Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

Ο ναύτης από την Κεφαλονιά Ιωάννης (Τζουάνε)


 Ν.Ε.ΚΑΡΑΠΙΔΑΚΗΣ: ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΣΕ ΕΝΑ ΒΕΝΕΤΙΚΟ ΣΚΑΦΟΣ ΤΟΝ 18ο αι.

.
Το 1751 στις 23 Αυγούστου, ο καπετάνιος του βενετικού πλοίου «Άγιος Δημήτριος», Λεονάρδος Αρμένης εισάγει στον Τζιρόλαμο Μπριγκάντι, Γενικό Πρόξενο της Βενετίας στην Κύπρο που είχε την έδρα του στη Σκάλα της Λάρνακας, το αίτημα να διενεργηθεί ανάκριση σχετική με την κατηγορία ότι:
Ο ναύτης από την Κεφαλονιά Ιωάννης (Τζουάνε) Γκλέσης και ο ναύτης – δεν αναφέρεται η καταγωγή του -, Δημήτριος Σμαράλδης ανακατεμένοι ήδη σε υποθέσεις κλοπής, προκάλεσαν ένα μεγάλο σκάνδαλο στο υπόλοιπο πλήρωμα. Ο καπετάνιος ζητά από τον Πρόξενο να διενεργηθεί η προανάκριση, εξετάζοντας όλα τα μέλη του πληρώματος, ώστε να διερευνηθούν οι λεπτομέρειες του σκανδάλου]. Την ίδια μέρα ο Πρόξενος διατάζει τον γραμματέα του Προξενείου, Αντώνιο Κρούτα (Antonio Crutta), να εξετάσει τα μέλη του πληρώματος και να καταρτίσει τη σχετική δικογραφία. Φυσικά το ανακριτικό υλικό θα διαβιβαζόταν στη Βενετία και στα αρμόδια δικαστήρια.
Από τις σωζόμενες ανακρίσεις, στα αρχεία του Προξένου της Βενετίας, βλέπουμε ότι οι ανακρίσεις στράφηκαν εναντίον κυρίως του ναύτη Τζουάνε Γκλέση αλλά δεν γνωρίζουμε αν έγιναν χωριστές ανακρίσεις κατά του ναύτη Δημήτριου Σμαράλδη, ο οποίος την εποχή κατά την οποία διεπράχθη το «μεγάλο σκάνδαλο» υπηρετούσε ως καμαρότος. Από τα αρχεία που έχουν διασωθεί, γνωρίζουμε επίσης, εν μέρει, τη συνέχεια της υπόθεσης για τον Τζουάνε Γκλέση αλλά όχι για τον καμαρότο.
Οι ανακρίσεις ξεκίνησαν την 27η Αυγούστου του 1751 και κράτησαν ως την επομένη 28η Αυγούστου 1751. Ως μάρτυρες στην ανάκριση κλήθησαν να παραστούν οι Χριστόφολος Λιπέρτης, ο Τζουάνε Μποέσο και ο Νικολό Γκαλαρίνι· ο τελευταίος παρέστη μόνο στη δεύτερη πρωινή κατάθεση της 28ης Αυγούστου. Οι δύο από τους μάρτυρες, ο Μποέσο και ο Γκαλαρίνι ήσαν Βενετοί παρεπιδημούντες στη Λάρνακα και εμπορευόμενοι τόσο σ’ αυτήν όσο και στα λιμάνια της απέναντι παλαιστινιακής ακτής. Ο Χριστόφολος Λιπέρτης, έχουμε σοβαρούς λόγους να το πιστεύουμε, ότι ήταν ο γιος ή συγγενής του Χατζή Φραντσέσκο Λιπέρτη, δραγουμάνου της Βενετίας στο Προξενείο της στη Λάρνακα.
Πρώτος κατέθεσε ο Σιμόν Σιμάδα, ναύκληρος του πλοίου, χωρίς ν’ αναφέρεται η καταγωγή του αλλά μαθαίνουμε, ωστόσο, ότι είχε μπαρκάρει στο πλοίο από το λιμάνι της Λατάκειας. Τι είχε να καταθέσει για το «πανθομολογούμενο σκάνδαλο»; Πως γνώριζε τον Τζουάνε Γκλέση και ήξερε πως καταγόταν από την Κεφαλονιά.
Σε μια σκάλα που είχε πιάσει το πλοίο, ένα άλλο μέλος του πληρώματος, ο φύλακας του πλοίου, του είχε πει στον περίπατο πως ο Γκλέσης «είχε κάποιου είδους σχέση (una certa pratica) με τον καμαρότο του πλοίου. «Τι πρακτική;» ρώτησε ο ναύκληρος τον φύλακα, κι αυτός του απάντησε πως τους είχε βρει ένα βράδυ στην πλώρη του πλοίου «να τα λένε κρυφά» (in confabulatione secreta) και είχε μάλιστα ακούσει από άλλα μέλη του πληρώματος, όπως από τον Τζοβάνι - Μπατίστα Παντέλα, τον Τζάκομο και τον μάστρο Δομήνικο, πως είχαν δει τον Γκλέση και τον Σμαράλδη ν’ αγγίζονται άσεμνα και να φιλιούνται (in maneggi indecenti con le mani.. a bacciarli molte volte).
Ο ναύκληρος Σιμόν Σιμάδα ρωτήθηκε αν ήξερε κάτι άλλο. Και στην ερώτηση απάντησε πως αργότερα, όταν το πλοίο είχε φτάσει στην Κύπρο, προέκυψε μια διαφορά για οκτώ οκάδες ταμπάκου, που ανήκαν στο ύποπτο Τζουάνε Γκλέση και σ’ έναν άλλο ναυτικό, τον Τζώρτζη, επίσης Κεφαλονίτη. Ο ναύκληρος Σιμόν Σιμάδα είχε υποψίες ότι το ταμπάκο είχε κλαπεί από τον ναύτη Σμαράλδη (καμαρότο ακόμα τότε), κι άρχισε να τον δέρνει, αλλά αυτός αρνιόταν πως είχε οποιαδήποτε ανάμειξη. Καθώς τον έδερνε τον ρώτησε ιδιαιτέρως αν είναι αλήθεια αυτά που λένε οι ναύτες, πως «έχει σχέση» με τον Γκλέση, και να του πει την αλήθεια. Κι ο μικρός απάντησε κι ομολόγησε πως είναι αλήθεια και πως είχε «υποπέσει στο αμάρτημα της σοδομίας» με τον Τζουάνε Γκλέση για πέντε φορές.
[…] ο ναύκληρος κατέθεσε πως ήθελε ν’ αποκρύψει αυτήν την ομολογία για ν’ αποφύγει το σκάνδαλο και να βρει κάποια ευκαιρία να ξεφορτωθεί τον Γκλέση, αλλά πως ο ίδιος ο καμαρότος τα είπε στο υπόλοιπο πλήρωμα μόνος του. Αναγκάστηκε τότε ο ναύκληρος να αναφέρει το γεγονός στον καπετάνιο.

Ο δεύτερος μάρτυρας ήταν ο Αυγουστίνος Αρμένης[…] απάντησε πώς είχε δει μια νύχτα τους Γκλέση και Σμαράλδη στο επίστεγο (cassaro) του πλοίου, να κάνουν πράξεις άσεμνες (maneggi indecenti). Είχε, ωστόσο, να πει κι άλλες λεπτομέρειες κατά την προα­νάκριση, ότι δηλαδή είχε δει μια μέρα τον Γκλέση να έχει τον Σμαράλδη στο αμπάρι του πλοίου και να του κάνει μπάνιο σε νερό ανακατεμένο με φλούδες λεμονιού και πορτοκαλιού (porto il putto sudetto in stiva a lavarlo nudo per nudo con di scorzi di limoni, e naranzi). Κατά τη γνώμη του μάρτυρα αυτή ήταν η πρώτη φορά που διαπράχθηκε το αμάρτημα της σοδομίας. Προσθέτει, μάλιστα, πως ο καμαρότος είχε ομολογήσει ότι ο Γκλέσης τον είχε υποχρεώσει στην πράξη, κρατώντας τον και πνίγοντάς τον από τον λαιμό. Αναφέρει κι άλλες φήμες, ότι ο φύλακας του πλοίου, τους είχε δει μαζί μια νύχτα στην πλώρη όπου είχε πάει για τη σωματική του ανάγκη, και πως μόλις τον είδαν, ο Γκλέσης έτρεξε να κρυφτεί κάτω από το μπαστούνι στην πλώρη και παραλίγο μάλιστα να πέσει στη θάλασσα. Ο μάρτυρας επαναλαμβάνει εδώ, ελαφρώς παραλλαγμένο, αυτό που είπε πει και στην προηγούμενη κατάθεση ο ναύκληρος. Επιβεβαιώνει όμως και τον ξυλοδαρμό του καμαρότου από τον ναύκληρο, προσθέτοντας επιπλέον πως μόλις άκουσε ο κατηγορούμενος Τζουάνε Γκλέσης ότι ο καμαρότος είχε ομολογήσει το για πέντε φορές διαπραχθέν αμάρτημα, τον άρπαξε, ιδιαιτέρως, και του είπε «σκύλε με πρόδωσες, που τα είπες όλα». Κι ο νεαρός καμαρότος του απάντησε «σκύλε με σκότωσες, ενώ στα ’χα πει, πως όλοι το ’ξεραν, και πως έπρεπε να τ’ αφήσουμε αλλά εσύ ήθελες να συνεχίσουμε». Και μετά απ’ αυτά, ο Γκλέσης έβαλε τα κλάμματα. Αυτή την έντονη συζήτηση, λέει ο μάρτυρας, πως την άκουσε με τα ίδια του τ’ αυτιά.
Τρίτος μάρτυρας ήταν ο Ζαφείρης Περιστιάνος φύλακας του πλοίου (guardano), Κεφαλονίτης. Επιβεβαιώνει ότι είχε δει μια νύχτα στην Λατάκεια, πηγαίνοντας στην πλώρη του πλοίου, τον Γκλέση και τον καμαρότο, αλλά στην κατάθεσή του αντιθέτως απ’ αυτά που είχαν πει οι δυο προηγούμενοι μάρτυρες, ισχυρίζεται ότι τους είδε μεν να είναι μαζί «αλλά δεν ήξερα τι έκαναν, επειδή δεν είδα τίποτα» (non sa quello facessero non avendo niente visto). Ερωτηθείς αν είχε κάτι άλλο να προσθέσει, είπε πως ο καμαρότος είχε μεταφέρει στον σιτιστή του πλοίου, σχόλια που είχε κάνει ο ίδιος ο Ζαφείρης Περιστιάνος για την ποιότητα του κρασιού (certe parole… toccante alia bevanda), και τότε ο σιτιστής θύμωσε και πήγε και χαστούκισε τον καμαρότο (li diede una schiaffa). Με το χαστούκι που έδωσε ο σιτιστής στον καμαρότο, αναπήδησε ο Τζουάνε Γκλέσης και πήγε προς το μέρος του Περιστιάνη να του ζητήσει τον λόγο, λέγοντάς του «γιατί δέρνεις το παιδί χωρίς λόγο;» Ακολούθησε μια λογομαχία και παρ’ ολίγο να πιαστούν στα χέρια, αλλά παρενέβησαν και τους χώρισαν ο ναύκληρος και άλλοι ναύτες. Προσέθεσε κι αυτός ο μάρτυρας, τη σκηνή του ξυλοδαρμού του καμαρότου και πως είχε ακούσει για την ομολογία ενοχής του, αλλά πως ο ίδιος δεν τον είχε ακούσει να ομολογεί με τα ίδια του τ’ αυτιά.
Επόμενος μάρτυρας ήταν ο ναύτης του πλοίου Τζάκομο Ντέο . Κατέθεσε κι αυτός πως ο Γκλέσης σηκωνόταν να πάρει το μέρος του καμαρότου, όταν συνέβαινε οι άλλοι ναύτες να τον δέρνουν. Ο μάρτυρας ανέφερε επίσης τη σκηνή του ξυλοδαρμού δίνοντας περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά και προσθέτοντας ένα επιβαρυντικό στοιχείο, ότι δηλαδή είχε ακούσει με τα ίδια του τ’ αυτιά τον Σμαράλδη να ομολογεί την αμαρτία του. Μόνο που σύμφωνα με την κατάθεσή του, το αμάρτημα είχε διαπραχτεί τέσσερεις φορές, τη μια μάλιστα τις μέρες των Χριστουγέννων του 1750, στη Λατάκεια.
Επόμενος μάρτυρας ήταν ο ναύτης Τζοβάνι-Μπατίστα Παντέλα, αυτός που είχε πει στον ναύκληρο κατά τη διάρκεια τού περιπάτου τους, πως είχε δει τον Γκλέση και τον Σμαράλδη ν’ αγγίζονται άσεμνα και να φιλιούνται. Η κατάθεσή του επιβεβαιώνει τις πληροφορίες της στενής σχέσης μεταξύ των δύο τελευταίων, και το γεγονός πως ο Γλέσης έπαιρνε το μέρος του καμαρότου, όταν τον έδερναν οι άλλοι ναύτες . Το βαρύτερο όμως για τους κατηγορουμένους είναι ότι ο μάρτυς καταθέτει πως ένα βράδυ τους είχε δει στον κοιτώνα, ν’ αγγίζονται άσεμνα, και πως είχε πει στον Γκλέση «πως δεν είναι σωστά πράγματα αυτά», κι ο Γκλέσης του απάντησε «πως δεν τρέχει τίποτα και να μην κάνει κουβέντα αλλιώς θα του δώσει να καταλάβει» (perche altrimente li dara). Και πράγματι ο Παντέλα δεν είπε τίποτα. Αλλά μετά μεσολάβησε το επεισόδιο του ξυλοδαρμού του καμαρότου από τον ναύκληρο, και ο Παντέλα επιβεβαιώνει ότι ο καμαρότος ομολόγησε την πράξη. Με τι διαφορά ότι αυτός είπε πως ο καμαρότος ομολόγησε πως η πράξη είχε γίνει τρεις φορές και όχι πέντε ή τέσσερεις, όπως είχαν πει οι προηγούμενοι μάρτυρες. Άκουσε όμως τον καμαρότο να ομολογεί, πως εκτός από τις τρεις φορές, είχαν αμαρτήσει κι άλλες αλλά μόνο με άσεμνες χειρονομίες.
Ο τιμονιέρης Τζώρτζης Βαλσαμάκης , Κεφαλονίτης, κατέθεσε ότι κάτι έτρεχε μεταξύ του Γκλέση και του Σμαράλδη, αλλά δεν είχε παρατηρήσει κάτι επιλήψιμο. Μόνο πως ο νεαρός Σμαράλδης προκαλούσε όλους τους ναύτες αγγίζοντάς τους και πως ο Γκλέσης ήταν γενικά ανακατοσούρης (imbraccone) αλλά δεν είχε να προσθέσει άλλα. Το ταμπάκο που είχε κλαπεί ήταν δικό του, πως αυτός έδειρε πρώτος τον Σμαράλδη, πριν επέμβει ο ναύκληρος και αποσπάσει την ομολογία για το παράπτωμα της αρρενοκοιτίας. Αλλά ο ίδιος ο μάρτυρας, λέει, δεν είχε ακούσει την ομολογία της σοδομίας.
Μάρτυρας έβδομος, Τζιρόλαμο Ερίλι, μαραγκός. Επιβεβαιώνει ότι υπήρχε μια σχέση μεταξύ του Γκλέση και του καμαρότου, σχέση που σκανδάλιζε το πλήρωμα. Δηλαδή κάθε φορά που έβγαινε από την καμπίνα ο νεαρός με τα πιάτα του, θυμίζουμε ότι είχε καθήκοντα καμαρότου, ο Γκλέσης του ’δινε φιλιά, πράγμα που σκανδάλιζε τον μάρτυρα, που τους είχε μάλιστα πει, «τι ’ναι αυτά τα φιλιά, δεν ντρέπεστε; Πιτσουνάκια είσαστε να φιλιέστε τόσο;» (Cosa sono questi bacci, non vi vergognate? Siete colombini che vi baccaite tanto?). Είπε μάλιστα στον ναυτόπαιδα, «πρόσεχε για θα το μάθει ο θείος σας, και θα σας δείρει.». Επιβεβαιώνει πάντως ο Τζιρόλαμο Ερίλι πως τους είχε δει στον κοιτώνα, ο Γκλέσης στην αιώρα του και ο νεαρός να ’χει το χέρι κάτω από την κουβέρτα του πρώτου. Ο μάρτυρας είπε τότε στον καμαρότο «τι κάνετε με τα χέρια; Κοιτάτε μήπως έκανε η κότα το αυγό;» Επιβεβαιώνει επίσης, πως ο καμαρότος είπε μπροστά σε όλους πως είχε αμαρτήσει πολλές φορές με τον Γκλέση, ξεκινώντας για πρώτη φορά τα περασμένα Χριστούγεννα στην Λατάκεια, δυο φορές μάλιστα, και με το παλιό και με το νέο ημερολόγιο, πράγμα που σημαίνει και τα Χριστούγεννα των ορθοδόξων και τα Χριστούγεννα των καθολικών. Καταθέτει επιπλέον ο μάρτυρας ότι ο καμαρότος είχε ομολογήσει πως ο Τζουάνε Γκλέσης του είχε πει πως αν αποκάλυπτε τη σχέση τους (pratica) θα κατέβαινε στ’ αμπάρι, θ’ άνοιγε τους πίρους και θα βούλιαζε όλο το καράβι.
Η τελευταία, σωζόμενη τουλάχιστον κατάθεση, είναι αυτή του ίδιου του καμαρότου Σμαράλδη, και μέλους του κατηγορούμενου ζεύγους. Η δική του εκδοχή των γεγονότων είναι πως μια Κυριακή στη Λατάκεια, όταν στο πλοίο είχαν μείνει μόνο αυτός, ο ναύκληρος κι ο Τζουάνε Γκλέσης, κι ενώ είχε πέσει για ύπνο, ο Γκλέσης ήρθε και τον κάλεσε, του ’δωσε να πιει γλυκό κρασί που του γύρισε το κεφάλι, έπεσε κοιμισμένος σ’ ένα κιβώτιο, και ο Γκλέσης τότε του έβγαλε τα παντελόνια. Αυτός αντιστάθηκε αλλά ο Γκλέσης επέμενε. Τότε εμφανίστηκε ο ναύκληρος κι ο Γκλέσης έντυσε τον ναυτόπαιδα κι εξαφανίστηκε· ο ναύκληρος δεν αντιλήφθηκε τίποτα.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, με το νέο ημερολόγιο, ήθελε ο ναυτόπαις να βάλει μπουγάδα πάνω στην κουβέρτα του πλοίου, προσφέρθηκε να του την κάνει ο Γκλέσης κι εμφανίστηκε ο φύλακας του πλοίου να τους πει, «πηγαίνετε να την κάνετε κάτω στ’ αμπάρι και στύψτε τη καλά» Κι εκεί έγινε το μοιραίο, ο Γκλέσης να σφίγγει τον Σμαράλδη απ’ τον λαιμό, για να μην μπορέσει να φωνάξει βοήθεια. Υπέκυψε τότε αναγκαστικά. Δεν ανέφερε τίποτα στον καπετάνιο ωστόσο. Τον είχε φοβίσει ο Γκλέσης πως θα ’ταν χειρότερα για τον ίδιο αν ομολογούσε, και του ’κανε δωράκια όπως φρούτα κι άλλα μικροπράγματα. Του είπε, επίσης, πως θα βρει μια μάγισσα ή ένα μάγο στη Λατάκεια να ρίξει μάγια σ’ όλο το πλήρωμα και να μην καταλάβουν τίποτα. Του είπε ότι την είχε ήδη βρει κι είχε κάνει τα μάγιά της και πως το θέμα τελείωσε.
Η σχέση συνέχισε. Μια νύχτα σκοτεινή και βροχερή , που όλο το πλήρωμα έτρωγε στην τραπεζαρία στο πίσω μέρος του πλοίου, ο Τζουάνε Γκλέσης τον πήγε στην πλώρη κι ’κει ξαναμάρτησαν. Μια άλλη φορά που ξαναδοκίμασαν στο ίδιο μέρος, τους έπιασε ο φύλακας του πλοίου κι αναγκάστηκε ο Γκλέσης να κρυφτεί κάτω από το μπαστούνι. Ο Γκλέσης του ζήτησε να ξαναβρεθούν, αλλά αρνήθηκε. Καταθέτει επίσης πως δεν είχε καμιά ανάμειξη στην κλοπή του ταμπάκου και το μόνο που ήξερε ήταν πως ο Γκλέσης είχε κλέψει καπνό και ρύζι από Τούρκους στη Δαμιέτα, και πούλησε το ταμπάκο στην Κύπρο, ενώ δώρισε το ρύζι. Και πως ο Γκλέσης του ζητούσε επίμονα να του αποκαλύψει, ως καμαρότος, που φύλαγε ο καπετάνιος τα κλειδιά του ταμείου για να κλέψει τα χρήματα. Τον απείλησε μάλιστα πως αν πει κάτι, «θα του κάρφωνε την καρδιά μ’ ένα στιλέτο». Κι από φόβο αυτός δεν είπε τίποτα. Δυστυχώς δεν σώθηκε η κατάθεση του ίδιου του Γκλέση, κι έτσι μας μένει, προς το παρόν, τι είπαν οι όσοι κατέθεσαν για την υπόθεση.
Ν.Ε.ΚΑΡΑΠΙΔΑΚΗΣ, Πρακτικά ΙΑ΄ Πανιονίου Συνεδρίου, «Επτανησιακός βίος και πολιτισμός». Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι, 2019.
Ν.Ε.ΚΑΡΑΠΙΔΑΚΗΣ (1955- ): Καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου, Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου των Γενικών Αρχείων του Κράτους.

[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ακρόπρωρο του Λεωνίδα του Χατζηγιάννη Μέξη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα] 

ΠΗΓΗ 

Dionisis Vitsos







Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only