματεία του 5ου έως και του 2ου π.Χ. αιώνα (Αππιανός). Την πιο αναλυτική και πλήρη αφήγηση των συνθηκών υπό τις οποίες συνέβη η ίδρυση μιας αποικίας μας την παραδίδει ο Ηρόδοτος και αφορά τον αποικισμό της Κυρήνης από αποίκους από τη Θήρα το 632 π.Χ. Σημαντικές πληροφορίες για την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία δίνονται και από τα Σικελικά του Θουκυδίδη, ενώ στο "Χρονικό" του Ευσεβίου Καισαρείας (339-260 π.Χ.) παρέχονται πληροφορίες για την ίδρυση των αποικιών της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου.

5.2. Ο Δεύτερος Ελληνικός Αποικισμός


5.2.1. Γεωγραφική έκταση του Β Ελληνικού Αποικισμού


Δεύτερος ελληνικός αποικισμός ονομάζεται η μετακίνηση ελληνικών πληθυσμιακών ομάδων από τα νησιά, την κυρίως Ελλάδα και τη Μικρά Ασία προς εδάφη κατοικούμενα από άλλους πληθυσμούς όπως ο Εύξεινος Πόντος, η Χαλκιδική, η Κάτω Ιταλία, η Σικελία, και τα παράλια της σημερινής Γαλλίας και Ισπανίας. Το χρονικό  των κυριότερων πόλεων που ιδρύθηκαν στα πλαίσια του αποικισμού αυτού μπορεί να συνοψισθεί ως εξής
776 Η Ποσειδωνία και το Μεταπόντιο στη Ν.Ιταλία από Αχαιούς της Αργολίδας, η πρώτη γνωστή αποικία στη Δύση.
775 Το σύμπλεγμα των νησιών Πιθηκούσες στη Νεάπολη της Ιταλίας.
760 Η Φώκαια στη Μ.Ασία από Αθηναίους.
756 Η Κύζικος στην Προποντίδα από Θεσσαλούς.
756 Η Τραπεζούντα στον Πόντο από αποίκους της Μιλήτου.
750 Η Κύμη στη Ν.Ιταλία από Χαλκιδαίους.
738 Η Νεάπολη στη Ν.Ιταλία από αποίκους της Κύμης.
738 Τα Κοτύωρα του Πόντου από άποικους της Μιλήτου.
736 Η Κέρκυρα, η Επίδαμνος και η Απολλωνία από Κορίνθιους με αρχηγό τον Χερσικράτη.
733 Οι Συρακούσες, Άκρα, Κασμέναι, Καμάρινα από Κορίνθιους και Τεγεάτες υπό τον Αρχία.
729 Η Κατάνη, η Ζάγκλη (Μεσσήνη) και οι Λεοντίνοι στη Σικελία από Χαλκιδαίους.
728 Τα Υβλαία Μέγαρα στη Ν.Ιταλία από Μεγαρείς.
721 Η Σύβαρις στη Ν.Ιταλία από Αχαιούς της Τροιζήνας.
720 Το Ρήγιον στην Καλαβρία από Χαλκιδαίους.
710 Ο Κρότωνας στη Ν.Ιταλία από Αχαιούς.
706 Ο Τάραντας στη Ν.Ιταλία από Σπαρτιάτες (η μόνη αποικία της Σπάρτης στη Δύση).
700 Η Χαλκιδική από Χαλκιδαίους (Σάρτη, Τορώνη, Άσσα, Πίλωρος, Σίγγος, Γαληψός, Σερμύλη, Μηκύβερνα)
700 Η Χαλκιδική από Ερετριείς (Σάνη, Μένδη, Άφυτις, Νεάπολις, Αιγαί, Θεράμβω).
690 Η Χαλκιδική από Ίωνες κατοίκους της Άνδρου (Στάγειρα, Άκανθος, Άργιλος).
688 Ο Γέλαντας στη Σικελία από Ρόδιους.
680 Η Θάσος από Πάριους υπό τον Τελεσικλή.
680 Οι Επιζεφύριοι Λοκροί στην Καλαβρία από Λοκρούς.
677 Η Χαλκηδόνα στην Προποντίδα από Μεγαρείς.
675 Η Κύζικος στην Προποντίδα από Μιλήσιους αποίκους.
670 Η Σαμψούντα (Αμισός) στον Πόντο από Μιλήσιους αποίκους.
660 Το Βυζάντιον, η Χαλκηδών και η Σηλυβρία στην είσοδο του Βοσπόρου από Μεγαρείς.
650 Η Σηστός και η Άβυδος στις ακτές της Προποντίδας από Μιλήσιους αποίκους.
648 Η Ιμέρα στη βόρεια Σικελία από αποίκους της Μεσσήνης.
646 Η Όλβια στη βόρεια ακτή του Εύξεινου Πόντου από Μιλήσιους.
642 Η Κυρηναϊκή στη Λιβύη (Κυρήνη, Βάρκη, Εσπερίς (μετέπειτα Βερενίκη) από Θηραίους υπό τον Βάττο.
640 Η Ναύκρατη στο βραχίονα του Νείλου από έλληνες εμπόρους.
630 Η Ταρτησσός της Ισπανίας (στην κοιλάδα του Γουανταλκιβίρ) από Σάμιους υπό τον Κωλαίο.
628 Η Σελινούντα στη Σικελία από Μεγαρείς.
627 Η Επίδαμνος από Κορίνθιους και Κερκυραίους αποίκους (μετέπειτα Δυρράχιον).
600 Η Μασσαλία στη Ν.Γαλλία από αποίκους της Φώκαιας.
581 Ο Ακράγαντας στη Σικελία από Ρόδιους αποίκους του Γέλαντα.
575 Το Εμπόριο στην Ισπανία από Φωκαείς αποίκους της Μασσαλίας.
560 Η Κορσική από Φωκαείς αποίκους.
540 Η Ελέα στην Καμπανία από Φωκαείς αποίκους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο αποικισμός της Νότιας Ιταλίας, κατά το μέγιστο μέρος του ολοκληρώθηκε σε 50 έτη (736-683). Η αποίκηση της βόρειας Αφρικής δυτικότερα της Κυρηναϊκής δεν ήταν δυνατή, διότι η φοινικική πόλη Τύρος είχε προλάβει να ιδρύσει την Καρχηδόνα, το 814/3 π.Χ., η οποία με τη σειρά της ίδρυσε και άλλες αποικίες και επεκτάθηκε προς την Ισπανία. Στην περιοχή της Συρίας και της Παλαιστίνης δεν ιδρύθηκαν αποικίες, παρά μόνο εμπορικοί σταθμοί, καθώς αυτή ήταν η περιοχή κυριαρχίας των Ασσυρίων και, αργότερα, των Περσών. Η αποίκηση στη βόρεια ακτή της Δυτικής Μεσογείου μέχρι την Ανατολική ακτή της Ισπανίας έγινε με αξιομνημόνευτη πυκνότητα. Προς Βορρά αποικίσθηκε ολόκληρος ο Εύξεινος Πόντος, με ιδιαίτερη μεγάλη πυκνότητα στη δυτική και τη νότια ακτή. Το φυσικό γεωγραφικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας μετά τον Ελλήσποντο και τον Βόσπορο, ήταν ο ποταμός Φάσις (στο Βατούμ της σημερινής Γεωργίας). Στη Θρακική χερσόνησο αποικήθηκε σημαντικό τμήμα από τη Μεθώνη και την Πύδνα μέχρι τον Αίνο.
Την ίδια εποχή σημειώθηκαν και μικρότερα φαινόμενα μετακίνησης Ελλήνων με συγκεκριμένο σκοπό και κατεύθυνση. Για πρώτη φορά π.χ. χρησιμοποιήθηκαν από τον φαραώ Ψαμμήτιχο Α’ (764-710 π.Χ.) ως μισθοφόροι Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τη Ρόδο, οι οποίοι έμειναν εκεί μέχρι την εκδίωξή τους από τον Καμβύση το 525 π.Χ. Οι Έλληνες αυτοί δεν έχουν σχέση με την ελληνική κοινότητα της Ναύκρατης, η οποία είχε διαμεσολαβητικές σχέσεις μεταξύ της Αιγύπτου και του ελληνικού κόσμου.
            Με τον τρόπο αυτό ο ελληνικός κόσμος απλώθηκε σε έκταση που επισκίασε αντίστοιχη προγενέστερη κίνηση των Φοινίκων και έθεσε τις βάσεις που προετοίμασαν την ακόμη θεαματικότερη εξάπλωση που σημειώθηκε στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.  

5.2.2. Αίτια του Β' Ελληνικού Αποικισμού


Οι λόγοι της μετανάστευσης αυτής, όπως μας παραδίδονται από τις αρχαίες πηγές και συνάγονται από τα αρχαιολογικά δεδομένα, μπορούν να αποδοθούν στις εξής αιτίες:
Α. Έλλειψη γης και συναφή κοινωνικά προβλήματα. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η περίπτωσης της Σπάρτης, που, επειδή αρχικά δεν υπήρχαν προβλήματα έλλειψης γης, ίδρυσε μόνο μία αποικία σε όλη τη διάρκεια τα ου  8ου αιώνα (τον Τάραντα περί το 706 π.Χ.). Μετά όμως τον Α΄ Μεσσηνιακό πόλεμο (~735-715 π.Χ.), σημειώθηκε αναταραχή στην πόλη, με πιεστική διατύπωση αιτημάτων από μέλη της κοινότητας για απόκτηση γης.
Β. Ακαρπία της γης, λόγω δυσμενών κλιματικών συνθηκών. Μπορούν να αναφερθούν δύο τέτοιες περιπτώσεις: η ίδρυση της Κυρήνης από τη Θήρα, όπου δεν έβρεχε για επτά συνεχή χρόνια και υπήρχε ανάγκη εξεύρεσης ζωτικής λύσης για τον πληθυσμό και η αφιέρωση του 1/10 του πληθυσμού των Χαλκιδέων στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς κατά την ίδρυση του Ρηγίου.
Γ. Επίθεση των Περσών. Το 547 π.Χ. οι Πέρσες κατέλυσαν το Λυδικό βασίλειο και ο Άρπαγος εκστράτευσε εναντίον των ελληνικών πόλεων της δυτικής Μικράς Ασίας. Τότε οι κάτοικοι δύο πόλεων αποφάσισαν να μετοικίσουν για να μην καθυποταχτούν: οι Τήιοι ίδρυσαν τα Άβδηρα, και από εκεί άποικοι ίδρυσαν την Φαναγόρεια στον Κιμμέριο Βόσπορο, και οι Φωκαείς ίδρυσαν την Κύρνο και τη Μασσαλία.
Δ. Δημογραφική ανάπτυξη. Από την διάδοση του φαινομένου μπορεί να διαπιστωθεί ότι όσοι έφυγαν πλεόναζαν, άρα υπήρχε δημογραφική ανάπτυξη, η οποία οδήγησε στον αποικισμό.
Ε. Η ανάγκη εμπορικής επικοινωνίας. Όλες οι πόλεις που ιδρύθηκαν βρίσκονταν κοντά στις ακτές και επειδή ήταν κέντρα διεξαγωγής εμπορίου ονομάζονταν ‘εμπόρια’. Ταυτόχρονα όμως, επειδή ήταν σε πολύ καλές θέσεις από άποψη της ποιότητας του εδάφους και του κλίματος, κύριος τομέας ενασχόλησης ήταν η γεωργία.

5.2.3. Διαδικασία ίδρυσης μιας αποικίας


Αφού οι θεσμοί της μητρόπολης αποφάσιζαν την ίδρυση μιας αποικίας, οριζόταν ο οικιστής και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του στην αποστολή. Γινόταν θυσία και δινόταν η φωτιά, που σε συμβολικό επίπεδο εκπροσωπούσε τον άμεσο δεσμό αποικίας και μητρόπολης. Μετά την αρχική εγκατάσταση συνήθης πρακτική ήταν η σταδιακή ειρηνική κατοχή του εδάφους. Ένας μικρός πληθυσμός Ελλήνων βρισκόταν αρχικά σε γειτνίαση και αποκτούσε ολοένα και στενότερη επαφή με τα προϋπάρχοντα ντόπια φύλα και έτσι επιτυγχανόταν διεύρυνση του χώρου όπου ζούσαν οι Έλληνες.
Σε λίγες περιπτώσεις υπάρχουν αναφορές για συμμετοχή γυναικών στην αποίκιση και εξίσου λίγες είναι οι περιπτώσεις όπου οι άποικοι παντρεύονταν ντόπιες γυναίκες. Ο οικιστής οδηγούσε την αποστολή στον κατάλληλο τόπο και πριν κατανείμουν τη γη, όριζαν το χώρο για τα ιερά και τη δημόσια έκταση που την τεμάχιζαν σε γεωκτήματα. Η οικοδόμηση της πόλης γινόταν υπό την ευθύνη του οικιστή, που έδινε το όνομα στην αποικία, συνήθως από ένα μυθικό πρόσωπο, που κατά τον ιδρυτικό μύθο της πόλης την ίδρυσε σε παλιότερα χρόνια (για παράδειγμα τα Άβδηρα κατά το μύθο είχαν ιδρυθεί από τον Άβδηρο, φίλο του Ηρακλή).

5.2.4. Οι ιστορικές συνέπειες του Β’ Ελληνικού Αποικισμού


Με τον Β΄ Αποικισμό διευρύνθηκαν τα όρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε μία έκταση που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη που ακολούθησε. Αντιπροσωπευτικός της εντύπωσης που προξενούσε η έκταση αυτή είναι ο όρος «Μεγάλη Ελλάδα», που άρχισε να χρησιμοποιήθηκε από τον 6ο π.Χ. αιώνα ως χαρακτηρισμός για την Κάτω Ιταλία. Διαδόθηκε το πρότυπο της πολιτικής οργάνωσης με βάση την πόλη και διευρύνθηκε ο οικονομικός χώρος δράσης του ελληνισμού με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνία, που ήταν προσανατολισμένη στις ανταλλαγές με πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα από την ενδοχώρα. Η επικοινωνία με πολλές και ποικίλες εθνότητες συντέλεσε στη διαμόρφωση της κοινής συνείδησης της εθνικής ταυτότητας. Ο όρος "Πανέλληνες" χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός του συνόλου των Ελλήνων για πρώτη φορά από τον Ησίοδο κατά τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα και από τον Αρχίλοχο στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα. Στην ανάπτυξη της κοινής αυτής συνείδησης συνέβαλαν και οι πανελλήνιες γιορτές που άρχισαν να διοργανώνονται συστηματικά από την εποχή αυτή. Η Αμφικτυονία των Πυλών και των Δελφών, που είχε δύο θρησκευτικά κέντρα: το ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στις Πύλες και το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, ήταν ένας από τους θεσμούς που εξέφρασαν έμπρακτα τη συνειδητοποίηση των εθνικών δεσμών των Ελλήνων.

5.3. Οπλιτική φάλαγγα 


Το πρώτο μισό του 8ου αιώνα διαδόθηκε μία νέα τακτική μάχης, γνωστή ως οπλιτική φάλαγγα, καθώς η μάχη διεξαγόταν ανάμεσα σε δύο μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς, αποτελούμενους από οπλίτες. Με τη δημιουργία της φάλαγγας, άλλαξε και η θέση της χειρολαβής της στρόγγυλης ασπίδας από το κέντρο στο άκρο. Η μεταβολή αυτή μολονότι ήταν τεχνικής φύσεως είχε αποτελέσματα στο ηθικό επίπεδο. Καθώς η χειρολαβή της ασπίδας βρισκόταν πλέον στην άκρη της ασπίδας, αυτή κάλυπτε μόνο το αριστερό τμήμα του σώματος του πολεμιστή που την κρατούσε, αφήνοντας ακάλυπτο το δεξί, την προστασία του οποίου αναλάμβανε ο ευρισκόμενος στα δεξιά του συμπολεμιστής, σχηματίζοντας ένα τείχος ασπίδων. Αυτή η αλληλεξάρτηση των αποτελούντων τη φάλαγγα, οδήγησε στη δημιουργία μίας εσωτερικής συνοχής, λόγω της συνυπευθυνότητας των οπλιτών για τη διασφάλιση του αρραγούς της φάλαγγας και της απαιτούμενης αλληλοκάλυψης.
Μία διαφορετική τακτική διεξαγωγής της αναμέτρησης, η οποία αποτελούσε παραλλαγή της κλασικής φάλαγγας ήταν η λεγόμενη Λοξή Φάλαγγα, την οποία χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Επαμεινώνδας στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.). Κατά την τακτική της λοξής φάλαγγας, η οπλιτική φάλαγγα χωριζόταν σε δύο πτέρυγες: αυτήν που αποτελούσε την κύρια επιθετική δύναμη και την υποστηρικτική, καθεμία από τις οποίες αναλάμβανε διαφορετικούς ρόλους. Στα επόμενα χρόνια χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από το Φίλιππο το Β’ της Μακεδονίας και από το διάδοχό του Αλέξανδρο Γ’, στις μάχες του Γρανικού, της Ισσού και των Γαυγαμήλων, και από τους στρατηγούς των μακεδονικών βασιλείων. Τελευταία χρήση της έγινε από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.), ο οποίος, ως θαυμαστής του Αλεξάνδρου, αναβίωσε τη χρήση της.

5.4. Έναρξη χρήσης νομισμάτων 


Κατά τις συναλλαγές τους στην αρχαιότητα οι άνθρωποι είχαν καθιερώσει ένα ανταλλακτικό σύστημα βάσει του οποίου ο παραγωγός ενός προϊόντος αντάλλαζε τα επιπλέον προϊόντα του με προϊόντα άλλου παραγωγού. Η μέθοδος της ανταλλαγής αγαθών χρονολογείται από το 100.000 π.Χ. τουλάχιστον, αν και δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη μιας κοινωνίας ή οικονομίας που βασίζονταν μόνο στη μέθοδο αυτή.
Μεταλλικά νομίσματα κατασκευασμένα από μπρούντζο με τη μορφή κάποιου κατοικίδιου ζώου άρχισαν να χρησιμοποιούνται στη Μεσόγειο από το 2000 π.Χ.. Τα νομίσματα αυτά διαδόθηκαν πολύ γρήγορα, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι χρησίμευαν στις εμπορικές ανταλλαγές, που ήταν ήδη πολυάριθμες την εποχή εκείνη. Επειδή είχαν ένα σχεδόν σταθερό μέγεθος και βάρος, αποτελούσαν ένα πρωτόγονο αλλά και πρακτικό μέσο ανταλλαγής, που γινόταν με απλή μέτρησή τους όταν άλλαζαν χέρια. Σύμφωνα με τους μύθους, οι πρώτοι εφευρέτες της ιδέας των χρημάτων ήταν η Δημοδίκη (ή Ερμοδίκη) από την Κύμη (σύζυγος του βασιλιά της Φρυγίας Μίδα), ο Λύκος (γιος του Πανδίωνα Β βασιλιά της Αθήνας και πρόγονος των Λυκίων) και ο Εριχθόνιος, από τη Λυδία ή τη Νάξο.
Στην Ελλάδα, ήδη από τα αχαϊκά χρόνια, οπωσδήποτε πριν από το 800 π.Χ. τα ανταλλακτικά μέσα που χρησιμοποιούνταν ήταν βέργες (ραβδιά) από σίδηρο που λόγω του σχήματός τους ονομάζονταν οβολοί (<οβελός <ο [επιτατικό όπως το α] + βέλος = σούβλα > οβελίας > οβελίσκος). Το πλήθος των οβολών που μπορούσε να αδράξει κάποιος (να πιάσει με την παλάμη του) ονομάστηκε δραχμή (<δράγμα <δέσις + άγμα > δέσαγμα > δέραγμα (σ>ρ) > δράγμα.{δένω μέσα στο χέρι αυτό που πρόκειται να κόψω}) και η αντιστοιχία της ορίστηκε σε 6 οβολούς. Η χρηματική αξία των νομισμάτων προέκυπτε από την αξία του μετάλλου από το οποίο ήταν κατασκευασμένα.
Ο βασιλεύς Φείδων του Άργους (γιος του Αριστοδαμίδα), περί το 750 π.Χ., άλλαξε το μέταλλο των νομισμάτων αυτού του τύπου από σίδηρο σε ένα μάλλον άχρηστο και διακοσμητικό μέταλλο, το ασήμι, και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αφιέρωσε μερικά από τα νομίσματα σιδήρου που έμειναν (που ήταν στην πραγματικότητα ράβδοι σιδήρου) στο ναό της Ήρας. Περαιτέρω ο βασιλεύς Φείδων έπλασε ασημένια νομίσματα με μορφή κέρματος (<κείρω = κόβω, κουρεύω)ιδρύοντας νομισματοκοπείο στην Αίγινα, στο ναό της θεάς Αθηνάς Αφαίας, και χάραξε πάνω στα κέρματα τη μορφή μιας λύκαινας  και σε άλλα μιας χελώνας, η οποία χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως σύμβολο της κεφαλαιοκρατίας. Στο νομισματικό σύστημα του Φείδωνα διατηρήθηκαν τα προϋπάρχοντα ονόματα του οβολού και της δραχμής αλλά ορίστηκαν και δύο επιπλέον σταθμοί νομισμάτων, το τάλαντον (<τάλας <α-τά-ομαι ( = υποφέρω, πάσχω) > τά-νας > τάλας (ν>λ) = υποφέρων, πάσχων, άθλιος, ελεεινός) και η μνά (<μονάς > μνοάς > μνα (οα>α) = μονάδα βάρους και χρήματος). Το τάλαντον είχε 60 μνας, η μνα 100 δραχμές και η δραχμή 6 οβολούς. Μετά την πρώτη χρήση τους τα νομίσματα με μορφή κέρματος διαδόθηκαν στην Ελλάδα και εκτός από τις «χελώνες» αξίας μιας δραχμής του Άργους από την Αίγινα, άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα «ιππάρια» (=πουλάρια) από την Κόρινθο και οι «γλαύκες» (=κουκουβάγιες) της αθηναϊκής δραχμής, που μετά τα χρόνια. του Πελοποννησιακού Πολέμου, επικράτησε ως διεθνές μέσο συναλλαγής.
Τα πρώτα χρυσά νομίσματα, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, κυκλοφόρησαν στη Λυδία στα χρόνια που βασιλεύς εκεί ήταν ο Άρδυς Β' (678-624). Είχαν διάφορα μεγέθη και χρησίμευαν ως μέσο πληρωμής των έμμισθων πολεμιστών. Η κατασκευή τους απαιτούσε μια προκαθορισμένη ποσότητα σκόνης χρυσού, που την έλιωναν και την σφράγιζαν με την προτομή του βασιλιά. Από την κυκλοφορία τέτοιων νομισμάτων ο βασιλεύς Κροίσος (560-547) απόκτησε τη φήμη ότι είχε αμύθητα πλούτη στην διάθεσή του. Στην αρχαία Ελλάδα ο χρυσός χρησιμοποιήθηκε μόνο στους ναούς, τάφους και κοσμήματα και δεν υπάρχει οποιοδήποτε αρχαίο ελληνικό χρυσό νόμισμα, μέχρι περίπου το 350 π.Χ., όταν ο Έλληνας βασιλεύς Φίλιππος Β της Μακεδονίας εξέδωσε τα πρώτα χρυσά νομίσματα.
Μέχρι το 400 π.Χ. τα νομίσματα έγιναν το κατεξοχήν μέσο συναλλαγής σε ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα, χωρίς όμως να επιβάλλεται γενικά κάποιο συγκεκριμένο νόμισμα, αφού σε κάθε περιοχή χρησιμοποιούσαν το δικό τους περισσότερο από τα άλλα. Με την πάροδο του χρόνου άρχισε να επικρατεί το τετράδραχμο της Αττικής που ζύγιζε 17 γραμμάρια καθώς και άλλα αθηναϊκά νομίσματα ονομαστικής αξίας ενός οβολού, δέκα και δώδεκα δραχμών.
Ταυτόχρονα εξελίχθηκε η καλλιτεχνική επεξεργασία των νομισμάτων που τα διακοσμούσαν με διάφορες μορφές θεών και ζώων. Η κοπή τους γινόταν με την βοήθεια του σφυριού και του αμονιού, γι’ αυτό πολλά από τα νομίσματα της εποχής αυτής δεν είχαν άρτια εικόνα, ενώ το σχήμα τους δεν ήταν πάντα ακριβώς στρογγυλό. Η απεικόνιση του βασιλιά πάνω στα νομίσματα άρχισε στην Ελλάδα από την εποχή των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ως πρώτη ύλη συνέχισε να χρησιμοποιείται το ασήμι, ενώ τα μικρά νομίσματα ήταν από χαλκό και είχαν ονομαστική αξία μεγαλύτερη της υλικής τους αξίας. Στην Ρωμαϊκή εποχή τα ελληνικά νομίσματα κατασκευάζονταν από χαλκό ή μπρούντζο, ενώ ο άργυρος άρχισε να σπανίζει στα κέρματα.
Η μέθοδος της χρήσης νομισμάτων ως χρήματος, με βάση την αξία του υλικού από το οποίο ήταν φτιαγμένα τελικά εξελίχθηκε στη μέθοδο του αντιπροσωπευτικού χρήματος. Αυτό συνέβη επειδή οι έμποροι χρυσού και αργύρου ή οι τράπεζες άρχισαν να εκδίδουν αποδείξεις στους καταθέτες, εξαργυρώσιμες με χρήματα ουσιαστικής αξίας που είχαν κατατεθεί. Τελικά, αυτές οι αποδείξεις έγιναν ευρέως αποδεκτές ως μέσο πληρωμής και άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως χρήμα. Τα χάρτινα χρήματα ή τραπεζογραμμάτια χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Κίνα, κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Σουνγκ (960-1200 μ.Χ.). και είχαν εξελιχθεί  από χρεόγραφα που χρησιμοποιούνταν από τον 7ο αιώνα μ.Χ., χωρίς ωστόσο να έχει σταματήσει η χρήση των νομισμάτων ουσιαστικής αξίας. Στην Ευρώπη τα πρώτα τραπεζογραμμάτια εξεδόθησαν από τη Stockholms Banco το 1661 και χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα με κέρματα.
Η ευκολία των συναλλαγών που παρείχε η έκδοση των τραπεζογραμματίων από τις τράπεζες καθιέρωσε τα χαρτονομίσματα ως ευρεία και κοινώς αποδεκτή συναλλακτική πρακτική. Μ’ αυτό το νομισματικό σύστημα, όπου το μέσο συναλλαγής είναι χαρτιά, που μπορούν να μετατραπούν σε προκαθορισμένες, σταθερές ποσότητες χρυσού, μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα καταργήθηκε στην Ευρώπη η χρήση των χρυσών νομισμάτων ως χρήματος. Αυτά τα πιστοποιητικά χρυσού νομιμοποιήθηκαν ως χρήμα και η ρευστοποίησή τους σε χρυσό αποθαρρύνθηκε. Στις αρχές του 20ου αιώνα όλες σχεδόν οι χώρες υιοθέτησαν αυτό το σύστημα, όπου, για τα πιστοποιητικά που εξέδιδαν, υπήρχε προκαθορισμένη ποσότητα χρυσού προς εξαργύρωση.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με τη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, οι περισσότερες χώρες υιοθέτησαν τα συναλλαγματικό σύστημα Fiat, με το οποίο η τιμή των νομισμάτων υπολογίστηκε με βάση το δολάριο των ΗΠΑ, του οποίου η αξία καθορίστηκε σε σχέση με το χρυσό. Το 1971, η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατάργησε τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου ΗΠΑ σε χρυσό και πολλές χώρες ακολούθησαν το παράδειγμά τους, οπότε η πλειονότητα των χρημάτων παγκοσμίως σήμερα έπαυσε να υποστηρίζεται από αποθέματα χρυσού.

5.5. Κατάργηση της βασιλείας 


Όπως προκύπτει από γραμματειακές πηγές, ήδη από την περίοδο ανάμεσα στον 8ο αιώνα (τα μέσα του οποίου αποτελούν σημείο καμπής) και το πρώτο μισό του 7ου αιώνα, η βασιλεία είχε καταργηθεί στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου. Η αλλαγή αυτή, που οδήγησε στην αριστοκρατική άσκηση της πολιτικής διακυβέρνησης από τους ευγενείς, μέσω της κατοχής ετήσιων αξιωμάτων, σε κάποιες περιοχές έγινε με βίαιο τρόπο, προηγήθηκε δηλαδή η βίαιη έκπτωση του βασιλιά. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, η αντικατάσταση του βασιλιά από τους ευγενείς έγινε ειρηνικά, καθώς το αξίωμα του διατηρήθηκε, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο.
Ομαλή μετάβαση από το πολίτευμα της βασιλείας στην αριστοκρατία, συνέβη στην περίπτωση της Αθήνας και σε άλλες πόλεις όπως η Σαμοθράκη και η Απολλωνία. Σε ορισμένες όμως περιοχές του ελληνικού χώρου, ειδικά στις απομονωμένες από το κυρίως κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, το πολίτευμα της βασιλείας διατηρήθηκε και μετά την προκλασική περίοδο. Ανάμεσα σε αυτές ήταν το Άργος, όπου η βασιλεία παρέμεινε μέχρι το 492 π.Χ., η Κυρήνη (μέχρι περίπου το 450 π.Χ.), οι πόλεις της Κύπρου (μέχρι το 310 π.Χ.), η Μακεδονία, όπου ο θεσμός της βασιλείας διατηρήθηκε μέχρι την κατάλυση του κράτους το 168 π.Χ. και το ηπειρωτικό φύλο των Μολοσσών, όπου υπήρχε διπλή βασιλεία, προερχόμενη από την ίδια οικογένεια μέχρι το 231 π.Χ.  

5.6. Το φαινόμενο της τυραννίδας


Ως συνέπεια και συνέχεια της ανάληψης της εξουσίας από τους ευγενείς, συχνά όμως και αντιδρώντας σ’ αυτήν, την περίοδο αυτή παρουσιάστηκε το φαινόμενο της τυραννίδας, που είναι γνωστή ως «αρχαία τυραννίς», σε αντιπαραβολή με την νεότερη τυραννίδα, που παρατηρήθηκε στην ύστερη κλασική και κυρίως στην μακεδονική εποχή. Από τις αρχαίες πηγές η τυραννίδα, που συνίσταται στην ανάληψη της εξουσίας από ένα πρόσωπο και κατά κάποιο τρόπο αποτελεί απόπειρα επαναφοράς του θεσμού της βασιλείας με άλλο ένδυμα, θεωρείται απόκλιση, που δεν είχε θεωρητική νομιμοποίηση ούτε ήταν αποδεκτή στην πράξη. Βέβαια, η τυραννίδα δεν έπαυσε να υπάρχει και κατά την κλασική εποχή, αλλά σε περιοχές με ιδιαίτερες δυσχέρειες, όπως οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, τον 6ο και τον πρώιμο 5ο αιώνα, λόγω της περσικής επιρροής και η προκλασική και κλασική Σικελία, λόγω των συνεχών προβλημάτων με τους Καρχηδονίους, οι οποίοι είχαν αποικίσει το βόρειο τμήμα του νησιού.
Το ιστορικό πλαίσιο εμφάνισης της τυραννίδας κατά την προκλασική περίοδο συντίθεται από τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των ευγενών για την κατάληψη των αξιωμάτων. Τα μέσα ισχύος, που απαραίτητα έπρεπε να έχει στη διάθεσή του ένας ευγενής προκειμένου να κατορθώσει να υπερισχύσει των αντιπάλων του επιβαλλόμενος ως τύραννος, είναι η χρήση μισθοφορικού στρατού, η υποστήριξη του πληθυσμού, βασισμένη στην επιρροή που ασκούσε ο ευγενής, και οι εταιρείες ευγενών, συσσωματώσεις, δηλαδή, ευγενών γύρω από έναν ισχυρό εκπρόσωπο της τάξης τους.
Η τυραννίδα εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού χώρου, καθώς παρατηρήθηκε:
στην Πελοπόννησο: στην Κόρινθο, στη Σικυώνα, στη Φλειούντα, στην Επίδαυρο και στα Μέγαρα
στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα: στην Κεφαλληνία, στη Χαλκίδα, στην Ερέτρια και στην Αθήνα
στη Μικρά Ασία: στη Μυτιλήνη, στην Κύμη, στη Φώκαια, στην Ερυθραία, στην Κολοφώνα, στη Χίο, στη Σάμο, στη Μίλητο, στην Έφεσο, στην Αλικαρνασσό, στην Κω και στη Ρόδο
στη Σικελία: στις Συρακούσες, στους Λεοντίνους, στην Ιμέρα, στη Γέλα, στον Ακράγαντα, στη Σελινούντα
στην Κάτω Ιταλία: στο Ρήγιο, στον Κρότωνα, στη Σύβαρι, στο Ηράκλειο Καμπανίας, στο Μεταπόντιο και στην Κύμη  
στη Θρακική χερσόνησο: στην Άβυδο, στη Σηστό, στη Λάμψακο, στο Πάριο, στην Προκόννησο, στην Κύζικο και στο Βυζάντιο.

5.7. Οι πολιτικές εξελίξεις στη Σπάρτη


5.7.1. Βασιλείς και πολεμικές επιχειρήσεις των Σπαρτιατών


Λίγες περιοχές του ελληνικού κόσμου δεν γνώρισαν την τυραννίδα, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Σπάρτη, όπου η διπλή βασιλεία δεν καταργήθηκε ποτέ, αφού οι δύο βασιλείς εντάχθηκαν στη γερουσία, χωρίς να διατηρούν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ιδιότητάς τους, οπότε κατά τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων εκφράζονταν όλα τα κοινωνικά μέρη και, συνεπώς, δεν υπήρχαν περιθώρια εγκαθίδρυσης προσωπικής εξουσίας.

α. Αγιάδες βασιλείς

            Από την οικογένεια των Αγιάδων βασιλείς αυτή την περίοδο ήταν κατά σειρά οι ακόλουθοι:
(1) Ο Αρχέλαος (786-760, <άρχω + λαός = αρχηγός του λαού) ήταν γιος και διάδοχος του Αγησίλαου Α΄. Υπό την ηγεσία του μαζί με τον συμβασιλέα του Χαρίλαο του γένους των Ευρυποντιδών, οι Λακεδαιμόνιοι πολέμησαν και σκλάβωσαν τους περιοίκους της πόλης Αίγυς, επειδή πίστευαν ότι ήταν φιλοαρκάδες. Τον Αρχέλαο διαδέχθηκε ο γιος του Τήλεκλος.
(2) Ο Τήλεκλος (760-740, <τήλε [= μακριά] + κλέος [=δόξα] = αυτός που η φήμη του έφτασε μακριά) ήταν γιος και διάδοχος του Αρχελάου και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οι Λακεδαιμόνιοι πολέμησαν τους περιοίκους των πόλεων Αμύκλες, Φάριδα και Γεράνθρες, που κατοικούνταν από Αχαιούς. Οι κάτοικοι της Φάριδας και των Γερανθρών μετά την πρώτη έφοδο των Λακεδαιμονίων έκαναν συμφωνία να φύγουν από την Πελοπόννησο. Αντίθετα οι κάτοικοι των Αμυκλών αντιστάθηκαν σθεναρά και είχαν πολλές επιτυχίες έναντι των Λακεδαιμονίων και για το λόγο αυτό οι τελευταίοι, όταν τελικά επικράτησαν, έστησαν τρόπαιο σε ανάμνηση της επιτυχίας τους. Κατά τη διάρκεια μιας γιορτής στο ιερό της Αρτέμιδος Λιμνόβιος, που βρισκόταν στα όρια της Λακωνικής και Μεσσηνίας, κάποιοι Μεσσήνιοι βίασαν τις παρθένες της Σπάρτης που πήγαιναν εκεί και σκότωσαν τον Τήλεκλο που προσπάθησε να τους εμποδίσει. Αυτό τουλάχιστον υποστήριζαν οι Σπαρτιάτες, διότι οι Μεσσήνιοι, από την πλευρά τους υποστήριζαν ότι, ο Τήλεκλος, εποφθαλμιώντας τη Μεσσηνία, σκόπευε να σκοτώσει τους Μεσσήνιους αξιωματούχους που βρίσκονταν στο ιερό. Έτσι λοιπόν, βρήκε μερικούς νεαρούς Σπαρτιάτες που δεν είχαν ακόμα γένια, τους έντυσε με γυναικεία ρούχα, τους έδωσε μαχαίρια και τους έστειλε ανάμεσα στους Μεσσήνιους την ώρα που αναπαύονταν. Εκείνοι αμυνόμενοι σκότωσαν τους νεαρούς και τον ίδιο τον Τήλεκλο. Όποια και να ήταν η αλήθεια, το γεγονός αυτό αποτέλεσε την αιτία του πρώτου Μεσσηνιακού Πολέμου (743-720). Μετά το θάνατο του Τηλέκλου βασιλιάς χρίστηκε ο γιος του Αλκαμένης.
(3) Ο Αλκαμένης (740-700, <αλκή [=δύναμη] + μένος [=δύναμη, φρόνημα, ψυχική διάθεση] = πολύ δυνατός) ήταν γιος του Τηλέκλου, τον οποίο διαδέχθηκε μετά το φόνο του από Μεσσήνιους στο ιερό της Αρτέμιδος Λιμνόβιος. Κατά το δεύτερο έτος της ένατης Ολυμπιάδας, οι Λακεδαιμόνιοι με ηγέτη τον Αλκαμένη έκαναν νυχτερινή επίθεση στην Άμφια, από την οποία ελάχιστοι Μεσσήνιοι κατάφεραν να ξεφύγουν. Με αυτή την επίθεση ξεκίνησε ο πρώτος Μεσσηνιακός Πόλεμος. Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Αλκαμένης πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του Πολύδωρος.
(4) Ο Πολύδωρος (700-665, <πολύ + δώρο = αυτός που έχει πολλά χαρίσματα) ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά Αλκαμένη. Στα χρόνια του οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν αποικίες στην Ιταλία, στον Κρότωνα και τους Επιζεφύριοι Λοκρούς, ενώ κορυφώθηκε ο Α΄ Μεσσηνιακός Πόλεμος. Ο Πολύδωρος ήταν πολύ δημοφιλής στη Σπάρτη, ως δίκαιος και φιλάνθρωπος και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Μετά το τέλος του Α Μεσσηνιακού Πολέμου, που έληξε με την επικράτηση των Λακεδαιμονίων χάρη στην ηγεσία του βασιλιά Θεοπόμπου του γένους των Ευρυποντιδών, ο Πολύδωρος φονεύθηκε από τον Πολέμαρχο, που καταγόταν από μια επιφανή οικογένεια της Σπάρτης. Τον Πολύδωρο διαδέχθηκε ο γιος του, ο Ευρυκράτης.
(5) Ο Ευρυκράτης (665-640, <ευρύς + κράτος [=δύναμη] = πολύ δυνατός) ήταν γιος και διάδοχος του βασιλιά Πολυδώρου. Στα χρόνια του δεν υπήρξαν ταραχές, ούτε από τους Μεσσήνιους, που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Σπαρτιατών, αλλά ούτε και από τους Αργείους. Τον Ευρυκράτη διαδέχθηκε ο γιος του, ο Ανάξανδρος.
(6) Ο Ανάξανδρος (640-615, <άναξ [=βασιλιάς] + άνδρας  = ηγεμόνας των ανθρώπων), ήταν γιος του Ευρυκράτη.
(7) Ο Ευρυκρατίδας (615-590, <ευρύς + κράτος [=δύναμη] + είδος [<ιδείν]= απόγονος πολύ δυνατών) ήταν γιος του Ανάξανδρου.
(8) Ο Λέων (590-560, <ρέων [γεν. λέοντος {ρέοντος, ρ>λ} <ρέω], διότι αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα όταν εφορμά στο θύμα του [<ρώομαι = κινούμαι με ταχύτητα ή ορμή]) ήταν γιος και  διάδοχος του Ευρυκρατίδα από το γένος των Αγάδων. Κατά τη βασιλεία του, η Σπάρτη έκανε πόλεμο με την Τεγέα. Διάδοχός του ήταν ο γιος του Αναξανδρίδας, ο οποίος  κατάφερε να νικήσει τους Τεγεάτες.
(9) Ο Αναξανδρίδας Β  (560-520, <άναξ [=βασιλιάς] + άνδρας + είδος [<ιδείν] = απόγονος ηγεμόνων των ανθρώπων), βασιλιάς της Σπάρτης από τον οίκο των Αγάδων, ήταν πατέρας δύο βασιλιάδων της Σπάρτης, του Κλεομένη Α΄ και του θρυλικού Λεωνίδα των Θερμοπυλών. Πατέρας του Αναξανδρίδα ήταν ο βασιλιάς Λέων, ενώ η μητέρα του είναι άγνωστη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι είχε για σύζυγο του μια ανεψιά του (κόρη της αδελφής του, αγνώστου ονόματος και οι δυο), η οποία δεν έκανε παιδιά. Για να μη χαθεί η γενιά του Ευρυσθένη, οι έφοροι τον πίεσαν να τη χωρίσει και να πάρει μια άλλη για σύζυγο. Όταν εκείνος αρνήθηκε, οι έφοροι και η γερουσία του πρότειναν να πάρει δεύτερη σύζυγο χωρίς να χωρίσει από την πρώτη, με σκοπό να κάνει παιδιά. Έτσι ο Αναξανδρίδας πήρε για δεύτερη σύζυγο του μια κόρη του Πρινητάδη, η οποία γέννησε τον Κλεομένη. Σύντομα όμως έμεινε έγκυος και η πρώτη του σύζυγος. Οι οικείοι της δεύτερης συζύγου, άρχισαν να διαδίδουν φήμες ότι επρόκειτο για ψεύτικη εγκυμοσύνη, με αποτέλεσμα οι έφοροι να απαιτήσουν να είναι παρόντες στη γέννα. Δεν είναι γνωστό αν πράγματι παρέστησαν, αλλά η φημολογία περί υιοθεσιών δεν έπαυσε τελείως. Η πρώτη σύζυγος γέννησε τον Δωριέα και λίγο αργότερα τον Λεωνίδα και μετά τον Κλεόμβροτο (ο Ηρόδοτος αναφέρει το ενδεχόμενο ο Λεωνίδας και ο Κλεόμβροτος να ήταν δίδυμοι). Η δεύτερη σύζυγος δεν έκανε άλλα παιδιά. Η πολύπλοκη οικογενειακή κατάσταση του Αναξανδρίδα, δημιούργησε έριδες μετά το θάνατο του. Ο Δωριέας αξίωσε να γίνει εκείνος βασιλιάς αντί του Κλεομένη, γιατί ήταν «ικανότερος σε όλα». Όταν οι Σπαρτιάτες ανακήρυξαν τον Κλεομένη βασιλιά, ο Δωριέας ηγήθηκε αποικιστών στην Αφρική, ενώ στη συνέχεια εκστράτευσε στην Ιταλία  και τελικά σκοτώθηκε στη Σικελία. Ο Κλεομένης βασίλευσε τη Σπάρτη, αλλά πέθανε χωρίς να αφήσει άρρενα διάδοχο, παρά μόνο μια κόρη τη Γοργώ, την οποία νυμφεύτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Λεωνίδας που τον διαδέχθηκε.
(10) Ο Κλεομένης Α (520-490, <κλέος [=δόξα] + μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] = φημισμένος για τη δύναμή του) ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Αναξανδρίδα και ετεροθαλής αδελφός του Λεωνίδα των Θερμοπυλών, του Κλεόμβροτου και του Δωριέα. Το 515 π.Χ. ο Κλεομένης ασχολήθηκε, με τις εξελίξεις στη Σάμο, όπου οι Πέρσες παγίδευσαν και δολοφόνησαν τον ανεξάρτητο τύραννο Πολυκράτη, αλλά αποφάσισε να μην επέμβει. Το 514 Σκύθες πρέσβεις πρότειναν στον Κλεομένη να συνεργαστούν και να εισβάλλουν ταυτόχρονα στην Περσία, γεγονός που δείχνει ότι ο Κλεομένης και η Σπάρτη εκείνη την εποχή είχαν αρκετό κύρος διεθνώς και ότι η σπαρτιατική ηγεσία ήταν από νωρίς ενήμερη για τον περσικό κίνδυνο. Την ίδια εποχή, επωφελούμενος από την αποδυνάμωση των Πεισιστρατιδών, μετά τον εμφύλιο του 413 π.Χ. στο Λειψύδριο, ο Κλεομένης αποφάσισε να επέμβει στην Αθήνα στρατιωτικά, φοβούμενος τυχόν μηδισμό των Αθηναίων και όσα θα συνεπαγόταν αυτό για τη Σπάρτη και παράλληλα επιδιώκοντας να εγκαταστήσει εκεί καθεστώς πιο φιλικό προς τη Σπάρτη. Οι δυνάμεις του γρήγορα απομόνωσαν στην Ακρόπολη των Αθηνών τον Ιππία, που κατέφυγε στον αδελφό του Ηγησίστρατο, στο Σίγειο, που ήταν πλέον υποτελής των Περσών. Όταν η δημοκρατία στην Αθήνα αποκαταστάθηκε κυριάρχησε το κόμμα των ολιγαρχικών και αριστοκρατικών υπό τον Ισαγόρα, αλλά ο βασικός του αντίπαλος ο Αλκμεωνίδης Κλεισθένης, εισηγήθηκε ως απλός βουλευτής σημαντικότατες αλλαγές στον εκλογικό και διοικητικό σύστημα της Αθήνας, τις οποίες ο Ισαγόρας δεν μπόρεσε να εμποδίσει και ζήτησε τη βοήθεια των Σπαρτιατών. Ο Κλεομένης εμφανίστηκε στην Αθήνα με μικρή στρατιωτική δύναμη και εξόρισε 70 ή ίσως πολύ περισσότερες αθηναϊκές οικογένειες που του υπέδειξε ο Ισαγόρας, βγάζοντάς τες από τα σπίτια τους κυριολεκτικά πόρτα-πόρτα. Όταν όμως προσπάθησε να διαλύσει τη Βουλή των 500 και να ξανακάνει τους βουλευτές 300, ορίζοντας μάλιστα αυτοί οι τριακόσιοι να είναι οπαδοί του Ισαγόρα, ο δήμος αντέδρασε σθεναρά και ο Ισαγόρας με τον Κλεομένη βρέθηκαν πολιορκημένοι στην Ακρόπολη, οπότε ο Κλεομένης αναγκάστηκε να αποχωρήσει για τη Σπάρτη εγκαταλείποντας τους ολιγαρχικούς στην τύχη τους. Στη συνέχεια ο Κλεομένης προσπάθησε να εκστρατεύσει με τους συμμάχους του εναντίον των Αθηνών για να επαναφέρει τον Ισαγόρα ως τύραννο, αλλά οι σύμμαχοι και ο συμβασιλέας του Δημάρατος, ενώ ήδη βρίσκονταν στην Ελευσίνα, έκαναν κυριολεκτικά μεταβολή, με πρωτοστατούντες τους Κορίνθιους, και ο Κλεομένης, βρέθηκε μόνος του και αναγκάστηκε να γυρίσει και εκείνος στη Σπάρτη. Επανερχόμενος επί του θέματος, συγκάλεσε νέα συνέλευση της Πελοποννησιακής Συμμαχίας με την πρόθεση να επιβάλει αυτή τη φορά τον Ιππία, τον οποίο κάλεσε επί τούτου να παραστεί στη συζήτηση, αλλά οι σύμμαχοι αρνήθηκαν και πάλι με πρωτοστατούντες τους Κορίνθιους και έμμεσα υπό τη σκιά της διαφωνίας του συμβασιλέα Δημάρατου.
Η περσική απειλή στο Αιγαίο απασχόλησε πάλι τον Κλεομένη όταν εξεγέρθηκαν οι πόλεις της Ιωνίας και εμφανίστηκε το 499 π.Χ. στη Σπάρτη ως εκπρόσωπος τους ο Αρισταγόρας, τύραννος της Μιλήτου, για να ζητήσει ενισχύσεις. Ο Κλεομένης αρχικά τον άκουσε με προσοχή, αλλά θεώρησε τις προτάσεις του ανεδαφικές, λόγω των τεραστίων αποστάσεων που θα έπρεπε να διανύσουν πεζοί οι Σπαρτιάτες με βαρύ οπλισμό. Λίγα χρόνια μετά, γύρω στο 494 π.Χ., ο Κλεομένης επιτέθηκε στους Αργείους που είχαν αυξήσει την επιρροή τους στην περιοχή και μπορούσαν να γίνουν πόλος έλξης για αποσκιρτήσεις από την Πελοποννησιακή Συμμαχία, που την εποχή εκείνη έλεγχαν κυρίως οι Σπαρτιάτες και δευτερευόντως οι Κορίνθιοι. Στη μάχη, στην οποία η ποιήτρια Τελέσιλλα, έπεισε τις Αργείες και τα παιδιά αλλά και τους δούλους να πάρουν και αυτοί όσα όπλα είχαν απομείνει και να υπερασπιστούν την πόλη τους, σκοτώθηκαν τα 2/3 του ανδρικού πληθυσμού του Άργους, που κινδύνεψε να εξαφανιστεί από το χάρτη (στα επόμενα χρόνια  οι γυναίκες της πόλης παντρεύονταν περίοικους). Με αυτή τη νίκη του ο Κλεομένης στέρησε από τους Αργείους την επιρροή τους στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες, που προσαρτήθηκαν στη χώρα των Λακεδαιμόνιων και ενίσχυσε τη θέση της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Το 492 π.Χ. μετά την πρώτη εκστρατεία του Δαρείου εναντίον της Ελλάδας, η Αθήνα ζήτησε από τη Σπάρτη «να συνετίσει την Αίγινα», που είχε «μήδισε», ως πόλη που ανήκε στην Πελοποννησιακή Συμμαχία θέτοντας ζήτημα άμυνας στο Σαρωνικό. Ο Κλεομένης, διαβλέποντας τον περσικό κίνδυνο, επειδή η Αίγινα ήταν σχετικά απρόθυμη σύμμαχος, αλλά και για λόγους εσωτερικών ισορροπιών στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, όπου η Αίγινα ενοχλούσε την Κόρινθο και εμπορικά και στρατιωτικά, ζήτησε από τους Αιγινήτες να του παραδώσουν τους επικεφαλής της φιλοπερσικής μερίδας. Άγνωστο για ποιον λόγο, ο συμβασιλέας του Δημάρατος είχε αντιρρήσεις επ’ αυτού και σε συνεννόηση με τους Αιγινήτες προέβαλε βέτο. Οι Αιγινήτες, που είχαν ήδη στην κατοχή τους επιστολή του Δημάρατου, που διαφωνούσε με το σχέδιο του Κλεομένη, είπαν ότι θα παρέδιδαν συμπολίτες τους μόνον αν συμφωνούσαν και οι δύο βασιλείς της Σπάρτης. Ο Κλεομένης αποφάσισε τότε  να εξουδετερώσει τον Δημάρατο επικαλούμενος τη φήμη ότι δεν ήταν γνήσιος γιος του βασιλιά Αρίστωνα, μολονότι και η ίδια η μητέρα του Δημάρατου φέρεται να μην ήταν βέβαιη για την πατρότητα του γιου της. Μετά από σχετικό χρησμό του Μαντείου των Δελφών, που πιθανώς δωροδοκήθηκε από τον Κλεομένη, ο Δημάρατος εξορίστηκε και στη θέση του ανέλαβε συμβασιλέας ο εξάδελφός του Λεωτυχίδας. Μαζί με τον Λεωτυχίδα ο Κλεομένης επανήλθε στην Αίγινα και τότε πια οι Αιγινήτες παρέδωσαν αναγκαστικά δέκα πλούσιους άνδρες από μεγάλες οικογένειες, που παραδόθηκαν στην Αθήνα ως όμηροι, ώστε οι Αιγινήτες να μην αποτολμήσουν συνεργασία με την Περσία.
Το 490 π.Χ. όμως ο Κλεομένης βρέθηκε στο στόχαστρο, καθώς κάποιοι αποκάλυψαν τη δωροδοκία του Μαντείου των Δελφών για την γνωμοδότησή τους σχετικά με τον πατέρα του Δημάρατου. Ο Κλεομένης διέφυγε στη Θεσσαλία, αλλά επανέκαμψε στην Πελοπόννησο και άρχισε να συγκεντρώνει στρατό Αρκάδων, για να επανέλθει στη Σπάρτη ως βασιλιάς. Οι Σπαρτιάτες για να σταματήσουν το συνασπισμό των Αρκάδων εναντίον τους, είπαν στον Κλεομένη ότι είναι πρόθυμοι να τον ξανακάνουν βασιλιά και εκείνος τους πίστεψε και επέστρεψε στην πατρίδα του. Πολύ σύντομα όμως οι Έφοροι τον κατηγόρησαν ως παράφρονα και τον φυλάκισαν σιδηροδέσμιο με τη σύμφωνη γνώμη των τριών ετεροθαλών αδελφών του. Όταν βρέθηκε νεκρός στη φυλακή, η επίσημη εκδοχή ήταν πως «αυτοκτόνησε μέσα στην τρέλα του», αλλά δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να δολοφονήθηκε. Τον διαδέχθηκε ο Λεωνίδας, ο οποίος παντρεύτηκε την ανιψιά του Γοργώ, κόρη του Κλεομένη. Η επικρατούσα σήμερα άποψη είναι ότι, παρά τα πιθανόν υπαρκτά προσωπικά μειονεκτήματά του, ο Κλεομένης είχε σημαντικές αρετές και πολιτική διορατικότητα, εξαιτίας της οποίας συκοφαντήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους, με κατηγορίες που βρήκαν πρόσφορο έδαφος και στο συντηρητισμό της κοινωνίας του.

β. Ευρυποντίδες βασιλείς

            Αντίστοιχα από τους Ευρυποντίδες βασίλεψαν οι εξής:
(1) Ο Χαρίλαος (ή Χάριλλος, 775-750, <χαρά + λαός = η χαρά του λαού) ήταν εγγονός του Πολυδέκτη, γιος του Εύνομου και ανεψιός του Λυκούργου. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Χαρίλαος δεν είχε γεννηθεί ακόμα και η μητέρα του ζήτησε από τον θείο του Λυκούργο όταν γεννηθεί να τον σκοτώσει και να την παντρευτεί. Ο Λυκούργος της είπε ότι δέχεται αλλά, όταν γεννήθηκε ο Χαρίλαος, τον πήγε στην αγορά και τον ανακήρυξε βασιλιά. Ο Λυκούργος, υπηρέτησε ως αντιβασιλέας επίτροπος του ανεψιού του, για μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έγραψε τους περίφημους νόμους του και μετά έφυγε από την Σπάρτη, οπότε ο Χαρίλαος ήταν ο πρώτος που τους εφάρμοσε.
(2) Ο Νίκανδρος (750-720, <νίκη + άνδρες = αυτός που φέρνει νίκη στους άνδρες [παρόμοιο με το Νικόλαος])  ήταν γιος του Χαρίλαου, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Σπάρτης ως εκπρόσωπος του οίκου των Ευρυποντιδών.
(3) Ο Θεόπομπος (720-675, <θεός + πομπή = αυτός που στάλθηκε από τον θεό) ήταν γιος του Νίκανδρου. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έλαβε χώρα ο Πρώτος Μεσσηνιακός Πόλεμος, ο οποίος έληξε με ήττα των Μεσσηνίων (βλ. κατωτέρω).
(4) Ο Αναξανδρίδας Α (675-645, <άναξ [=βασιλιάς] + άνδρας + είδος [<ιδείν] = απόγονος ηγεμόνων των ανθρώπων) ήταν γιος του Θεόπομπου και βασίλεψε μετά απ’ αυτόν.
(5) Ο Αναξίδαμος (ή Αναξίλας, 645-625, <άναξ [=βασιλιάς] + δήμος = ηγεμόνας των ανθρώπων) ήταν γιος του Αναξανδρίδα.
(6) Ο Λεωτυχίδας Α (625-600, <λεώς [=λαός] + τύχη + είδος [ιδείν] = απόγονος αυτών που φέρνουν τύχη στο λαό), ήταν αδελφός του Αναξίδαμου και βασίλεψε μετά από αυτόν.
(7) Ο Αρχίδαμος Α (600-575, <άρχω + δήμος = αρχηγός του δήμου), γιος του Αναξίδαμου, ήταν ο 12ος βασιλεύς από το γένος των Ευρυποντιδών. Διαδέχθηκε στο θρόνο της Σπάρτης τον θείο του Λεωτυχίδα.
(8) Ο Αγασικλής (575-550, <άγησις [=οδήγηση {<άγω}] + κλέος [=δόξα] = φημισμένος ως αρχηγός), ήταν γιος του Αρχίδαμου Α.
(9) Ο Αρίστων (550-515, <άριστος  [<αρεστός] + ων [<ειμί] = αγαπητός σε όλους) ήταν γιος του Αγασικλή και ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του. Βασίλεψε περίπου 50 έτη και, διάδοχος του ήταν ο Δημάρατος ο οποίος δεν είναι βέβαιο ότι ήταν γνήσιος γιος του. Ο Αρίστων είχε κάνει δυο γάμους αλλά δεν κατάφερε να αποκτήσει παιδιά, και ζήτησε από τον παιδικό του φίλο Αγήτη να εκπληρώσει έναν όρκο που είχε δώσει, που έλεγε πως όταν ζητήσει ο ένας από τον άλλον μια χάρη αυτός θα την δώσει χωρίς ανταπόδοση. Ο Αρίστων ζήτησε την γυναίκα του  και ο Αγήτης για να μην πατήσει τον όρκο του την έδωσε. Σε έξι μήνες γεννήθηκε ο Δημάρατος. Όταν οι έφοροι πήγαν στον Αρίστωνα να του ανακοινώσουν το γεγονός, αυτός μετρούσε με τα δάχτυλα τους μήνες που δεν του έβγαιναν, λέγοντας «ουκ αν εμός είη» (δε μου φαίνεται πως είναι δικός μου). Στα χρόνια της βασιλείας του Αρίστωνα οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν μετά από πολυετή πόλεμο τους Τεγεάτες.
(10) Ο Δημάρατος (515-491, <δήμος + άρατος [<αράομαι = καθιερώνω κάτι με ευχή] = καθιερωμένος με επιθυμία του δήμου) ήταν ο 15ος βασιλιάς της αρχαίας Σπάρτης από τη γενιά των Ευρυποντιδών. Πατέρας και προκάτοχός του στο θρόνο ήταν ο βασιλιάς Αρίστων. Το όνομά του σημαίνει τον προερχόμενο από ευχές του δήμου, επειδή ο Αρίστων ήταν άτεκνος παρά τους τρεις γάμους του και ο λαός φέρεται να παρακαλούσε τους θεούς να γεννηθεί διάδοχος. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι μοιράστηκε με τον Κλεομένη Α΄ την τιμή να διώξει τον τύραννο των Αθηνών Ιππία. Ο Πλούταρχος συνδέει τα ονόματά τους με τον πόλεμο κατά του Άργους. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ο Δημάρατος είχε διακριθεί σε διάφορες περιστάσεις για τις πράξεις του και μάλιστα ήταν ο μοναδικός βασιλιάς της χώρας του που στέφθηκε νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην αρματοδρομία με τέσσερα άλογα. Εντούτοις, κατέληξε σύμβουλος στην αυλή των Περσών. Η θητεία του Δημάρατου σημαδεύτηκε από τις έντονες διαφωνίες του με τον συμβασιλέα του Κλεομένη, που οφειλόταν σε διαφορετική πολιτική προσέγγιση των ζητημάτων-σε θέματα εξουσίας των Εφόρων, στο θέμα της επέμβασης στην Αθήνα και στην Αίγινα ή στο μεγάλο ζήτημα της στάσης της Σπάρτης έναντι των Περσών. Η θητεία του πάντως έλαβε πρώιμο τέλος όταν η ρήξη αυτή παροξύνθηκε, με αφορμή δύο σοβαρά περιστατικά κατά τα οποία ο Δημάρατος άφησε έκθετο τον Κλεομένη. Συγκεκριμένα το 508 π.Χ. κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Αθηνών με την οποία ο Κλεομένης επιθυμούσε να επαναφέρει τον Ισαγόρα στην Αθήνα ως τύραννο, οι Κορίνθιοι αλλά και ο Δημάρατος δήλωσαν ξαφνικά, όταν πλέον ο συμμαχικός στρατός της Πελοποννήσου είχε φτάσει στην Ελευσίνα, ότι δεν θα συνέχιζαν. Ένας ένας οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων άρχισαν να υποχωρούν, με αποτέλεσμα ο Κλεομένης να αναγκαστεί να ακυρώσει την εκστρατεία των ανδρών του. Μετά από το φιάσκο αυτό η Σπάρτη αποφάσισε να μην στείλει ποτέ ξανά σε εκστρατεία ταυτόχρονα και τους δύο βασιλείς της. Στη συνέχεια το 501 π.Χ., όταν η Αίγινα δήλωσε υποταγή στους Πέρσες παραδίδοντας γη και ύδωρ, η Αθήνα στράφηκε στη Σπάρτη και της ζήτησε να συνετίσει την Αίγινα, μια που αυτό το νησί ανήκε στην Πελοποννησιακή Συμμαχία και η στρατηγική θέση του μπορούσε να θέση σε κίνδυνο όλους τους Έλληνες σε περίπτωση σύγκρουσης με την Περσία. Ο Κλεομένης πήγε αμέσως στο νησί ώστε να συλλάβει τους υπευθύνους. Η προσπάθειά του απέτυχε εξαιτίας της παρασκηνιακής ανάμειξης του Δημάρατου, ο οποίος είχε στείλει στους μηδίζοντες Αιγινήτες αριστοκρατικούς επιστολή στην οποία τους συνιστούσε να μην παραδώσουν τους συμπολίτες τους και να χρησιμοποιήσουν το πρόσχημα ότι ήταν παρών μόνον ο ένας βασιλιάς της Σπάρτης. Οι Αιγινήτες όντως είπαν στον Κλεομένη ότι θα συμμορφώνονταν μόνον αν πήγαιναν στην Αίγινα και οι δύο βασιλιάδες της Σπάρτης. Επιστρέφοντας, ο Κλεομένης στη Σπάρτη προσπάθησε να ξεφορτωθεί τον πολιτικό του αντίπαλο, παίρνοντας με το μέρος του και το Λεωτυχίδα, τον επόμενο στη διαδοχή του θρόνου των Ευρυποντιδών, ο οποίος επίσης είχε έρθει σε ρήξη με το Δημάρατο, γιατί του είχε αποσπάσει την κοπέλα που επιθυμούσε για σύζυγο.
Οι δύο άνδρες προσέβαλαν τα δικαιώματά του Δημάρατου στο θρόνο, επαναφέροντας στην επιφάνεια την ιστορία της γέννησης του Δημάρατου, από την τρίτη σύζυγο του βασιλιά Αρίστωνα, πρώην σύζυγο του φίλου του Αγήτη, στον οποίο, όπως φαίνεται, ανήκε βιολογικά το παιδί. Την ιστορία αυτή επικαλέστηκε ο Λεωτυχίδας, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Δημάρατος κακώς ανήλθε στο θρόνο αφού η πατρότητά του ήταν αμφίβολη. Παρουσίασε στη δίκη τους παλαιούς εφόρους που βρίσκονταν τότε μαζί με τον πατέρα του Δημάρατου για να δώσουν  αποδείξεις. Η υπόθεση μεταφέρθηκε στο μαντείο των Δελφών, το οποίο πιθανώς με δωροδοκία του Κλεομένη, επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση, δίνοντας το θρόνο των Ευρυποντιδών στον Λεωτυχίδα το 491 π.Χ. Μια δεύτερη εκστρατεία κατά της Αίγινας οδήγησε στην κατάληψη του νησιού και στην αποστολή δέκα επιφανών πολιτών στην πόλη των Αθηνών με την ιδιότητα του ομήρου.
Λίγο καιρό αργότερα, και ενώ είχε αναλάβει κάποιο αξίωμα επίβλεψης των γυμνοπαιδιών, ο Δημάρατος δέχτηκε την επίσκεψη ενός ακολούθου του Λεωτυχίδα ο οποίος τον περιέπαιξε ρωτώντας τον πώς αισθάνεται ως απλός αξιωματούχος, ενώ στο παρελθόν ήταν βασιλιάς. Πικραμένος ο Δημάρατος απάντησε με απειλές και κατόπιν αποχώρησε με καλυμμένο το πρόσωπο. Πίσω στο σπίτι, αφού θυσίασε στους θεούς, εξόρκισε τη μητέρα του να του πει όλη την αλήθεια ενώπιον των θεών. Εκείνη ευχήθηκε όσοι και όσες τον κατηγορούν να κάνουν παιδιά με μουλαράδες (ονοφορβάδες για την ακρίβεια) και του έδωσε τη δική της κάπως μεταφυσική εκδοχή, αφού κατέληξε πως ήταν γιος είτε του βασιλιά Αρίστωνα είτε του μυθικού ήρωα Αστάβακου, πάντως όχι του Αγήτη, του πρώτου της συζύγου. Ο Δημάρατος συμπέρανε πως έτσι και αλλιώς ανήκε σε "ευγενική γενιά" οπότε αποφάσισε να πάρει πίσω ό,τι θεωρούσε πως του ανήκε. Μετέβη στην Ηλεία με πρόσχημα ένα ταξίδι προσκυνήματος και εκεί άρχισε να στρατολογεί συμμάχους. Ωστόσο η δράση του έγινε αντιληπτή και η Σπάρτη έστειλε απεσταλμένους να τον φέρουν πίσω. Αφού διέφυγε για λίγο στη Ζάκυνθο, ο Δημάρατος κατόπιν ταξίδεψε στην Ασία, στην αυλή του Βασιλιά Δαρείου Α'. Στην Περσία ο Δημάρατος είχε φιλόξενη υποδοχή και αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ότι βοήθησε τον Ξέρξη Α' να διαδεχτεί τον πατέρα του ενάντια στα υπόλοιπα αδέρφια του. Ωστόσο, όταν ελήφθη η απόφαση να καταληφθεί η Ελλάδα, φέρεται ότι έστειλε κρυφά ένα μήνυμα στην πατρίδα του τη Σπάρτη, γνωστοποιώντας τις προθέσεις των Περσών. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον των Ελλήνων, ο Δημάρατος τον ακολούθησε με την ιδιότητα του συμβούλου για λόγους που δεν μπορούν να ερμηνευθούν απόλυτα  (πιθανώς έλπιζε στην επαναφορά του στο θρόνο της Σπάρτης). Διάσημο είναι το ιστορικό ανέκδοτο σύμφωνα με το οποίο λίγο πριν από τη Μάχη των Θερμοπυλών, ο Μεγάλος Βασιλιάς, βλέποντας τους λιγοστούς Σπαρτιάτες, που στρατοπέδευαν εναντίον των πολυάριθμων στρατιωτών του, να χτενίζουν με ολύμπια ηρεμία τα μαλλιά τους, ρώτησε τον Δημάρατο και εκείνος απάντησε: «Αναγνωρίζουν για αφέντη τους το Νόμο. Και υπακούουν τον αφέντη τους αυτό περισσότερο από όσο υπακούουν εσένα οι υπήκοοί σου …. Απαιτεί από αυτούς να παραμείνουν στη θέση τους και να νικήσουν ή να πεθάνουν». Μετά την επίπονη νίκη των Περσών στις Θερμοπύλες η στρατηγική σκέψη του Δημάρατου, που προέβλεψε το αδύναμο σημείο του περσικού στρατού απέναντι στους Σπαρτιάτες, αναγνωρίστηκε. Ο Δημάρατος ήταν επίσης εκείνος που έδωσε στους Πέρσες τη στρατηγική συμβουλή να καταληφθούν τα Κύθηρα, αλλά δεν εισακούστηκε. Αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ο Ξέρξης του ανέθεσε την διακυβέρνηση στην Πέργαμο, την Τευθρανία και την Αλίσαρνα, όπου οι απόγονοί του έζησαν ως κυβερνήτες για πολλά χρόνια ακόμη.

γ. Πολεμικές επιχειρήσεις  

            Το 778 οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν στην Τεγέα υπό τον Χαρίλαο αλλά ηττήθηκαν και οι επιχειρήσεις προς την Αρκαδία δεν προχώρησαν. Επί βασιλείας του Τηλέκλου κυρίευσαν τις λακωνικές πόλεις Αμύκλες, Φαρές και Γερόνθρες, ενώ μετά από αιματηρούς αγώνες ο Αλκαμένης Τήλεκλου (740-710) υπέταξε οριστικά και το γειτονικό Έλος και υποδούλωσε τους κατοίκους του, για την ονομασία των οποίων οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Είλωτες», προερχόμενη από το όνομα Έλος, που κατέληξε να σημαίνει «δούλοι». Οι σπουδαιότεροι από τους πολέμους που έκαναν  αυτή την περίοδο οι Σπαρτιάτες ήταν εναντίον των Μεσσηνίων. Για την υποταγή τους χρειάστηκε να γίνουν δύο πόλεμοι. Ο πρώτος Μεσσηνιακός Πόλεμος (743 – 720), στον οποίο από τους Μεσσήνιους διακρίθηκε ο Αριστόδημος, έληξε με την κατάληψη της Ιθώμης και τον εξανδραποδισμό των Μεσσηνίων από τον βασιλιά Θεόπομπο. Το 700 κατασκευάστηκε στη Σπάρτη ο ναός της Ορθίας Αρτέμιδος.
Ακολούθησε ο ακόμη πεισματωδέστερος δεύτερος Μεσσηνιακός Πόλεμος (685-668) για την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες, στον οποίο στο πλευρό των Μεσσηνίων, υπό τον Αριστομένη, συμμετείχαν και Τεγεάτες, Αργείοι και Πισάτες, και ο οποίος έληξε με νίκη των Σπαρτιατών και πλήρη καθυπόταξη της μεσσηνιακής γης της οποίας οι κάτοικοι έγιναν είλωτες. Ο Αριστομένης, αρχηγός και ήρωας των Μεσσηνίων δοξάστηκε στον πόλεμο αυτό, όπου αρχικά είχε πολλές στρατιωτικές επιτυχίες, όμως η προδοσία του Αριστοκράτη, βασιλιά της Αρκαδίας, που απέσυρε τα στρατεύματά του σε μια κρίσιμη μάχη, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου. Ο Αριστομένης με το στρατό του και τους υπόλοιπους Μεσσήνιους κλείστηκε στο φρούριο της Εΐρας, όπου πολιορκήθηκε για 11 χρόνια (682-671), οπότε προδόθηκε για δεύτερη φορά από τον Αριστοκράτη. Παρότι αιχμαλωτίστηκε από τους Σπαρτιάτες κατόρθωσε να επιζήσει και τελικά πέθανε στη Ρόδο, κοντά στον βασιλιά Δαμάγητο, που ήταν γαμπρός του από την τρίτη κόρη του. Από την μεριά των Σπαρτιατών σημαντική συμβολή στην έκβαση του πολέμου είχε ο Τυρταίος, γιος του Αρχεμβρότου, καταγόμενος από τις Αφιδνές της Λακεδαίμονος (και όχι από τις Αφιδνές της Αττικής) που (όπως αναφέρει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές). ήταν και ο ίδιος στρατηγός πλάι στον βασιλιά Θεόπομπο, υπό την αρχηγία του οποίου οι Λακεδαιμόνιοι επιβλήθηκαν των Μεσσηνίων. Έγραψε φλογερά ελεγειακά ποιήματα για τους στρατιώτες του, που τους εμψύχωσαν στις πολύ δύσκολες στιγμές που πέρασαν, καθώς βοήθησαν στην εξύψωση του μαχητικού πνεύματος στο πεδίο της μάχης τονίζοντας τη στρατιωτική τιμή και την αγάπη προς την πατρίδα.
            Μετά την εξασφάλιση των κτήσεων προς τη δύση οι Σπαρτιάτες στράφηκαν προς βορά και επιχείρησαν να κατακτήσουν την Αρκαδία, στην οποία η βασιλεία καταλύθηκε τον έβδομο αιώνα με τελευταίο βασιλιά της Τεγέας τον Αριστοκράτη Ικέτα. Στις μάχες που έγιναν επί βασιλείας Λέοντος (590-560) και Αγασικλέους (575-550) οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν κατά κράτος, αλλά οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και είχαν μερική επιτυχία στην επόμενη γενιά επί βασιλείας Αναξανδρίδα (560-525, γιου του Λέοντος) και Αρίστωνος (550-515 γιου του Αγασικλέους), όταν οι Σπαρτιάτες, αποκρούστηκαν και πάλι από τους Τεγεάτες, αλλά  κατέλαβαν τις αρκαδικές πόλεις Σκιρίτιδα, Βελεμίνα και Μαλεάτιδα, που απετέλεσαν έκτοτε τα βόρεια σύνορα της Σπάρτης.

5.7.2. Το πολίτευμα της Σπάρτης 


            Την περίοδο αυτή αποκρυσταλλώθηκε η κοινωνική οργάνωση και το πολίτευμα της Σπάρτης. Κατά την παράδοση τους κανόνες για τον τρόπο διακυβέρνησης και διαβίωσης όρισε ο νομοθέτης Λυκούργος (820-730). Η ζωή και το νομοθετικό έργο του καλύπτεται από την ομίχλη των μύθων και των θρύλων της αρχαιότητας. Ήταν γιος του βασιλιά Πολυδέκτη, αδελφός του βασιλιά Εύνομου και θείος του βασιλιά Χαρίλαου, του οποίου, για μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έγραψε τους νόμους του, υπήρξε επίτροπος – αντιβασιλέας μέχρι την ενηλικίωσή του. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη της γης, επισκέφτηκε την Κρήτη και πιθανώς την Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Ιβηρία. Επιστρέφοντας στη Σπάρτη ασχολήθηκε με τη ρύθμιση του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο ο Λυκούργος πήρε θεϊκή εντολή για να συγγράψει τους νόμους του, συμβουλευόμενος το Μαντείο των Δελφών. Η Πυθία τον διαβεβαίωσε πως οι νόμοι του ήταν άριστοι. Σύμφωνα με την παράδοση, προτού αναχωρήσει για το ταξίδι στους Δελφούς όρκισε τους συμπολίτες του να συνεχίσουν να τηρούν τους νόμους του, τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει. Όταν έλαβε από το μαντείο την επιβεβαίωση που επιθυμούσε, αποφάσισε να μην επιστρέψει ποτέ στην πόλη. Υπέβαλε τον εαυτό του σε ασιτία, και λίγο πριν πεθάνει όρκισε τους υπηρέτες του να σκορπίσουν την τέφρα του στον άνεμο. Έτσι δεν επέστρεψε ποτέ, ούτε ζωντανός ούτε νεκρός στη Σπάρτη, και οι πολίτες, πιστοί στον όρκο τους δεν άλλαξαν ποτέ τους νόμους του.
Κυρίαρχο γνώρισμα του νομοθετικού έργου του, είναι ότι δεν εισήγαγε πληθώρα νόμων, αλλά θεσμών, με τη λογική ότι οι νόμοι μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου ανάλογα με τις συνθήκες, ενώ αντίθετα οι θεσμοί, οι παραδόσεις απλούστερα, ενσωματώνονται στον τρόπο ζωής των ανθρώπων και έχουν αιώνια ισχύ. Οι κυριότερες ρυθμίσεις του Λυκούργου ήταν:
(α) Η σιδερένια πειθαρχία των πολιτών και η κοινή μόρφωση των αγοριών και των κοριτσιών, καθώς και η σκληραγώγησή τους από την παιδική ηλικία.
(β) Η απαγόρευση της χρήσης ασημένιων και χρυσών νομισμάτων, αλλά μόνο σιδερένιων, για να είναι βαριά και να δυσκολεύουν τους Σπαρτιάτες στη μεταφορά τους.
(γ) Η υποχρέωση της υποταγής των νεότερων στους γεροντότερους,
(δ) Θεσμοί για τη διακυβέρνηση της πολιτείας, που στάθηκαν ως οι θεμελιώδεις αρχές του σπαρτιατικού τρόπου ζωής.
(ε) Το ξαναμοίρασμα της γης στους Σπαρτιάτες. Ο πλούτος είχε συγκεντρωθεί σε λίγους και πολλοί ακτήμονες και άποροι τριγύριζαν στην πόλη. Ο Λυκούργος έπεισε τους πολίτες να μοιράσουν όλα τα κτήματα από την αρχή, για να ζήσουν όλοι μαζί με ίση περιουσία και να επιδιώξουν τα πρωτεία μόνο με την αρετή. Με το μέτρο αυτό ήθελε να περιορίσει την πολυτέλεια, το φθόνο και το έγκλημα που υπήρχαν στην κοινωνία.
Οι νόμοι του Λυκούργου, γνωστοί με το όνομα «Μεγάλη Ρήτρα», εισήγαγαν στην πόλη της Σπάρτης τη λεγόμενη «Ευνομία», απόρροια της οποίας ήταν ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής τους και η σχηματοποίηση μιας μορφής δημοκρατίας, η οποία βασιζόταν στην απόλυτη ισότητα ανάμεσα στους «Ομοίους»: Ισότητα κοινωνική, ισότητα στα συσσίτια (άρα ισότητα πλούτου), ισότητα στα πλαίσια της οπλιτικής φάλαγγας. Βεβαίως η Σπάρτη δεν ήταν μια μορφή δημοκρατίας με την έννοια της αντίστοιχης αθηναϊκής, αλλά ένα μεικτό πολίτευμα, στο οποίο συνυπήρχαν και στοιχεία αριστοκρατίας, καθώς η δημοκρατική ισότητα περιοριζόταν ανάμεσα σε όσους είχαν το δικαίωμα να ονομάζονται πολίτες–οπλίτες, στο πλευρό των οποίων ασκούσαν εξουσία οι δύο βασιλείς, η ολιγαρχική γερουσία και οι έφοροι.
Τα δικαιώματα του πολίτη δεν παρέχονταν απλά, λόγω κληρονομικότητας σε οποιονδήποτε τυχάρπαστο, αφού κάθε νεαρός άνδρας έπρεπε να αποδείξει εμπράκτως με το ήθος του ότι άξιζε να τα κατέχει, ολοκληρώνοντας επιτυχώς μια αυστηρή εκπαιδευτική διαδικασία, εναρμονιζόμενος παράλληλα με τον πατροπαράδοτο λιτό τρόπο ζωής των Λακώνων. Η ρύθμιση αυτή είχε ως στόχο να οδηγήσει το Σπαρτιάτη στην επίγνωση της σημαντικότητας των προνομίων του, αλλά και στην κατανόηση της σειρά των υποχρεώσεων που πήγαζαν από αυτά. Κατ' επέκταση η νομοθεσία διαμόρφωνε και την ηθική των πολιτών, που εκφραζόταν ως αποστροφή στα πλούτη και τις περιττές πολυτέλειες, ως φιλοπατρία και γενναιότητα στη μάχη, καθώς και ως στρατιωτικό ήθος. Η επίδειξη δειλίας στη μάχη, θεωρούταν η χείριστη ατιμωτική πράξη, με ποινή την απώλεια του δικαιώματος διεκδίκησης αξιωμάτων, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή. Το ενδιαφέρον των πολιτών συνέκλινε αποκλειστικά σε μια αρετή, την πολεμική, προσανατολισμός που ίσως μπορεί να ερμηνευτεί αν ληφθεί υπόψη η δωρική καταγωγή των Σπαρτιατών και ο αρχαίος φόβος μπροστά στο ενδεχόμενο της επανάστασης των ειλώτων.
            Όπως καθιερώθηκε από τις πρώτες μέρες της εγκατάστασης των Δωριέων εκεί, στη Σπάρτη υπήρχαν δύο βασιλείς, που ήταν μόνο στρατιωτικοί αρχηγοί, έχοντας, παράλληλα, ορισμένες θρησκευτικές αρμοδιότητες και διατηρώντας μέρος των δικαστικών καθηκόντων τους. Παράλληλα υπήρχε το 30μελές συμβούλιο των γερόντων που ονομάστηκε Γερουσία, έθιμο του ελληνικού κόσμου που κληρονομήθηκε από τα παλιότερα χρόνια. Η γερουσία αποτελούνταν από τους 2 βασιλείς και 28 γέροντες πάνω από 60 ετών που εκλέγονταν ισόβια από την Απέλλα (<απελλάζω <από + είλλω [{ει>ε} = μαζεύω] = συνάγω, εκκλησιάζω). που ήταν η συνέλευση των ανδρών Σπαρτιατών. άνω των 30 ετών που μπορούσαν να συνεισφέρουν στα συσσίτια. Ένας νέος θεσμός ήταν οι πέντε έφοροι, που εκλέγονταν από την Απέλλα για ένα χρόνο και είχαν μεγάλη δύναμη, αφού μπορούσαν να ελέγχουν ακόμα και τους βασιλείς. Τα όργανα της εξουσίας πλαισίωναν 300 Ιππείς που αποτελούσαν την αστυνομία της πόλης.

α. Οι βασιλείς

Από τις πρώτες μέρες της εγκατάστασης των Δωριέων η Σπάρτη διέθετε δύο βασιλείς. Ο ένας άνηκε στη δυναστεία των «Αγάδων» και ο άλλος σε εκείνη των «Ευρυποντιδών», δύο οικογένειες που σύμφωνα με το θρύλο κατάγονταν από τους δίδυμους απογόνους του Ηρακλή, τον Ευρυσθένη και τον Προκλή αντίστοιχα. Οι οικογένειες έπρεπε σε κάθε περίπτωση να διακρίνονται μεταξύ τους: Απαγορευόταν αυστηρά τόσο η χρήση κοινών ονομάτων, όσο και οι γάμοι μεταξύ των μελών τους. Ακόμη και οι τάφοι τους βρίσκονταν σε διαφορετικές τοποθεσίες: Η Πιτάνα, μια από τις κώμες που συνιστούσαν την πόλη της Σπάρτης φιλοξενούσε τους τάφους των Αγάδων, ενώ οι Ευρυποντίδες αντίθετα κηδεύονταν στις Λίμνες. Οι δύο βασιλείς ήταν ισότιμοι αν και, επειδή ο Ευρυσθένης ήταν ο μεγαλύτερος από τα δίδυμα, φαίνεται ότι υπήρχε μια θεωρητική πρωτοκαθεδρία των Αγάδων.
Η πρόσβαση στο θρόνο ήταν κληρονομική, χωρίς να βασίζεται στην αξία του προσώπου. Στη σειρά διαδοχής ο γιος προηγούταν του αδερφού, γιατί, παρόλο που ο δεύτερος ήταν πρεσβύτερος, ο γιος που γεννήθηκε όσο ο πατέρας του ήταν στο θρόνο προηγούταν εκείνων που δεν απολάμβαναν αυτή την ιδιότητα Δεν πρόκειται λοιπόν για αυστηρή εύνοια του πρωτότοκου, αλλά για αυτό που οι βυζαντινοί αποκαλούσαν «πορφυρογέννεση». Ωστόσο, φαίνεται πως οι Σπαρτιάτες ερμήνευαν αρκετά ελεύθερα τον κανόνα αυτόν. Ο Πλούταρχος μάλιστα, σημειώνει πως εκείνοι που ανατρέφονταν για να γίνουν βασιλείς εξαιρούνταν της σπαρτιατικής εκπαίδευσης. Δεδομένου ότι η εκπαίδευση των νεαρών αγοριών ξεκινούσε στα επτά τους χρόνια, ο διάδοχος θα πρέπει να αναγνωριζόταν από τη νηπιακή του ηλικία.
Οι αρμοδιότητες των βασιλέων ήταν τόσο στρατιωτικές όσο και θρησκευτικές. Ο Ξενοφών γράφει ότι «ο βασιλεύς δεν είχε άλλο καθήκον στην εκστρατεία από το να αποτελεί τον ιερέα των θεών και τον στρατηγό των ανδρών». Κατά τα πρώτα χρόνια του θεσμού, ο βασιλεύς μπορούσε να διεξάγει πόλεμο στη χώρα της επιλογής του. Ο ένας βασιλεύς περιόριζε την εξουσία του άλλου. Το 506 π.Χ. έγινε ο «διαχωρισμός της Ελευσίνας»: Ο βασιλεύς Δημάρατος εγκατέλειψε την εκστρατεία που διεξήγαγε με τον Κλεομένη Α' ενάντια στην Αθήνα. Έκτοτε, όπως ιστορεί ο Ηρόδοτος, πέρασε νόμος στη Σπάρτη βάσει του οποίου δεν επιτρεπόταν και στους δύο βασιλείς να συνοδεύουν το στρατό σε εκστρατεία. Κατά τον 5ο αιώνα η Απέλλα ήταν εκείνη που ψήφιζε για πόλεμο, ενώ τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα, την κινητοποίηση αποφάσιζαν οι έφοροι και οι γέροντες.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας οι βασιλείς είχαν αυξημένη ελευθερία κινήσεων, τόσο που ο Αριστοτέλης αποκαλεί τη σπαρτιατική βασιλεία «κληρονομική αρχιστρατηγία». Στον πόλεμο ο βασιλεύς είχε αρμοδιότητες αρχιστράτηγου, προΐστατο των άλλων στρατηγών, μπορούσε να διαπραγματευτεί ανακωχή και πολεμούσε στην πρώτη σειρά της δεξιάς πτέρυγας περιστοιχισμένος από την τιμητική του φρουρά. Είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους στρατιώτες του, συμπεριλαμβανομένων των πολιτών. Παρέμενε εντούτοις υπό την εποπτεία των εφόρων, και ίσως κρινόταν μετά την επιστροφή του στην πόλη. Ακόμη λογιζόταν ως ένα από τα μέλη της Γερουσίας. Τέλος οι βασιλείς ήταν ιερείς του Λακεδαιμόνιου Διός ή του Ουράνιου Διός και πρωτοστατούσαν στις δημόσιες θυσίες.

β. Η Γερουσία

Η Γερουσία ήταν ένα σώμα 28 ανδρών, ηλικίας από 60 ετών και άνω (οπότε και ολοκληρωνόταν η στρατιωτική θητεία), που εκλέγονταν διά βίου από την Απέλλα. Μέλη της ήταν ακόμη οι δύο βασιλείς, οπότε συνολικά απαρτιζόταν από 30 άτομα. Κύριο κριτήριο επιλογής τους ήταν η στρατιωτική τους αρετή. Αν και πρακτικά οποιοσδήποτε από τους ελεύθερους πολίτες της Σπάρτης, ανεξαρτήτως περιουσίας ή κοινωνικής θέσης, μπορούσε να εκλεγεί, κατά παράδοση σε αυτήν άνηκαν άτομα από παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες. Η εκλογή στη Γερουσία θεωρούταν μεγάλη τιμή, την οποία απολάμβαναν οι αξιολογότεροι άνδρες (καλοὶ κἀγαθοί ). Ο Ισοκράτης αναφέρει ότι ο Λυκούργος όρισε να γίνεται η εκλογή τους με την ίδια φροντίδα που κάποτε οι Αθηναίοι εξέλεγαν τα μέλη του Αρείου Πάγου.
Μετά το θάνατο ενός μέλους, οι υποψήφιοι διάδοχοί του εμφανίζονταν αλληλοδιαδόχως ενώπιον της Απέλλας, που συνεδρίαζε γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό και που εκδήλωνε την προτίμησή της διά βοής ανάλογης έντασης. Οι αιρετοί κριτές της διαδικασίας αυτής άκουγαν από κάποιο παρακείμενο οίκημα τις φωνές χωρίς να βλέπουν τον κρινόμενο υποψήφιο. Έτσι αναγόρευαν «γέροντα» εκείνον τον υποψήφιο που υπήρξε αποδέκτης της εντονότερης βοής. Αν και αυτός ο τρόπος εκλογής, όσο ασυνήθιστος και αν είναι, θα μπορούσε να θεωρηθεί αρκετά δίκαιος, ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αριστοτέλης, τον θεωρούσαν, κατά την ευνοϊκότερη κρίση, αβέβαιο.
Η Γερουσία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του κράτους, έχοντας την εξουσία να προετοιμάζει τους νόμους προς ψήφιση, και αναλαμβάνοντας τη νομοθετική πρωτοβουλία. Ακόμη, τα μέλη της μπορούσαν να ασκήσουν βέτο στις αποφάσεις της Απέλλας, σε μια εποχή όπου οι έφοροι είχαν επίσης νομοθετικές αρμοδιότητες. Σε γενικές γραμμές ήταν σώμα υπεύθυνο για την εσωτερική πολιτική και δεν ελεγχόταν από κανέναν για τις αποφάσεις του. Επίσης η Γερουσία αποτελούσε την ανώτατη δικαστική αρχή, η οποία δίκαζε τις ποινικές υποθέσεις, έχοντας τη δυνατότητα να επιβάλλει τη θανατική ποινή ή την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του ατόμου. Σε συνδυασμό με τους εφόρους, τα μέλη της Γερουσίας μπορούσαν ακόμη και να ασκήσουν κριτική στους βασιλείς.

γ. Οι Έφοροι

Οι πέντε έφοροι αποτελούσαν μια ομάδα αξιωματούχων στην Αρχαία Σπάρτη που είχαν ως στόχο την εποπτεία των βασιλέων και των κατοίκων της πόλης, ειδικά σε ό,τι αφορούσε την τήρηση των παραδόσεων. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς δημιουργήθηκε ο θεσμός αυτός και από ποιον. Βέβαιο είναι πως εκλέγονταν από την Απέλλα για μονοετή θητεία, την πρώτη νέα σελήνη μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Ο ένας εκ των πέντε, γνωστός ως «επώνυμος έφορος», έδινε το όνομά του στη χρονιά και στα επίσημα έγγραφα.
Πρώτη αρμοδιότητα των εφόρων ήταν η διατήρηση της δημόσιας τάξης. Επόπτευαν στενά τους περίοικους και τους είλωτες, κατέχοντας το δικαίωμα να αποφασίζουν για θέματα ζωής και θανάτου που αφορούσαν τους δεύτερους. Ανάμεσα στις αρμοδιότητές τους ήταν και η εποπτεία των ηθών, καθώς και η φυσική εμφάνιση των Σπαρτιατών. Οι νεαροί ήταν επίσης μια κατηγορία πολιτών που παρακολουθούνταν στενά: Οι έφοροι έλεγχαν κάθε δέκα ημέρες τη φυσική τους κατάσταση και καθημερινά την ένδυση και τα κλινοσκεπάσματά τους.
Έλεγχαν ακόμη τους υπόλοιπους κρατικούς αξιωματούχους, ανάμεσα στους οποίους και τους βασιλείς, ενώ είχαν τη δύναμη να επιβάλλουν πρόστιμα, φυλάκιση ή και θανατική ποινή. Επίσης είχαν υπό την εποπτεία τους την εξωτερική πολιτική του κράτους και την εφαρμογή των αποφάσεων της Απέλλας (της οποίας ήταν πρόεδροι). Ακόμη είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις υπό συνθήκες κρίσης.
Η εξουσία τους ήταν τόσο μεγάλη που ο Αριστοτέλης την παρομοιάζει με αυτή των τυράννων («ἰσοτύραννος»). Μάλιστα είχαν το δικαίωμα να παραμένουν καθιστοί ενώπιον των βασιλέων. Εντούτοις, θεωρητικά αντιπροσώπευαν το λαό. Ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων τους παρομοίασε με τους «Τριβούνους των Πληβείων» στη ρωμαϊκή κοινωνία. Κάθε μήνα οι βασιλείς ορκίζονταν να τηρούν τους νόμους και οι έφοροι να συντηρούν τη βασιλεία. Ακόμη και η δύναμη των εφόρων δεν ήταν χωρίς περιορισμούς: δεν μπορούσαν να εκλεγούν δεύτερη φορά και η θητεία τους αξιολογούνταν από τους διαδόχους τους, οι οποίοι μπορούσαν να τους επιβάλλουν ακόμη και τη θανατική ποινή, αν διέπρατταν κάποιο σοβαρό αδίκημα.

δ. Η Απέλλα

Με τον όρο Απέλλα είναι γνωστή η συνέλευση των «Ομοίων», δηλαδή όλων των ελεύθερων αρρένων Σπαρτιατών που κατείχαν πολιτικά δικαιώματα. Απ’ ό,τι φαίνεται ο ρόλος της ήταν αρκετά περιορισμένος, σε σημείο που ο Αριστοτέλης δεν κάνει αναφορά σε αυτήν, όταν απαριθμεί τα δημοκρατικά στοιχεία του σπαρτιατικού πολιτεύματος.
Για την ελάχιστη ηλικία συμμετοχής σε αυτήν πιθανές εκδοχές είναι τόσο η ηλικία των 20 ετών (ένταξη στο στρατό και συμμετοχή στα συσσίτια), όσο και εκείνη των 30 (δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας και λήψης δημόσιου αξιώματος). Σχετικά με τη συχνότητα διεξαγωγής των συναντήσεων της Απέλλας η Μεγάλη Ρήτρα αναφέρεται απλά σε μια συνέλευση «από καιρό σε καιρό» στη συμβολή των ποταμών Ευρώτα και Οίνου, ενώ ένα σχόλιο στο Θουκυδίδη υποδηλώνει πως γινόταν κάθε μήνα, όταν είχε πανσέληνο.
Η Απέλλα δεν είχε νομοθετική πρωτοβουλία: οι απλοί πολίτες δεν είχαν συμμετοχή στη σύνταξη των ψηφισμάτων, ούτε λάμβαναν το λόγο. Περιορίζονταν στην εκλογή των παιδονόμων, των γερόντων και των εφόρων, καθώς και στην αποδοχή ή απόρριψη των ψηφισμάτων που πρότειναν τα τελευταία δύο σώματα και οι βασιλείς. Αυτά συνήθως αφορούσαν ζητήματα πολέμου και ειρήνης, σπονδών, εξωτερικής πολιτικής και απελευθέρωσης ειλώτων. Επίσης η Απέλλα αποφάσιζε ποιος θα οριζόταν στρατηγός κάποιας εκστρατείας. Η εκλογή για την αποδοχή ή απόρριψη προτάσεων γινόταν δια βοής. Καταμέτρηση γινόταν μόνο αν ο προεδρεύων είχε αμφιβολία ως προς την ένταση των φωνών, οπότε  χωρίζονταν οι υποστηρικτές της κάθε άποψης σε δύο πλευρές και γινόταν η μέτρησή τους.

5.7.3. Η οργάνωση της σπαρτιατικής κοινωνίας


Στη Δωρική Σπάρτη δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις, με την έννοια εκείνων που υπήρχαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, δηλαδή γεωργών, εμπόρων, τεχνιτών κτλ. Βασική διάκριση των κατοίκων ήταν σε «Ομοίους», «Περιοίκους» και «Είλωτες».
            Στο κατώτερο επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης βρίσκονταν οι είλωτες, δηλαδή οι δούλοι που ήταν οι περισσότεροι από τους παλαιούς κατοίκους της περιοχής. Οι είλωτες ανήκαν στο κράτος και δούλευαν στα κτήματα, δεν είχαν κανένα δικαίωμα και η ζωή τους ήταν πολύ σκληρή, γι’ αυτό, όταν τους δινόταν ευκαιρία επαναστατούσαν. Στο επόμενο επίπεδο βρίσκονταν οι περίοικοι, που κατοικούσαν στα «πέριξ», δηλαδή σε χωριά γύρω από τη Σπάρτη και ασχολούνταν με τη βιοτεχνία, το εμπόριο, αλλά και τη γεωργία. Οι περίοικοι και οι είλωτες ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες στον πόλεμο, αλλά δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Οι Σπαρτιάτες (που ονομάζονταν και «Όμοιοι») ασκούνταν συνεχώς στα πολεμικά έργα, για να μπορούν να υπερασπίζονται αποτελεσματικά την πατρίδα τους, αλλά και για να κρατούν τους είλωτες υποταγμένους. Ζούσαν από τα εισοδήματα των κτημάτων που καλλιεργούσαν οι είλωτες και δεν ασκούσαν κανένα άλλο επάγγελμα, εκτός από το στρατιωτικό και τη φροντίδα για τα κρατικά ζητήματα. Ήταν κατανεμημένοι σε 3 Φυλές (Υλλείς, Δύμαντες, Πάμφυλοι), που ήταν χωρισμένες σε 30 τμήματα (10 σε κάθε φυλή) που ονομάζονταν «ωβαί».

α. Οι Όμοιοι

Μέλη της ανώτερης βαθμίδας στην Αρχαία Σπάρτη, ήταν οι Όμοιοι (ίσοι ή ευπατρίδες), που ήταν οι νόμιμοι Σπαρτιάτες πολίτες με βασική υποχρέωση να συμμετέχουν στα κοινά και να είναι καλοί πολεμιστές, να ασχολούνται μόνο με τα στρατιωτικά και να μην ασχολούνται με τίποτα άλλο. Τις άλλες εργασίες, όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, η βιοτεχνία και το εμπόριο, τις έκαναν κυρίως οι περίοικοι, ενώ τις βαριές εργασίες, τις έκαναν οι είλωτες. Λόγω των συνεχών συγκρούσεων και πολέμων στους οποίους συμμετείχε η Σπάρτη, ο αριθμός των Ομοίων, δηλαδή των Σπαρτιατών πολιτών μειωνόταν εντυπωσιακά. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο το 480 π.Χ., η Σπάρτη είχε 8.000 Όμοιους. Μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., ο αριθμός τους είχε μειωθεί σε λιγότερους από χίλιους, λόγω των συνεχών συγκρούσεων και πιθανόν της άρνησης των Σπαρτιατών να ενωθούν με τους περίοικους και τους είλωτες. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η πτώση στον αριθμό των Σπαρτιατών πολιτών, είχε ως αποτέλεσμα την αναπόφευκτη παρακμή της Σπάρτης στην εποχή του.

β. Οι Περίοικοι

Οι περίοικοι ήταν μια κοινωνική ομάδα την οποία αποτελούσαν οι οικογένειες που ζούσαν με σχετική αυτονομία σε πόλεις η κώμες της ευρύτερης περιφέρειας της πόλης, χωρίς ωστόσο να διαθέτουν λόγο στο χειρισμό των κρατικών υποθέσεων. Ασχολούνταν με τις παραγωγικές δραστηριότητες με τις οποίες δεν καταπιάνονταν οι Όμοιοι, δηλαδή ασκούσαν τα επαγγέλματα του τεχνίτη, του ξυλουργού, του γεωργού, του κτηνοτρόφου και του εμπόρου. Ήταν οι μόνοι που είχαν την άδεια να ταξιδεύουν σε άλλες πόλεις, αν και η οικονομική τους δραστηριότητα περιοριζόταν εξαιτίας της αυστηρής σπαρτιατικής κηδεμονίας.
Είχαν το δικαίωμα να θεσπίζουν δικούς τους νόμους και να μην ακολουθούν τη σπαρτιατική νομοθεσία, η οποία όμως σε κάθε περίπτωση υπερίσχυε. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, ούτε συμμετείχαν στις συνελεύσεις. Κατέβαλλαν όμως φόρους και είχαν την υποχρέωση να υπηρετούν στο σπαρτιατικό στρατό ως οπλίτες με βαρύ οπλισμό.

γ. Οι Είλωτες

Οι είλωτες, το κατώτερο κοινωνικό στρώμα στην Αρχαία Σπάρτη, δεν ήταν οι τυπικοί δούλοι, με την έννοια που υπήρχαν στην υπόλοιπη Αρχαία Ελλάδα, όπως στην Αθήνα. Η μορφή της δουλείας τους δεν ήταν ιδιωτική, αλλά ανήκαν στο Σπαρτιατικό κράτος, για το οποίο και δούλευαν. Η καταγωγή των ειλώτων δεν είναι απόλυτα διευκρινισμένη. Πιστεύεται ότι ήταν απόγονοι των παλαιότερων κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης που υποδουλώθηκαν με την άφιξη των Δωριέων. Είναι επίσης γνωστό ότι και οι Μεσσήνιοι έγιναν είλωτες, όταν υποδουλώθηκαν από τους Σπαρτιάτες, μετά τις ήττες τους στους Μεσσηνιακούς Πολέμους. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να τους πουλήσουν, ούτε να τους ελευθερώσουν, ενώ αυτοί έκαναν κυρίως τις γεωργικές εργασίες στη γη των Ομοίων και έπρεπε να δίνουν μέρος της σοδειάς τους στην πολιτεία. Ζούσαν με τις οικογένειές τους και μερικές φορές ακολουθούσαν στη μάχη το Σπαρτιατικό Στρατό ως ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες. Διάκριση στη μάχη μπορούσε να σημάνει την απελευθέρωση του είλωτα και της οικογένειάς του. Λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής (πιστεύεται ότι ήταν περίπου είκοσι φορές περισσότεροι από τους όμοιους), ήταν ικανοί να δημιουργούν εξεγέρσεις, πράγμα που ήταν ο παλαιός φόβος των Σπαρτιατών, που κρατούσαν πάντα μεγάλο αριθμό στρατιωτών στη Σπάρτη ώστε να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις. Παρόλο που ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τους Μεσσήνιους είλωτες με την απόσπαση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη, ο θεσμός των ειλώτων στη Λακωνία διατηρήθηκε μέχρι το 2ο αιώνα π.Χ.

δ. Ειδικότερες περιπτώσεις

            Άξιες μνείας είναι και οι ακόλουθες ειδικές κατηγορίες κοινωνικής διαστρωμάτωσης: 
Μόθαξ: Το νόθο παιδί ενός Σπαρτιάτη με μια γυναίκα από την τάξη των ειλώτων. Ένα τέτοιο παιδί μπορούσε κατά περίπτωση να λάβει σπαρτιατική αγωγή, ακόμη και να αποτελέσει μέρος της σπαρτιατικής ανώτερης τάξης (για παράδειγμα ο Λύσανδρος).
Νεοδαμώδης: Ο είλωτας ή ο μόθαξ που μόλις είχε ολοκληρώσει την αγωγή του και συγκαταλεγόταν πλέον ανάμεσα στους Σπαρτιάτες.
Υπομείοντες ή μείωνες: Ένα από τους «Ομοίους» που είχε πέσει σε δυσμένεια και έχανε το δικαίωμα να αποκαλείται πολίτης. Αυτό συνέβαινε σε όσους δείλιαζαν στη μάχη ή λιποτακτούσαν ή αιχμαλωτίζονταν ή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς το ταμείο της Σπάρτης ή το συσσίτιο.
Τρόφιμοι: Παιδιά με καταγωγή από άλλες ελληνικές πόλεις που όμως κατοικούσαν στη Σπάρτη και λάμβαναν την ίδια αγωγή με τα τέκνα των Σπαρτιατών.

ε. Ξενηλασία

Η Ξενηλασία ήταν δωρικός θεσμός, που δεν υπήρχε μόνο στη Σπάρτη, αλλά και στη δωρική Κρήτη. Πρόκειται για το θεσμό που απαγόρευε τη φιλοξενία ξένων στην πόλη της Σπάρτης, χωρίς την ειδική άδεια της Σπαρτιατικής Πολιτείας. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν πως θα κρατούσαν το δωρικό χαρακτήρα της πόλης, αν κρατούσαν όλους τους ξένους μακριά από αυτήν. Ακόμη, υπήρχε η πίστη ότι, αν κρατούσαν μακριά τους ξένους από την πόλη, δεν θα υπήρχε ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί ο πραγματικός αριθμός των Σπαρτιατών πολιτών. Υπήρχαν βεβαίως και οι εξαιρέσεις σε φίλους, συμμάχους ή λακωνόφιλους, όπως ο Αλκιβιάδης, όταν δραπέτευσε από το πλοίο που τον μετέφερε στην Αθήνα για να δικαστεί και βεβαίως ο λακωνόφιλος ιστορικός Ξενοφώντας.

5.7.4. Η ζωή των Σπαρτιατών


Βασικό συστατικό της σπαρτιατικής κοινωνίας ήταν η υπακοή στους άρχοντες και στους νόμους. Ο Νόμος στην Αρχαία Σπάρτη ήταν υπεράνω όλων και οριοθετούσε με σαφήνεια τόσο τις υποχρεώσεις όσο και τα δικαιώματα των Λακεδαιμονίων. Απώτερος στόχος του ήταν η δημιουργία μιας κοινωνίας υποδειγματικών πολιτών και αφοσιωμένων στρατιωτών. Επίσης επιδίωκε να εξασφαλίσει την ύπαρξη πολιτικής και οικονομικής αυτάρκειας στην πόλη, προστατεύοντάς την από εξωτερικές και εσωτερικές απειλές. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι η Σπάρτη ήταν η πόλη-κράτος με το μακροβιότερο πολίτευμα και πολιτική σταθερότητα. Μέχρι την είσοδο των Ρωμαίων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας δεν γνώρισε ποτέ ξένο κατακτητή ή εσωτερικό τύραννο, ούτε πολιτειακές μεταβολές ή κοινωνικές αναταραχές, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες, με εξαίρεση τις συχνές επαναστάσεις των ειλώτων.
            Οι Σπαρτιάτες ήταν στρατιώτες σε όλη της ζωή τους. Τα συσσίτιά τους ήταν λιτά, αποτελούνταν από το μέλανα ζωμό (που δεν είναι γνωστό από τι τον έφτιαχναν), από βραστό χοιρινό, κρασί, γλυκιά πίτα και ψωμί από βρώμη.

α. Κοινωνική θέση των γυναικών

Επειδή οι άνδρες έλειπαν για πολύ καιρό από το σπίτι, οι γυναίκες στην Αρχαία Σπάρτη ήταν χειραφετημένες, είχαν αυξημένα προνόμια και σημαντικές αρμοδιότητες στη σπαρτιατική κοινωνία, σε βαθμό αδιανόητο για την εποχή εκείνη, ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε τη θέση της γυναίκας στη Σπάρτη με αυτήν στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας. Τα κορίτσια από μικρά και μέχρι να παντρευτούν γυμνάζονταν στα γυμναστήρια, όπως τα αγόρια, για να πλάσουν δυνατό σώμα και γενναία ψυχή. Οι γυναίκες γυμνάζονταν επίσης και ήταν γνωστές για τις αθλητικές τους ικανότητες. Συμμετείχαν στην πάλη, γυμνές, όπως οι άνδρες, εκπαιδευόταν στο δίσκο και στο ακόντιο και έπαιρναν μέρος σε αγώνες προς τιμήν της Ήρας, φορώντας τον κοντό χιτώνα τους. Μεγάλη σημασία έδιναν και στους χορούς και εκτός αυτού αποκτούσαν αξιόλογη μόρφωση, αφού υπήρχαν γυναίκες που ασχολούνταν με την ποίηση, όπως η Μεγαλοστράτα και η Κλειταγόρα, ενώ αναφέρονται Σπαρτιάτισσες Πυθαγόρειες. Οι άνδρες είχαν μεγάλο σεβασμό για τις γυναίκες και ιδιαίτερα τις μητέρες. Για τις Σπαρτιάτισσες λένε πως έδιναν την ασπίδα στα παιδιά τους, όταν αυτά ξεκινούσαν για τον πόλεμο, και τους έλεγαν: «Ή ταν ή επί τας», που σημαίνει «ή να την φέρεις πίσω ζωντανός ή να σε φέρουν πάνω σ’ αυτή σκοτωμένο». Το θεωρούσαν μεγάλη ντροπή να δειλιάσει κάποιος στη μάχη, να ρίξει την ασπίδα του («ρίξασπις») και  να τρέξει για να σωθεί.
            Οι γυναίκες της Σπάρτης διέθεταν σημαντική οικονομική ευρωστία, αφού κατείχαν τα 2/5 περίπου της λακωνικής γης, που τη διαχειρίζονταν οι ίδιες και φυσικά την κληρονομούσαν, ενώ φαίνεται πως διέθεταν δικά τους άλογα ή άρματα που οδηγούσαν σε ορισμένες θρησκευτικές γιορτές. Επίσης, ένα συγκεκριμένο ποσοστό της παραγωγικής τους δραστηριότητας ανήκε αποκλειστικά σε εκείνες. Σε περίπτωση μάλιστα διαζυγίου η γυναίκα διατηρούσε το μισό της περιουσίας της.
Φυσικά οι Σπαρτιάτισσες με την οικονομική ανεξαρτησία τους, τη μόρφωση και την κοινωνική τους θέση, ήταν αρκετά διαφορετικές από τις Αθηναίες. Η Αθήνα επηρέασε την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά η Σπάρτη μαζί με την Κρήτη και άλλα ελληνικά νησιά του νότου, παρέμειναν στο χώρο του νομικού πολιτισμού των Δωριέων ακολουθώντας διαφορετικούς θεσμούς. Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η ελευθερία των γυναικών της Σπάρτης κύριο στόχο είχε την ευγονική.

β. Ο θεσμός του γάμου

Σε αντίθεση με την Αθήνα, στην Αρχαία Σπάρτη, η επιλογή του συντρόφου ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση και όχι υπόθεση των γονέων. Οι νεαρές Σπαρτιάτισσες έφταναν σε ηλικία γάμου στα είκοσί τους χρόνια και όχι στα δεκαπέντε, όπως ήταν συνηθισμένο στην υπόλοιπη Αρχαία Ελλάδα. Ο βασικός στόχος του γάμου στη Σπάρτη ήταν η τεκνοποίηση, με την προοπτική τα αρσενικά παιδιά να γίνουν μεγαλώνοντας πολεμιστές της Σπάρτης. Ένας άνδρας στη Σπάρτη λογιζόταν "αθάνατος", μόνο όταν είχε αρσενικά παιδιά, γιατί θεωρούσαν πως μόνο έτσι συνεχιζόταν η γενιά. Οι μητέρες που ζούσαν χωρίς τους άντρες τους δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, καθώς ο νόμος τις αναγνώριζε ως ισάξιες με τις άλλες γυναίκες. Μπορούσαν ακόμη να κληρονομήσουν την περιουσία των γονέων τους, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να ήταν ανεξάρτητες και ευκατάστατες.
Η τελετή του γάμου στη Σπάρτη δεν αποτελούσε δημόσιο γεγονός. Ένας διαδεδομένος τύπος σύστασης του γάμου ήταν δι' αρπαγής: Χωρίς παρουσία οικογενειών ή προσκεκλημένων, την γυναίκα απήγαγε τελετουργικά κατά τη διάρκεια της νύχτας ο μέλλων σύζυγός της. Με την βοήθεια της νυμφεύτριας, της ξύριζαν το κεφάλι, της φορούσαν ανδρικά ρούχα και την άφηναν ξαπλωμένη στο σκοτάδι να περιμένει. Ο σύζυγος μετά την ερωτική συνάντησή τους όφειλε να επιστρέψει στους κοιτώνες του και εξακολουθούσε να ζει εκεί με τους συνηλικιώτες στις αγέλες, έως ότου συμπλήρωνε τα τριάντα χρόνια του. Έως τότε δεν προβλεπόταν συγκατοίκηση των συζύγων. Είναι σαφές πως αυτή η διαδικασία είχε ως στόχο αποκλειστικά την τεκνοποίηση. Εξάλλου, εξ αιτίας του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της Σπάρτης, οποιοσδήποτε Λακεδαιμόνιος μπορούσε να ενωθεί ερωτικά με μια Σπαρτιάτισσα, με στόχο την παιδοποιία, αρκεί ο πατέρας ή και ο σύζυγός της να ήταν εκ των προτέρων σύμφωνος. Έτσι λειτούργησε ο θεσμός της πολυανδρίας, η θέσμιση της οποίας αποδίδεται στον ίδιο τον θρυλικό νομοθέτη Λυκούργο. Η πολυανδρία είναι σπάνια μορφή πολυγαμίας, όπου η σύζυγος τεκνοποιούσε νομίμως με περισσοτέρους συζύγους ταυτόχρονα, ενώ τον 3ο αιώνα ο Πολύβιος καταγράφει στην Σπάρτη και την αρχαιότερη γνωστή μαρτυρία για την λεγόμενη «αδελφική πολυανδρία», όπου οι πολυάριθμοι σύζυγοι της Σπαρτιάτισσας είναι εξ αίματος αδελφοί ή στενοί φίλοι. Σε αυτό το σχήμα οργάνωσης της οικογένειας η περιουσία παραμένει αδιαίρετη και η πατρότητα των τέκνων (τα οποία θεωρούνται κοινά) ασκείται συλλογικά.
Άλλη μορφή σύστασης γάμου στη Λακεδαίμονα ήταν ο εγκλεισμός νέων και νεανίδων, μαζί, σε σκοτεινό οίκημα, όπου συνευρίσκονταν στο σκοτάδι και με αυτόν τον τρόπο τεκνοποιούσαν, ενώ παράλληλα, διατηρούσαν την ερωτική επιθυμία για το σύντροφό τους και δεν έχαναν ποτέ τη φρεσκάδα του έρωτα. Κάποιες φορές, η περίεργη αυτή σχέση κρατούσε τόσο, που πολλοί άνδρες δεν έτυχε να δουν τη μητέρα των παιδιών τους στο φως του ήλιου. Η συνάντηση στα τυφλά των δύο νέων δέσμευε τον νεαρό Σπαρτιάτη ο οποίος όφειλε πλέον να θεωρεί ως σύζυγο την γυναίκα που γνώρισε με αυτόν τον τρόπο, και μάλιστα χωρίς να λάβει προίκα. Η μη τήρηση αυτού του τύπου μπορούσε να προκαλέσει την ποινική δίωξη του άνδρα, καθώς μαρτυρείται για τον Λύσανδρο που προτίμησε μιαν ομορφότερη γυναίκα αντί εκείνης που του υπέδειξε στα τυφλά η τύχη.
Ακόμη ένας άνδρας είχε τη δυνατότητα να ζητήσει από μία οικογένεια κάποια γυναίκα για να γίνει η μητέρα των παιδιών του και αυτό αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για την οικογένεια της γυναίκας. Ο γάμος δι' εγγύης σήμαινε πως για την σύστασή του είχε προηγηθεί συμφωνία μεταξύ μέλλοντος πενθερού και γαμβρού με αντικείμενο την προίκα, οπότε ακολουθούσε το τελετουργικό τυπικό σύστασης του γαμήλιου δεσμού δι' αρπαγής.

γ. Η Σπαρτιατική αγωγή

Η Σπαρτιατική αγωγή ήταν το βασικότερο χαρακτηριστικό της Αρχαίας Σπάρτης, ένα χαρακτηριστικό που έκανε τη Σπάρτη εντελώς διαφορετική από τις άλλες ελληνικές πόλεις και έδειχνε απόλυτα τον καθαρά στρατοκρατικό χαρακτήρα των Λακεδαιμονίων και την φοβερή στρατιωτική μηχανή που είχε η πόλη της Σπάρτης. Όταν το παιδί γεννιόταν, του έκαναν μπάνιο σε κρασί για να διαπιστώσουν την αντοχή του και το έδιναν στους πρεσβύτερους Σπαρτιάτες, που εξέταζαν το σώμα του μωρού και διαπίστωναν, αν ήταν αρτιμελές ή όχι. Κατά την παράδοση παιδιά που γεννιόνταν ασθενικά ή ανάπηρα τα άφηναν να πεθάνουν στον Καιάδα. Οι γονείς ανέτρεφαν το αρσενικό παιδί τους μόνο μέχρι τα επτά του χρόνια, οπότε τα παράδιναν στο κράτος και την ευθύνη για την ανατροφή την αναλάμβανε η Σπαρτιατική Πολιτεία. Από τα επτά τους χρόνια τα αγόρια της Σπάρτης μάθαιναν την πολεμική τέχνη και συνήθιζαν στη σκληραγωγία. Ζούσαν, όπως στις σημερινές καλοκαιρινές κατασκηνώσεις, σε ομάδες, που ονομάζονταν αγέλες (<άγω [=οδηγώ] + ελαύνω [=ωθώ, διώκω, πορεύομαι]), έμεναν σε σκηνές, κοιμόνταν πάνω σε καλάμια που έκοβαν από τις όχθες του Ευρώτα και έτρωγαν όλοι μαζί. Ντύνονταν ελαφρά ακόμα και το χειμώνα, κολυμπούσαν στον Ευρώτα και ασκούνταν συχνά στο κυνήγι στις πλαγιές του Ταϋγέτου. Μάθαιναν ανάγνωση, γραφή, χορό και μουσική και ακόμα να εκφράζονται με λίγα λόγια («λακωνικά»), να μην αγαπούν την πολυτέλεια και τα χρήματα, να σέβονται τους μεγαλύτερους, να περιφρονούν το θάνατο και να είναι έτοιμοι κάθε στιγμή να θυσιάσουν τη ζωή τους για την πατρίδα τους και να ενδιαφέρονται για την προκοπή και το μεγαλείο της Σπάρτης. Από τα δεκατρία μάθαιναν να παλεύουν, να αγωνίζονται για την επιβίωση και να τρώνε λίγο ιδιαίτερα τον περίφημο Μέλανα Ζωμό. Ως μέρος της εκπαίδευσής τους, ενθαρρύνονταν να κλέβουν τρόφιμα για το φαγητό τους, και κινδύνευαν να τιμωρηθούν μόνο αν συλλαμβάνονταν την ώρα της κλοπής. Όλα αυτά γίνονταν υπό την επίβλεψη του παιδονόμου, που χρησιμοποιούσε ως αρχηγό των παιδιών ένα παιδί της ομάδας του, συνήθως το πιο δυνατό και θαρραλέο, που ονομαζόταν είρενας. Η αγωγή των Σπαρτιατών κρατούσε συνολικά δώδεκα έτη μέχρι τα είκοσι τους χρόνια, οπότε μπορούσαν να ενταχθούν στο στρατό. Συνέχιζαν τη στρατιωτική τους εκπαίδευση μέχρι τα 30 χρόνια τους και μετά μπορούσαν να συζευχθούν και να αποκτήσουν οικογένεια, αλλά παρέμεναν κανονικοί στρατιώτες ως τα 60 τους χρόνια.

δ. Κρυπτεία

Το βάπτισμα του πυρός οι νέοι το έπαιρναν στα Κρυπτεία, όπου έπαιρναν και την πρώτη αίσθηση του πολέμου μέσα στην ίδια τη Σπάρτη. Τα Κρυπτεία ήταν ο πιο βάναυσος θεσμός της Αρχαίας Σπάρτης που όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης, είχε καθιερωθεί από το Λυκούργο, και σύμφωνα μ’ αυτόν κάθε χρόνο οι Έφοροι κήρυσσαν πόλεμο στους είλωτες, οπότε οι νεαροί Σπαρτιάτες αφήνονταν ελεύθεροι από την Πολιτεία, άοπλοι, ή μερικές φορές ελαφρά οπλισμένοι, σε περιοχές όπου ζούσαν και εργάζονταν οι είλωτες, με στόχο να σκοτώσουν όσους περισσότερους μπορούσαν, για να ασκηθούν στη φρίκη του πολέμου. Επιτυχία τους λογιζόταν να σκοτώσουν δυνατούς είλωτες, ενώ το να σκοτώσει κάποιος έναν αδύναμο είλωτα εκλαμβανόταν ως σημάδι δειλίας. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο αποκτούσαν εμπειρία σε πολεμικές τεχνικές, πράγμα αναγκαίο, αφού ήταν προκαθορισμένο να γίνουν πολεμιστές, αλλά ταυτόχρονα μείωναν τον πληθυσμό των ειλώτων.

ε. Παιδεραστία

Ένας από τους αμφιλεγόμενους θεσμούς της Αρχαίας Σπάρτης ήταν η παιδεραστία, δηλαδή η παραδοσιακή σχέση ενός νεαρού έφηβου με έναν άνδρα μεγαλύτερης ηλικίας, που είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα με σκοπό την πρακτική εκπαίδευση των νέων από τους μεγαλύτερους στα καθημερινά ζητήματα της ζωής, περιλαμβανομένων και των ερωτικών. Αξιολογώντας την ψυχική πλευρά και τον πνευματικό κόσμο ενός νεαρού έφηβου πάνω από την ηλικία των δώδεκα ετών, ένας άνδρας μπορούσε να τον επιλέξει φίλο του για εκπαίδευση. Ο Ξενοφών, αναφέρει ότι απαγορεύονταν οι σωματικές επαφές μεταξύ του άνδρα και του έφηβου με την ίδια αυστηρότητα που απαγορεύονταν μεταξύ γονέων και παιδιών, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τον Πλούταρχο και τον Κικέρωνα, που επισημαίνουν επίσης ότι  οι επαφές δεν ήταν καθόλου σαρκικές.

στ. Ο Σπαρτιατικός στρατός

Ο Σπαρτιατικός Στρατός ήταν, από τις πιο τρομερές πολεμικές «μηχανές» του αρχαίου κόσμου, που με την απίστευτη πειθαρχία και εκπαίδευση κατάφερνε επί αιώνες να καλύπτει το βασικότερο ελάττωμά της, που βεβαίως ήταν η αριθμητική της σύσταση. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες φορούσαν πάντα κόκκινο μανδύα, γιατί κάλυπτε το αίμα όταν πληγώνονταν και επίσης, κατά το Λυκούργο, τρόμαζε κατά κάποιον τρόπο τον αντίπαλο. Στις μάχες οι Σπαρτιάτες οπλίτες δεν φορούσαν σανδάλια, αλλά πήγαιναν ξυπόλητοι, ώστε να διατηρείται πιο σταθερή η φάλαγγα. Στη Σπάρτη υπήρχε η αντίληψη ότι οι στρατιώτες έπρεπε να γυρίσουν από τη μάχη νικητές ή πεθαμένοι, αν και δεν υπήρχε νόμος που καταδίκαζε αυτούς που εγκατέλειπαν τη μάχη, αλλά αυτοί τότε περιθωριοποιούνταν από την κοινωνία, όπως ο Αριστόδημος που έφυγε από τις Θερμοπύλες με διαταγή του Λεωνίδα για να ειδοποιήσει ότι οι Έλληνες είχαν περικυκλωθεί.
Αρχηγός του στρατεύματος ήταν ο ένας από τους δύο βασιλείς που από το 506 π.Χ. και μετά ήταν ηγέτης της εκστρατείας. Δεύτερος στην τάξη ήταν ο πολέμαρχος, ο οποίος ήταν αρχηγός μίας από τις συνολικά έξι μόρες του Σπαρτιατικού Στρατού. Τρίτος στην ιεραρχία ήταν ο λοχαγός που ήταν διοικητής ενός λόχου, που ήταν το 1/4 κάθε μόρας. Τέταρτος στην ιεραρχία, ήταν ο πεντηκόνταρχος, ο αρχηγός του 1/8 κάθε μόρας, που ήταν γνωστή ως πεντηκοστύα. Πέμπτος και τελευταίος στην ιεραρχία ήταν ο ενωμοτάρχης, που διοικούσε τη μικρότερη μονάδα του Σπαρτιατικού Στρατού, την ενωμοτία, που ήταν το 1/16 μίας μόρας. Εκτός από το πεζικό, υπήρχε από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. το σπαρτιατικό ιππικό, το οποίο ήταν υπό την διοίκηση των έξι ιππαρμοστών, ισάριθμων με το πλήθος των ιππικών ταγμάτων. Ακόμη υπήρχε το σώμα των 300 ιππέων, που ήταν η επίλεκτη φρουρά του βασιλιά και στην πραγματικότητα ήταν πεζοί.
Ο οπλισμός των Σπαρτιατών δεν ήταν διαφορετικός από των άλλων Ελλήνων, με μόνη τη διαφορά του χιτώνα και της ερυθρής χλαμύδας. Κατά την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όλες οι ασπίδες των Σπαρτιατών είχαν γραμμένο το γράμμα Λ (λάμδα), που αντιπροσώπευε την Λακεδαιμονία. Είναι χαρακτηριστικό ότι άφηναν μακριά μαλλιά και χτενίζονταν πριν από τις μάχες, πράγμα που λογιζόταν την εποχή εκείνη χαρακτηριστικό προ-σπαρτιατικό. Κατά την Προκλασική Εποχή φορούσαν κορινθιακό κράνος, περικνημίδες και μπρούτζινο θώρακα, αν και μετά τους Περσικούς Πολέμους, όταν οι πόλεμοι έγιναν πιο ανοιχτοί αντικατάστησαν τον μπρούτζινο θώρακα με το λινοθώρακα ή με τον πιο ελαφρύ εξώμη. Κύρια όπλα τους ήταν το δόρυ, η ασπίδα και το ξίφος. Την εποχή του Κλεομένη του Γ', τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Σπαρτιατικός Στρατός εξοπλίστηκε με την μακεδονική σάρισα.

ζ. Η Οικονομία της Σπάρτης

Το οικονομικό μοντέλο της Σπάρτης βασιζόταν σε μια φιλοσοφία που απέτρεπε τη συγκέντρωση πλούτου. Θεωρητικά τουλάχιστον, απαγορευόταν στους Ομοίους να ασκούν κάποια παραγωγική δραστηριότητα, τομέα στον οποίο περιορίζονταν οι περίοικοι και οι είλωτες που έπρεπε να καλλιεργούν τους «κλήρους», τα κτήματα δηλαδή των Ομοίων, στους οποίους απέδιδαν μερίδιο («αποφορά»). Οι περίοικοι, όπως συνέβαινε σε αρκετές ελληνικές πόλεις, ήταν γεωργοί και ίσως τεχνίτες και έμποροι.
Κατά την παράδοση η χρήση νομίσματος αποθαρρύνθηκε μέσω μιας σειράς μέτρων. Αρχικά, το νόμισμα κατέστη άχρηστο: τα συσσίτια τα εξασφάλιζε το κράτος, οι πολυτέλειες και τα έργα τέχνης θεωρούνταν απαράδεκτα. Κατόπιν, το σπαρτιατικό νόμισμα ήταν επίτηδες δύσχρηστο: δεν υπήρχαν χρυσά και ασημένια νομίσματα, μονάχα ένα είδος κατασκευασμένο από σίδηρο, αξίας δυσανάλογης με το βάρος του, με αποτέλεσμα να απαιτείται καροτσάκι για να μεταφέρει κανείς ένα ποσό ίσο με δέκα μνες (ή χίλιες δραχμές) και επιπλέον το νόμισμα αυτό δεν είχε ισχύ εκτός πόλεως. Τέλος, τα πλούτη περιφρονούνταν εκ πεποιθήσεως.
Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα των ιστορικών θεωρούν πως στη προκλασική Σπάρτη δεν υπήρχε νόμος που απαγόρευε το νόμισμα. Πληθώρα μαρτυριών καταθέτουν πως οι Λακεδαιμόνιοι χρησιμοποιούσαν και κατά την κλασική εποχή νομίσματα. Μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, η ίδια η πόλη βρέθηκε στο δίλημμα για το αν έπρεπε να εκδώσει αργυρό νόμισμα ή όχι. Τελικά αποφασίστηκε να διατηρηθεί το σιδερένιο νόμισμα για συγκεκριμένες συναλλαγές και να εισαχθεί η χρήση πολύτιμων νομισμάτων για κρατικές υποθέσεις και μόνο. Τελικά, η Σπάρτη ακολούθησε το παράδειγμα των άλλων πόλεων στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., όταν ο βασιλεύς Αρεύς Α', ακολουθώντας το πρότυπο των βασιλέων της μακεδονικής περιόδου, έκοψε νόμισμα με τη μορφή και το όνομά του.
Παρά το πνεύμα ισότητας που εκφράζει η μεταρρύθμιση του Λυκούργου, ο πλούτος είχε κατανεμηθεί με πολύ άνισο τρόπο ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πρόσωπα που είχαν διακεκριμένη καταγωγή και ανήκαν ανάμεσα στα πιο εύπορα της πόλης. Τον 4ο αιώνα ο Αριστοτέλης σημειώνει πως ορισμένοι είχαν συγκεντρώσει μεγάλα πλούτη, τη στιγμή που κάποιοι άλλοι δεν είχαν σχεδόν τίποτε, καθώς επίσης πως και η γη ήταν στα χέρια ορισμένων μόνο πολιτών. Ακόμη, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μόνο μέρος των πολιτών κατείχαν γη κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.

η. Θρησκεία, λατρεία, τελετές

Η θρησκεία ήταν σημαντικό τμήμα του βίου των αρχαίων Σπαρτιατών, ίσως περισσότερο σε σχέση με κατοίκους άλλων πόλεων. Αυτό προκύπτει από το μεγάλο πλήθος των ναών και ιερών που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας: 43 ναοί αφιερωμένοι σε θεότητες ( ἱερά ), 22 ναοί αφιερωμένοι σε ήρωες ( ηρώα ), περίπου 15 αγάλματα θεών και 4 βωμοί. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα διάφορα ταφικά μνημεία, πολλά στον αριθμό μιας και οι Σπαρτιάτες ενταφίαζαν τους νεκρούς μέσα στην περίμετρο της πόλης, από τα  οποία ορισμένα είχαν και λατρευτικό χαρακτήρα: για παράδειγμα εκείνα του Λυκούργου, του Λεωνίδα Α' και του Παυσανία Α'.
Οι γυναικείες θεότητες κατείχαν εξέχουσα θέση: Από τους 50 ναούς που κατονομάζει ο Παυσανίας, οι 34 είναι αφιερωμένοι σε θεές. Η Αθηνά, με μεγάλο πλήθος επικλήσεων, απολάμβανε τιμές περισσότερο από όλες. Ο Απόλλων είχε ελάχιστα ιερά, ωστόσο η σημασία του ήταν ιδιαίτερη: έπαιζε ρόλο σε όλες τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, ενώ το σημαντικότερο θρησκευτικό μνημείο της Λακωνίας ήταν ο «Θρόνος του Απόλλωνα» στις Αμύκλες. Αξίζει να επισημανθεί και η ιδιαίτερη τιμή που αποδιδόταν στον Γέλωτα, δευτερεύουσα θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, που προσωποποιούσε το γέλιο.
Τιμές αποδίδονταν επίσης στους ήρωες του τρωϊκού κύκλου. Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα ο Αχιλλέας δεχόταν θεϊκές τιμές και υπήρχαν δύο ιερά αφιερωμένα στο όνομά του. Επίσης θεοποιημένοι ήταν οι Αγαμέμνων, Κασσάνδρα (υπό το όνομα Αλεξάνδρα), Κλυταιμνήστρα, Μενέλαος και Ελένη. Η λατρεία της Ελένης και του Μενέλαου γινόταν, σύμφωνα με τον Παυσανία, στο λεγόμενο «Μενελάειο» στην Αρχαία Θεράπνη. Η λατρεία της Ελένης μάλλον άρχισε την προκλασική εποχή, αντικαθιστώντας μία προγενέστερη θεά.
Σημαντική ήταν επίσης η λατρεία προς τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τους Διόσκουρους, διδύμους γιους του Δία, αδελφούς της Ελένης και της Κλυταιμνήστρας. Ο Πίνδαρος τους θεωρεί «επιστάτες της Σπάρτης», καθώς η παράδοση κατονομάζει την πόλη ως γενέτειρά τους. Η δυαδικότητά τους θυμίζει εκείνη των δύο βασιλέων. Στους Διόσκουρους αποδίδονταν μια σειρά από θαύματα τα οποία σχετίζονταν κυρίως με τη σωτηρία σπαρτιατικών στρατευμάτων.
Τέλος, ο Ηρακλής λογιζόταν στην Αρχαία Σπάρτη κάτι σαν εθνικός ήρωας, αλλά και προστάτης – θεός των νέων. Ο θρύλος τον παρουσίαζε συμπαραστάτη του Τυνδάρεω στην ανάκτηση του θρόνου του. Επίσης πιστευόταν πως εκείνος κατασκεύασε το ναό του Ασκληπιού στην πόλη. Οι δώδεκα άθλοι του ήρωα εμφανίζονταν συχνά στη σπαρτιατική εικονογραφία.
Οι Σπαρτιάτες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, θυσίαζαν στους θεούς τους, για να τους εξευμενίσουν και να ζητήσουν την βοήθειά τους. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι πριν από κάθε μάχη, οι Σπαρτιάτες πρόσφεραν θυσίες στο θεό Έρωτα, πράγμα που φαίνεται ότι  δεν ήταν μόνο συνήθεια των Σπαρτιατών, αλλά και των Δωριέων της Κρήτης.

θ. Γιορτές

Η Αρχαία Σπάρτη είχε πολλές γιορτές, όπως και οι υπόλοιπες αρχαίες ελληνικές πόλεις, μερικές από τις οποίες είχαν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η γιορτή της Ορθίας Αρτέμιδος που ήταν μία από τις πιο περίεργες στην Αρχαία Ελλάδα, λόγω της διαμαστίγωσης των έφηβων Σπαρτιατών στο βωμό της θεάς. Στο ιερό του Απόλλωνα στο Αμύκλαιο υπήρχε κοινή λατρεία του Απόλλωνα και του Υάκυνθου, λόγω της σχέσης των δύο θεών. Σε αυτές τις γιορτές περιλαμβάνονταν θρήνοι για τον Υάκυνθο και μουσικές και χοροί για τον Απόλλωνα. Τα Κάρνεια ή Κάρνεα ήταν ίσως η πιο σημαντική γιορτή των Δωριέων, που ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα Κάρνειο. Οι γυμνοπαίδες συνδέθηκαν με την λατρεία του Απόλλωνα, αν και δεν συνδέονται με τη συγκεκριμένη γιορτή. Γίνονταν πολλοί αθλητικοί αγώνες κατά τις ημέρες των Κάρνεων. Άλλες γιορτές της Σπάρτης ήταν τα Αγητόρεια προς τιμήν του Δία και του Απόλλωνα, τα Αγράνια προς τιμήν των νεκρών, εορταζόταν και σε άλλες πόλεις του ελληνικού κόσμου, τα Αθάναια προς τιμήν της Αθηνάς, τα Αλκίδεια, τα Αμύκλαια προς τιμήν του Απόλλωνα και των Διόσκουρων, τα Βρασίδεια προς τιμήν του πεσόντα στρατηγού Βρασίδα, τα Γυμνοπαίδια προς τιμήν του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητούς, όπου διεξάγονταν ετήσιοι αθλητικοί αγώνες παίδων, τα Δάμια προς τιμήν της θεάς της ευφορίας, Δάμιας, τα Διαβατήρια προς τιμήν του Δία, που ήταν καθαρά Δωρική τελετή. Ακόμη υπήρχαν τα Ελένια, προς τιμήν της Ελένης και του Μενέλαου, όπου γινόταν μεγάλη πομπή παρθένων προς το Μενελάειο στη Θεράπνη. Οι Σπαρτιάτες μετείχαν επίσης σε πολλές γιορτές πανελλήνιου χαρακτήρα που τις μοιράζονταν με τους υπόλοιπους Έλληνες (Ολύμπια, Νέμεα, Ίσθμια και Πύθια).

5.8. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα


5.8.1. Οι αρχικοί θεσμοί και οι τάξεις


Στην Αθήνα, στην οποία αναφέρονται πολλές παρατηρήσεις στο έργο του Αριστοτέλη "Αθηναίων Πολιτεία", σημειώθηκε μακρόχρονη εξέλιξη από τη βασιλεία, στην αριστοκρατία, την ολιγαρχία, την τυραννίδα και τελικά τη δημοκρατία. Όπως ιστορήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, μετά τον Κόδρο πολιτική δύναμη απόκτησαν οι «ευγενείς» (πλούσιοι γαιοκτήμονες) που αρχικά κυβέρνησαν ως ισόβιοι άρχοντες, των οποίων από το 753 π.Χ. η διάρκεια της εξουσίας μειώθηκε σε δέκα έτη. Οι δεκαετείς άρχοντες κατά σειρά ήταν οι εξής: Χάρωψ 753-743, Αισιμήδης 743-733, Κλείδικος 733-723, Ιππομένης 723-713, Λεωκράτης 713-703, Άψανδρος 703-693 και Ευρυξίας 693-683.
Από το 683 π.Χ. η διάρκεια εξουσίας των δεκαετών αρχόντων μετατράπηκε σε ετήσια. Τότε καθιερώθηκαν εννέα ετήσια αξιώματα και ο τίτλος του βασιλιά διατηρήθηκε για ένα από αυτά. Οι εννέα άρχοντες, που προέρχονταν από τους ευγενείς, ήταν οι εξής: Ο άρχων (με τη σημερινή ορολογία επώνυμος άρχων), ο βασιλεύς, ο οποίος είχε πλέον θρησκευτικές αρμοδιότητες, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέται, με δικαστικές αρμοδιότητες. Το συμβούλιο των γερόντων της Αθήνας ονομάστηκε Άρειος Πάγος, συγκροτημένος από τους πρώην άρχοντες ισοβίως, και μέχρι τα χρόνια του Σόλωνα είχε την αρμοδιότητα για την εκλογή των 9 αρχόντων και διορισμό με χειροτονία, ενώ ένα από τα υπόλοιπα έργα του ήταν να επιβλέπει την τήρηση των νόμων. Η συγκέντρωση του λαού (άνδρες Αθηναίοι και Μέτοικοι ηλικίας πάνω από 20 ετών) λεγόταν Εκκλησία του Δήμου, αλλά στην αρχή ο λαός δεν είχε δύναμη, αφού την πραγματική εξουσία ασκούσαν οι 9 άρχοντες που προέρχονταν από τους ευγενείς. Πρώτος ενιαύσιος επώνυμος άρχων ήταν ο Κρέων (682) και, μέχρι την εποχή του Σόλωνα, ακολούθησαν οι Λυσιάδης (681), Τλησίας (680), Λεώστρατος (671), Πεισίστρατος Α (669), Αυτοσθένης (668), Μιλτιάδης (664 και 659), Δρωπίδης 645, Δαμασίας Α (639), Επαίνετος (634), Μεγακλής Β (632), Αρίσταιχμος (624), Ηνιοχίδης (615), Αριστοκλής (605), Κριτίας Α (600 και 599), Φιλόμβροτος (595) και Σόλων (594).   
            Τα μεγάλα και εύφορα κτήματα ανήκαν στους ευγενείς και επειδή η γη της Αττικής ήταν σχετικά πτωχή και δεν μπορούσε να θρέψει όλους τους κατοίκους της, πολλοί άρχισαν να ταξιδεύουν και να γίνονται έμποροι. Άλλοι έφυγαν και δημιούργησαν αποικίες και άλλοι ασχολήθηκαν με τη βιοτεχνία. Έτσι αναπτύχθηκε μια νέα τάξη από πλούσιους ναυτικούς, εμπόρους και βιοτέχνες, που ζητούσαν να πάρουν μέρος στη διακυβέρνηση του κράτους. Για τον υπόλοιπο λαό όμως τα πράγματα χειροτέρεψαν καθώς οι μικροί ιδιοκτήτες γης αναγκάζονταν να δανείζονται και όταν δεν είχαν να πληρώσουν, έχαναν τα κτήματά τους και κατέληγαν να πουλιούνται ως δούλοι. Ο λαός ζητούσε να ξαναμοιραστεί η γη και να γραφτούν νόμοι, ώστε να βρίσκει ο καθένας το δίκιο του. Οι άρχοντες όμως αρνήθηκαν και τότε ξέσπασαν ταραχές. Από την κατάσταση αυτή θέλησε να επωφεληθεί ο Κύλων, ένας φιλόδοξος ευγενής που το 632 προσπάθησε να γίνει τύραννος.

5.8.2. Κύλων Στασιαστής 632


Ο Κύλων (<κυέω, κύω = εξογκώνω, κυοφορώ > κύκλος > κοίλος με αποβολή του κ) που ανήκε στην τάξη των ευγενών, είχε αναδειχθεί ολυμπιονίκης το έτος 640 (ή το 636) και εκμεταλλευόμενος τη δημοτικότητά του, με μισθοφόρους που του έδωσε ο πεθερός του τύραννος των Μεγάρων Θεαγένης, επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα. Είχε μάλιστα πάρει και χρησμό από το Μαντείο των Δελφών που έλεγε: «εν του Διός τη μεγίστη εορτή καταλαβείν την Αθηναίων ακρόπολιν» (Θουκ. Α' 126, 4). Θεώρησε ότι η μεγαλύτερη γιορτή του Δία ήταν τα Ολύμπια (κατά πάσα πιθανότητα όμως το Μαντείο αναφερόταν στα Διάσια). Κατά την διάρκεια της εορτής των Ολυμπίων επιτρεπόταν στους ολυμπιονίκες στην επέτειο της νίκης τους να πηγαίνουν με συγγενείς και φίλους και να κάνουν θυσίες σε διάφορα ιερά της πόλης. Εκμεταλλευόμενος τη συνήθεια αυτή αλλά και τη δυσαρέσκεια των Αθηναίων, μαζί με τον αδελφό του και τους οπαδούς του κατέλαβε την Ακρόπολη το 632 π.Χ. Δεν πέτυχε όμως την ολοκλήρωση του σκοπού του γιατί ο τότε επώνυμος άρχων της Αθήνας Μεγακλής Β, που ανήκε στην ισχυρή οικογένεια των Αλκμεωνιδών, αντιτάχθηκε δραστήρια και πολιορκώντας την Ακρόπολη ανάγκασε τον Κύλωνα και τον αδελφό του να διαφύγουν στα Μέγαρα και τους οπαδούς του να καταφύγουν ικέτες στο βωμό της Πολιάδος Αθηνάς. Τότε όσοι κατέφευγαν στους βωμούς θεωρούνταν προστατευόμενοι των θεών και ήταν απαραβίαστοι. Οι οπαδοί όμως του Μεγακλή, ενώ τους υποσχέθηκαν πως αν βγουν από το ιερό δεν θα τους πείραζαν, παραβαίνοντας το πανελλήνιο εκείνο ιερό έθιμο, τους φόνευσαν μπροστά στο ιερό των Ευμενίδων, τη στιγμή που κατέρχονταν από την Ακρόπολη κρατώντας κατά την παράδοση ταινίες των οποίων η άλλη άκρη ήταν δεμένη στο βωμό, αφού προηγουμένως έκοψαν αυτές τις ταινίες (θεωρώντας έτσι ότι δεν είχαν πλέον θεία προστασία).
Η δολοφονία αυτή των ικετών προκάλεσε τη φρίκη των Αθηναίων και τη γενική κατακραυγή και εκτός της Αθήνας, και οι Αλκμεωνίδες θεωρήθηκαν "εναγείς", ενώ αντίθετα οι συμπάθειες στράφηκαν προς τον Κύλωνα. Επακολούθησε σειρά στάσεων και ταραχών μέχρι το 597 π.Χ. όταν ο Σόλων ανέλαβε να συμβιβάσει τα αντιμαχόμενα μέρη παρακαλώντας τους "εναγείς" να υποβληθούν οικειοθελώς στην κρίση τριακοσιομελούς δικαστηρίου που θα αποφάσιζε σχετικά. Οι Αλκμεωνίδες, ενώπιον αυτής της κατακραυγής δέχτηκαν και το δικαστήριο, με κατήγορο τον Μύρωνα τον Φλυέα, τους καταδίκασε σε εξορία, όπου παρέμειναν μέχρις ότου έλαβαν αμνηστία την εποχή του Σόλωνα. Το δικαστήριο μάλιστα  αποφάσισε να εκταφούν όσοι Αλκμεωνίδες εν τω μεταξύ είχαν πεθάνει και να θαφτούν έξω από την πόλη.
Αν και εκτελέστηκε η απόφαση εκείνη το «άγος» (μια σειρά από δεινοπαθήματα και θεομηνίες που αποδόθηκε στην οργή των θεών για τη σφαγή των οπαδών του Κύλωνα) εξακολουθούσε να υφίσταται και ως θεία δίκη για το έγκλημα, φοβερή λοιμώδης ασθένεια («λοιμός») έπληξε την Αθήνα, με πολλούς θανάτους. Τότε λέγεται πως πάνω από την πόλη εμφανίσθηκαν να πλανώνται ψυχές νεκρών (φαντάσματα) και ένας δεισιδαίμονας φόβος κατέλαβε τους Αθηναίους. Την ίδια περίοδο ο Κύλωνας ξεσήκωσε τους Μεγαρείς εναντίον των Αθηναίων και κατάφεραν να καταλάβουν την Σαλαμίνα προκαλώντας καταστροφές και στην υπόλοιπη Αττική. Μετά απ’ αυτά ρωτήθηκε το Μαντείο των Δελφών το οποίο έδωσε εντολή να γίνει πλήρης καθαρμός υπό τις οδηγίες του τότε φιλόσοφου και ιερέα Επιμενίδη που έμενε όμως στη Φαιστό της Κρήτης. Τότε στάλθηκε στην Κρήτη εσπευσμένα ο Αθηναίος Νικίας ο Νικηράτου, με ιερό πλοίο, πιθανώς την Πάραλο ο οποίος προσκάλεσε τον Επιμενίδη στην Αθήνα, πράγμα που εκείνος δέχθηκε και τον ακολούθησε, αλλά μόλις αντίκρισε το λόφο της Μουνιχίας (σημερινή Καστέλα) προφήτεψε τον πραγματικό κίνδυνο της Αθήνας.
Στη συνέχεια, φθάνοντας στην αρχαία Αθήνα και βλέποντας το χώρο, ο Επιμενίδης έδωσε εντολή να συγκεντρώσουν πάνω στον Άρειο Πάγο μαύρα και λευκά πρόβατα, που τα άφησαν ελεύθερα και τα παρακολουθούσαν και όπου σταματούσε καθένα απ’ αυτά, εκεί έστηναν βωμό και θυσίαζαν το πρόβατο. Μετά απ’ αυτό οι θεοί μαλάκωσαν και το άγος εξέλιπε. Οι Αθηναίοι τίμησαν ιδιαίτερα τον Επιμενίδη προσφέροντάς του μεγάλες αμοιβές και δώρα, αλλά εκείνος αρκέσθηκε μόνο σε ένα κλώνο ελαίας.

5.8.3. Δράκων Νομοθέτης 624


Οι ευγενείς ανάθεσαν τότε στον Δράκοντα, που ήταν από την τάξη τους, να συντάξει νόμους. Ο Δράκων (<έ-δρακον, αόρ. του δέρκομαι [= βλέπω, κοιτάζω]) ήταν ο πρώτος που κατέγραψε τους νόμους στην Αρχαία Αθήνα. καθώς πριν από αυτόν, από το 683 π.Χ. έξι (από τους εννέα) άρχοντες που ονομάζονταν Θεσμοθέτες, θέσπιζαν νόμους που όμως έμεναν άγραφοι. Το 624 π.Χ. οι Αθηναίοι του ανέθεσαν να γράψει τους νόμους και το 621 π.Χ. τους χάραξε σε μαρμάρινες πλάκες που τοποθέτησε στην Αγορά. Οι νόμοι αυτοί ήταν πολύ αυστηροί και από τότε η έκφραση "Δρακόντειοι νόμοι" είναι συνώνυμη με τους ιδιαίτερα αυστηρούς νόμους. Αντίστοιχα "Δρακόντεια μέτρα" ονομάζονται τα αυστηρά μέτρα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πλούταρχος έγραψε ότι οι νόμοι του Δράκοντα γράφτηκαν με αίμα και όχι με μελάνι. Οι τιμωρίες ήταν ιδιαίτερα σκληρές, αφού ακόμα και για ασήμαντα αδικήματα, όπως η κλοπή ενός μήλου ή και η απλή τεμπελιά, η προβλεπόμενη ποινή ήταν ο θάνατος. Οι νόμοι του Δράκοντα αντικαταστάθηκαν με τη νομοθεσία του Σόλωνα μετά το 594 π.Χ.

5.8.4. Σόλων Εξηκεστίδου Επώνυμος Άρχων 594


Ο Σόλων (περ. 639 - 559 π.Χ., <σάλος [<αλς = θάλασσα, ταραχή, κλύδων επί πλοίων, δυσάρεστη κατάσταση, ανησυχία], διότι τα νομοθετικά του μέτρα επέφεραν σάλο) ανήκε σε πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια που απέδιδε την καταγωγή της στη γενιά του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κόδρου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Εξηκεστίδης· και  φρόντισε για την εκπαίδευση και ανατροφή του γιου του. Όταν ο Σόλων έχασε την περιουσία του, στράφηκε στο εμπόριο και ταξίδεψε πολύ καιρό στην Αίγυπτο και τη Μ. Ασία. Επωφελούμενος από τα ταξίδια του αυτά μελέτησε ξένους πολιτισμούς και νόμους, καθώς και τον πολιτικοοικονομικό βίο των άλλων χωρών. Τα εφόδια που απέκτησε τα χρησιμοποίησε αποτελεσματικά για την κοινωνική και οικονομική ανόρθωση της πατρίδας του και έτσι κατόρθωσε να αναδειχτεί ο σπουδαιότερος άνδρας της εποχής του.
Την εμπιστοσύνη του λαού την κέρδισε πρώτα με το ποιητικό του έργο, καθώς υπήρξε και ελεγειακός ποιητής. Έγραψε μία ελεγεία με τίτλο "Σαλαμίς", από την οποία σώζονται μόνο οκτώ στίχοι, και  στην οποία προέτρεπε τους Αθηναίους να ανακτήσουν το αγαπημένο τους νησί.. Ο Σόλων έγραψε επίσης πολιτικές ελεγείες, από τις οποίες σώζονται μεγαλύτερα αποσπάσματα. Σε αυτές εκφράζει τα πολιτικά του φρονήματα και αντανακλά τη φιλοπατρία του και την αγάπη του για τη δικαιοσύνη. Οι ελεγείες του ονομάστηκαν "γνωμικές", επειδή με τους φλογερούς του στίχους τους επηρέασαν την αθηναϊκή κοινή γνώμη, συμβουλεύοντας, ενθαρρύνοντας και ενθουσιάζοντας τους Αθηναίους. Στα ποιήματά του έκανε τη διαπίστωση ότι η κακοδαιμονία της πόλης και οι φιλονικίες οφείλονταν στον ανταγωνισμό των τάξεων, επισήμαινε τον κίνδυνο από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι πολίτες έχαναν την ελευθερία τους εξαιτίας χρεών, και υποσχόταν τη θεραπεία του κακού.
Ως συνέπεια της βίαιης και μακροχρόνιας εξέγερσης των πολιτών ενάντια στους ευγενείς, ο Σόλων κλήθηκε κοινή συναινέσει των αντιμαχόμενων μερών, το 594/3 π.Χ. με έκτακτη διαδικασία να νομοθετήσει με σκοπό να αποκαταστήσει την ειρήνη με τη μεταβολή των θεσμών και για το έργο αυτό εξοπλίστηκε με έκτακτες εξουσίες. Εκείνο το έτος εξελέγη άρχων από το δήμο της Αθήνας και όχι από τον Άρειο Πάγο, όπως προέβλεπε το αθηναϊκό πολίτευμα της εποχής. Του δόθηκαν οι έκτακτες εξουσίες του διαλλακτού, δηλαδή του μεσολαβητή, του συμφιλιωτή, και του νομοθέτη, τις οποίες διατήρησε και μετά το τέλος της ετήσιας αρχοντείας του. Οι νόμοι που θέσπισε δημοσιεύτηκαν το 592 π.Χ.
Τα νομοθετικά μέτρα του Σόλωνα ήταν πολύ τολμηρά, αλλά και δραστικά και αντικατόπτριζαν το μέγεθος της κρίσης που κλήθηκαν να θεραπεύσουν. Βασίζονταν στην αρχή της ανισότητας και όχι της ισότητας, ενώ επιδίωκαν να αποτρέψουν την εμφύλια διαμάχη και τη διάλυση της πολιτικής κοινότητας της Αθήνας διατηρώντας παράλληλα την κοινωνική διαστρωμάτωση και την προβολή της στη νομή της εξουσίας.: Καθόρισε τα αξιώματα τα οποία μπορούσε κάποιος να ασκεί, με κριτήριο τη τάξη στην οποία ανήκε, και όπου κατατασσόταν βάσει του εισοδήματος του (και ειδικότερα της φοροδοτικής του ικανότητας). Τα μέτρα του αποσκοπούσαν στην παύση της εξάρτησης των ακτημόνων από την αγροτική οικονομία, καθώς και στην ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας για την απορρόφηση αυτών των ακτημόνων, τους οποίους ο Σόλων προσπάθησε και ως ένα βαθμό κατάφερε να προφυλάξει από την εξαθλίωση. Με τα μέτρα του ενισχύθηκαν οι μικρομεσαίοι αγρότες, αλλά και όσοι ασκούσαν κάποιο επάγγελμα εκτός της γεωργίας. Εξαλείφθηκαν τα στεγανά της καταγωγής, που εμπόδιζαν αυτούς που πτώχευαν από κάποιο επάγγελμα να ανέλθουν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις, να γίνουν πολίτες και να αναλάβουν αξιώματα. Το πολίτευμα της Αθήνας παρέμεινε ωστόσο και μετά τις μεταρρυθμίσεις τιμοκρατικό, βασισμένο στην κοινωνική διαστρωμάτωση και στη νομή της εξουσίας από τους πολίτες ανάλογα με τον εισόδημά τους, αν και το εισόδημα αυτό μπορούσε στο εξής να προέρχεται από πολλές διαφορετικές δραστηριότητες και όχι μόνο από την καλλιέργεια της γης. Επιδίωξη του Σόλωνα ήταν τέλος να καταστούν όλοι οι πολίτες συνυπεύθυνοι για την τήρηση των νόμων και την καταστολή παρανομιών. Ιδανικό του ήταν η ευνομία.
Το νομοθετικό έργο του Σόλωνα περιλάμβανε μέτρα επανόρθωσης της υπάρχουσας κατάστασης, πολιτειακές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν στο πολιτικό σώμα, στη λαϊκή κυριαρχία και στα δικαστήρια, καθώς και νομοθετήματα σε συγκεκριμένους τομείς. Το κυριότερο από τα μέτρα επανόρθωσης ήταν η «σεισάχθεια» (= αποτίναξη βαρών, από το σείω που σημαίνει αφαιρώ και το άχθος που σημαίνει βάρος), στα πλαίσια της οποίας ο Σόλων κατάργησε τα υφιστάμενα χρέη ιδιωτών προς ιδιώτες και προς το δημόσιο, απελευθέρωσε όσους Αθηναίους είχαν γίνει δούλοι λόγω χρεών στην ίδια την Αθήνα και επανέφερε στην πόλη όσους εν τω μεταξύ είχαν μεταπωληθεί στο εξωτερικό. Για να μην επαναληφθεί το φαινόμενο, κατάργησε το δανεισμό με εγγύηση το σώμα (προσωπική ελευθερία) του δανειολήπτη και των μελών της οικογένειάς του. Είναι επίσης πιθανό ότι αμνήστευσε τα αδικήματα που επέφεραν στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Στα πλαίσια των πολιτειακών μεταρρυθμίσεων για την αναμόρφωση και διεύρυνση του πολιτικού σώματος της Αθήνας ο Σόλων διατήρησε τα τέσσερα υφιστάμενα τέλη που ρύθμιζαν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών και βασίζονταν ως τότε αποκλειστικά στο ύψος του αγροτικού εισοδήματος. Οι λεγόμενοι πεντακοσιομέδιμνοι επειδή είχαν ετήσιο εισόδημα πάνω από πεντακόσιους μεδίμνους δημητριακών συγκροτούσαν την υψηλότερη τάξη (μέδιμνος = μέτρο σιτηρών ίσο με 51,84 λίτρα). Ακολουθούσαν οι τριακοσιομέδιμνοι (με ετήσιο εισόδημα πάνω από τριακόσιους μέδιμνους), που λέγονταν και ιππείς, ή «ιππάδα τελούντες», επειδή είχαν την οικονομική δυνατότητα να διατηρούν ένα άλογο. Οι διακοσιομέδιμνοι, με ετήσιο εισόδημα πάνω από διακοσίους μεδίμνους, ονομάζονταν και ζευγίται. Τέλος οι θήτες με εισόδημα κάτω των διακοσίων μεδίμνων ετησίως είχαν δικαίωμα ψήφου, αλλά δεν τους επιτρεπόταν να αναλάβουν κανένα δημόσιο αξίωμα. Για την κατάταξη των πολιτών σε μια από αυτές τις τάξεις θέσπισε τον συνυπολογισμό και των εισοδημάτων που προέρχονταν από επαγγελματικές ή εμπορικές δραστηριότητες.
Ανάλογα με την κατάταξη του καθενός με βάση το εισόδημά του, καθορίστηκε ο βαθμός συμμετοχής στη διακυβέρνηση των κοινών και στη συγκρότηση του στρατού. Όσον αφορά το πολιτικό σκέλος, μόνο τα μέλη της πρώτης τάξης είχαν το δικαίωμα να εκλέγονται άρχοντες και, επομένως, να συμμετέχουν στον Άρειο Πάγο, τον οποίο αποτελούσαν οι διατελέσαντες άρχοντες ή ταμίες, Επιπλέον όρισε ότι ως ταμίες, που διαχειρίζονταν το δημόσιο χρήμα, μπορούσαν να υπηρετήσουν μόνο πολίτες της ανώτατης τάξης, ενώ οι πολίτες της κατώτατης τάξης (οι θήτες) είχαν δικαίωμα συμμετοχής μόνο στην εκκλησία του δήμου και στο δικαστήριο της Ηλιαίας, τους παραχώρησε όμως το δικαίωμα του εκλέγειν, αλλά όχι του εκλέγεσθαι. Αναφορικά με τη συγκρότηση του στρατού, στο ιππικό μετείχαν τα νεότερα μέλη των τάξεων των πεντακοσιομεδίμνων και των τριακοσιομεδίμνων, ενώ ως οπλίτες υπηρετούσαν το σύνολο των ζευγιτών και τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη των δύο ανώτερων τάξεων.
Αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν να λογίζονται στο εξής πολίτες όλοι οι ενήλικες άνδρες που κατοικούσαν στην Αττική και ήταν απόγονοι κατοίκων της Αττικής ή μελών ιωνικών κοινοτήτων, αν και δεν θέσπισε την ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για όλους τους πολίτες. Ο Σόλων έδωσε πιθανότατα δυνατότητα πολιτογράφησης και σε μετοίκους.
Στις πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα περιλαμβάνονται και μέτρα που διεύρυναν τη λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή τη στήριξη της εξουσίας από το σώμα των πολιτών της Αθήνας. Συγκεκριμένα ο Σόλων μετέφερε στην εκκλησία του δήμου την αρμοδιότητα της εκλογής και διορισμού με χειροτονία των αρχόντων, που είχε ως τότε ο Άρειος Πάγος, και θέσπισε τη διαδικασία της κληρώσεως εκ προκρίτων πεντακοσιομεδίμνων για την εκλογή τους. Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία ο δήμος εξέλεγε ένα αριθμό υποψήφιων αρχόντων από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων και στη συνέχεια γινόταν κλήρωση για την ανάδειξη ενός από αυτούς τους υποψηφίους.
Επιπλέον ίδρυσε ένα νέο βουλευτικό σώμα, τη βουλή των τετρακοσίων (ή «τετρακοσίους») και μετέφερε σ’ αυτό τις προβουλευτικές αρμοδιότητες που είχε ως τότε ο Άρειος Πάγος, δηλαδή  τη διαδικασία προκαταρκτικής επεξεργασίας των σχεδίων ψηφισμάτων που θα υποβάλλονταν στην εκκλησία του δήμου. Η βουλή των τετρακοσίων ήταν πιο δημοκρατική σε σύγκριση με το αριστοκρατικό σώμα του Αρείου Πάγου, στο οποίο συμμετείχαν μόνο πεντακοσιομέδιμνοι που είχαν θητεύσει ως άρχοντες (και είχαν εκλεγεί από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο σύμφωνα με τη διαδικασία που ίσχυε πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα). Η βουλή αντίθετα είχε 400 εκλεγμένα μέλη, που προέρχονταν και από την τάξη των ιππέων και των ζευγιτών, η θητεία κάθε βουλευτή ήταν ετήσια και οι τέσσερις τάξεις της Αθήνας αντιπροσωπεύονταν ισότιμα, με εκατό βουλευτές η καθεμιά.
Στο χώρο της δικαιοσύνης οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ήταν επίσης σημαντικές προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και του ελέγχου της εξουσίας. Ο Σόλων έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη, όχι μόνο στον παθόντα, να καταγγέλλει στον Άρειο Πάγο με εισαγγελία (αγωγή) οποιονδήποτε, ακόμα και άρχοντα, και να εμφανίζεται ως κατήγορος. Με αυτό τον τρόπο κατοχυρώθηκε ουσιαστικά το έννομο συμφέρον του απλού πολίτη σε σχέση με την άσκηση της εξουσίας από τα κρατικά όργανα, ακόμα και αν οι ενέργειες των κρατικών οργάνων δεν τον έβλαπταν άμεσα. Ίδρυσε την Ηλιαία, ένα λαϊκό δικαστήριο με πολλά μέλη, ως αντίβαρο του Αρείου Πάγου σε θέματα απονομής δικαιοσύνης. Η ακριβής σύνθεση της σελώνεις Ηλιαίας δεν είναι γνωστή και δεν αποκλείεται να πρόκειται απλά για την ίδια την εκκλησία του δήμου, όταν αυτή συνεδρίαζε ως δικαστήριο. Στην Ηλιαία μπορούσε να προσφύγει οποιοσδήποτε εναντίον δικαστικής αποφάσεως αρχόντων. Το όνομά της προέρχεται από το ουσιαστικό «ηλία» [=αλία], που σημαίνει εκκλησία, σύναξη. Η διαμόρφωση της Ηλιαίας σε «δεξαμενή» 6000 κληρωμένων Αθηναίων άνω των 30 ετών, από την οποία λαμβάνονταν οι δικαστές για τα ηλιαστικά δικαστήρια κατά την κλασική περίοδο, οφείλεται στις μεταρρυθμίσεις του έτους 462 π.Χ. από τον Εφιάλτη Σοφωνίδου.
Ο Σόλων θέσπισε και πλήθος άλλων νόμων για συγκεκριμένα θέματα, που δεν είναι όλα γνωστά. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η απαγόρευση της εξαγωγής γεωργικών προϊόντων πλην λαδιού, ρυθμίσεις στις ιδιωτικές σχέσεις (π.χ. κανόνες υδροληψίας, ελάχιστες αποστάσεις οικοδομών), θέσπιση κοινωνικής πρόνοιας για αναπήρους και επικλήρους (θυγατέρες που κληρονομούσαν αποκλειστικά την πατρική περιουσία λόγω έλλειψης άρρενα κληρονόμου), μέτρα προστασίας της οικογένειας και του γάμου, που περιλάμβαναν μέτρα εναντίον της μοιχείας, του βιασμού, της μαστροπείας και της πορνείας, υποχρέωση των γονέων να διδάσκουν στα παιδιά τους κάποια τέχνη και απαλλαγή των τέκνων από τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων τους, αν οι τελευταίοι δεν είχαν ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωσή τους.
Συνολικά ο Σόλων ρύθμισε πάνω σε νέες βάσεις το δημόσιο, το ιδιωτικό και το ποινικό δίκαιο. Οι νόμοι του δημοσιεύτηκαν ίσως το 592/1 π.Χ. καταγραμμένοι σε ξύλινες τετράγωνες στήλες, οι οποίες στένευαν προς τα πάνω και στρέφονταν γύρω από άξονα, γι' αυτό και ονομάστηκαν "άξονες" ή "κύρβεις". Η νομοθεσία του απέκτησε φήμη και επέδρασε θετικά στην εξέλιξη του δικαίου, αλλά και στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτειακή εξέλιξη της Αθήνας. Δίκαια ο Σόλων θεωρείται πατέρας του αστικού δικαίου.
Το 410 π.Χ. συγκροτήθηκε στην Αθήνα μια επιτροπή νομομαθών, οι αναγραφείς των νόμων, που ανέλαβε την εκκαθάριση και την κωδικοποίηση των νόμων του Δράκοντα και του Σόλωνα. Το έργο της επιτροπής διακόπηκε από τους τριάκοντα τυράννους και ολοκληρώθηκε μετά την πτώση τους. Το 403/2 π.Χ. παρέδωσαν το σώμα νόμων που κατάρτισαν, το οποίο φύλαγαν στο εξής οι θεσμοθέται.
Ο Σόλων, για να αποφύγει μεταβολές της νομοθεσίας του και για να μην αναμειχθεί στην εφαρμογή της, αποδήμησε οικειοθελώς για δέκα χρόνια. Στην εθελούσια  αυτή αυτοεξορία του μπορεί να διαβλέψει κανείς μια πρώτη εφαρμογή της διάκρισης της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία. Κρίνοντας από την τυραννία του Πεισίστρατου και των διαδόχων του, που εγκαθιδρύθηκε το 561 π.Χ. και διάρκεσε ως το 511 π.Χ., φαίνεται πως οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα δεν αντιμετώπισαν πλήρως τα προβλήματα που επιδίωκαν να λύσουν. Η ουσία τους όμως διατηρήθηκε και μετά το τέλος της τυραννίας και αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο εδραιώθηκε η κλασική αθηναϊκή δημοκρατία. Ο Σόλων κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων της αυτοεξορίας του επισκέφτηκε, μεταξύ άλλων, και τον βασιλιά των Σάρδεων Κροίσο, ο οποίος τον ρώτησε αν γνώριζε κανέναν άνθρωπο πιο ευτυχισμένο από αυτόν. Ο Σόλων του ανέφερε τρεις περιπτώσεις ευτυχισμένων ανθρώπων και τον συμβούλεψε με το γνωστό: "Μηδένα προ του τέλους μακάριζε". Όταν ξαναγύρισε στην Αθήνα, τη βρήκε σε πολύ καλή κατάσταση χάρη στα δικά του νομοθετικά μέτρα και πέθανε ευτυχισμένος σε βαθιά γεράματα.

5.8.5. Δαμασίας Τύραννος 582-580


Τα νομοθετικά μέτρα του Σόλωνα δεν εξασφάλισαν πολιτική και κοινωνική σταθερότητα για μεγάλο διάστημα, διότι η ισχύς των ευγενών δεν περιορίσθηκε αρκετά, παρόλη την κατάτμησή τους σε δύο τάξεις (πεντακοσιομέδιμνοι και τριακοσιομέδιμνοι). Οι μεταξύ ευγενών ανταγωνισμοί συνεχίστηκαν και μάλιστα οι δραστηριότητές τους υπερέβαιναν το θεσμοθετημένο πλαίσιο. Αυτό αποδεικνύει και το γεγονός ότι δύο φορές μετά τη θέσπιση της νομοθεσίας του Σόλωνα η θέση του επώνυμου άρχοντα, το 590 και το 586, έμεινε κενή λόγω αναταραχών σε δύο περιόδους που είναι γνωστές ως περίοδοι αναρχίας.
            Σημειώθηκε μάλιστα και δεύτερη απόπειρα επιβολής τυραννίδας, όταν ο Δαμασίας (<δαμάζω, μέλλων δαμάσσω = υποτάσσω, καταβάλλω) αρνήθηκε να παραδώσει το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα, που κατείχε, και παρέμεινε στη θέση αυτή για δύο χρόνια και δύο μήνες, την περίοδο 582-580, αφού έκρινε ότι η θεσμική οδός δεν ενδεικνυόταν για την εγκαθίδρυση προσωπικής εξουσίας. Τελικά, ο Δαμασίας ανατράπηκε από τον πληθυσμό.
Οι έριδες των ευγενών συμπεριέλαβαν όλους τους πληθυσμούς της Αττικής και στην Αθήνα είχαν φτάσει σχεδόν στα όρια του εμφύλιου πολέμου με έντονες διαμάχες. Η απογοήτευση από τα μέτρα του Σόλωνα, που φτωχοί και προνομιούχοι θεωρούσαν ημίμετρα, ο καθένας για τους λόγους του, ήταν μεγάλη και η πόλη είχε φτάσει στο σημείο να μη μπορεί να εκλέξει ηγεσία. Πιο δυσαρεστημένοι πάντως ήταν οι ακτήμονες και όσοι είχαν μικρά τμήματα γης, αλλά και οι ολιγαρχικοί γαιοκτήμονες. Οι έμποροι κρατούσαν ήπια στάση και ήταν μάλλον υπέρ της διατήρησης των μέτρων του Σόλωνα, ενώ οι ολιγαρχικοί επιδίωκαν την καταργησή τους.
Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν οι εκπρόσωποι των δύο ισχυρών τάξεων και δημιουργήθηκαν τρεις τοπικά προσδιορισμένες παρατάξεις με επικεφαλής ισχυρά γένη ευγενών. Το κόμμα των Πεδιακών, εκπροσωπούσε τους κλαζοκτήμονες που νέμονταν την εύφορη κοιλάδα του Κηφισού, και είχε αρχηγό το Λυκούργο γιο του Αριστολαίδη από το γένος των Ετεοβουτάδων. Το κόμμα των Παράλιων, που κατοικούσαν στη νότια ακτή της Αττικής, εκπροσωπούσε τη μερίδα που είχε συμφέροντα από το εμπόριο και επεδίωκε το άνοιγμα της πολιτικής εξουσίας σε όσους είχαν αποκτήσει χρήματα από αυτό. Ο αρχηγός του  Μεγακλής Γ από τον οίκο των Αλκμεωνιδών, που ήταν σχετικά μετριοπαθής και αρκετά συμπαθής, εξαιτίας της εμπλοκής της οικογένειάς του στο Κυλώνειο Άγος, συντασσόταν με τους πλούσιους εμπόρους που αποτελούσαν την αστική τάξη της εποχής, παρότι ανήκε οικονομικά στην προνομιούχα αριστοκρατία και είχε τεράστια περιουσία. Οι Διάκριοι ή Υπεράκριοι, που εντοπίζονταν στη βόρεια και ανατολική Αττική, με κέντρο τη Βραυρώνα, είχαν αρχηγό τον Πεισίστρατο Ιπποκράτους. Η επιρροή των τριών αρχηγών επεκτεινόταν στις περιοχές που έλεγχε παραδοσιακά το γένος καθενός. Η δημιουργία των τοπικών παρατάξεων εξηγείται από τη διάρθρωση του πληθυσμού της Αττικής σε γένη, φρατρίες και φυλές, καθώς μέχρι τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, Αθηναίος πολίτης ήταν όποιος ανήκε σε μία από τις φατρίες, που ελέγχονταν από τα γένη των ευγενών, λαμβανομένου υπόψη ότι κάθε γένος είχε ένα τοπικό κέντρο λατρείας, που αύξανε την επιρροή των ευγενών.

5.8.6. Πεισίστρατος Ιπποκράτους Τύραννος 561-527


Ο Πεισίστρατος (<πείθω + στρατός = αυτός που παρακινεί τους στρατιώτες) ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας που καταγόταν από την Αυλώνα της Αττικής. Γεννήθηκε γύρω στο 607 π.Χ. και ήταν γιος του Ιπποκράτη, ενός πλούσιου άνδρα που είχε ακίνητη περιουσία στα μεσόγεια, πιθανόν στο Μαραθώνα ή στη Βραυρώνα. Η μητέρα του ήταν εξαδέλφη της μητέρας του Σόλωνα και ίσως αυτό ήταν η αιτία που κάποιοι ανάφεραν στενή σχέση μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Πεισίστρατος έκανε τρεις γάμους και απέκτησε συνολικά πέντε ή έξι παιδιά. Ο Ιππίας, ο Ίππαρχος και μία κόρη ήταν αδιαμφισβήτητα παιδιά του πρώτου γάμου, ενώ με την κόρη του Μεγακλή εσκεμμένα δεν απόκτησε κανένα παιδί. Όσο βρισκόταν στην εξορία συζεύχθηκε την Τιμώνασσα, κόρη του Αργείου ισχυρού άνδρα Γοργίλου, με την οποία απόκτησε δύο ακόμη γιους, τον Ηγησίστρατο, στον οποίο αργότερα ο Πεισίστρατος ανέθεσε την τυραννική διακυβέρνηση του Σιγείου στην Ιωνία και τον Θετταλό.
.Πριν βάλει στόχο την εξουσία, έγινε αγαπητός στο λαό το 570 π.Χ. όταν διακρίθηκε ως πολέμαρχος σε μια εκστρατεία των Αθηναίων εναντίον των Μεγαρέων, από τους οποίους απέσπασε το επίνειο της πόλης τους, τη Νίσαια και τη Σαλαμίνα. Ευφυής και φιλόδοξος, προσπάθησε στη συνέχεια δυο φορές να καταλάβει την εξουσία με στρατηγήματα, τα αποτελέσματα των οποίων είχαν βραχυπρόθεσμη επιτυχία αλλά τον οδήγησαν δυο φορές στην εξορία.

α. Η πρώτη τυραννίδα 561-560

Την πρώτη φορά, επί άρχοντος Κωμέου το 561 π.Χ., αυτοτραυματίστηκε, μαχαίρωσε τα μουλάρια του και εμφανίστηκε αιμόφυρτος στην αγορά με δυο πληγωμένα μουλάρια, υποστηρίζοντας ότι δέχθηκε επίθεση και γλίτωσε από βέβαιη δολοφονία, καθώς υπερασπιζόταν τα δίκαια των αδύναμων. Δεν κατονόμασε τους αντιπάλους που του επιτέθηκαν, αλλά ένας φίλος του ο άρχων Αριστίων, είπε ότι ο δήμος πρέπει να εκδώσει ψήφισμα για την προστασία του Πεισίστρατου. Σύμφωνα με το ψήφισμα θα επιτρεπόταν πλέον ο Πεισίστρατος να διαθέτει προσωπική φρουρά από ενόπλους και συγκεκριμένα από 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα). Ο Σόλωνας αντέδρασε έντονα σ’ αυτό, κατηγορώντας ευθέως τον Πεισίστρατο ότι είχε αυτοτραυματιστεί και κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημοκρατία, αλλά δεν εισακούσθηκε. και αποχώρησε αποκαρδιωμένος. Όντως ο Πεισίστρατος χρησιμοποίησε πολύ σύντομα αυτή την προσωπική φρουρά, την οποία τεχνηέντως αύξησε σημαντικά σε αριθμό, και κατέλαβε την Ακρόπολη και την εξουσία.
Ο Πεισίστρατος δεν κατέλυσε τότε τις βασικές δημοκρατικές λειτουργίες, αλλά προσπάθησε να κυβερνήσει προσωποπαγώς δίχως να θίξει το πολίτευμα σε καίρια σημεία, όμως πολύ γρήγορα το 560 ανατράπηκε και εξορίστηκε. Στην ανατροπή του πρωταγωνίστησαν οι συνασπισμένοι εναντίον του εκπρόσωποι των ολιγαρχικών και των εμπόρων, Λυκούργος και Μεγακλής. Όμως η λυκοφιλία των δύο ανδρών που εκπροσωπούσαν συμφέροντα αντίθετων κοινωνικών ομάδων, δεν κράτησε πολύ. Οι ολιγαρχικοί ήθελαν να αλλάξει η κατάσταση εις βάρος της αστικής τάξης, ώστε η πολιτική εξουσία να περάσει και πάλι αποκλειστικά στα χέρια των ευγενών (δηλαδή των γαιοκτημόνων), ενώ οι έμποροι που είχαν πια αρκετά χρήματα απαιτούσαν να έχουν άποψη στα πολιτικά και στήριζαν τον Μεγακλή για να αντισταθεί στις ολιγαρχικές κινήσεις.

β. Η δεύτερη τυραννίδα 558-556

Ο Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος τη νέα διαμάχη των αντιπάλων του, συμμάχησε με τον Μεγακλή, ο οποίος για να απαλλαγεί από τον Λυκούργο και τους ολιγαρχικούς, και θεωρώντας ότι ο πλούτος του αρκούσε για να ελέγξει τον Πεισίστρατο, τον επανέφερε στην Αθήνα και δέχτηκε να τον στηρίξει σε μια μορφή ήπιας τυραννίας, ώστε να μην ανατραπεί το σύστημα του Σόλωνα. Του έδωσε μάλιστα για σύζυγο την κόρη του, ώστε τα παιδιά που θα αποκτούσε με αυτήν να ένωναν τις δύο οικογένειες, των Αλκμεωνιδών και των Πεισιστρατιδών. Με αυτό τον όρο ο Μεγακλής βοήθησε τον Πεισίστρατο να καταλάβει την εξουσία.
Για να κερδίσει την εύνοια των Αθηναίων αυτή τη φορά ο Πεισίστρατος επινόησε ένα τέχνασμα που ο Αριστοτέλης περιγράφει ως χονδροειδέστατο. Έβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή και υψηλή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την έφερε από την Παιανία στην Ακρόπολη διαδίδοντας ότι ήρθε η ίδια η Αθηνά για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας πράγματι εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος έγινε τύραννος για δεύτερη φορά το 558 π.Χ.
Αυτή τη φορά η τυραννίδα κράτησε 2 χρόνια, αφού σύντομα η συμμαχία του Πεισίστρατου με τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή άρχισε να κλονίζεται, επειδή ο τύραννος έδειξε εξαρχής ότι απέφευγε να κάνει παιδιά με την κόρη του πολιτικού συμμάχου του. Ο Μεγακλής ήταν γενικά σε δύσκολη θέση γιατί ο λαός των Αθηνών δεν συμπαθούσε τους Αλκμεωνίδες λόγω του Κυλώνειο Άγους αλλά και επειδή μεγάλη μερίδα του πληθυσμού ήταν φτωχοί και δημοκρατικοί. Οι τελευταίοι στήριζαν απόλυτα τον Πεισίστρατο και οι έμποροι δεν αρκούσαν για να τον ανατρέψουν. Ο Μεγακλής συμμάχησε το 556 π.Χ. με τον Λυκούργο για άλλη μια φορά και έτσι κατάφερε να ανατρέψει πάλι και να εξορίσει τον Πεισίστρατο.

γ. Η τρίτη τυραννίδα 545-527

Αν και εξόριστος και χωρίς περιουσία, ο Πεισίστρατος δεν έμεινε άπραγος. Μετά τη δεύτερη έξωσή του, φρόντισε  να ενισχύσει τη θέση του. Αρχικά, κατευθύνθηκε στην Ερέτρια με τους ευγενείς της οποίας είχε πολύ καλές σχέσεις. Με την οικονομική ενίσχυσή τους και τη συμμετοχή Ερετριέων, πιθανώς και μερικών Αθηναίων, ίδρυσε μία αποικία στο Θερμαϊκό, τα Δίκαια, την οποία οι έρευνες τοποθετούν ανάμεσα στη Θέρμη και την Ποτίδαια, ίσως στη σημερινή Αγία Παρασκευή. Από εκεί πήγε στο Παγγαίο, όπου κατόρθωσε, χάρη στην επινοητικότητά του, να αποκτήσει τον έλεγχο της εκμετάλλευσης ορυχείων αργύρου και χρυσού, δραστηριότητα η οποία του προσκόμισε πολλά χρήματα. Έπειτα, ζήτησε βοήθεια από προσωπικούς του φίλους στη Θήβα και από το Λύγδαμη, τύραννο της Νάξου, ενώ ο γιος του Ηγησίστρατος, συγκέντρωσε στρατό από το Άργος. Πιθανώς το 546, έπλευσε από την Ερέτρια στον Μαραθώνα όπου αποβιβάστηκε με στρατό και αφού νίκησε τις δυνάμεις του Λυκούργου και Μεγακλή που τον περίμεναν στην Παλλήνη, έγινε κυρίαρχος των Αθηνών για τρίτη φορά, το 545 π.Χ. και επέβαλε τυραννίδα μέχρι το τέλος της ζωής του που επήλθε από φυσικά αίτια και σε μεγάλη ηλικία το 527 π.Χ.
Στο διάστημα της διακυβέρνησής του ο Πεισίστρατος σπάνια εφάρμοζε στυγνή τυραννία και φρόντιζε να κρατά πολιτικές ισορροπίες χωρίς να καταστρατηγεί τους θεσμούς. Αντίθετα σεβάστηκε τους νόμους του Σόλωνα, διατήρησε τον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό της Αθήνας, αλλά φρόντισε να τοποθετήσει σε όλες τις θέσεις-κλειδιά ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Έτσι έλεγχε όλους τους μηχανισμούς της εξουσίας, χωρίς να αποφεύγει κατά καιρούς και κάποια ακραία, σαφώς τυραννικά μέτρα. Εξόρισε για παράδειγμα όλους τους σημαντικούς αντιπάλους του, που ήταν οι "παράλιοι", δηλαδή οι αριστοκράτες μεγαλέμποροι υπό τον Μεγακλή, και οι "πεδιακοί", δηλαδή οι επίσης αριστοκράτες ολιγαρχικοί στις πεποιθήσεις γαιοκτήμονες υπό τον Λυκούργο. Κράτησε ως ομήρους μερικούς νέους συγγενείς όλων των αντιπάλων του, ώστε όσοι παρέμεναν στην Αθήνα να μην τολμούν να του αντιταχθούν και έστειλε τους ομήρους στη Νάξο όπου ο προσωπικός φίλος του Λύγδαμις έγινε τύραννος.
Η πολιτική που εφάρμοσε ο Πεισίστρατος είχε ως στόχο την αποδυνάμωση των ευγενών και την ενίσχυση των μικρών γεωργών. Δήμευσε τις περιουσίες όσων εξόρισε και τις μοίρασε στους ακτήμονες ή στους μικροκτηματίες και γενικά πήρε στη συνέχεια οικονομικά μέτρα υπέρ των αγροτών, βοσκών, θητών και φτωχών που αποτελούσαν και το βασικό λαϊκό έρεισμά του. Επίσης κατάφερε με ειρηνικά μέσα να αφοπλίσει τους Αθηναίους πείθοντάς τους ότι θα τους προστάτευε με στρατό που θα τον πλήρωνε από προσωπικά και δημόσια έσοδα, και έστρεψε τα ενδιαφέροντά τους στην καλλιέργεια της γης και στην τόνωση του εμπορίου. Μερίμνησε περαιτέρω για τους αγρότες δίνοντάς τους χαμηλότοκα δάνεια (πιθανώς σε είδος, π.χ. σπόρος) και θέσπισε κινητά δικαστήρια στην ύπαιθρο για την επίλυση των διαφορών. Με τον τρόπο αυτό περιόρισε την αστυφιλία και αύξησε την αγροτική παραγωγή.
Στήριξε την πολιτική του στον "πόλεμο κατά των πλουσίων" αλλά πήρε και μέτρα που τον έκαναν αρεστό ακόμα και σε εκείνους, επειδή τόνωσαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, όχι μόνο για την ευημερία της πόλης, αλλά και για τον προσεταιρισμό των αριστοκρατών και αστών εμπόρων που μέχρι την εποχή εκείνη στήριζαν το κόμμα των "παραλίων" του οίκου των Αλκμεωνιδών. Απέφυγε τους πολέμους και στα ειρηνικά χρόνια της κυβέρνησής του με τη φορολογία της δεκάτης (10% επί του εισοδήματος) η οικονομία της Αθήνας βελτιώθηκε σημαντικά. Με τα χρήματα που εισέπραττε από τους φόρους κατασκεύασε δρόμους και πολλά άλλα δημόσια έργα, μνημεία και ναούς που ομόρφυναν την Αττική αλλά ταυτόχρονα πρόσφεραν δουλειά στον αστικό πληθυσμό. Αυτά τα χρόνια, πολλά Αττικά προϊόντα κυρίως κρασί, λάδι και αρώματα εξάχθηκαν στην Ετρουρία, Αίγυπτο, Μικρά Ασία και πόλεις της Μαύρης Θάλασσας.
Μερικά από τα διασημότερα έργα της εποχής του Πεισίστρατου ήταν το υδραγωγείο της πόλης, γνωστό ως Εννεάκρουνος ή Καλλιρρόη, το Εκατόμπεδον στην Ακρόπολη προς τιμήν της Αθηνάς, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε ο Παρθενώνας, και ο ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος τελικά ολοκληρώθηκε αιώνες αργότερα από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Για τα έργα αυτά διέθετε πόρους από τα μεταλλεία του Παγγαίου και του Λαυρίου αλλά και την κατάσχεση των περιουσιών των ευγενών που εκδιώχθηκαν ή έφυγαν από την Αθήνα. Για κάποια από αυτά τα έργα, ορισμένοι ιστορικοί αποδίδουν στον Πεισίστρατο και πολιτική σκοπιμότητα, ότι δηλαδή επεδίωκε με μεγαλεπήβολα σχέδια όπως με το ναό του Ολυμπίου Διός να κρατά το λαό ικανοποιημένο και συνάμα αρκετά απασχολημένο, ώστε να μην εντρυφεί στην πολιτική και να είναι ο ίδιος ανενόχλητος στην τυραννίδα του. Σε πολιτική υστεροβουλία, πιθανόν σε συνδυασμό και με το θετικό κίνητρο να διευκολύνει το λαό, αποδίδουν και το μέτρο του για περιοδεύοντες δικαστές. Αυτοί ναι μεν έλυναν επιτόπου πολλές διαφορές πολιτών στην Αττική και τους γλίτωναν από αδικίες και ταλαιπωρίες σε μετακινήσεις προς το άστυ, αλλά παράλληλα κρατούσαν και τους πολίτες στους δήμους τους, μακριά από το δήμο της Αθήνας όπου θα μπορούσαν ίσως να δημιουργήσουν προβλήματα στον Πεισίστρατο.
Στην εποχή του Πεισίστρατου καταγράφηκαν για πρώτη φορά και τα Ομηρικά Έπη ενώ στη δημόσια βιβλιοθήκη που δημιούργησε, τη μεγαλύτερη σε όλες τις ελληνικές πόλεις, είχαν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. Η αττική αγγειοπλαστική επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη άνθηση.
Στο πλαίσιο της φιλολαϊκής πολιτικής του ο Πεισίστρατος αναδιοργάνωσε και αναβάθμισε τις κυριότερες γιορτές της Αθήνας. Στον Πεισίστρατο αποδίδονται η ενίσχυση των Παναθηναίων, που είχαν καθιερωθεί από το 566 και εορτάζονταν πλέον με μεγάλη μεγαλοπρέπεια, και των Ελευσίνιων μυστηρίων καθώς και η ίδρυση των μεγάλων ή εν άστει Διονυσίων. Στους εορτασμούς της πόλης περιέλαβε και αθλητικούς, μουσικούς και ποιητικούς αγώνες. Λέγεται μάλιστα ότι ο Θέσπις, ο προπάτορας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αναδείχτηκε νικητής στον ποιητικό αγώνα των Μεγάλων Διονυσίων επί Πεισιστράτου, το 535 ή το 533 π.Χ.
Στα είκοσι σχεδόν χρόνια της τρίτης τυραννίδας του Πεισίστρατου η Αττική δεν ενεπλάκη σε κανέναν πόλεμο. Οι σχέσεις του Πεισίστρατου με τους γείτονες, και κυρίως την επικίνδυνη Μεγαρίδα, υπήρξαν άριστες. Το ίδιο και με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Οι φιλικές σχέσεις του με το λιμάνι της Δήλου (το θρησκευτικό κέντρο των Ιώνων), είχε ως αποτέλεσμα η Αθήνα να γίνει ο ηγέτης της Ιωνικής φυλής. Με τα δεδομένα αυτά η τυραννίδα του Πεισίστρατου δίκαια χαρακτηρίστηκε ήπια και «δημοκρατική» και προβλήθηκε ως παράδειγμα «φωτισμένης δεσποτείας» που μπορεί να είναι δημιουργική και αρεστή στο λαό.

5.8.7. Ιππίας Πεισιστράτου Τύραννος 527-510


Ο Ιππίας (575 π.Χ. -490 π.Χ., <ίππος [<ίκω, ικάνω + πους > ίκπος] = ο σχετιζόμενος με άλογα) ήταν πρωτότοκος γιος από τον πρώτο γάμο του τυράννου των Αθηνών Πεισίστρατου τον οποίο διαδέχθηκε μαζί με τον ομογάλακτο αδελφό του Ίππαρχο το 527 π.Χ., και είχε δύο ετεροθαλείς αδελφούς από την δεύτερη σύζυγό του Πεισίστρατου Τιμώνασσα, τον Θετταλό και τον Ηγησίστρατο. Ο Ιππίας σε αντίθεση με τον Ίππαρχο και το Θετταλό απέκτησε δική του οικογένεια, αφού παντρεύτηκε την κόρη του Καλλία, Μυρσίνη, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Η κόρη του Αρχιδίκη πέθανε στην Λάμψακο, όπου κατ’ εντολή του πατέρα της είχε παντρευτεί για λόγους πολιτικών ισορροπιών τον εκεί τύραννο. Ο Πεισίστρατος ο νεότερος, γιος του Ιππία και εγγονός του τύραννου Πεισίστρατου, προσπάθησε πολύ αργότερα να κάνει πολιτική σταδιοδρομία στην Αθήνα, όταν είχε καταλαγιάσει το μένος κατά της τυραννίας, αλλά εξοστρακίστηκε ή εξορίστηκε και εκείνος.
Όσο ζούσε ο πατέρας του, του είχε αναθέσει να ξεκαθαρίσει το Σαρωνικό από τους πειρατές. Κάποια στιγμή ένας νεαρός που ονομαζόταν Θρασυμήδης ή Θρασύβουλος ερωτεύθηκε την αδελφή του Ιππία και «κλέφτηκαν» για να καταφύγουν στην Αίγινα με πλοίο. Ο Ιππίας έτυχε να περιπολεί με το στόλο για πειρατές και επειδή το πλοιάριο του Θρασύβουλου έπλεε με μεγάλη ταχύτητα το θεώρησε ύποπτο και συνέλαβε το πλήρωμα. Οι άνδρες του Θρασύβουλου δεν λιποψύχησαν ούτε ικέτεψαν και είπαν στον Ιππία «να τους κάνει ό,τι νομίζει». Όταν ο Πεισίστρατος ενημερώθηκε για την ανεύρεση της κόρης του και όλα τα καθέκαστα, ο Ιππίας και η Τιμώνασσα πρότειναν να εκτελεστεί ο ερωτευμένος απαγωγέας αλλά ο τύραννος διαφώνησε και εκτιμώντας το θάρρος του νεαρού, του επέτρεψε να παντρευτεί την κόρη του. Στην τρίτη και οριστική επάνοδο του πατέρα του στην Αθήνα, το 546 π.Χ. ο Ιππίας τον συμβούλεψε να συγκεντρώσουν όσα τους χρωστούσαν όλες οι πόλεις που τους είχαν υποχρέωση σε χρήμα και σε άνδρες και να κινηθούν εναντίον του στρατού των Αθηνών, που πίστευε ότι δεν θα προέβαλε σθεναρή αντίσταση. Ακολούθησε η νικηφόρα γι’ αυτούς μάχη της Παλλήνης και η τυραννίδα εδραιώθηκε.

α. Η συγκυβέρνηση με τον Ίππαρχο

Ο ουσιαστικός και τυπικός διάδοχος του Πεισίστρατου ήταν ως πρωτότοκος ο Ιππίας, που ήταν και πολιτικότερος, ενώ ο Ίππαρχος «ενδιαφερόταν κυρίως για τις τέχνες και τις διασκεδάσεις». Η τυραννίδα των δύο Πεισιστρατιδών τα πρώτα χρόνια φαίνεται να ήταν σχετικά ήπια όπως του πατέρα τους και ίσως αρχικά ακόμα πιο διαλλακτική. Οι φόροι παρέμειναν ίδιοι ή μειώθηκαν στο 5% και η οικονομία της Αθήνας ήταν σε καλή κατάσταση. Με εξαίρεση την οικογενειοκρατία και τον περιορισμό της πολιτικής δράσης, δεν φαίνεται να υπήρχε έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια στο πρώτο διάστημα της κυβέρνησής τους. Το εμπόριο ανθούσε, οι γεωργοί εξακολουθούσαν να επιδοτούνται, γίνονταν πολλά δημόσια έργα και η Αθήνα, χάρη στον Ίππαρχο κυρίως, είχε αρχίσει να γίνεται παράλληλα ένα λαμπρό πολιτισμικό κέντρο.
Επειδή υπήρχε κίνδυνος οι άλλες ισχυρές οικογένειες να ανατρέψουν την τυραννίδα, ο Ιππίας επιδίωξε να νομιμοποιήσει κάπως τη θέση του φροντίζοντας να εκλεγεί ο ίδιος επώνυμος άρχων το έτος 526 π.Χ. Επίσης έκανε άνοιγμα προς τις άλλες πλούσιες και ισχυρές οικογένειες, επιτρέποντας να εκλεγούν επώνυμοι άρχοντες τα επόμενα χρόνια ο Κλεισθένης Μεγακλέους των Αλκμεωνιδών το 525 και ο Μιλτιάδης Κυψέλου, γόνος της πολιτικά αντίπαλης οικογένειας του ολυμπιονίκη Κίμωνα Κοάλεμου, το 524. Όμως μετά από ένα σύντομο διάστημα ευελιξίας και ισορροπιών, το σχήμα κατέρρευσε και οι σχέσεις των Πεισιστρατιδών με τις υπόλοιπες ισχυρές οικογένειες επιδεινώθηκαν. Ο Ιππίας φέρεται ότι μαζί με τον Ίππαρχο έδωσαν τότε την εντολή να δολοφονηθεί ο ολυμπιονίκης Κίμωνας Κοάλεμου πατέρας του μετέπειτα στρατηγού νικητή των Περσών στο Μαραθώνα Μιλτιάδη, επειδή ως πλούσιος και Ολυμπιονίκης ήταν πολύ δημοφιλής και συνιστούσε εν δυνάμει απειλή για την τυραννίδα.
Σε όλο το διάστημα της κυβέρνησης των δύο Πεισιστρατιδών, εξακολουθούσε να υπάρχει και ο προσωπικός μισθοφορικός στρατός των τυράννων, που πληρωνόταν εν μέρει από τα εισοδήματα που είχαν τα δύο αδέλφια από τις επιχειρήσεις στα ορυχεία χρυσού και ασημιού που εκμεταλλευόταν παλιότερα ο πατέρας τους στο Παγγαίο και τα οποία τώρα είχαν κληρονομήσει εκείνοι και εν μέρει από το δημόσιο ταμείο των Αθηνών.

β. Αρμόδιος και Αριστογείτων τυραννοκτόνοι

Το καλοκαίρι του 514 ένα ζευγάρι φίλων, ο Αρμόδιος και Αριστογείτων, ήρθε σε σύγκρουση με τον Ίππαρχο για καθαρά προσωπικούς λόγους. Η διαμάχη άρχισε όταν ο Ίππαρχος πρόσβαλε βαριά και δημόσια το νεαρό Αρμόδιο και την αδελφή του, όταν ο Αρμόδιος απέρριψε τις ερωτικές προτάσεις του. Οι δύο φίλοι αποφάσισαν να πάρουν δραστικά μέτρα, δίνοντας πολιτικές διαστάσεις στο ζήτημα, επειδή πίστευαν πως η σύγκρουση θα κλιμακωνόταν εις βάρος τους. Είπαν τα σχέδιά τους σε ελάχιστους φίλους, ώστε να επιτεθούν όλοι μαζί στον Ίππαρχο, πιθανόν και στον Ιππία, ώστε να καταλύσουν την τυραννίδα και να απαλλαγούν δια παντός και οι ίδιοι αλλά και οι άλλοι πολίτες που υπέφεραν. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, πίστευαν ότι αν σκότωναν τον Ίππαρχο δημοσίως στη γιορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, την ημέρα της πομπής, θα ξεσηκώνονταν και άλλοι πολίτες και έτσι δεν χρειαζόταν να μετέχουν πολλοί στη συνωμοσία.
Όταν όμως πήγαν να υλοποιήσουν το σχέδιό τους είδαν ένα άτομο που μετείχε στη συνωμοσία να μιλά εμπιστευτικά στον Ιππία και νόμισαν ότι τους πρόδιδε. Βέβαιοι πως θα τους συλλάμβαναν από στιγμή σε στιγμή και θα τους σκότωναν, λειτούργησαν σπασμωδικά και έτρεξαν να βρουν τον Ίππαρχο, που ήξεραν ότι βρισκόταν στο Λεωκόριον (στον Κεραμικό), επειδή ο ένας τύραννος στεκόταν πάντα στην κεφαλή της πομπής των Παναθηναίων και ο άλλος στο τέλος και τον σκότωσαν χωρίς να περιμένουν τους συνενόχους τους. Ο μεν Αριστογείτονας μέσα στην γενική αναστάτωση και την κοσμοσυρροή διέφυγε, αλλά πιάστηκε πολύ γρήγορα, ο δε Αρμόδιος εκτελέστηκε επί τόπου από τη σωματοφυλακή του Ίππαρχου.
Όταν ο Ιππίας πληροφορήθηκε τα συμβάντα στο Λεωκόριον, θεώρησε ότι γινόταν απόπειρα ανατροπής της τυραννίδας και διέταξε να γίνει σωματική έρευνα σε όλους τους πολίτες και να συλληφθούν όσοι έφεραν όπλα. Όταν άρχισε η ανάκριση του Αριστογείτονα έγιναν πρόσθετες συλλήψεις, διότι ο Αριστογείτονας, όπως έλεγαν αργότερα οι οπαδοί του δημοκρατικού κόμματος, εσκεμμένα κατέδωσε ως συνωμότες πολλούς σημαντικούς άνδρες της εποχής φίλους του Ιππία με στόχο να εκτελεστούν οι φιλοτυραννικοί και να αποδυναμωθεί η εξουσία του. Ο Ιππίας πίστεψε τα λεγόμενα του Αριστογείτονα και πράγματι συνέλαβε πολλούς φίλους του και τους εκτέλεσε με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ εξόρισε αμέσως και πολλούς άλλους, όπως τους Αλκμεωνίδες. Σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο Αριστογείτονας βασανιζόμενος κάποια στιγμή προκάλεσε τον Ιππία λέγοντας ότι κατάφερε να τον παραπλανήσει και τον παρέσυρε στο να εκτελέσει τους πιστότερους φίλους του, οπότε έξαλλος ο Ιππίας τον σκότωσε με το σπαθί του.
Ο φόνος του Ίππαρχου από τους δύο φίλους προβλήθηκε από τους ίδιους τους Αθηναίους ως παράδειγμα δημοκρατικής αντίστασης στα απολυταρχικά καθεστώτα και διαθρυλήθηκε στους επόμενους αιώνες μέχρι τις μέρες μας, αλλά δεν προκάλεσε άμεσο κλονισμό στην τυραννίδα.

γ. Ο οικονομικός κλονισμός της τυραννίδας

Όταν πέθανε ο Ίππαρχος, ο Ιππίας, πολιτικά απομονωμένος και πεπεισμένος ότι εξυφαινόταν αντιτυραννική συνωμοσία οδηγήθηκε  στη λήψη αυστηρότερων μέτρων που έκαναν την τυραννίδα του σκληρότερη. Παράλληλα όμως αντιμετώπιζε και τον επεκτατισμό των Περσών, που το 513 π.Χ., με την εκστρατεία του Δαρείου στη Σκυθία, είχαν εδραιωθεί στη Θράκη και την ανατολική Μακεδονία, στερώντας τον Αθηναίο τύραννο από το χρυσάφι του Παγγαίου, ενώ και ο ετεροθαλής αδελφός του, γιος του Πεισίστρατου Ηγησίστρατος, που ήταν από χρόνια τύραννος στο Σίγειο, ήταν ουσιαστικά υποτελής των Περσών και εκπροσωπούσε πλέον τον περσικό θρόνο. Αντιδρώντας ο Ιππίας επέλεξε να παντρέψει την κόρη του Αρχιδίκη με τον Αιαντίδη Ίπποκλο, τύραννο της Λαμψάκου, που υποστήριζε τους Πέρσες, με στόχο να αποκτήσει περισσότερα ερείσματα στην περσική επικράτεια.
Διάφορα οικονομικά προβλήματα-που δεν ερμηνεύονται αποκλειστικά από την διακοπή εισοδημάτων από το Παγγαίο και με δεδομένο ότι το ταμείο της πόλης ήταν προβληματικό, οδήγησαν τον Ιππία και σε μια σκληρή φορολογική πολιτική που του στέρησε και τα τελευταία λαϊκά ερείσματά του. Φορολόγησε τα μπαλκόνια, τις εξωτερικές σκάλες που οδηγούσαν σε πρώτο όροφο, τις αυλές και όσες πόρτες σπιτιών άνοιγαν προς τα έξω, χαρακτηρίζοντάς τα κρατική περιουσία και λέγοντας  στους δημότες ότι τους ανήκε μόνον ό,τι δεν εξείχε από το σπίτι τους. Οι δημότες αναγκάστηκαν τότε για να τα διατηρήσουν, να τα αγοράσουν από το κράτος. Παράλληλα φορολόγησε με μεγάλο για την εποχή ποσό τόσο τις γεννήσεις όσο και τους θανάτους. Για κάθε θάνατο ή γέννηση στην οικογένειά τους, οι Αθηναίοι έπρεπε να καταβάλλουν (σε σημερινά μέτρα όγκου) ένα λίτρο κριθάρι, άλλο τόσο σιτάρι και έναν ασημένιο οβολό (1/6 της τότε δραχμής).
Επίσης προχώρησε με ανορθόδοξο τρόπο στην υποτίμηση του νομίσματος, όταν υποσχόμενος ότι θα κυκλοφορήσει νέα κέρματα πήρε όλα τα παλιά σε χαμηλότερη τιμή και μετά τα επανακυκλοφόρησε ως είχαν. Επιπρόσθετα έλαβε ένα ιδιότυπο μέτρο που εξυπηρέτησε τους ολιγαρχικούς, προτείνοντάς τους αντί να πληρώσουν ως όφειλαν ένα μεγάλο ποσό για χορηγία τριήρεως ή για άλλο μεγάλο έργο, να καταθέτουν ένα μικρότερο ποσό στο ταμείο του κράτους και να γράφεται το όνομά τους ως χορηγών, χωρίς να υλοποιείται το αντικείμενο της χορηγίας (τριήρης ή συσσίτια).

δ. Η ανατροπή του Ιππία

Το 513π.Χ. μνημονεύεται μια ανεπιτυχής αντιτυραννική πράξη από κάποιον νέο που λεγόταν Κήδωνας, αλλά ήταν μάλλον μεμονωμένο περιστατικό και όχι οργανωμένο κίνημα. Την ίδια χρονιά κινήθηκαν εναντίον του και οι Αλκμεωνίδες τους οποίους πρόσφατα είχε εξορίσει. Κατάφεραν να συμμαχήσουν με άλλους συγγενείς τους, τους Παιονίδες, και να συγκεντρώσουν μεγάλο αριθμό μισθοφόρων, με τους οποίους ενώθηκαν και πολίτες από το άστυ των Αθηνών. Οχυρώθηκαν στο Λειψύδριο και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να καταλύσουν την τυραννίδα. Μετά την ήττα τους το 512 π.Χ. ο Ιππίας άρχισε να τειχίζει τη Μουνιχία, με σκοπό να διαμένει στο εξής εκεί, επειδή φοβόταν για την εξουσία και τη ζωή του.
Οι Αλκμεωνίδες όμως κινούνταν εναντίον της τυραννίδας όχι μόνον στρατιωτικά, αλλά και διπλωματικά, έχοντας κερδίσει την εύνοια της Πυθίας, χάρη στα χρήματα που διέθεσαν για την ανακαίνιση του Μαντείου των Δελφών μετά την καταστροφή του το 548 π.Χ. από πυρκαγιά, την οποία οι Αλκμεωνίδες απέδιδαν σε εμπρησμό από ανθρώπους του Πεισίστρατου. Με τον τρόπο αυτό εξασφάλισαν χρησμούς δυσμενείς για τον Ιππία, που  έγινε σταδιακά επιπλέον αντιπαθής στη Σπάρτη, λόγω και των καλών σχέσεων που είχε με το Άργος, που τότε ήταν ισχυρό και εχθρικό προς τη Σπάρτη, ενώ υπήρχε φόβος και για την περίπτωση που ο Ιππίας θα μήδιζε, δηλαδή θα γινόταν υποχείριο των Περσών στην Ελλάδα, οπότε θα απειλούσε δυναμικά τη Σπάρτη. Έχοντας αυτά υπόψη του ο βασιλεύς της Σπάρτης Κλεομένης Α, επικαλέσθηκε τους επανειλημμένους δυσμενείς χρησμούς του Μαντείου των Δελφών και έπεισε την πόλη του να ανατρέψει την τυραννίδα των Αθηνών.
Η πρώτη εκστρατεία υπό τον Σπαρτιάτη Αγχίμολο το 511 π.Χ. απέτυχε. Ο σπαρτιατικός στρατός τότε είχε μετακινηθεί με πλοία, με σκοπό να κάνει απόβαση στο Φάληρο. Ο Ιππίας το πληροφορήθηκε εγκαίρως και πρόλαβε να καλέσει 1.000 Θεσσαλούς ιππείς με τη βοήθεια των οποίων οι αθηναϊκές δυνάμεις κατάφεραν να απωθήσουν και να νικήσουν τον Αγχίμολο.
Ο Κλεομένης αποφάσισε τότε να εκστρατεύσει ο ίδιος εναντίον της Αθήνας, αυτή τη φορά οδικά, το καλοκαίρι του 510 π.Χ., όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Αρπακτίδης Η νέα στρατιωτική επέμβαση ήταν επιτυχής και ο Ιππίας πολιορκήθηκε στην Ακρόπολη των Αθηνών. Ενώ η κατάσταση ήταν στάσιμη, έκανε το λάθος να προσπαθήσει να φυγαδεύσει από το φρούριο της ακρόπολης τους συγγενείς του. Ο Κλεομένης το έμαθε, τους συνέλαβε ως ομήρους, εκβίασε με τη ζωή τους τον Ιππία και αυτός αποχώρησε από την Ακρόπολη, με αντάλλαγμα να αφήσουν εκείνον και την οικογένειά του να φύγουν από την Αττική ζωντανοί. Τους δόθηκε περιθώριο 5 ημερών και όντως οι Πεισιστρατίδες έφυγαν για να καταφύγουν στον ετεροθαλή αδελφό του Ιππία, Ηγησίστρατο στο Σίγειο της Ιωνίας. Στη συνέχεια οι Αθηναίοι προχώρησαν σε δίκες και καταδίκες πεισιστρατικών, γιατί ναι μεν οι συγγενείς του Πεισίστρατου ήταν υπόσπονδοι και δεν μπορούσαν να τους πειράξουν, αλλά οι οπαδοί δεν είχαν καμία προστασία.
Ο Ιππίας παρά τη μεγάλη του ηλικία, είκοσι χρόνια μετά την πτώση του, συμμετείχε στην εκστρατεία των Περσών στην Ελλάδα ως σύμβουλος, μεταξύ άλλων και για να τους υποδείξει το κατάλληλο σημείο για απόβαση, ελπίζοντας στην ανάκτηση της εξουσίας του. Μετά την ήττα των Περσών στο Μαραθώνα το 490 έφυγε μαζί τους και πέθανε κατά το ταξίδι του γυρισμού στη Λήμνο σε ηλικία 85 ετών.

5.8.8. Ισαγόρας Τεισάνδρου επώνυμος άρχων 508


Μετά την αποχώρηση του Ιππία η δημοκρατία αποκαταστάθηκε εξαιρετικά γρήγορα και οι Αλκμεωνίδες ανέκαμψαν υπό τον Κλεισθένη Μεγακλέους που είχε διατελέσει επώνυμος άρχων το 525, ο οποίος διαπιστώνοντας ότι οι αριστοκρατικοί και οι ολιγαρχικοί συσπειρώνονταν γύρω από τον Ισαγόρα, επένδυσε πολιτικά στους δημοκρατικούς, των οποίων σύντομα ηγήθηκε. Ο Ισαγόραςγιος του Τεισάνδρου, ήταν ένας Αθηναίος αριστοκράτης νοσταλγός της τυραννίδας, ολιγαρχικός ισορροπιστής με αρκετή επιρροή, ο οποίος επί Πεισιστρατιδών δεν είχε έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί τους. Είχε παραμείνει στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της τυραννίας του Ιππία, αλλά όταν αυτός ανατράπηκε, διεκδίκησε την εξουσία ενάντια στον επίσης αριστοκράτη Κλεισθένη και το 508 π.Χ. επικράτησε με την υποστήριξη εταιρειών και εκλέχθηκε «Άρχων Επώνυμος». Ο Κλεισθένης αντιτάχθηκε με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των Αθηναίων. Οι Αλκμεωνίδες τότε έγιναν ξαφνικά «κόκκινο πανί» για τη Σπάρτη, ενώ ο Ισαγόρας στην Αθήνα παρότι νικητής, έβλεπε ότι δεν μπορούσε να επιβληθεί στις αποφάσεις του δήμου και στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, που κατέβαζε τις προτάσεις του προς ψήφιση ως απλός βουλευτής. Οι αποφάσεις του δήμου τώρα παραγκώνιζαν τους ολιγαρχικούς και περιόριζαν τις πιθανότητες για εγκαθίδρυση ολιγαρχικού πολιτεύματος στην Αθήνα. Ο Ισαγόρας τότε σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ζήτησε τη βοήθεια της Σπάρτης, με τον βασιλιά Κλεομένη Α’ της οποίας συνδεόταν με φιλικούς δεσμούς από παλιά, όταν τον είχε φιλοξενήσει.
Οι Σπαρτιάτες είχαν ήδη μετανιώσει που βοήθησαν τους Αθηναίους στην περίπτωση του Ιππία και συγκάλεσαν συνέδριο της Πελοποννησιακής συμμαχίας, στο οποίο οι βασιλείς της Σπάρτης, Κλεομένης και Δημάρατος, εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις, αφού ο πρώτος υποστήριξε τον Ισαγόρα, αλλά ο δεύτερος όχι, ενώ ορισμένες πόλεις, όπως η Κόρινθος, προέβαλαν αντιρρήσεις. Τελικά ο βασιλεύς Κλεομένης Α΄ αποφάσισε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Ισαγόρα ζητώντας από το δήμο των Αθηναίων να εξορίσει τους «μιαρούς Αλκμεωνίδες» (υπονοώντας το Κυλώνειο Άγος) που «επιπλέον είχαν δωροδοκήσει το Μαντείο των Δελφών και είχαν παρασύρει τη Σπάρτη στην αρχική επέμβασή της με ψεύτικους χρησμούς», ενώ τώρα «φέρονταν από πάνω και αχάριστα», εννοώντας ότι δεν χαρίζονταν στους ολιγαρχικούς. Οι Αθηναίοι υποχώρησαν και εξόρισαν τον Κλεισθένη και άλλα μέλη της οικογένειας των Αλκμεωνιδών, αλλά ο Ισαγόρας και πάλι δεν μπορούσε να ελέγξει την πολιτική κατάσταση, οπότε κάλεσε τον Κλεομένη να επέμβει στρατιωτικά. Αυτός εμφανίστηκε στην Αθήνα, αλλά με μικρή στρατιωτική δύναμη και όταν πήγε να διαλύσει τη Βουλή των 500 και να την επανιδρύσει με 300 βουλευτές, ορίζοντας μάλιστα αυτοί οι τριακόσιοι να είναι οπαδοί του Ισαγόρα, ο δήμος αντέδρασε σθεναρά και ο Ισαγόρας με τον Κλεομένη βρέθηκαν πολιορκημένοι στην Ακρόπολη για δύο ημέρες. Την τρίτη ημέρα συνθηκολόγησαν και επιτράπηκε  στον Ισαγόρα και τον Κλεομένη να διαφύγουν, αλλά καταδικάστηκαν 300 οπαδοί τους. Ο Σπαρτιάτης βασιλεύς αναγκάστηκε να φύγει ταπεινωμένος για τη Σπάρτη και οι Αλκμεωνίδες επανήλθαν, με τον Κλεισθένη δριμύτερο στα δημοκρατικά μέτρα, ουσιαστικά δηλαδή στις μεταρρυθμίσεις που θα διασπούσαν για πάντα τις τοπικιστικές δυνάμεις των ολιγαρχικών και θα έδιναν περισσότερη εξουσία στους εμπόρους και τους βιοτέχνες.
Τότε ο Κλεομένης εξέτασε το ενδεχόμενο να επανέλθει στρατιωτικά εγκαθιδρύοντας αυτή τη φορά τον Ιππία. Κάλεσε επί τούτου την συνέλευση της Πελοποννησιακής συμμαχίας στην οποία απευθύνθηκε προσωπικά και ο Ιππίας που ήρθε για το λόγο αυτό από το Σίγειο. Όμως αντέδρασε πολύ έντονα η Κόρινθος και το σχέδιο ναυάγησε. Όταν δηλαδή οι Κορίνθιοι έμαθαν ότι στόχος ήταν η επαναφορά της τυραννίδας, είπαν «αν στους Σπαρτιάτες αρέσουν οι τυραννίδες, να εγκαθιδρύσουν μία στην πατρίδα τους». Είχαν πάντως οι Κορίνθιοι και συμφέρον να ακμάζει η Αθήνα, ώστε να περιορίζει την Αίγινα που ήταν η βασική αντίπαλός τους στην επιδίωξη για κυριαρχία στους εμπορικούς δρόμους. Ο Ιππίας φώναξε τότε «θα έρθει η ώρα που οι Κορίνθιοι θα μετανιώσετε για την υποστήριξή σας προς την Αθήνα!» και έφυγε για το Σίγειο, από όπου σύντομα κατευθύνθηκε στην Περσία.
Με την εξουδετέρωση των αντιπάλων τους, οι Αλκμεωνίδες ήταν πια αρκετά εδραιωμένοι, αλλά νιώθοντας την απειλή της Σπάρτης, θεώρησαν ότι σημαντικό σημείο στήριξης μπορούσαν να έχουν από την Περσία και έστειλαν πρεσβεία στις Σάρδεις. Εκεί ο σατράπης της Λυδίας Αρταφέρνης τους προειδοποίησε ότι η συμμαχία επί ίσοις όροις αποκλειόταν και ότι η μόνη περίπτωση να έχουν την υποστήριξη του Πέρση βασιλιά, ήταν να δήλωναν υποτέλεια. Εκείνοι συσκέφθηκαν και έκριναν σύμφορο να προτείνουν «γη και ύδωρ» στον βασιλιά της Περσίας χωρίς όμως να έχουν τέτοια εξουσιοδότηση. Όταν επέστρεψαν, τους μέμφθηκαν για την πρωτοβουλία τους, που όμως δεν είχε μέλλον, διότι σύντομα ο Ιππίας έπεισε τους Πέρσες ότι εκείνος ήταν η κατάλληλη επιλογή και όταν οι Αθηναίοι επανήλθαν διπλωματικά για να πείσουν τον Αρταφέρνη να μη βασίζεται «σε εξόριστους των Αθηνών», εκείνος τους είπε ότι αν δεν αποδεχτούν τον Ιππία ως τύραννο δεν θα έχουν καμία υποστήριξη από την Περσία. Οι Αθηναίοι αρνήθηκαν και από τότε κάθε διάλογος με την Περσία έπαυσε.

5.8.9. Κλεισθένης Μεγακλέους, μεταρρυθμιστής 507


Ο Κλεισθένης (<Κλεϊσθένης <κλέος [= δόξα {>κλεΐζω = δοξαζω} + σθένος = διάσημος για τη δύναμή του), καταγόταν από το γένος των Αλκμεωνιδών, που δεν είχε επικρατήσει στη φάση των αντιπαραθέσεων μεταξύ των ευγενών, και είχε διατελέσει άρχων το 525. Με το τέλος της τυραννίας του Πεισίστρατου, ανέλαβε να μεταρρυθμίσει το πολίτευμα της Αθήνας και να το καταστήσει δημοκρατικότερο. Εκ των πραγμάτων, η τυραννίδα του Πεισίστρατου άνοιξε το δρόμο στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και την ανάδυση της δημοκρατίας, διότι συνέβαλε στην αποδυνάμωση των ευγενών και την άμβλυνση των σχέσεων εξάρτησης μεταξύ ευγενών και του υπόλοιπου πληθυσμού. Ο Κλεισθένης στράφηκε στο δήμο και κυρίως στους μη ευγενείς και πρότεινε ένα ριζοσπαστικό και πολύ ενδιαφέρον στη σύλληψη πρόγραμμα. Οι προτάσεις του κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του Ισαγόρα ή στην αρχή του επόμενού έτους, δηλαδή το 507, όταν άρχων ήταν ένας συγγενής του Κλεισθένη, ο Αλκμέων.
Το πρώτο πεδίο των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη ήταν η διάρθρωση του σώματος των πολιτών. Η επικράτεια της Αττικής διαιρέθηκε σε τρεις περιοχές: το άστυ, την παράλια (χώρα), και τη μεσόγαια (χώρα), καθεμία από τις οποίες χωριζόταν σε 10 τριττύες. Κάθε τριττύς περιείχε έναν αριθμό δήμων, τέτοιο ώστε ο πληθυσμός να ισοκατανέμεται στις τριττύες. Η νέα διάρθρωση του σώματος των πολιτών ολοκληρώθηκε με τη δημιουργία δέκα (10) νέων φυλών (Ερεχθηίς, Αιγηίς, Πανδιονίς, Λεοντίς, Ακαμαντίς, Οινηίς, Κεκροπίς, Ιπποθοωντίς, Αιαντίς, Αντιοχίς), καθεμία από τις οποίες απαρτιζόταν από τρεις τριττύες (κάθε τριττύς από διαφορετική περιοχή), αναμιγνύοντας το πληθυσμό, έτσι ώστε τελικά κάθε φυλή να περιλαμβάνει δεκατέσσερις (14) δήμους. Σε κάθε φυλή φρόντισε να ανήκουν πολίτες από διάφορες περιοχές της Αττικής και έτσι οι πλούσιοι ευγενείς έπαψαν να αποτελούν μόνοι τους μια ισχυρή τάξη και αναμίχθηκαν με τους υπόλοιπους πολίτες. Ταυτόχρονα, όμως, ο Κλεισθένης δεν κατάργησε τις τέσσερις προϋπάρχουσες σολώνειες τάξεις, οι οποίες συνέχισαν να υπάρχουν ως θρησκευτικές ενώσεις (πεντακοσιομέδιμνοι, ιππείς, ζευγίτες και θήτες).
Οι δήμοι προϋπήρχαν χωρίς, ωστόσο, να έχουν πολιτική σημασία. Με τις μεταρρυθμίσεις που εισηγήθηκε ο Κλεισθένης, ο δήμος γινόταν η μικρότερη αυτοτελής διοικητική μονάδα, με επικεφαλής τον δήμαρχο, ενώ άλλα όργανα ήταν οι 10 φύλαρχοι, οι 10 ταμίαι, οι 10 αποδέκται, οι 10 λογισταί και οι 10 ταξίαρχοι (ένας από κάθε φυλή). Ο δήμος διατηρούσε τα ληξιαρχικά μητρώα, η εγγραφή στα οποία ήταν προϋπόθεση της απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη και τελούσε παραδοσιακές λατρείες. Η εγγραφή στα μητρώα ενός δήμου ήταν κληρονομική και μπορούσε να αλλάξει μόνο με υιοθεσία από δημότη άλλου δήμου. Τα δημοτικά ονόματα καθιερώθηκαν ως συστατικό του ονόματος κάθε πολίτη.
Ο Κλεισθένης έδωσε όλη την εξουσία στην Εκκλησία του Δήμου (άνδρες Αθηναίοι και μέτοικοι πάνω από 20 ετών). Επιπρόσθετα, η βουλή των 400, όργανο που θέσπισε ο Σόλωνας η οποία προέκυπτε από τις τέσσερις σολώνειες τάξεις, αντικαταστήθηκε από νέα βουλή με 500 ενιαύσιους βουλευτές. Αυτοί εκλέγονταν κάθε χρόνο με κλήρο 50 από κάθε φυλή και με δικαίωμα κλήρωσης μέχρι δύο φορές. Έτσι, όλοι οι πολίτες είχαν πιθανότητα να γίνουν κάποτε βουλευτές. Έργο της βουλής ήταν να προετοιμάζει τα θέματα που θα συζητούσε η Εκκλησία του Δήμου. Οι αρμοδιότητές της εκτείνονταν σε δύο τομείς. Ο πρώτος σχετιζόταν με την «προβούλευσιν», τη διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης με τη σύνταξη του πρώτου κειμένου για αποφάσεις ή νόμους, ενός προσχεδίου, δηλαδή, νόμου ή ψηφίσματος, επί του οποίου θα διεξαγόταν η συζήτηση στην εκκλησία του δήμου. Ο δεύτερος αναφερόταν στην επίβλεψη της διοίκησης, με την εποπτεία των αρχόντων και του στόλου, των δημοσίων κτηρίων ή της διοργάνωσης των μεγάλων εορτών.
Η Βουλή δεν λειτουργούσε σε απαρτία όλων των μελών της αλλά μέσω της Βουλής των 50 Πρυτάνεων, που την αποτελούσαν  50 βουλευτές μιας φυλής, επιλεγόμενης με κλήρωση, από τους αποτελούντες τη Βουλή των 500, οι οποίοι είχαν ευθύνη άσκησης των καθηκόντων τους επί 36 ημέρες (1/10 του έτους), έτσι ώστε στο σύνολο του έτους να έχουν εκπληρώσει και οι 500 την 36ήμερη θητεία τους ανά ομάδες των 50. Το κάθε 50μελές τμήμα των βουλευτών μιας φυλής αναλάμβανε επομένως την πρυτανεία για ένα δέκατο του πολιτικού έτους και η φυλή αυτή στο διάστημα αυτό ονομαζόταν πρυτανεύουσα. Ένας από τους 50 Πρυτάνεις, επιλεγόμενος με κλήρωση κάθε απόγευμα έφερε τον τίτλο Ανώτατος Άρχων και είχε εξουσία για μία ημέρα.
Στον Κλεισθένη, επίσης, αποδίδεται η δημιουργία του θεσμού της στρατηγίας. Οι στρατηγοί ήταν δέκα (10) αιρετοί ενιαύσιοι αξιωματούχοι (ένας από κάθε φυλή) που εκλέγονταν και διορίζονταν με χειροτονία από την Εκκλησία του Δήμου και διοικούσαν όχι μόνο το στρατό αλλά και το ίδιο το κράτος. Παράλληλα διατηρήθηκαν οι υπόλοιποι σολώνειοι θεσμοί και συγκεκριμένα  οι 9 Άρχοντες που όπως προαναφέρθηκε ήταν ενιαύσιοι κληρωτοί διοριζόμενοι με χειροτονία απευθείας από την Εκκλησία του Δήμου (Επώνυμος Άρχων, Βασιλεύς [αρχιερέας], Πολέμαρχος [αρχιστράτηγος] και 6 Θεσμοθέτες [αρμόδιοι για δικαστικά θέματα]), ο Άρειος Πάγος (συγκροτημένος από τους πρώην άρχοντες ισοβίως) με αρμοδιότητα ελέγχου  των αρχόντων και το δικαστήριο της Ηλιαίας.
Ο Κλεισθένης εισηγήθηκε επίσης το θεσμό του οστρακισμού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως μέσο εξουδετέρωσης προσώπων που επηρέαζαν τα πράγματα σε βαθμό τέτοιο ώστε να κινδυνεύει το δημοκρατικό πολίτευμα. Κάθε πολίτης έγραφε πάνω σε ένα κομμάτι από σπασμένο αγγείο (όστρακο) το όνομα του πολιτικού που θεωρούσε πιο επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Μετρούσαν κατόπιν τα όστρακα και εξόριζαν για 10 χρόνια όποιον είχε συγκεντρώσει 6 χιλιάδες όστρακα με το όνομά του. Το σύστημα αυτό διεξαγόταν από το 487 έως το 417, κατά την έκτη πρυτανεία κάθε έτους. Ο θεσμός αυτός εφαρμόστηκε σε δύο ακόμη πόλεις, την Κυρήνη και τις Συρακούσες.
Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές ο Κλεισθένης "έδωσε την πολιτεία στον λαό", όπως έγραψε αργότερα ο Αριστοτέλης, η συγγένεια και η καταγωγή έπαψαν να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή και γεννήθηκε στην Αθήνα η δημοκρατία, το πολίτευμα που έδινε σε όλους του πολίτες το δικαίωμα, αλλά και το καθήκον, να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους. Ο τύπος της δημοκρατίας αυτής, που ήταν πράγματι άμεση και ολοκληρωτική για όσους είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά (εξαιρουμένων δηλαδή των γυναικών και των δούλων που αποτελούσαν τα ¾ του πληθυσμού της Αθήνας) ήταν μια από τις σημαντικές κατακτήσεις, που διαδόθηκε στα επόμενα χρόνια με διάφορες παραλλαγές σε όλο τον αρχαιοελληνικό κόσμο (πλην Μακεδονίας και Ηπείρου), αν ληφθεί υπόψη ότι και στη Σπάρτη το πολίτευμα ήταν ένα είδος δημοκρατίας με γερουσία αλλά χωρίς βουλή. Σύγκριση των πολιτευμάτων Αθήνας και Σπάρτης παρέχεται σε συνημμένο πίνακα. Μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη, το δημοκρατικό πολίτευμα παρέμεινε σχετικά σταθερό, καθώς διευρύνθηκε σημειολογικά η επιρροή του δήμου, ενώ η δύναμη των ευγενών διατηρήθηκε, καθώς εξακολουθούσαν να κυριαρχούν ως άτομα στην πολιτική ζωή της Αθήνας και τον 5ο αιώνα. Αφαιρέθηκε, όμως, από αυτούς η αποκλειστικότητα στην άσκηση της εξουσίας και έπαψε η αντιπολίτευσή τους εκτός των θεσμών, αφού οι πολιτικές αντιπαραθέσεις γίνονταν πλέον στην εκκλησία του δήμου με ρητορική παράθεση επιχειρημάτων.

5.9. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Κορινθία και την Εύβοια


            Η Κόρινθος και η Σικυώνα, και σε ανάλογο βαθμό η Χαλκίδα και η Ερέτρια, ήταν από τις περισσότερο αναπτυγμένες πόλεις της κυρίως Ελλάδας σε όλη την προκλασική περίοδο που εξετάζουμε, γεγονός που τεκμαίρεται και από το μεγάλο πλήθος των αποικιών που ίδρυσαν. Όπως προαναφέρθηκε στην Κόρινθο βασίλεψαν αρχικά οι απόγονοι του πρώτου Δωριέα οικιστή Αλήτη γιου του Ιππότη (1100), που μετά τον Βάκχι που βασίλεψε περί 950 ονομάζονταν Βακχιάδες. Η εγκαθίδρυση τυραννίδας τον 7ο αιώνα ήταν αφετηρία εξελίξεων που οδήγησαν στην πολιτική και οικονομική ακμή της πόλης τον 6ο αιώνα.  

5.9.1. Κύψελος Ηετίωνος 657-627


Ο Κύψελος, γιος του Ηετίωνα και της Λάβδας, γεννήθηκε περί το 695 π.Χ. και πέθανε πιθανόν το 627 π.Χ. Σύμφωνα με δύο χρησμούς της Πυθίας, ο Κύψελος θα ανέτρεπε το βασιλικό οίκο των Βακχιάδων και έτσι εκείνοι σχεδίασαν να θανατώσουν το μωρό, αν και η μητέρα του ήταν συγγενείς τους. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το νεογέννητο χαμογελούσε σε όσους το πλησίαζαν και έτσι κανείς δεν τολμούσε να το σκοτώσει. Η μητέρα του το έκλεισε σε ένα μπαούλο από ελεφαντόδοντο και όταν αργότερα οι επίδοξοι δολοφόνοι επέστρεψαν δεν το βρήκαν. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, ο Κύψελος πήρε τ' όνομά του από την αρχαία λέξη «κυψέλη» (που σημαίνει κιβώτιο, μπαούλο --- ορθότερη ετυμολογία <κυψέλη <κυβέλη <κύβος {<σκεπάω >σκεβάω >σκυβάω >κυβάω} = προστάτης).
Όταν μεγάλωσε ο Κύψελος εκπλήρωσε το χρησμό. Μεθόδευσε την άνοδό του στην εξουσία, αφού πρώτα προσεταιρίστηκε όλους όσοι ήταν δυσαρεστημένοι με την πολιτική του βασιλικού γένους των Βακχιάδων, από όποια κοινωνική τάξη και αν αυτοί προέρχονταν. Στη συνέχεια εξόντωσε τον αρχηγό τους Πατροκλίδη και τους εξόρισε, επιτρέποντάς τους όμως να ιδρύσουν αποικίες. Όταν ο Κύψελος πήρε την εξουσία το 657 π.Χ.. μοίρασε τα βασιλικά κτήματα, επέβαλε βαρύτερη φορολογία στους μεγαλογαιοκτήμονες και εκδίωξε τους αντιφρονούντες. Παράλληλα, προσπάθησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για πιο ευρεία συμμετοχή του λαού στα κοινά. Ενίσχυσε επίσης το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Έγινε γνωστός πανελληνίως από τα εντυπωσιακά αναθήματα που πρόσφερε στα ιερά της Ολυμπίας και των Δελφών. Λέγεται ότι αυτός καθιέρωσε τα Ίσθμια. Βασίλεψε για τριάντα χρόνια και τον διαδέχθηκε ο γιος του Περίανδρος, το 627 π.Χ.

5.9.2. Περίανδρος Κυψέλου 627-584


Ο Περίανδρος ο Κορίνθιος (668 – 584 π.Χ., <περί + ανδρεία = πολύ ανδρείος) διαδέχθηκε τον πατέρα του Κύψελο που είχε ανατρέψει την δωρική αριστοκρατία. Έγινε περιώνυμος για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν κακουργία, αλλά και για τη μεγαλοπραγμοσύνη και σοφία του. Υπήρξε στην αρχή πολύ ηπιότερος από τον πατέρα του, αλλά αργότερα παρασύρθηκε σε αδικοπραγίες και ωμότητες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι κάποτε ο Περίανδρος ζήτησε συμβουλή από τον τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο πώς να στερεώσει καλύτερα την αρχή του και έλαβε με συμβολική πράξη την απάντηση ότι θα πρέπει να εξοντώσει κάθε ισχυρό αντίπαλο που αντιδρά στο έργο του. Έκτοτε ο Περίανδρος δεν δίστασε ακόμη και να διαπράξει φόνους οικείων του. Έτσι φόνευσε με λακτίσματα τη γυναίκα του Λυσίδη, την οποία αποκαλούσε θωπευτικά «Μέλισσα». Μεταμεληθείς, κατατρυχόμενος από την ιδέα της εξιλέωσης, πρόσθεσε νέο αποτρόπαιο έγκλημα, όταν κάλεσε σε επίσημη εορτή στην αυλή του τις επιφανέστερες γυναίκες της Κορίνθου τις ξεγύμνωσε και έκαψε τα ενδύματα και τα κοσμήματά τους επί της πυράς της εστίας. Τον γιο του Λυκάφρονα από τη Λυσίδη, επειδή αντέδρασε στις πράξεις αυτές, τον εξόρισε στην Κέρκυρα που τότε υπαγόταν στην Κόρινθο. Όταν αργότερα τον ανακάλεσε, ο Λυκάφρονας αρνήθηκε την πατρική δημόσια θέση λέγοντας πως δεν μπορεί να συζεί με τον φονιά της μητέρας του. Τότε ο Περίανδρος δέχθηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του και να αποσυρθεί στην Κέρκυρα. Όταν όμως οι Κερκυραίοι πληροφορήθηκαν τις προθέσεις του, φοβούμενοι ενδεχόμενη περαιτέρω καταπίεση, δολοφόνησαν τον Λυκάφρονα. Ο Περίανδρος τότε για να τους τιμωρήσει συγκέντρωσε 300 έφηβους των καλυτέρων οικογενειών της Κέρκυρας και τους έστειλε στον βασιλιά της Λυδίας Αλυάττη για να τους ευνουχίσει κατά το ασιατικό έθιμο. Το πλοίο όμως προσάραξε στη Σάμο και οι νέοι ελευθερώθηκαν. Ο Περίανδρος αν και αγαπούσε τις στρατιωτικές επιδείξεις φαίνεται πως δεν ενεπλάκη σε εξωτερικούς πολέμους. Τον μοναδικό που οργάνωσε ήταν κατά του πεθερού του Προκλέα, τυράννου της Επιδαύρου, με αιτία το θάνατο της κόρης του.
Οι μαρτυρίες αυτές των συγχρόνων του για τον Περίανδρο φαντάζουν υπερβολικές, αν γίνει σύγκριση με άλλα γεγονότα από τα οποία διαπιστώνεται ότι επί εποχής του η Κόρινθος ανυψώθηκε σε δύναμη και ακμή και έφθασε να γίνει θαλασσοκράτειρα. Δημιούργησε το υδραγωγείο της πόλης εκμεταλλευόμενος το νερό της πηγής Πειρήνης και προσπάθησε να ανοίξει τον Ισθμό, αλλά, επειδή τα μέσα της εποχής δεν το επέτρεπαν, στις αρχές του 6ου αιώνα, κατασκεύασε τον Δίολκο. Ο Δίολκος ήταν ένας δρόμος που χρησίμευε για τη μεταφορά των πλοίων από τη μία πλευρά του Ισθμού στην άλλη. Με τον τρόπο αυτό αξιοποίησε τα λιμάνια του Κορινθιακού και Σαρωνικού κόλπου και αύξησε τη ναυτική δύναμη και το εμπόριο της Κορίνθου. Τα έσοδα από τους δασμούς των εμπορευμάτων στα κορινθιακά λιμάνια ήταν τόσο μεγάλα ώστε ο Περίανδρος δεν χρειάστηκε να επιβάλει κανέναν άλλον φόρο στους υπηκόους του. Όμως ο Περίανδρος υπήρξε και κοινωνικός αναμορφωτής, αφού με τη νομοθεσία του έλαβε μέτρα κατά της ασωτίας και της πολυτέλειας, για την εύρεση εργασίας από τους φτωχούς και για τη φορολογία των πλουσίων. Προστάτευσε τα γράμματα και τις τέχνες και κατέστησε την αυλή του κέντρο πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για τη σπάνια θυμοσοφία του κατατάχθηκε μεταξύ των επτά σοφών του αρχαίου κόσμου. Προϊόντα της διανοητικής γονιμότητας και ανθηρότητάς του αποτελούν αφενός ένα μακρύ ποίημά του με τίτλο «Υποθήκες στον ανθρώπινο βίο» από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν και αφετέρου τα αποφθέγματά του («μελέτα το παν», «καλόν ησυχία», «δημοκρατία κρείττον τυραννίδος») που δείχνουν ευγένεια αισθήματος, αλάθητη πείρα και πρακτική σοφία, στοιχεία που βεβαίως δεν συνάδουν με τις προαναφερόμενες κακόβουλες ιστορίες που διαδόθηκαν γι’ αυτόν.
            Ο Περίανδρος πέθανε από φυσικό θάνατο σε ηλικία 84 ετών, έχοντας παραμείνει στην εξουσία 40 χρόνια. Όλοι οι γιοι του είχαν πεθάνει πριν απ’ αυτόν και έτσι τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Ψαμμήτιχος, ο οποίος όμως πολύ γρήγορα ανατράπηκε και στην Κόρινθο εγκαθιδρύθηκε δημοκρατικό πολίτευμα.

5.9.3. Σικυών


Η πόλη άλλαξε πολλά ονόματα Αιγιάλεια, Αιγιαλός, Τελχινία, Τελχίς ή Μυκώνη, Σικυών και τέλος Δημητριάς, Όπως προαναφέρθηκε το όνομα Σικυών προήλθε από την αρχαία λέξη "σικυός" (= αγγούρι) και οφείλεται στη μεγάλη παραγωγή κολοκυνθοειδών της περιοχής. Η Σικυωνία, η χώρα που καταλάμβανε το κράτος της Σικυώνας, ανατολικά συνόρευε με την αρχαία Κόρινθο, νότια με τον Φλειούντα, δυτικά με το κράτος της αχαϊκής πόλης Πελλήνης και βόρεια βρεχόταν από τον Κορινθιακό Κόλπο. Κύριος ποταμός της Σικυωνίας ήταν ο Ασωπός, από τον  οποίο η χώρα αυτή ονομάζονταν επίσης Ασωπία ή και Παρασωπία. Κυριότερες πόλεις της χώρας εκτός της Σικυώνας ήταν η Τιτανή, η Δονούσα, η Επιείκεια, η Εφύρα, η Θυαμία και η Φαιβία. Κύριος λιμένας ήταν ο λιμένας της Σικυώνας που βρισκόταν στις εκβολές του Ασωπού.
Μετά την Κάθοδο των Δωριέων η περιοχή κατακτήθηκε  απ΄ αυτούς και δημιουργήθηκαν τέσσερις φυλές, τρεις από τους κατακτητές και μία η προϋπάρχουσα των Ιώνων. Στη τάξη των τελευταίων στηρίχθηκε ο Ορθαγόρας τον 7ο αιώνα π.Χ. και απελευθέρωσε την πόλη καταλύοντας τους Δωριείς και επιβάλλοντας τυραννίδα. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Μύρων που όταν δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Ισόδαμο ανέλαβε ο Κλεισθένης ο πρεσβύτερος (πρόγονος του συνώνυμου πολιτικού μεταρρυθμιστή της Αθήνας). Η περίοδος των Ορθαγοριδών διήρκεσε 130 χρόνια από το 640 μέχρι το 510 π.Χ. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οι Ορθαγορίδες "τοις αρχομένοις εχρώντο μετρίως και πολλά τοις νόμοις εδούλευον". Ειδικότερα κατά την βασιλεία του Κλεισθένη η Σικυώνα γνώρισε μεγάλη ακμή στο εμπόριο, τα γράμματα, και την οικονομία. Δημιουργικός και νεωτεριστής πολιτικός ο Κλεισθένης επέφερε σπουδαίες μεταρρυθμίσεις και αύξησε την πολιτική ισχύ της πατρίδας του. Αναλαμβάνοντας μάλιστα το 590 π.Χ. αρχιστράτηγος στον Πρώτο Ιερό Πόλεμο της Αμφικτυονίας των Δελφών εναντίον των Φωκιδαίων, συνέτριψε τη δύναμη της γειτονικής πόλης Κρίσας της Φωκίδας. Έτσι, προστατεύοντας την πόλη του, την κόσμησε με πολλά πλούσια ιωνικά κτίρια. Η Αυλή του υπήρξε από τα μεγαλύτερα τότε καλλιτεχνικά και πνευματικά κέντρα φιλοσόφων ποιητών και ρητόρων του ελλαδικού χώρου. Κυβέρνησε 31 χρόνια και οι νόμοι του διατηρήθηκαν επί 60 χρόνια. Μετά το θάνατό του η πόλη άρχιζε να παρακμάζει και ύστερα από τον τελευταίο τύραννο Αισχίνη, οι Σπαρτιάτες, που είχαν συμβάλει στην πτώση της τυραννίδας, περιέλαβαν το 510 π.Χ. την Σικυώνα στην ηγεμονία τους. Η πόλη εντάχθηκε στην Πελοποννησιακή συμμαχία και συμμετείχε στους Περσικούς πολέμους.

5.9.4. Τα γεγονότα στην Εύβοια 


Η πόλη της Χαλκίδας (<χαλεπός > χαλπός > χαλκός {π>κ}) απλωνόταν στη μικρή χερσόνησο της Κεντρικής Εύβοιας σε θέση στρατηγική από κάθε άποψη, που ενισχυόταν και από τη δυνατότητα ελέγχου του πορθμού του Ευρίπου, την οποία οι πρώτοι κάτοικοι, όπως ήταν φυσικό, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν, καθώς ήταν ένα στοιχείο που θα προσπόριζε στην πόλη δύναμη και πλούτο. Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της πόλης συναντώνται ήδη από την παλαιολιθική περίοδο, αλλά ο πρώτος σημαντικός οικισμός της, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πόλισμα, έγινε γύρω στο 3000 π.Χ. κατά την αρχή της Νεολιθικής Περιόδου. Η πρώτη αυτή πόλη της Χαλκίδας έζησε για μια χιλιετία και όπως προκύπτει από τις αρχαιολογικές ανασκαφές ήταν καλά οργανωμένη με μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα, οδικές αρτηρίες και οικίες που ήταν αψιδωτές ή τετράγωνες ισόγειες ή με όροφο, ενώ διέθεταν και ιερό, εστία, πηγάδια και βοτσαλωτά δάπεδα. Στην πορεία αναπτύχθηκαν γύρω της άλλοι οικισμοί που υποδηλώνουν τη γενικότερη ακμή της περιοχής. Για τους Χαλκιδείς των μυκηναϊκών χρόνων αναφέρεται στον ονομαστό "Νηών Κατάλογο" των ομηρικών επών, ότι είχαν προσφέρει 40 πλοία υπό τον Ελεφήνορα Χαλκόδοντος. Στα δωρικά χρόνια η πόλη συνοικίστηκε και βίωσε ονομαστή ακμή, καθώς οι κάτοικοί της προόδευσαν με το εμπόριο, την κεραμική και τη μεταλλοτεχνία. Η ονομασία «Χαλκίδα» προήλθε άλλωστε από την παρουσία κοιτασμάτων και κυρίως εργαστηριών επεξεργασίας χαλκού στην ευρύτερη περιοχή, που αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης που οδήγησε στην αύξηση του πληθυσμού και όπως ήδη αναφέρθηκε στον αποικισμό με την ίδρυση πολλών σημαντικών πόλεων στη Δύση, αλλά και στον ελλαδικό χώρο.
Η Ερέτρια (<ερέτης = κωπηλάτης >θηλυκό ερέτρια) ήταν παραλιακή κωμόπολη, νοτιο-ανατολικά της Χαλκίδας, απέναντι από τις βόρειες ακτές τις Αττικής, στον Νότιο Ευβοϊκό κόλπο. Τα πρώτα σημάδια ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή εμφανίστηκαν κατά την Νεολιθική Περίοδο (3500-3000 π.Χ.) και η πρώτη βεβαιωμένη οργανωμένη εγκατάσταση τοποθετείται το διάστημα 3000-2000 π.Χ.. Κατά την ύστερη εποχή του Χαλκού (1600-1100 π.Χ.) ο οικισμός συρρικνώθηκε και κατά την Δωρική περίοδο καταλήφθηκε εντελώς. Η πόλη της κλασικής εποχής ιδρύθηκε περίπου τον 9ο αιώνα π.Χ., πιθανότατα ως επίνειο του Λευκαδίου (σημερινό Λευκαντί στο γειτονικό Βασιλικό), 15 χιλιόμετρα δυτικότερα, που πυρπολήθηκε το 825 π.Χ., γεγονός που έδωσε την δυνατότητα στην Ερέτρια να αναπτυχθεί σε τοπική δύναμη.
Τον 8ο π.Χ. αιώνα  η Ερέτρια και η Χαλκίδα, υπήρξαν από τις πλέον ακμαίες πόλεις της Ελλάδας. Η Ερέτρια έλεγχε την Άνδρο, την Τήνο, την Κέα, στις Κυκλάδες. Επίσης κατείχε και τμήμα των απέναντι ακτών της Βοιωτίας. Οι Ερετριείς ίδρυσαν και αποικίες στην Νότια Ιταλία από κοινού με τους Χαλκιδείς: τις Πιθηκούσες και την Κύμη. Όμως στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. η Ερέτρια και η Χαλκίδα, που βρίσκονταν τότε στο απόγειο της ισχύος τους, συγκρούστηκαν μεταξύ τους, σε μία αναμέτρηση που είναι γνωστή ως Ληλάντιος Πόλεμος και διάρκεσε αρκετές δεκαετίες (710-650). Ο πόλεμος ήταν προϊόν του μακροχρόνιου ανταγωνισμού των δύο πόλεων-κρατών, που κατά την διάρκεια του 8ου αιώνα π.Χ. είχαν εξελιχθεί σε μεγάλες εμπορικές δυνάμεις και αφορμή του στάθηκε η διεκδίκηση του Ληλάντιου Πεδίου, της μεγαλύτερης πεδιάδας του νησιού που βρίσκεται ανάμεσα στις δύο πόλεις. Ο πόλεμος αυτός ήταν ένας από τους πρώτους γνωστούς μεγάλους πολέμους μεταξύ αρχαιοελληνικών πόλεων και πήρε πανελλήνιες διαστάσεις, καθώς οι αντιμαχόμενοι Χαλκιδαίοι και Ερετριείς συμμάχησαν και με άλλες ελληνικές πόλεις. Όπως αναφέρουν ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Πλούταρχος με τους Χαλκιδαίους συμμάχησαν οι Σάμιοι και οι Θεσσαλοί, ενώ με τους Ερετριείς οι Μιλήσιοι. Ο πόλεμος ήταν αμφίρροπος και δεν κρίθηκε σε μία μάχη, αλλά ακολούθησαν πολλές που προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στις δύο πόλεις. Νικητές φαίνεται πως ήταν οι Χαλκιδείς, ενώ οι ηττημένοι Ερετριείς έχασαν πολλές από τις κτήσεις τους, μολονότι και οι δύο πόλεις κλονίστηκαν σοβαρά και οδηγήθηκαν στην παρακμή. Την θέση τους ως εμπορικές δυνάμεις του αρχαίου κόσμου πήραν η Κόρινθος, τα Μέγαρα, οι πόλεις της Ιωνίας και η Αθήνα.

5.10. Οι Αμφικτυονίες


Οι αμφικτυονίες ήταν θρησκευτικές ενώσεις πόλεων-κρατών που βρίσκονταν γεωγραφικά γύρω από ένα ή περισσότερα ιερά. Δεν είχαν άμεσα πολιτικό χαρακτήρα, παρά την εμπλοκή της δελφικής αμφικτυονίας σε δύο πολέμους. Η λέξη αναφέρεται με δύο γραφές που εμφανίζονται και οι δύο στην αρχαιοελληνική παράδοση: αμφικτιονία (<αμφί [=από παντού]+ κτίω [=κατοικώ >κτίτης=κάτοικος], εξού και. τα μέλη της αμφικτιονίας ονομάζονταν περικτίονες) και αμφικτυονία (από τη μυθολογική παράδοση του Αμφικτύονα, γιου του Δευκαλίωνα, βασιλιά των Θερμοπυλών και της Αθήνας, 1497-1487 π.Χ.).

5.10.1. Δελφική Αμφικτυονία


            Ιδιαίτερα γνωστή είναι η Δελφική Αμφικτυονία (ή Αμφικτυονία των Πυλών και Δελφών), η οποία είχε δύο θρησκευτικά κέντρα: Το ένα ήταν το ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στις Πύλες και το άλλο ήταν το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ήταν σημαντική λόγω του ιερού, που ήδη από τον 8ο π.Χ. αιώνα είχε μεγάλη πολιτική και θρησκευτική σημασία. Σώθηκαν οι λογαριασμοί της οικονομικής διαχείρισης της ανοικοδόμησης του ναού που καταστράφηκε το 373 π.Χ. Αρχικά, η αμφικτιονία απλωνόταν γύρω από τις Πύλες και ήταν γνωστή ως αμφικτυονία των Πυλών. Αργότερα, εντάχθηκαν και οι Δελφοί στην αμφικτυονία, η οποία πλέον περιλάμβανε εντός των ορίων της το ιερό του Απόλλωνα και μετονομάστηκες σε Αμφικτυονία των Πυλών και των Δελφών, ίσως αμέσως μετά τον Α’ Ιερό Πόλεμο.
Το γεγονός ότι η αμφικτυονία των Δελφών και των Πυλών είχε μέλη δώδεκα έθνη και όχι πόλεις (Ανατολική και Δυτική Λοκρίδα, Φωκείς, Θεσσαλοί, Δωριείς, Ίωνες της Αττικής, Βοιωτοί, Μαλιείς, Αχαιοί, Μάγνητες, Αινιάνες και η πόλη των Δελφών) δείχνει ότι ήταν παλιά αμφικτυονία. Κάθε μέλος έστελνε δύο εκπροσώπους στο αμφικτυονικό συνέδριο, αποτελούμενο από 24 αντιπροσώπους, οι οποίοι ονομάζονταν ιερομνήμονες και διαχειρίζονταν τα οικονομικά της συμμαχίας. Μεταβολή στη σύσταση του συνεδρίου επήλθε το 346 π.Χ., όταν οι Φωκείς αποβλήθηκαν από την αμφικτυονία και οι δύο θέσεις δόθηκαν στον Φίλιππο της Μακεδονίας.

5.10.2. Πρώτος ιερός πόλεμος (595-585)


Ο πρώτος ιερός πόλεμος, όπως και οι επόμενοι δύο, αποσκοπούσε στον έλεγχο του μαντείου των Δελφών, από δύο αντιμαχόμενα μέρη, αφενός την συμμαχία των Θεσσαλών, των Σικυώνιων και των Αθηναίων και αφετέρου την Φωκική πόλη Κίρρα. Κατά τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. οι Θεσσαλοί είχαν εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του ελλαδικού χώρου. Έχοντας επικρατήσει στα γειτονικά κράτη των Μαλιέων, των Αινιάνων, των Περραιβών και των Δολόπων είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο του Δελφικού συμβουλίου και ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν την Δελφική Αμφικτυονία για δικούς τους σκοπούς. Κύριο εμπόδιο για τον έλεγχο του ίδιου του μαντείου αποτελούσαν οι Φωκείς που διατηρούσαν ακόμα την αυτονομία τους. Λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου οι μόνες φωκικές πόλεις που δεν είχαν ακόμα υποταχθεί στους Θεσσαλούς ήταν η Κρίσα (σημερινό Χρυσό) και το επίνειό της Κίρρα. Η Κίρρα ήταν το κοντινότερο λιμάνι στους Δελφούς και επομένως οι προσκυνητές που κατευθύνονταν στο μαντείο μέσω τη θάλασσας περνούσαν από εκεί. Φαίνεται πως την περίοδο αυτή οι Κιρραίοι αποσπούσαν χρήματα από τους προσκυνητές που διέρχονταν από την πόλη τους και το γεγονός αυτό αποτέλεσε αφορμή η Δελφική Αμφικτυονία να κηρύξει πόλεμο στους Κιρραίους. Με τους Θεσσαλούς συμμάχησαν οι Σικυώνιοι οι οποίοι στόχευαν να απαλλαγούν από τους Κιρραίους πειρατές που δρούσαν στα ανοιχτά της πόλης τους, ενώ στην συμμαχία αυτή προστέθηκαν και οι Αθηναίοι.
Αρχηγός των Θεσσαλών ήταν ο Ευρύλοχος από την δυναστεία των Αλευάδων της Λάρισας, των Σικυώνιων ο τύραννος Κλεισθένης της δυναστείας των Ορθαγοριδών και της Αθήνας ο Σόλων. Η Κίρρα πολιορκήθηκε και από την στεριά και από την θάλασσα και τελικά υπέκυψε όταν οι πολιορκητές δηλητηρίασαν τις πηγές που τροφοδοτούσαν με νερό την πόλη με δηλητήριο από το δηλητηριώδες φυτό ελλέβορο. Οργανωτής αυτού του σχεδίου φαίνεται πως ήταν ο Κλεισθένης της Σικυώνας αλλά κατά τον Παυσανία ήταν ο Αθηναίος Σόλων. Ο αποκλεισμός από την θάλασσα που επέβαλε ο στόλος των Σικυώνιων στους Κιρραίους τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την πόλη και να οχυρωθούν στο όρος Κίρφη πάνω από την Κίρρα, κοντά στην θέση της Φωκικής πόλης Εχεδάμειας. Μετά από αντίσταση μερικών χρόνων τελικά υπέκυψαν.
Συνέπεια του πολέμου ήταν να καταστραφεί η πόλη Κίρρα, πιθανόν και η Κρίσα, ενώ η πόλη των Δελφών έγινε ανεξάρτητη και παραχωρήθηκε σε αυτή το Κρισαίο πεδίο, το οποίο χαρακτηρίστηκε ιερό. Οι Θεσσαλοί κυριάρχησαν στην Φωκίδα και παρέμειναν κύριοι της περιοχής για είκοσι ακόμα χρόνια μέχρι να ηττηθούν από τους Βοιωτούς και να αποσυρθούν τελικά και από την Φωκίδα. Παράλληλα οι δεσμοί μεταξύ των φωκικών πόλεων ενισχύθηκαν περισσότερο τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν από κοινού τους Θεσσαλούς στην Μάχη της Υάμπολης το 510 π.Χ. όπου επικράτησαν και απαλλάχτηκαν από την απειλή τους.

5.11. Το Βασίλειο της Μακεδονίας


            Στην αρχή της Προκλασικής Περιόδου καταστάλαξαν οι μετακινήσεις που οδήγησαν στη δημιουργία του  Βασιλείου της Μακεδονίας, με πρώτη πρωτεύουσα τις Αιγές (σημερινή Βεργίνα) από Δωριείς που εγκαταστάθηκαν εκεί μετακομίζοντας από τη Δυτική Μακεδονία. Στην αρχαία Μακεδονία, δεν υπήρχε η μορφή της πόλης-κράτους που εμφανίστηκε κυρίως στην νότια Ελλάδα, αλλά μικρές πόλεις (πολίσματα). Η Μακεδονία χωριζόταν σε βασίλεια, όπου μια αριστοκρατική τάξη εκλεκτών διοικούσε μια επαρχία. Ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές της Μακεδονίας, σε πρώτη φάση, ήταν η Κάτω Μακεδονία και η Άνω Μακεδονία. Την Κάτω Μακεδονία (σημερινή Κεντρική Μακεδονία) αποτελούσαν περιοχές της πεδινής χώρας, ενώ την Άνω Μακεδονία (σημερινή Δυτική Μακεδονία) αποτελούσαν οι δυτικές ορεινές περιοχές στον άνω ρου του ποταμού Αλιάκμονα. Σε αυτήν την ορεινή Μακεδονία, τον 8ο αι., άρχισε τη δραστηριότητά της η δυναστεία των Μακεδόνων και σημειώθηκε σημαντική οικιστική ανάπτυξη στο γεωγραφικό χώρο της. Με την δημιουργία αργότερα του Μακεδονικού Βασιλείου υπό τον Αλέξανδρο Α’, οι πεδινές επαρχίες διοικούνταν από κοινό βασιλιά, ενώ οι περιοχές της Άνω Μακεδονίας έγιναν ημιαυτόνομες και διοικούνταν από την τοπική αριστοκρατία κάθε βασιλείου, με εξαίρεση την Εορδαία η οποία εντάχθηκε νωρίτερα επί Περδίκκα Α'. Αργότερα, με την άνοδο στο θρόνο του Φιλίππου Β’, τα αυτόνομα βασίλεια της Άνω Μακεδονίας αντέδρασαν στις επιδιώξεις του Φιλίππου Β' να τις υποτάξει και συμμάχησαν με τους Ηπειρώτες και τους Ιλλυριούς. Μετά την ήττα των βασιλείων, οι επαρχίες ορίστηκαν ως διοικητικές περιφέρειες. Με την επέκταση του Μακεδονικού Βασιλείου αργότερα, εντάχτηκαν σ’ αυτό διαδοχικά περιοχές της σημερινής Ανατολικής Μακεδονίας και η Χαλκιδική που ανήκαν στην Αθηναϊκή Συμμαχία. ‘Έπειτα κυριεύτηκαν η Παιονία, η Ήπειρος, η Ιλλυρία και η Θράκη.

5.11.1. Ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας


Η γεωγραφία του Μακεδονικού Βασιλείου περιλάμβανε τις εξής περιοχές:

α. Άνω Μακεδονία ή Μακεδονία άνω Αλιάκμονος

• Ελιμία (σημερινή περιοχή Κοζάνης), με πρωτεύουσα πόλη την Αιάνη, πατρίδα της δυναστείας των Ελιμιωτών. Κάτοικοί της οι Αιάνες ή Ελιμιώτες.
• Εορδαία (σημερινή περιοχή Πτολεμαΐδας), με πρωτεύουσα πόλη την Εορδαία, πατρίδα της δυναστείας των Πτολεμαίων. Κάτοικοί της οι Εορδοί.
• Ορεστίδα (σημερινή περιοχή Καστοριάς), με πρωτεύουσα πόλη το Άργος Ορεστικόν και δεύτερη πόλη το Κέλετρον (σημερινή Καστοριά). Θεωρείται η κοιτίδα της δυναστείας των Αργειτών που εγκαταστάθηκαν αργότερα και στην Αργολίδα. Κάτοικοί της ήταν οι Ορέσται.
• Λυγκηστίδα (σημερινή περιοχή Φλώρινας), με πρωτεύουσα πόλη την Ηράκλεια Λυγκηστίδα, πατρίδα της μακεδονικής δυναστείας των Λυγκηστών.
• Πελαγονία (σημερινή περιοχή Μοναστηρίου), η περιοχή με γεωγραφικά όρια την λίμνη Οχρίδα στα δυτικά. Συνδέεται ιστορικά και με την Λυγκηστίδα.
• Τυμφαία (σημερινή περιοχή Γρεβενών), η περιοχή κάτω από την Ορεστίδα και με γεωγραφικό όριο ανατολικά, τον ποταμό Αλιάκμονα. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Τυμφιείς. Αναφέρεται ιστορικά ως μέρος της επαρχίας της Ελιμίας αλλά και της Ηπείρου. Πρωτεύουσα πόλη ήταν το Αιγίνιον.
• Δευρίοπος, περιοχή που εντάσσεται ιστορικά και στην Παιονία. Στη Δευρίοπο βρίσκονταν οι πόλεις Βρυάνιον και Στύμβαρα (ή Στύβερρα).

β. Κάτω Μακεδονία ή παρά θάλασσαν Μακεδονία

• Ημαθία (σημερινή περιοχή Βέροιας, Έδεσσας), με τις Αιγές πρώτη πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου.
• Πιερία (σημερινή περιοχή Κατερίνης), με πρωτεύουσα πόλη το Δίον και με σημαντικές παράλιες πόλεις, αποικίες πόλεων της νότιας Ελλάδας.
• Βοττιαία (σημερινή περιοχή περί τα Γιαννιτσά), με πρωτεύουσα πόλη την Πέλλα, μετέπειτα πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου.
• Αλμωπία (σημερινή περιοχή Αριδαίας), η περιοχή βορειοδυτικά της Βοττιαίας. Οι κάτοικοι της περιοχής είναι οι Αλμωπείς.
• Μυγδονία (σημερινή περιοχή Θεσσαλονίκης), με σημαντικότερες πόλεις την Απολλωνία και τη Θέρμη (στην θέση της οποίας μεταγενέστερα χτίσθηκε η Θεσσαλονίκη από τον Κάσσανδρο Α').
• Κρηστωνία (σημερινή περιοχή Κιλκίς), με πρωτεύουσα πόλη την Κρηστώνα.
• Αμφαξίτιδα, πρωτοκατοικήθηκε από τους Παίονες αλλά κυριεύτηκε από την Βοττιαία.
• Χαλκιδική: Στην περιοχή της Μακεδονίας υπήρχαν επίσης αποικίες ελληνικών πόλεων της νότιας Ελλάδας, οι οποίες σχημάτισαν ομοσπονδιακά κράτη. Σημαντικότερο ήταν το αποικιακό κράτος της Χαλκιδικής που περιλάμβανε κυρίως αποικίες των Ευβοέων. Οι αποικίες αυτές είχαν σχηματίσει μία ομοσπονδιακή ένωση, το Κοινό των Χαλκιδέων με έδρα την Όλυνθο. Στην ένωση αυτή εντάχθηκαν και πόλεις εκτός Χαλκιδικής όπως οι Ευβοϊκές αποικίες της Πιερίας, Πύδνα και Μεθώνη. Κατακτήθηκε από τον Φίλιππο Β' και ενσωματώθηκε στο Μακεδονικό Βασίλειο. Περιοχές της αρχαίας Χαλκιδικής ήταν οι εξής:
• Ανθεμούς, στα δυτικά όρια των σημερινών νομών Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης. Πρωτεύουσα της Ανθεμούντας, ήταν η ομώνυμη πόλη Ανθεμούς. Θεωρείται ότι αποτελούσε μέρος της Μυγδονίας.
• Βοττική, καταλάμβανε τις μεσόγειες εκτάσεις του Τορωναίου Κόλπου. Κυριότερη πόλη της, η αρχαία Όλυνθος. Κάτοικοί της οι Βοττιαίοι που μετανάστευσαν από την Βοττιαία και έδωσαν το όνομά τους στην περιοχή που μετοίκησαν. Άλλη σημαντική πόλη ήταν η Σπάρτωλος, στην οποία έγινε η Μάχη της Σπάρτωλου μεταξύ των Αθηναίων και του Κοινού των Χαλκιδέων.
• Κρούσιδα ή Κρουσσαία, η μεσόγεια περιοχή από την Ποτίδαια στο Θερμαϊκό Κόλπο μέχρι την χερσόνησο της Επανωμής.
• Ασσήριδα, πιθανή ονομασία για την μεσόγεια περιοχή του Σιγγιτικού κόλπου. Ονομάστηκε από την πόλη των Χαλκιδέων Άσσηρα ή Άσσα.
Οι τρεις επιμέρους χερσόνησοι που την αποτελούσαν ονομάζονταν:
• Παλλήνη ή Κασσάνδρεια ή Φλέγρα, η σημερινή χερσόνησος της Κασσάνδρας.
• Σιθωνία ή Λογγός, η σημερινή ομώνυμη χερσόνησος.
• Άθως ή Ακτή, η σημερινή ομώνυμη χερσόνησος του Άθω όπου βρίσκεται το Άγιο Όρος.

γ. Ανατολική Μακεδονία ή η πέραν του Στρυμόνος Μακεδονία

Λογιζόταν περιοχή της Θράκης, μέχρι την κατάκτησή της από τον Φίλιππο Β'.
• Σιντική (σημερινή περιοχή Σιδηροκάστρου Σερρών), με πρωτεύουσα πόλη την Ηράκλεια.
• Οδομαντική (σημερινή περιοχή Σερρών), στην οποία κατοικούσαν οι Οδομάντες και οι Σιροπαίονες. Σημαντικότερη πόλη ήταν οι Σίρρες (σημερινές Σέρρες).
• Βισαλτία (σημερινή περιοχή Νιγρίτας Σερρών), με πρωτεύουσα πόλη την Άργιλο. Κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Βισάλτες. Το βασίλειο είχε επικρατήσει παλαιότερα σε ολόκληρη τη Χαλκιδική.
• Ηδωνίδα (σημερινός νομός Δράμας), στην οποία κατοικούσαν οι Ηδωνοί. Σημαντικότερες πόλεις ήταν η Αμφίπολη, αποικία των Αθηναίων και οι Φίλιπποι, που ιδρύθηκε από τον Φίλιππο Β'. Στην Ηδωνίδα ανήκε πιθανόν και το νησί της Θάσου.
• Πιερία Παγγαίου (σημερινή περιοχή Καβάλας), με σπουδαιότερες πόλεις την Απολλωνία και τη Γαληψό.

5.11.2. Μακεδόνες βασιλείς των προκλασικών χρόνων


Οι βασιλείς της πρώτης δυναστείας  ονομάστηκαν Αργεάδες από την πόλη καταγωγής τους που ήταν το Άργος Ορεστικό (στο σημερινό νομό Καστοριάς και πιθανόν όχι το Άργος της Πελοποννήσου όπως πιστευόταν παλιότερα).  

α. Κάρανος Ποιάνθη 808-778

Ο Κάρανος Ποιάνθη (<κάρα [=κεφάλι {δωρική λέξη}]+ άνω  = αρχηγός, επικεφαλής [> κοίρανος > τύραννος]), απόγονος του πρώτου Δωριέα βασιλιά του Άργους Τήμενου, που μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Θεόπομπο, ήταν γιος του Ποιάνθη ή Ποία, αλλά φέρεται και ως αδελφός του Αργείου βασιλιά Φείδωνα, γιου του Αριστοδαμίδα. Ήλθε στην περιοχή αναζητώντας μια καινούργια πατρίδα και έγινε ο γενάρχης του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας. Το όνομα Κάρανος είχε αργότερα και ένας από τους γιους του Φιλίππου Β’ καθώς και ένας από τους ιππάρχους του Αλεξάνδρου Γ.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Κάρανος πολέμησε με τους αδελφούς του για τη διαδοχή του στο θρόνο. Αφού απέτυχε, αποφάσισε να βρει μία άλλη χώρα για να βασιλεύσει και απευθύνθηκε στο Μαντείο των Δελφών. Εκεί η Πυθία του έδωσε τον εξής χρησμό: « Έστι κράτος βασίλειον αγαυοίς Τημενίδαισι γαίης πλουτοφόροιο. Δίδωσι γαρ αιγίοχος Ζευς. Αλλ' ίθ' επειγόμενος Βοττηίδα προς πολύμηλον. Ένθα δ' αν αργικέρωτας ίδης χιονώδεας αίγας ευνηθέντας ύπνω, κείνης χθονός εν δαπέδοισι θύε θεοίς μακάρεσι και άστυ κτίζε πόληος.» («Οι ευγενείς Τημενίδες βασιλεύουν σε εύφορη γη, δώρο του Δία που κρατά την αιγίδα. Σπεύσε όμως για τη γη των Βοττιαίων, χώρα πολλών κοπαδιών [πολύβοσκη], και όπου δείς αίγες λευκές σαν το χιόνι με κέρατα αστραφτερά, που κοιμούνται ύπνο βαθύ, στο επίπεδο μέρος αυτής της γης θυσίασε στους μακάριους θεούς και ίδρυσε την πόλη του κράτους σας.» Τότε ο Κάρανος με μεγάλη συνοδεία Ελλήνων που τον ακολούθησαν μετακινήθηκε σε αναζήτηση της κατάλληλης γης. Τελικά έφθασε σε μία εύφορη κοιλάδα, όπου βρήκε τις γίδες, όπως στην περιγραφή του χρησμού, οπότε σκέφθηκε ότι η προφητεία είχε εκπληρωθεί. Εκεί λοιπόν έχτισε μια πόλη που την ονόμασε «Αιγαί» (σε ανάμνηση του ρόλου των αιγών από την ελληνική λέξη «αίγα = γίδα»), δίπλα στη σημερινή κωμόπολη Βεργίνα. Με πολλή προσοχή διατήρησε από κει και πέρα τη συνήθεια να βάζει τις ίδιες θηλυκές αίγες μπροστά από το λάβαρό του, όταν παρήλαυνε ο στρατός του, ώστε να είναι «αρχηγοί» των επιχειρήσεών του, ακριβώς όπως είχαν γίνει και πρωτεργάτες της ίδρυσης του βασιλείου του. Έπειτα εκδίωξε τον Μίδα βασιλιά της Φρυγίας, που κρατούσε ένα κομμάτι της Μακεδονίας, και άλλους τοπικούς βασιλείς που τους αντικατέστησε. Ήταν ο πρώτος που ένωσε τις φυλές διαφόρων λαών και έκανε τη Μακεδονία ενιαίο κράτος. Το βασίλειό του μεγάλωσε, επειδή είχε βάλει γερά θεμέλια ανάπτυξης..

β. Οι διάδοχοι του Κάρανου 778-547

Μετά τον Κάρανος που βασίλευσε από το 808 ως το 778 π.Χ. το θρόνο πήρε ο γιος του Κοίνος Κάρανου, που τον διαδέχτηκε ο γιος του Τυρίμας Κοίνου και εκείνον ο γιος του Περδίκκας ΑΤυρίμα (700 - 678 π.Χ.) που εδραίωσε την εξουσία  του βασιλικού οίκου των Τημενιδών Αργεαδών στη Μακεδονία.
Ακολούθησαν με κληρονομική διαδοχή από πατέρα σε γιο ο Αργαίος Α' Περδίκκα (678 – 640) γιος του Περδίκκα Α' και της γυναίκας του Κλεοπάτρας, ο Φίλιππος Α' Αργαίου (640-602), ο Αέροπος Α' Φιλίππου (602 – 576) και ο Αλκέτας Α΄ Αέροπου (576-547).  

γ. Αμύντας Α' Αλκέτα 547-498

Η χώρα που διοικούσε ο επόμενος βασιλιάς Αμύντας γιος του Αλκέτα (<αμύνω, άμυνα = απωθώ, αποκρούω) περιλάμβανε τα παράλια του Θερμαϊκού μέχρι τις εκβολές του Αλιάκμονα καθώς και τις περιοχές του κόλπου, όπου έμεναν οι Βοττιαίοι οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις περιοχές τους. Υπό τις διαταγές του Αμύντα ήταν και ο Ανθεμούντας της Χαλκιδικής καθώς και ένα τμήμα της Μυγδονίας στα ανατολικά του Αξιού ποταμού. Στο βασίλειο αυτό δεν περιλαμβάνονταν τα παράλια ανάμεσα στις εκβολές του Αξιού και του Αλιάκμονα, καθώς και η Πέλλα που αργότερα έγινε πρωτεύουσα του Μακεδονικού κράτους. Ο Αμύντας Α’ στην διάρκεια της βασιλείας του λέγεται ότι ανάπτυξε καλές σχέσεις με τους Πεισιστρατίδες της Αθήνας οι οποίες διατηρήθηκαν και από τον γιο του Αλέξανδρο Α.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αναγκάστηκε να γίνει υποτελής στον Πέρση βασιλιά Δαρείο Α'. Πέρσες απεσταλμένοι σφαγιάστηκαν στο παλάτι του από τον νεαρό τότε γιο του Αλέξανδρο Α. Η πράξη αυτή πιθανότατα ανάγκασε τον Αμύντα να δώσει την κόρη του Γυγαία στον Πέρση Βούβαρη ως γυναίκα του. Όταν ο Ιππίας, ένας από τους Πεισιστρατίδες των Αθηνών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, ο Αμύντας τού παραχώρησε για την διαμονή του την περιοχή του Ανθεμούντα. Ο Αμύντας πέθανε το 498 π.Χ., αφήνοντας ως διάδοχό του στο θρόνο της Μακεδονίας τον γιο του Αλέξανδρο, για τον οποίο γίνεται λόγος στο επόμενο κεφάλαιο.

5.12. Πολιτικά πρόσωπα σε άλλες ελληνικές πόλεις


            Ως κατακλείδα της εξιστόρησης της πολιτικής τοιχογραφίας της Προκλασικής Περιόδου γίνεται στις επόμενες παραγράφους αναφορά στις αξιολογότερες προσωπικότητες που έδρασαν σε άλλες ελληνικές πόλεις.

5.12.1. Πιττακός ο Μυτιληναίος 650-570


Ο Πιττακός ο Μυτιληναίος (<πίσσα <πίτυς [λαμβανόταν από τα πεύκα] > πίτ-σα > πίσσα [τσ>σσ], πίττα [σσ>ττ]) ήταν πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της Μυτιλήνης, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας και μνημονεύεται μαζί με τον Θαλή, τον Βία και το Σόλωνα σε όλους τους σχετικούς καταλόγους. Πατρίδα του ήταν η Μυτιλήνη, ο δε Σουίδας θέτει τη γέννησή του κατά την τριακοστή τρίτη Ολυμπιάδα, δηλαδή περί το 652 π.Χ.. Φημιζόταν για την πολιτική και κοινωνική σοφία του, τη σύνεση και την χρηστότητά του, αλλά και την πολεμική ανδρεία του. Στον πολιτικό στίβο της πατρίδας του εισήλθε ενεργά το 612 π.Χ., όταν από κοινού με τους αδελφούς του ποιητή Αλκαίου, που ήταν ηγέτες  της αριστοκρατικής μερίδας, φόνευσε τον τύραννο Μέλαγχρο. Έξι χρόνια μετά οδήγησε  τους συμπολίτες του στον πόλεμο κατά των Αθηναίων, με αντικείμενο την κατοχή του Σιγείου. Ο Πιττακός διακρίθηκε στη μάχη, σκότωσε μάλιστα σε μονομαχία τον στρατηγό των Αθηναίων Φρύνωνα, νικητή των Ολυμπίων και διάσημο για το θάρρος και την ανδρεία του. Οι Μυτιληναίοι τον τίμησαν για τα κατορθώματά του, όμως εκείνος από τα εδάφη που του προσφέρθηκαν δέχτηκε μόνο την έκταση που σηματοδοτήθηκε από μια ρίψη του ακοντίου του. Κατόπιν, διέθεσε τη γη για ιερή χρήση η οποία έκτοτε αποκαλείται Πιττακού Γή. Ο πόλεμος με τους Αθηναίους έληξε με παρέμβαση του Περιάνδρου, ο οποίος παραχώρησε τη διαφιλονικούμενη έκταση στους Αθηναίους.
Οι εσωτερικές ταραχές στην Μυτιλήνη συνεχίστηκαν, υποδαυλισμένες από τη μερίδα των αριστοκρατών, με προεξάρχοντες τον Αλκαίο και τον αδελφό του, Αντιμενίδη. Όταν αυτοί εξορίστηκαν, η πόλη γνώρισε περίοδο σχετικής ηρεμίας, ώσπου οι φυγάδες επιχείρησαν να πετύχουν την επάνοδό τους με τη βία των όπλων. Ο δήμος, προκειμένου να αποκρούσει την απειλή, εξέλεξε τον Πιττακό «αισυμνήτη» (κοσμήτορα των αγώνων με κυβερνητικές αρμοδιότητες) και του παραχώρησε απόλυτη εξουσία. Ο Πιττακός παρέμεινε στο θώκο επί μία δεκαετία (589-579) με την παρέλευση της οποίας παραιτήθηκε από την αρχή εκουσίως. Στη διάρκεια της ηγεμονίας του δεν επιχείρησε να ανατρέψει το πολίτευμα, αλλά επιδόθηκε στη βελτίωση και την αναθεώρηση των νόμων. Οι ολιγαρχικοί τον σκιαγραφούσαν ως τύραννο, και ο Αλκαίος σε σχόλιό του τον χαρακτήρισε κακοπάτριδα και εξέφρασε την περιφρόνησή του για τον τρόπο με τον οποίο ο λαός τον εξέλεξε αισυμνήτη. Ο Πιττακός πέθανε περί το 570, σε ηλικία εβδομήντα ετών κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ογδόντα ετών κατά τον Σουίδα και εκατό ετών κατά τον Λουκιανό. Του αποδίδονται πολλά, χαμένα όμως, ελεγειακά ποιήματα, καθώς και πολλά γνωμικά, όπως «χαλεπόν εσθλόν έμμεναι» και το «γίγνωσκε καιρόν».

5.12.2. Πολυκράτης ο Σάμιος 6ος αι. - 522


Ο Πολυκράτης (<πολύ + κράτος [= δύναμη] = πολύ δυνατός) ήταν τύραννος της Σάμου κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Δεν είναι γνωστό ποια χρονολογία ακριβώς πήρε την εξουσία. Εκμεταλλεύτηκε μια γιορτή της Ήρας, όταν όλοι βρίσκονταν έξω από την πόλη, και ανέτρεψε το καθεστώς μαζί με τους αδερφούς του, που από τον Ηρόδοτο αναφέρονται με τα ονόματα Παντάγνωτος και Συλοσών. Μοίρασαν το νησί σε τρία μέρη και ο καθένας διοικούσε από ένα, όμως ο Πολυκράτης σκότωσε τον Παντάγνωτο και εξόρισε τον Συλοσώντα και κυβέρνησε μόνος του. Ακολουθώντας τη συνηθισμένη τακτική των τυράννων ο Πολυκράτης προσπάθησε πρώτα απ' όλα να εδραιώσει την εξουσία του. Σκότωσε ή εξόρισε όσο μπορούσε περισσότερους γεωμόρους, δηλαδή μεγαλογαιοκτήμονες, οι οποίοι επιθυμούσαν να εγκαταστήσουν στη Σάμο ολιγαρχικό πολίτευμα. Ο Πολυκράτης έφτιαξε ένα στόλο από εκατό πλοία και χίλιους τοξότες και λεηλατούσε τα νησιά του Αιγαίου, όπως για παράδειγμα τη Ρήνεια της Δήλου, την οποία αφιέρωσε στο Δήλιο Απόλλωνα. Κατάφερε επίσης να νικήσει το συνασπισμένο στόλο της Μιλήτου και της Λέσβου.
Ήταν σύμμαχος με τον τύραννο της Νάξου, Λυγδάμη, και με τον φαραώ της Αιγύπτου Άμασι Β. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Άμασις βλέποντας ότι ο Πολυκράτης ήταν πολύ τυχερός τον συμβούλεψε να ξεφορτωθεί κάτι πολύτιμο που είχε επάνω του για να μην θυμώσει τους θεούς. Έτσι ο Πολυκράτης πήρε ένα δαχτυλίδι και το πέταξε στη θάλασσα. Μετά από μερικές μέρες ένας ψαράς έφερε στον Πολυκράτη δώρο ένα μεγάλο ψάρι που είχε πιάσει. Ετοιμάζοντας το ψάρι οι υπηρέτες βρήκαν μέσα το δαχτυλίδι του Πολυκράτη. Τότε ο Πολυκράτης χαρούμενος έστειλε γράμμα στον Άμασι εξηγώντας του τι είχε συμβεί. Ο Άμασις διέλυσε τη συμμαχία του με τον Πολυκράτη, πιστεύοντας ότι ένας τόσο τυχερός άνθρωπος αναμφισβήτητα θα είχε πολύ άσχημο τέλος. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι η συμμαχία διαλύθηκε, επειδή ο Πολυκράτης, θέλοντας να απαλλαγεί από τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους έστειλε ως βοήθεια στον βασιλιά των Περσών Καμβύση Β στην εκστρατεία του κατά της Αιγύπτου, ζητώντας του να βρει τρόπο να τους ξεφορτωθεί. Οι Σάμιοι όμως το κατάλαβαν και επέστρεψαν από την Αίγυπτο για να επιτεθούν στον τύραννο. Κατάφεραν να τον νικήσουν στη θάλασσα, αποκρούστηκαν όμως στη στεριά. Επέστρεψαν μαζί με βοήθεια από τους Σπαρτιάτες και τους Κορίνθιους, αλλά μετά από πολιορκία σαράντα ημερών, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια.
Ο Πολυκράτης δολοφονήθηκε το 522 π.Χ. πέφτοντας στην παγίδα του σατράπη των Σάρδεων, Οροίτη, που μισούσε τον Πολυκράτη είτε γιατί είχε αποτύχει να κατακτήσει τη Σάμο είτε γιατί ο Πολυκράτης είχε περιφρονήσει έναν Πέρση πρέσβη. Γνωρίζοντας την απληστία του Πολυκράτη, του διαμήνυσε ότι η περιουσία του κινδύνευε από τον βασιλιά της Περσίας και τον κάλεσε για να τον βοηθήσει, υποτίθεται, στη φυγάδευση του θησαυρού του, υποσχόμενος τη μισή σατραπεία του. Ο Πολυκράτης, παρά τις συμβουλές των φίλων του καθώς και την προφητεία της κόρης του (ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι το κορίτσι είχε δει ένα άσχημο όνειρο που σήμαινε ότι ο πατέρας του θα πέθαινε), πήγε στις Σάρδεις. Εκεί ο Οροίτης τον συνέλαβε και έβαλε να τον γδάρουν ζωντανό και έπειτα να τον σταυρώσουν.
Για μικρό διάστημα βρέθηκε στην εξουσία της Σάμου ο γραμματέας του Πολυκράτη Μαιάνδριος του Μαιανδρίου. Αυτός φαίνεται να προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ολιγαρχία καταλύοντας την τυραννία, αλλά δεν είχε λαϊκό ή αριστοκρατικό έρεισμα στη Σάμο και όταν οι Πέρσες πολύ σύντομα εμφανίστηκαν για να κάνουν τύραννο τον εγκάθετό τους Συλοσώντα –εξόριστο μέχρι τότε από τον ίδιο του τον αδελφό, τον Πολυκράτη -- ο Μαιάνδριος πήρε την υπολογίσιμη περιουσία του και έφυγε στη Σπάρτη. Στο μεταξύ έγιναν στη Σάμο αιματηρά επεισόδια εναντίον των Περσών, αλλά και ευγενών του νησιού, στα οποία φέρεται να πρωταγωνιστούσαν συγγενείς του Μαιάνδριου. Ο Κλεομένης επέτρεψε στον Μαιάνδριο να μείνει για ένα διάστημα στη Σπάρτη, τελικά όμως έπεισε τους Εφόρους ότι ήταν προς το συμφέρον της Σπάρτης να απελάσουν τον Μαιάνδριο αμέσως ως ανεπιθύμητο πρόσωπο.
Κατά τη διάρκεια της τυραννίας του, ο Πολυκράτης έκανε πολλά σπουδαία έργα στη Σάμο. Έφερε από τα Μέγαρα τον υδραυλικό Ευπαλίνο, ο οποίος κατασκεύασε το «Ευπαλίνειο όρυγμα» που ύδρευε με ασφάλεια την πόλη σε περίπτωση πολιορκίας. Περιτείχισε την ακρόπολη Αστυπάλαια, όπου έχτισε το πλούσιο ανάκτορο του. Επί των ημερών του ακόμη, ανεγέρθηκε το Ηραίον, ο μεγαλύτερος ελληνικός ναός που είχε δει ο Ηρόδοτος. Στα ανάκτορά του έμειναν οι λυρικοί ποιητές Ανακρέων και Ίβυκος.

5.12.3. Κλεόβουλος ο Ρόδιος 630 – 560


Ο Κλεόβουλος o Ρόδιος (κλέος=δόξα + βουλή [= θέληση] = ένδοξος για τις αποφάσεις του) ήταν τύραννος της Λίνδου στη Ρόδο και ένας από τους «επτά σοφούς» της αρχαιότητας. Ονομάζεται και Κλεόβουλος ο Λίνδιος, διότι η αρχαία Ρόδος ήταν χωρισμένη στις τέσσερις αρχαίες πόλεις-κράτη (Ρόδος, Λίνδος, Κάμειρος και Ιαλυσός), των οποίων μέρη διασώζονται μέχρι σήμερα. Ο πατέρας του Κλεοβούλου ονομαζόταν Ευαγόρας. Ο Κλεόβουλος ταξίδεψε και σπούδασε στην Αίγυπτο. Λέγεται ότι αναστήλωσε εκεί το ναό της Αθηνάς που κατά το θρύλο είχε χτίσει ο Δαναός. Ο Κλεόβουλος συνέθετε τραγούδια και έμμετρα επιγράμματα και ρητά, που κατά τον Διογένη Λαέρτιο αριθμούσαν συνολικά 3.000 στίχους. Σε αυτόν αποδίδονται τα γνωμικά «μέτρον άριστον» και «ηδονής κράτει». Στον Κλεόβουλο αποδίδεται επίσης και ένα επίγραμμα (αίνιγμα) που υπάρχει στο βιβλίο ΧΙV της Παλατινής Ανθολογίας.
Ο Κλεόβουλος πέθανε στη σχετικά μεγάλη για την εποχή ηλικία των 70 ετών. Είχε μία κόρη, την Κλεοβουλίνη, που συνέθετε αινίγματα σε εξάμετρο στίχο, φημιζόμενα ως ισάξια εκείνων του πατέρα της. Ο τάφος του Κλεόβουλου υπάρχει στη Λίνδο.

5.12.4. Βίας ο Πριηνεύς 6ος αι.


Βίας ο Πριηνεύς (<βία [= δύναμη] = δυνατός) ήταν ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας αλλά και ποιητής, από την Πριήνη της Ιωνίας (6ος αι. π.Χ.), γιος του Τευτάμου. Έγινε γνωστός για την δικαιοσύνη του και τη ρητορική του δεινότητα. Σήμερα σώζονται ηθικά αποφθέγματα του, καθώς και απόσπασμα λυρικού ποιήματός του. Ο Σάτυρος τον κατατάσσει ανάμεσα στους 7 σοφούς. Σύμφωνα με τον Σάτυρο, κάποτε Αθηναίοι ψαράδες ψάρεψαν έναν χάλκινο τρίποδα που είχε την επιγραφή «τω σοφώ», έστειλαν τον τρίποδα στον Βία θεωρώντας ότι του ανήκει επειδή τον θεωρούσαν ως τον σοφότερο άνδρα. Λέγεται ότι κάποτε απελευθέρωσε κάποιες γυναίκες που είχαν γίνει δούλες, καταβάλλοντας τα λύτρα και αφού τις δίδαξε και τις προίκισε τις έστειλε πίσω στους δικούς τους, στη Μεσσηνία.
Έγραψε το ποίημα «Περί Ιωνίας, τίνα μάλιστ' αν τρόπον ευδαιμονοίη» με 2000 στίχους, και πολλά γνωμικά. Σε προτομή του στο Βατικανό στην αίθουσα των φιλοσόφων αναφέρεται η σημαντικότατη ρήση του Βία «πλείστοι {άνθρωποι} κακοί», η οποία φαίνεται χαρακτηρίζει το έργο του.

5.12.5. Θαλής ο Μιλήσιος 635 – 545


Ο Θαλής ο Μιλήσιος, (<θάλος [=βλαστάρι <θάλλω = ακμάζω, ανθίζω, ευτυχώ]) γιος του Εξαμύου και της Κλεοβουλίνης που κατάγονταν και οι δύο από οικογένειες Φοινίκων αριστοκρατών, ήταν ο πρώτος των επτά σοφών της αρχαιότητας, μαθηματικός, φυσικός, αστρονόμος, μηχανικός, μετεωρολόγος και προσωκρατικός φιλόσοφος, ιδρυτής της Μιλησιακής σχολής της φυσικής φιλοσοφίας. Σχετικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Θαλή, ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι οι συμπολίτες του αμφισβητούσαν την χρησιμότητα της φιλοσοφίας αφού αυτή δεν βοηθάει τους ανθρώπους να πλουτίσουν. Τότε ο Θαλής, έχοντας προβλέψει από τις κινήσεις των άστρων ότι αναμένεται χρονιά πολύ καλής σοδειάς, νοίκιασε όλα τα ελαιοτριβεία της Μιλήτου. Την επόμενη χρονιά που η κίνηση υπήρξε αυξημένη έγινε πλούσιος και έτσι απέδειξε στους συμπολίτες του πως με τη σοφία μπορεί κανείς να πλουτίσει, παρόλο που δεν είναι αυτός ο σκοπός της. Ο Θαλής είχε ανάμειξη στην πολιτική, καθώς βρέθηκε στο προσκήνιο σημαντικών γεγονότων που εκτυλίσσονταν στην Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια της ζωής του, όπως η μάχη του Άλυ ποταμού μεταξύ των Λυδών και των Μήδων το 585 π.Χ., έτος για το οποίο είχε προβλέψει την παρατηρηθείσα έκλειψη Ηλίου. Σε έναν μεταγενέστερο πόλεμο των Λυδών εναντίον των Μήδων οι Λυδοί αδυνατούσαν να περάσουν τον ποταμό Άλυ. ο Θαλής, που εκείνο τον καιρό βρισκόταν στο στρατόπεδο των Λυδών, χώρισε το ρεύμα του ποταμού στα δύο κάνοντάς το διαβατό. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει πως ο Θαλής απέτρεψε τους Μιλήσιους να συμμαχήσουν με τον Κροίσο κατά τη διάρκεια του πολέμου του με τον Κύρο, γεγονός που έσωσε την πόλη αφού τελικά νίκησε ο Κύρος.
Ο Θαλής αναφέρεται στις ιστορικές πηγές ως καινοτόμος και πρωτοπόρος για την εποχή του. Υπήρξε ο πρώτος που προσπάθησε να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα με βάση φυσικές διαδικασίες. Του αποδίδονται δύο κοσμολογικές απόψεις, ότι η Γη έχει τη μορφή ενός κυκλικού δίσκου που στηρίζεται στο νερό και ότι το νερό είναι η αρχή των πάντων. Η άποψη αυτή φέρει ίχνη των ομηρικών και των ησιόδειων κοσμολογικών αντιλήψεων και ιδιαίτερα της εικόνας του Ωκεανού ποταμού που περιβάλλει την Γη και είναι πηγή όλων των υδάτων. Όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης στο Περί Ψυχής Α5 και Α3 ο Θαλής πίστευε πως ο κόσμος είναι γεμάτος θεούς (πάντα πλήρη θεών είναι) και ότι η ψυχή είναι κάτι το κινητικό (κινητικόν τι). Οι απόψεις αυτές ήταν μια πρόδρομη διατύπωση της θεωρίας του υλοζωισμού, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι ζωντανός και έμψυχος, γεγονός που πιστοποιείται από την κινητικότητά του. Ο υλοζωισμός στην νεότερη έννοιά του θεωρεί ως δομικό λίθο του κόσμου το φυσικό στοιχείο εννοώντας το ως έμβιο, ως οντότητα στην οποία η ύλη και η ενέργεια είναι αδιάσπαστα ενωμένες.
Ο Θαλής ανακάλυψε τις τροπές (ηλιοστάσια), το ετερόφωτο της Σελήνης, καθώς και τον ηλεκτρισμό και το μαγνητισμό, από τις ελκτικές ιδιότητες του ορυκτού μαγνητίτη και του ήλεκτρου (κεχριμπάρι). Ο Θαλής αναφέρεται ως σπουδαίος γεωμέτρης. Κέρδισε μάλιστα το θαυμασμό των Αιγυπτίων μετρώντας το ύψος των πυραμίδων, βασιζόμενος στο μήκος της σκιάς τους και της σκιάς μιας ράβδου που έμπηξε στο έδαφος. Γνωστό είναι το Θεώρημα του Θαλή που αναφέρει ότι, όταν παράλληλες ευθείες τέμνονται από δύο άλλες μη παράλληλες ευθείες, τότε τα τρίγωνα που σχηματίζονται είναι ανάλογα. Στον Θαλή αποδίδονται από τους αρχαίους συγγραφείς πέντε ακόμα αποδείξεις γεωμετρικών προτάσεων που είναι οι ακόλουθες:
1.Η διάμετρος κύκλου διχοτομεί τον κύκλο.
2.Οι κατά κορυφή γωνίες είναι ίσες.
3.Οι παρά την βάση ισοσκελούς τριγώνου γωνίες είναι ίσες.
4.Αν δυο τρίγωνα έχουν μια πλευρά ίση και τις προσκείμενες σε αυτή γωνίες ίσες, είναι και μεταξύ τους ίσα.
5.Η εγγεγραμμένη σε ημιπεριφέρεια γωνία είναι ορθή.
Ορισμένα από τα γνωμικά που αποδίδονται στον Θαλή είναι: «Γνώθι σ' αυτόν», «Μέτρω χρω», «πρεσβύτατον των όντων θεός αγέννητον γαρ», «κάλλιστον κόσμος ποίημα γαρ θεού», «μέγιστον τόπος άπαντα γαρ χωρεί», «τάχιστον νους δια παντός γαρ τρέχει», «σοφώτατον χρόνος ανευρίσκει γαρ πάντα».

5.12.6. Χίλων ο Λακεδαιμόνιος 600 – 520


Ο Χίλων (ή Χείλων) o Λακεδαιμόνιος (<χείλος [<χείω+λόγος] = ο εκφέρων λόγους), γιος του Δαμαγέτου, ήταν πολιτικός, νομοθέτης, φιλόσοφος και ελεγειακός ποιητής, βραχύλογος, ενάρετος και ηθικός με μεγάλη οξυδέρκεια και βαθιά στοχαστική φιλοσοφική σκέψη που τον ανέδειξαν σε ένα από τους Επτά Σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στη Σπάρτη και πέθανε στην Πίσσα της Σικελίας σε ηλικία 80 ετών, από τη μεγάλη συγκίνηση και την υπερβολική χαρά, όταν αγκάλιασε το γιο του, που μόλις είχε επιστρέψει Ολυμπιονίκης στο αγώνισμα της «πυγμής» (πυγμαχίας), οπότε και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές, ενώ στον τάφο του γράφτηκε η φράση: «Υιός Χίλωνος, πυγμή χλωρόν έλεν κότινον / Είδ΄ο πατήρ στεφανούχον ιδών τέκνον ήμυσεν ησθείς ού νεμεσητόν. Εμοί τοίος ίτω θάνατος» [«Μακάρι να είχα και εγώ ένα τέτοιο θάνατο»]. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, οι Σπαρτιάτες ανήγειραν και άγαλμα προς τιμή του, με το επίγραμμα «Τόνδε δορυστέφανος Σπάρτα Χίλωνα, εφύτευσεν, ός των Επτά Σοφών, πρώτος, έφυ Σοφός» [«Η πολεμόχαρη Σπάρτη γέννησε αυτόν εδώ τον Χίλωνα, που ήταν ο μεγαλύτερος Σοφός από τους επτά Σοφούς»].
Ιδιαίτερης τιμής και εκτιμήσεως έχαιρε ο Χίλων και κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι συμπατριώτες του, μάλιστα, τον εξέλεξαν Έφορο, το 556 π.Χ. (κατά την 56η Ολυμπιάδα). Η θητεία του κρίνεται ιδιαίτερα επιτυχημένη και μάλιστα με μεγάλη σημασία στην ιστορική εξέλιξη του πολιτεύματος της πόλης, αφού κατά τη διάρκεια της θητείας του εισηγήθηκε και πέτυχε τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος του Λυκούργου, με την εξύψωση του θεσμού των Εφόρων και τον αποφασιστικό περιορισμό, κατά τον τρόπο αυτό, της βασιλικής δύναμης και εξουσίας, προς όφελος της λαϊκής κυριαρχίας. Αλλά και μεταξύ των Ελλήνων της υπόλοιπης Ελλάδας είχε αποκτήσει φήμη και έχαιρε ιδιαίτερης τιμής ο Χίλων, μεταξύ άλλων για τη ρήση του ότι «τα Κύθηρα ήταν καλύτερα να μην υπήρχαν», φράση που αποδείχθηκε σοφή κατά τους μηδικούς πολέμους, όταν ο Δημάρατος συμβούλεψε τον Ξέρξη να συγκεντρώσει εκεί το στόλο του, συμβουλή που ευτυχώς δεν εισακούστηκε από τον βασιλιά των Περσών, διότι τότε πιθανόν να κυριευόταν όλη η Ελλάδα, όπως αποδείχθηκε αργότερα, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οπότε ο Νικίας εγκατέστησε στο συγκεκριμένο νησί αθηναϊκή φρουρά, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στους Λακεδαιμόνιους.
Ενδεικτικός και χαρακτηριστικός της σοφίας του είναι ο διάλογος που φέρεται να είχε, σε μεγάλη πλέον ηλικία, με τον ακμάζοντα, τότε, Αίσωπο. Ο τελευταίος φέρεται να τον ρώτησε «τι πράττει ο Δίας» και εκείνος του απάντησε «Ταπεινοί τα υψηλά και τα ταπεινά υψοί». Σε ερώτηση «κατά τι διαφέρουν οι πεπαιδευμένοι από τους απαίδευτους», απάντησε «ελπίσιν αγαθαίς» και, τέλος, στην ερώτηση «τι είναι δύσκολο» φέρεται να απάντησε «το τα απόρρητα σιωπήσαι και χολήν εύ διαθέσθαι και αδικούμενον δύνασθαι φέρειν».
Ο Χίλων συνέθεσε ελεγειακούς στίχους σε περίπου διακόσια έπη, από τα οποία, όμως, κανένα δεν διασώθηκε. Σώθηκαν ωστόσο μερικά πολύ σημαντικά και βαθυστόχαστα γνωμικά του, που έγιναν διάσημα για τη σοφή επιγραμματική βραχυλογία τους. Σε αυτόν αποδίδεται το γνωστό ρητό «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν». Τα πιο σπουδαία και γνωστά γνωμικά του, δηλαδή το «μηδέν άγαν», το «γνώθι σαυτόν» και το «εγγύα παρά δ’ άττα» [σημειωτέον ότι το πρώτο απ’ αυτά αποδίδεται, κατ’ άλλη εκδοχή, στον Σόλωνα, ενώ το δεύτερο στον Θαλή] είχαν γραφτεί στον τοίχο (ή στην προμετωπίδα) του ναού του Απόλλωνα, στους Δελφούς.

5.12.7. Θεαγένης ο Μεγαρεύς τύραννος 625 – 580


Ο Θεαγένης ο Μεγαρεύς (<θεός + γένος = ο καταγόμενος από τους θεούς) ήταν τύραννος των Μεγάρων με καταγωγή από τη Νίσαια, αρχαία Μεγαρική πόλη, χτισμένη στις ακτές του Σαρωνικού, κοντά στο σημερινό χωριό Πάχη. Κατέλαβε την εξουσία το 625 π.Χ. και διακρίθηκε ως προστάτης των τεχνών και ιδρυτής δημόσιων έργων. Με τη βοήθεια του μηχανικού Ευπάλινου, έφτιαξε υδραγωγείο και δεξαμενή. Ήταν πεθερός του Κύλωνα, μετά την αποτυχία του οποίου, εξακολούθησε την εκστρατεία κατά των Αθηναίων και κυρίευσε τη Σαλαμίνα. Σκοτώθηκε το 580 π.Χ. σε σύγκρουση με την ολιγαρχική φατρία των Μεγάρων.

5.13. Οι εξελίξεις σε άλλες χώρες 


5.13.1. Παρακμή και πτώση της Ασσυρίας (912-609)


            Κατά την Περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου (2025-1391), η δεσποτική μοναρχία ηγεμόνων όπως ο Παζούρ-Ασούρ (~2000) και ο Σαμσί-Αντάντ Α (1814-1782), ανεξαρτητοποιήθηκε από τους Σουμέριους και ανάπτυξε κατακτητική πολιτική με σκοπό την κυριαρχία των εμπορικών δρόμων, βασιζόμενη σε ισχυρό ιερατείο, δουλοκτητική αριστοκρατία και εμπόρους που εμπέδωσαν μια χαλαρή οικονομία με διαμετακομιστικό χαρακτήρα υπό την επίδραση του Σουμερικού και του Βαβυλωνιακού πολιτισμού Η περίοδος έληξε με υποταγή του κράτους στους Μιτάννους. Κατά την Περίοδο της Μέσης Αυτοκρατορίας (1391-912), με αφετηρία τη βασιλεία του Ασουρουμπαλίτ Α (1365-1330) το κράτος αναβίωσε μετά την πτώση των Μιτάννων και την παρακμή των Χετταίων, με πατριαρχική δομή κοινωνίας και ίδρυση βοηθητικών εμπορικών πρακτορείων. Κατά την περίοδο (1233-1055), ο Τουκουλτί Νινουρτά Α (1233-1196) και οι διάδοχοί του  επέβαλαν την ελέω θεού μοναρχία τους και νίκησαν τους Χετταίους και τους Κασσίτες εξασφαλίζοντας εδαφική επέκταση, σημαντική ανάπτυξη της εμπορικής τάξης, με παράλληλη αύξηση του αριθμού δούλων, μετά από αναδασμό της γης και δουλοποίηση των ελεύθερων αγροτών. Κατά την Πρώτη Ενδιάμεση Περίοδο (1055-912) σημειώθηκε εισβολή φυλών Ινδοευρωπαίων και Ουραρτού, που συνοδεύτηκε από απώλεια εδαφών, κυριαρχία των εισβολέων, οικονομική παρακμή και πολιτιστική ατονία.
Ακολούθησε η Πρώτη Περίοδος της Νέας Αυτοκρατορίας (912-811) υπό την ελέω θεού μοναρχία βασιλέων, όπως Αντάντ Νιραρί Β (911-891) και ο Ασουρνασιρμπάλ (884-859), που εξασφάλισαν νέα εδαφική επέκταση (μεταλλεία χαλκού, Φοινίκη, Ισραήλ), μετά από λεηλασίες των κατακτημένων χωρών, οδηγώντας την κοινωνία σε επικράτηση της στρατιωτικής ιερατικής και αστικής αριστοκρατίας με ανομοιογενή οικονομική ανάπτυξη βασισμένη στις κατακτήσεις. Η Δεύτερη Ενδιάμεση Περίοδος (811-746) σημαδεύτηκε από απώλεια σπουδαίων στρατηγικών θέσεων από τους Ουραρτού, εσωτερική πολιτική κρίση, όξυνση της ταξικής πάλης, οικονομική στασιμότητα και πολιτιστική ατονία. Κατά την Δεύτερη Περίοδο της Νέας Αυτοκρατορίας στη Νινευί (746-612) η μοναρχία εξελίχτηκε σε πλήρως στρατοκρατικό ιμπεριαλισμό που χαρακτηρίστηκε από μέγιστη αυτοκρατορική εξάπλωση, μετοικεσίες κατακτημένων λαών, κυριαρχία ιερατείου, γαιοκτητικής και στρατιωτικής αριστοκρατίας, ανάπτυξη ελεύθερων γεωργών και βιοτεχνών, ανταλλακτική οικονομία και ανάπτυξη εμπορίου και χρηματικών συναλλαγών, αλλά η περίοδος έκλεισε απότομα με την πτώση του κράτους στην ενωμένη δύναμη Βαβυλωνίων και Μήδων.
            Κυριότεροι βασιλείς της περιόδου αυτής ήταν οι εξής:
• Σαργκόν Β' (722-705): Ο Σαργών μετά από δεκάχρονη πολιορκία ανακατέλαβε την Βαβυλώνα (710 π.Χ.) από τον Χαλδαίο πρίγκιπα Μαρδούκ απλά Ιντινά Β' (722-710), που είχε ανακηρύξει την ανεξαρτησία της πόλης από την Ασσυρία λίγο μετά την άνοδο του Σαργκόν στο θρόνο. Κατέκτησε ολόκληρη την Παλαιστίνη και το Ισραήλ εποικίζοντας την πρωτεύουσα Σαμάρεια με τους νέους κατοίκους της Σαμαρείτες, συνέτριψε τον βασιλιά της Ουραρτού Ρουσά Β' (714 π.Χ.), κατέλαβε την Κύπρο (709 π.Χ.) και σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Κιμμερίων. Η υποδούλωση του «κράτους του Ισραήλ» αναφέρεται στη Βίβλο, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικά ευρήματα.
 Σενναχειρίμπ (705-681): Ο γιος του Σαργκόν Β' Σενναχειρείμ αντιμετώπισε εξέγερση στην Βαβυλώνα όπου βρισκόταν κυβερνήτης ο γιος του, την ανακατέλαβε οριστικά (689 π.Χ.), οπότε για να εκδικηθεί την δολοφονία του γιου του προχώρησε σε αμέτρητες σφαγές και ιεροσυλίες καταστρέφοντας το ναό του Μαρδούκ στην Εσαγκίλα. Ο Σενναχειρίμπ απέτυχε να καταλάβει το βασίλειο του Ιούδα και την πρωτεύουσα του Ιεροσόλυμα, λόγω επέμβασης μιας περίεργης θείας δύναμης που περιγράφεται από την Βίβλο και επιβεβαιώνεται από Έλληνες ιστορικούς.
• Εσαραδδών (681-669): Ο γιος του Σενναχειρείμ Εσαραδδών επισκεύασε τις φθορές στο ναό της Εσαγκίλα και συνέχισε τις στρατιωτικές επιτυχίες. Ήταν ο πρώτος βασιλεύς της Ασσυρίας που υπέταξε την Αίγυπτο (671 π.Χ.) και κατέστρεψε την πόλη της Σιδώνας στα Φοινικικά παράλια για να την τιμωρήσει λόγω εξέγερσης.
• Ασσουρμπανιπάλ Γ (685 - 627, στην εξουσία από το 669 μέχρι το θάνατό του): Ο ονομαστότερος βασιλεύς της τελευταίας περιόδου ήταν ο τρίτος και μικρότερος γιος του Εσαραδδών, που διαδέχθηκε τον πατέρα του σε ηλικία 16 ετών και βασίλευσε 42 χρόνια. Στους Έλληνες ήταν γνωστός ως Σαρδανάπαλος λόγω της υπερβολικής του ακολασίας και βιαιότητας. Ήταν ο τελευταίος μεγάλος βασιλεύς της Ασσυρίας φτάνοντας την Ασσυριακή αυτοκρατορία στο αποκορύφωμα της δόξας της. Ήταν πασίγνωστος για την αγάπη του για το κυνήγι αγρίων ζώων, τα γράμματα και τις επιστήμες, λόγω της οποίας ίδρυσε βιβλιοθήκη στη Νινευή συγκεντρώνοντας όλα τα χειρόγραφα. Μολονότι σε στρατιωτικές ικανότητες υστερούσε σε σχέση με τους προκατόχους του, έκανε αρκετές εκστρατείες (στην Αίγυπτο, στο Ελάμ και στη Σκυθία) επιδεικνύοντας περιβόητη αγριότητα απέναντι στους ηττημένους εχθρούς του. Υπέταξε οριστικά την Αίγυπτο και δέχθηκε την υποταγή του βασιλιά της Λυδίας Γύγη, συνέτριψε το Ελάμ στη μάχη του Ουμπάι (653 π.Χ.) και, όταν επαναστάτησε για δεύτερη φορά, το ισοπέδωσε (640 π.Χ.). Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Σαρδανάπαλος ήταν η εξέγερση του μεγαλύτερου αδελφού του Σαμάς σουρ Ουκίν που είχε τοποθετηθεί από τον πατέρα τους ισόβιος κυβερνήτης της Βαβυλώνας (648 π.Χ.). Τα πρώτα χρόνια οι σχέσεις τους ήταν αρμονικές καθώς ο Σαμάς δεχόταν αδιαμαρτύρητα την κυριαρχία του μικρότερου αδελφού του. Οι βιαιότητες στις οποίες κατέφυγε ο Σαρδανάπαλος για την καταστολή της εξέγερσης ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, Ο εμφύλιος μεταξύ τους ήταν από τις αιτίες που οδήγησαν στην παρακμή της Ασσυριακής αυτοκρατορίας, που επήλθε ραγδαία μετά το θάνατο του Ασσουρμπανιπάλ.
 Μετά το θάνατο του Σαρδανάπαλου οι Ασσύριοι γνώρισαν κατακόρυφη παρακμή. Οι διάδοχοι του Σαρδανάπαλου (Ασούρ ετίλ ιλανί 631-627, Σινσαρίσκουν 627-612, και Ασουρ Ουμπαλίτ Β 612-09) βρέθηκαν αντιμέτωποι με την συμμαχία του Κυαξάρη της Μηδίας (625-585) και του Ναβοπολάσαρ της Βαβυλώνας (625-605), πατέρα του Ναβουχοδονόσορα,. Ο Ναβοπολάσαρ κατέλαβε σταδιακά όλες τις επαρχίες της Ασσυρίας. Το 612 π.Χ. και κυρίευσε την Ασσυρία και την πρωτεύουσα της Νινευί, Την εποχή του βασιλιά Ασούρ Ουμπαλίτ Β΄ εγγονού του Σαρδανάπαλου, κατέλαβε και την Χαρράν την τελευταία επαρχία που είχε απομείνει (609 π.Χ.) και από τότε η αρχαία Ασσυρία εξαφανίστηκε από την ιστορία..

5.13.2. Παρακμή και πτώση της Βαβυλωνίας (705-539)


            Όπως προαναφέρθηκε η πόλη της Βαβυλώνας κατά τη διάρκεια της Αμοριτικής Περιόδου (1894-1595) και ιδιαίτερα στα χρόνια του Χαμουραμπί (1792-1750) είχε αποκτήσει μεγάλη αυτοκρατορική δύναμη, αναπτύσσοντας ένα σύστημα Θεοκρατικής Μοναρχίας με απολυταρχική διοίκηση, ισχυρό ιερατείο και δουλοκτητική αριστοκρατία που επέτρεψε την εμπέδωση χαλαρής διευθυνόμενης κεφαλαιοκρατικής γεωργικής και βιοτεχνικής οικονομίας, με ιδιαίτερη χλιδή και πολυτέλεια. Στην επακόλουθη Κασσιτική Περίοδο (1595-1153) μετά από ειρηνική διείσδυση Κασσιτών ημινομάδων, το κράτος κυβερνήθηκε ήπια από την στρατοκρατική γαιο/δουλοκτητική αριστοκρατία των Κασσιτών, που επέβαλαν προοδευτική ιδιωτικοποίηση της γης, με αποτέλεσμα την ατονία των δημιουργικών δυνάμεων. Κατά την επόμενη Ελαμική Περίοδο (1153-705) Ασσύριοι και Ελαμίτες από το Ισίν επέβαλαν τη στρατοκρατική μοναρχία τους μετά από αλλεπάλληλους πολέμους, οπότε, ιδιαίτερα στο διάστημα της Ασσυριακής Περιόδου (705-626) επικράτησε η στρατιωτική αριστοκρατία των Ασσυρίων, που οδήγησε σε εξάντληση των παραγωγικών τάσεων και πολιτιστική παρακμή. Οι Ασσύριοι βασιλείς της Βαβυλώνας ήταν οι:
Σαργκόν Β της Ασσυρίας, 710-705 Βαβ,
Ασουρναντινσουμί 700-694 Βαβ,
Νεργκάλ Ουσεζίμπ 694-693,
Μουσεζίμπ Μαρδούκ (693-689),
Εσαρχαντόν 681-669 Ασσυρίας και Βαβυλωνίας,
Σαμάς Σουμουκίν 668-648 Βαβ.,
Κανταλανού 648-627 Βαβ.
Ακολούθησε η Χαλδαϊκή Περίοδος (626-538) κατά την οποία οι Βαβυλώνιοι υπό τον Ναβοπολασάρ (626-605) εκδίωξαν τους Ασσύριους, εγκαθίδρυσαν θεοκρατική μοναρχία με ισχυρή αστική εμπορική τάξη και ιερατείο και κυριάρχησαν στη Μέση Ανατολή, αναπτύσσοντας το εμπόριο, τη βιοτεχνία και την ανταλλακτική οικονομία και υλοποιώντας μεγαλοπρεπή αρχιτεκτονικά έργα, μετά από μεγάλη πρόοδο της γεωμετρίας και της αστρονομίας. Βασιλείς αυτής της περιόδου ήταν οι:
Ναβοπολασάρ 625-605.
Ναβουχοδονόσωρ Β 605-562,
Αμέλ Μαρντούκ 562-560,
Νεριγκλισάρ 560-556.
Ναβόννηδος 556-539,
Καμβύσης Β 538-521 Πέρσης στη Βαβυλώνα.,
Ναβουχοδονόσορ Δ 521.
Ο Ναβουχοδονόσωρ B’ ο Μέγας (634 π.Χ. - 562 π.Χ.) βασιλεύς της Βαβυλώνας από το 605 π.Χ. μέχρι το 562 π.Χ., ήταν γιος και διάδοχος του Ναβοπολάσαρ, ιδρυτή της νεοβαβυλωνιακής αυτοκρατορίας. Συνεχίζοντας την πολιτική του πατέρα του, με ικανότητες στη διεθνή διπλωματία, διατήρησε φιλικές σχέσεις με τους Μήδους στην Ανατολή, επεκτείνοντας το κράτος του προς τη Δύση και συγκεκριμένα στη Συρία και στην Παλαιστίνη. Αφού απώθησε τους Αιγυπτίους από την Παλαιστίνη, υπέταξε τη Φοινίκη, τη Συρία και το βασίλειο του Ιούδα, πολιόρκησε δυο φορές την Ιερουσαλήμ, το 597 π.Χ. και το 586 π.Χ. και τη δεύτερη φορά την κατέστρεψε, καίγοντας το ναό του Σολομώντα και εξορίζοντας στη Βαβυλωνία μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Τα χρόνια της βασιλείας του αποτελούν τη λαμπρότερη περίοδο σε όλη την ιστορία της Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας. Κύρια δραστηριότητα του Ναβουχοδονόσορα εκτός από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ήταν η ανοικοδόμηση της Βαβυλώνας και η ολοκλήρωση και επέκταση των οχυρωματικών έργων που είχε αρχίσει ο πατέρας του.
Τον διαδέχθηκε ο γιος του Αμέλ Μαρδούκ (562-560) και μετά απ’ αυτόν ο Νεριγκλισάρ (560-556) και ο Ναβόννηδος 556-539, στα χρόνια του οποίου η Βαβυλώνα υποτάχθηκε στους Πέρσες υπό τον Καμβύση Β..

5.13.3. Παρακμή και πτώση της Αιγύπτου


Το Νέο Βασίλειο με πρωτεύουσα τη Θήβα, (1550-1069) ήταν περίοδος ακμής του Αιγυπτιακού Κράτους, κατά τη διάρκεια της οποίας η θεοκρατική μοναρχία των Φαραώ όπως ο Ραμσής Β (1279-1213) απέκτησε ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά με κατακτητικούς πόλεμους στην Ασία και Κύπρο, ισχυροποίηση των στρατιωτικών, ανάπτυξη ικανής εμπορικής αστικής τάξης, αυτάρκη εθνικοποιημένη μονοπωλιακή οικονομία και θεοκρατικό πολιτισμό, με κύριο γνώρισμα τα αρχιτεκτονικά έργα στους Ναούς του Λούξορ και του Καρνάκ. Μετά τον Ραμσή ΙΑ (1102-1069) ακολούθησε η Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδος (1069-732), που σημαδεύτηκε από αναρχία, κοινωνικούς ανταγωνισμούς, κυριαρχία ιερατικής αριστοκρατίας, κατοχή του 1/5 της γης από ναούς, μίμηση του αρχαίου πολιτισμού, διάσπαση της κρατικής εξουσίας και παρά την πρόοδο του εμπορίου, παρακμή του Αιγυπτιακού Κράτους, με αποτέλεσμα την κατάκτησή του από Λίβυους, Αιθίοπες και Ασσύριους. Προσπάθεια αναβίωσης σημειώθηκε  την επόμενη Νουβιανή Περίοδο (732-672) και ιδιαίτερα κατά τη Σαϊτική Περίοδο με πρωτεύουσα τη Σαΐδα (672-525), κατά τη διάρκεια της οποίας η μοναρχία και το ιερατείο γνώρισαν τεράστια ισχύ, που πέτυχε προσωρινά την απελευθέρωση και συνένωση της Αιγύπτου, αλλά σταδιακά κατέληξε σε κοινωνική αποσύνθεση, εξαθλίωση του ελεύθερου πληθυσμού και έλεγχο της οικονομικής δράσης από τους ναούς με αποτέλεσμα την υποταγή στους Πέρσες το 525.
            Οι φαραώ της περιόδου αυτής ανά δυναστεία έχουν ως εξής:
732-672 Νουβιανή Περίοδος (25η Δυναστεία 732-672):
Πιγέ (Piye) 732-721
Σαμπάκα (Shabaka) 721-707
Σεμπιτκού (Shebitku) 707-690
Ταχαρκά (Taharqa) 690-664
672-525 Σαϊτική Περίοδος (26η Δυναστεία 672-525)
Νέχω Α (Necho I) 672-664
Τανταμανί (Tantamani) 664-653
Ψαμμήτιχος Α (Psamtik I) 653-610
Νέχω Β (Necho II) 610-595
Ψαμμήτιχος Β (Psamtik II) 595-589
Απρίης (Wahibre) 589-570
Άμασις Β (Ahmose II ) 570-526
Ψαμμήτιχος Γ (Psammetichus III) 526-525

5.13.4. Το Βασίλειο της Περσίας


            Η ραγδαία άνοδος του Περσικού Κράτους που προκάλεσε την απότομη και οριστική πτώση τριών πανίσχυρων και μακραίωνων αυτοκρατοριών της αρχαιότητας (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Αίγυπτος) είναι ιστορικό γεγονός άκρως εντυπωσιακό, όσο ενδιαφέρουσα είναι και η επίμονη αντιπαράθεσή του με τον ελληνικό κόσμο που διάρκεσε πάνω από 1000 χρόνια (μέχρι την υποταγή της Περσίας στους Άραβες το 651 μ.Χ.).
Η  ιστορία της Περσίας έχει στις ρίζες της στην μακρόχρονη Ελαμική Περίοδο (2500-1000), όπου ένα μίγμα γεωργικών και κτηνοτροφικών νομαδικών φυλών, βρισκόταν σε συνεχείς συγκρούσεις με Σουμέριους, Βαβυλώνιους και Ασσύριους, μέσα σε ένα γενικότερο μοναρχικό κλίμα κλειστής γεωργικής οικιακής οικονομίας με πρωτόγονο πολιτισμό. Στην επόμενη Πρωτοϊρανική Περίοδο (1000-625) κυριάρχησε μια πολυκρατική ολιγαρχία μικρών ηγεμονιών με φεουδαρχική δομή και συχνές συγκρούσεις και με παράλληλο σχηματισμό γαιο/δουλοκτητικής αριστοκρατίας, χαλαρή οικιακή οικονομία και ανάπτυξη βιοτεχνίας, χωρίς σημαντική πρόοδο στον πολιτισμό. Η Μηδική Μοναρχία (625-550) υπό τους Κυαξάρη (625–585) και Αστυάγη (585–550) συνένωσε τις ηγεμονίες, εκμηδένισε τους Ασσύριους, ανάπτυξε γαιο/δουλοκτητική αριστοκρατία με χαλαρή οικιακή οικονομία και διαμόρφωσε συλλαβική σφηνοειδή γραφή, αλλά τελικά υποτάχθηκε στους Πέρσες. Η Περίοδος των Αχαιμενιδών (559-331 οδήγησε το Περσικό Κράτος στο αποκορύφωμα της ισχύος του, ιδρύοντας μια τεράστια αυτοκρατορία, οργανωμένη σε 20 σατραπείες υποκείμενες στην απόλυτη μοναρχία του «Μεγάλου Βασιλιά» με φεουδαρχική επικράτηση των αριστοκρατών επί των υπόλοιπων τάξεων που ήταν οι ιερείς του Ζωροαστρισμού, οι ελεύθεροι γεωργοί και βιοτέχνες και οι δούλοι. Για τους βασιλείς της Περσίας που έδρασαν στην περίοδο που εξετάζουμε μπορούν να αναφερθούν τα εξής:

α. Αχαιμένης ~705 – 675

Ο Αχαιμένης ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος βασιλεύς των Περσών από την δυναστεία των Αχαιμενιδών που έδρασε περίπου από το 705 π.χ. έως το 675 π.Χ.. Το όνομα του σημαίνει «ακόλουθος ενός πνεύματος». Οι ελάχιστες επιγραφές που έχουν βρεθεί από την εποχή του Κύρου με το όνομα του Αχαιμένη σύμφωνα με τους περισσότερους αρχαιολόγους είναι γραμμένες την εποχή του Δαρείου. Σε μια επιπλέον επιγραφή του βασιλιά των Ασσυρίων Σεναχερίμπ (705-681) που βρέθηκε αντιμέτωπος το 691 π.χ. με 15 περίπου αρχηγούς περσικών φυλών δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του. Σύμφωνα με τους Περσικούς θρύλους ήταν ο αρχηγός της φυλής των Πασαργάδων, μιας από τις οποίες προήλθε το έθνος τους. Οι Ελληνικοί θρύλοι αντίστοιχα αναφέρουν ότι είχε Ελληνική καταγωγή. Ο Πλάτων συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο Αχαιμένης ήταν γιος του Πέρση και εγγονός του μυθικού Περσέα.

β. Τεΐσπης 675 – 640

Ο Τεΐσπης ήταν ένας από τους Πέρσες γενάρχες της μεγάλης δυναστείας των Αχαιμενιδών γιος του Αχαιμένη, ιδρυτή της δυναστείας. Από τους γιους του Τεΐσπη ο Κύρος Α’ ήταν παππούς του Κύρου του Μέγα και ο Αριαράμνης ήταν προπάππους του Δαρείου του Μέγα. Σύμφωνα με έγγραφα του 7ου αιώνα ήταν κυβερνήτης ενός υποτελούς κρατιδίου στα όρια του Ελάμ και αργότερα εξεγέρθηκε και ελευθερώθηκε από την Ελαμική κυριαρχία επεκτείνοντας το βασίλειο του.

γ. Κύρος Α΄ 640 – 580

Ο Κύρος Α΄ ή Κύρος Α’ του Ανσνάν (περσική προφορά του ονόματός του «Κουράς»), βασιλεύς της Περσίας από το 640 π.Χ. ως το 580 π.Χ. ήταν παππούς του Κύρου Β’ του Μέγα, γιος του Τεΐσπη βασιλιά του Ανσνάν, εγγονός του Αχαιμένη ιδρυτή της δυναστείας των Αχαιμενιδών της Περσίας και αδελφός του Αριαράμνη προπάππου του Δαρείου του Μέγα. Μετά το θάνατο του πατέρα τους Τεΐσπη οι γιοι του μοίρασαν το βασίλειο του: Ο Κύρος Α’ σύμφωνα με την παράδοση έγινε βασιλεύς του Ανσνάν και ο Αριαράμνης έγινε βασιλεύς των Παρσί, αλλά η χρονολογία του συγκεκριμένου γεγονότος δεν έχει καταγραφεί. Το Ανσνάν όπως φαίνεται από τις επιγραφές έπεσε προσωρινά στα χέρια των Μήδων κατακτητών δηλαδή του Κυαξάρη και του γιου του Αστυάγη, ενώ το βασίλειο των Παρσί συνέχισε να είναι υποτελές στους γιους του Σαρδανάπαλου Ασούρ ετίλ ιλανί (627) και Σισαρισκούν (627-612).

δ. Καμβύσης Α’ 580 – 559

Ο Καμβύσης Α’ ή Καμβύσης ο πρεσβύτερος. ήταν βασιλεύς του Ανσνάν της Περσίας μεταξύ 580 και 559 π.Χ. μικρότερος γιος του βασιλιά του Ανσνάν Κύρου Α’ της Περσίας, μικρότερος αδελφός του Αρουκκού και πατέρας του βασιλιά των Περσών Κύρου Β’ του Μέγα. Ο Καμβύσης Α’ ήταν επιπλέον δισέγγονος του γενάρχη της δυναστείας των Αχαιμενιδών Αχαιμένη, εγγονός του Τεΐσπη, θείος του ήταν ο Αριαράμνης και πρώτος ξάδελφος του ήταν ο Αρσάμης παππούς του Δαρείου του Μέγα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο Καμβύσης Α’ ήταν άνθρωπος εμφανίσιμος και ευγενικός γι’ αυτό ο βασιλεύς των Μήδων Αστυάγης τον διάλεξε σύζυγο για την κόρη του πριγκίπισσα Μανδάνη, από το γάμο με την οποία γεννήθηκε ο Κύρος Β’ της Περσίας ή Κύρος ο Μέγας. Σύμφωνα με τον χρονικογράφο Νικόλαο της Δαμασκού ο Καμβύσης σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον του Αστυάγη, ο οποίος είχε δει όνειρο ότι ο εγγονός που θα γεννηθεί από την κόρη του θα του πάρει το θρόνο.

ε. Κύρος Β' ο Μέγας 559 – 530

Ο Κύρος Β΄ ο Μέγας, ή Κύρος ο πρεσβύτερος, ήταν γιος του Καμβύση Α' και της Μανδάνης, κόρης του βασιλιά των Μήδων Αστυάγη, που μεγάλωσε στην αυλή του και σε ηλικία 16 χρονών νίκησε και έδιωξε τους Ασσύριους. Κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του παππού του Κύρου Α΄ και τελικά επικράτησε. Μεγάλωσε την έκταση του κράτους του κατακτώντας διάφορους γειτονικούς λαούς, στους οποίους φέρθηκε με επιείκεια. Οι κατακτήσεις του που τον έκαναν κυρίαρχο της Ασίας επεκτάθηκαν από το Αιγαίο Πέλαγος και τον Ελλήσποντο ως τον Ινδό ποταμό, δημιουργώντας τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που γνώρισε μέχρι τότε η ανθρώπινη ιστορία. Τα σπουδαιότερα κράτη που κατέλαβε ήταν οι νεο – Βαβυλώνιοι, οι Μήδοι και το πανίσχυρο εκείνη την εποχή βασίλειο των Λυδών του Κροίσου, το οποίο κυριαρχούσε εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Μικρά Ασία. Η επόμενη περιοχή που σχεδίαζε να κατακτήσει ήταν η Αίγυπτος αλλά δεν έγινε επειδή τον πρόλαβε ο θάνατος. Σύμφωνα με την ιστορία που διασώζει ο Ηρόδοτος, όταν ο Κροίσος ήταν πάνω από την αναμμένη πυρά του Κύρου φώναξε τρεις φορές το όνομα του Αθηναίου σοφού Σόλωνα ο οποίος τον είχε προειδοποιήσει για τις παλινωδίες της τύχης. Ο Κύρος όταν έμαθε την ιστορία σχετικά με την συνάντηση του Κροίσου με τον Σόλωνα χάρισε στον Λυδό βασιλιά την ζωή και τον κράτησε σύμβουλο ολόκληρο το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του. Ο Κύρος Β’ σύμφωνα με τους αρχαιολόγους ήταν ο πρώτος βασιλεύς στην ιστορία που συνέταξε διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που  τα κατέγραψε από το 539 π.χ. ως το 530 π.χ. στον περίφημο Κύλινδρο του Κύρου. Μοίρασε την απέραντη αυτοκρατορία του σε σατραπείες με ανώτερο κυβερνήτη τον ίδιο τον «μεγάλο βασιλέα» (σάχη) που είχε τα ανάκτορα του στις Πασαργάδες. Κατά τον Ξενοφώντα, πέθανε μετά από τη νίκη του εναντίον των Σκυθών. Όρισε διάδοχο του τον μεγαλύτερο γιο του Καμβύση Β’ αλλά σύμφωνα με εντολή της διαθήκης του κληροδότησε στον μικρότερο γιο του Σμέρδι τις ανατολικές σατραπείες της αυτοκρατορίας του. Στη Βίβλο των Εβραίων ο Κύρος περιγράφεται ως μεγάλος φιλάνθρωπος βασιλεύς των Περσών που επέτρεψε στους Ιουδαίους να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα και να λατρέψουν ελεύθερα τον θεό τους. Εξέδωσε τα διατάγματα της αποκατάστασης, γι’ αυτό πήρε από την Βίβλο τον τίτλο του χρισμένου.

στ. Καμβύσης Β΄ 530 – 522

Ο Καμβύσης Β΄ που γεννήθηκε το 550 π.Χ., βασιλεύς της Περσίας από το 530 ως το 522 π.χ. ήταν γιος του Κύρου Β΄ από το γάμο με τη Σισύγαμβι. Το 530, όταν ανέβηκε στο θρόνο, μετά το θάνατο του πατέρα του Κύρου Β΄, ολοκλήρωσε τον πόλεμο ενάντια στους Μασσαγέτες Πέρσες. Τον ίδιο χρόνο δολοφόνησε τον αδερφό του Σμέρδι. Το 525 τερμάτισε την ανεξαρτησία των Αιγυπτίων, σφάζοντας ιερείς και 30.000 άτομα από τον απλό λαό. Το 524 ο στρατός του ηττήθηκε κατά κράτος από τους Αιθίοπες. Το 523 εμφανίστηκε ένας ψευτο-Σμέρδις που δημιούργησε επανάσταση, όμως το 522 όταν ο στρατός του Καμβύση και του Σμέρδι ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν ο Καμβύσης Β´ πέθανε μυστηριωδώς, πιθανόν από ένα παλιό του τραύμα που μολύνθηκε.

ζ. Σμέρδις σφετεριστής 522-521

Με το όνομα Σμέρδις (κατά την περσική προφορά Μπαρντίγια) που πήρε από τον νεότερο γιο του ιδρυτή της Περσικής αυτοκρατορίας Κύρου Β’ του Μέγα και νεότερο αδελφό του βασιλιά της Περσίας Καμβύση Β’ βασίλεψε στην Περσία για λίγους μήνες το 522 – 521 π.Χ. ένας σφετεριστής, του οποίου, σύμφωνα με την επιγραφή του Δαρείου Α’ στο Μπεχιστούν, το πραγματικό όνομα ήταν Γαυμάτα. Σύμφωνα με τον Κτισία ο Κύρος Β’ λίγο πριν πεθάνει είχε ορίσει τον αληθινό Σμέρδι σατράπη των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας του, αλλά, σύμφωνα με την επιγραφή του Δαρείου, ο Καμβύσης Β’ τον σκότωσε πριν φύγει για την Αίγυπτο κρατώντας τη δολοφονία μυστική. Ο Γαυμάτα, που ήταν θρησκευτικός ηγέτης (μάγος) στη δυτική Περσία, εκμεταλλεύτηκε τη δυσαρέσκεια του λαού από την αυταρχική εξουσία του Καμβύση Β’, κήρυξε επανάσταση εναντίον του μαζί με άλλους συνωμότες και ανακηρύχθηκε βασιλεύς της Περσίας ως Σμέρδις. Ο Καμβύσης επιστρέφοντας για να τον τιμωρήσει, πέθανε στο δρόμο την άνοιξη του 522 π.Χ. από μόλυνση παλιάς πληγής του. Έτσι κανένας δεν αντιστάθηκε στον νέο βασιλιά, που κυβέρνησε 7 μήνες μεταφέροντας την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του στην Μηδία. Στην συνέχεια μια ομάδα από 7 ευγενείς με επικεφαλής τον Δαρείο γιο του Υστάσπη, που ήταν τότε στρατηγός, αποκάλυψαν την απάτη του Γαυμάτα (ψευδο-Σμέρδι) τον συνέλαβαν και τον δολοφόνησαν, ενώ ο αρχηγός τους Δαρείος, επικαλούμενος το γεγονός ότι ανήκε στην δυναστεία των Αχαιμενιδών και ήταν μακρινός εξάδελφος του Καμβύση Β, ανακηρύχθηκε βασιλεύς ως Δαρείος Α’.

η. Δαρείος Α΄ ο Μέγας 521 – 486

Ο Δαρείος Α΄ ο Μέγας ήταν γιος του Πέρση σατράπη της Παρθίας Υστάσπη (Vistaspa), που ανήκε στο γένος των Αχαιμενιδών, αφού ήταν απόγονος του Αριαράμνη γιου του Τεΐσπη και αδελφού του Κύρου Α. Βασίλεψε, μετά τη δολοφονία του σφετεριστή Σμέρδι (Γαυμάτα) από το 521 π.Χ. για 36 συνεχή χρόνια, έως το 485 π.Χ., οπότε πέθανε σε ηλικία 64 ετών. Το όνομά του στα περσικά ήταν Dārayawuš και σημαίνει: «αυτός που παρέχει το καλό». Η εξωτερική του πολιτική χαρακτηρίστηκε από την ιμπεριαλιστική τάση, που διακατείχε όλους τους αρχαίους λαούς της Μέσης Ανατολής, ενώ παρουσίαζε το κράτος του ως συνέχεια των αρχαίων αυτοκρατοριών των Αιγυπτίων και των Βαβυλώνιων. Διακατεχόταν από το πολεμικό δόγμα της αστραπιαίας επίθεσης. Ήθελε το στράτευμα να κινείται ταχύτατα, να πειθαρχεί στις εντολές του στρατηγού, να δρα υπό αυστηρό έλεγχο και να μην δείχνει έλεος. Όταν ανέβηκε στον περσικό θρόνο κατέπνιξε πολλές επαναστάσεις στις περιοχές της Αιγύπτου, στο Ελάμ, στη Μηδία, στην Παρθία, στη Βαβυλώνα και στη Μοργιανή. Κατά την καταστολή τους επέδειξε την ιδιαίτερη σκληρότητα που τον χαρακτήριζε, αφού στη Μοργιανή σκότωσε 55.000 επαναστάτες ενώ στη Βαβυλώνα ανασκολόπισε τον αρχηγό-επαναστάτη Ναβουχοδονόσορα Δ΄ και στη Μηδία έκοψε τα αυτιά, τη μύτη, τη γλώσσα και έβγαλε τα μάτια του ξεσηκωμένου ηγεμόνα Φραόρτη. Το 519 π.Χ. εισέβαλε με ισχυρό στρατό στη χώρα των Ορθοκορυβάντιων Σκυθών από τα ανατολικά της Κασπίας, με αποτέλεσμα να τους νικήσει και να σκοτώσει τον αρχηγό τους, τον Σκούνκα. Στα ανατολικά προς την κοιλάδα του Ινδού ποταμού, εισέβαλε το 513 π.Χ., υποτάσσοντας τις εκεί περιοχές και αποφέροντας πιο πολλά έσοδα στο ταμείο του περσικού κράτους. Τα βουνά των Ιμαλαΐων και το περίεργο, ασυνήθιστο για τους Πέρσες κλίμα της Ινδίας εμπόδισε τον Δαρείο να επεκταθεί προς τα ανατολικά.
Αντίθετα η Δύση του πρόσφερε μεγαλύτερο δέλεαρ. Εφόσον ήταν κυρίαρχος στη μια πλευρά του Αιγαίου αποφάσισε να αποκτήσει επιρροή και στην απέναντι. Έτσι προσπάθησε να δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα στη Θράκη και στη Μακεδονία, αλλά και να προφυλάξει τα νώτα του από τα βόρεια της Βαλκανικής Χερσονήσου, όπου έκαναν επιδρομές οι Σκύθες. Το καλοκαίρι του 512 π.Χ. ο στρατός του Δαρείου πέρασε πάνω από μια πλωτή γέφυρα, που κατασκεύασε ο Σάμιος Μανδροκλής, τον Βόσπορο με 700.000 στρατιώτες, βοηθητικούς και μάχιμους, ενώ στις εκβολές του Δούναβη τον περίμεναν για να τον συνδράμουν και 600 πλοία, κυρίως των υποτελών του Φοινίκων. Ηγέτες του ελληνικού τμήματος στρατού που ακολουθούσε τον Δαρείο ήταν όλοι οι τύραννοι των πόλεων της Ιωνίας, δηλαδή οι ο Ιστιαίος της Μιλήτου, ο Μιλτιάδης (ο Αθηναίος) της Καλλίπολης, ο Αρισταγόρας της Κυζίκου, ο Ίπποκλος της Λαμψάκου, ο Αιάκης της Σάμου, ο Λαοδάμας της Φώκαιας και ο Ηρόφαντος του Παρίου. Η Θράκη με τους λαούς των Κικόνων, των Αστών, των Παιόνων, των Καινών, των Θυνών και των Νιψαίων υποτάχθηκε στο Δαρείο, ο οποίος συνέχισε μέχρι τον Δούναβη και έχτισε μια δεύτερη γέφυρα για να περάσει ο στρατός του. Εκεί κατάφερε να νικήσει αρκετούς θρακοσκυθικούς πολιτισμούς (Αγαθύρσους, Κροβύσσους και Κιμμέριους) αλλά παρότι δεν κατάφερε να τους υποτάξει, τους εμπόδισε να επιτεθούν όσο θα διαρκούσαν οι επιχειρήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στην επιστροφή του στον Ελλήσποντο υπέταξε τις επαναστατημένες πόλεις του Βυζαντίου, της Περίνθου και της Καλχηδόνας και πέρασε στην Ασία αφήνοντας 80.000 στρατιώτες υπό τις εντολές των στρατηγών Μεγάβαζου και Οτάνη. Οι δυο τους κατέλαβαν την Ίμβρο, τη Λήμνο και το βασίλειο της Μακεδονίας. Οι περιοχές της Θράκης (από το Βόσπορο μέχρι το Δούναβη) άνηκαν διοικητικά στη σατραπεία των Σάρδεων.
Το 499 π.Χ. ξέσπασε η Ιωνική Επανάσταση, την οποία ο Δαρείος κατέπνιξε με συνεχόμενες αποστολές στρατηγών και ύστερα από πολλές μάχες και πολιορκίες το 493 π.Χ. Στη συνέχεια άρχισε την εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων για να τιμωρήσει τους Αθηναίους και τους Ερετριείς, που βοήθησαν τους Ίωνες να ξεσηκωθούν. Η πρώτη εκστρατεία του γαμπρού του, στρατηγού Μαρδόνιου, απέτυχε καθώς καταστράφηκε ο στόλος στο ακρωτήρι Άθως και ο στρατός ηττήθηκε από τους Βρύγες, θρακικό βαρβαρικό φύλο. Η δεύτερη εκστρατεία, με επικεφαλής των Δάτη και τον Αρταφέρνη, αποκρούστηκε από τον Μιλτιάδη  στη μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ. Το 486 π.Χ. ως επακόλουθο της ήττας των Περσών στο Μαραθώνα, ξέσπασε επανάσταση στην Αίγυπτο και το 484 π.Χ. στη Βαβυλώνα. Ο Δαρείος πέθανε προτού τελειώσει τις προετοιμασίες για την τρίτη εκστρατεία εναντίον της Ελλάδος.
Ο Δαρείος άφησε ευρεία νομοθετική μεταρρύθμιση το λεγόμενο «Διάταγμα των Ορθών Κανονισμών», ενώ και όλη η πολιτική που εφάρμοσε βασιζόταν στο δόγμα "Ειρήνη-Ευημερία-Δικαιοσύνη". Για να κρατήσει ενωμένη την αχανή αυτοκρατορία με τους πολλούς και διαφορετικούς λαούς αντέγραψε το σχέδιο των οδικών δικτύων των Ασσυρίων, συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στα χέρια του, εφάρμοσε την αραμαϊκή ως επίσημη γλώσσα με δευτερεύουσα την ελαμική, οργάνωσε έναν άτρωτο στην Ανατολή στρατό που ήταν πιστός στον αυτοκράτορα, απένειμε δικαιοσύνη όπως πρόσταζαν οι Ορθοί Κανονισμοί, ήταν ανεκτικός με τις θρησκείες των άλλων λαών και βοήθησε πολύ την ανάπτυξη του εμπορίου. Η αυτοκρατορία του ήταν ένα ψηφιδωτό λαών που συνυπήρχαν με πολιτισμένο τρόπο κάτω από τη διακυβέρνηση ενός άντρα, αλλά δεν κυριαρχούσε πάντα η ειρήνη. Επέκτεινε το σύστημα των σατραπειών που είχε κληρονομήσει από τον Κύρο, συγκροτώντας 20 σατραπείες και διαιρώντας το κράτος σε αντίστοιχες φορολογικές περιφέρειες. Στην πρωτεύουσα κάθε σατραπείας ο ανώτερος διοικητής ήταν ο σατράπης, αξίωμα κληρονομικό, ενώ συνήθως σατράπες γίνονταν οι παλαιοί ηγεμόνες μιας κατακτημένης περιοχής. Επίσης υπήρχαν πολυάριθμοι διοικητικοί υπάλληλοι, ενώ περιόδευαν σε αυτές και ορισμένοι ελεγκτές, που είχαν το όνομα "οφθαλμοί και ώτα του βασιλιά" και ήταν άτομα διορισμένα από τον ίδιο τον Δαρείο, επομένως ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης του. Δουλειά τους ήταν να ελέγχουν την άρτια λειτουργία του διοικητικού συστήματος και την δίκαιη είσπραξη των φόρων. Ακόμα στην αυλή κάθε σατραπείας βρισκόταν ένας στρατιωτικός διοικητής, ο διοικητής των φρουρών των πόλεων, οι βασιλικοί αγγελιαφόροι, ο γραμματέας του σατράπη και ο οικονομικός αξιωματούχος. Με αυτό τον τρόπο κατόρθωσε να ρυθμίσει την είσπραξη των κανονικών και τακτικών εισφορών από τους «νομούς» της αυτοκρατορίας του. Στην εποχή του οι εισφορές ανήλθαν στο υπερβολικό για την εποχή του ποσόν των 14.560 ευβοϊκών ταλάντων αργύρου το χρόνο, δηλαδή περίπου 400 τόνους ασήμι. Για το λόγο αυτό οι Πέρσες του έδωσαν το προσωνύμιο «κάπηλος».
Υιοθέτησε το λυδικό νομισματικό σύστημα, όπου χρειαζόταν συγκεκριμένο βάρος χρυσού στο κάθε νόμισμα. Τα νομίσματα, οι στατήρες, είχαν σε αναπαράσταση τον «Μεγάλο Βασιλέα» με τόξο. Ονομάστηκαν «δαρεικοί» από την ακαδική λέξη που σημαίνει «χρυσός» και αποτελούνταν κατά 98% από χρυσό, ενώ είχαν βάρος 8,4 γραμμαρίων. Οι δαρεικοί δεν κυκλοφορούσαν μόνο στην περσική αυτοκρατορία αλλά και σε γειτονικά κράτη, δείγμα μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης της αυτοκρατορίας. Έτσι λοιπόν το εμπόριο με ξένα κράτη διευκολύνθηκε και δημιούργησε μια ευκατάστατη εμπορική τάξη μέσα στην αυτοκρατορία, ενώ ο αυτοκράτορας ενθάρρυνε τις εξερευνητικές αποστολές και έκανε μεγάλα έργα που βοήθησαν ακόμα περισσότερο το εμπόριο, όπως την διάνοιξη της διώρυγας μεταξύ Σουέζ και Νείλου. Ο Δαρείος, σε μια από τις πρώτες οργανωμένες εξερευνητικές αποστολές, είχε στείλει εξερευνητικό σώμα με αρχηγό τον Σκύλακα τον Καρυανδέα μέχρι και πέρα από τον Ινδό ποταμό.

5.14. Το Κράτος της Ρώμης


5.14.1. Ιταλιωτική Περίοδος 2000 – 753


Η ιδιόρρυθμη γεωγραφία της Ιταλίας (<Fίταλος [= μόσχος, αιολικός τύπος] > Λατινικό vitulus [= μόσχος {ταύρος}, αρχικό όνομα Αυσωνία), που αποκλείεται στο βορρά από τις Άλπεις, διασχίζεται σε όλο το μήκος της χερσονήσου από την οροσειρά των Απεννίνων, με περίπου το ένα τρίτο της χώρας πεδινό, με κλίμα που παρουσιάζει σημαντική διακύμανση από βορά προς νότο, με αβαθή και αμμώδη αλίμενα και δυσπρόσιτα ανατολικά παράλια και τρεις ποταμούς τον Πάδο στα βόρεια και τον Άρνο με τον Τίβερη στο κέντρο, συντέλεσε ώστε η εγκατάσταση πληθυσμών μετά το 2000 π.Χ. να παρουσιάσει σχετικά βραδύ ρυθμό ανάπτυξης. Ένα πλήθος ιταλοπελασγικών φυλών που αναμίχτηκαν με τους νεοεισελθόντες ινδοευρωπαίους συγκρότησαν τους πρώτους κατοίκους της περιοχής ως εξής:
            Οι Ούμβριοι ή Όμβροι κατοικούσαν στις δυτικές πλαγιές των Απεννίνων, από όπου όμως εκδιώχθηκαν από επιδρομές Τυρρηνών και μετανάστευσαν στην κεντροδυτική ζώνη της χερσονήσου στην περιοχή που ονομάστηκε απ’ αυτούς Ουμβρία, δημιουργώντας πόλεις όπως το Ουρβίνο, η Νουκερία, το Σπολήτιον και η Ναρνία, όπου ασχολούνταν με τη γεωργία και κτηνοτροφία χωρίς να αποκτήσουν ποτέ εθνική ενότητα.
            Οι Σαβελιάνοι ή Σαβέλιοι, πολυάριθμη φυλή της κεντρικής χερσονήσου, ορεσίβια και φιλοπόλεμη, κατοικούσε σε μικρές πτωχές ατείχιστες κώμες και ζούσε από τη γεωργία. Επειδή η παραγωγή της χώρας δεν επαρκούσε για τη διατροφή όλων, καθώς ο αριθμός τους αυξανόταν, έστελναν κάθε χρόνο το περίσσευμα του πληθυσμού σε κοντινές αποικίες και έτσι σταδιακά δημιουργήθηκαν γειτονικές συμπαγείς λαότητες με κοινή θρησκεία, γλώσσα και έθιμα. Τέτοιοι ήταν οι Σαβίνοι, πολεμικοί και ορέστες, που κατοικούσαν χώρα περικυκλωμένη από βουνά και βράχους σε πόλεις όπως η Νουρσία, το Ρεάτε και το Αμιτέρνον, οι Πικεντίνοι, στην άξενη ανατολική αδριατική παραλία της Αγκώνας, του Άσκουλου και της Φίρμας, οι άγριοι και ατίθασοι Μάρσοι περί την λίμνη Πουκίνη, οι Βεστίνοι, οι Παυλίνοι και οι Μαρουκίνοι και από την άλλη μεριά των Απεννίνων οι Έρνικες και οι Έκβιοι και οι Βόλσκιοι που επεκτάθηκαν μέχρι την παραλία του Τυρρηνικού πελάγους, διοικούμενοι από δικούς τους αρχηγούς, ασχολούμενοι με τη γεωργία και ιδιαίτερα την κτηνοτροφία και σε περιόδους πολέμου αμυνόμενοι σε φυσικά απότομα ορεινά φρούρια.
            Οι Σαμνίτες, ομοσπονδία τεσσάρων φυλών σαβελιανής καταγωγής (Καρακίνοι, Ιρπίνοι, Πεντίνοι και Καυδίνοι), ήταν ο πολεμικότερος λαός της μέσης Ιταλίας, που ζούσε κυρίως στην ορεινή χώρα περί τα Απέννινα, αλλά από τον 6ο αιώνα εγκαταστάθηκαν σε πεδινότερα μέρη ανάμεσα στους Λουκανούς, Καμπανούς και Βρεττούς, τους οποίους υπέταξαν, σε πόλεις όπως το Βοβιάνον, η Βενεβεντός, το Αικούλανον και το Καύδιον.
            Στη νότια Ιταλία, στις ευφορότατες πεδιάδες της Καμπανίας, της Απουλίας και της Καλαβρίας, όπου αργότερα οι Έλληνες δημιούργησαν τη Μεγάλη Ελλάδα, κατοικούσαν ανατολικά μεν οι Μεσσάπιοι, οι Ιάπυγες και οι Πευκέτες και δυτικά οι Βρεττοί και οι Λουκανοί (Λευκανοί).
            Στη δυτική παραλία της μέσης Ιταλίας μέχρι τα κράσπεδα των Απεννίνων χωριζόμενοι από τον ποταμό Τίβερη ζούσαν οι Τυρρηνοί (όπως τους αποκαλούσαν οι Έλληνες) και οι Λατίνοι που αμφισβητούσαν επί πολλά χρόνια ο ένας την ηγεμονία του άλλου. Οι Τυρρηνοί (<Τύρσις, Τύρρις > γαλ. Τουρ, Τορίνο = πύργος), που ονόμαζαν τους εαυτούς τους Ρασέννες ενώ οι Ρωμαίοι τους ονόμαζαν Ετρούσκους ή Τούσκους (<θυοσκόος <θύω [= θυσιάζω] + κοέω [= ακούω] = ο υπακούων στα θεία μηνύματα > Τοσκάνη), ήλθαν από τη Μικρά Ασία ή από τη χώρα πέρα από τις Άλπεις και εκδίωξαν από την περιοχή τους Ούμβριους που ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της μέσης χερσονήσου. Ίδρυσαν σε ορεινά και απρόσιτα μέρη οχυρές πόλεις και καλλιεργούσαν την γύρω πεδινή χώρα, αλλά παράλληλα ανάπτυξαν τη ναυτιλία και το εμπόριο ενώ ως πειρατές έγιναν ονομαστοί για τις απαγωγές γυναικών και παιδιών. Οι Λατίνοι, λαός συγγενής των Σαβίνων, έκτιζαν μικρές οχυρωμένες πόλεις σε υψηλούς λόφους και καλλιεργούσαν την γύρω πεδινή περιφέρεια. Δέχτηκαν πολύ νωρίς της επίδραση των Ελλήνων από τους οποίους δανείστηκαν το αλφάβητο και πλούτισαν τη θρησκεία τους.
Οι λαοί αυτοί ζούσαν σε ανεξάρτητες κοινότητες οργανωμένες κατά γένη και φυλές, δημιουργώντας μια αγροτική πατριαρχική κοινωνία με κλειστή οικιακή οικονομία, γνωστή ως Βιλλανόβιος Πολιτισμός, που δεν διαφέρει ουσιαστικά από τις κοινωνίες άλλων λαών της ίδιας εποχής, και ιδιαίτερα τους Έλληνες και τους Φοίνικες με τους οποίους υπήρχαν στενές εμπορικές σχέσεις.

5.14.2. Το Ρωμαϊκό Βασίλειο 753 – 509


Το 753 π.Χ. σχηματίστηκε η πόλη – κράτος της Ρώμης, βασισμένη σε τέσσερις φυλές Λατίνων και σε μία ομοσπονδία με άλλες Ετρουσκικές πόλεις, που δημιούργησαν μια αγροτική δουλοκτητική κοινωνία, αποτελούμενη από τέσσερις τάξεις (τους γαιοκτήτες αριστοκράτες πατρικίους, τους πελάτες, τους πληβείους και τους δούλους) αρχικά με χαλαρή οικιακή γεωργική οικονομία και με πολίτευμα που χαρακτηρίζεται ως Αριστοκρατική Μοναρχία, που την ασκούσε ένας αιρετός βασιλεύς και η Σύγκλητος (Senatus) με επικουρική συνδρομή από την Λαϊκή Συνέλευση (αρχική μορφή η Comitia Curiata).

α. Ρωμύλος και Ρέμος 753 – 717

Σύμφωνα με το θρύλο, η Ρώμη ιδρύθηκε από τον Ρωμύλο (Romulusκαι τον Ρέμο (Remus ή Ρώμος κατά τον Στράβωνα), δύο δίδυμα αδέρφια που ήταν εγγονοί του βασιλιά Νουμίτορα της Άλβας Λόνγκας στο Λάτιο, ο οποίος, κατά την παράδοση ήταν απόγονος του Τρώα πρίγκιπα Αινεία. Τον μονάρχη αυτόν τον είχε εκθρονίσει ο μοχθηρός αδερφός του Αμούλιος, θανατώνοντας τους αρσενικούς απογόνους του και αναγκάζοντας την κόρη του, Ρέα Συλβία, να γίνει μια από τις Εστιάδες Παρθένες, οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τριάντα χρόνια, έτσι ώστε η γραμμή του Νουμίτορος να μην αποκτούσε άλλους απογόνους. Η Ρέα Συλβία τελικά το 771 π.Χ. έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, τα οποία υποστήριξε πως της χάρισε ο θεός Άρης (Μαρς). Ο νέος βασιλεύς Αμούλιος, που φοβήθηκε πως οι δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν το θρόνο διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπλαχνία ενός υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον Τίβερη, όπου, στη ρίζα μιας συκιάς, που ονομάστηκε «Ρωμινάλιος ερινεός», τα πήραν υπό την προστασία τους τα ιερά ζώα του θεού Άρη, η λύκαινα Λούπα (Lupa) και ένας δρυοκολάπτης. Η λύκαινα τα θήλαζε σε μια σπηλιά, που ονομάστηκε Λύκαιον, ενώ ο δρυοκολάπτης τους πήγαινε τροφή. Εκεί τα βρήκε ο βοσκός Φαυστύλος και τα πήρε στην καλύβα του, όπου τα μεγάλωσε μαζί με τη γυναίκα του, Άκκα Λαρεντία.
Τα δύο παιδιά μεγάλωσαν σαν βοσκοί στην καλύβα του Φαυστύλου, την οποία αργότερα ταύτισαν με τη σκηνή του Ρωμύλου, που θεωρείται κοιτίδα του βασιλείου της Ρώμης. Έγιναν γενναίοι και πολεμοχαρείς, έπαιρναν μέρος στους μεταξύ των βοσκών ανταγωνισμούς παίζοντας ρόλο συμβιβαστικό και γνώρισαν έτσι τους βοσκούς του έκπτωτου παππού τους Νουμίτορα, από τους οποίους έμαθαν τι είχε συμβεί, οπότε εκθρονίζοντας τον Αμούλιο, επανέφεραν στο θρόνο της Άλβας Λόνγκας τον Νουμίτορα, που τους παραχώρησε το μέρος όπου τους βρήκε ο Φαυστύλος, για να χτίσουν εκεί νέα πόλη. Στην περιοχή εκείνη υπήρχαν επτά λόφοι (γνωστοί στα επόμενα χρόνια ως Septem Montes Romae) στα ανατολικά του ποταμού Τίβερη: Παλατίνος (Mons Palatinus), Αβεντίνος (Mons Aventinus), Καπιτωλίνος (Mons Capitolinus), Κουϊρινάλις (Collis Quirinalis), Βιμινάλις (Collis Viminalis), Εσκουϊλίνος (Mons Esquilinus) και Καίλιος Λόφος (Mons Caelius), ενώ τρεις ακόμη λόφοι δυτικά και βόρεια του Τίβερη παραδοσιακά δεν προσμετρούνται στους προαναφερόμενους επτά: Βατικανός (Collis Vaticanus) βορειοδυτικά, Πίνκιος (Mons Pincius) βόρεια και ο Ιανίκουλος (Ianiculum) δυτικά.
Τα δύο αδέλφια διαφώνησαν για το πού ακριβώς έπρεπε να χτιστεί η πόλη και επικαλέστηκαν τους οιωνούς, έχοντας θέση ο μεν Ρωμύλος πάνω στον Παλατίνο Λόφο, ο δε Ρέμος στον Ρεμώριο, που είναι η βορειοδυτική άκρη του Αβεντίνου Λόφου. Στον Ρωμύλο παρουσιάστηκαν 12 γύπες ενώ στον Ρέμο 6 και έτσι η Ρώμη θεμελιώθηκε πάνω στον Παλατίνο Λόφο. Όταν χτιζόταν η πόλη, το 754 π.Χ., τα δύο αδέλφια μάλωσαν και πάλι για το ποιος θα κυβερνήσει ή για το ποιος θα χαρίσει το όνομά του στην πόλη και ο Ρωμύλος σκότωσε τον Ρέμο και έμεινε μοναδικός βασιλεύς. Αυτό συνέβη στις 21 Απριλίου του 753 π.Χ. και η πόλη από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομα Ρώμη, μολονότι κατά την ελληνική παράδοση το όνομα (<ρώμη=δύναμη) προέρχεται από την ομώνυμη κόρη του Ηρακλείδη βασιλιά της Μυσίας Τήλεφου, γαμβρού του Πριάμου της Τροίας, ενώ και ο Ρώμος (παραλλαγμένο σε Ρέμος από τους μετέπειτα Ρωμαίους), που αναφέρεται στην «Τηλεγονία» ως πρώτος οικιστής της πόλης, ήταν γιος του γνωστού από την Οδύσσεια Τηλέμαχου (γιου του Οδυσσέα) και της Κίρκης.
Αρχικά τους επτά λόφους καταλάμβαναν μικροί οικισμοί και εγκαταστάσεις, οι οποίοι ήταν ξέχωροι μεταξύ τους και όχι ενωμένοι ή αναγνωρισμένοι ως μία πόλη. Οι κάτοικοι των επτά λόφων άρχισαν να συμμετέχουν σε μια σειρά θρησκευτικών αγώνων, οι οποίοι σφυρηλάτησαν δεσμούς μεταξύ των ομάδων αυτών. Καθώς οι ξέχωροι αυτοί οικισμοί σταδιακά ενώνονταν και οι κάτοικοί τους, λειτουργώντας ως μία ομάδα, αποξήραναν τις ελώδεις κοιλάδες που βρίσκονταν ανάμεσά τους μετατρέποντάς τες σε οικοδομικές εκτάσεις και αγορές, άρχισε να παίρνει υπόσταση η πόλη της Ρώμης. Για να εξασφαλίσει συζύγους στους κατοίκους της νέας πόλης, ο Ρωμύλος οργάνωσε μια θρησκευτική γιορτή όπου προσκάλεσε τους κατοίκους των γειτονικών πόλεων των Σαβίνων. Οι Ρωμαίοι άρπαξαν τις γυναίκες τους και το αποτέλεσμα ήταν να γίνει πόλεμος με τους Σαβίνους, των οποίων οι γυναίκες μπήκαν στη μέση και χώρισαν τους αντιμαχόμενους. Μετά απ’ αυτό οι Σαβίνοι μετείχαν στη διοίκηση της νέας πόλης με 100 δικούς τους ευπατρίδες που προστέθηκαν στους υπάρχοντες συγκλητικούς και αύξησαν τον αριθμό τους σε 200, ενώ ο βασιλεύς τους Τίτος Τάτιος συμβασίλευσε στη Ρώμη μαζί με το Ρωμύλο. Μετά απ’ αυτό ο Ρωμύλος πολέμησε εναντίον των Φιδήνων και των Ουηίων και τους υπέταξε.
Η παράδοση λέει ότι ο Ρωμύλος διαίρεσε τους Ρωμαίους σε τρεις φυλές, τους Ραμνήνσιους, τους Τιτιήνσιους και τους Λούκερες, χωρισμένες η καθεμία σε 10 εφορείες (συνολικά 30 εφορείες που ονομάζονταν curiae), ίδρυσε τη Σύγκλητο (Senatus) και την πρώτη μορφή της λαϊκής συνέλευσης την λεγόμενη Κουριάτιδα Εκκλησία (Comitia Curiata, συνέλευση των 30 εφορειών - curiae), οργάνωσε την πελατεία και την διαίρεση του στρατού σε λεγεώνες και εισήγαγε τους πρώτους νόμους της Ρώμης, καθιερώνοντας την οιωνοσκοπία και τη λατρεία του Διός Στάτορος και Φερετρίου. Η γιορτή των Λεμουρίων γινόταν σε ανάμνηση του εξιλασμού του Ρωμύλου επειδή σκότωσε τον αδελφό του.
Αφού βασίλεψε 38 χρόνια, σε ηλικία 54 χρονών στις 5 Ιουλίου του 717 π.Χ., ενώ βρισκόταν στο Πεδίο του Άρεως επιθεωρώντας το στρατό του, μέσα στη θύελλα, που μαινόταν, ο Ρωμύλος δολοφονήθηκε για λόγους αντιζηλίας από τους συγκλητικούς, οι οποίοι, για να καλύψουν το φόνο, διέδωσαν ότι ο πατέρας του Άρης τον άρπαξε στον ουρανό. Μετά την εξαφάνισή του, λατρεύτηκε ως πολεμική θεότητα με το όνομα Κυρίνος (Quirinus), και μαζί με τον Ρέμο λατρεύονταν σαν εφέστιοι θεοί μέχρι που εισάχθηκε η λατρεία των 12 Λαρήτων, γιων της Άκκας Λαρεντίας. Είναι πιθανό ότι το πρόσωπο του Ρέμου (που το όνομά του στη λατινική έχει την έννοια της βραδύτητας) προστέθηκε στο μύθο αργότερα, ίσως κατά την περίοδο 367-296 π.Χ. όταν έγιναν πολιτικές μεταρρυθμίσεις στη Ρώμη κατά τις οποίες οι πληβείοι έγιναν εταίροι των πατρικίων, συμβολίζοντας την αργοπορημένη συμμετοχή των πληβείων στην άσκηση της εξουσίας.

β. Νουμάς Πομπίλιος 715 – 673

Η πόλη της Ρώμης αναπτύχθηκε γύρω από ένα οχυρό στον ποταμό Τίβερη, αποτελώντας σταυροδρόμι των ταξιδευτών και των εμπόρων, φιλοξενώντας λατινικά φύλα, στην κορυφή του Παλατινού Λόφου. Οι Ετρούσκοι, που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια, είχαν αρχικά τη μεγαλύτερη πολιτική επιρροή στην περιοχή αποτελώντας την αριστοκρατική τάξη, αλλά μέχρι τα τέλη του επόμενου αιώνα, έχασαν σταδιακά την εξουσία τους, που από τον 6ο αιώνα πέρασε στα χέρια των Λατίνων και των Σαβίνων. Η ρωμαϊκή παράδοση, όπως και οι αποδείξεις που παρέχουν οι αρχαιολόγοι, καταδεικνύει ένα σύμπλεγμα στη Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum), ως έδρα του βασιλιά και του πρώτου θρησκευτικού κέντρου.
Μετά από διετή μεσοβασιλεία (interregnum) που διαχειρίστηκαν οι συγκλητικοί, ο ευσεβής Σαβίνος Νουμάς Πομπίλιος (Numa Pompilius, 750 - 673 π.Χ.) έγινε βασιλεύς της Ρώμης, ανεβαίνοντας στο θρόνο σε ηλικία περίπου σαράντα ετών, και βασίλεψε από το 715 έως 673 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, η μακρά και ειρηνική βασιλεία του λογιζόταν αργότερα ως ένα είδος Χρυσού αιώνα. Οι Ρωμαίοι απέδιδαν σ΄αυτόν πολλούς θρησκευτικούς θεσμούς τους, γιορτές, θυσίες και άλλες ιεροτελεστίες, το θεσμό των Εστιάδων παρθένων, τους Σαλίους Ιερείς τους Άρεως και τους Oιωνοσκόπους (augures). Λέγεται ότι αυτός μεταρρύθμισε το ημερολόγιο, προσθέτοντας τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριος στους δέκα μήνες του προηγούμενου ημερολογίου. Παραδίδεται επίσης ότι έγραψε αρκετά βιβλία για τον ιερό νόμο και πως αυτά τα βιβλία ανακαλύφθηκαν, πολλούς αιώνες αργότερα, στον τάφο του, στον Ιανίκολο λόφο. Ήταν αυτός που έβαλε σε εφαρμογή τα πρώτα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης, το παλάτι του στη Ρετζία και τους ναούς του Κρόνου και του Ιανού, του οποίου οι πύλες ήταν κλειστές σε εποχή ειρήνης και άνοιγαν σε καιρό πολέμου.

γ. Τύλλος Οστίλιος 673-642

Ο Λατίνος Τύλλος Οστίλιος (Tullus Hostilius) που διαδέχθηκε τον Νουμά Πομπίλιο (673 – 642), εγγονός του Όστου Οστίλιου που σκοτώθηκε συμπολεμώντας με τον Ρωμύλο εναντίον των Σαβίνων, είχε τη φήμη ότι ήταν φιλοπόλεμος. Στα χρόνια του συντελέστηκε η ομοσπονδία των λατινικών πόλεων υπό την ηγεμονία της Ρώμης, μετά την υποταγή της Άλβας Λόνγκας ύστερα από νικηφόρα μονομαχία τριών Ρωμαίων μαχητών (τρίδυμων αδελφών του γένους των Ορατίων) με ισάριθμους Αλβανούς Κουριάτιους. Όταν μετά απ’ αυτό ο Αλβανός δικτάτορας Μέττιος Φουφέτιος πρόδωσε τους Ρωμαίους, ο Τύλλος διέταξε την καταστροφή της Άλβας Λόνγκας και την υποχρεωτική μετοίκηση των κατοίκων της στη Ρώμη, όπου ενσωματώθηκαν με τους διαμένοντες εκεί και έγιναν Ρωμαίοι πολίτες. Ο Τύλλος πολέμησε επίσης με επιτυχία εναντίον των Φιδένων, των Βηίων και των Σαβίνων. Ένα άλλο σημαντικό ιστορικό γεγονός που συνδέεται με τη βασιλεία του ήταν η κατασκευή του αρχικού Μεγάρου της Συγκλήτου στο οποίο δόθηκε τιμητικά το όνομά του (Curia Hostilia).      Ο Τύλλος δεν έδινε σημασία σε θρησκευτικές προλήψεις που τις θεωρούσε ανάξιες ενός βασιλιά, αλλά, προς το τέλος της βασιλείας του, φάνηκε πως επαλήθευσαν κάποιες δυσοίωνες προβλέψεις, όταν έγινε κατολίσθηση βράχων στο βουνό της Άλβας και έπεσε πανούκλα στην πόλη, από την οποία ασθένησε και ο βασιλεύς. Στο αποκορύφωμα των ατυχιών αυτών ο ίδιος και το σπίτι του χτυπήθηκαν από κεραυνό και έγιναν στάχτη.

δ. Άγκος Μάρκιος 642-616

Ο Άγκος Μάρκιος (Ancus Marcius), που εκλέχτηκε από τη συνέλευση του λαού τέταρτος βασιλεύς της Ρώμης, μετά το θάνατο του Τύλλου Οστίλιου, ήταν εγγονός του Νουμά Πομπίλιου, αφού η μητέρα του Πομπιλία ήταν κόρη του, ενώ και ο πατέρας του Μάρκιος ήταν γιος στενού φίλου του Νουμά. Το όνομα Άγκος οφείλεται στο στραβό βραχίονα του χεριού του. Η πρώτη πράξη του μετά την εκλογή του ήταν η εντολή που έδωσε για αντιγραφή από τα σχόλια του Νουμά Πομπίλιου των κειμένων που αφορούσαν τις δημόσιες θρησκευτικές τελετές, ώστε αυτά να επιδειχτούν στο λαό και το προβλεπόμενο τελετουργικό να ακολουθείται εφεξής ορθά. Στη συνέχεια επιχείρησε με επιτυχία πόλεμο εναντίον των Λατίνων, που προκλήθηκε από επιδρομή τους σε ρωμαϊκά εδάφη. Ο Άγκος Μάρκιος απαντώντας κατέλαβε με αιφνιδιαστική επίθεση τη λατινική πόλη του Πολιτόριου, του οποίου οι κάτοικοι μετά απ’ αυτό εγκαταστάθηκαν στον Αβεντίνο λόφο, ως νέοι Ρωμαίοι πολίτες όπως παλιότερα οι Σαβίνοι και οι Αλβανοί. Όταν άλλοι Λατίνοι εγκαταστάθηκαν ακολούθως στην πόλη του Πολιτόριου, ο Άγκος την κατεδάφισε πλήρως μαζί με δύο γειτονικά χωριά. Έπειτα ο πόλεμος στράφηκε κατά της πόλης Μεδούλλια, για την υποταγή της οποίας χρειάστηκαν αρκετές επιθέσεις, με κατάληξη, όπως προηγουμένως, την υποχρεωτική εγκατάσταση πρόσθετων πληθυσμών από Λατίνους στον Αβεντίνο λόφο. Κατόπιν ο Άγκος ενσωμάτωσε τον οικισμό του Ιανίκολου στη Ρώμη, οχυρώνοντάς τον με τείχη και συνδέοντάς τον με την πόλη με κατασκευή ξύλινης γέφυρας στον Τίβερη, ενώ στη χερσαία πλευρά της πόλης κατασκεύασε βαθιά οχυρωματική τάφρο και παράλληλα έκτισε την πρώτη φυλακή της Ρώμης. Τέλος επέκτεινε τις κτήσεις της Ρώμης μέχρι την παραλία, όπου στις εκβολές του Τίβερη ίδρυσε την πόλη Όστια, επίνειο της Ρώμης, κατασκευάζοντας ταυτόχρονα αλυκές γύρω στο λιμάνι. Έτσι ολοκληρώθηκε η πολιτική ενοποίηση του Λατίου υπό την εξουσία της Ρώμης ως πρωτεύουσας της Λατινικής συμπολιτείας.

ε. Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος 616-578

Ο Ταρκύνιος ο Πρεσβύτερος (Lucius Tarquinius Priscus), πέμπτος βασιλεύς της Ρώμης (616-578 π.χ.), κατά την παράδοση ήταν γιος του Κορίνθιου εξόριστου Δημάρατου από τον οίκο των Βακχιδών. Από την πλευρά της μητέρας του ήταν Τυρρηνός. Η σύζυγός του Τανακβίλ ήταν επίσης τυρρηνικής καταγωγής. Όταν κληρονόμησε την περιουσία του πατέρα του προσπάθησε να ασκήσει δημόσιο λειτούργημα στην Ετρουρία, χωρίς επιτυχία εξαιτίας της ελληνικής καταγωγής του, και στη συνέχεια μετοίκησε στη Ρώμη μετά από υπόδειξη της συζύγου του. Στη Ρώμη κέρδισε το γενικό σεβασμό χάρη στους ευγενικούς τρόπους του και γνωρίστηκε με τον βασιλιά Άγκο Μάρκιο που τον διόρισε φύλακα των γιων του. Δεδομένου ότι η διαδοχή στο βασιλικό θρόνο δεν ήταν θεσμοθετημένα κληρονομική, ο Ταρκύνιος απευθύνθηκε στη Λαϊκή Συνέλευση (Comitia Curiata) και έπεισε τους μετέχοντες να αναθέσουν το βασιλικό αξίωμα σε εκείνον, υποσκελίζοντας τους γιους του Άγκου που, απουσιάζοντας σε κυνηγετική αποστολή, δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν την απόφαση της Συνέλευσης. Σύμφωνα με τον Λίβιο, μετά την ανάληψη της εξουσίας ο Ταρκύνιος αύξησε τον αριθμό των Συγκλητικών (που από τότε ονομάζονταν patres coscripti) σε 300, προσθέτοντας 100 άτομα από δευτερεύουσες αρχοντικές οικογένειες, γεγονός που αποδεικνύει την στρατιωτική ή οικονομική επιβολή των Τυρρηνών, διότι οι νεοεπιλεγέντες Συγκλητικοί (μεταξύ των οποίων και οι Οκτάβιοι, από τους οποίους καταγόταν ο μετέπειτα αυτοκράτωρ Οκταβιανός Αύγουστος) ήταν Τυρρηνοί.
            Ο πρώτος πόλεμος του Ταρκύνιου επιχειρήθηκε το 588 εναντίον των Λατίνων και είχε αποτέλεσμα την κατάληψη με αιφνιδιαστική επίθεση της πόλης Απιόλαι. Η δεύτερη πολεμική επιχείρησή του, που προέκυψε το 585 από συνδυασμένη επιδρομή των Σαβίνων στη Ρώμη με τη συνεργασία 5 ετρουσκικών πόλεων, κερδήθηκε δύσκολα μετά από σκληρές οδομαχίες μέσα στην πόλη. Κατά τις επακόλουθες διαπραγματεύσεις ανακωχής ο Ταρκύνιος προσέκτησε την πόλη Κολλάτια, όπου διοικητή φρουράς όρισε τον ανιψιό του Ηγέριο (Arruns Tarquinius) και στη συνέχεια προσαρτήθηκαν και άλλες 6 πόλεις. Όμως οι 5 ετρουσκικές πόλεις που μετείχαν στον πόλεμο των Σαβίνων, μαζί με άλλες 7 ετρουσκικές πόλεις που συμμάχησαν μαζί τους, κατέλαβαν τη ρωμαϊκή αποικία των Φίδενων και υποχρέωσαν τον Ταρκύνιο να αναλάβει τρίτη πολεμική επιχείρηση εναντίον τους που έληξε νικηφόρα με την υποταγή τους, με συνέπεια την εισροή πλούτου στη Ρώμη από τη λαφυραγώγηση.     
            Ο Ταρκύνιος υλοποίησε μεγάλα οικοδομικά έργα για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό της Ρώμης. Κατασκευάστηκε μεγάλη υπόνομος 800 μέτρων με εκβολή στον Τίβερη (cloaca maxima) για τη διοχέτευση των υδάτων που λίμναζαν στους λόφους και των λημμάτων της πόλης. Ο μέγας Ιππόδρομος (Circus maximus), το πρώτο και μεγαλύτερο στάδιο της Ρώμης για διεξαγωγή αρματοδρομιών και άλλων δημόσιων τελετών, προβλέφτηκε να έχει ιδιαίτερες έδρες για τους επισήμους (συγκλητικούς και ιππείς). Η Αγορά (Forum) μεταξύ των λόφων Παλατίνου και Καπιτωλίνου, πλουτίστηκε με στοές, στον Καπιτωλίνο αναγέρθηκε οχύρωμα η Ακρόπολις (arx) και άρχισε η οικοδόμηση τείχους γύρω στην πόλη, καθώς και ναού προς τιμήν του Δία (Jupiter Optimus Maximus). Από τους Τυρρηνούς ο Ταρκύνιος κληρονόμησε και εισήγαγε και τα εξωτερικά σύμβολα της βασιλικής αρχής, την πορφύρα, το στέμμα, το σκήπτρο με διακόσμηση αετού, το θρόνο από ελεφαντόδοντο, το τέθριππο άρμα και το θριαμβικό μανδύα.
Ο Ταρκύνιος βασίλεψε 38 χρόνια. Οι γιοι του προκατόχου του Άγκου Μάρκιου, που εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι ο θρόνος τους ανήκε, οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον του και τον δολοφόνησαν το 578 π.Χ. Η βασίλισσα Τανακβίλ όμως, διαδίδοντας ότι ο Ταρκύνιος ήταν απλώς τραυματισμένος, πρόλαβε μέσα στη σύγχυση που επικράτησε, να κηρύξει αντιβασιλέα τον επί θυγατρί γαμβρό της Σέρβιο Τύλλιο, που, όταν επιβεβαιώθηκε ο θάνατος του Ταρκύνιου, έγινε βασιλεύς υπερισχύοντας έναντι των γιων του Άγκου Μάρκιου αλλά και των γιων του ίδιου του Ταρκύνιου.

στ. Σέρβιος Τύλλιος 578-534

Ο Σέρβιος Τύλλιος (Servius Tullius 578-534) έκτος βασιλεύς της Ρώμης, ήταν επίσης τυρρηνικής καταγωγής, γιος του Πούμπλιου από την πόλη Κορνίκουλο και μιας αιχμάλωτης της Οκρήσιας, που εργαζόταν ως υπηρέτρια της Τανακβίλ, συζύγου του προκατόχου του Ταρκύνιου του πρεσβύτερου, από την οποία υποστηρίχθηκε και έλαβε ανατροφή και παιδεία ισάξια με τους βασιλόπαιδες γιους της. Μεγαλώνοντας συζεύχθηκε την Ταρκίνια, κόρη του Ταρκύνιου και τον διαδέχτηκε στο θρόνο με την αρωγή της πεθεράς του Τανακβίλ, για πρώτη φορά χωρίς έγκριση από τη Κουριάτιδα Εκκλησία. Η πολιτική του επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις νομοθετικές ρυθμίσεις του Σόλωνα στην Αθήνα και ιδιαίτερα από τον σύγχρονό του Πεισίστρατο. Μετά από κάποιες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Βηίων και των Ετρούσκων, ο Σέρβιος Τύλιος στράφηκε στην εκτέλεση οικοδομικών έργων από τα οποία σπουδαιότερο ήταν το μέγα τείχος με το οποίο οχύρωσε τα επαυξημένα όρια της πόλης (και το οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα). Ιδιαίτερη όμως σημασία έχει ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικών μεταρρυθμίσεων που αποδίδεται σ’ αυτόν (μολονότι και αυτές φαίνεται ότι ολοκληρώθηκαν σταδιακά αργότερα κατά τον 4ο ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.), με τις οποίες εισάχθηκε στη Ρώμη το τιμοκρατικό πολίτευμα και η κατανομή των πολιτικών δικαιωμάτων βάσει των προσόδων, με βασική επιδίωξη την πολιτική εξίσωση των τάξεων και την οικονομική διοργάνωση της πολιτείας.
            Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές, κατ’ απομίμηση της διαίρεσης του στρατού, οι πολίτες διαιρέθηκαν σε 6 τάξεις (classes) ανάλογα με την περιουσία τους και 193 συνολικά λόχους (centuriae): 98 λόχους περιλάμβανε η πρώτη τάξη των ευπόρων (18 λόχοι ιππέων και 80 λόχοι πεζών), ανά 20 λόχους η δεύτερη, τρίτη και τέταρτη τάξη, 30 λόχους η πέμπτη και ένα μόνο λόχο η έκτη, των απόρων και ακτημόνων, που απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική θητεία όπως και οι σκλάβοι και τα ορφανά. Επιπλέον υπήρχαν 2 λόχοι χειροτεχνών (μηχανικών του στρατού) και 2 σαλπιγκτών. Μία επιπρόσθετη διάκριση των πολιτών σε Νέους (Juniores 17 έως 45 ετών) και Πρεσβύτερους (Seniores 46 έως 60 ετών) είχε στρατολογικούς σκοπούς, καθώς οι νέοι υπηρετούσαν στον ενεργό στρατό, ενώ οι πρεσβύτεροι στις εφεδρείες. Όλοι αυτοί συνέρχονταν στις Λοχίτιδες Εκκλησίες (Comitia Centuriata) και ψήφιζαν κατά τάξεις, με πρώτους τους 18 λόχους των ιππέων. Αν επιτυγχανόταν πλειοψηφία μετά την ψήφο των ευπορότερων τάξεων, λογιζόταν περιττή η περαιτέρω ψήφιση και γι’ αυτό οι φτωχότερες τάξεις πολλές φορές δεν καλούνταν καν για ψήφιση. Επιπλέον καθιερώθηκε η ανά πενταετία διατίμηση, δηλαδή ο έλεγχος της περιουσίας των πολιτών  που γινόταν με απογραφή (census) και κατέληγε σε δημόσια τελετή καθαρμού (lustratio). Δεδομένου ότι η χρήση χρημάτων εισάχθηκε στη Ρώμη αρκετά αργά τον 3ο αιώνα π.Χ. η διατίμηση δεν μπορούσε να γίνεται με στοιχεία καθαρά οικονομικά και βασιζόταν κυρίως σε γεωργικά δεδομένα, συνδυάζοντας αγροτεμάχια και κεφάλια ζώων.
            Στην απογραφή πληθυσμού που πραγματοποίησε ο Σέρβιος Τύλλιος, σύμφωνα με τον Κουίντο Φάβιο Πίκτορα, ο πληθυσμός της Ρώμης ήταν 80.000 πολίτες. Επιπλέον έγινε αναδιοργάνωση του στρατού και του τρόπου φορολόγησης με διαίρεση της πόλης σε 4 περιφέρειες (regio Suburanaregio Esquillinaregio Collina και regio Palatina) που εσφαλμένα συγχέονταν με τις 6 προαναφερόμενες τάξεις των πολιτών. Αλλά ο Σέρβιος μετασχημάτισε και το ρωμαϊκό σύνταγμα με τρόπο ώστε η ψήφος να μην είναι πλέον ατομική, αλλά εξαρτώμενη από τη απογραφή της διατίμησης, ενώ και στις Λοχίτιδες Εκκλησίες, που συνέρχονταν κατά την σειρά των 6 τάξεων, οι 18 + 80 = 98 λόχοι της πρώτης τάξης αρκούσαν για την εξασφάλιση πλειοψηφίας και την ψήφιση ενός νόμου, με φυσικό επακόλουθο η πολιτική δύναμη να ανήκει εφεξής ολοκληρωτικά στις πλούσιες τάξεις. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές έθιγαν τα συμφέροντα της ιστορικής αριστοκρατίας και άνοιγαν τις πύλες για την πολιτική άνοδο των νεόπλουτων πληβείων (plebeii, όπως λεγόταν ο απλός λαός), πράγμα που κατέστησε τον Σέρβιο Τύλλιο μισητό στους πατρικίους (όπως λέγονταν τα ιστορικά γένη των ευπατριδών), που συντέλεσαν στην πτώση του. Πέθανε με τραγικό τρόπο το 534, θύμα συνωμοσίας που οργάνωσε η ίδια η κόρη του και ο γαμβρός του Ταρκίνιος ο Υπερήφανος που τον διαδέχτηκε.

ζ. Ταρκύνιος ο Υπερήφανος 534-509

Ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος (Lucius Tarquinius Superbus), έβδομος και τελευταίος βασιλεύς της Ρώμης (534-509, πέθανε το 495 π.Χ.), τυρρηνικής καταγωγής επίσης, ήταν εγγονός του Ταρκύνιου του Πρεσβύτερου και επί θυγατρί γαμβρός του προκατόχου του Σέρβιου Τύλλιου, αφού συζεύχθηκε διαδοχικά και με τις δύο κόρες του Τύλλια Α και Τύλλια Β, με την προτροπή της οποίας δολοφόνησε, τον πατέρα της μετά από συνωμοσία οργανωμένη με τη συνεργασία συγκλητικών και ανέβηκε στο θρόνο και πάλι χωρίς έγκριση από τη Κουριάτιδα Εκκλησία. Επιχείρησε να στερεωθεί στο θρόνο περιορίζοντας τη δύναμη των πατρικίων και εξασφαλίζοντας ευημερία του λαού με μεγάλα οικοδομικά έργα, προπαντός του ναού του Καπιτωλίνου Διός, όπου αποθησαύρισε τους Σιβύλλειους χρησμούς. Βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο με τους Λατίνους, νίκησε τους γειτονικούς Βόλσκιους και ανανέωσε τη συνθήκη ειρήνης με τους Ετρούσκους. Αλλά η διακυβέρνησή του έγινε τυραννική, καθώς περιστοιχισμένος από φρουρά σωματοφυλάκων φόνευε ή εξόριζε τους αντιπάλους του και δήμευε την περιουσία τους, αρχίζοντας από αυτούς που είχαν υποστηρίξει τον Σέρβιο Τύλλιο. Ιδιαίτερα έπληξε τους συγκλητικούς, φονεύοντάς τους χωρίς να τους αναπληρώνει για να αδυνατίσει την τάξη τους. Το κακό κορυφώθηκε όταν ο γιος του Σέξτος ατίμασε με βιασμό την σύζυγο του συγγενούς του στρατηγού Ταρκύνιου Κολλατίνου ωραία και ενάρετη Λουκρητία, που αυτοκτόνησε από οδύνη μπροστά στα μάτια του συζύγου της. Τότε αυτός, με τη βοήθεια του εξαδέλφου του ορμητικού ευπατρίδη Λεύκιου Ιούνιου Βρούτου, κινητοποίησε το στρατό που βρισκόταν σε εκστρατεία και, προκαλώντας εξέγερση των αριστοκρατών στην πόλη, στην οποία μετείχαν επιπλέον ο πεθερός του Σπούριος Λουκρήτιος Τρικιπιτίνος και ο Πόμπλιος Βαλέριος Πουμπλίκολα, πολιόρκησε το 509 π.Χ. τον τύραννο και τον εξανάγκασε να καταφύγει στην Ετρουρία μαζί με την οικογένειά του, καταλύοντας ταυτόχρονα το θεσμό της βασιλείας. Ο εξόριστος Ταρκύνιος αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να ανακαταλάβει το θρόνο του τον επόμενο χρόνο με τη βοήθεια του Πορσέννα, βασιλιά του τυρρηνικού Κλαύσιου, και μερικά χρόνια αργότερα με τη βοήθεια του γαμβρού του Οκτάβιου Μαμίλιου επικεφαλής Λατίνων, οπότε νικήθηκε στη λίμνη Ρηγίλλη και αποσύρθηκε στην Κύμη όπου πέθανε από φυσικές αιτίες το 495 π.Χ.

η. Εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας 509 π.Χ.

Μετά την αποπομπή του Ταρκύνιου του Υπερήφανου το 509 π.Χ. οι πατρίκιοι επικεφαλής των εκατό κυριότερων οικογενειών που αποτελούσαν την αγροτική αριστοκρατία της Ρώμης, οργάνωσαν και εγκαθίδρυσαν τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία (Res Publica Romanorum), ένα πολιτικό σύστημα τιμοκρατικό (με την έννοια ότι την πραγματική εξουσία είχαν οι οικονομικά εύπορες τάξεις), βάσει του οποίου κυβερνούσαν αιρετοί άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων, ενώ η ψήφιση συντάγματος καθόρισε μια σειρά από ελεγκτικά όργανα με σαφή διαχωρισμό των εξουσιών. Η περίοδος της Δημοκρατίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η Ρώμη μεταβλήθηκε από μία μικρή πόλη-κράτος σε μία υπερπόντια αυτοκρατορία, ενώ αναφύονταν ποικίλα προβλήματα και προκλήσεις, πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα, τελείωσε το 31 π.Χ. με την επικράτηση του Οκταβιανού επί του Μάρκου Αντώνιου στη ναυμαχία του Ακτίου.
Αρχικά, η ρωμαϊκή κοινωνία χωριζόταν σε δύο ομάδες. Η ανώτερη τάξη, οι πατρίκιοι, που κατείχαν το μονοπώλιο σε όλους τους τομείς της εξουσίας, πολιτική, στρατιωτική, δικαστική και θρησκευτική, ήταν μία αριστοκρατία αίματος και αγροτικής ιδιοκτησίας με σαφώς οριοθετημένα προνόμια. Η άλλη ομάδα, οι πληβείοι (plebeii ή plebs =πλήθος, που παράγεται από το ρήμα pleo =γεμίζω), εξαρτημένοι από τους πατρικίους από οικονομική και κοινωνική άποψη, ήταν μία μεγάλη κοινωνική ομάδα, με ποικίλη σύνθεση, που περιελάμβανε από τα πλέον φτωχά έως και ιδιαίτερα πλούσια άτομα. Οι αρκετά πλούσιοι πληβείοι επιθυμούσαν πρόσβαση στα αξιώματα. Στη θέση του βασιλιά τοποθετήθηκαν δύο άρχοντες με ετήσια θητεία, οι ύπατοι (consules), οι οποίοι κυβερνούσαν το κράτος και το στρατό, που εκλέγονταν από τη Σύγκλητο και ασκούσαν από κοινού την εκτελεστική εξουσία, η οποία συχνά περιγράφεται με τον όρο «imperium». Στις μείζονες αποφάσεις τους, όμως, ακολουθούσαν τη σύγκλητο. Οι προτάσεις των υπάτων, προκειμένου να καταστούν νόμοι του κράτους, υποβάλλονταν σε ψηφοφορία στις λαϊκές συνελεύσεις (committia) που ήταν ταυτόχρονα και εκλογικά σώματα: Η Λοχίτιδα Εκκλησία (comitia centuriata), αποφάσιζε για θέματα πολέμου και ειρήνης και επίσης φρόντιζε για την εκλογή των αξιωματούχων, ενώ η Φυλετική Εκκλησία (comitia tributa), εξέλεγε κατώτερους αξιωματούχους. Αλλά και οι λαϊκές συνελεύσεις ελέγχονταν από την παραδοσιακή αριστοκρατία (nobilitas), εξαιτίας αφενός του τρόπου στάθμισης των ψήφων, σύμφωνα με τον οποίο (όπως εξηγήθηκε σε προηγούμενη παράγραφο) η ψήφος των πλουσίων κατέληγε να έχει πολλαπλάσιο βάρος από εκείνη των φτωχότερων, και αφετέρου των δικτύων πατρωνίας, μέσω των οποίων οι πλούσιοι λειτουργούσαν ως προστάτες των οικονομικά ασθενέστερων με αντάλλαγμα την εξαγορά ψήφων.
Οι ύπατοι έπρεπε να συνεργαστούν με τη Σύγκλητο (Senatus), την οποία (στην αρχική περίοδο) συγκροτούσαν με ισόβια ισχύ 300 ευγενείς (πατρίκιοι), που είχαν διατελέσει στο παρελθόν άρχοντες. Ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός, ωστόσο με το πέρασμα του καιρού απέκτησε σημαντική πολιτική δύναμη, δεδομένου ότι εξέλεγε τους υπάτους, οι οποίοι, λόγω της σύντομης διάρκειας της θητείας τους και του ότι ήταν και οι ίδιοι μέλη της συγκλήτου, συνήθως λειτουργούσαν ως εκτελεστικά όργανα της τελευταίας. Για τους Ρωμαίους, το κύρος, η αυθεντία της συγκλήτου (autoritas senatus), αποτελούσε κύριο στοιχείο της πολιτικής ζωής. Οι συγκλητικοί κατείχαν επίσης τα μείζονα ιερατικά αξιώματα, των οποίων, καθώς το σύνολο του πληθυσμού επιζητούσε την εύνοια των θεών, η επιρροή ήταν μεγάλη, και, επειδή η θρησκεία σχετιζόταν με τη δημόσια ζωή, πολλοί ακολουθούσαν τις οδηγίες τους στον τομέα αυτό. Λόγω της ταύτισης των προσώπων που κατείχαν την ιερατική και την πολιτική εξουσία, η θρησκευτική χειραγώγηση αποτελούσε ένα μέσο πρόσθετου ελέγχου. Καθώς οι συγκλητικοί ήταν και νομομαθείς, καταλάμβαναν και τα δικαστικά αξιώματα., με αποτέλεσμα να ασκούν πλήρη έλεγχο στην πολιτική κατάσταση. Οι συγκλητικοί διέθεταν, επιπλέον, πλούτο σε γη. Έλεγχαν, λοιπόν, και τους αγρότες-μισθωτές της γης τους και, μέσω των εισοδημάτων που αποκτούσαν από το δανεισμό της γης, τις μάζες του αστικού προλεταριάτου, ως πάτρωνες. Επομένως ουσιαστικά η παραδοσιακή αριστοκρατία (nobilitas) μέσω κυρίως της συγκλήτου ασκούσε απόλυτο έλεγχο στο πολιτικό σύστημα, εξασφαλίζοντας αξιοσημείωτη σταθερότητα, που ήταν η βάση για την πολιτική ακμή της Ρώμης τους επόμενους αιώνες.
Σταδιακά θεσπίστηκαν και άλλα ανώτερα αξιώματα, στα οποία μεταφέρθηκε μέρος των εξουσιών των υπάτων και για τα οποία οι αξιωματούχοι ορίζονταν από τη Σύγκλητο, που μέλη μπορούσαν να γίνουν μόνον πατρίκιοι. Τέτοια αξιώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας ήταν οι 2 πραίτορες (praetor), στρατηγοί με δικονομικές αρμοδιότητες, αναπληρωτές των υπάτων σε περίπτωση απουσίας, οι 4 αγορανόμοι (aedile), οι 4 ταμίες (κυαίστορες quaestor), που ήταν υπεύθυνοι για τα δημόσια οικονομικά και οι 2 τιμητές (censores) υπεύθυνοι για την διεξαγωγή της απογραφής κάθε 5 έτη. Ειδική περίπτωση αξιώματος, που χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 501 με τον Τίτο Λάρτιο Φλάβο και τελευταία το 44 με τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα, ήταν ο δικτάτωρ (dictator), που με απόφαση της Συγκλήτου, είχε απόλυτη εξουσία υπεράνω όλων των υπόλοιπων αρχόντων με σκοπό την αντιμετώπιση εξαιρετικών περιστάσεων και ιδιαίτερα κινδύνων από επιθέσεις εχθρών. Οι αξιωματούχοι αρχικά επιλέγονταν κατά αποκλειστικότητα από τους πατρικίους, αλλά αυτό, δυσαρέστησε την άλλη κοινωνική ομάδα της Ρώμης, τους πληβείους, δηλαδή τους βιοτέχνες, τους μικροκαλλιεργητές και όλους όσοι δεν ανήκαν σε κανένα γένος. Οι πιο πλούσιοι απ’ αυτούς ενεπλάκησαν σε μακροχρόνια διαμάχη με τους πατρικίους και το 494 π.Χ., συγκεντρώθηκαν σε έναν μικρό λόφο έξω από τη Ρώμη απειλώντας να ιδρύσουν μία καινούρια, δική τους πόλη αν οι πατρίκιοι συνέχιζαν να τους αγνοούν και να τους καταπιέζουν. Οι πατρίκιοι υποχώρησαν, καθώς τους χρειάζονταν για στρατιώτες, και έτσι θεσπίστηκε το αξίωμα των 10 δημάρχων (τριβούνοι, tribune), του οποίου μοναδικό καθήκον ήταν η προστασία των πληβείων από τις πιέσεις των αρχόντων. Σε θεσμικό επίπεδο, δημιουργήθηκαν ειδικές συνελεύσεις πληβείων (consilium plebis), στις οποίες προήδρευαν οι 10 δήμαρχοι (tribunibes), που όμως και πάλι βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των οικονομικά ισχυρών, δεδομένου ότι οι πλούσιοι πληβείοι με την παλαιά αριστοκρατία δημιούργησαν μία νέα αριστοκρατία, οδηγώντας την πολιτική ζωή όχι στη δημοκρατικοποίηση, όπως είχε συμβεί στις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, αλλά στη διεύρυνση της ομάδας που νεμόταν την εξουσία.
            Ύπατοι κατά τον πρώτο χρόνο της Δημοκρατίας (509 π.Χ) ήταν οι ηγέτες της επανάστασης που ανέτρεψε τον τελευταίο βασιλιά (Ταρκύνιο τον Υπερήφανο), ο Λεύκιος Ιούνιος Βρούτος (Lucius Junius Brutus), εγγονός (από τη μητέρα του) του ελληνικής καταγωγής 5ου βασιλιά Ταρκύνιου του πρεσβύτερου και ο Λεύκιος Ταρκίνιος Κολλατίνος (Lucius Tarquinius Collatinus) που αντικαταστάθηκε σύντομα από τον Πόμπλιο Βαλέριο Πουμπλίκολα (Publius Valerius Publicola), ενώ τον επόμενο χρόνο ο Σπούριος Λουκρήτιος Τρικιπιτίνος (Spurius Lucretius Tricipitinus) και για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ο Πόμπλιος Βαλέριος Πουμπλίκολα (Publius Valerius Publicola). Όταν ο Βρούτος ανακηρύχτηκε ύπατος υποχρέωσε το λαό να δώσει όρκο ότι δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να γίνει στο μέλλον βασιλεύς της Ρώμης και συμπλήρωσε τον αριθμό των 300 συγκλητικών από την τάξη των ιππέων, ορίζοντας ταυτόχρονα και ένα αρχιερέα για την τέλεση των ιερατικών καθηκόντων που πριν εκτελούσαν οι βασιλείς. Αμέσως μετά αντιμετώπισε μια συνωμοσία που αποσκοπούσε στην επαναφορά του Ταρκύνιου του Υπερήφανου στην εξουσία, τιμωρώντας με θάνατο τους πρωτεργάτες, ανάμεσα στους οποίους (κατά τραγική τύχη) δύο αδελφούς της γυναίκας του και δύο γιους του. Στη συνέχεια ο Βρούτος σκοτώθηκε στη (νικηφόρα τελικά) μάχη για την απόκρουση της επίθεσης που εξαπέλυσε εναντίον της Ρώμης ο πρώην βασιλεύς, με τρόπο που τον ανέδειξε σε εθνικό ήρωα που θρηνήθηκε αλλά και τιμήθηκε πάνδημα κατά την κηδεία του. Απόγονός του, μετά από 465 χρόνια, ήταν ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος, ο διασημότερος από τους δολοφόνους του Ιούλιου Καίσαρα.   
            Η παρατήρηση για την προαναφερόμενη ελληνική καταγωγή βασιλικών και αριστοκρατικών οικογενειών, όπως οι Ταρκύνιοι και οι Βρούτοι, σε συνδυασμό με την παράδοση για την ονομασία της Ρώμης από την κόρη του Ηρακλείδη Τήλεφου και τον γιο του Τηλέμαχου, δεν αποθαρρύνει συλλογισμούς που θεωρούν τη Ρώμη, αν όχι ελληνική αποικία, οπωσδήποτε εποικισμένη από Έλληνες από το ξεκίνημά της στα πλαίσια του 2ου αποικισμού. Τέτοιες σκέψεις ενισχύονται όχι μόνο από την ούτως ή άλλως καθολικά αναγνωρισμένη καταλυτικά πατριαρχική επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στο ρωμαϊκό (στη γλώσσα, στη θρησκεία, στους πολιτικούς θεσμούς, στην τέχνη, στο αλφάβητο, στα ήθη και στον τρόπο ζωής), αλλά και από την εμφανή ελληνικότητα πολλών ρωμαϊκών ονομάτων, όπως: Γάιος (<γαία, ο σχετιζόμενος με τη γη), Ιούνιος (Juno <Διώνη <Δίας + νοώ = έχει τη νόηση του Δία > Ζευς+νοώ > Zeu+no > Jeu+no), Ιούλιος (<ίουλος = θερισμένα στάχια, επίθετο της Δήμητρας), Καίσαρ (<καίνυμαι πρκμ. κέ-κασ-μαι (τ>σ), εκ του κατά κάτω, ο υπερέχων, ο έχων τους άλλους υποκάτω), Οκτάβιος (οκτώ + βίος = οκτάψυχος), Αύγουστος (<αυγή = λαμπρός, σεβαστός), Λέπιδος (<λεπίς), Σύλας (<συλέω, συλώ = αρπάζω), Μάριος (<μάρναμαι = πολεμώ > Μαρης > Μαρς > Άρης, το «μ» προτάσσεται λόγω συμπροφοράς από την αιτιατική), Κράσος (<κράσις = συνένωση <κεράννυμι = αναμιγνύω), Κάσιος (<κάσα = οίκος, σπιτικός), Πομπήιος (<πομπή = συνοδεία), Βρούτος (<βροτός=θνητός, υποπίπτων σε σφάλματα > χαζός), Μάρκος (<μάκρος, κρ>ρκ, ψηλός), Αντώνιος (<αντί + ώνιος=χρήσιμος), Σκιπίων (<σκήπτω > ενσκήπτω, σκίπων = αετός), Παύλος (<παύω=αναπαύω>παύλα), Αιμίλιος (<δαίμων+ύλη>αιμύλος=έμπειρος), Οράτιος (<ορώ, όρασις, οράσιος), Κλαύδιος (<κλαίω, κλαύσιος), Λούκιος (<λύκη=φως > λευκός > λεύκιος), Κούριος (<κουρώ = βοηθώ), Δέκιος (<δέκα, ισάξιος με δέκα), Βάρων (<βάρος), Σέργιος (<στέργω=αισθάνομαι στοργή>στέργιος), Κάρος (<κάρα=κεφάλι,λέξη δωρική), Άλβιος ((<άλβος, εκ του αλφός (φ,β>π), #αλφός = υπόλευκος), Οβίδιος (<οβίδα), Πετρώνιος (<πέτρα + ώνιος=χρήσιμος, Πλίνιος (<πλύνω = πλένω), Πέρσιος (<πέρθω (κατακτώ), πέρσις = κατάκτηση), Τιβέριος (<Τίβερης <τι + φέρω =μεταφέρων ιλύ), Πρόβος (<προβαίνω=προπορεύομαι), Παλατίνος (<παλλάδιο = ιερός τόπος >παλάτιον), Ρηγίλλη (<ρηξ, ρηγός=βασιλεύς + ύλη =η έχουσα βασιλικά γνωρίσματα).        

5.15. Η Λογοτεχνία της Προκλασικής Περιόδου


Η λογοτεχνική παραγωγή της προκλασικής εποχής περιλαμβάνει τόσο ποιητικά όσο και πεζά κείμενα. Σημαντικός εκπρόσωπος της επικής ποίησης είναι ο Ησίοδος (<έσις + άδω {όπου έσις<έσ-θαι, απαρ. αορ. του ίημι [= άφεση, ορμή]} = ελεύθερος να τραγουδάει) από την Άσκρα της Βοιωτίας, που έγραψε το διδακτικό έπος "Έργα και Ημέραι", όπου περιγράφει την αγροτική ζωή, δίνοντας συμβουλές για τη γεωργία, τη ναυσιπλοΐα και την ηθική, σε αντίθεση με τα ομηρικά έπη που απεικονίζουν τη ζωή της αριστοκρατίας, ενώ στο έργο Θεογονία περιγράφει τις σπουδαιότερες πράξεις των θεών και των ηρώων. Η ακμή του τοποθετείται περί το 700 π.Χ. Από τους ραψωδούς της εποχής αυτής ο Στασίνος (8ος αι.) εξιστόρησε τα γεγονότα πριν από την Ιλιάδα στα Κύπρια Έπη που συμπλήρωσε ο Ηγησίας (8ος αι.), ενώ ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος (8ος αι.) στα έργα Αιθιοπίς και Ιλίου Πέρσις αφηγήθηκε τα γεγονότα μετά το θάνατο του Έκτορα, ο Κιναίθων από τη Λακωνία έγραψε τα Οιδιπόδεια, ο Εύμηλος ο Κορίνθιος την Τιτανομαχία και λίγο αργότερα ο Αγίας ο Τροιζήνιος (~600) στους Νόστους διηγήθηκε τις περιπέτειες των ηρώων του Τρωικού Πολέμου κατά την επιστροφή τους και ο Ευγάμων ο Κυρηναίος (~658) στην Τηλεγονία εξιστόρησε τα γεγονότα μετά την Οδύσσεια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η θρησκευτική ποίηση των Ομηρικών Ύμνων που ψέλνονταν από τους ραψωδούς πριν από τις κύριες διηγήσεις τους και η παρωδική ποίηση της Βατραχομυιομαχίας, όπου με επική σπουδαιοφάνεια ανιστορείται ένας πόλεμος ανάμεσα σε ποντικούς και βατράχια.
Με την λυρική ποίηση, που γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη από τον 6ο αιώνα, εξωτερικεύτηκαν με συνοδεία λύρας βαθιά αισθήματα χαράς, λύπης και αγάπης. Δημιουργήθηκαν τέσσερα είδη λυρικής ποίησης με τους εξής εκπροσώπους:
(1) Ελεγειακή ποίηση σφοδρής ψυχικής συγκίνησης: Ο Καλλίνος ο Εφέσιος (τέλος 7ου αι.) εξύμνησε όσους πολέμησαν για την πατρίδα κατά τις επιδρομές των Κιμμερίων, ο Τυρταίος ο Σπαρτιάτης (ακμή το β’ μισό 7ου π.Χ. αιώνα) έγραψε πολεμικά εμβατήρια για την εμψύχωση των συμπατριωτών του κατά το Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο, ο Μίμνερμος ο Κολοφώνιος (τέλος 7ου αι,) έγραψε ευαίσθητες ερωτικές ελεγείες πλημμυρισμένες από μελαγχολία, ο Σόλων ο Αθηναίος (635-559), έγραψε πολιτικές, γνωμικές και θρησκευτικές ελεγείες συμφιλιωτικού χαρακτήρα, ο Θέογνις από τα Μέγαρα (ακμή περί το 500 π.Χ.) έγραψε γνωμικές ελεγείες όπου εξωτερικεύει τις αριστοκρατικές πεποιθήσεις του και ο Ξενοφάνης Κολοφώνιος (570-480) έγραψε συμποτικές ελεγείες.
(2) Ιαμβική ποίηση κοινωνικού προβληματισμού: Ο Αρχίλοχος ο Πάριος (680-629 π.Χ.), που έλαβε μέρος στον αποικισμό της Θάσου έγραψε βίαιες, ειρωνικές και δηκτικές σάτιρες, ο Σημωνίδης ο Σάμιος (~650) είναι γνωστός για τον σατιρικό Ψόγο Γυναικών όπου κατατάσσει τις γυναίκες σε κατηγορίες επισημαίνοντας τα τρωτά κάθε περίπτωσης και ο Ιππώναξ ο Εφέσιος (~540) με σκαιούς χλευασμούς περιέγραψε την αθλιότητα και την απόγνωση των καταπιεσμένων της εποχής του.
(3) Μελική ποίηση έκφρασης των ατομικών συναισθημάτων: Ο Τέρπανδρος από την Άντισσα Λέσβου (680-620) ήταν ο εφευρέτης του κιθαρωδικού νόμου με επτάχορδη κιθάρα, ο Αλκαίος ο Μυτιληναίος (630-560) έγραψε στρατιωτικά, συμποσιακά και ερωτικά ποιήματα με εκφραστικότητα και ζωντάνια, η Σαπφώ από την Ερεσσό της Λέσβου (627-567), επονομαζόμενη δέκατη μούσα από τον Πλάτωνα θαυμάζεται για την τολμηρή φαντασία, τον αυθορμητισμό και την τρυφερότητα των ερωτικών τραγουδιών της και ο Ανακρέων από την Τέω της Μ.Ασίας (570-485) είναι διάσημος για τα ελαφρά και ηδονικά ποιήματά του με θέμα το κρασί και τον ελεύθερο έρωτα. Τρεις ακόμη ποιήτριες, η Μύρτις από τη Βοιωτία, η Κόριννα από τη Βοιωτία και η Ήριννα από το Άργος έγιναν διάσημες περί το τέλος του 6ου αιώνα, σε βαθμό που μπορούσαν να συναγωνίζονται στους ποιητικούς διαγωνισμούς ακόμη και τον Πίνδαρο.
(4) Χορική ποίηση έκφρασης συλλογικών συναισθημάτων: Ο Αλκμάν από τις Σάρδεις της Λυδίας (~620) έγραψε χορικά για τον Απόλλωνα με έκφραση απαλή και ζωντανή, λιτή και με γοργές μεταπτώσεις, Ο Τεισίας Στησίχορος από Μέταυρο Λοκρίδος (640-555) συνέθεσε ωδές, παιάνες, ύμνους, επιθαλάμια και ερωτικά άσματα, επινοώντας τη στροφική τριάδα (στροφή, αντιστροφή και επωδός), ο Αρίων ο Μηθύμνιος (~600), υμνωδός του Διονύσου υπήρξε ο δημιουργός του διθυράμβου και ο Ίβυκος από το Ρήγιο της Ν.Ιταλίας είναι γνωστός για τη γαλήνια ηρεμία του.
Ο πεζός λόγος άρχισε να καλλιεργείται στο τέλος της προκλασικής εποχής. Στο τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, έγραψε τις "Γενεαλογίες", όπου ταξινόμησε τις παραδόσεις για τις γενεαλογίες των θεών και των ηρώων. Επίσης έγραψε την "Γης Περίοδο", ένα γνωστό στην εποχή του έργο, στο οποίο περιλαμβανόταν ο πρώτος χάρτης του γνωστού τότε κόσμου. Ο τρόπος γραφής του επηρέασε τον Ηρόδοτο (484 – 426), ο οποίος πέρα από ιστορικές πληροφορίες περιλαμβάνει στο έργο του και εθνογεωγραφικά στοιχεία.
Στα χρόνια αυτά τέθηκαν επίσης, αρχικά στην Ιωνία, οι βάσεις της φιλοσοφικής σκέψης με κατεύθυνση κυρίως κοσμολογική, και με επιμερισμό σε «σχολές» ήδη από τα χρόνια εκείνα ως εξής:
(1) Οι φιλόσοφοι της Φυσική Σχολής Θαλής ο Μιλήσιος (635-545), Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (610-546) και Αναξιμένης ο Μιλήσιος (585-528), πρεσβεύοντας ότι η πολυμέρεια της φύσης κατάγεται από μία κοινή πρωταρχική ουσία (νερό, αέρας, άπειρο), ουσιαστικά θεμελίωσαν την θεωρία της εξέλιξης.
(2) Οι φιλόσοφοι της Στατικής Σχολής Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-480) και Παρμενίδης ο Ελεάτης (540-475) θεμελίωσαν τον οντολογικό ενισμό, διακρίνοντας το φαινόμενο, που θεώρησαν ότι είναι απατηλό, από το «ον» που ταύτισαν με το «παν», ονομάζοντας έτσι τον ένα, μόνιμο και αδιαίρετο κόσμο, χωρίς κενό και επομένως χωρίς κίνηση.
(3) Η Δυναμική Σχολή που εκπροσωπείται από τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο (544-484), έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης διαλεκτικής δίνοντας έμφαση στο διαρκές «γίγνεσθαι», ως ιδιότητα της ύλης ισότιμη του παρμενιδικού «είναι», που απορρέει από την διαπάλη αντιτιθέμενων δυνάμεων.
(4) Οι φιλόσοφοι της Αριθμολογικής Σχολής Πυθαγόρας ο Σάμιος (580-500). Αλκμέων (~500), Ίππασος ο Μεταποντίνος (500-460) και Φιλόλαος ο Κροτωνιάτης (~450), έγιναν εισηγητές του ιδεαλισμού, προσπαθώντας να ενατενίσουν, με τη νόηση και όχι με τις αισθήσεις, την υφή και την αρμονία του σύμπαντος, μέσα από το πλέγμα των μαθηματικών σχέσεων που την ορίζουν.  

5.16. Οι Τέχνες της Προκλασικής Περιόδου 


            Κατά την προκλασική περίοδο δημιουργήθηκαν σπουδαία έργα τέχνης. Κτίστηκαν μεγαλόπρεποι ναοί σε διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου, που έμοιαζαν μεταξύ τους. Οι ρυθμοί των ναών ήταν δύο με διαφορές στο κιονόκρανο και στη βάση: Ο δωρικός που αναπτύχθηκε πρώτα στην Πελοπόννησο και ο ιωνικός που αναπτύχθηκε στην Ιωνία. Στην Αθήνα, όπως και σε άλλες πόλεις υπήρχαν ναοί και των δύο ρυθμών. Οι διασημότεροι από τους ναούς που κατασκευάστηκαν αυτή την περίοδο είναι της Αρτέμιδος Γοργούς στην Κέρκυρα (άγνωστου τον 6ο αιώνα), της Ήρας και της Αθηνάς (παλιότερα θεωρούμενος αφιερωμένος στη Δήμητρα) στην Ποσειδωνία της Ν.Ιταλίας (αγνώστων από τον 6ο αιώνα), της Ήρας στη Σάμο, του οποίου αρχιτέκτονες ήταν ο Ροίκος και ο Θεόδωρος τον 6ο αιώνα στα χρόνια του Πολυκράτη, της Άρτεμης στην Έφεσο, του οποίου αρχιτέκτονας ήταν ο Χερσίφρων από την Κνωσό τον 6ο αιώνα και του Διός στην Ολυμπία (αρχιτέκτων ο Λίβων ο Ηλείος 500-470).
            Τα αγάλματα ήταν μαρμάρινα και παρίσταναν νέους («κούρους») και νέες («κόρες»), που τα πόδια τους ήταν ακόμα σχεδόν κολλημένα στο σώμα.

            Το εμπόριο οδήγησε τους Έλληνες να σημειώσουν πρόοδο και στην κεραμική. Η αγγειοπλαστική αναπτύχθηκε πολύ και σπουδαίοι καλλιτέχνες ζωγράφιζαν τις μορφές πάνω στα αγγεία με μαύρο χρώμα («μελανόμορφα») ή με κόκκινο («ερυθρόμορφα»).



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only