ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΟΣ»
[ΜΝΗΜΗ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ,
40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981]
.
«Πάνε χρόνια τώρα που συνηθίζουμε να λέμε πως ο ρομαντικός έρωτας είναι κάτι άγνωστο στην εποχή μας. Ως ένα σημείο έχουμε και ωρισμένα πειστικά επιχειρήματα, για να υποστηρίξουμε τη γνώμη αυτή.
Το σοβαρώτερο είναι ή ουσιαστική κατάργησι τού σεξουαλικού ταμπού. Η αντίληψι δηλαδή ότι ο έρωτας και η σωματική ένωσι είναι έννοιες, όχι μονάχα αλληλένδετες, αλλά και νοητές μονάχα στην αλληλεξάρτησή τους.
Ξεκινώντας από τη βάσι αυτή ο σύγχρονος άνθρωπος κατάργησε αναγκαστικά όλα εκείνα τα «προκαταρκτικά», που θερμαίνουνε τη φαντασία και ανεβάζουνε: την αξία τού επιθυμητού «αντικειμένου» σε ύψη δυσθεώρητα.
Ύστερ' από αυτό είναι φυσικό ότι οι σχέσεις μεταξύ των φύλων ξεφύγανε από το στάδιο της «ενατενιστικής λατρείας» και φθάσανε αναγκαστικά σ’ εκείνο του πειραματισμού.
Η ενατένισι όμως διευκολύνει την ψευδαίσθησι και προϋποθέτει χρονική διάρκεια. Αντίθετα, ο πειραματισμός δίνει άμεσα συμπεράσματα και διαλύει κάθε κακά τοποθετημένον οπτιμισμό. Γι’ αυτό και το στοιχείο τού χρόνου έχει σιγά-σιγά τέλεια διαχωριστή από τον έρωτα.
Μ’ άλλα λόγια δεν προφταίνεις ν’ αγαπήσης, γιατί ωρισμένοι άμεσοι πειραματισμοί σε πληροφορούνε, μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα, ότι δεν άξιζε τον κόπο να το κάνης
—δηλαδή ν’ αγαπήσης. Αυτή είναι η γενική κατάστασι. Υπάρχουνε όμως βέβαια και εξαιρέσεις.
Είμαι σίγουρος ότι η τελευταία αυτή φράσι θα σας κάνη να χαμογελάσετε. «Έρωτας ρομαντικός», θα ρωτήσετε, «στην εποχή μας; Ρομαντικός με την έννοια που δίνανε στον όρο οι παππούδες μας;
Με την έννοια τής "Νέας Ελοΐζ” τού Ρουσσώ;
ου "Παύλου και της Βιργινίας”;
Έρωτας a la Άτταλά” του Σατωβριάνδου;
Του "Μάριου και της Τιτίκας”; "Της καρδίας πό πέτραν”; Του "την αγάπην του και μίαν καλύβην”; Του Μιμίκου και της Μαίρης;» Και όμως!
Αν παρακολουθήσετε προσεκτικά τις ειδήσεις των έφημερίδων, θα δήτε ότι το ρομαντικό «γαλάζιο λουλουδάκι» δεν έχει τέλεια εξαφανισθή από τα λειβάδια της καθημερινής ζωής. Μονάχα που για να το βρήτε δεν πρέπει να ψάξετε στις αγγελίες των γάμων, άλλα στο αστυνομικό δελτίο που αναγράφει τις αυτοκτονίες. Ίσως να είναι κι αυτό μια απόδειξι ότι πρόκειται για συναίσθημα, που η εποχή μας το θεωρεί τόσο ανεδαφικό, ώστε εκείνοι που νοιώθουν την απόλυτη ανάγκη του, πρέπει να τα γυρέψουνε σε καλύτερους κόσμους.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές μου δόθηκε από κάτι που διάβασα πώς συνέβηκε στη Γαλλία. Ακούστε την ιστορία:
Ένας κουρέας σαραντάρης, ο κύριος Ρολάνδος, γνωρίζει μια χαριτωμένη μιντινέττα, την Ζωρζέτα. Την κτενίζει, την συμβουλεύει, την τρατάρει καμμιά φορά έναν καφέ. Περιμένει κάθε πρωί έξω από την πόρτα τού κουρείου του για νά την χαιρετήση σαν περνά και τέλος στα γενέθλιά της τής κάνει πάντα ένα ωραίο δώρο.
Έκτος από την αθωότατη αυτή φιλία, το ζευγάρι δεν έχει άλλου είδους σχέσεις. Κάπου δυο τρία χρόνια κράτησε η γνωριμία τους, δίχως ο καημένος ο Ρολάνδος να ανοίξη το στόμα του και να εκφράση τον πόνο, που τον έκαιγε.
Τέλος, εδώ και λίγες βδομάδες, η Ζωρζέτα έφυγε από τη μικρή πόλι, όπου συμβαίνανε τα παραπάνω, και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Τις προάλλες ένας δικηγόρος την ειδοποίησε ότι ο Ρολάνδος είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια και της άφησε και όλες του τις οικονομίες, κάπου 2.000 ναπολεόνια χρυσά. Εκτός από την δροσιστική αυτήν κληρονομιά ο άτυχος είχε αφήσει κι ένα γράμμα : «Φοβούμαι ότι παρ’ όλο που είμαι πολύ μεγαλύτερος σας, είμαι πάντα τρελά ερωτευμένος μαζί σας. Ελπίζω ότι τα χρήματα, που κέρδισα δουλεύοντας μια ολόκληρη ζωή, θα μπορέσουν να σας δώσουνε κάποια ευτυχία».
Η Ζωρζέτα έστειλε προχθές ένα άλλο γράμμα στον Δήμαρχο τής μικρής γαλλικής πόλεως, όπου είχε γνωρίσει τον Ρολάνδο :
«Ο μακαρίτης δεν είχε μάθει ποτέ του ότι τον αγαπούσα κι εγώ! Είμαι βεβαία ότι θα είμεθα ευτυχέστεροι κι αυτός κι εγώ, αν φροντίσετε να βρήτε ένα φιλανθρωπικό σκοπό στην πόλι σας, που την αγαπούσαμε κι οι δυο, και να του αφιερώσετε τις δύο χιλιάδες ναπολεόνια του Ρολάνδου».
Σημειώστε πως ή Ζωρζέτ είναι μια απλή δακτυλογράφος, που ζη στο Παρίσι, και η σημερινή χρονολογία είναι ακριβώς 26 Φεβρουάριου 1952!
Περάστε, σας παρακαλώ, κύριε Παύλε και δεσποινίς Βιργινία, ν’ αναμετρηθείτε με την εποχή μας! Ας ανασκουμπωθούν οι διάφοροι Μάριοι με τις ανάλογες Τιτίκες τους, κι ας προσπαθήσουνε να φθάσουνε σ’ αυτό το ύψος του αλτρουιστικού έρωτα!
Μη μου απαντήσετε ότι το ζευγάρι αυτό αποτελεί μια τερατώδη εξαίρεσι, γιατί στο κάτω-κάτω ούτε ο Παύλος, ούτε η Βιργινία, ούτε η Ελοΐζ, ούτε η Τιτίκα e tutte quante ζήσαν αλλού παρά στην φαντασία των διαφόρων Βερναρδίνων Σαίν-Πιέρ, των Ρουσσώ και των Ουγκώ, που τις επινοήσανε!
Ξέρετε ποιο είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα, που βγαίνει από την ατέλειωτη αυτή παρλάτα; Συνοψίζεται σε μια φράσι που ισχύει για όλους τους τόπους και όλες τις εποχές:
Ο έρωτας, ο απόλυτος έρωτας δεν είναι εμπειρία, είναι...ταλέντο! Ή το ’χεις ή δεν το ’χεις!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ, ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 27.2.1952
.
[ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981): Γιος του υπουργού και προέδρου της Βουλής Αλέξανδρου Ρώμα, και της Σοφίας κόρης του Χρηστάκη Ζωγράφου. Δισεγγονός του Διονυσίου Ρώμα πρωτεργάτη της Επανάστασης του ' 21.
Παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και ιστορίας τέχνης στην Αθήνα, την Ελβετία και τη Γερμανία και παράλληλα επιδόθηκε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών (μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα στράφηκε στη μελέτη της ζακυνθινής ζωγραφικής.
Παντρεύτηκε σε ηλικία σαράντα τεσσάρων χρόνων τη Μαρία Σπηλιωτάκη.
Πολιτεύτηκε με το κόμμα της Ε.Ρ.Ε., με το οποίο εκλέχτηκε δυο φορές βουλευτής Ζακύνθου (1958 και 1961).
Ιδιαίτερη δραστηριότητα ανέπτυξε στο χώρο του θεάτρου και της ραδιοφωνίας. Υπήρξε:
Γενικός γραμματέας του Άρματος Θέσπιδος (1938),
Βοηθός διευθυντή του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1944-1952),
Διευθυντής του θεατρικού τμήματος και
Διευθυντής προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. (1950 και 1954-1958).
Ιδρυτής του τρίτου προγράμματος της κρατικής ραδιοφωνίας, Αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και της
Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε γύρω στο 1925 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στην "Ιόνιο Ανθολογία". Γνωστός έγινε μετά τη βράβευσή του με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου για το έμμετρο δράμα "Ζακυνθινή σερενάτα" που παραστάθηκε από το θίασο του Εθνικού Θεάτρου το 1938.
Την ίδια χρονιά ο Ρώμας εισήγαγε στην Ελλάδα το είδος του ραδιοφωνικού θεατρικού έργου με το έργο "Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη" ή "Πώς γράφτηκε ο Εθνικός μας Ύμνος". Συνολικά ολοκλήρωσε πέντε θεατρικά και πάνω από 150 ραδιοφωνικά έργα, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη θεατρική μετάφραση για παραστάσεις του Εθνικού και άλλων θεάτρων.
Συνεργάστηκε ως χρονογράφος με την εφημερίδα "Ελευθερία" και την εβδομαδιαία έκδοση του Ε.Ι.Ρ. "Ραδιοπρόγραμμα", ενώ ασχολήθηκε και με τη μελέτη της ιστορίας της επτανησιακής τέχνης.
Το 1968 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του πεζογραφήματος "Ο Σοπρακόμιτος", εγκαινιάζοντας την τμηματική δημοσίευση της μυθιστορηματικής σύνθεσης "Περίπλους (1570-1870)", με την οποία επιδίωξε να παρουσιάσει με λογοτεχνική μορφή την ιστορική πορεία του ελληνισμού κατά τη διάρκεια τριών αιώνων. Την ολοκλήρωση του έργου πρόλαβε ο θάνατος του Ρώμα του 1981. Τρία χρόνια αργότερα εκδόθηκε και ένας τόμος ποιημάτων του με επιμέλεια του Φαίδωνα Μπουμπουλίδη.
Ο Διονύσιος Ρώμας τιμήθηκε με το
Β΄ βραβείο του Ε.Ο.Τ. (1956 για το βυζαντινό δράμα "Ιδού ο Νυμφίος έρχεται"),
Το βραβείο Πουρφίνα της Ομάδας των Δώδεκα (1957 για τα "Ζακυνθινά"),
Το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα (1961),
Το Α΄ κρατικό βραβείο πεζογραφίας
Το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1970 για τον "Σοπρακόμιτο"), Το Κρατικό Βραβείο (1972)
Το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών (1981) για τη συνολική προσφορά του.
Η ποίησή του ακολουθεί την παράδοση της επτανησιακής σχολής από την οποία ισχυρή επίδραση, το ίδιο και τα θεατρικά του έργα που κινούνται στη γραμμή της ψυχολογικής ηθογραφίας που χάραξαν ο Δημήτριος Γουζέλης, ο Αντώνιος Μάτεσις και αργότερα ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Στο χώρο της πεζογραφίας ο "Περίπλους" αποτέλεσε για το Ρώμα ατελείωτο έργο ζωής. Στο πλαίσιο της απόπειρας αναπαράστασης της ζακυνθινής ιστορικής πραγματικότητας τριών αιώνων κινήθηκε με εξαιρετική ιστορική συνέπεια, πετυχαίνοντας παράλληλα την εξισορρόπηση ανάμεσα στα είδη της ιστοριογραφίας και του μυθιστορήματος. Ξεκινώντας από ιστορικά γεγονότα και υπαρκτά πρόσωπα δημιούργησε ζωντανούς λογοτεχνικούς ήρωες, ενώ παράλληλα διατήρησε τόσο τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ιστορίας στη ζωή των προσώπων, όσο και το αξιόλογο επίπεδο της δομής και της αλληλουχίας της αφήγησης.]
ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ, [«Η ΝΤΟΝΑ ΤΣΙΠΟΥΡΙΕΛΟ & Η ΣΟΡΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΝΑ»]
[ΜΝΗΜΗ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ,
40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981]
«Η σόρα Διαμαντίνα δοκίμαζε μπροστά στον καθρέφτη το στενό φόρεμα που της είχε ράψει η Ντόνα Τσιπουριέλο, η μοδίστρα που έντυνε τις Τζαντιώτισσες, αστές και νόμπιλε, με τη στερνή λέξη της παριζιάνικης μόδας. (Για να πούμε την αλήθεια, αυτή η «στερνή» ήτανε μάλλον... προπέρσινη, άλλα και οι μόδες τότε δεν αλλάζανε κάθε τρεις και λίγο!)
— Τσιπουριέλο μου, ευτούνη τη φορά ξεπέρασες τον αυτό σου! το άμπιτο[ρούχο] τούτο είναι ένα καπολαβόρο[αριστούργημα]!
— Με κολακεύεις, Κοντέσσα μου. . . δυο χεράκια έχω η δόλια κι ό,τι μπορούνε κάνουνε. . .
—΄Οσκε! Όσκε! Τα ασημένια ρεκάμα[κεντήματα] πάνω στο γιουλένιο[μωβ] βελούδο αξίζουνε ό,τι πεις. .. Μα δε μου λες; Σκέφτηκες εκειό που σε παρακάλεσα;
—΄Εγνοια σου, Κοντέσσα μου, και ούλα θα γίνουνε όπως τα ορίζεις... Ξέρεις πως τώρα το καρναβάλι δε βγαίνω από το σπίτι μου — ξέχωρα αν μου λάχει καμία αρχόντισσα σαν την αφεντιά σου! Μένω εκεί και μπιθιάζω[νοικιάζω] καρναβαλίσιες μοντούρες[φορεσιές] τσι μάσκαρες που γυρεύουνε κάτι το πούλιο διαλεχτό από τα σόλιτα[συνηθισμένα]! Δεν έχεις το λοιπό παρά να ξεκινήσεις από το αρχοντικό σου με ένα απλό ντόμινο και να κομπαρίρεις[καταφθάσεις] στο φτωχικό μου. Θα σε ντύσω εκεί κόμε σι ντέβε[όπως πρέπει]! Θα κάμεις τότενες την περαντζάδα[βόλτα] σου, θα γουστάρει η ψυχούλα σου θωρώντας το πόπολο να γλεντάει και, τόμου κουραστείς από ευτούνη τη χάβρα τον Οβραίωνε, θα ματάρθεις σε μένανε, κι αφού ξαποστάσεις μια στάλα και βάλεις στο στόμα σου μια γουλιά κρασί, θα σου ματαφορέσω το ντόμινο το πρώτο και θα γυρίσεις στ’ αρχοντικό σου κόμε σι νιέντε φόσε[σα να μη συνέβη τίποτα]! Με τη μοντούρα που θα σου φορέσω, κανένας δε θα σε καταλάβει! Και το κατόπι να σε πάρουνε, στο αρχοντικό σου θα γυρίσεις έτσι όπως έφυγες — άλλος άνθρωπος από εκειόνε που θα τον έχουνε δει να σουλατσάρει ολημερνίς ανάμεσα στο πόπολο... .
— Σόρα Τσιπουριέλο, είσαι ένα τζένιο[μεγαλοφυία]! Να μ’ ασπετάρεις[περιμένεις], ντούνκουε[λοιπόν], την Κυριακή τση Τρινής κατά τσι τρεις τ’ απόγιομα...
— Ντακόρντο, Κοντέσσα μου! Και νάσαι σίγουρη πως η Τσιπουριέλο σου θάναι τάφος! Και τι τάφος; Μ’ ένα μπράτσο μολοχάνθη φυτρωμένη πάνωθές του! Και στη φωτία να με ρίξουνε, δε θα βγάλω άχνα. . .
— Σ’ ευχαριστώ καλή μου. . . έκανε συγκινημένα η Διαμαντίνα. Μου έβγαλες ένα βάρος από την ψυχή. . .
Σαν έφυγε η ράφτρα κι έμεινε μονάχη η Διαμαντίνα, τράβηξε για την πόρτα της νταριτσέβερε[σαλόνι] και την μισάνοιξε σιγά, για να ρίξει μια ματιά στο γιό της που μελετούσε. Στάθηκε κει αρκετή ώρα, δίχως να την πάρει μυρωδιά ό Νιονιάκης, που ήτανε σκυμμένος πάνω από κάποιο λίμπρο. Έτσι όπως τον έβλεπε από το πλάι, η καρδιά της σφίχτηκε. Η ομοιότη με το φυσικό του πατέρα, τον Μπορτολή Νταβιτσέντσα, ξεπερνούσε κάθε όριο. Φτυστός ο Μπορτολάκης ήτανε το άτιμο! Ξαναγύρισε στο σαλότο της, κι αφού τραταρίστηκε δυο δάχτυλα βερντέα[τοπικό κρασί], έγειρε στον καναπέ κλείνοντας τα μάτια. Οι σκέψες της τρέχανε πάνω κάτω άτακτες κι ασουλούπωτες, μα πάντα ξαναγυρίζανε στο αγαπημένο πρόσωπο του πρώτου της έρωτα που, για την ώρα τουλάχιστο, ήτανε κι ο μοναδικός της ζωής της. Γιατί στην περίπτωση της Διαμαντίνας ο πατέρας της, με τους όψιμους φόβους του, είχε πέσει όξω. Ο γάμος της μικρής με τον μεσόκοπο Κόντε Μπέστια, αντί να θεριέψει τις φλόγες που την καίγανε από τα δώδεκα της χρόνια, σκέπασε όλο της το είναι μ’ ένα στρώμα… πάγου! Ό,τι ένιωθε πιά στον τομέα της σαρκικής απόλαυσης, δεν ήταν παρά ένα αντικαθρέφτισμα του ξέφρενου οργίου, που είχε ζήσει άλλοτε στη σαρμπαρόμπα[δωματιάκι κάτω από τη σκάλα] του πατρικού αρχοντικού μαζί με τον λατρεμένο ξάδελφό της ! Τίποτε το καινούργιο δεν είχε προστεθεί στην πρώτη εκείνη ερωτική εμπειρία της. Ακόμα κι αυτά τα τόσο πρόωρα εκδηλωμένα αντανακλαστικά της σε κάθε σαρκικό ερεθισμό, είχανε πιά οριστικά εξουδετερωθεί. Κοντολογίς, η Διαμαντίνα είχε καταντήσει μια γυναίκα-παγόβουνο!
Γιαυτό κι η καρδιά της αποζητούσε τις θορυβώδικες συντροφιές, τα γλέντια, την πολυκοσμία και το ευεργετικό πιοτό, που έκανε τις σκέψες να φτερουγίζουνε ανάλαφρες και λοξοπετούσες σαν τ΄ ανοιξιάτικα χελιδόνια. Όλα, δηλαδή, εκείνα που απαγορεύονταν σε μια, νέα ακόμα, χήρα!
Το λίγο κρασί που ρουφούσε ολομόναχη της έφερνε το πολύ πολύ μια ευεργετική νύστα. Όμως, και τα όνειρα που έβλεπε τότες δεν είχανε τίποτε το ευφρόσυνο. Κάτι τρομερές αγκούσες, που σχετίζονταν βέβαια θολά μέ τον Μπορτολή, άλλα δίχως και να πυργώνουνται σε μιάν ονειρική ερωτική εκτόνωση. Αντίθετα, καταλήγανε πάντα σε κάποια καταστροφή: ναυάγιο σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, πέσιμο από γκρεμνό, πυρκαγιά κι άλλα παρόμοια.
Φέτος όμως είχεν αποφασίσει να το ρίξει όξω. Όχι βέβαια να τσιληπουρδίσει ερωτικά, μια και δεν ενδιαφερότανε πια για κάτι τέτοια, άλλα να χαρεί την ελευθερία της μάσκας τριγυρίζοντας ανάμεσα στον χαρούμενο κοσμάκη, χασκογελώντας μαζί του κι ανταλλάσσοντας πειράγματα και χαριεντισμούς. ΄Ενα τέτοιο λουτρό μέσα στη θάλασσα της ανωνυμίας το ποθούσε με όλη τη διψασμένη για κάποιαν αλλαγή καρδιά της. Αυτό ήτανε που θα της έδινε το κουράγιο να περάσει άλλον ένα χρόνο με μοναχή της συντροφιά λίγη βερντέα και τα εφιαλτικά της όνειρα. Από την άλλη μεριά, όμως, το καρναβάλι της χάριζε και κάτι ακόμα: τους επίσημους μπάλους! Κείνον του Πρεβεδούρου και δυο τρεις άλλους στα μεγάλα αρχοντικά. Εκεί πια η Διαμαντίνα μπορούσε, χάρη στην τέχνη της Σόρα Τσιπουριέλο και την απλοχεριά του Φαταούλα, να παρατάξει μια καταπληκτική σειρά από τουαλέτες και πολύχρωμα χρυσαφικά. Η ξεχωριστή ομορφιά της και τα εξωφρενικά της λούσα κάνανε, στις φέστες αυτές, όλες τις καρδιές να σκιρτάνε! Τις αρσενικές από πόθο και τις θηλυκές από ζήλια. Κάτι ήτανε κι αυτό!
***
Η Ντόνα Τσιπουριέλο, κόρη Φραντσέζου και Ισπανίδας, είχε γεννηθεί στο Τζάντε. Ο πατέρας της ρογιάστηκε[κατατάχθηκε] κάποτε μαρκουλίνος στη φρουρά του Πρεβεδούρου του νησιού. Οι πολεμικές του όμως δάφνες δε φτουρήσανε και έμεινε εδώ κάνοντας το ράφτη. Η γυναίκα του, που το βαφτιστικό της ακουγότανε σαν μια ιεροσυλία σε κάθε ορθόδοξο αυτί, λεγότανε Ινκαρνασιόν ντέλ Γκιέζου[Ενσάρκωση του Ιησού, συνηθισμένο ισπανικό όνομα] κι είχε για φαμελικό της— ένας θεός ξέρει γιατί — το ένδοξο όνομα των Χιμενές. Ο ίδιος στα χαρτιά του γραφότανε Jeane Μοιneaux de Fontaineblau! Αυτό το de δεν έλεγε βέβαια και μεγάλα πράματα. Mονάχα πως η Γαλλία ήτανε γεμάτη από Μοιneaux και o Jean είχε γεννηθεί στο Fontaineblau.
Οι Τζαντιώτες όμως, με το ξεχωριστό ταλέντο τους να παραμορφώνουνε τα ξένα ονόματα, τον βαφτίσανε Φόντε-μπλου. Ο Φόντε-μπλούς, το λοιπόν, αράδιασε με την Ισπανίδα του ένα κοπάδι θυγατέρες, που άλλες πεθάνανε και μερικές παντρευτήκανε ξένους και μισέψανε. Το στερνογέννι τους, θηλυκό και αυτό, ήτανε το μόνο που απόμεινε στο Τζάντε κι ο Φόντε-μπλους, που τόσα χρόνια κυνηγούσε το γιο, την ανάθρεψε σαν αγόρι. Της έμαθε σκοποβολή και ξιφασκία και την έντυνε αντρίκια, φορώντας της κι έναν κόκκινο της φωτιάς πέτσινο θώρακα. Αυτό το τελευταίο στολίδι είναι που χάρισε στο κοριτσάκι τ΄ όνομά του. Μεταφράζοντας ελεύθερα το γαλλικό Moineau[σπουργίτης] στο γνωστό κοκκινόστηθο πουλάκι που οι Τζαντιώτες καλούνε τσιπουριέλο, της κολλήσανε αυτό το παράβγαλμα για πάντα. Γι’ αντάλλαγμα όμως της προτάξανε το αριστοκρατικό μητρικό «Ντόνα», που την ξεχώριζε από τις αμέτρητες αστικολαϊκές «Σιόρες»!
Η Ντόνα Τσιπουριέλο (άκλητο: η Τσιπουριέλο, της Τσιπουριέλο, ώ Τσιπουριέλο) μετά το θάνατο των γονέων της έφυγε από το Τζάντε. Άλλοι λέγανε πως παντρεύτηκε και χήρεψε στη Βενετία κι άλλοι επιμένανε ότι έκανε κάποια ληστεία, που της κόστισε κάμποσα χρονάκια φυλακή. Το μόνο βέβαιο είναι πως, ύστερα από καιρό, γύρισε στη Ζάκυνθο μ’ αρκετά όβολα, έτσι ώστε ν’ αγοράσει ένα δίπατο σπίτι στην κάτω Πλατεία Ρούγα και να στρωθεί στη ραφτική. Φαίνεται όμως πως το ταλέντο που κληρονόμησε από τον Φόντε-μπλου αυγάτισε μέσα της ή ότι τα ταξίδια της ανοίξανε τα μάτια, γιατί η επιτυχία της σαν μοδίστρα ήτανε απίστευτη. Σ’ ένα χρόνο μέσα όλες οι αρχόντισσες και οι πλούσιες αστές ράβουνταν στη Ντόνα Τσιπουριέλο.
Το καρναβάλι μάλιστα εξυπηρετούσε και τις ποπολάρισσες, μπιθιάζοντάς[νοικιάζοντας] τους το απαραίτητο για γιορτιάτικα σουλάτσα[βόλτες] μεταξωτό ντόμινο. Βέβαια, κι η πιο φτωχιά κοπέλα της κάθε γειτονιάς είχε κρυμμένο στην κασέλα με τα προικιά της κι ένα τέτοιο μαύρο ράσο. Μα της Ντόνα Τσιπουριέλο ήτανε φτιαγμένα από μετάξι, φαρδιά και λουσόζα, έτσι που να κρύβουνε την αγιάτρευτη μιζέρια της όποιας Μακρυκαντουνιώτισσας ή Αγιατριαδιώτισσας που τα φόραγε.
Η Ντόνα Τσιπουριέλο όμως, την χαρισάμενη για τους Τζαντιώτες εποχή του Καρναβαλιού, πρόσθετε, όπως είδαμε, κι άλλες κόρδες στο βιολί της. Προστάτευε με μύριους τρόπους την ελαφρόμυαλη πελατεία της από τ’ αδιάκριτα μάτια του κοσμάκη. Οι κακές γλώσσες λέγανε μάλιστα ότι στο απάνω πάτωμα του σπιτιού της είχε και μια δυο κρυψώνες, που χωρούσανε ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι. Αυτό όμως πρέπει να ήτανε ψέμα, γιατί σ’ έναν μικρό τόπο, όπου ο καθένας οσμίζεται το χνότο του διπλανού του, μια τέτοια «ευκολία» θα ακουγότανε με το βούκινο και το πόπολο θα ξεσηκωνότανε και θα πέταγε την ξεδιάντροπη μεσίτρα στο πέλαο.
Στα ζητήματα τιμής οι Τζαντιώτες ποπολάροι δε χωρατεύανε! Το νάχει ένας αφέντης μια λαϊκιά μαντενούτα[ερωμένη] και να τεκνοποιεί μαζί της το θεωρούσανε φυσικό κι ίσως ίσως και μια στάλα τιμητικό, άλλα για όλα τα άλλα ύποπτα πάρε δώσε ήτανε αμείλικτοι.»
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ/ΑΝΤΑΤΖΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΑ. τ.Α΄, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ», 1981
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ)- Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ)]
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ, ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ & ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ]
.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΑΡΠΥΙΕΣ»
[ΜΝΗΜΗ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ,
40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981]
.
«Ένα καταπληκτικό τηλεγράφημα από τη Μυτιλήνη μου ξαναφέρνει στο νου ολόκληρο κομπολόι από θύμησες προσωπικές και ιστορικοφιλολογικές:
«Εις Σαλοχώριον, οι ποιμένες Ε. Λ. και Α. Π. εφόνευσαν τον Λάμπρον Καρανικόλαν δια μαχαίρας, διότι, ενώ επέστρεφαν από το καφενείον όπου διασκέδαζον, ούτος τους ηνώχλει με μίαν... σκοτωμένη πέρδικα!»
Ήταν θαρρώ το ’26 η το ’27 που γύρισα από ένα ταξίδι στο Τζάντε και βρήκα όλο το νησάκι ανάστατο για ένα πουλί! Ο σκοτωμένος Καρανικόλας και η ομοιοπαθής μπεκάτσα του δεν πρόκειται βέβαια να δούνε τέτοιες δόξες. Σαράντα χρόνια πληθωρικής αιμορραγίας, από την Ελασσόνα στην Κορέα κι από την πυρκαγιά της Σμύρνης στις ανατινάξεις του Δεκεμβρίου, προσδώσανε στο πρωταρχικό έγκλημα του Κάιν την ανυποληψία της ανωνυμίας, που αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό κάθε πληθωρισμού. Το ’26 όμως ο κόσμος αντιδρούσε ακόμη στο έγκλημα του φόνου με κάποια αγωνιώδη ένταση και μια περιέργεια, που σήμερα διαθέτει μονάχα για καμιά κατάχρηση ή κανένα βιασμό ανηλίκου.
Η ιστορία του ζακυνθινού πουλιού ήταν απλή: Κάποιος Μαχαιραδιώτης χωρικός έφτασε κυνηγώντας στην περιοχή του χωριού Κερί και σκότωσε εκεί ένα τρυγόνι. Κεριώτες κυνηγοί αμφισβητούνε το σμπάρο και απάνω στον καβγά ο ξένος σκοτώνει έναν από αυτούς. Κρύβεται μετά στον ομώνυμο Φάρο που δεσπόζει του χωριού και, ύστερα από πολύωρη πολιορκία, συλλαμβάνεται και λυντσάρεται. Μια στιγμή φοβηθήκαμε πως θα γινότανε πραγματικός πόλεμος ανάμεσα από τα δυο χωριά.
Ευτυχώς, μετά από δυο-τρεις ακόμα... ασήμαντους, αλλά σχετικούς με την υπόθεση φόνους, η ένταση χαλαρώθηκε.
Θυμάμαι ακόμα κάπου μια καραβιά Κεριώτες, ολόκληρο σχεδόν το χωριό, νά μεταφέρεται με το «Αθήναι» στην Πάτρα για να δικασθεί. Γυναίκες με μωρά, μπαμπόγριες και νόστιμες ξανθούλες, ασπρομάλλες και παιδόπουλα, ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα, ξεκινούσανε (με το φοβισμένο βλέμμα τού βουνίσιου άμα τον ξεκολλήσεις από το βράχο του) για τη μεγάλη περιπέτεια, που για άλλους θα ξοφλούσε σε λίγους μήνες κι άλλοι θα την πληρώνανε με κάμποσα χρόνια της ζωής τους. Κι όλα αυτά για ένα τρυγόνι!
΄Ενα τρυγόνι που θυμίζει τρομερά τη μπεκάτσα τού Καρανικόλα και τα ορτύκια τού Χάση[θεατρικό έργο του Δημητρίου Γουζέλη, το πρώτο έργο του νεοελληνικού δραματολογίου].
Κι έτσι φτάσαμε και στη φιλολογία! Πραγματικά, το διαμαντάκι αυτό της ζακυνθινής σατιρικής ποιήσεως κατά τον 18ο αιώνα βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο επεισόδιο των ορτυκιών. Σας παραθέτω εδώ με δυο λόγια την υπόθεση, καθώς και μερικούς στίχους από τη χαρακτηριστικότερη σάτιρα που γράφτηκε ποτέ για τους Ζακυνθινούς.
Η σκηνή το 1795. Ένας ψευτοπαλικαράς παπουτσής, ο Χάσης, έχει ένα γιό ανοητούλη, τον Γερόλυμο, που αποφασίζει ν’ αγοράσει κάτι ορτύκια από έναν χωρικό, για να τα εμπορευτεί. Τα πουλιά όμως βρωμάνε και ο Γερόλυμος διώχνεται με κλωτσιές από τους αγοραστές. Γυρίζει στον πατέρα του κι αυτός τον διατάζει να τα πετάξει αμέσως. Την ώρα που λείπει, ένας νεαρός γείτονας, από «μάντσια», σφυρίζει του Χάση πως κάποιος θυμωμένος αγοραστής των ορτυκιών ξεκίνησε αρματωμένος για το μαγαζί με το σκοπό νά τον... τεταρτιάσει[να τον κόψει στα τέσσερα]! Ο άτυχος Χάσης τα... χάνει, τριπλοαμπαρώνεται και, για να παρηγορηθεί, ξαναθυμάται τις τρανές παλικαριές και τους άθλους που [δήθεν] έκανε άλλοτε.
Μπορεί κανείς να πει πως, με τα χρόνια, σχεδόν κάθε στίχος τού διασκεδαστικού αυτού έργου έχει γίνει και τοπική παροιμία. Ακούστε λ.χ. τον Χάση να περιμένει την επιστροφή του γιού του:
Τα πέταξε, μα παραργεί,
ντεμπέλης είναι βέρος.
Πηγαίνει νιός στο θέλημα
κι έρχεται πίσω γέρος!
Ο γιός γυρίζει επιτέλους και διηγείται την προσβολή που έπαθε από τον Διαμαντή. Τότε ό πατέρας, έξαλλος, του κάνει δριμύτατες παρατηρήσεις:
Χάσης: Ένας βαστάζος βρωμερός, ένα παλιοψοφίμι, ένας ντι νιέντες, ντε κλωτσιάς, περιγιαλού θρασίμι, να βρίσει το Γερόλυμο!
Μωρέ πώς δεν του έδινες αμάνκα ένα μπάτσο, να πεις καθώς σε κτύπησε, ινφάμε, στάσου οπίσω.
Γερόλ.: Σώπα αφεντάκι κι έγνοια σου.
Γείτονας: Βάρτου, κι εγώ από πίσω!
Χάσης: Πενήντα με χτυπήσανε, θυμούμαι μιάν ημέρα, μα σοταβέντο τσου έβαλα, τσού πήρα τον αέρα.
Πού είναι κείνος ο καιρός που ’ζωνα τ’ άρματά μου κι η πιάτσα εκουνιότανε αφ’ τα πατήματά μου!!!
Δεν είμαι ‘γω που έκανα κειό τση Οβριάς το κάζο, π’ όνομα αφήνω όθε το πω, κι ούλος ανατριχιάζω!
Κι αφού διηγείται με κάθε λεπτομέρεια το χαριτωμένο αυτό «κάζο», καταλήγει στη μελαγχολική διαπίστωση:
Και τώρα τέτοιο απόκλεισμα;,
όξω Κερατοχάση;
Μ’ ένα τρομπόνι[όπλο της εποχής] ο Διαμαντής,
για να μας τεταρτιάσει;
Τραγικά ή κωμικά όλα αυτά τα πουλιά, αποτελούνε μια Νέμεση για τους κυνηγούς τους. ΄Αρπυιες θα έλεγα πραγματικές, που εκδικούνται με τον σκληρότερο τρόπο για το φόνο τους.
Κι επειδή αναφέραμε τα μυθολογικά αυτά πουλιά με το ανθρώπινο κεφάλι, πρέπει να σας πω ότι κάποιο βράδυ άκουσα τη μια από τις τρεις εγγονές τού Ωκεανού νά κλαίει... Μη χαμογελάτε, πρόκειται για την καθαρή αλήθεια. Συνέβηκε εδώ και χρόνια στα Στροφάδια, στο μικρό ερημικό νησάκι όπου εμόνασε ο Αγιος Διονύσιος ο Ζακύνθου (Αιγίνης).
Είχα πέσει στο κρεβάτι ενός κελιού τού μοναστηριού ύστερ’ από ένα φουρτουνιασμένο ταξίδι και λαγοκοιμόμουνα, όταν την ελαφριά μου νάρκη διέκοψε ξαφνικά το απελπισμένο κλάμα ενός μικρού παιδιού. Μωρό παιδί στο μοναστήρι πού να βρεθεί; Μέσα στο μυαλό μου περάσανε ένα πλήθος παράξενες ιδέες και υποψίες, ενώ έξω από τα παράθυρα το κλάμα τού δυστυχισμένου μικρού εξακολουθούσε να συνοδεύει το σφύριγμα τού ανέμου και το φοβερό σπάσιμο τού κύματος. Ήταν μια εφιαλτική νύχτα. Το άλλο πρωί, άυπνος και ελεεινός, πληροφορήθηκα πως το κλάμα αυτό προερχότανε από ένα παράξενο θαλάσσιο πουλί, ενδημικό στο νησί, που κατοικεί και γεννοβολάει εκεί από αμέτρητα χρόνια. Ονομάζεται Αρτίνα.
Ως εδώ το πράγμα δεν είναι και πολύ περίεργο. Επιστρέφοντας όμως στη... βιβλιοθήκη μου, συνάντησα σχετικώς με τα Στροφάδια τούτη την πληροφορία: «Στροφάδες: εκ του στρέφειν, καθότι κατά την μυθολογίαν Ζήσης και Κάλαϊς, οι πτερωτοί παίδες του Βορέου, διώκοντες την άρπυιαν Ωκυθόην εστράφησαν προς αυτάς». Αυτά τα παιδάκια του Βορέα ήταν τελοσπάντων μεγάλα... ψευτρούδικα! Γυρίσανε πίσω στους Αργοναύτες και τους πουλήσανε το παραμύθι πως για χατίρι τους κυνηγήσανε και σκοτώσανε τις τρεις πτερωτές κόρες της Ωκεανίδος Ηλέκτρας. Ψέματα! Η Ωκυθόη τους ξέφυγε και κατοικεί χιλιάδες τώρα χρόνια στα Στροφάδια!
Αν δεν πιστέψετε τον Βιργίλιο, που περιγράφει πώς σταμάτησε ο Αινείας με τους συντρόφους του στα Στροφάδια και τι έπαθε από τις ΄Αρπυιες, μπορείτε νά βασισθείτε σε μένα, που τες άκουσα με τα ίδια μου τ’ αυτιά!
Αν ανοίξετε το λεξικό του Ζώη στο Α, θα δείτε ότι η επιστημονική ονομασία της Αρτίνας είναι... Άρπυια!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), «ΤΑ ΖΑΚΥΝΘΙΝΑ», Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1957
PHGH
Η ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΩΣ ΠΡΙΜΑΝΤΟΝΑ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΣΕΡΕΝΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ (1938) (ΑΡΧΕΙΟ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ)
Dionisis Vitsos
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΤΟ "ΑΓΚΑΘΙ"»
[ΜΝΗΜΗ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ,
40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981]
«Είναι καιρός τώρα που ήθελα να γράψω κάτι σχετικό με την επιβίωση της σατιρικής σπιρτάδας στα Επτάνησα, μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της. Εκείνο που με εμπόδιζε ήταν η ανεπάρκεια των στοιχείων μου για την Κεφαλονιά.
Πιστεύω ότι ένα χρονικό σχετικό με το μετασεισμικό χιούμορ θα ήτανε λειψό αν δεν αγκάλιαζε και τη δράση τού Λασκαράτου. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ ν ’ αντισταθώ στον πειρασμό να σας μιλήσω σήμερα για ένα περιοδικό που χρόνια τώρα βγαίνει στην Ζάκυνθο και που μπορεί να θεωρηθεί σαν ο γνησιότερος στυλοβάτης της Ζακυνθινής σατιρικής παραδόσεως. Εκδότης και συγγραφέας του, από τον τίτλο ως τίς έμμετρες διαφημίσεις, ό Σπύρος Μαρίνος ο Αγκάθης.
Το τελευταίο αυτό παρατσούκλι του το πήρε από τον τίτλο τού περιοδικού για το όποιο μιλάμε.
Το «Αγκάθι» βγαίνει σχεδόν δίχως διακοπή από το 1924 και αποτελεί ένα είδος τοπικού σατιρικού χρονικού που θα είχε πολύ μεγάλη αξία για τον μελλοντικό ιστορικό, αν δεν χρειαζότανε αμέτρητες υποσημειώσεις για να του γίνουν νοητοί οι υπαινιγμοί σε πρόσωπα και πράγματα που σε λίγα χρόνια θα έχουν ξεχασθεί.
Όπως και να έχη όμως το πράγμα εκτός από την «ιστορική» του σημασία το «Αγκάθι» έχει και ένα άλλο προσόν, που, βέβαια είναι και το σπουδαιότερο του: είναι συχνά πολύ καλογραμμένο!
Η σάτιρά του στιγμές-στιγμές φθάνει σε ποιοτικά επίπεδα που θυμίζουνε τους μεγάλους ζακυνθινούς σατιρικούς της περασμένης εκατονταετίας! Τον Κουτούζη (ζωγράφο), Καντούνη (δημοσιογράφο) και τους ρέστους.
Θα σας παραθέσω εδώ μερικά σκόρπια δείγματα από το τελευταίο φύλλο του, το μετεκλογικό. Ακούστε πώς περιγράφει τις προεκλογικές υποσχέσεις ενός των υποψηφίων:
Είχε θαυμάσιο πρόγραμμα
που μ ’ άρεσε, βρε, τόσο
που είπα κι εγώ την ψήφο μου
στον Χάση θα την δώσω.
Θα κάνει γάλα το νερό
και το νερό σουμάδα,
τα μπρόκολα τριαντάφυλλα
και τα κρεμμύδια αλιάδα.
Θα φτιάσει τρία τα τέσσερα
και τέσσερα τα τρία
και θα μας βάλει γέφυρα
μεγάλη και μακρία
που θα ενώσει τό νησί...
Πρέπει να παραδεχθείτε ότι πρόκειται για εξαιρετικά ευτυχισμένη σατιρική διατύπωση. Ακούστε όμως και ένα άλλο απόσπασμα των «υποσχέσεων». Για να το νοιώσετε καλύτερα πρέπει να μην ξεχνάτε ότι αυτή τη στιγμή η πόλις της Ζακύνθου δεν υπάρχει πια και οι πρώην δρόμοι της δεν είναι παρά αδιάβατες λασπωμένες εκτάσεις:
Θα σπείρει στον «Πλατύφορο»
κραμπιά και κουνουπίδια,
πράσα, μαλλιά ανήλιαγα,
σαλάτες και κρεμμύδια,
σπανάκια, σεσκλοσέλινα,
πατάτες, πιπεριόνους,
σινάπια, μπαμπακόσπορο
και Μπάγιερ ασπιρίνη
για τα κρυολογήματα
και για τους κοιλοπόνους
ο κάθε ψηφοφόρος του
κάθε πρωί να πίνει!
Σταματώ για να μην σας κουράσω. ΄Ομως είμαι βέβαιος ότι από τα δείγματα αυτά θα καταλάβατε ότι έχουμε να κάνουμε με γνήσια σατιρική φλέβα.
Ο Μαρίνος, κουρέας-ποιητής σαν τον αλησμόνητο Τσακασιάνο, δεν έχει βέβαια την φινέτσα κα την λυρική διάθεση του «Μεγάλου Γιάννη» (Τσακασιάνος), όμως αποτελεί κι αυτός έναν πολύτιμο κρίκο (τον τελευταίο ίσως) της αλυσίδας που ενώνει το τωρινό κατεστραμμένο Τζάντε με το αξέχαστο Φιόρο του Λεβάντε του παλιού καλού καιρού. Κι αυτό δεν είναι «κάτι», είναι πολύ! Του εύχομαι κέφι και μακροβιότητα».
Δ. ΡΩΜΑΣ(1906-1981), ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΡΡΑΣ, «Μικρός "περίπλους" για τον ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ 1991
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ -ΑΓΚΑΘΗΣ]
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ»
[ΜΝΗΜΗ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ,
40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981]
«Ένα "Οικογενειακό δένδρο" που έτυχε να δω σε κάποιο αστικό σπίτι και που προκάλεσε την ειρωνική διάθεσι των καλεσμένων με κάνει ν’ ασχοληθώ σήμερα μ’ ένα θέμα που το βρίσκω αρκετά ενδιαφέρον.
Στα δημοκρατικά μας χρόνια οι γενεαλογικές μελέτες δεν έχουνε και μεγάλη πέρασι. Ο περισσότερος κόσμος έχει μια αμυδρή μονάχα ιδέα της αξίας τους, τόσο για την ιστορία γενικά, όσο και για την βιολογία ιδιαίτερα. Έτσι κι αλλιώς, λίγοι είναι εκείνοι, που ενδιαφέρονται να πληροφορηθούνε ποιος ήτανε και τι έκανε ο προπροπάππος τους. Για τους πολλούς η οικογενειακή τους ιστορία αρχίζει από τον παππού τους. Ή καλύτερα από έναν από τους δυο παππούδες τους, γιατί συχνά το κυριώτερο "προηγούμενο πρόσωπο", που τους ενδιαφέρει, είναι ο πατέρας της μητέρας τους. Είτε επειδή έπαιξε κάποιον ρόλο στην ιστορία της εποχής του ή ακόμα επειδή ή μητέρα τους μιλούσε συχνά γι’ αυτόν.
΄Ολ’ αυτά σήμερα είναι πράγματα ξεχασμένα και μονάχα ένας ειδικός μπορεί να ξέρη τι τεράστια σημασία είχε για την κοινωνική ζωή των περασμένων αιώνων η «Εραλδική», η επιστήμη δηλαδή των «Οικοσήμων».
Μη χαμογελάτε διαβάζοντας την λέξι «επιστήμη» δίπλα στην λιγάκι φαιδρή για μας «Εραλδική» ή Οικοσημολογία. Στα χρόνια της (από τον μεσαίωνα δηλ. ως τις αρχές του 19ου) είχε κάθε δικαίωμα στον τίτλο αυτόν και αποτελούσε ιδιαίτερο κλάδο της Ιστορίας με αμέτρητους τεχνικούς όρους και δική του γλώσσα.
Το να «διαβάσετε» ένα οικόσημο προϋποθέτει ειδικές γνώσεις, σχεδόν τόσο δύσκολες, όσο και να «αποκρυπτογραφήσετε» ένα έγγραφο γραμμένο με κώδικα ή να διαβάσετε «πρίμα βίστα» ένα μουσικό κομμάτι.
Τό όνομα της επιστήμης προέρχεται από εκείνο του κυρίου εκπροσώπου της: του κήρυκα στους ιπποτικούς αγώνες. Ο Herald αυτός ήταν υποχρεωμένος να «διαβάζη» τα οικόσημα των αγωνιστών, που ήταν ζωγραφισμένα στις ασπίδες τους (ecu) και να αναγγέλη την είσοδο στον στίβο. Μη νομίσετε ότι το πράγμα ήταν εύκολο. Οι λεπτομέρειες και οι παραλλαγές είναι άπειρες και η κάθε μια τους έχει κάποια σημασία, που πρέπει να ερμηνευθή σωστά.
Ας αφήσουμε όμως την καθαυτό εραλδική και ας φθάσουμε στο κύριο θέμα μας: τις γενεαλογικές μελέτες, των οποίων η εραλδική αποτελεί το κυριώτερο ίσως βοηθητικό μέσο. Εκτός από το άμεσο Ιστορικό ενδιαφέρον, που παρουσιάζει ή γενεαλογία των βασιλικών και πριγκιπικών οίκων, η μελέτη της έχει και μιάν άλλη σοβαρή σημασία, που μονάχα τα τελευταία χρόνια έχει γίνει αισθητή. Όταν οι διάφοροι επίσημοι «Γενεαλόγοι» της περασμένης εποχής καταρτίζανε με μύριους κόπους και μόχθους τα επίσημα «Οικογενειακά δένδρα» προσφέρανε δίχως να το ξέρουνε, μια μεγάλη εκδούλευσι σε μιάν επιστήμη που δεν είχε τότε ακόμη δημιουργηθή: στη Βιολογία.
Πραγματικά, μόνον μετά από τις περισπούδαστες εργασίες τού Μέντελ αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ποιόν τεράστιο ρόλο παίζει η κληρονομικότης στη ζωή τού ανθρώπου. Ως τότε, το «γαλάζιο αίμα» ήταν μια πρόληψις δημιουργημένη από μιάν άρχουσα τάξι. Σήμερα ξέρουμε πολύ καλά ότι παρ’ όλο που τό αίμα δεν έχει τις χρωματικές αυτές διαφορές, που υποθέτανε οι παλαιότεροι, υπάρχουνε σωματικά και πνευματικά γνωρίσματα, που κληρονομιούνται από γενεά σε γενεά (καμμιά φορά μάλιστα παρατηρείται το παράξενο πήδημα μιας γενεάς, που αποκαλούμε παρατταβισμό) και που δίνουνε το κλειδί της ατομικότητας διαφόρων μεγάλων ανδρών.
Οι γενεαλογικές λοιπόν μελέτες και τα οικογενειακά δένδρα δεν έχουν σήμερα μικρότερη σημασία από άλλοτε, αλλά μονάχα διαφορετική. Χρόνια τώρα παιδεύονται οι ερευνητές με τον καταρτισμό δένδρων γενεαλογικών, που να λαμβάνουνε υπ’ όψι όλες τις διακλαδώσεις μιας οικογένειας ως την πιο απομακρυσμένη εποχή, κι αυτό για να βγάλουνε ωρισμένα στατιστικά συμπεράσματα για την κληρονομικότητα.
Έτσι έχουμε τέτοιες προσπάθειες σχετικές με οικογένειες, όπου το φαινόμενο της ιδιοφυίας (και της μεγαλοφυΐας) παρουσιάζεται συχνότερα από τό κανονικό (Βλ. γενεαλογικά δένδρα οίκογεν. Χάξλεη, Δαρβίνου, Μπερνουγί κ.τ.λ., κ.τ.λ.) και η επιστήμη ελπίζει ν’ αποκομίση κάποτε πολύτιμα για την «ευγονία» διδάγματα από τις μελέτες αυτές.
Σ’ ένα μονάχα σημείο το ξεψάχνισμα των βασιλικών και πριγκιπικών γενεαλογιών παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα οικογενειακά δένδρα των άστών και αυτό είναι αρκετά εύλογο: γνωρίζουμε από την ιστορία την δράσι και τον χαρακτήρα ενός αυτοκράτορα, ενώ σπάνια έχουμε ανάλογες πληροφορίες για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή ενός σύγχρονού του αστού. Έστω όμως και αν έχουμε σαφή γνώσι της δράσεως ενός τέτοιου απλού ανθρώπου, αυτό θα ήταν κάτι τυχαίο και όχι ο κανών. Πάντως όμως αποκλείεται να έχουμε ανάλογες πληροφορίες για τους λοιπούς συγγενείς του, ενώ αντίθετα αυτό συμβαίνει για όλα τα μέλη μιας βασιλικής γενιάς.
Ας μην περιφρονούμε λοιπόν τα «Δένδρα των άστών»· Ίσως το μέτρον θα έπρεπε να γενικευθή και μιάν ημέρα θα απέδιδε άριστους καρπούς».
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», 29-1-55
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΤΟ ΟΙΚΟΣΗΜΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΡΩΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΠΠΟΥ τού ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ, τού ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΡΩΜΑ]«
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ»
[ΜΝΗΜΗ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ,
40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981]
Παρακολουθώντας χθες το μνημόσυνο ενός αξέχαστου φίλου, μου δημιουργήθηκε η εσωτερική ανάγκη, φεύγοντας, να κλειστώ στο γραφείο μου και να γράψω αυτές τις λίγες γραμμές. Ίσως, στην αρχή, να σας φανή παράξενο ότι θέλοντας να τιμήσω τη μνήμη του, την συνδυάζω μαζί μ’ ένα άλλο μεγάλο όνομα, που μια σκληρή μοίρα έσβησε πρόωρα από την «Ημερήσια Διαταγή της εφήμερης Δόξας»: τα Προγράμματα του Νεοελληνικού Θεάτρου μας!
Ο συσχετισμός αυτός μοιάζει, σέ πρώτη όψη, ακόμη πιο ανευλαβικός γιατί συνηθίσαμε χρόνια τώρα ν’ ακούμε τα ονόματά τους σαν σύμβολα του ολέθριου Αβελκαϊνισμού[Κάιν και Άβελ] που σπάραξε και δυστυχώς σπαράζει ακόμη τη φυλή μας. [Η Ελένη Παπαδάκη δολοφονήθηκε το Δεκέμβριο του 1944 και ο θάνατός της αποδόθηκε στην Αριστερά. Πριν, είχε περάσει, χωρίς την παρουσία της, από «λαικό δικαστήριο» των ηθοποιών της Αριστεράς και είχε κριθεί ένοχη. Ανάμεσα σε αυτούς που ψήφισαν εναντίον της ήταν και ο αριστερός Αιμίλιος Βεάκης]
Αν όμως για πολλούς ο συνδυασμός Βεάκης-Παπαδάκη κλείνει μια συναισθηματική αντινομία, δεν συμβαίνει το ίδιο και για τον υποφαινόμενο που έχει προσωπικούς λόγους να γνωρίζει έναν κοινό τους παρονομαστή: την απίστευτη επαγγελματική τους ευσυνειδησία!
Από τη σκοπιά αυτή θέλω να ξαναδώ μέ τα μάτια της νοσταλγικής θύμησης, τους αλησμόνητους εκείνους φίλους και συνεργάτες. Είμαι βέβαιος ότι χαράζοντας αυτές τις προσωπικές αναμνήσεις βοηθώ στην απαραίτητη συγκέντρωση υλικού που θα επιτρέψει στον Ιστορικόν του Νεοελληνικού Θεάτρου να συμπληρώσει το βιογραφικό τους πορτραίτο.
Ξεκινώντας για να μιλήσει κανείς για δυο καλλιτέχνες σαν τον Βεάκη και την Παπαδάκη θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή του τόσες σελίδες, όσες λέξεις χωράνε στο σύντομο αυτό χρονικό. Θα περιοριστώ λοιπόν σε δυο προσωπικά επεισόδια που αν και χωρίζουνται από μιάν ολόκληρη σχεδόν 15ετία, μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ώστε να δικαιολογούνε απόλυτα τις λίγες αυτές γραμμές.
Το 1938, γίνηκε δεκτό το πρώτο μου έργο στο Βασιλικό Θέατρο[Το «Ζακυνθινή Σερενάτα»]. Η διανομή του ήταν καταπληκτική: Κατίνα Παξινού, Βάσω Μανωλίδη, Αθ. Μουστάκα, Μιράντα, Μ. Αλκαίου, Δενδραμής, Παπαγεωργίου, Λεπενιώτης, Δεστούνης, Μυράτ Μήτσος, Ιακωβίδης, Μαλιαγρός, Καλογιάννης, Κατράκης, Βόκοβιτς, Αβδής και παραλείπω. Μέσα σ’ έναν τέτοιο απίστευτο πλούτο συγκεντρωμένων ταλέντων, ήρθε εθελοντικά να προστεθή ένα ατίμητο μαργαριτάρι. Στο έργο υπήρχε μια σύντομη σκηνούλα, όπου παρουσιάζεται μια Ιταλίδα πριμαντόνα, καμποτίνα και... ναζού. Ήταν ένα μικρούτσικο ρολάκι, έτσι μια φευγαλέα πινελιά, χρήσιμη για την ηθογραφική αναπαράσταση της ρομαντικής και θεατρομανούς ζακυνθινής ατμόσφαιρας της εποχής. Έπρεπε να παιχτή από μια οποιαδήποτε νέα καρατερίστα και κανείς μας φυσικά δεν ανανοήθηκε να τον προτείνει σε μια μεγάλη πρωταγωνίστρια σαν την Ελένη Παπαδάκη.
Την ίδια μέρα που έγινε η ανάγνωση στη σκηνή, η αξέχαστη φίλη με ζήτησε στο τηλέφωνο και απαίτησε να της δώσω τον ασήμαντο αυτό ρολάκο, που όχι μονάχα ήταν συντομότατος αλλά εμφανιζότανε στη προτελευταία εικόνα από τις οκτώ του έργου!
Μονάχα όποιος ξέρει από Θέατρο και από πρωταγωνίστριες μπορεί να καταλάβει τι θα πει αυτό ! Το τι κατάφερε να κάνει η 'Ελένη μέ το bout de role αυτό είναι ανεκδιήγητο! Κατάλαβα τότε (και δεν το λησμόνησα ποτέ) πόσο φτωχά είναι τα έργα μας και τι χρωστάμε στους ευλογημένους από τη Μοίρα εκτελεστές τους! Το προσωπικό χειροκρότημα που αποσπούσε η Ελένη με τη δημιουργία της αυτή θα μου μείνει αξέχαστο. Τράνταζε κυριολεκτικά η σάλα κάθε φορά που έπεφτε στην πολυθρόνα μισολιπόθυμη, στριγγλίζοντας «Λα πιστο λα! λα πιστόλα!».
Πέρασαν από τότε κάμποσα χρόνια, πολλά (δυστυχώς!) χρόνια· η καϋμένη η 'Ελένη, αδικοσκοτωμένη, ζει πια μονάχα μέσα στις καρδιές εκείνων που την αγαπήσανε και φυλάνε ακόμη την εικόνα της σε κάποια δροσερή κι ολοπράσινη γωνιά του νοσταλγικού θυμητικού...
Ω! πεντάσκληρη Μοίρα των φτωχών θεατρίνων που η θύμησή τους σβύνει μαζί με την ηχώ του στερνού χειροκροτήματος!
Όταν γινότανε η διανομή του έργου μου «Τρεις Κόσμοι», μπήκε στο γραφείο μου ο αλησμόνητος Αιμίλιος και κλείνοντας την πόρτα μου είπε ορθά-κοφτά: «Θέλω να παίξω στο έργο σου!
Τον κύτταξα μ’ απορία γιατί είχε παρευρεθή στην ανάγνωση κι έπρεπε να ξέρει κατά πού φυσούσε ο άνεμος! «Μ’ αφού δεν υπάρχει ρόλος για σένα!»
Με κύτταξε σκεφτικά και μετά κάθησε βαρειά σε μια πολυθρόνα λέγοντας:
«Στο Θέατρο, αγαπητέ μου, δεν υπάρχουνε ρόλοι! Υπάρχουν ηθοποιοί!! Θα παίξω τον Παπά Κουτούζη».
Σαν όραμα πέρασε για μια στιγμή εμπρός στα μάτια η θύμηση της αλησμόνητης Πριμαντόνας της Ελένης. Η ίδια ιστορία! Ένα ρολάκι τυπίστα, καρατερίστα που κρατούσε πέντε λεπτά και τον... «απαιτεί» η τιτανικότερη μορφή του Νεοελληνικού Θεάτρου: ο Βεάκης!
Όσοι από σας έτυχε να δείτε τους «Τρείς Κόσμους» (που δυστυχώς παιχτήκανε σε αντιθεατρική εποχή και χαραμιστήκανε) θα θυμόσαστε δίχως άλλο τι κατάφερε ο Αιμίλιος στον ρόλο αυτόν. Το προσωπικό χειροκρότημα που κέρδισε (δίχως αυλαία!) διαρκούσε όσο απάνω-κάτω και η σκηνή που έπαιζε! ΄Ηταν και τα στερνά παλαμάκια που άκουγε ο αλησμόνητος φίλος ύστερα από μια θριαμβευτική καρριέρα, που κράτησε όσο και το θέριεμα της σύγχρονης Ελληνικής Σκηνής: πενήντα ολόκληρα χρόνια.
Είμαι ευτυχής γιατί τα κέρδισε προφέροντας λόγια που έτυχε να γράψω εγώ.
Βεάκης-Παπαδάκη: πώς να μη συνδυάσει κανείς αυτά τα ονόματα που κλείνουνε την πεμπτουσία τού Θεάτρου μας;
Στον κόσμο πέρα κει που αναπαύονται πια, πίσω από τις αιώνιες θύρες που φέρουνε σκαλισμένο μ’ ανάλογα γράμματα το μελαγχολικό θεατρικό «Αργεί», δεν θα υπάρχει ίσως χειροκρότημα.
Είμαι βέβαιος όμως ότι σαν προσπερνάνε ατάραχοι και γελαστοί, όπως ό καθένας που έδωσε στους συνανθρώπους του ό,τι είχε να δώσει, κάπου εκεί, κάτω από τις πράσινες φυλλωσιές των Ηλυσίων Πεδίων, θ’ ανασηκώνονται από τη χλόη ο Ταλμά, ο Κήν, ο Κάϊντς, η Μάρς, η Σίντονς, η Ντουζέ, ο Νοβέλλι, η Σάρρα Μπερνάρ και ο Μουνέ Σουλύ και θα τους στέλνουνε έναν αδελφικό χαιρετισμό».
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 1-7-52
.
[- Η ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΩΣ ΠΡΙΜΑΝΤΟΝΑ ΣΤΗ «ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΣΕΡΕΝΑΤΑ» ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ (1938) (ΑΡΧΕΙΟ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ)
-Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ ΩΣ ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ ΣΤΟ «ΤΡΕΙΣ ΚΟΣΜΟΙ» ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ (1951) (ΑΡΧΕΙΟ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ)
-ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ ΜΕ ΤΙΤΙΚΑ ΝΙΚΗΦΟΡΑΚΗ ΚΑΙ ΝΙΚΟ ΧΑΤΖΙΣΚΟ ΣΤΗΝ ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΗΣ «ΖΑΚΥΝΘΙΝΗΣ ΣΕΡΕΝΑΤΑΣ»]
Η ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΩΣ ΠΡΙΜΑΝΤΟΝΑ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΣΕΡΕΝΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ (1938) (ΑΡΧΕΙΟ ΕΘΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ)
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: «Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ»
[ΜΝΗΜΗ ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ,
40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981]
«Μπήκα προχθές για κάποια δουλειά σ’ ένα καφφενείο της Ομόνοιας, όπου μαζεύονται οι ξενιτεμένοι Ζακυνθινοί και άλλοι Επτανήσιοι. Κάποιον γύρευα και αναγκάστηκα να τριγυρίσω το ευρύχωρο κέντρο κάμποσες φορές. Δούλευε το μάτι και το αφτί μάζευε αυτόματα διάφορες σκόρπιες κουβέντες. Δεξιά-ζερβά ηχούσανε πότε η ζακυνθινή και πότε η κεφαλλονίτικη προφορά, ενώ στα ενδιάμεσα έπεφτε πού και που καμμιά τραχειά ρουμελιώτικη νότα.
Με όλο όμως που ο καιρός δεν με άφηνε να παρακολουθήσω μια στρωτή κουβέντα, ένοιωσα γρήγορα ότι ο φραστικός αυτός λαβύρινθος χαρακτηριζότανε από μια κάποια ομοιογένεια. Προχωρώντας από τραπέζι σε τραπέζι μου φάνηκε ότι παρακολουθούσα το ξετύλιγμα μιας και της ίδιας κουβέντας. Κάτι ας πούμε σαν Συμφωνική σύνθεσι, όπου το κύριο θέμα ξαναπαρουσιαζότανε διαρκώς για να δουλευτή διαφορετικά από το κάθε μουσικό όργανο. Κάθησα τότε σε μια σκοτεινή γωνιά και παράγγειλα ένα καφφεδάκι για να παρακολουθήσω με την ησυχία μου το παράξενο αυτό κοντσέρτο. Γιατί παράξενο ήταν και το θέμα και η πανελλήνια σχεδόν ενορχήστρωσή του.
Δεξιά μου μια παρέα από Κορφιάτικα μαντολίνα ξεκαθαρίζανε κάθε τόσο μέσα από τη γενική βοή προσθέτοντας το γελαστό πιτσικάτο τους:
«Οι Κορφοί βέβαια είναι πρόβα ντι μπόμπα! Κουνιέται δε κουνιέται η Ελλάδα, εμείς είμαστε βράχος!»
«Μονάχα», πρόσθεσε μελαγχολικά μια τραγουδιστή φωνή βαθειά σα βιόλα, «που μας ταράξανε τα μπομπαρνταμέντα! Ξέχασες τη Μπέλλα Βενέτσια και τη Βιβλιοθήκη μας και τις άλλες μπελλέτσες που χαθήκανε στον πόλεμο!»
Σαν ηχηρό Κοντσερτίνο βιολί —πρώτο βιολί της 'Επτανησιακής ενορχηστρωμένης δυστυχίας— ξεπετάχτηκε από το διπλανό τραπέζι ένας Κεφαλλονίτης:
«Μωρέ μιλιόρδοι μου! Κι η Κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες; Τον πόλεμο και τσι μπόμπες θα θυμόμαστε τώρα; Πε τσου, μωρέ Γερασιμάκη», φώναξε σ’ έναν ομοτράπεζό του, «πε τσου του λόγου σου που ήσουνα παρόντας τι έγινε στο Αργοστόλι από μπόμπες και κανονίδι τότε πού καθαρίσανε οι μακελάρηδες του Χίτλερ πέντε χιλιάδες Φρατέλους, σαν να ’ταν πασχαλιάτικα αρνιά!»
«Μωρέ για τον κατακλυσμό τού Νώε θα κουβεντιάσουμε;» ρώτησε θυμωμένα ό Γερασιμάκης. «Εδώ δεν έχει μείνει πέτρα σ’ ολόκληρη την Κεφαλονιά και ρωτάμε τσι Σεισμολόους μπας και θα βουλιάξη ούλο το νησί και συ κάθεσαι και μου σκοτίζεις τ’ αφτία για τρία σπασμένα τζάμια;»
Μια παράξενη ανατολίτικη νότα ακούστηκε ξάφνου: «Την καταστροφή τη δικιά μας μονάχα τώρα μπορείτε να την νοιώσετε! Εμείς δε χάσαμε μονάχα τα σπίτια στη Σμύρνη, πήγανε στράφι και οι κόποι μας στη γης, οι μπαξέδες, τα υποστατικά...».
Σαν σίφουνας καλύψανε ξάφνου τα πνευστά το ενορχηστρωμένο σε μινόρε ρετσιτατίβο. Ένα αγανακτισμένο «στακκάτο» διάκοψε το ομαλό ξετύλιγμα της μελωδίας και οι Ζακυνθινοί σεισμόπληκτοι με ομαδική πολυφωνία ξεκινήσανε για το «πέτσο Κοντσερτάτο» της μακάβριας Σερενάδας:
«Και η φωτία μωρέ;!;! Τη φωτία τι την κάνετε; Μη δα έμεινε ρουθούνι άκαυτο σ’ ολόκληρο το Τζάντε; Μιλάτε μωρέ ούλοι σας για σεισμούς και για μπομπαρνταμέντα! Δεν ντρεπόσαστε; Από το Κρυονέρι βαρείς με Μάνλιχερ σπουργίτη πάνω στα κεραμίδια της Εκκλησίας του Αγίου μας —μεγάλη η χάρι του. Ναΐσκε μωρέ! Σπουργίτη με Μάνλιχερ ίσια γραμμή εκεί που πρόπερσι σου μποδίζανε τη βίστα τρεις χιλιάδες σπίτια!»
Το σμυρνέϊκο ούτι άφησε μια θλιβερή τρίλλια σαν αναστεναγμό. Ίσως να ένοιωσε ότι οι μελωδίες του ήταν πολύ παλιές για την σύγχρονη αυτή ορχήστρα!
Σαν όμποε όμως σκαρφάλωσε πάνω από τ’ άλλα πνευστά ή βουερή φωνή τού «στιτσαρισμένου» Γερασιμάκη:
«Να που σας έμεινε τουλάχιστον ο Άγιός σας — ο δικός μας συντρίφτηκε τέλεια!»
Σε νοσταλγικό αντάντε μαλάκωσε αμέσως η ζακυνθινή οργή για να συμπληρώση απαλά πια τη μουσική φράσι:
«Τον Άγιο Σίγουρο μας δεν τον πιάνει τίποτσι! Ετούτο δα μας έλειπε να μην φυλάξη το σπιτάκι του!»
Το όμποε όμως ξέσπασε αμέσως σε αλέγκρο Φουριόζο:
«Ποίο σπίτι θα φυλάξη, που δεν έχει μείνει πράσινο φύλλο στα νησιά μας! Ο δικός μας τουλάχιστο γκρεμοτσακίστηκε κι ο ίδιος γιατί — γιατί είχε φιλότιμο, μωρέ!»
Φοβήθηκα λίγο ότι το φινάλε της Συμφωνίας θα ήταν αιματηρό. Είδα τα χέρια να προχωρούνε διστακτικά προς τις βαρείες καράφες του νερού και τις καρέκλες ν’ ανασηκώνουνται... ΄Ομως εκείνη ακριβώς τη στιγμή ξεχυθήκανε σα σίφουνας μέσα στο καφενείο οι πουλητάδες των παραρτημάτων:
«Νέος Σεισμός τού Βόλου. Γενική ισοπέδωση της Νύφης τού Παγασητικού!»
Σαν θριαμβική φανφάρα συμπληρώσανε οι αγριοφωνάρες αυτές τη μακάβρια Νεοελληνική Συμφωνία της Καταστροφής. Τ’ αγριεμένα ως τη στιγμή εκείνη πρόσωπα των εκτελεστών πετρώσανε ξαφνικά σαν να τα κάλυψε μια μάσκα αρχαίας τραγωδίας. Βαρειά σιωπή κάλυψε το πολύβοο κέντρο, μόλις χαθήκανε οι μαντατοφόροι της καινούργιας δυστυχίας.
Προχώρησα κι εγώ κατά την έξοδο με τους ώμους σκυφτούς ψιθυρίζοντας μαζί με τους άλλους μαρτυρικούς συνέλληνες umisono το μεγάλο, το βαθύ παράπονο της τυραννισμένης μας γενιάς;
« Ως πότε, επιτέλους; Πότε και πού θα τελειώση ο 'Ελληνικός Γολγοθάς;»
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981), ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΛΕΘΕΡΙΑ» 26-4-55
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: Η ΣΤΙΤΙΚΕΤΣΑ ΤΟΥ ΚΟΝΤΕ ΚΛΑΠΑ.
Κομμέντια πικολίσιμα και ρεντικολοζίσιμα! ΜΕΡΟΣ Α΄
.
[H πρώτη από τις δύο «Ομιλίες» που έγραψε για το Ιωβηλαίον του ως συγγραφέας (βλ. την προηγούμενη ανάρτηση) ο κόντε Ρικάρντο Νταβιτσέντσα. Παίχτηκε στο σαλόνι του αρχοντικού του στις Απόκριες.
Σατιρίσει την …στιτικέτσα[δυσκοιλιότητα] του φίλου του, του Κόντε Κλάπα.]:
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Στ’ Αρχοντικό του Κλάπα. Ο Κόντες, με τη νυχτικιά του και φαρδιά ρόμπα ντι κάμαρα, κάθεται στη σέκια[φορητό αποχωρητήριο-πολυθρόνα] του ακίνητος και βλοσυρός. Είναι φαλακρός και η περούκα δίπλα του, στον περουκοστάτη, είναι απαράλλαχτη μ’ εκείνη του πατέρα του, που εικονίζεται στο θεόρατο κάδρο πίσω του.
Ο Ντοτόρος Μορτεβίας τού μετράει το πόλσο.[σφυγμό]
ΚΟΝΤΕΣ: Σορ Μορτεβία, βόηθα με!/ Κοντεύω να κρεπάρω [σκάσω].
Αν δε με γιάνεις γρήγορα,/ θε να βαρέσω σμπάρο…
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μπράβ ο σου! Μα, μ’ ούλο το ρισπέτο/
σα μαχαιρίες τα λόγια σου με βάρεσαν στο πέτο/
Είναι κουβέντες, Άρχοντα,/ ευτούνες που μου λες;
ΚΟΝΤΕΣ: Τι θες να κάμω; Τήραμε!/ Είμαι για να με κλαις!
Κόκαλα το κορμάκι μου/ κατάντησε και πέτσα!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Κόντε μου! Δε ματάγινε/ μιά τέτοια στιτικέτσα!
Δεν είν’ αρρώστια σέρια[σοβαρή]/ για τσου μικρούς/ανθρώπους,
τηνε γιατρεύουμε, μαθές,/ με χίλιους δύο τρόπους…/
Μα τσ’ αφεντιάς σου τ’ άντερα/ είν’ στίτικα ντί στέζα[δυσκοίλια περιοπής],
έχουν πείσμα κοντέικο/ και μνέσκουν πάντα τέζα[τεντωμένα].
ΚΟΝΤΕΣ: Νιώθω μαστίτσα[συμπαγή] την κοιλιά/ σα μαρμαρένια ντάπια/
Ματάνοιξε, Ντοτόρο μου, τα δόλια σου κιτάπια/
και βρες δελέγκου[αμέσως] μέσα κει/ του γλυτωμού σανίδα.
Αλλιώς, Σορ Μορτεβία μου,/ “αντίο που σε είδα”![τετέλεσται].
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ούλους τσου ματαδιάβασα!/ Αφ’ τον αντίκο·Τσέλσο
στους Διοσκουρίδη, Γαληνό, Βεζάλιο, Παρατσέλσο./Μα και τσου πούλιο κοντινούς:/ Εύστάκιο, Φαλλόπιο, τσου δύο Χάντερ, τον Χαρβέ…
ΚΟΝΤΕΣ: Μούπαν ριμέντιο[γιατροσόφι] ντόπιο…
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μα εδώ ριτσέτες[συνταγές] Πάντοβας/ και βγήκαν οπορκερίες[άχρηστες]/
και θες να σε σαλβάρουνε[γλυτώσουνε]/ τση γειτονιάς οι γρίες;
ΚΟΝΤΕΣ: Ευτούνα τ’ άντερα, γιατρέ,/ είναι τσ’ απορπισίας!/
Να ματακούσω τη βροντή/ μιας αποπατησίας/
και στην πλερώνω για χρυσή./Μίανε μόνε-μόνε![ίσα-ίσα]
ΓΙΑΤΡΟΣ: Κόντε μου, βρίσκουμαι και γώ/ σε μία ντισπερατσιόνε!/
Ούλα μου τα δοκίμασα /κι ούλα πήγανε στράφι!/
Ακόμα και μιαν όστια[χάπι] με σκόνη από χρυσάφι!/
Βρύση τ’ όλιο ντί ρίτσινο,[καθαρτικό]/ φόρτε καλομελάνο[μονοχλωριούχος υδράργυρος,/
κλυστήρια[κλύσματα] με τη σέσουλα/ Τι άλλο να σου κάνω;/
Η τέχνη μου φαλίρισε /μ’ ευτούνη την κοιλιά σου./ Άλλο δέ μνέσκει τώρα πια…
ΚΟΝΤΕΣ: …παρά να πας καλιά σου!/
Θα δοκιμάσω μοναχός/ ’να ντόπιο γιατροσόφι./
Οι γρίες ξέρουν τα πολλά!/ Κι ας λεν οι φιλοσόφοι!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Ακομοντάτεβι[Όπως σας αρέσει] Σινιόρ!/ με γειές σου και χαρές σου.
ΚΟΝΤΕΣ: Έχεις και μούτρα να μιλείς/ μετά τσι συμφορές σου;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Συμπάθιο! Μα τα μαγικά/ εγώ τάχω χεσμένα.
ΚΟΝΤΕΣ: Γιατί τσιρλάς ελεύτερα!/ Μα δε ρωτάς και μένα/
π’ άντίς πουργκάντε[καθαρτικό] μούδεσες/ στο κώλο μου φουστέκια[ασφυκτικά δεσμά]/
κι ούτε να κλάσω δεν μπορώ/ την ίδια μου τη σέκια;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Και τι λογής, Σιορ Κόντε μου,/ είναι φτούνο το μάγιο;
ΚΟΝΤΕΣ: Ολημερνίς στη σέκια μου/ θα κάνω το σκαντάγιο,[βολιδοσκόπηση]/
μετρώντας και προσέχοντας/ κάθε γουργουρισία;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Μα νύχτα-μέρα στο σκαμνί;/ Τούτο ’ναι βουρλισία./
Θα σου κατσιάσει το κορμί!/ Ο νους σου θα στουπίρει,[αποβλακωθεί]/
αν κάτσεις τρία μερόνυχτα/ σ’ ευτό το πατητήρι!
ΚΟΝΤΕΣ: Ας γένει το μιράκολο[θαύμα]/ κι ας κάτσω, δε με μέλει./
Αγάλια- αγάλια γένεται/ κι η αγουρίδα μέλι!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Κι από βοτάνια;
ΚΟΝΤΕΣ: Τίποτσι! Μονάχα να φορτσάρω[βάζω τα δυνατά μου]/ και ν’ ασπετάρω[περιμένω] το καλό!
ΓΙΑΤΡΟΣ: Κοσπέτο[μπράβ ο], μίο κάρο!/
Εμένα να με συμπαθάς,/ μα πρέπει να πηγαίνω/
τση γειτονιάς τσου αχαμνούς!/ Πιού τάρντι[αργότερα] ανεβαίνω/
στ’ αρχοντικό σου, για να δω/ τα ποία και τα πόσα/ αυγά στη σέκια εγέννησε/ η παινεμένη κλώσα!
(Φεύγει. Ο Κόντες μένει μονάχος. Ξάφνου το μούτρο τον λάμπει από χαρά.)
ΚΟΝΤΕΣ (μ’ ενθουσιασμό): Άκου την, γουργουρίζει! / Έλα μωρή, φινίριστο[τελείωσέ το]/ (το μούτρο του σκοτεινιάζει)/ Τ’ άντερομπουρμπουλίσματα/ πάψανε το ντορό[χαβά] τσου,/ φόρσε[μάλλον] γατσούλια[γάτες] σκούζανε/ στη ρούγα. Το σταυρό τσου!!!
ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ: [ΤΟ ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ ΤΖΟΥΜΠΙΛΕΟ ΤΟΥ ΑΟΥΤΟΡΟΥ]
.
« —Σιόρ-Μπάρμπα, φώναξε λαχανιασμένος o Οσκεναίς μετά το δεύτερο σκαστό φιλί. Ήρθα σήμερα έδεπά για να συμφωνήσουμε κι οι τρεις μας ανταμώς ποίαν από τσι κυριακάδες τση Αποκριάς θα γιορτάσουμε το Τζουμπιλέο[Ιωβηλαίον] σου.
—Α! μα θα με βουρλίσετε πια μ’ ευτούνες τσι παπαρδέλες σας! Μάντσια πάτε να μού σκαρώσετε, αθεόφοβοι, και μπλέξατε σ’ ευτούνη την ίντριγκά σας και τον μουρλο- Μουτσέτο;
—Όσκε! ΄Οσκε! Σινιόρ Νόνο, έσκουξε στριγγά ο τζοβινότος. Του λόγου μου δεν ξέρω τίποτσι! ΄Ηρτα μονάχα να σε χαιρετήσω, γιατί το βράδυ φεύγω με κάτι φίλους μου για ψάρεμα και φόρσε[πιθανόν] να λείψουμε τρία τέσσερα μερόνυχτα…
—Μωρέ τι μας λες! Έκανε νευρικά o Ρικάρντος. Η αφεντιά σου χάνεσαι καμιά βολά βδομάδες ολάκερες από το σπίτι και μου γυρίζεις πίσω με το κορμί φασκιωμένο με ματωμένες πάνες… Σήμερα, μωρέ, μού φιλοτιμήθηκες και κομπαρίρισες[κατέφθασες] μεσημεριάτικα να μ’ αβιζάρεις[πληροφορήσεις] πως θα πας για ψάρεμα;
Ο Οσκεναίς έκανε τότε νόημα του Κόντε Μπέλλου να σταματήσει την πολυλογία του πατέρα του, αλλά αυτό ήτανε κάτι που ξεπερνούσε τις ικανότητες του Μπαρσαμάδου, που αρκέστηκε να σηκώσει τους ώμους.
—Άκου ψάρεμα! ξακολούθησε την ιερεμιάδα του ο Ρικάρντος. Γύρευε μωρέ τι κοντραμπάντο[λαθρεμπόριο] πας να σκαρώσεις, κερατόπουλο!
Σταμάτησε μια στιγμή λες και του ήρθε ξάφνου μια καινούργια ιδέα κ’ ύστερα, γυρίζοντας προς τον Φαταούλα, τον ρώτησε γεμάτος υποψία:
—Μπας και βάλθηκες του λόγου σου, Σιόρ Φισκάρδη, να μάθεις στο γκόνι μου την παλιά σου τέχνη;
Ο «ανεπίσημος» Νταβιτσέντσας σιχαινότανε να του θυμίζουνε τα νεανικά του λαθρεμπόρια. Πίστευε πώς o Νιαγάρας των παράδων του είχε σβήσει ολότελα τ’ αχνάρια της παλιάς του κείνης αμαρτίας.
—Ευτούνο μού έλειπε, Σιόρ Κόντε. Του λόγου μου μήτε τα τζουμπιλέα κι ούτε τσι παραξενιές σου σκαμπάζω. Το παιδί σού είπε πως θα πάει για ψάρεμα! Τι το πιλατεύεις γιαμά;
Ο Κόντε Μπέλλος κατάλαβε τότε πώς ήρθε η ώρα του και πιάνοντας τον πατέρα του από το μπράτσο τον τράβηξε κατά το παράθυρο.
—Άσε λοιπόν τον Οσκεναί να σου μιλήσει! Τι γυρεύεις και μπλέκεσαι σε κουντράστα[αντιθέσεις] με τον Φαταούλα;
Ο Ρικάρντος ένιωσε μονομιάς το στραβοπάτημά του. Παρατώντας σύξυλους τους συζητητές του Μουτσέτο και Φισκάρδη, γύρισε προς τον Οσκεναί και με φωνή κρατημένη πια και μια στάλα σεβαστική τον ρώτησε:
—Κάτι έλεγες, Σιόρ Κόντε μου, πολυώρα[προηγουμένως] και αθέλητά μου σε διάκοψα…
—Ναΐσκε, αγαπητέ, ξανάρχισε το τροπάριό του o νεώτερος Κόντες. Βλέπεις εκειός o ανιψιός μου, o Μπορτολής, κοντεύει να ξεκινήσει για τα δεκαεφτά του χρόνια κι άλλο από τον στραβό του δάσκαλο δεν ξέρει στον κόσμο. Σκέφτηκα το λοιπό πως καιρός είναι ν’ αρχινήσει να μαθαίνει πώς ζούνε οι αθρώποι τση σειράς του… ΄Εκαμα διάφορα πλάνα, μα στο φινάλε την σωστήν ιδέα μού την έδωσε, όπως πάντα τση τζα, η Μεγάλη Κυρά! Τσι προάλλες που πήγα όξω στο Πλάνο να την ιδώ, τση είπα ευτούνες τσι σκέψες μου και μου απάντησε πως το πρώτο βήμα του Μπορτολή μας στην κοινωνική ζωή πρέπει να γίνει στο ίδιο του τ’ αρχοντικό! Να δώσω, μου είπε, μια μεγάλη φέστα καλώντας ούλο τ’ αρχοντολόι και το Ρεγκιμέντο, βγάζοντας φόρα το αμέτρηγο ασημοπιατικό, που η ίδια είχε κάποτες αγορασμένο από τη χήρα μιανού πρεβεδούρου, και διασκεδάζοντας τσι καλεσμένους με κάθε λογής μούζικες και μπουσουλότα. Κι όταν την αρώτησα με ποία σκούζα[αιτία] θα σκάρωνα έναν τέτοιο μπάλο, τόμου το αρχοντικό μας έχει μείνει τόσα χρόνια κλειστό, μ’ αποκρίθηκε στο πι και φι πως «πάνε πάνω από πενήντα χρόνους τώρα που o μπάρμπας σου μοντάρισε την πρώτη του καρναβαλίσια ομιλία -φόρσε[ίσως] και περισσότερα, μ’ αυτό κανένας πια δεν μπορεί να το θυμάται. Ντούνκουε[λοιπόν], δεν έχεις παρά να γιορτάσεις το Τζουμπιλέο του Σιόρ Ρικάρντου σαν αουτόρου[συγγραφέα], που μισόν αιώνα χαρίζει το γέλιο και τη χαρά στους συντοπίτες μας!
— Μα ευτούνο… ευτούνο είναι κάτι που ξεπερνάει την αξία που έχουνε τα φτωχά μου ορνιθοσκαλίσματα, μουρμούρισε συγκινημένος o Ρικάρντος! Πού να καταλάβω ότι μόλεγε μπρί o Φισκάρδης για ευτούνη τη φέστα.. .
—Έ! όσκε και τόση ταπεινοσύνη, Σιόρ Πάρε[πατέρα], έκανε γελώντας o Κόντε Μπέλλος. Η αφεντιά σου χάρισες το γέλιο χρόνους τώρα σε μιλιούνια κόσμο. Άσε το λοιπό να διασκεδάσεις μια στάλα και τον ίδιο σου τον αυτό! Καιρός είναι!
— Το μοναχό που πρέπει να συμφωνήσουμε είναι ποία από τσι Κυριακάδες της Απόκρεω θα διαλέξουμε! Ευτούνη, γιατί χρειαζόμαστε καιρό για να στήσουμε τη γιορτή κόμε σι ντέβε. . .[καθώς πρέπει]
—Ας πούμε, ντούνκουε, Σάββατο, παραμονή τση Τυρινής, αποφάσισε o ενθουσιασμένος πια με την ιδέα συγγραφέας. Για να είναι μάλιστα πούλιο γκιούστα η σκούζα σου, θα μοντάρω το βράδυ εκειό μια, τι λέω; δυο καινούργιες μου «Ομιλίες»— στίλε[τύπου] Κομέντια ντέλ ΄Αρτε!!
— Ευτούνα θάναι σουμπλίμε!! φώναξε χαρούμενος o Οσκεναίς. Ύστερα όμως το ξανασκέφτηκε και ρώτησε με φωνή πνιγμένη: Μπας και δυο κομέντιες πέφτουνε πολλές κι οι καλεσμένοι…
— Μη σκιάζεσαι, καρίσιμο, τον βεβαίωσε μεγάθυμα o Ρικάρντος. Οι καλεσμένοι σου δε θα βαρεθούνε. Αν μοντάρω δυο ομιλίες, θα τηράξω να τσι κάμω μικρές, έτσι που να μη κρατάνε περισσότερο από μιάνε μεγαλούτσικη…
— Ντούνκουε σιάμο ντ’ ακόρντο! είπε παρηγορημένος πια o Οσκεναίς και μετά, γυρίζοντας προς τον Φαταόύλα, τον ρώτησε μιλώντας του σαν σε μια στάλα κατώτερο: Εκειό που δεν κατάλαβα, Σιόρ Φισκάρδη, είναι τι μπαίνεις η αφεντιά σου σε τούτη τη φέστα μου! Από πού κι ως πού πρωτομίλησες για δαύτηνε στο μπάρμπα μου;
Ο Φαταούλας σήκωσε τους ώμους και μετά, δίνοντάς του το γράμμα της Μεγάλης Κυράς, αρκέστηκε σε δυο τρία λόγια:
— Διάβασε, Σιόρ Κόντε! Μήνυμα τση Κυράς τού έφερα. Ο ίδιος πρώτη μου βολά που μού έλαχε ν’ ακούσω τούτη τη λέξη…
Οι βίζιτες του Σιόρ Ρικάρντο σηκωθήκανε να φύγουνε κι o νοικοκύρης τους προβόδισε στην πόρτα. Εκεί, πιάνοντας φιλικά τον Μουτσέτο από το αυτί, του είπε:
—Όσο για την αφεντιά σου, σιορ πεσκατόρο μου[ψαρά μου], θα σου θυμίσω τον Πίσκοπο του Δαμαλά, που βγήκε μακρία στο πέλαγο να ψαρέψει μεγαλύτερα ψάρια. Τον πιάσανε εκεί κάτι Αλιτζερίνοι[πειρατές από το Αλγέρι] και τον πουλήσανε σκλάβο στον πασά τους, που τον έβαλε να δουλεύει την κούνια όπου κοιμότανε κάποιο γεννητσούρι του. Τούτο και έκανε νύχτα μέρα o δόλιος, νανουρίζοντάς το με ένα τραγουδάκι:
«Επίσκοπε του Δαμαλά, δίχως νου, δίχως μυαλά.
Τα μικρά δεν ήθελες, τα μεγάλα γύρευες!
Τώρα, γερο-διάολε,
Κούνα τ’ αραπόπουλο!»
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) ΑΝΤΑΤΖΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΑ, Α’, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ: Η ΣΤΙΤΙΚΕΤΣΑ ΤΟΥ ΚΟΝΤΕ ΚΛΑΠΑ.
Κομμέντια πικολίσιμα και ρεντικολοζίσιμα! ΜΕΡΟΣ Β΄
.
[ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ από την πρώτη από τις δύο «Ομιλίες» που έγραψε για το Ιωβηλαίον του ως συγγραφέας (βλ. τις δύο προηγούμενες αναρτήσεις) ο κόντε Ρικάρντο Νταβιτσέντσα. Παίχτηκε στο σαλόνι του αρχοντικού του στις Απόκριες.
Σατιρίσει την …στιτικέτσα[δυσκοιλιότητα] του φίλου του, του Κόντε Κλάπα.]:
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[Στο καλυβόσπιτο του Αλιμουντρή ΣΕΜΠΡΟΥ ΤΟΥ ΚΟΝΤΕ ΚΛΑΠΑ. Παρουσιάζεται ξάφνου ο γιος του Παμπέλας που έλειπε χρόνια.]
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (σαρκαστικά)
Ω τζόγια[χαρά] τση ζωούλας μου, τση φύτρας μου καμάρι,
(ανάβει ξαφνικά και πάει κρεσέντο)
Παμπέλα πολυπόθητε –π’ ο διάολος να σε πάρει!
Τι κασκαρίκα σκάρωσες πάλι μωρέ μπιρμπάντε [Μασκαρά]
και πλάκωσε σπιτάκι μας η φανταρία του Τζάντε;
Τέρρα και μάρε [κατά ξηράν και θάλασσαν] σε ζητούν, εσένα τον κασίδη,
λες κ’ έχασε η Βενετιά το πιο τρανό στολίδι!
«Σίγουρα τον μπαρκάρισες, μου λένε, για Γλαρέντζα[Κυλλήνη]»,
μα θα πλερώσεις για χρυσή τούτηνε την παρτέντζα[φυγάδευση]!
Αν δεν τον βρούμε, κάνουμε τη δόλια σου καλύβα
κι ούλα γιαμά τα έχεια σου μπουγάδας αλισίβα!»
Ώρες με πιλατεύανε, μου πρήξαν τα τζιέρια,
στον κώλο με κλωτσούσανε, μου στρίβανε τα χέρια
Του λιναριού μαρτούρια πατίρησα[υπέφερα] για σένα,
του Γιούδα σκατοσίφουνα και του διαόλου γέννα!
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: (μ’ απάθεια) Πατέρα μου ξαλάφρωσες;
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: Ναίσκε, πού να μη σώσεις, Ταρκάση[παλιομπάσταρδε], να ξημερωθείς. . .
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: (με σιγουριά) Έ πούρ[κι όμως] θα με γλυτώσεις!
η αφεντιά σου μοναχά μπορεί να με σαλβάρει[γλυτώσει], έτσι πού τα κατάφερα…
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: Μωρέ παλιοτομάρι, τι «αφεντιές» μου τσαμπούνας πρωί πρωί; Με βρίζεις;
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: ΄Οσκε! λέω τον πόνο μου κι άκου με, σαν ορίζεις: Εσκότωσα δυο μπάσταρδους ψες στο Κεραμιδάκι[κακόφημη συνοικία του λιμανιού], δυο μούλικα του κερατά…
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: Για στάσου ένα δαμάκι[λιγάκι]
Σε κυνηγάνε, ντούνκουε, φάντες και μαρκουλίνοι[Βενετσιάνοι στρατιώτες]
κ’ ήρτες εδώ για όβολα ! Όσκε!!! Μήτε κατρίνι[πεντάρα]!
Μήτε μια κρεμμυδόφλουντζα γυιόκα μου δε θα πάρεις!
Κάλλιο μπροστά μου να σε δω σα σκύλο να κρεπάρεις[ψοφήσεις]
Ποτές δε με μπαντάρισες[σεβάστηκες], θρασίμι, για πατέρα!
Παράτησες το σπίτι μας με μία ρετζεπέρα [πουτάνα],
ρίχνοντας μαυρολίθαρο πίσω σου μία για πάντα.
Και τώρα που φινίρισες, ψοφίμι, με τη μπάντα,
μούρθες, σώσον ελέησον «παπάκη μου αγάντα[βοήθεια]»
Μ’ ας όψεται η λεγάμενη που σ’ έμπλεξε στο δίχτυ
κι από χωριάτη δουλευτή σε σπούδασε ξενύχτη!
Στους τζόγους να κοπροσκυλάς κ’ εκείνη στο σουλάτσο
να χέζει το στεφάνι σου με κάπρους ά λά μπράτσο!!
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: Πατέρα μου, βουρλίστηκες; Ποιος σούπε πως επήρα
γυναίκα στεφανωτικιά, πουτάνα, νιά, για χήρα;
Εγώ σαν «άσωτος υιός» ματαγυρνώ στα ίδια
κι αντίς για μόσχο μ’ αμολάς μπίμπιες και κερατίδια !
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: Πάλι καλά που γύρισες μονάχος σου περ Ντίο[δόξα τω Θεώ]
Μ’ αν δε μου πεις το τι ζητάς, καλιά σου και αντίο!
Με μαρκουλίνους βάσανα και συφορές δε θέλω.
Ήμουνα νιος και γέρασα μ’ ήσυχο το τσερβέλο!
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: (ξεσπάει) Η τσίνα[πείσμα] σου με γκάστρωσε! Μάθε, τόμου ρωτάς,
Πως έτσι που τα μούσκεψα χρειάζεται παπάς!
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (ειρωνικά) Θες να σου φέρω, γυιόκα μου, παπά να σε διαβάσει;
ΠΑΜΠ. (κοφτά) ΄Οσκε, μα ράσο να ντυθώ πρέπει προτού βραδιάσει
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (με οίκτο) Είσαι παρμένος[χαζός], μπρε παιδί, και τι θα βγει περμπάκο;[τι στο Βάκχο (στο διάολο) θα βγει]
τα ροκανίδια σαν πουλάς για τούρκικο ταμπάκο;
σε δύο μέρες θα βρεθείς απάνω στη μπερλίνα[εξέδρα διαπόμπευσης]
και θα φινίρεις στο κουπί[στα κάτεργα], που να σε φάει μαλίνα[τύφος]!
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: Παπάκη μου, δε μ’ ένιωσες! 'Γω δε ζητάω ράσο για μπάουτα[στολή] καρναβαλιού…
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: Ναίσκε, να μη σε χάσω,
το θες γι’ αγιούτο σου γιαμά κόντρα στο Τριμπουνάλε[Αρχές]
Μα σα βαρέσει τση Τυρνής πόβερο Καρνεβάλε [λήξει το καρναβάλι και πέσουν οι μάσκες]
τότες γιαμά τι θα γενείς; Θε να πιαστείς στα πράσα
και θα σε τριπλοδέσουνε στα σίδερα, μπαγάσα!
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: Πατέρα ραμολίρησες, για μου ’μεινες νιοράντες[αμαθής];
Πάπαρδος βέρος θα γενώ, να μη με πιάνει φάντες.
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (έκπληκτος)
Παμπέλα μου βουρλίστηκες; Σε ποίο μουρλονήσι
σενσάδο[παλαβό] θάβρεις πίσκοπο να σε χειροτονήσει;
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: Καλά που θα σκαλώσει δω τση χτένας μου ο κόμπος!
Γιατί να μη γινώ πάπας; Στραβός είμαι, για σγόμπος[καμπούρης];
Μήτε τα χρόνια μ’ έφαγαν κι ούτε με δέρνει μούρλια !
Κι αν σκάρωσα κι εγώ κανένα φονικούλι,
άλλοι, μαθές, σταυρώσανε ολάκερο Χριστούλη!
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (στεγνά) Για δαύτο και κατάντησαν στο Γέτο[Γκέτο] μέσα δούλοι! (θυμώνει)
Πότ’ άκουσες μωρέ Οβριό παπάς ξάφνου να γίνει;
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: (μ’ απάθεια) Το ίδιο κάνει, γίνουνται τσι χάβρες τσου ραμπίνοι !
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (Αηδιασμένος) Είσαι μουρλός για δέσιμο! Μα τι θες από μένα;.
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: (παίρνει φόρα) Ένας μονάχα βρίσκεται στο Τζάντε —οϊμένα!— τρισάρχοντας θεόρατος, που, λίγο ν’ αγιουτάρει[βοηθήσει],
παπά με κάν’ η Πισκοπή κι ο ΄Αη Μάρκος φλάρη[καθολικό παπά].
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (σαρκαστικά) Και ποίος είναι, μάτια μου, ευτούνος ο Γκρανπάπας;
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: Ο κόντες σου παπάκη μου! Ο Κόντε Γιούλιος Κλάπας !
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (ανατριχιάζοντας) Κάλλιο μιάν ώρα αρχύτερα στο μνήμα μου να πάω,
παρά του Κλάπα νοβιτές κολύρ ντ νιάο-μπάο [παρανομίες]
θα με σουγλίσει ζωντανό, γυιέ μου, θα με στροπιάρει[θα με αφήσει ανάπηρο],
τόμου θα του παρησιαστώ ζητώντας τέτοια χάρη! (θυμώνει)
΄Οσκε! Τρισόσκε και ποτές, γυιόκα μου, του ποτόνε,
δε λέω γω του Κόντε μου, που μ’ έχει για πιστόνε, να κάμει τέτοιες συφορές…
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: (παρακλητικά) Μα μια βολά; Μια μόνη!
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: . Μία βολά τον τζίτζικα να του τον πω γι’ αηδόνι;
Σκατά, μ’ ούλο το δίκιο του, θα μου τρίψει στη μούρη!
ΠΑΜΠΕΛΑΣ: (πονηρά) Όσκε, σαν με κανίσκια πας κάργα το βασταγούρι!
Μ’ άλλο μη μορογάρουμε[καθυστερούμε], οι πάρλες είναι φτώχεια
Α δε προκάμεις, θα με δεις αποβραδίς στα βρόχια,
σαν το πουλί να λαχταρώ κι όσα λόγια κι αν λες,
θα ξέρεις πως εσκότωσες τον γιο σου και θα κλαις!
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (με πόνο ψυχής) Πάω, μπόγια τση ζήσης μου!
Τρέχω – που να μη σώσω–
μα θάρθει μέρα που θα πω «γιατί να τον γλυτώσω;»
Σιπάριον
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
[Ο Κόντες στην ίδια πάντα θέση. Ακίνητος σα σφίγγα πάνω στη σέκια του. Ο Αγκλέουρας του σερβίρει μια φλυτζάνα.]
ΚΟΝΤΕΣ: (με αηδία) Τίλιο, μωρές Αγλέουρα;
ΑΓΚΛΕΟΥΡΑΣ: ‘Οσκε! μα ένα βοτάνι,
που το κορμί σε ρέγουλα δελέγκου ματαβάνει!
Έβγηκα και στο ψώνισα στο Σπετσαρίο του Ρούσου.
ΚΟΝΤΕΣ: (με κάποιο ενδιαφέρον άλλα πάντα αφηρημένος) Λαδώνει σούπαν τ’ άντερο;
ΑΓΚΛΕΟΥΡΑΣ: ‘Όσκε! Το προς νερού σου!
ΚΟΝΤΕΣ: (μ’ αηδία) Τι να τσι κάμω τσι βροχές; Δωσ’ μου σβουνιά σαν πρώτα!
(στενάζει πικρόχολα)
Μ’ άλλου τα κακαρίσματα κι άλλου γεννάει η κότα (Αλλάζει ύφος)
Έχεις καμία νοβιτά[νέο];
ΑΓΚΛΕΟΥΡΑΣ: Ναίσκε και πως, Σορ Κόντε!
Ο Πρεβεδούρος κάλεσε μεθαύριο στο Μόντε κονσίλιο τση νομπιλιτάς για κάζο σεριόζο[σοβαρό].
Ο Καντζιλιέρης ψες αργά με μούτρο μιστεριόζο
καλέστρα σούφερε κλειστή –μα μούπε δια στομάτου,
ως η Τσελέντσα[Εκλαμπρότης] του γιαμά σ’ αποζητά κοντά του.
Σ’ άλλον τη μπιστοσύνη του δε θέλει να φιλέψει
κι αν δε φανείς του λόγου σου, το κάζο του θα ρέψει!
Ειν’ το λοιπόν, μου ξήγησε, να πας ανάγκη πάσα!
ΚΟΝΤΕΣ:(μ’ ύφος Ταμερλάνου)
Τόμου ματάρθει, να του πεις ευτούνου του μπαγάσα,
πως έχω δω, σπιτάκι μου, ’να κάζο πούλιο σέριο[σοβαρό]
Ας πάει ν’ ανάψει ’να κερί στον Άγιο Λευτέριο,
Κι αν καπιτάρει ξαφνικά δω μέσα το μιράκολο, λίμπα τα κάνω τότενες στου Μόντε το σπετάκολο!
ΑΓΚΛΕΟΥΡΑΣ: ( σοκαρισμένος ) Μα τι κουβέντες Κόντε μου …
ΚΟΝΤΕΣ: (κοφτά και θυμώνοντας κρεσέντο)
Σου ’πα πως δε θα βγω!
Κι όσο μέσα στη σέκια μου δεν πέσει το αυγό,
δεν με τραβάν από έδεπά πενήντα κι άλλοι τόσοι!
Κι όγιος από τη σέκια μου σκεφτεί να μ’ ασηκώσει, (φοβερίζει με τη ματσούκα του)
σου τόνε κάνω τ’ αλατιού! Σου τόνε ξεντερίζω!
Εύτουνο δω τ’ αρχοντικό μόνον εγώ τ’ ορίζω!
Άμε στο διάολο το λοιπό . ..
(αλλάζει ύφος)
Ήρτε κανένας κάτω;
ΑΓΚΛΕΟΥΡΑΣ: (αξιόπρεπα)
Ο σέμπρος μας ο Αλιμουντής απ’ το χωριό Μπανάτο.
ΚΟΝΤΕΣ: Και τι γυρεύει; Όβολα; Άλλες μπροστάντσες[προκαταβολές] πάλι;
ΑΓΚΛΕΟΥΡΑΣ: (ως άνω)
Δεν ξέρω, μα κουβάλησε κανίσκια ’να τσουβάλι…
ΚΟΝΤΕΣ: (συγκαταβατικά)
Μπένε! Ανέβασέ τον έδεπά το χέρι να φιλήσει…
(ματαβράζει)
Μα πες του παλιοτάγκαρου να μη μ’ αντιμιλήσει !
Δε μου γουστάρουν το πρωί λόγια και παπαρδέλες
(κουνάει τα ραβδί)
Εξόν κι αν θέλει ματσουκιές, για ν’ αγοράσει βδέλλες.
ΑΓΚΛΕΟΥΡΑΣ: (με κέφι)
Του τάπα κιόλας Κόντε μου—μα τάξερε κι ο ιδιος!
Για δαύτο του σκαρφίστηκε –άκου Κόντε, πιτήδειος! –
να βάλει τον πνεματικό να γράψει με την πέννα
το κατιτίς οπού ζητά.
ΚΟΝΤΕΣ: (πεθαμένος στα γέλια)
Τι λες μωρέ; Ντα σένα;[σοβαρά;]
Τήρα τον παλιοτάγκαρο, να ’ρθει με μπουλετία[σημειώματα]!
Ευτούν’ είν’ καποντόπερα[αριστούργημα] –δώσε μου τα χαρτία.
(Ο Αγκλέουρας του τα δίνει και χάνεται.)
(Ο Κόντες τους ρίχνει μια ματιά δίχως να τα διαβάσει. Ο νους τον ξαναγυρίζει στη στιτικέτσα του και τα μεταχειρίζεται σαν βεντάλια, γιατί αναψοκοκκίνισε.)
ΚΟΝΤΕΣ: (κατ’ ιδίαν κλαουνίζοντας)
Α δα ζητάω μονομιάς κάνα θεοκουτρούλι[μεγάλος σωρός];
Μια κουραδίτσα τόση δα –ένα λειψό τσουρούλι… Κάντο μωρέ!
(θυμώνει και χτυπάει την κοιλιά του με τα χαρτιά)
(Ο Αλιμουντρής έχει μπει. Ακούει τα στερνά λόγια και συνδυάζοντάς τα με τα χαρτιά του που κρατάει ο Κόντες αναθαρρεύει.)
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: . (Ικέτης)
Ναι, κάνε το! Κάντο, τρανέ μου Κόντε!
ΚΟΝΤΕΣ: (ακούει άλλα αφηρημένος δεν του δίνει σημασία, συμπληρώνει όμως σκεφτικά): Αν δεν το κάνω τώρα δα, ούλα θα πάνε ά μόντε[χαμένα]!
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (με φανατικό πια ενθουσιασμό, φιλώντας του το χέρι)
Αφέντη μου τρισάφεντε! Τση Βενετίας ντιαμάντε, κορόνα τση Ανατολής και στολισμέ του Τζάντε!
ΚΟΝΤΕΣ: (χαρούμενα) Μου γουργουράνε τ’ άντερα!! Θαρρώ μούφερες γούρι!
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (πληροφοριακά, νομίζοντας ότι ο άλλος του λέει ότι άνοιξε η όρεξή του)
Απ’ ούλα σούφερα γιαμά! Φόρτωσα βασταγούρι!
Μα κάντο τώρα Κόντε μου. Κάμε το να χαρείς,
κάμε το δω, και το καλό στους ουρανούς θα βρεις!
Γονατιστός σου το ζητώ, κουνήσου ’να δαμάκι.
Μα Κάντο για την ψυχούλα κειού, του Χρυσοπατεράκη (δείχνει το πορτραίτο του πατέρα Κλάπα, που κρέμεται στον τοίχο ψηλά)
ΚΟΝΤΕΣ: (εμβρόντητος, προσπαθεί να καταλάβει) Ποιανού ψυχή βρε κερατά; Για ποιόνε να το κάνω;
ΑΛΙΜΟΥΝΤΡΗΣ: (εξηγεί με στόμφο ιερατικό, δείχνοντας το πορτραίτο και τον ουρανό)
Για την ψυχή του Κύρη σου, που βρίσκεται ΄κει πάνω!
ΚΟΝΤΕΣ: (πετιέται έξαλλος από την αγαπημένη σέκια του, την αρπάζει με τα δύο χέρια και τον καπελώνει)
΄Ορσε κερατοτάγκαρε! Αν και τέτοιο κεφάλι/ τούστεκε για κορόνα του/ τίνγκα το κατρουγυάλι!
(τον χτυπάει αλύπητα με τό ραβδί πάνω στην ανάποδη σέκια-περικεφαλαία του)
Και γλύτωσες, που τ’ άξιζες, αφ’ του σκατού την πέτσα,
ας όψεται η άτιμη γαϊδουροστιτικέτσα!!!
[Ο Αλιμουντρής, καπελωμένος και στάζοντας νεροκάτουρα, κουνάει απελπισμένα τα χέρια, ενώ οι μαγκουριές πέφτουν βροχή]
Σ ι π ά ρ ι ο ν
Το τι ακολούθησε μέσα στη σάλα ύστερα’ από τό κατάβρεγμα τού Τσιτσίτσιου είναι δύσκολο να περιγραφτεί. Άντρες, γυναίκες και παιδιά –ένας κόσμος ποτισμένος ως το μεδούλι από τό μπουρλέσκο πνεύμα του Μπαρόκ– έπαθε ξαφνικά κάτι σαν ομαδική εξαλλοσύνη.
Αφού βγήκαν και χαιρετήσανε οι πρωταγωνιστές πέντε ή έξι φορές και ο αουτόρος[συγγραφέας] άκουσε κάμποσα «μπράβ ο Ρικάρντο, μπραβίσιμο, έβίβα Ρικάρντο» και άλλα τέτοια, το πούμπλικο ζήτησε με ξέφρενο χειρο- και ποδοκρότημα να βγει μονάχος του ο…Τσιτσίτσιος.
Κι ήταν, ασηκώνοντας λίγο το σιπάριο, πρόβαλε τό κεφάλι, ακούστηκε μια αγριοφωνάρα, που την σκέπασαν τα παλαμάκια και τα μπράβ ο.
—΄Οσκε έτσι! Με φορεμένο το κατρουγυάλι!
Τελικά, ο δύστυχος Τσιτσίτσιος αναγκάστηκε να ικανοποιήσει τους θαυμαστές του και να βγει μπροστά στο σιπάριο καπελωμένος με τη σέκια. Η υποδοχή που του έγινε θα ικανοποιούσε και τον πιο απαιτητικό «γκρανρολίστα» του κλασσικού ρεπερτόριου.
Ο τρόπος που πασπαλίστηκε τότε μ’ αλατοπίπερο η σάλα είναι χαρακτηριστικός: Χορεύανε οι ανιψιοί με τις θειάδες, οι αδερφάδες με τούς αδελφούς, οι πεθεροί και οι κουνιάδοι με τις νύφες κ’ οι πεθερές με τους …αγαπημένους τους γαμπρούς. Πολλοί γιοί προτιμούσανε για ντάμα τη μάνα τους και όσοι τζοβινότοι δεν βρίσκανε θηλυκό ταίρι χορεύανε μεταξύ τους.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) «Ο ΚΟΝΤΕΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ 1975
.ΔΙΟΝΥΣΗ ΡΩΜΑ, «ΦΟΡΤΙΣΙΜΟ»
.
«7 ΑΠΡΙΛΗ 1630
Τό πρωί, γυρνώντας από το Λυκούδι, όπου είχε μείνει δυό μερόνυχτα, ό σιορ Καντιολομαίος ένοιωσε γι’ άλλη μια φορά πόσο δίκιο είχε η Σόρα Όρσολα που προφήτευε ξακολουθητικά τη συντέλεια του κόσμου. Του κόσμου παναπεί του δικού τους!
Από το γιοφύρι του ΄Αη Λάζαρου, που το φυλάγανε μην μπάσουνε οι αφεντάδες κι άλλους πιστούς χωριάτες στον Αιγιαλό[σημερινή Πόλη], οι ποπολάροι, κεντρισμένοι από τους καπουριόνους[ηγέτες] τους, είχανε σκορπίσει στα γύρω κρασοπουλιά, φτάνοντας μέσαθε, ως την Πλατεία Ρούγα.
Θρονιασμένοι στους πάγκους και κουτσοπίνοντας περνούσανε την ώρα τους πιλατεύοντας τον κάθε άρχοντα πούχε την αποκοτιά να ξεμυτίσει από το σπίτι του.
Αν πέρασε τ’ αναπάντεχα εφτούνα Νταρντανέλλια δίχως χεροπιαστό στραπάτσο, το χρωστούσε στη Σάρα Όρσολα που τον φοβέρισε, πως αν ξεκινούσε μονάχος για το μετόχι θε να ξαπλωνότανε η ίδια φαρδιά πλατιά μπρος στη μπασία του ντομινικάλε να τονε μποδίσει να διαβεί! Μονάχα αν έπαιρνε μαζί τίποτσι αρματωμένους μπράβους, του άφηνε το ελεύτερο να πάει στη δουλειά του.
Με όλο που ο σιορ Καντιολής σιχαινότανε τσι μπομποφανιές[επιδείξεις], αναγκάστηκε να τηνε φχαριστήσει φορτώνοντας κάτι σκουριασμένα αρκομπούζα στις πλάτες μιας ντουζίνας χαραμοφάηδων που κοπροσκυλιάζανε ολημερνίς στην αυλή και το σκουέρο του Νταβιτσεντσέϊκου. Τον τρομερό Στέλιο με τους χωριάτες μπράβους του δε δέχτηκε να τους πάρει μαζί. Έπρεπε να μείνουνε να φυλάνε το αρχοντικό.
Καβάλλα αυτός και πίσω του τ’ αρματωμένο φουσάτο, ξεκίνησε προψές για το Λυκούδι λες κι ήτανε ο Αη Γιώργης που πήγαινε να σκοτώσει το θερίο. Ρεντίκολα πράματα!
Τούτα όμως που έβλεπε σήμερα το πρωί του φανερώσανε πόσο δίκιο είχε η προεστή.
Ξέχωρα από κάτι σπόντες και μερικές βρισίες και φοβέρες, που δεν τις φωνάζανε κατάμουτρα αλλά στον... τοίχο απέναντι, για να τις ακούει, άλλο ντισπρέτσο δεν του κάνανε.
Η αλήθεια είναι πως ευτούνοι οι κομπέβελοι που βγάζανε το μεροκάματο αγλείφοντας τσι σκουτέλες[γαβάθες] του αρχοντικού και περιδρομιάζοντας ολημερνίς στο μαγερείο (μα και τι άλλο να κάμουνε τόσοι ανθρώποι κει μέσα), ζωσμένοι τώρα κάτι μπαμπάμ σπάθες και μέ τ’ αρκομπούζο στον ώμο φαντάζανε σα βέροι γενίτσαροι!
Σκιαζότανε παναπεί ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη!
Κρατούσε μέ κόπο τα γέλια βλέποντάς τους να κοκορεύουνται δεξιά ζερβά του, γιατί ήξερε πως με το πρώτο τσαχ θα γινόντουσαν ούλοι τους μπουχός[σκόνη]. Όπου φύγει, φύγει!
Θυμότανε τα όσα είχε ακουστά για τον προσπάππο του, τον Τερίμπιλε, που δεν έκλεινε μάτι τη νύχτα αν δεν βρίσκονταν στην αυλή του καμμιά δεκαρία μπράβοι, φονιάδες πραγματικοί, μπαντίδοι του Ρεγκιμέντου[κατάδικοι από τη διοίκηση σ' εξορία από το νησί] π’ αγγειάζοντας το μπαταδούρο[το ρόπτρο της εισόδου] του τρανού άρχοντα γοδέρανε[απολαμβάνανε] την ασυλία του καινούργιου τους αφεντικού.
Η Βενετιά, τσέρτο, δεν είχε ποτέ τση επίσημα αναγνωρίσει τα μεσαιωνικά κείνα προνόμια — μα πριν από το Λέπαντο[Ναυμαχία της Ναυπάκτου] προτιμούσε να κλείνει τα μάτια και ν’ αγνοεί ποιους κρύβανε στα σπίτια τους οι τρανοί πολεμιστές του νησιού, που από τη μια στιγμή στην άλλη έπρεπε να δώσουνε τη ζωή τους για να το διαφεντέψουνε.
Μ’ αλίμονο αν ξενέρωνε κανένας από τους κρυμμένους μπαντίδους στη ρούγα και τους πιάνανε. Τίποτσι δεν τονε γλίτωνε από τη φούρκα[αγχόνη]! Γι’ αυτό κι υπερασπίζοντας το ντομινικάλε[αρχοντικό], σε μιάν ανάγκη, πολεμούσανε για το ίδιο τους το κεφάλι.
Μα εφτούνα δω τα κουτορνίθια…
Όπως και νάταν η ρετσέτα τση Σόρα ΄Ορσολας έκανε το θάμα της.
Έφτασε στο Νταβιτσεντσέϊκο δίχως να πέσει, όχι σμπάρο, μα μήτε μια μαροκιά[πετριά]!
— Μωρέ ψυχή μου, Αη Γιώργης που σου είμαι! μουρμούρισε διαβαίνοντας καβάλα το κατώφλι της μεγάλης μπασίας[εισόδου].
Ανέβηκε, γελώντας ξέγνοιαστα, την πέτρινη σκάλα και πετώντας μια διαταγή της Ρουμπίνας να ψήσει ένα αρνί για τους ξεθεωμένους από την Αργοναυτική τους εκστρατεία πιστούς του μπράβους τράβηξε για τη λιμπραρία[βιβλιοθήκη] του.
Πάνω στο τραπέζι του βρήκε μια νότα[σημείωμα] του σόρ Άντζολου του Σουμάκη[ο άρχοντας που έγραψε την Ιστορία του Ρεμπελιού των Ποπολάρων] πως πέρασε και δεν τονε βρήκε και τον παρακαλούσε να τον ασπετάρει[περιμένει] το γιόμα που ήτανε χρεία μεγάλη κάτι νά του πει.
Κάθησε στην πολτρόνα του και σφάλισε τα μάτια.
Μέσα στο μυαλό του περάσανε τα πρωινά κι όλα όσα είχε δει και ακούσει τα στερνά τούτα δυο χρόνια. Ναι, πηγαίναμε για τα τρία χρόνια από τη πρώτη κείνη φασαρία του Σιγούρου για τους ρόλους! Ύστερα άρχισε ένα ολόκληρο κομπολόι από αφρόντα στους αφεντάδες, καταγγελίες κόντρα τους στο Κριτήριο[δικαστήριο] με ψευδομάρτυρες, η μεγάλη συφορά του Τζιβράν, που ήτανε ρεμπελιό μέ τα ούλα του, το μπίθιασμα(νοίκιασμα) του Ντάτσιου κ’ η εχθρική στάση του Μαλιπιέρου ενάντια στο Κονσίλιο, ο αφορισμός του Νικόδημου, η ανεξήγητη εχθρότητα που τούς έδειξε ό καινούργιος πρεβεδούρος[Βενετσιάνος Προβλεπτής], ο Τζιάκομο Μπέμπο... Πάει καλιά του τώρα και δαύτος! Έκανε τα χρονάκια του και μας υποχρέωσε! Σπολάητις! Να δούμε τώρα τι θα μας σκαρώσει ο άλλος που αριβάρισε προψές! Μα την αλήθεια, δεν είχε άδικο η Σόρα ΄Ορσολα, που έλεγε πως έτσι όπως αρχινήσαμε και με τα μυαλά πούχουνε οι Βενετσιάνοι, θα ζήσουμε να δούμε και πρίμο σύντικο του Μανίφικου Κονσίλιου το γυιό του Νυποψία του Κουτσομύτη![Εξώγαμο άρχοντα, ηγέτης των επαναστατημένων]
(Μωρέ ψυχή μου, μούλους[εξώγαμα] που σου σκαρώνανε οι παλιοί Νταβιτσέντσα! Μια τζόγια πράμα! Φτύνανε χάμου και φυτρώνανε γαρούφαλα!).
Γέλασε ξαφνικά γιατί σκέφτηκε πως η ξαφνική αγανάκτησή του χρωστιότανε στη φανερή περιφρόνηση, που, για πρώτη φορά, τούδειχνε ένας κόσμος που τον πίστευε για δικόνε του.»
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΡΩΜΑΣ(1906-1981) ΤΟ ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 1972
.
[ΡΕΜΠΕΛΙΟ ΤΩΝ ΠΟΠΟΛΑΡΩΝ: Λαϊκή εξέγερση των ποπολάρων της Ζακύνθου, κατά των αρχόντων της νήσου που σημειώθηκε επί Ενετοκρατίας, το 1628 και η οποία τελικά πνίγηκε στο αίμα.]
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Ενημέρωση
και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.