Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ


 «Το πρώτον έτος της Επαναστάσεως ήλθον εις την Πελοπόννησον και δύο Φαναριώται, δια να υπηρετήσωσι την πατρίδα. Ήθελον ούτοι, ως απέδειξαν τα πράγματα, να γίνωσιν ωφέλιμοι προς αυτήν, συγχρόνως όμως επεθύμουν να ηγεμονεύωσι, μη ευχαριστούμενοι να υπηρετώσιν, ως απλοί πολίται. Ήσαν δε ούτοι ο Θεόδωρος Νέγρης και Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Οι Πελοποννήσιοι τους εδέχθησαν κατ’ αρχάς φιλοφρόνως, επαινούντες αυτών τον ζήλον, και ελπίζοντες, ότι πεπαιδευμένοι άνδρες, οποίοι ήσαν ούτοι, αναμφιβόλως έμελλον να συντελέσωσι μεγάλως εις τας κρίσιμους περιστάσεις του ιερού Αγώνος.
Ούτοι ενήργησαν και μετέβησαν εις την Στερεάν Ελλάδα, την οποίαν και διήρεσαν εις δύο Τμήματα την μεν Ανατολικήν, την δε Δυτικήν. Αι ονομασίαι αύται επικρατούσι μέχρι σήμερον.
Ο μεν Μαυροκορδάτος έκλεξεν εις το μέρος του την Δυτικήν, αλλά επειδή η θέσις του εζήτει προς υποστήριξιν και δύναμιν στρατιωτικήν και σημασίαν ονόματος, τον μεν Μάρκον Μπότσαρην έλαβε πλησίον του, υψώσας αυτόν ακολούθως και εις την στρατηγίαν, τον δε εαυτόν του ετιτλοφόρησε με τον τίτλον του Πρίγκιπος. Ως τοιούτος ήρχισε να ονομάζηται και εις τα λοιπά μέρη του Κράτους.
Ο δε Θ. Νέγρης μετέβη εις την Ανατολικήν, όπου ήλπιζε να επιτύχη τον αυτόν σκοπόν. Πρώτον εμπόδιον, το οποίον απήντησεν, ήτον ο Οδυσσεύς, όστις δια της αγχινοίας του εννόησε το πολιτικόν πνεύμα τούτου, και τον αντεπολιτεύθη ευθύς. Πλην η φυσική του αγχίνοια δεν συνωδεύετο και από ανάλογον παιδείαν δια τούτο εξεφράζετο προς αυτόν αποτόμως, λέγων:
«Οι Έλληνες επαναστάτησαν κατά του τυράννου, δια ν ’ αποκτήσουν την Ελευθερίαν των, και Τζαράνοι της Βλαχίας δεν γίνονται».
Εν μια των ημερών, ενώ συνωμίλουν είπεν ο Νέγρης προς τον Οδυσσέα «Θέλω σε προβιβάσω εις Χιλίαρχον», και ο Οδυσσεύς τον απεκρίθη «Και εγώ θέλω σε προβιβάσω εις Εκατόνταρχον».
Ο Νέγρης, αποτυχών του σκοπού του, επιστρέφει εις Πελοπόννησον, και συλλαμβάνει την ιδέαν του να κατατρέξη τον Οδυσσέα μέχρι θανάτου, γενόμενος Μινίστρος των Εσωτερικών και Εξωτερικών υποθέσεων του Κράτους. Συγχρόνως ενεργήθη και η σύστασις της Κεντρικής Διοικήσεως υπό το όνομα Άρειος Πάγος, δια να διευθύνη τα πράγματα της Ανατολικής Ελλάδος πολιτικώς και σττρατιωτικώς.
Ο Νέγρης έδωσε τοιούτον Διοργανισμόν εις αυτήν δια τους ακολούθους λόγους:
Πρώτον διά ν’ αφαιρέση αύτη πάσαν Στρατιωτικήν επιρροήν από τον Οδυσσέα εις την Ανατολικήν Ελλάδα και επομένως να επαγρυπνή εις τα βήματα τούτου, δια να τον παγιδεύση εις τινάς ελλείψεις του, και να τον κατηγορήση επισήμως εις την Κυβέρνησιν. Εν τοσαύτω είχε και μυστικός οδηγίας, αν επιτύχη περίστασιν, να τον δολοφονήση, ως κατωτέρω αποδεικνύεται.
Δεύτερον, επειδή μετά την εξόντωσιν του Οδυσσέως αυτός ευκολύνετο να βάλλη εις πράξιν τον σκοπόν του, προδιέθεσε τον του Αρείου Πάγου Διοικητικόν Οργανισμόν τοιούτον, ώστε γενόμενος ούτος πρόεδρος αυτού να διοικήση την Ανατολικήν Ελλάδα και πολιτικώς καν στρατιωτικώς.
Ο Άρειος Πάγος έπρεπε να καθεδρεύη εις ασφαλή τόπον δια να μη διακινδυνεύση από τον ύποπτον Οδυσσέα. Εντεύθεν αφήνονται τα Σάλωνα, μόνος κεντρικός και αρμόδιος τόπος, και απεφασίσθη να εδρεύη εις το ακρωτήριον του αρκτικού μέρους της Ευβοίας, δηλονότι εις την κωμόπολι Ξεροχώρι.
Ο Άρειος Πάγος, έχων προ οφθαλμών πάντοτε την εκτέλεσιν της δολοφονίας του Οδυσσέως, εύρε περίστασιν, ως ακολούθως:
Ο Χατζή Φισφίσης Αινίτης δι’ ιδίας του δαπάνης με το πλοίον του υπηρέτει τη πατρίδα κατά τον Ευβοϊκόν και Θερμαϊκόν κόλπον. Όταν τα μέλη του Αρείου Πάγου ήσαν εντός του πλοίου τούτου, ο Οδυσσεύς μετά την διάλυσιν του εις Αγίαν Μαρίνην στρατοπέδου, λαβών τρεις αξιωματικούς του, και μικράν τινά λέμβον, έπλεε προς το πλοίον, δια να επισκεφθή πρώτον τον Άρειον Πάγον, και επομένως να λάβη νέας διαταγάς, φέρων πάντοτε σέβας προς τούτον. Αγνοούσεν έως τότε το Πνεύμα του Αρείου Πάγου. Τότε ο Άρειος Πάγος, βλέπων αρμοδίαν την στιγμήν, καταπείθει τον Διοικητήν του πλοίου με υποχρεώσεις πολλάς δια να φονεύση τον Οδυσσέα επιβαίνοντα εις το πλοίον. Ο Φισφίσης υπεσχέθη μεν κατ’ αρχάς να εκτελέση την προσταγήν του Αρείου Πάγου, και ητοιμάσθη' αλλ’ άμα είδε τον Οδυσσέα εκ του πλησίον, μετεμελήθη ειπών εις τους Αρεπαγίτας. «Κύριοι, δεν θέλω φονεύσει τον Οδυσσέα, επειδή, όχι μόνον δεν ευρίσκω αιτίαν τινά εις αυτόν, αλλά τον θεωρώ και αναγκαίον εις τας παρούσας περιστάσεις της πατρίδος ».
Εδώ πρέπει να σημειώσωμεν και άλλα τινά περιστατικά. Πριν της Επαναστάσεως εν ω ο Οδυσσεύς ήταν Καπετάνιος της Λιβαδείας ως είπομεν, ευρίσκετο κατά πολλάς περιστάσεις εις την ανάγκην του να συμμορφώνηται με το πνεύμα του Αλή Πασά, προς εκτέλεσιν των διαταγών τούτου. Άλλως τε, όχι μόνον εστερείτο του υπουργήματος του, όστις απείθει, αλλ’ εφονεύετο, και η περιουσία του μετέβαινεν εις το Ταμείον του Αλή Πασά. Εντεύθεν ο Οδυσσεύς απέκτησε και εχθρούς τινάς Λεβαδείτας, οι οποίοι επί των ημερών του Ιερού Αγώνος, δια να εκδικηθώσι, τον κατέτρεχον μέχρι θανάτου. Από τούτους μετεχειρίζετο ως όργανα και ο Νέγρης' και αποθανόντος αυτού, διαδοχικώς επροσκολλήθησαν ούτοι εις τον Κωλέττην.
Ο Οδυσσεύς λοιπόν επέβη ανεμποδίστως επί του πλοίου, και επεσκέφθη τον Άρειον Πάγον. Μαθών δε ταύτα επομένως, εξηγριώθη κατά των Αρεοπαγιτών, οίτινες τον κατέτρεχον πλέον με περισσοτέραν δραστηριότητα καν επιμονήν. Περί της δολοφονίας του είναι μάρτυρες το πλήρωμα όλου το πλοίου του Φισφίση . Ο X. Φισφίσης μετ’ ολίγας ημέρας απέθανε με αιφνίδιον θάνατον το δε πλοίον του αφηρέθη από την σύζυγόν του και από δύο ανήλικα τέκνα του, και εδόθη εις τον στόλον, χωρίς καν μικράν αποζημίωσιν. Η δε οικογένειά του ζει από το έλεος την σήμερον εις την Σύραν.

Μόλις διεσώθη ο Οδυσσεύς από την επιβουλήν του Αρείου Πάγου, και αμέσως τον παρουσιάζεται άλλη πλέον ολεθριοτέρα, παρ’ αυτής της ιδίας Κυβερνήσεως, ενεργούντος του Νέγρη. Αφού απέτυχεν η κατά του Ζητουνίου και Πατρατζικίου εκστρατεία, 1822, προηγουμένου του Δ. Υψηλάντου, αφού, μόλις εσχηματίσθη νέον στρατόπεδον περί τας Θερμοπύλας, μ’ όλας του Αρείου Πάγου τας αντενεργείας, αφού τέλος πάντων εδείχθη, ότι ο Υψηλάντης και ο Οδυσσεύς συνήνωσαν σχέσιν στενήν μεταξύ των η εν Κορίνθω Προσωρινή Διοίκησις, εχθρά και των δύο, απελπισθείσα του να διάσχιση τούτους, τον μεν Υψηλάντην επανακαλεί εις την Προεδρίαν της Βουλής, τον δε Παλάσκαν αντικαθίστησιν αντί του Οδυσσέως.
Ο Υψηλάντης, βεβαρυμένος από την αντενέργειαν, επέστρεψεν ευθύς εις την θέσιν του, λαβών εις την Κόρινθον την μεγαλυτέραν καταφρόνησιν' οι Παλάσκας και Νούτζος διευθύνθησαν εις το στρατόπεδον του Οδυσσέως εις την Πουδουνίτζαν, δια να εκτελέσωσι, τας οποίας έφερον διαταγάς. Εύρον δε βοηθούς Λιβαδείτας τινάς, φωνάζοντας θάνατον κατά του Οδυσσέως' και προ πάντων Λάπας τις ονομαζόμενος, πρώτης τάξεως ταραξίας, ετάραττε το παν.
ΚΑΡΠΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΧΑΓΟΣ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟ 1821, «ΑΝΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ», 1837
.
[ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ (Κάρπος) ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ(1790-1871) 'Εμπορος, συγγραφέας και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη ή στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης όπου το 1818 μυήθηκε στη Φιλική εταιρεία. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους πατριώτες του αγώνα.
Χαρακτηριστικό του ήταν η μόρφωσή του, και μετά την επανάσταση έγραψε βιβλία για αρκετούς αγωνιστές.
Κατά την έναρξη του αγώνα έφυγε από την Οδησσό και πήγε στην Στερεά Ελλάδα για να πολεμήσει στο πλευρό του Οδυσσέα Ανδρούτσου, οπού ο τελευταίος τον έχρησε χιλίαρχο, αλλά λίγο μετά ζήτησε να πολεμήσει ως απλός στρατιώτης. Το 1825 μετά τον θάνατο του Ανδρούτσου πολέμησε μόνος κατά του Ιμπραήμ ενώ συμμετείχε και στην μεγάλη μάχη των Μύλων. Υπηρέτησε για λίγο καιρό στο σώμα του Δημήτριου Υψηλάντη, όμως τα τελευταία χρόνια της επανάστασης πολέμησε στο σώμα του Κάρολου Φαβιέρου.
Διετέλεσε και Φρούραρχος του Παλαμηδίου, στο Ναύπλιο και μάλιστα το φθινόπωρο του 1831, ήταν αυτός που μετέφερε τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, έναν από τους κατηγορούμενους για τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, στο παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα, του επέτρεψε να προσευχηθεί και να γράψει την διαθήκη του και μάλιστα από ευγνωμοσύνη για την "φιλανθρωπία που του έδειξε", ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης του δώρισε το δαχτυλίδι του.
Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο της πόλης του Μεσολογγίου.]




«Ο Οδυσσεύς, υποπτευθείς περί της ζωής του, κατά τας ιδιαιτέρας πληροφορίας τας οποίας είχεν από την Κόρινθον, δεν επλησίαζε τούτους' τους ειδοποίησε δε, ότι, ενώ η Διοίκησις μήτε στρατόν του έδωσε να διοικήση, μήτε δαπάνην τινά τον εχορήγησε, δεν έχει μήτε το δίκαιον να του αφαιρέση τι. Αν έχητε στρατεύματα (τους επρόσθεσεν,) ελάτε να συμπολεμήσωμεν τον εχθρόν «εκ του εναντίου σας συμβουλεύω να επιστρέψητε, όθεν ήλθετε».
Μ’ όλα ταύτα ο Νούτζος και Παλάσκας, επειδή είχον και ιδιαιτέρας διαταγάς από την Κυβέρνησιν, ότι, αν αρνηθή την παράδοσιν του στρατού, δύνανται να τον συλλάβωσιν, ή να τον φονεύσουν, επροχώρησαν να εκτελέσωσι το δεύτερον.
Ο Οδυσσεύς βλέπων την επιμονήν των, τους μηνύει πάλιν δις και τρις να φύγουν, διότι δεν κατορθώνουν, ό,τι στοχάζωνται, και δεν επιθυμεί να τον βάλωσιν εις το κρίμα. Αυτοί δε επιστηριγμένοι εις την συνδρομήν τινών Λιβαδειτών, ήλπιζον και ενήργουν ν’ αποστατήσωσι το στρατόπεδον κατ’ αυτού. Τότε ο Οδυσσεύς, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης των, διασκορπίζει τους περί αυτούς, τους συλλαμβάνει και τους παρουσιάζει εις το στρατόπεδον λέγων: «Ιδού οι δύο νέοι στρατηγοί, τους οποίους σας έστειλεν η Διοίκησις, ο Νούτζος, και Παλάσκας, δια να σας διοικήσουν εκλέξατε σεις λοιπόν δια αρχηγούς σας αυτούς ή εμέ». Τότε έκραξεν ο στρατός' «Εσένα θέλομεν, Καπετάνιο! Τον Οδυσσέα θέλομεν!» Και ορμήσαντες κατέσφαξαν τους δύο.
Τον δε Λάπαν έδραμεν ο Οδυσσεύς και διέσωσεν από τας χείρας των στρατιωτών, λέγων, αυτός δεν πταίει, άλλοι τον μετεχειρίσθησαν όργανον. Ο Λάπας έπειτα έγινεν ο πιστότερος στρατιώτης του Οδυσσέως, μετά του οποίου εις πολλάς εκστρατείας συνενίκησε. Ο ίδιος με εδιηγείτο το συμβάν τούτο λεπτομερώς.
Μετά το συμβάν τούτο οι επί κεφαλής των πραγμάτων εχθροί αποκηρύττουσι τον Οδυσσέα, ως απειθή και προδότην της πατρίδος, τοιχοκολλήσαντες και Γραμμάτια παντού, διαλαμβάνοντα’ όστις φονεύση τον Οδυσσέα, έχει 4.000 γρόσια δωρεάν παρά της Διοικήσεως. Και όλα ταύτα γίνονται καθ’ ην εποχήν οι Τούρκοι ετοιμάζοντο να κινηθώσι κατά της Ελλάδος με τας μεγαλυτέρας δυνάμεις των.
Βλέπων ο Οδυσσεύς την απόφασιν του θανάτου του, άφησε το στρατόπεδον και μετέβη κατά τους πρόποδας του Παρνασσού, δια να ασφαλισθή και απήλθεν έκαστος ν’ ασφαλίση την οικογένειαν του από την επιδρομήν του Δράμαλη, όστις εισήλθεν ακωλύτως εις την Πελοπόννησον.
Ο θάνατος του Νούτζου και Παλάσκα έγινεν αιτία του ν’ αυξηθούν οι εχθροί του Οδυσσέως' επειδή προσκολληθείσα η σύζυγος του Παλάσκα εις τον Κωλέττην ως παλλακίς, εζήτει καθ’ εκάστην από τον νέον εραστήν της εκδίκησιν του χυθέντος αίματος του ανδρός της με την χύσιν του αίματος του ιδίου Οδυσσέως.
Μετά την εισβολήν του Δράμαλη Πασά εις την Πελοπόννησον, διελύθησαν τα μέλη της Προσωρινής Διοικήσεως ζητούντες ασφαλή τόπον, και δεν εδύναντο πλέον μήτε να βλάψωσι, μήτε να ωφελήσωσι. Τότε ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Π. Μαυρομιχάλης, Π. Κρεββατάς και η Πελοποννησιακή Γερουσία εκίνησαν στρατιωτικάς δυνάμεις κατά του κοινού εχθρού εις την Πελοπόννησον- εις δε την Ανατολικήν Ελλάδα ο Οδυσσεύς πάλιν ανέλαβε την υπεράσπισιν της πατρίδος, σχηματίσας στρατιωτικά σώματα, και τρέχων παντού.
Αφού εματαιώθησαν αι φρικταί κατά της Ελλάδος εκστρατείαι του 1822, και οι Έλληνες ανέλαβον τας ελπίδας των πάλιν, εσυγκρότησαν Εθνικήν Συνέλευσιν εις το Άστρος' αλλά κ’ εκεί και εις Τρίπολιν δεν έλειψαν να επιβουλεύωνται την ζωήν του Οδυσσέως.
Εις το Άστρος ελευθερούται μεν ο Οδυσσεύς από τον πρωταίτιον άνθρωπον της καταδρομής του (τον Νέγρην, ως είπομεν) η Παλάσκαινα όμως καθεκάστην φέρει εις την μνήμην του Κωλέττου τον θάνατον του ανδρός της' ο δε Μαυροκορδάτος έδειξεν, ότι δεν εδύνατο να τον υποφέρη ως ηνωμένον με τον αντίζηλόν του Δ. Υψηλάντην. Συγχρόνως τα Μέλη του Αρείου Πάγου ηκολούθουν έχοντα την αυτήν θέλησιν διά την απώλειαν του Οδυσσέως, και εφαίνετο μία δυνατή εναντίον του εσχηματισμένη συνωμοσία. Το μεγαλύτερον δε δυστύχημα δι’ αυτόν ήτον, ότι όλοι ούτοι οι εχθροί του δεν έλειπον από του να είναι πάντοτε εις τας υπηρεσίας του Έθνους.
Το 1824 έτος διέτριβεν ο Οδυσσεύς εις την καθέδραν της Κυβερνήσεως, το Ναύπλιον' καθήμενος εν μια των ημερών εις την οικίαν του στρατηγού Νικήτα Σταματελοπούλου, έχουσαν παράθυρον απέναντι του Ιτζ-Καλέ, όπου εκάθηντο αυτός, ο Νικήτας, και μεταξύ των δύο μικρόν κοράσιον του Νικήτα, επυροβολίσθη εκ του Ιτζ-Καλέ παρά του Μήτρου Τριανταφυλλήνα, τότε φρουράρχου- αλλ’ επειδή το διάστημα ήτον μακρύ, δεν επέτυχεν ο πυροβολισμός το δε σφαιρίδιον του μολύβδου εκτύπησε κρύον παρά τους πόδας του κορασιού, το οποίον εχαΐδευεν ο Οδυσσεύς. Τότε εννόησεν ούτος, ότι και εις αυτήν την καθέδραν δεν είναι η ζωή του ασφαλής. Ο δε Νικήτας θαυμάσας το τόλμημα τούτο, λαβών το σφαιρίδιον, έδραμε προς την Κυβέρνησή, (προεδρεύοντος του Κοντουριώτου), και διηγείται το συμβάν εν δε μέλος αυτής (ο Ιωαν. Κωλέττης) λέγει προς τούτον «Νικήτα! δεν είναι δουλειά ιδική σου, και πήγαινε εις το σπίτι σου.» Εις ταύτα όλα είναι μάρτυρες η οικογένεια του στρατηγού Νικήτα.
Τέλος πάντων κατά το ίδιον έτος επέτυχον οι εχθροί του Οδυσσέως την εξόντωσίν του. Διά την ευπορίαν του Εθνικού Ταμείου από το Αγγλικόν δάνειον, η Κυβέρνησις της εποχής αυτής εκίνησεν απ’ ευθείας στρατεύματα εις την Ρούμελην κατά των εχθρών, πληρώνουσα μισθούς και προβιβάζουσα όποιον ήθελεν. Ο Οδυσσεύς, μ’ όλας τας κατ’ αυτού ραδιουργίας, εσέβετο την Κυβέρνησίν του, περιμένων εις Ναύπλιον, να λάβει διαταγάς, και να εκστρατεύση και ούτος κατά των Τούρκων αλλά το κατ’ αυτού σχέδιον της Κυβερνήσεως ήτον ολέθριον. Αφού αύτη διώρισε μισθοδότην και Ταμίαν τον Ιωάν. Μελάν κατά την Ανατολικήν Ελλάδα, παρήγγειλε τινάς ν’ αποσύρωσιν εκ πλαγίου τους στρατιώτας του Οδυσσέως, μισθοδοτούντες αυτούς. Τέλος αι διαταγαί εδόθησαν εις τους οπλαρχηγούς, οίτινες εξεστράτευσαν εις την Φωκίδα κατά των επερχομένων Τούρκων. Ο Οδυσσεύς, βλεπων, ότι ουδείς γίνεται λόγος περί του διορισμού του, αφ’ ετέρου γυμνωνόμενος καθ’ ημέραν από τους στρατιώτας του, (οι οποίοι έτρεχον, όπου ήτον μισθός,) εγνώρισε κατά βάθος τον κακόν περί της εξοντώσεώς του σκοπόν της Κυβερνήσεως- μ’ όλον τούτο δεν απελπίζεται.
Εξεστράτευσε (Όταν ανεχώρησε διά την Ρούμελην ο Οδυσσεύς, τότε εγώ απεσπάσθην απ’ αυτόν κατά το 1824 έτος, περί τας αρχάς Ιουλίου, και κατετάχθην εις το Τακτικόν Σώμα. Μόλον τούτο είχον δύο επιστηθίους φίλους μου υπαξιωματικούς πλησίον του Οδυσσέως, οίτινες μ’ έγραφον περιοδικώς όλα τα διατρέχοντα.) και αυτός άνευ τινός διορισμού με ίδιά του έξοδα εις την Ρούμελην, με όσους τον ηκολούθησαν στρατιώτας, και συνήργει κατά των εχθρών αναλόγως με τας δυνάμεις του. Αλλά των μεν άλλων Οπλαρχηγών οι στρατιώται ελάμβανον μισθούς τακτικώς, αυτός δε δεν είχε τόσον πλούσιον ταμείον, ώστε να δυνηθή να βαστάξη μερικώς εν σώμα. Εις ταύτην την περίστασην βλέπων ο μισθοδότης Ιωάν. Μελάς, ότι τον καλύτερον Στραγηγόν εγκατέλιπεν αδίκως η Κυβέρνησις, του έδωσεν 25.000 γρόσια, δια να μισθοδοτήση του στρατιώτας του, νομίσας, ότι εκπληροί καθήκον πιστού υπαλλήλου, ενώ έβλεπεν αυτοψεί τον Οδυσσέα αγωνιζόμενον ωφελίμως κατά των Τούρκων. Πλήν μαθούσα η Κυβέρνησις τούτο, τας μεν 25.000 γρόσια άφησεν εις βάρος του Μελά, και τον διέταξεν αυστηρώς, ότι, αν και εις το εξής ήθελε τολμήσει να δώση προς τον Οδυσσέα χρήματα, θέλει γίνει έκπτωτος της υπηρεσίας του, και ως τοιούτος θέλει παιδευθεί. Ο Ιω. Μελάς όλως διόλου αγνοούσε το σχέδιον της Κυβερνήσεως κατά του Οδυσσέως. Δεν ηργοπόρησε να πληροφορηθή ο Οδυσσεύς όλα ταύτα και εις μεν τον Μελάν επέστρεψε τας 25.000 γροσια, διά να μη ζημιωθή εις δε τους φίλους του είπε: «Λοιπόν δι’ εμέ ελπίς σωτηρίας δεν έμεινε πλέον! Ας όψωνται οι αίτιοι!» Βλέπων δε, ότι και από τον παραμικρόν Έλληνα εδύνατο να δολοφονηθή, συνεννοήθη με τους Τούρκους, και κατέφυγε προς αυτούς με 300 εθελοντάς Έλληνας.
Λυπηρά και ολέθρια τω όντι η πράξις αύτη του Οδυσσέως' αλλ’ ας κρίνη καθείς και το μέτρον, το οποίον έλαβε κατ’ αυτού η Κυβέρνησις. Αύτη, επι τυχούσα του σκοπού της, χωρίς αναβολής στιγμιαίας τον αποκήρυξε Προδότην.
Ο Οδυσσεύς, μετά την ρηθείσαν άτοπον πράξιν του, αμέσως μετενόησε διό συνέλαβεν ιδέαν, δια τινός επισήμου κατορθώματος, να επιτύχη της συγχωρήσεως του εγκλήματος του. Αλλά δεν εστοχάσθη, ότι όσον υπάρχουν εις την Ελλάδα Κωλέττης και Μαυροκορδάτος, αυτός δεν δύναται να υπάρξη. Δοκιμάζει να κυριεύση το αντιφρούριον της Χαλκίδος (Καραμπαμπάν), και να το προσφέρη εις την Ελλάδα. Κατορθώνει λοιπόν και εισάγει εν τω Φρουρίω της Χαλκίδος μέρος των 300 στρατιωτών του, προσπαθών να απατήση τους Τούρκους, διά να συμφρουρήσωσι και οι ιδικοί του Έλληνες εις τον Καραμπαμπάν και τη νύχτα κοιμωμένων των Τούρκων να φονεύσουσιν αυτούς και να εξουσιάσωσιν το Αντιφρούριον, δια της εξωτερικής συμπράξεως του ιδίου Αλλ’ ο Ομέρ Πασάς, εννοών, ως φαίνεται, τον σκοπόν του δεν εσυγχώρησε τούτους, όχι μόνον να εισέλθωσιν, αλλά μήτε να πλησιάσωσιν εις αυτό. Εντεύθεν ο Οδυσσεύς απέτυχε του σκοπού του, και, το χειρότερον, έγινε ύποπτος εις τους Τούρκους, οίτινες και εμελέτησαν να τον συλλάβωσι. Βεβιασμένος συνεννοείται μετά του Ιωαν. Γκούρα, διά να επιτύχει συγχώρησιν δι’ αυτού. Ο Γκούρας του υπεσχέθη όλην την ασφάλειαν, ορκισθείς εις την Πίστιν του, εις την Πατρίδαν του και εις το κεφάλι του' και ο Οδυσσεύς μεταβαίνει με τους 300 εις το στρατόπεδον τούτου αβλαβής. Βεβαρυμένος πλέον από τα αδρά έξοδα, νομίσας δε και την υπεράσπισιν του Γκούρα ειλικρινή, διέλυσε τους περισσοτέρους στρατιώτας του, περιφερόμενος ελεύθερος αρκετόν καιρόν με τούτον. Αλλά η ραδιουργία και η επιβουλή δεν τον αφήνει ήσυχον οδηγείται ο Γκούρας απ’ αυτήν, και επιτυχών απροφύλακτον τον Οδυσσέα, συλλαμβάνει και διευθύνει εις το Μοναστήρι του Δομπού υπό φύλαξιν.
Από το Μοναστήριον του Δομπού μεταφέρεται ο Οδυσσεύς εις την Ακρόπολιν των Αθηνών, ρίπτόμενος εντός του Πύργου. Κράζει ο δυστυχής και ζητεί Δικαστήριον ακρόασιν όμως δεν τω δίδει τις, διότι, συστηθείσης της δίκης, ο Οδυσσεύς ήθελεν αποδείξει τα εχθρά του μέλη της Κυβερνήσεως και του Αρείου Πάγου ενόχους της δολοφονίας του' και ότι, αν και ηναγκάσθη να καταφύγη εις τους Τούρκους, πάλιν όμως δεν έρριψε τουφέκι κατά της Ελλάδος και πάλιν ηθέλησε να υπηρέτηση την Ελλάδα και σημαντικά να την ωφελήση' διά τούτο διέταξεν η Διοίκησις τον Γκούραν[το πρωτοπαλλήκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου]: «Πνίξε τον Οδυσσέα την νύχτα κρυφά, και δημοσίευσε, ότι ηθέλησε να φύγη και εφονεύθη μόνος του, επειδή δεν συμφέρει να τον καθυποβάλωσιν υπό δίκην.»
Δεν ήλπιζε ποτέ ο Οδυσσεύς να εύρη Ιουδαϊκήν αχαριστίαν εις τον Γκούραν, όστις, αφού ηθέτησε την φρικτήν ορκοδοσίαν του, έγινε και προδότης εις τον ευεργέτην του. Δέεται ο Οδυσσεύς του Γκούρα να ενεργήση, ώστε να καθυποβληθή υπό δίκην, έτοιμος, όταν καταδικασθή, ν’ αποθάνη ευχαρίστως δεν εισακούεται όμως.
«Δια διαταγής της Διοικήσεως, εκδεδομένης κατ’ αίτησιν του Γκούρα, θανατώνεται αποπνιγείς κατά μέσην νύκτα, και από τον Πύργου ρίπτεται κατά γης. Ο δε θάνατος επλάσθη άλλως πως δια τας τότε περιστάσεις, ότι δηλ. θέλων ο Οδυσσεύς να καταβή από του Πύργον, εκόπησαν τα σχοινία, με τα οποία ήτο δεμένος και ούτως εθανατώθη. (Ιδε Εφημ. Αθην. Αριθ. 68, 9 Ιουλίου)».
Δια διαταγής της Διοικήσεως δολοφονείται ο Οδυσσεύς. Εις ποίον ελεύθερον έθνος αι Διοικήσεις γίνονται και δικασταί, και φονεύουν τους ανθρώπους διά οποιονδήποτε έγκλημα ακρίτως; Είναι λοιπόν αρκετή απόδειξις αυτή η πράξις της Διοικήσεως, επιβεβαιώνουσα, όσα ωμίλησα περί του Οδυσσέως. Ο δε θάνατος επλάσθη άλλως πως. Διατί επλάσθη ο θάνατος του Οδυσσέως; διά να καλύψη βέβαια η Διοίκησις την μιαιφονίαν[μιαίνω+φόνος] της μ’ όλον ότι υπεχρέωσε και τον Εφημεριδογράφον των Αθηνών, τον αγχινούστατον Γ. Ψύλλαν, να δημοσίευση ταύτην ως γενομένην άλλως πως. Αλλ’ ο Συγγραφεύς Δ. Σουρμελής αποδεικνύει αυτόν ψεύστην, λέγων την αλήθειαν «Έπνιξαν τον Οδυσσέα και τον έρριψαν κάτω από τον πύργον.»[της Ακροπόλεως των Αθηνών]»
ΚΑΡΠΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΧΑΓΟΣ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟ 1821, «ΑΝΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ», 1837
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, SCHWEIGER LERCHENFELD, Amand, (Freiherr von). Griechenland in Wort und Bild, Eine Schilderung des hellenischen Konigreiches, Λειψία, Heinrich Schmidt & Carl Günther, 1887]
phgh




Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only