«Κάπου εκεί κοντά, πάνω από το στάδιο, ήταν το σπίτι δύο πολύ καλών φίλων και κουμπάρων των γονιών μου. Είχαμε πάει επίσκεψη μέσα στα Χριστούγεννα σ’ εκείνο το σπίτι που ήταν στολισμένο όπως πρέπει. Με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια του, τις μπάλες και τα μπαλόνια, το δέντρο, απ’ όλα είχε. Μέσα στη βαρεμάρα που έχει ένα παιδί το πολύ έξι-επτά χρονών, άρχισα να περιεργάζομαι τα διάφορα στολίδια, μέχρι που έπεσα πάνω σε δύο καρύδια βαμμένα χρυσά, στολισμένα φαρδιά πλατιά στο τραπεζάκι του σαλονιού. Έφριξα. Ήταν αληθινά; Ήταν ψεύτικα; Ήταν καρύδια;
«Κύριε Μιχάλη… τι είναι αυτά;» ρώτησα με μερική ανασφάλεια, μην τυχόν και ρωτούσα μαλακία.
«Τ’ αρχίδια του Καράμπελα!» μου απάντησε χαμηλόφωνα και πολύ σοβαρά ο κύριος Μιχάλης, που δεν του έλειπε καθόλου το χιούμορ.
Γούρλωσα τα μάτια και πήγα πιο κοντά να παρατηρήσω καλύτερα τα παράξενα αυτά αντικείμενα του κυρίου Καράμπελα. Το τι άκουσα από τον πατέρα μου όταν μέσα στο αμάξι, γυρίζοντας πλέον στο σπίτι, του δήλωσα ότι θέλω διακαώς να πάρω κι εγώ τ’ αρχίδια του Καράμπελα δε λέγεται.
Σίγουρα, η αναπάντεχη επιθυμία μου θα είχε γίνει πολλές φορές αιτία για γέλια στις παρέες που έκαναν οι μεγάλοι εκείνη την εποχή.
[…]
... αφορμές για παρέες των μεγάλων τα παλιά χρόνια ήταν οι ονομαστικές εορτές. Θυμάμαι κάθε αρχές Νοέμβρη και το σπίτι μας γιόρταζε. Όχι μία ημέρα, αλλά δύο τουλάχιστον. Ανοίγαμε το μεγάλο σαλόνι και στρώναμε τα χαλιά. Η μάνα μου έφτιαχνε από την προηγούμενη κάτι τρουφάκια σοκολατένια που μοσχοβόλαγαν ροδόνερο και ένα σωρό άλλα γλυκά και με απειλούσε με διάφορους τρόπους να μην τα φάω μέχρι τις επόμενες δύο μέρες. Μετά έφερνε λουλούδια και κάτι γλυκά από του Μαθιουδάκη, φορμάκια τα λέγανε, που ήταν ένα πράγμα με τραγανή ζύμη και μαρμελάδα μέσα σε μια φωλιά από τραγανό φύλλο κρούστας. Τα στόλιζε σε κάτι κρυστάλλινα περίεργα σκεύη που τα έβλεπα δυο φορές τον χρόνο. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι έξω, η αυλαία σηκωνόταν, ανάβανε όλα τα φώτα και μου έλεγε να πάω να ντυθώ σαν τον άνθρωπο κι ας μην είμαι.
Περίμενα με ανυπομονησία το πρώτο χτύπημα στο κουδούνι. Μετά, τα κουδούνια πλήθαιναν. Κρυμμένος στο δωμάτιό μου, κρυφάκουγα και από τη φωνή καταλάβαινα ποιοι είναι οι επισκέπτες και, αναλόγως αν τους γούσταρα ή όχι, έβγαινα διστακτικά από την τρύπα μου να χαιρετίσω ή το έπαιζα ψόφιος κοριός. Αν ήταν κανείς που είχε αυτό το άθλιο συνήθειο του δυνατού τσιμπήματος στο μάγουλο, δεν έβγαινα με τίποτα. Αναρωτιέμαι σε ποιο εγχειρίδιο βασανιστηρίων το είχε γράψει αυτό ο δρ Μένγκελε και το είχαν ανακαλύψει μερικοί γνωστοί και φίλοι των γονιών μου.
Θυμάμαι τους γονείς μου πάντα ικανοποιημένους και χαρούμενους εκείνες τις βραδιές. Οι συζητήσεις και οι πλάκες έδιναν και έπαιρναν στο σαλόνι και οι πιο κοντινοί καθόντουσαν έως αργά.
Κάποια στιγμή, αρκετά αργά, τα φώτα έσβηναν, η αυλαία έπεφτε. Μετά, εμφανώς ευχαριστημένος, ο πατέρας μου έβγαζε τα κοστούμια, φόραγε εκείνο το μπεζ σακάκι-ρόμπα του με τα κουμπιά τύπου μοντγκόμερι και καθόταν αργά να χαζέψει τηλεόραση. Χαριστικά καθόμουν κι εγώ μέχρι αργά εκείνες τις νύχτες.
Εγώ φυσικά, αφού τελείωνε το διήμερο πανηγύρι, έκανα ντου στα σοκολατάκια και λοιπά γλυκά που περίσσευαν, σαν πεινασμένο κογιότ σε περίοδο ξηρασίας και χάζευα τα ποτά που έφερναν για δώρα. Πολλά δώρα-ποτά. Μερικά όμως… σαν να τα ’χα ξαναδεί.
Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι πολλά από αυτά τα ποτά ανακυκλώνονταν ως δώρα στα σπίτια εκείνη την εποχή. Φαντάζομαι ότι να γιορτάζουν δυο-τρεις Μιχάληδες ας πούμε ήταν ΟΚ. Πήγαινες στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς, έπαιρνες ένα ποτό δώρο στον καθένα και όλα καλά. Αλλά αν είχες να πας σε δυο μέρες σε δέκα Νίκους ή σε δεκαπέντε Γιάννηδες, θα ήταν ένας εφιάλτης. Δε σ’ έφτανε ένας μισθός σε ουίσκια και βερμούτ για χάρη τους. Έτσι είμαι σίγουρος ότι πολλά από τα Ballantine’s και τα Eoliki, που ήταν κι αυτά ντυμένα στα καλά τους ως δώρα, θα κόβανε κύκλους σαν περιπλανώμενα ορφανά για χρόνια ολόκληρα από σπίτι σε σπίτι. Σαν καταραμένα φαντάσματα μέσα στα κόκκινα και πράσινα περιτυλίγματά τους με τον στρογγυλό φιόγκο πάνω δεξιά, να περιπλανιούνται από σπίτι σε σπίτι και από γιορτή σε γιορτή χωρίς κανείς ποτέ να μην τολμάει να τ’ ανοίξει. Μέχρι η κατάσταση να φτάσει στο απροχώρητο. Ή μέχρι να αναγνωρίσει κάποιος για εικοστή πέμπτη φορά το δώρο που του είχε φέρει ο τάδε κουμπάρος, που το είχε πάρει πρόπερσι στον άλλο κουμπάρο και να ντραπεί να το ξανασπρώξει.
Έχω καβατζώσει ένα τέτοιο αρχαίο Ballantine’s στο σπίτι μου στο χωριό. Όταν πηγαίνω καμιά φορά χειμώνα και ανάβω το τζάκι με κανένα καλό βιβλίο δίπλα ή καμιά καλή ταινία στην τηλεόραση, βάζω και πίνω λίγο από το πολύτιμο αυτό σαράντα ετών ουίσκι. Για καλό και για κακό έχω πάντα το κινητό δίπλα μου. Ποτέ δεν ξέρεις. Μέχρι τώρα την έχω βγάλει καθαρή.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΟΡΕΝΤΖΗΣ: «Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
Προμηθευτείτε το βιβλίο με έκπτωση 30% ΕΔΩ: https://www.politeianet.gr/.../9789604382347-fiorentzis
Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε
Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν
Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com
Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας
Σας ευχαριστούμε από καρδιας
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.