Η οικογένεια του ποιητή Ιωάννη Τσακασιάνου, που ο Διονύσιος Ρώμας τον έχρισε πρωταγωνιστή στη «Ζακυνθινή Σερενάτα», προέρχεται από τη Βενετία. Στην Ελλάδα η οικογένεια Τσακασιάνου εγκαταστάθηκε αρχικά στην Κεφαλονιά, και απόγονοί της κατέβηκαν στη Ζάκυνθο κι’ από εκεί άλλοι πάλι μετοίκισαν στην Πάτρα, τη Ρουμανία και την Αίγυπτο. Από το επίσημο όμως μητρώο του Δήμου Ζακυνθίων πληροφορούμαστε πως γεννήθηκε στις 10 Αυγούστου του 18531. Επειδή ο γάμος των γονίων του δυσαρέστησε την οικογένεια του πατέρα του Τσακασιάνου, δεν τους παρείχε καμιά βοήθεια. Παρ’ όλα αυτά η μητέρα του Τσακασιάνου κατάφερε να διοριστεί στο ιστορικό Μετοχικό Μεταξοϋφαντουργείο της Ζακύνθου, που ιδρύθηκε στα 1849 και παρέμεινε σ’ αυτό μέχρι την ημέρα που διαλύθηκε από την πολιτική διαμάχη των μετόχων του (1863). Ο θάνατος του πατέρα του, όταν ο Τσακασιάνος ήταν εφτά χρόνων, επέτεινε την οικονομική τους δυσπραγία, αναγκάζοντας τον Ιωάννη να πάει στο κουρείο του θείου του για να μάθει την «τέχνη».
Όμως το «μικρόβιο» της καλλιτεχνικής ενασχόλησης το είχε μέσα του. Σε παιδική ηλικία κατασκεύασε το πρώτο δικό του θεατράκι, το οποίο μετέφερε ύστερα σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού του Κόντε Κομμούτου. Παράλληλα στο κουρείο του γκρινιάρη θείου έπαιρνε μαθήματα κιθάρας από τον Κόντε Καπνίση. Με τη μεγάλη του προσπάθεια, κατόρθωσε σε ηλικία 18 χρόνων να έχει αποκτήσει εγκυκλοπαιδική μόρφωση, να γνωρίζει έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, και να μιλάει γαλλικά, ιταλικά και λίγα αγγλικά, ενώ ήταν και άριστος μουσικός, συνθέτοντας μάλιστα θαυμάσιες μελωδίες πάνω στην κιθάρα του.
Στα 1872, συστάθηκε, χάρη στην πρωτοβουλία του Σφήκα, ο πρώτος σοβαρός ερασιτεχνικός θίασος Ζακύνθου, τις παραστάσεις του οποίου παρακολουθούσε με ενδιαφέρον πολύς κόσμος. Μια βραδιά κάλεσε ο Σφήκας αρκετούς για να τους διαβάσει μια πρωτότυπη κωμωδία, που του είχε στείλει κάποιος με τρόπο «πολύ μυστικόν». Μετά το διάβασμα άρχισαν να επαινούν όλοι την πρωτοτυπία και το γούστο του μικρού εκείνου έργου, που αποδείχτηκε ότι ήταν του Τσακασιάνου.
Με νέα ορμή, ύστερα από τη θερμή υποδοχή του έργου του, ο Τσακασιάνος αποφάσισε να προχωρήσει σε έκδοση λογοτεχνικού περιοδικού και έτσι στις αρχές του 1874 είδε το φως ο «Ποιητικός Ανθών», στου οποίου τις στήλες φάνηκε η τότε αριστοκρατία του πνεύματος. Το περιοδικό αυτό εκδιδόταν μέχρι το 1878. Όλος ο ελληνικός τύπος του έπλεξε εγκώμια ενώ και πολλά φύλλα της Ευρώπης υποδέχτηκαν την προσπάθεια με θέρμη. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Αλ. Ραγκαβής και όλα τα φωτοβόλα πνεύματα της εποχής έσπευσαν να στείλουν συγχαρητήρια και ενθαρρυντικά γράμματα στον διευθυντή και εκδότη του «Ανθώνος».
Ο Τσακασιάνος στα 1876 δημοσίευσε το κωμειδύλλιον «Η ερωμένη του συρμού», στο τέλος του οποίου έβαλε και μερικά τραγούδια του. Θα επισημάνουμε πως στον Γιάννη Τσακασιάνο οφείλεται η λέξη κωμειδύλλιον. Στο εξώφυλλο της έκδοσης του πρώτου του έργου υπάρχει τυπωμένη η λέξη «vaudeville» με την επεξήγηση «κωμειδύλλιον πρωτότυπον».
Όλες οι καντάδες και τα τρομερά ξενύχτια όχι μόνον δεν τον έκαναν να αμελεί την έκδοση του «Ανθώνος», το κουρείο, τον ερασιτεχνικό όμιλο του θιάσου και το εμπόριο της πούδρας, αλλά είχε το θάρρος να εκδίδει με φίλους του κι’ εφημερίδες, όπως τον «Βελζεβούλ», τον «Ήλιο» και τον «Καθρέπτη» και είχε διοριστεί και μόνιμος συντάκτης των νεκρολογιών των διαλεχτών μελών της κοινωνίας της Ζακύνθου.
Τον Δεκέμβριο του 1877 πηγαίνει στην Αθήνα. Ο πρώτος που συνάντησε εκεί ήταν ο θιασάρχης και ηθοποιός Διονύσιος Ταβουλάρης, ο όποιος τον οδήγησε σ’ όλα τα δημοσιογραφικά γραφεία της πρωτεύουσας. Στο πρώτο που τον πήγε ήταν το γραφείο της «Εφημερίδος», που ο Δημ. Ι. Καμπούρογλους με τον Μωραϊτίδη, τον υποδέχτηκαν φιλικότατα. Με τον ίδιο ενθουσιασμό τον δέχτηκαν ο Τ. Φιλήμων και άλλοι διαπρεπείς λόγιοι της εποχής του.
Γυρνώντας από την Αθήνα συνέχισε τον βιοποριστικό αγώνα, αλλά και την καλλιτεχνική του παραγωγή. Στα 1879, λίγους μήνες ύστερα από τη διακοπή του «Ανθώνος», δημοσίευσε τη συλλογή ποιημάτων του «Φιλιά και κλάμματα». Λίγο αργότερα εξέδωσε τους «Νυχτερινούς θρήνους», μικρή συλλογή από διάφορα τραγούδια της κιθάρας, από τα οποία πολλά τραγουδιώνται και σήμερα στη Ζάκυνθο. Στο μεταξύ, δημοσίευσε και διάφορα ευτράπελα στιχουργήματα σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Το 1881 εξέδωσε τα «Στιχουργήματα», μια έκδοση ποιημάτων με καλλιτεχνική εμφάνιση και εξώφυλλο πολυτελείας. Το ποίημα όμως που τον έκανε να εκτιμηθεί ακόμα περισσότερο από τους συμπατριώτες του ήταν ο «Ζακυνθινός Σπουργίτης», που αυτοσχεδίασε και δημοσίευσε στα 1884 και έκτοτε αναδημοσιεύτηκε αναρίθμητες φορές.
Στα 1885 έγραψε το περίφημο πατριωτικό ποίημα «Εμπρός», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κυψέλη». Προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό και αναδημοσιεύτηκε και από πολλά φύλλα των Αθηνών. Παρ’ όλο που είχε υπ’ όψη του να ξαναρχίσει την έκδοση του «Ανθώνος», με κάποια χρήματα που κέρδισε από τις εκδόσεις του «Κόντε Σπουργίτη» (1888) και από τη συλλογή «Δώρο πρωτοχρονιάτικο» (1888), πείσθηκε από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Ζακύνθου Διονύσιο Λάττα ν’ αναλάβει την έκδοση της θρησκευτικής εφημερίδας «Σιών», από την οποία όμως έπαθε μεγάλη οικονομική ζημία.
Κατόπιν συνεργάστηκε με τον Χρήστο Χιώτη (ανηψιό του ιστορικού Π. Χιώτη) και άνοιξαν ένα βιβλιοπωλείο, ενώ παράλληλα ανέλαβαν και τη διεύθυνση της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» που εξέδιδαν οι Μπάρτ και Χίρστ, επιχειρηματικές δραστηριότητες όμως που δεν ευδοκίμησαν. Αφού πέρασε κάποιο διάστημα στην Αθήνα, με μεγάλες οικονομικές δυσπραγίες, διορίστηκε γύρω στα 1894 δημόσιος υπάλληλος, υποτελώνης αρχικά και κατόπιν τελώνης. Το ποίημά του «Του Σπουργίτη μπόμπα πρώτη, μποναμάς του πατριώτη», που σατύριζε το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρ. Τρικούπη, λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη θέση του. Ωστόσο παρέμεινε δημόσιος υπάλληλος και πέθανε τελώνης στο Ναύπλιο το 1908.
Ενδιαφέρον προκαλεί η αλληλογραφία του Τσακασιάνου με τον Γάλλο Νεοελληνιστή Ém. Legrand3. Ο Legrand ήταν αυτός που παρότρυνε τον Τσακασιάνο να γράψει και να εκδώσει την αυτοβιογραφία του. Πράγματι, η «Αυτοβιογραφία» του Τσακασιάνου διατυπώθηκε –κατά το πρώτο τουλάχιστον μέρος της– υπό μορφή αλληλογραφίας προς τον Γάλλο Νεοελληνιστή, ύστερα προφανώς από σχετικό αίτημά του Legrand και με την υπόσχεση έκδοσής της, που ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε. Το 1924-1925 το κείμενο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες, στο περιοδικό «Μπουκέτο», υπό τον τίτλο «Η ανέκδοτος Αυτοβιογραφία του Επτανησίου ποιητού Ι. Τσακασιάνου» και με την δήλωση «ευγενώς παραχωρηθείσα υπό του υιού του κ. Γεωργ. Τσακασιάνου».4 Όμως η εξιστόρηση της ζωής του Τσακασιάνου διακόπτεται απότομα.
Η αυτοβιογραφία του αυτή καθεαυτή δεν είναι κάτι το εξαιρετικό. Στο πρώτο μέρος της ο συγγραφέας αναφέρεται στην οικογένειά του, την κλίση του στα γράμματα, την εργασία του στο κουρείο του θείου του και την έκδοση του «Ανθώνος». Στο δεύτερο μέρος της «Αυτοβιογραφίας», που γράφτηκε μετά τις 14 Ιουνίου 1899 και εστάλη στον Legrand περί τα τέλη Αυγούστου του ίδιου χρόνου, γίνεται λόγος για τις πνευματικές και καλλιτεχνικές συντροφιές του Ι. Τσακασιάνου, την ποιητική και δραματική δημιουργία του, τη γνωριμία του με δημοσιογραφικούς κύκλους των Αθηνών, τις απόπειρες οργανώσεως θεατρικών ή μελοδραματικών παραστάσεων και τελικά την κατάληξή του ως Υποτελώνη σε επαρχιακά ελλαδικά κέντρα.
Το ενδιαφέρον του κειμένου έγκειται στις πληροφορίες που έμμεσα παρέχονται για την γενικώτερη πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση ή την κοινωνία των χρόνων του, και για αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή περιστατικά που ενισχύουν την εικόνα της ατμόσφαιρας που είχε διαμορφωθεί στη Ζάκυνθο, σε μια περίοδο διανοητικής ανάπτυξης του λαού, που συμβάδιζε με την πρόοδο της αστικής τάξης. Ο Τσακασιάνος ήταν ο κατεξοχήν Ζακυνθινός, ή η εικόνα του Ζακυνθινού όπως θα ήθελε ο θεατρικός Ρώμας να την παρουσιάσει: καλλιτεχνική φύση, πνεύμα οξύ που καταφέρνει με το χαμόγελο και τη σάτιρα να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής.
Ο Τσακασιάνος έμεινε γνωστός σαν «Σπουργίτης» από τη σειρά ποιημάτων του με αυτό τον τίτλο. Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε η συλλογή: «Γιάννη Τσακασιάνου, Άπαντα. Τόμος Α΄. Αθήναι 1926», με προλεγόμενα του Κωστή Παλαμά. Αν και πέθανε στο Ναύπλιο έγραφε για τη Ζάκυνθο:
Ποιος πάτησε το χώμα σου χρυσό μου μοσκονήσι,
κι’ έφυγε δίχως στεναγμό και δίχως να δακρύσει; (...)
όλα σας μυριονόστιμα! Αχ, πώς να σας αφήσω;...
Όχι, με σας ΄που βρέθηκα Σπουργίτης θα ψοφήσω!
Αχ, πώς βαστάς και ζεις καρδιά χωρίς τη Ζάκυθό σου!
Για να σου σβηώ τη λαύρα σου, τη θλίψι, τον καϋμό σου,
κ’ εις του Re Romba σ’ έμπασα το γκραν παλάτσο ακόμα,
πόμεινα κρύος κι αναίσθητος, μ’ ολάνοιχτο το στόμα!
Με πήρε ολούθες ο οδηγός, μόδειξε το ‘να τ’ άλλο:
Πού σκέφτονται οι Αυλάτορες, πού κάνουνε το Ballo,
την κλίνη της Βασίλισσας, τα δυο της κατρογυάλια,
το θρόνο, τοy Βιττόριου την ξακουστή medaglia,
Εδώ δαμάσκα, εκεί χρυσά, μοζάϊκα, λαβαμάδες,
κάδρα του Μικελάγγελου, πολυελαίους, σοφάδες —
Και πού να ξέρει… μόδειχνε θρόνους, αετούς, διβάνια
κι ο νους μου εβούταε στα γλυκά της Πέτρενας τα μπάνια!
Τα Κόκκινα Σπιτάκια μου, θυμότανε η ψυχή μου,
τη Γαϊδουροταβέρνα μου και το Πιριπιμπί μου!
[….]
Άναψα, εκάηκα, δε βαστώ!— Τι Οσπίτσια, Αυλές και σάλια,
Νουντσιάτες, Ρεκλουζόρια, έχουμε… τα Σπιτάλια!
Μπάνκους και Κάσες di pietà δεν τα ψηφά η ψυχή μου,
θέλω την Τραπεζούλα μου, το Μόντε, το Μπολή μου!
Μ’ eπήανε στο Βεζούβιο, στις Μούμιες, στην Πομπηία…
μα εγώ ήθελ’ άλλο γιατρικό.., δεν είχα υποκοντρία,
την Πόχαλή μου εγύρευα, το Κάστρο! —Το Γιοφύρι,
σκοταδιασμένο, ασάρωγο, για με είναι πανηγύρι.
Μήπως δεν το ‘πα ο καψερός; «Εμπρός στο Κρυονέρι,
φασούλια Λόντρες, Νάπολες, Παρίσια κι άλλα μέρη».
Χαρήτε σεις Duomo σας, θέλω την Πισκοπή μου,
το Μώλο, την Aκάθιστο, Άι-Λια και Παπαντή μου!
θέλω καμπάνες, νιάκαρες, κληδόνους, πανηγύρια,
μπάντες, μερτίες και μάσκουλα, παντιέρες και πλαστήρια!
θέλω σαλόνια, Ερνάνηδες, το Φώστερ, το Μπιτζή μου,
θέλω την Κρουσταλένια μου και την Αγγελική μου.
θέλω παμφλέτια, επίδειξες και σμπάρα! θέλω ακόμα
το Λάτα, το Λομπάρδο μου, το Μπούλτσο και το Ρώμα.
Και θέλω Μπουρπουλόθεους, ταλίμια και ζωνάρια,
Στάμους και Πεντερούθουνους, Νταρέιδες, παλληκάρια.
θέλω βατσέλια και σκυλιά!… Παπόρο και καληά μου…
Πώς έκλαια που σε ξάνοιξα από μακριά, Κυρά μου!
Ας σε ξανάειδα, φόρε μου κι ας γένω ψωμοζήτης,
μπόμπας, κακόρκιος, κουρελής, ταρκάσης, μα… Σπουργίτης!
Απόσπασμα από το ποίημα «Ο Σπουργίτης στην Νάπολη».
Κι εμπρός στους Κήπους, στις Βαρές, στ’ Αργάσι, στο Κρυονέρι,
φασούλια Λόντρες, Νάπολες, Παρίσια κι άλλα μέρη.
«Ζακυνθινός σπουργίτης», 5-6. 1884. Δημ. Μάργαρης (επιμ.), Ανδρέας Λασκαράτος. Σατιρικοί και ευθυμογράφοι. Βασική Βιβλιοθήκη, 23. «Αετός» Α.Ε., 1954. 73.
Σταυρώσατέ τηνε!… Τέτοια είν’ η γη μας•
σήμερα ας παίξουμε όλοι μ’ αυτή•
αύριο ίσως παίζουνε άλλοι μαζί μας!
ποιος ξεύρ’ η μοίρα του τι του κρατεί;
«Ο γάμος της τρελής», 37-40. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 364.
Διακρίνεται η πλάκα με την επιγραφή
CASA DI DECENTE RICOVERO DI DIONISIO MARTINENGO GAETA
Ευγενική προσφορά Ανδρέα Στάβερη - Πολυκαλά
Σαν αύριο, 20 Δεκεμβρίου, γιορτάζει ο ναός του ΟΔΑΖ, του Οργανισμού Δημοσίας Αντιλήψεως Ζακύνθου. Ο ναός αυτός τιμάται στο όνομα του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Όμως, πρέπει να θυμώμαστε πως ο προσεισμικός Άγιος Ιγνάτιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, κοντά στο Μέγαρο Καραμπίνη (Καραμπίνειο), εκεί περίπου που βρισκόταν η μέχρι πρότεινος Στρατολογία.
Μόνη, καθάρια, ζωντανή, πνοή του Σταυρωμένου!
Της...τρελής!
Απλώς δυο μέρες τώρα, «γαζώνοντας» με τη τιβί ανοιχτή, θυμήθηκα το ποίημα που ακολουθεί.
Λέγεται «Ο Γάμος της Τρελής»*, είναι του Γιάννη Τσακασιάνου, επτανήσιου ποιητή – να αναπαύει ο Θεός την ψυχούλα του – κι αν τον είχα δίπλα μου, αυτές τις μέρες και έβλεπε αυτά που μας δείχνουνε θα το…ξανάγραφε.
Διότι, μερικοί – μερικοί της πρωινής ζώνης σου λένε: «Θα βγάλουμε τον μουρλό να μας πει, γιατί έκανε αυτό που έκανε και θα κάνουμε νούμερα! Ποιος θα μας μιλήσει; Ρεπορτάζ κάνουμε!».
Κάτι άλλοι της απογευματινής ζώνης σου λέει: «Τσίρκο δε θέλετε; Εδώ ο θηριοδαμαστής! Φέτος θα σας δείξω από το κορίτσι με τα γένια μέχρι το καγκουρό με τα 8 κεφάλια!».
Ό,τι παράξενο, ό,τι…διαφορετικό, αντέχει ο τηλεθεατής να το ξεσκίζουμε μπροστά του!
Αμ, δε καμάρια!
Οπότε τους αφιερώνω με μπόλικα «γαζάκια» και καλά θα κάνουν να το διαβάσουν…
Ειδικά οι τελευταίοι στίχοι τους αφορούν. Όπως και όλους μας!
Ο γάμος της τρελής
Τι ‘ναι και τρέχουνε, χαρά γεμάτοι,
Με γέλιο ανέκφραστο γέροι και νιοι;
Τι τάχα βλέπουνε με τέτοιο μάτι
Στο τόσο ανάβρασμα ποιος τους κινεί;
Με τόση μάνιτα γιατί κοιτάνε;
Για ποιόνε τρέχουνε ωσάν μουρλοί;
Με τόσο θόρυβο για ποιον γελάνε;
Θέ μου, λυπήσου τους, για μια τρελή!
Στεφάνι ακάνθινο, ψευδή πορφύρα,
Χριστέ σου βάλανε για χλευασμό,
Και ‘σε νυφιάτικα, ω κακομοίρα
Ρούχα και στέφανα για εμπαιγμό.
«Εστεφανώθηκα» τρέχει και κράζει,
Έγιν’ αρχόντισσα, είμαι κυρά!»
Κι ο κόσμος, φρόνιμος, «ουρρά!» φωνάζει,
Και τρέχει πίσω της όλο χαρά.
Να, σαπιολέμονα, χούφτες αλάτι,
Χαλίκια πάνω της καθείς πετά,
Κι εκείνη η δύστυχη, χαρά γεμάτη,
Για τα κουφέτα τους, τους φχαριστά.
Ω, κι αν ξανοίγατε, δυστυχισμένοι,
Στου πεπρωμένου μας τη σκοτεινιά,
Ποια μοίρα βάρβαρη κι εμάς προσμένει
Δε θε να δείχνατε τόση απονιά.
Ποιος συλλογίζεται, που ενώ στην πλάση
Φτωχή και πάνερμη είχε βρεθεί,
Μες το άγριο σκότος της, για να χορτάσει
Έγραψε η μοίρα της: «Να τρελαθεί!».
Κι ακόμ’ – αχόρταγοι! – τρέχουν σιμά της,
Σκορπούν τα γέλια τους στη συμφορά,
Μες τα τρισκόταδα τα λογικά της
Βρίσκει η καρδούλα τους, τροφή, χαρά!
Γεια σας, χορτάσετε, όλοι γελάτε,
Σταυρώσατε τηνε, είναι μουρλή
Λεμόνια ρίχτε της, πέτρες πετάτε,
Και μη φοβόσαστε! Ποιος σας μιλεί!
Σταυρώσατε τηνε! Τέτοια είναι η γη μας.
Αύριο ίσως παίζουνε άλλοι μαζί μας…
Ποιος ξεύρει η μοίρα του τι του κρατεί;
*Ο γάμος της τρελής, 37-40. Γ.Θ. Ζώρας (επιμ.), Ποίησις και πεζογραφία της Επτανήσου. Βασική Βιβλιοθήκη, 14. «Αετός» Α.Ε., 1953. 36
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.