Λίγο πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κ τη διάρκεια των επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο, α/ και της Γερμανό-ιταλικής κατοχής, κυκλοφόρησαν διάφορες διαδόσεις που είχαν σχέση με τον Λυκαβηττό. ΄Ελεγαν πολλοί ότι η κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου είχε κάνει διάφορα σχέδια για την άμυνα της χώρας και μεταξύ αυτών ήταν και ένα που αφορούσε την κατασκευή μεγάλων στοών, μέσα στο βράχο του Λυκαβηττού, προκειμένου εκεί αποθηκευτούν πυρομαχικά.
Άλλοι έλεγαν ότι στις στοές αυτές θα κατέφευγαν σε καιρό πολέμου, που υπήρχε κίνδυνος αεροπορικών επιδρομών, κυβερνητικοί παράγοντες, ότι πιθανόν εκεί να μεταφερόταν το Γενικό Επιτελείο Στρατού για να μπορούν άνετα και χωρίς κινδύνους να διευθύνουν από εκεί το πόλεμο και άλλα παρόμοια.
Στον Λυκαβηττό και κάτω ακριβώς από τον Αϊ Γιώργη προς τη νότια πλευρά του λόφου, υπήρχαν από πολλά χρόνια τα πυροβολεία. Ήταν δηλαδή και είναι ακόμη, μια τσιμεντένια εξέδρα-βάση πάνω στην οποία υπήρχαν δυο ελαφρά πυροβόλα και μια μικρή εγκατάσταση στην οποία κάποια εποχή ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι κάποιοι άνδρες του πυροβολικού ή πήγαιναν εκεί περιστασιακά, όταν θα έπρεπε με τα πυροβόλα αυτά να σηματοδοτηθεί ένα γεγονός.
Κατ’ αρχήν στις μεγάλες γιορτές, όπως η Πρωτοχρονιά, στις εθνικές επετείους, όπως η 25η Μαρτίου και αργότερα η 28η Οκτωβρίου, γεγονότα σημαντικά, όπως οι εορτές βασιλέων ή οι γάμοι, από τα πυροβολεία αυτά «έπεφταν» οι ανάλογες βολές. Κάποτε αυτές οι βολές ήταν, ανάλογα με τις περιπτώσεις, π. χ. γεννήσεως αγοριού από βασίλισσα 101 ή 21 βολές κατά την ανατολή και τη δύση του ήλιου της ημέρας εθνικής ή άλλης εορτής.
Κάποτε από τα πυροβολεία του Λυκαβηττού «έπεσαν» βολές και κατά την έναρξη κινημάτων, που ήταν συχνότατα στην περίοδο κυρίως του Μεσοπόλεμου, όταν διάφοροι επίδοξοι σωτήρες έκαναν κίνημα για να επιβάλουν το καθεστώς που αυτοί ήθελαν, ένα είδος δικτατορίας ή προσωρινής διοίκησης, που θα οδηγούσε σε αρεστό σ’ αυτούς καθεστώς.
Οι βολές από τα πυροβολεία γίνονταν βέβαια με ειδικό τρόπο. Δεν εξαπολύονταν δηλ. οβίδες αληθινές, πράγμα που θα προκαλούσε κινδύνους, αλλά βλέπαμε συχνά τους πυροβολητές φαντάρους να τοποθετούν κάποια υλικά στη μπούκα των δυο κανονιών, να τα συμπιέζουν με μια ειδική βέργα και ύστερα να απομακρύνονται κάπως και να πέφτει η κανονιά. Ο κρότος ήταν μεγάλος και απόδειξη ότι σε ολόκληρη την προπολεμική, αλλά και μεταπολεμική Αθήνα, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι Αθηναίοι ξυπνούσαν με τα κανόνια της ανατολής του ήλιου και το απόγευμα, με τη δύση, άκουγαν πάλι τις κανονιές και έβγαζαν το συμπέρασμα, ότι ήταν η ακριβής ώρα της δύσης.
Οι κάτοικοι της Νεαπόλεως και των Εξαρχείων άκουγαν περισσότερο από άλλους τα κανόνια του Λυκαβηττού, όπως και οι Κολωνακιώτες, που τα είχαν ακριβώς από πάνω τους και μερικές φορές μάλιστα ήταν οι πρώτοι που πληροφορούντο κάποιο χαρμόσυνο ή και δυσάρεστο γεγονός. Οι βολές έδιναν το έναυσμα του εορτασμού, όπως και τη λήξη του. Οι βολές σηματοδοτούσαν κάποιες μέρες του έτους, κατά τη διάρκεια των οποίων συνέβαιναν γεγονότα σημαντικά. Οι βολές των κανονιών του Λυκαβηττού κάποιες φορές σήμαιναν τα δεινά που επιφυλάσσονταν για τους Αθηναίους, αλλά και για όλους τους Έλληνες.
Τα προ του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου χρόνια πάντως, στα σχέδια που είχαν σχέση με την αεράμυνα και την προστασία γενικά του πληθυσμού της Αθήνας, στις στοές αυτές του Λυκαβηττού, που είχαν ανοιχτεί πράγματι κάτω από το βράχο, υπήρχαν κάποιες υπηρεσίες της παθητικής λεγάμενης αεράμυνας. Τι ακριβώς ήταν, κανείς δεν ήξερε. Όσον αφορά όμως τα λεγάμενα περί στρατηγείου κ.λπ. απείχαν από την πραγματικότητα Το στρατηγείο στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου είχε εγκατασταθεί στα υπόγεια του ξενοδοχείου της «Μεγάλης Βρετανίας».
Ο Αναστάσιος Αθ. Παππάς στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του με τίτλο: «Κολωνάκι-Λυκαβηττός», που εκδόθηκε το 1991 από το Σύλλογο των Αθηναίων, γράφει για το καταφύγιο»: «Μεταξύ της ανόδου προς τον ναό των Αγ. Ισιδώρων και του κέντρου «Πράσινη Τέντα» δυο θυρόφυλλα μεταλλικά, στηριγμένα επί του βράχου, κλείνουν την είσοδο προς το καταφύγιο του Λυκαβηττού. Το καταφύγιο δημιουργήθηκε δια την φύλαξιν των αρχείων του Κράτους κατά μια πληροφορία ή δια την ασφάλεια υψηλών προσώπων ή δι’ άλλην αιτία Δια την κατασκευή του, περί 3 1936, λαξεύτηκε ο βράχος σε βάθος πλέον των 100 μ. ο καταφύγιο είναι κατάλληλα εξοπλισμένο δια την διαμονή προσώπων».
Τα παιδιά πάντως της Νεαπόλεως πολύ διασκέδαζαν με τις κανονιές. Ανέβαιναν σε ταράτσες, έβγαιναν σε παράθυρα και μπαλκόνια, πήγαιναν όσα ήταν κοντά στου Στρέφη πάνω στο λόφο για να δούνε από ’κει τον καπνό που βγαίνε από το εμπρός μέρος των πυροβόλων, αλλά και να παίξουν, μετρώντας τις βολές. Ήταν κι αυτή η διαδικασία ένα από τα αυτοσχέδια παιχνίδια της παλιάς εποχής.
Μαθητές και μαθήτριες του Ε’ Γυμνασίου Αρρένων και Θηλέων —τότε ήταν χωριστά, το πρώτο στην περιοχή Εξαρχείων και το δεύτερο στον Άγιο Νικόλαο στα Πευκάκια — έδιναν τα «ραντεβού» τους στον Λυκαβηττό, σε κάποια σημεία του λόφου που ήταν απομονωμένα,, αφού άλλωστε πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχαν τα σπίτια φτάσει τόσο ψηλά, όπως σήμερα, που και ο περιφερειακός δρόμος έχει γεμίσει από πολυκατοικίες. Εκεί λοιπόν ο ρομαντικός αθώος νεανικός Έρωτας εύρισκε καταφύγιο, όπως εύρισκε καταφύγιο και ο παράνομος επ’ αμοιβή Έρωτας, γιατί και κάποιες «γυναίκες του δρόμου» έκαναν τις πονηρές βόλτες τους σε διάφορα σημεία του Λυκαβηττού. Τα σημεία αυτά τα ήξεραν οι φαντάροι συνήθως και κάποιοι άλλοι αποκαλούμενοι «καψούρηδες», επιθυμούντες να συνευρεθούν μετά γυναικός. Άλλωστε στις υπώρειες του Λυκαβηττού και στο σημείο περίπου που τελείωνε η οδός Αραχώβης, μετά τη Σίνα, μέσα σε πυκνό δάσος υπήρχε και το γνωστό σε όλους τους Νεαπολίτες «εξοχικό κέντρο δι’ οικογενείας» με το όνομα «Μποέμ», όπου δεν ήταν λίγα τα ζευγάρια που κατέφευγαν, προπολεμικά τουλάχιστον, για να δειπνήσουν, αλλά και να αποσυρθούν στα ιδιαίτερα του κέντρου για να «βγάλουν τα μάτια τους», κατά την κακεντρεχή φρασεολογία κάθε σεμνοπρεπούς οικοκυράς της περιοχής, που θεωρούσε το κέντρο «Μποέμ» χώρο ακολασίας.
Οι κάτοικοι της Νεαπόλεως ήταν στενά δεμένοι με τον Λυκαβηττό. Αποτελούσε και αποτελεί το μεγάλο ορόσημο αυτής συνοικίας από την ανατολική πλευρά. Και κάθε μέρα όλοι τον έβλεπαν περήφανο, καταπράσινο, με πλαγιές που δεν είχαν δεχτεί ακόμη τις επιθέσεις των εργολάβων οι σποίοι σιγά σιγά βέβαια κατόρθωσαν να χτίσουν πολλά μικρά σπίτια ψηλότερα από τους πρόποδές του, ενώ τα μετέπειτα χρόνια ιδιοκτήτες και τεχνικές ακόμη εταιρίες αποθρασύνθηκαν και έφτασαν με τις κατά καιρούς νόμιμες επεκτάσεις, αλλά και πολλές καταπατήσεις, να γεμίσουν τις πράσινες πλαγιές του με άπειρες πολυκατοικίες.
Η ιστορία του λόφου είναι πολύ παλιά και ίσως μερικοί δεν ξέρουν ότι αναφέρεται σε αρχαία κείμενα κι ο Αριστοφάνης μάλιστα μιλάει για φημισμένο όρος. Ο Πλάτων επίσης τον χαρακτηρίζει, μαζί με την Πνύκα, σαν σύνορα της Αθήνας, ενώ σε άλλα αρχαία κείμενα γίνεται λόγος για την έλλειψη δέντρων και το πετρώδες του έδαφος.
Κάποια εποχή φαίνεται πως οι Αθηναίοι φύτεψαν ελιές στον Λυκαβηττό, αλλά η βλάστησή του άλλαξε το 1890, όταν η Φιλοδασική Ένωση φύτεψε τα πρώτα πεύκα και κυπαρίσσια, τα οποία πύκνωσαν περισσότερο με νέα αναδάσωση που έγινε το 1915. Ο Λυκαβηττός είχε πάντα πολλά θυμάρια και οι Αθηναίοι που έμεναν στις κοντινές συνοικίες, όπως στη Νεάπολι και το Κολωνάκι, θυμούνται πόσο μοσχοβολούσαν, όταν ήταν ανθισμένα. Ακόμη ο Λυκαβηττός είχε πολλά βότανα, αγριοφασκομηλιές, αμάραντα, κυκλάμινα και πολλά αγριόχορτα, που γέμιζαν συχνά το πιάτο των οικογενειών που έμεναν στους πρόποδές του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΣ, «Η ΩΡΑΙΑ ΝΕΑΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ 2002
phgh
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.