Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΙΑΤΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ


 Πριν τον γνωρίσω, τον άκουγα από καιρό. Ήμουνα τότε υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα και μου μιλούσε συχνά για δαύτονε, με πίστη και με αγάπη, ο άλλος του μαθητής — ο Νίκος Χρονόπουλος — συνάδελφός μου τότε στην Τράπεζα. Θυμάμαι που μου έλεγε πώς τον είχε καλέσει ο Ραγκαβής, εκ μέρους τής ελληνικής κυβέρνησης, να παρατήσει τα καλά του, το ατελιέ του στη Γερμανία, τη γκαλερί που τον στέλνανε σε καλλιτεχνικά ταξίδια, τους συναδέλφους του, Κοκόσκα κλπ., που μαζί τους δημιούργησε για πρώτη φορά το γερμανικό εξπρεσιονισμό, και νάρθει στην Ελλάδα για να διδάξει στο πολυτεχνείο. Ήταν τότε που ο Χίτλερ κυνηγούσε τον κάθε προοδευτικό — και τέτοιος ήταν ο Μπουζιάνης. ΄Ετσι, μαζί με την αγάπη του για τον τόπο του, είχε ένα λόγο πάρα πάνω να δεχτεί την πρόταση τής ελληνικής κυβέρνησης και νάρθει. Πούλησε λοιπόν ό,τι είχε και δεν είχε, άφησε το ωραίο ατελιέ του, τις δόξες του, τις γνωριμίες του, τις συνήθειές του και έτρεξε στην πατρίδα. Και έφτασε μια μέρα. Και παρουσιάστηκε στους αρμοδίους, μα ή θέση δεν βρέθηκε 'κενή. Όταν κατάλαβε πως τον κοροϊδέψαν κλείστηκε στο σπιτάκι που πρόφτασε ν΄ αγοράσει στη Δάφνη και ντρεπόταν να παρουσιάσει στον κόσμο αυτό το άδειο σπίτι, που δεν είχε τα μέσα να του βάλει ούτε μια καρέκλα. Όμως δεν ήταν εύκολο να τον κάνω δάσκαλο. Δεν έπαιρνε μαθητές ο Μπουζιάνης. Ο Χρονόπουλος ήταν ο μόνος μαθητής του τότε. Και από αυτόν μόνο περίμενα να μου τόνε συστήσει. Όταν κάποτε τον είδα, επιτέλους, γοητεύτηκα μαζί του. Και ευτυχώς, δέχτηκε χωρίς δυσκολία να δει την δουλειά μου. Και ήρθε και την είδε. Και στάθηκε και κουβεντιάσαμε, και γίναμε φίλοι. Μείναμε πολλή ώρα και μου έλεγε διάφορα. Εγώ τον άκουγα χωρίς να μιλώ. Στο τέλος συμφωνήσαμε να αρχίσουμε μάθημα.







— Θα πρέπει να ξεχάσεις ό,τι ξέρεις. Είναι πιο δύσκολο αυτό. Θα πρέπει να μάθεις μαζί μου οπό την αρχή. Θα πρέπει νάχεις κουράγιο, έχεις ταλέντο. Δε φτάνει το ταλέντο. Πρέπει να έχεις χαρακτήρα. Η τέχνη θέλει θυσίες!
Ο Μπουζιάνης σα δάσκαλος ήταν αλλιώτικος από τούς άλλους δασκάλους. Δεν δίδασκε, έκανε κάτι καλύτερο: εργαζόταν ο ίδιος. Και δεν εργαζόταν όπως όταν δούλευε για τον εαυτό του, κατέβαινε στο επίπεδο του μαθητή. Και αυτό πολύ τον κούραζε. Και μετά το μάθημα ήταν εξαντλημένος. Μα σταματούσε, δεν ξεκουραζόταν πριν να φτάσει σε αποτέλεσμα. Πριν σου δείξει εκείνο που ήθελε να σου δείξει.
Μούλεγε:
— Κανένας δάσκαλος δεν το κάνει, να δείχνει στο μαθητή τις αδυναμίες του. Και παιδευόταν να πετύχει εκείνο που ήθελε και πολλές φορές έσβηνε κάτι που εσύ το έβλεπες θαυμάσιο.
Και όταν του έλεγες:
— Γιατί το σβήσατε αυτό; Σου απαντούσε:
— Και το σβήσιμο μέσα στην τέχνη είναι!
Ερχόταν στο ατελιέ μου στις 11 το πρωί και δούλευε ως τις 6 το απόγευμα, χωρίς να διακόψει, χωρίς να φάει. Άναβε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, έπινε μερικούς καφέδες, και συνεχώς βημάτιζε. Τρία βήματα μπροστά, για να ζωγραφίσει στο καβαλέτο, τρία βήματα πίσω για να δει το αποτέλεσμα. Αυτός ο βηματισμός ήτανε συνεχής σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Και εγώ όρθια δίπλα του όλη αυτή την ώρα, χωρίς να μιλούμε, να βλέπω πότε το μοντέλο, πότε τη δουλειά του. Δεν μου εξηγούσε τίποτα. Κάποτε στο τέλος μου έλεγε:
— Αυτό είναι!
Άλλη φορά πάλι, μου έλεγε:
— Πάρε το κάρβουνο και δούλεψε εσύ.
Με ένα πινέλο πλατύ δυο δάχτυλα, δουλεύαμε το κάρβουνο το απλωμένο στο χαρτί, όπως θα δουλέψουμε αργότερα το λάδι. Επέμενε να ξεχωρίσω τούς τρεις τόνους: το φως, τον ημίτονο και τη δύναμη. Και να ξέρω πως, κάθε σχήμα και κάθε μέρος του σχήματος έπρεπε να έχει σωστά αυτές τις τρεις διαβαθμίσεις. Έπρεπε το περίγραμμα να μην είναι σαφές, όπως όταν κόβουμε ένα χαρτί με το ψαλίδι, αλλά να δουλεύεται μαζί με το φόντο, έτσι που να υπάρχει ανάμεσα η επίδραση του φωτός. Γενικά, το κάθε σημείο του έργου, επέμενε να δουλεύεται μαζί με το διπλανό του και το έργο να βλέπεται σα σύνολο και όχι να προσέχει κανείς να πετύχει ένα σημείο, Αγνοώντας όλα τα άλλα. Το έργο έπρεπε να προχωρεί όλο μαζί. Να βρίσκεται όλο στο ίδιο στάδιο και μόνο τότε να προχωρούμε προς τη φινέτσα, προς το τελείωμα.





Περάσανε πολλά χρόνια από το πρώτο μάθημα. Και ερχόταν ταχτικός και γεμάτος ενδιαφέρον. Πολλές φορές τον κούραζα.
— Δεν πειθαρχείς! μου έλεγε.
Και σε λίγο μονολογώντας:
— ΄Ισως έχει δίκιο. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Μα επέμενε να δουλεύει για μένα και να μου ζητάει να κάνω ό,τι έπρεπε.
Τώρα είμαστε τέσσερις οι μαθητές του. Έκτος από μένα και το Χρονόπουλο, οι άλλοι δυο είναι ο Συμεωνίδης και η Μαρκοπούλου. Όταν κάποιο καλοκαίρι παραθερίζαμε στην Ερυθραία με την οικογένειά μου, ο Μπουζιάνης ερχότανε για το μάθημα ως εκεί.
Ήταν λιγόφαγος και του άρεσε στο τραπέζι να σου ανοίγει την καρδιά του και να σου λέει για διάφορα δικά του. Μια από τις μικρές του πίκρες ήταν και το δέντρο της αυλής του. Ένας ψηλός ευκάλυπτος — αγαπημένος του — που του έδινε χαρά να τον βλέπει κάθε πρωί όταν έκανε τη γυμναστική του. Μα ο κακός ο γείτονας, βρήκε πρόφαση πως χαλούσε τα θεμέλια και του τον έκοψε. Τον έκλαψε σαν άνθρωπο, και αυτός και η γυναίκα του. Μούλεγε το παράπονό του σαν παιδί. Ήταν τόσο ευαίσθητος. Τόσο απλά ευαίσθητος. Όταν πήγαινες σπίτι του, χτυπούσες με τις ώρες. Κόντευες να βαρεθείς και να φύγεις. Στο τέλος σου άνοιγε και σου ζητούσε συγνώμη, γιατί δε μπορούσε να σταματήσει τη δουλειά του.
Την πρώτη φορά που πήγα στο ατελιέ του, έμεινα κατάπληκτη — έβλεπα για πρώτη φορά τη δουλειά του— ένιωσα δέος. Εγώ δεν ήξερα από αυτόν τίποτε άλλο από ό,τι μου έδειχνε εμένα — ό,τι έφτιαχνε για να μάθω εγώ. Και αυτά ήταν στα μέτρα μου κάθε φορά. Μπορούσα εύκολα να τα νιώσω αλλά τούτα που είδα τώρα, ήταν μια τρικυμία. Θυμάμαι τρία γυναικεία γυμνά — χωρίς χέρια και πόδια — τρία δραματικά γυμνά τής κατοχής. °Ως τελευταία βρισκόταν στο σπίτι του.
[…]
Τούλεγα συνεχώς τις εντυπώσεις μου. — Δάσκαλε, όταν το έφτιαχνες ετούτο ήσουν ευτυχισμένος, και τούδειξα το πορτραίτο της γυναίκας με τα πράσινα που το είχε ακουμπισμένο στο καβαλέτο.
— Με κατάλαβες καλύτερα από όλους τους άλλους, μου είπε όταν έφευγε.
Θυμάμαι, μια φορά τον πήρα για να τον διασκεδάσω σ ’ έναν απογευματινό περίπατο στο Μπογιάτι — μου άρεσε πάντα το Μπογιάτι και ήθελα να του το δείξω. Μετά καθίσαμε σ ’ ένα υπαίθριο κέντρο να φάμε. Εκεί βλέπαμε που στρώνανε δίπλα μας ένα μεγάλο τραπέζι, για ένα γάμο. Και σε λίγο μας καλέσανε και μάς να καθήσουμε σε κείνο το τραπέζι. Νόμιζα πώς δε θα δεχτεί. Και όμως, δέχτηκε την πρόσκληση με κέφι. Τι απλός άνθρωπος που ήτανε, ο δάσκαλός μου. Πόσο φχαριστήθηκε με κείνη την πρόσκληση και τι όμορφα που τόδειχνε.





Όταν το 1948 με πιάσανε να με στείλουνε εξορία, τόμαθε πως ήμουνα στην Ασφάλεια και ζήτησε να ’ρθεί να με δει, μα δεν τον άφησαν. Του χρωστώ τη χάρη πως το σκέφτηκε και το νιώθω σα νάχε γίνει. Από το ξερονήσι του έστελνα — με χίλιες δυσκολίες — τη δουλειά μου και έπαιρνα σχόλια και οδηγίες του. Και όταν γύρισα πίσω — ύστερα από τέσσερα χρόνια, με μάλωνε που σταμάτησα τα μαθήματά μου:
— Η τέχνη θέλει θυσίες, μου ξανάπε.
Πάλι ξανάρχισε να δουλεύει για μένα Έχω φυλαγμένα ένα σωρό κομμάτια από τα χέρια του και πάλι ξαναγυρίζω και τα ξαναμελετάω, τώρα που λείπει, και κάθε φορά μαθαίνω και κάτι καινούριο. Κάτι που ίσως τότε να μην ήμουνα ακόμα σε θέση να το συλλάβω. Τώρα μ’ έδινε συχνότερα να δουλεύω η ίδια κι αυτός να με βλέπει.
Τα τελευταία χρόνια κουραζότανε πολύ εύκολα. Τις βροχερές μέρες δεν μπορούσε να βγαίνει και το τηλέφωνο τον δυσκόλευε, τον κούραζε. Προτιμούσε να μου στείλει τηλεγράφημα για να μου πει πότε θάρθει. Έχω φυλαγμένα μερικά τέτοια. Και γράμματά του. Κάποτε μου υπαγόρευε μερικές οδηγίες. Εγώ αντιγράφω μερικές από τίς σημειώσεις μου. ΄Οταν του ζητούσα περισσότερα μούλεγε πώς δεν χρειάζονται. Αρκούν αυτά.
Μια φορά τον βρήκα να χτίζει, δηλαδή να διορθώνει κάποιο χαλασμένο εξωτερικό τοίχο. Φυσικά, η δουλειά του δεν έμοιαζε με τη δουλειά του μάστορα. Ήταν καλλιτεχνική — δηλαδή άτσαλη — και την ισιάδα την πετύχαινε με δικό του τρόπο.
— Με ξεκουράζει η χειρωνακτική δουλειά, μου εξήγησε.
Ένα μήνα πριν βρισκόμουν πάλι στο ατελιέ του. Τίποτα δε μου μαρτύρησε πώς τον έβλεπα για τελευταία φορά. Ούτε και πιο κουρασμένος δεν μου φάνηκε. Η αρρώστια του, που από κάποια κοκεταρία προσπαθούσε να την κρύβει, ήτανε χρόνια, και την είχα συνηθίσει. Θυμάμαι που κάποτε μου είχε πει πως δεν ήθελε να τον συνοδεύουνε όταν υπέφερε από το άσθμα — δεν ήθελε να τον βλέπουνε όταν δεν μπορούσε να πάρει αναπνοή — πειραζόταν.
Από τίς εφημερίδες έμαθα αργότερα το θάνατό του.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΙΑΤΗ, Περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, τ. 118, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1964
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ (1885-1959): Ζωγράφος, ο σημαντικότερος Έλληνας εκπρόσωπος του εξπρεσιονισμού. Κατά τα χρόνια της παραμονής του στην κοιτίδα του εξπρεσιονισμού, Γερμανία, γνώρισε από κοντά όλες τις μεταλλάξεις του κινήματος δημιουργώντας ένα δικό του προσωπικό στυλ στο οποίο κυριαρχούν ο ανθρωποκεντρισμός και η απόλυτη ελευθερία του υποκείμενου.
Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Γ. Ροϊλό, τον Νικηφ. Λύτρα, τον Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Όττο Ζάιτζ. Το 1927 έγινε στο Κέμνιτς μεγάλη έκθεση έργων του στο μουσείο της πόλης. Κατόπιν, με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929 έως 1932.
Ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο, Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, μεσολάβησε για να διοριστεί καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο διορισμός αυτός τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, προς μεγάλη απογοήτευση του Μπουζιάνη. Επιπλέον, ο αθηναϊκός καλλιτεχνικός περίγυρος αντιμετώπισε αρχικά τον ζωγράφο με αδιαφορία έως εχθρότητα.
Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου ήταν πολύ δύσκολα για τον ζωγράφο. Μόνο το 1949, όταν πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση στον «Παρνασσό», το φιλότεχνο κοινό άρχισε να μιλά και πάλι με ενθουσιώδη λόγια για το ύφος και την τεχνοτροπία του Μπουζιάνη. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως το 1950 στην Μπιεννάλε της Βενετίας. Το 1956 του απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Γκούγκενχάιμ.
Μετά τον θάνατό του, το σπίτι του ζωγράφου στην Δάφνη Αττικής αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και έχει μετατραπεί σε μουσείο. Έργα του Μπουζιάνη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας. Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το 1985, και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005.
.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΙΑΤΗ(1911-1996): Ζωγράφος και σκηνογράφος από τη Ζάκυνθο, η κορυφαία εικαστικός της Εξορίας. Εκτοπίσθηκε ήδη από το 1946 στην Χίο, το Τρίκερι και τη Μακρόνησο. Στα κρατητήρια της Ασφάλειας, τις φυλακές Αβέρωφ, τα τμήματα μεταγωγών, στη Μακρόνησο, η Κατερίνα Χαριάτη απαθανατίζει πρόσωπα και συνθήκες.
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΞΥΔΗ, ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ, ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΡΙΑΤΗ, ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗ ]

https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

tapantareinews tv

Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only