Σε μια μικρή μελέτη που τιτλοφορείται " Η αρπαγή του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου", του Αντωνίου Μηλιαράκη,(1841 - 8 Απριλίου 1905), Έλληνα γεωγράφου και ιστορικού. η οποία είχε δημοσιευθεί μετά το θάνατό του στο περιοδικό «ΜΕΛΕΤΗ» στον 6ο τόμο του 1907, βρίσκουμε συναρπαστικές λεπτομέρειες για το ιστορικό της ανεύρεσης του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου το 1820 και τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν την μεταφορά της θεάς στο μουσείο του Λούβρου, τα οποία συμπληρώνουν τα κατά καιρούς γραφόμενα και εικαζόμενα για τις συνθήκες κάτω απ΄τις οποίες κατέληξε το περίφημο άγαλμα στο γαλλικό μουσείο. Παραθέτουμε τα πλέον ενδιαφέροντα και διαφωτιστικά:
Γύρω στα τέλη Φεβρουαρίου 1820 ένας Μήλιος γεωργός που ονομαζόταν Δημήτρης Κεντρωτής ή Μποτόνης, σκάβοντας τον αγρό του που βρισκόταν στο χώρο της αρχαίας πόλης της Μήλου, βρήκε δύο Ερμές και το άγαλμα της Αφροδίτης, χωρισμένο από τη μέση σε δύο κομμάτια. Εκείνο το χρόνο ένα πολεμικό γαλλικό πλοίο που λεγόταν “La Chevrette ” με κυβερνήτη τον Gauttier, κατευθυνόμενο προς την Κωσταντινούπολή είχε δέσει στην Μήλο, για να προστατευθεί από την κακοκαιρία. Ο υποπρόξενος της Γαλλίας στη Μήλο , Λουδοβίκος Βρέστ, που είχε εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για την απόκτηση αρχαιοτήτων για το γαλλικό αρχαιολογικό Μουσείο, ανηγγειλε την ανακάλυψη στους αξιωματικούς του πλοίου εκ των οποίων ο Dumone d; Urville , που ανεδείχθη αργότερα σε μέγα θαλασσοπόρο και εξερευνητή της Αμερικής και ο Matterer υποπλοίαρχος, πήγαν και είδαν πρώτοι το άγαλμα. Εγραψε μάλιστα ο D΄ Urville και έκθεση γι΄αυτό και έφτιαξε ένα πρόχειρο σχεδιογράφημα.
Κατά την άφιξη της “Chevrette” στην Κωνσταντινούπολη ο d’ Urville έδωσε στον πρεσβευτή της Γαλλίας μαρκήσιο de Riviere και στον υποκόμητα Μάρκελλο, γραμματέα τότε της πρεσβείας, την έκθεση για το άγαλμα και το πρόχειρο σχεδιογράφημα. Πριν αναχωρήσουν από τη Μήλο, συνέστησαν στον υποπρόξενο της Γαλλίας στη Μήλο Βρεστ, να προσπαθήσει ν΄αποκτήσει το άγαλμα για το μουσείο των Παρισίων.
Ο πρεσβευτής de Riviere ανέθεσε στον Μάρκελλο, ο οποίος ήταν ήδη επιφορτισμένος με κάποια αποστολή στο Αιγαίο, να περάσει από τη Μήλο και να φροντίσει για τα περαιτέρω.
Ο Μάρκελλος επιβαίνοντας στο γαλλικό πλοίο Estafette έφθασε στη Μήλο στις 23 Μαίου 1820 δηλαδή τρεις περίπου μήνες από τον απόπλου εκ Μήλου της Chevrette και από την εύρεση του αγάλματος. Εν τω μεταξύ, ο ιερέας Οικονόμος Βεργής αγόρασε το άγαλμα από την Δημήτριο Κεντρωτά, για να το στείλει στην Κωνσταντινούπολη στον Νικόλαο Μουρούζη, μέγα Δραγουμάνο του Οθωμανικού στόλου, έχοντας και τη συναίνεση του δημογέροντος Ιακώβου Ταταράκη.
Αυτό δε το έπραξε επειδή όταν το 1819 ο Νικόλαος Μουρούζης, επισκέφθηκε το νησί παρήγγειλε στους προύχοντες και στον ιερέα Βεργή, αν ποτέ ήθελαν βρει κάτι αρχαίο στο νησί , να το στείλουν σ΄αυτόν.
Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι ο Βεργής ανήγγειλε στον Μουρούζη την ανακάλυψη την οποία έμαθε από τη γαλλική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολή ή και απ΄αυτόν τον Μάρκελλο, με τον οποίο συνδεόταν με στενή φιλία, όπως και ο ίδιος ο Μάρκελλος, ομολογεί στις Αναμνήσεις του. Ως εκ των υποχρεώσεων που είχαν οι Μήλιοι προς τον Μουρούζη, ώστε να τυγχάνουν της προστασίας του, απέκρουσαν τις προσπάθειες του Βρεστ για την απόκτηση του αγάλματος, και αποφάσισαν σε συμφωνία με τον ιερέα Βεργή, να αποστείλουν το άγαλμα στην Κωνσταντινούπολη. Για το σκοπό αυτό ναύλωσαν πλοίο ελληνικό, από το Γαλαξείδι, που βρέθηκε στην Μήλο, και ο Βρεστ απαγόρευσε στα γαλλικά εμπορικά πλοία που προσάραζαν στο νησί να παραλάβουν το άγαλμα.
Όταν έφθασε ο Μάρκελλος στη Μήλο έμαθε πως ο Βρεστ δεν κατόρθωσε να αποκτήσει το άγαλμα και ότι ήδη είχε φορτωθεί σε ελληνικό πλοίο έτοιμο να πλεύσει στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μάρκελλος ( και ακολουθούμε εδώ την δική του αφήγηση), βλέποντας ότι η αποστολή του απέτυχε, απεφάσισε ν΄αρπάξει το άγαλμα με κάθε τρόπο. ( j’ ai resolus de m’ emparer de la statue a tout prix).Ανεβαίνοντας στο Κάστρο είπε στους προύχοντες ότι, αφού ο πρόξενος της Γαλλίας, προσεφέρθη πρώτος ν΄αγοράσει το άγαλμα , έπρεπε να τον προτιμήσουν, και γι΄αυτό δεν αναγνωρίζει τις μεταγενέστερες συμφωνίες. Επέδειξε δε και τα φιρμάνια, τα οποίο είχε μαζί του , και επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά οι προεστοί είπαν ότι ο κάτοχος ήδη του αγάλματος ιερεύς με κανένα τρόπο δεν υποχωρούσε , γιατί είχε διαταγή του Δραγουμάνου του στόλου, να φέρει το άγαλμα στην Κωνσταντινούπολη. Τότε απείλησε τους προεστούς, λέγοντας πως τα λόγια τους είναι απλές προφάσεις και ότι θα το δούν την επαύριο.
Την επομένη με συνοδεία αξιωματικών ζήτησε να δει τουλάχιστον το άγαλμα στο ελληνικό πλοίο, αλλά συνέλαβε τον ιερέα να κάνει νεύμα στον πλοίαρχο να εμποδίσει την επίσκεψή του στο πλοίο. Όντως δε, αφηγείται ο ίδιος ο Μάρκελλος, με λέμβο του γαλλικού πλοίου πλησίασαν μέχρι βολής το ελληνικό, και είδε ότι ο πλοίαρχος τον οποίο ονομάζει Αλβανό, ύψωσε την τουρκική σημαία και παρέταξε ενόπλους τους ναύτες έτοιμους να πυροβολήσουν. Αλλά αμέσως κατανοώντας το άτοπο διάβημά του, απέστειλε λέμβο και ζήτησε συγγνώμη. Από τον πλοίαρχο δε ο Μάρκελλος έμαθε ότι ο ΄ελληνας ιερέας ήταν αυτός που εμπόδισε την επίσκεψή του στο πλοίο. Έτσι επέστρεψε άπρακτος στην Estafette.
Διηγείται κατόπιν ότι δεν ήθελε να υποχωρήσει με τα πρώτα αυτά εμπόδια και ότι το θάρρος του το ενίσχυσε ένα αγαθό αίσθημα, είδε δε στον ύπνο του την Αφροδίτη, όπως την παριστάνει ο Λουκρήτιος, του οποίου παραθέτει και τους στίχους. Την επομένη πήγε πάλι στο Κάστρο, όπου βρήκε ξανά τους προύχοντες, οι οποίοι του είπαν ότι πλέον αυτοί ανέλαβαν την υπόθεση, αφού το άγαλμα ανήκει στην κοινότητα και ότι αποφάσισαν να το στείλουν στον Δραγουμάνο του στόλου. Αυτό το θεώρησε σαν πρώτη υποχώρηση και απάντησε ότι θεωρούσε τον εαυτό του ευτυχή ήδη, διότι διαπραγματευόταν με την κοινότητα και όχι με άτομα. Είπε πως θα ήταν ανώφελο να στείλουν το άγαλμα στην Κωνσταντινούπολη, γιατί οι Τούρκοι αποστρέφονταν κάθε απεικόνιση ανθρώπου, ότι ο Δραγουμάνος δεν μπορούσε να το επιδιορθώσει και ότι καλό θα ήταν να το έδιναν σ΄αυτόν, αυτοί που τόσο αγαπούσαν τους Γάλλους. Διάβασε και τις συστατικές επιστολές του, από τις οποίες έμαθαν και τον τίτλο του ως γραμματέως της πρεσβείας,
Επί τέλους διηγείται ότι μετά από σύσκεψη έδωσαν σ΄αυτόν την άδεια να πάρει το άγαλμα, χωρίς κανέναν όρο, του ζήτησαν μάλιστα και συγγνώμη για την αναβολή. Ο Μάρκελλος τους ευχαρίστησε και τους υπεσχέθη ότι θα γράψει στον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη να προστατεύει τα συμφέροντά τους , όταν θα υπάρξει ανάγκη. Τους είπε ακόμη πως αν και ήρθε με πολεμικό πλοίο, δεν ήθελε να μεταχειριστεί απειλή, αλλά μόνο τον ορθό λόγο. Πλήρωσε στον ευρόντα ό,τι επρόκειτο να του δώσει ο ιερέας και επιπλέον 1/3. Προς το βράδυ το άγαλμα μεταφορτώθηκε από το ελληνικό πλοίο στην Estafette.
O Mάρκελλος κατά την αφήγησή του απέκρυψε πολλά, θέλοντας αφενός να εξάρει την διπλωματική του ικανότητα και αφετέρου ν΄αποφύγει να μνημονεύσει πράξη που δεν ταίριαζε να μνημονευθεί χάριν του γαλλικού έθνους. Ήταν δε αυτή ότι το άγαλμα αρπάχτηκε με τη βία, όπως βεβαιώνουν άλλες εκθέσεις Γάλλων.
Ας δούμε τώρα τι γράφει ο Αρτ. Ταταράκης, σαν ελληνική πηγή, και θα την παραβάλουμε με τις εκθέσεις των Γάλλων.
Ο Ταταράκης γράφει, κατά τις διηγήσεις του Δ. Κεντρωτά, ότι, ενώ ετοιμαζόταν το Γαλαξειδιώτικο πλοίο , στο οποίο ο Βεργής ιερέας σε συνεννόηση με τον δημογέροντα Ιάκωβο Ταταράκη, επεβίβασαν το άγαλμα να αναχωρήσει, ξαφνικά ελλιμενίσθη το γαλλικό, στο οποίο επέβαινε και υπάλληλος της γαλλικής πρεσβείας. Ο απεσταλμένος αυτός συνεννοήθηκε με τον Λ. Βρεστ ν΄αποσπάσουν το άγαλμα από τα χέρια των Γαλαξειδιωτών με τη βία, αν χρειαστεί. Αλλά ο δημογέρων Ιάκ. Ταταράκης και ο Οικονόμος Βεργής, αντιλαμβανόμενοι αυτά, κατέβηκαν στο λιμάνι και παρότρυναν τον Γαλαξειδιώτη πλοίαρχο ν΄αντισταθεί με κάθε θυσία. Τότε ο δημογέρων και ο Οικονόμος Βεργής, άρχισαν να διαπληκτίζονται με τον Βρέστ φθάνοντας σε ύβρεις ο δε Βρέστ …χαστούκισε τον ιερέα. Τότε και ο Γάλλος πλοίαρχος διέταξε να εξοπλιστούν τρεις λέμβοι και να επιτεθούν στους Γαλαξειδιώτες, οι οποίοι στέκονταν στο κατάστρωμα του πλοίου έτοιμοι ν΄αμυνθούν. Αλλά μετά από λίγο αναγκάσθηκαν να παραδώσουν το άγαλμα, γιατί το πλοίο κινδύνευε να βυθισθεί από τους Γάλλους, ίσως δε τότε, καθώς και ο Κεντρωτάς και όλοι οι επιζώντες των γεγονότων θεατές, πιστεύουν, απεκόπησαν οι χείρες του αγάλματος.
Για να νομιμοποιήσει δε την αρπαγή αυτή ο Βρεστ προσκάλεσε δύο προύχοντες του τόπου, τον Πέτρο Ταταράκη και τον Ιάκωβο Αρμένη, να υπογράψουν έγγραφο, το οποίο ο ίδιος συνέταξε , όπως όλοι μαρτυρούν, ότι με την συγκατάθεση των προυχόντων παρεδόθη το άγαλμα στους Γάλλους, υποσχόμενος πως οποιανδήποτε ζημιά και αν πάθαιναν από την τουρκική κυβέρνηση , η γαλλική κυβέρνηση θα τους αποζημίωνε.
Ο γράφων τα παραπάνω Ταταράκης, το έτος 1867, δεν είχε βεβαίως γνώση των υπομνημάτων των Γάλλων υπό του J’Aicard και περιηγητών που δημοσιεύθηκαν το 1874. Βλέπουμε λοιπόν πως αυτοί αρπάζουν με τη βία το άγαλμα.
Ο αξιωματικός Ζυλ Ντυμόν ντ' Υρβίλ (Jules-Sébastien-César Dumont d’Urville) |
Ο αρχιτέκτων P.Morey επισκεπτόμενος την Μήλο το 1830 , έγραψε στην πραγματεία του περί Αφροδίτης της Μήλου, σύμφωνα με όσα του διηγήθηκε ο Βρεστ, ότι στην συμπλοκή που έγινε μεταξύ των ναυτών, και από το βιαστικό τράβηγμα του αγάλματος με σκοινιά , υπέστη σε πολλά μέρη φθορά.( αποφεύγει ν΄αναφέρει την εθνικότητα των ναυτών, ήτοι τη συμπλοκή μεταξύ Γάλλων και Ελλήνων).
Ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Αθήνα Jules Ferry σε επιστολή του στον «Χρόνον» των Παρισίων που δημοσιεύθηκε ( 16 Απριλίου 1874), γράφει ότι επισκεπτόμενος την Μήλο τον Μάρτη του 1873, βρήκε νωπές τις αναμνήσεις και την μνήμη των νησιωτών για την συμπλοκή που έγινε στην παραλία, για την απόβαση μέρους του πληρώματος του Γαλλικού πλοίου και για τη νίκη της Χριστιανικής σημαίας κατά της Τουρκικής. Προσθέτει δε ότι ο Μάρκελλος αποσιώπησε το λαμπρότερο μέρος και το κρισιμότερο της αποστολής του.
Είδαμε παραπάνω πως ο Dumont d’ Urville και ο Matterer, οι πρώτοι που είδαν το άγαλμα, έγραψαν εκθέσεις, τις οποίες επέδειξαν στον de Riviere. Αυτοί αναφέρουν ότι το άγαλμα κρατούσε στο δεξί του χέρι μήλο, έπειτα άρχισε η αμφισβήτηση σχετικά με το τι απέγινε το χέρι, αφού το άγαλμα έφθασε στο Παρίσι χωρίς χέρι και πολλά γράφτηκαν. ΄Αλλοι μεν είπαν ότι αίτιος της καταστροφής ήταν ο ιερέας Οικονόμος Βεργής, ο οποίος ακρωτηρίασε το άγαλμα σέρνοντάς το στα βράχια,, όπως το μετέφερε στην παραλία και άλλοι πως ακρωτηριάσθηκε κατά την μεταφορά και φόρτωση, συρόμενο με σχοινιά.
Σ΄αυτούς προστέθηκε και ο Matterer. O άντρας αυτός υποπλοίαρχος της Chevrette, έγραψε νεκρολογία το 1842 με το θάνατο του Dumont d’ Urville, στην οποία μνημόνευσε και το γεγονός της εύρεσης του αγάλματος της Μήλου και της επίσκεψης αμφοτέρων επί τόπου, όπως είπαμε στην αρχή. Αλλά στην νεκρολογία παρέλειψε να μνημονεύσει οτιδήποτε έμαθε κατόπιν για την από κτήση του αγάλματος, και επειδή στην νεκρολογία δεν συμπεριελήφθη η εξιστόρηση αυτή, και για να μη ξεσηκώσει θόρυβο, και διότι πίστεψε πως ο υπουργός Ναυτικών δεν θα επέτρεπε τη δημοσίευση νεκρολογίας που περιέχει σκανδαλώδεις διηγήσεις, ήταν δε τότε, το 1842, στην υπηρεσία ακόμη του Matterer.
Αλλά κατόπιν συπλήρωσε τις ειδήσεις τις οποίες είχε για την αρπαγή του αγάλματος, θεωρώντας ότι έπρεπε επί της υποθέσεως αυτής να δώσει κάθε δυνατή πληροφορία.
Σύμφωνα με τα γραφόμενά του, όταν ο Μάρκελλος κατέπλευσε στη Μήλο, είδε στην παραλία από το πλοίο της Estafette συναθροισμένο πλήθος ανθρώπων, και υποπτεύθηκε ότι θα επέλθει ρήξη, γιατί ο Αρμένιος ιερέας είχε πολλούς ομόθρησκους μεταξύ των Ελλήνων, και είπε στον πλοίαρχο Robert, «πρέπει να εξέλθουμε ένοπλοι, με είκοσι ναύτες» όπως και έγινε. Επιβιβάστηκαν σε βάρκα , βρήκαν τους Μηλίους να αντιστέκονται στην παράδοση του αγάλματος στους Γάλλους. Ο Robert πλοίαρχος αναφώνησε «Ναύτες, εμπρός, πάρτε το άγαλμα και φέρτε το στη λέμβο». Τότε η μάχη , όπως γράφει ο Matterer, ή η σύρραξη άρχισε , οι Γάλλοι με ξίφη και ρόπαλα χτυπούσαν τους δυστυχείς Μηλίους, πολλούς δε εδέχθη ξιφισμούς στη ράχη του ο ιερεύς οικονόμος Βεργής, Αρμένης, απ΄το επίθετο του οποίου υπέλαβε ο Matterer ότι ήταν Αρμένιος, απέκοψαν δε με σπαθί το αυτί ενός από τους Μηλίους. Φωνές και κραυγές γέμιζαν τον αέρα από τη μάχη και κατάρες κατά του Μάρκελλου και του Ροβέρτου και του πρόξενου Βρέστ που ήταν παρών εκεί με ξίφος και χονδρό ρόπαλο. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, κατά την οποία και αίμα έρρευσε, άλλοι ναύτες έσυραν το άγαλμα και το μετέφεραν στο πλοίο.
Την συμπλοκή αυτή και τη δια της βίας αρπαγή του αγάλματος, ο Μάρκελλος αποσιώπησε, γιατί η πράξη της αρπαγής αντέβαινε στα διεθνή νόμιμα.
Αποσιώπησε δε και την περί του τρόπου της αποκτήσεως μνεία και αυτός ο Βρέστ, σίγουρα κατόπιν εισηγήσεως του Μαρκέλλου. Ο Βρεστ σε επιστολή του προς τον πρεσβευτή της Γαλλίας μαρκήσιο de Riviere , στην οποία εκθέτει τα της ευρέσεως της 26ης Μαίου 1829 , προσθέτει «Θεωρώ ανωφελές να εκθέσω παρ΄υμίν πάν ότι επράξαμεν ίνα λάβωμεν εις την κατοχήν ημών το άγαλμα. Ο κ. Μάρκελλος θα σας εκθέσει επιστρέφων , τα πάντα».
Αυτός ο Dumont d’ Urvillle , o πρώτος που είδε την Αφροδίτη της Μήλου, συμπληρώνοντας κατόπιν την δημοσιευθείσα έκθεσή του στις «Annales Maritimes», της οποίας το χειρόγραφο περιήλθε στην κατοχή του Matterer και δημοσιεύθηκε από τον Aicard, γράφει ότι από μεταγενέστερες ειδήσεις, τις οποίες έλαβε περνώντας από την Μήλο τον Σεπτέμβρη του 1820, εξάγει το συμπέρασμα ότι ο Μαρκελλος μεταχειρίστηκε το πάν για να έρθει το άγαλμα στην κατοχή του , και ότι αυτό το πέτυχε με την μεσολάβηση των προυχόντων, οι οποίοι τιμωρήθηκαν από τον Δραγουμάνο του στόλου, του οποίου δεν αναφέρει το όνομα. Ο Matterer δε, στο περιθώριο της παραπάνω περικοπής, γράφει πως εξαπάτησαν τον d’ Urville για τον τρόπο αρπαγής του αγάλματος, γιατί αυτό αρπάχτηκε με κτηνώδη βία (par la force brutale).
Η έκθεση αυτή του Matterer συμφωνεί με αυτή του Ταταράκη και των περιηγητών στην Μήλο, Jules Ferry και Morrey , κατά τούτο, ότι το άγαλμα αφαιρέθηκε δια της βίας, αφού προηγήθηκε συμπλοκή αδιάφορο αν από εμάς δεν έγινε χρήση πυροβόλων όπλων με τα οποία ήταν οπλισμένοι οι Γάλλοι ναύτες, και μπορούσε να γίνει αν οι Μήλιοι προέβαλαν δια των όπλων αντίσταση.
Ο Ravaison προσπαθεί να εμφανίσει σχεδόν απόκρυφα τα έγγραφα, τα οποία φέρνει προς απόδειξη της βίας ο Aicard, αποδίδει δε όλα τα περί μάχης ιστορούμενα σε υπερβολές του Brest για τους επισκεπτόμενους το νησί περιηγητές. Προς απόδειξη δε της μη υπάρξεως συμπλοκής φέρνει το ημερολόγιο του πλοίου Estafette, στο οποίο προφανώς δεν ήταν δυνατόν να αναγραφεί μόνο η επιβίβαση του αγάλματος και τίποτε άλλο κατά τους τύπους. Επίσης ο Ravaison προσέτρεξε σε γέροντες ναυτικούς που επιζούσαν και υπηρετούσαν στο Estafette, όταν βρισκόταν στη Μήλο και παρέλαβε το άγαλμα οι οποίοι διηγούνται ότι τα περί μάχης είναι φανταστικά.
Από ελληνική άποψη το αν έγινε μάχη ή απλή συμπλοκή, δεν έχει σήμερα σημασία. Η Ελλάδα δεν ήταν ελεύθερη και οι αρχαιότητές της ήταν λεία του ενός εκάστου επιδρομέα. ΄Ισως ίσως το περίφημο άγαλμα να σώθηκε με την αρπαγή αυτή από μελλοντική καταστροφή, που ενδεχομένως θα συνέβαινε αν είχε ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη. ΄Εχουμε όμως να παρατηρήσουμε κάτι.το οποίο για τους ΄Ελληνες έχει σημασία, ότι ο Aicard και ο Jules Ferry αναγράφοντας το κατόρθωμα των Γάλλων, πομπωδώς φωνάζουν ότι «Τούρκοι και Γάλλοι διεκδικούσαν την κατοχή του αγάλματος», ότι « οι Τούρκοι αιφνιδιαζόμενοι βρέθηκαν σε αμηχανία», ότι, «αφ΄ενός ο ιερέας Οικονόμος Βεργής, τυχοδιώκτης, βάρβαροι δε αφ΄ετέρου οι προεστοί θεωρώντας ότι το αριστούργημα της τέχνης είχε αξία, μόνο γιατί ζητιόταν», ότι « ο Νικόλος Μουρούζης και οι άρπαγες πάντοτε Τούρκοι, των οποίων η θρησκεία επέτασσε την άμεση καταστροφή του ειδώλου» , ότι «το άγαλμα σύρθηκε από τους Τούρκους», ότι « το άγαλμα συνετρίβη από τους βαρβάρους» κτλ. Τίποτε απ΄αυτά δεν είναι αληθινό. Ούτε Τούρκοι , υπήρχαν στη Μήλο, όταν αρπάχτηκε το άγαλμα, ούτε βάρβαροι άλλοι, ούτε Αρμένιοι, ούτε ο ιερέας Οικονόμος Βεργής ήταν τυχοδιώκτης, αλλά ήταν όλοι ΄Ελληνες υπήκοοι του Οθωμανικού κράτους, και απλώς θέλησαν να υπακούσουν στις διαταγές του Νικόλαου Μουρούζη, Δραγουμάνου του οθωμανικού στόλου.
Η Estafeette προσάραξε με το πολύτιμο φορτίο της σε διάφορα λιμάνια , στην Ρόδο, την Κύπρο , τη Σιδώνα, τη Αλεξάνδρεια, τον Πειραιά, τη Σμύρνη.
Στην Σμύρνη το άγαλμα μεταφορτώθηκε στο Γαλλικό πλοίο Λέαινα, που έφθασε 24 Οκτωβρίου 1820 στην Κωνσταντινούπολη, ο δε de Riviere , επιβιβαζόμενος σ΄αυτό έφθασε στη Γαλλία, και την 1 Μαρτίου 1821 παρέδωσε το αριστούργημα αυτό της αρχαίας ελληνικής τέχνης, στον Λουδοβίκο ΙΗ’ .
Μετά τον απόπλου της Estafette, οι Μήλιοι και ιδίως οι προύχοντες βρέθηκαν σε δεινή θέση, όταν ο Δραγουμάνος του στόλου ζήτησε να μάθει πώς επέτρεψαν την αρπαγή, παρά τις ρητές διαταγές του.
Οι φόβοι τους και οι υπόνοιές του για τα δεινά που θα επακολουθούσαν, επαληθεύθηκαν σύντομα. Ο Μουρούζης, περί τα τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου, καταπλέοντας στη Μήλο, καμμία δικαιολογία δεν θέλησε ν΄ακούσει, συνέλαβε τους προεστούς κα τους μετέφερε στη Σίφνο, όπου είχε συναθροίσει και άλλους προεστούς από τις Κυκλάδες για παραδειγματισμό. Τους διέταξε να γονατίσουν μπροστά του, αφού δε τους επέπληξε και τους εξευτέλισε, τους έδειρε ανηλεώς και τους κατεδίκασε σε πρόστιμο 7000 γροσίων ( 5.000 φράγκων των τότε χρόνων ) ποσό μέγα για τους κατοίκους του νησιού, το οποίο και κατέβαλαν ποιος ξέρει κάτω από ποιες πιέσεις των πρακτόρων του Μουρούζη.( Σημειωτέον πως ο μισθός του προεστού ήταν 1000 γρόσια ετησίως).
Η επιβολή αυτής της ποινής από τον Μουρούζη στους κατοίκους του νησιού, που ήταν φτωχοί και ζούσαν από πενιχρή γεωργία, δεδομένου ότι το νησί είναι άνυδρο, εξήγειρε την οργή τους κατά του προξένου Βρέστ, αίτιου των συμφορών τους, ώστε απαίτησαν απ΄αυτόν να καταβάλει το πρόστιμο. Ο Βρεστ εξαιτίας αυτού έφυγε απ΄το νησί και έσπευσε να βρει στα παράλια της Ανατολής τον ταξιδεύοντα Μάρκελλο , τον οποίο τελικά συνάντησε στη Σμύρνη και εξιστόρησε σ΄αυτόν και στον πρόξενο της Γαλλίας Πέτρο Δαβίδ, τα δεινοπαθήματα των Μηλίων. Ανέφερε πως ο Μουρούζης είπε στους Γάλλους, οι οποίοι άρπαξαν το άγαλμα , ότι δεν αναγνώριζε τους υποπρόξενους και ότι αν ο της Μήλου τολμούσε να αφαιρέσει αρχαιότητες θα έδινε την άδεια να τον σκοτώσουν. Οι λόγοι αυτοί αν και εκστομίσθηκαν σε στιγμή παραφοράς και εξάψεως προς υπηκόους ισχυρής Δυνάμεως δεν μπορούσαν να θεωρηθούν σπουδαίοι, ώστε να αναγραφούν από τον πρόξενο της Σμύρνης, άνδρα φιλέλληνα, προς τον πρεσβευτή. Η οργή και αγανάκτηση του Μουρούζη, άνδρα που ανήκε στην περήφανη ομώνυμη οικογένεια του Φαναριού, φιλοπάτριδος και ποτισθέντος τα νάματα της ελληνικής παιδείας, που εκτιμούσε την αξία των αρχαίων κειμηλίων της Ελλάδος ,ήταν δικαιολογημένη. Ίσως φάνηκε, υπέρ το δέον αυστηρός, τιμωρώντας τους κατοίκους της Μήλου, για πράξη για την οποία δεν ήταν ένοχοι. Δεν θα μπορούσαν άοπλοι και φιλήσυχοι νησιώτες ν΄αντισταθούν κατά οπλισμένων Γάλλων που πειθαρχούσαν στις διαταγές του κυβερνήτη του πλοίου και του γραμματέα της Γαλλικής πρεσβείας.
Ο Μουρούζης δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Εκτιμούσε τις αρχαιότητες και ποθούσε να μείνουν στην αρχαία τους πατρίδα. Είχε τα παραδείγματα της συλήσεως του Παρθενώνα από τον ΄Ελγιν, της συλήσεως του ναού της Αίγινας, τη διασπορά παντού προκτόρων διαφόρων κυβερνήσεων που άρπαζαν και αγόραζαν αρχαιότητες, άκουγε την φωνή των δασκάλων των ελληνικών γραμμάτων της Σμύρνης, των Κυδωνιών, των Αθηνών, της Κωνσταντινουπόλεως, των μεγάλων ελληνικών κωμοπόλεων που υπήρχαν στην Θεσσαλία , που διαμαρτύρονταν κατά πάσης αρπαγής. Γνώριζε ακόμη εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη που απαγόρευε την εξαγωγή αρχαιοτήτων, διέβλεπε δε ίσως το 1820 το λυκόφως της νέας ανατολής της ελληνικής ελευθερίας και ζήτησε επιτακτικά όπως οι διαταγές του, εισακούονται, ώστε οι κάτοικοι να μην ξεπουλούν για χρήματα τους αρχαίους θεούς και τον κόσμο των ιερών της Ελλάδας. Η φιλοπατρία του ανδρός και η αγάπη του προς το Γένος, τον κατέστησαν ύποπτο στους Οθωμανούς, γι΄αυτό και υπήρξε ένα από τα εξιλαστήρια θύματα ένα χρόνο μετά το γεγονός, που ιστορούμε, αφού αποκεφαλίστηκε στις 6 Μαίου 1821 , όπως και ο αδελφός του ως ύποπτοι συμμετοχής στην ελληνική επανάσταση.
Ο de Riviere , μαθαίνοντας από ανακοίνωση του Δαβίδ, για τις πράξεις του Μουρούζη κατά των Μηλίων, παραπονέθηκε στην Πύλη , η οποία διέταξε τον ναύαρχο του Οθωμανικού στόλους να δώσει την προσήκουσα ικανοποίηση, όπως και έγινε. Διηγείται ο Μάρκελλος, ότι μετά τα γεγονότα αυτά ζήτησε με επιστολή ακρόαση από τον Μουρούζη, αλλά δεν επετεύχθη η συνάντηση. Βρισκόταν δε ο Μάρκελλος στο Παρίσι, όταν έμαθε για την αποκεφάλιση του Μουρούζη.
Ποιά ήταν η ικανοποίηση που δόθηκε στη Γαλλία από την Τουρκική κυβέρνηση άγνωστο. Λέμε δε εδώ πως ο ζήλος του Μουρούζη για τα πάτρια κειμήλια ίσως τον εξέθεσε στους αμαθείς Οθωμανούς δημιουργώντας υπόνοιες και συντέλεσε με τις πολιτικές τότε ραδιουργίες και αντιζηλίες στην αποκεφάλιση αυτού και του αδελφού του.
Από τα μέχρι εδώ εκτεθέντα είδαμε ποια ήταν τα παθήματα των Μηλίων εξαιτίας του αγάλματος. Δικαίως δε θα ρωτήσει κάποιος, ποιά ήταν η ωφέλεια, είτε προς όλη την κοινότητα που αναμείχθηκε στην υπόθεση , είτε προς ορισμένα πρόσωπα. Οι κάτοικοι των Αθηνών , ΄Ελληνες και Τούρκοι πήραν τουλάχιστον από τον ΄Ελγιν ένα ρολόγι της πόλης σε ψηλό πύργο , που χτίστηκε με δαπάνη του, για την σύληση του Παρθενώνος, οι δε Μήλιοι μόνο πληγές από ξίφη και ράβδους απ΄τους Γάλλους, δαρμούς και εξευτελισμούς και χρηματικές ποινές από τον Μουρούζη.
Για τον λόγο αυτό η κοινότητα έκανε παράπονα στη Γαλλική προεσβεία. Οι προύχοντες όταν κατέπλεε στη Μήλο Γαλλικό πολεμικό, έρχονταν παραπονούμενοι και ζητούσαν , η Γαλλική κυβέρνηση να τους αποδώσει τουλάχιστον τις αποζημιώσεις που καταβλήθηκαν από αυτούς. Η υπόθεση περατώθηκε μόλις στις 25 Ιανουαρίου του 1826.
Marie Henri Daniel Gauthier, comte de Rigny ( Δεριγνύ) |
Η διεκπεραίωση της υπόθεσης πληρωμής των αποζημιώσεων οφείλεται στο ναύαρχο της Γαλλίας, γνωστό φιλέλληνα, που συμμετείχσε στην ναυμαχία της Πύλου de Rigny, ο οποίος την 4 Ιουλίου 1825 απέστειλε στον Υπουργό των ναυτικών και των αποικιών της Γαλλίας επιστολή, που δημοσιεύθηκε από τον Στέφανο Michon (Revue des Etudes Grecques τόμος ΧV σελ. 18) , στην οποία αναφέρει ότι από την απόκτηση της Αφροδίτης το 1820 διάφοροι κάτοικοι της Μήλοι δεν έπαυσαν να ζητούν την αποπληρωμή των αποζημιώσεων των εισφορών που τους επέβαλε ο Μουρούζης.
«Οσάκις δε βασιλικόν πλοίον, και εγώ προ παντός, καταπλεύσωμεν εις Μήλον, έχομεν τας επιθέσεις των τοιούτων απαιτήσεων, περί ών επί δύο ήδη έτη μάτην αναφέρομαι εις την Γαλλικήν πρεσβείαν. Εν τούτοις ήτο απαραίτητον προ πολλού να είχε περατωθεί η υπόθεσις αύτη, εις ην αναμιγνύεται το όνομα του Βασιλέως. Και τολμώ να είπω ότι πρέπει να δοθεί πλειότερόν τι του νομίμως οφειλομένου. Μετά επιτόπιον έρευναν και λήψιν πάσης ειδήσεως και μαρτυρίας, ανεγνώρισα ότι, ίνα παύσωσιν πάσαι αύται αι απαιτήσεις, ήταν ανάγκη, να καταβληθώσιν εις τους Μηλίους 7.218 γρόσια, κατά την σημερινήν διατίμησιν του γροσίου εις 65 εκατοστά περίπου. Τοιαύτα είναι τα κακά αποτελέσματα, άτινα εις τον τόπον αυτόν επήνεγκεν η βραδύτης της πληρωμής, ήν ανά πάσαν στιγμήν θεωρώ εμαυτόν υπόχρεον να καταβάλω εξ΄ιδίων, πέμπων λογαριασμόν εις τον επί του Βασιλικού Οίκου υπουργόν. Υπεσχέθην ρητώς εις τους δυστυχείς αυτούς, οίτινες πλην των χρημάτων όσα κατέβαλον εφυλακίσθησαν επί τρεις μήνας, ότι θέλουσι πληρωθεί. Εξαιτούμαι όπως μοι δώσητε την άδειαν να πληρώσω το ποσόν τούτο αμέσως και ζητήσω την ανάληψιν αυτού, ως και ο κ.Forbin μοι επρότεινεν, εκ του ταμείου των Μουσείων».
Αυτά γράφτηκαν στις 4 Ιουλίου 1825 , την δε 25η Ιανουαρίου του 1826 γράφτηκε η κάτωθι απόδειξη της παραλαβής των χρημάτων, των 7.218 γροσίων, ενώπιον του καγκελλαρίου της νήσου Ιακώβου Ταταράκη:
Οι προύχοντες της Μήλου, Ιάκωβος Ταταράκης, καγκελλάριος, ο Λουδοβίκος Μπρεστ υποπρόξενος της Γαλλίας και ο Πέτρος Ταταράκης, ο άγιος Οικονόμος Αρμένιος και ο αρχιμανδρίτης Μηκέλης, οι τρεις τελευταίοι ομολογούσιν ότι έλαβον μετρητά παρά του εκλαμπρότατου Κόνσολα Λουδοβίκου Μπρεστ, διαταγή και δια λογαριασμόν της εκ του Μαρκησίου de Riviere, διαμένοντος εν Παρισίοις, πρώην πρεσβευτού της Γαλλίας, εν Κωνστ/πόλει, το ποσόν των τουρκ.γροσίων 7,218 αναγκασθέντες να πληρώσωσιν εις τον δραγουμάνον του Οθωμανικού στόλου Βεϊζαδέ Νικόλ. Μουρούζην, υπό το πρόσχημα ότι συνήνεσαν να δώσωσι την συγκατάθεσιν αυτών εις τον κ. Μάρκελλον, γραμματέα της Γαλλικής πρεσβείας εν Κων/πόλει και εις τον Μπρεστ, να παραλάβωσι το ευρεθέν εις την πατρίδα των άγαλμα, και δια του ποσού τούτου, όπερ έλαβον, πληρώσαντες πάσας τας ζημίας άς υπέστησαν τότε, διακηρύττουν ότι είναι ευχαριστημένοι , απέχοντες να εγείρωσι πάσαν μέλλουσαν αξίωσιν.
Υπογράφουσι. Λογοθέτης Μηκέλης, Τατταράκης μάρτυς, Σακελλίων Γρηγόριος μάρτυς, Ιάκωβος Αρμένιος.
Αρχιμανδρ. Μηκέλης, έλαβον και εξοφλώ , Πέτρος Ταταράκης έλαβον και εξοφλώ
Με το έγγραφο αυτό τελειώνει η υπόθεση και τα παθήματα των Μηλίων.
Τελικά ο Βρεστ , θεωρήθηκε αίτιος των δεινών και εξαναγκάστηκε, εξ΄ιδίων πιθανώς χρημάτων όπως προκύπτει από άλλη απόδειξη που σώζεται, να καταβάλει 2000 γρόσια στον αρχιμανδρίτη Μικέλε, τα οποία επέβαλε στον τελευταίο ο Νικόλαος Μουρούζης ως έκτακτη φορολογία και ότι έδωσε έγγραφη υπόσχεση ότι θα εμποδίσει κάθε ζημιά του Μουρούζη, η οποία επρόκειτο ν΄ακολουθήσει. Επειδή δε επήλθε η ζημιά , θέλησε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του και κατέβαλε το ποσό σε δόσεις μέχρι τα 2.000 γρόσια. Η απόδειξη που υπάρχει δεν φέρει υπογραφή και μάλλον πρόκειται για αντίγραφο , το οποίο κράτησε ο αρχιμανδρίτης για πάν ενδεχόμενο, ή για σχέδιο αυτής.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.