Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ, «ΤΑ ΥΑΛΟΠΩΛΕΙΑ», 1898


 «Oι σκύλοι, εννοούμεν τους αρσενικούς, με την συνήθειαν αυτών να σηκώνωσι το σκέλος και να ποτίζωσι τα επί του πεζοδρομίου εκτεθειμένα εμπορεύματα, υπήρξαν πάντοτε οι εφιάλται των Αθηναίων μεταπρατών και ιδίως των λαχανοπωλείων.

Αι τεράστιαι κολοκύνθαι, αι λεγόμεναι ταμπουράδες, και τα ροδόχροα καρπούζια, τα κοσμούντα τας γωνίας των μανάβικων, φαίνονται προ πάντων ελκύοντα αυτούς διά της μεγαλοπρεπείας των, δεν απαξιούσιν όμως να δροσίζωσι και τας δεσμίδας σελίνων, πράσων και δαυκίων. Πολλάκις είδομεν αυτούς ραντίζοντας βαρέλια ελαιών εις τας προθήκας των βακάλικων και άλλοτε προσθέτοντας ζωμόν εις τας κεφαλάς μοσχαρίων και προβάτων, τας εκτεθειμένας εντός κάδων ύδατος προ των κρεοπωλείων.
Ενίοτε, αλλά σπανίως, συμβαίνει να δεχθή ο αναίσχυντος σκύλος σκουπόξυλον εις την ράχιν ή σπασμένον σταμνίον επί της κεφαλής. Το πάθημα όμως είναι εξαιρετικόν, διότι πάντες οι πλανόδιοι κύνες έχουσιν εκ γενετής ευκινησίαν σχοινοβάτου, προς αποφυγήν τών κατ' αυτών εξακοντιζομένων βλημάτων. Πολύ συνεχέστερον, εκ τούτου, συμβαίνει να παρασταθή τις εις θέαμα μανάβη ή μπακάλη με την ποδιάν τρέχοντος καθίδρου και πνευστιώντος κατόπιν σκύλου, του οποίου μόλις διακρίνεται εις τον ορίζοντα, ως λοφίον στρατιωτικού πίλου, η ουρά.
[...]
Ποσάκις έτυχεν αφηρημένος ποιητής, θαυμάζων τα χρώματα ανεφέλου δύσεως ή ζητών εις τα σύννεφα ομοιοκαταληξίας, μόλις να προφθάση ν' αποσύρη τον πόδα, καθ' ην ακριβώς στιγμήν ήτο έτοιμος να βυθίση αυτόν εις πανέριον πλήρες ωών[αυγών], και ποσάκις βιαστικός διαβάτης να διασείση την ισορροπίαν πυραμίδος πορτοκαλίων, προκαλών βομβαρδισμόν ου μόνον χρυσών σφαιρών, αλλά και την οργήν δυστρόπου οπωροπώλου, επιδαψιλεύοντος εις αυτόν ενώπιον πλήθους κόσμου τα επίθετα: «στραβέ, μπούφο, βλάκα, ζευζέκη και μαγκούφη!».

[...]Το υπέρ παν άλλο ερεθίζον τα νεύρα είναι όταν, υπερβάς τις την διασταύρωσιν των οδών Ερμού και Αιόλου, πεζοπορή δρομαίος βιαζόμενος να φθάση τον σιδηρόδρομον Πειραιώς και προσκρούων ανά παν βήμα εις εκθέσεις υαλοπωλείων. Αδύνατόν μοι είναι να κατανοήσω εκ τίνος υπερβολικής τόλμης και τίνος παραλόγου απαιτήσεως προσόντων ισορροπιστού, παρά των διαβατών, επιμένουσιν οι Αθηναίοι υαλοπώλαι να υψώσιν επί του μάλλον[πολύ] συχναζομένου των πεζοδρομίων πυραμίδας αντικειμένων, τα οποία αρκεί φύσημα ανέμου να κρημνίση και η ελαχίστη ώθησις να μεταβάλη εις σωρόν συντριμμάτων, φιάλας, πινάκια[πιάτα], ποτήρια, σφαίρας λαμπτήρων, παντός είδους αγγεία, ολόκληρα οικοδομήματα εξ αργίλου και κρυστάλλου.

Μυριάκις, αφού εκινδύνευσα να πατήσω επί στιβάδος πινακίων, κατελήφθην υπό σφοδρού πόθου να επιπέσω ως βούβαλος επί των πυραμίδων εκείνων, να λακτίσω[κλωτσήσω] ως ημίονος[μουλάρι] προς δεξιάν και αριστεράν, και να μεταβάλω εις θρύμματα την οχληράν και αυθάδη εκείνην κατάληψιν του πεζοδρομίου, υπό τον γλυκύν ήχον του συντριβομένου υαλίου.
[...]
Τον ακοίμητον τούτον πόθον μου ανέλαβεν άλλος τις, αντί εμού, να πληρώση και χάρις εις αυτόν ηδυνήθην να παρασταθώ ως απλούς θεατής εις την πραγματοποίησιν του χρυσού μου ονείρου.
Oύτος είχε τέσσαρας πόδας, δι' ων ηδυνήθη ν' αποφύγη του πραξικοπήματος [αδικήματος] τας συνεπείας.
Πλην των λαχάνων, των ελαιών, και των κεφαλών μόσχων και αρνίων, έχουσιν οι σκύλοι ιδιάζουσαν κλίσιν και προς τα υαλικά. Αξιόπιστοι φυσιοδίφαι διηγούνται ότι έτυχε να ίδωσι τοιούτους να μεταχειρίζωνται ως εξηυγενισμένοι άνθρωποι τα προ των υαλοπωλείων κατάλληλα προς τούτο αγγεία. Αλλ' οι σκύλοι των Αθηνών, ο ήρως τουλάχιστον της παρούσης ιστορίας, δεν είχε φθάσει ακόμη εις τοιούτον ύψος πολιτισμού. Την περιέργειαν αυτού είχεν ελκύσει γιγάντιον εν υπαιθρίω εκθέσει κρυστάλλινον δοχείον, εξ εκείνων τα οποία πληρούμενα ύδατος χρησιμεύουσι προς συντήρησιν κοκκινοχρύσων οψαρίων. Το αντικείμενον όμως εις το οποίον απέβλεπεν ήτο κάπως δυσπρόσιτον, ευρισκόμενον εις το κέντρον διπλής ζώνης παντοίων ευθραύστων σκευών και έτι πλείονα φέρον επί της κορυφής αυτού. Τούτο όμως δεν ήρκεσε ν' αποθαρρύνη τον επίμονα σκύλον. Συστέλλων τα μέλη, διά να κατέχη όσον το δυνατόν ολιγώτερον τόπον, οσφραινόμενος περί αυτόν προς δεξιάν και αριστεράν και υποκρινόμενος τον αδιάφορον διαβάτην, κατώρθωσεν επί τέλους, μετ' επιτηδειότητος Ισπανής σχοινοβάτιδος χορευούσης μεταξύ ωών, να εισδύση διά των ευθραύστων εκείνων πραγμάτων, χωρίς ουδέν αυτών να συντρίψη ή καν να διασείση, μέχρι του ψαροδοχείου, του οποίου αι ακτίνες είχον θαμβώσει τους οφθαλμούς του. Το εμυρίσθη τότε και, ευρών αυτό της αρεσκείας του, ύψωσε το σκέλος.
Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν αντήχησεν αγρία κραυγή και ενεφανίσθη προ της εισόδου του καταστήματος χονδρή γυνή, επισείουσα φοβεράν σκούπαν.
Το δυστυχές ζώον, το οποίον είχε επιδείξει προ μικρού τόσον θαυμαστήν επιδεξιότητα και φροντίδα ν' αποφύγη πάσαν ζημίαν, τα έχασε και, περί ουδενός άλλου φροντίζον ή πώς τάχιστα να σωθή, εξώρμησεν εκ του υαλίνου λαβυρίνθου, απωθών διά των οπισθίων ποδών το μεγάλον ιχθυοδοχείον, το οποίον κατέπεσε και εθραύσθη μετά πατάγου. Η καταστροφή τότε επήλθε γενική, διότι εις τας εκθέσεις εκείνας, προς οικονομίαν τόπου, τα πάντα συνέχονται και συμπλέκονται ως κλάδοι παρθένου δάσους. Φιάλαι, πινάκια, φλυζάνια, ποτήρια του ύδατος, του οίνου και της μαστίχης, επάργυροι σφαίραι διά τους κήπους, ανθοδόχαι, πυξίδες, αθύρματα και κομψοτεχνήματα παντοία κατεκυλίσθησαν ως καταρράκτης επί του λιθοστρώτου και, εκ της πρώην στιλπνής[λαμπερής] εκθέσεως, ουδέν άλλο απέμεινεν ή άμορφον και ανίδεον χάος συντριμμάτων.

Φωναί ηκούσθησαν τότε εις το βάθος του εργαστηρίου. Η υαλοπώλις έδειρε το δεκαετές τέκνον της, διότι δεν ηγρύπνησεν επί των εκθεμάτων, αλλά μετ' ολίγον έφθασεν ο πατήρ, όστις, βλέπων την καταστροφήν, ήρχισε να δέρη την γυναίκα. Κρίμα τω όντι ότι αι γυναίκες δεν είναι εύθραυστοι όσον αι φιάλαι. Το κατ' εμέ, ανεχώρησα ικανοποιημένος, τρίβων τας χείρας μου και ευχόμενος εις όλας τας επί των πεζοδρομίων εκθέσεις υαλικών, ομοίαν τύχην και όμοιον σκύλον.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ, «ΑΠΑΝΤΑ», τόμ. 5, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΜΗΣ
.

[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Η ΟΔΟΣ ΕΡΜΟΥ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ Ο ΡΟΙΔΗΣ]
phgh 
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗ : «Τα κόκκινα αυγά»
.
Ζητήσας πολλάκις να μάθω διατί τρώγομεν αυγά την Λαμπρήν, και διατί μόνον τότε τα θέλομεν κόκκινα και σκληρά, όχι μόνον ημείς αλλά και όλοι από τον Πόλον μέχρι του Ισημερινού οι χριστιανοί, ηναγκάσθην επί τέλους να κατατάξω την απορίαν μου μεταξύ των αλύτων.
Περί τούτου τω όντι ουδέν λέγουσιν ο νόμος και οι προφήται, ουδέ καν οι Ευαγγελισταί, αν δε ερευνήση τις δέκα σοφούς, είναι βέβαιος ότι θα λάβη παρ’ αυτών άλλας τόσας διαφόρους απαντήσεις, απαραλλάκτως ως αν τους ηρώτα ποίον είναι το ιατρικόν της φθίσεως ή το άριστον των πολιτευμάτων.
Κατά τινάς μεν το ωόν είναι σύμβολον της αναστάσεως, διότι καθώς συντρίβει ο νεοσσός το κέλυφος, και αναπηδά ζων εξ αυτού, ούτω και ο Ιησούς από του μνήματος την πλάκα.
Κατ’ άλλους όμως οι ταύτα διδάσκοντες είναι αγράμματοι και το χειρότερον ασεβείς, τα δε πασχαλινά ημών αυγά κατάγονται κατ’ ευθείαν γραμμήν από εκείνα τα οποία οι κακότροποι Ρωμαίοι ετοποθέτουν ζέοντα υπό την μασχάλην των χριστιανών μαρτύρων, ως γίνεται ακόμη και σήμερον, αν πιστεύσωμεν τους κακόγλωσσους, εις τα υπόγεια της ημετέρας αστυνομίας.
Περί τούτων όμως ουδέν θέλουσι ν’ ακούσωσιν οι Σημειολόγοι οι επιμένοντες ότι το ωόν ήτο σύμβολον της γονίμου Ίσιδος και η καθ’ ωρισμένας εορτάς αυγοφαγία έθιμον φοινικικόν μεταδοθέν εις τους εβραίους και τους έλληνας, ως μαρτυρεί ο κρόκος αυτού, όστις κατά τον Βένφεϋν (β’ 179) είναι αυτόχρημα ο Χαλδαϊκός κορκόμ.
Διατί δε βάφονται τα αυγά κόκκινα, τούτο εξηγούσαν οι Ραβίνοι διδάσκοντες ότι, κατά τον Μωσαϊκόν νόμον, όχι μόνον όλα τα τρωγόμενα την ημέραν του Πάσχα, αλλά και αυτοί οι τοίχοι των οικιών πρέπει να κοκκινίζωνται με το αίμα του σφαζομένου αρνίου, προς εξιλέωσιν του Αγγέλου της καταστροφής.
Κατά τον Αίλιον όμως Λαμπρίδιον οι Ραβίνοι δεν ηξεύρουν τι λέγουσι, τα δε πρώτα ερυθρά αυγά δεν εβάφησαν, αλλ’ εγεννήθησαν κόκκινα από τας αυτοκρατορικάς όρνιθας την ημέραν της γεννήσεως του Αλεξάνδρου Σευήρου, ως χαρμόσυνος οιωνός της μελλούσης φιλίας του προς τους χριστιανούς.
Πολύ όμως διάφορος είναι η εξήγησις του Πηδαλίου, του διδάσκοντος ημάς ότι:
«Όταν οι Εβραίοι είπον: Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών, εκοκκίνησαν όλα τα πράγματα όπου είχαν εις τας οικίας των, ακολούθως δε και τα αυγά, όθεν και οι Χριστιανοί εις ενθύμησιν του θαύματος, κοκκινίζομεν τα αυγά εν τη αναστάσει» (Πηδάλ., Λειψ. 1800, σελ. 204).
Τας πλείστας άλλας της απορίας ταύτης λύσεις δεν έχω προχείρους εις την μνήμην μου, πλην μόνης της του Πανοσιωτάτου Εξάρχου του Αγίου Τάφου εν Βλαχία Ναθαναήλ, όστις, ερωτηθείς εν πασχαλινώ συμποσίω περί των κοκκίνων αυγών, μοι απήντησεν: «Τρώγε και μη ερεύνα».
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ(1836-1904) Εφημερίδα «Ακρόπολις» Πασχαλινή έκδοσις, 24.4.1888

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ: [ΤΟ ΝΕΟΝ ΦΑΛΗΡΟΝ]
.
«Τὸ δὲ Νέον Φάληρον πάντες γνωρίζουσι τί εἶναι: Εἶδος διαδρόμου πεντήκοντα περίπου βημάτων πλάτους καὶ πεντακοσίων μήκους, ὁριζόμενος ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ὑπὸ τῆς θαλάσσης καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὑπὸ ἑνὸς κηπαρίου ραχιτικῶν δενδρυλλίων καὶ ἑνὸς ξυλίνου θεάτρου.
Χάρις ὅμως εἰς τὴν συνδρομὴν ἐξαιρετικῶς εὐνοϊκῶν περιστάσεων, ἡ ἐπιτυχία τοῦ τοιούτου ἱδρύματος ὑπερέβη πᾶσαν ἐλπίδα. Τοῦτο ἦτο ὁ πρῶτος συνδεθεῖς μετὰ τῶν Ἀθηνῶν διὰ σιδηροδρόμου τόπος λουτρῶν καὶ συνάμα διασκεδάσεως.
Ἐκεῖ κατὰ πρῶτον ἐθάμβωσε τὸ ἡλεκτρικὸν φῶς τῶν Ἑλλήνων τοὺς ὀφθαλμούς.
Ὁ ἱδρυτὴς τοῦ συνοικισμοῦ ἀοίδιμος Κεχαγιᾶς ἤγειρε παρὰ τὴν θάλασσαν μέγαρον ὅπου συνεκάλει τὸ ἀνθόγαλα τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας εἰς ἀλησμονήτους μεταμεσημβρινὰς πανηγύρεις, αἵτινες ἐσυνέχιζον τῆς Ἀπόκρεῳ τὰς ἑσπερίδας.
Τὸ θερινὸν ἰταλικὸν θέατρον τοῦ πρώτου ἔτους ἔτυχε κι ἐκεῖνο νὰ εἶναι, ὡς ἐκ τῆς ἐπιτυχοῦς συγκροτήσεως τοῦ θιάσου, τὸ ἄριστον τῶν ὅσα ηὐτύχησαν νὰ ἴδωσιν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ τὸ εἰσιτήριον εἰς αὐτὸ παρείχετο ὡς εἰκοσάλεπτον παράρτημα τοῦ σιδηροδρομικοῦ.
Οἱ νεωτερισμοὶ οὗτοι ἦσαν βεβαίως ὑπεραρκοῦντες ὅπως ἐλκύσωσι τοὺς ἀπὸ τῶν ἀποστολικῶν χρόνων φημιζομένους διὰ τὸ φιλόκαινον αὐτῶν Ἀθηναίους. Τὸ συνωθούμενον κατὰ τὰς θερινὰς ἑσπέρας ἐπὶ τῆς ἀμμώδους παραλίας πλῆθος ἦτο τοσοῦτον, ὥστε πλειστάκις συνέβαινε νὰ παρατείνεται μέχρι τῆς τρίτης πρωινῆς ὥρας ἡ δι᾿ ἐκτάκτων συρμῶν ἐπάνοδος αὐτοῦ εἰς Ἀθήνας.
Ἀλλὰ τὸ μᾶλλον παντὸς ἄλλου συντελέσαν εἰς τὴν ταχίστην πρόοδον τοῦ συνοικισμοῦ ἦτο ἡ κερδοσκοπία. Τὸ ἀπὸ μακρὰς σειρᾶς ἐτῶν συσσωρευόμενον ἀποταμίευμα τῶν οἰκονομιῶν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὸ μὴ ἐκμυζηθὲν ἀκόμη ὑπὸ τῶν ἐπιδραμόντων κερδοσκόπων, ἦτο τότε σημαντικὸν καὶ ἡ τοποθέτησις αὐτοῦ εἰς φαληρικὰ γήπεδα ἐφαίνετο οὐ μόνον ἀσφαλὴς ἀλλὰ καὶ ἐπικερδεστάτη.
Αἱ πρὶν ἀνὰ στρέμμα πωλούμεναι ἀμμοσκεπεῖς ἐκτάσεις διηρέθησαν εἰς οἰκόπεδα, τῶν ὁποίων ἡ τιμὴ ἀνῆλθε τάχιστα, χάρις εἰς τὴν κερδοσκοπίαν, μέχρι τῶν πεντήκοντα παρὰ τὴν θάλασσα δραχμῶν. Οἱ ὠφεληθέντες ἐκ τῆς πωλήσεως τῶν γηπέδων διέθετον μέρος τοῦ κέρδους εἰς ἀνέγερσιν κομψῆς οἰκίας καὶ τούτους ἔσπευσαν νὰ μιμηθῶσι τόσοι ἄλλοι, ὥστε μετὰ τὴν ἐξάντλησιν τοῦ ἁλιπέδου ἤρχισαν νὰ κτίζωνται ἄλλα οἰκήματα ἀπὸ τῶν προπόδων μέχρι τῆς κορυφῆς τοῦ παρὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ βραχώδους λόφου.
Ἡ τοιαύτη Φαληρομανία διήρκεσεν ὅσον διαρκοῦσιν αἱ μανίαι, ἀπέμειναν ὅμως αἱ κατὰ τὴν διάρκειαν αὐτῆς οἰκοδομηθεῖσαι οἰκίαι καὶ πλὴν αὐτῶν ἡ ἕξις ἱκανοῦ ἀριθμοῦ Ἀθηναίων νὰ μεταβαίνωσιν ἐκεῖ καὶ νὰ λούωνται, ν᾿ ἀναπνέωσι θαλασσίαν αὔραν, ν᾿ ἀκροῶνται γαλλικὰ κωμειδύλλια ἢ τὴν μουσικὴν τῶν ξένων πολεμικῶν πλοίων, νὰ ἐπιδεικνύωσι τὰς θερινὰς αὐτῶν ἐνδυμασίας καὶ νὰ ἐρωτολογῶσιν ὑπὸ τὸ φῶς τῶν ἡλεκτρικῶν λαμπτήρων, πράγματα τὰ ὁποῖα προτιμῶσι κατὰ πολὺ τῶν ἀπολαύσεων τοῦ ἀγροτικοῦ βίου».
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ(1836-1904) «ΑΙ ΕΞΟΧΑΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ» 1896
.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ: [ΤΑ ΣΕΠΟΛΙΑ ΤΟ 1896]
.
Εἰς εἴκοσι λεπτῶν ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς πλατείας τῆς Ὁμονοίας εὑρίσκει τις παρὰ τὴν ὄχθην ἢ μᾶλλον παρὰ τὴν κοίτην τοῦ Κηφισσοῦ τὴν Κολοκυνθοῦν καὶ τὰ συνεχόμενα μετ᾿ αὐτῆς Σεπόλια.[…]
Ἡ ἀπομένουσα ὀλίγη ὑγρασία ἀρκεῖ νὰ καταστήσῃ τερπνότατον τὸν περίπατον παρὰ τὴν κοίτην τοῦ πρώην Κηφισσοῦ. Ἡ βλάστησις δὲν δύναται μὲν νὰ ὀνομασθῆ πλουσία, ἀλλὰ εἶναι ἀπαράμιλλος κατὰ τὴν ποικιλίαν. Ἂν ἦμην βοτανικὸς θὰ ἠδυνάμην πρὸς πίστωσιν τούτου νὰ παρατάξω τὰ ὀνόματα ποικίλων φιλύδρων ἀνθυλλίων, σπαρτίων καὶ σπαθοχόρτων, καὶ παρ᾿ αὐτοῖς παντοῖα εἴδη καρδάμων, ρόκας, ἐλελισφάκων καὶ βατομούρων.
Ὀλίγον ἄνωθεν τῆς Κολοκυνθοῦς ἐκπλήσσει κάπως τὸν διαβάτην ἡ αἰφνιδία συνάντησις λιμνάζοντος νερομαζώματος. Τὸ ὕδωρ τοῦτο, τὸ ἀντανακλῶν φυλλώματα καὶ ἀναπαυόμενον ἐπὶ χορτοσκεποῦς κοίτης, φαίνεται τόσο πράσινον, ὥστε θὰ τὸ ὑπέθετε τις ἄποτον ἂν δὲν ἔβλεπε νὰ τὸ ροφῶσιν ἀπλήστως αἱ ἀγελάδες, αἱ φημιζόμεναι ὡς δειναὶ ὑδατογνώστριαι.
Ἄξιον σημειώσεως εἶναι καὶ τῶν ὑπερκειμένων παντὸς φράκτου δονάκων. Οὐδαμοῦ της Ἀττικῆς ὑπάρχουσι τόσον πολλὰ καὶ τόσον εὔμορφα καλάμια. Ταῦτα εἶναι πρὸ πάντων χαριέστατα ὅταν ὑπὸ τὴν πνοὴν ἐλαφροῦ ἀνέμου συγκύπτουσι πρὸς ἄλληλα ὡς κρυφομιλοῦντα. Τὸ σύνηθες ἐλάττωμα πάσης ἐξοχῆς ἀποτελουμένης ἐξ ἀθροίσματος κήπων εἶναι οἱ περιφράσσοντες αὐτοὺς τοῖχοι· ἀλλ᾿ οἱ τῶν Σεπολίων δὲν εἶναι ὑψηλότεροι δωδεκαετοῦς παιδίου καὶ τὴν γυμνότητα αὐτῶν ἐνδύουσι παντοῖα φιλότοιχα φυτά. Τὸ πράσινον χρῶμα κυριαρχεῖ οὕτω ἄνευ διακοπῆς ὑφ᾿ ὅλας αὐτοῦ τὰς παραλλαγάς. Τὰ Σεπόλια εἶναι ἡ μόνη ὄασις τῆς μεταξὺ τοῦ Λυκαβηττοῦ καὶ τοῦ Δαφνίου αὐχμηρᾶς πεδιάδος. Ἀληθὲς εἶναι ὅτι δὲν ἔχουσιν οὔτε εὐρὺν ὁρίζοντα, οὔτε κλασσικὰ ἐρείπια, οὔτε γραφικοὺς βράχους καὶ ποικίλας ἐπ᾿ αὐτῶν τοῦ φωτὸς ἀντανακλάσεις, οὐδ᾿ ἄλλο τι τὸ δυνάμενον νὰ ἐμπνεύση τὸν ποιητὴν ἢ νὰ ἑλκύση τὸν καλλιτέχνην. Οἱ κῆποι οὗτοι δύνανται νὰ ὁμοιωθῶσι πρὸς ἐργοστάσια μαρουλίων καὶ ραφανίδων. Ἀλλ᾿ ἡ τοιαύτη πεζότης των ἔχει τὸ μέγιστον πλεονέκτημα νὰ συντελῆ πρὸς κατευνασμὸν πάσης διεγέρσεως τῆς φαντασίας καὶ τῶν νεύρων. Ἂν ὁ περιορισμὸς τῆς δραστηριότητος τούτων εἰς τὸ ἐλάχιστον ὅρον πρέπει νὰ εἶναι, ὡς θέλει ὁ Σοπεγχάουερ, τὸ κυριώτατον μέλημα παντὸς ὀρεγομένου νὰ γευθῇ τῆς ὀλίγης δυνατῆς ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ εὐδαιμονίας, ἂν τῷ ὄντι εὐτυχέστερον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ κτῆνος καὶ τοῦ κτήνους τὸ φυτόν, τὰ ἥσυχα καὶ πράσινα Σεπόλια φαίνονται καταλληλότερος παντὸς ἄλλου τόπος πρὸς τοιαύτην φυτοζωίαν».
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΙΔΗΣ(1836-1904) «ΑΙ ΕΞΟΧΑΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ» 1896
.


Dionisis Vitsos




Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only