«Ουρλιαχτά ακούγονται, αλαλιασμένοι άνθρωποι φεύγουν τρέχοντας με τα ρούχα σκισμένα και το πρόσωπο ματωμένο, ενώ οι πληγωμένοι σέρνονται στο κατώφλι. Όσοι επιτιθέμενοι είχαν μπει με τη βία στα σπίτια βγαίνουν με τις αγκαλιές φορτωμένες μπόγους που τους στοιβάζουν βιαστικά σε μεγάλα κοφίνια πάνω στα ζώα τους. […] Το πλήθος ορμάει προς τις προκυμαίες αναζητώντας με το βλέμμα πλεούμενα για να φύγει. Όλα σχεδόν τα πλεούμενα έχουν εξαφανιστεί από την προηγούμενη. Φωνές φρίκης απαντούν στους πυροβολισμούς. Εγκαταλείπω την ιδέα να περιγράψω όλες τις σκηνές που διαδραματίζονται μπροστά μας».
Το ημερολόγιο γράφει Παρασκευή 12 Ιουνίου 1914.
Είναι 10 το πρωί και ο Γάλλος αρχαιολόγος και μηχανικός Φελίξ Σαρτιώ (Félix Sartiaux) συμπληρώνει το ημερολόγιο ανασκαφής. Με άδεια της γαλλικής κυβέρνησης από το 1913 έκανε έρευνες στην Παλαιά Φώκαια της Μικράς Ασίας αναζητώντας την αρχαία μητρόπολη της Μασσαλίας, αποικία των Φωκαέων Μικρασιατών. Κάθεται δίπλα στο παράθυρό του χωρίς να γνωρίζει ότι αργότερα θα γίνει μάρτυρας ενός μεγάλου πογκρόμ κατά των Ελλήνων, του πρώτου που οργανώθηκε και εκτελέστηκε από τους Νεότουρκους.
Για χρόνια η σφαγή της Φώκαιας θα μείνει στο περιθώριo της Ιστορίας, επισκιασμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τη μαρτυρία του Φελίξ Σαρτιώ, παρά τις φωτογραφίες που τράβηξε (πλέον είναι «διάσημη» εκείνη με τους τσέτες φορτωμένους λάφυρα), παρά τις αναφορές που έστειλε στην Ευρώπη, το «έρχονται» που φώναζαν οι Έλληνες εκείνη τη μοιραία μέρα ήταν μια… υποσημείωση.
Τσέτες φορτωμένοι λάφυρα. Πίσω τους, Έλληνες της Φώκαιας έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο σπίτι του Σαρτιό.
«Λεηλατούν, πυρπολούν, σκοτώνουν ψυχρά, χωρίς μίσος, κατά μια έννοια μεθοδικά. Επικεφαλής τους είναι δύο άτομα που πολλοί γνωρίζουν στην περιοχή ως ενεργά μέλη της τοπικής Επιτροπής “Ένωσις και Πρόοδος”. Εφαρμόζουν πρόγραμμα που τους έχουν σχεδιάσει στο όνομα των ανώτερων συμφερόντων της Αυτοκρατορίας και της θρησκείας. Η λεηλασία, οι προσωπικές εκδικήσεις, ο βιασμός είναι ο μισθός τους», περιγράφει ο αρχαιολόγος. Μαζί με τους συνεργάτες του κατάφερε να φυγαδεύσει χιλιάδες Φωκαείς που κινδύνευαν να λιντσαριστούν. Απέτυχε, όμως, να ευαισθητοποιήσει την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Οι Γάλλοι έκρυψαν τα γυναικόπαιδα, τους ζήτησαν να ράψουν τρίχρωμα πανιά σκίζοντας γαλλικές σημαίες και σεντόνια και έβγαλαν τις σημαίες στα μπαλκόνια σαν ασπίδα. Την ίδια ώρα έφιπποι τσέτες με φιτίλια βουτηγμένα στο πετρέλαιο έκαιγαν σπίτια. «Τι έγινε στα λαβυρινθώδη σοκάκια, όπου είναι κρυμμένος ο όγκος του πληθυσμού; Τι φρικαλεότητες να έγιναν στη σκιά, μακριά από το επικριτικό μας βλέμμα;», αναρωτιέται ο Φελίξ Σαρτιώ. Στο ημερολόγιο του περιγράφει την απελπισία, τον απόλυτο πανικό, ανθρώπους να πνίγονται στη θάλασσα, άλλους να τους πυροβολούν πισώπλατα, γυναίκες να ρίχνονται πάνω στους Γάλλους και να τους ικετεύουν να βρουν τον άντρα ή τον πατέρα τους, τις κόρες τους που τις βίασαν ή τις απήγαγαν.
Σαρτιώ: Στις 7 το βράδυ η καταστροφή είχε ολοκληρωθεί. Μετά βίας 24 ώρες. Δεν μπορώ να μη συγκινούμαι όταν σκέφτομαι ότι η ζωή της παλιάς μητρόπολης της Μασσαλίας έσβησε ανάμεσα στις πτυχώσεις της σημαίας μας!
Ο Γάλλος αναγνωρίζει Τούρκους χωρικούς της περιοχής που έλαβαν εντολές για ν’ αποδώσουν δικαιοσύνη. Βλέπει ντουφέκια Μαρτίνι και βραχύκανα μουσκέτα πυροβολικού. Διαπιστώνει ότι εκτός από τους τέσσερις χωροφύλακες που προστάτευαν τη γαλλική αποστολή κανένας άλλος, μέλος της τριανταμελούς φρουράς ή αξιωματικός, δεν έκανε κάτι για να εμποδίσει φόνο ή λεηλασία.
«Όλη τη μέρα του Σαββάτου 13 Ιουνίου μέχρι τις 7 περίπου το βράδυ εκτυλίσσονται ταυτόχρονα οι σκηνές των δύο μεγάλων πράξεων του δράματος: η οικτρή έξοδος και η αναίσχυντη λεηλασία», γράφει ο Φελίξ Σαρτιώ. Από τους περίπου 7.000 Έλληνες της Φώκαιας με την πρώτη καραβιά έφυγαν περίπου 3.000 για τη Θεσσαλονίκη και με τη δεύτερη άλλοι 2.000 για τον Πειραιά. Πρόσφυγες από τα γύρω χωριά ενώθηκαν μαζί τους για να σώσουν τις ζωές τους. Ο ίδιος ο αρχαιολόγος τηλεγράφησε στη Σμύρνη ζητώντας και άλλα πλοία.
Οι Έλληνες της Φώκαιας και των γύρω περιοχών επιβιβάζονται σε πλοιάρια.
«Έφυγαν χωρίς το παραμικρό, αφού τους άρπαξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Μαζί τους πήραν μονάχα ό,τι ρούχα φορούσαν πάνω τους, αφού από ορισμένους άρπαξαν ακόμα και τα παπούτσια. Στην προκυμαία, όπου τους επιβιβάζουμε στα πλεούμενα, τους ταλαιπωρούν και πάλι αρπάζοντας, οι άπληστοι, από τις γυναίκες δέματα με κουρέλια και υποβάλλοντας σε σωματική έρευνα άντρες, γυναίκες και παιδιά για να τους πάρουν τα πουγκιά τους και ό,τι μικροαντικείμενα μπορεί να έκρυβαν πάνω τους», περιέγραφε.
Κατά τον ίδιο, μέχρι και τον Ιούλιο του 1914 οπότε και έφυγε από την Ανατολή, ο αριθμός των εκδιωγμένων ανερχόταν περίπου σε 125.000 και τα κέρδη απ’ όλη την επιχείρηση σε 5 εκατομμύρια. «Η σιωπή κράτησε πολύ. Είναι σημαντικό για την ιστορία, τη δικαιοσύνη, την ανθρωπότητα, για την ακεραιότητα της Γαλλίας στον κόσμο, είναι σημαντικό να ακουστεί η μαρτυρία μου», πίστευε ο Φελίξ Σαρτιώ.
H μαρτυρία του, ωστόσο, μαζί με τα ντοκουμέντα ήρθαν και πάλι στο φως το 2005 χάρη στην έρευνα του Χάρη Γιακουμή. Ο ιστορικός φωτογραφίας ανακάλυψε στο Παρίσι το φωτογραφικό αρχείο και τα κείμενα του Γάλλου αρχαιολόγου σχετικά με τα γεγονότα που ο χρόνος και η ιστορία οδήγησαν στη λήθη. Το 2008 εκδόθηκε το δίγλωσσο λεύκωμα με τίτλο Φώκαια 1913-1920. Η μαρτυρία του Φελίξ Σαρτιώ (εκδότης: Ριζάρειο Ίδρυμα), ενώ το 2014 προβλήθηκε για πρώτη φορά το ντοκυμανταίρ Γεγονότα στη Φώκαια 1914 των Ανιές Σκλάβου και Στέλιου Τατάκη.
Γενική άποψη της καμένης Φώκαιας και ένα πορτρέτο του Φελίξ Σαρτιώ. Τη φωτογραφία την τράβηξε ο ίδιος ο αρχαιολόγος και περιλαμβάνεται στο δίγλωσσο λεύκωμα που εκδόθηκε το 2008 (σύνθεση εικόνας: Χριστίνα Κωνσταντάκη).
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.