«Ήταν ένας τυχερός άνθρωπος. Ακριβώς εκείνο το πρωινό τον είχαν σκοτώσει, τον κόψανε κομματάκια και τον ληστέψανε. Όλη αυτή η διαδικασία τον έκανε να περάσει στην διασημότητα. Αν αυτοκτονούσε από ασιτία κανείς δεν θα του ’δίνε σημασία. Οι εφημερίδες θα τον αγνοούσαν ή θα τον γράφανε με πολύ ψιλά γράμματα. Τώρα αναφέρανε όλες τις λεπτομέρειες. Το μπόι του. το χρώμα των ματιών του, τις συνήθειές του, το μαρόν κοστούμι του. Πέρασε στην αθανασία από την πόρτα της δόξας.
Η κυρία έτυχε να είναι αισθαντική. Έτρωγε παγωτό σ’ ένα κοσμικό ζαχαροπλαστείο όταν άκουσε τους εφημεριδοπώλες να διαλαλούν το «φρικτόν έγκλημα». Η κυρία αγόρασε ένα φύλλο, διάβασε, ανατρίχιασε, παρήγγειλε ένα ζαχαρωμένο μαρόνι κι αισθάνθηκε απόλυτη την ανάγκη να λιποθυμήσει. Κρατήθηκε κι επειδή τα μακάβρια ανοίγουν την όρεξη, κατάπιε το μαρόνι της και ξαναδιάβασε όλη την περιγραφή. Ύστερα πήγε σπίτι της με ταξί, χρειαζόταν απολύτως ψυχική ανάπαυση και μιαν ασπιρίνη.
Μπήκε σ’ ένα στενό χολ. Στο βάθος, πάνω στην πολυθρόνα του λίβιγκ ρουμ ο άντρας της διάβαζε κι εκείνος τις λεπτομέρειες του «φρικιαστικού». Ήταν ένας σύζυγος στεγνός, λες και στα νιάτα του τον είχαν αλείψει με γκόμα λάκα και τώρα η γκόμα ξεράθηκε και απόμεινε με ύφος παλιού μπουφέ. Η κυρία που είχε μιαν αμιδρήν ιδέα από φυσιογνωμικές και από Λομπρόζο, του απέδιδε όλες τις δυνατότητες ακόμα και τις δυνατότητες ενός εγκληματία, Αυτό σημαίνει ότι η κυρία είχε αρχίσει να τον βαριέται.
Είπαν μερικά από τα κοινά εκείνα λόγια που υπαγορεύει στις συζύγους η ανία.
Ύστερα ο σύζυγος έδειξε την εφημερίδα.
—Αυτό το διάβασες;
—Φρικτό. είπε η κυρία. Απαίσιο. Ανατριχιάζω όταν σκέπτομαι ότι υπάρχουν τέτοιοι εγκληματίες στην εποχή μας.
—Πάντως, μαστορικά φτιαγμένο, χαμογέλασε ο σύζυγος. Λυτός που το ’φτιασε πρέπει να είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος.
Η κυρία του έριξε μια ματιά. Ήξερε ότι και ο άντρας της είχε την ιδέα ότι είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος. Κι επειδή ήταν άντρας της δεν εκτιμούσε καθόλου τους έξυπνους ανθρώπους.
—Κανείς δεν ξέρει πώς πέρασε μέσα στο σπίτι, ψιθύρισε για να πει κάτι.
—Εγώ το κατάλαβα, χαμογέλασ’ ο σύζυγος. Πέρασ’ απ’ τον φεγγίτη.
Έβγαλε το στυλό του και άρχισε να σχεδιάζει πάνω στο πακέτο του.
—Για δες εδώ. Ο φεγγίτης. Η πόρτα κλειδωμένη από μέσα. Το μόνο μέρος που συγκοινωνεί είναι αυτό το άνοιγμα. Από δω πέρασε.
—Ναι, αλλά το άνοιγμα είναι μικρό.
— Έλα! έκαν’ ικανοποιημένος ο σύζυγος. Ένας άνθρωπος λεπτός. καλά γυμνασμένος, ένας στο δικό μου το σουλούπι, περνάει μια χαρά από δω μέσα.
—Σαν και σένα; Τι θέλεις να πεις σαν και σένα; έκανε περίεργη η κυρία.
—Γιατί; Εγώ μπορώ κάλλιστα να περάσω μέσα από έναν φεγγίτη. Θέλεις να πάμε μέσα να περάσω από τον φεγγίτη της κουζίνας;
Η κυρία ένιωσε έναν κόμπο να της στέκεται στον οισοφάγο.
—Όχι, δεν θέλω. είπε. Κάθεσαι πολύ καλά στην πολυθρόνα σου. Άφησε να περάσει μια στιγμή κι είπε τη σκέψη της.
—Ναι, αλλά ένας άνθρωπος σαν και σένα γιατί θα τον σκότωνε;
Για να τον ληστέψει; Εσύ... εσύ δεν έχεις ανάγκη να ληστέψεις κανένα.
—Εδώ ακριβώς είναι το λάθος όλων τους, έκανε μ’ ένα σατανικό χαμόγελο ο σύζυγος. Ο δολοφόνος άφησε να νομίζουν ότι το ελατήριό του ήταν η ληστεία. Αμ δε!
—Δεν ήταν η ληστεία;
—Όχι.
—Πού το ξέρεις εσύ;
—Ξέρω πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα νομίζεις, εγώ.
Μια κρυάδα, ήρθε, χόρεψε λίγο στην πλάτη της κυρίας κι ύστερα
κατέβηκε από τη σκάλα της ραχοκοκαλιάς, ως κάτω, στη μέση.
—Και ποιοι θα 'ταν οι λόγοι; τόλμησε να πει πολύ δειλά.
—Ου! Υπάρχουν ένα σωρό λόγοι, χαμογέλασ’ απαίσια ο σύζυγος. Εκδίκηση, ζήλεια. Ας πούμε ότι το θύμα είχε σχέσεις με μια παντρεμένη γυναίκα. Δεν μπορεί να το κάνε ο άντρας της;
—Ο άντρας της;
—Ναι. γιατί; Εγώ, αν εσύ... τέλος πάντων αν η γυναίκα μου... δεν θα δίσταζα καθόλου να πιάσω αυτόν τον παλιάνθρωπο και να τον κόψω κομματάκια, κομματάκια.
Ο κύριος σώπασε. Ένα κουνούπι ήρθε, βούισε λίγο στ’ αυτιά της κυρίας έτσι σα να τραγουδούσε στ’ αυτάκι της το τραγούδι του Ιάγου. Η κυρία το ’διώξε, το κουνούπι και η καραμούζα του φύγανε ψηλά προς τις στρατόσφαιρες του ταβανιού. Οι υποψίες όμως μείνανε στ’ αυτιά της.
—Ήταν ένας παλιάνθρωπος, είπε ο σύζυγος.
—Τον ήξ... τον ήξερες;
Το πρόσωπο του κυρίου φόρεσε τη μάσκα ενός Φαντομά.
—Μπορεί, έκανε με φωνή μυστηρίου και ελαφρώς μπάσα.
Ύστερα έγινε ειρωνικά αφηγηματικός.
—Παρακολούθησέ με. Ο δράστης έχει αφορμές. Φοράει λοιπόν λαστιχένια γάντια, εκείνα τα γάντια που έχεις στην κουζίνα και πλένεις τα πιάτα, φοράει κουρέλια στα παπούτσια του για να μην υπάρχουν ούτε τ’ αποτυπώματα από τις σόλες του. Δημιουργεί ένα άλλοθι. Εγώ αίφνης, ήμουν χτες βράδυ στο σινεμά. Δέκα με δώδεκα, να και το απόκομμα του εισιτηρίου. Μπορούσα όμως να μπω και να βγω αμέσως. Μπορούσα να είχα δει το έργο προχθές δέκα με δώδεκα και να είμαι απόλυτα ενημερωμένος. Ύστερα αλλάζοντας τρία ταξί να βρεθώ κοντά στο σπίτι του. Μόλις βρεθώ εκεί, ανεβαίνω, φτάνω στην ταράτσα, γλιστράω από τον φεγγίτη και βρίσκομαι στο δωμάτιό του. Αυτός δεν με περιμένει. Έχει ξαπλώσει και διαβάζει το μυθιστόρημα που βρήκανε πλάι του. Εγώ, τον αρπάζω από τον λαιμό. Γελάω κιόλας. Παλιάνθρωπε. Άτιμε. Έπαιζες πάντα εις βάρος μου. Θέλησες να με καταστρέψεις. Σφίγγω, σφίγγω, ο βλάκας πεθαίνει με αγκομαχητά. Τότε βγάζω το σουγιά μου, ξέρεις κείνον τον Ιταλικό, φοράω μπροστά μου μια πετσέτα για να μη λερωθώ και...
—Στάσου, έγινε κάτασπρη η κυρία.
—Ναι, είναι πολύ μακάβριο για μια γυναίκα. Όταν τελείωνα ανοίγω τα συρτάρια. Τ’ αναστατώνω όλα. Βρίσκω εκείνο το ποσόν που γράφουνε. Εξακόσιες λίρες. Τις παίρνω, σκαρφαλώνω στο φεγγίτη και να ’μαι στο δρόμο. Ένα χιλιόμετρο μακριά πετάω το σουγιά μου στον υπόνομο. Αλήθεια τι έγινε ο σουγιάς μου;
—Προχτές τον είχες, μόλις ακούστηκε η κυρία.
—Και χάθηκε; Ύστερα πάω κάπου, δε λέω πού και θάβω τις λίρες μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί. Εκείνο το κουτί που σου ζήτησα από τα μπισκότα! Και τώρα σε ρωτώ. Ποιος μπορεί να με υποψιαστεί; Τίνος θα πάει το μυαλό ότι εγώ...
Η κυρία δεν άκουγε άλλο. Είχε λιποθυμήσει.
—Ανόητες που είναι οι γυναίκες, της έτριβε τα χέρια ο σύζυγος. Ορίστε! Δεν μπορείς να τους κάνεις ούτε μια εικασία. Τι την έπιασε δηλαδή, και λιποθύμησε έτσι; Δε θέλεις να νόμιζε ότι εγώ;...
Πήγε, έφερε τον αιθέρα, τής τον έβαλε κάτω από τη μύτη. Η κυρία εξακολουθούσε να είναι λιπόθυμη. Ο σύζυγος έβαλε το καπέλο του κι έτρεξε στο φαρμακείο. Μόλις έφυγε η κυρία συνήλθε. Έτριψε τα μάτια της, πήγε στο τηλέφωνο και πήρε έναν αριθμό.
—Φρίξο! Εσύ είσαι αγάπη μου; Άκουσε. Ο άντρας μου τα ξέρει όλα. Όλο το σχέδιο. Ακόμα και το πώς μπήκες από τον φεγγίτη. Μόνο που δεν κατάλαβε ότι η όλη δουλειά έγινε για τις λίρες. Τις έχεις τις λίρες; Ωραία! Βγάλε τα εισιτήρια. Θα φύγουμε μεθαύριο. Δεν τον αντέχω πια. Καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ να ζω μαζί μ’ έναν άνθρωπο που τον υποπτεύομαι συνεχώς ότι είναι... δολοφόνος.
Κι ο σύζυγος έτρεχε για γιατρό... »
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ(1909-1990)
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.