Εθνικό Μουσείο του Καποντιμόντε
Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε Το εξωτερικό του Μουσείου Ιδρύθηκε 1957 Περιοχή Καποντιμόντε, Νάπολη Διεύθυνση Συλβαίν Μπαλενζέ[1] Επισκέπτες 923.706[2] Ιστοσελίδα www.museocapodimonte.it
Το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε (ιταλικά: Museo Nazionale di Capodimonte) στεγάζεται στο ομώνυμο ανάκτορο στη Νάπολη. Περιλαμβάνει συλλογές αρχαίας τέχνης, σύγχρονης τέχνης και ένα τμήμα ιστορίας.
Επίσημα εγκαινιάστηκε το 1957, αν και οι αίθουσες του ανακτόρου στέγαζαν αντικείμενα τέχνης από το 1758. Εκτίθενται κυρίως πίνακες ζωγραφικής, κατανεμημένοι στις δύο μεγάλες συλλογές του, στη Συλλογή Φαρνέζε, στην οποία περιλαμβάνονται έργα από μεγάλα ονόματα της ιταλικής αλλά και της παγκόσμιας ζωγραφικής, όπως Ραφαήλ, Τιτσιάνο, Παρμιτζανίνο, Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβυτέρου, Ελ Γκρέκο, Λουντοβίκο Καρράτσι, Γκουίντο Ρένι) και στη Συλλογή της Νάπολης, η οποία περιλαμβάνει έργα που έχουν συλλεγεί από εκκλησίες της πόλης και της γύρω περιοχής, που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο υπό τον φόβο καταστροφής τους. Εδώ υπάρχουν έργα των Σιμόνε Μαρτίνι, Κολαντόνιο, Καραβάτζο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζορντάνο, Φραντσέσκο Σολιμένα. Σημαντική είναι, επίσης, η συλλογή μοντέρνας τέχνης του Μουσείου, η οποία περιλαμβάνει και τον Βεζούβιο του Άντι ΓουόρχολΙστορία
Το εξωτερικό του Μουσείου | |
Ιδρύθηκε | 1957 |
---|---|
Περιοχή | Καποντιμόντε, Νάπολη |
Διεύθυνση | Συλβαίν Μπαλενζέ[1] |
Επισκέπτες | 923.706[2] |
Ιστοσελίδα | www.museocapodimonte.it |
Το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε (ιταλικά: Museo Nazionale di Capodimonte) στεγάζεται στο ομώνυμο ανάκτορο στη Νάπολη. Περιλαμβάνει συλλογές αρχαίας τέχνης, σύγχρονης τέχνης και ένα τμήμα ιστορίας.
Επίσημα εγκαινιάστηκε το 1957, αν και οι αίθουσες του ανακτόρου στέγαζαν αντικείμενα τέχνης από το 1758. Εκτίθενται κυρίως πίνακες ζωγραφικής, κατανεμημένοι στις δύο μεγάλες συλλογές του, στη Συλλογή Φαρνέζε, στην οποία περιλαμβάνονται έργα από μεγάλα ονόματα της ιταλικής αλλά και της παγκόσμιας ζωγραφικής, όπως Ραφαήλ, Τιτσιάνο, Παρμιτζανίνο, Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβυτέρου, Ελ Γκρέκο, Λουντοβίκο Καρράτσι, Γκουίντο Ρένι) και στη Συλλογή της Νάπολης, η οποία περιλαμβάνει έργα που έχουν συλλεγεί από εκκλησίες της πόλης και της γύρω περιοχής, που μεταφέρθηκαν στο Μουσείο υπό τον φόβο καταστροφής τους. Εδώ υπάρχουν έργα των Σιμόνε Μαρτίνι, Κολαντόνιο, Καραβάτζο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζορντάνο, Φραντσέσκο Σολιμένα. Σημαντική είναι, επίσης, η συλλογή μοντέρνας τέχνης του Μουσείου, η οποία περιλαμβάνει και τον Βεζούβιο του Άντι ΓουόρχολΙστορία
18ος αιώνας
Ο μετέπειτα Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας έγινε βασιλιάς της Νεάπολης και της Σικελίας το 1734. Έθεσε το ερώτημα αν υπήρχε κατάλληλος χώρος για τη στέγαση των έργων τέχνης που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, Ελιζαμπέττα Φαρνέζε,[3] τμήμα της οικογενειακής συλλογής που είχε εκκινήσει από τον Πάπα Παύλο Γ΄ (Αλεσσάντρο Φαρνέζε) τον 16ο αιώνα και συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του.[4] Διαμοιρασμένα μεταξύ Ρώμης και Πάρμας, μερικά έργα τέχνης, ιδιαίτερα όσων η αξία υπερέβαινε το κόστος μεταφοράς, μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό ανάκτορο της Νάπολης (μεταξύ αυτών και πίνακες των Ραφαήλ, Αννιμπάλε Καρράτσι, Κορρέτζο, Τιτσιάνο και Παρμιτζανίνο),[5] αλλά εκεί έλειπε μια αίθουσα εκθέσεων. Προϊόντος του χρόνου, η υπόλοιπη συλλογή μεταφέρθηκε και φυλάχτηκε στις αποθήκες, γεγονός που απειλούσε την ακεραιότητά της, ακόμη και από τα στοιχεία της φύσης, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα.[6] Το 1738 ο βασιλιάς ξεκίνησε την κατασκευή ενός κτιρίου στον λόφο του Καποντιμόντε, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μουσείο,[7] ενώ παράλληλα κάλεσε μια ομάδα ειδικών για να διαμορφώσει το εσωτερικό, ώστε να δεχτεί τη συλλογή: Το σχέδιο προέβλεπε ότι τα έργα θα στεγάζονταν σε δωμάτια που έβλεπαν προς τον νότο, προς τη θάλασσα.[8] Ενώ η κατασκευή δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι πρώτοι πίνακες άρχισαν να τοποθετούνται το 1758 σε δώδεκα δωμάτια, διαχωρισμένοι κατά καλλιτέχνη και κατά σχολή ζωγραφικής. Σήμερα δεν είναι γνωστό ποιοι πίνακες είχαν τοποθετηθεί πού, γιατί οι επετηρίδες της εποχής καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επόμενο στάδιο ήταν ο εξοπλισμός του Μουσείου, που άρχισε ήδη από το 1755 υπό τη διεύθυνση του ζωγράφου Τζουζέππε Μπονίτο (Giuseppe Bonito) από το Καστελλαμάρε ντι Στάμπια (Castellammare di Stabia), κοντά στη Νάπολη.[9]
Το 1759 μεταφέρθηκε και το υπόλοιπο της συλλογής: Τα προπαρασκευαστικά σχέδια για τις τοιχογραφίες της Cappella Paolina (παρεκκλήσιο των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο Αποστολικό Ανάκτορο του Βατικανού), που είχε δημιουργήσει ο Μιχαήλ Άγγελος και τα αντίστοιχα για την αίθουσα του Ηλιοδώρου, δημιουργίες του Ραφαήλ,[10] πίνακες των Τζόρτζιο Βαζάρι, Αντρέα Μαντένια και Μαζολίνο ντα Πανικάλε.
Μεταξύ των επισκεπτών εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται οι Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Τζόζεφ Ράιτ, ο Αντόνιο Κανόβα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, και ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν.[11] Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1770, ύστερα από τη μεταφορά και των άλλων τμημάτων της Συλλογής Φαρνέζε, το Μουσείο έφτασε να καταλαμβάνει εικοσιτέσσερις αίθουσες: Έγινε εν τω μεταξύ προμήθεια και νέων πινάκων, των πρώτων των ζωγράφων του ιταλικού νότου, όπως των Πολιντόρο ντα Καραβάτζο, Τσέζαρε ντα Σέστο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζορντάνο εκτός των ήδη υπαρχόντων πινάκων των Άντον Ράφαελ Μενγκς, Αγγέλικα Κάουφμαν, Ελιζαμπέτ Βιζέ Λε Μπρεν και Φραντσέσκο Λιάνι, ενώ το 1783 το Μουσείο αγόρασε τη συλλογή του κόμητος Καρλ Γιόζεφ φον Φίρμιαν, που περιείχε περίπου 20.000 χαρακτικά και σχέδια καλλιτεχνών όπως οι Φρα Μπαρτολομέο, Περίν ντε Βάγκα, Άλμπρεχτ Ντύρερ και Ρέμπραντ.[12] Την ίδια περίπου εποχή δημιουργήθηκε ένα εργαστήριο αποκατάστασης, το οποίο αρχικά ανέλαβε ο Κλεμέντε Ρούτα και στη συνέχεια ο Φεντερίκο Αντρές, ύστερα από σύσταση του ζωγράφου της Αυλής Γιάκομπ Φίλιπ Χάκερτ.[12]
Επί Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών, το 1785, δημιουργήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου και ορίστηκαν το ωράριο για τους επισκέπτες, τα καθήκοντα των φυλάκων, οι αρμοδιότητες του εφόρου, η πρόσβαση στους αντιγραφείς, ενώ δεν απελευθερώθηκε πλήρως η πρόσβαση του απλού λαού, όπως συνέβαινε σε άλλα Μουσεία των Βουρβόνων, εκτός αν υπήρχε άδεια από τον αρμόδιο υπουργό.[13] Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν πλέον το Μουσείο στέγαζε περίπου 1800 πίνακες, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα μουσείων στην πόλη: Επιλέχτηκε το Palazzo degli Studi ("Ανάκτορο των Σπουδών"), το μελλοντικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, όπου οι εργασίες για νέα, δημόσια χρήση είχαν ήδη ξεκινήσει το 1777 από τον Φερντινάντο Φούγκα, με την πρόθεση να στεγαστούν εκεί, εκτός από τη Συλλογή Φαρνέζε, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ερκολάνο, την Πομπηία και τις Σταβίες, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε την έδρα της βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας.[14]
Ο μετέπειτα Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας έγινε βασιλιάς της Νεάπολης και της Σικελίας το 1734. Έθεσε το ερώτημα αν υπήρχε κατάλληλος χώρος για τη στέγαση των έργων τέχνης που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, Ελιζαμπέττα Φαρνέζε,[3] τμήμα της οικογενειακής συλλογής που είχε εκκινήσει από τον Πάπα Παύλο Γ΄ (Αλεσσάντρο Φαρνέζε) τον 16ο αιώνα και συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του.[4] Διαμοιρασμένα μεταξύ Ρώμης και Πάρμας, μερικά έργα τέχνης, ιδιαίτερα όσων η αξία υπερέβαινε το κόστος μεταφοράς, μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό ανάκτορο της Νάπολης (μεταξύ αυτών και πίνακες των Ραφαήλ, Αννιμπάλε Καρράτσι, Κορρέτζο, Τιτσιάνο και Παρμιτζανίνο),[5] αλλά εκεί έλειπε μια αίθουσα εκθέσεων. Προϊόντος του χρόνου, η υπόλοιπη συλλογή μεταφέρθηκε και φυλάχτηκε στις αποθήκες, γεγονός που απειλούσε την ακεραιότητά της, ακόμη και από τα στοιχεία της φύσης, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα.[6] Το 1738 ο βασιλιάς ξεκίνησε την κατασκευή ενός κτιρίου στον λόφο του Καποντιμόντε, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως μουσείο,[7] ενώ παράλληλα κάλεσε μια ομάδα ειδικών για να διαμορφώσει το εσωτερικό, ώστε να δεχτεί τη συλλογή: Το σχέδιο προέβλεπε ότι τα έργα θα στεγάζονταν σε δωμάτια που έβλεπαν προς τον νότο, προς τη θάλασσα.[8] Ενώ η κατασκευή δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, οι πρώτοι πίνακες άρχισαν να τοποθετούνται το 1758 σε δώδεκα δωμάτια, διαχωρισμένοι κατά καλλιτέχνη και κατά σχολή ζωγραφικής. Σήμερα δεν είναι γνωστό ποιοι πίνακες είχαν τοποθετηθεί πού, γιατί οι επετηρίδες της εποχής καταστράφηκαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επόμενο στάδιο ήταν ο εξοπλισμός του Μουσείου, που άρχισε ήδη από το 1755 υπό τη διεύθυνση του ζωγράφου Τζουζέππε Μπονίτο (Giuseppe Bonito) από το Καστελλαμάρε ντι Στάμπια (Castellammare di Stabia), κοντά στη Νάπολη.[9]
Το 1759 μεταφέρθηκε και το υπόλοιπο της συλλογής: Τα προπαρασκευαστικά σχέδια για τις τοιχογραφίες της Cappella Paolina (παρεκκλήσιο των Αγίων Πέτρου και Παύλου στο Αποστολικό Ανάκτορο του Βατικανού), που είχε δημιουργήσει ο Μιχαήλ Άγγελος και τα αντίστοιχα για την αίθουσα του Ηλιοδώρου, δημιουργίες του Ραφαήλ,[10] πίνακες των Τζόρτζιο Βαζάρι, Αντρέα Μαντένια και Μαζολίνο ντα Πανικάλε.
Μεταξύ των επισκεπτών εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται οι Ζαν Ονορέ Φραγκονάρ, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Τζόζεφ Ράιτ, ο Αντόνιο Κανόβα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, και ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν.[11] Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1770, ύστερα από τη μεταφορά και των άλλων τμημάτων της Συλλογής Φαρνέζε, το Μουσείο έφτασε να καταλαμβάνει εικοσιτέσσερις αίθουσες: Έγινε εν τω μεταξύ προμήθεια και νέων πινάκων, των πρώτων των ζωγράφων του ιταλικού νότου, όπως των Πολιντόρο ντα Καραβάτζο, Τσέζαρε ντα Σέστο, Χοσέ Ριμπέρα, Λούκα Τζορντάνο εκτός των ήδη υπαρχόντων πινάκων των Άντον Ράφαελ Μενγκς, Αγγέλικα Κάουφμαν, Ελιζαμπέτ Βιζέ Λε Μπρεν και Φραντσέσκο Λιάνι, ενώ το 1783 το Μουσείο αγόρασε τη συλλογή του κόμητος Καρλ Γιόζεφ φον Φίρμιαν, που περιείχε περίπου 20.000 χαρακτικά και σχέδια καλλιτεχνών όπως οι Φρα Μπαρτολομέο, Περίν ντε Βάγκα, Άλμπρεχτ Ντύρερ και Ρέμπραντ.[12] Την ίδια περίπου εποχή δημιουργήθηκε ένα εργαστήριο αποκατάστασης, το οποίο αρχικά ανέλαβε ο Κλεμέντε Ρούτα και στη συνέχεια ο Φεντερίκο Αντρές, ύστερα από σύσταση του ζωγράφου της Αυλής Γιάκομπ Φίλιπ Χάκερτ.[12]
Επί Φερδινάνδου Α΄ των Δύο Σικελιών, το 1785, δημιουργήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου και ορίστηκαν το ωράριο για τους επισκέπτες, τα καθήκοντα των φυλάκων, οι αρμοδιότητες του εφόρου, η πρόσβαση στους αντιγραφείς, ενώ δεν απελευθερώθηκε πλήρως η πρόσβαση του απλού λαού, όπως συνέβαινε σε άλλα Μουσεία των Βουρβόνων, εκτός αν υπήρχε άδεια από τον αρμόδιο υπουργό.[13] Στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν πλέον το Μουσείο στέγαζε περίπου 1800 πίνακες, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα μουσείων στην πόλη: Επιλέχτηκε το Palazzo degli Studi ("Ανάκτορο των Σπουδών"), το μελλοντικό Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, όπου οι εργασίες για νέα, δημόσια χρήση είχαν ήδη ξεκινήσει το 1777 από τον Φερντινάντο Φούγκα, με την πρόθεση να στεγαστούν εκεί, εκτός από τη Συλλογή Φαρνέζε, τα ευρήματα από τις ανασκαφές στο Ερκολάνο, την Πομπηία και τις Σταβίες, ενώ παράλληλα θα αποτελούσε την έδρα της βιβλιοθήκης και της Ακαδημίας.[14]
19ος αιώνας
Πλήγμα για το Μουσείο αποτέλεσε η άφιξη των Γάλλων στη Νάπολη και η εγκαθίδρυση μιας σύντομης "Δημοκρατίας της Νάπολης": Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Φερδινάνδος, το προηγούμενο έτος, είχε μεταφέρει στο Παλέρμο δεκατέσσερα αριστουργήματα της συλλογής. Οι Γάλλοι στρατιώτες όντως λεηλάτησαν το Μουσείο και πολυάριθμοι πίνακες που αποτελούσαν τμήμα της συλλογής του μουσείου διαρπάχτηκαν, 339 από τη Συλλογή Φαρνέζε, πολλοί από τα αποκτήματα των Βουρβόνων, τριάντα στάλθηκαν στη Δημοκρατία και περίπου άλλοι τριακόσιοι πωλήθηκαν, ιδιαίτερα στη Ρώμη.[12]
Όταν επέστρεψε στη Νάπολη, ο Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον Ντομένικο Βενούτι να βρει όσα έργα μπορούσε από τα αρπαγμένα. Αυτός κατόρθωσε να βρει ορισμένα, αλλά αυτά δεν επιστράφηκαν στο Καποντιμόντε, παρά στάλθηκαν στο Ανάκτορο Φρανκαβίλλα (Palazzo Francavilla),[15] που είχε επιλεγεί ως νέα έδρα του μουσείου της πόλης.
Η αρχή της δεκαετίας του 1800 σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη του ρόλου του Καποντιμόντε ως Μουσείου, υπέρ της στέγασης των εκθεμάτων στο "Ανάκτορο των Σπουδών":[16] Όλα μεταφέρθηκαν σε αυτό και, για να γεμίσουν οι νέες αίθουσες του ανακτόρου, χρησιμοποιήθηκαν πίνακες που πάρθηκαν από καταργημένα μοναστήρια όπως αυτά της Αγίας Αικατερίνης του Φορμιέλλο, του Μόντε Ολιβέτο και του Σαν Λορέντσο[17] σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ζοακίμ Μυρά πρότεινε τη δημιουργία πινακοθήκης στο Καποντιμόντε, με πρόθεση, όπως ο ίδιος λέγει, "να εξαφθεί η ιδιοφυΐα της νεολαίας με το παράδειγμα των παλαιότερων Διδασκάλων"[18]
Ακόμη και με την παλινόρθωση των Βουρβόνων το 1815, το ανάκτορο στο Καποντιμόντε συνέχισε να παίζει τον ρόλο του ως Μουσείου: Οι τοίχοι των αιθουσών διακοσμήθηκαν με πίνακες που δημιουργούσαν νέοι καλλιτέχνες, που είχαν σταλεί στη Ρώμη για σπουδές με δαπάνη του Στέμματος και έδειχναν την πρόοδό τους.[19] Το 1817 έφθασε στο ανάκτορο η συλλογή του Καρδιναλίου Βοργία, την οποία διακαώς επιθυμούσε ο Μυρά όσο ζούσε, αλλά την ολοκλήρωσε ο Φερδινάνδος.[20] Παρ' όλα αυτά, δεν έλειψε η διασπορά έργων που ανήκαν στο Μουσείο, όπως αυτών που δωρήθηκαν στο Μουσείο του Παλέρμο το 1838 ή αυτών της συλλογής του Λεοπόλδου των Βουρβόνων, αδελφού του Φραγκίσκου Α΄ των Δύο Σικελιών, που πουλήθηκαν στον γαμπρό του πρώτου Ερρίκο της Ορλεάνης, ώστε να πληρωθούν χρέη από τη χαρτοπαιξία, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο ανάκτορο του Σαντιγί[18]
Με την ενοποίηση της Ιταλίας και τον διορισμό ως διευθυντή του Βασιλικού Οίκου του Αννιμπάλε Σάκκο (Annibale Sacco), το ανάκτορο του Καποντιμόντε, εκτός από το ότι συνέχισε να παίζει το ρόλο του ως χώρος στέγασης καλλιτεχνημάτων, επέστρεψε, αν και όχι επίσημα, στον ρόλο του ως Μουσείου. Ύστερα από την πώληση περίπου εννιακοσίων πινάκων, ο Σάκκο και οι συνεργάτες του Ντομένικο Μορέλλι και Φεντερίκο Μαλνταρέλλι μετέφεραν στις αίθουσές του είδη από πορσελάνη και πορσελάνη "bisque" (είδος πορσελάνης χωρίς γυαλιστερή επικάλυψη), τα οποία τοποθέτησαν στη βορειοδυτική πτέρυγα, πίνακες από Ναπολιτάνους δημιουργούς, που μέσα σε μια εικοσαετία ξεπέρασαν τους εξακόσιους και περισσότερα από εκατό γλυπτά: Όλα τα έργα διευθετήθηκαν με χρονολογική σειρά, σύμφωνα με τα πρότυπα των σύγχρονων μουσείων, σε χώρους του βορεινού εσωτερικού περιβόλου, δημιουργώντας έτσι ένα είδος πινακοθήκης στο ισόγειο. Το 1864 μεταφέρθηκαν εκεί η συλλογή όπλων Φαρνέζε και πανοπλιών των Βουρβόνων. Το 1866 ήλθε η σειρά της δημιουργίας ενός μικρού "σαλονιού" για τη στέγαση των κινέζικων πορσελανών της Μαρίας-Αμαλίας της Σαξονίας, που αρχικά στεγάζονταν σε μια αίθουσα του ανακτόρου Πόρτιτσι και το 1880 μεταφέρθηκαν ταπισερί από το Βασιλικό Εργαστήριο και ζώα από αναπαραστάσεις της Φάτνης ναπολιτάνικης κατασκευής (presepe).[21] Το ανάκτορο Καποντιμόντε έγινε ξανά πολιτιστικό κέντρο της Νάπολης τόσο, ώστε το 1877 έγινε σε αυτό η Εθνική Έκθεση Καλών Τεχνών.[22]
Πλήγμα για το Μουσείο αποτέλεσε η άφιξη των Γάλλων στη Νάπολη και η εγκαθίδρυση μιας σύντομης "Δημοκρατίας της Νάπολης": Φοβούμενος τα χειρότερα, ο Φερδινάνδος, το προηγούμενο έτος, είχε μεταφέρει στο Παλέρμο δεκατέσσερα αριστουργήματα της συλλογής. Οι Γάλλοι στρατιώτες όντως λεηλάτησαν το Μουσείο και πολυάριθμοι πίνακες που αποτελούσαν τμήμα της συλλογής του μουσείου διαρπάχτηκαν, 339 από τη Συλλογή Φαρνέζε, πολλοί από τα αποκτήματα των Βουρβόνων, τριάντα στάλθηκαν στη Δημοκρατία και περίπου άλλοι τριακόσιοι πωλήθηκαν, ιδιαίτερα στη Ρώμη.[12]
Όταν επέστρεψε στη Νάπολη, ο Φερδινάνδος έδωσε εντολή στον Ντομένικο Βενούτι να βρει όσα έργα μπορούσε από τα αρπαγμένα. Αυτός κατόρθωσε να βρει ορισμένα, αλλά αυτά δεν επιστράφηκαν στο Καποντιμόντε, παρά στάλθηκαν στο Ανάκτορο Φρανκαβίλλα (Palazzo Francavilla),[15] που είχε επιλεγεί ως νέα έδρα του μουσείου της πόλης.
Η αρχή της δεκαετίας του 1800 σηματοδοτεί την οριστική εγκατάλειψη του ρόλου του Καποντιμόντε ως Μουσείου, υπέρ της στέγασης των εκθεμάτων στο "Ανάκτορο των Σπουδών":[16] Όλα μεταφέρθηκαν σε αυτό και, για να γεμίσουν οι νέες αίθουσες του ανακτόρου, χρησιμοποιήθηκαν πίνακες που πάρθηκαν από καταργημένα μοναστήρια όπως αυτά της Αγίας Αικατερίνης του Φορμιέλλο, του Μόντε Ολιβέτο και του Σαν Λορέντσο[17] σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Ζοακίμ Μυρά πρότεινε τη δημιουργία πινακοθήκης στο Καποντιμόντε, με πρόθεση, όπως ο ίδιος λέγει, "να εξαφθεί η ιδιοφυΐα της νεολαίας με το παράδειγμα των παλαιότερων Διδασκάλων"[18]
Ακόμη και με την παλινόρθωση των Βουρβόνων το 1815, το ανάκτορο στο Καποντιμόντε συνέχισε να παίζει τον ρόλο του ως Μουσείου: Οι τοίχοι των αιθουσών διακοσμήθηκαν με πίνακες που δημιουργούσαν νέοι καλλιτέχνες, που είχαν σταλεί στη Ρώμη για σπουδές με δαπάνη του Στέμματος και έδειχναν την πρόοδό τους.[19] Το 1817 έφθασε στο ανάκτορο η συλλογή του Καρδιναλίου Βοργία, την οποία διακαώς επιθυμούσε ο Μυρά όσο ζούσε, αλλά την ολοκλήρωσε ο Φερδινάνδος.[20] Παρ' όλα αυτά, δεν έλειψε η διασπορά έργων που ανήκαν στο Μουσείο, όπως αυτών που δωρήθηκαν στο Μουσείο του Παλέρμο το 1838 ή αυτών της συλλογής του Λεοπόλδου των Βουρβόνων, αδελφού του Φραγκίσκου Α΄ των Δύο Σικελιών, που πουλήθηκαν στον γαμπρό του πρώτου Ερρίκο της Ορλεάνης, ώστε να πληρωθούν χρέη από τη χαρτοπαιξία, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο ανάκτορο του Σαντιγί[18]
Με την ενοποίηση της Ιταλίας και τον διορισμό ως διευθυντή του Βασιλικού Οίκου του Αννιμπάλε Σάκκο (Annibale Sacco), το ανάκτορο του Καποντιμόντε, εκτός από το ότι συνέχισε να παίζει το ρόλο του ως χώρος στέγασης καλλιτεχνημάτων, επέστρεψε, αν και όχι επίσημα, στον ρόλο του ως Μουσείου. Ύστερα από την πώληση περίπου εννιακοσίων πινάκων, ο Σάκκο και οι συνεργάτες του Ντομένικο Μορέλλι και Φεντερίκο Μαλνταρέλλι μετέφεραν στις αίθουσές του είδη από πορσελάνη και πορσελάνη "bisque" (είδος πορσελάνης χωρίς γυαλιστερή επικάλυψη), τα οποία τοποθέτησαν στη βορειοδυτική πτέρυγα, πίνακες από Ναπολιτάνους δημιουργούς, που μέσα σε μια εικοσαετία ξεπέρασαν τους εξακόσιους και περισσότερα από εκατό γλυπτά: Όλα τα έργα διευθετήθηκαν με χρονολογική σειρά, σύμφωνα με τα πρότυπα των σύγχρονων μουσείων, σε χώρους του βορεινού εσωτερικού περιβόλου, δημιουργώντας έτσι ένα είδος πινακοθήκης στο ισόγειο. Το 1864 μεταφέρθηκαν εκεί η συλλογή όπλων Φαρνέζε και πανοπλιών των Βουρβόνων. Το 1866 ήλθε η σειρά της δημιουργίας ενός μικρού "σαλονιού" για τη στέγαση των κινέζικων πορσελανών της Μαρίας-Αμαλίας της Σαξονίας, που αρχικά στεγάζονταν σε μια αίθουσα του ανακτόρου Πόρτιτσι και το 1880 μεταφέρθηκαν ταπισερί από το Βασιλικό Εργαστήριο και ζώα από αναπαραστάσεις της Φάτνης ναπολιτάνικης κατασκευής (presepe).[21] Το ανάκτορο Καποντιμόντε έγινε ξανά πολιτιστικό κέντρο της Νάπολης τόσο, ώστε το 1877 έγινε σε αυτό η Εθνική Έκθεση Καλών Τεχνών.[22]
20ός και 21ος αιώνας
Η αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτεί μια περίοδο στασιμότητας του Μουσείου: Αυτό γίνεται κατοικία των οικογενειών των Δουκών της Αόστα,[23] ενώ οι συλλογές που θα σχημάτιζαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου συγκεντρώνονταν ακόμη στο "Ανάκτορο των Σπουδών", το οποίο, με την ενοποίηση της Ιταλίας, είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Παρά την προμήθεια έργων ζωγράφων όπως ο Μαζάτσο το 1901 και Τζάκοπο ντε' Μπαρμπάρι (Jacopo de' Barbari) μεταξύ των δεκαετιών του '30 και του '40, οι πωλήσεις άλλων έργων τέχνης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους:[24] Αυτό έγινε ή για να ικανοποιηθούν αιτήματα που είχαν υποβάλει η Πάρμα και η Πιατσέντσα, εν είδει αποζημίωσης γι' αυτά που τους είχε αφαιρέσει ο Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας, ή για να διακοσμηθούν άλλα κρατικά ιδρύματα, όπως το Κυρηνάλιο Ανάκτορο, το Ανάκτορο Μοντετσιτόριο, το Παλάτσο Μαντάμα, πρεσβείες του εξωτερικού και πανεπιστήμια.[25] Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές του Μουσείου μεταφέρθηκαν, το καλοκαίρι του 1940, στη μονή της Αγίας Τριάδας στο Κάβα ντε' Τιρρένι (Abbazia territoriale della Santissima Trinità di Cava de' Tirreni) και, ως αποτέλεσμα της γερμανικής προέλασης το 1943, στη μονή του Μόντε Κασσίνο. Από εκεί, η μεραρχία Γκέρινγκ κατόρθωσε να αφαιρέσει ορισμένα έργα του Τιτσιάνο, του Παρμιτζανίνο, του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και του Φιλιππίνο Λίππι: Όταν ο πόλεμος τελείωσε, τα έργα αυτά βρέθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στο Σάλτσμπουργκ και επανήλθαν στη Νάπολη το 1947.[26]
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με το κύμα του ενθουσιασμού για τις εργασίες ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε ένα σχέδιο για τα μουσεία στη Νάπολη. Ο ιστορικός τέχνης Μπρούνο Μολαγιόλι (Bruno Molajoli) μετακίνησε οριστικά όλους τους πίνακες στο Βασιλικό Ανάκτορο του Καποντιμόντε, απαλλάσσοντάς το παράλληλα και από την "υποχρέωση" της στέγασης των Δουκών της Αόστα ύστερα από την αναχώρησή τους το 1946.[7] Έτσι εισακούστηκε και η παράκληση, που είχε εκφραστεί μερικά χρόνια νωρίτερα από εξέχουσες προσωπικότητες του ιταλικού πολιτισμού, όπως ο Μπενεντέτο Κρότσε, ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα περιείχε αποκλειστικά συλλογές αρχαιοτήτων, καθώς είχε αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, περισσότερο χώρο, αποσπώντας τον από τη Βιβλιοθήκη που είχε μεταφερθεί από το 1925 στο Βασιλικό Ανάκτορο (Palazzo Reale).[27] Με διάταγμα που υπογράφηκε το 1949, δημιουργήθηκε και επίσημα το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε. Η αναπαλαίωση των αιθουσών του ανακτόρου ξεκίνησε το 1952, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα "Ταμείο για τον Νότο" (Cassa per il Mezzogiorno, επί λέξει "Ταμείο για το Μεσημέρι") και το ακολούθησαν τόσο ο Μολαγιόλι όσο και οι Φερντινάντο Μπολόνια, Ράφαελ Κάουζε και Έτσιο ντε Φελίτσε,[28] οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την αρχιτεκτονική του κτιρίου και τη διάταξη του Μουσείου, το οποίο επί μακρόν θαυμαζόταν για τη λειτουργικότητα και τον εκσυγχρονισμό του και θεωρούνταν πρότυπο.[7] Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι πίνακες του 19ου αιώνα, αναμορφώθηκε το περιβάλλον του βασιλικού διαμερίσματος και στεγάστηκε το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ στον δεύτερο όροφο δημιουργήθηκε η πινακοθήκη για τους πίνακες των κλασικών.[29]
Η αρχή του 20ού αιώνα σηματοδοτεί μια περίοδο στασιμότητας του Μουσείου: Αυτό γίνεται κατοικία των οικογενειών των Δουκών της Αόστα,[23] ενώ οι συλλογές που θα σχημάτιζαν τον πυρήνα του μελλοντικού Μουσείου συγκεντρώνονταν ακόμη στο "Ανάκτορο των Σπουδών", το οποίο, με την ενοποίηση της Ιταλίας, είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης.
Παρά την προμήθεια έργων ζωγράφων όπως ο Μαζάτσο το 1901 και Τζάκοπο ντε' Μπαρμπάρι (Jacopo de' Barbari) μεταξύ των δεκαετιών του '30 και του '40, οι πωλήσεις άλλων έργων τέχνης φθάνουν στο αποκορύφωμά τους:[24] Αυτό έγινε ή για να ικανοποιηθούν αιτήματα που είχαν υποβάλει η Πάρμα και η Πιατσέντσα, εν είδει αποζημίωσης γι' αυτά που τους είχε αφαιρέσει ο Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας, ή για να διακοσμηθούν άλλα κρατικά ιδρύματα, όπως το Κυρηνάλιο Ανάκτορο, το Ανάκτορο Μοντετσιτόριο, το Παλάτσο Μαντάμα, πρεσβείες του εξωτερικού και πανεπιστήμια.[25] Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές του Μουσείου μεταφέρθηκαν, το καλοκαίρι του 1940, στη μονή της Αγίας Τριάδας στο Κάβα ντε' Τιρρένι (Abbazia territoriale della Santissima Trinità di Cava de' Tirreni) και, ως αποτέλεσμα της γερμανικής προέλασης το 1943, στη μονή του Μόντε Κασσίνο. Από εκεί, η μεραρχία Γκέρινγκ κατόρθωσε να αφαιρέσει ορισμένα έργα του Τιτσιάνο, του Παρμιτζανίνο, του Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο και του Φιλιππίνο Λίππι: Όταν ο πόλεμος τελείωσε, τα έργα αυτά βρέθηκαν σε ένα λατομείο κοντά στο Σάλτσμπουργκ και επανήλθαν στη Νάπολη το 1947.[26]
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με το κύμα του ενθουσιασμού για τις εργασίες ανασυγκρότησης της χώρας, δημιουργήθηκε ένα σχέδιο για τα μουσεία στη Νάπολη. Ο ιστορικός τέχνης Μπρούνο Μολαγιόλι (Bruno Molajoli) μετακίνησε οριστικά όλους τους πίνακες στο Βασιλικό Ανάκτορο του Καποντιμόντε, απαλλάσσοντάς το παράλληλα και από την "υποχρέωση" της στέγασης των Δουκών της Αόστα ύστερα από την αναχώρησή τους το 1946.[7] Έτσι εισακούστηκε και η παράκληση, που είχε εκφραστεί μερικά χρόνια νωρίτερα από εξέχουσες προσωπικότητες του ιταλικού πολιτισμού, όπως ο Μπενεντέτο Κρότσε, ενώ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα περιείχε αποκλειστικά συλλογές αρχαιοτήτων, καθώς είχε αποκτήσει, με την πάροδο του χρόνου, περισσότερο χώρο, αποσπώντας τον από τη Βιβλιοθήκη που είχε μεταφερθεί από το 1925 στο Βασιλικό Ανάκτορο (Palazzo Reale).[27] Με διάταγμα που υπογράφηκε το 1949, δημιουργήθηκε και επίσημα το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε. Η αναπαλαίωση των αιθουσών του ανακτόρου ξεκίνησε το 1952, με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα "Ταμείο για τον Νότο" (Cassa per il Mezzogiorno, επί λέξει "Ταμείο για το Μεσημέρι") και το ακολούθησαν τόσο ο Μολαγιόλι όσο και οι Φερντινάντο Μπολόνια, Ράφαελ Κάουζε και Έτσιο ντε Φελίτσε,[28] οι οποίοι ασχολήθηκαν κατά κύριο λόγο με την αρχιτεκτονική του κτιρίου και τη διάταξη του Μουσείου, το οποίο επί μακρόν θαυμαζόταν για τη λειτουργικότητα και τον εκσυγχρονισμό του και θεωρούνταν πρότυπο.[7] Στον πρώτο όροφο στεγάστηκαν οι πίνακες του 19ου αιώνα, αναμορφώθηκε το περιβάλλον του βασιλικού διαμερίσματος και στεγάστηκε το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης, ενώ στον δεύτερο όροφο δημιουργήθηκε η πινακοθήκη για τους πίνακες των κλασικών.[29]
Περιγραφή
Το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε καταλαμβάνει τρεις ορόφους του Ανακτόρου Καποντιμόντε και η διάταξη είναι σύμφωνη με τις τελευταίες εργασίες αποκατάστασης που έγιναν από τη δεκαετία του '80 ως τα τέλη του 1999. Στο ισόγειο και εν μέρει στο υπόγειο υπάρχουν χώροι εξυπηρέτησης των επισκεπτών και ορισμένες αίθουσες διδασκαλίας, στον ημιόροφο στεγάζεται η έκθεση σχεδίων και χαρακτικών, η Ottocento Privato και οι αφίσες της Συλλογής Mele (δωρεά των αδελφών Εμμίντιο και Αλφόνσο Μέλε (Emiddio e Alfonso Mele).[30] Στον πρώτο όροφο βρίσκονται η πινακοθήκη, η Συλλογή Βοργία, το Βασιλικό Διαμέρισμα. η συλλογή με τις πορσελάνες, η Συλλογή του Μάριο ντε Τσίκκιο (Mario De Ciccio),[31] οι συλλογές όπλων και πανοπλιών των Φαρνέζε και των Βουρβόνων, στον δεύτερο όροφο βρίσκεται η ναπολιτάνικη πινακοθήκη, η Συλλογή Αβάλος,[32] η αίθουσα με τις ταπισερί και το τμήμα της Συλλογής Αβάλος σύγχρονης τέχνης, η οποία συνεχίζεται και στον τρίτο όροφο, όπου επίσης συνεχίζεται η συλλογή Ottocento Privato και η Συλλογή φωτογραφιών.
Το Εθνικό Μουσείο Καποντιμόντε καταλαμβάνει τρεις ορόφους του Ανακτόρου Καποντιμόντε και η διάταξη είναι σύμφωνη με τις τελευταίες εργασίες αποκατάστασης που έγιναν από τη δεκαετία του '80 ως τα τέλη του 1999. Στο ισόγειο και εν μέρει στο υπόγειο υπάρχουν χώροι εξυπηρέτησης των επισκεπτών και ορισμένες αίθουσες διδασκαλίας, στον ημιόροφο στεγάζεται η έκθεση σχεδίων και χαρακτικών, η Ottocento Privato και οι αφίσες της Συλλογής Mele (δωρεά των αδελφών Εμμίντιο και Αλφόνσο Μέλε (Emiddio e Alfonso Mele).[30] Στον πρώτο όροφο βρίσκονται η πινακοθήκη, η Συλλογή Βοργία, το Βασιλικό Διαμέρισμα. η συλλογή με τις πορσελάνες, η Συλλογή του Μάριο ντε Τσίκκιο (Mario De Ciccio),[31] οι συλλογές όπλων και πανοπλιών των Φαρνέζε και των Βουρβόνων, στον δεύτερο όροφο βρίσκεται η ναπολιτάνικη πινακοθήκη, η Συλλογή Αβάλος,[32] η αίθουσα με τις ταπισερί και το τμήμα της Συλλογής Αβάλος σύγχρονης τέχνης, η οποία συνεχίζεται και στον τρίτο όροφο, όπου επίσης συνεχίζεται η συλλογή Ottocento Privato και η Συλλογή φωτογραφιών.
Εκθέματα
Κατηγορία:Μουσεία ανά χώρα
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 43 υποκατηγορίες, από 43 συνολικά.
*
Α
- Μουσεία στην Αίγυπτο (4 Σ)
- Μουσεία στην Αλβανία (2 Σ)
- Μουσεία στο Αφγανιστάν (1 Σ)
Β
- Μουσεία στη Βραζιλία (2 Σ)
Γ
Ε
Η
Ι
Κ
- Μουσεία στο Καζακστάν (1 Σ)
- Μουσεία στην Κροατία (3 Σ)
Λ
- Μουσεία στο Λουξεμβούργο (1 Σ)
Μ
- Μουσεία στο Μπαχρέιν (2 Σ)
Ν
Ο
- Μουσεία στην Ουγγαρία (1 Σ)
- Μουσεία στην Ουκρανία (2 Σ)
Π
- Μουσεία στη Βόρεια Μακεδονία (2 Σ)
Ρ
- Μουσεία στη Ρουμανία (1 Σ)
Σ
- Μουσεία στη Σουηδία (1 Σ)
Τ
- Μουσεία στο Τουρκμενιστάν (1 Σ)
Σελίδες στην κατηγορία «Μουσεία ανά χώρα»
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 2 σελίδες, από 2 συνολικά.
Κατηγορία:Μουσειακά εκθέματα ανά χώρα
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 9 υποκατηγορίες, από 9 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία «Κατάλογοι έργων τέχνης ανά μουσείο»
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 75 σελίδες, από 75 συνολικά.
Κ
- Κατάλογος έργων της Accademia Carrara
- Κατάλογος έργων της Frick Collection
- Κατάλογος έργων της Kunsthalle του Αμβούργου
- Κατάλογος έργων της Ny Carlsberg Glyptotek
- Κατάλογος έργων της Sammlung Oskar Reinhart «Am Römerholz»
- Κατάλογος έργων της Staatsgalerie της Στουτγκάρδης
- Κατάλογος έργων της Yale University Art Gallery
- Κατάλογος έργων της Österreichische Galerie Belvedere
- Κατάλογος έργων της Άλτε Νατσιονάλγκαλερι
- Κατάλογος έργων της Βατικανής Πινακοθήκης
- Κατάλογος έργων της Γκαλλερία Μποργκέζε
- Κατάλογος έργων της Γκαλλερία ντελλ’ Ακκαντέμια της Φλωρεντίας
- Κατάλογος έργων της Γκαλλερία Σαμπάουντα
- Κατάλογος έργων της Εθνικής Πινακοθήκης
- Κατάλογος έργων της Εθνικής Πινακοθήκης της Μπολόνια
- Κατάλογος έργων της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσινγκτον
- Κατάλογος έργων της Νέας Πινακοθήκης
- Κατάλογος έργων της Παλαιάς Πινακοθήκης
- Κατάλογος έργων της Παλατινής Πινακοθήκης
- Κατάλογος έργων της Πινακοθήκης Κουρτώ
- Κατάλογος έργων της Πινακοθήκης Μπρέρα
- Κατάλογος έργων της Πινακοθήκης της Ακαδημίας της Βενετίας
- Κατάλογος έργων της Πινακοθήκης του Βερολίνου
- Κατάλογος έργων της Πινακοθήκης των Νέων Δασκάλων
- Κατάλογος έργων της Πινακοθήκης των Παλαιών Δασκάλων
- Κατάλογος έργων της Συλλογής Ουάλλας
- Κατάλογος έργων της Τέιτ Μπρίταιν
- Κατάλογος έργων του Frans Hals Museum
- Κατάλογος έργων του Groeningemuseum
- Κατάλογος έργων του Hessisches Landesmuseum
- Κατάλογος έργων του Kunstmuseum της Βέρνης
- Κατάλογος έργων του Kunstmuseum της Βασιλείας
- Κατάλογος έργων του Leopold Museum
- Κατάλογος έργων του Liechtenstein Museum της Βιέννης
- Κατάλογος έργων του Museo del Settecento Veneziano
- Κατάλογος έργων του Museo dell'Opera del Duomo της Φλωρεντίας
- Κατάλογος έργων του Museu Calouste Gulbenkian
- Κατάλογος έργων του Museu de Arte του Σάο Πάολο
- Κατάλογος έργων του Museum Folkwang
- Κατάλογος έργων του Museum Ludwig
- Κατάλογος έργων του Musée de l'Orangerie
- Κατάλογος έργων του Musée des Beaux Arts της Λυών
- Κατάλογος έργων του Musée Jacquemart-André
- Κατάλογος έργων του Niedersächsisches Landesmuseum
- Κατάλογος έργων του Wallraf-Richartz-Museum
- Κατάλογος έργων του Βασιλικού Μουσείου Καλών Τεχνών της Αμβέρσας
- Κατάλογος έργων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
- Κατάλογος έργων του Εθνικού Μουσείου Καποντιμόντε
- Κατάλογος έργων του Εθνικού Μουσείου της Πράγας
- Κατάλογος έργων του Ερμιτάζ
- Κατάλογος έργων του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγου
- Κατάλογος έργων του Λούβρου
- Κατάλογος έργων του Μαουριτσχάους
- Κατάλογος έργων του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Kröller-Müller
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Thyssen-Bornemisza
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Βαν Γκογκ
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Γκέτι
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Ιστορίας της Τέχνης
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Καλών Τεχνών Βουδαπέστης
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Κοντέ
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Μπόιμανς - φαν Μπένινγκεν
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Μπαρτζέλλο
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Ορσέ
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Πούσκιν
- Κατάλογος έργων του Μουσείου Στέντελ
- Κατάλογος έργων του Ουφίτσι
- Κατάλογος έργων του Πράδο
- Κατάλογος έργων του Ρέικσμουζεουμ
- Κατάλογος έργων των Gallerie Nazionali di Arte Antica di Roma
- Κατάλογος έργων των Musei di Strada Nuova
- Κατάλογος έργων των Βασιλικών Μουσείων Καλών Τεχνών του Βελγίου
- Κατάλογος εκθεμάτων του Μουσείου Βικτωρίας και Αλβέρτου
Εικόνα | Καλλιτέχνης | Τίτλος | Χρονολογία | Παρατηρήσεις |
---|---|---|---|---|
Σιμόνε Μαρτίνι | Ο Άγιος Λουδοβίκος της Τουλούζης στέφει τον αδελφό του βασιλιά της Νάπολης | |||
Ταντέο Γκάντι | Παρθένος και Βρέφος ένθρονοι με Αγίους | |||
Μαζολίνο ντα Πανικάλε | Η θεμελίωση της Σάντα Μαρία Ματζόρε στην Ρώμη | |||
Μαζάτσο | Σταύρωση | |||
Σάντρο Μποττιτσέλλι | Παρθένος και Βρέφος με αγγέλους | |||
Αντρέα Μαντένια | Η Αγία Ευφημία | |||
Αντρέα Μαντένια | Προσωπογραφία του Φραντσέσκο Γκοντζάγκα | |||
Τζοβάννι Μπελλίνι | Η Μεταμόρφωση | |||
Κολαντόνιο | Ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο του | |||
Ραφαήλ | Ο Μωυσής προ της Καιομένης Βάτου (σχέδιο) | |||
Ραφαήλ | απόσπασμα από το Τρίπτυχο Baronci | |||
Ραφαήλ | Ο καρδινάλιος Αλεσσάντρο Φαρνέζε | ο μετέπειτα πάπας Παύλος Γ΄ | ||
Τζούλιο Ρομάνο | Η Παναγία με την γάτα | |||
Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο | Κλήμης Ζ΄ | |||
Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο | Η Παναγία με το πέπλο | |||
Μιχαήλ Άγγελος | Ομάδα πολεμιστών (σχέδιο) | |||
Ρόσσο Φιορεντίνο | Προσωπογραφία νέου | |||
Κορρέτζο | Η τσιγγάνα | |||
Κορρέτζο | Ο μυστικός γάμος της αγίας Αικατερίνης | |||
Παρμιτζανίνο | Προσωπογραφία του Γκαλεάτσο Σανβιτάλε | |||
Παρμιτζανίνο | Προσωπογραφία νέας (Ανταία) | |||
Παρμιτζανίνο | Η Αγία Οικογένεια με τον μικρό Άγιο Ιωάννη Βαπτιστή | |||
Παρμιτζανίνο | Λουκρητία | |||
Λορέντσο Λόττο | Προσωπογραφία του Μπερνάρντο ντε’ Ρόσσι, επισκόπου του Τρεβίζο | |||
Λορέντσο Λόττο | Παναγία Βρεφοκρατούσα με τον Άγιο Πέτρο Μάρτυρα | |||
Πάλμα Βέκκιο | Ιερά Συνομιλία | |||
Τιτσιάνο | Ο Παύλος Γ΄ και οι εγγονοί του Αλεσσάντρο και Οττάβιο Φαρνέζε | |||
Τιτσιάνο | Δανάη | |||
Τιτσιάνο | Μαρία Μαγδαληνή | |||
Τιτσιάνο | Ο Ευαγγελισμός | |||
Τιτσιάνο | Προσωπογραφία του Πάπα Παύλου Γ΄ | |||
Τιτσιάνο | Προσωπογραφία του Καρδιναλίου Αλεσσάντρο Φαρνέζε | |||
Αννίμπαλε Καρράτσι | Η εκλογή του Ηρακλή | |||
Μπαρτολομέο Σκεντόνι | Ελεημοσύνη | |||
Γκουίντο Ρένι | Ιππομένης και Αταλάντη | |||
Καραβάτζο | Η Μαστίγωση | |||
Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι | Η Ιουδήθ με το κεφάλι του Ολοφέρνη | |||
Ματτία Πρέτι | Η πανώλη στη Νάπολη το 1656 (προσχέδιο) | |||
Ματτία Πρέτι | Το δείπνο του Αβεσσαλώμ | |||
Λούκα Τζορντάνο | Ηρακλής και Ομφάλη | |||
Λούκα Τζορντάνο | Γαλάτεια και Πολύφημος | |||
Λούκα Τζορντάνο | Ο Περσέας αποκεφαλίζει την Μέδουσα | |||
Λούκα Τζορντάνο | Madonna del Baldacchino | |||
Λούκα Τζορντάνο | Madonna del Rosario | |||
Φραντσέσκο Σολιμένα | Προσωπογραφία του πρίγκιπα της Τάρσια | |||
Ελ Γκρέκο | Προσωπογραφία του Τζούλιο Κλόβιο | |||
Ελ Γκρέκο | Αγόρι που φυσά για ν’ ανάψει φωτιά | |||
Χοσέ Ριμπέρα | Μεθυσμένος Σειληνός | |||
Χοσέ Ριμπέρα | Απόλλων και Μαρσύας | |||
Σιμόν Βουέ | Η Περιτομή | |||
Κλωντ Λορραίν | Τοπίο με τη νύμφη Ηγερία | |||
Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος | Ο μισάνθρωπος | |||
Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος | Τυφλός που οδηγεί τυφλούς | |||
Γιοάχιμ Μπεκελάερ | Στο κρεοπωλείο | |||
Άντονι βαν Ντάικ | Σταύρωση | |||
πηγη https://el.wikipedia.org/ | Αντζέλικα Κάουφμαν | Ο Φερδινάνδος Δ΄ και η οικογένειά του |
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.