Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40

 


Μια άγνωστη στους πολλούς μάχη, που διεξήχθη από τις Μονάδες του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) από τις 14 - 22 Νοεμβρίου 1940, για την κατάληψη και την ευρεία εξασφάλιση του υψιπέδου της Κορυτσάς και τον έλεγχο της εγκάρσιας οδού Κορυτσά - Ερσέκα - Λεσκοβίκι - Κόνιτσα, προκειμένου να απωθηθούν οι Ιταλοί, να διευκολυνθούν οι συγκοινωνίες και ο ανεφοδιασμός των μαχόμενων τμημάτων και να εξυπηρετηθεί ο ελιγμός του Αρχιστρατήγου.


Η περίοδος από την έναρξη των επιχειρήσεων στις 28 Οκτωβρίου μέχρι και την 13η Νοεμβρίου 1940, διήλθε για την απόκρουση της Ιταλικής εισβολής στη τοποθεσία «Ελαία - Καλαμάς» (δηλαδή στη περιοχή του χωριού Καλπάκι Ιωαννίνων) από την VIIIη Μεραρχία, την ανάσχεση της βαθιάς διεισδύσεως της Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» στη κεντρική Πίνδο, αρχικά από το απόσπασμα Δαβάκη και στη συνέχεια από την Ιη Μεραρχία τη Μεραρχία Ιππικού και την Ταξιαρχία Ιππικού, την επιστράτευση των Μεραρχιών και λοιπών μονάδων και τη στρατηγική συγκέντρωση του Ελληνικού στρατού στις προβλεπόμενες από τα σχέδια θέσεις.

Στους υπόψη αγώνες έλαβαν μέρος εκτός από τις λίγες Μονάδες του στρατού που είχαν προεπιστρατευθεί (VIIIη Μεραρχία, Απόσπασμα Πίνδου, IXη Μεραρχία, IVη Ταξιαρχία) και πολλές άλλες μονάδες που επιστρατεύθηκαν μετά τη κήρυξη του πολέμου και μεταφέρθηκαν επειγόντως στο μέτωπο ύστερα από σύντονες πορείες 250 και 400 χλμ. Στις 13 Νοεμβρίου έχουν προσανατολιστεί προς το Αλβανικό θέατρο επιχειρήσεων 11 Μεραρχίες Πεζικού (I, II, III, IV, VIII, IX, X, XI, XIII, XV, XVII), 1 Μεραρχία Ιππικού, 1 Ταξιαρχία Ιππικού και 2 Ταξιαρχίες Πεζικού, η δύναμη των οποίων ανερχόταν σε 232.000 άνδρες, 556 πυροβόλα και 100.000 κτήνη.

Συγχρόνως είχαν επιστρατευθεί και είχαν μεταφερθεί στις θέσεις τους στη κεντρική και ανατολική Μακεδονία και Θράκη οι V, VI, VII, XII, XIV Μεραρχίες και οι φρουρές των οχυρών της γραμμής ΜΠΕΛΕΣ - ΝΕΣΤΟΣ (γραμμή Μεταξά). Μέχρι το τέλος του πολέμου η «μικρή και φτωχή» Ελλάδα, ξύνοντας το πάτο του βαρελιού, θα συγκροτήσει και θα επιστρατεύσει 4 ακόμη Μεραρχίες (XVI, XVIII, IXX, XX).

Περιγραφή του Πεδίου της Μάχης

Στο βόρειο τμήμα του μετώπου, αυτό που αρχίζει από τη λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας και κατεβαίνει στο Γράμμο, οι Ιταλοί είχαν κρατήσει εφεκτική στάση, για να συγκεντρώσουν την προσπάθειά τους στο κέντρο, σύμφωνα με το σχέδιο του Πράσκα. Στο βόρειο λοιπόν τμήμα του μετώπου, το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο αποφάσιζε ν’ αναπτύξει πρωτοβουλία, να χτυπήσει, για να ελαφρώσει την πίεση του εχθρού στους άλλους τομείς. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Το βόρειο αυτό τμήμα, λίγο πιο μέσα από τα σύνορα, προς την Αλβανία, έχει ένα φυσικό φρούριο: τη Μοράβα.

Είναι βουνό τραχύ, όλο νεύρο, έρημο από κατοικίες ανθρώπων. Κατεβαίνει λοξά από βοριά στα νοτιοδυτικά και κρύβει πίσω του την Κορυτσά με τον πρόσχαρο κάμπο της. Ρυτιδωμένη η Μοράβα από χαράδρες βαθιές και απότομες, παρουσιάζεται εχθρική στον οδοιπόρο, δεν αφήνει να χαράξει πάνω της ούτε φτενό χαμόγελο, κάποιο μονοπάτι. Στη βορεινή της άκρη ορθώνεται, κάστρο ξεμοναχιασμένο, φαλακρό, το όρος Ιβάν, προβάλλει μέσ' από τουφωτά πεύκα και κέδρα. Ανάμεσα Μοράβα και Ιβάν, στη στενή λουρίδα της, το Τσαγκόνι, κυλάει τα νερά του ο Δεβόλης.

Τα φυσικά τούτα οχυρά, και ιδιαίτερα τις ανατολικές πλαγιές της Μοράβας και το Ιβάν, οι Ιταλοί τα είχαν ενισχύσει με έργα εκστρατείας τέτοια που να τα κάνουν απροσπέλαστα. Εκεί, αντικρίζοντας την Αλβανία, ήταν παρατεταγμένες το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου δύο Ελληνικές μονάδες : Η IV Ταξιαρχία πεζικού και η ΙΧ Μεραρχία. Ανήκαν και οι δύο στο Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που το διοικούσε ο αντιστράτηγος Ι. Πιτσίκας: η πρώτη στο Γ’ Σώμα Στρατού, η δεύτερη στο Β'.

Τα διοικούσαν αντιστοίχως ο αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου και ο υποστράτηγος Δημ. Παπαδόπουλος. Αγνάντια τους, η Ιταλική παράταξη απαρτιζόταν από τρεις μεραρχίες : τη Βενέτσια, την Πάρμα και την Πιεμόντε. Η Βενέτσια βρισκόταν στην περιοχή που πιάνει από το Ελμπασάν ως την λίμνη Aχρίδα, η Πάρμα στις ανατολικές πλαγιές της Μοράβας, η Πιεμόντε πιο πίσω, δυτικά της Κορυτσάς. Την ηγεσία του βόρειου Ιταλικού μετώπου είχε ο στρατηγός Γκαμπριέλε Νάσσι. Την ημέρα της εισβολής, οι Ιταλοί είχαν περιοριστεί εδώ σε βολές πυροβολικού.


Την άλλη μέρα χτύπησαν ένα Ελληνικό φυλάκιο. Ήταν φανερά πως δεν έχουν σκοπό να δράσουν. Αλλά το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο ήθελε να δημιουργήσει επιθετική δραστηριότητα στην απάνω κοιλάδα του Δεβόλη, αυτήν που απλώνεται ανάμεσα στα σύνορα και τις βορειοανατολικές πλαγιές της Μοράβας. Θα απειλούσε έτσι το Τσαγκόνι, (είναι η στενωπός ανάμεσα στα όρη Μόροβα και Ιβάν, στην οποία ρέει ο Δεβόλης και διέρχεται η οδός Κρυσταλοπηγή - Κορυτσά), θέση στρατηγική σπουδαιότατη, για να προετοιμάσει μιαν εξόρμηση προς την Κορυτσά.

Η πολιτεία αυτή -συγκοινωνιακός κόμβος σπουδαίος- είναι Ελληνική. Είχε δύο φορές παρθεί παλαιότερα από τον Ελληνικό στρατό και δύο φορές χάθηκε γιατί έτσι το ήθελαν οι Συνθήκες ειρήνης. Η νέα κατάληψη της τώρα, θα επηρέαζε ευεργετικά το ηθικό των μαχόμενων και του λαού που δέχτηκε την απρόκλητη Ιταλική επίθεση.

Διάταξη Ελληνικών Δυνάμεων ΤΣΔΜ

Από τις πρώτες ημέρες του πολέμου, αρχίζουν να προσανατολίζονται προς το τμήμα αυτό του μετώπου ισχυρές Ελληνικές δυνάμεις. Υπάγεται στο ΤΣΔΜ και η ΧΙ Μεραρχία, (διοικητής συν/χης Γ. Κώτσαλος), ενώ η X (διοικητής υποστράτηγος Χρ. Κίτσος) συγκεντρώνεται στην περιοχή Αμυνταίου – Πτολεμαΐδος. Η XVII (υποστράτηγος Π. Μπασακίδης) που προοριζόταν αρχικά για το Βουλγαρικό μέτωπο, προωθείται στη Βέροια. Η IV Ταξιαρχία (υποστράτηγος Αγαμ Μεταξάς), άρχισε, από την 1η Νοεμβρίου, επιθετικές ενέργειες πέρα από τα σύνορα, μέσα στο Αλβανικό έδαφος.

Ύστερα από άγρια Ιταλική αντίσταση, παίρνονται τα υψώματα Γκολίνα, Λόκβατ και 1327, στη χερσόνησο του Πυξού, ανάμεσα στη Μεγάλη και τη Μικρή Πρέσπα, καθώς και νοτιότερα, το χωριό Βέρνικ και το ύψωμα Λιζιτσίνα. Η επίθεση γίνεται με τη λόγχη. Οι Ιταλοί αντιστέκονται με πείσμα, άλλα τα Ελληνικά τμήματα τους απωθούν, παίρνουν και άλλα υψώματα, πολεμούν ως αργά τη νύχτα. Το Νότιο Συγκρότημα προχωρεί και αυτό, φτάνει ανάμεσα Καπέτιστα καί Μπίγλιστα. Από τις 4 Νοεμβρίου, η IV Ταξιαρχία θ’ αναπτυχθεί, θα γίνει ΧV Μεραρχία.

Η επίθεση θα ξαναρχίσει στις 5 Νοεμβρίου, στον τομέα της Μεραρχίας Βενέτσια, όπου η αντίσταση των Ιταλών είναι τόση ώστε όλοι οι αξιωματικοί και οι οπλίτες των πυροβόλων συνοδείας πέφτουν γύρω από τα κανόνια τους. Εδώ ωστόσο, καθώς και στον τομέα της Μεραρχίας Πάρμα, παίρνονται από τους Έλληνες και αλλά υψώματα. Ηττημένοι οι Ιταλοί, έχουν απωθηθεί κιόλας στις πλαγιές της Μοράβας, πιάνουν τη γραμμή που σχηματίζεται από τα χωριά Τσαγκόνι, Βράνεστε, Μπαμπάν, Χότσιστε, βρίσκονται δηλαδή στην ανάγκη να καλύψουν την κύρια οχυρωματική τους γραμμή.

Στις 5 Νοεμβρίου το Γενικό Στρατηγείο διατάσσει το ΤΣΔΜ να αρχίσει με το Γ’ Σώμα Στρατού έντονη επιθετική ενέργεια, που να έχει γι’ αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Κορυτσάς. Οι αμέσως επόμενες ημέρες Θ’ αφιερωθούν στις συνεννοήσεις των μονάδων μεταξύ τους για το πώς να προπαρασκευαστεί αύτη η επίθεση. Ύστερα από μελέτη της τοποθεσίας και των άλλων δεδομένων, ο διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού στρατηγός Τσολάκογλου απεφάσισε να επιτεθεί σ’ όλο μαζί το μέτωπό του.

Η σχετική διαταγή επιχειρήσεων, με χρονολογία 7 Νοεμβρίου, προβλέπει επίθεση αιφνιδιαστική, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, με αντικειμενικό σκοπό τον αποκλεισμό από βοριά και από νότια της Μοράβας, κατάληψη της τοποθεσίας Τσαγκόνι και τέλος της Κορυτσάς. Η κύρια προσπάθεια θα στρεφόταν στο νότιο τμήμα της Μοράβας. Εκεί το έδαφος ήταν πολύ τραχύ, δύσβατο, αλλά αυτό θα εμπόδιζε τον εχθρό να χρησιμοποιήσει άρματα μάχης. Την απόφαση τούτη ωστόσο ήταν πεπρωμένο να την ακολουθήσει μια διαφωνία.

Το Γενικό Στρατηγείο την ενέκρινε, το ΤΣΔΜ όμως τη θεώρησε επικίνδυνη: Φοβόταν τη φθορά δυνάμεων που θα ήταν ίσως αναγκαίες για να κρατηθεί άμυνα, αν το καλούσε η ανάγκη. Το Σώμα Στρατού ανέπτυξε τις απόψεις του. Θύμισε την ανάγκη να επιτεθεί γρήγορα, προτού ενισχυθεί τυχόν ο εχθρός, βεβαίωσε πως η επιχείρηση θα είχε επιτυχία και ας γινόταν μ' ελλείψεις στα πυρομαχικά. Το ΤΣΔΜ επέμεινε στις απόψεις του και η επίθεση χρειάστηκε ν’ αναβληθεί. Τελικά, ύστερα από επέμβαση του Γενικού Στρατηγείου, που πίστευε στην ανάγκη γοργής ενέργειας, αποφασίστηκε ν’ αρχίσει η επίθεση στις 14 Νοεμβρίου.

Στη διάθεση τού ΤΣΔΜ το Γενικό Στρατηγείο έβαζε και το πυροβολικό της ΧΙΙΙ Μεραρχίας. Στο μεταξύ, και οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο και στην Πίνδο είχανε πάρει την ευνοϊκή τους τροπή, ο εφιάλτης των πρώτων ημερών σήκωνε το βάρος του από το στήθος της χώρας. Το Γενικό Στρατηγείο κατέληγε στην απόφαση να επιχειρήσει προέλαση των Ελληνικών δυνάμεων, που να ξεπερνούσαν όλες τις αντικρινές οροσειρές της Αλβανίας και να εξασφάλιζαν την ελεύθερη χρησιμοποίηση του στρατηγικότατου δρόμου που πάει από την Κορυτσά στα Γιάννινα.

Στις 8 Νοεμβρίου, η Χ Μεραρχία, αρχίζει να μεταφέρει τα τμήματά της στο Νεστόριο, στις όχθες του Αλιάκμονος, για να είναι έτοιμη να λάβει μέρος στην επίθεση κατά της Κορυτσάς. Η ζώνη της φτάνει, στα νότια, ίσαμε την Αητομηλίτσα και το Γράμμο. Στις 12 του μηνός, η Μεραρχία προωθεί τις δυνάμεις της και παίρνει την επιθετική της διάταξη. Ο χειμώνας του βορρά έχει έρθει στο μεταξύ, πέφτει το χιόνι πυκνό. Οι πορείες γίνονται μέσα από χαράδρες που γλιστράνε, το πούσι σκεπάζει τα πάντα, πνίγει τον ορίζοντα, τα μονοπάτια έχουν χαθεί, οι ανεφοδιασμοί σταματάνε σχεδόν, ο στρατός πορεύεται αβοήθητος.


Όμως πορεύεται, πάει να πιάσει τις θέσεις που πρέπει. Η στιγμή που θα εξαπολυθεί η επίθεση έχει οριστεί. Είναι τα χαράματα της 14ης Νοεμβρίου, ώρα εξίμιση. Προετοιμάζονται και οι Χ και ΙΧ Μεραρχίες, που θα εξορμήσουν προς τη Μοράβα και η ΧV, που θα επιτεθεί στον Ιβάν. Στον τομέα της ΧV μαίνονται οι χιονοθύελλες, οι μεγάλες βροχές το κρύο έχει γίνει απάνθρωπο. Όμως μέσα στις νύχτες, κάτω από νερό ασταμάτητο, τα τμήματα πορεύονται, πιάνουν θέσεις. Από όλες τις κατευθύνσεις, από μονοπάτια, χαράδρες, κορφοβούνια, ο Ελληνικός στρατός ανεβαίνει προς τα σύνορα, την Αλβανία, συγκεντρώνεται για τη μεγάλη του εξόρμηση.

Το Γ’ Σώμα Στρατού έχει παρατάξει τώρα, σε πρώτο κλιμάκιο, από νότο σε βοριά, τις Χ, ΙΧ και ΧV Μεραρχίες. Σε δεύτερο κλιμάκιο τη ΧΙΙΙ, που μόλις έφτασε. Οι Ιταλοί, αντίκρυ, έχουν φέρει ή φέρνουν, εκτός από τις τρείς μεραρχίες τους Βενέτσια, Πάρμα και Πιεμόντε, τη Μεραρχία Μοδένα, τη Μεραρχία Αρέτσο, τη Μεραρχία αλπινιστών Τριεντίνο, δύο συντάγματα Βερσαλλιέρων. Έχουν, τέλος, μια μονάδα άρματα μάχης και Ισχυρότατη Αεροπορία. (Συνεπώς είχε δίκιο το Γ΄ Σώμα που επέμενε για άμεση έναρξη της επίθεσης)

Έναρξη και Διεξαγωγή των Επιχειρήσεων

Είναι η νύχτα της 13 προς 14 Νοεμβρίου. Η πρώτη φάση του πολέμου, η αμυντική για τούς Έλληνες, έληξε. Αρχίζει η δεύτερη φάση, η επιθετική σ’ όλο το μάκρος του μετώπου, από το Ιόνιο ίσαμε τη Μεγάλη Πρέσπα. Γι’ άλλη μια φορά, την τέταρτη μέσα σε σαράντα χρόνια, ο Ελληνικός στρατός θα τεντώσει το τόξο της μοίρας του. Στις 06:30 της 14ης Νοεμβρίου, η ΧV Μεραρχία άρχισε την επίθεση από τη χερσόνησο του Πυξού, ανάμεσα στις δύο Πρέσπες.

Σύμφωνα με το σχέδιο, προπαρασκευή πυροβολικού δεν είχε προηγηθεί, η εξόρμηση γινόταν αιφνιδιαστικά και με τόση ορμή που ο εχθρός σάστισε, δεν μπόρεσε να βάλει σ’ εφαρμογή το σχέδιο των αυτομάτων όπλων του, τα προχωρημένα τμήματά του λύγισαν αμέσως. Τα Ελληνικά τάγματα που έκαναν την επίθεση, προχώρησαν γοργά. Πιο πέρα όμως το έδαφος γινόταν ορεινό, ο εχθρός μπορούσε να προβάλει εκεί αποτελεσματική αντίσταση. Οι Ιταλοί, πραγματικά, άρχιζαν ν’ αγωνίζονται με πείσμα, πολυβόλα κρυμμένα μέσα σε πολυβολεία γερά, και μαζί όλμοι, πυροβολικό, είχαν αρχίσει να δουλεύουν όλα μαζί.

Οι θέσεις τους σαΐτευαν φωτιά και σίδερο, η Αεροπορία χτυπούσε τις επιτιθέμενες Ελληνικές δυνάμεις. Αλλεπάλληλες Ιταλικές αντεπιθέσεις προσπαθούσαν στο μεταξύ ν’ ανακόψουν την Ελληνική προχώρηση. Ήταν ένας αγώνας σκληρός, που δεν μπόρεσε όμως, από Ιταλική πλευρά, να κρατήσει πάνω από τρεισήμισι ώρες. Στις 10:00 το πρωί, ο Ελληνικός στρατός είχε σπάσει την κύρια ιταλική γραμμή. Το απόγεμα έγινε νέα εξόρμηση, για να παρθεί το ύψωμα 1480. Ο λόγος δόθηκε τώρα στην ξιφολόγχη και τη χειροβομβίδα, γιατί οι αντίπαλοι ήταν αντικριστοί πια, αγγίζονταν μεταξύ τους.

Το ύψωμα παίρνεται και το Ιβάν αρχίζει ν’ απομονώνεται. Ανάλογες επιτυχίες έχουν τα Ελληνικά τμήματα που ενεργούν στα νότια της Μικρής Πρέσπας. Η γέφυρα του Δεβόλη κυριεύεται από τους Έλληνες, που προλαβαίνουν και αιφνιδιάζουν τη φρουρά της προτού προβεί σε ανατίναξη. Η προέλαση έχει φτάσει κιόλας σε βάθος τεσσάρων χιλιομέτρων. Η X Μεραρχία, στον δικό της τον τομέα, τον νότιο, συναντάει δυνατή αντίσταση του εχθρού, προχωρεί σε λιγότερο βάθος. Μερικά τμήματά της καθηλώθηκαν μπροστά στις οχυρωμένες θέσεις των Ιταλών, παίρνεται όμως το Μπόζιγκραντ και τα υψώματα γύρω στο Νικολίτσε.

Γενικά, ο απολογισμός της πρώτης ημέρας ήταν ικανοποιητικός. Είχε κατορθωθεί διάσπαση της αμυντικής τοποθεσίας του εχθρού στους τομείς της XV και της ΙΧ Μεραρχίας και αυτό ήταν σημάδι καλό για τη συνέχεια της μάχης. Αιχμάλωτοι πολλοί είχαν πιαστεί, πολεμικό υλικό κυριεύτηκε. Το Ελληνικό πυροβολικό είχε κινηθεί μ' ευελιξία, κατά κλιμάκια, κατόρθωσε να υπερνικήσει κακοτοπιές απίθανες, να υποστηρίξει με θαυμαστή αποτελεσματικότητα τις εφόδους του πεζικού. Αλλά η επίθεση είχε γίνει σε μέγα πλάτος, σε όλο το ανάπτυγμα του βόρειου μετώπου, όλες οι εφεδρείες είχαν χρησιμοποιηθεί. Αυτό δεν μπορούσε να γίνεται κάθε μέρα.

Την επομένη, 15 Νοεμβρίου, κυριεύονται και άλλα υψώματα, μ' όλο που στο σύνολό της η επίθεση δείχνεται περισσότερο φειδωλή. Τα Ελληνικά τμήματα πήρανε το χωριό Πολιόσκα, στα δυτικά τού Δεβόλη, ενώ κατόρθωναν και να στερεοποιήσουν το ρήγμα που είχε ανοιχτεί στην αμυντική τοποθεσία του εχθρού. Η 16 Νοεμβρίου, τρίτη ημέρα, βελτίωσε ακόμα περισσότερο τις Ελληνικές θέσεις. Μολονότι στο Βόρειο τομέα η ΧV Μεραρχία δεν μπορούσε να πετύχει σημαντικά αποτελέσματα, στον Κεντρικό και στο Νότιο πάρθηκαν τα χωριά Ρέσνιτσε και Άρζα.

Αιχμάλωτοι έδωσαν την πληροφορία πως μια ακόμα Ιταλική μεραρχία, η Αρέτσο, έμπαινε στον αγώνα. Τώρα ήταν τέσσερες οι μεραρχίες που υπεράσπιζαν τη Μοράβα και το Ιβάν. Έπρεπε να ενισχυθεί ανάλογα και η Ελληνική παράταξη. Το ΤΣΔΜ είχε στη διάθεση του Γ’ Σώματος Στρατού τη ΧΙΙΙ Μεραρχία, που θα έπαιρνε θέση ανάμεσα στη ΙΧ και στη XV, με μέτωπο προς τη βορεινή ράχη της Μοράβας. Η ΧΙ εξάλλου, ήταν έτοιμη να κινηθεί προς το μέτωπο από την περιοχή της Οινόης, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη. Στις 17 Νοεμβρίου η XV Μεραρχία κατορθώνει να κρούσει τις πύλες του Ιβάν.

Στο κέντρο, ύστερα από αγώνα σκληρό, ολοκληρωνόταν από τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας η κατάληψη της κορυφογραμμής της Πρόπας. Γενικά άλλωστε η σύγκρουση είχε πάρει τώρα χαρακτήρα δραματικό. Οι Ιταλοί έβλεπαν τη γραμμή τους να καταρρέει και αγωνίζονταν με αληθινή απόγνωση να σώσουν ότι μπορούσαν, ν' αγκιστρωθούν στις θέσεις τους. Οι Έλληνες κέρδιζαν μία - μία αυτές τις θέσεις, με προσπάθεια σκληρή, ενώ οι απώλειες γίνονταν βαριές και από τα δύο μέρη. Ωστόσο η τύχη της Κορυτσάς είχε κιόλας κριθεί. Μάταια θα εμπλακεί στον αγώνα και νέα Ιταλική μεραρχία, η Τριεντίνα, των αλπινιστών.


Το μόνο της κατόρθωμα θα είναι ν’ ανακόψει για μια στιγμή την προχώρηση της ΧV Μεραρχίας. Στις 17 Νοεμβρίου η μεγάλη δημοσιά Ερσέκας - Κορυτσάς, πίσω από τη Μοράβα, βάλλεται από τα πυρά του Ελληνικού πυροβολικού, που χτυπάει και τους στρατώνες της Κορυτσάς, και το αεροδρόμιο της. Αλλά οι μάχες έχουν τις μεταπτώσεις τους, η τύχη τις εναλλαγές της. Μια στιγμιαία σύγχυση θα παρουσιαστεί στις τάξεις της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, που έμπαινε στον αγώνα εκείνη ακριβώς την ημέρα. Η νυχτερινή πορεία κάτω από βροχή, το σκοτάδι, το άγνωστο έδαφος, είχανε κάνει να χαθεί η επαφή ανάμεσα σε κάποια τμήματα.

Το επιφορτισμένο με την επίθεση απόσπασμα, ερχόταν σ' επαφή, μεσημέρι της 18 Νοεμβρίου, με την οργανωμένη Ιταλική τοποθεσία στην περιοχή του Χότσιστε, ανεύθυνες όμως διαδόσεις παραπλάνησαν το Διοικητή του Συντάγματος, που βρισκόταν στα βορεινά της Πολιόσκας, και του δημιουργήθηκε η εντύπωση πως τα μαχόμενα τμήματά του είχαν διαλυθεί. Ευτυχώς η διαταγή για σύμπτυξη προς την Πολιόσκα άργησε να φτάσει στον προορισμό της, η κίνηση δεν ολοκληρώθηκε.

Το Γεν. Στρατηγείο απομάκρυνε τους υπευθύνους και ανέθεσε τη διοίκηση της ΧΙΙΙ μεραρχίας στον μέχρι τότε Αρχηγό πυροβολικού του Σώματος, τον υποστράτηγο Σωτ. Μουτούση. Πρώτη ενέργεια του νέου μεράρχου ήταν να διατάξει αμέσως, για την άλλη μέρα, επίθεση. Η διαταγή τέλειωνε με τα απλά τούτα λόγια “Την Επίθεσιν θα υποστηρίξω δια του βαρέος πυροβολικού και θα την παρακολουθήσω έφιππος εκ του εγγύς”. Υπάρχουν στον πόλεμο κάποιες απλές αλλά καίριες φράσεις, που βρίσκουν να πουν το μοναδικό που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή.

Όσο και αν οι επιτυχίες, των πρώτων ημερών είχαν βαρύνουσα σημασία, ο αγώνας, δεν γινόταν λιγότερο σκληρός για τον Ελληνικό στρατό καθώς οι μέρες περνούσαν. Απεναντίας: Στην πεισματωμένη αντίσταση των Ιταλών, στην υπεροχή τους σε δύναμη πυρός, σε Αεροπορία, ερχόταν τώρα να προστεθεί ο χειμώνας. Με συνθήκες υπερβολικά δύσκολες αντιπάλευαν τα επιτιθέμενα τμήματα, ιδιαίτερα με την πυκνή καταχνιά, που τ’ ανάγκαζε εδώ - εκεί να σταματάνε, ανίκανα να ξεκρίνουν το δρόμο τους.

Το πυροβολικό έπαυε την υποστήριξη του όταν βρισκόταν σ' αδυναμία να κανονίσει βολή. Στα υψώματα έπεσε το πρώτο χιόνι. Κι όμως, άλλοτε περισσότερο αισθητά, άλλοτε ανεπαίσθητα, όλο και βελτιώνονταν οι Ελληνικές θέσεις. Η ΙΧ Μεραρχία παίρνει το ύψωμα 1805 και η ανασυγκροτημένη ΧΙΙΙ τα χωριά Χότσιστε και Κράτσε, μ' εξήντα αιχμαλώτους. Η ραχοκοκαλιά της Μοράβας, στη νότια άκρη της, έχει τώρα κυριευθεί από τις Ελληνικές δυνάμεις και ο δρόμος από Ντάρζα σε Μπομποτίτσα χτυπιέται από τ' αυτόματα και το πυροβολικό.

Από τις 19 Νοεμβρίου επεμβαίνει δραστήρια στον αγώνα η νεοσύστατη «Ομάς Μεραρχιών Κ», υπό τον αντιστράτηγο Γ. Κοσμά. Την αποτελούσαν οι μεραρχίες Χ και ΧΙ, που κατείχαν το αριστερό του μετώπου της Μοράβας. Οι μέρες και οι νύχτες της 19 και 20 Νοεμβρίου αφιερώνονται σε προετοιμασία για την επίθεση. θα έχει για στόχο της την εγκατάσταση στις δυτικές υπώρειες της Μοράβας και την εξασφάλιση ελέγχου πάνω στη μεγάλη αρτηρία Ερσέκας - Κορυτσάς.

Η επίθεση αρχίζει, ύστερα από μιας ώρας προπαρασκευή πυροβολικού, στις δύο τ' απομεσήμερο της 21ης Νοεμβρίου. Ο αγώνας είναι σκληρός. Παίρνεται το ύψωμα 1900 και νοτιότερα, άλλο ύψωμα, που είναι το κλειδί για όλη την αμυντική γραμμή της Μοράβας. Το ύψωμα τούτο οι Ιταλοί το είχαν διεκδικήσει με πείσμα, το ανακατέλαβαν ύστερα από ισχυρή αντεπίθεση, το ξανάχασαν. Στις 21 Νοεμβρίου το Γενικό Στρατηγείο κοινοποίησε στο ΤΣΔΜ πληροφορία από Γιουγκοσλαβική πηγή πως μια φάλαγγα ως είκοσι χιλιόμετρα μάκρος φάνηκε να οδεύει από την Κορυτσά στο Πόγραδετς.

Ήταν φανερό πως οι Ιταλοί, που έχασαν πια τη Μοράβα, αδειάζουν την Κορυτσά. Η παραμονή τους εκεί Θα ήταν στο εξής πολύ επικίνδυνη, γιατί η Ελληνική προέλαση θα τους υπερφαλάγγιζε, με αποτέλεσμα να κόψει το δρόμο για κάθε μελλοντική υποχώρηση από την Κορυτσά προς τα βόρεια. Αμέσως το Γ΄ Σώμα Στρατού προώθησε ομάδες αναγνωρίσεως στα πλάγια της Μαλίκης, διέταξε την XV Μεραρχία να πιάσει τη δυτική έξοδο του στενού Τσαγκόνι και την ΙΧ να στείλει προφυλακές στο ρέμα δυτικά της Κορυτσάς. Μαζί, η Ομάς Μεραρχιών Κ θα ξανάρχιζε, ζωηρότερη τώρα, την επίθεση.


Απολογισμός

Περισσότεροι από 1.000 Ιταλοί στρατιώτες αιχμαλωτίσθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, ενώ η κατάληψη της Κορυτσάς χαιρετήθηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό από την Ελληνική κοινή γνώμη. Κατά τις επόμενες μέρες η προέλαση συνεχίστηκε. Ο Ελληνικός στρατός προελαύνοντας σταθερά στο Βορειοηπειρωτικό έδαφος στις 6 Δεκεμβρίου εισέρχεται στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα και δύο ημέρες αργότερα στο Αργυρόκαστρο.
 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 :Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΝΟΡΙΟΥ ΣΤΙΣ 27 - 28 ΙΟΥΛΙΟΥ 1822

Βιβλιογραφία:

Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εκδ. Νέα Σύνορα – Λιβάνη

Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδ. Γαλαξίας

 

Στις 27 αλλά και 28 Ιουλίου 1822 στο Αγιονόρι της Κορινθίας ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Νικηταράς και τα παλληκάρια τους ολοκληρώνουν την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.

Το σκηνικό που αντίκρυζε κανείς ήταν φρικιαστικό. Χιλιάδες νεκροί και διαμελισμένοι, είτε ζωντανοί είτε νεκροί, και πολλοί ετοιμοθάνατοι να βογκούν και να ζητούν να τους σκοτώσει κάποιος για να λυτρωθούν. Πόλλα άλογα και καμήλες επίσης νεκρές.

Ο Κολοκοτρώνης σε συμβούλιο των οπλαρχηγών στον Αϊ Γιώργη της Νεμέας διέταξε τον Νικηταρά, τον Παπαφλέσσα, τον Παπανίκα, τον Χατζηγιαννάκη, τον Μορτζέλο κ.ά. να καταλάβουν την κλεισούρα του Αγιονορίου. Τον Παναγιώτη Γιατράκο και τον Δημήτρη Τσώκρη να φρουρήσουν την Κλεισούρα του Μπερμπατίου και τον Πλαπούτα να φρουρεί τα Δερβενάκια. Αλλά η κλεισούρα του Μπερμπατίου έμεινε αφύλακτη, γιατί εκείνοι που ορίστηκαν να την υπερασπιστούν έφυγαν για τους Μύλους χωρίς να ειδοποιήσουν τον Κολοκοτρώνη. Έτσι ο Δράμαλης 27 προς 28 Ιουλίου 1822 με 14.000 στρατό από τους 30.000 πέρασε ανενόχλητος την κλεισούρα του Μπερμπατίου με κατεύθυνση προς το Αγιονόρι.

Κατά τα ξημερώματα της 28ης Ιουλίου μεταξύ των υψωμάτων “Ρουμανία Θανάση” και “Μεγάλο τραχώνι” όπου βρισκόταν το στρατιωτικό σώμα των Κορίνθιων με αρχηγό τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη χτύπησε πρώτο την εμπροσθοφυλακή του Δράμαλη. Ο Χελιώτης, αφού αποσύρθηκε με το σώμα του, φρόντισε να ειδοποιήσει τον Νικηταρά ότι οι Τούρκοι πλησιάζουν. Συναγερμός επακολούθησε στο στρατόπεδο του Αγιονορίου. Όλοι έτρεξαν να συναντήσουν τον εχθρό. Ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας, ο Νικήτας Δικαίος ή Φλέσσας (αδερφός του Παπαφλέσσα), οι κάτοικοι της περιοχής με τον οπλαρχηγό τους Κοντογιάννη, ο Χατζηγιάννης, ο Μαρτέζος, ο Δήμος Ζυγούρας με πολλούς Σοφικήτες (Σοφικό Κορινθίας), ο Δημήτρης Κριεζής με 5 Υδραίους πυροβολητές, όπως επίσης και ο Δημήτρης Κυμορφόπουλος με λίγους Δερβενοχωρίτες.

Ο Δράμαλης προσπάθησε να εμψυχώσει τους στρατιώτες του που λιποψυχούσαν, οι Δερβίσιδες έκαναν τις δεήσεις τους στον Αλλάχ, αλλά τελικά οι Τούρκοι δείλιασαν, υπέκυψαν και αποδεκατίστηκαν. Ο ίδιος ο Δράμαλης κατόρθωσε να διαφύγει, και πέζος χωρίς το τουρμπάνι του έφθασε στην Κόρινθο δοξάζοντας τον Αλλάχ που γλύτωσε. Στην Κόρινθο ο Δράμαλης σε άθλια κατάσταση και άρρωστος από τύφο ή ενδεχομένως και από στεναχώρια, αναλογιζόμενος την οργή του Σουλτάνου, ​πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1822.Οι Ελληνες για άλλη μια φορά θριάμβευσαν.Ολοι διακρίθηκαν στη μάχη αυτή ακόμα και οι άμαχοι της περιοχής τελικά βρέθηκαν με όπλα στα χέρια τους.

Έξι ώρες κράτησε η μάχη στο Αγιονόρι, και στο πεδίο της μάχης μετρήθηκαν 1.200 νεκροί Τούρκοι. Όλα τα πολεμοφόδια έμειναν στον τόπο της μάχης. Φορτία ολόκληρα με κιβώτια γεμάτα χρήματα, τιμαλφή ανεκτίμητης αξίας, πολύτιμα σκεύη και πλούσιος ρουχισμός, βαρύτιμα όπλα έπεσαν στα χέρια των νικητών. 200 Τούρκοι αιχμάλωτοι, 36 καμήλες, 800 υπέροχα αραβικά άλογα, 1.200 μουλάρια φορτωμένα με όπλα, πολεμοφόδια και άλλες αποσκευές του εχθρού ήταν ακόμη μερικά από τα λάφυρα της μάχης. Το σημαντικότερο όμως κέρδος των Ελλήνων ήταν το τσάκισμα του ηθικού φρονήματος των Τούρκων και είχαν την εντύπωση πως στα Δερβενάκια ενέδρευαν πολεμιστές με υπερφυσικές δυνάμεις, καθιστώντας την περιοχή απροπέλαστη λόγω φόβου και τρόμου

ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40 : Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΟΔΙΝΟΥ, ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΔΟΞΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Το χωριό Βοδίνο όπως φαίνεται από την κοιλάδα του ποταμού Ξηριά.

Το παρακάνω κείμενο αποτελεί μέρος της έρευνας – μελέτης του Αποστόλου Μπρέντα, που έχει τίτλο: «Η πορεία του 40ου Συντάγματος Ευζώνων Άρτας, στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 – 41».

 

Η ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω, είναι αληθινά γεγονότα και περιστατικά και έχουν σχέση με τη μάχη του Βοδίνου, όπως τη μολόγησαν αυτοί που την είδαν και την έζησαν. Ήταν η πρώτη μάχη που έδωσε ο Ελληνικός Στρατός όταν πέρασε τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ήταν το πρώτο ελληνικό αίμα που χύθηκε στην πολυβασανισμένη βορειοηπειρωτική γη. Για εμάς τους Αρτινούς, απογόνους αυτών των παλικαριών, έχει να μας πει και να μας θυμίσει και κάτι παραπάνω. Την υποχρέωση που έχουμε να μην τους ξεχάσουμε να μην λησμονήσουμε τους αγώνες τους και κάθε χρόνο να στεκόμαστε με σεβασμό και υπερηφάνεια μπροστά στα ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥΣ και να τους ευγνωμονούμε, καταθέτοντας εκεί, ένα στεφάνι, ένα μικρό λουλούδι, ένα δάκρυ, μια σκέψη, ακόμα και τη σιωπή μας. Και να είμαστε σίγουροι ότι τα ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ εκεί ψηλά, θα ηρεμούν, θα γαληνεύουν, και θ’ αναπαύονται, ξέροντας πως έκαναν το καθήκον τους, δίνοντας για όλους εμάς ότι πολυτιμότερο είχαν. Τα λιγοστά τους χρόνια. ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΑΥΤΩΝ!

Η μάχη έλαβε χώρα σ’ ένα χωριό της Βορείου Ηπείρου, το Βοδίνο κατά την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940 – 41. Σ’ αυτή την ιστορία δεν θα διαβάσετε για ημίθεους και υπερανθρώπους, για κατορθώματα και πράξεις που ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια και κάνουν τη φαντασία να οργιάζει. Είναι μια απλή μικρή ιστορία τριών νέων παιδιών, τριών Ελλήνων φαντάρων που «έμειναν» εκεί όπως και χιλιάδες άλλα παλικάρια που δεν θα μάθουμε ποτέ τα ονόματά τους. Τα κόκαλά τους είναι σπαρμένα και αφημένα στη γη της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας, ξεχασμένα, χωρίς σταυρό, χωρίς τάφο, χωρίς κανένα δάκρυ. Στην δική μας ιστορία, έχουμε την ευλογία να γνωρίζουμε τα ονόματα των τριών στρατιωτών.
Τα φύλαξαν με κίνδυνο της ζωής τους οι κάτοικοι του μικρού Βοδίνου και σήμερα μας τα παρέδωσαν ακέραια, θυμίζοντάς μας ότι οι ΗΡΩΕΣ δεν έχουν ανάγκη από πατρίδα, αλλά πατρίδα τους είναι όλη η γη.   
Που βρίσκεται το Βοδίνο
Το χωριό Βοδίνο, ανήκει στην περιοχή της Δρόπολης και βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Αλβανίας. Η Δρόπολη ή Δερόπολη, είναι μια στενόμακρη κοιλάδα που ξεκινάει από τη Θεσπρωτία και φτάνει μέχρι το Αργυρόκαστρο. Το χωριό Βοδίνο βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά της οροσειράς Ακροκεραύνια ή Μακρυβούνι και απέχει 5 χιλιόμετρα από το τελωνείο της Κακαβιάς. Το χωριό φέρει την ονομασία «το μπαλκόνι της Δρόπολης», διότι σαν να βρίσκεσαι σε μπαλκόνι, έχεις θέα όλη την κοιλάδα του ποταμού Δρίνου.
Είναι ένα από τα 37 χωριά που οριοθετούν την Δροπολίτικη κοιλάδα. Κατά μία άποψη το χωριό πήρε το όνομά του από μια βασίλισσα της περιοχής η οποία ονομαζόταν Μποντίνω, ενώ μια δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι παλιότερα ονομαζόταν Βοδινό από τα πολλά βόδια που υπήρχαν και έβοσκαν στην περιοχή. Σ’ αυτό το μικρό βορειοηπειρωτικό χωριό γράφτηκε μια μεγάλη σελίδα της νεώτερης ελληνικής ιστορίας που θα διαβάσετε στη συνέχεια.
Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940
Μία μέρα πριν (27 Νοεμβρίου) οι ελληνικές δυνάμεις έχουν απωθήσει τους Ιταλούς από τα ελληνικά σύνορα και πήραν διαταγή να κυνηγήσουν τους Ιταλούς και μέσα στο έδαφος της Αλβανίας. Ο καιρός ήταν βροχερός αλλά το κρύο δεν έκανε την πορεία ακόμα δύσκολη και βασανιστική. Το 40ο Σύνταγμα Ευζώνων της Άρτας ήταν το πρώτο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα που μπήκε στο αλβανικό έδαφος. Οι τσολιάδες πέρασαν γρήγορα και χωρίς αντίσταση πρώτα το χωριό Λόγγος, στη συνέχεια πέρασαν το χωριό Πέπελι και κατευθύνθηκαν προς το χωριό Βοδίνο, αλλά πριν μπούνε στο χωριό τους έπιασε η νύχτα και σταμάτησαν στα πρώτα υψώματα του χωριού να διανυκτερεύσουν.
Ο λοχαγός του 6ου λόχου, Δημήτριος Κουρκούμπας έστειλε στα πρώτα σπίτια του χωριού μερικούς άντρες οι οποίοι ρώτησαν τους φοβισμένους κατοίκους αν υπάρχουν Ιταλοί μέσα στο χωριό. Οι κάτοικοι τους είπαν ότι οι ιταλοί είχαν φύγει από το χωριό τους το πρωί και είχαν δίκιο. Οι Ιταλοί είχαν οπισθοχωρήσει. Όμως οι Ιταλοί, το ίδιο βράδυ, παίρνοντας διαταγή ν’ αμυνθούν σκληρά, αθόρυβα επέστρεψαν και οχυρώθηκαν πίσω από τις πέτρινες μάντρες των χωραφιών, έστησαν πολυβόλα σε μικρά οχυρά υψώματα και στις λιθόχτιστες μάντρες των σπιτιών, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να επιβραδύνουν την ελληνική αντεπίθεση. Οι κάτοικοι του χωριού, κλεισμένοι στα σπίτια τους, δεν αντιλήφθηκαν το παραμικρό από την νυχτερινή δραστηριότητα του ιταλικού τμήματος το οποίο έστησε αριστοτεχνικά την ενέδρα του.
Το πρωί της Πέμπτης 28 Νοεμβρίου 1940, με την ανατολή του ήλιου, ο λοχαγός του 6ου λόχου, διέταξε τους τσολιάδες του να μπούνε προσεκτικά στο χωριό Βοδίνο. Αριστερά τους και ψηλότερα στο ύψωμα βρισκόταν και κινούνταν ο 5ος λόχος του υπολοχαγού Βασιλείου Ρουπάκα από τη Θήβα. Η πρωινή ομίχλη δυσκόλευε την ορατότητα, τα νυσταγμένα μάτια από την κούραση και την ταλαιπωρία και η διαβεβαίωση των κατοίκων ότι στο χωριό δεν υπήρχαν Ιταλοί έκανε πιο εύκολα τα πράγματα και οι τσολιάδες βάδιζαν χωρίς προφυλάξεις και σχεδόν ανέμελα. Μπήκαν στα πρώτα σπίτια του χωριού και στη συνέχεια αμέριμνοι διακλαδώθηκαν στα στενά σοκάκια του χωριού, όταν ξαφνικά οι άντρες του 5ου λόχου που ήταν ψηλότερα από αυτούς, με φωνές και με αλαλαγμούς τους φώναζαν να καλυφθούν διότι είδαν τους Ιταλούς. Οι άντρες του 6ου λόχου ή δεν άκουσαν ή δεν έδωσαν σημασία και πέφτουν στην ενέδρα των ιταλών. Και άρχισε η μάχη. Διαταγές από τους αξιωματικούς. Φωνές από τους διμοιρίτες και κραυγές από τους στρατιώτες, που τρέχανε στην κορυφογραμμή και πιο κάτω «χαλασμός Κυρίου»,από τους πυροβολισμούς.

 Οι Έλληνες στρατιώτες έφτασαν τόσο κοντά με τους Ιταλούς που πιάστηκαν στα χέρια.

Σε λίγο το μικρό χωριό μετατράπηκε σε κόλαση φωτιάς. Χειροβομβίδες, πολυβόλα, αυτόματα όπλα και μάχη σώμα με σώμα. Ο λοχίας Κόκκας Γεώργιος του 5ου λόχου, νεοφερμένος στο λόχο, δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε στον 6ο λόχο και γράφει στο πολεμικό του ημερολόγιο τα εξής: «μπροστά από μας πήγαινε ο 6ος λόχος. Πέρασε μια μικρή ρεματιά και ανέβαινε ολόδρομα την πλαγιά, που ήταν απέναντι.... Εμείς χωρίσαμε και βαδίζαμε αριστερότερα, για να ανεβούμε στην κορυφή του ίδιου αντερείσματος. Σε κάποια στιγμή ακούσαμε στο μέτωπο του 6ου λόχου, πυροβολισμούς κακό και αντάρα..
- Πιάστηκε η μάχη, τρέξτε παιδιά στην κορυφή. Εκεί η μια διμοιρία, εκεί η άλλη.
Κάποτε έφτασα κι εγώ στην κορυφή. Τι γινόταν όμως, που ήταν ο εχθρός, ούτε που μπορούσα να καταλάβω, ούτε και μπόρεσα σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης να καταλάβω...
Εδώ μια ημιομάδα έστηνε το οπλοπολυβόλο της και έφτιαχνε το οπλοπολυβολείο, που κοιτούσε προς τα πίσω… Εγώ γέμισα το όπλο μου, υπελόγισα την απόσταση σε 800 μέτρα και αφού ταχτοποίησα το κλισιοσκόπιο, σημάδεψα και έριξα. Αμέσως πετάχτηκαν με φωνές οι τσολιάδες από γύρω μου να με φάνε:
- Τι ρίχνεις, μωρέ; θα προδώσεις το οπλοπολυβόλο κ.λ.π.
Αλλά, όταν είδαν πως είμαι από τους νέους, ησύχασαν και μου έδωσαν μια συμβουλή, να πιάσω μια πέτρα και να καθίσω. Σε λίγο από πάνω μου άκουσα τη φωνή του ανθυπολοχαγού Κουτσοσπύρου, που με φώναζε. Έτρεξα προς τα κει.
- Τι γίνεται κύριε ανθυπολοχαγέ; Τι θα φτιάσουμε; Που είναι ο εχθρός; 
Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μας και αυτός μου είπε να κρυφτώ πίσω από την πέτρα...». 
Η μάχη ήταν στο κορύφωμά της, όταν ξαφνικά δύο έλληνες στρατιώτες που προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο τους γαζώνονται από ιταλικό πολυβόλο και πέφτουν νεκροί.
Ήταν ο Στέφανος Γραβιάς από το συνοικισμό Σγάρα Καταρράκτη Άρτας και ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι Άρτας. Ο δεκανέας Κώστας Κοντοδήμας από τις Πηγές Άρτας, στοιχειάρχης του πολυβόλου θυμάται: «χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε κυκλωμένοι με τους άνδρες του στοιχείου μου. Ο προμηθευτής μου και ο γεμιστής του πολυβόλου μου, ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι και ο Στέφανος Γραβιάς από την Σγάρα Καταρράκτη, σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο. Εμένα με είχαν πιάσει από την χλαίνη και με τραβούσαν προς το μέρος τους. Την χλαίνη την είχα κάνει ρολό και την πέρασα πάνω μου χιαστί για να κινούμαι εύκολα στην μάχη. Αυτό με έσωσε από την αιχμαλωσία, γιατί έτσι όπως την είχα, με μια αστραπιαία κίνηση, την πέταξα από πάνω μου και χάθηκα μες τους θάμνους, αφήνοντας την στους Ιταλούς ενθύμιο». 
Λίγο πιο πάνω οι τσολιάδες προσπαθούσαν να βγάλουν τους ιταλούς από τα οχυρά τους.
Με τις ξιφολόγχες και με πάλη σώμα με σώμα, αγωνίζονταν να κερδίσουν το εχθρικό έδαφος. Οι Ιταλοί τότε μη μπορώντας να σταματήσουν τους τσολιάδες, άρχισαν να ρίχνουν πολλές χειροβομβίδες για να τους αποκρούσουν. Μια χειροβομβίδα τραυμάτισε θανάσιμα τον στρατιώτη Χρήστο Στάμο από τα Άγναντα Άρτας. Το παλικάρι έπεσε στο χώμα, ενώ ένα ιταλικό πολυβόλο συνέχισε να ρίχνει πάνω του. Ο άδικος θάνατος των τριών στρατιωτών, αφήνιασε τον υπόλοιπο λόχο που επιτέθηκε με λύσσα. Οι ξιφολόγχες και των υπολοίπων βγήκαν από τα θηκάρια τους και μπήγονταν σε κορμιά. Μέχρι το μεσημέρι η μάχη μαίνονταν από άκρη σε άκρη μέσα στο χωριό. Τα ιταλικά πολυβόλα κροτάλιζαν συνεχώς.
Ξαφνικά όμως τα πάντα σταμάτησαν. Οι ιταλοί τα παράτησαν και κίνησαν τροχάδην να σωθούν στον κατήφορο, αφήνοντας τους νεκρούς και τραυματίες συντρόφους τους στο έλεος του Θεού. Δεκατρείς, ήταν οι έλληνες στρατιώτες που τραυματίστηκαν. Κατά το μεσημέρι οι κάτοικοι του Βοδίνου βγήκαν από τα σπίτια τους και μάζεψαν τα τρία νεκρά παλικάρια.
Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται. Θρήνος και κλάματα από ολόκληρο το χωριό. Η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, πάνω στο λόφο και εκεί τα έθαψαν μαζί, δίπλα – δίπλα, τον Χρήστο, το Γιάννη και τον Στέφανο, για ν’ αναπαυθούν και να κοιμηθούν τον αιώνιο ύπνο τους.
Την επόμενη μέρα ο ελληνικός στρατός έφυγε από το χωριό και προχώρησε μπροστά, αφήνοντας τα τρία παιδιά του στα αιματοβαμμένα χώματα της βορειοηπειρωτικής γης.
Στη μάχη του Βοδίνου, σκοτώθηκαν τρεις στρατιώτες του 6ου λόχου:
1) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Γραβιάς Στέφανος του Χρήστου, από το χωριό Σγάρα
     Καταρράκτη Άρτας.
2) ο στρατιώτης του 6ου λόχου,  Μπουραντάς Ιωάννης του Ευαγγέλου, από το χωριό
     Κομπότι Άρτας.
3) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Στάμος Χρήστος του Γεωργίου, από το χωριό Άγναντα Άρτας.

Γραβιάς Στέφανος του Χρήστου (+28/11/1940)

Ο Στέφανος Γραβιάς, γεννήθηκε στο συνοικισμό Σγάρα Καταρράκτη το έτος 1916. (1)  Ήταν γιός του Χρήστου και της ............  Είχε ακόμα τρία αδέρφια, ενώ με τον μεγαλύτερο αδερφό του Ευάγγελο πολεμούσαν μαζί στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία και απολύθηκε το έτος 1938. Επιστρατεύτηκε με ατομική πρόσκληση στις 2 Οκτωβρίου 1940 και κατατάχτηκε στο 40ο Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας. Τοποθετήθηκε στο ΙΙ/40 Τάγμα στον
2ο λόχο πολυβόλων και πήρε την ειδικότητα του γεμιστή πολυβόλου. Όταν επιστρατεύτηκε ήταν ανύπανδρος. Φονεύθηκε κατά την αντεπίθεση του ελληνικού στρατού, την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940, στην μάχη για την κατάληψη των υψωμάτων προ του χωριού Βοδίνο στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου.
Ο στρατιώτης Κίτσιος Γεώργιος του ΙΙΙ/40 Τάγματος, από το χωριό Καλόβατος Άρτας, θυμάται τη μάχη στο Βοδίνο και σημειώνει: «την άλλη μέρα, ακούμε κάτι πυροβολισμούς κάτω που ήταν το 2ο Τάγμα που είχε προχωρήσει μπροστά. Ήταν σε κάτι χωράφια. Εκεί σ’ αυτά τα χωριά τα χωράφια τα έχουν όλα κλειστά, όπως είναι το κλούρι στην εκκλησιά, όλα κλειστά με πέτρες και στις γωνίες έχουν τρύπες να φεύγει το νερό. Εκεί μέσα ήταν τρυπωμένοι οι Ιταλοί, οι δικοί μας προχώραγαν χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι. Τους φώναζαν οι χωριάτες:
- Μην προχωράτε, οι Ιταλοί είναι απέκια και θα σας πιάσουν.
- Προχωρείτε, έλεγε ο αξιωματικός και καβάλαγε ένα άλογο ψαρί, ένα άλογο παρδαλό.
Πετάγονται απάνω οι Ιταλοί τους βάζουν με τα πολυβόλα και σκοτώνονται τρείς δικοί μας και τραυματίστηκαν πολλοί». 
Ο δεκανέας Κώστας Κοντοδήμας (Παπαγιάννης) από τις Πηγές, στοιχειάρχης πολυβόλου κίνησης, περιγράφει το θάνατο του Στέφανου Γραβιά: «στο Βοδίνο λίγο έλειψε να με πιάσουν αιχμάλωτο. Βρέθηκα κυκλωμένος με τους άνδρες του στοιχείου μου. Ο προμηθευτής μου και ο γεμιστής του πολυβόλου μου, ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι και ο Στέφανος Γραβιάς από την Σγάρα Καταρράκτη, σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο. Εμένα με είχαν πιάσει από την χλαίνη και με τραβούσαν προς το μέρος τους.
Την χλαίνη την είχα κάνει ρολό και την πέρασα πάνω μου χιαστί για να κινούμαι εύκολα στην μάχη. Αυτό με έσωσε από την αιχμαλωσία, γιατί έτσι όπως την είχα, με μια αστραπιαία κίνηση, την πέταξα από πάνω μου και χάθηκα μες τους θάμνους, αφήνοντας την στους Ιταλούς ενθύμιο. Θυμάμαι ότι όταν μας ζύγωναν οι Ιταλοί, μας φώναζαν: - Γκρέκο, θα πάμε στην Άρτα να φάμε πορτοκάλια! Λες και ξέρανε ότι εμείς ήμασταν από κει».             
Η ημερησία διαταγή του 40ου Συντάγματος, γράφει τα παρακάτω: «οι κάτωθι έφεδροι οπλίτες φονεύθηκαν ενδόξως υπέρ της πατρίδος στο πεδίον της μάχης. Διαγράφω της δύναμης των οπλιτών της 1325 μονάδας και τους οικείου λόχους. ...2) στρατιώτην Γραβιάν Στέφανον του Χρήστου, κλάσεως 1936, Α.Σ.Μ. 99815, του ΙΙου λόχου πολυβόλων, φονευθέντα την 28ην Νοεμβρίου 1940». 
Ο λοχίας Κόκκας Γεώργιος, του 7ου λόχου, βρέθηκε στο χωριό Βοδίνο πέντε μέρες μετά τη φονική μάχη και γράφει στο πολεμικό ημερολόγιό του, τα εξής: «Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου. Ξημέρωσε καινούργια μέρα. Πήραμε ψωμί, τσάι και τυρί. Αφού μάζεψα τα πράματα, ανέβηκα στην κορυφή του λόφου. Εδώ έγινε πριν από πέντε μέρες η μάχη του Βοδίνου. Εδώ πάνω ήταν οι Ιταλοί κι εδώ πάνω έγινε η σύγκρουση με τον 6ο Λόχο και είχαμε και λίγα θύματα.
Μερικοί τσολιάδες προσπαθούσαν να αναπαραστήσουν τη μάχη.
- Να, εδώ ήταν οι Ιταλοί, εκεί ήρθαν οι δικοί μας, φαίνεται από τις χειροβομβίδες, που τους έριξαν οι Ιταλοί.
- Μπα! Ήρθαν εδώ οι δικοί μας; ρώτησε ένας νέος τσολιάς.
- Τι λες μωρέ, ήρθαν και παραήρθαν. Να! Βλέπεις εκείνη τη μάντρα; εκεί ήρθαν οι δικοί μας κι έστησαν το οπλοπολυβόλο. Από μέσα όμως από τη μάντρα ήταν Ιταλοί και τους άρπαξαν το οπλοπολυβόλο από την κάνη και έριξαν χειροβομβίδες. Αμέσως, οπισθοχώρησαν οι δικοί μας, για να καλυφθούν και τότε σκοτώθηκαν όσοι σκοτώθηκαν.
Όλη η παρέα των τσολιάδων μετατοπίστηκε κατά τη μάντρα, για να κάμει αυτοψία.
- Να, εδώ ακούμπησαν το οπλοπολυβόλο, εδώ πάνω…
- Βρε παιδιά μια καραβάνα! φώναξαν.
Όλοι τρέξαμε προς αυτόν και είδαμε. Μια καραβάνα χιλιοτρυπημένη από θραύσματα χειροβομβίδας. Δηλαδή η χειροβομβίδα χτύπησε το στρατιώτη στο σακίδιο, στη μέση του αριστερού πλευρού, έκανε κομμάτια το σακίδιο και την καραβάνα, και «έφαγε» και τα τελευταία πλευρά του στρατιώτη. Στην καραβάνα ήταν ακόμα κολλημένο χνούδι από το σακίδιο, που κατάκοψε η χειροβομβίδα και ξεραμένες μερικές σταγόνες από αίμα.
Κι ακόμα, ανάμεσα σ’ αυτά μια υπογραφή, χαραγμένη με σουγιά: «Γραβιάς». Δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα, γιατί ήταν σύμπλεγμα. Κάπου εκεί σιμά ήταν θαμμένος κι αυτός.
Ο Θεός να τους συγχωρέσει όλους. Δεν θα ξαναγυρίσουν σπίτια τους. Οι φαμελιές τους δε θα τους ξαναδούν. Μου είπανε πως στον 6ο Λόχο υπηρετούσε κι ο αδερφός του Γραβιά. Αυτός παράστεκε στην κηδεία και τώρα έκαμαν χαρτιά ν’ απολυθεί». 
Οι τρείς στρατιώτες που σκοτώθηκαν την ημέρα εκείνη στη μάχη του χωριού Βοδίνου, ήταν ο Στέφανος Γραβιάς από τη Σγάρα Καταρράκτη, ο Μπουραντάς Ιωάννης από το Κομπότι και ο Χρήστος Στάμος από τα Άγναντα. Οι κάτοικοι του βορειοηπειρωτικού χωριού έθαψαν τους τρεις στρατιώτες σε κοινό τάφο, στο λόφο της Αγίας Παρασκευής, εκεί που βρίσκεται και το ομώνυμο εκκλησάκι. Στις 2 Ιουλίου 2009, ο ανιψιός του στρατιώτη Μπουραντά από το Κομπότι, Ιωάννης με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση των κατοίκων του χωριού, έκαναν εκταφή των στρατιωτών και ανήγειραν μνημείο, αντάξιο της θυσίας των Ηρώων. Σ’ αυτό το μνημείο αναπαύεται σήμερα ο ΗΡΩΑΣ, Στέφανος Γραβιάς.
Μπουραντάς Ιωάννης του Ευαγγέλου (+28/11/1940)
Ο Μπουραντάς Ιωάννης, γεννήθηκε στο Κομπότι Άρτας το έτος 1914. (1) Ήταν γιός του Ευαγγέλου και της ..........  Υπηρέτησε την κανονική θητεία του και απολύθηκε το έτος 1936. Το επάγγελμά του ήταν αγρότης. Επιστρατεύτηκε στις αρχές Οκτωβρίου του ΄40, και κατατάχτηκε στο 40ο Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας. Τοποθετήθηκε στο ΙΙ/40 Τάγμα, στον 2ο λόχο πολυβόλων. Όταν έφυγε για τον πόλεμο ήταν ανύπαντρος. Πήρε την ειδικότητα του προμηθευτή πολυβόλου και πήρε μέρος σ’ όλες τις μάχες που έδωσε ο λόχος του, πολεμώντας ηρωικά. Φονεύθηκε την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940, στο χωριό Βοδίνο της Βορείου Ηπείρου όπως αναφέρει η ημερησία διαταγή: «οι κάτωθι έφεδροι οπλίτες φονεύθηκαν ενδόξως υπέρ της πατρίδος στο πεδίον της μάχης. Διαγράφω της δύναμης των οπλιτών της 1325 μονάδας και τους οικείου λόχους. ...3) στρατιώτην Μπουραντάν Ιωάννην του Ευαγγέλου, κλάσεως 1934, Α.Σ.Μ. 102336, φονευθέντα την 28ην Νοεμβρίου 1940, του ΙΙου λόχου πολυβόλων». 
Ο δεκανέας Κώστας Κοντοδήμας (Παπαγιάννης) από τις Πηγές, στοιχειάρχης πολυβόλου κίνησης, περιγράφει το θάνατο του Μπουραντά Ιωάννη: «στο Βοδίνο λίγο έλειψε να με πιάσουν αιχμάλωτο. Βρέθηκα κυκλωμένος με τους άνδρες του στοιχείου μου. Ο προμηθευτής μου και ο γεμιστής του πολυβόλου μου, ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι και ο Στέφανος Γραβιάς από την Σγάρα Καταρράκτη, σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο. Εμένα με είχαν πιάσει από την χλαίνη και με τραβούσαν προς το μέρος τους.
Την χλαίνη την είχα κάνει ρολό και την πέρασα πάνω μου χιαστί για να κινούμαι εύκολα στην μάχη. Αυτό με έσωσε από την αιχμαλωσία, γιατί έτσι όπως την είχα, με μια αστραπιαία κίνηση, την πέταξα από πάνω μου και χάθηκα μες τους θάμνους, αφήνοντας την στους Ιταλούς ενθύμιο. Θυμάμαι ότι όταν μας ζύγωναν οι Ιταλοί, μας φώναζαν: - Γκρέκο, θα πάμε στην Άρτα να φάμε πορτοκάλια! Λες και ξέρανε ότι εμείς ήμασταν από κει».           
Ένα κείμενο που έγραψε η κυρία Ελευθερία Μποτέτσιου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
«ΤΟ ΚΟΜΠΟΤΙ» τον Οκτώβριο του 1991- αρ. φύλ.128. Έχει τίτλο «Ο ΝΑΚΟΣ, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΗΡΩΑΣ» και είναι αφιερωμένο στον στρατιώτη Μπουραντά Ιωάννη. Είναι γραμμένο με σεβασμό και ευγνωμοσύνη, για τον ΗΡΩΑ, Νάκο Μπουραντά, όπως χαϊδευτικά τον φώναζαν στο χωριό μας. «Με τις ευχές της μάνας του έφυγε για το μέτωπο. Τον φίλησε, τον κοίταξε κατάματα και τον χτύπησε στον ώμο. Αντάμα με άλλα παλικάρια του χωριού πήγε ο Νάκος στην Ήπειρο, πάνω στα βουνά της Αλβανίας. Πέρασαν όλοι τους πολλά. Δεν ήταν οι ψείρες που τους καταρούφηξαν το αίμα, δεν ήταν η πείνα, μα πιο πολύ ήταν το κρύο που δεν το άντεχαν άλλο. Αυτό τους πάγωνε τα κόκαλα. Δεν έκανε τίποτε ούτε η χλαίνη, ούτε τα μάλλινα τα γάντια. Χιόνια πολλά ήταν στα βουνά. Λες πως κι ο ίδιος ο Θεός τα έβαλε μαζί τους. Περπατούσαν μερόνυχτα μέσα στα χιόνια και τ’ άρβυλα χωνόταν βαθιά στη λάσπη την ανακατωμένη με το χιόνι. Τα μουλάρια κολλούσαν μέσα στη λάσπη τόσο που έπρεπε να τα ξεφορτώσουν, για να καταφέρουν να τους βγάλουν τα πόδια από ‘κει. Περπατούσε κι αυτός ανάμεσα τους για να φτάσει εκεί. Περπατούσε, κρύωνε και συλλογιζόταν το χωριό του, τη μάνα του εκεί δίπλα στη φωτιά. Έβλεπε μπρος στα μάτια του τη φιγούρα της με το χέρι στο μέτωπο την ώρα που χανόταν στον ορίζοντα. Την έβλεπε με το φαρδύ το μαύρο της φουστάνι και το μαντήλι στο κεφάλι. Πόσες βραδιές τις πέρασε κάτω από ένα έλατο κουκουλωμένος με τη χλαίνη του, γιατί το ανεμόβροχο δεν άφηνε να στήσουν τις σκηνές τους! Τότε ήταν που τη θυμόταν πιο πολύ.
Και προχωρούσε με τους άλλους αντάμα. Ήταν Νοέμβρης μήνας και ήθελαν να φτάσουν στο Βουδίνο. Οι Ιταλοί ήταν ταμπουρωμένοι εκεί, και καραδοκούσαν ν’ ανοίξουν πυρ. Άφησε τις σκέψεις ο Νάκος και μαζί με τους άλλους ετοιμάστηκε. Ο λοχαγός τους είπε όσα λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Θάρρος, ηρωισμό και αντοχή να δείξουν, για να διώξουν τους κοκορόφτερους. Να πολεμήσουν γενναία, για να λευτερώσουν τον τόπο τους, για να γυρίσουν στο σπίτι τους, κοντά στη μάνα που τους περιμένει και σ’ όλους τους αγαπημένους. Τέτοιες ώρες δεν σκέφτεσαι τίποτε. Τέτοιες ώρες παραλογίζεσαι, γίνεσαι γενναίος, ξεχνάς τους φόβους. Το όπλο γίνεται συνέχεια του χεριού σου. Το ίδιο συνέβη και με το Νάκο, που υπηρετούσε στο τάγμα των Ευζώνων. Όλοι τους ήταν ομορφοκαμωμένοι κι η φορεσιά του Εύζωνα τους τόνιζε τη λεβεντιά. Σε λίγο ακούγονται τα πρώτα δαιμονισμένα σφυρίγματα των αεροπλάνων.
Οι Εύζωνοι δεν γίνονται αντιληπτοί. Όμως οι ταμπουρωμένοι Ιταλοί τους βλέπουν πολύ καλά κι αρχίζουν να πυροβολούν. Οι δικοί μας κρατώντας γερά τις θέσεις τους ανταποκρίνονται στα πυρά. Κάποιοι που ήρθαν για ενισχύσεις έφεραν το μήνυμα πως ο Ταγματάρχης Κωστάκης έκανε χαλασμό στους Ιταλούς. Έριχνε, λέει, εκεί που ήθελε, σημάδευε ακόμα και τα καζάνια των Ιταλών και τους τα διέλυε. Μάθαιναν ετούτοι τα καλά μαντάτα κι αντρώνονταν, πάλευαν με χέρια και με δόντια. Ξαφνικά έβλεπες αυτά τα απλά, τα καθημερινά χωριατόπουλα να γίνονται υπεράνθρωποι. Λες κι έβγαιναν απ’ τον εαυτό τους, λες και δεν είχαν σώμα, έμεναν μόνο με το όπλο και την ψυχή τους. Εκεί ήταν που μέθυσε κι ο Νάκος. Μέθυσε στο πανηγύρι για τη λευτεριά κι αψήφησε τις ριπές των όπλων. Σαν ήρωας πολέμησε, είπε ο λοχαγός κι όλοι οι συμπολεμιστές του. Μέσα σ’ αυτό το παραλήρημα, μέσ’ το τρελό πανηγύρι, πολεμώντας και φωνάζοντας «αέρα» ήταν που δέχτηκε την πρώτη σφαίρα.
- Οι μανούλα μου, είπε.
Συνέχισε να πολεμάει μα σε λίγο το όπλο του ‘πεσε απ’ το χέρι. Τον πήραν πιο πέρα. Κρατούσε με το χέρι την πληγή του απ’ όπου πετιόταν το αίμα και κοκκίνιζε το πάλλευκο χιόνι.
- Μανούλα μου, ξανάπε, μανούλα μου δεν θα σε ξαναδώ.
Ο βόγκος του θύμιζε θεριό πληγωμένο. Αντιλάλησαν γύρω τα πλάγια κι οι ποταμιές. Ήταν τότε που ο ήρωας πέθαινε. Η μάνα του δε θα τον ξαναδεί. Οι συμπολεμιστές πρέπει να γυρίσουν στο πεδίο της μάχης. Κανείς δεν ξέρει. Λένε πως τον έθαψαν εκεί στο κάτασπρο χιόνι, που τον σκέπασε, όπως θα τον σκέπαζε το άσπρο σεντόνι της μάνας του. Έφυγε ο ήρωας κι η μανούλα του πρόσμενε στο χωριό. Καρτερούσε μαντάτα απ’ το γιο της να μάθει.
Και ρωτούσε όποιον έβρισκε μην έμαθε τίποτε και για το Νάκο της, το δικό της το λεβέντη. Βρήκε και την Αποστολάκαινα.
- Μην έμαθες τίποτι, της είπε, για τα παιδιά;
- Ναι, μας έστειλε γράμμα το παιδί μ’ και λέει πως είναι όλοι καλά και πως συνέχεια νικάν τους Ιταλούς. Δε θ’ αργήσουν να ‘ρθουν.
- Μακάρ’ να τα καλοδεχτούμι.
Και το κακό το νέο σε λίγο έφτασε στο χωριό και πλανιόταν σ’ όλο τον ορίζοντα. Το ήξεραν όλοι, μόνο η μάνα δεν τ’ άκουσε. Ρωτούσε καιρούς ακόμα και καρτερούσε το γιο της.
Μέχρι που τ’ άκουσε μια μέρα κι έπεσε κάτω. Γύρισε ο ουρανός και γκρεμίστηκαν όλα γύρω της. Πέρασαν όλα της τα χρόνια με πίκρα για το χαμό του παιδιού της και πέθανε με τον καημό του Νάκου της, του ήρωα του αγνώστου, του εύζωνα που υπηρετούσε στον 3ο λόχο του 3ου τάγματος, του 40ου Συντάγματος, που ξεκίνησε από το Κομπότι και αφού έπεσε πολεμώντας ηρωικά, τον έθαψαν πάνω στα βουνά της Αλβανίας κάτω από το κάτασπρο χιόνι».
Το νεκρό σώμα του ΗΡΩΑ, Μπουραντά Ιωάννη, το πήραν οι συμπολεμιστές του και μαζί με τους κατοίκους του χωριού το έθαψαν στο προαύλιο της εκκλησίας, στο λόφο της Αγίας Παρασκευής Βοδίνου, δίπλα – δίπλα με τ’ άλλα δύο παλικάρια που φονεύθηκαν εκεί.  
Στάμος Χρήστος του Γεωργίου (+28/11/1940)
Ο Χρήστος Στάμου, γεννήθηκε στο χωριό Άγναντα Άρτας το έτος 1915. (1) Ήταν γιός του Γεωργίου και της Αλεξάνδρας. Η οικογένειά τους ήταν πολύτεκνη. Όταν έφυγε για τον πόλεμο ήταν παντρεμένος με την Αρετή και άφησε πίσω του ένα κοριτσάκι 6 μηνών.
Επιστρατεύτηκε τον Οκτώβριο του ΄40 και παρουσιάστηκε στο 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων Άρτας. Ήταν στρατιώτης και τοποθετήθηκε στο ΙΙ/40 Τάγμα, στον 6ο λόχο. Ακολούθησε την πολεμική πορεία του λόχου του και πολέμησε ηρωικά σ’ όλες τις μάχες στις οποίες έλαβε μέρος.
Φονεύθηκε την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1940, στη μάχη του Βοδίνου.Η ημερησία διαταγή του 40ου Συντάγματος, αναφέρει τα εξής: «οι κάτωθι έφεδροι οπλίτες φονεύθηκαν ενδόξως υπέρ της πατρίδος στο πεδίον της μάχης. Διαγράφω της δύναμης των οπλιτών της 1325 μονάδας και τους οικείου λόχους. ...1) στρατιώτην Στάμον Χρήστον του Γεωργίου, κλάσεως 1935, Α.Σ.Μ. 102603, του 6ου λόχου, φονευθέντα την 28ην Νοεμβρίου 1940».
Ο στρατιώτης Κίτσιος Γεώργιος από το χωριό Καλόβατος Άρτας, θυμάται τα παρακάτω:
«την άλλη μέρα, ακούμε κάτι πυροβολισμούς κάτω που ήταν το 2ο Τάγμα το δικό μας που είχε προχωρήσει μπροστά. Ήταν σε κάτι χωράφια. Εκεί τα χωράφια τα έχουν όλα κλειστά, όπως είναι το κλούρι στην εκκλησιά, όλα κλειστά με πέτρες και στις γωνίες έχουν τρύπες να φεύγει το νερό. Εκεί μέσα ήταν τρυπωμένοι οι Ιταλοί, οι δικοί μας προχώραγαν χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι. Τους φώναζαν οι χωριάτες:
- Μην προχωράτε, οι Ιταλοί είναι απέκια και θα σας πιάσουν.
- Προχωρείτε, έλεγε ο αξιωματικός και καβάλαγε ένα άλογο ψαρί, ένα άλογο παρδαλό.
Πετάγονται απάνω οι Ιταλοί τους βάζουν με τα πολυβόλα και σκοτώνονται τρείς δικοί μας και τραυματίστηκαν πολλοί. Ένας λεγόταν Στάμος». 
Ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Γιάπρος από το Γραικικό Άρτας, μας λέει: «εκεί στα Βοδινά, σκοτώθηκε ο συνέταιρός μου, ο Χρήστος Στάμος. Μ’ αυτόν είχαμε μαζί τη σκηνή, ανά δύο φτιάχναμε μια σκηνή.
Ένα αντίσκηνο εγώ κι ένα αντίσκηνο αυτός τα κουμπώναμε με κουμπιά στην κορυφή, μπήγαμε παλούκια γύρα – γύρα και φτιάχναμε τη σκηνή μας και ξημερώναμε εκεί τα βράδια. Οι Ιταλοί εκεί στα Βοδινά ήταν μέσα στο χωριό, σ’ ένα ύψωμα ταμπουρωμένοι.
- Εμπρός να πάρουμε το ύψωμα, φώναξε ο λοχαγός, κι εκεί βαρέθηκε ο Χρήστος.
Ξέρεις με πόσες σφαίρες βαρέθηκε ο Στάμος, μπροστά στα μάτια μας; 20 σφαίρες, 30 σφαίρες, δεν μετριόνταν, τον βάραγαν 3 πολυβόλα τον φουκαρά, τον έκαναν κόσκινο ντήπ. Καλύτερα, καλύτερα έτσι, αφού δεν ένιωσε πόνο. Από την Άγναντα ήταν ο Στάμος, γερό παιδί, κοντός και λίγο γεμάτος, ενώ ο άλλος ο Μπουραντάς ήταν πιο λεπτός και πιο ψηλός».
Οι κάτοικοι του Βοδίνου, έθαψαν το σώμα του ΗΡΩΑ, Χρήστου Στάμου, δίπλα στους άλλους δύο συμπολεμιστές του, στο προαύλιο της Αγίας Παρασκευής. Και για περίπου 69 ολόκληρα χρόνια, σχεδόν καθημερινά ανέβαιναν ως το λόφο, άναβαν το καντήλι πάνω στον τάφο τους και στις δύσκολες εποχές του καθεστώτος, άφηναν κρυφά να τρέξει ένα δάκρυ, φόρος τιμής και ευγνωμοσύνης στους ΗΡΩΕΣ του '40.
Στη μάχη του χωριού Βοδίνο, τραυματίστηκαν ακόμα και οι παρακάτω στρατιώτες από τα χωριά της Άρτας και του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας:
  1) ο λοχίας του 6ου λόχου, Παπαχρήστου Ιωάννης του Δημητρίου, κλάσεως 1929, από το
      χωριό Γρετσίστα  Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
  2) ο δεκανέας του 6ου λόχου, Τσιρώνης Ελευθέριος του Γεωργίου, κλάσεως 1938, από το
      χωριό Χώσεψη Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
  3) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Λαγός Ιωάννης του Κωνσταντίνου, κλάσεως 1938, από το
      χωριό Πέτα Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
  4) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Μιχαλόπουλος ........ (αδιάγμωστο όνομα) του Αλεξάνδρου, κλάσεως
      1937, από το χωριό Νησίστα Παλαιάς Ελλάδος, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου.
  5) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Μάρας Γεώργιος του Κωνσταντίνου, κλάσεως 1933, από το
      χωριό Νησίστα Παλαιάς Ελλάδος, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
  6) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Κωστάκης Ευάγγελος του Δημητρίου, κλάσεως 1933, από το
      χωριό Άγναντα Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
  7) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Πρέντζας Χρήστος του Σπυρίδων, κλάσεως 1936, από το
      χωριό Νησίστα Παλαιάς Ελλάδος, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
  8) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Κασβίκης Γεώργιος του Γεωργίου, κλάσεως 1939, από το
      χωριό Περδικάκι Βάλτου, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
  9) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Ζαρμακούπης Κωνσταντίνος του Φωτίου, κλάσεως 1936, 
      από το χωριό Σύντεκνο Βάλτου, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
10) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Βασίλας Κωνσταντίνος του Χρήστου, κλάσεως 1936, από το
       χωριό Φλωριάδα Βάλτου, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
11) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Καραγιάννης Ιωάννης του Ηλία, κλάσεως 1930, από το
       χωριό Λειψώ Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
12) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Παππάς Κωνσταντίνος του Γεωργίου, κλάσεως 1936, από το
       χωριό Αγία Παρασκευή Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
13) ο στρατιώτης του 6ου λόχου, Ρουμελιώτης Λεωνίδας του Χρήστου, κλάσεως 1934, από το
       χωριό Μεσούντα Άρτας, τραυματίστηκε στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα Βοδίνο.
Αργά το απόγευμα τα πάντα τέλειωσαν. Η μάχη του Βοδίνου πέρασε στην ιστορία.
Ο λοχίας του 5ου λόχου, Γεώργιος Κόκκας, γράφει: «κάποια ώρα τέλειωσε η μάχη, μα εμείς, ακούνητοι πίσω από τις πέτρες μας, βαστούσαμε τις θέσεις μας. Εμάς τους νέους μας ταχτοποίησαν εκείνη την ώρα σε διάφορες ομάδες. Εγώ με το Μανώλη Παπαϊωάννου πήγαμε στην ομάδα του λοχία Σαρλή. Ο Σαρλής – από τα χωριά της Άρτας - ήταν ένα σωστό παλικάρι  Άπλυτος, αξύριστος, γεροδεμένος, ψύχραιμος και με επιβολή στους άντρες του…
Ούτε ψωμί, ούτε νερό, ούτε τσιγάρο όλη αυτή τη μέρα… Είχε κρυφτεί ο ήλιος πίσω από τα βουνά από ώρα… Πρώτη νύχτα στην πρώτη γραμμή! Κάτω στο δρόμο τον αμαξιτό που περνούσε καταμεσής στον κάμπο, χαλούσε ο κόσμος από τα αυτοκίνητα, μούγκριζαν μέσα στη νύχτα, λόγχιζαν τα σκοτάδια με τους προβολείς και έβαζαν όλους μας σε συλλογή.
Αραιά και που, καμιά οβίδα ερχόταν να μας θυμίσει ότι μας έχουν υπόψη τους... Βάρυνε τόσο πολύ εκείνο το βράδυ από τον πόνο η ψυχή μου, που παρ’ ολίγο ν’ ανεβούν στα μάτια μου δάκρυα.
Δεν ανέβηκαν. Μόνο τα μάτια μου υψώθηκαν προς τον ουρανό και βοήθησαν την ψυχή  να βρει παρηγοριά!... Θερμότερη προσευχή από εκείνη που έκαμα εκείνο το βράδυ, ούτε θυμήθηκα άλλη φορά στη ζωή μου…»
69 Χρόνια αργότερα
Ο πόλεμος τελείωσε και τα χρόνια περνούσαν. Η Αλβανία ελευθερώθηκε από τους Ιταλούς, αλλά σκλαβώθηκε από ένα άλλο καθεστώς, πιο απάνθρωπο και πιο σκληρό. Διωγμοί, διώξεις, φυλακίσεις και βασανιστήρια περίμεναν όποιον θα τολμούσε να κάνει το σταυρό του ή να μπει μέσα σε εκκλησία, αλλά και εσχάτη προδοσία αν το βλέμμα του γύριζε και κοίταζε προς τη μεριά της Ελλάδας.
Όμως οι ηρωικοί κάτοικοι του χωριού Βοδίνο, διακινδύνευαν ακόμα και την ίδια τους τη ζωή, για να «ρίξουν» τρισάγιο στον τάφο των τριών παλικαριών. Ο παπά-Δημήτρης, κρυφά μες στο σκοτάδι έψελνε πάνω στον τάφο τους και οι γυναίκες του χωριού που αντικατέστησαν τις μανάδες τους, χρόνια ολάκερα άναβαν το καντήλι και τα κεριά στον τάφο των παιδιών της Ελλάδας.
Η Ελευθερία Μποτέτσιου, στο διήγημά της «Ο ΝΑΚΟΣ, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΗΡΩΑΣ» έγραψε τα παρακάτω: «τον τάφο αυτό οι χωριανοί και ο δάσκαλος τον μετέτρεψαν σε μνημείο και κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου πήγαινε εκεί τα παιδιά και ψέλνανε τον Εθνικό Ύμνο καταθέτοντας στεφάνι. Όλα αυτά γινότανε κρυφά και με φόβο, γιατί τα χρόνια ήτανε δύσκολα για τους Βορειοηπειρώτες κι ο δάσκαλος έπαιζε κορώνα – γράμματα το κεφάλι του». 
 
Το «μυστικό» που έκρυβαν εκεί ψηλά στο ύψωμα της Αγίας Παρασκευής δεν έπρεπε να το μάθει κανείς. Κι όταν άνοιξαν τα σύνορα και κάποιοι προσπάθησαν να μεταφέρουν τα οστά των τριών στρατιωτών στο κοιμητήριο πεσόντων στο χωριό Βουλιαράτι, οι κάτοικοι μπήκαν και πάλι μπροστά και δεν άφησαν να πάρουν «τα παιδιά τους». Ήθελαν να τα έχουν εκεί, μαζί τους, να τα προσέχουν, να τους κάνουν παρέα, μέχρι να «ξανασμίξουν» με τους δικούς τους ανθρώπους.
Όμως ένα μεγάλο παράπονο ξεχείλιζε κάθε τόσο από τα στόματα των απλοϊκών χωρικών, μη μπορώντας να καταλάβουν γιατί κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ για τα τρία παλικάρια. Παράπονο πικρό, έγραψε ο Βοδινιώτης Μιχάλης Λαχανάς στην εφημερίδα «ΤΟ ΚΟΜΠΟΤΙ» το έτος 1993: «αν έχουν γονιούς, αδέλφια, συγγενείς, συμπολεμιστές, ας στραφεί η μνήμη τους 53 χρόνια πίσω και ας θυμηθούν τα εικοσάχρονα παλικάρια. Εκείνα τους περιμένουν εκεί ψηλά στον ίσκιο της Αγίας Παρασκευής». 
Και γονιούς είχαν και αδέλφια είχαν και παιδιά είχαν. Όμως ο φόβος, η ανοργανωσιά της Ελληνικής πολιτείας και το άγνωστο, δεν άφηναν πολλές ελπίδες για να υπάρξει μια λύση σχετικά με το άλυτο έως σήμερα πρόβλημα, δηλαδή την περισυλλογή και τον ενταφιασμό των χιλιάδων ελλήνων στρατιωτών που βρίσκονται στο αλβανικό έδαφος.
68 χρόνια αργότερα, το βράδυ της 16ης  Απριλίου 2008, μια τυχαία συνάντηση στα γραφεία της αδελφότητας Κομποταίων, έγινε η αφορμή να μάθουμε κάτι περισσότερο για τους τρείς έλληνες ξεχασμένους στρατιώτες που βρίσκονταν θαμμένοι στο Βοδίνο, ψηλά στο λόφο της Αγίας Παρασκευής.
Ο Γιάννης Μπουραντάς, ανιψιός του στρατιώτη, από το Κομπότι Άρτας ξεκίνησε έναν αγώνα για να γίνει εκταφή και στη συνέχεια  μνημείο στον τόπο που ήταν θαμμένοι οι στρατιώτες. Στις 28 Νοεμβρίου 2008 έγινε για πρώτη φορά τρισάγιο στον τάφο των ελλήνων στρατιωτών και για πρώτη φορά η κυρία Γεωργία Στάμου είδε τον τάφο του πατέρα της που δεν γνώρισε ποτέ. Στις 2 Ιουλίου 2009, έγινε εκταφή των οστών των τριών στρατιωτών, τα  οποία φυλάχτηκαν σε  οστεοφυλάκια και στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου έτους έγινε με μια συγκινητική τελετή η τοποθέτηση τους στο κοινό μνημείο πεσόντων. Ας γίνει κι αυτό το μνημείο, άλλος ένας  τόπος μνήμης και θύμησης των αγώνων 
Το μνημείο στο χωριό Βοδίνο Αργυροκάστρου                                                           
Με μια συγκινητική τελετή την 28η Νοεμβρίου 2009, έγιναν στο χωριό Βοδίνο της Βορείου Ηπείρου τα αποκαλυπτήρια του μνημείου πεσόντων, τριών ελλήνων στρατιωτών του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων Άρτας, οι οποίοι φονεύθηκαν την 28η Νοεμβρίου 1940, σε ύψωμα του χωριού, από τα Ιταλικά στρατεύματα. 69 ολόκληρα χρόνια οι κάτοικοι του χωριού, φύλαξαν τα τρία παλικάρια, σαν δικά τους παιδιά, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους, από το καθεστώς της Αλβανίας.
Τα φύλαξαν στα σπλάχνα της ελληνικής γης, σιμά στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και όταν έφτασε ο καιρός τα παρέδωσαν στους συγγενείς τους.
Η έναρξη της τελετής έγινε με την επιμνημόσυνη δέηση χοροστατούντων των μητροπολιτών Άρτας Ιγνατίου και Αργυροκάστρου Δημητρίου προς τιμή των Ελλήνων στρατιωτών. Ακολούθησαν ομιλίες από τον ανιψιό του στρατιώτη Γιάννη Μπουραντά με θέμα: «Χρονικό - Οδοιπορικό» και αφήγημα από την Κομποταία Φιλόλογο κυρία Ελευθερία Μποτέτσιου, το οποίο διάβασε ο αδερφός της Γεώργιος.
Υπό τους ήχους της φιλαρμονικής του μουσικοφιλολογικού συλλόγου Σκουφάς Άρτας στη συνέχεια ακολούθησε η τοποθέτηση στο μνημείο των οστών των Ηρώων και λίγο από το χώμα των χωριών τους Άγναντα, Καταρράκτη και Κομπότι.
Το μνημείο αποτελεί τόπο ανάπαυσης για τους πεσόντες αγωνιστές του 1940, σημείο αναφοράς για τη μνήμη αυτών που έφυγαν, αλλά και για την παρακαταθήκη που μας κληροδότησαν. Η συγκίνηση και τα συναισθήματα που νιώσαμε όσοι παρευρεθήκαμε στην τελετή δεν είναι εύκολο να περιγραφούν με λόγια. Κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή και στη συνέχεια όλοι μαζί ψάλλαμε τον εθνικό ύμνο. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν και τα αποκαλυπτήρια της πλατείας της κοινότητας Βοδίνου που ονομάστηκε Πλατεία Ηρώων του 1940. Ο αγώνας του Γιάννη Μπουραντά για να στηθεί το μνημείο στον τόπο που υπήρχε ο λιτός τάφος, ήταν πραγματικά μεγάλος. Για περίπου ένα ολόκληρο χρόνο προσπάθησε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και τις  δυσκολίες που βρέθηκαν στο δρόμο του για να τιμήσει τη μνήμη του αγαπημένου του θείου. 
Συμπαραστάτες και αρωγούς στην προσπάθειά του είχε τον πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου Βοδίνου Δημήτριο Μαγκλάρα, τον ακούραστο Μιχάλη Κυρούση και όλους τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι βοήθησαν με όποιον τρόπο μπορούσαν ώστε να είναι όλα έτοιμα στα εγκαίνια του μνημείου.


(ΒΙΝΤΕΟ) ΕΠΟΣ ΤΟΥ ''40 : ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ - Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ - ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΔΑΣΚΑΛΑ ΣΟΦΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΜΑΘΕ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


Σε ένα κιτρινισμένο κομμάτι χαρτί, που κινδυνεύει να θρυμματιστεί με το παραμικρό άγγιγμα, η 84χρονη Σοφία Ζωγράφου φυλάει τις τελευταίες λέξεις του πατέρα της. Έντεκα αράδες όλες κι όλες, γραμμένες με μολύβι. «Εν Μετώπω τη 10/2/41, Αγαπητή σύζυγος...», ξεκινάει την ανάγνωση, με μικρές παύσεις σε κάθε μία από τις 60 λέξεις, σα να προσπαθεί να διαστείλει τον χρόνο. Η οικογένειά της λάμβανε τακτικά επιστολές σαν κι αυτή από το πεδίο της μάχης. Δεν θα ακολουθούσαν, όμως, άλλες.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1941, τρεις ημέρες μετά την ημερομηνία που φέρει το γράμμα, ο πατέρας της σκοτώθηκε. Οι συνθήκες δεν είναι ξεκάθαρες. Μαρτυρίες συμπολεμιστών μιλούν για έναν όλμο που έσκασε πλάι του. Λένε, ότι ο θάνατός του δεν ήταν ακαριαίος. Τα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού τοποθετούν την απώλειά του στο Καλιβάτσι, βορειοδυτικά του Πόγραδετς. Μέχρι σήμερα όμως οι συγγενείς του αγνοούν εάν ή πού τάφηκε.
«Όσα χρόνια και να περάσουν δεν ξεχνιέται ο γονιός, και μάλιστα τέτοιος γονιός που ήτανε», λέει η κ. Ζωγράφου για τον πατέρα της.

«Μακάρι να μπορούσα να μάθω ότι υπάρχουν έστω και τα οστά του, να πάω να τον δω».


Οι έρευνες και το DNA
Για την Ελλάδα ο εντοπισμός και η ταυτοποίηση πεσόντων στρατιωτών του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-1941 παραμένουν επί δεκαετίες μια ιστορική εκκρεμότητα. Για την κ. Ζωγράφου, όμως, είναι ένα ανεκπλήρωτο χρέος που συντροφεύει την ίδια αλλά και μέλη της οικογένειάς της που γνώρισαν τον πεσόντα μόνο από διηγήσεις και φωτογραφίες.
Στα τέλη Ιανουαρίου μεικτή ελληνοαλβανική επιτροπή ξεκίνησε εργασίες εκταφής στα στενά της Κλεισούρας, στην Αλβανία. Την πρώτη ημέρα κιόλας εντοπίστηκαν τα οστά δύο Ελλήνων πεσόντων. Οι έρευνες συνεχίζονται και σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» τα ευρήματα έχουν αυξηθεί. Επίσημα δεν έχει γίνει ακόμη γνωστός ο συνολικός αριθμός τους. Οι αναζητήσεις, πάντως, δεν πρόκειται να ολοκληρωθούν σύντομα, καθώς αφορούν συνολικά 7.976 Ελληνες στρατιώτες.
Ο οικονομολόγος Αγαθοκλής Παναγούλιας, που έχει αφιερώσει δύο δεκαετίες ιδιωτικής έρευνας στην καταγραφή πεσόντων του αλβανικού μετώπου, επικαλούμενος ιταλικό έγγραφο λέει ότι στο συγκεκριμένο σημείο είχαν ταφεί εκατοντάδες Έλληνες. «Μετά τη λήξη του πολέμου οι Ιταλοί μάζεψαν και τους Έλληνες πεσόντες και τους έθαψαν σε αυτή την κοιλάδα στα στενά της Κλεισούρας», λέει.


Αυτές οι εξελίξεις έχουν κινητοποιήσει την κ. Ζωγράφου. Η 84χρονη ετοιμάζεται να δώσει δείγμα DNA στις ελληνικές αρχές, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή, όσο προχωρούν οι έρευνες, θα προκύψει ταύτιση. Τα πρώτα δείγματα γενετικού υλικού συγγενών πεσόντων του ’40-’41 συλλέχθηκαν το 2015 από το Κέντρο Μοριακής Βιολογίας του 401 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Αθηνών. Τον τελευταίο μήνα δεκάδες ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να δώσουν αίμα.
«Από τη στιγμή που κυλάει το αίμα στις φλέβες μας από αυτούς τους ανθρώπους έχουμε υποχρέωση, έστω και τώρα», λέει η 59χρονη Ελένη Αθανασιάδου, κόρη της κ. Ζωγράφου και εγγονή του πεσόντος. Θυμάται ακόμη τις ιστορίες που άκουγε από μικρή και συγκινείται όποτε μιλάει για τον παππού της. Δεν τον γνώρισε, αλλά όπως έχει φανεί και από μεταγενέστερες περιπτώσεις οικογενειών αγνοουμένων ή πεσόντων του ’74 στην Κύπρο, η αίσθηση της απώλειας μπορεί να ταξιδέψει από γενιά σε γενιά.
«Κάθε 28η Οκτωβρίου όλοι τη θεωρούν μια γιορτινή μέρα, αλλά εδώ είναι πιο ηλεκτρισμένη η ατμόσφαιρα. Όχι ότι πενθούμε, μη λέμε υπερβολές, αλλά κάτι μέσα μας καίει», λέει.
Το σημείο που αναφέρεται ως τόπος θανάτου του παππού της απέχει αρκετά από την κοιλάδα όπου εστιάζει για την ώρα τις έρευνές της η μεικτή επιτροπή. Ωστόσο δεν είναι σίγουρο πού μπορεί να τάφηκε ή να μεταφέρθηκε η σορός του. «Τους έθαβαν με διάταξη πόδια - κεφάλι - πόδια, σαν φερμουάρ, σε μια σειρά πρόχειρων τάφων», είχε μάθει από μαρτυρίες ντόπιων ο Μιχάλης Πολυμιάδης που αναζήτησε το 2011 τον τάφου του αδερφού του παππού του στο ίδιο σημείο.

Και ο δικός του συγγενής είχε υπηρετήσει στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού, όπως ο πεσών της οικογένειας Ζωγράφου. Όπως έμαθε αργότερα, όμως ο κ. Πολυμιάδης, η επιχείρηση εκταφής των λειψάνων είχε γίνει αρκετά χρόνια νωρίτερα και τα ευρήματα πιθανότατα βρίσκονται σε ανώνυμα οστεοφυλάκια εκκλησιών στην Αλβανία.

Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Ο Νικόλαος Ζωγράφος γεννήθηκε στην Αρίσβη Λέσβου το 1911 και έζησε στο χωριό Κλειώ (ή Κλειού όπως το λένε οι ντόπιοι) στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού. Παντρεύτηκε, απέκτησε δύο κόρες και ξεχώριζε για το καλλιτεχνικό του χέρι. Συχνά αναλάμβανε να διακοσμήσει εκκλησίες με αγιογραφίες.
Η μικρότερη κόρη του, Σοφία, κοντά έξι χρόνων τότε, θυμάται αμυδρά συγκεκριμένες σκηνές από την ημέρα που αναχώρησε ο πατέρας της για το μέτωπο. Της είχαν κάνει εντύπωση τα φορτηγά στο χωριό που μάζευαν τους νέους. Λέει ότι επικρατούσε μια «ανακατωσούρα». Θυμάται αποχαιρετισμούς, κλάματα, αλλά και μια δική της στιγμή στο λιμάνι της Μυτιλήνης.
Αργότερα από το ύψωμα της Κλειούς μαζί με τη μητέρα, την αδερφή της και άλλους συγχωριανούς παρακολουθούσαν τα καράβια που μετέφεραν στην ηπειρωτική Ελλάδα τον πατέρα της και τους άλλους άνδρες του 22ου Συντάγματος Πεζικού. «Τα βλέπαμε από εκεί. Γεμάτα με παιδιά. Όλα τα νιάτα πήγαν», λέει.
Ακολούθησαν τα γράμματα. Σήμερα διασώζονται δύο από αυτά. Το πρώτο είναι και πιο επίσημο, γραμμένο στο «επιστολικόν δελτάριον» που διένειμε η στρατιωτική ταχυδρομική υπηρεσία. Στην μπροστινή όψη του σημειώνεται ότι «απαγορεύεται απολύτως η αναγραφή του τόπου σταθμεύσεως της μονάδος», σε περίπτωση που θα έπεφτε σε εχθρικά χέρια.

Ο Νικόλαος Ζωγράφος, τόσο σε αυτή την επιστολή όσο και στην τελευταία που έγραψε πιο πρόχειρα σε ένα απλό κομμάτι χαρτί τρεις ημέρες πριν από τον θάνατό του, προσπαθεί να καθησυχάσει τη σύζυγό του. Δεν αναφέρεται σε μάχες. Την ενημερώνει μόνο ότι είναι καλά. Ρωτάει για τη δική της υγεία και τη διαβεβαιώνει ότι έλαβε όλα τα δέματά της. «Να μη νοιάζεσαι», της γράφει.

Αυτή η τελευταία επιστολή όμως θα μπέρδευε τους οικείους του. Κάποιες ημέρες αργότερα, με μια άλλη επιστολή, ένας συμπολεμιστής και συγχωριανός του ενημέρωσε τους δικούς του συγγενείς για τον θάνατο του Ζωγράφου. Τα νέα έφτασαν γρήγορα στην πόρτα της συζύγου του. Αρχικά δεν ήθελε να τα δεχτεί. «Πώς γίνεται να πέθανε; Αφού λίγες ημέρες πριν μου έγραψε γράμμα», έλεγε.
Το Πολεμικό Ανακοινωθέν 110 που είχε δημοσιεύσει η «Καθημερινή» την επομένη της 13ης Φεβρουαρίου 1941 αναφερόταν μόνο στις ελληνικές επιτυχίες και όχι στα θύματα στο πεδίο της μάχης: «Κατόπιν τοπικών επιθετικών ενεργειών εξετοπίσθη ο εχθρός εξ' οχυρών θέσεων. Συνελήφθησαν περί τους 400 αιχμάλωτοι και περιήλθον εις χείρας μας πολλά αυτόματα όπλα, όλμοι, πυρομαχικά. Η αεροπορία μας έδρασεν επιτυχώς βομβαρδίσασα στόχους πεδίου μάχης. Έν εχθρικόν αεροπλάνον κατερρίφθη. Άπαντα τα ημέτερα επέστρεψαν εις τας βάσεις των».

Η μικρότερη κόρη του πεσόντος, Σοφία, δεν είχε συλλάβει αμέσως τη δυσάρεστη είδηση. «Εκείνη την εποχή ράβανε στις μοδίστρες κόκκινα παλτά. Ένα για μένα και ένα για την αδελφή μου. Όταν έμαθαν ότι πέθανε ο πατέρας μας τα έβαψαν μαύρα, με μπογιά. Τότε κλάψαμε πάρα πολύ. Καταλάβαμε ότι για να βάφουν τα παλτουδάκια μας ο μπαμπάς μας είχε σκοτωθεί», λέει.
Τα επόμενα χρόνια δεν κύλησαν εύκολα. Η κ. Ζωγράφου θυμάται ότι δεχόταν τα πειράγματα άλλων παιδιών επειδή μεγάλωνε χωρίς πατέρα. Σαν να μην έφτανε αυτό, λέει ότι στις παρελάσεις την τοποθετούσαν σε ειδικό τμήμα με τα παιδιά των πεσόντων. Αργότερα το πτυχίο της από την παιδαγωγική ακαδημία θα έγραφε «πατρός ορφανή», χωρίς κάποια διευκρίνιση.
Θυμάται ακόμη τη φιγούρα ενός βετεράνου του αλβανικού μετώπου στο χωριό της. Είχε ακρωτηριασμένο το αριστερό του πόδι κάτω από το γόνατο. «Τον βλέπαμε με τις πατερίτσες και έλεγε η μάνα μου: “Ας ερχόταν και ο δικός μου πίσω και ας ήταν ανάπηρος”», λέει.



https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

YouTube

tapantareinews tv

Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.



ΠΗΓΗ eoniaellhnikhpisti.blogspot.com



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only