Οι ήρωες επικών ασμάτων είναι συχνά δημιουργήματα ατομικής ή ομαδικής φαντασίας. Ωστόσο ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν πραγματικά και η φήμη τους μετέτρεψε σε θρύλους, σε σημείο που είναι δύσκολο να διακρίνουμε ποια σημεία του βίου τους έχουν ιστορική βάση. Η περίπτωση του Ροδρίγο Ντίαθ ή Ελ Σιντ αποτελεί εξαίρεση, διότι παρότι η βιογραφία του ήταν για πολλούς αιώνες συνδυασμένη με θρύλους, σήμερα γνωρίζουμε αρκετά για την πραγματική του ζωή, όπως την υπογραφή του που υπάρχει σε αφιέρωση στην Παναγία στον καθεδρικό ναό της Βαλένθια «κατά το έτος ενσάρκωσης του Κυρίου το 1098». Σε αυτό το έγγραφο, ο Ελ Σιντ ο οποίος δεν χρησιμοποίησε ποτέ επίσημα αυτό το όνομα παρουσιάζεται ως «Πρίγκιπας Ροδρίγο ο μαχητής».
Πρώιμος βίος
Η παράδοση λέει ότι ο Ροδρίγο Ντίαθ ντε Βιβάρ γεννήθηκε στο Βιβάρ (σημερινό Βιβάρ ντελ Σιντ) αλλά δεν είναι εξακριβωμένο. Η πόλη ανήκε στο ομώνυμο οικογενειακό φέουδο (Βιβάρ ή Μπιβάρ) κοντά στο Μπούργος την πρωτεύουσα της κομητείας της Καστίλης. Η ακριβής ημερομηνία γέννησής του δεν είναι γνωστή (συνηθισμένο τον Μεσαίωνα) και οι ημερομηνίες κυμαίνονται από το 1041 έως το 1057 με πιθανότερη κάπου μεταξύ 1045 και 1049.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο πατέρας του, Ντιέγο Λαΐνεθ ήταν ένας από τους γιους του μεγιστάνα Φλαίν Μουνιόθ, κόμη του Λεόν περί το 1000. Όπως ήταν σύνηθες για τους δευτερότοκους γιους, ο Ντιέγο έφυγε από το σπίτι για να αναζητήσει την τύχη του και την βρήκε στην κοιλάδα της Ουμπιέρνα, όπου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον πόλεμο με τη Ναβάρα κατά το έτος 1054, υπό τη βασιλεία του Φερνάντο Ι της Καστίλης και της Λεόν, αποκτώντας το κτήμα του στο Βιβάρ, όπου πιθανότατα γεννήθηκε ο Ροδρίγο. Παρόλα αυτά, δεν σύχναζε ποτέ στην βασιλική αυλή, ίσως επειδή η οικογένειά του ήταν σε δυσμένεια, όταν εναντιώθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα στον Φερνάντο Ι.
Από την άλλη πλευρά, ο Ροδρίγο εντάχθηκε στους βασιλικούς κύκλους, καθώς ανατράφηκε ως μέλος της ακολουθίας του Σάντσο ΙΙ, μεγαλύτερου γιου του βασιλιά. Ο βασιλιάς τον έχρισε ιππότη και ο Ροδρίγο τον ακολούθησε το 1063 στη μάχη του Γκράους (κοντά στην Ουέσκα). Στην εν λόγω μάχη τα στρατεύματα της Καστίλης βοηθούσαν τον βασιλιά Μορίς της Σαραγόσα, προστατευόμενο του βασιλιά της Καστίλης, ενάντια στην προέλαση του βασιλιά της Αραγονίας Ραμίρο I, ο οποίος πέθανε κατά τη διάρκεια της μάχης. Με τον θάνατο του Φερνάντο I το 1065, τα βασίλεια μοιράστηκαν στα παιδιά του, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος (Καστίλη) στον Σάντσο ΙΙ. Στον Αλφόνσο VI δόθηκε το Λεόν και το Γκαρθία της Γαλικίας. Όρισε επίσης τον καθένα από αυτούς προστάτη των δύο βασιλείων της Ανδαλουσίας, τα οποία επρόκειτο να τους καταβάλλουν φόρο ως αντάλλαγμα για την προστασία τους. Η ισορροπία δυνάμεων παρέμεινε ασταθής και σύντομα άρχισαν να ξεσπούν συγκρούσεις, που τελικά οδήγησαν σε πόλεμο.
Το 1068 ο Σάντσο II και ο Αλφόνσο VI συγκρούστηκαν στη μάχη της Λιαντάδα, στις όχθες του ποταμού Πισουέργα, όπου ο πρώτος νίκησε τον δεύτερο, αν και η μάχη δεν ήταν καθοριστική. Το 1071, ο Αλφόνσο κατάφερε να ελέγξει τη Γαλικία, η οποία μοιράστηκε μεταξύ αυτού και του Σάντσο, αλλά αυτό δεν έβαλε τέλος στις συγκρούσεις και το 1072 διεξήχθη η μάχη της Γκολπεχέρα ή Βουλπεχέρα, κοντά στην Καριόν, στην οποία ο Σάντσο νίκησε και αιχμαλώτισε τον Αλφόνσο καταλαμβάνοντας το βασίλειό του. Ο νεαρός Ροδρίγο (τότε ήταν περίπου 23 ετών) ξεχώρισε κατά τη διάρκεια των μαχών και σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, που τεκμηριώθηκε στα τέλη του 12ου αιώνα, έγινε ανθυπολοχαγός ή σημαιοφόρος του Σάντσο, αν και τα αρχεία της εποχής δεν παρέχουν επαρκή στοιχεία.
Αντίθετα, κέρδισε το προσωνύμιο Καμπεαδόρ/Μαχητής, το οποίο θα τον συνόδευε για το υπόλοιπο της ζωής του, σε σημείο να αναφέρεται τόσο από Χριστιανούς όσο και από Μουσουλμάνους ως Ροδρίγο ελ Καμπεαδόρ. Μετά την ήττα του Αλφόνσο (που τον οδήγησε να εξοριστεί στο Τολέδο) ο Σάντσο ΙΙ επανένωσε τα εδάφη που κυβερνούσε ο πατέρας του. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να χαρεί τη νέα κατάσταση για πολύ. Στα τέλη του ίδιου έτους, 1072, ομάδα δυσαρεστημένων ευγενών από τη Λεόν, αποφάσισε να υποστηρίξει την Ουρράκα, αδελφή του βασιλιά και ξεσηκώθηκαν εναντίον του στη Ζαμόρα. Ο Σάντσο πολιόρκησε τη Ζαμόρα με το στρατό του, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Ροδρίγο πολέμησε ηρωικά, αλλά ο βασιλιάς σκοτώθηκε μετά από συνωμοσία του ιππότη Μπεγίντο Ντόλφος.
Πρώτη εξορία
Ο Σάντσο πέθανε άγαμος και άκληρος. Έτσι ο Αλφόνσο κληρονόμησε το θρόνο της Καστίλης, ενώ σύντομα εξουδετέρωσε και τον άλλο αδερφό του, Γκαρθία ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το θάνατό του (1090). Μ’ αυτόν τον τρόπο έθεσε υπό τον έλεγχό του όλη την επικράτεια του πατέρα του. Δεν είναι γνωστό αν ο Σάντσο δολοφονήθηκε κατόπιν διαταγής της αδερφής του Ουρράκα ή αν υπήρξε κάποιο οργανωμένο σχέδιο. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν, ήθελαν τον Σάντσο θύμα συνωμοσίας, οργανωμένης από την Ουρράκα και τον Αλφόνσο. Σύμφωνα με το Έπος του Σιντ ή Ποίημα του Σιντ οι Καστιλιάνοι ήταν πολύ καχύποπτοι απέναντι στον Αλφόνσο. Έτσι, σύμφωνα πάντα με το Έπος, η αριστοκρατία της Καστίλης, υπό την ηγεσία του Ελ Σιντ και άλλων επιφανών ευγενών, ανάγκασε τον Αλφόνσο να ορκιστεί δημοσίως και επανειλημμένα σε ιερά λείψανα ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή στη συνωμοσία και δολοφονία του αδερφού του. Παρόλο που το γεγονός δεν αναφέρεται σε σύγχρονες πηγές, είναι ευρέως αποδεκτό, καθώς εξηγεί την μετέπειτα εχθρική συμπεριφορά του Αλφόνσο προς τον Ροδρίγο. Πάντως αρχικά οι σχέσεις των δύο ανδρών εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Η φήμη του Ροδρίγο ήταν ήδη μεγάλη και η πολεμική εμπειρία του πολύτιμη, έτσι ο Αλφόνσο φρόντισε να συσφίξει τις σχέσεις τους. Μάλιστα το 1075, με παρότρυνση του νέου ηγεμόνα, ο Σιντ νυμφεύτηκε την αριστοκρατικής καταγωγής και συγγενή της βασιλικής οικογένειας δόνα Χιμένα του Οβιέδο. Επίσης διετέλεσε βασιλικός δικαστής στην επαρχία του Μπούργος και των Αστουριών μεταξύ των ετών 1075 και 1076. Βέβαια η επιρροή του παλιού αρχιστρατήγου στην καινούρια Αυλή είχε μειωθεί σημαντικά, αφού ο Αλφόνσο προώθησε αρκετούς δικούς του ανθρώπους. Νέος αλφέρεθ (αρχιστράτηγος) χρίστηκε ο ισχυρός κόμης Γκαρθία Ορδόνιεθ, πολιτικός αντίπαλος του Ροδρίγο.
Το 1079, ο Αλφόνσος VI ήταν ο ισχυρότερος Χριστιανός ηγεμόνας της Ιβηρικής. Στο ενωμένο βασίλειο Καστίλης, Λεόν και των Αστουριών προστέθηκε η ισχυρή επιρροή επί του βασιλείου της Ναβάρας (1076). Επιπλέον τα Εμιράτα Σεβίλλης και Γρανάδας ήταν φόρου υποτελή. Αισθανόμενος αρκετά δυνατός, ο Ισπανός βασιλιάς αποφάσισε να αυξήσει τον φόρο υποτέλειας των εμιράτων. Η απόφαση ξεσήκωσε αντιδράσεις, για την διευθέτηση των οποίων η Ισπανική Αυλή απέστειλε ένοπλες αντιπροσωπείες. Επικεφαλής των αντιπροσωπειών ήταν ο Ροδρίγο και ο κόμης Ορδόνιεθ αντίστοιχα. Το γεγονός ότι και οι δύο εμίρηδες ήταν υποτελείς στον Αλφόνσο, δεν τους εμπόδιζε να ερίζουν μεταξύ τους. Στα πρόσωπα των απεσταλμένων του επικυρίαρχού τους βρήκαν ο καθένας από έναν βάσιμο σύμμαχο. Έτσι ο Ροδρίγο και ο Ορδόνιεθ βρέθηκαν αντιμέτωποι στη μάχη της Κάμπρα. Νικητές αναδείχθηκαν θριαμβευτικά οι Μουσουλμάνοι της Σεβίλλης χάρη στις ικανότητες του Ελ Σιντ. Ο Ορδόνιεθ και αρκετοί αξιωματικοί του αιχμαλωτίστηκαν και φυλακίστηκαν προσωρινά. Τρεις μέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά χωρίς τον οπλισμό τους, πράξη πολύ υποτιμητική για τα ήθη της εποχής ιδίως για έναν ιππότη. Με την επιστροφή τους στην Καστίλη, οι εξοργισμένοι πρώην αιχμάλωτοι διέβαλαν τον Ροδρίγο στον βασιλιά. Αυτός δεν προχώρησε αμέσως σε κάποια ενέργεια κατά του φημισμένου και δημοφιλούς στρατηγού του, παρόλο που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πρωτοβουλίες του.
Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα μια αυθαίρετη επιδρομή του Ελ Σιντ στο υποτελές εμιράτο του Τολέδο, οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών. Μετά από διαμαρτυρίες του εμίρη της πόλης, Αλ Καντίρ και τις συνεχείς διαβολές των εχθρών του Ροδρίγο, ο βασιλιάς διέταξε την εξορία του.
Εξορία
Ο Ελ Σιντ πιθανότατα εξορίστηκε στις αρχές του 1081. Όπως πολλοί άλλοι ιππότες πριν από αυτόν που είχαν χάσει την εύνοια του βασιλιά, αναζήτησε έναν άρχοντα που θα μπορούσε να υπηρετήσει, μαζί με τον μικρό στρατό του (περίπου 2.000 άνδρες). Αρχικά πήγε στη Βαρκελώνη, όπου τότε κυβερνούσαν δύο αδέρφια, ο Ραμόν Μπερενγκέρ II και ο Μπερενγκέρ Ραμόν II, οι οποίοι δεν θεώρησαν καλή ιδέα να τον εντάξουν στην αυλή τους. Μπροστά σε αυτήν την απόρριψη, ο Ελ Σιντ μπορούσε να ζητήσει την υποστήριξη του Σάντσο Ραμίρεζ της Αραγονίας. Δεν είναι γνωστό γιατί δεν το έκανε, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ροδρίγο είχε λάβει μέρος στη μάχη στην οποία είχε πεθάνει ο πατέρας του βασιλιά της Αραγονίας. Όπως και να έχει το θέμα είναι ότι ο Ροδρίγο αποφάσισε να πάει στη Σαραγόσα και να υπηρετήσει τον βασιλιά της. Δεν ήταν ασυνήθιστο για έναν Χριστιανό ιππότη να ενεργεί με αυτόν τον τρόπο, καθώς οι Μουσουλμανικές αυλές ήταν συχνά, για κάποιο λόγο, καταφύγιο για ευγενείς από το Βορρά.
Έχουμε ήδη αναφέρει πώς ο ίδιος ο Αλφόνσο βρήκε προστασία στην πόλη του Τολέδο. Όταν ο Ροδρίγο έφτασε στη Σαραγόσα, ο βασιλιάς Αλμουκταντίρ παρότι ηλικιωμένος εξακολουθούσε να κυβερνά. Αυτός ο ίδιος βασιλιάς είχε κυβερνήσει κατά τη διάρκεια της μάχης του Γκράους. Ήταν ένας από τους πιο λαμπρούς μονάρχες των μικρών βασιλείων και ένας διάσημος πολεμιστής και ποιητής, που είχε χτίσει το παλάτι της Αλζαφερία. Αλλά ο ηλικιωμένος βασιλιάς πέθανε λίγο αργότερα και το βασίλειό του μοιράστηκε μεταξύ των δύο γιων του, του Αλμουταμάν, βασιλιά της Σαραγόσα και του Αλμουντίρ, βασιλιά της Λερίντα. Ο Ελ Σίντ συνέχισε να παραμένει στην υπηρεσία του Αλμουταμάν και τον βοήθησε να υπερασπιστεί τα σύνορά του ενάντια στην προέλαση των Αραγονέζων στο βορρά και την πίεση που ασκούσε η Λερίντα στα ανατολικά. Οι πιο σημαντικές μάχες που έδωσε ο Ροδρίγο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν αυτή του Αλμενάρ το 1082 και του Μορέλα το 1084. Η πρώτη από αυτές έλαβε χώρα αμέσως μετά την άνοδο του Αλμουταμάν στην εξουσία. Η πόλη, μη θέλοντας να αποτίνει φόρο τιμής στον μεγαλύτερο αδελφό, είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον βασιλιά της Αραγονίας και τον κόμη της Βαρκελώνης για την υποστήριξή τους.
Φοβούμενος επικείμενη επίθεση, ο βασιλιάς της Σαραγόσα έστειλε τον Ροδρίγο να φυλάξει τα βορειοανατολικά σύνορα του βασιλείου του, τα πλησιέστερα στη Λερίντα. Έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού ή αρχές του φθινοπώρου του έτους 1082, ο Ελ Σιντ πήγε να επιθεωρήσει το Μονζόν, το Ταμαρίτε και το Αλμενάρ, κοντά στη Λέριντα. Εν τω μεταξύ, κατέλαβε το κάστρο του Εσκάρπ από τη Λερίντα, που βρίσκεται στο σημείο όπου συναντώνται οι ποταμοί Σίνκα και Σέγρε, ενώ ο Αλμουντίρ και ο κόμης Μπερενγκέρ της Βαρκελώνης πολιόρκησαν το κάστρο Αλμενάρ, γεγονός που ανάγκασε τον Ελ Σιντ να επιστρέψει βιαστικά. Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις με τους επιτιθέμενους να άρουν την πολιορκία, ο Ροδρίγο τους επιτέθηκε και παρά το γεγονός ότι οι άνδρες του ήταν λιγότεροι, τους νίκησε και συνέλαβε τον κόμη της Βαρκελώνης. Η μάχη της Μορέγια το 1084 έγινε με παρόμοιο τρόπο. Αφού λεηλάτησε τα εδάφη στα νοτιοανατολικά του βασιλείου της Λέριντα και επιτέθηκε στο επιβλητικό οχυρό της Μορέγια, ο Ελ Σιντ οχύρωσε το κάστρο Ολοκάου ντελ Ρέι, στα βορειοανατολικά της Μορέγια. Ο Αλμουντίρ, αντιμέτωπος με τον κίνδυνο η φρουρά της Σαραγόσα να είναι τόσο κοντά, αποφάσισε να επιτεθεί, μαζί με τον Σάντσο Ραμίρεζ της Αραγονίας. Η σύγκρουση έλαβε χώρα κοντά στο Ολοκάου (πιθανότατα στις 14 Αυγούστου 1084) και κατά τη διάρκεια της μάχης, μετά από σκληρές μάχες, ο Ροδρίγο βγήκε ξανά νικητής και συνέλαβε τους σημαντικότερους ευγενείς της Αραγονίας.
Συμφιλίωση με τον βασιλιά Αλφόνσο VI
Ο Αλμουταμάν πέθανε το 1085, πιθανότατα το φθινόπωρο και τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλμουσταίν, τον οποίο υπηρέτησε ο Ελ Σιντ, αλλά όχι για πολύ. Το 1086, ο Αλφόνσο VI, ο οποίος τον προηγούμενο χρόνο είχε κατακτήσει οριστικά το Τολέδο, πολιόρκησε τη Σαραγόσα αποφασισμένος να την καταλάβει. Ωστόσο, στις 30 Ιουλίου, ο αυτοκράτορας του Μαρόκου αποβιβάστηκε με τα στρατεύματά του, τους Αλμοραβίδες, έτοιμοι να βοηθήσουν τους βασιλείς της Ανδαλουσίας να διώξουν τους Χριστιανούς. Ο βασιλιάς της Καστίλης έπρεπε να άρει την πολιορκία και να πάει στο Τολέδο για να προετοιμάσει αντεπίθεση, η οποία κατέληξε στη μεγάλη ήττα του Σαγκράθας από τα Καστιλιάνικα στρατεύματα στις 23 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Στη συνέχεια ο Ροδρίγο ανέκτησε την εύνοια του βασιλιά και επέστρεψε στην Καστίλη. Δεν είναι γνωστό αν η συμφιλίωση έγινε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Σαραγόσα ή λίγο αργότερα, αλλά δεν υπάρχει καμία αναφορά ότι έγινε κατά τη μάχη της Σαγκράθα. Προφανώς, του ανατέθηκε η φύλαξη πολλών οχυρών στις σημερινές επαρχίες Μπούργκος και Παλένθια. Σε κάθε περίπτωση, ο Αλφόνσο δεν χρησιμοποίησε τον Ελ Σιντ στη νότια πλευρά, αλλά, εκμεταλλευόμενος την εμπειρία του, τον έστειλε στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου.
Αφού παρέμεινε στην βασιλική αυλή μέχρι το καλοκαίρι του 1087, ο Ροδρίγο έφυγε στη Βαλένθια για να βοηθήσει τον Αλκαντίρ, τον έκπτωτο βασιλιά του Τολέδο, τον οποίο ο Αλφόνσο αποζημίωσε για την απώλειά του, καθιστώντας τον επικεφαλής του βασιλείου της Βαλένθια.
Ο Ελ Σιντ πήγε πρώτα στη Σαραγόσα, όπου συναντήθηκε με τον πρώην αφέντη του Αλμουσταίν και ξεκίνησαν για τη Βαλένθια, η οποία ήταν υπό πολιορκία από τον Αλμουντίρ της Λέριντα. Αφού κατατρόπωσε τον βασιλιά της Λέριντα και εξασφάλισε στον Αλκαντίρ την προστασία του Αλφόνσο VI, ο Ελ Σιντ παρέμεινε σε εγρήγορση, ενώ ο Αλμουντίρ κατέλαβε το οχυρό Μουρβιέδρο, απειλώντας ξανά τη Βαλένθια. Η ένταση αυξήθηκε και ο Ελ Σιντ επέστρεψε στην Καστίλη, όπου παρέμεινε την άνοιξη του 1088, πιθανότατα για να εξηγήσει την κατάσταση στον Αλφόνσο και να σχεδιάσει την επέμβαση στη Βαλένθια αναχωρώντας τελικά για το μέτωπο με μεγάλο στρατό, κατευθυνόμενος προς το Μουρβιέδρο.
Εν τω μεταξύ, οι συνθήκες στην περιοχή είχαν αλλάξει προς το χειρότερο. Ο Αλμουσταίν, στον οποίο ο Ελ Σιντ τον προηγούμενο χρόνο είχε αρνηθεί να παραδώσει τη Βαλένθια, είχε πλέον συμμαχήσει με τον κόμη της Βαρκελώνης και αυτό ανάγκασε τον Ροδρίγο να συμμαχήσει με τον Αλμουντίρ. Οι δρόμοι των παλαιών φίλων χώρισαν και οι πρώην εχθροί συνήψαν συμμαχία. Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν έφτασε ο Ροδρίγο στο Μουρβιέδρο, διαπίστωσε ότι η Βαλένθια ήταν περικυκλωμένη από τα στρατεύματα του Μπερενγκέρ Ραμόν ΙΙ. Η αντιπαράθεση φαινόταν αναπόφευκτη, αλλά αυτή τη φορά, η διπλωματία αποδείχθηκε αποτελεσματικότερη των όπλων και μετά από διαπραγματεύσεις, ο κόμης της Βαρκελώνης αποσύρθηκε χωρίς μάχη. Τότε ο Ροδρίγο ενήργησε με έναν περίεργο τρόπο για βασιλικό απεσταλμένο και άρχισε να εισπράττει στη Βαλένθια και στις άλλες περιοχές της ανατολικής ακτής, τους φόρους που πληρώνονταν παλαιότερα στους Καταλανούς κόμητες ή στον βασιλιά της Καστίλης για τον εαυτό του. Αυτή η στάση υποδηλώνει ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής στην βασιλική αυλή, ο Αλφόνσο και ο Ροδρίγο κατέληξαν σε συμφωνία για την πραγματική ανεξαρτησία του Ελ Σιντ, με αντάλλαγμα την υπεράσπιση των στρατηγικών συμφερόντων της Καστίλης στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου. Αυτή η κατάσταση, μάλιστα, θα γινόταν πραγματικότητα στα τέλη του 1088, μετά το περιστατικό στο οχυρό του Αλέδο.
Δεύτερη εξορία
Αυτό που συνέβη είναι ότι ο Αλφόνσο είχε καταφέρει να ελέγξει το οχυρό (σημερινή επαρχία της Μούρθια) το οποίο απειλούνταν από τα μικρά βασίλεια της Μούρθια, της Γρανάδας και της Σεβίλλης, εναντίον των οποίων τα Καστιλιάνικα στρατεύματα που τοποθετήθηκαν εκεί εξαπέλυαν επιθέσεις.
Αυτή η κατάσταση, εκτός από τη δραστηριότητα του Ελ Σιντ στα ανατολικά, ώθησε τους κυβερνήτες αυτών των βασιλείων για να ζητήσουν για άλλη μια φορά την υποστήριξη του αυτοκράτορα του Μαρόκου, Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν, ο οποίος στις αρχές του καλοκαιριού του 1088, αποβιβάστηκε με τις δυνάμεις του και πολιόρκησε το Αλέδο. Μόλις ο Αλφόνσο πληροφορήθηκε την κατάσταση, ξεκίνησε για να βοηθήσει το πολιορκημένο οχυρό και έστειλε οδηγίες στον Ροδρίγο να τον συναντήσει. Ο Ελ Σιντ βάδισε προς το νότο, όπου πλησίασε την περιοχή του Αλέδο, αλλά δεν κατάφερε να συναντήσει τα στρατεύματα από την Καστίλη, όπως είχε υποσχεθεί. Δεν είναι βέβαιο αν αυτό ήταν απλώς σφάλμα συντονισμού σε μια εποχή που οι επικοινωνίες ήταν δύσκολες ή σκόπιμη ανυπακοή εκ μέρους του ιππότη, ο οποίος είχε άλλα σχέδια. Αυτό δεν θα γίνει ποτέ γνωστό, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Αλφόνσο θεώρησε την ενέργεια δράση του υποτελή του ασυγχώρητη και τον καταδίκασε ξανά σε εξορία, απαλλοτριώνοντας την περιουσία του, κάτι που συνήθως γινόταν μόνο σε περιπτώσεις προδοσίας. Από εκείνη τη στιγμή, ο Ελ Σιντ έγινε ανεξάρτητος και συνέχισε να δραστηριοποιείται στην ανατολική περιοχή της Χερσονήσου καθοδηγούμενος μόνο από τα δικά του συμφέροντα.
Άρχισε να δραστηριοποιείται στην περιοχή της Ντένια, η οποία εκείνη την εποχή ανήκε στο βασίλειο της Λέριντα, και αυτό ώθησε τον Αλμουντίρ να στείλει πρεσβευτή για να διαπραγματευτεί την ειρήνη με τον Ροδρίγο. Μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης, ο Ροδρίγο επέστρεψε στη Βαλένθια το 1089, όπου και πάλι μπόρεσε να εισπράξει τους φόρους της πρωτεύουσας και τους φόρους των κύριων οχυρών της περιοχής. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε βόρεια και την άνοιξη του 1092, έφτασε στη Μορέγια (η οποία βρίσκεται στη σημερινή επαρχία Καστεγιόν). Ο Αλμουντίρ, στον οποίο ανήκε η περιοχή, φοβήθηκε ότι η συνθήκη μπορούσε να σπάσει και σχημάτισε ξανά συμμαχία εναντίον του Ροδρίγο με τον κόμη της Βαρκελώνης, του οποίου τα στρατεύματα βάδισαν προς τα νότια, αναζητώντας τον Ελ Σιντ. Η σύγκρουση έλαβε χώρα στο Τεβάρ, βόρεια της Μορέγια (ίσως τοποθεσία του περάσματος του Τόρε Μιρό) και εκεί ο Ελ Σιντ επέφερε δεύτερη ήττα στα συμμαχικά στρατεύματα της Λέριντα και Βαρκελώνης και συνέλαβε ξανά τον Μπερενγκέρ Ραμόν II. Αυτή η νίκη εδραίωσε την κυρίαρχη θέση του Ελ Σιντ ανατολικά, καθώς πριν από το τέλος του έτους, πιθανότατα το φθινόπωρο του 1090, ο κόμης της Βαρκελώνης και ο Καστιλιάνος ηγέτης υπέγραψαν συμφωνία με την οποία ο πρώτος θα σταματούσε να επεμβαίνει στην περιοχή και άφηνε τον Ροδρίγο ελεύθερο να δράσει στο μέλλον.
Αρχικά, ο Ελ Σιντ περιορίστηκε στη συλλογή φόρων στη Βαλένθια και στον έλεγχο ορισμένων στρατηγικών οχυρών που του επέτρεψαν να κυριαρχήσει σε ολόκληρη την επικράτεια, δηλαδή να διατηρήσει τον τύπο του προτεκτοράτου που ασκούσε από το 1087. Με αυτόν τον σκοπό, το 1092 ο Ροδρίγο ανοικοδόμησε το κάστρο της Πένια Καντέγια (σήμερα Λα Καρμπονέρα, στα βουνά Πενικαντέλ) όπου εγκατέστησε το αρχηγείο του. Εν τω μεταξύ, με πρόθεση να ανακτήσει την κυριαρχία στα ανατολικά, ο Αλφόνσο συνήψε συμμαχία με τον βασιλιά της Αραγονίας, τον κόμη της Βαρκελώνης και τις πόλεις της Πίζας και της Γένοβας, των οποίων στρατεύματα και στόλοι συμμετείχαν στην αποστολή και το καλοκαίρι του 1092 βάδισε στην Τορτόζα (η πόλη πλήρωνε φόρους στον Ροδρίγο) και την Βαλένθια. Ωστόσο αυτό το φιλόδοξο σχέδιο απέτυχε και ο Αλφόνσο αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Καστίλη αμέσως μετά την άφιξη στη Βαλένθια, χωρίς να αποκομίσει όφελος από την εκστρατεία. Ο Ροδρίγο από την άλλη, που βρισκόταν στη Σαραγόσα, διαπραγματεύτηκε συμμαχία με τον βασιλιά της πόλης και σε αντίποινα εξαπέλυσε επίθεση κατά της Λα Ριόχα. Έκτοτε, μόνο οι Αλμοραβίδες μπόρεσαν να σταθούν στην επικράτεια του Ελ Σιντ στην ανατολική ακτή. Τότε ήταν που ο Ροδρίγο αποφάσισε να αλλάξει από την πολιτική ίδρυσης προτεκτοράτων σε πολιτική κατάκτησης. Στην πραγματικότητα, εκείνη τη στιγμή η τρίτη και τελευταία άφιξη των Αλμοραβιδών στην Αλ-Ανδαλούς, τον Ιούνιο του 1090, είχε αλλάξει ριζικά την κατάσταση και ήταν σαφές ότι ο μόνος τρόπος για να ανακτηθεί ο έλεγχος ανατολικά και να ξεπεραστεί η δύναμη των Μαυριτανών ήταν να καταλάβει τα κύρια οχυρά της περιοχής.
Κατάκτηση της Βαλένθια
Ενόσω ο Ροδρίγο παρέμενε στη Σαραγόσα και μέχρι το φθινόπωρο του 1092, η Βαλένθια έγινε το επίκεντρο εξέγερσης με επικεφαλής τον Κάντι (κριτή) Μπεν Γιαχάφ μετά την ανατροπή του Αλκαντίρ, ο οποίος δολοφονήθηκε, ευνοώντας την προέλαση των Αλμοραβιδών. Ο Ροδρίγο, ωστόσο, επέστρεψε στα ανατολικά και πρώτο βήμα ήταν να πολιορκήσει τον Νοέμβριο του 1092 το κάστρο Θεβόγια (τώρα Ελ Πούγ, κοντά στη Βαλένθια). Μετά την παράδοση του οχυρού το 1093, ο Ροδρίγο απέκτησε ερείσματα στην πρωτεύουσα, την οποία τελικά πολιόρκησε τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Αυτή η επίθεση διήρκεσε ολόκληρο τον Αύγουστο και άρθηκε με την προϋπόθεση ότι οι Μαυριτανοί που είχαν έρθει στη Βαλένθια θα αποχωρούσαν από την πόλη. Ωστόσο, στο τέλος του έτους, η πολιορκία επαναλήφθηκε και δεν επρόκειτο να αρθεί μέχρι να πέσει η πόλη. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήματος του λαού της Βαλένθια, οι Αλμοραβίδες έστειλαν στρατό με επικεφαλής τον πρίγκιπα Αμπού Μπακρ μπεν Ιμπραήμ Αλατμουνί, ο οποίος έφτασε μέχρι το Αλμουσάφες (περίπου 20 χιλιόμετρα νότια της Βαλένθια) και τελικά αποχώρησε χωρίς να πολεμήσει. Χωρίς εξωτερική βοήθεια, η κατάσταση έγινε αφόρητη και η Βαλένθια τελικά παραδόθηκε στον Ροδρίγο στις 15 Ιουνίου 1094, ο οποίος υιοθέτησε το όνομα «Πρίγκιπας Ροδρίγο ο Μαχητής» και έλαβε τον Αραβικό τίτλο Σίντι (Άρχοντας) από τον οποίο προήλθε το προσωνύμιο, Ελ Σιντ, με το οποίο στη συνέχεια έγινε γνωστός σε όλους.
Η κατάκτηση της Βαλένθια ήταν ένας ηχηρός θρίαμβος, αλλά η κατάσταση δεν ήταν καθόλου ασφαλής. Από τη μια, οι Αλμοραβίδες συνέχισαν να ασκούν πίεση και αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για όσο διάστημα η πόλη παρέμενε στην εξουσία των Χριστιανών, ενώ από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος της επικράτειας απαιτούσε την κατάκτηση νέων οχυρών. Η αντίδραση των Μαυριτανών δεν άργησε να έρθει και τον Οκτώβριο του 1094 μία δύναμη με επικεφαλής τον στρατηγό Αμπού Αμπντουλάχ βάδισε στην πόλη. Ηττήθηκε από τον Ελ Σιντ στο Κουάρτ (τώρα Κουάρτ ντε Πομπλέ, μόλις έξι χιλιόμετρα στο δυτικό τμήμα της βορειοανατολικής Βαλένθια). Αυτή η νίκη έδωσε στον Ελ Σιντ μια ανάσα και τα επόμενα χρόνια πέτυχε νέες νίκες, ώστε μέχρι το 1095 να κατακτηθεί η τοποθεσία Ολοκάου, εκτός από το κάστρο της Σέρα. Στις αρχές του 1097 έγινε η τελευταία εκστρατεία των Αλμοραβιδών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ροδρίγο, υπό τη διοίκηση του Μοχάμεντ μπεν Τασούφιν.
Αυτό τελείωσε με τη μάχη του Μπαϊρέν (περίπου πέντε χιλιόμετρα βόρεια της Γάνδια) και για άλλη μια φορά, ο νίκησε ο Ελ Σιντ, αυτή τη φορά με τη βοήθεια των στρατευμάτων του βασιλιά Πέδρο I της Αραγονίας, με τον οποίο είχε συνάψει συμμαχία το 1094. Αυτή η νίκη του επέτρεψε να συνεχίσει τις κατακτήσεις του και τελικά, τέλη του 1097 ο Ελ Σιντ κατέκτησε την Αλμενάρα και στις 24 Ιουνίου 1098 πέτυχε να καταλάβει το ισχυρό οχυρό Μουρβιέδρο, το οποίο ενίσχυσε σημαντικά την επικράτειά του στην ανατολική ακτή. Αυτή ήταν η τελευταία του κατάκτηση, αφού ένα χρόνο αργότερα, πιθανώς τον Μάιο του 1099, πέθανε στη Βαλένθια από φυσικά αίτια, σε ηλικία μικρότερη των πενήντα πέντε ετών (φυσιολογική ηλικία σε μια εποχή που το προσδόκιμο ζωής ήταν πολύ χαμηλό) .
Αν και η κατάσταση των Χριστιανών ήταν αρκετά περίπλοκη, κατάφεραν να αντισταθούν για δύο ακόμη χρόνια, υπό την ηγεσία της Χιμένα Ντιάζ συζύγου του Ελ Σιντ, έως ότου η προέλαση των Αλμοραβιδών ήταν αδύνατο να ανακοπεί. Αρχές Μαΐου 1102, με τη βοήθεια του Αλφόνσο VI, η οικογένεια του Ελ Σιντ και οι οπαδοί του εγκατέλειψαν την πόλη, παίρνοντας μαζί τους τα λείψανά του, τα οποία θάφτηκαν στο μοναστήρι Σαν Πέδρο ντε Καρδένια, στο Μπούργος.
Οικογένεια
Ο Ελ Σιντ παντρεύτηκε την Χιμένα Ντίαθ, η οποία λέγεται ότι ήταν μέλος αριστοκρατικής οικογένειας από τις Αστούριες, στα μέσα της δεκαετίας του 1070. Η «Ιστορία Ροντρίγο» την αποκαλεί κόρη του κόμη Ντιέγκο Φερνάντεθ ντε Οβιέδο και η παράδοση λέει ότι όταν ο Ελ Σιντ την πρωτοείδε, ενθουσιάστηκε από τη μεγάλη ομορφιά της. Ο Ελ Σιντ και η Χιμένα απέκτησαν δύο κόρες, την Κριστίνα και τη Μαρία και ένα γιο. Ο τελευταίος, Ντιέγκο Ροντρίγκεζ, σκοτώθηκε ενώ πολεμούσε εναντίον των Μουσουλμάνων Αλμοραβιδών από τη Βόρεια Αφρική στη μάχη της Κονσουέγκρα το 1097. Οι κόρες του Ελ Σιντ Κριστίνα Ροντρίγκεζ και Μαρία παντρεύτηκαν και οι δύο σε ευγενείς οικογένειες. Η Κριστίνα παντρεύτηκε τον Ραμίρο, άρχοντα του Μονζόν και εγγονό του Γκαρσία Σάντσεζ ΙΙΙ της Ναβάρας. Ο γιος της και εγγονός του Ελ Σιντ, θα ανέβαινε στο θρόνο της Ναβάρας ως βασιλιάς Γκαρσία Ραμίρεζ. Η άλλη κόρη, η Μαρία (επίσης γνωστή ως Σολ) λέγεται ότι πρώτα παντρεύτηκε έναν πρίγκιπα της Αραγονίας, πιθανώς γιο του Πέτρου Ι, και αργότερα παντρεύτηκε τον Ραμόν Μπερενγκέρ ΙΙΙ, κόμη της Βαρκελώνης.
Τέχνες
Κύρια ιστορική πηγή για τη ζωή και τα κατορθώματα του Σιντ αποτελεί η «Ιστορία του Ροδρίγο» (Historia Roderici), γραμμένη στα Λατινικά περί τα μέσα του 12ου αι. Την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα (αρχές 13ου αι.) εμφανίζεται το μεγάλο Καστιλιάνικο έπος «Ποίημα του Σιντ» (El Poema del Cid) ή «Τραγούδι του Σιντ μου» (Cantar de Mio Cid) ανώνυμου συγγραφέα. Η σωζόμενη μορφή του έχει έκταση περί τους 3.700 στίχους ενώ λείπουν ακόμη αρκετές εκατοντάδες. Η θρυλική αίγλη που έλαβε το όνομα του Καστιλιάνου ήρωα οφείλεται κατά κύριο λόγο στις «Μπαλάντες του Σιντ» (Romancero del Cid). Αυτά τα σύντομα ποιήματα (14ος αι.) προερχόμενα από την επική ποίηση των προηγούμενων αιώνων, αναφέρονται τόσο σε πραγματικά γεγονότα όσο και σε φανταστικές και συχνά υπερβολικές καταστάσεις και ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με τα νεανικά χρόνια του ήρωα και τον έρωτά του με την ωραία Χιμένα.
Οι μπαλάντες αυτές αποτέλεσαν την πηγή για το δράμα «Τα νεανικά χρόνια του Σιντ» (Lοs Mocedades del Cid) του Ισπανού Γκιγιέν ντε Κάστρο (Guillén de Castro) (1612). Το έργο αυτό ήταν το μοναδικό τού ντε Κάστρο που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του. Έτσι αποτέλεσε με τη σειρά του βάση για την κλασσική ιλαροτραγωδία «Σιντ» (Le Cid, 1636) του Γάλλου δραματουργού Πιέρ Κορνέιγ (Pierre Corneille).
Ακολούθησαν οι ομώνυμες όπερες των Πέτερ Κορνέλιους (Peter Cornelius) και Ιουλίου Μασσνέ (Jules Massenet) το 1865 και 1885 αντίστοιχα, ενώ τον επόμενο αιώνα ο θρύλος του Ισπανού ήρωα αναβιώνει στον κινηματογράφο με την χολιγουντιανή παραγωγή «Ελ Σιντ» (1960). Τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει ο διάσημος ηθοποιός Τσάρλτον Ίστον, ενώ η Σοφία Λόρεν συμπρωταγωνιστεί ως Χιμένα. Το κοινό επιφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή και η ταινία απέσπασε τρία βραβεία Όσκαρ.
Υστεροφημία
Η εξορία του αποτέλεσε το έναυσμα για τη μυθιστορηματική ζωή και δράση του με αποκορύφωμα την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Οι συνεχείς στρατιωτικοί θρίαμβοι εναντίον Χριστιανών και Μουσουλμάνων, καθώς και η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής, τον κατέστησε αγαπητό στον Ισπανικό λαό και πρότυπο για τους ιππότες της πατρίδας του. Μετά το θάνατό του τα κατορθώματά του, πραγματικά και φανταστικά, τραγουδήθηκαν όσο λίγων από τους τροβαδούρους, δημιουργώντας ένα θρύλο γύρω από το όνομά του. Με τον γάμο του, όπως και με τους γάμους των παιδιών του, ο Σιντ συνδέθηκε με τις βασιλικές δυναστείες της Ιβηρικής και βελτίωσε την πολιτική και διπλωματική θέση του. Επίσης μέσω της κόρης του Κριστίνα αποτελεί πρόγονο των δυναστειών της Γαλλίας και της Αγγλίας, οι οποίες κατάγονται από τον βασιλιά Γκαρθία Ραμίρεθ της Ναβάρρας, γιο της Κριστίνας. Θεωρείται εθνικός ήρωας της Ισπανίας.
Πηγές
https://en.caminodelcid.org/cid-history-legend/cid-history/
https://en.wikipedia.org/wiki/El_Cid
Barbara E. Kurtz «El Cid» University of Illinois.
Peter Pierson «The History of Spain» Connecticut: Greenwood Press, 1999. 34–36.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.