Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Βαρδιάνος στα σπόρκα


 Σ' αυτήν τη στάση τόνε φωτογράφησε μια μέρα ο Νιρβάνας. Μεγάλη φασαρία έγινε τότε στο καφενείο. Γιατί όλοι τρέξανε να δούνε το παράξενο θέαμα. Ο Παπαδιαμάντης, που είχε για βιωτικό του αξίωμα το «λάθε βιώσας», τρόμαξε. Κ' είπε γαλλικά στο Νιρβάνα: — Κάνε γρήγορα. Προκαλούμε την προσοχή του κοινού!

Με ιδιαίτερη χαρά και καμάρι, γιατί να το κρύψω, παρουσιάζω εδώ, σε συνέχειες, την ψηφιακή μορφή του διηγήματος «Βαρδιάνος στα σπόρκα», ενός από τα εκτενέστερα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Την πληκτρολόγηση την οφείλω στην πολύτιμη συνεργάτρια Μ.Μ., η οποία έχει δώσει κι άλλο ένα εκτενές παπαδιαμαντικό, τους Χαλασοχώρηδες, καθώς και πάρα πολλά άλλα μικρότερα.

Πίσω, εις τες Πλάκες, επάνω εις ένα βράχον ριζωμένον εις την θάλασσαν, εκεί ήτο το σπιτάκι της θεια-Σκεύως της Γιαλινίτσας. Ο βράχος έβλεπε προς μεσημβρίαν, και από το έν μέρος επρόβαλλε το πρωί ο ήλιος, ανάμεσα από τρία νησάκια και από μίαν υψηλήν λευκήν κορυφήν, χρυσώνων με τας ακτίνας του όλα, το πράσινον της θαμνοσκεπούς και σχοινοφύτου ακτής, κλειούσης ανατολικώς τον λιμένα, την θάλασσαν ρυτιδουμένην και φωσφορίζουσαν εις χιλίας μυριάδας υγρών πτυχών, πλήττουσαν τα Μυρμήκια, υφάλους μόλις ανεχούσας από το κύμα, το Δασκαλειό, μικρόν φαιοπρασινίζον νησίδιον, και το ογκώδες και άκομψον Μπούρτσι· χρυσώνων τα κατάρτια και τας κεραίας και τα εξάρτια των πλοίων, κατά τας ημέρας του χειμώνος, όταν ολίγα τούτων παρεχείμαζον εις τον λιμένα. Από το άλλο μέρος εβασίλευε το βράδυ, σπεύδων να κρυβεί όπισθεν του βαθυπρασίνου βουνού, της Πευκόρραχης, αφήνων τα δένδρα να σείωνται ελαφρώς από την αύραν, και τα αόρατα εκείνα μυρία έντομα να τρύζωσι μελαγχολικώς εις το βαθύ σκότος.

   Εις μήκος πεντακοσίων βημάτων προς το πέλαγος εξηπλούντο, προκύπτουσαι από της ακτής, οι Πλάκες, μακρός λαιμός εντός της θαλάσσης, απολήγων ένθεν και ένθεν εις τον Μεγάλον Κάππαριν, εις τον Μικρόν Κάππαριν, εις τον Μύτικα, και εις το μονήρες και πελαγωμένον Κατεργάκι, τα μεν υψηλούς ορθίους βράχους, τα δε μάρμαρα χθαμαλά, αλίπληκτα, πότε λουόμενα εις το κύμα, πότε θερμαινόμενα εις τον ήλιον. Τα μάρμαρα ή αι πλάκες αύται εχρησίμευον διά τας πτωχάς γυναίκας να λευκαίνωσι τα ακέραια υφαντά πανιά, να πλύνωσι τα σπάργανα, τα σινδόνια, και τα ράκη των εις το κύμα, και να τα ξεγλυκαίνωσιν είτα εις το γλυφόν νερόν, το ρέον από τινος ρωγμής αναμέσον του κρημνού, οι δε βράχοι, εχρησίμευον εις τα παιδία της γειτονιάς να «δίνουν βουτιά» ή να «δίνουν παλούκια», να πηδώσι δηλαδή με την κεφαλήν ή με τους πόδας εις το κύμα, όταν εκολύμβων το θέρος, τα μεν αρχοντόπουλα άπαξ της ημέρας, τα δε πρωχόπαιδα δεκάκις της ημέρας, από πρωίας μέχρις εσπέρας με μικρά διαλείμματα. Και δεν ήτο του τυχόντος πρωτοπείρου να δώσει «βουτιά» ή και «παλούκια» από τον Μύτικα και από τους δύο Καππάρεις. Υπήρχε βαθμολογία ακριβής, αυστηρά, από γενεάς εις γενεάν παραδιδομένη και απαρεγκλίτως τηρουμένη μεταξύ των διαφόρων ομάδων των μαθητών του Ελληνικού σχολείου, ως και των παιδίων του δρόμου.

   Ο αρχάριος ώφειλε κατ’ αρχάς να «δώσει» από την Βεργούλα, μικρόν βράχον μόλις ανίσχοντα της θαλάσσης· ακολούθως, άμα έπλεε καλώς και ηδύνατο να φθάνει εις το Κατεργάκι, το οποίον απείχε τρεις οργυιάς από τες Πλάκες, και ευρίσκετο εις τα νερά δύο οργυιών βάθους, του επετρέπετο να «δώσει» από το Κατεργάκι, το οποίον ήτο κατά τι υψηλότερον του πρώτου βράχου. Κατόπιν, αφού ησκείτο αρκετά, ηδύνατο να «δώσει» από τον μικρόν Κάππαριν. Εννοείται ότι η βουτιά ήρχετο κατά ένα βαθμόν οψιμωτέρα από τα παλούκια· όταν δηλαδή ο μαθητευόμενος ήρχιζε να πηδά ορθός από τον μικρόν Κάππαριν, τότε ήρχιζε συγχρόνως να πηδά κατακεφαλής από το Κατεργάκι, και ούτω καθεξής. Είτα, όταν μετέβαινεν εις τον Μύτικα, τότε ήρχιζε να «δίνει βουτιά» από τον μικρόν Κάππαριν. Και τέλος όταν επροβιβάζετο εις τον μέγαν Κάππαριν, τότε «έδιδε βουτιά» από τον Μύτικα. Άμα δ’ έφθανέ τις εις τον βαθμόν να δίδει κατ’ αρχάς παλούκια, είτα βουτιά από τον μέγαν Κάππαριν, τότε πλέον εξεσκολούσε από τες Πλάκες, από τον Μώλον, από το Κοχύλι και όλους αυτούς τους κολπίσκους και τους βράχους της ακρογιαλιάς, και ώφειλε του λοιπού να εκτελεί επιδρομάς εις τα καράβια, ν’ αναρριχάται διά των πλευρών ή των αλύσεων εις το κατάστρωμα, ν’ ανέρχηται διά των εξαρτίων εις τας κεραίας και να δίνει από το μπαστούνι κατ’ αρχάς, είτα από τον τρίγκον και τελευταίον από τον παπαφίγκον. Και ταύτα, με όλας τας βραχνάς κραυγάς του πλοιάρχου, από την παραθαλασσίαν αγοράν, του μούτσου από την πρύμνην και του σκύλου από την πρώραν, οίτινες έκραζον όλοι με μίαν φωνήν:«Στο γιαλό, κανάγια, στο γιαλό!»

   Από το εν μέρος των Πλακών, έκειτο η Σπηλιά, εσοχή του βράχου προς την ξηράν υπεράνω του οποίου εκρέμαντο ως εναέρια τα σπιτάκια της φτωχολογιάς, αραδιασμένα, εύρυθμα εν τη αταξία, πάλλευκα από άφθονα ασβεστώματα· από το άλλο μέρος εξετείνετο το Κοχύλι, άλλος πλατύς λαιμός προέχων εις το πέλαγος, επάνω του οποίου εφαίνετο μικρός ανεμόμυλος με έν μισοφαγωμένον πανίον, με δύο γεράς πτέρυγας και με μίαν μισοσπασμένην, πληττομένας ραγδαίως υπό του ανέμου· κι εκείθεν του βράχου προς δυσμάς έκειντο τα Μνημούρια της πολίχνης, όπου εκοιμώντο τον χρόνιον ύπνον όσοι είχον ζήσει ποτέ…

   Ανάμεσα εις τες Πλάκες και εις την Σπηλιά, προς ανατολάς, ευρίσκετο ο αρσανάς των Μαθιναίων, παλαιόν κτίριον, τρίπατον, παραπλήσιον με τους μοναστηριακούς αρσανάδες του Αγίου Όρους. Διά να καταβεί τις από τον βράχον και να φθάσει εις την άμμον της ακρογιαλιάς, δεν είχεν ανάγκην να τρεμουλιάσουν τα γόνατά του, το οποίον θα συνέβαινεν αν κατήρχετο διά της κρημνώδους και στενής ατραπού, αοράτου εις το βλέμμα και μόλις βατής εις τον πόδα. Τα τρία πατώματα του αρσανά ηνώνοντο το έν με το άλλο από τρεις καραβίσες σκάλες. Η πρώτη ήρχιζεν από την σκεπήν, διά του φεγγίτου, και κατήρχετο εις το άνω πάτωμα, η δευτέρα έφθανεν εις το μεσαίον πάτωμα, και η τρίτη εις το ισόγειον, το γυμνόν έδαφος της γης. Εις το άνω πάτωμα ερροκάνιζαν και επριόνιζαν ξύλα, εις το δεύτερον επελεκούσαν στραβόξυλα, και εις το ισόγειον εσκάρωναν βάρκες.  

   Έξω του αρσανά, επί της άμμου, στενής όσον διά να σύρει τις ψαράδικην τράταν και την διπλαρώσει κατά μήκος του βράχου, ήσαν σκαρωμένα, πότε δύο βάρκες, πότε μικρόν τρεχαντήρι, πότε κότερον· πας εμποροπλοίαρχος από το Τρίκερι και από τον Κισσόν, από την Ζαγοράν και από τον Λαύκον, κάποτε από το Λιτόχωρον και από τα χωρία της Κασσάνδρας, καταπλέων εις την νήσον τον χειμώνα, έδιδε παραγγελίαν εις τους Μαθιναίους να του ναυπηγήσουν βάρκαν ή τσερνίκι, μαούναν ή κότερον, βρατσέραν ή τράταν, άφηνε πέντε λίρας διά καπάρον, απέπλεεν ήσυχος, επανήρχετο το θέρος και εύρισκε την παραγγελίαν του τελειωμένην. Αλλ’ ο γερο-Μαθινός, μετά των υιών του, έχοντες από γενεών φήμην καλών ναυπηγών, είχον να παλαίσωσι προς την Νοτιάν, ήτις έπιανεν όχι μετρίως εις την ακρογιαλιάν εκείνην. Μέσα το ισόγειον του αρσανά δεν εχώρει προς ναυπήγησιν μαγαλυτέρου πλοίου· έξω τα μολυβδόχροα, μονότονα και μελαγχολικά κύματα της Νοτιάς ηπείλουν ν’ αρπάσωσι προώρως την βρατσέραν ή το τσερνίκι, την μαούναν ή το κότερον, τα οποία ο γερο-Μαθινός είχε σκαρωμένα επί της αμμουδιάς. Η σκαρωμένη σκάφη συνέδεεν ούτω πρόωρον γνωριμίαν με το κύμα, εγεύετο το δριμύ της άλμης, εκυματοποτίζετο κι εθαλασσοδέρνετο, και ο γερο-Μαθινός, όστις ήξευρε καλά την τέχνην του, είχε τους πάλους εμπηγμένους βαθιά κάτου εις την γην, υπό το επίστρωμα της πυκνής και πατημένης λεπτής άμμου, και η Νοτιά με όλην την ύπουλον μανίαν και το φούσκωμά της δεν ήτο ικανή να του αρπάσει το σκαρί του, το έργον των χειρών του, από τας αγκάλας του. Ο αρσανάς ήτο κτισμένος σύρριζα εις τον βράχον από τριών ή τεσσάρων γενεών, και κατ’ εκείνον τον χρόνον η λωρίς της άμμου θα ήτο πολύ πλατυτέρα· αλλ’ η θάλασσα είχε φάει εν τω μεταξύ μέρος του βράχου, και η λωρίς είχε καταστεί παραπολύ στενή.

 

 

   Σύρριζα εις τον βράχον, απ’ επάνω από τον αρσανάν του γερο-Μαθινού, ήτο κτισμένον και το σπιτάκι της γριάς Σκεύως της Γιαλινίτσας. Την πρωίαν εκείνην άμα εξύπνησεν, εστάθη κι έκαμε τον σταυρόν της εμπρός εις την Παναγίτσαν της, Παναγίτσαν ίσην με το μέτωπον μικράς τριετούς κόρης, μικράν Παναγίτσαν ασημωμένην· της την είχε φέρει ο μακαρίτης ο άνδρας της από την Ρωσίαν, τον καιρόν εκείνον όταν οι ναύται έκαμναν ταξίδια εις την Ρωσίαν και έφερναν καλούδια απ’ εκεί· και εμπρός εις το μικρόν εικόνισμα του Αγίου Νικολάου, με το στεφάνι, το Ευαγγέλιον και το επιγονάτιον ασημωμένα, εικόνισμα ίσον κατά το σχήμα με Τετραβάγγελον του κόρφου. Όταν είχε ξεπέσει ο μακαρίτης ο άνδρας της, και από σκούναν, οποίαν είχε πριν, απέκτησε μίαν βάρκαν, διά να ψαρεύει και κουβαλεί ξύλα από το Καλαμάκι και από την Κεχρεάν, δύο απωτέρους αιγιαλούς του τόπου, είχε το εικονισμάτιον τούτο πάντοτε μαζί του εις την βάρκαν, και διετήρει το κανδηλάκι αναμμένον εμπρός εις το εικόνισμα, μέσα εις το μικρό καμαρίνι, πίσω, εις την πρύμνην της βάρκας. Τρεις βάρκες είχεν αλλάξει, εις οκτώ χρόνια, ο αδιαφόρετος, ο καπετάν Γιαλής. Τρεις φορές, ο λιγοζώητος –ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του –είχε βουλιάξει, την μίαν φοράν εις το πέλαγος, τας άλλας δύο έπεσεν έξω εις την στερεάν. Τρεις φορές το εικόνισμα, ενώ ήτον πίσω εις το καμαρίνι, με το κανδηλάκι αναμμένο εμπρός, ευρέθη, ενώ αυτός έπλεε κολυμβών να γλυτώσει, εις τον κόρφον του καπετάν Γιαλή, ως να του έλεγε: «Σε σώζω ως Άγιος, σώσε με ως κειμήλιον». Και τότε ο μακαρίτης ησθάνθη ασυνήθη ελαφρότητα εις το κολύμβημα, κι έπλευσεν επάνω εις τα κύματα κι ενίκησε την μανίαν των, κι εγλύτωσε. Κατ’ άλλην δε έκδοσιν, η παράδοσις είχεν ούτω: Τας δύο πρώτας φοράς, ο καπετάν Γιαλής, πριν πέσει εις το κύμα, εσυλλογίσθη κι έβαλε το εικόνισμα εις τον κόρφον του, το οποίον και τον συνιστά μεγάλως εις την εκτίμησιν των μελλουσών γενεών· την τρίτην φοράν, εξέχασεν ως άνθρωπος, κι εκοίταξε να σωθεί, αφήσας το εικόνισμα εις την τύχην του· αλλά τότε το εικόνισμα ευρέθη μοναχόν του θαυμασίως, εις τον κόλπον του ναυαγού, ως να του έλεγε: «Πού με αφήνεις;»

   Αυταί και άλλαι αναμνήσεις ήλθαν την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα της γρια-Σκεύως, ενώ έκαμνε τον σταυρόν της εμπρός εις τα εικονίσματα. Είτα εγύρισε προς το μικρόν παραθυράκι της, το βλέπον εις την θάλασσαν κι έρριξε βλέμμα εις το πέλαγος, και βλέπει… διότι αν και γραία είχεν ευτυχώς ακμαίαν την όρασιν, -αντικρύ, ανάμεσα εις τα δύο νησιά τα καλούμενα Μικρός Τσουγκριάς και Μεγάλος Τσουγκριάς – ω, τι να ιδεί; ένα καράβι αραγμένο. Το πράγμα την εξέπληξεν. Ήτο δε ασύνηθες. Συνήθεια δεν ήτο ν’ αράζουν εις το μέρος εκείνο, εις απόστασιν δύο και τριών μιλίων από την πόλιν, τα καράβια όσα κατέπλεον εις τον λιμένα. Ουδ’ ήτο καν λιμήν εκεί. Ήτο σχετικώς υπήνεμον το μέρος, αλλ’ ήτο έξω σχεδόν του στομίου του λιμένος, και ανάμεσα εις δύο ερημονήσια.

   Δεν ήτο μόνον έκπληξις το αίσθημα το οποίον εδοκίμασεν η γραία Σκεύω, αλλά και ταραχή καρδίας. Την νύκτα εκείνην ακριβώς και την προ αυτής ημέραν, καθώς και όλας τας νύκτας και τας ημέρας, εσυλλογίζετο τον υιόν της, τον μοναχογυιόν της, τον Σταύρον της –όστις της είχε μείνει, αυτός και μία ύπανδρος κόρη άκληρος, βακτηρία του γήρατός της. Εικοσαέτης, άγαμος, ήτο λοστρόμος μ’ έν εντόπιον καράβι. Το καράβι είχε καταπλεύσει από τον Ποταμόν και είχε καταβεί εις την Πόλιν. Το είχε μάθει προ μηνός ότε έλαβε γράμμα. Το καράβι ήτον να καταβεί εις την Άσπρη Θάλασσα, αλλ’ ο υιός της δεν ήξευρε να της γράψει, αν ο πλοίαρχος είχε σκοπόν ν’ απεράσουν από την πατρίδα ή όχι. Ήλπιζεν όμως ότι θ’ απερνούσαν. Κατόπιν αφού έλαβε το γράμμα και απέρασαν δύο εβδομάδες, ήρχισεν έξαφνα ν’ ακούεται χολέρα εις τα μέρη της Αραπιάς και εις το Μισίρι, χολέρα και εις την Ανατολήν και εις την Σμύρνην και αλλού… Είπαν πως πήγε η χολέρα και εις την Πόλιν. Ο Θεός να φυλάξει όλους τους χριστιανούς, και δεύτερον το παιδάκι της, εκεί που είναι, καλή του ώρα…

   Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη… Εις αυτά τα τελευταία χρονιά είχεν αρχίσει να εφαρμόζεται το «Κάθε πέρσι καλύτερα». Η φτώχεια ήτον μεγάλη, η γρίνια ακόμη μεγαλυτέρα. Το δε χειρότερον ήτο η ασθένεια… -Ο Θεός να φυλάγει και πάλιν όλον τον κόσμον, και δεύτερον εμάς, τους αμαρτωλούς. –Μεγάλα δεινά, αφορία, πείνα, αρρώστια, όλα μαζί, ηκούοντο. Και ο φόβος τα έκαμνε μεγαλύτερα. Η δε αμαρτία έκαμνε μεγαλύτερον τον φόβον. Καλή μετάνοια! χριστιανοί. Καλή φώτιση και καλά υστερνά. Ούτω εκήρυττε και ούτω ελάμβανε το θάρρος να συμβουλεύει τας νεωτέρας η γραία Σκεύω. Αλλ’ εκείναι, αι περισσότεραι εξ αυτών, αι ανοητότεραι, την επεριγέλων. Και τα παιδία ακόμη, οι κλήρες αυτού του καιρού, η νέα πλάσις, την εμυκτήριζον, και της εφώναζαν: «Σκεύω Σαβουρόκοφα! Σκεύω Σαβουρόκοφα!»

   Σαβουρόκοφα ήτο το παρωνύμιον με το οποίον την είχε προικίσει η αδυσώπητος κακολογία της γειτονιάς. Επειδή ήτο κάπως κοντή και στρογγυλή το σώμα, την επαρωμοίασαν με τους χονδρούς κοφίνους, δι’ ων εισκομίζεται η σαβούρα εις τα αμπάρια των αρτίως εκφορτωθέντων πλοίων. Αλλ’ αυτή, ως η καρίνα φέρει τα στραβόξυλα εις τον αρσανάν του γερο-Μαθινού, έφερεν εν υπομονή τας ιδιοτροπίας, τους χλευασμούς και τους ονειδισμούς όλων. Και δεν απέκαμνε να νουθετεί και να συμβουλεύει εις το καλόν. Εφρόνει ότι ήτο καιρός πλέον να έλθει μετάνοια. Αρκετά δεινά είχον έλθει εις τον κόσμον και περισσότερα ακόμη ηπείλουν να ενσκήψωσιν. Η αρρώστια δεν ήτο το ελάχιστον εξ αυτών. Και η αρρώστια ηπείλει ήδη πανταχόθεν να εισβάλει.

   Η γειτόνισσα η Λενιώ η Γαρμπίνα, μία γραία ήτις συνήθιζε συχνά να βλέπει οπτασίας, είχεν ιδεί εφέτος πάλιν μίαν φοβεράν, ολοφάνερα, με τα μάτια της. Τρεις γυναίκες με τα μαύρα είχαν παρουσιασθεί, ημέρα μεσημέρι, εις το σταυροδρόμιον, σιμά εις την οικίαν της. Η πρώτη τούτων ήτο μαύρη, κατάμαυρη το πρόσωπον, η δευτέρα ήτο κίτρινη φλωρί, η τρίτη ήτο κόκκινη κρεμίζι. Κανείς δεν τας εγνώριζεν, αν και ολίγοι τας είδον, και ήτο προφανές ότι ήτο οπτασία, όραμα υπερφυσικόν. Τας είχεν ιδεί αυτή η Λενιώ η Γαρμπίνα, η γειτόνισσά της, η Ζαχαρού η φουρνάρισσα και μία επταετής κορασίς, η Δεσποινιώ, η θυγάτηρ της Πεπερούς. Ήτο πρόδηλον ότι η πρώτη των τριών εξωτικών γυναικών, η μαύρη, ήτο η Πανούκλα, η δευτέρα, η κίτρινη ήτο βεβαίως η Χολέρα, και η άλλη, η κόκκινη, ήτο χωρίς άλλο η Οστρακιά. Είχαν έλθει εις το χωρίον μυστηριωδώς, ίσως διά να δώσουν είδησιν ότι δεν είναι μακράν. Ίσως να ήτο και διά καλόν, εσχολίαζεν η γραία Σκεύω, διά να λάβουν είδησιν οι χριστιανοί και σπεύσωσι να μετανοήσωσιν. Αλλά και η Ολυμπιάς, η καλόγρια, η εκκλησιάρχισσα του ναού της Παναγίας, έβλεπε διαφόρους οπτασίας καθ’ ύπνον, κι εσυμβούλευεν όλας τας γυναίκας να μετανοήσωσι.  

 

 

   Γεμάτη από τους λογισμούς τούτους, έβλεπεν η γραία Σκεύω το καράβι το αραγμένον μακράν εκεί, ανάμεσα εις τα δύο νησιά, και ηπόρει πού ευρέθει εκεί. Της εφαίνετο ως συνέχεια της οπτασίας, την οποίαν είχεν ιδεί η Λενιώ η Γαρμπίνα. «Ίσως από το καράβι αυτό, εσυλλογίσθη ως εν ονείρω η γρια-Σκεύω, να ξεμπαρκάρισαν οι τρεις γυναίκες που είδε προχτές η γειτόνισσα, το Λενιώ». Ύστερα, ως να εξύπνησεν αποτόμως, ευθύς πάλιν εσυλλογίσθη ότι, αι τρεις εκείναι γυναίκες, αφού ήσαν έξω απ’ εδώ, δεν είχαν ανάγκην κανενός καραβιού, από το οποίον να ξεμβαρκάρουν. Και επειδή ήκουσεν εκείνην την στιγμήν τον εύθυμον κρότον της σκεπάρνης του ναυπηγού, κάτω εις τον αιγιαλόν, εσυλλογίσθη να ερωτήσει τον γερο-Μαθινόν να μάθει, και κύψασα έξω του παραθύρου εφώναξε:

-        Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη!

   Απότομος διακοπή του κρότου της σκεπάρνης της έδωκεν είδησιν ότι ο ναυπηγός ήκουσε την φωνήν της. Τω όντι, ο γερο-Μαθινός, όστις εφαίνετο αντικρύ εις τα πρόθυρα του αρσανά, κύπτων επί της άμμου και πελεκών, είχεν ανακύψει, και θέσας την χείρα περί την οφρύν, έβλεπεν άνω εις τον βράχον.

-        Γείτονα, μαστρο-Δημήτρη, επανέλαβεν η Σκεύω, ποιο είν’ εκείνο το καράβι;

   Ο γερο-Μαθινός, όστις ουδόλως είχεν ιδεί το καράβι, ίσως διότι δεν έβλεπεν αρκετά μακράν, και την στιγμήν εκείνην τον εθάμβωνεν ο ανατέλλων ήλιος, ίσως και διότι η άκρα του λαιμού των Πλακών, λοξεύουσα ολίγον προς τα νοτιανατολικά, έκρυπτεν από τους οφλαλμούς του το πλοίον, απήντησεν ως ηχώ:

-        Καράβι!

   Η γραία Σκεύω επανέλαβε:

-        Το καράβι, που είναι αντίκρυ, ανάμεσα στα δυο νησιά!

-        Δεν ξέρω κανένα καράβι, απήντησε διά μορμυρισμού ο γερο-Μαθινός.

   Η θεια-Σκεύω δεν ήκουσε τι είχεν ειπεί, κι εξηκολούθησε να φωνάζει:

-        Το καράβι, μαστρο-Δημήτρη, εκεί αντίκρυ είν’ αραμένο. Πότε ήρθε; Και γιατί ν’ αράξει εκεί;

   Ο γερο-Μαθινός επανέλαβεν:

-        Εδώ δεν έχει καράβια, έχει βάρκες.

   Εννοών βεβαίως εκείνας τας οποίας εναυπήγει αυτός.

   Η Σκεύω ενόησεν ότι ο γέρων ναυπηγός δεν είχεν ιδεί το ορμούν ανοικτά προς το πέλαγος πλοίον, αλλ’ ουχ ήττον έκαμε τελευταίαν απόπειραν.

-        Δεν είναι κανένα απ’ τα παιδιά μέσα στον ταρσανά, να ρωτήσω για το καράβι;

   Αλλ’ ο γερο-Μαθινός είχε κύψει εκ νέου εις το έργον του, και ήρχισε να πελεκά το στραβόξυλον.

   Η Σκεύω έμεινεν εις το παράθυρον, εξακολουθούσα να κοιτάζει απλήστως προς το πέλαγος. Ητοιμάζετο δε ν’ αποσυρθεί, και ωρίμαζε νοερώς το σχέδιόν της, τίνι τρόπω να λάβει πληροφορίας. Την ιδίαν στιγμήν, είς των υιών του γερο-Μαθινού, όστις ευρίσκετο εντός του κτιρίου, εξήλθε του αρσανά και ανέβλεψε προς τον οικίσκον της γραίας Σκεύως.

-        Γιώργο, παιδί μου, του εφώναξεν η γραία, είδες εκείνο το καράβι;

   Ο νέος ανέβη εις έν ύψωμα, έβαλε την χείρα του προσκόπιον εις τους οφλαλμούς, κι εκοίταξε.

-        Πρέπει να ήρθεν απόψε κι άραξε, απήντησεν· εψές το βράδυ δεν ήτον φτασμένο.

-        Και γιατί ν’ αράξει εκεί; ηρώτησεν η Σκεύω.

-        Είπαν πως θελά κάμουν τον Τσουγριά λαζαρέτο, απήντησεν ο Γιώργος.

-        Τότε το καράβι είναι σπόρκο;

-        Χωρίς άλλο είναι σπόρκο.

-        Και το γνωρίζεις ποιο είναι;

-        Δεν είναι δικό μας, απήντησεν ο Γιώργος.

   Και αφού είπε τούτο, κατέβη από το ύψωμα, και επανήλθεν εις το ναυπηγείον του.

 

 

   Εις την γραίαν Σκεύω δεν ήρκεσαν αι πληροφορίαι αύται, αλλ’ απεφάσισεν ευθύς να καταβεί εις τον Κάτω Μαχαλάν, διά να ερωτήσει και μάθει τα τρέχοντα. Είχεν υποπτευθεί κατ’ αρχάς ότι το πλοίον εκείνο ήτο αυτό το εντόπιον βρίκιον, μέσα εις το οποίον ευρίσκετο ως λοστρόμος ο υιός της. Αλλ’ εάν ήτο πράγματι εκείνο, το οξύ βλέμμα του νεαρού ναυπηγού θα το ανεγνώριζε, και ο υιός του γερο-Μαθινού δεν είχε προφανώς κανέν συμφέρον διά να κρύψει την αλήθειαν από την γηραιάν γειτόνισσάν του. Ουχ ήττον η Σκεύω ήτο ανήσυχος, και κάτι της έλεγεν ότι θα λάβει ταχέως ειδήσεις.

   Η γραία ησχολήθη επί δύο ώρας εις οικιακά έργα·είτα εσηκώθη, εξήλθεν, εκλείδωσε την πόρταν της, και εκίνησε να υπάγει εις την κάτω συνοικίαν της πόλεως. Αλλά δεν είχε προχωρήσει ολίγα βήματα, και σχεδόν δεν είχε πλέον ανάγκην να υπάγει μακρύτερα.

 

 

   Εις την μέσην του δρόμου, διακόσια βήματα από τον μικρόν οικίσκον της, ήτο το σταυροδρόμι, και σιμά εις το σταυροδρόμι ήτο ο φούρνος της Ζαχαρούς. Και εις τον φούρνον, όστις ήναπτε δις και τρις της ημέρας, αυνηθροίζοντο όλαι αι γυναίκες της γειτονιάς, νεοΰπανδροι, χήραι και γραίαι, και ανεκοίνουν προς αλλήλας τα νέα της ημέρας, και ηρώτων και εμάνθανον και διηγούντο, και αβγάτιζαν και απόσωναν. Οι «αβγατίστρες» διέπρεπον εις την τέχνην του ν’ αβγατίζωσι και αμματίζωσι το στημόνι εις τον αργαλειόν, όταν το νήμα δεν έσωνε. Οι «αποσώστρες» εξείχον εις το επάγγελμα του ν’ αποσώνωσι διά συντόνου ραπτικής και ποικιλτικής τα προικιά της νύμφης, όταν επέκειτο ο γάμος, και ο γαμβρός, αφού έκαμε τον κακιωμένον επί εβδομάδας, είχε δηλώσει αποτόμως ότι την απάνω Κυριακήν ήθελε να στεφανωθεί. Αμφότερα τα επιτηδεύματα ταύτα τα μετέφερον ευκόλως εις τον φούρνον, όστις ήτο περίπου ό,τι το καφενείον διά τους ματαιοσχόλους των ανδρών, κι εκεί αβγάτιζαν όλας τας μικράς διαδόσεις, και απόσωναν όλας τας ατελείς διηγήσεις. Η δείνα εμάλωσε με τον άνδρα της. Η δείνα πρόκειται ν’ αρραβωνιασθεί με τον δείνα, αλλά τι εζήλευσε κι αυτός να πάρει από κείνη-δα κλπ. Η δείνα απασσάλωτη, δεν ηξεύρει να βολέψει το νοικοκυριό της. Αφήνει τα παιδιά της άνιφτα, κακομοιριασμένα, κλπ. Η άλλη ακόμη δεν εχρόνισεν ο άνδρας της, κι ετοιμάζεται να ξαναπανδρευθεί. Τοιαύτας ιστορίας, και άλλας πολύ σκανδαλωδεστέρας ηδύνατο ν’ ακούσει τις καθημερινώς, αν συνέβαινε να διέλθει από το σταυροδρόμι.

   Η προπαρασκευή του φούρνου είχε πολλά στάδια. Μετά το κόλλημα, ή το διά κλάδων άναμμα, επήρχετο το πάνισμα, είτα βραδέως ηκολούθει το φούρνισμα, το φράξιμον, το ψήσιμον και τέλος το ξεφούρνισμα. Η προετοιμασία των άρτων είχεν, εκτός του ζυμώματος, το οποίον ενηργείτο κατ’ οίκον, άλλους τόσους σταθμούς εκτελουμένους παρ’ αυτόν τον φούρνον. Ήτο το κουβάλημα από το σπίτι, κάποτε το ξεροζύμωμα, ακολούθως το πλάσιμον και κατόπιν το φούρνισμα. Από το κόλλημα έως το πάνισμα του φούρνου και από το πλάσιμον έως το φούρνισμα των ψωμιών, τα εν τω μεταξύ κενά διαστήματα διά τίνος άλλου υλικού θα επληρούντο ειμή διά της κακολογίας;

   Την ημέραν εκείνην η ομήγυρις, καίτοι ως συνήθως πλήθουσα και θορυβώδης, ήτο κάπως σοβαρωτέρα. Είχον διαδοθεί προ δύο ή τριών ημερών τα περί οπτασιών θαυμάσια θρυλήματα. Είτα είχεν ακουσθεί η χολέρα, και αι γυναίκες είχον μάθει και διηγούντο, μόνον ότι τα εχρωμάτιζον επί το μυθολογικώτερον, τα μέτρα τα οποία είχον διατάξει αι κεντρικαί αρχαί, και είχαν αρχίσει να εφαρμόζωσιν αι τοπικαί, προς καταπολέμησιν του απειλούντος φοβερού δεινού. Το δημοτικόν συμβούλιον – η δωδεκάδα, ως έλεγον αι γυναίκες – είχε ψηφίσει συνδρομήν εκ του δημοτικού ταμείου δι’ υγιεινά μέτρα, και είχε συστήσει περισσοτέραν καθαριότητα εις τους κατοίκους. Ο δήμαρχος την προτεραίαν είχε κηρύξει επιχόλερον την νήσον Μεγάλον Τσουγκριάν, εις την οποίαν είχον καταπλεύσει χθες δύο ή τρία τρεχαντήρια και βρατσέραι εξ επιχολέρων μερών. Τα πλοία ταύτα ήσαν αραγμένα εντός του όρμου του Αγίου Φλώρου, και διά τούτο δεν ήσαν ορατά από της πολίχνης. Σήμερον δε το πρωί –την νύκτα, προς τα εξημερώματα -, είχε φθάσει μέγα πλοίον, καράβι, εκ Κωνσταντινουπόλεως, όπου, ως φαίνεται, έκαμνε μεγάλην φθοράν η χολέρα, και είχεν αράξει δίπλα εις τον Μεγάλον Τσουγκριάν, προς το δυτικόν μέρος, ανάμεσα εις τα δύο αδελφά νησάκια. Το πλοίον τούτο ήτο πλήρες επιβατών εκ Κωνσταντινουπόλεως, εκ των οποίων πολλοί ήσαν χολεριώντες. Κατά τον διάπλουν είχον αποθάνει δύο τρεις, και το πλήρωμα ηναγκάσθη να ρίψει τους νεκρούς εις την θάλασσαν. Αλλ’ είς των τεθνεώτων, προσέθετον επί το θαυμασιώτερον αι γυναίκες, την στιγμήν καθ’ ην τον είχον ρίψει εις την θάλασσαν, ενώ διεπέρα το κενόν εζωντάνευσε, και κατηράσθη τους ναύτας «από τη χολέρα να μη γλυτώσουν». Τούτο δε, διότι τους κακοφαίνεται τους νεκρούς να τους ρίπτωσιν εις το κύμα. Ο καλός Χριστιανός πρέπει να ταφεί εις το χώμα, και το χώμα ν’ αγιασθεί με λάδι και με νερόν. Ο ιερεύς πρέπει να του είπει: «Γη ει και εις γην απελεύση», και να θέσει επί του προσκεφαλαίου κεραμίδι, επάνω εις το οποίον έχει χαράξει τον Σταυρόν με το ΙΣ. ΧΣ. ΝΙ-ΚΑ, διά να λυώσει το κορμί του, και τα κόκκαλά του να περιμένουν την κοινήν ανάστασιν.

   Την στιγμήν καθ’ ην είχον απολύσει τον χολεριώντα από τας χείρας των, οι σύντροφοι του καραβιού, ενόησαν κάπως ότι ο νεκρός είχε ζωντανεύσει, αλλά δεν ήτο πλέον καιρός να τον κρατήσωσι. Καθώς ήτον, με σιδηρούν βάρος κρεμάμενον από του λαιμού, μόλις ήγγισε το κύμα, και πάραυτα επήγεν εις τον πάτον. Ήκουσαν την απαισίαν κραυγήν του, και συγχρόνως έγινεν άφαντος. Ο άτυχος, είχεν αποθάνει δύο θανάτους, τον ένα από την χολέραν, τον άλλον από την άθεσμον ταφήν. Αλλ’ ιδού ότι τώρα υπέκειντο και αυτοί εις την αράν να γευθώσι δις τον θάνατον, κινδυνεύοντες ν’ αποθάνωσι προώρως από τον φόβον, πριν αποθάνωσιν οριστικώς από την χολέραν.

   Εξ όλων τούτων η θεια-Σκεύω η Γιαλινίτσα έμαθεν αρκετά ώστε να πιστεύσει ότι  το πλοίον, το οποίον είχεν ιδεί αντικρύ, ήτο ξενικόν, ότι επομένως δεν ήτο εκείνο το οποίον αυτή επερίμενεν, ότι η χολέρα εθέριζε πράγματι εις την Πόλιν, και ότι ο υιός της, αν ήτο υγιής, ήτο πολύ πιθανόν να φθάσει σήμερον ή αύριον με το καράβι το εντόπιον, και ότι εξ ανάγκης θα έμενεν επί ημέρας εις καραντίναν. Ουχ ήττον επειδή δεν έτρεφεν απόλυτον εμπιστοσύνην εις τας πληροφορίας του φύλου της, απεφάσισε να υπάγει παρακάτω, διά να μάθει περισσότερα.

   Ενώ ητοιμάζετο ν’ απέλθει, έξαφνα ακούεται οξεία και διάτορος γυναικεία φωνή, θόρυβος, κλαύματα και λυγμοί ερχόμενοι έκ τινος οικίας, ολίγον απωτέρω του φούρνου κειμένης. Η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, ήτις είχε πιάσει την στιγμήν εκείνην το φουρναρόξυλον διά να πανίσει τον φούρνον, το αφήκεν αποτόμως και έτρεξε να ίδει τι συνέβαινε.

   Η Λενιώ η Γαρμπίνα, ήτις έπλαττε την στιγμήν εκείνην επί του σανιδίου την πίτταν της την αλειψήν, την άφησε μισοπλασμένην κι εβγήκεν έξω από το υπόστεγον προαύλιον του φούρνου διά να μάθει τα τρέχοντα. Η Μαρία η Πεπερού, η οποία είχεν εισέλθει αρτίως φέρουσα τα ψωμιά της, ακολουθουμένη από την επταετή κόρην της, το Δεσποινιώ, βαστάζουσαν επίσης λοπάδα με ψωμίον ανεβατόν, απέθεσεν απροσέκτως τας πηλίνας λεκάνας είς τινα γωνίαν, με κίνδυνον να σπάσει τας λεκάνας, να σκορπίσει εις το χώμα τα ψωμιά, και το παράδειγμα τούτο έσπευσε να μιμηθεί η κόρη της, ρίψασα κάτω μετά δούπου την γαβάθαν, και αμφότεραι έτρεξαν έξω εις τον δρόμον, πρώτη η μάννα, κατόπιν η κόρη, αφήσασαι οπίσω την Ζαχαρού την φουρνάρισσαν, ήτις δεν απεμακρύνθη από την θύραν του προαυλίου, και την Λενιώ την Γαρμπίναν, ήτις προυχώρησε μόνον είκοσι βήματα από τον φούρνον, και όλαι έβλεπον απλήστως προς το μέρος όθεν ήρχοντο αι φωναί. Η Βγενιώ η Αλαφίνα, ήτις εξεροζύμωνε την πίτταν της επί του σανιδίου, την άφησεν αξεροζύμωτην, κι έφυγε τρέχουσα, υψηλή, αμαζονοειδής, λυσίκομος, προσπεράσασα ταχέως την Μαρίαν την Πεπερού, ως και την Δεσποινιώ, ήτις εν τω μεταξύ είχε προσπεράσει την μητέρα της. Αι τρεις έτρεχον, προηγούμεναι του στρατεύματος των γυναικών, αίτινες όλαι απεμακρύνθησαν περισσότερον ή ολιγώτερον από τον φούρνον, διά ν’ ανακαλύψωσι το μέρος, όθεν ηκούσθη ο θόρυβος, και μάθωσι τάχιστα τι συνέβαινεν.

   Ο Γιάννης ο Πούπουλας, όστις είχεν ανοίξει προ μηνών εις την γωνίαν, αντικρύ του φούρνου μικρόν καπηλείον με είδη τινά της μπακαλικής, και ητοιμάζετο να το κλείσει δι’ έλλειψιν πελατών, εξήλθε του καπηλείου, με την ποδιάν του άπλυτον εμπρός, με τα χέρια οπίσω, και εσουλατσάριζεν επί του λιθοστρώτου. Δεν του έκαμνε καρδιά ν’ απομακρυνθεί περισσότερον από το μαγαζί του, αλλά τα όμματά του και τα ώτα του ήσαν προς το μέρος όθεν ήρχοντο αι κραυγαί. Εν τω μεταξύ δύο μοσχομάγκαι του δρόμου, ο Μιχάλης, ο υιός της Πεπερούς, δωδεκαετής, και ο Αλέξης, ο κληρονόμος της Βγενιώς της Αλαφίνας, δεκαετής, εισήλθον σιγά-σιγά, ξυπόλυτοι, εις το καπηλείον, και ο μεν Αλέξης εφύλαγε καραούλι εις την θύραν, ο δε Μιχάλης έλαβε την βοτίλιαν της μαστίχας από το τεζάχι, και ήρχισε να πίνει ηδονικώς εις μεγάλας δόσεις. Είτα έδωκε την βοτίλιαν εις τον Αλέξην, και αυτός, αντί να φυλάξει εις την θύραν καραούλι, με την αράδα, κατά την συμφωνίαν, διά το ασφαλέστερον, ετράπη εις φυγήν, κτυπήσας μάλιστα τους πόδας θορυβωδώς επί του λιθοστρώτου. Αλλ’ ο θόρυβος ούτος ήρκεσε να εξυπνίσει τον Γιάννην τον Πούπουλαν, και δεν θ’ ανεκάλυπτε ποτέ την κλοπήν, αν ο Αλέξης φοβηθείς εκ της φυγής του Μιχάλη, και εκ του κρότου τον οποίον έκαμεν ούτος, σαστισμένος, δεν έκαμνε νέον θόρυβον, αποθέσας με τρομώδη χείρα την βοτίλιαν επάνω εις το τεζάχι, ώστε ολίγον έλειψε να την σπάσει. Τότε ο Γιάννης ο Πούπουλας, έσπευσε να συλλάβει τον Αλέξην, τον ολιγώτερον ένοχον, ως πολλάκις συμβαίνει, και αφού του ετράβηξε τα αυτιά, και του έδωκε δύο κολάφους, τον έσπρωξε βιαίως έξω του καπηλείου.

  Εις το απέναντι του καπηλείου παράθυρον είχε προκύψει ωχρά μορφή γυναικός. Ήτο η κυρα-Σωτήραινα, η ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας, και διατελούσα κλινήρης. Είχεν ακούσει και αυτή τας κραυγάς και τον θόρυβον, και ανασηκωθείσα μετά κόπου από την κλίνην της, εσύρθη μέχρι του παραθύρου, επιθυμούσα να μάθει τι συνέβαινεν. Απηυθύνετο εις τον κάπηλον και εις τας γυναίκας τας εξελθούσας από τον φούρνον:

-        Τι είναι; Τι τρέχει;

   Αλλ’ αι γυναίκες δεν ήξευρον και αυταί να την πληροφορήσωσι τίποτε.

-        Τι είναι; επανέλαβε πάλιν.

-        Δεν ξέρω κι εγώ, είπεν ο κάπηλος, όστις εσυλλογίζετο ότι τα δύο παιδία –διότι ο Αλέκος είχε μαρτυρήσει τον Μιχάλην– θα του έπιον ως δεκαπέντε λεπτών μαστίχα.

   Εν τούτοις ο θόρυβος κοπάσας προς στιγμήν, επανελήφθη πάλιν, και ηκούοντο λυγμοί και θρηνώδεις κραυγαί εν μέσω των οποίων διεκρίνοντο αι λέξεις: Ωχ! αλλοίμονο· τι να γένω;

-        Τι είναι; Τι τρέχει, δε μου λέτε; επανέλαβεν ανυπομονούσα από του παραθύρου η ημίπληκτος.

   Ουδείς ηδύνατο να την πληροφορήσει.

-        Δεν είναι κανένας χριστιανός να μου πει τι τρέχει; επανέλαβεν εν νευρική εξάψει η κυρα-Σωτήραινα.

 

Εν τούτοις η Βγενιώ, η σημαιοφόρος της γυναικείας εξόδου, προχωρήσασα εισήλθεν εις την οικίαν, εξ ης ηκούοντο αι φωναί. Κατόπιν ταύτης διωλίσθησε διά της ημιανοίκτου θύρας η μικρά Δεσποινιώ, και Τρίτη ανέβη η Πεπερού μέχρι του ουδού της θύρας.

   Αι γυναίκες, αι μείνασαι οπίσω, όχι μακράν του φούρνου, επερίμεναν ανυπομόνως, πότε θα εξέλθει η Βγενιώ, διά να μάθωσιν. Αλλ’ επειδή η Βγενιώ αργοπόρησεν ολίγα λεπτά της ώρας, ο παροξυσμός της περιεργείας των εξήφθη εις το έπακρον.

   Μία τούτων έκραζε την Πεπερού, η εσθής της οποίας εφαίνετο έξω της θύρας της οικίας ενώ η κεφαλή της είχε κύψει εντός διά του ανοίγματος. Αλλ’ η Πεπερού, όλη προσέχουσα, φαίνεται, εις τα έσω της οικίας συμβαίνοντα, δεν είχε νώτα διά τας όπισθέν της ριπτομένας ερωτήσεις.

   Άλλη των γυναικών έτρεξε και ανήλθε τετάρτη εις την οικίαν, ήτις ήτο ορατή από το πλάγι του προαυλίου του φούρνου, τετρακόσια περίπου βήματα απέχουσα. Αλλ’ η Πεπερού, ζων φραγμός εγειρόμενος εις το άνοιγμα της θύρας, δεν επέτρεπεν αυτή να προχωρήσει.

-        Τι είναι; ηρώτα η γυνή.

   Η Πεπερού έκαμεν αυτή νεύμα: «Σιώπα».

   Η γυνή έλαβεν υπομονήν κι επερίμενεν επ’ ολίγα λεπτά. Αι κραυγαί είχον παύσει εν τω μεταξύ. Χαμηλαί φωναί και ψιθυρισμοί ηκούοντο. Η Βγενιώ ενουθέτει, ως φαίνεται, τους ενοίκους της οικίας. Εν τω μεταξύ πέμπτη γυνή είχε φθάσει κάτω της κλίμακος. Αύτη ήτο η γραία Σκεύω, η γνώριμός μας, ήτις αν και δεν εκυριεύετο τόσον από το δαιμόνιον της πολυπραγμοσύνης, όσον αι νεώτεραι εκ του φύλου της, εσκέφθη ίσως ότι εις την οικίαν εκείνην θα είχον ανάγκην παρηγορίας και συμβουλής, και έτρεξε με τα γηρατεία της να φθάσει.

   Η τετάρτη γυνή, η αναβάσα κατόπιν της Μαρίας της Πεπερούς, έμεινεν υπομονητική, ελπίζουσα ότι εκείνη θ’ απεφάσιζε τέλος, αφού θα απέκαμνεν ακροαζομένη, να λύσει την σιωπήν όπως πληροφορήσει και αυτήν τα τρέχοντα. Αλλ’ αίφνης η Πεπερού, έσπρωξε με τον αγκώνα την όπισθέν της ισταμένην, και κατέβη με ορμήν την κλίματα, κινδυνεύσασα ν’ ανατρέψει εις τον δρόμον της και την γραίαν Σκεύω, ήτις επάτει τον ένα πόδα εις το κάτω σκαλοπάτιον.

   Η Σκεύω παρεμέρισεν έμφοβος, και η άλλη γυνή κατέβη τρέχουσα κατόπιν της Πεπερούς. Αμφότεραι είχον υποπτεύσει ότι απειλητικός τις κίνδυνος είχεν αποδιώξει την Πεπερού από την θύραν της οικίας.

   Αλλ’ ουδέν τοιούτον υπήρχεν. Η Πεπερού, φειδομένη των λόγων της όπως διηγηθεί το πράγμα εις μίαν των γυναικών, έτρεχεν απλώς διά να διηγηθεί την ιστορίαν εις όλας συνάμα.

   Δεν ήτο τίποτε σοβαρόν το πράγμα, αν και εφαίνετο κάπως έκτακτον. Η Γαρουφαλιά, η σύζυγος του Γιάννη του Μπρίκου, πορθμέως αλιεύοντος με την βαρκούλα του εις τα πέριξ του λιμένος, έκλαιε και δεν ήθελε να παρηγορηθεί. Της είχαν ειπεί ότι ο άνδρας της, όστις έλειπεν από δύο ημερών με την βάρκαν, είχε «σπορκαρισθεί».

   Ο δήμαρχος είχε κηρύξει χθες επιχόλερον την νήσον Τσουγκριάν. Ο Γιάννης ο Μπρίκος, όστις έλειπεν από προχθές, δεν το ήξευρε, και είχε προσεγγίσει εις την Τσουγκριάν, είχεν αποβιβασθεί μάλιστα επάνω εις την μικράν νήσον.

   Ιδών τα τρεχαντήρια, τα οποία είχον φθάσει την προτεραίαν, και μη γνωρίζων ότι ήσαν υπό κάθαρσιν, ή ίσως ελπίζων να διαλάθει, επλησίασε διά να τους πωλήσει ακριβά τους ορφούς, τας συναγρίδας και τους αστακούς, όσους είχε ψαρεύσει. Άλλοι όμως τον είδαν, και τον κατήγγειλαν εις τον υγειονόμον, και ο υγειονόμος τον έβαλε καραντίνα άλλας τόσας ημέρας, όσας θα ετέλουν και τα πλοία, τα οποία είχον φθάσει εξ επιχολέρων μερών. Και διά τούτο η Γαρουφαλιά, η γυναίκα του, έκλαιε και παρηγορίαν δεν είχε. Και το πράγμα έκαμε τας γυναίκας να καγχάσωσιν.

   Η Βγενιώ η Αλαφίνα έφθασεν ακολουθουμένη υπό της Δεσποινιώς, ήτις επροσπάθει να φθάσει διά πηδημάτων τα μεγάλα βήματα της ευσώμου αμαζόνος. Η Βγενιώ επεκύρωσε με ολίγας λέξεις τα λεχθέντα υπό της Πεπερούς προσθείσα ότι η γρια-Σκεύω η Σαβουρόκοφα ανέβη αρτίως εις της Γαρουφαλιάς και ήρχισε να την παρηγορεί, λέγουσα ότι και ο υιός αυτής περιμένεται να φθάσει και θα μείνει επί ημέρας εις την καραντίνα, και ότι θα είναι μαζί εις την καραντίνα ο Γιάννης, ο άνδρας της Γαρουφαλιάς, και ο Σταύρος ο υιός αυτής, της Σαβουρόκοφας!

   Νέοι καγχασμοί των γυναικών υπεδέχθησαν την διήγησιν της Βγενιώς. Ακολούθως η Ζαχαρού επανήλθεν εις την πάνην της, διότι ήτο φόβος να ξυνίσουν τα ψωμιά, και ήρχισε να πανίζει τον φούρνον.

   Κάτω εις την παραθαλάσσιον αγοράν, παρά τον αιγιαλόν, ευρίσκετο η οικία της γραίας Γερακίνας, χήρας και χαροκαμένης. Ήτο οικία και ήτο μαγαζείον. Κτίριον μακρόν, στενόν, ισόγειον, με πόρταν απ’ επάνω προς τον παράλληλον της αγοράς λιθόστρωτον δρόμον, πόρταν από κάτω προς την παραθαλάσσιον λωρίδα, την χρησιμεύουσαν ως κέντρον της πολίχνης και ως αγοράν. Η πόρτα είχε κιοπένι, κατά τον παλαιόν τρόπον, με το έν θυρόφυλλον κομμένον εις δύο μέρη. Το άνω θυρόφυλλον έκλειε διά μανδάλου προς το ανώφλιον, το κάτω θυρόφυλλον έκλειε διά σύρτου προσαρμοζομένου εκ του άλλου θυροφύλλου, του ακεραίου, και παντοτινώς κλειστού με τους σκωριασμένους στροφείς του. Δίπλα εις την πόρταν ήτο μικρόν στενόν παράθυρον, και δίπλα εις το παράθυρον ανήρχετο το κλήμα προς την οροφήν, σχηματίζον μεγάλην κρεβατιάν από την οποίαν εκρέμαντο το φθινόπωρον μαύρα αετονύχια, μεγάλα όψιμα σταφύλια, ωριμάζοντα τον Οκτώβριον, οσάκις οι νυκτερινοί διαβάται και οι μοσχομάγκαι του δρόμου τους έδιδον καιρόν να ωριμάσωσιν.

   Είτα ο ήλιος εκιτρίνιζε βαθμηδόν τα φυλλώματα της κληματαριάς, η υγρασία τα εσάπιζε και ο άνεμος τα απέσπα από το κλήμα, και τα έστρωνεν επί της γης, ή τα εσκόρπιζεν εις την άμμον προς την θάλασσαν. Είτα οι κλάδοι έμενον έρημοι, ηπλωμένοι μαύροι επί των βεργών και καλάμων της κρεβατιάς, και ο χειμών τους εστόλιζε με αγνά κοσμήματα της ασπίλου χιόνος, και ο ξηρός βορράς εσκλήρυνε και εστίλβωνε την χιόνα εις δακτυλοειδείς κρυστάλλους, κρεμαμένους κάτω, ως δώρα ουρανίας δρόσου συμπυκνωμένης, δεικνύοντας την γην, από την πιότητα της οποίας θα προέλθει ευφορία και βλάστησις και πάσα αγαθωσύνη.

   Έξω εις την υπήνεμον μεσημβρινήν αγοράν, καθ’ όλον τον χειμώνα, εις τα καφενεία και τα καπηλεία, καθ’ όλον το θέρος, υπό αυτοσχεδίους τέντας έμπροσθεν των μαγαζείων, οι άνδρες καθήμενοι εχαρτοπαίκτουν ή συνεζήτουν, ή εκακολόγουν συνήθως μεν τον εκάστοτε δήμαρχον, κατά προτίμησιν δε τους διδασκάλους και τους ιερείς. Μέσα εις το ισόγειον, επί του εδάφους της γης, η θεια-Γερακίνα ύφαινεν εις τον αργαλειόν της, ή ένεθε με την ρόκαν της.

   Κάτω εις την ακρογιαλιάν τα κύματα έπληττον τους βράχους, και προσέπαιζον επί της άμμου, ερχόμενα, φεύγοντα, ροφώμενα, αέναα και ακούραστα. Επάνω εις το ισόγειον πτωχικόν οίκημα, ηρεμία και ευάρεστος θερμότης εβασίλευεν εις το πρόσωπον της σεβασμίας οικοδεσποίνης με την αργυράν κόμην, και με την μαύρην μανδήλαν την καλύπτουσαν την κεφαλήν, τον τράχηλον και τους ώμους της, και εις τα πρόσωπα των συγγενών της γυναικών, όσαι διεσκορπισμέναι εις τα άκρα της πολίχνης, ήρχοντο καθημερινώς να την επισκέπτωνται, εκτοπισμένην πλησίον της αγοράς, εν μέσω των μαγαζείων και των δημοσίων γραφείων.

   Εμπρός εις την πρόσοψιν της οικίας, δίπλα εις την κληματαριά, από το έν μέρος ήτο το υποτελωνείον, από το άλλο μέρος το υγειονομείον. Οπίσω, προς τον επάνω δρόμον, από την άλλην πόρταν, ήρχετο ο εσμός των γυναικών με την φαιδράν λαλιάν των, περιβομβών ως κυψέλην την οικίαν της γριάς Γερακίνας, την ισόγειον, την μακράν και στενήν, την με δύο εισόδους και εξόδους.

   Όσον σεβασμία γυνή και αν ήτο η γραία Γερακίνα, εκ της διαρκούς προσεγγίσεως προς τα αρχεία και προς τα μαγαζεία, μετέλαβεν ολίγον του ανδρικού ήθους, ήτο γνωστή εις όλους τους ανθρώπους της αγοράς, εις τους υγειονομοφύλακας και εις τους τελωνοφύλακας, και ήτο η μόνη γυνή ήτις ηδύνατο να εμφανίζηται ατιμωρητί εν μέσω της διατριβής των ανδρών, διασχίζουσα κατά πλάτος την αγοράν, και κατερχομένη εις την άμμον του αιγιαλού διά πρόχειρον πλύσιμον ή άλλην οικιακήν υπηρεσίαν. Και εις την οικίαν της ήρχοντο όλαι αι συγγενείς της και αι μη συγγενείς της αι θέλουσαι να πληροφορηθώσι τι αποβλέπον αυτάς ή το δήμόσιον, ενδιαφέρον ή απλώς περίεργον, ή να μάθωσι περί των απόντων συζύγων και των υιών των, όσοι δεν ενθυμούντο συχνά να στείλωσι γράμματα. Και η Σκεύω, ήτις ήτο και αυτή μακρινή συγγενής της θεια-Γερακίνας –διότι οι γενιές της δεν είχαν μετρημό, τόσον πολλαί ήσαν –αφού παρηγόρησε την Γαρουφαλιάν, την ανήσυχον διά την τύχην του ανδρός της, του τεθέντος απροσδοκήτως υπό κάθαρσιν, διέτρεξε το μήκος της πολίχνης, και από λιθόστρωτον εις λιθόστρωτον, από κατήφορον εις κατήφορον, από στενούραν εις στενούραν, έφθασεν εις την οικίαν της Γερακίνας.

 

 

   Κάτω εις την αγοράν, μεγάλη και έκτακτος κίνησις επεκράτει από πρωίας την ημέραν εκείνην. Παρά την αποβάθραν του τελωνείου, πολλά πλοιάρια δεμένα, μ’ ένα ναύτην επ’ αυτών, με τα πηδάλια εις την θέσιν των, εφαίνοντο έτοιμα προς απόπλουν. Επί της αποβάθρας εφαίνοντο σωροί ξυλικής, δοκών και σανίδων, αι οποίαι δεν μετεκινήθησαν από της πρωίας εκείθεν, ως θα συνέβαινεν αν ήσαν προωρισμέναι προς μεταφοράν εντός της πόλεως, αλλ’ είχον όψιν τινά ως να ήσαν διά μβαρκάρισμα, και τούτο, ενώ δεν είχον κουβαληθεί από την ξηράν, η δε νήσος καίτοι δασώδης, δεν παρήγε βεβαίως οικοδομήσιμον ξυλείαν.

   Τέσσαρες ή πέντε ηλιοκαείς άνδρες εκάθηντο εις το κεφαλόσκαλον, απέναντι των αρχείων, περιμένοντας πότε να ευαρεστηθεί να έλθει ο υγειονόμος και ο υποτελώνης. Ήσαν στιβαροί, λάσιοι, με γυμνά τα στήθη, με μαύρας τας κνήμας και ανασηκωμένα πανταλόνια. Ήσαν πορθμείς. Συνωμίλουν ζωηρώς, περισσότερον με τας χειρονομίας παρά με τας λέξεις, ρίπτοντες διαφόρους υπαινιγμούς, και δεν εφαίνοντο τρέφοντες μεγάλην προς αλλήλους εμπιστοσύνην.

   Δύο ή τρεις άλλοι, βραχύσωμοι κυρτοί, με ογκώση κορμόν, δεν έπαυον να φέρωσι γύρον περί τους σωρούς της ξυλείας. Απέναντί των καθήμενος άλλος ομότεχνός των, τους έρριπτε σκώμματα, και εμειδία πονηρώς, εξηπλωμένος επί τινος μπαγκέτας, έξωθεν του καφενείου.

   Μέσα εις το καφενείον, κατά ομάδας ανά δύο ή τρεις καθήμενοι περί τας τραπέζας, οι πελάται συνωμίλουν ησύχως. Έκυπτον προς τα ώτα αλλήλων, και δεν ενεπιστεύοντο εις τους παραπλεύρως καθημένους. Ο καφετζής, γηραιός πρώην ναυτικός, με την ποδιάν λευκήν, καθαράν, με το βρακίον κοντόν επί του γόνατος, εις μάτην περιήρχετο από ομίλου εις όμιλον. Δεν ηδύνατο να κλέψει λέξιν.

-        Το ελάχιστο να πίνανε και καφέδες, έλεγε, θα βρισκόμουνα σε δουλειά· μα αυτοί τίποτε δεν πίνουνε, κρυφά μιλούνε, κι εμένα τίποτε δε μου λένε.

   Δίπλα εις το καφενείον, εις το υποδηματοποιείον του Γερασίμου Δ. Γερασίμου, εκεί ήτο η μεγάλη συζήτησις. Το μικρόν εκείνο μαγαζείον υπήρξεν από εικοσαετίας το κυριώτερον πολιτικόν κέντρον του τόπου, το κέντρον της βαρύτητος. Πας υποψήφιος δήμαρχος, καθήκον του ενόμιζε να εγκολπωθεί τον Γεράσιμον Δ. Γερασίμου. Θέσις δημοτικού συμβούλου –και ιδιαιτέρου συμβούλου – ήτο το μικρότερον αξίωμα το οποίον ηδύνατο να του υποσχεθεί. Ο Γεράσιμος εδέχετο το δώρον, υπεστήριζε τον νέον υποψήφιον, περιμένων εν τω μεταξύ να έλθει κατάλληλος ευκαιρία διά να τον υποσκελίσει εις τας μελλούσας εκλογάς, είτα ευθύς μετά την εγκαθίδρυσίν του, τον εγκατέλειπεν, έχριε νέον υποψήφιον, καθίστα το μαγαζείον του το κέντρον της αντιπολιτεύσεως και της ραδιουργίας κατά του νέου δημάρχου, και ο νέος υποψήφιος τον ενεκολπούτο πάλιν μετά διπλασίας από τον παλαιόν θερμότητος. Εν τω μεταξύ, εμπορικώς δεν εξήρχετο ζημιωμένος από τας επιχειρήσεις ταύτας, και από του υποδηματοποιείου, διά βαθμιαίων εξελίξεων και μεταμορφώσεων, το εργαστήριόν του μετεβλήθη εις καπηλείον, είτα εις εμπορικόν, τελευταίον εις λέσχην.

   Την ημέραν εκείνην ο Γεράσιμος Δ. Γερασίμου είχε σπουδαίαν συζήτησιν προς τον Ανθέμιον Δουκαΐδην, πρώην εμπορορράπτην, και νυν δικολάβον. Αμφότεροι ήσαν απύλωτα στόματα. Ηδύναντο να φωνάζωσι συγχρόνως και οι δύο επί ώρας, χωρίς ν’ απαντώσιν εις τα επιχειρήματα αλλήλων, ακολουθούντες μόνον την σειράν των ιδίων συλλογισμών των. Ήτο μονόλογος εν διπλώ μάλλον ή διάλογος. Απετείνοντο μετά χειρονομιών και επαφών των βραχιόνων και των ώμων, προς τους ακροατάς μάλλον ή προς αλλήλους. Και οι ακροαταί δυσκόλως ηδύναντο να εννοήσωσι, διότι δεν ήξευρον απ’ αρχής τίποτε. Επρόκειτο περί εργολαβίας, περί ξυλείας, περί κατασκευής παραπηγμάτων, και περί καθάρσεως διά τους επιβάτας των καταπλεόντων πλοίων. Τόσον μόνον ενόησαν αμυδρώς. Εκάτερος είχε τον υποψήφιόν του ξυλέμπορον και τον υποψήφιόν του αρχιτέκτονα. Και εκάτερος τον υπεστήριζε διά φωνών μέχρι διαρρήξεως του λάρυγγός του, μέχρι διασπαραγμού των ώτων των ακροατών.

 

 

   Τέλος ευηρεστήθη να φθάσει ο κυρ υγειονόμος. Κατόπιν του έφθασεν ο κυρ δήμαρχος, ο κυρ ειρηνοδίκης και ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου. Οι θεαταί είδον τότε και ενόησαν ότι επρόκειτο περί μειοδοτικής δημοπρασίας. Αλλά μόλις επρόφθασαν να το εννοήσωσι, και ηκούσθη η φωνή του κήρυκος «Κατεκυρώθη» κτλ. Εφαίνετο ότι ήσαν «κατακυρωμένα» εκ των προτέρων, και ότι όλα εγίνοντο απλώς διά τον τύπον. Οι αρμόδιοι υπέγραψαν το πρωτόκολλον, ο ειρηνοδίκης, ως αντιπρόσωπος της διοκητικής αρχής, ενέκρινεν οριστικώς το αποτέλεσμα επί τόπου, διά το κατεπείγον, οι τέσσαρες ηλιοκαείς και γυμνόστερνοι λεμβούχοι εσηκώθησαν από το κεφαλόσκαλον κι έτρεξαν εις την ξυλικήν, οι τρεις κυρτοί βραχύσωμοι, απογοητευθέντες έπαυσαν να φέρωσι γύρους κι εζήτουν εις μάτην να βοηθήσωσιν εις την επιβίβασιν των δοκών και σανίδων. Οι λεμβούχοι τους απώθησαν, λέγοντες ότι δεν είχον ανάγκην των εκδουλεύσεών των, και ο αντικρύ εξηπλωμένος μεγαλόσωμος γεννάδας, ο αρχηγός της συντεχνίας, τους έστειλε τελευταίον σκώμμα, λέγων: «Δε σας το ’λεγα εγώ;»

   Ούτοι ήσαν αχθοφόροι, οίτινες επέμενον να πιστεύωσιν ότι η ξυλεία, αφού είχεν εκφορτωθεί επί της αποβάθρας, ήτο προωρισμένη να μεταφερθεί εντός της πολίχνης. Αλλ΄ο αρχηγός της συντεχνίας, όστις ήτο πολύ σοφώτερος, τους είχε προειπεί ότι μάτην επερίμεναν, και ότι η ξυλεία, καθώς ηξεύρει αυτός (και τούτο το έλεγε μυστηριωδώς) θα μεταφερθεί οπίσω πάλιν διά θαλάσσης.

   Εκ δευτέρου ήχησε το σφυρίον του κήρυκος, και ηκούσθη πάλιν το «Κατεκυρώθη». Αύτη ήτο δευτέρα δημοπρασία. Την πρώτην φοράν επρόκειτο περί προμηθείας ξυλείας, και εκ δύο εμποροπλοιάρχων, οίτινες είχον φέρει ξυλικήν με τα πλοία των, επροτιμήθη ως έχων «τας καλυτέρας συστάσεις» ο είς. Την δευτέραν φοράν επρόκειτο περί εργολαβίας προς κατασκευήν παραπηγμάτων, και μεταξύ τριών ή τεσσάρων ανταγωνιστών, επροτιμήθη πάλιν είς, ως «παρέχων όλας τας ευκολίας». Εις την μίαν περίπτωσιν, και αν ο δεύτερος επρόσφερεν ευθηνότερον το πράγμα, δεν θα ήτο δεκτός, διότι είναι «κατεπείγον» και διότι «κατεκυρώθη». Εις την άλλην περίπτωσιν ήτο γνωστόν ότι ουδείς αρχιτέκτων θα κατήρχετο τόσον χαμηλά, διότι ίσως να είχεν ίχνη τινά ευσυνειδησίας εις την εργασίαν του.

   Τα πράγματα ήλθαν τόσον ραγδαία και απροσδόκητα, ώστε κανείς σχεδόν των παρεστώτων εν τη αγορά δεν ενόησε τίποτε. Ακόμη ολιγώτερον ενόησαν αι γυναίκες αι συνηθροισμέναι εις την οικίαν της γραίας Γερακίνας, ων δύο προέκυπτον διά του παραθύρου, και άλλαι τρεις εκοίταζον διά της θύρας. Αλλ’ αι εκ του ασθενούς φύλου έχουσι τούτο το πλεονέκτημα, ότι όχι μόνον χρωματίζουσιν, αλλά και μεταπλάττουσι διά της φαντασίας παν το πραγματικόν, αναπληρούσαι το ελλείπον, και αι πελάτιδες της γραίας Γερακίνας, βλέπουσαι μόνον, ήσαν ικαναί να φαντάζωνται και να προσθέτωσι και να βεβαιώσι πράγματα, τα οποία ουδέποτε είχον συμβεί. Ό,τι είναι παράδοσις εν τη ιστορία, ό,τι έχει την χροιάν του θρύλου και της φήμης, από γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως εξήλθεν.

   Η γραία όμως Σκεύω, επειδή είχε σπουδαίον ενδιαφέρον και όχι ματαίαν πολυπραγμοσύνην και περιέργειαν, δεν ηρκείτο εις τας εικασίας των ομοφύλων της, οίας ηδύνατο να σχηματίσει και αυτή, εάν ήθελε, και πολύ πιθανωτέρας. Αλλ’ εσυλλογίζετο τον υιόν της, τον γυιόκα της, τον μονάκριβόν της, τον πάπον της, τον σταυραετόν της, όστις επεριμένετο να φθάσει, όστις θα έμενεν επί ημέρας εις την καραντίναν, και διά τούτο αυτή επεθύμει να μάθει, να γνωρίσει ό,τι πραγματικώς συνέβαινε.

   Διά συγγενικής προσλιπαρήσεως έπεισε την γρια-Γερακίνα να εξέλθει εις την θύραν, και να κοιτάξει όπως εύρει κάποιον, εις τον οποίον να έχει θάρρος διά να τον ερωτήσει.

   Εκατόν βήματα μακράν ήτο η τράπεζα της δημοπρασίας, περί ην ευρίσκοντο ο δήμαρχος, ο ειρηνοδίκης, ο υγειονόμος, ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου, ο γραμματεύς και οι μειοδόται, ασχολούμενοι εις την υπογραφήν των πρωτοκόλλων. Ολόγυρα ίσταντο οι περίεργοι, ικανοί τον αριθμόν, άνδρες και παιδία. Παρέκει εκάθηντο καπνίζοντες τους ναργιλέδες των σοβαροί γέροντες ναυτικοί απόμαχοι. Κατέμπροσθεν εξηπλούτο πλατεία και λιθίνη αποβάθρα, από το έδαφος της οποίας οι λεμβούχοι εξηκολούθουν να μεταφέρωσι τας διπλοσανίδας και τα πέταυρα εις τας φελούκας των, ερίζοντες θορυβωδώς με τους αχθοφόρους, οίτινες επέμενον ότι «έδωσαν χέρι» εις το «μπαρκάρισμα του κερεστέ» και είχον περικυκλώσει ήδη τον εργολάβον αρχιτέκτονα, ζητούντες να πληρωθώσιν. Αντικρύ ο μεγαλόσωμος βαστάζος εξηκολούθει να τους μυκτηρίζει λέγων ότι δεν είχαν τύχη σήμερα. Μέσα εις το καφενείον, ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής, ολομόναχος εκοίταζε μελαγχολικός από το παράθυρον, αναλογιζόμενος ότι δεν είχε πωλήσει από το πρωί ούτε τρεις καφέδες. Και ώκτειρε τα μέτρα των καθάρσεων, τα οποία φέρουσι στάσιν εις το εμπόριον. Δίπλα, εις το υποδηματοποιείον, ο Γεράσιμος Δ. Γερασίμου και ο Ανθέμιος Δουκαΐδης, εξηκολούθουν ακόμη και μετά το τέλος της δημοπρασίας να λογομαχώσι, λέγων ο καθείς ότι ο καλύτερος εργολάβος ήτο ο ιδικός του.

   Η Γερακίνα επροχώρησεν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου εγίνετο η δημοπρασία, και η Σκεύω εξελθούσα εστάθη επί της μικράς βαθμίδος, έξω του κατωφλίου. Η πρώτη εκοίταξε να ίδει κανένα οικείον να τον φωνάξει. Αλλ’ όλοι οι παρόντες εκεί ίσταντο προσηλωμένοι περί την τράπεζαν της μειοδοσίας.

   Επί τινα λεπτά της ώρας η γραία ίστατο διστάζουσα, βλέπουσα και αυτή προς το μέρος της δημοπρασίας, ανατολικώς. Είτα στρέψασα τυχαίως την κεφαλήν προς τα δεξιά, παρετήρησε τον μπάρμπ’ Αναγνώστην τον καφετζήν, όστις ήτο είς των μακρινών συγγενών της. «Να ποιον πρέπει να ρωτήσω, αγκαλά… δε θα ξέρει πολλά πράγματα». Είπε και επλησίασεν εις το παράθυρον του καφενείου, έσωθεν του οποίου ίστατο ο αγαθός γέρων.

-        Δε μου λες, Αναγνώστη, του λέγει, τι τρέχει σήμερα, και γιατί γίνεται όλο αυτό το νταβατούρι;

-        Δημοπρασία θαρρώ πως κάνουνε, απήντησε μεθ’ ετοιμότητος ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.

-        Πως κάνουνε δημοπρασία το βλέπω, μα σε τι απάνου;

-        Δε βλέπεις; Απάνου στο τραπέζι εκεί, απήντησεν ο καφετζής.

   Η θεια-Γερακίνα υπέθεσεν ότι κάτι είχαν επάνω στο τραπέζι, και έστρεφεν αποτόμως την κεφαλήν. Αλλά το πλήθος έκρυπτεν από τους οφθαλμούς της την τράπεζαν, ως και τους υπαλλήλους.

   Ευτυχώς την στιγμήν εκείνην, ο κορυφαίος των βαστάζων, όστις ήτο εξηπλωμένος επάνω εις την μπαγκέταν, έξωθεν του καφενείου, απεφάσισε ν’ ανασηκωθεί ολίγον από την θέσιν του και ακούσας την συνομιλίαν του καφετζή και της γραίας, έσπευσε να λάβει μέρος.

-        Βγάζουνε στη δημοπρασία την ξυλική για τα παραπήγματα, είπε.

-        Ποια παραπήγματα; είπεν η θεια-Γερακίνα.

-        Να, παράγκες θα φτιάσουνε μέσα στον Τσουγκριά.  

   Και επειδή από το πρωί επεθύμει να εύρει άνθρωπον διά να διηγηθεί ό,τι ήξευρε, και δεν είχεν εύρει κανένα, διότι οι «δικοί του ήσαν όλοι ντουβάρια», έλεγεν, εννοών τους συναδέλφους του αχθοφόρους, ήρχισεν ευθύς να διηγήται, χαρτί και καλαμάρι, εις την θεια-Γερακίναν, όσα εγνώριζε, κατά το μάλλον και ήττον ακριβή. Επειδή η χολέρα εθέριζε κόσμον εις τα μέρη της Τουρκιάς, η ελληνική Κυβέρνησις είχε διατάξει να γίνεται αυστηροτάτη η καραντίνα. Εκτός του υπάρχοντος λαζαρέτου εις την νήσον, διετάχθη να γίνει προσωρινόν έκτακτον λαζαρέτον η ερημόνησος Τσουγκριάς, ανατολικομεσημβρινώς κειμένη, παρά το στόμιον του λιμένος. Το έκτακτον τούτο λαζαρέτον ωνόμαζόν τινες λοιμοκομείον, ενώ το άλλο, το σύνηθες, ήτο το λοιμοκαθαρτήριον. Εις το λοιμοκομείον θα έμενον τα πλοία και οι επιβάται εικοσιμίαν ημέρας, εις το λοιμοκαθαρτήριον άλλας ένδεκα. Το όλον τριανταδύο ημέρας καραντίνα.  

   Έως τώρα είχον φθάσει δύο τρία μεγάλα πλοία και πέντε ή έξ μικρά, εις τον Τσουγκριάν. Επεριμένοντο όμως και άλλα, και άλλα… Επειδή επί της ερημονήσου Τσουγκριά ολίγιστα υπήρχον καταλύματα, δύο ή τρία κελλία προς χρήσιν των καλογήρων –διότι η νήσος ήτο αφιέρωμα εις την Παναγίαν (ήτο κτήμα της ιεράς μονής του Ευαγγελισμού) –και επειδή θα εχρειάζοντο υπόστεγα διά το πλήθος των επιβατών, όσοι ήτο πιθανόν να έλθωσι, και επειδή εμέσαζεν ήδη ο Αύγουστος και επλησίαζαν τα πρωτοβρόχια, διά τούτο η Κυβέρνησις διέταξε κατεπειγόντως να κατασκευασθώσι παραπήγματα επί της μικράς νήσου, διά να εύρωσι στέγην όσοι θα ήρχοντο δυστυχείς από τα χολεριασμένα μέρη, φεύγοντες την φοβεράν νόσον. Αι αρχαί έβγαλαν σήμερον εις την δημοπρασίαν την προμήθειαν του υλικού διά τα παραπήγματα, και την κατασκευήν των παραπηγμάτων αυτών. Εις την προμήθειαν του υλικού, επροτιμήθη διά τόσες χιλιάδες κομμάτια, προς τόσα τα κομμάτι, ο καπετάν Κωσταντής ο Καβαρδίνας, από το Λιτόχωρον. Την κατασκευήν των παραπηγμάτων την επήρε, διά 7,812 δραχμάς, ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, ο αρχιτέκτων. Αυτά συνέβησαν σήμερον.

-        Α! για τούτο, μαθές… έκαμεν ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής.

   Ο κορυφαίος των βαστάζων επέστρεψεν εις την μπαγκέταν του, και η θεια-Γερακίνα εις το σπίτι της.

 

 

   Αληθινά, δεν της εκαλοφάνη της γριάς Σκεύως, όταν έμαθε την νέαν είδησιν, ότι ο υιός της έμελλε λοιπόν, όταν έλθει –διότι θα ήρχετο, σίγουρα, αυτό η γριά-Σκεύω το επίστευεν ακραδάντως –να διατρίψει είκοσι μίαν ημέρας εις τον Τσουγκριάν, και άλλας ένδεκα εις τα Λαζαρέτα, σωστάς τριανταδύο ημέρας καραντίνα. Τον παλαιόν καιρόν τουλάχιστον, όταν ήρχετο από το ταξίδι ο καπετάν Γιαλής, ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του, έκαμνεν ένδεκα ημέρας, ή δεκατέσσαρας ημέρας, ή και τρεις εβδομάδας εις τα Λαζαρέτα, όχι εις αυτό το νεώτερον κοινόν λαζαρέτο, αλλ’ εις τα παλαιά Λαζαρέτα, σιμά εις τον Άγιον Γεώργιον, και τότε η Σκεύω, μαζί με άλλες γυναίκες, καπετάνισσες ή άλλες οπού είχαν τους άνδρας των ή τους συζύγους των εις την καραντίναν, έτρεχε κάθε βράδυ εις την καραντίναν, και όλαι είχαν τα κοφινάκια των γεμάτα. Και ήτο η μόνη φορά όπου ήρχοντο τα καλάθια γεμάτα από την πόλιν, αντί να γυρίζουν γεμάτα από την εξοχήν. Η Σκεύω είχεν ένα καλαθάκι λεπτόν, μικρόν, ψιλολογιά καμωμένο, με λεπτοτάτας βέργας αγιοκλήματος και με στιλπνοτάτας σχίζας λείου καλάμου, αριστούργημα καλαθοποιΐας, οποία μόνον εις την νήσον εκείνην κατασκευάζονται. Το έφερε κάθε βράδυ γεμάτον από τυρόπιττες, από αυγά, και από μοσχάτα σταφύλια –διότι ήτο Αύγουστος καθώς τώρα. Τα σταφύλια εκομίζοντο εις τα Λαζαρέτα, εις το πείσμα της απαγορεύσεως του ιατρού, όστις δεν ήξευρε τι έλεγε. Να είναι κλεισμένοι οι άνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα εις τα πλοία, επί εβδομάδας, Αύγουστον μήνα, και να μην έχουν σταφυλάκι να βρέξουν το στόμα των! Και πού το ηύρε γραμμένο; Λέει πουθενά το γιατροσόφι μέσα, ότι πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι από το ένα κακό διά να γλυτώσουν από το άλλο; -Και έφθαναν κάθε βράδυ, βασίλευμα ηλίου, αι γυναίκες, πέρα στα Λαζαρέτα, αντικρύ του χωρίου, εκείθεν της λίμνης και του ναυπηγείου, σιμά εις τον Άγιον Γεώργιον. Και άδειαζαν τα καλαθάκια τους επάνω εις ένα χαμηλόν βράχον, εις την ακρογιαλιά, και έβγαιναν οι βάρκες από τα καΐκια οπού ήσαν εις την καραντίνα, και έπαιρναν τες τυρόπιττες, τα αυγά, τα μποκάλια με το βαθύ ξανθόν μοσχάτον, τα φλωροκίτρινα μοσχάτα σταφύλια, τα γλυκά μεγάλα καλαμόσυκα και τα χνοώδη ως παρειάς παρθένου εύχυμα ροδάκινα. Και οι ναύται απεχαιρέτιζον τες γυναίκες κράζοντες «Καλή νύχτα!» Και αι γυναίκες απήντων μακρόθεν «Καλή νύχτα! καλή νύχτα σας! καλό πράτιγο!» Και η κάθε μία εις τον άνδρα της έλεγε: «Καλή νύκτα καλέ μου! νοικοκύρη μου! σταυραϊτέ μου!» Και εις τον υιόν της η κάθε μία έλεγε:«Καλή νύκτα, καναρίνι μου! πουλί μου! ξεπεταρούδι μου!» Και πολλάκις επρόσθετον παρανομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου. Αν ο εκτελών την κάθαρσιν ωνομάζετο Γιαλής, ως ο σύζυγος της θεια-Σκεύως, τότε το θωπευτικόν όνομα ήτο «Γιαλέινέ μου». Εάν εκαλείτο Γεώργιος, «Γιωργάκη μου». Εάν εκαλείτο Ευστάθιος «Σταθένιε μου», ή «Αρέθα μου», εκ του ονόματος άρχοντός τινος, προεστού της κώμης Προμυρίου, του Πηλίου όρους. Αν εκαλείτο Αλέξανδρος, η προσηγορία ήτο «Αλεξανδριανέ μ’ αέρα» Αν ο προσφωνούμενος ήτο πλοίαρχος, τότε εις το όνομά του προσετίθετο το τουρκικόν όνομα ρεΐζ ή ρειζ (καπετάνος), ως εξής: «Κωνσταντή-ρείζη μου, Γιαννάκη-ρείζη μου» κτλ.

   Ήσαν ποθεινοί οι καιροί εκείνοι, όταν υπήρχον ακόμη τα παλαιά Λαζαρέτα. Απλούν άκομψον κτίριον, του οποίου τα ερείπια φαίνονται †ωραία† σήμερον εις όσους εγήρασαν αρκετά, ώστε να προτιμώσι τας παλαιάς αναμνήσεις από την σύγχρονον πραγματικότητα. Βορειανατολικώς, πέραν του κτιρίου εξετείνετο ο κάμπος του Αγίου Γεωργίου, όπου έβοσκον τα ολίγα πρόβατά των δύο πτωχοί ποιμένες, καταβαίνοντες τρις της ημέρας από το αντικρύ βουνόν, διά να ποτίσουν τα μικρά κοπάδια των εις την κοπάναν, εκεί από το πηγάδιον με το δροσερόν νερόν, πλησίον εις την λίμνην, όπου ο γερο-Ξυλοπόδαρος, ισόβιος ενοικιαστής, επαιδεύετο όλην την ημέραν με την χωρίς καρίναν σκάφην του, διά να συλλάβει τα κεφαλόπουλα που εγλιστρούσαν εις τους βάλτους, και τα χέλια, τα οποία εχώνοντο άπιαστα μέσα εις τον βούρκον. Εκείθεν της λίμνης, επί της πλατείας λωρίδος της άμμου, οι κρότοι, οι δούποι και οι θόρυβοι των ναυπηγών, των πριονιστών και των καλαφατών, αντήχουν, από πρωίας μέχρις εσπέρας, κρότοι ευάρεστοι εις ώτα υγιών ανθρώπων, παρατεινόμενοι και χρωματιζόμενοι από την ηχώ, ήτις τους εδέχετο ως ποθεινήν συντροφίαν εις τα μονήρη σπήλαιά της, γύρω εις τα βουνά. Ολόγυρα αι ευωδίαι του θύμου, του σχοίνου, της φασκομηλέας, του υσσώπου, ανήρχοντο, ως δι’ ακάπνου θυμιατηρίου, θυμίαμα εις τον ουράνιον θόλον. Η χλόη της κοιλάδος, τάπης ατίμητος της φύσεως, εξηπλούτο φθάνουσα μέχρι των άκρων ορίων της εις τους θάμνους, οι θάμνοι ανείρπον μέχρι της λόχμης εις την μέσην του βουνού, και η λόχμη ανεπτύσσετο εις δάσος από την μέσην έως την κορυφήν.

   Δις της ημέρας διήρχετο την κοιλάδα φιλάγαθος ανήρ, πεντηκοντούτης, γηράσας πρόωρα, ως να μην αντείχεν εις το κοινωνικόν δηλητήριον, το οποίον ενωρίς ήρχισε ν’ αναπτύσσηται εις τας τάξεις της ελληνικής κονωνίας. Κυρτός, σιωπηλός και μελαγχολικός, ο Γιαννιός της Μαργαρίτας ανήρχετο το πρωί εις το μονάκριβο κτήμα του, εις το προσφιλές του τιμάριον, το οποίον είχεν επί του ζυγώματος του όρους, ανάμεσα εις δύο κορυφάς. Το μικρόν κτήμα ήτο αγρός άμα και άμπελος, ελαιών και κήπος. Εξηπλούτο από του υψώματος του ζυγού, μέχρι της ακρογιαλιάς, προς το πέλαγος του βουνού· εκαρποφόρει άνωθεν ικανά εκ των προϊόντων της γης, και μετείχε κάτωθεν των προϊόντων της θαλάσσης. Επί των αιμασιών του έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια, τα κλήματα εκάμπτοντο πολυβριθή από τας μεγάλας περκαζούσας και μαυροβολούσας σταφυλάς. Ανά τας πεζούλας μικραί συκαί τεσσάρων ή πέντε ετών φυτείας έφερον ήδη τον γαλακτερόν και ψωμωμένον καρπόν των, παραπολύ ερεθιστικόν διά ν’ απλώσει παρθένος την αβράν κυανόφλεβα χείρα εις ένα των κλώνων. Ένθεν και ένθεν, εις τα σύνορα του κτήματος και του δάσους, βάτοι εδείκνυον τους μαύρους λοβώδεις καρπούς των, παρά την αποσκαφήν της αμπέλου, και κόμαροι το φθινόπωρον έμελλον να ωριμάσωσιν υπομονητικώς τους ιδικούς των εις τας θερμοτέρας ακτίνας του χλιαινομένου ηλίου.

   Κάτω, εις τους βράχους, μαύρους από το κύμα, αποπνέοντας άλμην, μυστηριώδεις από το πέλαγος, η θάλασσα, αφού έσκαπτε καρτερικώς λάκκους επί της κορυφής των βράχων, τους εγέμιζεν είτα αποτόμως εκ της ιδίας ουσίας της, και ο σεβάσμιος ο κυρ Γιαννιός, του οποίου το κτήμα είχεν ανατολικόν σύνορον την θάλασσαν, εύρισκε δράκας άλατος διά ν’ αλατίζει προς πρόχειρον πρόγευμα τες πεπεριές, τα αγγουράκια και τας τομάτας, τας οποίας ο ίδιος, εξ έρωτος, εκαλλιέργει. Ανάμεσα εις τους βράχους, εις τας σπηλαιώδεις υπονόμους του κύματος και εις τας τραχείας υφάλους, μεγάλα παγούρια και κάβουροι, βόσκοντες εις τον υποβρύχιον λειμώνα, ήσαν αρκετά χειροήθεις εις τας προσπαθείας του μπαρμπα-Γιαννιού, και πέραν των απωτέρων βράχων, ανάμεσα εις την λευκάζουσαν εκεί προς το πέλαγος νήσον, την ούσαν προσφιλές ενδιαίτημα γλάρων και αγρίων περιστερών, και εις τρεις μεγάλους σκοπέλους, κλίνοντας την κορυφήν προς την ακτήν, αφ’ ης προ μακρών αιώνων απεσπάσθησαν, τα δελφίνια έπαιζον εις το κύμα, και ημιλλώντο εις τον δρόμον με την ελαφράν βαρκούλαν, την πλέουσαν με το λευκόν πανίον της προς την αντικρύ νήσον.

   Έμπροσθεν του κτιρίου προς δυσμάς βλέποντος, προς την πόλιν, ίστατο μετρίου μεγέθους μονήρες δένδρον, δρυς, εκτοπισθείσα εκεί μακράν των κραταιών συντρόφων της του δρυμώνος, διά να δροσίζει με την σκιάν της τους εν στενοχωρία και αποκλεισμώ ταξιδιώτας, τους τελούντας την κάθαρσιν εις το λαζαρέτον. Εκεί υπό την σκιάν εκείνην πολλοί ρεμβασμοί ανειλίχθησαν αοράτως ανερχόμενοι ανά τους χλωρούς κλώνας και την ανήλιον φυλλάδα του μονήρους δένδρου, και πολλοί πόθοι εστάλησαν υπερπόντιοι πέραν εις την χαρίεσσαν πολίχνην με τους λευκούς τοίχους και με τα κυανά παράθυρα και τους κομψούς εξώστας, όπου χαριέσταται βαθύμαλλοι κεφαλαί προέκυπτον συχνά, και όπου γαλανά ή μαύρα όμματα έστελλον κρυφούς έρωτας και γλυκείς ιμέρους υπεράνω του κύματος πέραν του λιμένος.

 

 

   Η γραία Σκευώ διετήρει, μία εκ των ολίγων πράγματι ευαισθήτων γυναικών, τας αναμνήσεις ταύτας, τας οποίας ακροθιγώς υπηνίχθημεν εν τω προηγουμένω κεφαλαίω, και δεν της εκαλοφάνη, είπομεν, όταν έμαθεν ότι ο υιός της θα διέτριβεν είκοσι μίαν ημέρας μέσα εις τον Τσουγκριάν, και άλλας ένδεκα εις τα νέα λαζαρέτα. Δεν θα ηδύνατο πλέον να γεμίζει το εύπλεκτον κομψόν καλαθάκι της με οικιακά δώρα διά τον υιόν της, όπως το εγέμιζε το πάλαι διά τον σύζυγόν της. Δεν θα ηδύνατο το βράδυ-βράδυ, όταν θα εχαμήλωνεν ο ήλιος έως την κορυφήν του βουνού, να σηκωθεί να πάρει γεμάτον το καλαθάκι της, και να υπάγει, το γιαλό-γιαλό, την άμμο-άμμο πέραν εις τον μέγαν αρσανάν της πόλεως, σιμά εις την λίμνην, αντικρύ εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Γεωργίου, διά να φέρει το καλαθάκι της εις τον υιόν της. Τώρα θα εχρειάζετο να κάμει φτερά, διά να υπάγει εις τον Τσουγκριάν, εις την νήσον της Ευαγγελίστρας, προς το πέλαγος, διά να φέρει το καλαθάκι της εις τον υιόν της. Θα εχρειάζετο να κάμει θαύμα η Παναγίτσα της, η μικρά της ασημωμένη και μαλαμοκαπνισμένη Παναγίτσα, διά να της δώσει την δύναμιν να περιπατήσει απάνω εις το κύμα, βαστάζουσα το μικρόν εύπλεκτον καλαθάκι της διά να το φέρει εις τον υιόν της, προς ανακούφισιν της στενοχωρίας του εις την καραντίναν. Διότι οι πορθμείς και οι λεμβούχοι, οι άνθρωποι αυτού του καιρού, θα την έσκωπτον σκληρώς και θα την επεριγέλων, εάν τους παρεκάλει να την πάρωσιν εις την φελούκαν των, όπως την φέρωσιν εις τον Τσουγκριάν, να ίδει από μακράν τον υιόν της. Και δεν της έμενε πλέον, ειμή να στέλλει το μικρόν εύπλεκτον καλαθάκι, γεμάτον από δώρα του οίκου και της αμπέλου, σκεπασμένον με πετσέταν λεπτοϋφασμένην μεταξωτήν, να στέλλει το καλαθάκι εις τον υιόν της, χωρίς να δύναται να υπάγει μόνη της.

   Δεν της εκαλοφάνη βέβαια… αλλά πόσον περισσότερον της εκακοφάνη όταν το βράδυ, επανερχομένη από της εξαδέλφης της, της Γερακίνας, γεμάτη από λογισμούς και υποψίας, ενώ ανέβαινε το λιθόστρωτον το φέρον εις την επάνω γειτονιά, πατούσα σιγά-σιγά, ελαφρά-ελαφρά, με όλα τα εξηνταπέντε χρόνια της, από λιθάρι εις λιθάρι, από στενόν εις στενόν, από γωνίαν εις γωνίαν, διά του παραθαλασσίου δρόμου πέραν της αγοράς, πόσον της εκακοφάνη όταν μία βαρκούλα, η οποία είχε κατεβάσει το πανάκι της και ήρχετο με τα κωπία προς την άμμον, επλησίασε μέχρι βολής τουφεκίου εις τον παραθαλάσσιον ανηφορικόν δρόμον, δι’ ου ανέβαινεν αυτή, επλησίασεν φέρουσα τρεις επιβάτας, ένα ηλικιωμένον,  και δύο παιδία, και όταν έν των παιδίων, μία κλήρα, η πλάσις αυτού του καιρού τής εφώναξε σκληρώς:

-        Θεια-Σαβουρόκοφα! ο γυιός σου είναι άρρωστος στον Τσουγκριά, από χολέρα!

Τώρα, το παλαιόν λαζαρέτον έμεινεν ερείπιον, διηγούμενον εις τον εννοούντα την μυστηριώδη γλώσσαν του επισκέπτην, τους φόβους, τας αγωνίας, τα βάσανα, τας επιθυμίας, την υπομονήν, την εγκαρτέρησιν, τας θυσίας, τους πόνους, τας νόσους, τους θανάτους, τους λυγμούς, τα δάκρυα, την απελπισίαν, όλα όσα είδε και ήκουσε κατά καιρούς, από της ανεξαρτησίας και εντεύθεν. Το δένδρον ίσταται ακόμη ορθόν, αλλ’ εν παρακμή και ώχρα φύλλων τις οίδεν αν ενθυμήται τους ρεμβασμούς όσους εσκίασεν υπό τους γαμψούς και ούλους, τους εν σχήματι διαδήματος ανερχομένους κλώνας του, και τους καημούς τους οποίους εδρόσισεν υπό το φύλλωμά του. Αλλ’ ο είς τοίχος του κτιρίου, γυμνός από τον άνεμον, μαυρισμένος από την καταιγίδα, ίσταται κυρτός και σημειοί το μέρος όπου ηγείρετο το κτίριον, και ο βράχος της παραλίας μετά πόθου αναπολεί τας φαιδράς λαλιάς των γυναικείων χαιρετισμών, όσοι αντήχησάν ποτε υπεράνω του κύματος τούτου. Προ τεσσαρακονταετίας σχεδόν, η Κυβέρνησις απεφάσισε να εγκαταλείψει το παλαιόν λαζαρέτον, το οποίον ήτο εις τον μυχόν του ανατολικού λιμένος, και διέταξεν να κτίσωσι νέα λαζαρέτα μεσημβρινότερον επί της αυτής παραλίας, έν περίπου μίλιον απώτερον, προς το ανατολικόν στόμιον του λιμένος. «Από Θεό κι απ’ αφεντιά» τα νέα λαζαρέτα εκτίσθησαν, κατά το σχέδιον του μηχανικού της Κυβερνήσεως. Τρία κτίρια, τα δύο υψηλότερα επί του βουνού, το τρίτον χαμηλότερον προς την παραλίαν. Εν μέσω των τριών μεγάλη στέρνα, αιωνίως στειρευμένη από νερόν. Κάτωθεν του τρίτου λαζαρέτου, υψηλή, πλατεία μαρμαρίνη κλίμαξ, και κάτωθεν της κλίμακος πλατεία καλοκτισμένη αποβάθρα επί της θαλάσσης.

   Τα τρία νεόδμητα κτίρια διετηρήθησαν επί έν έτος εν καλή καταστάσει, ύστερον, επειδή εβράδυνεν ευτυχώς ν’ ακουσθεί μεγάλη επιδημία, έμειναν ακατοίκητα και ουδέποτε επισκευάσθησαν πλέον. Τώρα, όπως είναι μακρά, λευκά και χαμηλά, φαίνονται μακρόθεν ως τρία λευκόμαλλα αρνία, αποπλανηθέντα από το κοπάδι του γερο-Κοντζιδάκη, πλαγιασμένα εκεί με το λυκόφως της εσπέρας, κατά μήκος της ακτής, μηρυκάζοντα εις το εφαπλούμενον σκότος.

   Τέλος, ήλθε το 1865, και η χολέρα εκομίσθη το θέρος εις την ανατολικήν Ευρώπην, πιθανώς, όπως πάντοτε, διά των μουσουλμάνων προσκυνητών της Μέκκας. Αι δύο «μεγάλαι μουσουλμανικαί δυνάμεις», η μία με το χρυσοφόρον ινδικόν κράτος της, η άλλη με τας προσοδοφόρους της κτήσεις εν Αλγερία, δεν απεφάσισάν ποτε να θέσωσι περιορισμούς τινας εις τα ταξίδια των μωαμεθανών υπηκόων των, και δεν εύρον ποτέ συμφέρον να βιάσωσι την Πύλην όπως εφαρμόσει τελεσφόρα υγειονομικά μέτρα εις την κοιτίδα του μωαμεθανισμού εν Αραβία. Η ταλαίπωρος Ανατολή υπήρξε και τότε, ως τώρα και πάντοτε, υπό τε γεωγραφικήν και κοινωνικήν, υπό πολιτικήν και θρησκευτικήν έποψιν, άφρακτος αμπελών. Αλλ’ ο Χριστός ομιλεί περί τινος μελλούσης ημέρας, ότε θα έλθει ο κύριος του αμπελώνος.

   Εναντίον της χολέρας του 1865 διετάχθησαν εν Ελλάδι μακραί και αυστηραί καθάρσεις. Τότε τα νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια του τόπου δεν ήρκεσαν πλέον και δεν εκρίθησαν κατάλληλα διά τον σκοπόν των καθάρσεων, και διετάχθη προς τοις άλλοις να συσταθεί έκτακτον λοιμοκαθαρτήριον επί της ερημονήσου Τσουγκριά. Τας πρώτας ημέρας του Αυγούστου είχαν καταπλεύσει ολίγα πλοία. Μετά δύο ή τρεις ημέρας ο αριθμός των κατάπλων εδιπλασιάσθη.

   Την επομένην εβδομάδα είχον έλθει πλείονα των 30 μεγάλων ιστιοφόρων, και πάμπολλα μικρά καΐκια. Περί τα μέσα του Αυγούστου, ο αριθμός των βρικίων, και μεγάλων σκουνών, των καθαριζομένων περί την νήσον Τσουγκριάν, ανήλθεν εις πεντήκοντα, και τα μικρά καΐκια υπερέβησαν τα εκατόν. Τα εκατόν πεντήκοντα ταύτα πλοία είχον φέρει πλείονας των τρισχιλίων επιβατών, εκτός του αριθμού των πληρωμάτων. Έξω, εις τον Τσουγκριάν μεγάλη δραστηριότης επεκράτει. Ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης, όστις είχεν αναλάβει την κατασκευήν των παραπηγμάτων, είχεν αρχίσει μετά ζήλου την εργασίαν του. Είχε συναινέσει χάριν της εργασίας, να «σπορκαρισθεί» εκουσίως, ήτοι να συγκοινωνήσει εξ ανάγκης με τους εν καθάρσει και μετάσχει και αυτός της καθάρσεως. Εις την απόφασιν του ταύτην τον ηκολούθησαν φιλοτίμως τέσσαρες εκ των συναδέλφων του τεκτόνων εργαζόμενοι υπό τας διαταγάς του. Ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης εκάρφωνε μικράν δοκόν εδώ, μίαν σανίδα εκεί, και είτα έτρεχε παρέκει. Ήρχιζεν έν παράπηγμα, εκάρφωνε τρεις σανίδας διά τοίχον, δύο πέταυρα διά στέγην, είτα το άφηνεν ατελές, και ήρχιζεν άλλο παράπηγμα.

   Αφού είχεν εμπήξει ένα πάλον, εις την γην, αρκετά στερεά ώστε να μη ανατρέπεται υπό του ελαφρού ανέμου, και αρκετά ρηχά, ώστε να σείηται όλος εις πάσαν επαφήν, εκάρφωνεν οριζοντίως μίαν δοκίδα, ενεπήγνυε δεύτερον πάλον εις το αμμώδες έδαφος, εκάρφωνε μίαν σανίδα από το έν μέρος, την άφηνεν ακάρφωτην από το άλλο μέρος και είτα μετέβαινεν εις άλλο παράπηγμα. Άφηνεν ένα των τεχνιτών του, τον νεώτερον, ν’ αποτελειώσει το παράπηγμα, και αυτός έτρεχε να θεμελιώνει άλλο. Είτα μετεκάλει τον μαθητευόμενόν του εις τον οποίον είχε δώσει εντολήν ν’ αποτελειώσει το ημιτελές παράπηγμα, και τον διέταττε να εργασθεί εις το δεύτερον, αφήνων με δύο σανίδας και με τρεις αστηρίκτους δοκίδας κλονούμενον το παλαιόν. Εντός μιας εβδομάδος είχε κατασκευάσει ούτω πλείονα των είκοσι παραπήγματα, μεγάλα και μικρά, αλλ’ ολίγα τούτων είχον  φατνωμένας με σανίδας τας πλευράς, κανέν δεν είχε σκεπασμένην με στέγην την κορυφήν, όπως στεγάσει ανθρώπους. Εν τω μεταξύ τα πρωτοβρόχια ήρχισαν πρώιμα, και η συρροή των ταξιδιωτών ήτο μεγάλη. Πολλοί των ταξιδιωτών επροτίμων να μένωσιν επί των πλοίων, εις τα οποία άλλως θα εστενοχωρούντο να μένωσι περισσότερον. Γυναίκες, παίδες και κοράσια υπέφερον επί των πλοίων, αν και ήσαν ηγκυροβολημένα ταύτα.

   Πάμπολλαι ελληνικαί οικογένειαι είχον έλθει εσπευσμένως επί του πρώτου ελληνικού ιστιοφόρου το οποίον ηδυνήθησαν να εύρωσιν, ολίγαι οικογένειαι δυτικών και λεβαντίνων, καί τινες εβραϊκαί. Πολλοί των πλοιάρχων εξήσκουν την φιλανθρωπίαν με το αζημίωτον, επιβιβάζοντες εις τα σκάφη των όσον το δυνατόν πλείονας επιβάτας.

   Όπως συμβαίνει πάντοτε εν καιρώ πανικού φόβου, μέγας συνωστισμός και σπουδή αλόγιστος και τυφλή φυγή είχον επέλθει. Ο πρώτος σαστισμός της φυγής είχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, τον σαστισμόν των επειγόντων μέτρων εις τα ελληνικά παράλια. Έξω εις την πολίχνην αι τοπικαί αρχαί είχον εκτελέσει την προμήθειαν του υλικού και την συμφωνίαν της κατασκευής των προσωρινών καταλυμάτων. Μέσα εις την ερημόνησον, ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης εφιλοτιμείτο να κατασκευάσει πολλά παραπήγματα εις μίαν ημέραν και κατεσκεύασεν εντός δύο εβδομάδων πλείστα ημιτελή. Πέταυρον μισοκαρφωμένον, αποσπώμενον την νύκτα, από το φύσημα της αύρας, έπιπτεν εις την κεφαλήν της μισοκοιμισμένης γυναικός και του πιπιλίζοντος την θηλήν της βρέφους εις το πλευρόν της.

   Στύλος μισοεμπεπηγμένος εις το αμμώδες έδαφος, θιχθείς από τον τανυόμενον πόδα του ρέγχοντος υπτίου ανδρός, έπιπτεν ομού με όλον το παράπηγμα, και επλάκωνε την κοιμωμένην οικογένειαν, πλησίον του βάλτου, εις την παραλίαν. Γογγυσμοί και θρήνοι ήρχισαν ν’ ακούωνται εδώ κι εκεί. Η τερπνή, η πρασινίζουσα πευκόφυτος και ελαιόφυτος νήσος, εφαίνετο ως μικρά γωνία πρώην ερημικού παραδείσου, εις ην επέδραμον αίφνης δαίμονες οδηγούντες κολασμένας ψυχάς τας οποίας ετέρποντο να βασανίζωσιν εν αυτή τη Εδέμ, όπως καταστήσωσι σκληροτέραν την κόλασιν.

   Δεν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες διά ν’ αποδειχθεί ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. Αλλά ταύτα δεν είναι του παρόντος. Όπως και αν έχει, αληθεύει ότι, εις την ερημόνησον, την χρησιμεύουσαν ως αυτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, το κρέας επωλείτο υπό ελαστικής συνειδήσεως κερδοσκόπων αντί τριών δραχμών κατ’ οκάν, ο άρτος αντί ογδοήκοντα λεπτών και ο οίνος αντί δραχμής. Όσον διά το νερόν, επειδή το μόνον πηγάδιον το υπάρχον επί της ερημονήσου ταχέως εστείρευσε, κατήντησε να πωληθεί προς δύο δραχμάς η στάμνα.

   Φυσικά, η μεγάλη πληθύς των υπό κάθαρσιν ταξιδιωτών ήσαν άνθρωποι πτωχοί. Ολίγοι μεταξύ αυτών ήσαν εύποροι. Οι κερδοσκόποι απέθετον τα εμπορεύματά των εις την άκραν της απωτάτης ακτής της ερημονήσου, ελάμβανον τα λεπτά των και έφευγον. Η χολέρα δυνατόν να κολλά εις κάθε πράγμα, αλλ’ εις τα χρήματα όχι.

   Ελέχθη ότι οι πλείστοι των ανθρώπων, των παρασταθέντων τότε ως θυμάτων της χολέρας, απέθανον πραγματικώς εκ πείνης. Ίσως να μην υπήρξεν όλως χολέρα. Αλλ’ υπήρξε τύφλωσις και αθλιότης και συμφορά ανήκουστος. Οι άνθρωποι, όλοι πάσχοντες, εσκληρύνοντο κατ’ αλλήλων, εις επίμετρον, και καθίστων την δεινοπάθειαν απείρως μεγαλυτέραν. Οι εύποροι εκ των καθαριζομένων εσκληρύνοντο κατά των πτωχών, και εμέμφοντο αυτούς ως παραιτίους της δυστυχίας δι’ αυτής της παρουσίας των. Οι πτωχοί εσκληρύνοντο κατά των ευπόρων, και τους ητιώντο ως προκαλούντας την ακρίβειαν των τροφίμων διά της ευπορίας των. Όλοι ομού οι υπό κάθαρσιν ταξιδιώται εσκληρύνοντο κατά των κατοίκων της πολίχνης, και τους κατηγόρουν επί ασυνειδήτω αισχροκερδεία και σκληρότητι, ενώ το αληθές ήτο ότι δέκα μόνον άνθρωποι εκ της εμπορικής και τυχοδιωκτικής τάξεως, ήτις πουθενά δεν λείπει, ήσαν οι αισχροκερδείς και οι σκληροί εκμεταλλευταί της δυστυχίας. ΟΙ κάτοικοι της πολίχνης εσκληρύνοντο κατά των ταξιδιωτών, και εμίσουν αυτούς, διότι είχον έλθει να τους φέρωσι την χολέραν. Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια χωρούσα μέχρις απανθρωπίας, εβασίλευε πανταχού. Όλα ταύτα ήσαν εις το βάθος και ο φόβος της χολέρας ήτο εις την επιφάνειαν. Θα έλεγέ τις ότι η χολέρα ήτο μόνον πρόφασις, και ότι η εκμετάλλευσις των ανθρώπων ήτο η αλήθεια. Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού, και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων.

 

 

   Πρωί και εσπέρας καθ’ εκάστην κατέπλεον πλοιάρια εις την ερημόνησον, εκεί εις την άκραν της κρημνώδους ακτής, παρά τον Άγιον Φλώρον. Ναΐσκος επ’ ονόματι των Αγίων Φλώρου και Λαύρου, ων η μνήμη τελείται τη 18 του Αυγούστου, υπήρχε το πάλαι πέραν της ακτής εκείνης, έσωθεν του όρμου. Σήμερον ο παλαιός ναΐσκος ήτο ερείπιον. Ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής, ο επίτροπος της Μονής του Ευαγγελισμού επί της μικρά νήσου, ενθυμήθη την ημέραν, και παρεκάλεσεν εκθύμως τους δύο Αγίους, να ελευθερώσωσιν αυτόν από τους χολεριασμένους, ελευθερώνοντες τον κόσμον από την χολέραν. Δέκα ημέρας πρότερον, πριν καταπλεύσωσι τα επιχόλερα πλοία και τεθεί υπό κάθαρσιν η νήσος, ο πάτερ Μανασσής είχε το εξ αιγών κοπάδι του, τα ερίφιά του, το γάλα του, τες μυζήθρες του, τα τυριά του, τον κήπον του με τα οπωροφόρα δένδρα, τον σικυώνα του με τας κολοκύνθας, τας τομάτας και τα λαχανικά, την άμπελόν του με τας σταφυλάς, όλα εν ακμή και αφθονία. Δέκα ημέρας ύστερον, οι τράγοι είχον σφαγεί και τα ερίφια είχον θυσιασθεί, αι μυζήθραι είχον καταφαγωθεί, και αι αίγες, καταπατηθέντος του χόρτου, είχον στειρεύσει· ο κήπος είχε δηωθεί, και ο σικυών σχεδόν είχεν εκριζωθεί, και η άμπελος είχε μείνει έρημος σταφυλών. Ο πάτερ Νικόδημος έτιλλε τας ολίγας τρίχας, όσας είχε περί τους κροτάφους, ετράβα το σφηνοειδές γένειόν του, και έλεγε: «Τι λόγο θα δώσω τώρα στον ηγούμενο, εγώ; Τι θα πω τώρα στον οικονόμο;»

   Την πρωίαν εκείνην της 18 Αυγούστου είχον καταπλεύσει, ως συνήθως, αι λέμβοι εις την άκραν της ακτής, και είχον κομίσει τρόφιμα. Μεταξύ των συνήθων πορθμέων ήσαν ο Γιάννης ο Νυδραίος, ο Δημήτρης ο Τσούνος, ο Γιαννιός ο Ντεληβάρκας, ο Αλέξης το Παποράκι και άλλοι. Ο Αλέξης το Παποράκι έκαμνε πέντε και έξ ταξίδια καθ’ εκάστην, μεταξύ της πολίχνης και του Τσουγκριά. Ήτο ακούραστος. Έλεγε «τώρα θα βάλω ατμό». Και εξήρχετο πράγματι αχνός από τα ιδρωμένα στέρνα και τον τράχηλόν του. Με τον ένα ηράκλειον βραχίονα ήλαυνε την κώπην, με τον άλλον ίθυνε το πηδάλιον, με τους οδόντας εκράτει την σκόταν του πανιού. Είχεν ένα σύντροφον παιδίον δεκατετραετές, τον υιόν του τον Γεώργιον. Εις την πρώραν της βάρκας εφόρτωνε ψωμία και κάνιστρα με οπώρας και ζεύγη ορνίθων δεμένων τους πόδας, και βοτίλιες με ρούμι, εις το αμπάριον εφόρτωνε σάκκους αλεύρου και ορυζίου και ζαχάρεως, εις την πρύμνην εφόρτωνε φλάσκες γεμάτες κρασί και στάμνες με νερόν.

   Αυτός ίστατο ανάμεσα εις δύο φλάσκες, τας οποίας «εχαιρετούσε» κάποτε, διά να δροσίζηται εις το ταξίδιον, και είτα τες απεγέμιζε με νερόν· ο υιός του ο Γεώργης, επάτει ανάμεσα εις ζεύγος ορνίθων δεμένων και εις βοτίλιαν με ρούμι. Εκοίταζε πότε έβλεπεν αλλού ο πατήρ του, έσκυπτε διά να διευθετήσει τες κόττες, που ήσαν ζαλισμένες και σχεδόν δεν έβγαζαν φωνήν, ήρπαζε την βοτίλιαν με το ρώμι, κι έπινε μικράν δόσιν. Όλοι οι ιατροί το εσύσταιναν ως ιατρικόν. Ήτο αγγλικόν ρώμι, και με ολίγας δόσεις εγίνετο κανείς «ζούνα».

   Την εσπέραν της ημέρας εκείνης ο Αλέξης το Παποράκι εις το τελευταίον ταξίδιόν του είχε φέρει διά της λέμβου του κι ένα νεωστί διορισθέντα «βαρδιάνον». Έκαστον πλοίον τιθέμενον υπό κάθαρσιν ήτο υπόχρεων να προσλάβει ένα βαρδιάνον, ήτοι φύλακα. Εάν το πλοίον ήτο μεγαλύτερον, έπαιρνε και δύο τοιούτους φύλακας. Οι βαρδιάνοι ούτοι ήσαν γηραιοί ναύται ή άλλοι άνθρωποι του τόπου πτωχοί, οίτινες, χάριν μικρού μισθού, εδέχοντο να «σπορκαρισθούν», ήτοι να τεθώσιν υπό κάθαρσιν, όπως επιβλέπωσι την ακριβή τήρησιν της καθάρσεως των πλοίων. Ο πλοίαρχος του καθαριζομένου πλοίου ήτο υπόχρεως να δίδει αυτοίς μισθόν και τροφήν. Πλείονας των πενήντα τοιούτους βαρδιάνους είχον κουβαλήσει ήδη ο Αλέξης το παποράκι και οι άλλοι βαρκάρηδες. Εκείνος τον οποίον είχε φέρει σήμερον ο Αλέξης ήτο μικρόσωμος και στρογγύλος τον κορμόν, και σπανός. Εφόρει πλατείαν βράκαν, και επί της βράκας μέγα ταμπάρον, το οποίον είχε λάβει, ως έλεγε, διά να μη κρυώνει την νύκτα εις την κουβέρταν του καραβιού, όπου θα εκοιμάτο, και ήτο ζαρωμένος το πρόσωπον. Εκαλείτο, καθώς εγράφη εις τα βιβλία του υγειονομείου, μπαρμπα-Σταμάτης Γυρατσίνης.

   Ο Γιάννης ο Μπρίκος επερίμενε την τελευταίαν βαρκαδιά του Αλέξη εις την άκραν της ακτής του Αγίου Φλώρου. Ο Γιάννης ο Μπρίκος, ο λεμβούχος, όστις είχε σπορκαρισθεί ακουσίως, ως είπομεν εν αρχή του παρόντος διηγήματος, είχεν εύρει δουλειάν, κι εξετέλει χρέη βαρκάρη εντός της νήσου, μεταξύ των εμπορευμάτων, των κομιζομένων ημερησίως από την ακτήν του Αγίου Φλώρου, και τα μετέφερεν εις τον άλλον κάβον, παρά τον Λαλαριάν, όπου ήσαν τα παραπήγματα.

   Είχε νυκτώσει ήδη, και ο Γιάννης ο Μπρίκος μετέφερεν εν σπουδή τα πράγματα από το μέρος, όπου τα απέθετε ταχέως το Παποράκι, εις την λέμβον την ιδικήν του. Ιδών δε αιφνιδίως εις το λυκόφως τον βραχύσωμον γέροντα, όστις είχεν έλθει με την φελούκαν του Αλέξη:

-        Μπα! αυτός πάλιν ποιος είναι; είπεν.

   Ο Αλέξης το Παποράκι απήντησε μακρόθεν, ενώ έφευγε με κωμικήν και πλαστήν φωνήν:

-        Αυτός είναι ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης.

    Ο Μπρίκος ανεσκίρτησε, το μεν εκ φόβου, το δε εκ δυσπιστίας και απορίας.

-        Ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης είναι πεθαμένος τώρα από δω και δυο χρόνια, είπεν.

   Εκείνος περί ου εγίνετο η φιλονικία αύτη έφερε τον δάκτυλον εις το στόμα και επέβαλε σιωπήν εις τον Μπρίκον τον βαρκαρην.

-        Χαιρετίσματα από τη γυναίκα σου, τη Γαρουφαλιά, Γιάννη, του είπε.

-        Μπα!… τίνος φωνή είναι αυτή; είπεν ο Μπρίκος.

   Και εκτύπα το μέτωπόν του διά να ενθυμηθεί.

-        Ησύχασε τώρα , παιδί μου, και θα σου πω τι τρέχει, είπεν εκείνος τον οποίον εκάλουν μπαρμπα-Σταμάτην Γυρατσίνην… Αλλά πρώτα, ήθελα να σ’ ερωτήσω κι εκρατήθηκα ως τώρα, μη ξέρεις τι γίνεται ο Σταύρος του Γιαλή, ο γυιος της Σκεύως;

   Ο Γιάννης ο Μπρίκος διά μιας ανεγνώρισε το λαλούν πρόσωπον.

-        Α! συ είσαι, είπε… και πώς αυτό;

-        Σιώπα τώρα… και θα σου πω… Πες μου τι γίνεται ο Σταύρος…

-        Ο Σταύρος… είπαν πως… ήτον άρρωστος… ποιος ξέρει… ετραύλισεν ο Γιάννης· εδώ, όπως καταντήσαμε, ποιος ερωτά για τον άλλον, αν ζει ή αν απέθανε;

   Το πρόσωπον το παρουσιαζόμενον ως βαρδιάνος, έρρηξε σπαρακτικήν κραυγήν απελπισίας και συνήψεν εν αγωνία τας χείρας.

-        Ο Σταύρος πέθανε! είπεν.

   Ο Γιάννης ανένευσεν.

-        Όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα, είπε· σου λέω την αλήθεια… Τι, θέλεις να σε περιγελώ; Δε ξέρω πού είναι και τι γίνεται.

   Ο μπαρμπα-Σταμάτης ο Γυρατσίνης, ησύχασεν εν μέρει. Είτα αυτός και ο Γιάννης, αφού είχαν μεταφερθεί τα πράγματα εις την βάρκαν, επεβιβάσθησαν εις την φελούκαν του Μπρίκου, και απεχαιρέτισαν μακρόθεν τον Αλέξην το Παποράκι. Ο Γιάννης έλαβε τα κωπία, κι εξεκίνησαν.

 

 

   Από της εσπέρας εκείνης, καθ’ ην η θεια-Σκεύω, επιστρέφουσα από την οικίαν της Γερακίνας, ήκουσε το δυσοίωνον άγγελμα, το οποίον της έστειλεν εν τη αώρω και ασυνειδήτω σκληρότητί του έν παιδίον από μίαν βάρκαν: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ο γυιος σου είναι άρρωστος στον Τσουγκριά από χολέρα…», η Σκεύω δεν ήκουσε πλέον άλλην φωνήν ή αυτήν και μόνην, την αντηχούσαν εις τα ενδόμυχά της, και χαραχθείσαν με πυρίνους χαρακτήρας επί της μητρικής καρδίας· και δεν έζησε πλέον άλλην ζωήν, ή την συνεχομένην με την ζωήν και με τον θάνατον του υιού της, και αντανακλωμένην από την κινδυνεύουσαν ύπαρξιν εκείνου.

   Επανήλθεν, η έρημη, εις το σπιτάκι της. Πώς ηύρε τον δρόμον; Πού επάτησεν; Από πού επέρασε;  –Ποίος ενθυμείτο; Ήνοιξε την θύραν της. Πώς ημπόρεσε να γυρίσει το κλειδί εις την κλειδότρυπαν; Εισήλθε. Πώς δεν έπεσεν εις την μέσην του δρόμου;

   Εγονάτισεν εμπρός εις την Παναγίτσαν της, την μικράν ασημωμένην Παναγίτσαν, την ίσην με το τρυφερόν και λευκόν μέτωπον τριετιζούσης αθώας κόρης. Εγονάτισεν εμπρός εις τον Αι-Νικόλα της, εκείνον όστις υπήρξε συνταξιδιώτης του ανδρός της εις τα ταξίδια, συγκολυμβητής και σωτήρ εις τα ναυάγια. Εκράτησε το μέτωπόν της με τας δύο χείρας διά να μην εκραγεί, τους κροτάφους της διά να μη ραγισθούν, την καρδίαν της διά να μη σταματήσει. Εδοκίμασε να κάμει το σημείον του Σταυρού, και η χειρ της η δεξιά ήτο μολύβδινη. Εδοκίμασε να είπει το «Κύριε Ιησού Χριστέ», και η γλώσσα της δεν εγύριζε, και τα χείλη της δεν εκινούντο, μόνον η έννοια της προσευχής εσχηματίζετο ευτυχώς εις τον νουν της. Είτα αφήκεν αίφνης μίαν κραυγήν, και ήρχισαν να τρέχωσι ποταμός τα δάκρυά της. Τότε ησθάνθη ανακούφισιν και συνέλαβε μικράν ελπίδα.

   Προσηυχήθη επί μακρόν διά το παιδί της –διότι φευ! δεν αμφέβαλλεν ότι η κλήρα τής είχεν είπει την αλήθειαν, και ουδ’ ησθάνετο την ανάγκην να ζητήσει επιβεβαίωσιν της ειδήσεως.

   Έμεινεν επί ώρας γονατιστή, και όταν επήλθεν ο κάματος, και εξηπλώθη αυθορμήτως επί του μικρού εστρωμένου χαμηλού σοφά της, τότε συνέλαβε μίαν απόφασιν και είπε μεγαλοφώνως: «Βαρδιάνος στα σπόρκα θα πάω. Βαρδιάνος στα σπόρκα!»

 

 

    Εξημέρωσεν ο Θεός την ημέραν. Η θεια-Σκεύω επήγε να ενταμώσει την θυγατέρα της την άκληρην, ήτις είχε την οικίαν της εις το άλλο άκρον του χωρίου. Η γυνή αύτη είχεν ένα ανδράδελφον όστις ήτο φύλαξ του λοιμοκαθαρτηρίου. Τώρα, ως ήτο επόμενον, ήτο μόνον επί ψιλώ ονόματι, πράγματι δε διέτριβεν εις την πόλιν, και ήτο υπηρέτης του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου. Διότι εκτάκτως, διά την περίστασιν, είχε διορισθεί επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου ο κ. Ρώνυμος, άνθρωπος από ιστορικήν οικογένειαν, ως ελέγετο.

   Η θεια-Σκεύω δεν είπε τίποτε εις την θυγατέρα της, ειμή μόνον ότι έμαθεν ότι είχεν έλθει ο Σταύρος και ότι ήτο εις την καραντίναν. Της είπαν μάλιστα ότι ήτο ολίγον άρρωστος, αλλά δεν είχε φόβον. Η κόρη της η άκληρη δεν έδειξε μεγάλην συγκίνησιν άμα ήκουσε το άγγελμα τούτο. Αυτή είχε καταδαπανηθεί σωματικώς και χρηματικώς όλη εις τα λουτρά της Αιδηψού, εις ιατρικά και βότανα, προσπαθούσα ν’ αποκτήσει κληρονόμον. Όλα τα άλλα πράγματα μετρίως την ενδιέφερον. Ήρχισε να διηγήται εις την μητέρα της ότι το τελευταίον βότανον, το οποίον της είχε δώσει ο εμπειρικός της γειτονιάς, της έφερε κακά συμπτώματα. Η Σκεύω την εσυμβούλευσε δι’ εκατοστήν φοράν να είναι προσεκτική, να φυλάγεται από φάρμακα, και να έχει πεποίθησιν ότι, μόνον αν είναι θέλημα Θεού, θ’ αποκτήσει κληρονόμον.

   Είτα η γραία εζήτησε να ενταμώσει τον ανδράδελφον της κόρης της, επί προφάσει ότι ήθελε να λάβει πληροφορίας διά τον Σταύρον, και να του ζητήσει να την ευκολύνει, αν ήθελε να του στείλει κάτι τι εις την καραντίναν. Η νεαρά γυνή έστειλε πτωχήν τινα, ήτις έζη εκτελούσα διαφόρους υπηρεσίας εις τα σπίτια της γειτονιάς, εις την κατοικίαν του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, προς αναζήτησιν του ανδραδέλφου της. Ο φύλαξ της επιστασίας, όστις διήρχετο ώρας τινάς καθ’ εκάστην μαγειρεύων εις την οικίαν του επιστάτου, και το υπόλοιπον της ημέρας εδαπάνα εις το απέναντι καπηλείον όπου κατήρχετο διά να ψωνίσει, δεν ήτο άνθρωπος δυσεύρετος. Ακριβώς την ογδόην ώραν της πρωίας, όταν έφθασεν η απεσταλμένη της νύμφης του, ο μπαρμπα-Νίκας ευρίσκετο εις την τρίτην επίσκεψίν του εις το καπηλείον. Είχε κατέλθει άπαξ, λίαν πρωί, διά ν’αγοράσει κάρβουνα. Ο μικρός παντοπώλης του εζύγισε μίαν οκάν κάρβουνα. Ο μπαρμπα-Νίκας διέταξε εν τω μεταξύ να του βάλει το σύνηθες πρωινόν του ρώμι. Ο κάπηλος του έβαλε το ρώμι. Ο μπαρμπα-Νίκας το έπιε, και συγχρόνως ήναψε το σιγάρον του. Είτα τον διέταξε να του βάλει έν δεύτερον ρώμι, «το ταχτικό του». Ο κάπηλος του έβαλεν. Ο φύλαξ της επιστασίας το έπιεν, έλαβε το δοχείον με τα κάρβουνα, ανήλθεν εις την οικίαν του προϊσταμένου του, ήναψε φωτιάν, διά να ψήσει τον πρωινόν καφέν του προϊσταμένου του. Είτα κατήλθεν εις το μικρόν παντοπωλείον διά να αγοράσει ζάχαριν. Ο μικροκάπηλος του έβαλε την ζάχαριν. Είτα ο μπαρμπα-Νίκας είπε: «Για, βάλε μου ακόμη ένα ρώμι». Ο κάπηλος του έβαλε το ρώμι. Ο μπαρμπα-Νίκας το έπιεν, είτα έστριψε το σιγάρον του, και διέταξεν ακόμη ένα ρώμι.«Αυτό θα τραβήξω ακόμη, είπεν· είναι γιατρικό». Το έπιε, και είπεν εις τον κάπηλον να περάσει τα τέσσαρα ρώμια εις τα οψώνια του προϊσταμένου του.

   Μετά μίαν ώραν, ο προϊστάμενος ενίφθη, ενεδύθη, εκάπνισε τέσσαρα τσιγάρα, του επέρασε το μαχμουρλίκι, και απήλθεν εις το καφενείον διά να πίει τον δεύτερον καφέν. Μόλις ο προϊστάμενος έκαμψε την πρώτην γωνίαν του παραθαλασσίου δρόμου, και ο μπαρμπα-Νίκας έδειξε την κόκκινην μούρην του, με τους μεγάλους μύστακας και τον μεγάλον κούκον τον οποίον εφόρει, υπεράνω του πτερυγίου του εξώστου. Κατέβη εις το μικρόν καπηλείον διά να οψωνίσει διά το μεσημβρινόν γεύμα του προϊσταμένου του. Είπεν εις τον κάπηλον να του βάλει λάδι και βούτυρον και ρύζι. Ο κάπηλος του τα ητοίμασεν. Ο μπαρμπα-Νίκας διέταξε να του βάλει ένα ρώμι, «το δυναμωτικό του», και ο κάπηλος του το έβαλε. Είτα εστρώθη εις το καπηλείον, εκάπνισεν αργά το τσιγάρον του, και διέταξε να του βάλει «το ούλτιμο». Ο κάπηλος του το έβαλεν. Ο μπαρμπα-Νίκας το ερρόφησε. Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν η γυνή την οποίαν είχε στείλει η νύμφη του, η θυγάτηρ της Σκεύως. Η γυνή τον εκάλεσεν έξω της θύρας και του ωμίλησεν:

-        Εγώ δεν αδειάζω ούτε ίσα με το καπηλειό να κατεβώ, απήντησεν ο μπαρμπα-Νίκας· πες της συμπεθέρας πολλά χαιρετίσματα, αν αγαπά, ας κοπιάσει εκείνη να μου πει τι θέλει· γιατί εγώ μαγειρεύω του αφεντικού, και δεν αδειάζω ούτε στο καπηλειό να κατεβώ, να πιω κι εγώ ένα ρούμι.

   Η γυνή απήλθεν.

   Ο μπαρμπα-Νίκας επανήλθεν εις το καπηλείον και διέταξε τον κάπηλον να του βάλει «το κόντρα ούλτιμο». Το έπιεν, είπεν εις τον κάπηλον να περάσει τα τρία ρούμια εις τα οψώνια του αφεντικού, και λαβών τα οψώνια ανήλθεν εις την οικίαν.

 

 

   Αποτέλεσμα της συνεντεύξεως της Σκεύως και του Νίκα, ήτις συνέβη επί του εξώστου της οικίας του επιστάτου, ήτο ότι ο μπαρμπα-Νίκας συνεκινήθη μέχρι δακρύων εις την απίστευτον ανακοίνωσιν, την οποίαν του έκαμεν η γραία συμπεθέρα του. Ο μπαρμπα-Νίκας ήτο αγαθός τα άλλα άνθρωπος, και έν μόνον ελάττωμα είχεν ότι, ενώ ο προϊστάμενος τού είχεν άδειαν να περνά μόνον τρία ή τέσσαρα το πολύ ρώμια την ημέραν εις τον λογαριασμόν των οψωνίων του επιστάτου, αυτός επέρνα συνήθως το διπλάσιον, ενίοτε και παραπάνω.

   Ο μπαρμπα-Νίκας διεμαρτυρήθη ασθενώς κατά του παραδόξου σχεδίου της Σκεύως, είτα ενέδωκεν, υπεσχέθη την εγκάρδιον συνδρομήν του και την απέπεμψε.

   Μετά την αναχώρησιν της Σκεύως, ο μπαρμπα-Νίκας, στενοχωρημένος, κατέβη εις το καπηλείον, σπογγίζων τους υγρούς οφθαλμούς του, ήναψεν έν τσιγάρον, και διέταξε τον κάπηλον να του βάλει «το πρίμο σεγκόντο».

   Την μεσημβρίαν, όταν έφθασεν ο επιστάτης από το καφενείον, όπου είχε παίξει τρεις ρωσικές πρέφες και δύο πικέτα, και είχε συζητήσει επί δύο ώρας πολιτικά, ο μπαρμπα-Νίκας, όστις εξηκολούθει να είναι συγκεκινημένος ακόμη από την μετά της Σκεύως συνέντευξιν, και όστις δεν είχε καταβεί πλέον εις το καπηλείον, αφότου έπιε το «πρίμο σεγκόντο», έστρωσε την τράπεζαν εις τον προϊστάμενόν του, τον υπηρέρησε με έκτακτον προθυμίαν και περιποίησιν, τον αφήκε να φάγει, και εις τα επιδόρπια, αφού ο κ. Ρώνυμος έφαγε τρία τεμάχια εκλεκτού ροδακίνου και έπιε δύο ποτήρια ευώδους μοσχάτου, ο μπαρμπα-Νίκας έφερε τρεις γύρες περί την τράπεζαν, και είτα ήρχιζε να προοιμιάζεται εις τον προϊστάμενόν του διά μίαν μικράν υπόθεσιν.

   Αυτός απαιτήσεις πολλάς δεν είχε. Δεν ήτον ωσάν μερικούς άλλους οπού δεν αφήνουν ησύχους τους προστάτας των, με τας ατελειώτους απαιτήσεις, τας οποίας παρουσιάζουν. Περιπλέον ήξευρε να γνωρίζει χάριν εις τον ευεργέτην του. Δεν ωμοίαζε με άλλους, οπού γίνονται γη να τους πατείς ενόσω έχουν την ανάγκην σου, κι ύστερα, όταν τους παρακαλέσεις για ασπρού πράμα, «πού σ’ είδα, πού σε ξέρω». Αυτός ήξευρε να διατηρεί την ευγνωμοσύνην προς τον καλοθελητήν του εφ’ όρου ζωής του. Ένας πτωχός συγγενής του του είχε φορτωθεί –μα είναι αλήθεια και αξιολύπητος –ο μπαρμπα-Σταμούλης ο Καρδαράκης, έτσι τον λένε. Ημπορεί να μην είναι και δύσκολο αυτό που ζητεί, μα εις αυτόν, αλήθεια, φαίνεται μεγάλο πράμα. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τον κύριον επιστάτην τον παραφορτώνονται πολλοί, με πολλάς και μεγάλας απαιτήσεις. Ας είναι. Λαμβάνει κι αυτός το θάρρος να τον παρακαλέσει να του κάμει την χάριν να τον βάλει αυτόν τον συγγενή του, τον Σταμούλην Καρδαράκην, βαρδιάνον εις ένα από τα καράβια που είναι στην καραντίνα, και που έρχονται καθημερινώς. Θα το γνωρίζει μεγάλην χάριν του κυρ επιστάτη. Ημπορεί μάλιστα, αν δεν υπάρχει κατά το παρόν άλλη θέσις, να τον συστήσει να μβει βαρδιάνος, να τον βάλει βαρδιάνον, εις αυτό το μεγάλο καράβι που ήρθε χθες, που είναι και ντόπιοι άρρωστοι από χολέρα, καθώς λέγουν, ένας Σταύρος του Γιαλή, γυιος της Σκεύως, ο λοστρόμος του καραβιού και άλλοι, απάνω εις το καράβι. Ημπορεί ο κύριος επιστάτης, εκ συμφώνου με τον λιμενάρχην και με τον υγειονόμον, να υποχρεώσουν τον πλοίαρχον αυτού του καραβιού να πάρει και δεύτερον βαρδιάνον, σιμά εις τον πρώτον που πήρε, ως μεγάλο παρτίδο που είναι. Και άλλα καράβια επήραν βαρδιάνους διπλούς. Και αν δεν γίνεται πάλιν εις το ίδιο καράβι, να πάει δεύτερος, ας πάει σ’ ένα άλλο καράβι, απ’ αυτά που ήρθαν και έρχονται καθημερινώς. Αυτό ήθελε να παρακαλέσει τον κύριον επιστάτην. Αυτός δεν θα είχε το θάρρος ποτέ. Μα αυτός ο συγγενής του, εκείνος του επαραφορτώθη. Το σωστόν είναι ότι είναι πτωχός άνθρωπος και είναι αξιολύπητος. Σταμούλη Καρδαράκη, έτσι τον λένε.

   Ο κ. Ρώνυμος, ανακεκλιμένος επί του καναπέ, κατά το ήμισυ ήκουε τον υπάλληλόν του και κατά το ήμισυ ερρέμβαζεν ή εκοιμάτο. Τέλος του απήντησε:

-        Πώς μπόρεσες να πεις τόσα πολλά λόγια διά τόσον μικράν υπόθεσιν, μπαρμπα-Νίκα;… Εσύ άλλοτε δεν συνηθίζεις να λες τόσα πολλά λόγια…

-        Αλήθεια, απήντησεν ο μπαρμπα-Νίκας… μα κι εγώ δεν το είχα σκοπό… Αυτός ο συμπέθερός μου, ο Σταμούλης ο Καρδαράκης…

-        Ας είναι, υπέλαβεν ο επιστάτης. Φέρε τον το βράδυ εις το λιμεναρχείον, και θα ιδούμε…

   Ο μπαρμπα-Νίκας ευχαρίστησε κι εξήλθε.

 

 Την εσπέραν της αυτής ημέρας, ήτις ήτο η 17 Αυγούστου, βραχύσωμον γερόντιον παρουσιάσθη ενώπιον του κυρ υγειονόμου, του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, και του λιμενάρχου οίτινες είχον συνέλθει εις συμβούλιον εν τω λιμεναρχείω. Εις τον προθάλαμον ευρίσκοντο πέντε ή έξ άλλοι γηραιοί, πρώην ναύται, οίτινες επερίμεναν να μάθωσιν αν έγινε δεκτή η προσφορά των. Ήσαν όλοι υποψήφιοι φύλακες των υπό κάθαρσιν πλοίων, βαρδιάνοι. Δεν εβράδυναν δε να μάθωσιν ότι ήσαν δεκτοί.

   Το γερόντιον, περί ου <ο> λόγος, εφαίνετο προστατευόμενον από τον φύλακα του λοιμοκαθαρτηρίου, τον μπαρμπα-Νίκαν, όστις, χωρίς να παρίσταται συνεχώς, χωρίς να φαίνεται συνοδεύων, εισήρχετο, εξήρχετο, επλησίαζεν εις την θύραν του θαλάμου όπου συνεδρίαζον οι τρεις δημόσιοι λειτουργοί, έβαινε πλησίον του γεροντίου, έκυπτεν εις το ους αυτού, έλεγε δύο λέξεις και απεσύρετο.

   Τέλος εδόθη διαταγή να εισαχθώσιν οι περιμένοντες. Οι έξ γέροντες πρώην ναυτικοί επλησίασαν ο είς μετά τον άλλον εις την θύραν του ιδιαιτέρου γραφείου, έβγαλαν τους κούκους των, τα κασκέτα, ή τα χονδρά σκιάδιά των, είπεν έκαστος το όνομά του, ενεγράφη εις το βιβλίον των υπό κάθαρσιν πλοίων καθώς και εις το ιδιαίτερον βιβλίον των φυλάκων της καθάρσεως, έλαβε μικράν προκαταβολήν απέναντι του μισθού ον θα ελάμβανε ως βαρδιάνος, και απεσύρθη. Τελευταίος εδόθη διαταγή να εισαχθεί ο μικρός γέρων, τον οποίον εφαίνετο ότι επροστάτευεν ο μπαρμπα-Νίκας.

   Το γερόντιον είχε ρυτίδας εις το πρόσωπον και ήτο σπανόν. Εφόρει πλατείαν βράκαν, γελέκον και τσάκαν από ξεθωριασμένον βελούδον. Εφαίνετο ως ζων αναχρονισμός μεταξύ των άλλων ναυτικών, οίτινες εφόρουν συνήθως τας καθημερινάς στενά αμπαδίτικα. Εσηκώθη μετά διστακτικού βήματος, και επλησίασεν εις την θύραν του εσωτερικού γραφείου. Ο μπαρμπα-Νίκας τον συνώδευεν εγγύς εκ των όπισθεν.

    -  Ποιος είν’ αυτός πάλι; είπεν ο λιμενάρχης με δύσπιστον βλέμμα. Πρώτην φοράν τον βλέπω. Δεν μου φαίνεται για θαλασσινός.

-        Α! εσύ είσαι, μπαρμπα-Σταμάτη Γυρατσίνη! ανέκραξεν ο υγειονόμος, άμα

ιδών το γερόντιον.

-         Εγώ είμαι, κυρ υγειονόμε, απήντησε μετ’ αποφάσεως το γερόντιον.

    -    Δεν μου τον είπες Σταμάτη Γυρατσίνη, μπαρμπα-Νίκα, είπεν αποτεινόμενος προς τον υπάλληλον ο επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου. Κάπως αλλοιώς μου τον είπες.

    -    Ναι…ναι… Σταμάτης Γυρατσίνης ήθελα να πω, κύριε επιστάτη, είπε τραυλίζων ο μπαρμπα-Νίκας· δε θυμόμουν καλά το όνομα.

   Ο επιστάτης επαραξενεύθη.

    -    Τι συγγενής σου είναι αυτός, οπού δε θυμάσαι το όνομά του; είπε μετά μικρού καγχασμού.

   Ο μπαρμπα-Νίκας ήρχισε να ξύει εν αμηχανία το κρανίον του. Είχε κοιμηθεί δύο ώρας μετά το δειλινόν, και όταν εσηκώθη, είχε πίει μόνον ένα ρώμι. Ήτο σχετικώς νηφάλιος.

   Αίφνης το βλέμμα του έλαμψεν εκ νοημοσύνης. Έκυψε προς επιστάτην και του είπε:

    -   Τον λένε και Καρδαράκη… μα είναι το παρατσούκλι, και δεν το δέχεται ο ίδιος… το καθ’ αυτό του είναι Σταμάτης Γυρατσίνης.

-        Α! έκαμεν ο επιστάτης, όστις επείσθη εντελώς.

   Εν τω μεταξύ ο υγειονόμος απηύθυνεν εκ νέου τον λόγον προς τον μικρόσωμον γέροντα:

-        Και τι γίνεσαι, Γυρατσίνη;… γεράσαμε, μπρμπα-Σταμάτη, γεράσαμε…

-        Γεράσαμε, κύριε υγειονόμε, ετραύλισε το γερόντιον.

   Ο υγειονόμος ήτο αγαθός γέρων, υπερεβδομηκοντούτης, πρώην συνταξιούχος, και τώρα είχεν επανέλθει εκτάκτως εις την υπηρεσίαν, ένεκα της περιστάσεως. Τα χωριστά υγειονομεία είχον καταργηθεί χάριν οικονομίας, σχεδόν πανταχού του Κράτους, συγχωνευθέντα αλλαχού με τας λιμενικάς και αλλαχού με τας τελωνειακάς αρχάς. Ένεκα της χολέρας, ου μόνον διωρίσθη επιστάτης του λοιμοκαθαρτηρίου, αλλ’ ανεσυστήθη και το υγειονομείον του τόπου, και διωρίσθη έκτακτος υγειονόμος, άλλος παρά τον υγειονομικόν ιατρόν, ο τέως συνταξιούχος, λαμβάνων την σύνταξίν του και μικρόν επιμίσθιον.

   Επί Όθωνος, και πριν ακόμη, από της εποχής του Κυβερνήτου, είχε διατελέσει ο ίδιος υγειονόμος εις το αυτό μέρος, εντελώς αμετάθετος σχεδόν, επί τριακονταετίαν. Εγνώριζεν όλους τους κατοίκους της πολίχνης, και μάλιστα τους ομήλικας με αυτόν· μόνον ότι δεν ενθυμείτο πλέον τίνες έζων ακόμη και τίνες είχον αποθάνει. Εις τα χάσματα ταύτα της μνήμης συνετέλεσαν και αι μικραί διατριβαί τας οποίας είχε κάμει εσχάτως εις τας Αθήνας, χάριν της συντάξεώς του και του βαθμού του. Διότι προς τοις άλλοις ήτο υπολοχαγός της φάλαγγος των Αγωνιστών. Αλλ’ επειδή ήτο γέρων και έπασχε την όρασιν, εξέλαβε τον Σταμούλην Καρδαράκην ως Σταμάτην Γυρατσίνην. Ο τελευταίος ήτο αποθαμένος προ πολλού, αλλ’ ο γέρων υγειονόμος τον ενόμιζε ζώντα. Ο δε Σταμούλης Καρδαράκης είχεν, ως φαίνεται, συμφέρον να μη εξαγάγει τον υγειονόμον εκ της απάτης· πράγματι, εκείνος τον οποίον ο μπαρμπα-Νίκας είχε συστήσει εις τον προϊστάμενόν του ως Σταμούλην Καρδαράκην, εδέχθη το χηρεύον όνομα το δοθέν αυτώ υπό του υγειονόμου ως αίσιον και από Θεού σταλμένον, και δεν θα το ήλλαζε με όλα τα ονόματα του κόσμου, ούτε με το ιδικόν του. Τα λοιπά διεξήχθησαν μετά σχετικής ευκολίας. Μόνος ο λιμενάρχης, γηραιός πλωτάρχης του Β. ναυτικού, εφαίνετο έχων υποψίας. Εκοίταζε δυσπίστως το γερόντιον, κι έλεγεν: Αυτός μοιάζει σαν γριά ζαρωμένη. Μετά τινας άλλας διατυπώσεις εδόθη το χαρτί του διορισμού εις τον Σταμάτην Γυρατσίνην, ενεχειρίσθη αυτώ προκαταβολή εκ δύο ταλήρων, και ο νεωστί διορισθείς βαρδιάνος διετάχθη να είναι εις την θέσιν του, εντός της ημέρας της επαύριον.

 

 

   Πράγματι ο Σταμάτης Γυρατσίνης ή Καρδαράκης επεθύμει να φθάσει εις την καραντίναν «σύνταχα το πρωί», νύκτα ακόμη, ει δυνατόν περί τα χαράγματα. Αλλ’ επειδή τούτο δεν ήτο εύκολον, καθόσον οι λεμβούχοι δεν ηδύναντο να έχωσι πράγματα, τα οποία θα μετέφερον έτοιμα, προ της ανατολής του ηλίου, διά τούτο το μυστηριώδες υποκείμενον εκρύβη δι’ όλης της ημέρας εις την φωλεάν του ή εις την οικίαν του – διότι δεν ηγάπα, φαίνεται, το φως – και μόνον την εσπέραν, περί την δύσιν του ηλίου, επεβιβάσθη εις την βάρκαν του Αλέξη.  

   Τον Αλέξην το Παποράκι τον είχε συμφωνήσει διά την μεταφοράν του νεωστί διορισθέντος βαρδιάνου εις την ερημόνησον ο πρόθυμος μπαρμπα-Νίκας, αφού είχε πίει μαζί του δύο «δυναμωτικά», ένα «ταχτικό», το «ούλτιμο», και το «πρίμο σεγκόντο». Με την διπλωματίαν δε των φρονίμων ανθρώπων, οίτινες σπεύδουν να εκμυστηρευθώσι και πωλήσωσιν εμπιστοσύνην εκεί όπου προβλέπουν ότι δεν θα περάσει η ψευτιά, απεφάσισε να διηγηθεί τα πράγματα εις τον πορθμέα. Ο Αλέξης το Παποράκι βεβαίως δεν θα εξελάμβανε τον Καρδαράκην ως Γυρατσίνην· ακόμη ολιγώτερον ηδύνατο να εκλάβει την Σκεύω την Σαβουρόκοφαν ως μπαρμπα-Σταμούλην Καρδαράκην, και διά τούτο ο μπαρμπα-Νίκας επροτίμησε να διηγηθεί όλην την αλήθειαν εις τον Αλέξην.

   Ο Αλέξης το Παποράκι έκαμε τον σταυρόν του ανάποδα, τον έκαμε με το ζερβί το χέρι, και τέλος το εχώνευσεν. Επί τέλους τι τον έμελεν αυτόν; Ήθελεν η θεια-Σκεύω να υπάγει βαρδιάνος εις τα καράβια τα σπόρκα, ας επήγαινεν. Αυτός θα την μετέφερεν εις την ερημόνησον, θα την εξεμβαρκάριζεν εις τον κάβον, και ας έκαμνε καλά.

   Τρέλα γυναικεία ήτον και αυτό, καθώς τόσαι άλλαι. Της είχε καρφωθεί εις τον νουν, και δεν ηδύνατο να ησυχάσει, πριν φθάσει εις την καραντίναν και εύρει τον υιόν της. Είδησιν περί αυτού, τι εγίνετο, δεν ημπόρεσε να λάβει ούτε από τον Αλέξην, ούτε από άλλον βαρκάρην, ούτε από αυτήν την υγειονομικήν υπηρεσίαν διά μέσου του Νίκα.

   Αυτή θα επήγαινεν εις την καραντίναν, εις τα καράβια τα σπόρκα. Αν έζη ο υιός της, θα τον εύρισκε. Αν ήτον διά ζωήν, αυτή θα τον υπηρέτει, αυτή, και όχι άλλος θα τον ενοσήλευε. Θα εβοηθούσε το έργον της θείας Προνοίας, αν ήτον από Θεού να ζήσει. Την χολέραν αυτή δεν την εφοβείτο. Είχεν υποφέρει ήδη άπαξ όχι πολύ βαρέως από χολέραν, και είχε γλυτώσει, νέα ακόμη, τω 1848, όταν η φοβερά νόσος ενέσκηψεν εις την μικράν παραθαλάσσιον πολίχνην. Επί τέλους, ας εκολλούσε την χολέραν, δεν την έμελεν. Ας εζούσε το παιδάκι της, και ας απέθνησκεν αυτή. Αν ήτο πάλιν διά θάνατον, Θεός να το φυλάει, το παιδί της, τότε θα το έβλεπε, θ’ απέθαινε στα χέρια της, δεν θα είχε παράπονο. Φθάνει μόνον να τον επρόφθανε ζωντανόν, και δεν θα το είχε παράπονο. Τέλος απεφάσισε να κάμει το παράτολμον τούτο διάβημα, και τα πράγματα ήρχοντο ευνοϊκά έως τώρα. Η καρδιά της ήτον ζεστή. Μόνον εκρύωσε κάπως, όταν έφθασεν εις την ερημόνησον, και ηύρε τον Γιάννην τον Μπρίκον τον γείτονά της. Κατ’ αρχάς εχάρη όταν τον είδε. Μόνον πόσον άτυχα της εφάνη όταν εκείνος δεν ήξευρεν, ως έλεγε, τι γίνεται ο υιός της, ο Σταύρος της. Αυτό δεν ήτο καλόν σημείον. Ή έλεγε την αλήθειαν, και αυτό δεν ήτο παρήγορον, ούτε καθησυχαστικόν, ή είχεν αποθάνει ο Σταύρος και δεν ήθελε να το μαρτυρήσει.

 

 

   Εις το πέραμα το μεταξύ των τριών κάβων, από τον έξω κάβον έως τον μέσα κάβον του Αγίου Φλώρου, και από τον μέσα κάβον έως τον Λαλαριάν, ο Γιάννης ο Μπρίκος ετραβούσε τα κωπία, καθήμενος στα κάργα, και ελιανοτραγουδούσε μέσα του παλαιά ναυτικά τραγούδια. Δεν ηρώτησεν ούτε μίαν λέξιν διά την γυναίκα του την Γαρουφαλιά, μετά τα τυπικά χαιρετίσματα, τα οποία του είχεν ειπεί η θεια-Σκεύω. Δεν τον έμελεν αν κόσμος υπέφερε γύρω του ή απέθνησκεν, αν έπασχεν εκ χολέρας ή εκ πείνης ή εξ άλλων δεινών. Αυτός ετραγουδούσε τους παλαιούς σκοπούς του.

   Η θεια-Σκεύω, διά να τον ευχαριστήσει, ήρχισε να του διηγήται πώς η γυναίκα του είχε τρομάξει άμα έμαθεν ότι αυτός είχε σπορκαρισθεί, πώς υπώπτευε και εφοβείτο μη πάθει κακόν, και πώς αυτή, η Σκεύω, επήγεν εις την οικίαν της διά να της δώσει θάρρος, ειπούσα μάλιστα αυτή ότι ο άνδρας της, ο Γιάννης, και ο Σταύρος, ο υιός αυτής, της Σκεύως, θα ήσαν μαζί εις την καραντίνα…

-   Βέβαια, θα έβαλε τες φωνές κι εμάζωξε τον κόσμο πάλι!… ανέκραξεν ο Γιάννης ο Μπρίκος, όστις ενθυμείτο ίσως και άλλην παραπλησίαν περίστασιν. Ήτον ανάγκη, κατάλαβες, να φωνάξει, για να την ακούσουν πως ο άνδρας της εσπορκαρίστηκε κι έμεινε στην καραντίνα. Δεν πάει να κουρεύεται;

   Η θεια-Σκεύω εδάγκασε την γλώσσαν της κι εκοίταξεν έμφοβος τον πορθμέα. Δεν είχεν υπολογίσει ότι η διήγησίς της ήτο πιθανόν να εξοργίσει τον Γιάννην.

    -   Εσείς οι γυναίκες, κατάλαβες, με συμπαθάς να σου πω, θεια-Σκεύω, δεν έχετε κουκούτσι μυαλό! Πώς δεν εμπαρκάρισε κι αυτή να ’ρθει να μ’ ευρεί, καθώς εμπαρκάρισες τουλόγου σου κι ήρθες να βρεις το γυιο σου! Πώς δεν εφόρεσε κι αυτή ανδρίκεια , καθώς τουλόγου σου! Τότε πια θα είχαμε δυο χαρές… και τρεις τρομάρες. Τώρα τα έχουμε μεριά, τότε θα τα εκάναμε σωστό φόρτωμα.

-        Φόρτωμα σας είναι οι γυναίκες σας! είπε με τόνον μομφής η θεια-Σκεύω.

-        Φόρτωμα! σωστό φόρτωμα! απήντησεν ο Γιάννης ο Μπρίκος. Δεν είναι άλλο

 χειρότερο φόρτωμα, χειρότερο πανωσάμαρο, απ’ τις γυναίκες. Τουλόγου σου πάλι, τι σου ήρθε, να ’χουμε καλό ρώτημα, θεια-Σκεύω, να φορέσεις τις βράκες του σχωρεμένου του μπαρμπα-Γιαλή, και να κοπιάσεις στην καραντίνα, να περάσεις για βαρδιάνος στα σπόρκα;

   Η θεια-Σκεύω απήντησε με τόνον δεικνύντα ότι η συζήτησις ήτο οχληρά δι’ αυτήν.

-        Καθεμιά χριστιανή, αυτή μοναχή ξέρει τον πόνο της…

    -   Και τι θα κάμεις τουλόγου σου τώρα με την καραντίνα; Εδώ καράβια χάνονται, θεια-Σκεύω.

    -   Θυμήθηκες συ γείτονας να πεις, θυμηθήκατε κανένας από σας τους πατριώτες, να μου στείλετε ένα μαντάτο, να μάθω τι γένεται ο Σταύρος;

    -   Και ποιος ξέρει εδώ τι γίνεται ο άλλος, θεια-Σκεύω; Εδώ είναι ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες κόσμος… Κοίταξε πόσα καράβια!

   Ο Γιάννης εδείκνυε την σειράν των έξ επτά μεγάλων πλοίων τα οποία είχον φθάσει από δύο ημερών, και ήσαν ηγκυροβολημένα εις απόστασιν πολλών οργυιών από της ακτής, δεξιόθεν της πλεούσης με την πρώραν προς μεσημβρίαν φελούκας. Η Σκεύω τα είδεν όλα τα καράβια τα οποία της εδείκνυεν ο Γιάννης και της εφάνησαν πολλά, πάμπολλα, παραπάνω από εκατόν.

   Αριστερόθεν, κατά μήκος της ακτής, ήσαν αραδιασμένα εικοσιπέντε ή τριάντα μικροκάικα διαφόρου σκαριού και αρματωσιάς· γολετιά, βρατσέρες, τρεχαντήρια, κότερα, τσερνίκια, τράτες, σκαμπαβίες και βάρκες. Η Σκεύω τα είδε, και της εφάνησαν πολλά, αμέτρητα, παραπάνω από πεντακόσια. Η σελήνη αρτίως ανατείλασα εμοίραζε το φως της μεταξύ της υψηλοτέρας συνδέδρου κορυφής της ερημονήσου και του φωσφορίζοντος και φλοισβίζοντος από την ελαφράν αύραν κύματος, έρριπτεν αφθόνους τας ακτίνας της επί των στιλβόντων εξαρτίων των μεγάλων πλοίων, και άφηνεν εις την σκιάν, υπό την σκοτεινήν ακτήν, την μακράν σειράν των μικρών πλοίων. Φώτά τινα έλαμπον τήδε κακείσε επί των πλοίων. Ηρεμία και σιωπή, εκτός αραιών τινων φωνών, επεκράτει επί των πλοίων, συγκεχυμένη δε βοή ηγείρετο από του εδάφους της μικράς νήσου. Η φελούκα είχε φθάσει ήδη αντικρύ εις τον Λαλαριάν, μεγάλην ίσαλον πεδιάδα πλήρη χονδρών και στιλπνών χαλίκων, εφ’ ων το φέγγος της σελήνης πίπτον προσέδιδε γλυκείαν μελαγχολικήν όψιν.

   Πλησίον εκεί επί της αυτής πεδιάδος, εκεί όθεν ήρχιζε το χόρτον να φύεται, και θάμνοι να έρπωσιν, από τον Λαλαριάν και άνω, εφαίνοντο πέντε ή έξ πρόχειροι σκηναί, με παλαιά καραβόπανα, με κώπας και με κοντάρια κατασκευασθείσαι. Φώτα έλαμπον εις το αυτό μέρος. Εκεί είχον εύρει προσωρινήν στέγην επί της ξηράς οκτώ ή δέκα οικογένειαι, αι πρώται ελθούσαι από δύο ή τριών ημερών. Διότι δεν είχε γίνει ακόμη η μεγάλη συρροή, ήτις ήρχισε μετά τρεις ή τέσσαρας ημέρας. Και ο Γιάννης ο Μπρίκος ωμίλει περί χιλιάδων κόσμου, ως να προέλεγε το μετ’ ολίγον μέλλον, διότι πράγματι επεριμένοντο πάμπολλα πλοία να καταπλεύσωσι μετ’ ου πολύ και μέγα θα ήτο το πλήθος των ταξιδιωτών όσους θα έφερον ταύτα.

   Ου μακράν του Λαλαριά ελθούσα ηγκυροβόλησεν η φελούκα του Γιάννη του Μπρίκου. Ο βαρκάρης εθαλάσσωσεν ο ίδιος, έσυρε την φελούκαν ολίγας σπιθαμάς προς την άμμον. Η γραία Σκεύω, ως να ενθυμήθη τα νιάτα της, εσηκώθη, επήδησεν ελαφρά εις την άμμον, έβρεξεν ολίγον τα πασουμάκια της εις το κύμα, έκαμε το σημείον του σταυρού και είπε: «Πάντα κατευόδιο!»

 

 

   Την πρωίαν της ημέρας εκείνης, ήτις ήτο η 18η Αυγούστου, ημέρα Τετάρτη της εβδομάδος, μνήμη των Αγίων μαρτύρων Φλώρου και Λαύρου, περί το λυκαυγές, όταν ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής εξύπνησε και κατέβη εις τον ευκτήριον οίκον διά να ψάλει τον όρθρον (δεν υπήρχε ναΐσκος εις το μικρόν μετόχιον, αλλά μόνον ευκτήριος οίκος, άνευ θυσιαστηρίου και καταπετάσματος), ενθυμήθη την ημέραν και παρεκάλεσεν, ως είπομεν, τους δύο Αγίους να ελευθερώσωσι τον κόσμον από την χολέραν, ελευθερώνοντες αυτόν από τους χολεριασμένους· όπως τον παλαιόν καιρόν είχον ελευθερώσει τον κόσμον από την νοητήν χολέραν, την ειδωλολατρίαν, αρχιτέκτονες όντες, και λαβόντες παραγγελίαν από τον ηγεμόνα να κτίσωσι ναόν ειδωλολατρικόν, κρημνίσαντες δε κάτω τα είδωλα, και αναστηλώσαντες την λατρείαν του Χριστού, ψάλλοντες άμα: «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, αποστόλων καύχημα, μαρτύρων αγαλλίαμα…» Ο πάτερ Νικόδημος ανέγνωσε τον όρθρον κατά τον ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, διά του κομβοσχοινίου και της επ’ άπειρον επαναλήψεως του «Κύριε Ιησού Χριστέ». Διά τούτο δεν ήνοιξε καν το Ωρολόγιον διά να ιδεί τίνος Αγίου μνήμη ήτο. Ωρολόγιον είχε τον νουν του, και τούτο ήρκει. Ωροσκόπιον είχε τον έναστρον ουρανόν, με την Πούλιαν, τον Πήχυν, το άστρον του Βορρά και τους τόσους αστερισμούς του. Παρακλητικήν και Μηναίον είχε το κομβοσχοίνι του. Οι γονείς του δεν τον είχον στείλει εις τον διδάσκαλον, όταν ήτο παιδίον. Είχεν ανατραφεί εις το βουνόν. Είχεν αυξήσει εις τας βραχώδεις ακρωρείας όπου ωδήγει τας αίγας του, και ετελείωνε τας ημέρας του εις την ερημόνησον.

   Την προτεραίαν της ημέρας εκείνης (διότι η διήγησίς μας κινδυνεύει ίσως να γίνει πρωθύστερος, και υπεπέσομεν εις ανακριβείας τινάς και χρονολογικάς αντιφάσεις, εφ’ ω επικαλούμεθα την επιείκειαν των αναγνωστών) είχε φθάσει από την πολίχνην και ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης με όλους τους μαστόρους του. Η ξυλική είχε κομισθεί την προ αυτής εσπέραν, έξ ή επτά βαρκαδιές, με τας συνήθεις φελούκας. Ο αρχιτέκτων έφθασε την πρωίαν και ήρχισε μετά ζέσεως την εργασίαν του. Ήτο δε ανυπόμονος να τελειώσει τα παραπήγματα, ει δυνατόν, εντός της ημέρας. Είχεν υποχρεωθεί διά του συμβολαίου, του συνταχθέντος ευθύς μετά την δημοπρασίαν, και διά των όρων αυτών της προκηρύξεως, να κατασκευάσει τριάντα μεγάλα παραπήγματα και πενήντα μικρότερα προς στέγασιν των υπό κάθαρσιν ταξιδιωτών.

   Την εσπέραν της 18ης Αυγούστου περί την ενάτην ώραν, είχε φθάσει και η Σκεύω εις την καραντίναν. Η ταλαίπωρος γραία, πριν αποφασίσει να βάλει εις πράξιν το παράβολον διάβημά της, είχε προσπαθήσει διά του μπαρμπα-Νίκα (και τούτο ήτο το πρώτον αίτημά της το οποίον υπέβαλεν εις την μετ’ αυτού συνέντευξιν) να κατορθώσει αν ήτο δυνατόν να την παραλάβωσιν οι λεμβουχοι οι εκτελούντες τα καθημερινά ταξίδια εις την ερημόνησον, διά να την ρίψωσιν απλώς επάνω εις τον κάβον του Αγίου Φλώρου, και αυτή ευχαρίστως θα εδέχετο να σπορκαρισθεί ομού με τόσους άλλους χριστιανούς. Αλλ’ είχε μάθει ότι το πράγμα ήτο αδύνατον. Αυστηρά απαγόρευσις ήτο να μη πλησιάζει τις, εκτός των λεμβούχων και των εχόντων ειδικήν άδειαν, εις την επιχόλερον νήσον. Εις το ύψος του κάβου του Αγίου Φλώρου, είχεν ιδρυθεί την πρωίαν της Τρίτης, 17 Αυγούστου, στρατιωτικός σταθμός, ενισχυθείς δι’ αποσπάσματος αρτίως σταλέντος εκ Χαλκίδος. Το απόσπασμα συνίστατο εξ ενός ενωμοτάρχου, τριών χωροφυλάκων, ενός δεκανέως και εννέα οπλιτών του πεζικού.

   Μέρος του αποσπάσματος εστάθμευε διαρκώς επί του λόφου, του υπερκειμένου της απωτέρας ακτής εφ’ ης απεβίβαζον τα εμπορεύματα οι λεμβούχοι, και όταν προσήγγιζε πλοίον μη έχον ειδικήν άδειαν, ή άτομον περί του οποίου δεν είχεν γνώσιν ο σταθμάρχης, πάραυτα μία φωνή «Στοπ», εξερχομένη αποκάτω από τα πεύκα, όπου είχον ιδρύσει το στρατόπεδόν των οι άνδρες του στρατού, ηκούετο παγώνουσα το αίμα του πλέον τολμητίου. Την εσπέραν εκείνην, ο σταθμάρχης είχε μετρήσει από της πρωίας υψηλά από την σκοπιάν του έξ αποβιβασθέντας επί της ερημονήσου, και οδηγηθέντας εις το εσωτερικόν του προσωρινού λοιμοκαθαρτηρίου. Το έγγραφον το οποίον είχε λάβει το πρωί από το υγειονομείον εμνημόνευεν επτά νέους βαρδιάνους στρατολογηθέντας χθες, και μέλλοντας να φθάσωσιν εντός της σήμερον εις την επιχόλερον νήσον· ο ενωμοτάρχης είχε μετρήσει από το πρωί έξ, και ηπόρει πώς εβράδυνε ο άλλος. Τέλος έφθασε περί λύχνων αφάς, εις το τελευταίον ταξίδιόν του, ο Αλέξης το Παποράκι.

   Ο Αλέξης τα είχε καλά με τους στρατιώτας, διότι δεν παρέλειπε ποτέ να τους φέρει καπνόν και ρώμι. Ουχ ήττον άμα επλησίασεν εις την ξηράν, δεν ελησμόνησε

διά καλόν και διά κακόν να φωνάξει με μεγάλην φωνήν:

-        Αυτός που φέρνω είναι ο έβδομος βαρδιάνος για σήμερα, κύριε σταθμάρχη!

-        Καλά! απήντησεν αποκάτω από το πεύκον μία νυσταλέα φωνή.

   Ο σταθμάρχης δεν εσκοτίζετο να ίδει και εξετάσει ο ίδιος τον βαρδιάνον. Αυτό δεν ήτο ιδική του δουλειά, ήτο του ιατρού. Τι ανάγκην είχεν αυτός να εξετάζει γέρους και πτωχούς ανθρώπους; Ο ιατρός ήτο πράγματι η ανωτέρα αρχή, μέσα εις την νήσον. Συνεννοείτο απ’ ευθείας με όλας τας αρχάς έξω, και συχνά έγραφε και εις το υπουργείον των Εσωτερικών, εκτραγωδών την κατάστασιν. Ο σταθμάρχης εγέλασε την στιγμήν εκείνην, διότι του επήλθεν η επομένη σκέψις, διά τα συμβαίνοντα, τα οποία του εφαίνοντο ως το άκρον άωτον της ιατρικής επιθεωρήσεως: «Να σε επιθεωρεί ο γιατρός όχι για να πάρεις πράτιγο, αλλά για να μβεις καραντίνα… είναι σαν να σε δοκιμάζει, αν είσαι καλός για να χολεριασθείς!»

 

 

   Πράγματι, ο ιατρός ενήργει ως ανωτέρα αρχή εντός του προσωρινού λοιμοκαθαρτηρίου, και προς αυτόν ωδηγείτο πας νεωστί ερχόμενος, είτε ταξιδιώτης ήτο από τα μακρινά χολεριασμένα μέρη, είτε εργολάβος και έμπορος ερχόμενος εκ της νήσου διά να πωλήσει την τέχνην του, είτε «βαρδιάνος για τα σπόρκα», φύλαξ διά τα επιχόλερα πλοία στρατολογούμενος υπό της υγειονομικής αρχής. Ο ιατρός, πρεσβύτης, υπερβάς το πεντηκοστόν έτος είχε σπορκαρισθεί ακουσίως ελθών τας πρώτας ημέρας διά να επιθεωρήσει τους επιβάτας, και μη προφθάσας να εξέλθει εγκαίρως εκ της ερημονήσου, ήτις εκηρύχθη επιχόλερος εν τω μεταξύ. Εκ Γερμανίας καταγόμενος, είχε κατέλθει εις την Ελλάδα κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Όθωνος. Από του 1845 είχεν αποκατασταθεί εις την νήσον, είχε προσφέρει τας εκδουλεύσεις του εις την χολέραν του 1848, και δεν είχε παύσει έκτοτε ν’ αναφαίνεται παντού όπου ήτο χολέρα και καραντίνα. Οι κατά καιρούς υπουργοί των Εσωτερικών, γνωρίζοντες την ικανότητά του, τον απέσπων πολλάλις εκ της νήσου και τον έστελλον επί αδρώ μισθώ εις τα μεγάλα κέντρα των καθάρσεων εν Ελλάδι.

   Ο αγαθός ιατρός είχεν ανάψει το μακρόν τσιμπούκι του, με το ηλέκτρινον στόμιον, το οποίον είχεν αχώριστον εις παν τεξίδιόν του, και το οποίον ευτυχώς ηδυνήθη να μετάσχει του σπορακισμού του κυρίου του. Είχε πήξει μικράν σκηνήν πλησίον ενός πεύκου, προς την ρίζαν του λόφου, ολίγον απώτερον του μέρους όπου ήσαν αι άλλαι πρόχειροι σκηναί. Έξω της θύρας καθήμενος, επί τινος ξηρού στελέχους, υπό το φως της σελήνης, ερρέμβαζε βλέπων τα κύματα της θαλάσσης, αλλεπάλληλα ερχόμενα, ορχούμενα και φεύγοντα, εφ’ ων αντανακλώντο τόσαι τρέμουσαι σελήναι, και τόσα μηκυνόμενα οφιοειδή φώτα εκρέμαντο κάτω από τας τρόπιδας των αραγμένων πλοίων. Όπισθέν του το δάσος των πεύκων, αργυρούμενον την κορυφήν από το ωχρόν μελαγχολικόν φέγγος, αδιαπέραστον εις το βάθος από τας ασθενείς ακτίνας του, εθρόει κι εμορμύριζεν από μυρίας μυστηριώδεις δονήσεις υπό το ελαφρόν φύσημα της αύρας της νυκτερινής. Μεγάλη ήτο η θερμότης, ο νότος είχεν αρχίσει ήδη να πνέει, και μόλις προς την εσπέραν είχε κόψει ο άνεμος. Άνω εις τον ουρανόν εφαίνοντο προς δυσμάς και προς νότον νέφη τινά μελαγχολικά και η ατμόσφαιρα, ημίγυμνος ακόμη με τα απομείναντα ράκη του έαρος, με τα πρώτα κιτρινίζοντα φύλλα του φθινοπώρου, εφαίνετο επαιτούσα βροχήν.

   Ο κ. Βίλελμ Βουνδ εκάπνιζε ταχέως και θορυβωδώς το τσιμπούκι του, και έβγαζε μεγάλας τολύπας καπνού από το στόμα, μετά πλαταγισμού των χειλέων, κολλώσας προς στιγμήν περί τον μέγαν, παχύν καστανόν μύστακά του, και ανερχομένας ελικοειδώς εις τον προέχοντα προς το μέρος της σκηνής απώτερον κλώνα του πεύκου. Εφαίνετο κάπως πεισμωμένος, και δεν απήντα εις τα πολλά σχέδια τα οποία του εξέθετε λεπτομερώς, αντικρύ του καθήμενος, ο αρχιτέκτων Ευστάθιος ο Χερχέρης, την προτεραίαν φθάσας, όστις περιέγραφε προς τον ιατρόν την προσεχή εργασίαν του, και εξεθείαζε τα παραπήγματα τα οποία έμελλε να κατασκευάσει, ως τέλεια εις το είδος των. Ο κ. Βίλελμ Βουνδ ελικνίζετο τερπόμενος από την φωνήν του αρχιτέκτονος, αλλά δεν επρόσεχεν εις τας λέξεις, και ενίοτε εσφύριζε, και εμάσα μισάς βλασφημίας, τας οποίας ανεμείγνυε με τον καπνόν του τσιμπουκίου του, και τας έστελλε νοερώς εναντίον του υγειονόμου και των άλλων αρχών της νήσου.

   Διά εικοστήν φοράν, έβγαλεν από την τσέπην του έν έγγραφον το οποίον είχε λάβει την πρωίαν της ημέρας εκείνης από το υγειονομείον, και ανάψας κηρίον το ανεγίνωσκε. Το έγγραφον διελάμβανεν ότι απεστέλλοντο αυθημερόν φύλακες διά τα επιχόλερα πλοία, επτά τον αριθμόν, ο δείνα και ο δείνα, εις τον τόπον της καθάρσεως. Ο ιατρός δεν ηδύνατο να εννοήσει πώς είχον έλθει έξ, ενώ ανεφέροντο επτά, και διατί δεν είχεν έλθει ο έβδομος. Έπειτα δεν ηδύνατο να εννοήσει ακόμη, και αυτό τον εφούρκιζε περισσότερον, τι συνέβαινεν ως προς το όνομα του εβδόμου. Ο Βουνδ δεν είχε προσέξει κατ’ αρχάς εις τα ονόματα, ούτε τον ενδιέφερον ταύτα. Αλλ’ ήτο, εκτός της ιδιοτροπίας και του οργίλου χαρακτήρος, αγαθός ανήρ, και [χωρίς να το θέλει] είχεν ενδιαφέρον διά τους πτωχούς ανθρώπους. Χωρίς να το θέλει, εγνώριζεν, από εικοσαετίας διατρίβων εν τω τόπω, όλα σχεδόν τα ονόματα της πολίχνης. Του εφαίνετο λοιπόν, ήτο βέβαιος μάλιστα, ότι ο ως έβδομος αναφερόμενος εν τω εγγράφω του φίλου του, του υγειονόμου, ήτο αποθαμένος προ πολλού. Συνήθειαν δεν είχε βεβαίως ο ιατρός να προπέμπει τους νεκρούς εις τας κηδείας. Αλλ’ είχε συνήθειαν να εκδίδει πιστοποιητικά νεκροσκοπίας «ενταφιαστήρια», και δι’ εκείνους των νεκρών τους οποίους είχεν επισκεφθεί μέχρι των εσχάτων στιγμών των, και δι’ εκείνους τους οποίους ουδόλως είχεν επισκεφθεί. Αυτόν δε τον Σταμάτιον Γυρατσίνην ενθυμείτο πολύ καλά ότι τον είχεν επισκεφθεί πολλάκις, ότι είχεν αποθάνει στα χέρια του, και ότι είχεν εκδώσει πιστοποιητικόν διά την ταφήν του. Τι συνέβαινε λοιπόν; Ή πρέπει να υπήρχε δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης, έγγονος του πρώτου· αλλά τότε έπρεπε να έχει ηλικίαν είκοσιν ετών και όχι εξήντα, οία εφέρετο εν τω εγγράφω· ή ο δεύτερος Σταμάτης Γυρατσίνης θα ήτο σνεψιός ή πρωτεξάλφος του αποθανόντος, φέρων το αυτό όνομα. Τον δεύτερον τούτον Σταμάτην Γυρατσίνην ουδέποτε εγνώρισε, και ήτο περίεργος να τον γνωρίσει. Το πράγμα του είχε κάμει δυσανάλογον εντύπωσιν, ίσως ένεκα της μοναξίας και του απολεισμού εν ω διετέλει. Αλλά μόλις είχεν ανάψει το κηρίον, βήματα ηκούσθησαν, και ιδού παρουσιάζεται ο Γιάννης ο Μπρίκος, ο βαρκάρης, οδηγών τον καλούμενον Σταμάτιον Γυρατσίνην, με δειλόν βήμα ακολουθούντα.

   Ο Γιάννης ο Μπρίκος εκράτει με την μίαν χείρα φανόν, και με την άλλην εκράτει το έγγραφον του διορισμού του βαρδιάνου, το οποίον είχε ζητήσει από τον καλούμενον Σταμάτην Γυρατσίνην να του παραδώσει, διά να το εγχειρίσει εις τον ιατρόν. Επλησίασε, του συντρόφου του μένοντος ολίγα βήματα οπίσω, εχαιρέτισε και έτεινε τον φάκελον προς τον ιατρόν:

-        Τι ντιάολο τέλεις πάλι; ανέκραξεν άμα αναγνωρίσας τον λεμβούχον ο ιατρός.

   Ο Σταμάτης Γυρατσίνης πολύ θα επεθύμει ν’ απηλλάσσετο ει δυνατόν της ανάγκης της επισκέψεως ταύτης, αλλά δεν ήτο κατορθωτόν το πράγμα. Ο Γιάννης ο Μπρίκος του είχε δώσει να εννοήσει ότι πας νεωστί ερχόμενος εις τον τόπον των καθάρσεων ώφειλε να παρουσιασθεί εις τον ιατρόν, και αν μάλιστα ήτο βαρδιάνος διά τα καράβια τα σπόρκα, ο ιατρός θα τον εδέχετο, θα τον ανεγνώριζε και θα τον ετοποθέτει οριστικώς εις έν των πλοίων, ή και έξω εις την ξηράν, διότι δεν ήτο υπόχρεως να λαμβάνει υπό σπουδαίαν έποψιν τας διαταγάς του κυρίου υγειονόμου ως προς τούτο. Αυτός δε, ο Γιάννης ο Μπρίκος, ως εκτελών τα έργα του πορθμέως εντός του τόπου των καθάρσεων είχεν ατομικήν ευθύνην διά την εκτέλεσιν της διατυπώσεως ταύτης, και αν παρέβαινε το καθήκον του, υπέκειτο εις φυλάκισιν από δύο έως πέντε ετών, καθώς τον είχον πληροφορήσει. Το καλόν μόνον ήτο, διά τον Γυρατσίνην, ότι η παρουσίασις εγίνετο νύκτα. Το ακόμη καλύτερον ήτο ότι θα εδίδετο εις το μυστηριώδες υποκείμενον η ευκαιρία να μάθει αμέσως διά του ιατρού πού ήτο και τι εγίνετο ο Σταύρος.

   Τούτου ένεκα η Σκεύω ηκολούθησε μετ’ ελπίδος και φόβου τον Γιάννην, και τα γόνατά της έτρεμον. Αφού διήλθον το πλάτος της αμμουδιάς, όπου οι πόδες εβουλούσαν ένα δάκτυλον εντός της άμμου, και αι εμβάδες της εγέμισαν από κόκκους άμμου, εισήλθον εις το μονοπάτιον το διαχαρασσόμενον παρά την όχθην του απεξηραμμένου βάλτου, ανάμεσα εις τες βουρλιές, υπό το φέγγος της σελήνης, όπου το έδαφος φαιόν και λευκόν έστιλβεν από την αναλαμπήν. Εκεί παρά τον βάλτον, ανάμεσα εις τρεις βουρλιές και εις δύο συστήματα ακανθωδών θάμνων, το χώμα εφαίνετο προσφάτως ανασκαφέν, και υπήρχον δύο εξογκώματα γης, το έν μακρότερον του άλλου, γείτονα αλλήλων κείμενα, αποτελούντα μάλλον έν εξόγκωμα εις δύο.

   Η Σκεύω ήρχισε να τρέμει, η μητρική καρδία της εταράχθη, και ήρχισε να πάλλει ταχέως και ασθενώς, και λιποψυχία εκυρίευσεν όλον το είναί της, τα όμματά της εσκοτίσθησαν, και τα ώτα της ήρχισαν να βομβώσι, και εις το ωχρόν φως της σελήνης δεν ήτο ορατή η ωχρότης ήτις έβαψε το πρόσωπόν της. Τα δίδυμα εκείνα εξογκώματα της γης, πολύ ωμοίαζον με δύο τάφους, με δύο τάφους νωπούς, προσφάτως και ίσως αυθημερόν σκαφέντας. Η Σκεύω έκυψε και είδε καλύτερα, και της εφάνη ότι εις την άκραν του ενός των δύο λάκκων προς δυσμάς υπήρχε μικρός πρόχειρος σταυρός εκ καλάμου, με κλωστήν δεμένος εις το κέντρον.

   Διότι ήτο αληθές και δεν επεδέχετο άρνησιν ότι ο άγγελος ο κρατών το μέγα δρέπανον είχεν επιφοιτήσει αυθημερόν εις την αποκλεισμένην νήσον. Το μεσονύκτιον προς βαθύν όρθρον της Τρίτης είχε τανύσει αιφνιδίως τας πτέρυγάς του από των απωτέρων αοράτων κόσμων, και είχε λάβει το κέλευσμα του Αιδίου, και είχε καταπτεί από τας πύλας του ουρανού, και μετά τινα μόρια στιγμών χρόνου, ασύλληπτα εις την διάνοιαν των θνητών, είχε φθάσει εις την αφανή μικράν γωνίαν, την ταπεινήν και άγνωστον, και είχεν ασκήσει το αστόμωτον δρέπανόν του εις την κοπήν της ζωής δύο αβρών πλασμάτων των οποίων το βάρος δεν ησθάνετο χθες ακόμη η γη περισσότερον παρ’ όσον ταύτα ησθάνοντο σήμερον επάνω των το βάρος της γης. Η μήτηρ μόλις είχεν εξέλθει προχθές ακόμη εις τον λειμώνα του κόσμου. Άνθος είχε κοπεί από τον κήπον τον παρθενικόν και είχεν εξαχθεί διά της πύλης του γάμου. Το βρέφος μόλις είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς εις το φως της ζωής. Μήτηρ ανεύθυνος και βρέφος άκακον· η μήτηρ μετά τας τρικυμιώδεις συγκινήσεις του έρωτος, μετά τας γαληνίους απολαύσεις του γάμου, μετά τας δεινοπαθείας της κυοφορίας, μετά τας ωδίνας του τοκετού, το βρέφος μετά την πρώτην αίσθησιν του πόνου και την πρώτην φωνήν του κλαυθμυρισμού, ανηρπάγησαν εις επουρανίους καλιάς, το τέκνον εις τας αγκάλας της μητρός, και αμφότεροι εις τους κόλους του αγνώστου. Ο γάμος είχε τελεσθεί εν Σμύρνη προ δέκα μηνών, το ζεύγος φεύγον την χολέραν είχεν επιβιβασθεί εκ Σμύρνης. Κατά τον διάπλουν είχεν επέλθει, άωρος ίσως ο τοκετός. Το πλοίον, όταν έφθασεν εις τον τόπον της καθάρσεως, εκόμιζε δύο τρυφερά πλάσματα μόλις ζώντα, την μητέρα χθες και πρώην κόρην, το βρέφος σχεδόν ασώματον. Τα σώματα ημιθανή απεβιβάσθησαν εις την ξηράν, αλλ’ η πραεία αύρα του δάσους δεν ήτο ικανή ν’ ανακαλέσει την φεύγουσαν ζωήν διά να την αποδώσει εις τα δύο νεαρά όντα. Η πνοή του αγγέλου, θωπευτικωτέρα και της αύρας της νυκτερινής, απεκοίμισε τα δύο αβρά πλάσματα, και ο κραταιός βραχίων του απεκόμισε μακράν εις τους αγνώστους κόσμους τα δύο πνεύματα, το έν καθ’ εαυτό μακάριον, το έτερον κατά μέθεξιν ευδαίμον.

   Ελαφρά η γη εκάλυψε τα δύο νεαρά σώματα, θερμά ακόμη από την τελευταίαν επαφήν της ζωής, θερμά από τους ασπασμούς του χηρεύσαντος νυμφίου, θερμότερα από τους ασπασμούς της απορφανισθείσης μητρός, ήτις είχε συνοδεύσει εις το ταξίδιον την τέως ευτυχή κόρην. Και τα πνεύματα απέπτησαν και ίπταντο ακόμη μακράν, μακράν, και ο άγγελος τα ανεβίβασεν εις αγνώστους κόσμους, και το κύμα της θαλάσσης εφλοίσβιζε μακρόθεν λικνίζον το αγνόν βρέφος εις την παγωμένην αγκάλην της μητρός, και η αύρα η σείουσα τους θάμνους ετόνιζε βαυκαλιστικον άσμα εις τον ύπνον της μητρός και του τέκνου.

 

 

    -   Τίνος είν’ αυτός ο τάφος; Ποιος πέθανε; ηδυνήθη να ερωτήσει με τρέμουσαν φωνήν η Σκεύω.

   Της δυστυχούς είχε κακοβάλει ο νους της διά τον υιόν της, και εντεύθεν ο φόβος και η μεγάλη ταραχή άμα είδε τους διδύμους τάφους.

   Ο Γιάννης ο Μπρίκος έστρεψεν αμελές βλέμμα προς τους τάφους, εσιώπησε προς στιγμήν, έβηξε, και είτα είπε:

-        Μια γυναίκα είχε πεθάνει σήμερα εδώ με το παιδί της. Σου είπα, θεια-

Σκεύω, ποιος ερωτά εδώ ποιος θα ζήσει και ποιος είναι για πεθαμό;

-        Και τι γυναίκα ήτον; ηρώτησε καθησυχάσασα εν μέρει η Σκεύω.

-        Σμυρνιά, θαρρώ, ήτον… ή Πολίτισσα… ποιος ξέρει… χθες είχεν έρθει με το

καράβι εκείνο εκεί.

   Κι εδείκνυεν αντικρύ έν των πλοίων.

-        Πώς δε μου είπες, Γιάννη, εξηκολούθησεν η Σκεύω, πού είναι το καράβι που

 ’ν’ ο γυιος μου μαζί;

   Την ερώτησιν ταύτην ήθελε να υποβάλει προ πολλού, όταν έπλεον ομού επί της φελούκας, αλλά την είχε προπάρει τόσον ο Γιάννης με τον βάναυσον τρόπον του, ώστε η πτωχή γυνή απεθαρρύνθη και ανέβαλε την ερώτησιν.

-        Και πού ξέρω εγώ, θεια-Σκεύω; Είπαν πως ήρθε και πως ήτον άρρωστος… Αν 

ήρθε, θα είναι με κανέν’ απ’ αυτά τα ξένα καράβια, γιατί το ντόπιο, του καπετάν Γρατσιώτη, που ήτον λοστρόμος μαζί, δεν έχει ερθεί… Αν ο γυιος σου ήρθε θα πει ότι είχε ξεμβαρκάρει στην Πόλη, και μβαρκάρισε με κανένα ξένο, που ήτον για δω.

-        Και πώς δε μπόρεσες να μάθεις, Γιάννη; είπε μετά παραπόνου η Σκεύω.

-        Μου κακοφαίνεται κι εμένα, θεια-Σκεύω που δε μπόρεσα να το μάθω… Μα

πού να ξέρω πως ήσουν να ’ρθεις για δω τουλόγου σου, και πως θα σ’ εβλέπαμε

βαρδιάνο στα σπόρκα;

 

 

   Λαβών ο ιατρός τον φάκελον, τον οποίον έτεινεν αυτώ ο Γιάννης ο Μπρίκος, τον ήνοιξε και ανέγνωσε το εν αυτώ έγγραφον. Το έγγραφον ήτο οιονεί διορισμός και πιστοποιητικόν ταυτότητος του αποστελλομένου δι’ έν των επιχολέρων πλοίων φύλακος, τον οποίον ο υγειονόμος επέμενε να ονομάζει Σταμάτην Γυρατσίνην.

   Ο ιατρός έκαμε ζωηρόν κίνημα δυσφορίας, και το έγγραφον του εξέφυγε τας χείρας.

-        Να πάρει ο ντιάολος! είπε· και ποιος είν’ αυτός ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;…

Φέρε τον εντώ.

   Ο Γιάννης εστράφη προς τον όπισθέν του ιστάμενον σύντροφόν του και τον έδειξε:

-        Να τος! είπε

   Ο ιατρός εμειδίασεν, εκάγχασεν, εκάπνισε θορυβωδώς το τσιμπούκι του, επλατάγισε τα χείλη, απέπνευσε μεγάλην έλικα καπνού από το στόμα, και είπε:

-        Έλα ντω! ποιος είσαι;

   Η θεια-Σκεύω επλησίασε τρέμουσα.

-        Εγώ είμαι, γιατρέ, είπε.

-        Και είσαι του λόγκου σου, ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;

   Η θεια-Σκεύω έκαμε διφορούμενον νεύμα· κάτι τι το οποίον ηδύνατο να εκληφθεί ως ναι και ως όχι.

   Ο ιατρός ύψωσε το κηρίον το οποίον εκράτει, έβαλε τα γυαλιά του, τα οποία εκρέμαντο δι’ ιμάντος από του λαιμού του, κι εκοίταξε το μυστηριώδες άτομον.

-        Έλα σιμότερα, είπε.

   Με αποφασιστικότητα τιμώσαν αυτήν μεγάλως, η θεια-Σκεύω δεν έδωκε καιρόν εις τον ιατρόν να τελειώσει την επιθεώρησίν του, αλλά κύψασα προς το ους του του είπε:

-        Εγώ είμαι η Σκεύω, η Γιαλινίτσα… που με λένε κάποτε και Σαβουρόκοφα.

   Ο ιατρός ανετινάχθη όλος επί του στελέχους εφ’ ου εκάθητο και εκάγχασε θορυβωδώς:

    -   Χα, χα χα!… χα χα χα! Να πάρει ο ντιάολος!… εκείνο το υγκειονόμο το στραβούλιακα… που είναι και φίλος μου!… χα χα χα! Και ντεν ηύρε άλλο όνομα να σου ντώσει, ενός ζωντανού, μόνον σου έντωσε του όνομα του πεταμένου… χα χα χα!

   Είτα επέφερε:

-        Αν-καλά τι λέω εγκώ;… το όνομα του ζωντανού είναι κάποιου… το όνομα του   

πεταμένου ντεν έχει ιντιοκτήτη, είναι έρμο… Έξυπνος εφάνη ο στραβούλιακας που σου έντωκε το όνομα του πεταμένου.

   Είτα ευθύς ηρώτησε:

-        Και τι σου ήρτε, Σκεύω να το κάμεις αυτό;

   Η Σκεύω την ερώτησιν ταύτην επερίμενε.

    -   Για το Θεό, γιατρέ, να ’χεις πολλή ζωίτσα… και να σου δώσει ο Θεός ό,τι επιθυμείς… να ’χεις και καλή ψυχή… δεν μου λες, τι γίνεται ο γυιος μου, ο Σταύρος; Είναι καλά; πέθανε; ζει; τον είδες τουλόγου σου;

   Ο ιατρός, όστις εξηκολούθει την θορυβώδη ευθυμίαν του, διεκόπη, ανεκάλεσε τας προσφάτους εκ των επισκέψεων της ημέρας εντυπώσεις του και είπεν:

-        Α! Ο Σταύρος… του Γιαλή… Ο λοστρόμος… είναι γυιος σου. Α! ναι… είναι  

άρρωστος… υπέφερε πολύ… μα ντεν έχει ανάγκη… τα ζήσει.

   Η Σκεύω ανέπνευσε.

-        Ν’ αγιάσει το στόμα σου, γιατρέ, και τα χείλη σου, που μου είπαν τον καλό

 το λόγο, να γίνουν μαλαματένια, σαν τ’ Αι-Γιαννιού του Χρυσοστόμου.

   Ο ιατρός εκολακεύθη εκ της ευχής, εμειδίασε, και είτα πάλιν επανήλθεν εις τον φίλον του, ως τον ωνόμαζε, τον υγειονόμον.

-        Μα να πάρει ο ντιάολος, τι του ήρτε του φίλου μου, του υγειονόμου, του

στραβούλιακα, και σε αγκαζάρισε για βαρντιάνο;… Ή ήτελες τουλόγκου σου;

-        Εγώ το ήθελα… δεν μπόρεσα να μάθω για το γυιο μου, κι ήρθα να τον ιδώ.

-        Α! κι εγκέλασες τον υγειονόμο, το στραβούλιακα;

-        Δεν τον εγέλασα, τόσον εγώ, είπε μετ’ αμηχανίας η Σκεύω, όσο γελάστηκε

μοναχός του.

-        Πώς;

   Και ο ιατρός εξηκολούθει να ροφά μεγάλας εισπνοάς καπνού, να εκπέμπει πυκνά νέφη περί τους παχείς καστανούς μύστακάς του, να ακτινοβολεί από ευθυμίαν και ν’ ακροάται.

    -   Εγώ ήμουν σαν παλαβή, σαν το έμαθα, που μου το εφώναξε μια κλήρα προχτές το βράδυ, από μια βάρκα μέσα, πως ο γυιος μου είναι άρρωστος από χολέρα.

-        Α!… λοιπόν;

-        Εγώ γονάτισα μπροστά στα κονίσματα, κι επαρακάλεσα την Παναγίτσα μου,

μια μικρή Παναγίτσα ασημωμένη που έχω, να με λυπηθεί και να μου στείλει καλά μαντάτα από το Σταύρο ή να με φωτίσει τι να κάμω…

-        Ύστερα;

-        Εμένα η Μεγαλόχαρη καλά μαντάτα δεν ηυδόκησε να μου στείλει, γιατί

ήμουν αμαρτωλή, έξω απ’ αυτά που σ’ εφώτισε να μου δώσεις, γιατρέ μου… μονάχα μ’ εφώτισε, σαν ήτον πολύ δύσκολο να με πάρουν οι βαρκάρηδες να με φέρουν, όπως ήμουν με τη γυναίκεια φορεσιά μου, στο νησί μέσα για να βρω το γυιο μου, μ’ εφώτισε να φορέσω αντρίκεια και να πάω βαρδιάνος στα σπόρκα.

   Ο ιατρός ανεκάγχασε θορυβωδώς.

-        Α! χα χα χα! ντιάολο! παράξενο! βαρντιάνος στα σπόρκα! Α! ντιάολο! Και το

 στραβούλιακα το υγκειονόμο;…

   Η Σκεύω εξηκολούθησε:

    -  Σαν έβαλα τα φορέματα του μακαρίτη τ’ ανδρός μου κι εκοίταξα στον καθρέφτη, μου φάνη πως μου πήγαιναν καλά, και μου φάνη πως ωμοίαζα, κοντούλα όπως είμαι, με το γερο-Σταμούλη τον Καρδαράκη, τον παλιό γείτονά μου, που ήμαστε έναν καιρό γειτόνοι στον ελιώνα, απάνω στην Κορακοφωλιά, που τον έδωκε τώρα προικιό της κόρης του. Σαν είδα πως ωμοίαζα με το Σταμούλη τον Καρδαράκη και στο μπόι, και στο μουστάκι, και σ’ όλα, άρχισα κι εγώ να καμαρώνω, να σιάζωμαι στον καθρέφτη κι εγύρευα να μοιάσω ακόμα πλιότερο με τον παλιό το γείτονά μου. Έβαλα το φέσι καθώς το φορεί ο Σταμούλης, εζώστηκα το κίτρινο ζουνάρι τρεις πιθαμές πλατύ, όπως το ζώνεται ο Σταμούλης, έκαμα και τη σέλλα του βρακιού όπως την κάνει ο Σταμούλης, ύστερα, σαν τα έβγαλα τα ρούχα, έλεγα πότε να τα ξαναφορέσω, κι αποφάσισα με κάθε τρόπο να ’ρθω μέσα στο νησί, να περάσω για βαρδιάνος.

   Ο κ. Βίλελμ Βουντ εύρισκε μεγάλην τέρψιν εις την ακρόασιν της διηγήσεως ταύτης. Ηραίωσε τα ροφήματα του τσιμπουκίου του, έπαυσε τους πλαταγισμούς των χειλέων, εγέλα και ήκουε.

-        Λοιπόν;

    -  Εγώ πήγα και ηύρα το Νίκα, το φύλακα που ήτον πρώτα στα πέρα Λαζαρέτα, το συμπέθερό μου, και τον επαρακάλεσα να κάμει νόμο-τρόπο να καταφέρει ένα βαρκάρη φίλο του να με πάρει, έτσι όπως ήμουν, γυναίκα, στη βαρκούλα του μέσα, να με φέρει στο νησί. Ο Νίκας μου είπε πως το βλέπει πολύ δύσκολο. Δεν άφηναν κανέναν άλλον, έξω από κείνους που έχουν άδεια, να ζυγώσει στην καραντίνα…

-        Ύστερα;

-        Τότες έκαμα απόφαση και του λέω του συμπέθερου, του Νίκα:«Για να σου

πω, ξέρεις τι μ’ εφώτισε ο Θεός; Θα φορέσω αντρίκεια και θα περάσω για βαρδιάνος. Εσύ, που έχεις τα μέσα, να πεις τ’ αφεντικού σου να με γράψει στα χαρτιά, για να με βάλουν βαρδιάνο. Εδοκίμασα τα ρούχα του μακαρίτη τ’ ανδρός μου, και μου έρχονται καλά, και μοιάζω με το Σταμούλη τον Καρδαράκη όταν τα φορέσω. Πες του κυρ επιστάτη πως με λένε Σταμούλη Καρδαράκη».

   Ο ιατρός εκάγχασε θορυβωδώς:

-        Ω! ντιάολο! και ύστερα;… πήες στον επιστάτη… και στο υγκειονόμο, το

στραβούλιακα, το φίλο μου; Και πώς από Καρνταράκης έγινες Γκυρατσίνης;

-        Ο Νίκας, ο συμπέθερός μου, σαν τ’ άκουσε, του φάνηκε παράξενο, και

άρχισε να κλαίει από το ένα μάτι, τόσον επαραπονέθηκε, που με είδε να επιμένω να ’ρθω να ’βρω το παιδί μου… και με το ένα μάγουλο άρχισε να γελά… κι εσφόγγιζε τα δάκρυά του, και δεν εμάζωνε τα χείλη του… Και ύστερα το είπε στον επιστάτη… Κι ο επιστάτης, σαν να τον είχα ορμηνεμένον, του είπε να πάω να παρουσιασθώ στο λιμεναρχείο το βράδυ-βράδυ, που δε θα μ’ έβλεπαν καλά…

-        Ω! ντιάολο! και ηύρες εκεί και το υγκειονόμο, το στραβούλιακα;

-        Το βράδυ-βράδυ πήγα, κι ήτον εκεί ο υγειονόμος, κι ο επιστάτης, κι ο

λιμενάρχης, οι τρεις τους, κλεισμένοι μες στη μέσα κάμαρη… Κι εμάς μας έβαλαν να καρτερούμε στην όξου κάμαρη, για να νυχτώσει ακόμα, σαν να τους είχα ορμηνεμένους… Κι άλλοι πέντ’ έξ γέροι που καρτερούσαν εκεί, να ’ρθ’ η αράδα τους, να παρουσιαστούν στ’ αφεντικά, για να μβουν βαρδιάνοι, μ’ επήραν για ξένο, και μ’ ερώτησαν, κι εγώ τους είπα πως ήμουν απ’ τα Εικοσιτέσσερα Χωριά. Ύστερα ένας-ένας παρουσιάστηκαν κι επήραν το χαρτί τους, κι εμβήκαν βαρδιάνοι. Στα υστερνά ήρθεν η αράδα μου να παρουσιαστώ κι εγώ.

-        Ε! και τότε;

-        Εγώ εμβήκα μέσα τρέμοντας, και λίγο έλειψε να μου φανεί ο ουρανός

σφοντύλι. Και πιάστηκα απ’ την πόρτα για να μην πέσω. Κι όσο να μβω μεσ’ απ’ την πόρτα, παρακάλεσα την Παναγιά και μόδωσε Θάρρος… Κι ο υγειονόμος, άμα με είδε…

-        Α!

-        Μου λέει, σαν να τον είχα ορμηνεμένον: «Εσύ είσαι ο Σταμάτης ο

Γυρατσίνης;… Τι γίνεσαι Σταμάτη;… Γηράσαμε, Σταμάτη, γηράσαμε…» Κι εγώ τότε, χωρίς να το συλλογισθώ, «Μάλιστα, λέω, εγώ είμαι ο Σταμάτης ο Γυρατσίνης… Τι κάνεις, κυρ υγειονόμε; Είσαι καλά;…»

   Ο ιατρός ανεπήδησεν από του στελέχους εφ’ ου εκάθητο, διότι σφοδρός γέλως ανετίναξεν όλον το σώμα του, και ησθάνετο την ανάγκην να καγχάσει εν ανέσει.

-        Ω! ντιάολε! ω! ντιάολε!…τώρα καταλαβαίνω… σ’ επήρε για τον πεταμένο…

Κι εσύ σαν σου ήρτε, σα μπούφος, έτοιμο όνομα, το εντέχτης, και επαρατήτηκες από το άλλο;

-        Ναι.

-        Ω ντιάολο!… το στραβούλιακα… Κι εσύ είπες μέσα σου, τι τέλω να γκυρεύω

άλλο όνομα, αφού μου ντίνει αυτό ο υγκειονόμος. Έτσι;

-        Ναι.

   Ο ιατρός εξηκολούθει να καγχάζει επί μακρόν, και επί πέντε λεπτά της ώρας δεν έλαβε καιρόν να πλησιάσει εις το στόμα το μακρόν τσιμπούκι του.

    -  Ω! ντιάβολο! το στραβούλιακα!… Είναι παρατηρημένο, επρόσθεσεν, ως να ωμίλει προς εαυτόν, ότι κανένας, περισσότερο από ένα μισόστραβον δεν ημπορεί να πει με τι ομοιάζει ένα πράγμα που ντεν είναι εκείνο που φαίνεται… Κατώς κι ένας στραβομούρης ημπορεί να κάμει καλύτερα από κάτε άλλον μορφασμούς και παντομίμες… κι ένας που ντεν είναι πολύ καταρόγκλωσσος ημπορεί να μιμητεί καλύτερα έναν τραυλόν και ψευντόν… κι ένας μισοαγκράμματος ημπορεί να ντιαβάσει καλύτερα ένα κοκογκραμμένο γκράμμα.

   Ο ιατρός ανέπνευσε προς στιγμήν, ετράβηξε μαζωμένα πέντε ή έξ ροφήματα καπνού, είτα ετίναξε το τσιμπούκι του, κι ενώ το εγέμιζεν εκ νέου, επανέλαβε:

-        Ε! Και ύστερα;… ντεν ηύρες καμμιά ντυσκολία, και οι άλλοι, έχοντας

κολαούζο τον υγειονόμον, σ’ επαραντέχτηκαν για Σταμάτη Γκυρατσίνη και σε ντιώρισαν βαρντιάνο…

-        Ο επιστάτης κάτι υπωπτεύτηκε, απήντησεν η Σκεύω.

-        Α!

-        Εγύρισε και είπε του Νίκα: «Μα εσύ αυτόν που μου εσύστησες τον έλεγες

Καρδαράκη, τώρα πώς βρίσκεται Γυρατσίνης;»

-        Α! κι ο Νίκας τι του είπε;

-        Ο Νίκας τα εχρειάστηκε… λίγο έλειψε να τα χάσει.

-        Κι ύστερα, πώς μπόρεσε και τα μπάλωσε;

-        Τον εφώτισε ο Θεός και του είπε, του επιστάτη: «Τον λένε και Καρδαράκη,

μα αυτό είναι παρατσούκλι, και του κακοφαίνεται… το καθ’ αυτό όνομά του είναι Γυρατσίνης».

   Ο κ. Βουντ εκάγχασε θορυβωδέστερον παράποτε.

-        Μπράφο! Μπράφο! Χοχ ! πραίχτιγ ! φερμάχτ !

   Ήναψε το τσιμπούκι του, εισέπνευσε πεντάκις ή εξάκις, πλαταγίζων τα χείλη και επανέλαβε:

-        Κι ο επιστάτης εγκελάστη μ’ αυτό;

-        Γελάστηκε.

-        Ύστερα, σου ’ντωκαν το καρτί σου, κι ήρτες…

    -   Μου το ’δωκαν… Μονάχα ο λιμενάρχης είχεν ακόμα κάποια υποψία, κι έλεε: «Αυτός φαίνεται σα γριά ζαρωμένη!»

   Ο ιατρός εκάγχασε διά τελευταίαν φορά, είτα ο γέλως και η εκπνοή του καπνού εξήλθεν ως στεναγμός από το στόμα του. Είχεν αποκάμει να γελά.

   Εσκέπτερο ότι αν του παρεσκεύαζε καθημερινώς ανά έν τοιούτον επεισόδιον ο φίλος του ο υγειονόμος, τότε η μοναξιά και ο αποκλεισμός εν τη ερημονήσω θα διέρρεεν ανεπαίσθητος δι’ αυτόν. Αλλά και μόνον το συμβάν της εσπέρας ταύτης ήρκει ν’ αντισταθμίσει πολλών ημερών ανίαν εις την εύθυμον και ζωηράν φαντασίαν του.  

Προς τα εξημερώματα ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής κατέβη ως συνήθως από το κελλίον του, διά να ψάλει τον όρθρον, διά του κομβοσχοινίου και του «Κύριε Ιησού Χριστέ», εις το μικρόν ισόγειον χώρισμα το χρησιμεύον ως ευκτήριος οίκος. Όλην την νύκτα ο γέρων μοναχός δεν είχε κλείσει το όμμα. Αφ’ ότου έχασε την ησυχίαν του και την προσφιλή μοναξίαν του, δεν είχε πλέον ύπνον εις τους οφθαλμούς ουδέ εις τα βλέφαρά του νυσταγμόν. Ό,τι διά τους άλλους ήτο αποκλεισμός και ανία αφόρητος, δι’ αυτόν ήτο πολυθόρυβος συναγελασμός ανθρώπων και τύρβη κόσμου. Εκλείετο από ενωρίς εις τον μικρόν θαλαμίσκον του. το μόνον εκ των πέντε κελλίων το οποίον του είχαν αφήσει, και αφού έλεγε το απόδειπνον, μάτην εκάλει τον ύπνον να κατέλθει εις τους οφθαλμούς του. Δίπλα, εις τα συνεχόμενα κελλία, ένθεν και ένθεν, ενοσηλεύοντο ασθενείς τους οποίους είχαν εκφέρει την προτεραίαν από τα καταπλεύσαντα πλοία. Στεναγμοί πόνων, ενίοτε ρόγχοι αγωνίας, ηκούοντο. Είτα επήρχετο σιωπή και ησυχία, βαρεία ως κουφόβρασις, ως συννεφόκαμα και βεβαρημένη ατμόσφαιρα, κυοφορούσα βροχήν. Μόνον προς όρθρον βαθύν, εις το δεύτερον λάλημα του πετεινού, ο ύπνος επήλθεν εις το καταπονημένον σώμα του μοναχού, και ηδυνήθη ν’ αποκοιμηθεί επί μίαν ώραν. Είτα εξύπνησεν από φωνάς και εναγωνίους ομιλίας, ακουσθείσας εκ του παρακειμένου κελλίου. Είτα εφόρεσε το ράσον του και εξήλθε.

   Κάτω εις την υπόστεγον αυλήν, την παραλλήλως εκτεινομένην εις όλην την σειράν των κελλίων, δύο μεγάλαι αναδενδράδες ανήρχοντο επιστέφουσαι την κορυφήν της στοάς, και οι πόδες επάτουν εφ’ υψηλής πεζούλας, εν είδει αιμασιάς, πλαισιούσης την άμπελον και τον κήπον τα οποία ήσαν προωρισμένα να δηωθώσιν από την ανήκουστον επιδρομήν την επισυμβάσαν κατ’ εκείνο το έτος. Δεξιά εις τον βλέποντα προς μεσημβρίαν ήτο ο κήπος, αριστερά η άμπελος. Εις το μεταξύ του κήπου και της αμπέλου ήτο δρομίσκος, φέρων εις το πηγάδιον. Εις τον δρομίσκον κατήρχετό τις διά κλίμακος με τρία ή τέσσαρα σκαλοπάτια, πατών επί χόρτων και βρύων, τα οποία ήρχισαν ήδη να ξηραίνωνται, πατηθέντα από αγνώστους πόδας. Διά του δρομίσκου έφθανέ τις εις το πηγάδιον το οποίον είχεν ολίγον νερόν ακόμη, και ο πάτερ Νικόδημος κατέβη τα τρία σκαλοπάτια, διήλθε τον δρομίσκον, και έφθασεν εις την σκιάδα, την καλύπτουσαν το πηγάδιον. Διπλή αλλόκοτος φλοξ έλαμψεν αντικρύ του εις το σκότος. Μόλις επάτησε τον πόδα υπό την σκιάδα και δυνατός θόρυβος αγριμίου φεύγοντος ηκούσθη. Ο πάτερ Νικόδημος εφώναξε δις και τρις: «Ψι! ψι! Μπαμπή! Μπαμπή! Μπαμπή!» αλλ’ εις μάτην. Το αγρίμιον είχε γίνει άφαντον.

   Ο πάτερ Νικόδημος έσεισε μελαγχολικώς την κεφαλήν και είπεν: «Αυτή μου δείχνει τον δρόμον μου! Κι εγώ τι κάθομαι ανάμεσα εις τόσον κάσμον; Τι δουλειά έχω;»

   Ήτο η γάττα του, η προσφιλής του γάττα Μπαμπή, μαύρη ως έβενος, με δύο λαμπρά όμματα φαιά, κυανά, και αορίστου χρώματος, λάμποντα εις το σκότος. Τον είχεν ιδεί, τον είχεν αναγνωρίσει και ετράπη εις φυγήν. Άλλοτε, όταν ήρχοντο αραιοί ξένοι επάνω εις το νησί, ηγρίευε προς αυτούς, δεν ήτο χειροήθης εις κανένα, αλλά δεν εθύμωνε διά τούτο με τον προσφιλή της κύριον. Εξηκολούθει να είναι φίλη ευσταθής και τιθασή προς αυτόν. Από εβδομάδος, άμα ήρχισαν να έρχωνται πλοία, και ν’ αποβιβάζηται ασυνήθης πληθύς εις την νήσον, ηγρίευσεν, εθύμωσεν, έπαυσε να είναι χειροήθης εις τον κύριόν της, και την άλλην ημέραν έφυγεν υψηλά, εις τους λόφους και εχώθη εις το δάσος. Έκτοτε δεν επαρουσιάσθη πλέον εις τον κύριόν της. Εφαίνετο διαμαρτυρομένη εναντίον του διατί να δεχθεί τόσον κόσμον επάνω εις το βασίλειόν των, εις την περιοχήν των, εις το κτήμα των.

   Την νύκτα, αφού είχε ξεφαντώσει από τους αρουραίους μέσα εις τους θάμνους, είχε διψάσει φαίνεται, και κατέβη να πίει νερόν είς τινα γούρναν, σιμά εις το πηγάδι. Αλλ’ άμα είδε τον κύριόν της, ετράπη εις πείσμονα φυγήν.

   Ο πάτερ Νικόδημος εστέναξε, κι επλησίασεν εις το πηγάδιον, και ήντλησε νερόν, διά να νιφθεί. Ενώ ενίπτετο, παρέκει ολίγον, υπό τινα καλαμωτήν, αποτελούσαν δευτέραν σκιάδα εγγύς της πρώτης, ηκούσθη ο κλωγμός μιας όρνιθος.

-        Α! Πιτσινή μου! Πιτσινή μου! εστέναξεν ο πάτερ Νικόδημος, εσύ είσαι;

   Νέος κλωγμός απήντησεν εις την επιφώνησιν του γηραιού μοναχού.

-        Συλλογίζομαι νύκτα και μέρα, ήρχισε να μονολογεί ο πάτερ Νικόδημος, πώς

να κάμω για να την γλυτώσω, μην πάθει κι αυτή ό,τι έπαθεν η άτυχη η Κοτσινή. Αχ! Κοτσινή, Κοτσινή!

   Η Κοτσινή ήτο η άλλη προσφιλής του όρνις την οποίαν του είχαν «φαρμακώσει» προ δύο ημερών οι ελθόντες ξένοι. Και τας δύο, την Πιτσινή και την Κοτσινή, του τας είχεν εμπιστευθεί ως πολύτιμον παρακαταθήκην ο πάτερ Σισώης, ο δάσκαλος, από το ιερόν κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Σύρριζα εις το βουνόν είναι κτισμένον το μοναστήριον, κάτω εις το ρέμα, ανάμεσα εις τας καρυάς και εις τας πλατάνους, όπου πελώρια κλήματα έρπουσιν ανά τους βράχους και τους κρημνούς, εξαπλούμενα εις τας αιμασιάς και τας χαράδρας, και οι καρποί των κρέμανται εις τους υψηλούς κλώνας των πλατάνων, βορά των ορνέων του ουρανού, ή σήπονται από την δαψίλειαν της υγρότητος εις τα άβατα φυλλώματα των υψιερπών θάμνων. Σταλαγμός του ουρανού και μαργαρίτης, ως δρόσος Αερμών η καταβαίνουσα εις τα όρη, καλύπτει και στολίζει δι’ όλου του έτους την σκιεράν και εύδροσον κοιλάδα. Κάτω από την ρίζαν του βράχου αντηχεί ο ρόχθος του νερού, οπόθεν εκβλύζον το ρεύμα μορμυρίζει εν μέσω βρύων και χόρτων κατερχόμενον εις την στέρναν, ήτις έχει δύο διεξόδους, την μίαν σιγανήν και έντεχνον προς τους κήπους και τας αιμασιάς ολόγυρα, τας οποίας εκαλλιέργει μετά φιλοκάλου επιμελείας ο πάτερ Μεθόδιος ο μυλωθρός, την άλλην ραγδαίαν και ορμητικήν διά της πελωρίας κοπάνας προς τον νερόμυλον υποκάτω, όπου αι μυλόπετραι εγύριζον μετ’ ιλιγγιώδους ταχύτητος αλέθουσι τον σίτον, και η φτερωτή κάτωθεν εις την εκβολήν του νερού εστρέφετο γοργώς τέμνουσα εις μυρίας ιριδωτάς αργυρόχρους διαθλάσεις το ύδωρ, πίπτον πάλιν άφθονον εις την κοίτην του, εις το βάθος της σκιεράς κοιλάδος. Επάνω από τα θεμέλια του μοναστηρίου, ανά την κλιτύν του υψηλού βουνού, υψηλά ανάμεσα εις τους θάμνους και τους απατήτους βράχους, ο πάτερ Σισώης, πρώην διδάσκαλος, ζητήσας την γαλήνην του γήρατός του εις το μοναστήριον, έτρεφεν ή μάλλον άφηνε να τρέφηται αγέλη ορνίθων υπέρ τα τριακόσια κεφάλια, εις την οποίαν άγνωστος νόσος έπεσέ ποτε, ενσπείρασα τον θάνατον εις το πλήθος των ορνίθων. Ελέχθη ότι άγνωστοι εχθροί του φθονήσαντες είχον ρίψει δηλητήριον, επί τη προφάσει ότι δεν έπρεπε, μοναχός ων, να τρέφηται με ορνίθια. Όπως και αν έχει, από το μέγα θανατικόν εσώθησαν μόνον δύο όρνιθες, η Πιτσινή και η Κοτσινή, τας οποίας ο πάτερ Σισώης παρέδωσε δι’ ασφάλειαν εις τον πάτερ Νικόδημον, τον επίτροπον της Μονής εις το μετόχιον της νήσου Τσουγκριά. Ο πάτερ Νικόδημος τας είχε φυλάξει μέχρι τούδε ως κόρην οφλαλμού, αλλ’ οι ξένοι οι ελθόντες κατ’ αυτήν την δυστυχισμένην χρονιάν εις την νήσον είχον αρπάσει την μίαν και, αφού την έσφαξαν, την έβαλαν εις ξυλίνην σούβλαν, την έψησαν και την έφαγαν. Περί του είδους της παρασκευής της όρνιθος δεν αμφέβαλλεν ο πάτερ Νικόδημος, διότι ξένοι διαβατκοί δεν θα είχον την υπομονήν και τα μέσα να την μαγειρεύσωσι κατ’ άλλον τρόπον. Είχε γίνει μάλιστα περίεργος από ανεπαρκές ίχνος, από ολίγιστα πτίλα τα οποία είχε παρατηρήσει την πρωίαν της προτεραίας κυλιόμενα επί τους εδάφους, να εξετάσει και ν’ ανακαλύψει τους τύπους των ποδών των ορνιθοκλόπων επί της άμμου, και οδηγούμενος υπ’ αυτών, να εύρει το μέρος όπου είχον ανάψει πυρ διά να ψήσωσι την όρνιθα, κάτω εις την ακρογιαλιάν, την σφένδαμον από την οποίαν έκοψαν την ράμνον, την οποίαν μετεχειρίσθησαν ως σούβλαν , και κατά πάσα πιθανότητα, το μικροκάικον εις το οποίον ανήκον οι κλέπται. Αλλά δεν τους ωμίλησε τίποτε. Είπε μέσα του, «ο Θεός να τους συγχωρήσει» Ελυπήθη μόνον την άτυχην την Κοτσινή, και εστενοχωρείτο τι λόγον να δώσει εις τον «δάσκαλον», αν ούτος, μετά τόσην συρροήν ξένων επελθούσαν απροσδοκήτως εις την νήσον, θα είχεν ακόμη την ιδιοτροπίαν να τον ερωτήσει τι είχε γίνει η Κοτσινή.

   Ο πάτερ Νικόδημος, αφού ενίφθη, επλησίασεν εις τον ορνιθώνα και ήπλωσε την χείρα διά ν’ αποκομίσει εκείθεν την Πιτσινήν. Είχε συλλογισθεί μέσα του: «Τι ανόητος που είμαι! Αφού χθες μου έκλεψαν την άλλη, και την αφήνω αυτή μοναχή της την νύκτα εις την καλαμωτή, σιμά εις το πηγάδι, όπου θα έλθουν να πάρουν νερόν, και όπου είναι σχεδόν σίγουρα ότι θα μου την κλέψουν. Δεν εφρόντισα να την εξασφαλίσω αποβραδύς, μόνον την άφησα ολονυχτίς εις την τύχην της, κι εσκεπτόμην τι να την κάμω την άλλην ημέραν, διά να την γλυτώσω, αφού όλην την νύκτα εκινδύνευεν εκτεθειμένη εδώ! Χαμένα τα έχω! Έλα δω, Κοτσινή, Κοτσινή!»

   Είτα, εννοήσας το λάθος:

-        Πώς να πω… Πιτσινή:

   Και στενάξας προσέθηκε:

    -   Την καημένη την Κοτσινή, στο στόμα μου κόλλησε!… Τώρα δε θα βρίσκωνται ούτε τα κοκκαλάκια!

   Έλαβεν εις τας χείρας την όρνιθα, ανέβη εις το κελλίον του, την απέθεσεν εντός, της έρριψε τροφήν, και εκλείδωσε την θύραν. Είτα κατέβη εις τον ευκτήριον οίκον.

 

 

   Τέσσαρες τοίχοι παλαιοί, υγροί και γυμνοί. Τέσσαρες εικόνες επί του ανατολικού τοίχου· του Χριστού, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και των Αγίων Φλώρου και Λαύρου.

   Δύο κανδήλαι με μεγάλα μετάλλινα καλύμματα, καταλαδωμένα. Έν αναλόγιον προσηρμοσμένον επί του δεξιού τοίχου, προς το μόνον παράθυρον. Τέσσαρα βιβλία, το Ωρολόγιον, η Οκτώηχος, το Ψαλτήριον και η Πανδέκτη, τρίτη ευτελής κανδήλα με μέγα εκ λευκοσιδήρου σκούφωμα ανερχόμενον και κατερχόμενον διά του μηχανισμού της ισορροπίας, διά να συγκεντρώνει το φως επί του βιβλίου και επί της γενειάδος του αναγινώσκοντος· κανέν στασίδιον· μία χονδρή ράβδος εις σχήμα κεφαλαίου Τ προωρισμένη να χρησιμεύει αντί στασιδίου εις τον ασκητήν και εις τον νυκτερινόν ευχέτην, τον εκτελούντα τον μοναστικόν κανόνα του δι’ ορθοστασία και δι’ ανακυκλώσεως του κομβοσχοινίου με τους δακτύλους της δεξιάς· τοιούτος ήτο ο ευκτήριος οίκος του μετοχίου.

   Αι κανδήλαι έλαμπον με ασύνηθες φως, όχι καλογηρικόν, και ως σωστά πυροφάνια, διά της υάλου του παραθύρου. Τούτο εξέπληξε κατ’ αρχάς τον Νικόδημον, αλλ’ ούτος εσυλλογίσθη ευθύς ότι γυνή τις εκ των από χθες και προχθές γειτονισσών του, αίτινες ενοσήλευον οικείους πάσχοντας, αποβιβασθέντας από της προχθές εκ των πλοίων και εγκατασταθέντας εις τα τρία εκ των κελλίων, θα ήναψεν εξ ευλαβείας τα κανδήλια, αφού εξεφιτίλισε και εσήκωσεν υψηλά τας θρυαλλίδας, και διά τούτο έλαμπον ως πυροφάνια αλιευτικά. Ήνοιξε την θύραν και εισήλθε. Γυνή τις εκάθητο εις το χθαμαλόν ανάβαθρον, το ευρισκόμενον παρά την βάσιν του αναλογίου. Ο πάτερ Νικόδημος δεν εξεπλάγη. Είχε πολλάς γυναίκας εις την γειτονίαν του προ δύο ή τριών ημερών, και του εφάνη ότι ανεγνώρισεν εκείνην την οποίαν έβλεπεν. Ήτο η γεροντοτέρα εκ των τεσσάρων ή πέντε εγγυτέρων γειτονισσών του.

-        Ε! καλημέρα, κυρά· πώς είναι ο γυιος σου; έκραξεν ο Νικόδημος.

   Η γυνή εκοιμάτο κι εξύπνησεν αποτόμως εκ της φωνής. Εκοίταξεν έκπληκτος τον μοναχόν.

-        Πώς είν’ ο γυιος σου; επανέλαβεν ο Νικόδημος.

-        Δεν ξέρω, παιδάκι μου… απήντησε τρίβουσα τους οφθαλμούς η Σκεύω, διότι

εκείνη ήτο… Ξέρεις να μου πεις τι γίνεται; Γι’ αυτό κι εγώ ήρθα.

   Την φοράν ταύτην ο εκπλαγείς ήτο ο γέρων μοναχός. Εστάθη κοιτάζων την γυναίκα, και είδεν ότι δεν ήτο εκείνη, την οποίαν είχε νομίσει κατ’ αρχάς ότι έβλεπεν.

   Η Σκεύω επανέλαβε:

-        Μου είπεν αποβραδύς ο γιατρός, ας είναι καλά, πως δεν έχει φόβο, και πως

θα γίνει καλά… Σήμερα θα πάω μες στο καράβι να τον εύρω.

   Ο Νικόδημος, αν και από εικοσαετίας δεν είχεν εξέλθει από την μικράν νήσον, την ανεγνώρισεν ως συντοπίτισσαν.

-        Τουλόγου σου είσαι από δω, ξέρω… Για πες μου το όνομά σου…

-        Σκεύω.

-        Ναι, Σκεύω… Με γνωρίζεις εμένα;

-        Πώς! ο Νικολάκης της Μανασσίνας δεν είσαι;

-        Ναι.

-        Πώς σε λένε στο καλογερικό σου;

-        Νικόδημο.

-        Καλά είσαι, γυιε μ’, τι κάνεις;… Να, κι εγώ ήρθα για να βρω το παιδί μου

που είν’ άρρωστο.

   Και διηγήθη εν ολίγοις τα πράγματα πώς είχον, παραλείψασα να είπει ότι είχε φορέσει ανδρίκεια και ότι είχε περάσει ως βαρδιάνος.

   Ο Νικόδημος την παρηγόρησε λέγων ότι έπρεπε να έχει τας ελπίδας της εις τον Θεόν, και ότι αν δεν είναι θέλημα του Θεού, δεν έχει να πάθει τίποτε ο υιός της. Είτα ήρχισε να εκτραγωδεί τα ίδια παθήματά του.

    -   Να, κι εγώ πόσα υποφέρω… Έφθασαν πολλά παρτίδα, που δεν είχαν έρθει άλλη φορά. Δεν με πειράζουν τόσο τα καράβια, όσο τα μικροκάικα… Άρχισαν να μου κλέφτουν τα σταφύλια, μου ρήμαξαν τες κολοκυθιές και τες μπάμιες… Δεν μου άφησαν γάλα για να πήξω τυράκι… Μου έκλεψαν την Κοτσινή, την κόττα του πάτερ Σισώη, και την έβαλαν στη σούβλα και την έφαγαν… Μου αγρίεψαν τη γάττα, την καημένη τη Μπαμπή, και την έκαμαν να πάρει τα βουνά.

   Η θεια-Σκεύω του εσύστησεν υπομονήν, και ως συμπέρασμα είπεν ότι «Αμαρτίες είχαμε όλοι, εδώ που φτάσαμε».

 

 

   Την εσπέραν, μετά την συνδιάλεξιν της προς τον ιατρόν, η Σκεύω ηκολούθησε τον βαρκάρην, τον Γιάννην Μπρίκον, μέχρι της ακρογιαλιάς. Ο κ. Βουντ της είχεν ειπεί ότι, αν ήθελεν, ημπορούσε να διανυκτερεύσει εις την σκηνήν του, ή παραπλεύρως αυτής, εις το πρώτον ημιτελές παράπηγμα, το οποίον είχεν αρχίσει ο μαστρο-Στάθης ο Χερχέρης. Της υπεσχέθη δε ότι το πρωί θα επήγαιναν ομού εις το καράβι, όπου ευρίσκετο ο υιός της. Λαβούσα την υπόσχεσιν ταύτην η Σκεύω, επέμεινε να γυρίσει οπίσω εις την βάρκαν, διά να φορέσει τα γυναικεία φορέματά της, διότι της ήρχετο πλέον εντροπή να φορεί τα ανδρίκεια, αφού εφανερώθη ο δόλος της. Επειδή δε δεν έμελλε πλέον να εκτελέσει έργα βαρδιάνου, προσεφέρθη να εγχειρίσει εις τον ιατρόν τα δύο τάλληρα τα οποία είχε λάβει ως προκαταβολήν εις το λιμεναρχείον. Αλλ’ ο ιατρός της είπε να τα κρατήσει προς το παρόν, και εδήλωσεν ότι αυτός γίνεται εγγυητής διά το μικρόν τούτο ποσόν ενώπιον του φίλου του, του στραβούλιακα του υγειονόμου.

   Μέσα εις το μέγα ταμπάρον, το οποίον είχε φέρει μαζί της η Σκεύω από την οικίαν της, είχε μίαν αβασταγήν, και μέσα εις την αβασταγήν είχε πλήρη την γυναικείαν φορεσιάν της. Την είχε πάρει μαζί της, ως να είχε προβλέψει ότι γρήγορα θα την εχρειάζετο. Ο Γιάννης ο Μπρίκος επέβη εις την λέμβον και της έρριψε την αβασταγήν, καθώς και έν μικρόν καλαθάκι, μέσα εις το οποίον είχεν έν λαδικόν γεμάτον, και ολίγα κηρία και ψωμίον, διότι όλα τα είχε προβλέψει. Η Σκεύω έλαβε την αβασταγήν, και αποχωρήσασα όπισθεν των λυγαριών και των βουρλιών, σιμά εις τον βάλτον, ήλλαξε τα ενδύματά της, είτα εσχημάτισεν εκ νέου την αβασταγήν με τα ανδρίκεια φορέματα τα οποία είχεν αποβάλει, την έδεσε, και ελθούσα την έρριψε μέσα εις την βαρκούλαν, εις τας χείρας του Γιάννη.

   Είτα έλαβε το καλαθάκι της, και εκαληνύχτισε τον πορθμέα λέγουσα ότι θα υπάγει να κάμει ένα σταυρόν και ν’ ανάψει τα κανδήλια της εκκλησίτσας, εις το μετόχι, και, «όπως ιδεί, ή έρχεται ή δεν έρχεται». Ίσως μάλιστα ν’ απεφάσιζε να κοιμηθεί εις την μισοτελειωμένην παράγκαν, όπου της είπεν ο ιατρός. Ο Γιάννης δεν επέμεινε, διότι ενύσταζεν αρκετά ο ίδιος, ώστε να τον μέλει πού θα εκοιμάτο ο άλλος. Ήδη είχε μισοκοιμηθεί πριν ακούσει το τέλος του λόγου της Σκεύως.

   Σιγά-σιγά πατούσα, από βουρλιάν εις βουρλιάν και από αρμυρήθραν εις αρμυρήθραν, η Σκεύω, ήτις δεν εφοβείτο ποτέ να περιπατεί την νύκτα (άλλως το μέρος ήτο ανοικτόν, φώτα έλαμπον ένθεν κακείθεν, η σελήνη ανήρχετο προς το μεσουράνημα, και τα κελλία του μετοχίου και αι πρόχειροι σκηναί εκατοντάδας μόνον βημάτων απείχον από την ακρογιαλιάν), επέρασεν εκ τρίτου από το μέρος όπου εφαίνοντο οι δίδυμοι νεοσκαφείς τάφοι, εστάθη, έκαμε τον σταυρόν της, εγονάτισε, κι έκαμε τρεις ολοψύχους μετανοίας «κλίνουσα όχι μόνον τα γόνατα, αλλά και την καρδίαν ενώπιον του Κυρίου», και εδεήθη υπέρ της ατυχούς αθώας ψυχής, της αποθανούσης μακράν της πατρίδος της εις τα ξένα, της κοιμωμένης μετά του ακάκου βρέφους της τον χρόνιον ύπνον εκεί υπό το χώμα. Είτα έλαβεν εκ του καλαθίου της δύο κηρία, και αφού τα διέθεσεν εις σχήμα σταυρού, τα εκόλλησεν επί του άλλου καλαμίνου σταυρού, του σημειούντος την κεφαλήν επί της άκρας του τάφου. Είτα ηγέρθη, έλαβε το καλάθιόν της, και διευθύνθη προς τα κελλία.

 

 

   Το κελλίον, εις το οποίον κατώκει έως τώρα ο Νικόδημος, είχε μικρόν ευτελή εξώστην άφρακτον. Η Σκεύω εκάθητο εις το κατώφλιον της θύρας, και μέσα, εις τον μυχόν του μικρού θαλάμου, έκειτο κλίνη ασθενούς. Ο ασθενής είχεν ανακαθίσει, ακουμβών την κεφαλήν εις το προσκέφαλον, κι έβλεπεν αορίστως εις το κενόν διά της ανοικτής θύρας. Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, και η ημέρα υπήρξε θερμή. Ο ασθενής, με ξανθόν μύστακα, και μικρόν γένειον φαιόξανθον, ήτο ωχρός, και το πρόσωπόν του «έφεγγεν» από την ισχνότητα.

   Η Σκεύω έβλεπε προς την θάλασσαν, εις την σειράν των μεγάλων πλοίων, των οποίων είχεν αυξήσει ο αριθμός. Από τριών ή τεσσάρων ημερών είχον έλθει περισσότερα από δώδεκα κομμάτια καράβια, και όχι ολίγα μικροκάικα. Η γραία έβλεπε μετά τρόμου το πλήθος τούτο των πλοίων και των επιβατών. Ενθυμείτο τον δημώδη λόγον περί των μελλόντων να συμβώσιν εις την Συντέλειαν του κόσμου, όταν οι ζώντες θα κράξωσι προς τους νεκρούς: «Εβγάτε σεις οι πεθαμένοι, να εμβούμε ημείς οι ζωντανοί!» Και εφοβείτο μη η πρόρρησις επαληθεύσει προχείρως και παραδειγματικώς εις την παρούσαν περίστασιν, ήτις ήτο βεβαίως μία εκ των προεικονίσεων της Συντελείας. Ετρόμαζε μήπως από τα τόσα κομμάτια καράβια εξέλθωσιν αιφνιδίως οι τόσοι άρρωστοι, όσοι ελέγετο ότι υπήρχον επ’ αυτών, και φωνάξωσι προς τους κατέχοντας τας προχείρους σκηνάς, τα ημιτελή παραπήγματα και τα ολίγα ευτελή κελλία, ασθενείς ή νοσοκόμους, υγιείς ή πάσχοντας, ζώντας ή νεκρούς: «Καιρός να φύγητε σεις, διά να έλθωμεν ημείς».

   Και εν μέσω τοιούτου κυκεώνος δεινής συμφοράς και τυφλώσεως και πόνου και αγρίας πάλης, πού ελάμβάνετο υπ’ όψιν το δικαίωμα και η θυσία ην υπέστη χάριν αυτής ο Νικόδημος ο Μανασσής, όστις τη παρεχώρησεν οικειοθελώς το μικρόν κελλίον του, διά να νοσηλεύσει τον υιόν της. Κατ’ αυτήν την πρωίαν της Πέμπτης, πριν η Σκεύω απέλθει μετά του ιατρού εις το πλοίον διά να ίδει τον υιόν της, ο Νικόδημος της είχεν ειπεί ότι, καθ’ όσον χρόνον αυτή θ’ ανήρχετο επί το πλοίον, αυτός θα απήρχετο εις εκδρομήν επάνω εις το μικρόν βουνόν, πέραν του δάσους, διά να ίδει τι γίνεται το κοπάδι των αιγών, με τους ολίγους τράγους και τα ερίφια τα οποία είχεν εμπιστευθεί εις την φροντίδα του παραγυιού του, του αιγοβοσκού Αγκόρτζα, διότι από ημερών δεν είχεν επισκεφθεί την μάνδραν. Μόνον ο Αγκόρτζας του έφερε καθημερινώς το γάλα, το οποίον δεν επρόφθαινε να πήξει, ως έλεγεν. Ο Νικόδημος ανήσυχος είχεν ειπεί:

-        Λες να μου φάνε τα κατσίκια, τάχα, καθώς μου φάγανε την Κοτσινή;

   Η Σκεύω μη δυνηθείσα να κρατήσει τον γέλωτα του είχεν απαντήσει:

-        Λες να σου τ’ αφήσουν, γερο-Νικόδημε;

   Ο αγαθός μοναχός έλαβε την μακράν μαγκούραν του και εξεκίνησε διά το βουνόν. Πριν απέλθει, είχεν υποσχεθεί εις την Σκεύω πάσαν συνδρομήν ήτις εξηρτάτο απ’ αυτού, και η Σκεύω έβαλε με το νουν της ότι η καλυτέρα εκδούλευσις την οποίαν θα της έκαμνεν ήτο να της παραχωρήσει το κελλίον, διά να μεταφέρει τον υιόν της από το καράβι. Κατόπιν, όταν η Σκεύω είχεν αξιωθεί ν’ ανταμώσει τον υιόν της, και ο κ. Βουντ εγνωμοδότησεν ότι ήτο καλά να μετατοπισθεί ο ασθενής έξω του πλοίου, διά να έχει την μητρικήν περιποίησιν ως και τας επισκέψεις τας ιδικάς του προχειροτέρας, η Σκεύω, επιστρέψασα εκ του πλοίου απήλθε κατ’ ευθείαν εις το μετόχιον.

   Ο πάτερ Νικόδημος είχεν επανέλθει προ μικρού από την εκδρομήν και κατεγίνετο ετοιμάζων την αποσκευήν του. Η δε αποσκευή του συνίστατο εκ δύο ράσων τα οποία έδενεν εις αβασταγήν, εκ μεγάλου τορβά και εκ της υψηλής και καμπύλης την λαβήν μαγκούρας του.

-        Θα πάω… θα πάω… είπεν άμα είδε την Σκεύω… Τα καημένα τα κατσικάκια,

αρχίσανε να μου τα κλέφτουνε… Καλά το έλεγα εγώ, πως η καημένη η Μπαμπή μου έδειξε τον δρόμον, κι έπρεπε να την ακολουθήσω…

-        Και θ’ αργήσεις, γερο-Νικόδημε; ηρώτησε σύννους η Σκεύω.

   Εσυλλογίζετο πως θα έμενεν έρημον το κελλίον του μοναχού, και διατί να μη της το εμπιστευθεί αυτής, διά να φέρει τον υιόν της να τον νοσηλεύσει.

-        Θα καθίσω εκεί απάνου όλον τον καιρό, έως να περάσει η οργή Κυρίου,

απήντησεν ο Νικόδημος. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν φεύγω τόσο διότι λυπούμαι τα κατσίκια και τα τραγιά… Ας τα φάνε όλα, όπως φάγανε και την καημένη την Κοτσινή… Μόνον θέλω την ησυχία μου… Τι να τα κάμω εγώ τα κατσίκια και τα τραγιά; Ας είναι καλά το μοναστήρι. Μα τι να τους κάμω; Είμαι άμαθος από κόσμο, θεια-Σκεύω… Ας είναι καλά ο κόσμος, δεν με πειράζουν τίποτε… Μόνον θέλω την ησυχία μου… Ας τα φάνε όλα, ας τα φάνε.

   Έκαμε κίνημα, και έβγαλεν από την τσέπην του έν κλειδίον.

    -   Να, πάρε το κλειδί της αποθήκης… Εκείνο το κελλί το ξεχωριστό, που βλέπεις παραπάνω… έχει μέσα ολίγες μυζήθρες και τυριά… είναι και ολίγο κριθάρι της χρονιάς και λίγο καλαμπόκι περυσινό… ρόιεψέ τα, δώσε στον κόσμο να φάνε, άμα ιδείς ότι πεινούνε… Εκεί μέσα έκλεισα και την καημένη την Πιτσινή, την κόττα του πάτερ Σισώη… ρίχνε της να τρώει, κι άμα ιδείς πως είναι ανάγκη για να δυναμώσει ο γυιος σου, σφάξε την και δος του να πιεί ζουμί, κι αυτή και δύο πετεινάρια που θα σου στείλω με τον παραγυιό μου τον Αγκόρτζα. Θα σου στέλνω κάθε μέρα και γάλα και νωπό τυρί… Τι να τα κάμω; Ας είναι καλά ο κόσμος… καλά το έλεγα εγώ πως η καημένη η γάττα μου η Μπαμπή μου έδειχνε τον δρόμο…

   Η θεια-Σκεύω κάτι ήθελε να είπει, αλλ’ ο πάτερ Νικόδημος, όστις ευρίσκετο εις ασυνήθη έξαψιν, δεν της έδωκε καιρόν.

- Οι παλιοί οι ασκητάδες, ξέρεις, θεια-Σκεύω;… Πού να ξέρεις τουλόγου σου… Δεν άκουσες ποτέ να διαβάζουν τα Συναξάρια… Άκουσες ποτέ σου Λαυσαϊκό;… Πού να ακούσεις το δάσκαλο, τον πάτερ Σισώη, να το διαβάζει όμορφα-όμορφα, σιγά-σιγά και κατανυχτικά, με το λύχνο που έχει κατεβασμένο το φως, τα μεσάνυχτα στην Ακολουθία, απάνω στο μοναστήρι… Ξέχασα που δεν μβαίνουν γυναίκες μέσα… που πέφτει όλο το φως στο βιβλίο απάνω και στο μισό το πρόσωπο και στη γενειάδα και στο Πολυσταύρι και στο Σχήμα του διαβαστή… και σαν έφτανε η μνήμη του Αγίου Αντωνίου, οι παλιοί ασκητάδες φεύγανε στη μέσα έρημο, κι οι μοναστηριακοί έβγαιναν απ’ το μοναστήρι κι επήγαιναν ν’ ασκητέψουν δύο μήνες

στην έρημο, έως την εορτή των Βαΐων. Και τότε πάλι εγύριζαν στο μοναστήρι… Εγώ ο ανάξιος δεν είμαι ικανός ούτε τα πόδια τους να φιλήσω, μα ως τόσο κι εγώ, τώρα το χινόπωρο, που δεν έρχεται μεγάλη σαρακοστή, αποφάσισα να φύγω στην έρημο. Πάρε το κλειδί, και δώσε στον κόσμο ό,τι έχει μέσα το κελλί, να φάνε… Ας είναι καλά ο κόσμος. Ο Άγιος Φλώρος να τους λυπηθεί, να διώξει την αρρώστια… Εγώ θέλω την ησυχία μου… όχι πως με μέλει για τα βοσκήματα… Ας τα φάνε όλα, καθώς έφαγαν και την καημένη την Κοτσινή…

-        Και το κελλί σου πού θα τ’ αφήσεις, γερο-Νικόδημε; επρόφθασε και είπεν η

Σκεύω.

-        Το κελλί;… Αλήθεια, πώς είναι ο γυιος σου; Δεν τον έβγαλες όξου;

-        Είπε ο γιατρός να τον βγάλω.

-        Και πού θα κάμετε κονάκι;

-        Δεν ξέρω… Στες μπαράκες, που φτιάνει ο μαστρο-Στάθης.

-        Αλήθεια, ξέχασα να πω… Εμένα το κελλί δεν μου χρειάζεται. Και ούτε το

εξουσιάζω κιόλα… Έχουν το δικαίωμα να μου το πάρουν… Εγώ δεν πρέπει να έχω φωλιά σαν καλόγηρος που είμαι… Καλύτερα σεις παρά άλλοι… Φέρε το γυιο σου έξω, κι ελάτε να καθίσετε στο κελλί…

-        Α! την ευχή του Χριστού να ’χεις… καλή ψυχή… και καλόν παράδεισο,

αδερφέ μου…

-        Εγώ είμαι ανάξιος… Φέρε το γυιο σου έξω. Να, στην πόρτα είναι το κλειδί.

Εδώ έχει και μερικές παλιοβελέντζες… Κλείδωσε, σύρε να φέρεις το γυιο σου, κι έλα να κάμετε κονάκι. Εγώ φεύγω. Έχε γεια… Καλά το έλεγα εγώ πως η καημένη η Μπαμπή μου έδειχνε το δρόμο.

   Έλαβε την δέσμην των ράσων του, την έβαλεν εις τον τορβάν, εκρέμασε τον τορβάν περί την μασχάλην, έλαβε την υψηλήν κυρτήν ράβδον του, έκαμε τρις το σημείον του Σταυρού και ανεχώρησε.

 

 

   Μόλις είχε προχωρήσει τρία βήματα, και συναντά τον Γερμανόν ιατρόν.

-        Για πού, αν τέλει ο Τεός, πάτερ Νικόντημε;

-        Α! τουλόγου σου είσαι, ξεχώτατε;… Απάνω στο κελλί είναι η θεια-Σκεύω…

Της έδωκα το κλειδί της αποθήκης. Να βάλεις τα δυνατά σου, σαν καλός πατριώτης, να γλυτώσεις το παιδί της…

-        Και κάτι ζωσμένον σε βλέπω, για ντρόμο… Για πού πας;

-        Έχει μέσα στην αποθήκη κάτι μυζήθρες, κάτι ολίγα τυριά… Ας δώσει στον

κόσμον να φάνε… Εγώ δεν τα λυπούμαι… Η Μπαμπή μου έδειξε το δρόμο.

-        Ποια είν’ αυτή η Μπαμπή;

-        Έχει κι ολίγο καλαμπόκι κι ολίγο κριθάρι…

-        Τι ντιάολο! σαν αλλοιώτικος μου φαίνεσαι! είπεν αρχίσας να γελά ο κ.

Βίλελμ Βουντ.

-        Θα της στείλω και δύο πετεινάρια… Για να ξαρρωστήσει το παιδί της…

Τουλόγου σου, θα σου στείλω ένα κατσίκι, γιατρέ, να ξεφαντώσεις… Είναι κι η κόττα, η Πιτσινή, του πάτερ Σισώη… Της είπα να την σφάξει, για να δυναμώσει ο άρρωστος… Ας είναι καλά ο κόσμος… Ας τα φαν όλα, καθώς έφαγαν και την καημένη την Κοτσινή…

-        Ποια Κοτσινή;

-        Να, την Κοτσινή μου την έκαμαν κότσι κότσι… Μα καλά το είπα εγώ, πως η

Μπαμπή μου έδειξε το δρόμο!…

-        Τώρα, για πού πας; ηρώτησεν ανυπομόνως ο ιατρός. Μήπως άφησες το κελλί

σου…

-        Ναι, το κελλί μου, είπεν ως να συνήλθε διά μιας ο Νικόδημος· το κελλί μου,

ας φέρουν τον άρρωστο να καθίσει μέσα, μαζί με τη μάννα του… Εγώ είμαι καλόγερος, και δεν μπορώ σκοτούρες του κόσμου… Πάω να βρω τον καθαρόν αέρα, απάνω στο βουνό… Από δω κι εμπρός θα κοιμώμαι στο κλαρί… Θα στέλνω και τον Αγκόρτζα να σας φέρνει γάλα… Έχε, γεια, γιατρέ… Καλά μου έδειξε το δρόμο η Μπαμπή.

   Είπε, και τρέχων με τα ελαφρά τσαρουχάκια του, έγινεν άφαντος όπισθεν των δένδρων.

   Ο ιατρός έμεινε διατεθειμένος προς ευθυμίαν, και εκάγχασε θορυβωδώς, όταν η Σκεύω του εξήγησε τα κατά την Μπαμπήν και την Κοτσινήν.

   Μετά δύο ώρας, η Σκεύω μετέφερεν από το πλοίον τον υιόν της και τον εγκαθίστα εις το κελλίον του αγαθού μοναχού. Ο ασθενής ήτο πολύ καλύτερα, και ο κ. Βουντ είχε συγκεντρώσει μέγα μέρος της επιμελείας του εις τον υιόν της Σκεύως.

 

 

   Όσον επλησίαζεν η νυξ, τόσον ηύξανεν η ανησυχία της Σκεύως σχετικώς με το πλήθος των πλοίων και την συρροήν των ταξιδιωτών. Τόσα κομμάτια καράβια, τόση πλησμονή κόσμου, και σχεδόν κανείς φίλος, και όλοι πρόσωπα άγνωστα. Τα εντόπια πλοία είχον φαίνεται τον τρόπον να λαμβάνωσι το νερόν έξωθεν από την πόλιν. Άλλως το μικρόν πηγάδιον επλησίαζεν ήδη να στειρεύσει. Ο Αγκόρτζας, ο παραγυιός του Νικοδήμου, ήρχετο κάθε πρωί κι εγέμιζεν έν μικρόν βαρελάκι νερόν, κι έφερε μίαν βεδούραν γάλα εις την Σκεύω, ήτις το εμοίραζεν εις τας τότε κατά περίστασιν γνωρίμους και γείτονας, όσαι ενοσήλευον υιούς ή συζύγους εις τα άλλα κελλία, και εις τα πρώτα εγγύτερα παραπήγματα. Ο Αγκόρτζας δεν έλεγε ποτέ «καλημέρα», αλλ’ εφώναζε με τραχείαν και αλλόκοτον φωνήν «Γεια σας!», πρωί πρωί την αυγήν, άφηνε την βεδούραν κάτω εις το πρώτον σκαλοπάτι της σκάλας, έκρυπτε το πρόσωπόν του όπισθεν του στύλου, έβλεπε λοξώς και ίστατο πλαγίως, διά να μη τον ιδεί η Σκεύω, και είτα εφώναζε: «Χιριτίσματα απ’ τον πάτιρ Νικόδ’μου. Είπι, λέει, τι κάνει ου γυιος σ’, λέει, καημέν’ Σκεύου; Κι τι σ’ χρειάζιτι, λέει, να μ’ του πεις! Κι τ’ γκόττα, λέει, να τ’νε σφάξεις, να πιει του ζ’μι, να γιαν’»

 

 

   Ευρισκόμεθα ήδη εις τας αρχάς Σεπτεμβρίου. Όταν ενύκτωσεν ασυνήθης βοή και θόρυβος ήρχισε ν’ ακούηται τριγύρω, σιμά εις τα παραπήγματα και εις την άμμον, και κάτω εις τον όρμον. Ήτο ως να εκόχλαζεν ο αήρ από την λάβαν και το κουφόβρασμα των ανθρωπίνων στηθών, όσα επροσπάθει να δροσίσει και δεν ίσχυε να ζωογονήσει. Ο κύριος όρμος της μικράς νήσου, όπου ήσαν αραγμένα πολλά καράβια, αντικρύ εις την μικράν πορτούλαν της Σκεύως, είχε γεμίσει από πλοιάρια, από βάρκες, από σκαμπαβίες και από φελούκια. Εναγώνιοι φωναί ηκούοντο από βαρκούλαν εις βαρκούλαν, από φελούκαν εις φελούκαν. Η αύρα η νυκτερινή κατέστη βαρεία και θρηνώδης, μεστωμένη από τα ανθρώπινα παράπονα και τους γογγυσμούς, και η θάλασσα επατάγει μετ’ ασυνήθους βίας και ιαχής από τους πλαταγισμούς των κωπών εις το κύμα. Δίπλα εις τα καράβια προσετρίβοντο μετά κρότου τα φελούκια, και άλλα πλοιάρια είχον αποσπασθεί από τας πλευράς των και έπλεον φύρδην μίγδην προς την άμμον. Βραχείαι φωναί ως συνθήματα αντηλλάσσοντο μεταξύ των πληρωμάτων, όσα είχον μείνει επάνω εις τα καράβια, και των συντρόφων των, όσοι έπλεον με τα φελούκια. Άκρα γαλήνη ήτο εις την θάλασσαν, και δεν υπήρχεν άλλη τρικυμία από εκείνην την οποίαν απετέλει ο συνωθισμός των λέμβων, το πλατάγισμα των κωπών εις το κύμα, και αι εναγώνιοι φωναί των ναυτών. Έξω εις την άμμον όμιλοι ανθρώπων ίσταντο περιμένοντες. Απωτέρω, ολόγυρα εις τας σκηνάς και τα παραπήγματα, φωναί ηκούοντο, και φώτα εκινούντο επάνω και κάτω, κρυπτόμενα και εμφανιζόμενα, ως άστρα οπού σβήνουν εις τον θόλον του ουρανού. Ήτο νυξ αστροφεγγής, εις την χάσιν του φεγγαριού, και το θέαμα ήτο συγκεχυμένον, και το άκουσμα δεινόν και ταραχώδες.

   Η Σκεύω, ήτις είχε κλείσει προ μικρού την πορτούλαν της, διά να μη βλάψει τον ασθενή η νυκτερινή αύρα, ιδούσα ότι ο υιός της εκομήθη, την ήνοιξε πάλιν, και εξελθούσα εις τον εξώστην την έκλεισεν εκ νέου σιγά-σιγά, και εκάθισεν αυτή κάτω εις τας σανίδας, όπου ήτο σχεδόν αόρατος οκλάζουσα την νύκτα, συγχεομένη με τα μαύρα και σαπρακωμένα θυρόφυλλα. Τι συνέβαινε, Θεέ μου; Έμελλε να ίδει πολλά ακόμη; Είχεν ιδεί αρκετά από ημερών, αλλά δεν τα διηγείτο εις τον υιόν της. Ο άγγελος με την φλογίνην ρομφαίαν, την έχουσαν τας επτά κόψεις, οπού τον λέγουν Χάρον, ως να έφερε χαράν εις άλλους παρά εις τους κληρονόμους των φιλαργύρων γεροντίων, είχεν επισκεφθεί πάλιν και πάλιν την μικράν νήσον. Είχεν ακούσει κλαυθμούς και θρήνους εντός ολίγων ημερών, όσους δεν ήκουσε πριν εις όλην της την ζωήν. Είχεν ιδεί σπαραγμούς και βασάνους, και είχε παρευρεθεί εις αγωνίας και μαρτύρια, τόσον οπού το στήθος της εστόμωσε πλέον, ως να εφράχθη ολόγυρα από χάλυβα και δεν ησθάνετο ειμή κατά το ήμισυ και ως εν ονείρω, και δεν επαθαίνετο ευκόλως από τας συμφοράς.

   Αντικρύ, άνω της μεγάλης άμμου της γειτονευούσης με το αλίπεδον των χονδρών και στιλπνών χαλίκων, πέραν από τας σκηνάς και τα παραπήγματα, είχεν ιδεί πρωί-πρωί, με την ανατολήν του ηλίου, όταν ο Αγκόρτζας της είχε φέρει το γάλα, και το άφησε κάτω εις το πρώτον σκαλοπάτι, και αυτή κατέβη διά να το πάρει, είχεν ιδεί ανθρώπους να σκάπτωσι λάκκους, μέσα εις τους οποίους έρριψαν τα σώματα τα οποία είχε θερίσει ο Χάρος, αληθή δράγματα και θημωνίας ανθρωπίνου θερισμού. Και η καρδία της είχε κοπεί μέσα εις το στήθος της να βλέπει οφλαλμοφανώς την ματαιότητα, και έλεγεν ότι μάταιοι ήσαν και οι κόποι της και η φιλοστοργία της ματαία. Τι θα ήτο η ζωή του υιού της ενώπιον του Απείρου, ενώπιον του Αιδίου; Και τι θα ήτο η ζωή η ιδική της; Αλλ’ αυτή επρόσφερε την ζωήν της υπέρ της ζωής του υιού της, και αν επερίσσευε θα την επρόσφερεν επίσης και υπέρ της ζωής άλλων ανθρωπίνων πλασμάτων.

   Χτες ακόμη πόσον είχε λαχταρίσει η καρδιά της! Εις την πλησιεστέραν σκηνήν είχε κατοικήσει μία οικογένεια εκ μητρός και τεσσάρων τέκνων, της οποίας ο πατήρ είχεν αποθάνει εις τον Γαλατάν πρό τινων εβδομάδων, θύμα της νόσου. Η δυστυχής μήτηρ είχε φύγει εν συντροφία άλλης οικογενείας γνωρίμου της, σπεύδουσα να γλυτώσει αυτή και τα τέκνα της, μετά την στέρησιν του πατρός. Αλλ’ επειδή το πλοίον εις το οποίον θα επεβιβάζοντο έμελλε να συμπλεύσει με άλλο πλοίον «κοσέρβα», και οι δύο πλοίαρχοι είχον, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των, κοινά τα συμφέροντα, συνέβη εις το εμβαρκάρισμα, με όλας τας διαμαρτυρίας των, να χωρίσουν οι ναύται, τυχαίως και χάριν της ευκολίας των, τας δύο σχετικάς οικογενείας, λέγοντες ότι το ίδιον ήτο, και ότι ευθύς κατόπιν θα εφρόντιζον, άμα απέπλεον, να ενώσωσι τας δύο οικογενείας. Τώρα δεν ήτο καιρός, διότι ο απόπλους ήτο εσπευσμένος. Η χήρα με τα τέκνα της καθησύχασε και ήλπισε να εύρει μετ’ ου πολύ την φιλικήν της οικογένειαν. Αλλ’ εις το πέλαγος, το να συμπλέωσι δύο ιστιοφόρα είναι δύσκολον πράγμα, διότι ενώ το έν πλοίον ευρίσκει τον άνεμον «δευτερόπρυμα» ή πηδαλιουχεί «γεμάτα», ή κάμνει βόλτες, το άλλο πέφτει εις «καραντί». Ούτω συνέβη μετ’ ολίγον το δεύτερον πλοίον να μείνει οπίσω, και να χωρισθώσι τα δύο εις τον πλουν, και ενώ εκείνο εις το οποίον ευρίσκοντο η χήρα με τα τέκνα της έφθασε διά να καθαρισθεί εις το μέρος τούτο, το άλλο ίσως κατήλθε νοτιώτερον και υπέστη αλλού την κάθαρσιν. Η δυστυχής χήρα έφθασε, κι επερίμενεν από ημέρας εις ημέραν να έλθει η φίλη της. Αλλ’ εις μάτην. Το δεύτερον πλοίον δεν εφάνη.

   Η χήρα περιμένουσα αρρώστησε, και αρρωστήσασα εμαράνθη. Και ηγάπησε μάλλον τον σύζυγόν της ή τα τέκνα της. Και απήλθε να τον συναντήσει εκεί όπου οι προτρέξαντες περιμένουν τους υστερήσαντας συμπλωτήρας. Και τώρα εκοιμήθη τον άλυπον ύπνον, έρημος και άφιλος εις ξένην όχθην, αφήσασα ξένα εν μέσω ξένων τα τέκνα της. Και τώρα η μικρά κόρη, η οκταέτις Ολυμπία, προσπαθεί να γίνει ως μήτηρ εις τα τρία μικρότερα αδελφάκια της, εις τον πενταετή Γιώργον, την τετραετή Άνναν, και τον διετή Κωστήν. Χελιδών ήτις ασκείται διά να μάθει να εκτελεί έργα πελαργού. Ασθενές νεόφυτον το οποίον είναι ανάγκη να φουντώσει ταχέως, διά να σκιάσει κόσμον υπό τους κλώνας του. Νεοσσίς ήτις διά μιας ευρέθη κλώσσα, χωρίς να κλωσσάσει, χωρίς να επωάσει και χωρίς να εκκολάψει, και οφείλει να σκεπάζει τους νεοσσούς υπό τας πτερύγας της. Παιδίον αυτή, οδηγούσα με την χείρα δύο άλλα παιδία, και κρατούσα τρίτον παιδίον εις την αγκάλην της. Κλαίουσα παιδίσκη, άγουσα τρία κλαίοντα παιδία εις την τραχείαν και σκολιάν οδόν, εις τον κοπιώδη, ανήφορον του κόσμου. Αυτό ήτο το τελευταίον, το οποίον είχεν ιδεί την προτεραίαν η Σκεύω.

 

 

   Έξω της μικράς πορτούλας, καθημένη εις τον μικρόν εξώστην με τας σαπράς σανίδας, η Σκεύω εξηκολούθησε να βλέπει και να μη εννοεί τον γινόμενον έκτακτον θόρυβον. Διέστελλεν υπερμέτρως τους οφλαλμούς, έτεινε τα ώτα, αλλ’ εις μάτην. Το σκότος, αίνιγμα καθ’ εαυτό, δεν ηδύνατο να της δώσει την λύσιν του άλλου αινίγματος. Ο αήρ αντήχει τους θορύβους, μετεβίβαζε τας φωνάς, αλλά δεν έφερε τας λέξεις εις τα ώτα της. Κάτι τι έκτακτον και φοβερόν της εφάνη ότι συνέβαινε. Επί μίαν στιγμήν, η πτωχή γυνή ησθάνθη την επιθυμίαν να κατέλθει από τον οικίσκον, να τρέξει προς την σκηνήν του ιατρού, να εύρει τον ίδιον και να τον ερωτήσει τι συνέβαινεν. Αλλ’ εκρατήθη, πρώτον διότι δεν ήθελε ν’ αφήσει μοναχόν τον υιόν της, και δεύτερον διότι δεν ήλπιζε να εύρει εις την σκηνήν τον κ. Βουντ, όστις χωρίς άλλο θα ήτο εις το μέρος όπου ηκούετο ο θόρυβος, και αυτή δεν επεθύμει να προχωρήσει μέχρι του τόπου εκείνου.

   Είτα παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας και ο θόρυβος, ολίγον κατ’ ολίγον εκόπασε. Τινές των λεμβών επλησίασαν εις την ξηράν. Της εφάνη ότι έτρεχον προς την άμμον. Είτα αι λέμβοι ήρχισαν να κωπηλατώσιν εκ νέου, και μικρόν κατά μικρόν ο κρότος των κωπών εξησθένει εις την ακοήν της. Πράγμα δε παράδοξον, η διεύθυνσις των λέμβων δεν ήτο προς τα μεγάλα πλοία, από τα οποία είχον αποσπασθεί προ μικρού, αλλ’ αύται έπλεον ολίγον τι δυτικώτερον προς την άλλην μικράν ερημόνησον, ή και βορειότερον, προς τον κάβον του Αγίου Φλώρου. Είτα μικρόν κατά μικρόν, αι λέμβοι έγιναν άφαντοι και πας θόρυβος εξέλιπε. Δεν ηκούσθη πλέον τίποτε, ως να συνέβη μαγεία. Ήτο σχεδόν όνειρον.

   Η Σκεύω έμεινεν επί πολλήν ώραν ακόμη κοιτάζουσα έξω εις τον εξώστην. Είτα εσηκώθη, ήνοιξε σιγά την πορτούλαν, έτριξαν τα θυρόφυλλα, εστέναξε το πάτωμα, και η μήτηρ εισήλθε πλησίον του κοιμωμένου υιού της.

   Έμεινεν άυπνος έως το λάλημα του πετεινού, περιμένουσα να εξημερώσει διά να μάθει. Είτα απεκοιμήθη έως την χαραυγήν, και εξύπνησε. Δεν παρήλθε πολλή ώρα και ήλθε κατά το σύνηθες ο ιατρός, διά να πίει τον πρωινόν καφέν του από τας χείρας της επιτηδείας πτωχής οικοκυράς, και καπνίσει ηδονικώς το πρώτον γεμάτον τσιμπούκι του. Ο ιατρός εφαίνετο ολίγον τι νευρικός και ανήσυχος. Ουχ ήττον η παροδική αύτη δυσθυμία ήτο μόνον ως εαρινόν νέφος διά την εύθυμον διάθεσίν του.

 

 Από δύο εβδομάδων πολλά πράγματα είχον συμβεί. Ο κ. Βίλελμ Βουντ δεν είχε παύσει να επισκέπτηται δις και τρις της ημέρας τον υιόν της Σκεύως. Ο Σταύρος ήτο ήδη εις ανάρρωσιν. Ο ιατρός έκρυπτεν όσον ηδύνατο από την Σκεύω όσα θλιβερά είχον συμβεί εις την επιχόλερον νήσον. Αλλ’ η γραία τα εμάνθανεν όλα. Μόνον ότι δεν είχε καμμίαν γειτόνισσαν, ήτις να τα αγνοεί, να είναι δε και συντοπίτισσά της, διά να λάβει την παρηγορίαν να τα διηγηθεί. Εις τον υιόν της δεν έλεγε τίποτε. Αλλ’ ο Σταύρος, αν και εμάντευε πολλά, δεν εφοβείτο, και η ζωή επανήρχετο παρ’ αυτώ μετά δυνάμεως απελαυνούσης τον σκοτεινόν φόβον.

   Το μικρότερον το οποίον είχε συμβεί ήτο ότι είχεν ολιγοστεύσει μεγάλως το γάλα, το οποίον έφερε κάθε μέρα με την βεδούραν του ο Αγκόρτζας. Τούτο δε διότι, αφού οι επιδρομείς έφαγαν όλα τα ερίφια του πατρός Νικοδήμου, αφού έφαγαν και όλους τους τράγους, είχον επιβάλει χείρα και εις τας αίγας. Ο αήρ ήτο καλός, είχε βρέξει και το μόλυσμα της νόσου έφευγεν.

   Ο ιατρός εκήρυξεν ότι το κρέας των αιγών θα έβλαπτε τους ανθρώπους και διά του τρόπου τούτου κατωρθώθη η διάσωσις ελαχίστου μέρους της αγέλης.

   Εκ των εριφίων και των τράγων, τινά μεν είχε δώσει ο Νικόδημος οικειοθελώς, τα δε πλείστα, ως ήτο επόμενον, του τα επήραν. Ο Νικόδημος δεν είχεν εις ποίον να παραπονεθεί, διότι ήλλαξε μεν η σκηνογραφία, επάνω εις το βουνόν, εις τους ευώδεις θάμνους, όπου εκοιμάτο, τυλιγμένος εις μίαν κάπαν, ήλλαξε δε και η θέσις των προσώπων. Από μεμψιμοίρου κατέστη τώρα παραμυθητής. Ώφειλε να παρηγορεί τον Αγκόρτζαν, όστις ελυπείτο τόσον τους τράγους, ως να ήσαν αδέλφια του, και έκλαιε τα ερίφια ως να ήσαν παιδιά του. Το καλόν ήτο ότι είχε και υλικόν μέσον παρηγορίας, μίαν φλάσκαν την οποίαν εφρόντιζε να του στέλλει κάθε βράδυ γεμάτην ο ιατρός Βουντ, ενίοτε και άλλοι διακριτικοί φίλοι, εις αντάλλαγμα των εριφίων όσα είχον φάγει. Ο πάτερ Νικόδημος έπινεν αυτός ολίγον, έδιδεν εις τον παραγυιόν του το πολύ, και ο Αγκόρτζας, ερχόμενος εις ευθυμίαν, ελησμόνει τα παράπονά του, έπαιρνε την γκάιδαν, και ανακλινόμενος επί του εδάφους, ακουμβών επί τινος σχοίνου, έχων δίπλα την φλάσκαν και την μαγκούραν του από το έν μέρος, από το άλλο την κάπαν και τον τορβάν του, ενώ παρέκει εις την μάνδραν πλαγιασμέναι αι αίγες ανεχάραζαν μετά κρότου όλην την νύκτα, ως να εκρατούσαν τον χρόνον εις τον παραφέντην των, ήρχιζε να φυσά και να εκβάλλει τόσον τραχείς φθόγγους από την γκάιδαν, ώστε η ηχώ μετά φόβου και σπαραγμού εδέχετο τους ήχους εκείνους εις τα βαθέα άντρα της κι ετέρπετο το ους του πάτερ Νικοδήμου, όστις μισοζαλισμένος από το ολίγον κρασί το οποίον είχε πίει δεν εβράδυνε ν’ αποκοιμηθεί υποκάτω εις τον πεύκον, ανάμεσα εις δύο σχοίνους και μίαν κομαριάν. Αντικρύ ακριβώς της κορυφής του λόφου, κάτωθεν του μικρού πευκώνος και πέραν των θάμνων της πεδιάδος, ήτο ο μέγας πεύκος παρά την ρίζαν του οποίου ευρίσκετο η σκηνή του κ. Βίλελμ Βουντ. Ο Γερμανός ιατρός καθήμενος, άμα ενύχτωσεν, έξωθεν της σκηνής του, ενωτίζετο εξησθενημένους οπωσούν από την απόστασιν, χρωματισμένους από την ηχώ, τους σπαραστικούς φθόγγους της γκάιδας οίτινες δεν του εφαίνοντο πολύ δυσάρεστοι. Εκάπνιζε μετά μορφασμών και συχνά πλαταγισμού των χειλέων το μακρόν τσιμπούκι του με τον ηλέκτρινον μαμέν, απέπνεε πυκνά νέφη καπνού κολλώντα εις τον παχύν καστανόν μύστακά του και ανερχόμενα εις το φύλλωμα του πεύκου, το συρίζον μελωδικώς από το φύσημα της αύρας της νυκτερινής, έτεινε το ους, ήκουε τους τραχείς μεμακρυσμένους ήχους, εγέλα μοναχός του και έλεγε:

-        Κείνο το Αγκόρτζα είναι πάλι… Ντιάολο!… Πώς το παίζει το γκάιντα…Πίνει,

 πίνει κρασί και κάνει κέφι το ντιάολο!… Κάτε βράντυ, κάτε βράντυ… όρεξη που την έχει.

   Εκάγχαζεν, ερρόφα δύο ή τρεις ραγδαίας εισπνοάς καπνού και είτα επέφερε:

-        Κα-λά. Αυτό είναι ζωή!… Να, αυτή ζωή μ’ αρέσει εμένα… φυσική ζωή… ντι

Νατούρ… ντας Λέμπεν… ντας ιστ, ντας Λέμπεν !

 

 

   Εάν ευρίσκετο ακόμη η Σκεύω εις το σπιτάκι της, σύρριζα εις τον βράχον, σιμά εις τες Πλάκες, απάνω από τον παλαιόν και όμοιον με μοναστηριακόν, τον τρίπατον αρσανάν του γερο-Μαθινού, και ανέπνεε την αύραν την εσπερινήν την οποίαν θα της έφερεν ο μπάτης, αμιγή από μολύσματα και από αναθυμιάσεις ανθρωπίνων δεινών και αθλιοτήτων, θα ήτο εις θέσιν να γνωρίζει περισσότερα σχετικώς με τους ανεξηγήτους θορύβους τους οποίους ήκουσε και με τας υπόπτους κινήσεις τας οποίας είδε την προηγουμένην νύκτα, και δεν θα είχεν ανάγκην να ερωτήσει άλλον όπως εύρει την λύσιν του αινίγματος. Ενθυμείτο ακόμη την πρωίαν της ημέρας εκείνης, καθ’ ην είχεν εξυπνήσει και είχεν ιδεί το καράβι εκείνο, το αραγμένον παραδόξως ανάμεσα εις τα δύο νησιά, το οποίον την εξέπληξε τόσον, και της άφησε τοιαύτην εντύπωσιν, ως να ήτό τι το οποίον ιδιαιτέρως την ενδιέφερε. Και αφού μετά πολλούς δρόμους ημπόρεσε να μάθει ατελή τινα περί των διαταχθέντων μέτρων, προς αποκλεισμόν της φοβεράς επιδημίας, ενθυμείτο την εσπέραν όταν επέστρεφεν από την παραθαλάσσιον οικίαν της συγγενούς της, της Γερακίνας, και όταν μία κλήρα από μέσα από μίαν βάρκαν της εφώναξε της εφώναξε: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! Ο γυιος σου είναι άρρωστος από χολέρα!»… Πώς ελαχτάρισε τότε η ψυχή της και πώς έλυωσεν η καρδούλα της, και τι μαρτύριον υπέφερεν έως να εύρει ησυχίαν, ήτις ησυχία συνίστατο δι’ αυτήν εις το να «πέσει στη φωτιά μέσα», και εις το να τρέξει τολμηρώς προς τον κίνδυνον, ή του ύψους ή του βάθους. Και το παραδοξότερον της συμπτώσεως ήτο, ως εγνώσθη τώρα, ότι εις το ξενικόν εκείνο καράβι, το οποίον ήτο εκ των πρώτων ελθόντων, ευρίσκετο πράγματι ο Σταύρος όστις είχεν απομείνει από το πατριωτικόν, ευθύς ως έγραψε την τελευταίαν επιστολήν εις την μητέρα του, και είχε μβαρκάρει με το ξένον, επάνω εις το οποίον αρρώστησε κατά τον διάπλουν. Και η επίμονος προσήλωσις της Σκεύως εις το πλοίον εκείνο ήτο ως μυστηριώδες προαίσθημα της εκεί παρουσίας του.

   Εις το σπιτάκι εκείνο το οποίον ήτο ως φωλεά γλάρου κτισμένον επάνω εις θαλασσόπληκτον βράχον, εάν ευρίσκετο ακόμη η Σκεύω, θα έβλεπεν επίσης πολλήν κίνησιν και θα ήκουε μέγαν θόρυβον κατ’ αυτήν εκείνην την νύκτα, αλλά τάχιστα θα εμάνθανεν από τες γειτόνισσες το τι συνέβαινεν. Ευτυχείς υπήρξαν την ιδίαν νύκτα η Βγενιώ η Αλαφίνα, η Μαρία η Πεπερού και η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, αίτινες όχι μόνον είδαν και ήκουσαν, αλλ’ έλαβαν μέρος εις τας νυκτερινάς σκηνάς. Διότι τάχστα έλαβον είδησιν αυταί, καθώς και οι άνδρες της αγοράς και όλον το χωρίον περί των οκτώ ή δέκα λέμβων, όσαι επλησίασαν νύκτα εις τες Πλάκες με υπόπτους σκοπούς.

   Την πρώτην είδησιν έδωκεν ο Λάζαρος ο Γκέγκες, ο κλητήρ της δημαρχίας, ισόβιος αρχηγός της νυκτερινής πολιτοφυλακής, παίρνων τους περισσοτέρους ύπνους του δι’ όλου του έτους επί της μπαγκέτας, έμπροσθεν του καφενείου του μπάρμπ’ Αναγνώστη, επί της πεζούλας, υπό την μεγάλην συκαμινιάν έμπροσθεν του μαγαζείου του Δημητριάδη, και ενίοτε υπό τας κολώνας του αφράκτου νάρθηκος των Τριών Ιεραρχών. Την εσπέραν εκείνην, αφού εσήμανε την ώραν της βάρδιας, και όλοι οι άνθρωποι είχον αποσυρθεί εις τας οικίας των ν’ αναπαυθώσιν, έφερε μίαν βόλταν με τους τρεις συντρόφους του, των οποίων ήτο η σειρά να φυλάξωσι την εσπέραν εκείνην, προς το ανατολικόν μέρος της νήσου. Εκεί, ο Λάζαρος ο Γκέγκες είδε με το εξησκημένον όμμα του έν ή δύο μαυράδια αποσπώμενα εις το σκότος ανάμεσα εις τα δύο νησιά, ανοικτά από τον Άγιον Φλώρον, και κινούμενα βορειοδυτικώς προς την διεύθυνσιν της πόλεως, προς τον μέγαν μεσημβρινοδυτικόν λιμένα. Ακολούθως τα δύο μαυράδια έγιναν τρία, τα τρία τέσσαρα, και τα τέσσαρα οκτώ ή εννέα. Και όσον εκινούντο βορειοδυτικώς, τόσον εμαύριζαν, και τόσον διεκρίνοντο εις την αντάγειαν της πυκνής αστροφεγγιάς, επί της στρωτής οθόνης του φωσφορίζοντος κύματος. Ο μπαρμπα-Λάζαρος έγινεν αμέσως σύννους, έκυψε προς την γην, έστριψε προς τα κάτω τον μύστακά του, κατεβίβασε προς τας οφρύς το ημιστρόγγυλον φέσι του με την «γαλίπαν», την φούνταν την κοντήν και στριμμένη, και δεν είπε λέξιν εις τους συντρόφους του.

   Έρριψεν ακόμη έν παρατεταμένον βλέμμα εις το ύποπτον φαινόμενον, και είδε τα μαύρα σημεία ότι όσον επροχώρουν εμεγεθύνοντο εις την όρασιν, και τα είδεν ότι είχαν βάλει πλώρην εις την δυτικήν εσχατιάν της πόλεως, κατά τες Πλάκες.

   Τότε δεν εδίστασε πλέον, και ύψωσε το φέσι του προς τα επάνω, έστριψε προς τα άνω τον μακρόν και παχύν μύστακά του, και αφού έστειλεν ένα των ανθρώπων μυστηριωδώς να εξυπνίσει τον δήμαρχον, αυτός διηυθύνθη προς τον ναόν των Τριών Ιεραρχών, και κρεμασθείς εις το σχοινίον του κωδωνοστασίου, ήρχισε να σημαίνει θορυβωδώς και παρατεταμένως την μεγάλην καμπάναν.

   Ο ευσυνείδητος, αλλά και διπλωματικός κλητήρ είχε σκεφθεί ως εξής: «Δεν μπορεί να πει ο δήμαρχος ότι δεν τον ειδοποίησα. Όσο να ξυπνήσει ο δήμαρχος και να του περάσει το μαχμουρλίκι, ημπορεί να γίνει ό,τι γίνει, αν είναι γραφτό να γίνει. Εν τω μεταξύ σημαίνω εγώ την μεγάλη καμπάνα, για να πάρει χαμπάρι ο κόσμος να ξέρει τι τρέχει, να πάρει την απόφασή του, και ο κύριος δήμαρχος ας πάει να κάμει τα παράπονά του… στο δήμαρχο… »

 

 

   Ήτο ενδεκάτη ώρα.

Αφού εκρούσθη επί τινα λεπτά ο κώδων και διεκόπη επ’ ολίγα δευτερόλεπτα, διά ν’ αρχίσει θορυβωδεστέρα η κλαγγή του μετά τινας στιγμάς, ήρχισαν ν’ ακούωνται εδώθεν κι εκείθεν μετά τριγμών και κρότων παράθυρα ν’ ανοίγωνται καί τινες κεφαλαί με λευκοχίτωνα στήθη και ώμους να προκύπτωσι διά των ανοιγμάτων.

   Είτα θύραι ήρχισαν να τρίζωσι περί τους στροφείς, δούπος βημάτων ηκούσθη εις τα λίθινα σκαλοπάτια, και άνθρωποι ημιενδυμένοι κατέβησαν εις την αγοράν.

   Τι είναι; Τι είναι; –Εις τους πρώτους ελθόντας ο μπαρμπα-Λάζαρος επρόφθασε να δείξει δι’ αφώνου νεύματος τα μαύρα σημεία τα οποία είχε παρατηρήσει προ μικρού μεγεθυνόμενα, και τα οποία, ολονέν κινούμενα προς το δυτικόν μέρος του λιμένος, επλησίαζον ήδη να κρυφθώσιν όπισθεν της γωνίας της πόλεως, την οποίαν σχηματίζει η προεξοχή της συνοικίας της Σπηλιάς και του Μώλου.

   Κραυγαί φόβου, απειλής και αγανακτήσεως ήρχισαν ν’ ακούωνται μεταξύ του πλήθους, καθόσον τούτο εξωγκούτο, προσερχομένων και άλλων αστών εκ των οικιών των. Μερικοί, χωρίς να ηξεύρωσι τι τρέχει, είχον φέρει από τας οικίας των τα κυνηγετικά των όπλα, τας μονοκάννους ή δικάννους φιλίντας των, άλλοι τας παλαιάς των πιστόλας, καί τινες μεγάλα πλατύστομα τρομπόνια. 

   Ο μπαρμπα-Λάζαρος δεν τους επέπληξε διότι είχον οπλισθεί. Επειδή όμως οι πλείστοι δεν είχον όπλα, είς τινας αυτών έδωκε μερικά σκουροτούφεκα, τα οποία υπήρχον έκπαλαι εις την δημαρχίαν και τα οποία εχρησίμευον κυρίως προς οπλισμόν της πολιτοφυλακής ή νυκτερινής περιπόλου.

   Διά μιας οι άνθρωποι ήρχισαν να τρέχωσι προς την επάνω ενορίαν, ασθμαίνοντες διά ν’ αναβώσι τον στενόν ανηφορικόν δρόμον, με το στιλπνόν και ολισθηρόν λιθόστρωτον. Τα υποδήματα εκρότουν επί του λιθοστρώτου εωσού έφθασαν έξωθεν του σπιτιού του Παπαργυρού, κολοσσαίου όγκου ισταμένου εις την κορυφήν του βράχου, εις το πλάγι του οποίου τα άλλα σπιτάκια ολόγυρα εφαίνοντο ως φελούκια σιμά εις μέγα επιβλητικόν μπάρκον. Δίπλα εις του Παπαργυρού το σπίτι, το υψηλόν κωδωνοστάσιον της επάνω εκκλησίας, της Παναγίας της Λιμνιάς, ίστατο ως σκοπός σιμά εις την σκοπιάν του.

   Δίπλα εις το θεόρατον κτίριον, το οποίον ίστατο εκεί από τεσσαρακονταετίας ατελείωτον και ακατοίκητον δι’ όλου σχεδόν του έτους χρησιμεύον μόνον το θέρος διά να καταλύει, όταν επεσκέπτετο τον τόπον, εκτελών την περιοδείαν του ο άγιος Δεσπότης – ήτο η οικία του δημάρχου, όστις είχεν εξυπνήσει αρτίως και ήκουε τον θόρυβον του διαβαίνοντος πλήθους, ετοιμαζόμενος να εξέλθει. Τον είχεν εξυπνίσει, προ μικρού ελθών, ο απεσταλμένος του Γκέγκε, του κλήτορος της δημαρχίας. Ο δήμαρχος εφόρεσε το πανωβράκι του, έλαβε την μακράν χονδρήν μπαστούναν του, και ήρχισε να καταβαίνει τα σκαλοπάτια της εσωτερικής ξυλίνης σκάλας, ενώ η κυρά δημαρχίνα, εξυπνήσασα αρτίως και αυτή, εφώναζεν από τον άλλον θάλαμον:

-        Για πού, ώρα σ’ καλή, καπετάνιο μ’; Πού θα πας τέτοια ώρα;

-        Κοιμήσου, Φλωρού! έγρυξε με βραχνήν φωνήν ο δήμαρχος, όστις ήτο όλος δυσθυμία, διότι του έκοψαν αποτόμως τον πρώτον ύπνον.

   Είτα επρόσθεσε φιλοσοφικώς, ως προς εαυτόν αποτεινόμενος:

-        Όποιος θέλει να σάσει το χωριό, χαλνάει το κεφάλι του.

   Και κατήλθεν εις την αυλήν του, την στρωτήν με στιλπνά χαλίκια, κα φυτευτήν με λεμονέας, με ροιάς και στολισμένην από γάστρας ανθέων, ενθυμούμενος τους χρόνους εκείνους, τους οιχομένους διά πάντοτε, όταν έκαμνε τα πλουτοφόρα ταξίδια εις την Μαύρην Θάλασσαν κι απάνω εις τον Ποταμόν, και όταν εκουβαλούσε, κατά τον κοινόν λόγον, με τες κόφες τα τάλληρα από τα ταξίδια της Ρωσίας. Εάν δεν επεχείρει το τελευταίον του τολμηρόν ταξίδιον εις τον Ωκεανόν, όπου εχρειάζετο να δεθεί τις με χονδρούς κάλως εις το κατάρτιον του πλοίου διά να μη τον σαρώσει η τρικυμία, και αν δεν ετινάζετο από τα κύματα τα εισπηδώντα επάνω εις την κουβέρταν, ώστε να κτυπήσει κακά εις την κεφαλήν και τον κορμόν κατά της χονδρής μπούμας προς την πρύμνην, δεν θα εδέχετο ποτέ το αξίωμα το οποίον του είχον προσφέρει αυθορμήτως – πράγμα σπάνιον, αληθώς – οι συμπολίται του.   

 

 

   Το πλήθος, αφού έφθασεν εις την γωνίαν του σπιτιού του Παπαργυρού, εδιχάζετο, και άλλοι εξηκολούθουν ν’ ανέρχωνται προς τα άνω, όπως φθάσωσιν εις τον ανοικτόν κάμπον υψηλά, εις την Αγίαν Τριάδα, διά να κατοπτεύσωσιν εκείθεν τας λέμβους τας ερχομένας, άλλοι εστρέφοντο προς τα αριστερά, διά να φθάσωσι ταχύτερον εις τες Πλάκες, και τούτων τα βήματα είχεν ακούσει ο δήμαρχος.

   Δεν είχεν απομείνει, κατά τα φαινόμενα, άνθρωπος από όσους είχαν πλαγιάσει, όστις να μην εξύπνησε, και δεν είχεν απομείνει από όσους δεν είχαν πλαγιάσει ακόμη, κανείς όστις να μην έτρεξε και να μην επετάχθη έξω της οικίας του. Από τας απωτέρας και πτωχοτέρας συνοικίας είχαν φθάσει ο Δημήτρης ο Ντούσκος, ποιμήν βόσκων ολίγας αμνάδας, όστις ποτέ εν καιρώ ημέρας δεν είχε κατέλθει εις την αγοράν· έφθασε φέρων την μαγκούραν του την ποιμενικήν και την κάπαν του, έτοιμος να λάβει μέρος εις την μάχην υπέρ της σωτηρίας της πόλεως· και ο Σταμάτης ο Μπλατσίνης, και ο Δημήτρης ο Στόγιος και άλλοι αγροδίαιτοι, πρόθυμοι να λάβωσι μέρος εις πάσαν ενέργειαν, αν και δεν ήξευραν περί τίνος επρόκειτο· και ο Γιάννης ο Μανίκας προσήλθεν επίσης με πολεμικήν διάθεσιν, μένεα πνέων κατά των υποτιθέμενων εχθρών. Και τον Αργυράκην της Τριανταφυλλιάς τον είχεν εξυπνίσει με πολλήν δυσκολίαν η γυναίκα του, η Τριανταφυλλιά, η φουρνάρισσα, και τον παρεκίνησεν επιτακτικώς να τρέξει κάτω εις την αγοράν να μάθει τι γίνεται, και να έλθει πάλιν οπίσω, διά να την πληροφορήσει και αυτήν περί των συμβαινόντων. Ο Αργυράκης έφθασε τρίβων τους οφθαλμούς και μισοκοιμώμενος εις τον δρόμον, αλλά με όλας τας προσπαθείας του δεν κατώρθωσε να μάθει σχεδόν τίποτε, διότι εν εκάστω των ομίλων τους οποίους συνήντησεν εις την αγοράν ωμίλουν οι άνθρωποι μεταξύ των, και δεν απήντων εις τας ερωτήσεις αυτού. Λοιπόν από όλας τας ομιλίας, όσαι εγίνοντο, μόνον άκρες-μέσες ημπόρεσε ν’ ακούσει. Ο Αργυράκης της Τριανταφυλλιάς απελπισθείς να μάθει περισσότερα, έτρεξεν ασθμαίνων οπίσω προς την γυναίκα του:

-        Ε! τι έμαθες, Αργύρη;

-        Είναι κόσμος, κόσμος… κάτω στη πιάτσα… στον Αι-Γιάννη απ’ όξου… στην

κολώνα μπροστά…

-        Και τι λέγανε;

-        Να, ο κλήτορας της δημαρχίας σήμανε την καμπάνα.

-        Την ακούσαμε. Ύστερα;

-        Να, μαζώχτηκε κόσμος…

-        Μου το είπες αυτό… ύστερα;

-        Ο κλήτορας έστειλε το Γιάννη το Μαστοράκη, για να ξυπνήσει το δήμαρχο.

-        Αλήθεια; - ύστερα;

-        Και είναι κόσμος μαζωμένος… και κουβεντιάζουν αναμεταξύ τους.

-        Μου το είπες τρεις φορές αυτό. Και τι γίνεται;

-        Ο κόσμος αρχίσανε να τρέχουνε στον Επάνω Μαχαλά, κατά την Αγία

Τριάδα…

-        Και δεν πήες και συ!

-        Δε μου ’πες να πάω, Τριανταφυλλιά.

-        Και δεν μπόρεσες να μάθεις τι τρέχει;

-        Να, λέγανε πως θα τρέξουνε πίσω κατά τες Πλάκες να τους προφτάσουνε, να φύγει το κακό.

-        Ποιο κακό;

-        Δεν κατάλαβα… μα πρέπει να είναι κλέφτες.

    -   Να μην έρχωνται οι χολεριασμένοι απ’ τον Τσουγκριά, για να πάρουν πράτιγο με το στανιό;

-        Καλά λες, αυτό θα είναι, είπε συλλογισμένος ο Αργυράκης· κι εγώ δεν το

κατάλαβα.

-        Γλήορα, να τρέξεις πίσω, σκυλί, είπεν η Τριανταφυλλιά… πάρε και το ραβδί

σου μαζί… να πας να μάθεις, κι ύστερα να ’ρθεις να μου πεις.

   Την ιδίαν στιγμήν καθ’ ην ωμίλει η σύζυγος του Αργυράκη, ηκούσθη και εις την απωτέραν εκείνην συνοικίαν η κραυγή, ήτις είχεν αρχίσει να επαναλαμβάνεται προ μικρού αλλαχού της πόλεως:

-        Μας φέρνουν την χολέρα! ξυπνάτε, παιδιά!

   Αι κραυγαί αύται εξύπνισαν και όσους δεν είχαν εξυπνήσει ακόμη από τον ήχον του κώδωνος.

 

 

   Πρώτη εις όλην την γειτονιάν, απάνω εις τες Πλάτες, είχεν εξυπνήσει η Βγενιώ η Αλαφίνα, ήτις ήνοιξε μετά κρότου πέρα-πέρα το μέγα και πλατύ, το κυανούν χρωματισμένον παράθυρον, και απλώσασα τους ογκώδεις ανδροπρεπείς βραχίονάς της, με τα μανίκια της άσπρης βαμβακερής φανέλας ολίγον κάτω του αγκώνος φθάνοντα, με το κόκκινον υποκάμισον συμμαζευμένον περί την μασχάλην, εστήριξε τας πλατείας χείρας της επί του θριγκού, φωνάζουσα, διά να εξυπνίσει την Μαρίαν την Πεπερού.

   Εκ των φωνών της Βγένας εξύπνησε πρώτη η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, διότι εχρειάζετο κανόνι διά να ταράξει τον ύπνον της Μαρίας της Πεπερούς, και το κανόνι το οποίον ευρίσκετο από παλαιόν καιρόν μέσα εις το Μπούρτσι ήτο σκωριασμένον και άχρηστον δυστυχώς από πολλού.

-        Τι τρέχει, γειτόνισσα;

-        Μας φέρνουν τη χολέρα!

   Η Βγένα η Αλαφίνα είχεν εννοήσει αμέσως τι τρέχει. Το παράθυρόν της έβλεπε προς τη θάλασσαν, και είχεν ιδεί τας λέμβους αίτινες έπλεον προς τα εδώ.

-        Ποιος θα μας την φέρει;

-        Ποιος! Οι χολεριασμένοι απ’ τον Τσουγκριά.

-        Πού ’ν’τοι;

-        Για κοίταξε! Έρχονται πενήντα βάρκες.

   Είτα επειδή της εφάνησαν ολίγαι όσας είπε, προσέθηκε:

-        Πενήντα! Θα είναι ως εκατόν είκοσι!

   Ακολούθως μεταμεληθείσα διότι είπε βάρκες και δεν είπε καράβια, εζήτησε μέσον τινά όρον όπως διορθώσει το πράγμα:

-        Βάρκες! Είναι σωστές σκαμπαβίες… είναι μεγάλες σα σκούνες!

   Η Ζαχαρού η φουρνάρισσα εκοίταξε και άμα είδε τα μαύρα σημεία να μηκύνωνται, φαινόμενα κολλητά το έν με το άλλο επί της θαλάσσης, προσέθηκε:

-        Παναγία μου! είναι μακριές σαν τράτες…

-        Τράτες! Τι λες; διώρθωσεν οργίλως η Βγενιώ· είναι ψηλές σαν καβαρδίνες!

   Την στιγμήν εκείνην εξύπνησε τέλος και η Μαρία η Πεπερού, ήτις εξήλθεν από το ισόγειον σπιτάκι της τρίβουσα τους οφθαλμούς. Κατόπιν της εξήλθε, με κοντόν φουστανάκι και με γυμνάς κνήμας και πόδας γυμνούς, το Δεσποινιώ, η μικρά κόρη της.

-        Τι είναι; Τι τρέχει;

   Η Βγένα η Αλαφίνα δεν εδίστασε πλέον, και έκρινεν ότι ήτο καιρός να προβιβάσει τες βάρκες εις τα καράβια.

-        Τα καράβια τα χολεριασμένα έρχονται απ’ τον Τσουγκριά… Πενήντα

κομμάτια καράβια!

   Η Πεπερού εκοίταξε και δεν ηδύνατο να ίδει τίποτε, διότι εμισοκοιμάτο ακόμη. Το Δεσποινιώ η κόρη της, κρατούσα αυτήν από την φουστάναν, έβλεπε τες βάρκες και έλεγε:

-        Να τα, να τα! Κοίτα, μάννα!

   Αι τρεις γυναίκες εκινήθησαν να φθάσωσι προς τες Πλάκες, ακολουθούσαι το πλήθος, το οποίον διήρχετο. Ο Αλέξης και ο Μιχάλης, ο υιός της Πεπερούς και ο υιός της Αλαφίνας, είχον εξυπνήσει, και έτρεξαν ακολουθούντες τους άνδρας να ίδωσιν.

   Η Πεπερού έλεγεν εις την κόρην της:

-        Σύρε να κοιμηθείς εσύ… Κάτσε στο σπίτι.

   Η Δεσποινιώ την εκράτει καλά από το φουστάνι και έτρεχε κατόπιν της λέγουσα:

-        Φοβώμαι… φοβώμαι μοναχή μου, μάννα!

 

 

   Το πλήθος είχε φθάσει εις το ύψος του βράχου, πέραν του οποίου σχηματίζεται η στενή προεκβολή του λαιμού των Πλακών εντός της θαλάσσης. Άνω τα άστρα του ουρανού έλαμπον εις το ύψος του στερεώματος ή έτρεμον σβήνοντα εδώ κι εκεί, και ο γαλαξίας έλουε με αβρόν αργυρόχρουν φως τα ουράνια δώματα, και έζωνε την μέσην του ουρανού, ως να έστρωνε με ακήρατα άνθη τον δρόμον του απείρου εις τα αόρατα πνεύματα των μακάρων. Και ο τριάστερος Πήχυς ίστατο μυστηριώδης επάνω εις το στερέωμα, ακατανόητον όργανον το οποίον ετέθη εκεί ως διά να εξακολουθεί να μετρεί εσαεί το άπειρον διά του αιωνίου. Και αι Άρκτοι η μία και η άλλη έλαμπον με γλυκύ φως μειδιώσαι εις τα προσφιλή πελάγη, και το άστρον του Βορρά εδείκνυε τον Πόλον εις τους αγαπημένους του θαλασσινούς, οίτινες έχουσιν αυτό μόνην συντροφίαν και μόνον αιθέριον φάρον παρηγορούντα αυτούς εις τον δρόμον των, και αν όλα τα λαμπρά άστρα χαθώσι προς καιρόν εις τους οφθαλμούς των, και αν όλοι οι μυστηριώδεις λύχνοι συγκαλυφθώσιν από τα νέφη. Η Πούλια είχεν υψωθεί τρία κοντάρια υψηλά ανερχόμενη εξ ανατολών προς το μεσουράνημα, χρυσή κλώσσα με τα πουλιά της, καταστερεωθείσα και αθανατισθείσα θεία νεύσει, διά να διδάσκει την οικογενειακήν συνοχήν και αρμονίαν εις τους δειλαίους θνητούς, οίτινες γεννώνται διά να χάσκωσι προς καιρόν αναβλέποντες εκεί επάνω, και διά να συγκαλύπτει χρονίως του θανάτου η νυξ τους οφθαλμούς των εις το υποχθόνιον σκότος. Ελαφρά αύρα έσειε γύρω εις τα προαύλια και τους κήπους των οικιών τους κλώνας των δένδρων, και η θάλασσα κυανή και μαύρη, απλουμένη κάτωθεν του βράχου, εμορμύριζεν ελαφρώς πλήττουσα τους βράχους.

   Το πλήθος ήρχισε να θορυβεί και να κραυγάζει, ενώπιον του θεάματος το οποίον επαρουσιάζετο τώρα φανερά εις τας όψεις του υπό την αστροφεγγιάν της νυκτός εκείνης. Ο δήμαρχος, άμα εξυπνήσας, είχε κατέλθει προς την αγοράν, διά να συνεννοηθεί με τας άλλας αρχάς, και δεν είχε φανεί ακόμη επάνω εις τες Πλάκες, όπου είχε τρέξει ο πολύς κόσμος. Αλλ’ αφού μάτην περιέμεινεν επί ημίσειαν ώραν την εμφάνισιν του λιμενάρχου, του υγειονόμου και του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, των οποίων αι οικίαι ήσαν εις το άλλο άκρον της πόλεως, το ανατολικόν, και αργά μεν εστάλη προς αυτούς η είδησις, εβράδυναν δε φυσικώ τω λόγω να εμφανισθώσιν, ο δήμαρχος απεφάσισε ν’ αναβεί ο ίδιος εις τες Πλάκες, εις το δυτικόν μέρος της πόλεως. Είχε δώσει ήδη εις τον κλητήρα και τους πολιτοφύλακας διαταγάς να προτρέψωσι τους ανθρώπους, όπως μείνωσιν επιτηρούντες μόνον το επίκαιρον προς απόβασιν μέρος, και μη επιχειρήσωσι βιαιοπραγίαν τινά, ειμή εν εσχάτη ανάγκη και εν περιπτώσει αποπείρας προς αποβίβασιν.

   Υπάρχει, νομίζω, απόφθεγμά τι, καθ’ ο ο όχλος έχει δύο ώτα, διά να εισέρχωνται αι νουθεσίαι διά του ενός και εξέρχωνται διά του άλλου. Το πλήθος ήκουσε την διαταγήν του δημάρχου, αντελήφθη καλώς της εννοίας της, και έπραξεν ακριβώς το εναντίον του προσταττομένου. Τα φανέντα εις την θάλασσαν μαυράδια, τα κινούμενα ολονέν προς την διεύθυνσιν του βράχου, εις το όπισθεν μέρος της πόλεως κατά τες Πλάκες, είχον πλησιάσει τόσον, ώστε εφαίνοντο ήδη ότι ήσαν λέμβοι, πλέουσαι διά συντόνου κωπηλασίας προς την ξηράν, ογκώδεις και μαυρίζουσαι υπεράνω του κύματος, πλήρεις ανθρωπίνου φορτίου. Μόλις η πρώτη τούτων είχε φθάσει εντός βολής από του τελευταίου χθαμαλού βράχου, κάτω εις τον Μύτικα, ανοικτά από το Κατεργάκι, και μεγάλοι λίθοι και χονδροί χάλικες και βώλοι χώματος ήρχισαν να εκσφενδονίζονται προς το πέλαγος.

   Η πρώτη προφυλακή του όχλου είχε φθάσει κάτω εις τον αιγιαλόν, επί των αλικτύπων μαρμάρων, σιμά εις το κύμα, και η ουραγία εσάλευεν ακόμη επάνω εις το ύψος του κρημνού, υπεράνω της στέγης του αρσανά των Μαθιναίων, ανάμεσα εις τα τελευταία σπιτάκια, τα κτισμένα σύρριζα εις τον βράχον. Βοή και αλαλαγμός ηκούετο, και η οργή του πλήθους εκόχλαζε μετ’ αγρίων κραυγών βράζουσα, απολυομένη εξ εκατοντάδων στομάτων μετά φρυαγμού οργίλου, διαθέουσα μετά παφλασμού τας τάξεις του όχλου και κορυφουμένη μετ’ αφρού και θολής άχνης επάνω, εις το ύψος του βράχου. Εκ τοσούτων κραυγών οργής, μίσους και αγωνίας διεκρίνοντο κάπου αι λέξεις «φονιάδες! φέρνετε τη χολέρα»· «θα μας πεθάνετε!… » ως μικρόν καταληπτόν περιθώριον εις κατάμαυρον και ακατανόητον σελίδα βιβλίου. Η χάλαζα των λίθων ήρχισε να πίπτει ήδη άφθονος μετά πλαταγισμού εις το κύμα, καί τινες των λίθων αντήχησαν με σκληρόν δούπον πλήξασαι τας πλευράς της βάρκας, ενώ άλλοι δεν ανάδωκαν ακουστόν κρότον, αλλ’ έπεσαν κωφά, εις τους βραχίονας και τους ώμους των ανθρώπων, των επιβαινόντων της φελούκας. Ο κυβερνήτης της πρώτης βάρκας ενόησε τότε ότι είχε βιασθεί να προτρέξει όλων των άλλων λέμβων, και διέταξε σία. Οι κωπηλάται εσιάρισαν και δι’ ολίγων προς τα οπίσω ειρεσιών, η φελούκα έφθασεν εκτός βολής από τον άκρον χθαμαλόν βράχον της ακρογιαλιάς.

   Προφανώς, ο κυβερνήτης της λέμβου δεν είχε παρατηρήσει την κάθοδον των ανθρώπων εις το άκρον μάρμαρον των Πλακών. Αναμφιβόλως, αυτός και οι άλλοι επιβάται των λέμβων, θα είχον αντιληφθεί εκεί υψηλά, εις την κορυφήν του κρημνού, την παρουσίαν του πλήθους και θα είχον ακούσει τον συγκεχυμένον θόρυβον. Αλλ’ η πρωτοπορία του όχλου είχε κατέλθει διά του κρυφού κοχλιοειδούς μονοπατίου κάτω εις τον άκρον αιγιαλόν, και η παρουσία των ανθρώπων τούτων εκεί κάτω εις απόστασιν ολίγων οργυιών από την πρώτην βάρκαν, τους είχεν εξαφνίσει, ως πράγμα απρόοπτον, και σχεδόν μυστηριώδες.

   Η πρώτη βάρκα, αφού ανέκρουσε πρύμναν και απεμακρύνθη δέκα οργυιάς παραπάνω, εστάθη κι εφαίνετο να περιμένει τας άλλας συντρόφους της. Η δευτέρα έφθασε πλησίον της μετ’ ολίγον, κι εστάθη εις το πλάγι της. Φαίνεται ότι έστησαν συμβούλιον εκεί επί της θαλάσσης. Αι άλλαι συντρόφισσαι λέμβοι έφθασαν μετ’ ου πολύ πλησίον των δύο πρώτων, και το συμβούλιον έγινε γενικώτερον, και προσέλαβε το κύρος της ολομελείας.

   Η ανακωχή, η επελθούσα ευθύς μετά την πρώτην αψιμαχίαν, διήρκεσεν επί πολύ. Έξω εις τες Πλάκες οι άνθρωποι συνεσώρευον λίθους και βώλους γης και άμμον, καί τινες σκληροί κρότοι ηκούσθησαν εδώ κι εκεί εις τας τάξεις του πλήθους. Οι κρότοι ούτοι ωμοίαζον πολύ με τον κρότον υψουμένης σκανδάλης τουφεκίου ή πιστόλας. Εις τους κρότους τούτους απήντησαν άλλοι παραπλήσιοι κρότοι υπεράνω του κύματος, από μέσα από τας λέμβους.

   Φαίνεται, και είναι επόμενον, ότι υπήρχον δύο γνώμαι επικρατέστεραι επάνω εις τας λέμβους. Η μία τούτων ήτο ότι ώφειλον να υποχωρήσωσιν. Η άλλη ήτο ότι έπρεπε να προβώσι και επιχειρήσωσι την απόβασιν, αντί πάσης θυσίας. Επειδή οι εισηγηταί αμφοτέρων των γνωμών τας διεξεδίκουν πεισματωδώς και ουδετέρα υπεχώρει εις την ετέραν, το συμβούλιον παρετείνετο επί μακρόν.

   Τέλος η τόλμη εφάνη ότι ενίκησε την φρόνησιν, και αι λέμβοι ήρχισαν να κινώνται όλαι ομού, κατά μέτωπον προς την ξηράν. Τότε οι σκληροί κρότοι της σκανδάλης επληθύνθησαν, και η χάλαζα των λίθων ήρχισε να πίπτει εις τα κύματα, πολύ πριν αι λέμβοι φθάσωσιν εντός βολής.

   Είτα μία φωνή ηκούσθη:

-        Μη ρίχνετε! μη ρίχνετε! μην πετάτε τες πέτρες στο γιαλό.

   Ο ούτω κράξας ήτο εκείνος ον η ιδία νυξ ανέδειξεν αρχηγόν της. Ο όχλος, τυφλός από το σκότος και τυφλός από τον θυμόν, είχε φθείρει μέγα μέρος των πολεμοφοδίων του, πετών αυτά ασκόπως. Ο άνθρωπος όστις εξέφερε το αυθόρμητον εκείνο πρόσταγμα, προσέθηκε μετά σαρκασμού:

-        Είναι φόβος μη μολώσετε την θάλασσαν…

  Ο λαός ενόησε την σκέψιν του και εσταμάτησε.

-        Μη ρίξει κανένας, αν δεν ρίξω εγώ, προσέθηκεν ο άνθρωπος.

   Δεν εχρειάζετο περισσότερον διά να χρισθεί αρχηγός. Ο άνθρωπος εκείνος εκαλείτο Γιώργος Δ. Καραγιώργος, και εφημίζετο ως αισθηματίας. Ήτο βραχύς το σώμα, με ογκώδη κεφαλήν, με πλατέα λάσια στήθη, με τραχείαν όψιν βράχου ψημένην από τον ήλιον και την άλμην της θαλάσσης, και με χαίτην λέοντος φριξότριχα.

   Αι λέμβοι εχώρουν βραδέως, άνευ ορμής, και τούτο εφαίνετο παράδοξον, κατόπιν της αποφάσεως της βίας, ην εφαίνετο ότι είχον λάβει οι επιβαίνοντες. Αλλά πράγματι απεδείχθη κατόπιν ότι η ληφθείσα απόφασις ήτο μεικτή τις. Διότι μόλις οι πρώτοι λίθοι, αφού έδωκε το σημείον ο Καραγιώργος, έπληξαν την πρώραν μιας των λέμβων, καθώς αύται είχον πλησιάσει, και ηκούσθη φωνή εκ μιας των λέμβων εκείνης ήτις είχε πλησιάσει μεμονωμένη την πρώτην φοράν.

-        Σταθήτε!

Ο Γιώργος Καραγιώργος εστράφη προς το πλήθος και εφώναξε:

-        Μη ρίχνετε, παιδιά! ν’ ακούσωμε.

   Ο κυβερνήτης της πρώτης λέμβου, όστις είχεν έλθει εις την πρώραν και διεκρίνετο ορθός ιστάμενος, επανέλαβε:

-        Γιατί μας πετροβολάτε, παιδιά; Εμείς δεν ήρθαμε να σας φέρουμε τη

χολέρα.

   Ολολυγμός αντήχησεν, αναιρών την βεβαίωσιν ταύτην, εκ μέρους του πλήθους. Αφού ο Γιώργος Καραγιώργος επέβαλε μετά κόπου σιωπήν, ο ξένος εξηκολούθησεν:

    -  Είχατε το δικαίωμα να μας βάλετε καραντίνα, μα δεν έπρεπε να μας αφήσετε ν’ αποθάνουμε της πείνας.

   Νέος ωρυγμός του όχλου απήντησεν εις την ζωηράν ταύτην έκφρασιν. Ο ξένος το συνησθάνθη, κι εταπείνωσε τον τόνον του.

-        Σας παρακαλώ, δεν κατηγορώ σας, αλλά μερικούς άλλους…Ο λαός τι φταίει;

Όσο φταίμε μεις, άλλο τόσο και σεις…

   Ο όχλος ήκουε σχεδόν εν ησυχία.

-        Θέλουν να μας βάλουν παραπάνω καραντίνα, ας μας βάλουν. Έχουμε

εικοσιδυό μέρες σωστές. Τώρα γυρεύουν να κάμουμε άλλες δέκα. Όσοι από μας έχουν τελειωμένες τες εικοσιδυό μέρες, και έχουν καθαρισθεί, να μας αφήσουν να πάμε στη δουλειά μας, σα δε θέλουν να μας αφήσουν να βγούμε έξω στην πολιτεία.

   Ο λαός ήκουε μετά ψιθυρισμών και αμφιβόλων αισθημάτων.

-        Όσοι κοντεύουν να έχουν εικοσιδυό μέρες, ας τους μεταφέρουν το ελάχιστο

στα κάτω Λαζαρέτα, για να τους είναι εύκολο ν’ αγοράζουν ψωμί, το Κουβέρνο πρέπει να δώσει μικρή βοήθεια.

   Ο Γιώργος ο Καραγιώργος ήκουεν εν σιωπή και σκέψει. Είτα, όταν ο ξένος εφάνη ότι είπεν ό,τι είχε να είπει, του εφώναξεν:

-        Ετελείωσες;

   Ο άνθρωπος απήντησεν:

-        Ετελείωσα.

   Ο Γιώργος Καραγιώργος έλαβε τον λόγον:

    - Εάν έχεις, αδελφέ, τόσο ειρηνικά αισθήματα, ποια σου η ανάγκη να ’μβεις και συ και οι άλλοι μες σ’ αυτές τες βάρκες, άμα είδατε πως έκαμε παραέξω λιγάκι το βασιλικό, να κινήσετε να ’ρθήτε, νύχτα και σκοτάδι, για να ξεμβαρκάρετε στο χωριό μας με το στανιό; Στην εξουσία τα λες αυτά ή στο λαό; Και τι φταίει ο λαός, καθώς είπες; Ημείς εξουσία δεν είμαστε για να λάβωμε μέτρα. Και αν σας αφήνει το Κουβέρνο να πεθάνετε της πείνας, και δεν σας δίνει βοήθεια, τι φταίει το χωριό μας, τι σας φταίει ο πτωχός ο λαός; Ημείς εφωνάξαμε όλοι με μία βοή ότι πρέπει να περιποιηθούν καλά τους ανθρώπους στην καραντίνα, και, καθώς φαίνεται, δεν μας άκουσαν. Δεν λέγω πως το κάνουν επίτηδες, μα η διοίκησις είναι ρωμέικη, τι τα θέλεις;

   Ο Γιώργος ο Καραγιώργος επήρε την αναπνοήν του και είτα εξηκολούθησε:

-        Τώρα είναι δίκιο Θεού να πατήσετε νύχτα στο χωριό μας, να μας δώσετε

μεγάλο φόβο, το φόβο που μπορεί να γεννήσει τη χολέρα και χωρίς να είναι χολέρα; Είτε ετελείωσεν η καραντίνα σας είτε όχι, πρέπει να λάβετε υπομονή, αφού η αρχή λέγει ναι και όχι, και μεις καλά-καλά δε ξέρουμε αν ήρθε ο καιρός για να πάρετε πράτιγο. Γυρίστε όμορφα-όμορφα και ήσυχα-ήσυχα στο νησί μέσα κι εγώ σας υπόσχομαι το πρωί, σα ξημερώσει, να πάρω τέσσερες βάρκες να τες γεμίσω ψωμί και κρέατα και ρύζια και νερό και ρώμι και κρασί, όλα δωρεά, όλα προσφορές από μέρους του φτωχού λαού, που θα σας τα δώσει από το υστέρημά του…

   Φωναί προθύμου επιδοκιμασίας και συναινέσεως ηκούσθησαν από τας τάξεις του όχλου. Το πλήθος ήρχισε να συγκινήται.

   Ο Καραγιώργος εξηκολούθησε:

-        Να σας τα φέρω πρωί-πρωί στον κάβο του Αγίου Φλώρου, από μέρους της

φτώχειας, δώρον εις τη φτώχεια, για να περάσετε μια μέρα και ως την άλλη μέρα αι αρχαί, πιστεύω, θα πάρουν απόφαση να σας μεταφέρουν στα εδώθε λαζαρέτα, ή να δώσουν πράτιγο εις όσους από σας έχουν είκοσι δύο μέρες σωστές.

   Νέαι φωναί συγκινήσεως ήχησαν εκ μέρους του λαού.

   Αίφνης, από την δευτέραν βάρκαν, ηκούσθη φωνή λέγουσα:

-        Εμείς δεν είμαστε ζητιάνοι, για να μας φέρεις ψωμιά τουλόγου σου, να μας

τα μοιράσεις ψυχικό!

 

 

   Δεν είχον παραλείψει να συμβουλευθώσι τον ιατρόν Βίλελμ Βουντ οι πρωταίτιοι του κινήματος τούτου. Αλλά τον είχον συμβουλευθεί όχι με πεποίθησιν, αλλ’ απλώς διά τον τύπον, και διά να δύνανται να λέγωσιν αργότερα, κατά την παιδαριώδη απολογητικήν μέθοδον του ψευδομανούς όχλου, «ερωτήσαμε και το γιατρό». Ο κ. Βουντ, ως ήτο επόμενον, τους απέτρεψεν αυστηρώς να μη τολμήσωσι και το κάμωσι, και υπεσχέθη να προσπαθήσει παντί σθένει όπως γίνει τακτικώτερος εις το μέλλον ο επισιτισμός και η άλλη υπηρεσία εις τον τόπον των καθάρσεων. Αυτός και έως τότε δεν έπαυσε να φροντίζει και να γίνεται κακός με όλας τας αρχάς της νήσου, κατακραυγάζων και ελέγχων τα κακώς γινόμενα, αλλ’ έπταιεν η κακή διοίκησις.

   Οι αυτουργοί του κινήματος ήσαν είκοσιν ή τριάκοντα άνθρωποι εκ των πρώτων ελθόντων εις την καραντίναν. Ούτοι είχον διατρίψει ήδη τρεις εβδομάδας εις το έκτακτον λοιμοκαθαρτήριον. Υπήρχον πράγματι πολλά και αφόρητα δεινά. Η κακή κατασκευή των παραπηγμάτων, η βραδύτης, η ακρίβεια, και η κακή ποιότης των τροφίμων, ο φόβος, ο συνωθισμός και η πνιγμονή, η αισχροκέρδεια των καπήλων και μικρεμπόρων, όλα αυτά ομού, και εις επίμετρον τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου, τα οποία είχον αρχίσει ραγδαία, και τα πρώτα ψύχη του πνεύσαντος ευθύς ύστερον πρώτου βορρά. Το πλήθος των καθοριζομένων έπασχεν, εστέναζε και επνίγετο. Όχι ολίγους είχε θερίσει ήδη ο Χάρος, τη βοηθεία της νόσου, του φόβου, των στερήσεων, της κακοπαθείας, και άλλων θανασίμων επικούρων.

   Εις την πρώτην τριακοντάδα των συνωμοτών προσετέθησαν άλλοι τόσοι και πλείονες, οίτινες έλεγον ότι είχον συμπληρώσει είκοσι και μίαν ημέρας καθάρσεως, αλλά πραγματικώς δεν είχον περισσοτέρας των δεκαέξ ή δεκαοκτώ ημερών. Είτα και άλλοι ακόμη οίτινες περιφανώς ευρίσκοντο εκεί μόνον από δύο εβδομάδων. Αποχρώσα επιτήρησις δεν υπήρχεν, οι γέροντες και αμελείς απόμαχοι φύλακες έπασχον την όρασιν ή έκλειον τα όμματα, και κρυφά και φανερά επήρχοντο συγκοινωνία μεταξύ των διαφόρων βαθμών των καθαριζομένων.

   Όλοι ομού εζητούσαν να πάρουν πράτιγο, εζητούσαν να μετατεθώσιν εις τα κάτω Λαζαρέτα, εζητούσαν να τους δίδωνται ευθηνά ή και δωρεάν τα τρόφιμα, δεν ήξευραν τι εζητούσαν. Μετά την αποτροπήν του ιατρού, ησθάνθησαν παροδικήν αποθάρρυνσιν, και το σχέδιόν των τους εφάνη άωρον ακόμη, όθεν εκοιμήθησαν ήσυχα επί μίαν νύκτα. Είτα την άλλην εσπέραν τους εφάνη ότι ωρίμασεν αιφνιδίως, και επειδή συνέβη ενωρίς να ίδωσι την βασιλικήν ημιολίαν, ήτις εστάθμευεν εκεί, ν’ αποπλεύσει έξω του λιμένος, ένεκα ακουσθείσης φήμης τινός περί πειρατείας και ναυταπάτης εις τας βορείους ερημονήσους, είπον προς εαυτούς ότι τώρα ήτο καιρός. Την ιδίαν εσπέραν, οι συνωμόται έλαβον εννέα ή δέκα λέμβους, επέβησαν επ’ αυτών άνδρες περί τους εκατόν είκοσιν, επλατάγισαν μετά θορύβου τας κώπας πλήττοντες διά κραυγών τας ηχούς, έπλευσαν ανοικτά προς δυσμάς, διά να είναι εκτός βολής από των όπλων του στρατιωτικού αποσπάσματος του σταθμεύοντος παρά τον Άγιον Φλώρον και είτα έβαλαν πλώρην εις τες Πλάκες, κατά το απόκεντρον δυτικόν μέρος της πόλεως.

   Οφείλομεν χάριν της ακριβείας να προσθέσωμεν ότι η αρμοδία αρχή είχε προκηρύξει απ’ αρχής ότι μετά τρεις εβδομάδας ακριβώς, ήτοι 21 ημέρας, θα ετύγχανον οι άνθρωποι ελευθέρας κοινωνίας, αλλ’ όταν συνεπληρώθη διά τους πρώτους ελθόντας ο αριθμός ούτος των ημερών, εδίσταζε να εκδώσει την περί ελευθέρας κοινωνίας διαταγήν, και εσκέπτετο αν έπρεπε να μετατοπίσει τούτους εις τα Κάτω Λαζαρέτα. Φαίνεται δε ότι ωφελούμενοι εκ της ανακολουθίας ταύτης και της βραδύτητος οι τολμηρότεροι εκ των μελετησάντων το προς απόβασιν κίνημα, έπεισαν άλλους ευπίστους μεταξύ του πλήθους ότι το υγειονομείον είχεν εκδώσει ήδη τοιαύτην διαταγήν, και ότι η κοινοποίησις ταύτης παρανόμως ανεβάλλετο. Με την σφαλεράν ταύτην πίστιν ηκολούθησαν τους πρωτουργούς οι πλείστοι των επιβάντων εις τας λέμβους.

   Την επιούσαν πρωί, όταν η θεια-Σκεύω ηρώτα τον ιατρόν Βουντ να μάθει το αίτιον της νυκτερινής ταραχής, ούτος εγνώριζεν ήδη και το αποτέλεσμα.

-        Φτηνά το γλυτώσανε, να πάρει ντιάολο! απήντησεν ο κ. Βουντ. Πήγκανε στη

γκειτονιά σου, στες Πλάκες, κάτω από το βράχο για να πατήσουν ποντάρι έξω…

-        Αλήθεια! Παναγία μου! ύστερα γιατρέ;

-        Οι άλλοι χοντροκέφαλοι, οι ντικοί σας, ήτελαν να τους τουφεκίσουν.

-        Χριστός και Παναγία! τι λες, γιατρέ;

    -  Ύστερα, κάποιος ντικός σας Καραγκιώργκος, εγκύρευε να τους μονοιάσει, κι είπε να φέρει βάρκες φορτωμένες καρβέλια ψωμί να τους μοιράσει να φάνε.

-        Αλήθεια; Καλά είπε. Και γιατί δεν τα ’φερε;

-        Ύστερα, πετάχτηκε ένας απ’ αυτούς εντώ, και του λέει: «Εμείς ντεν είμαστε

ζητιάνοι, να μας ντώσεις ψυχικό τουλόγου σου».

-        Αστοχιά στο λόγο σου!

    -  Τότε οι ντικοί σας αγκρίεψαν περισσότερο, γιατί τους εφάνη πως ήτελαν να ξεμπαρκάρουν στανικώς, και το είχαν σίγκουρα πως θα τους έφερναν τη χολέρα…

-        Θεός να φυλάει!

-        Τότε άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες βροχή απάνω στες βάρκες και στα

κεφάλια των αντρώπων…

-        Κύριε σώσον!

-        Ανάμεσα εις τη βροχή των πετρών έπεσαν και κάμποσες τουφεκιές…

-        Τρομάρα! κι εσκοτώθηκε κανένας;

-        Φτηνά την εγκλύτωσαν, το ντιάολο! Μόνον ντυο-τρεις τουφεκιές έπεσαν.

-        Και δεν έπαθε κανένας; Δόξα σοι ο Θεός.

-        Στην πρώτη τουφεκιά, η μπάλα εσφύριξε κι έσβησε παφ! στη θάλασσα, κι

επήγε στο πάτο.

-        Καλύτερα… Να μη κακοπάθει κανένας χριστιανός.

-        Η δεύτερη τουφεκιά ήτο χωρίς μπάλα!

-        Καλύτερα!

-        Η τρίτη… Δεν επήρε, μου φαίνεται φωτιά το τουφέκι…

-        Άμποτε! Να γλυτώνει ο Θεός τον κοσμάκη από κακιά ώρα.

   Ο ιατρός εξηκολούθησεν ακόμη να διηγήται, και όταν έφθασαν εις το μέρος τούτο του λόγου εκάγχασε θορυβωδώς, ότι και αι γυναίκες έλαβον μέρος εις την μάχην, και ότι διέπρεψαν εις την υπόθεσιν ταύτην η Βγένα η Αλαφίνα και η Ζαχαρού η φουρνάρισσα και η Πεπερού και άλλαι. Τέλος, φθάσας ο δήμαρχος, κατώρθωσε διά μειλιχίου τρόπου να ειρηνεύσει τους ανθρώπους, και ν’ αποπέμψει τας λέμβους με υποσχέσεις ταχείας ελευθέρας κοινωνίας και βελτιώσεως εν γένει των πραγμάτων.

   Είτα ο κ.Βουντ ήναψε το τσιμπούκι του, ερρόφησε τον καφέν του, εκάπνιζε μακράς εισπνοάς, και έβγαζεν ατελευτήτους έλικας καπνού από το στόμα.

    -  Τώρα ήρταν εντώ, οι βάρκες, το ντιάολο! επανέλαβε. Ταρρώ πως τα τους ντώσουν πράτιγο σήμερα αυτούς που έχουν εικοσιμία μέρες.

-        Αλήθεια; κι ημείς;

-        Τουλόγκου σου τέλεις ακόμα ντυο μέρες. Εγκώ, αν ήτελα, έπαιρνα πράτιγο

από προκτές, μα τα κατίσω να ιντώ τι ντιάολο τ’ απογκίνει… Μεταύριο ίσως πάρωμεν πράτιγκο μαζί.

-        Πολλή ζωίτσα να ’χεις, γιατρέ.

 

 

   Την επαύριον έδωκε την άδειαν ο ιατρός να εξέλθει ο υιός της Σκεύως, όστις είχε δυναμώσει αρκετά. Την τρίτην ημέραν, αυτός και η μήτηρ του ανέβησαν εις τον λόφον, διά ν’ αποχαιρετίσωσι τον πάτερ Νικόδημον, καθόσον ητοιμάζοντο να τύχωσιν ελευθέρας κοινωνίας, ή να μετατεθώσιν εις τα Κάτω Λαζαρέτα. Δεν ήτο βέβαιον ακόμη τι είχεν αποφασισθεί τελειωτικώς. Υποκάτω εις τον πεύκον, ανάμεσα εις πυκνούς θάμνους και ανακεκλιμένος επί στρώματος από πτέριδας, εκάθητο δροσιζόμενος ο πάτερ Νικόδημος. Το μέτωπόν του ήτο κάθιδρον, εφόρει παλαιόν ξεθωριασμένον ζωστικόν με δερματίνην ζώνην και χωρίς ράσον, και εις τη ζώνην είχε περασμένον το κλαδευτήρι του. Επειδή δεν του είχαν μείνει πλέον αρκεταί αίγες ώστε ν’ απαιτεί ικανήν εργασίαν η βόσκησις και το άρμεγμα αυτών, εύρισκε δουλειάν καθαρίζων μέρος του ορμανίου και θηλιάζων αγριελαίας διά να κάμει ελαιώνα και αγρόν.

   Ήτο δεκάτη ώρα της πρωίας. Ο ήλιος υψούτο εις το στερέωμα, και η θερμότης ηύξανεν, αλλ’ ανάμεσα εις τους πρασίνους θάμνους ήτο δρόσος και ευωδία, και το φθινόπωρον, δευτέρα άνοιξις, ήρχισε να στολίζει με λευκά ανθύλλια τους τάπητας της χλόης, παρά τας ρίζας των σχοίνων.

   Άμα είδεν ο Νικόδημος την Σκεύω και τον υιόν της, εσηκώθη να τους υποδεχθεί. Με δύο παλαιά ράσα του, με μίαν βελέντζαν και με μίαν κάπαν εσχημάτισε πρόσκαιρον σκηνήν, προσδέσας τα άκρα των οθονών εις τους χθαμαλωτέρους κλώνας του πεύκου, και υποστρώσας τρίτον ράσον επί του εδάφους, έβαλε τον εν αναρρώσει ασθενή να καθίσει, διά να μη τον βλάψει η δρόσος και υγρασία των δένδρων. Είτα καλέσας τον Αγκόρτζαν, τον διέταξε να σφάξει το μόνον κατσικάκι, το οποίον τους είχε μείνει, διά να φιλεύσουν τους επισκέπτας.

   Ο Αγκόρτζας δεν δυσηρεστήθη πολύ. Αφού τόσα και τόσα ερίφια του τα είχαν φάγει άνθρωποι άγνωστοι και ξένοι, παρήγορον θα ήτο να ξεκοκκαλίσει και αυτός έν καλοψημένον και ροδοκοκκινισμένον μηρίον από τους ιδρώτας του, από το έργον των χειρών του.

   Μετ’ ολίγον ήλθε και ο ιατρός κ. Βίλελμ Βουντ. Έφθασεν ακριβώς την ώραν που ήτο έτοιμον το κοκορέτσι. Διότι ο Αγκόρτζας εις ολίγα λεπτά της ώρας είχε θυσιάσει το μικρόν ερίφιον, το είχε γδάρει και ξεκοιλιάσει, το είχε περάσει εις την σούβλαν και είχεν ανάψει πυρ.

   Όταν εκομίσθη η σούβλα με το κοκορέτσι, ο ιατρός έβγαλεν από την τσέπην του παγούριον με ρούμι και έδωκεν εις τον πάτερ Νικόδημον να ευλογήσει, έπιε και αυτός, κατέπιε μικράν δόσιν και η Σκεύω και ο υιός της, και το υπόλοιπον εδόθη εις τον Αγκόρτζαν.

-        Τα μας παίξεις την γκάιντα σήμερα, είπεν ο ιατρός· γι’ αυτό ήρτα.

   Ο Αγκόρτζας έκρυπτεν επιμόνως το πρόσωπόν του όπισθεν του πλατέος κορμού του πεύκου, και εσυστέλλετο να ομιλήσει. Ο πάτερ Νικόδημος απήντησεν αντ’ αυτού ότι αυτά τα πράγματα δεν γίνονται κατά παραγγελίαν, και ότι πρέπει να έχει κανείς κέφι.

   Ευθύς ύστερον παρετέθη χαμαί επί στρώματος από φτέρες το ψητόν ερίφιον. Ο μοναχός, ο ιατρός και η Σκεύω μετά του υιού της εκάθηντο παρά την ρίζαν του πεύκου έμπροσθεν της προχείρου σκηνής, την οποίαν είχε κατασκευάσει ο Νικόδημος. Ο Αγκόρτζας εκάθητο κρύπτων την κεφαλήν του όπισθεν του κορμού, και ήτο ορατόν μόνον το έν γόνυ του και η κνήμη του και ο έτερος των ώμων και η πλευρά του. Μετά την τρίτην γύραν της φλάσκας, αφού εδόθη εντός μεγάλου φλασκίου το τρίτον του περιεχομένου της εις τον Αγκόρτζαν, ούτος έκαμε τέλος κέφι, και απεφάσισε να ομιλήσει εις τον ιατρόν, κρυπτόμενος πάντοτε όπισθεν του κορμού του πεύκου.

-        Του χατίρ’ σ’ είναι μιγάλου, απ’ μ’ ουρίζεις, γιατρέ… Τώρα θα πάου κάτου

στου μαντρί, κι θε μ’ ακούσεις…

   Εσηκώθη, επήδησεν ως αγρίμιον από κλάδου εις κλάδον, και μετ’ ολίγα πηδήματα ευρέθη εις απόστασιν πολλών βημάτων, εις το χαμηλότερον υπήνεμον μέρος, όπισθεν των υψηλών θάμνων όπου ήτο η μάνδρα.

   Μετ’ ολίγας στιγμάς ηκούσθησαν σπαρακτικοί οι τραχείς φθόγγοι της γκάιδας πλήττοντες τας ειρηνικάς ηχούς, βωβαίνοντες το μελωδικόν σύριγμα της αύρας, της φυσώσης τους κλώνας του μεγάλου πεύκου.

-        Ακούς, γιατρέ; είπεν ο Νικόδημος.

-        Τ’ ακούω, το ντιάολο! και συ ταρρούσες πως τ’ αργήσει το Αγκόρτζα να κάμει

κέφι… Έτσι μ’ αρέσουν εμένα οι άντρωποι να είναι εύτυμοι.

   Ήναψε το τσιμπούκι του, και εκβάλλων μεγάλας τολύπας καπνού ανεκλίθη επί του όχθου προς τον κορμόν του δένδρου, πλαταγίζων τα χείλη, ακούων τους ήχους του αρχετύπου οργάνου, μειδιών, βλέπων επάνω και ρεμβάζων προς το βαθυπράσινον και ψιθυρίζον υπό της αύρας φύλλωμα του πεύκου.

   Την ιδίαν στιγμήν, παρατεταμένος μιαουρισμός ηκούσθη όπισθεν των θάμνων. Ο Νικόδημος ανεγνώρισε την φωνήν, εστράφη ζωηρώς και είδε την γάτταν του, μαύρην και παχείαν από τους αρουραίους μυς τους οποίους εθήρευε πολυπληθείς καθ’ εκάστην.

-        Μπαμπή! Μπαμπή! έκραξεν ο Νικόδημος· έλα δω! ψι, ψι, ψι!

-        Τι; την ηύρες, βλέπω την γάττα σου, καθώς ήρθες εδώ απάνου στο βουνάκι,

γερο-Νικόδημε; είπεν η Σκεύω.

-        Πρώτη φορά, βλοημένη, είναι… Τώρα μου έρχεται, είπεν ο Νικόδημος.

   Η Μπαμπή επλησίασε τρέχουσα, ρίπτουσα δύσπιστα βλέμματα εις τους ξένους, και διευθυνομένη προς τον κύριόν της. Ο Νικόδημος της έρριψεν άφθονα κόκκαλα μετά κρέατος, και η Μπαμπή ώρμησε, τα ήρπασε και απεμακρύνθη ολίγα βήματα.

-        Βαρέθηκε η καημένη να τρώγει όλο αγρομερινό κυνήγι, είπεν ο Νικόδημος,

και σαν της εμύρισε που ψήσαμε το κατσίκι, ήρθε να πάρει το μερτικό της.

   Εις την παρατήρησιν του μοναχού απήντησεν η φωνή του παραγυιού του, όστις είχε διακόψει προς στιγμήν το μέλος του, και είχεν αντιληφθεί το τι συνέβη.

-        Δεν είναι τόσου για το κατσίκι, πάτερ Νικόδημε! έκραξεν ο Αγκόρτζας·

μυρίστηκε, πως φεύγ’ η ξενούρα και πως θα μείνουμι μοναχοί μας, κι ήρθι κι αυτήνη να μας βρει για να μας κάμ’ συντροφιά.

 

 

   Την επιούσαν απήλθον εκ της μικράς νήσου ο ιατρός Βίλελμ Βουντ, η Σκεύω και ο υιός της. Μετά μίαν δ’ εβδομάδα τα τελευταία καθαρισθέντα πλοία απέπλευσαν εκ της νήσου, και ο πάτερ Νικόδημος επανεύρε την προσφιλή μοναξίαν του.

 

(1893)






kiskira by Spiros Danias

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only