Φανατικός ο Bολταίρος; Αναρωτιόμαστε, γιατί να μην τον πούμε αδιάλλακτο; «Οι ύβρεις του Βολταίρου, έφτασε να παρατηρήσει ο Γκουσντώρφ[ii], εκφράζουν ένα φανατισμό και μία αδιαλλαξία χειρότερες από αυτές που καταλογίζει στους αντιπάλους του». Και όμως ο Γκουσντώρφ δεν έχει άδικο. Η μαρτυρία πολλών από αυτούς που συναναστρέφονταν το φιλόσοφο επαληθεύει αυτή την άποψη και, μερικές φορές, με τρόπο καταπληκτικό. Αναγκαστικά πρέπει να ομολογήσουμε: η αδιαλλαξία του εγγίζει παθολογικά όρια. Η κα Γκραφινύ, η οποία τον συναναστρεφόταν στο Σιρέ[iii] στης κας ντυ Σατελέ το 1738, είναι, από αυτή την άποψη, πιο ξεκάθαρη από όλους: «Είναι αλήθεια ότι ήταν πιο φανατικός από τους φανατικούς που μισεί». Και η γνώμη της έχει πρόσθετη αξία γιατί, αντίθετα σε ό,τι μπορούμε να υποθέσουμε, είναι μεγάλη θαυμάστριά του. Και μάλιστα, το μειονέκτημα της αδιαλλαξίας, το παρατηρεί στο φιλόσοφο στην πρόθεσή της να του την συγχωρήσει. Θα εκμυστηρευτεί επίσης, για τον πύργο του Σιρέ, καταφύγιο του μεγάλου ανδρός για πολλά χρόνια: «Δεν γνωρίζω τόπο στον κόσμο που να επιτρέπεται λιγότερο να εκφράζεις τις σκέψεις σου και όπου αναγκάζεσαι περισσότερο να λες αυτό που δεν σκέφτεσαι». Η εξήγηση είναι λεπτομερής: «Εκτός αν λέγαμε πάντοτε «Ναι» στην προκατάληψη που μονολογεί, είμασταν σίγουροι για μια απάντηση ειρωνική και περιφρονητική, αν γλυτώναμε από την απότομη συμπεριφορά».
Η μαρτυρία είναι διδακτική. Σιρέ: ένας από τους ιερούς τόπους όπου άνθισε το καινούριο πνεύμα. Η προκατάληψη του φιλοσόφου, μαθαίνουμε από εξαιρετική πηγή, «μονολογεί» εκεί. Η σκέψη εκεί ήταν αυστηρά ελεγχόμενη. Η σύσταση ήταν, με ποινή παρεξηγήσεων, να λένε πάντα ναι. Αν λέγανε κατά λάθος όχι, διακινδύνευαν απότομη συμπεριφορά ή χαχάνισμα. Γι’ αυτό και επικρατούσε ο δισταγμός. Ξαναδιαβάζοντας τις δύο φράσεις του προηγούμενου εδαφίου, όσοι κατέχουν καλά τη σύγχρονη ορολογία θα μιλήσουν σίγουρα, πολύ αυθόρμητα, για μοναδική σκέψη.
Αστυνομία σκέψης
Στο Σιρέ λειτουργεί ακόμα αστυνομία σκέψης. Η κα Σατελέ διαβάζει κρυφά τις επιστολές του υπηρετικού προσωπικού και των καλεσμένων: αυτές που στέλνουν και αυτές που λαμβάνουν. Συνένοχός της είναι ένας υπάλληλος του ταχυδρομείου: «Την ειδοποιεί για ανοιχτές επιστολές, της επιστρέφει αυτές που ζητάει». Το εγχείρημα είναι παρακινδυνευμένο: κάποια επιστολή «ήταν αποσφραγισμένη και πολύ άσχημα σφραγισμένη ξανά». Για προφύλαξη, η κα ντε Γκραφινύ, συντάσσοντας την αλληλογραφία της, καλλιεργεί ένα αλληγορικό ή υπαινικτκό ύφος, και χρησιμοποιεί στοργικά ψευδώνυμα για τους φιλοξενούμενους: Ο Βολταίρος γίνεται Ατις ή μάλλον Νικόδημος. Η ηγερία του γίνεται Δωροθέα. Το κόλπο δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα: δεν υπάρχει τόπος όπου η σκέψη είναι πιο δέσμια από το χώρο του Ατεως και της Δωροθέας.
Η μοναδική σκέψη κυριαρχεί στο Σιρέ; Οσοι μελέτησαν επισταμένως τα γραπτά του «Νικόδημου» δεν εκπλήσσονται και πολύ. Ο φιλόσοφος δύσκολα ανέχεται τα ελεύθερα πνεύματα. Πιστεύει μάλλον ότι πρέπει να τα συντρίβει, και σ’ αυτό, ευκαιρίας δοθείσης, δίνεται ολόκληρος. Ας θυμίσουμε την αιτιολογία του διώκτη και συκοφάντη – και υστερικού δράστη «καλλωπισμών» – κατά του Λα Μπωμέλ: «ένα αδέσμευτο πνεύμα που πρέπει να συντριβεί». Οι αρχαίοι χριστιανοί, κατά τη γνώμη του ιδίου, «άξιζαν πολύ» το μαρτύριο, αφού ήταν «στασιαστές», «μη προσαρμοσμένοι». Αυτό είναι ενδιαφέρον. Ηταν πνευματικά μη ενταγμένοι: αυτό προσάπτει στους πρώτους χριστιανούς, και αυτό, κατ’ αυτόν, δικαιολογεί το μαρτύριο και τη σφαγή τους· αξίζει καλύτερα να τον γνωρίσουμε.
Συναναστρεφόμενος επί μακρόν τον Βολταίρο, ο Φρειδερίκος ο 2ος[iv] θα σημειώσει ότι «δογματίζει πάντοτε». Αλλά το διακινδυνεύει ελάχιστα με δυνατότερους από αυτόν. Ο Γενευέζος γείτονάς του, ο μεγάλος φιλόσοφος Σαρλ Μπονέ, βλέποντας «στο τραπέζι του» την Πραγματεία περί των Αισθήσεων του Κοντιγιάκ, επιχείρησε μάταια να συζητήσει για το βιβλίο με τον Βολταίρο, ο οποίος προτίμησε να αποφύγει προσποιούμενος ότι περιορίζεται στην ειδικότητά του ως στιχουργός, αμετανόητος μετρητής ποδιών, κυνηγός ομοιοκαταληξίας. Η εντύπωση του Μπονέ; «Δεν θέλησα να τον πιέσω, γιατί είδα πόσο φοβόταν να σκεφτεί λογικά». Αλλά είμαι πολύ πεπεισμένος ότι αν ήμουν συστηματικός ποιητής θα κατέφυγε στην χωρίς άκρη μεταφυσική». Αμέσως αναρωτήθηκα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώματι υπέρ της διαλλακτικότητας· την χρειάζεται πολύ. Αλλά αυτός ο απόστολος της διαλλακτικότητας είναι διαλλακτικός;» Εχοντας ο ίδιος εμπειρία, θύμα ο ίδιος των άχαρων διαδικασιών αυτού που ονομάζει «ο ακούραστος πολυγραφότατος του Φερνέ» («Απαντήθηκαν εκατό φορές οι αντιρρήσεις του, και τις αναπαράγει συνέχεια σαν να μην απαντήθηκαν. Ακρωτηριάζει τα αποσπάσματα· και μετά τα αντιπαραθέτει χωρίς κανένα πρόβλημα σε ό,τι θέλει να πολεμήσει»), θα επιστρέψει χωρίς υπεκφυγή στο προφανές: Ο Βολταίρος «μιλάει αδιάκοπα για ανεκτικότητα, και είναι ο πλέον αδιάλλακτος έναντι εκείνων που δεν σκέφτονται όπως αυτός, και κυρίως έναντι όσων τολμούν να του ασκούν την παραμικρή κριτική».
Υπερβολική οργή
Η κα Γκραφινύ προσφέρει και άλλες λεπτομέρειες. Θέτοντας θέμα «φανατισμού» του μεγάλου ανδρός απέναντι στον αββά Ντεφονταίν και τον ποιητή Ζαν-Μπατίστ Ρουσώ, οι οποίοι αποτελούσαν τότε τακτικούς στόχους του, εξηγεί: «Είναι τρομερός ο φανατισμός αυτού του ανθρώπου απέναντι στον αββά και στον Ρ[ουσώ]. Μόλις είχαμε μια τρομερή συζήτηση επ’ αυτού, στην οποία προσπαθήσαμε να τον πείσουμε να τους περιφρονεί. Μάταια! Λέει ασυναρτησίες όταν μιλάει». Με δυο λόγια, είναι ένα πρόβλημα – υπάρχουν και άλλα παρόμοια – να μην τον ικανοποιεί η απλή περιφρόνηση. Κυριαρχείται από το μίσος επειδή χάνει κάθε επαφή με τη λογική. Και τότε, είναι αλήθεια, ότι ο πόλεμος μαίνεται. O Nτεφονταίν, σε αντίποινα στις πρόσφατες και δηλητηριώδεις Προφυλάξεις που εξέδωσε εναντίον του ο Βολταίρος, ανταπέδωσε αμέσως με μια σκληρή Βολταιρομανία, η οποία βάλλει κυρίως κατά του «μανιώδους ναρκισσισμού» του ίδιου του συγγραφέα. Ακριβώς η κα Γκραφινύ, ενισχύοντας και άλλες μαρτυρίες, σημειώνει εδώ, σχετικά με το φιλόσοφο, ότι «έτσι και δε συμφωνείς μαζί του, αρρωσταίνει».
Και προσφέρει, σ’ αυτό το θέμα, ενδιαφέρουσες ιατρικές διευκρινίσεις. Όταν ο Βολταίρος «δέχεται επιστολές που δεν τον ευχαριστούν, αναφέρει, βγάζει φρικτές κραυγές, έχει κάτι σαν σπασμούς». Κλινικά η περίπτωση αξίζει την προσοχή. Εχει αλλεργία στην ανεκτικότητα ως προς τις απόψεις; Η είναι μάλλον μια αδιαλλαξία με την σημερινή ιατρική έννοια; Ο εν λόγω «ασθενής» δεν ανέχεται αντίρρηση. Στην καθημερινή ζωή είναι ένα μειονέκτημα. Η ανεψιά – ερωμένη του, η κα Ντενί «αναγνωρίζει αδίστακτα ότι ο θείος της είναι τρελός», τον ξέρει «ασυλλόγιστο και χολερικό σαν ένα γάλο». Οταν ο θείος της μόλις έχει ολοκληρώσει μια τραγωδία σε ποιητική μορφή θα σημειώσει: «Υπάρχουν δυο, τρία μικρά λάθη που θα μπορούσε να τα διορθώσει κανείς σε μισή ώρα αν τολμούσε να του φέρει την παραμικρή αντίρρηση, αλλά αυτό είναι ανέφικτο». Και εξηγεί: «Είναι πολύ ενοχλητικό γι’ αυτόν και για τα πρόσωπα που ενδιαφέρονται γι’ αυτό, γιατί είναι αδύνατο να τον εμποδίσεις να ακολουθήσει την αυθόρμητη αντίδρασή του και να παραδεχτεί την παραμικρή σκέψη». Αν είναι δυνατόν, καλύτερα να μην του αντιτίθεσαι: «Κάποιους μήνες τώρα είναι πολύ φιλικός. […] Τώρα αρκεί να επικροτώ όλες τις φαντασιώσεις του, όσο παράλογες και αν είναι, είμαστε πολύ καλοί φίλοι, και αυτό είναι το στοίχημα που κέρδισα». Αυτές είναι οι Απολαύσεις της κας Ντενί, όπως και της κας Γκραφινύ στο Σιρέ· έχουμε μια κατάσταση μοναδικής σκέψης: καλύτερα να λέμε πάντοτε ναι. «Αποφάσισα να μην ασχολούμαι μαζί του και να βρίσκω τα πάντα πολύ καλά». Όπως και στο Σιρέ, το απόρρητο της αλληλογραφίας χρειάζεται προφυλάξεις και μια φροντισμένη επιστροφή. Δυο χρόνια αργότερα, μπροστά στις βλασφημίες και τις προκλήσεις του φιλοσόφου που γκρέμισε έναν υπερυψωμένο Σταυρό (που ονομάζει κρεμάλα) στο φέουδό του για να κτίσει ένα καινούριο ναό[v], η ανεψιά αναγκάζεται να αποσιωπήσει την αποδοκιμασία της: «Είχα μια σκηνή τόσο βίαιη που δεν μπορείτε να φανταστείτε, όχι γιατί αρνήθηκα να υπογράψω [..], αλλά γιατί είπα κατά τη συζήτηση ότι φοβόμουν τις δίκες. Σκεφθήκαμε να χωρίσουμε». Αλλά για θέσει ένα τέλος υπέγραψε. Πρόκειται για το υποχρεωτικό καθεστώς του πάντοτε ναι. Και μάλιστα, από την πλευρά της, ναι θείε μου. Η προοπτική της κληρονομιάς βοήθησε σε αυτό το ναι.
Η διανοητική εντιμότητα επιβάλλει να πούμε: ο φιλόσοφος, που «θυμώνει σαν γάλος», δεν δημιουργεί στο περιβάλλον του ατμόσφαιρα ορθολογισμού και ελευθερίας. Είναι επιβεβλημένη η διαπίστωση: η παραμικρή υποψία αντίθεσης έχει ως αποτέλεσμα να απωθεί αυτόν που, απερίφραστα, διατρανώνει ότι «πάντα προτίμησε το συναίσθημα παρά τη λογική». Κατά μείζονα λόγο δυσαρέσκειες λιγότερο ανυπόστατες. Η κα Γκραφινύ θυμίζει επίσης, θετικά, «την υπερβολική οργή η οποία καταλαμβάνει τον Βολταίρο όταν μαθαίνει ότι έχουμε κάτι εναντίον του: ουρλιάζει, χτυπιέται, και μιλάει μόνο για φάγωμα, κρέμασμα, ξύλο». Η συμπτωματολογία τρομάζει. Θα τολμήσουμε να συνεχίσουμε;
Είναι πολύ αργά να υποχωρήσουμε. Αυτή η επιστολογράφος και άμεσος μάρτυρας θα σημειώσει επίσης: «Είναι πραγματικά τρελός αυτός ο Ατις: δεν υπάρχει άλλος όρος για να εκφράσω την υπερβολική οργή την οποία εκδηλώνει τρεις φορές τη μέρα κατά του αντιπάλου του». Πραγματικά τρελός; Δεν υπάρχει άλλος όρος γι’ αυτό το σύμπτωμα. Σε κάθε περίπτωση, εμπειρικά, εκτιμάται ότι για να το πει η κα Γκραφινύ σημαίνει ότι έχει στοιχεία. Για τον παραλήπτη της, ο οποίος υπερεκτιμά τον Βολταίρο μέχρι ειδωλολατρίας (γράφει «το Είδωλό μου»), αποσαφηνίζει τα πράγματα…. «Πρώτον, ο ήρωάς σου δεν είναι παρά ένας τρελός, και δεν έχω καθόλου πειστεί για τη μεγαλοψυχία του […]. – Είναι ένα έκλυτο πνεύμα που καταδικάζει ό,τι δεν κάνει και το καταδικάζει με μια υβριστική περιφρόνηση. Εγκωμιάζει μόνο όποιον θεωρεί κατώτερό του». Η μνησικακία του είναι απρόβλεπτη. Η ερωμένη του Δωροθέα (αλλιώς ντυ Σατελέ), «δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη στο μυαλό του όταν θέλει να εκδικείται. Μερικές φορές χωρίς αφορμή βγάζει φρικτές κραυγές, χτυπιέται, οι άνθρωποι τρέχουν νομίζοντας ότι τον σκοτώνουν». Λέει ότι «θέλει να σπάσει στο ξύλο, να κάψει και άλλες τρέλες». Τι αξιαγάπητη ζωτικότητα! Βρίσκεται στο επίκεντρο ενός μόνιμο θεάτρου. Μπορούμε να εμπιστευτούμε τη θεατή; «Ενας ηλίθιος δεν θα συμπεριφερόταν καλύτερα». Τον «φοβάται» λοιπόν «αυτόν τον μανιακό όπως τη φωτιά». Και καλά κάνει.
Εχασε τα μυαλά του; Ας μην υπερβάλλουμε. Επαθε διανοητική σύγχυση. Ο υπουργός Μωρεπά, το 1746, εξοργισμένος από τη μεγάλη αυθάδεια του φιλοσόφου, «αποφασίζει να πει ότι, όσο πίστευε έναν τρελό, τον προστάτευε, αλλά ως αυθάδη» διέταξε να απομακρυνθεί από το περιβάλλον του και να μην ξαναπατήσει. Εχασε τα μυαλά του; Συχνές διαλείψεις. Αυτή είναι τουλάχιστο η διάγνωση του προέδρου του κοινοβουλίου της Ντιζόν Σαρλ ντε Μπρος, με τον οποίο ο Βολταίρος, από τον οποίο απέκτησε την κομητεία του Τορναί, έχει σωρεία καυγάδων και άλλες μικροπρέπειες. Τον Οκτώβριο του 1761, δέχτηκε από τον φιλόσοφο «επιστολή με την τελευταία αυθάδεια». Εξοργισμένος συντάσσει μια πολύ εύστοχη δριμύτατη απάντηση. Πολύτιμη συμβουλή φίλου, «σας προειδοποιώ και πάλι, του γράφει, ποτέ να μην γράφετε όταν χάνετε τα μυαλά σας, για να μην υποχρεώνεστε, όταν είστε στα καλά σας, να κοκκινίζετε γι’ αυτά που κάνατε στη διάρκεια του ντελίριουμ». Περί αυτού πρόκειται. Ο πρόεδρος έχει καλή πένα: «Κλαίω όντως για την ανθρώπινη φύση βλέποντας μια τέτοια μεγαλοφυΐα με τόση μικροψυχία να ταλαιπωρείται συνέχεια από τα πάθη της ζήλειας ή της τσιγγουνιάς». Καθαρή προσταγή: «Φροντίστε να μη μου γράφετε με αυτό το περιεχόμενο, ούτε κυρίως σε αυτό το ύφος ». Αυτό το εξαίρετο μάθημα, που θα μπορούσε να ωφελήσει τον αποδέκτη, δυστυχώς ο Σαρλ ντε Μπρος δεν το ταχυδρόμησε. Αλλαξε γνώμη, θεωρώντας ότι γράφτηκε εν θερμώ «εκτιμώντας επίσης ότι θα κέρδιζε σε ανωτερότητα και αξιοπρέπεια αν περιφρονήσει ένα τρελό, και να μη του απαντήσει καν», και ίσως φοβούμενος, επιπλέον, μήπως οξύνει την κακία του παράφρονα. Mutatis mutandis, πρόκειται για τη σοφία που απόκτησε ακριβά ο Λα Μπωμέλ: «Δεν βρίζουμε κατά πρόσωπο έναν συκοφάντη». Ο Ντε Μπρος θα ξαναπεί «σταθερά αποφασισμένος να περιφρονώ τις εκκεντρικότητες ενός ασυγκράτητου τρελού και να περιφρονώ τις απερισκεψίες […] τα ψέματά του, όσο περιφρονεί την ποταπότητα της ψυχής του». Πάντως, η μικροψυχία, τη δεδομένη στιγμή, θα κάνει το παν, και επιτυχώς, για να εμποδίσει τον Σαρλ ντε Μπρος να εκλεγεί στην Ακαδημία.
[i] Xavier Martin Voltaire Méconnu, Aspects cachés de l’humanisme des Lumières, DMM, 2015.
[ii] Georges Gusdorf (1912-2000). Γάλλος φιλόσοφος και γνωσιολόγος.
[iii] Εκεί βρήκε καταφύγιο ο Βολταίρος – διωκόμενος για την έκδοση των Φιλοσοφικών Επιστολών – για δεκαπέντε χρόνια (1734-1749), φιλοξενούμενος της ερωμένης του μαρκησίας Εμιλί ντυ Σατελέ, με την ανοχή του μαρκησίου.
[iv] Ο Βολταίρος είχε άριστες σχέσεις με τους ισχυρούς της Γης και καμία εκτίμηση στον απλό λαό. Εγραφε στον Φρειδερίκο τον 2ο, βασιλιά της Πρωσίας: «Εκατομμύρια άφτερα δίποδα ζώα απέχουν τεράστια από σας [Μεγαλειότατε] λόγω της ποιότητας της ψυχής τους και της κοινωνικής στάθμης» (22 Δεκεμβρίου 1741, Correspondence, τόμος 8, σελ. 151). Και για τον «όχλο» στην Αικατερίνη τη 2η της Ρωσίας: «Σ’ αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να περνάμε φίμωτρο όπως στις αρκούδες» (3 Δεκεμβρίου 1771, Correspondence, τόμος 38, σελ. 168).
[v] Προφανώς πρόκειται για το ναΐδριο που ανήγειρε στο Φερνέ – τόπο της κατοικίας του, στα όρια με την Ελβετία – με την επιγραφή “Deo Erexit Voltaire” (Τω Θεώ ανεγερθέν υπό Βολταίρου). Είναι γνωστό ότι ο Βολταίρος ήταν θεϊστής.
Μετάφραση: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος
Το γλυπτό που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο Βολταίρος καθήμενος”, 1871) είναι έργο του, γάλλου, Jean-Antoine Houdon.
ΠΗΓΗ https://antifono.gr/
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.