«Η κυρία Μίνα μπήκε στην τάξη κι αμέσως όλοι σηκώθηκαν όρθιοι. «Καθίστε κάτω», είπ’ η κυρία Μίνα, και κάθισαν πάλι στα θρανία τους.
Αυτός καθόταν στο πρώτο θρανίο γιατ’ ήταν κοντός. Η κυρία Μίνα ακούμπησε την τσάντα της πάνω στην έδρα, μα δεν έβγαλε το παλτό της ούτε τη γούνα της, γιατί έκανε πολύ κρύο. Η γούνα της ήταν αλεπού. Τα μάτια της κυρίας Μίνας έμοιαζαν πολύ με τα γυάλινα μάτια της αλεπούς, μόνο που ήταν πιο μεγάλα και γουρλωτά. Ήταν κακιά γυναίκα. Δεν τον χώνευε. Ίσως επειδή είχ’ έρθει απ’ άλλο σχολείο. Ή επειδή ήταν κοντός. Περισσότερο απ’ όλους αγαπούσε τον Μποζέλη, που ’ταν το πιο ψηλό παιδί της τάξης. Κάθε φορά που τέλειωνε η κιμωλία στη μέση του μαθήματος, εκείνον έστελνε στο γραφείο του διευθυντή να ζητήσει άλλη. Και προχτές που ’χε πονοκέφαλο κι ήθελε να πάρει ασπιρίνη, τον Μποζέλη έστειλε στην επιστάτρια να της φέρει νερό.
«Ησυχία», είπ’ η κυρία Μίνα. «Είναι κανείς απών;» Μερικά παιδιά φώναζαν πως απουσίαζε ο διπλανός τους. Η κυρία Μίνα σημείωσε τα ονόματά τους.
«Μόνο πέντε;» είπε. «Πάλι καλά, μ’ αυτό το κρύο. Τι μάθημα έχουμε την πρώτη ώρα, Μποζέλη;»
«Αριθμητική, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Α», έκαν’ η κυρία Μίνα. «Κόψτε λοιπόν ένα φύλλο χαρτί απ’ το τετράδιο της αριθμητικής, και γράψτε πάνω δεξιά τ’ όνομά σας. Καθαρά. Άκουσες, Κελαϊδίτη;»
«Μάλιστα, κυρία», είπε η Κελαϊδίτη.
«Τότε γιατί ρωτάς την Κεχαγιά;»
«Ξέχασα το τετράδιο της αριθμητικής στο σπίτι, κυρία».
«Δεν έχεις κανένα τετράδιο μαζί σου;»
«Έχω το τετράδιο της ορθογραφίας», είπ’ η Κελαϊδίτη.
«Ε, τότε κόψ’ ένα φύλλο απ’ το τετράδιο της ορθογραφίας – φιλοσοφία χρειάζεται;»
Ύστερα πήγε στον πίνακα και πήρε την κιμωλία. Μα επειδή κάτι παιδιά στα τελευταία θρανία άρχισαν να μιλάνε, η κυρία Μίνα γύρισε και κοίταξε καλά-καλά όλη την τάξη. Τα παιδιά στα τελευταία θρανία σώπασαν, κι η κυρία Μίνα ξαναγύρισε προς τον πίνακα. Έγραψε έναν τριψήφιο αριθμό, πλάι ένα Χ, κι ύστερα άλλον έναν τριψήφιο αριθμό.
«Τι αριθμητική πράξη είν’ αυτή, Μποζέλη;»
«Πολλαπλασιασμός, κυρία», είπ’ ο Μποζέλης.
«Τ’ ακούσατε όλοι;»
«Μάλιστα, κυρία», είπε όλη η τάξη.
«Γράφετε λοιπόν, και να μην ακούσω τσιμουδιά. Όποιον πιάσω να κοιτάει το γραφτό του διπλανού του, θα μηδενιστεί, και θα φέρει και τον κηδεμόνα του – τι συμβαίνει, Ζερβού;» «Δεν έχω μολύβι, κυρία».
«Δε θυμάμαι να ’χες και ποτέ σου τίποτα», είπε η κυρία Μίνα στη Ζερβού. «Ποιος έχει δυο μολύβια;»
Μερικά παιδιά σήκωσαν το χέρι τους. Το σήκωσε κι αυτός, μα, παρ’ όλο που καθόταν στο πρώτο θρανίο, δεν τον είδε.
«Δώσ’ της εσύ ένα», είπε σ’ έν’ αγόρι που καθόταν δυο θρανία πιο πίσω απ’ τη Ζερβού. «Μήπως είναι κανένας άλλος που δεν έχει μολύβι; Μήπως ξέχασε κανείς να φέρει τη γόμα του; – ή το μυαλό του;» Δε μίλησε κανείς. «Είστε όλοι σίγουροι πως δεν έχετε καμιά απορία;» Τι απορία να ’χουν; Είχαν κάνει ένα σωρό τέτοιους πολλαπλασιασμούς, και την περασμένη βδομάδα είχαν μπει στη διαίρεση. «Τι θέλεις, Κεχαγιά;»
Τα κορίτσια έκαναν συνεχώς ερωτήσεις. Δεν καταλάβαιναν ποτέ με το πρώτο τι τους έλεγες. «Πού θα κάνουμε τις πρόχειρες πράξεις, κυρία;» Πρόχειρες πράξεις; Αυτό δεν το ’χε σκεφτεί. Καλά που το ρώτησε η Κεχαγιά.
«Στο πίσω μέρος της κόλας», είπε η κυρία Μίνα. «Τ’ ακούσατε όλοι;» «Μάλιστα». «Κελαϊδίτη;»
«Μάλιστα, κυρία», είπε η Κελαϊδίτη.
«Όσοι τελειώνουν να μου φέρνουν την κόλα τους και να βγαίνουν ήσυχα στην αυλή. Χωρίς φωνές κι ενοχλούμε τις άλλες τάξεις. Αρχίστε λοιπόν. Αυτός που θα τελειώσει πρώτος, θα ’ναι το καλύτερο παιδί της τάξης».
Παρ’ όλη την παγωνιά που ’κανε, ένιωσε ξαφνικά μια θέρμη να φουντώνει σ’ όλο του το κορμί. Έπιασε το μάγουλό του, κι έκαιγε. Τώρα θα ’δειχνε στην κυρία Μίνα ποιος ήταν το καλύτερο παιδί της τάξης. Η κυρία Μίνα δε θα ’στελνε πια μόνο τον Μποζέλη στο γραφείο του διευθυντή να φέρει κιμωλία. Γρήγορα. Πρώτα τον πολλαπλασιαστέο. Η ουρίτσα του 9 ήταν λίγο μακρουλή. Πήρε τη γομολάστιχα, το ’σβησε και το ξανάγραψε. Τώρα τον πολλαπλασιαστή. Τη γραμμή. Όχι με το χέρι. Με το χέρι θα γινόταν στραβή. Άνοιξε γρήγορα τη σάκα του κι έβγαλε το χάρακα. Τον έβαλε κάτω απ’ τον πολλαπλασιαστή και τράβηξε μια όμορφη ίσια γραμμή. Την πάτησε και δεύτερη φορά. Η κυρία Μίνα διάβαζε την εφημερίδα της. Μα θα ’χε και το νου της να μην αντιγράψουν. Τραβήχτηκε λοιπόν στην άκρη του θρανίου, όχι τόσο για να μη βλέπει ο διπλανός του, μα για να μη φανταστεί κανένας, για να μη φανταστεί η κυρία Μίνα, πως είχε την παραμικρή πρόθεση ν’ αντιγράψει αυτός απ’ τον διπλανό του. Δεν είχε ανάγκη ν’ αντιγράψει. Ήταν καλός στην αριθμητική. Ούτε είχε ανάγκη να κάνει πρόχειρα τις πράξεις. Μπορούσε να τις κάνει και με το μυαλό του. Έξι εννιά; Μμ… Αυτό το μπέρδευε πάντα. Πέντ’ εννιά σαράντα πέντε, έξι εννιά πενήντα τέσσερα. Γράφουμε το τέσσερα και κρατάμε πέντε. Πέντε. Να μην το ξεχάσει. Τρεις οχτώ είκοσ’ τέσσερα – και πέντε; Είκοσ’ τέσσερα και πέντε, είκοσι εννιά. Το μυαλό του δούλευε γρήγορα. Ένιωθε λιγάκι σα μεθυσμένος. Σα να μην είχε σώμα. Μόνο το κεφάλι του, και το χέρι του που ’γραφε. Τέλειωσε. Έριξε μια ματιά γύρω του. Οι άλλοι έγραφαν ακόμα. Σηκώθηκε και πήγε γρήγορα στην έδρα.
Η κυρία Μίνα σταμάτησε το διάβασμα και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Της φάνηκε βέβαια λίγο περίεργο που, απ’ όλη την τάξη, αυτός είχε τελειώσει πρώτος.
«Τέλειωσες κιόλας;»
«Μάλιστα».
Της έδωσε την κόλα. Η κυρία Μίνα έριξε μια ματιά και χαμογέλασε. Χαμογέλασε παράξενα. «Καλά. Πήγαινε στην αυλή».
Βγήκε στην αυλή, κι η παγωνιά τον χτύπησε κατάμουτρα. Ένιωσε σα να ξυπνούσε από ’να όνειρο.
«Εσύ τι κάνεις έξω;» Για μια στιγμή τρόμαξε. Μα ήταν η επιστάτρια, κουκουλωμένη μ’ ένα σάλι. Θα φαντάστηκε, βέβαια, πως είχε γίνει καμιά αταξία κι η κυρία Μίνα τον είχε βγάλει έξω για τιμωρία.
«Είχαμε πρόχειρο διαγώνισμα και τέλειωσα πρώτος», της είπε.
Η επιστάτρια τον κοίταξε με θαυμασμό. Ένιωσε το στήθος του να φουσκώνει από περηφάνια. Ήθελε να τρέξει πάνω-κάτω, μα η αυλή ήταν έρημη, κι εξάλλου η κυρία Μίνα είχε πει όσοι τελειώνουν να κάνουν ήσυχα για να μην ενοχλούν τις άλλες τάξεις. Πήγε στ’ αποχωρητήρια κι έκανε το νερό του. Τ’ αποχωρητήρια ήταν αλλιώτικα στο διάλειμμα, κι αλλιώτικα όταν σήκωνες το χέρι σου στη μέση του μαθήματος κι έλεγες πως ήθελες να πας στο μέρος. Πώς να ’ταν άραγε τ’ αποχωρητήρια των κοριτσιών; Ήταν ευκαιρία να μπει και να δει. Αλλά συγκρατήθηκε. Μπορεί να τον έβλεπε η επιστάτρια και να το ’λεγε στην κυρία Μίνα. Φαντάσου, το καλύτερο παιδί της τάξης να μπαίνει στ’ αποχωρητήρια των κοριτσιών! Άσε που, από στιγμή σε στιγμή, θ’ άρχιζαν να βγαίνουν και τ’ άλλα τα παιδιά έξω. Η Κεχαγιά λόγου χάρη. Η Κεχαγιά ήταν καλή μαθήτρια, μα κι η μεγαλύτερη μαρτυριάρα.
Μα γιατί αργούσαν; Τι έκαναν τόση ώρα; Απ’ έξω πέρασε το τραμ. Μα δε μπορούσες να το δεις, γιατί ο τοίχος της αυλής ήταν ψηλός. Κάθισε στο σκαλοπάτι της εισόδου και σήκωσε τη δεξιά του κάλτσα που ’χε πέσει. Ύστερα έλυσε τα κορδόνια των παπουτσιών του και τα ξανάδεσε πιο σφιχτά. Το μόνο που φαινόταν πάνω απ’ τον τοίχο της αυλής ήταν η σοφίτα του αντικρινού σπιτιού. Η στέγη της σοφίτας ήταν σαν ασημένιο αυγό. Σα μισό ασημένιο αυγό. Στην κορυφή του αυγού ήταν το αλεξικέραυνο. Αν έπεφτε κανένας κεραυνός εκεί κοντά, το αλεξικέραυνο θα τον τραβούσε, θα τον έχωνε στη γη, και δε θα ’πιανε φωτιά το σπίτι.
Πίσω του άκουσ’ έναν ελαφρό ήχο. Σηκώθηκε όρθιος. Ήταν η Κεχαγιά. Γουρλωμάτα και ποζάτη. Από πίσω της ερχόταν ένα άλλο κορίτσι. Ο Μποζέλης δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ήθελε να ρωτήσει τι γινόμενο είχαν βγάλει, μα η Κεχαγιά και τ’ άλλο κορίτσι του ’χαν γυρίσει την πλάτη. Ευτυχώς που εκείνη τη στιγμή έβγαινε κι ο Μποζέλης. Συγχρόνως χτύπησε το κουδούνι διάλειμμα. Πριν προλάβει να ρωτήσει εκείνος, τον ρώτησε ο Μποζέλης.
«Τι γινόμενο έβγαλες εσύ;» Του ’πε. Μέσες-άκρες. Γιατί δε θυμόταν και καλά.
«Πω, πω!» φώναξ’ ο Μποζέλης.
Η Κεχαγιά γύρισε και κοίταξε με περιέργεια.
«Αυτός εδώ πολλαπλασίασε μόνο με το πρώτο ψηφίο!» είπε ο Μποζέλης στην Κεχαγιά. «Άσε με ήσυχη, σε παρακαλώ», είπ’ η Κεχαγιά. «Σου ’χω πει ότι δε σου μιλάω».
Την ίδια στιγμή όρμησαν έξω τα παιδιά της τετάρτης τάξης, και κάμποσα παιδιά απ’ τη δική τους τάξη, και δεν άκουσε τι είπε ο Μποζέλης. Τον είδε μόνο που ’σπρωξε την Κεχαγιά, παραλίγο να τη ρίξει κάτω, κι η Κεχαγιά έμπηξε τα κλάματα. Αυτός δε μπορούσε να κλάψει. Ήθελε, μα δε μπορούσε.
«Είδατε τι γρήγορα που πλάκωσαν οι ζέστες;» είπε η κυρία Περεσιάδη στη γιαγιά.
«Θα πάτε πουθενά φέτος;»
«Ήθελα να πάω στην Αιδηψό να κάνω μερικά μπάνια», είπε η γιαγιά.
«Δυστυχώς, είναι η τρίτη χρονιά, ο εγγονός μου έμεινε μετεξεταστέος στα μαθηματικά, και πρέπει να κάτσουμε στην Αθήνα να προγυμναστεί».
«Α, τον καημένο», είπε η κυρία Περεσιάδη.
«Τι να κάνουμε», είπ’ η γιαγιά. «Από μικρός που ήταν και πήγαινε στο Δημοτικό, δεν τ’ άρεσε καθόλου η αριθμητική. Έμοιασε σε μένα και στη μάνα του. Είναι, καταλαβαίνετε, ζήτημα ιδιοσυγκρασίας».
ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ: «ΤΑ ΡΕΣΤΑ», Διηγήματα. Πρώτη έκδοση: Εκδόσεις Ερμής 1972, δεύτερη έκδοση: Εκδόσεις Εξάντας 1988,
τρίτη έκδοση: Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009. Τέταρτη έκδοση: Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Φεβρουάριος 2021
.
[ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ (1927-1988): Διακεκριμένος λογοτέχνης της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, πεζογράφος, ποιητής και μεταφραστής. Από τη Θεσσαλονίκη, με καταγωγή από την Ανατολικη Ρωμυλία. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του στην Αθήνα, φοίτησε για δύο χρόνια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1951 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και ακολούθησαν άλλες τέσσερις. Από το 1956 ως το 1964 ταξίδεψε σε διάφορα μέρη του κόσμου και εκείνο το χρονικό διάστημα έγραψε το μοναδικό μυθιστόρημά του, ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ, το οποίο εξέδωσε ο ίδιος στην Αθήνα το 1962, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και αγαπήθηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό καθότι αποτελούσε μια πιστή απεικόνιση της ζωής του Νεοέλληνα.
Το 1988 βρέθηκε δολοφονημένος στο σπίτι του υπό ανεξιχνίαστες ακόμη συνθήκες.]
πηγη
Dionisis Vitsos
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε
Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν
Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com
Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας
Σας ευχαριστούμε από καρδιας
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.