Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

«ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΖΑΚΥΝΘΟ»,


 «Η κύρια δουλειά του κάθε στρατού, όταν δεν πολεμάει, είναι να μελετά και να οχυρώνει αμυντικά τις τοποθεσίες που κατέχει. Ακολουθώντας λοιπόν, ετούτη την αρχή, και οι Ιταλοί με το που ήλθε στη Ζάκυνθο τακτικός στρατός (πεζικό και πυροβολικό) καταπιάστηκε μ’ τα οχυρωματικά έργα.

Πολυβολεία στις διαβάσεις, πυροβόλα στα υψώματα, αντιαεροπορικά σε κατάλληλες θέσεις γύρω από την Πόλη (Κάστρο, Εξηνταβελόνη. Ατσαλή, Ακρωτήρι) δεχτήκανε την κύρια οχύρωσή της. Την ίδια και καλύτερη, θα ’χουνε κι οι ένα γύρο από τις διάφορες σπιάτσες θέσεις, όπως τα υψώματα του Τσιλιβή, των Αλυκών, τ’ Αργασιού, του Λαγανά, του Καλαμακιού, του Γέρακα, ενώ οι ανεμοκούλουμοι στα χαμηλά, μετατρέπονται, σε πολύ επικίνδυνα ναρκοπέδια.
Τώρα βέβαια η όλη οχύρωση, σαφώς αποβλέπει, σ’ αντιμετώπιση εισβολής, που θα ερχότουνα από θάλασσα. Μ’ έλα να πείσεις το Ζακυνθινό, πως με το φράξιμο της Πόλης, με τρεις σειρές συρματόπλεγμα, δεν προβλεπόταν το ίδιο, για ενδεχόμενη χωριάτικη γιούργια. Κι ίσως να μην είχανε, και τόσο άδικο!
Ανάγκη τώρα είναι εδωπά ν' εξιστορηθεί, πως με το που περάσανε δύο-δυόμιση, πάνω-κάτω, μήνες, ύστερα από εκείνη τη φοβερή Πρωτομαγιά του Σαράντα Ένα, όπου μας εκουβάλησε στο νησί τους καμιτσενέρι του Ντούτσε, κι αφού καλμάρανε, επιτέλους, τα φασιστικά πανηγύρια της "νίκης", με τις φανταχτερές παράτες και τους αστείους παλληκαρισμούς, και με το που βάψανε, τοίχους και μουράγια, με τ' αβέβαια και φαιδρά τους, "VINGERE-VINGEREMO" αποφασίσανε, επιτέλους, να ...σοβαρευτούνε.
Αρχίσανε έτσι να ξεμπαρκάρουνε, καθημερινά στο λιμάνι, μεγάλες, τακτικές στρατιωτικές μονάδες. Φανταρία, δηλαδή, κι Αρτιλιερία, μ’ όλα τους τα συμπράγγαλα.
Όπου, κι αμέσως βάλανε ομπρός, τις συνηθισμένες τους, στρατιωτικές κατασκευές, αποσκοπώντας στην οχύρωση ορισμένων "κρίσιμων" αμυντικών τοποθεσιών.
Οπότε, μαζί μ' άλλα, παρόμοια έργα, φράξανε ολόγυρα με τρεις σειρές αγκαθωτό συρματόπλεγμα και την Πόλη της Ζακύνθου, ως και την ένα γύρω περιοχή της.
Έτσι ώστε, μίαν ωραία πρωίαν, να βρεθεί ο κάθε χωραΐτης, απομονωμένος τέλεια, από τους άλλους κατοίκους του νησιού. Επικοινωνόντας αμοιβαία κι υποχρεωτικά, μόνο από πέντε αυστηρά ελεγχόμενες εισόδους.
Η μία του Κρυονερίου, η άλλη του Σταυρού του Ψηλώματος, η τρίτη στη Γέφυρα τ' Αγίου Λαζάρου, εκείνη του δρόμου προς τη Λιθακιά, κι η πέμπτη και τελευταία, τ' Αϊ Χαραλάμπη στο ποτάμι.
Όλα βέβαια αυτά, στη στρατιωτική γλώσσα ονομάζονται "λήψη αναγκαίων μέτρων για περιφρούρηση των περιοχών, που είναι εγκαταστημένες οι έδρες των Διοικήσεων (Πολιτική και Στρατιωτική) των φιλίων τμημάτων".
Οι Ζακυνθινοί όμως, πάντα τους πονηροί και καχύποπτοι, δε δέχονται με καμμία δύναμη, τις ευκολοσερβιρισμένες ερμηνείες, ετούτης της αποπνιχτικής απομόνωσης, κι ο καθένας βγάνει, διάφορα δικά του, συμπεράσματα.
Όπως επί παραδείγματι εκείνο, που προσπάθαγε προχθές ν' εξηγήσει φωναχτά ο μαστρο-Παμπέλας, στον επίσης μάστορα γιο του, όταν σουρπωμένο για τα καλά, περνούσανε από το μπλόκο του Σταυρού, γυρίζοντας απ' ένα πανώσερμα του Μινωτέικου τσι Βαρρές:
—Και πιστεύεις ωρέ Σπύρο, πως ούλα ετούτα τ' αγκαθοσύρματα, τα εστήσανε οι Ιταλοί, για να προλάβουνε κανένα εγγλέζικο μπούρδο; Αμή πώς! Μα για να φάνε το λάδι του χωριάτωνε τα εβάλανε, ωρέ!.
—''Σιόπα μωρέ πατέρα!!!"
Προφτάνει και τόνε κόβει, κατουρημένος από το φόβο του, ο άλλος.
Και με χαμηλωμένη φωνή, του ματαλέει:
—Μη νογάει, κανένα από τούτα τα κατουρογυάλια ελληνικά, και μας επιαντάρει τσι κλωτσίες.
Από μία παρόμοια φρουρούμενη είσοδο τση Χώρας, διαφορετική την κάθε φορά, περνάει κάθε βδομάδα τακτικά από τα μέσα του Φλεβάρη μια μαντηλοφορεμένη χωρική.
Καθισμένη γυναικεία, μονόπαντα δηλαδή, πάνω σε ένα ζωηρό καφετί άλογο, που το οδηγάει πεζό από δίπλα, ένα αμούστακο, αλλά γεροδεμένο χωριατόπουλο, οπού τση πάει μάλλον, σαν γιος ή το πολύ - πολύ ανηψιός.
Κι η γυναίκα, έτσι, που 'ναι καβάλα, βαστάει με περίσσια όπως δείχνει στοργικά στα γόνατά της, ένα μωράκι. Που είναι όμως σκεπασμένο καλά-καλά, με μία πλεχτή μάλλινη κουβέρτα, μη λάχει, τση καημένης, και τση κρυολογήσει.
Όπου για περισσότερη ακόμα προφύλαξη, προπάντων από το φαρμακερό αγιάζι του κάμπου, η στοργική μάνα, βαστάει από πάνου του ανοιγμένη, μία θεόρατη μπλάβη, χωριάτικη ομπρέλα.
Κι όλη η παραπάνου εικόνα, όπως παρουσιάζεται, πείθει, πως πρόκειται για μια πονεμένη, και γιατί όχι, χήρα γυναίκα, που φέρνει τ' άρρωστο παιδί της, στο γιατρό τση Χώρας.
Πράγμα που δέχεται ανεπιφύλακτα κι ο καραμπινιέρος που φρουρεί κι ελέγχει εξονυχιστικά τον κάθε διερχόμενο, άνθρωπο ή ζωντανό.(Κοιτάτε μωρές παιδία, πόσο αληθινοί πάνε να βγούνε οι προχθεσινοί λόγοι του γερο-Παμπέλα!)
Κι όταν αντικρύζει τη μάνα με το μωρό, ανοίγει την μπάρα, χωρίς άλλη διαδικασία.
Είναι και ετούτο ένα ανθρώπινο φέρσιμο, οπού μπορεί προς στιγμή να μαλακώσει και την πιο άτεγκτη υπηρεσιακή αυστηρότητα. Και που 'χει τη δύναμη, να παραμερίσει ακατανόητες διαφορές, μαστορεμένες, από τις όποιες σκοπιμότητες.
Απάνου, σ' ετούτο ακριβώς, τ' απόθεμα της ανθρώπινης τρυφεράδας, στήριξε τελευταία πράξη, της κωμωδίας της, η Αφροδίτη.
Έτσι κάθε βδομάδα, ντυμένη με το σκούρο βελέσι, και την παλιομοδίτικη ζακέτα τση μάνας τση, και με συνοδό τον κάρπη, τον αδελφό τση, μπαίνει τη Χώρα, καβάλα στο ντορή.
Όσο για το μωρό, μη κακοβάλει κανείς, γιατί δεν είναι... δικό της.
Ούτε και γι' αληθινό παιδί πρόκειται! Ένα ασκόπουλο βαστάει αγκαλιά, που είναι γεμάτο λάδι, κι εξωτερικά, το' χει ντυμένο με μωρουδίστικα ρουχαλάκια. Και το κρύβει καλά, η ροζ κουβέρτα, κι ακόμα καλύτερα, η διάπλατη χωριάτικη ομπρέλα.
Να λοιπόν, πώς η πονηρή Μετοχιώτισσα, μπάζει λάδι στη Χώρα, κογιονάροντας για χάσιμο, ούλο το Ιταλικό Ιμπέριο, μαζί με τα ξεσκολισμένα λαγωνικά του.
Και τ' απομεσήμερο, τόμου ξεκάνει το πράγμα, με την ίδια απαράλλακτη διαδικασία ξανανεβαίνει στ' άλογο, για τ' επιστρόφια.
Με τη διαφορά, πως τ' ασκί, είναι τώρα γεμάτο με φρέσκον αέρα.
Γυρίζει, πάλι, από την ίδια μπασία, που πέρασε και την αυγή, και δεν παραλείπει να χαιρετίσει σεβαστικά, το βλοσυρό καραμπινιέρο φρουρό. Ο οποίος, βέβαια κρατώντας ατσαλάκωτο το μουτζοντούρο του, δεν παρασύρεται σε αντιχαιρετισμούς, αλλά και για καμμία κατάσταση, δε σκαλώνει στο κεφάλι του η υποψία ότι η καβάλα στο άλογο χωριάτισσα κάνει... κοντραμπάντο!
Διαφορετικό όμως, θα' ναι, το φέρσιμο του νεαρούλη ιταλού φανταράκου που λίγο πιο πέρα μέσα στην ταύλινη φρουρά του με το όπλο στο χέρι φρουρεί χωρίς κι αυτός να ξέρει το γιατί τον συρματόπλεχτο φράχτη.
Και με το π' αρπάζει τη χαιρετούρα του θηλυκού, του την ανταποδίνει, μ' ένα ολόγλυκο
—Che bella signora!
Και ποιος, τάχα, να ξέρει, αν η ανδρική του διαίσθηση, δεν του 'χει, φανερωμένο πως εκείνη η σφιχτοδεμένη μαύρη μαντίλα, σκεπάζει ένα ολόγλυκο γυναικείο προσωπάκι.
Κι η ιστορία του... μωρού, θα βαστάξει, ίσαμε να πουληθεί το φετεινό λάδι, του Τρεμουντανέικου.
Τώρα, θα ρωτήσει κανείς, και τι λάδι θα παραδώσουνε στο Agrario, όταν θα τσου στείλει το μπουγιουντί;
—Ουρέ δεν βαριέσαι...".
Αποφαίνεται μισοχαμογελώντας, ο Τρεμουντάνας, και συμπληρώνει:
—Και κάτι, πάλε, θα κατεβάσει η κούτρα ετουνού του θηλυκού ... βερζεβούλη".
Όπου πρόντα εκείνη, έτσι για να μην αφήκει τίποτα αναπάντητο, μ' ενισχυμένη δόση αλαζονείας, τον αττακάρει:
—Σώνει να μ' ακούτε ούλοι σας, χωρίς να μου κάνετε κόντρες και τσαλιμάκια. Όπως, να πούμε, επροχθές, οπού ετούτος ο ανοικονόμητος λάλας μου, με το που ξεφύγαμε, μόνε-μόνε, από τ' άγριο μάτι του καραμπινιέρου, έκανε σαν το βουρλισμένο, για να σκαρφαλώσει πισοκάπουλα. Λες και μ’ είκοσι παραπάνου πάσα, θα του έπεφτε το ξυγκάκι, του τεμπελόσκυλου».
ΝΙΟΝΙΟΣ ΜΕΛΙΤΑΣ(1932-2018), «ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΖΑΚΥΝΘΟ», 1996

πηγη

Dionisis Vitsos

https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

tapantareinews tv

Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.






Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only