Η Ζάκυνθος. Ανάμεσα στα τόσα, στα γοργά και τα διαβατικά που μας εντυπώνονται, και που τα γράφ’ η μνήμη και τα ξεγράφει, κάποιες ενθύμησες από τα πρώτα χρόνια, κρατιούνται πλέον επίμονα, απείραχτες από τον καιρό.
Μιά τέτοια ενθύμηση μού απομένει του τόπου που γεννήθηκεν ο Σολωμός, όταν επρωτοπέρασα από κείθε, παιδί. Διάβα γληγωρότατο, μιας ώρας μόλις, και ζωηρότατη εντύπωση κόσμου αγνώριστου ως τότε, ονειρευτού. Του αέρα η αξεθύμαστη μοσκοβολιά άρχιζε στου νησιού το σίμωμα μέσ’ από το καράβι ακόμα, σα να μη χύνονταν η ευωδιά μονάχ’ από τα περιβόλια, σα να ήταν εκείνη το μοναδικό και το μυστικό χάρισμα γης και αέρα και ουρανού εκεί.
Και ύστερα ήταν η θωριά που ξανοίχτηκε στα παιδικά τα μάτια μου από ένα ψήλωμα του νησιού' είδα’ από κει, κι απάνω και κάτω και βαθειά, πολύ βαθειά, όσο που έφτανε η ματιά μου, μια πρασινάδ’ απέραντη, πρωτόφαντη, συνηθισμένος καθώς ήμουν από πλάση άλλης λογής, (ασημένιες αλατόσπαρτες γύμνιες αλυκών, ήσυχα βουρκοθρεμμένα ρήχη λιμνοθάλασσας με τους ολάνοιχτους ηλιοψημένους ορίζοντες)[Ο Παλαμάς ήταν από το Μεσσολόγγι], είδα σαν ένα βασίλειο του πρασίνου, σαν ένα απέραντο ειδύλλιο, επαγγελίας γη, ζωντανή από τότε πάντα μέσα στη φαντασία μου.
Και καθώς κρατώ στο νου μου από τότε τη φυσική ομορφάδα της Ζακύνθου, την ιδέα μόνο της ομορφιάς της, κάτι αόριστο και θαμπόν, όμως πιο γοητευτικό για με κι από τους ωραίους στίχους με τους οποίους δύο μεγαλόστομοι Ζακυθινοί, ο Ιταλός Φώσκολος κι ο δικός μας Κάλβος λυρικά διαλάλησαν τις χάρες του νησιού που γεννήθηκαν , έτσι κρατώ στο νου μου και τον ποιητή Σολωμό και τον φαντάζομαι σαν άνθρωπο που του δόθηκε να κλείση μέσα του και να ξεφανερώση, ζωηρότερα από άλλους και μελωδικώτερα, πρώτα πρώτα την ψυχή της χώρας του, των συντοπιτών του και τα χαρίσματα και τις αδυναμίες, και ν’ άνθιση εκεί στη Ζάκυνθο, σε μια περίοδον ως δέκα χρόνων, ν’ άνθιση σαν ένα λουλούδι νοητό, καμωμένο μέ όλα τα φανταχτερά, μα ευκολόσβυστα, χρώματα και με όλα τα μεθυστικά τα αρώματα του ζακυθινού κάμπου.
Μας παρασταίνεται ο μικρός λαός που ζη εκεί πέρα, σε ό,τι κατέχει πιο σημαντικό και πιο βαθύ από τη φύση γνώρισμα, σαν ένας λαός πλούσιος από αίσθημα κι από φαντασία, μα η φαντασία του, ευκολογύριστη, αλλάζει, το καινούριο ζητάει, και το αίσθημά του δεν αντέχει για πολύ στα εμπόδια, και πέφτει. Ο Ζακυθινός ανάφτει εύκολα, και γλήγορα κορώνει. Φαιδρός και παθητικός, αγαπάει τα γέλοια και τα μετωρίσματα, καθώς έχει περισσά τα δάκρυα και θλίβεται από την ξένη δυστυχία πιο πολύ, παρ’ όσον από τη δική του.
Μίμος και τραγουδιστής, εξέχει στα πειράγματα, η καντάδα είναι το στοιχείο του. Γεννημένος μουσικός, δηλαδή κιθαριστής πιο πολύ. Τα πιο γνωστά και πιο αγαπημένα τραγουδάκια του πολλού κόσμου, μέσα στα στόματα εκείνων, που δεν ορέγονται πλέον την τραχεία πρωτόγονην αρμονία του κλέφτικου τραγουδιού, μήτε την αργή ανατολίτικη παθητικότητα του αμανέ, και που ακόμα δε γνωρίστηκαν με τη σοφή και τη βαθειά μουσική των ευρωπαίων τα τραγούδια τα καμωμένα από Λαγουϊδιάρηδες και Τσακασιάνους και τους ομοφύλους των, τα τονισμένα από τον Ξύνδα, σε μελωδίες ευκολοθύμητες ιταλικές. Όλα, τραγουδιστάδες και μουσικοί και κιθαριστάδες, από τη Ζάκυνθο μας έρχονται.
Ο Ζακυθινός είναι γεννημένος ποιητής πιο πολύ αυτοσχεδιαστής, ή ποιητής. Ιστοριογράφος του λαού αυτού αναφέρει πως εκεί, γραμματισμένοι κι αγράμματοι, στη χώρα και στα χωριά, κρατούν έτοιμο το στίχο στο στόμα καλημερίζονται κι ερωταποκρίνονται με στίχους, (καθώς εύκολα πετούνε τη βλαστήμια στου θυμού την ώρα) και σημειώνει την απορία κάποιου άγγλου περιηγητή που ρώτησε για κάτι μια χωρική, κ’ η χωρική του αποκρίθηκε σε στίχους.
Κι όπως είναι εκεί φτηνά χυμένα τα ερωτικά παραπονέματα της καντάδας, τα «Στον τάφο μου απάνω » και τα «Πώς ημπορείς κι αλλάζεις την καρδιά σου », έτσι και τα αναγελάσματα, και οι παρωδίες, αυτογέννητα πλούσια εκεί πέρα. Οι δύο γνωστότεροι σατυρικοί, προς τα τέλη του προπερασμένου και προς την αρχή του περασμένου αιώνα, ό αδιάντροπος Κουτούζης και ο ηθογραφικός Γουζέλης, από τη Ζάκυνθο μάς έρχονται.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ, ΜΕΤΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ ΥΠΟ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ», ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ 1921
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: Ο ΝΕΑΡΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟ.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΕ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟ. Συλλογή Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων Ζάκυνθος]
[Ο Σολωμός] ως τα 1828, που πέρασε στην Κέρκυρα, ζη εκεί και κλει στην ποιητική ψυχή του τη Ζάκυνθο, με την ολάνθιστη και την ανάλαφρη χάρη της ατμοσφαίρας της, με τη μοσκοβολιά της πνοής της, με το ξέγνοιαστο γοργοκύλισμα του τραγουδιού της, με την περιγελαστική της όρεξη και με το θηλυκό πάθος της. Ευκολοκοινώνητος τότε και ανοιχτόκαρδος.
Είναι ή ψυχή της συντροφιάς του, συντροφιάς από νέους, που αν ορέγονται τη μάθηση και τους στίχους, πιο πολύ ορέγονται να διασκεδάζουν μέ τους μωρόσοφους και ν’ αποτρελαίνουν τους ελαφρόμυαλους.
Αξιοθαύμαστος τύπος μωροσοφίας ο ιατρός Ροΐδης, η Μούσα της «Πρωτοχρονιάς» και του «Ιατροσυμβουλίου». Πόσο πνεύμα και πόσους στίχους ξοδεύει ο Σολωμός για να γελάση με τους συντρόφους του στη ράχη του Ροΐδη! Κ’ έξαφνα όταν εκείνος, μέσα στη βροχή των κακών στίχων που γεννοβολούσε, τύχαινε ν’ αστράψει και δύο τρεις της προκοπής, ο Σολωμός, σαν αγνός Ζακυθινός που ήταν, ευκολομετάβολος κι ευκολοενθουσίαστος, έπαυε τα γέλοια κ’ έτρεχε και φιλούσε το Ροΐδη!
Είναι ή εποχή που αυτοσχεδιάζει ξέγνοιαστα για τους φίλους, πότε ιταλικά σονέτα, στιχουργήματα περιστατικά, απάνω σε δοσμένες ρίμες, πότε σάτυρες, σαν το «Όνειρο» και σαν τη «Πρωτοχρονιά» σάτυρες που θ’ αναγνωρίζεται πάντα η κοινωνική τους, η λαογραφική, η ηθοποιητική, αν όχι και η ποιητική σημασία. […].
Καλά δεν ξέρει ακόμα ποιος ο δρόμος του θα τραβήξη εμπρός για να χαράξη τη νέα ελληνική ποίηση, ή θα μείνη ο στιχοπλέχτης ο ιταλόφωνος, μαθητής του Φωσκόλου, ή θαυμαστής του Μαντσόνη, και ύστερ’ από λίγο ίσως, εκείνων ισόπαλος;
Πιο πολύ προσέχει τότε στους ιταλικούς του στίχους. Ο Τρικούπης, νους από τους πιο μορφωμένους και τους κριτικώτερους του καιρού του, σαν άξιος φίλος του στέκεται και σαν αγαθός δαίμονας του καθαρίζει τη φιλολογική συνείδηση από κάθε σύγνεφο δισταχτικό, ξάστερα τον κάνει να ξανοίξη τον προορισμό του.
«Μην ονειρεύεσαι περίλαμπρο τόπο στον Ιταλικό Παρνασσό, η μοίρα σου έγραψε να βάλης τα θεμέλια της εθνικής μας Τέχνης».
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ, ΜΕΤΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ ΥΠΟ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ», ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ 1921
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΕ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ ΣΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟ. Συλλογή Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων Ζάκυνθος]
Προγόνους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,
όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,
όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,
όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,
του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,
τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,
Όμηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,
καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,
Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες.
Όλα φκιάσ’ τα γκιουβέτσι και σαλάτα,
νά και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,
και τα βιολιά, και ρίξου τους και φα τα.
Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ», 1907-1909 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΝΟΥΜΑΣ»
ΦΛΟΡΑ ΜΙΡΑΜΠΕΛΗ (ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ): «ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»
.
Στου λαμπρού Καλοκαιριού την απλωμένη λαύρα
Καίει τα διάφανα φτερά η παιγνιδιάρα Αύρα.
Ο τζίτζικας παραλαλεί κρυμμένος μες στα φύλλα
Είναι τα ρόδα λιγοστά και περισσά τα μήλα.
Όλη την κτίση σκλάβα του τραβά το Καλοκαίρι.
Εγγίζει και τον άνθρωπο με το βαρύ του χέρι,
Κι ο άνθρωπος αλλάζει ευθύς και, δίχως να το νιώθει,
Ξυπνούν μέσα του παλιοί και ξεχασμένοι πόθοι!
Καημός πανάρχαιου καιρού - τον σέρνει σα μαγνήτης,
Που ήταν παιδί της φύσεως και βασιλιάς μαζί της,
Παρθένος, δεν εγνώριζε στα δάση τα παρθένα
Τις χώρες πολυθόρυβες, τα σπίτια μολυσμένα.
Και σα να θέλει στον καιρό εκείνο να γυρίσει,
Ξεφεύγει απ' την οχλοβοή, την πόλη, και τη φθίση,
Και με χαρά παράξενη, με παιδιακίσια γέλια,
Κρύβεται μες στη μοναξιά, σκορπίζεται στ' αμπέλια.
Ο πόθος της παλιάς ζωής - τον σέρνει σα μαγνήτης,
Που ήταν παιδί της φύσεως και βασιλιάς μαζί της,
Δροσίζεται στις γαλανές ακρογιαλιές, και κάτου
Από τα δέντρα τα ιερά ξανοίγετ' η καρδιά του.
Και κλει και παίρνει μέσα του, χορταίνει όλη την πλάση,
Ψηλά βουνά, βαθιά νερά, πρασινισμένα δάση,
Τον κάμπο με τα στάχια του, τη νύχτα με τ' αστέρια,
Όλ' απ' τον ήλιο τον χρυσό ως τ' άσπρα περιστέρια.
Χαίρεται τους καρπούς χλωρούς, και το νεράκι κρύο,
Κι ο Ύπνος ο πονετικός κι ο Έρως το θηρίο
Σφικτά καθένας τον κρατεί στη δυνατή του αγκάλη.
νιός γίνεται σάτυρος κι η νιά νεράιδα πάλι!
ΦΛΟΡΑ ΜΙΡΑΜΠΕΛΗ (λογ. ψευδώνυμο του ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ](1859-1943), Εφημερίδα Άστυ, 26 Ιουνίου 1888
.
Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε
Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν
Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com
Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας
Σας ευχαριστούμε από καρδιας
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.