Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

ΜΑΡΘΑ ΤΟΚΑΤΛΙΔΟΥ-ΣΑΒΟΠΟΥΛΟΥ «Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ»


 Έκλεισε το τηλέφωνο. Eτοίμασε πολύ γρήγορα το σάκο της.

Γέμισε ένα μπουκάλι με τσίπουρο και βγήκε τρέχοντας.
Προλάβαινε το νυχτερινό λεωφορείο για την Αθήνα.
Κουλουριάστηκε στην τελευταία θέση. Αν ο καιρός ήταν καλός, θα έφτανε τα ξημερώματα. Είχε πολλές ώρες δρόμο.
Έξω χιόνιζε ασταμάτητα.
Έτσι χιόνιζε και εκείνες τις γιορτινές μέρες.
Το χιόνι έφτανε σχεδόν στο ύψος της. Πηδούσε επί τόπου, για να δει αν κάποιος περνούσε από το πολύ στενό δρομάκι που άνοιγαν οι μεγάλοι με τα φτυάρια, για να μπορούν να περνούν τα παιδιά και τα ζώα.
Στην άκρη της αυλής τους, το χριστουγεννιάτικο δέντρο είχε ήδη σκεπαστεί από το χιόνι.
Είχε κάνει τόσο κόπο για να το στολίσει. Ήταν ένας κέδρος στο ύψος της. Το έφερε ο παππούς από το δάσος, το έβαλε σε έναν τενεκέ γεμάτο χώμα, το στερέωσε καλά για να κρατιέται όρθιο και της είπε :
«Τώρα θα το αναλάβεις εσύ».
Από τις αρχές Δεκεμβρίου μάζευε σε ένα βιβλίο χρυσόχαρτα από τα πακέτα των τσιγάρων και τις σοκολάτες. Με τα χαρτιά αυτά τύλιγε κάστανα και καρύδια, αφήνοντας στο επάνω μέρος τους στριμμένο το χρυσόχαρτο, απ’ όπου περνούσε την βελόνα με κλωστή, δημιουργώντας περίτεχνα κρεμαστά στολίδια.
Είχε γεμίσει ένα μεγάλο κουτί με τέτοια και τα κρέμασε στο δέντρο, προσέχοντας να μην αφήσει κενά. Συμπλήρωνε το στόλισμα με το λιγοστό βαμβάκι, καρφώνοντάς το στις βελόνες του κέδρου.
Ήταν έτοιμο. Το καμάρωνε. Μάλιστα τα βράδια, παρακαλούσε τη γιαγιά να αφήνει το αναμμένο φανάρι κάτω από το δέντρο, για να το βλέπει από το παράθυρο.
Με το φως του φαναριού μέσα στη νύχτα, το πραγματικό με το παραμύθι γινόταν ένα στο μυαλό της.
Δεν το χάρηκε πολύ. Γρήγορα το πλάκωσε το χιόνι.
Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα τριγωνικό βουναλάκι σκεπασμένο με πολύ χιόνι.




Οι ηλικιωμένοι του χωριού έλεγαν ότι πολλά χρόνια είχε να ρίξει τόσο χιόνι.
Πραγματικά. Η χιονόπτωση άρχισε παραμονές Χριστουγέννων και συνεχιζόταν μέρα νύχτα, ως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όπου όλα είχαν παγώσει.
Στο στενό χιονόδρομο πηγαινοερχόταν με αγωνία, μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι.
Περίμενε τον ΄Αη Βασίλη φορτωμένο με δώρα. Ήταν σίγουρη ότι θα έρθει.
Η μάνα της το έγραψε ξεκάθαρα στο γράμμα:
«Να τον περιμένεις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, θα σου φέρει πολλά δώρα, γιατί σ’ αγαπάει πάρα πολύ».
Από το πρωί τον περίμενε. Έβγαινε, έβλεπε το δρόμο στη βόρεια πλευρά του χωριού και έτρεχε πάλι μέσα στο σπίτι, από το πολύ κρύο. Κόντευε μεσημέρι, η βασιλόπιτα είχε ήδη ψηθεί.
Μοσχοβολούσε, όταν την έβγαλαν από το σάτσι.
Μπαινόβγαινε με αγωνία, αλλά ο Άγιος Βασίλης δεν έλεγε να έρθει.
Άρχισε να νυχτώνει. Βγήκε για τελευταία φορά στην αυλή.
Η ξαστεριά από τη μια και το χιόνι από την άλλη έδιναν την αίσθηση ότι ήταν ακόμη μέρα.
Αποκαρδιώθηκε. Μπήκε στο σπίτι και ξαναδιάβασε το γράμμα. Ο παππούς την καθησύχασε.
«Ο χειμώνας είναι βαρύς και η παγωνιά μεγάλη», της είπε. «Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορούν οι άνθρωποι έξω τη νύχτα. Πέσε να κοιμηθείς, πουλί μου, και ο Άγιος Βασίλης σου θα έρθει αύριο».
Κουκουλώθηκε κάτω από το ζεστό μάλλινο πάπλωμα. Την πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε από τα χτυπήματα στην πόρτα και από το γαύγισμα του «Ντικ» τους.
Τον είδε…!
Φορούσε στρατιωτική χλαίνη με κουκούλα.
Ήταν παγωμένος και κατακόκκινος. Τράβηξε τα θαμπωμένα μυωπικά γυαλιά από τα μάτια του και την πήρε στην αγκαλιά του. Τα παγωμένα χέρια του χάιδεψαν τα μάγουλά της και της έδειξε το μεγάλο σεντούκι.
Ζέστανε τα χέρια του στο τζάκι, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του και το ξεκλείδωσε.
Όλος ο κόσμος μέσα.
Πάνω-πάνω μια τεράστια κούκλα, αληθινή, με μαλλιά, βλεφαρίδες και ρούχα. Ανοιγόκλεινε τα μάτια της και φώναζε «μαμά».
Σκουφάκι, γάντια, παλτό, μπλούζες παντελόνια, μποτάκια, κάλτσες, σοκολάτες, καραμέλες, τετράδια, μολύβια, μπογιές. Όλα αυτά με μια γνώριμη μυρωδιά. Αυτή της μάνας της.
Δεν πίστευε στα μάτια της!
Μια κοίταζε τα δώρα και μια τον Αη Βασίλη.
Την ξαναπήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε.
Κρατώντας την κούκλα της αγκαλιά, χώθηκε στο κρεβάτι.
«Τώρα θέλω ένα τσιπουράκι για να ζεσταθώ , μου αρέσει κιόλας. Να βάλουμε και το ζωντανό στο στάβλο, να ξεκουραστεί. Το χιόνι ήταν παγωμένο, πολλές φορές γλιστρούσε, το έβλεπα που ζοριζόταν και έλεγα πως δεν θα τα βγάλουμε πέρα . Η γυναίκα μου όταν έφυγα έκανε τον σταυρό της. Έφτασα στο χωριό μου το μεσημέρι. Μόλις που έφαγα και ξεκίνησα. Είχα δέκα χιλιόμετρα να κάνω».
Τον άκουγε να μιλάει ψιθυριστά.
«Στα μισά του δρόμου κιότεψα, είπα να επιστρέψω. Όμως σκέφτηκα ότι η μικρή θα με περίμενε. Ευτυχώς, όλα ήρθαν καλά, δόξα τω Θεώ. Στρώσε μου τώρα να ξαπλώσω και αύριο πρωί-πρωί πάω στο σπίτι μου, να κάνω και ποδαρικό».
Νανουριζόταν με τις κουβέντες τους και με τη μυρωδιά της κούκλας. Με τη μυρωδιά της μάνας της. Αυτήν τη μυρωδιά έψαχνε, όταν κάποιος ερχόταν από τη Γερμανία. Πήγαινε κοντά του, για να μυρίσει τη μάνα της.
-Στάση Φάρσαλα, μισή ώρα για φαγητό και τσιγάρο.
Βγήκε έξω να τη χτυπήσει ο αέρας. Ο καιρός ήταν καλύτερος, πιο ζεστός. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
Ο κυρ Αντώνης, ο Άγιος Βασίλης της, κόντευε τα ογδόντα έξι.
Είχε αναπνευστικά προβλήματα. Τα κληρονόμησε από το εργοστάσιο φαρμάκων όπου δούλευε για πολλά χρόνια, στη Γερμανία.
Όταν άκουσε από την κόρη του στο τηλέφωνο ότι δεν ήταν καλά ο πατέρας της, ένιωσε ότι έπρεπε να τρέξει να τον δει.
Τον βρήκε καθισμένο στο κρεβάτι.
Στα μάτια του τα ίδια μυωπικά γυαλιά.
Στο στόμα η αναπνευστική μάσκα.
Τον πλησίασε.
Έβγαλε τη μάσκα και τα γυαλιά του, σήκωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε.
«Καλώς την, καλώς μου την, καλωσόρισες. Για να σε δω, ίδια είσαι. Εγώ γέρασα, αλλά δεν έχω ανάγκη. Παλιό κόκαλο. Μόνο που αυτός ο αέρας δεν μου φτάνει, με σκοτώνει σιγά-σιγά».
Ξανάβαλε τη μάσκα οξυγόνου.
Σηκώθηκε και του έβαλε μια γουλιά τσίπουρο.
Την κοίταξε στα μάτια, έβγαλε την μάσκα και το ήπιε.
-Όπως εκείνο το παγωμένο βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Όσο σκέφτομαι ότι κιότεψα να σου φέρω τα δώρα! Πιστεύεις ότι το έχω ακόμα βάρος; Αλλά όταν θυμάμαι τα ματάκια σου που άστραφταν και χαμογελούσαν, λέω ότι έκανα τη μεγαλύτερη και καλύτερη πράξη της ζωής μου. Κοριτσάκι μου όμορφο!
ΜΑΡΘΑ ΤΟΚΑΤΛΙΔΟΥ-ΣΑΒΟΠΟΥΛΟΥ «Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
.
[Η Μάρθα Σαββοπούλου-Τοκατλίδου γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1954 στο Μελάνθιο Καστοριάς.
Έχει αποφοιτήσει από το Λύκειο Καστοριάς.
Αγαπάει τα βιβλία, τον κινηματογράφο και τη μουσική. Ασχολείται πολλά χρόνια με το ραδιόφωνο. Είναι παντρεμένη με τον Γιάννη Σαββόπουλο και έχει δυο γιούς, το Δημήτρη και τον Αλέξη.
Ζει και εργάζεται στην Καστοριά.
Η συλλογή διηγημάτων της με τίτλο « Τα καλά της
τα παπούτσια» είναι το πρώτο της βιβλίο].
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
- Μάρθα Τοκατλίδου- Σαββοπούλου, σε νεαρή ηλικία και σήμερα.

Με πολύ μεράκι αλλά και υπομονή συνεχίζουμε την προσπάθεια μας .Αθόρυβα …σιγά σιγά με πολύ υπομονή αλλά και διάθεση προχωράμε Στόχος μας παραμένει να αρθρογραφούν οι πολίτες σε αθρα με θέματα πολιτισμού που επιλέξουν Το όνομα και επώνυμο αλλά η ευπρέπεια των άρθρων είναι απαραίτητα .Η διεύθυνση μας για επιστολές Άρθρα είναι zantedanias@gmail.com Όπως έχουμε από την αρχή της προσπάθεια μας αναφέρει θα αναρτώνται μετά από έγκριση μας Σας ευχαριστούμε από καρδιας Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους ο οποίος φέρει και την ευθύνη των γραφομένων και δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only