Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: «ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΕΙΚΙΕΛΑ»


 Ο Παεικιέλας κάνει τσάρκες μέσα σ’ ένα βρώμικο πουκάμισο συμμαχικού φαντάρου. Θα ’τανε κάνας Τομ ή κάνας Τζιμ, ψηλόλιγνος, ξυλοπόδαρος πεζοναύτης που τα κοπάνισε δίχως άλλο μέχρι το τελευταίο του σέντσι κι ύστερα άφησε το πουκάμισο αμανάτι να πιει κι άλλο καναττέζικο βίσκυ, από κείνο το καφετί ξυλόπνευμα που σου γκρατσουνάει το λαρύγγι. Κι ο καταστηματάρχης πούλησε το πουκάμισο δυο παράδες, τώρα μαίηντ ιν Γιούζα, βρέθηκε να σκεπάζει τον Παεικιέλα και να μοιράζεται την τύχη του μαζί του στο Πέραμα. Κάνει μαζί του θελήματα, κουβαλάει ψαροκασέλες, λερώνεται με λάδια μοτοριού που δήθεν πάει να τα επισκευάσει ο Παεικιέλας και τους βγάζει τα μάτια χειρότερα, κοιμάται στις βρώμικες γωνιές της παράγκας του, πότε πότε αρωματίζεται και με ούζα, γιατί να την πούμε την αλήθεια του Θεού, ο Παεικιέλας άμα έχει τίποτα δίφραγκα, πολύ το γουστάρει να πίνει τα καραφάκια του και να τραγουδάει φάλτσα το «κορίτσι που θέλει θάλασσα» και την πικροκυματούσα. Άλλα δεν ξέρει.

Όμως απάνω στους ανθρώπους όλα ετοιμάζουνται για Χριστούγεννα. Σφάζουνε κούρκους, στολίζουνε ελάτια με μπαμπάκι και λιλιά χρωματιστά, οι νοικοκυρές ψένουνε φοινίκια και κουραμπιέδες και γυαλίζουνε το παρκέ τους με κερί και με νέφτι.
Χαίρεται η φύσις όλη, κατεβάζει η Πάρνηθα έν’ αεράκι ξουραφάτο, αντιπαθητικό, καθόλου δεν πάει με την λιακάδα, λυσσάξανε και τα παιδιά με τα τρίγωνα και τα τουμπερλέκια, «να τα πούμε;» «τρομάρα να σας έρθει το σπάσατε πια το κουδούνι». Σαματάς, κακό, φασαρίες, όλοι να γελάνε, καμιά φορά περνάει και καμιά κηδεία και κάνει παραφωνία στο σκηνικό, πήγε ο βλάκας να πεθάνει Χριστουγεννιάτικα και να χαλάσει το κέφι του κόσμου, όμως όλα τ’ άλλα είν’ όμορφα, ακόμα κι οι ζητιάνοι κάνουνε καλήν είσπραξη, μέρα που ’ναι καθένας θυμάται τα πεθαμένα του και δίνει τις δεκάρες του προς ανακούφισιν της πασχούσης ανθρωπότητος.
Καθόλου δεν τα εχτιμάει τα Χριστούγεννα ο Παεικιέλας. Όλα είναι κλειστά, βρίσκεις κουτούκι να βρέξεις το λαρύγγι σου, οι ψαράδες χάνουνται και πάνε στα γιατάκια τους να κουρνιάσουνε με τα πιτσιρίκια τους, το σούρουπο πέφτουνε οι σπηλιάδες να καμουτσικιάνουνε το πέλαγος που γίνεται σκούρο, και μονάχα οι γλάροι αλητεύουνε και ψάχνουνε να ξεμοναχιάσουνε κάνα ψάρι. Έτσι έγινε και πέρσυ και πρόπερσυ κι όλα τα χρόνια, απελπισία υπόθεση, να πέφτει ο ήλιος μέσα στα φλοκάτα τα σύννεφα και σένα να σφίγγεται η καρδιά σου μέχρι που να σε πιάνει το κλάμα.
Παραμονή σήμερα, απλώσανε τα δίχτυα τα γριγριά, κατεβάσανε τα καραβόπανα οι ψαροπούλες, χάθηκε ο κόσμος από την πιάτσα, ακόμα και τα καρνάγια σβήσανε τα φουγάρα τους και αφήσανε την αργατιά να φύγει από τα εφτά μεσημέρια. Ο Παεικιέλας δεν έχει τάληρο, δεν έχει κι άλλη ελπίδα να κονομήσει και καταλαβαίνει πώς ότι του χρειάζεται οπωσδήποτε το παραδάκι, πώς θα την βγάλει στεγνά αύριο και πού θα την βολέψει κούτσουρο μονάχος δίχως να πιει πέντε καραφάκια και να κάνει κεφάλι για να πάει για ύπνο. Σήμερα μήτε μοτόρι χαλάει, μήτε ψάρι κουβαλάνε, μήτε δουλειά του ποδαριού, απελπισία και μαυρίλα, λες και για τον Παεικιέλα πήγε να κάνει τέτοιαν ζημιά ο Χριστός και να γεννηθεί για τις αμαρτίες του.
Τα σκεφτότανε λοιπόν τούτα όλα ο Παεικιέλας και πήγαινε να του στρίψει. Όμως έξυπνο αγόρι, της πιάτσας, την έκανε την κομπίνα του. Μπήκε στου Ταβούση το μαγαζί, «Παντοπωλείον και όλα τα είδη της ψαρικής».
— Μπονζούρ κύριε Ταβούση χρόνια πολλά και για βερεσέ δεν έρχουμαι.
Κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του ο μοσσιέ Ταβούσης, καθόλου δεν τον εκτιμούσε τον Παεικιέλα κι είχε και το νου του μην του σουφρώσει τίποτες πράμα.
— Θέλω δανεικό ένα τρίγωνο μοσσιέ Ταβούση.
— Τι τρίγωνο;
— Από κείνο που λένε τα κάλαντα.
Ο μοσσιέ Ταβούσης μπορεί να ’χε και τίποτις τρίγωνα, απ’ όλα τα καλά είχε το κατάστημα, μόνο κέφια δεν είχε.
— Άσε μας πρωί πρωί Χριστιανέ μου.
Ο Παεικιέλας ρούφηξε τη μύτη του.
— Να σου πω μια κουβέντα μοσσιέ Ταβούση. Όχι δηλαδής από κακό, αλλά να! Καμιά φορά έρχεσαι ν’ ανοίξεις και βρίσκεις το πρωί τα τζάμια σου σπασμένα. Και λοιπόν, έτσι και μου δώσεις εμένα δανεικό ένα τρίγωνο, θα στο προσέχω το κατάστημα και κανένας δε θα σου τσακίσει το τζάμι. Ενώ έτσι και δε μου δώσεις μπορεί αύριο να μη βρεις τζάμι για τζάμι γερό κι άντε να ψάχνεις τους αλανιάρηδες που τα σπάσανε. Με κατάλαβες;
Κατάλαβε ο μοσσιέ Ταβούσης και ήξερε καλά ότι άμα δε δώσει τρίγωνο ο ίδιος ο Παεικιέλας θα του κάνει τη βιτρίνα θρύψαλο. Γι’ αυτό χαμογέλασε κι έδωσε και μια στράκα του μικρού:
— Άντε να δεις, ρε άτιμο, έχουμε κάνα τρίγωνο κάτου στας αποθήκας;
Τον κέρασε και τον Παεικιέλα μια μαστίχα, διά τα «έτη σας πολλά και του χρόνου νοικοκυρεμένος και κατά πως πεθυμείτε». Έφερε κι ο μικρός ένα τρίγωνο σκουριασμένο, καλό ήτανε, καμπανάτο, μ’ ένα καρφί μεγάλο έκανες τη δουλειά σου, του ’δωσε και τέσσερα τσιγάρα της κούτας για το δρόμο.
Πήρε το δρόμο τον ανήφορο ο Παεικιέλας, κούρντισε την αγριοφωνάρα του και βάρεσε τις πόρτες.
— Να τα πούμε;
Τον γαυγίζανε τα σκυλιά, τον αγριέψανε οι νοικοκυρές, του κλείσανε τις πόρτες, όμως ήτανε και σπίτια που του δώσανε φράγκο. Φράγκο στο φράγκο, σπίτι και μαγαζί, μέχρι το βράδυ μάζεψε παρακαλώ εκατόν σαράντα ο Παεικιέλας. Εκατόν σαράντα ωραίες, κουδουνιστές και καινούριες. Μεροκάματο βασιλικό, μήτε πρόεδρος σε δικαστήριο δεν το παίρνει και ζήτημα είναι να το βγάζει κι εφοπλιστής με βενζινάκι δικό του.
Ο Παεικιέλας τζέντλεμαν και ιππότης πέρασε το πρώτο από του μοσσιέ Ταβούση να παραδώσει το τρίγωνο και το καρφί. Είπε «φχαριστώ και του χρόνου», πλέρωσε ένα πακετάκι ανήλικο που χρώσταγε από το καλοκαίρι και πήρε να κατηφορίσει κατά τα ουζάδικα που μυρίζανε λιαστό χταποδάκι.
Κάτου τα μαγαζιά ανάβουνε τα πρώτα φώτα, πάνου ψηλά παγώνανε τα φώτα των δειλών αστεριών. Ο Παεικιέλας συλλογιζότανε τι θα κάνει το θησαυρό του. Ούζο κατά πρώτον να αγαλλιάσει ο σταφυλίτης του. Ύστερον μάσες τρελές, μέχρι ψητό με σαλάτα. Ύστερον τσιγάρο και μάλιστα θα το ’φτανε και μέχρι γλυκό. Μέχρι γλυκό. Να καταλάβει επιτέλους κι αυτός Χριστούγεννα και να το γλεντήσει μέχρι αηδίας. Κι άσε και την άλλη μέρα που μπορεί να πήγαινε και στο φουτμπόλ.
Μήτε γατί ήτανε, μήτε άλλο ζωντανό κείνο που πετάχτηκε μπρος στα πόδια του. Ο Παεικιέλας κοίταξε καλά και κατάλαβε. Μάλιστα! Παιδί ήτανε! Ένα τόσο δα κατσούλικο αγοράκι, βρωμιάρικο κι ελεεινό και κακοπιασμένο. Πήγε να το πατήσει, όμως το μικρό γαντζώθηκε στα ποδάρια του κι άρχισε την κλάψα.
— Κάνε μια βοήθεια αφεντικό.
Του ’ρθε να σκάσει στα γέλια του Παεικιέλα. Ακούς αφεντικό! Του ’ρθε να γελάσει μα κοίταξε το αγοράκι και του κόπηκε το γέλιο στο στόμα.
— Τι θες ρε μπαγάσα;
— Μια βοήθεια.
Σάμπως τον πήρε μια πικράδα στο στόμα τον Παεικιέλα. Άκου βοήθεια ένα πράμα τόσο δα μέσα στο σούρουπο; Είπε να του δώσει μια ξανάστροφη να το διώξει, ύστερα είδε στη γωνιά έναν που πούλαγε σάμαλι, φράγκο και κομμάτι και το πήρε από το χέρι.
— Πάμε να σε κεράσω ένα σάμαλι!
Έτρωγε το σάμαλι ο πιτσιρίκος και κοίταζε τον Παεικιέλα με κάτι μάτια τόσα γουρλωμένα, μεγάλα, άναψε τσιγάρο ο Παεικιέλας και μάθαινε πως έχει ο μικρός μια μάνα και τρία αδερφάκια μικρότερα που τα δέρνει η φτώχεια κι η πείνα. Του φάνηκε το λοιπόν παράξενο κι ας πείναγε σ’ όλη του τη ζωή ο Παεικιέλας, του φάνηκε παράξενο να βρίσκουνται άνθρωποι και να σκυλοπεινάνε και κείνος να ’χει στην τσέπη του δραχμάς εκατόν τριάντα πέντε και κάτι ψιλά. Ύστερα συλλογίστηκε το ούζο, τον ήλιο που θα βασίλευε, τους γλάρους που θα πετάγανε μέσα στην σκούρα μελαγχολία των οριζόντων κι είδε και πέρα στην αγορά να παίζουνε οι κλαπαδόρες και να κρέμουνται τα σφαγμένα κοτόπουλα. Ρούφηξε το λοιπόν τη μύτη του και πήρε τον μικρόν απ’ το χέρι.
— Για ’λα μαζί μου.
Μια ώρα γυρίζανε ο Παεικιέλας και ο μικρός. Κι ύστερα βρεθήκανε με φορτωμένα τα χέρια, και κρέας και πατάτες και βούτυρο και λάδι και λαχανικά και απ’ όλα μέχρι δηλαδή πορτοκάλια είχανε. Τέσσερις δραχμές για τσιγάρα του μείνανε του Παεικιέλα σκέφτηκε όμως τα μικρά τ’ αδερφάκια και τις έδωσε κι αυτές να πάρει τρία μπαλόνια χρωματιστά, διότι το παιδάκι όσο να ’ναι το θέλει και το μπαλόνι του…
Χριστούγεννα, λιακάδα, άνθρωποι με τα καλά τους που βγήκανε περίπατο. Κι ο Παεικιέλας να κάθεται έξω απ’ το φτωχόσπιτο και να παίζει με τα παιδάκια και τα μπαλόνια του, χορτάτος κι ευχαριστημένος. Βέβαια δεν έφαγε πολύ, να φαν τα παιδιά και του ’λειπε το τσιγάρο. Όμως ένοιωθε ευχαριστημένος που γεννήθηκε ο Χριστός κι ας μην καταλάβαινε καλά-καλά για ποιο λόγο γεννήθηκε και για πρώτη του φορά ο Παεικιέλας δεν μελαγχόλησε από το δειλινό πέταγμα των γλάρων που είναι το κάτου-κάτου πουλιά και δεν καταλαβαίνουνε από Χριστούγεννα κι από τίποτες, μόνο κοιτάνε να γεμίσουνε τη γούλα τους…
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ(1909-1970), «ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ» 1962 (ΤΟΜΟΣ Α'), ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΕΥΣ
.
[ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ: «Ετήσια Λογοτεχνική και Καλλιτεχνική Έκδοσις», που κυκλοφόρησε μόνο μια φορά, το 1961, με εκδότη του οποίου το ψευδώνυμο ήταν Ηνίοχος Βάκχος. Περιλαμβάνει σατιρικά κεἰμενα από σπουδαίους συγγραφείς της εποχής. τους οποίους αναφέρει στο εξώφυλλο: Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Ψαθά, Νίκο Τσιφόρο, Σπύρο Μελά, Μ. Καραγάτση, Αλ. Σακελλάριο, Π. Παπαδούκα, Π. Βασιλειάδη, Μ. Αργυράκη, Γιάννη Τσαρούχη, Στρατή Μυριβήλη, Ηλία Βενέζη, Ανδρέα Καραντώνη, Δ. Γιαννουκάκη, Γιάννη Ρίτσο, Φώτο Γιοφύλλη, Νικηφόρο Βρεττάκο, ΄Αρη Δικταίο, Γ. Σεφέρη, Ο. Ελύτη κ.α., αλλά και άλλους γνωστούς συγγραφείς που εμφανίζοται με ψευδώνυμο καθώς και σκίτσα του Μποστ.]

phgh

Dionisis Vitsos



ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ: ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ
.
«Δεν υπάρχει ρομαντισμός μέσα στο ουράνιο τόξο. Πουθενά δεν υπάρχει ρομαντισμός. Όλα είναι μια μικρή απάτη της αιωνιότητας...
Πάνω στη γη, τον χειμώνα, αντικρίζεις τα ξερά, παγωμένα κλαδιά... Ξαφνικά, ξεπετιούνται τα μαβιά λουλουδάκια της μυγδαλιάς. Τότε όλοι φωνάζουνε:
"Έρχεται η άνοιξη".
Και μέσα στην άνοιξη κοκκινίζουνε τον κάμπο οι παπαρούνες και μυρίζει σπέρμα η γη. Και, ξαφνικά, όλα χρυσίζουνε, μια πύρα αλλιώτικη απλώνεται στον κόσμο και λένε μαζικά οι άνθρωποι: "Να το το καλοκαίρι".
Και αμέσως γίνονται καφετιά και κίτρινα τα φύλλα και καστανόχωμα πουντράρει τα περάσματα και φωνάζουνε στεναγμικά τα πουλιά και οι άνθρωποι σκέφτονται προφυματικά και στενάζουνε:
"Έφτασε το φθινόπωρο".
Και αυτό γίνεται πάντα, με μαθηματική επανάληψη, χιλιάδες χρόνια, εκατομμύρια χρόνια, μέσα σε μια μονοτονία που εμείς τη λέμε "διάσταση χρόνου" και μέσα σ' έναν χώρο που εμείς τον λέμε "διάσταση χώρου", αλλά που δεν είναι διαστάσεις και δεν είναι και τίποτα... Και ο ήλιος βγαίνει και αυτός μαθηματικά, ανατολή ώρα τόση, λεπτά τόσα, δύση το ίδιο, σαν ωτομοτρίς, με δρομολόγιο καθορισμένο, και το φεγγάρι ξεκινάει, τόξο της Άρτεμης, γεμίζει σαν τα μάγουλα της κυρά Αργυρούλας, ξαναδειάζει, και όλα γίνονται μ' έναν σκοπό που είναι κρυμμένος μέσα στ' αστρικά μυστήρια, και μεις ερχόμαστε στον κόσμο ξεδοντιάρικα και ζαρωμένα μωρά και φεύγουμε ξεδοντιάρικα και ζαρωμένα γεροντάκια, μέσα στα εβδομήντα-ογδόντα χρόνια της κουράδικιας υπάρξης μας, θαρρούμε πως είμαστε το κέντρο του σύμπαντος, κουβεντιάζουμε για ανωτερότητες και ιδανικά, κάνουμε βρωμιές και κάτουρα, κάμποσοι αφήνουνε μια τσιρλιά πάνω στην ιστορία, οι περισσότεροι περνάνε ασήμαντοι και χαντακωμένοι και από δίπλα οι παπάδες και τα αγιαστούρια μας σκυλοφοβερίζουνε με καζάνια γιομάτα καυτή πίσσα και μαρτύρια στον αιώνα τον άπαντα. Γιατί ρε; Επειδή και κάναμε το έγκλημα νάρθουμε να ζήσουμε εφτάοχτώ δεκαετίες και να φάμε το ψωμί με ιδρώτα και την πίκρα με τον κάδο... Έ, άει σιχτίρ λοιπόν!
Όλα είναι ίδια. Άμα και σας λένε για τις θερμές και όμορφες γυναίκες της Ταϊτής, που τις λάτρεψε ο ξυπόλυτος και βρωμιάρης Γκωγκέν, φωνάζετε όλοι μαζί:
"Ώ, η Ταϊτή... Η Ταϊτή!!!..."
Και άμα πάτε στη Ταϊτή θα βρείτε κάτι βρωμυξυγκάτες ξυπόλυτες, με πλακουτσερές μύτες που σκυλοαποπνέουνε ψαρίλα και λίπος και που σιχαίνεσαι να τις ζυγώσεις, εκτός αν είσαι χαρμάνης από θηλυκό και μαστούρης από κοροϊδιλίκι...
Και τα ξωτικά λιμάνια που σου περιγράφουνε, τα Χογκ Κογκ και τα Ικουίκουε είναι κι αυτά βρώμικα, γιομάτα ψειριάρηδες πεινασμένους και δολοφόνους. Ακούς "Λορέντζο Μαρκές", σε δολώνει τ' όνομα κι άμα πας σε πλακώνει το αγριοκούνουπο κι' η μιζέρια και λες "αμάν να φύγω", αλλά δεν έχει κάθε μέρα παπόρι και κάθεσαι και χτυπιέσαι κι' ονειρεύεσαι το Παρίσι, "πόλι-φως", που άμα και βρεθείς σε μπλέκουνε οι παλιοαλανιάρες, σικ ντυμένες, στα τρώνε μέχρι κουμπί από σώβρακο και τις δέρνουνε ή τις μαχαιρώνουνε Κορσικανοί αγαπητικοί και σαρακιασμένοι έμποροι του "ντρογκ", σκατά μωρέ σας λέω, άμα δε τα βλέπεις με μικροαστικό μάτι θαυμασμού, σκατά κι' απόσκατα, και άσε τα περί ανθρωπίνου πνεύματος και ανωτερότητας, γιατί θα πω κανά χοντρό και θ' αγανακτήσουνε πάλι τα λαμπρά πρόσωπα, τα "κοσμούντα δια της υπάρξεως και της ανωτερότητος των την ανθρώπινην κοινωνίαν" - εδώ, παρακαλώ, να μας φέρετε τα καθήκια να τα γεμίσουμε.
Άμα πεθάνουμε μας λένε όμορφα λόγια "χους ήν και είς χουν απελεύσει", να τ' ακούνε οι ζωντανοί δηλαδή, γιατί οι πεθαμένοι δεν ακούνε και είτε του πεις ωραία, είτε του πεις άσχημα...
Ζητώ όθεν συγγνώμην δια την Αριστοφάνειον αναισχυντίαν μου, αλλά άμα δεν τα γράψω να ξεθυμάνω, θα σκάσω κι όποιος θέλει να τα παρεξηγήσει δικαίωμα του, ας τα διαβάσει όμως... Μπορεί να βρει και λίγην αλήθεια μέσα στην τόση την κοπριά. Δύσκολο δεν είναι. Δύσκολο είναι να "βρεις κοπριά στην αλήθεια" »
ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ(1909-1970): «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ», Εκδόσεις Eρμής 1993
.



Τσιφόρος_Ο Σατανάς Ινκόγνιτ...

tsiforos_protos.pdf 

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only