«Ποιος θέλ’ ν’ ακούσει κλάμματα, δάκρυα και μοιρολόγια
Διαβείτε από τη Λεβαδιά, και σύρτε στη Βελίτσα
Εκεί ν’ ακούστε κλάμματα, δάκρυα και μοιρολόγια
Ν’ ακούστε την Δυσσέαινα , τη μάνα του Δυσσέα
Πώς κλαίει, πώς μοιργιολογά και σαν τρυγόνα κλαίγει
Σα περδικούλα θλίβεται και σα μπάπια μαδιέται
Σαν του κοράκου τα φτερά μαυρίζει η φορεσιά της.
–Δεν το είπα εγώ, Δυσσέα μου, δε το είπα γω παιδί μου;
Με την Βουλήν μη μπιάνεσαι , με τους καλαμαράδες
Καμ’ τον , τον Γκούραν κεχαγιάν και τον Νικόλαν πρώτον».
.
CHANTS DU PEUPLE EN GRECE by Marcellus, Marie-Louis-Jean-André-Charles Demartin du Tyrac, comte de, 1795-1865
[Δημοτικό τραγούδι που αποδίδει το θάνατο του Ανδρούτσου σε δολοφονία από την τότε Κυβέρνηση και το οποίο κυκλοφόρησε έντυπο πρώτα στη Γαλλία]
.
O Οδυσσέας Ανδρούτσος είναι μία ηρωική και συνάμα τραγική μορφή τού ’21. Το 1797 ήταν επτάχρονος όταν οι Τούρκοι πέταξαν στα νερά τού Βοσπόρου το πολυβασανισμένο σώμα του πατέρα του Ανδρούτσου, του θρυλικού εκείνου πρωτοκλέφτη της Ρούμελης. Είκοσι οχτώ χρόνια αργότερα και το δικό του το πολυβασανισμένο σώμα τσακιζόταν στα βράχια της Ακρόπολης. Γκρεμίστηκε ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει δεμένος με σκοινί, είπαν κάποιοι αρμόδιοι. Δολοφονήθηκε με σκηνοθεσία ατυχήματος, ισχυρίστηκαν κάποιοι άλλοι. Τι είχε συμβεί;
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βρέθηκε στο στόχαστρο τής κατασκοπευτικής παρακολούθησης από τις αρχές του 1825, μία εποχή κορύφωσης των εμφυλίων παθών. Οι πληροφορίες για τις κινήσεις του καταγράφονται και αναφέρονται στο Υπουργείο Αστυνομίας από τον Γενικό Αστυνόμο Αθηνών Πάνο Μοναστηριώτη. Στις 20 Ιανουαρίου ανέφερε ότι συναντήθηκε με τούς Τούρκους του Ευρίπου στο προσκυνημένο χωριό Μουζάκι τής επαρχίας Ταλαντίου. Οι πληροφοριοδότες της Αστυνομίας θεωρούσαν ως απόλυτα βέβαιο ότι «φοβερίζει τας Αθήνας». Μία άλλη αναφορά υπό ημερομηνία 13 Φεβρουάριου 1825 τον παρουσιάζει να ετοιμάζεται να συναντηθεί με τους Τούρκους που κατηφόριζαν από το Ζητούνι (Λαμία) και είχαν φτάσει στο Μώλο.
Ακολουθούν δύο ακόμη αναφορές του χρονολογούμενες από 7 και 11 Απριλίου. Στην πρώτη αναφέρεται ότι την Τετάρτη τού Πάσχα ό Γκούρας «έκαμε ένα πόλεμο με τον Οδυσσέα.
.
Έτσι φθάνουμε στα χαράματα της Παρασκευής 5 Ιουνίου 1825 όταν το σώμα τού Οδυσσέα βρέθηκε άψυχο, πεσμένο στη βάση του μεγάλου ενετικού πύργου της Ακρόπολης. Ο Γενικός Αστυνόμος Αθηνών είδε το μακάβριο θέαμα από κάποια απόσταση. Επικαλούμενος τη μαρτυρία κάποιων φρουρών, αποφαίνεται ότι προσπάθησε να δραπετεύσει δεμένος με ένα σκοινί και εκείνο κόπηκε ενώ βρισκόταν σε ύψος πέντε οργιών από το έδαφος και από την πτώση του «ετζακίσθη ο δεξιός μηρός του και εσυντρίφθη το μηλίγγι του». Εκλήθη ο γιατρός της πόλης, γνωμάτευσε ότι «έπεσεν χωρίς άλλο» και δόθηκε ή άδεια του ένταφιασμού του.
.
Στις 20 και 21 Φεβρουάριου 1825 το Υπουργείο Πολέμου με δύο διαταγές του κατάφορτες από πομπώδεις λέξεις, ζητούσε από τον Γκούρα και τους στρατηγούς Στάθη Κατσικογιάννη και Νικόλαο Κριεζώτη να «γυμνώσουν από το λαμπρόν ένδυμα της δόξης» τον Οδυσσέα, τον οποίο χαρακτηρίζουν ως «αχάριστον» και «αντιπατριώτην», έτοιμο να παραδώσει στους Τούρκους «τας ελευθέρας επαρχίας της Ανατολικής Ελλάδος».
Ο Γκούρας βρήκε τότε την ευκαιρία να εξοντώσει πρώτα ηθικά και ύστερα βιολογικά τον Οδυσσέα, με τη συγκατάνευση κυβερνητικών κύκλων.
Ο γνωστός για το κύρος του Λειβαδίτης αγωνιστής του ’21 Αντώνης Γεωργαντάς, που χρημάτισε γραμματικός και του Ανδρούτσου και του Γκούρα, αναφέρει ότι ο τελευταίος έστειλε επιστολή προς τον Παπακώστα Τζαμάλα, ο όποιος μαζί με άλλους τρεις οπλοφόρους δολοφόνησε τον Οδυσσέα μέσα στη φυλακή |του. Ανάμεσα τους ήταν και ένας Λιδωρικιώτης στρατιώτης, ονομαζόμενος Θεοχάρης, ο οποίος αφαίρεσε από δάκτυλο του θύματος ένα δαχτυλίδι με τη σφραγίδα του.
Κατά τον Αντώνη Γεωργαντά πάντα, ο Οδυσσέας αντιστάθηκε και με τα δόντια του έκοψε δύο δάχτυλα ενός άλλου στρατιώτη Μπαλαούλια στο όνομα, ίσως του διαβόητου κατά την οθωνική περίοδο λήσταρχου Λουκά Μπελούλια, ο όποιος έδρασε στη Βοιωτία. Οι δολοφόνοι τον εξουδετέρωσαν συνθλίβοντας με τα χέρια τους τα γεννητικά του όργανα και καταφέροντας με τσεκούρι καίριο πλήγμα στο κεφάλι του. Ύστερα σκηνοθέτησαν ατύχημα με τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Μόνο δεν σκέφθηκαν —προσθέτουμε εμείς— ότι ο Οδυσσέας ήταν ακινητοποιημένος με αλυσίδες στα χέρια και μπάλες στα πόδια, και δεν είχε την ευχέρεια να πραγματοποιήσει απόδραση ή καταρρίχηση.
Ένας άλλος στρατιώτης, ονομαζόμενος Μήτρος Λιόσης λίγο καιρό προτού πεθάνει, ομολόγησε τη συμμετείχε στη δολοφονία. Το 1898 δημοσιεύθηκε η αφήγηση του αγωνιστή του ’21 Κων/νου Καλαντζή, ο οποίος ήταν σκοπός εκείνο το βράδυ, αντικαταστάθηκε αλλά δεν απομακρύνθηκε. Παρέμεινε αθέατος σε μια γωνιά και είδε όλη τη σκηνή της δολοφονίας με συμμετόχους τέσσερις άνδρες.»
ΧΡΗΣΤΟΣ Κ. ΡΕΠΠΑΣ «Η ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», ΑΘΗΝΑ 2013
πηγη
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.