«Κοιτάνε να βρίσκονται σε ζεστά κλίματα με εύκολο τρόπο ζωής.
Μεταναστεύουν, σχεδόν οριστικά, σε ξένες χώρες. Στην Ιταλία,
στην Ταγγέρη, στο Μαρόκο, στην Ελλάδα (Ύδρα, Κρήτη), στο
Λονδίνο».Δημήτρης Πουλικάκος, «Beats», περιοδικό «Κριτήριο» τ.
1, Δεκέμβριος 1965 Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 ταξίδεψαν στη
χώρα μας –ή έζησαν σ’ αυτήν– αρκετοί μπιτ λογοτέχνες. Οι
δημοφιλέστεροι προορισμοί τους ήταν η Αθήνα, η Ύδρα και η Κρήτη. Στην
Ύδρα έφτασε στα μέσα Απριλίου του 1960 ο Λέοναρντ Κοέν, που έμεινε
στο νησί, για να αγοράσει τελικά ένα σπίτι στα τέλη Σεπτεμβρίου. Τότε, ο
Κοέν ήταν ακόμα μόνο συγγραφέας, και σ’ αυτό το σπίτι έγραψε το πρώτο
του μυθιστόρημα «Το αγαπημένο παιχνίδι», που πρωτοκυκλοφόρησε το
1963, από τον αμερικανικό εκδοτικό οίκο Viking Press (ελλ. εκδ. Μελάνι).
Το 1957, όταν βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, ο ίδιος οίκος είχε εκδώσει το
βιβλίο «Στον Δρόμο» του Τζακ Κέρουακ. Ο Κοέν το 1956 είχε κυκλοφορήσει
την πρώτη του ποιητική συλλογή, αλλά ποτέ δεν έγινε αποδεκτός από τους
μπιτ (βλ. Ira B. Nadel, «Leonard Cohen – Η βιογραφία», εκδ. Κοάν). Ωστόσο,
το σπίτι του στην Ύδρα έμελλε να φιλοξενήσει αρκετούς μπιτ συγγραφείς.
Ο πρώτος ήταν ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, τον οποίο ο Κοέν συνάντησε το
1961 στην Πλατεία Συντάγματος (βλ. Nadel) και τον κάλεσε στο σπίτι του,
στην Ύδρα, όπου πέρασε αρκετά βράδια. Πιθανώς ήταν αυτός που μετά
έστειλε εκεί τον Τζακ Χίρσμαν, μαζί με την τότε σύζυγό του Ρουθ
Σέιμουρ, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν στο νησί το 1965. Ο Χάρολντ Νορς, που
είχε έρθει στην Ελλάδα από το 1963, φεύγοντας από το παρισινό Beat
Hotel, που έκλεισε στις αρχές εκείνης της χρονιάς, πήγε στην Ύδρα, όπου
γνώρισε τον Κοέν και τον Χίρσμαν και έκανε παρέα μαζί τους. Την ίδια
χρονιά πήγαν στο νησί οΣίνκλερ Μπέιλις (είχε έρθει κι αυτός απ’ το
Παρίσι κι έμενε στην Αθήνα) και ο Γκρέγκορι Κόρσο. Ο Κόρσο είχε επισκεφτεί για πρώτη
φορά την Ύδρα, στην προ-Κοέν εποχή: «Το σκηνικό ήταν υπέροχο, γνήσιο
νησί του Ομήρου, νωρίς το πρωί, λαμπερός ήλιος» έγραφε στον
Γκίνσμπεργκ, στις 11 Οκτωβρίου 1959 από την Αθήνα, όπου έκανε παρέα
με τον Νάνο Βαλαωρίτη, έβγαλε φωτογραφίες στον Παρθενώνα, συνάντησε
την παλιά του γνώριμη Άμυ Μιμς και είδε την επίσκεψη του Αϊζενχάουερ
στην ελληνική πρωτεύουσα (16/12/59): «Πολλές αμερικανικές σημαίες εδώ
στην Αθήνα για την άφιξή του». Πριν από τα Χριστούγεννα έφυγε για το
Παρίσι, απ’ όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη, για να επιστρέψει στην Ελλάδα
στα τέλη του 1960. Πήγε πάλι στη Ύδρα, όπου σκεφτόταν να νοικιάσει
δωμάτιο, αλλά τελικά πέρασε τα Χριστούγεννα στην Αθήνα και αποφάσισε
να μείνει «ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη». Τον Ιανουάριο του 1961 πήγε
στην Κρήτη, επισκέφτηκε την Κνωσό κι εκεί του ήρθε η «επιφώτηση» ότι οι
Κρήτες είναι απόγονοι των Ινδιάνων! Γυρίζοντας στην Αθήνα, έμεινε
αρκετό καιρό και τον Απρίλιο πήγε στο Παρίσι. Το 1961-62 βρισκόταν πίσω
στη Νέα Υόρκη, αλλά σύμφωνα με τον Άλαν Άνσεν, που ζούσε στην
Ελλάδα περίπου 45 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του το 2006: «Ο Γκρέγκορι κι
εγώ βλεπόμασταν αρκετά στην Αθήνα, όπου πέρασε μεγάλα χρονικά
διαστήματα μέχρι τις αρχές του 1967. Το διαμέρισμά μου [στo Κολωνάκι]
είναι κάτι σαν βωμός για τους ζωγραφικούς του πίνακες». Ο Άνσεν
αναφέρει ακόμα ότι ο Κόρσο, επί Χούντας, «το καλοκαίρι του 1971 δίδαξε
στο Κέντρο Τέχνης της Αίγινας και το 1978 βρέθηκε για λίγο στην Αθήνα
και στη Λέσβο». Ο Τεντ Τζόουνς, που ήταν στην Αθήνα το φθινόπωρο του
1963 και κυκλοφορούσε στην Πλατεία Συντάγματος, όπου κι έμαθε για τη
δολοφονία του Τζον Κένεντι, δήλωσε αργότερα: «Κάποτε υπήρχε μια
μεγάλη μπιτ παρέα και τώρα έχουν απομείνει λίγοι. Υπάρχει ο Άλαν Άνσεν
στην Αθήνα, στην Ελλάδα, που ο κόσμος δεν τον ξέρει πολύ καλά. Χωρίς
τον Άλαν Άνσεν δεν θα υπήρχε Ουίλιαμ Μπάροουζ». Ο Γκίνσμπεργκ
χαρακτήρισε τον Άνσεν ως τον «πιο ντελικάτο ιπποπόταμο των ποιητών»
(το πρόσωπό του θύμιζε πραγματικά ιπποπόταμο), ενώ ο Ουίλιαμ
Μπάροουζ τον επισκέφτηκε το 1972 στις Σπέτσες.
Ο Μπάροουζ ήταν ο πρώτος της παρέας που είχε πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα, όταν ήρθε επί δικτατορίας Μεταξά, τον Αύγουστο του 1937 (ο δεύτερος ήταν ο Μπράιον Γκάιζιν, το 1938), καλο-δικτυωμένος, «με συστατική επιστολή για τον Αμερικανό πρόξενο», για να παντρευτεί και να βοηθήσει μ’ αυτόν τον τρόπο μια Γερμανοεβραία, που είχε φύγει από το Αμβούργο για να γλιτώσει από τους ναζί (βλ. βιβλιογραφία, Μπάρι Μάιλς). Ο Γκίνσμπεργκ στα «Ημερολόγιά» του γράφει για το ταξίδι του στην Ελλάδα το 1961, ενώ ο Σπύρος Μεϊμάρης διηγείται στον πρόλογο ότι τον πήγε ν’ ακούσει τον Τσιτσάνη με την Πόλυ Πάνου. Η Άμυ Μιμς, που τον είχε γνωρίσει παλιότερα στην Οξφόρδη, τον συνόδεψε για τρεις μέρες στους Δελφούς και τον πήγε σ’ ένα μαγαζί με τζουκ-μποξ στο Πέραμα, όπου ο ποιητής έγραψε το «Seabattle of Salamis Took Place off Perama». Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1965 στο πρώτο τεύχος του «Residu», που έμοιαζε περισσότερο με βιβλίο παρά με περιοδικό. Εκδότης του ήταν ο Αμερικανός ηθοποιός και ποιητής Ντάνιελ Ρίχτερ, που εκείνη την εποχή έμενε στο νούμερο 2 της οδού Δαφνομήλη. Αυτή ήταν και η διεύθυνση του «Residu», που εκδόθηκε στην Αθήνα και περιλάμβανε εικόνες, ποιήματα και κείμενα (στα αγγλικά) των: Χάρολντ Νορς, Άλεν Γκίνσμπεργκ, Τζορτζ Άντριους (από τις φυλακές της Ταγγέρης), Τσαρλς Χένρι Φορντ (από τους τελευταίους σουρεαλιστές, φίλος του Νορς από τη Νέα Υόρκη, έφτιαχνε κολάζ, που τα περισσότερα μπορούσαν να θεωρηθούν ποιήματα), Φίλιπ Λαμαντία, Ρον Ζιμάρντι, Νάνου Βαλαωρίτη και της γυναίκας του Μέρι Ουίλσον (ζωγράφιζε πρωτοψυχεδελικούς πίνακες), Ντάνιελ Ρίχτερ, Έλλης Συναδινού, Κέι Τζόνσον (είχε μείνει κι αυτή στην Ύδρα και γνώριζε τον Κοέν και τη Μάριαν), Σέλντον Κολστ και «άλλων, παρόντων και απόντων», όπως γράφει ο Ν. Βαλαωρίτης («Μοντερνισμός, Πρωτοπορία και Πάλι», εκδ. Καστανιώτη). Οι παρόντες ήταν εκείνοι (οι περισσότεροι) που έμεναν τότε στην Αθήνα
Λέει ότι πέρασαν πολλοί εκείνο τον χειμώνα από την πόλη, αλλά εκείνοι που θυμάται πια είναι οι: Ρον Ζιμάρντι και Ρον Βάιαλ (τον βοήθησαν στην έκδοση του «Residu»), Νάνος Βαλαωρίτης, Έλλη Συναδινού, Χάρολντ Νορς, Ίρβινγκ Ρόζενταλ (εκδότης της «Chicago Review»), Κέι Τζόνσον, Άλαν Άνσεν, Ζίνα Ρατσέφσκι, Λέοναρντ Κοέν, Μάριαν Ίλεν,Μπεν Γκολντστάιν (δημοσίευσε ποιήματά του στη «Psychedelic Review»), Δρ Σέλντον Κολστκαι Μαρέττα [Γκριρ](φίλη των Κόρσο, Μπάροουζ και Γκίνσμπεργκ, που με τον τελευταίο συμμετείχαν στο άλμπουμ των Fugs «Tenderness Junction», τραγουδώντας στο κομμάτι «Hare Krishna»). Φεύγοντας από την Αθήνα, ο Ρίχτερ πήγε στο Λονδίνο, όπου μαζί με τον Νεοζηλανδό ποιητή Τζον Έσαμ διοργάνωσαν –συμμετέχοντας και οι ίδιοι– το φεστιβάλ International Poetry Incarnation, στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, τον Ιούνιο του 1965, όπου απήγγειλαν ποιήματά τους οι Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γκρέγκορι Κόρσο, Λόρενς Φερλινγκέτι και πολλοί ακόμα ποιητές από τη Βρετανία και άλλες χώρες. Το φεστιβάλ, με κοινό περίπου 7.000 άτομα, κινηματογραφήθηκε από τον Πίτερ Ουάιτχεντ, ο οποίος αργότερα δήλωσε ότι «ήταν η αρχή του χίπικου κινήματος στο Λονδίνο». Στο Λονδίνο, ο Ντάνιελ Ρίχτερ έβγαλε το δεύτερο και τελευταίο τεύχος του «Residu», με γραπτά των Μπάροουζ, Νορς κ.ά, και λίγο αργότερα συνεργάστηκε με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, κάνοντας τη «χορογραφία» των πρώτων σκηνών της ταινίας «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», με τους πιθήκους, παίζοντας κι ο ίδιος εκείνον που πετάει το κόκαλο στον αέρα. Γι’ αυτόν το λόγο, ο ορισμένους ήρωες στη «Χαμένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα.
Άρθουρ Κλαρκ τον χαρακτήρισε ως τον «πιο διάσημο άγνωστο ηθοποιό του κόσμου». Ο Ρίχτερ συνδέθηκε φιλικά με τον Τζον Λένον και τη Γιόκο Όνο το 1969, συνεργάστηκε μαζί τους μέχρι το 1973 και τους ακολούθησε στην Αμερική, όπου ζει μέχρι σήμερα κι ετοιμάζει ένα βιβλίο που θα αναφέρεται στις εμπειρίες του ζώντας κοντά στο διάσημο ζευγάρι.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.