Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

Εδώ θα διηγηθώ παράδοξα της ζωής μου..

τα πιο παράδοξα της ζωής μου.

Την παραμονή που θα έφευγα αγόρασα από ένα μαγαζί της οδού Αιόλου ένα ζευγάρι καλοκαιρινά σκαρπίνια. Δεκαπέντε δραχμές έκαναν μόνο -αν αγαπάτε- κι ήταν από τα καλύτερα που γίνουνταν.
Έδωσα ακόμα δέκα λεπτά και πήρα ένα «κόκαλο», αλλά σιδερένιο για να τα φορώ. Πόσα χρόνια είναι από το Μάη του 1884; Κι όμως!
Το μετάλλινο αυτό «κόκαλο» το έχω ακόμα και μ’ αυτό φορώ τα παπούτσια μου. Τόσα ταξίδια τόσες μετακινήσεις τόσες περιπέτειες τόσες φουρτούνες -ολάκερη ζωή- κι εκείνο πάντα κοντά μου.
Έχασα του κόσμου τα πολύτιμα πράγματα -ρολόγια, καρφίτσες, αλυσίδες, κουμπιά- εκείνο ποτέ.
Πολλές φορές η γυναίκα, οι κόρες μου χάνουν τα «κόκαλά» τους και παίρνουν το δικό μου: το ξαναβρίσκω πάντα στη θέση του. Κάποτε έγινε άφαντο για μήνες και, όπως ήμουν βέβαιος, ξαναβρέθηκε.
Μιας δεκάρας πράμα! Η ευτέλειά του τάχα το έσωσε; Αλλά το ίδιο ευτελή πράματα έχασα πολλά.
Η στερεότητά του; Αυτό το κάνει να διατηρείται, όχι όμως και να μη χάνεται.
Έχουν δίκιο, μου φαίνεται, όσοι πιστεύουν στην ψυχή των αψύχων».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Κόκαλο για παπούτσια μεταλλικό εποχής 1900.]





«Αμέσως έτρεξα στο τυπογραφείο. Ήταν ένα μικρό -όχι δηλαδή σαν του Ραφτάνη- στον Άμμο, κοντά στο σπίτι της θείας μου. Σπύρο Καψοκέφαλο τον έλεγαν τον τυπογράφο, που ήταν μαζί και ξυλογράφος-σκάλιζε ωραιότατα στο ξύλο τα μεγάλα στοιχεία, τα κοσμήματα, τις εικονίτσες των βιβλίων και των εφημερίδων που τύπωνε[… -κι ακόμα είχε τέχνη και την υπομονή να φτιάνει από ξυλάκια και χαρτόνια, σπιτάκια που δεν τους έλειπε τίποτα. Το πιο πολύπλοκο κτίριο μπορούσε να το αντιγράψει και να το κάμει μια χαριτωμένη μικρογραφία με τις ελάχιστες λεπτομέρειες.
Όταν το σπίτι ήταν παλιό έβλεπες και τις ξεχαρβαλαμένες γρίλιες ή τα σπασμένα τζάμια. Έτσι στο τυπογραφείο του, πάνω σε ένα ράφι που έπιανε όλο τον τοίχο είχε ολόκληρη τη λεωφόρο του Άμμου απ’ το πρώτο της σπίτι μέχρι το τελευταίο με την εκκλησιά του Αγίου Διονυσίου και το καμπαναρίο.
Θα ‘λεγες πως ήταν φωτογραφίες ενώ τα κτίρια ήταν αντιγραμμένα με το μάτι και καμωμένα -χτισμένα θα έλεγα- με το χέρι ώστε να είναι πιστά και τα σχήματα και τα χρώματα και οι αναλογίες κι οι αποστάσεις του ενός από το άλλο, εκεί που ανοίγονταν πάροδοι, καντούνια .
Χρόνια παιδεύτηκε ο Καψοκέφαλος για να κάμει αυτό το καλλιτέχνημα, μα και χρόνια το θαύμαζε ο κόσμος που επισκεπτόταν επίτηδες το τυπογραφείο του.
Κι επειδή ήρθε ο λόγος, πρέπει να προσθέσω πως τέτοιες επιδόσεις στη Ζάκυνθο δεν ήταν τότε σπάνιες. Στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου ζούσε τον ίδιο καιρό ένας καλόγερος που ήταν γλύπτης. Πολύ εθαύμασα μια μέρα που πήγα στο κελλί του κι είδα τα έργα του. Τ’ ανθρωπάκια που έκανε από πηλό ή από ξύλο ήταν μικροσκοπικά μα είχαν τόση ζωή και κίνηση! Θυμούμαι ακόμα έναν χωριάτικο χορό. Οι χορευτές, χειροπιασμένοι, αποτελούσαν τόσο όμορφο σύμπλεγμα! Και οι διάφορες στάσεις τους ήταν τόσο φυσικές, που νόμιζες πως χορεύουν αληθινά. Κάθε πόδι σηκωμένο φαινόταν έτοιμο να πατήσει, και κάθε πόδι που πατούσε φαινόταν έτοιμο να σηκωθεί.».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939]

«Ο κυριότερος της «φιλολογικής παρέας» μου ήταν: Περικλής Ραφτόπουλος, ο Πατρινός, φοιτητής τότε Νομικής. Αυτόν πρωτοζήτησα κι εγνώρισα όταν ήρθα εδώ, γιατ’ είχαμε γνωριστεί με αλληλογραφία όταν ήμασταν ακόμη μαθητές στις πατρίδες μας. Στην Πάτρα, εκείνος έβγαζε ένα περιοδικάκι, το «Σωκράτη». Κατά σύσταση του γυμνασιάρχη Τσαγρή, που τον γνώριζε γιατί πρωτύτερα είχε πάει στην Πάτρα — του έστειλα από τη Ζάκυνθο συνεργασία. Ήταν ένα… πατριωτικό ποίημα σε δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληχτους «Η δούλη Ηπειρος». Μου παρουσιάζεται σαν οπτασία μια αλυσοδεμένη γυναίκα — η ‘Ηπειρος — και μου κλαίγεται πως την αφήσαμε στα δεσμά της, γιατί τότε μόνο η αδελφή της Θεσσαλία είχε λευτερωθεί. Μόνο αυτούς τους στίχους θυμούμαι:
Ήτανε νύχτα μαγική,
ελληνική με χάρη,
χρυσή 'ταν,
την εφώτιζε τ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Λοιπόν, ύστερα από ένα Έμμετρό μου Αίνιγμα στη «Διάπλασι» του 1880, αυτό το ποίημα — μίμηση του πατριωτικού που έγραψε τότε ο Αντρέας Μαρτζώκης ήταν το πρώτο μου «Έργο» που τυπώθηκε, όχι όμως με τ’ όνομά μου, παρά με το ψευδώνυμο — πού το βρήκα!— «Ιξίων». Θα το περίμενε κανένας πως ντεμπουτάρησα με στίχους εγώ, που σ’ όλη μου τη ζωή δεν έγραψα παρά πεζά; Αλλά κι ο μεγάλος Ζολά, λένε οι βιογράφοι του, «αλεξανδρινούς» έγραφε, όταν ήταν πολύ νέος. Κι επειδή δεν τους πετύχαινε, μια μέρα φώναξε «Τόσο το χειρότερο! αφού δεν είμαι μεγάλος ποιητή, θα γίνω μεγάλος πεζογράφος!»
Με ενθουσίασε η γνωριμία του Ραφτόπουλου. Ήτο ένας πολύ όμορφος νέος, ντυνόταν κομψά, είχε πολύ το αριστοκρατικό απάνω του, ήξερε πολλά, κι από τότε έγραφε πολύ καλούς στίχους. Συνδεθήκαμε στενά, και χρωστώ να ομολογήσω πως, μολονότι ο δυστυχισμένος ήτανε κλεψιμανής, κι αργότερα εξελίχτηκε σε διάσημο διαρρήκτη, εμένα με σεβάστηκε πάντοτε και δε μου έκλεψε ποτέ ούτε καρφίτσα.
[…] όταν ιδρύσαμε το «Φιλολογικό Σύλλογό» μας, — τον πρώτο, νομίζω, φοιτητικό — το Βερροιώτη εκλέξαμε πρόεδρο παμψηφεί. Εγώ, που είχα και την πρωτοβουλία, έγινα γενικός γραμματέας, τότε δεν είχαμε ανάγκη να το περάσουμε απ’ το Πρωτοδικείο κι ήμαστε εντάξει, έτοιμοι να κυριεύσουμε το σύμπαν.
Η πρώτη μας επίσημη εμφάνιση, τα εγκαίνια ας πούμε του Συλλόγου, έγιναν ένα βράδυ του Νοέμβρη στην αίθουσα του Βαρβακείου. Ποιος μας την παραχώρησε; Ο υπουργός της Παιδείας! Είναι αφάνταστη, αλήθεια, για την εποχή εκείνη, η εύνοια κι η υποστήριξη που βρήκε ο Σύλλογός μας. Κι η Πρυτανεία τον ευνόησε και το υπουργείο, κι ο δήμος.
Δεν υπήρχε, βλέπετε, κομμουνισμός και κανένας δε δυσπιστούσε σε μια συσσωμάτωση φοιτητικής νεολαίας. Απεναντίας, όλοι περίμεναν απ’ αυτήν κάτι καλό. Και στην τελετή μας ο πρύτανης, ο δήμαρχος, ο υπουργός, άλλοι επίσημοι, πολλοί καθηγητές του Πανεπιστημίου και… η στρατιωτική μουσική με τον Σάιλερ! Μολονότι ο καιρός ήταν άθλιος — είχε βροχή κι αέρα — η σάλα γέμισε ασφυχτικά. Μίλησε ο πρόεδρός μας, προσφώνησαν ο Πρύτανης κι ο υπουργός, ο Σταματέλλος απάγγειλε ποίημα — Λάμπει η χαρά στα πρόσωπα που βλέπω ολογυρά μου — η μουσική έπαιξε τον ύμνο, θούρια, εμβατήρια κι ο Βερροιώτης, κατενθουσιασμένος, φώναζε: «Θρίαμβος! θρίαμβος!». Ήταν πραγματικώς. Ποτέ φοιτητές δεν είχαν ξεκουνήσει τόσον και τέτοιον κόσμο.
Αρχίσαμε αμέσως τις «εργασίες» μας. Για τις συνεδριάσεις και τα δημόσια «αναγνώσματα» του συλλόγου βραδινά πάντα, μας παραχωρήθηκε η σάλα του Δημοτικού Σχολείου Θηλέων Νεαπόλεως. Την έδρα την κάναμε βήμα, κουβαλήσαμε ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες για το προεδρείο, βάλαμε στους τοίχους μερικές λάμπες του πετρελαίου με γλόμπους — το σχολείο δεν είχε γκάζι — και τα θρανία τ’ αφήσαμε για το ακροατήριο. Αλλά ήταν πάντα τόσο πολύαριθμο, ώστε πολλοί κάθουνταν στα παράθυρα ή συνωστίζονταν ορθοί. «Αναγνώσματα» έκαμαν ο Βερροιώτης — διάβασε κάποιο σπαραχτικό διήγημά του— ο Ραφτόπουλος, ο Μάτεσης και άλλοι. Από τους πρώτους, εννοείται, κι εγώ, και δυο φορές μάλιστα. Την πρώτη διάβασα μια μελέτη «Νους και καρδία», που τη δημοσίευσα κιόλα στην «Κυψέλη» — ένα περιοδικό που το ’βγάζε στη Ζάκυνθο ο πρώην εχθρός μου και κατόπι φίλος μου καθηγητής Ρέντζος — και τη δεύτερη, δυο κεφάλαια από ένα ανέκδοτο μυθιστόρημά μου, που το είχα αρχίσει όταν ήμουν μαθητής και δεν το τελείωσα ποτέ. Πώς θα ’θελα να είχα τώρα τα φυλλάδια εκείνα της «Κυψέλης» για να ‘βλεπα τι… ανοησίες είπα στην πρώτη μου εκείνη δημόσια εμφάνιση στην Αθήνα, το Δεκέμβριο του 1883! Το ακροατήριο με συγχάρηκε θερμά. Κι ο Μοντσενίγος ακόμα. Αλλά όταν, πριν το στείλω στην «Κυψέλη», έστειλα το χειρόγραφο στην «Εστία», το έγκριτο περιοδικό μ’ απάντησε ξερά στην αλληλογραφία του: «κ. Γ.Ξ. Ενταύθα. Ακατάλληλον».
Μ ’ όλους τους καλούς οιωνούς, που χαιρέτησαν την ίδρυσή του, ο σύλλογός μας διαλύθηκε 1883. Δε θυμούμαι τώρα για ποιο ζήτημα διαιρεθήκαμε, μαλώσαμε, — δεν ήταν, βλέπετε, μόνο η φιλολογική μας παρέα, είχαν έρθει και ξένοι — κι ύστερ’ από μια θυελλώδη συνεδρίαση, που έπεσαν και μερικές ματσουκιές το, δεν κάναμε άλλη. Ο Αμπελορράβδης πρόφτασε να διασώσει την περιουσία του συλλόγου, που δεν ήταν παρά μόνο οι κομψές εκείνες λάμπες του τοίχου. Τις ξεκρέμασε το ίδιο βράδυ, αφού έφυγαν όλοι και με τη βοήθειά μου, τις κουβάλησε στην κάμαρά μας — δυο βήματα από το σχολείο. Τι έπρεπε να γίνουν οι λάμπες αυτές; Το καταστατικό δεν προνοούσε για την περιουσία του συλλόγου σε περίπτωση διάλυσης. Κι απλούστατα τις μοιραστήκαμε: Δώσαμε τις δυο σε δυο φίλους μας, μέλη του διαλυθέντος, και τις άλλες δυο τις κρατήσαμε εμείς.
Από τότε τα βράδια μας — 9 ως 10 — τα είχαμε πάλι ελεύθερα για τ’ αναγνώσματα του «Παρνασσού», που τα παρακολουθούσαν όλοι οι «λόγιοι νέοι». Το κατάστημα του συλλόγου, μικρό σχετικά, ήταν τότε στην Νομισματοκοπείου — Παπαρρηγοπούλου — αντίκρυ στο υπουργείο των Ναυτικών. Ο Αχιλλεύς Παράσχος, ο Κων. Παπαρρηγόπουλος, ο Άγγελος Βλάχος, ο Ι.Ι. Σκυλίτσης κι άλλοι από τους διαπρεπείς λόγιους της εποχής διάβαζαν από το βήμα έργα τους — μελέτες, διηγήματα, ποιήματα — μέσα στη σάλα εκείνη με τα κόκκινα παραπετάσματα στα παράθυρα, και με τα μεγάλα πορτραίτα στους τοίχους ολόγυρα, των «εκλιπόντων»· μελών». Έτσι γνωρίζαμε και τις μορφές του Βασιλειάδη, του Δημητρίου Παπαρρηγοπούλου, του Ζαλοκώστα, του Βαλαωρίτη, και… του Ευγένιου Λαντς. Οι «νέοι» της εποχής ήταν ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Πολέμης, ο Κόκκος, ο Σουρής… Κι αυτούς που δεν ήταν ακόμη «Παρνασσιδείς», τους συναντούσαμε στα κέντρα και τους κοιτάζαμε με περιέργεια και με κάποια ζήλια που άρχιζαν ακούγονται, ενώ εμείς ακόμα…
Αχ, πότε γινόμαστε και μεις λιγάκι γνωστοί, να τους γνωρίσουμε, να τους κάμουμε φίλους, να φαινόμαστε μαζί τους στον κόσμο;... Για την ώρα μας ήταν απρόσιτοι. Δεν είχαμε ούτε χαιρετισμό. Τους βλέπαμε από μακριά».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Λογοτεχνική βραδιά στον Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" την εποχή του Γ. Ξενόπουλου]


«Γρήγορα έπιασα φιλίες με φοιτητές κάθε σχολής και κάθε χρόνου — από πρωτοετείς ως τελειόφοιτους — κι είχα πάντα μια μεγάλη παρέα και στα Προπύλαια, και στο εστιατόριο, και στο καφενείο, και στον περίπατο. Με διάλεγαν και τους διάλεγα. Από διάφορες επιστήμες είχαμε κάτι κοινό μας ένωνε: την αγάπη μας και την κλίση μας στα γράμματα και στη λογοτεχνία.
Έτσι όλοι μου σχεδόν οι φίλοι ήταν μέλλοντες λόγιοι, ποιητές και διηγηματογράφοι σαν και μένα. Μερικοί μάλιστα, μεγαλύτεροί μου, ήταν κι από τότε: είχαν τυπώσει κιόλα την πρώτη λυρική συλλογή.
Τρώγαμε σ’ ένα μικρό εστιατόριο, στο ισόγειο ενός μεγάλου σπιτιού, οδός Ακαδημίας και Λυκαβηττού. Το είχε κάποιος Λευκάδιος κυρ-Φίλιππας λεγόμενος, και το έλεγε «Ξενοδοχείον η Λευκάς».
[…]
Κάπου - κάπου για ποικιλία, ίσως και για οικονομία τρώγαμε το βράδυ και στο μπακάλικο του Γεωργαντά —στο οτέλ μπακαλίκ, όπως λέγαμε. Αντίθετα, κάπου-κάπου— και συνήθως τις πρώτες μέρες του μήνα που τα είχαμε μπόλικα — τρώγαμε «μεγαλοπρεπέστατα στου Πελοπίδα, στην οδόν Ερμού ή στο «ρεστωράν ντ΄ Ορόπ» στην πλατεία του Συντάγματος. Σ’ αυτά τα εστιατόρια πολυτελείας πληρώναμε τρεις δραχμές την καθισιά μας — εκεί που στου κυρ Φίλιππα πληρώναμε …65 λεπτά ως μια δραχμή. Λέγαμε πως άξιζε μια φορά τόσο, «να τρώμε και σαν άνθρωποι», με μαυροντυμένα γκαρσόνια, λινά τραπεζομάντιλα, επάργυρα σερβίτσια και λουλούδια στη μέση του τραπεζιού.
Ας είναι εγώ «σαν άνθρωπος» έτρωγα μόνο κάθε Κυριακή στου Διογενίδη.
Με την καλή αυτή οικογένεια είχαμε παλιά και μεγάλη φιλία. Πριν παντρευτούν ακόμα, ο πατέρας μου ήταν στενός φίλος του Διογενίδη στην Αθήνα, κι η μητέρα μου φίλη της Διογενίδαινας στην Πόλη. Η φιλία ανανεώθηκε στη Ζάκυνθο, όταν ο Διογενίδης, Αχιλλεύς το μικρό του όνομα — ήταν εκεί προέδρος των Πρωτοδικών. Όταν ήρθα φοιτητής στην Αθήνα, είχε πια αποσυρθεί από την υπηρεσία — αφού έκαμε κι εφέτης στην Πάτρα — δικηγορούσε, και καθόταν στην οδό Φειδίου.
Εκεί έκαμα μια από τις πρώτες μου επισκέψεις.
Μου έκαμαν την πιο θερμή υποδοχή και μου απαίτησαν να προγευματίζω μαζί τους κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή. Εκεί, που λέτε, γουστάριζα καλό φαΐ σπιτίσιο, και πολίτικο μάλιστα, γιατί η Διογενίδαινα ήταν πολίτισσα σαν τη μητέρα μου. Αργότερα θα ξαναϊδούμε την οικογένεια, γιατί η μεγάλη κόρη του Διογενίδη στάθηκε η πρώτη μου γυναίκα κι απ’ αυτήν είχα το πρώτο μου παιδί.
Εδώ, όμως, θα περιοριστώ στα φοιτητικά. Ο Διογενίδης είχε αναλάβει τότε και μιαν άλλη φροντίδα για μένα: Επειδή ήμουν σπάταλος κι έκανα πολλά περιττά έξοδα, στο τέλος του μηνός δεν είχα, ούτε για τ’ αναγκαία, και δανειζόμουνα από φίλους μου ή έτρωγα στου κυρ-Φίλιππα βερεσέ. Τα ’μαθε αυτά ο πατέρας μου - δεν του άρεσαν αυτά, α, ήταν πολύ τυπικός, δε θυμούμαι να δανείστηκε ποτέ στη ζωή του ή να πήρε πράγμα βερεσέ — παρακάλεσε τον παλιό του φίλο να στέλνει σ ’ αυτόν τα χρήματά μου δυο και τριών μηνών μαζί, και να μη μου δίνει τα ορισμένα κάθε πρωτομηνιά. Αλλά ούτε αυτό άλλαξε την κατάσταση. Γιατί όσο αυστηρά κι αν κρατούσε την εντολή ο Διογενίδης — άλλος τυπικός άνθρωπος, χρυσό να τον έκανα, κρεμασμένο να μ ’ έβλεπε, δεν εννοούσε να μου δώσει πεντάρα στο μέσο του μηνός. Εγώ άμα βρισκόμουν στα στενά, κατάφευγα πάλι στα δανεικά και στα βερεσέδια. Έτσι τα οικονομικά μου ήταν πάντα σε άθλια κατάσταση. Κάθε μήνα είχα έλλειμμα που το σκέπαζα από το επίδομα του επόμενου. Και το έλλειμμα του τελευταίου το πλήρωνε θέλοντας και μη ο καημένος ο πατέρας μου. Το Μάη συνήθως του έγραφα: «Στείλε μου 50 δραχμές να πληρώσω όπου χρωστώ, γιατί αλλέως είναι αδύνατο να φύγω». Και μου έστελνω. Αμανάτι θα μ’ άφηνε στην Αθήνα;
Ο συμπατριώτης μου, συμφοιτητής μου και αγαπημένος φίλος Γεώργιος Κλαυδιανός — ο σπουδαίος κατόπι μαθηματικός, που πέθανε εκατομμυριούχος — δεν είχε ούτε τόσες. Αμφιβάλλω αν ο πατέρας του του έστελνε καμιά πενηνταριά κάθε μήνα. Ο Λομπάρδος, υπουργός τότε της Παιδείας, τον είχε βάλει σ’ ένα μισοϋπόγειο του Γυμνασίου της Πλάκας να κατοικεί δωρεάν. Προγύμναζε και μαθητές στα μαθηματικά, που και τότε ήταν τόσο δύσκολα για τα περισσότερα παιδιά όσο και σήμερα. Και τα κατάφερνε τόσο καλά, ώστε όχι μόνο δε στερούσε τον ευαυτό του από τίποτα, αλλά κι όταν δεν είχα λεφτά, ο φτωχός Κλαυδιανός είχε να με δανείζει! Μα γι αυτό έκαμε εκατομμύρια, ενώ εγώ, όσα κι αν είχα στη ζωή τα σπαταλούσα πάντα, όπως και τις 150 δραχμές, που μου έστελνε το σπίτι μου όταν ήμουν φοιτητής… Δεν ήθελα ξύλο;»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939

«Για να μπω στην κάμαρά μου, έπρεπε να περάσω από μια άλλη καμαρούλα, κι αυτή σκοτεινή σαν την κάτω. Αλλά τι διαφορά! Ούτε παραμύθια άκουγα κει μέσα από τις υπηρέτριες ούτε μάθαινα τα «μυστήρια του κόσμου. Μόνο προσευχόμουν. Ήταν το οικογενειακό μας Εικονοστάσι.
Πολλές παλιές εικόνες υπήρχαν στο σπίτι, κι η μητέρα μου είχε φέρει κι άλλες απ’ την Πόλη κι όλες αυτές μαζί ήταν κρεμασμένες στον προς το βάθος στον τοίχο της καμαρούλας ίσαμε το ταβάνι. Υπήρχε ακόμα μια εταζέρα στον ίδιο τοίχο, σαν τραπεζάκι με κόκκινο σκέπασμα, που βάσταζε το ακοίμητο καντήλι, το θυμιαστήρι, δυο σαμντάνια[κηροπήγια] κι ένα παμπάλαιο Ευαγγέλιο.
Η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ θρήσκα — φυσικό για μια Φαναριώτισσα, που είχε αδερφό Δεσπότη και νουνό Πατριάρχη, τον Ιωακείμ Β΄. Και κάθε βράδυ, που ξημέρωνε Κυριακή ή γιορτή, λιβάνιζε το εικονοστάσι και διάβαζε πολλήν ώρα από τη σύνοψή της. Μικρός, τη συνόδευα πάντα σ’ αυτές τις «ιεροτελεστίες», και θυμούμαι με τι κατάνυξη προσευχόταν και ποια έκφραση έπαιρνε το πρόσωπό της δέους, αγάπης, συντριβής — σα να μιλούσε καθαυτό με το Θεό. Κι άλλες ώρες έβλεπα τη μητέρα μου να κάνει την προσευχή της. Το πρωί, π.χ., «εξανίστατο εκ του ύπνου» κι ευχαριστούσε την Αγία Τριάδα. Αλλά στο Εικονοστάσι είχα τη ζωηρότερη εντύπωση. Στο κοκκινωπό, το τρεμάμενο και μυστηριώδες φως της καντήλας μου φαίνονταν σα ζωντανά τα πρόσωπα των αγίων εικόνων, κι η καμαρούλα εστοίχειωσε από Παναγίτσες και Χριστούληδες, αγγελάκια - φαντάσματα κι αυτά, μα, που δεν τα φοβόμουν καθόλου...
Από τις εικόνες εκείνες, μια βυζαντινή μεγάλης τέχνης — ζωηρά χρώματα, χρυσαλοιφές και ψιλοδουλειά — ήταν χωρισμένη σε τέσσερα και παρίστανε τη Γέννηση, τη Βάφτιση, τη Σταύρωση και την Ανάσταση, ήταν υποβλητικά όλα, που τα ’βλεπα σαν αληθινά. Τη μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε το χρυσό άστρο που έλαμπε πάνω από τη Φάτνη και το νεογέννητο Χριστό. Μα κι εκείνος ο καβαλάρης που ελόγχιζε το νεκρό Εσταυρωμένο, τι μίσος μου γεννούσε! Αν τον έφτανα, θα του έβγαζα τα μάτια…
Υπήρχε ακόμα μια παράξενη συμβολική εικόνα — ένα τεράστιο εφτακέφαλο φίδι σα δέντρο, που συμβόλιζε τα «επτά θανάσιμα αμαρτήματα», μ’ επιγραφές σε κάθε κεφάλι και κάθε λαιμό, που έλεγαν το …αμάρτημα και τις υποδιαιρέσεις του.
Υπήρχε ακόμα ένας Άγιος Ιωάννης, εικόνα μαύρη από τον καιρό, που σε μια γωνιά είχε ένα εξόγκωμα από κερί μαύρο εξογκωμένο. Σε κάθε βάφτιση που γινόταν στο σπίτι, ο παπάς έκοβε λίγα μαλλάκια του μωρού, τα ζύμωνε με αναλυτό κερί απ’ τη λαμπάδα του και κολλούσε την μπαλίτσα στα μαλλιά της εικόνας. Στο εξόγκωμα διακρίνουνταν οι Μπαλίτσες, η μια απάνω στην άλλη. Κι αν τις μετρούσε κανένας, θα έβλεπε πόσα παιδιά είχαν βαφτιστεί στο σπίτι του παππού μου. Αλλά η συνήθεια ήταν παλιά, οι γονείς μου δεν την ακολούθησαν και καμιά νεότερη μπαλίτσα δεν προστέθηκε ποτέ στο μαυροκιτρινισμένο από το χρόνο εξόγκωμα.
Και τέλος ήταν η Αγία Παρασκευή. Να, μια θαυματουργή εικόνα, η προστάτρια Αγία της οικογένειας! Αυτήν επικαλούμαστε όλοι μας. Για τα μεγαλύτερα και για τα μικρότερα, δεν άκουγες παρά «αγία μου Παρασκευή». Για να γίνει καλά η μητέρα μου, την Αγία Παρασκευή παρακαλούσα. Το ίδιο και για να πω καλό μάθημα στο σχολείο. Η Αγία γιάτρευε πάντα, όχι σε όσους αρρώσταιναν στο σπίτι, αλλά και στη γειτονιά.
Σε όσους είχαν άρρωστο, στέλναμε τη θαυματουργή εικόνα, και από την ίδια ώρα ο άρρωστος έπαιρνε την καλύτερη. Την κρατούσαν κοντά του λίγες ημέρες, κι έπειτα μας την έστελναν πίσω, συνήθως μ’ ένα «τάμα» ασημένιο, κρεμασμένο, μαζί με πολλά άλλα, σε μια κορδέλα που την έζωνε ξεπίτηδες για τα τάματα. Τα πρώτα χρόνια η Αγία Παρασκευή ήταν «άντυτη» — απλή ζωγραφιά σε σανίδι, με μια ασημένια κορώνα μονάχα. Αργότερα μητέρα μου της έκαμε «ασημένιο πουκάμισο», που τη σκέπασε ολάκερη εκτός από το πρόσωπο, και την έβαλε σε μια καρυδένια θήκη σε γυαλί. Διατηρήθηκε όμως η ασημένια κορόνα, καθώς κι η κορδέλα με τα τάματα.
Τώρα την έχω στο σπίτι μου στην Αθήνα, στην κάμερά μου. Μαζί με άλλα οικογενειακά κειμήλια, την έφερε η αδερφή μου, όταν — είναι τρία χρόνια — διαλύθηκε το ξενοπουλέικο σπίτι στη Ζάκυνθο. Αλλά κι εδώ εξακολουθεί να είναι θαυματουργή. Προ ολίγου, όπως έκανε κι η μητέρα μου, η αδερφή μου την πήγε στο σπίτι μιας βαριά άρρωστης φίλης μας, σχεδόν ετοιμοθάνατης, που έγινε καλά. Αυτά τα εξηγούν με «υποβολή», αλλά δεν παύουν με τούτο να είναι θαυμάσια και να φαίνουνται υπερφυσικά.
Αλλ’ ας γυρίσουμε στο ζακυνθινό Εικονοστάσι.
Παιδί κι αρκετά πια μεγάλος, μαθητής, είχα μανία με τα εκκλησιαστικά. Σύχναζα στις εκκλησίες, βοηθούσα στο Ιερό, είχα μάθει απέξω τα λόγια και τα τυπικά και — προς μεγάλη απελπισία του πατέρα μου — έλεγα πως θα γίνω Δεσπότης.
Για την ώρα λοιπόν έγινα… στο σπίτι μας. Γιατί μου ήρθε η ιδέα να κάμω το Εικονοστάσι εκκλησούλα. Δεν ήταν δύσκολο. Η Αγία Τράπεζα ήταν έτοιμη — η εταζέρα που είπα. Κρέμασα μερικά καντηλάκια «στο γύρο» κι έναν ξύλινο και χάρτινο «πολυέλαιο» στη μέση· κατασκεύασα ολάκερη αρχιερατική στολή, συνεννοήθηκα με μερικά γειτονόπουλα, που κι αυτά έκαμαν τ’ άμφιά τους — άλλα παπά κι άλλα διάκου - και κάθε Κυριακή ή γιορτή, μετά την αληθινή λειτουργία, μαζευόμαστε και κάναμε και μεις τη δική μας. Πολύ συνηθισμένο παιχνίδι εκείνο τον καιρό, τουλάχιστο στην πατρίδα μου. Τα παιδιά, όπως κάνουν σήμερα θεατράκι, έκαναν εκκλησούλα.
Αλλά η δική μου τελείωσε άσχημα: Μου την έκλεισαν με τη βία πριν τη βαρεθώ. Γιατί εννοούσα να κάνω όλη τη λειτουργία, χωρίς να παραλείπω ούτε τη θεία μετουσίωση. Έτσι στη μικρή μου Αγία Τράπεζα είχα, όλα τα χρειώδη, από δισκοπότηρο έως λόγχη, και άρτο, και κρασί, και σπόγγο και… αντιμήνσιο! Η μητέρα μου σκανδαλίστηκε — ήταν ασέβεια — το είπε του παπά μας, κι αυτός ανέβηκε μια μέρα στο εικονοστάσι να κάμει επιθεώρηση. Ο άγιος άνθρωπος έφριξε.
—Τ’ είν’ αυτά; φώναξε. Έτσι παίζουν με τα θεία; Πάρτε τα αυτά από δω, κυρία Ξενοπούλου, μην πέσει φωτιά και μας κάψει!
Και γυρίζοντας σε μένα:
—Μόνο όσα λέει ο ψάλτης μπορείτε να λέτε στη λειτουργία σας· όσα λέει ο ιερεύς, όχι. Πολύ λιγότερο | και να κάνετε όσα κάνει αυτός.
Έτσι; Αλλά τι γούστο θα είχε πια η λειτουργία
μου; Α, μπα, δεν την ήθελα. Κι αφού η μητέρα μου σήκωσε όσα την εσκανδάλιζαν, η εκκλησούλα μου ξανάγινε απλό Εικονοστάσι.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΟΜΑΧΟΥΣΑ, Ι.Μ.ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ
Η ιστορική εικόνα της Ιεράς Μονής Στροφάδων Ζακύνθου ήταν αρχικά στην Κωνσταντινούπολη.
Στα χρόνια της εικονομαχίας την έριξαν στη θάλασσα, για να διαφυλαχθεί και να σωθεί από τη μανία των διωκτών.
Η εικόνα εξεβράστηκε στην Ιερά Μονή Στροφάδων Ζακύνθου όπου τοποθετήθηκε στο Καθολικό της Μονής. Την ονομασία «θαλασσομαχούσα» την οφείλει, σύμφωνα με την παράδοση, στο γεγονός ότι πάλεψε με τα κύματα και έφτασε στο Μοναστήρι χωρίς να καταστραφεί.].


«Το πρώτο βαπόρι που πήρα από τη Ζάκυνθο, το Σεπτέμβρη του 1883, για να ’ρθω στην Αθήνα φοιτητής, ήταν το παλιό εκείνο «Αθήναι» που αργότερα είχε γιατρό του τον Αντρέα Καρκαβίτσα. Θε μου! Τι μπελαλίδικο που ήταν το ταξίδι εκείνον τον καιρό. Ούτε ο σιδηρόδρομος Πελοποννήσου υπήρχε, ούτε ο ισθμός της Κορίνθου είχε κοπεί. I Βγαίναμε στην Κόρινθο, πηγαίναμε στο Καλαμάκι με αμάξι, εκεί παίρναμε άλλο βαπόρι — της ίδιας πάντα εταιρείας που είχε τ’ αμάξια κι εφρόντιζε και για τη μεταφορά των αποσκευών μας — φτάναμε στον Πειραιά, με το σιδηρόδρομο, ή για περισσότερη ευκολία με αμάξι στην Αθήνα, ύστερ ’ από δυο ολόκληρες ημέρες! Μόνος μου θα ’ταν λιγάκι ζόρικο να τα καταφέρω για πρώτη φορά.
Ευτυχώς είχα καλό συνταξιδιώτη και βοηθό. Ήταν ο Μίμης ο Αμπελορράβδης — ο κατόπι πολύ γνωστός έμπορας, τραπεζίτης και λόγιος στη Ζάκυνθο— γιος του πιο στενού φίλου του πατέρα μου. Ήξερε την Αθήνα, αφού είχε πάει ένα χρόνο πρωτύτερα από μένα και σ’ αυτόν μ’ εμπιστεύθηκαν οι δικοί μου, με τη συμφωνία κιόλα να συγκατοικήσουμε.
Μ ’ όλη τη βοήθεια του Αμπελορράβδη, απερίγραπτο είναι το τι τράβηξα στο πρώτο μου ταξίδι, άπραγο κι αμάθητο παιδί, με τα πράματα που κουβαλούσα μαζί μου — ακόμα και μπουγαρινιά! — με το πλήθος και συνωστισμό των επιβατών, με τις επιδρομές των άγριων βαρκάρηδων — τα βαπόρια δεν επλεύριζαν τότε — τις φωνές, τους καυγάδες, την παραζάλη… Στον Πειραιά φτάσαμε βράδυ. Με χίλια βάσανα και σχεδόν στα σκοτεινιά —νομίζετε πως ο Πειραιάς ήταν τότε ηλεκτροφωτισμένος;— φορτώσαμε τα πράματά μας σ’ ένα λαντό, στριμωχτήκαμε μέσα κι εμείς — τα πράματα δε μας άφηναν πολύν τόπο — ανεβήκαμε στην Αθήνα και χωρίς να ιδώ σχεδόν τίποτα, σταθήκαμε στα Χαυτεία, μπροστά στο «Ξενοδοχείο της Γαλλίας».
Μόλις εγκατασταθήκαμε —επρόκειτο να μείνουμε στο ξενοδοχείο αυτό ως να βρούμε δωμάτιο — κατεβήκαμε στο εστιατόριο.
Θυμόμουν πάντα τη θέση που κάθησα για το πρώτο μου γεύμα στην Αθήνα — στο πρώτο τραπεζάκι δεξιά κοντά στο μεγάλο παράθυρο του δρόμου — και για πολλά χρόνια, όταν περνούσα από κει, την έβλεπα με συγκίνηση.
Μετά το γεύμα ξανανεβήκαμε -ήμαστε πολύ κουρασμένοι απ’ το ταξίδι για να βγούμε έξω και καθήσαμε στο μπαλκόνι. Το μόνο που με διασκέδασε από τη βραδινή σχεδόν έρημη οδό Σταδίου, τη φτωχοφωτισμένη από τ’αραιά φανάρια του γκαζιού, ήταν τα τραμ που ανεβοκατέβαιναν. Πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο «μέσον μεταφοράς» και μου φαίνουνταν αρκετά περίεργα τα πελώρια εκείνα αμάξια που τα ’σερναν τέσσερα άλογα στη γραμμή, με το κόκκινο φανάρι που πλησίαζε και πράσινο που απομακρυνόταν.
Κατά τις έντεκα ήμαστε στα κρεβάτια μας. Το πρωί, μόλις σηκώθηκα, άνοιξα τις γρίλιες του παράθυρού μου — ήταν στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου, μεσημβρινό — κι έμεινα εκστατικός μπροστά στο θέαμα που μου παρουσιάστηκε. Στην Αθήνα τα σπίτια δεν ήταν τότε τόσο πυκνά και ψηλά, κι από το παράθυρο εκείνο, το σχετικά χαμηλό, φαινόταν όλη σχεδόν η Ακρόπολη με τον Παρθενώνα ηλιοφωτισμένο. Ποτέ δε θα ξεχάσω εκείνη τη στιγμή. Ήταν η πιο μεγάλη εντύπωση από όσες είχα ποτέ από θέαμα, και στην Αθήνα και στη ζωή μου. Γιατί και τι άλλο είδα ποτέ μου μεγαλειωδέστερο, υποβλητικότερο, συγκινητικότερο, από την Ακρόπολη των Αθηνών — αυτό το κέντρο του κόσμου και τον Παρθενώνα;
Είχα διαβάσει πολλά γι’ αυτόν όσο ήμουν μαθητής κι είχα ιδεί άπειρες εικόνες του. […]
Έμεινα σε άφωνη, άλαλη έκσταση πολλήν ώρα. Έπειτα άρχισα κοιτάζω την Αθήνα που φαινόταν από εκείνο το παράθυρο. Τα μάτια μου σταματούσαν εδώ κι εκεί σε διάφορα σημεία. Και πάλι γύριζαν στον Παρθενώνα που με μαγνήτιζε…
Ο Αμπελορράβδης είχε σηκωθεί πριν από μένα κι ήταν κιόλα ντυμένος. Μπήκε στην κάμαρά μου και μου φώναξε:
— Τι χαζεύεις εκεί; Έχεις καιρό να τα ιδείς. Ντύσου
γρήγορα κι έχουμε τρεχάματα!
Και τότε μόνο άφησα το παράθυρο εκείνο…
Είχαμε να ψάξουμε για δωμάτιο και να εγγραφούμε στο Πανεπιστήμιο.
— Αποφάσισες επιτέλους σε ποια σχολή θα γραφτείς; Με ρώτησε στο δρόμο ο «σύνοικός» μου.
Το περίεργο είναι πως ακόμα δεν είχ’ αποφασίσει καλά. Κυμαινόμουν ανάμεσα στα Νομικά, που τα ήθελαν κι οι δικοί μου — εκτός από το θείο μου, που έλεγε πως, «δεν είχα φωνή και χαρακτήρα για δικηγόρος» — στα Φυσικομαθηματικά που ήταν πάντα η κλίση μόνο η ιδέα πως θα γινόμουν «δάσκαλος», μ’ έκανε να προτιμώ την άλλη επιστήμη, την «ευρεία» όπως τη λέγαμε τότε, μα όχι οριστικά, γιατί η αγάπη μου στη φυσική και στην άλγεβρα ξαναγύριζε. Και μόνο όταν βρέθηκα στο γραφείο του Πανεπιστημίου, μπροστά στο γέρο γραμματέα Ιατρίδη που θα μ’ έγραφε, το αποφάσισα:
—Εις ποίαν σχολήν, παρακαλώ; με ρώτησε.
—Εις την φιλοσοφικήν, αποκρίθηκα αδίσταχτα· Θα σπουδάσω φυσικομαθηματικά.
Θυμούμαι και τούτο. Ο Ιατρίδης, με το απολυτήριό μου στο χέρι, μου έκανε μερικές ερωτήσεις για να εξακριβώσει την ταυτότητά μου — πόσων χρονών ήμουν, πώς λέγανε τον πατέρα μου κλπ. Γιατί πολλοί πήγαιναν να εγγράψουν κάποιον άλλον ερήμην του και δε μελετούσαν πρώτα το ξένο απολυτήριο για να ξέρουν όλες τις λεπτομέρειες. Έτσι τους έπιανε και του έδιωχνε ο γερο-Ιατρίδης. Εγώ δεν το κατάλαβα. Του αποκρινόμουν με απορία: τι με ρωτούσε αφού τα έλεγε το απολυτήριο; Μα όταν με ρώτησε και με τι βαθμό απολύθηκα δε μ’ ένοιασε για την περιττή ερώτηση και του απάντησα με καμάρι:
— Άριστα!
Γέλια που έκαμε ο Αμπελορράβδης άμα βγήκαμε απ’ το γραφείο!
‘Υστερα περιπλανηθήκαμε στη Νεάπολη, βλέπαμε «ενοικιάζονται δωμάτια», μπαίναμε δε μας άρεσε. Άλλο ήταν μικρό για δυο, άλλο βορινό... Επιτέλους στην οδό Σόλωνος, σ ’ ένα καινούργιο σπίτι — ιδιοκτησία κάποιου γαλατά— βρήκαμε ξένοικη τη σάλα. Πολύ ωραία, ταβάνι με ζωγραφιές, μπαλκόνι μεσημβρινό, το μπακάλικο του Αρνιώτη από κάτω — αυτό ευκολία — και νοίκι εβδομήντα δραχμές. Την πιάσαμε, ησυχάσαμε, και τ’ άλλο πρωί κουβαληθήκαμε.
Κάμποσους μήνες μείναμε σ’ αυτό το σπίτι. Αλλά περίεργο — δε μου μένει τίποτα στη μνήμη μου, ούτε η σπιτονοικοκυρά, ούτε η υπηρεσία, ούτε άλλος ένοικος, ούτε ένας άνθρωπος απ’ τη γειτονιά. Μόνο το γαλατά θυμούμαι τον ιδιοκτήτη, που ερχόταν κάθε τόσο να κάνει επιθεώρηση στο «ακίνητό» του, και μας σύσταινε να το προσέχουμε και να μη… βροντάμε τις πόρτες. Ο Αμπελορράβδης τον πείραζε:
— Έγνοια σου, και τα παπούτσια μας ακόμα θα βγάζουμε για ν’ ανεβαίνουμε τη σκάλα. Έπειτα, τι έχεις εσύ; όσο πουλάς νερό για γάλα, θα χτίσεις κι άλλα σπίτια πολλά.
Διαμαρτυρόταν με ιερή αγανάχτηση:
— Εγώ; Με συμπαθάς πολύ! Το γάλα μου είναι από το μαστό της κατσίκας. Ψάξε με αν έχω απάνω μου μπουκάλι με νερό όπως άλλοι κατεργαραίοι.
Περνώντας με τις κατσίκες του μας έκανε βίζιτα. Αλλά δεν τον ψάξαμε ποτέ να ιδούμε αν είχε και μπουκάλι με νερό…
Δε θυμούμαι τώρα αν για το γαλατά, που μας γινόταν φόρτωμα, ή από άλλη αφήσαμε την ωραία εκείνη σάλα. Το βέβαιο είναι I μέση του χρόνου μετοικήσαμε στην οδόν Ιπποκράτους γωνία Διδότου, αριστερά καθώς ανεβαίνουμε, στη σάλα πάλι ενός μονόπατου, κι όχι πολύ καινούργιου, ο νοικοκύρης του, χωρίς άλλο, δε θα το πρόσεχε και τόσο πολύ. Ε, τη δεύτερη αυτή φοιτητική μου κατοικία τη θυμούμαι τόσο ζωηρά σα να ’ταν η πρώτη. Η σάλα δεν ήταν περιποιημένη σαν την άλλη, όμως, με τρία παράθυρα — ήταν στη γωνία— και κατά δέκα δραχμές φτηνότερη. Οικονομούσα ένα τάληρο το μήνα, ήταν σπουδαίο! Η σπιτονοικοκυρά μας, νέα ακόμα Κορφιάτισσα, είχε κι άντρα, που τον έλεγαν κυρ-Γεράσιμο, καθώς και μια κόρη. Αρσακειάδα ως δεκαπέντε χρονών — με κάτι μακριές και χοντρές γάμπες μέσα σε μαύρες πάντα κάλτσες — που την έλεγαν Τερέζα. Άσκημη δεν ήταν βέβαια, μα τίποτα σχεδόν το ψυχικό δεν είχε η σαρκική μάλλον χοντρονοστιμιά της και, στην ηλικία που βρισκόμουν, με άφηνε ολωσδιόλου ασυγκίνητο Συμπαθούσα όμως την Τερέζα για την καλοσύνη της, την προθυμία που μας περιποιόταν, κι ευχαρίστως την προγύμναζα κάπου - κάπου στα μαθηματικά της.
Η θυμούμαι κι ένα νόστιμο περιστατικό με τον κυρ-Γεράσιμο.
Στη σάλα μας ήταν κρεμασμένη και μια μεγάλη· ελαιογραφία, που παρίστανε ένα προστυχάνθρωπο μουστακαλή. Δεν μπορούσα να την υποφέρω, και παρακάλεσα τον κυρ-Γεράσιμο να την πάρει από κει, γιατί ήθελα τάχα να κρεμάσω άλλες εικόνες δικές μου. Αλλά μου το’ κοψε:




—Αδύνατο, κύριέ μου! Η σάλα νοικιάζεται μ’ αυτή τη συμφωνία- η εικόνα του μακαρίτη να μένει στη θέση της.
—Μα ποιος είναι ο μακαρίτης; ρώτησα με περιέργεια τώρα, γιατί ο «μουστακαλής» δεν έμοιαζε με κανέναν από την οικογένεια.
—Είναι ο πρώην σύζυγος της συζύγου μου, αποκρίθηκε ο κυρ-Γεράσιμος.
Αμέσως μου ήρθε η σατανική ιδέα:
—Α! φώναξα- τώρα εξηγώ... τώρα εξηγώ!. ,
—Τι εξηγείτε;
—Μα, να! Συχνά βλέπω τη γυναίκα σου να στέκεται μπροστά του, να τον κοιτάζει δακρυσμένη και ν' αναστενάζει. Θα τον αγαπούσε πολύ και δε θα τον ξέχασε ακόμα. Κι έχει δίκιο. Ο μακαρίτης ήταν τόσο ωραίος άντρας!
Αυτό ήταν. Την άλλη μέρα, ύστερ ’ από μια μικρή σκηνή με τη γυναίκα του, ο κυρ-Γεράσιμος καταχώνιασε την εικόνα στην αποθήκη.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
-Το επιβατικό πλοίο «Αθήναι» αργότερα επίτακτο του ελληνικού πολεμικού στόλου ως οπλιταγωγό, με το οποίο ο Ξενόπουλος ήλθε στην Αθήνα.
-Ιππήλατο τραμ της Αθήνας. Πρωτοκυκλοφόρησαν το 1882]




«Εννιά μήνες είχα λείψει από τη Ζάκυνθο, και την ξαναείδα με τόση χαρά, με τόση συγκίνηση, σα να είχα να την ιδώ εννιά χρόνια! Πόσο όμορφη μου φάνηκε! Κι αλήθεια, στο διάστημα που έλειπα, είχε εξωραϊστεί.
Η Στράτα-Μαρίνα, ο θαυμάσιος· παραλιακός δρόμος, ήταν πια τελειωμένος κι απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, σα νεόκοπο νόμισμα. Η μεγάλη πλατεία του Γεωργίου Α' [τώρα πλατεία Σολωμού] είχε διαρρυθμισθεί, και στη μέση της φάνταζε τώρα ένα πελώριο, παρτέρι όλο λουλούδια, που οι Ζακυνθινοί το έλεγαν «Αυγό».
Είχε ανανεωθεί το πλακόστρωτο της Πλατείας του Ποιητή[τώρα πλατεία Αγίου Μάρκου] με την προτομή του Σολωμού πάνω απ’ τον τάφο του, εκεί στην άκρη[κάτω από το ρολόι] – καθώς και της Πλατείας Ρούγας και πολλά ωραία σπίτια είχανε χτιστεί - «αθηναϊκά» όπως τα ’λεγαν προς διάκριση από τα παλιά που ήταν «βενετσιάνικα».
Αλλά και το δικό μου σπίτι το βρήκα εξωραϊσμένο. Η πρόσοψη έλαμπε χρωματισμένη, κατάλευκη, οι γρίλιες, άσπρες ως τότε, είχαν γίνει πράσινες, και μέσα, η σάλα και το σαλονάκι ήταν στρωμένα με ωραία καινούργια χαλιά, που μας τα έστειλε ο θείος ο Δεσπότης από την Πόλη.
Μου φαινόταν πως όλ’ αυτά τα είχαν κάνει για να με υποδεχτούν, κι όχι μόνο οι δικοί μου, παρά κι οι συμπολίτες μου, η κοινωνία όλη. Ήταν κάτι που δεν το που δεν το φανταζόμουν, και με γέμιζε από ευτυχία. Οι καλοί άνθρωποι, και γνωστοί μου και άγνωστοι, με δεξιώθηκαν… πώς να πω; Να, σα να γύριζα νικητής καμιά εκστρατεία! Με σταματούσαν στο δρόμο γνωρίσουν, να μου σφίξουν το χέρι, να με συγχαρούν, να μ’ ευχηθούν.
Ο Νιόνιος ο Τρίκαρδος […] με δέχτηκε σαν παλιό φίλο και με παρουσίασε σ ’ όλους τους Ζακυνθινούς λογίους που είχαν επιθυμία να με γνωρίσουν. Έτσι έκαμα φίλους τους ποιητές Αντρέα και Στέφανο Μαρτζώκη, το Διονύσιο Ηλιακόπουλο, το Γιάννη Τσακασιάνο, το Διονύσιο Μάργαρη, το Φρειδερίκο Καρρέρ και πολλούς. Αυτοί ήταν η παρέα μου, οι λόγιοι. Ένας απ’ αυτούς! «Περσοναλιτέ» στον τόπο από 17 χρονών παιδί… Αλλά είχα βγάλει και μουστάκι, κάπως πρόωρα, και καθώς ήμουν και ψηλός, φαινόμουν μεγαλύτερος.
Σε τι χρωστούσα, λοιπόν, την έκτακτη αυτή υποδοχή; Απλούστατα στα περιφρονημένα και σταματημένα εκείνα «Θαύματα του Διαβόλου». Καθώς είπα, είχαν γίνει αρκετοί συνδρομητές στη Ζάκυνθο, που έλαβαν τα φυλλάδια, τα διάβασαν και τα δάνεισαν και σ’ άλλους. Οι κοινοί άνθρωποι έβλεπαν πως «ο γιος του Ξυνή» έλεγαν — ένας πρωτοετής φοιτητής, έγραφε και δημοσίευε. Αυτό ήταν αρκετό για να ξεχωρίσω. Οι λόγιοι πάλι, μπορεί να μην ενθουσιάστηκαν από το μυθιστόρημά μου, έβρισκαν όμως πως έγραφα καλά κι έλεγαν ότι κατείχα τη γλώσσα. Αυτό ήταν πολύ σπουδαίο για την εποχή εκείνη, κι η υπερκαθαρεύουσα του προλόγου μου δεν μπορούσε να μην κάμει εντύπωση.[…]
Δεν ήταν συνηθισμένο — έλεγαν — να έχει τόσες γνώσεις ένα παιδί. Έβλεπαν ακόμα κι από τις συνομιλίες μας πως ήμουν «πολυδιαβασμένος» και τους έκανε εντύπωση η «πεποίθηση» που έδειχνα να ’χω σ’ αυτά που έλεγα. Αυτό εσήμαινε πως τα ήξερα καλά.
Για όλους αυτούς τους λόγους οι γραμματισμένοι του τόπου με τιμούσαν, έλεγαν για μένα καλά, κι επειδή οι κοινοί άνθρωποι τους άκουγαν, έβγαλα γρήγορα μια φήμη και μπόρεσα να κάμω πολλές γνωριμίες με σπουδαία πρόσωπα που αλλιώτικα ούτε η θέση μου, ούτε η ηλικία μου θα επέτρεπαν να τις κάμω. Αλλά ούτε κι αλλού απ’ τη Ζάκυνθο θα τις έκανα. Μόνο στην πατρίδα του Σολομού υπήρχε τότε μια κοινωνία φιλόμουση[φιλική στα Γράμματα και στις Τέχνες], που ήξερε να εκτιμά τους ανθρώπους των γραμμάτων, του πνεύματος μικρούς ή μεγάλους αδιάφορο.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939]




« Έβγαινα κάθε πρωί, έκανα το μπάνιο μου στη θάλασσα[Το καλοκαίρι του 1884] —εκεί πίσω από το θέατρο ήταν οι καμπίνες— έπειτα καθόμουν με την παρέα στο καφενείο του θεάτρου ή στο ζαχαροπλαστείο του Παρασκευά, που ήταν το συνεντευκτήριο των λογίων ή και στο καζίνο Ζάκυνθος, που μου έκαμε την τιμή να με γράψει στο βιβλίο των ξένων, για να πηγαίνω ελεύθερα σα συνδρομητής.
[...].
Το απόγεμα ξανάβγαινα και πήγαινα συνήθως στη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Αυτή είχε ιδρυθεί εκείνο το χρόνο με τα βιβλία που υπήρχαν στο Γυμνάσιο με πολλές δωρεές και λίγες αγορές. Έφορος είχε διορισθεί ο ιστοριογράφος και πρώην δάσκαλός μου Παναγιώτης Χιώτης, που δεν εδίδασκε πια στο ελληνικό σχολείο, και βιβλιοφύλακας ο ποιητής Διονύσιος Ηλιακόπουλος, που γρήγορα τον έκαμα στενό φίλο.
Με πόση συμπάθεια τον θυμούμαι! Ήταν τότε ένας ωραίος μελαχρινός νέος άντρας, γλυκομίλητος κι ευγενικός. Αν τα ποιήματα του δεν ήταν και τόσο περίφημα —μολονότι έχει γράψει και μερικά ωραιότατα— είχε όμως γνώσεις, κρίσεις, γούστα, και πολύ ευχαριστιόμουν να μιλώ μαζί του φιλολογικά. Σα βιβλιοφύλακας ήταν ιδανικός. Είχε μάθει από έξω κι ανακατωτά όλη τη βιβλιοθήκη, κι όποιο βιβλίο του ζητούσες σου τόφερνε στη στιγμή, φτάνει να υπήρχε —πράγμα, εννοείται, που δε συνέβαινε πάντα. Ωστόσο αρκετά σπουδαία βιβλία βρήκα να δανειστώ από τη μικρή ακόμα επαρχιακή βιβλιοθήκη και θυμούμαι ακόμα το περί καταγωγής των ειδών του Δαρβίνου σε γαλλική μετάφραση, την Κορίννα της κυρίας Στάελ, και τις Επιστολές της κυρίας Σβένει.
Το δειλινό, έφευγα μαζί με τον Ηλιακόπουλο για περίπατο. Στο απάνω πάτωμα του σπιτιού όπου ήταν η βιβλιοθήκη, καθόταν, νιόγαμπρος τότε, ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης.
Ένα παράθυρο έβλεπε στο κεφαλόσκαλο της εξωτερικής σκάλας και, καθώς κλείδωνε την πόρτα ο Ηλιακόπουλος, η γυναίκα του Μαρτζώκη έβγαινε και μιλούσαμε λίγα λεπτά. Την γνώριζα από κορίτσι, ερχόταν στο σπίτι μας συχνά, γιατί αγαπούσε πολύ τη μητέρα μου. Ήταν ξανθή και γαλανή, όμορφη, μορφωμένη, εύγλωττη και σε μένα τουλάχιστο, φαινόταν καλή σαν άγγελος. Το Στέφανο Μαρτζώκη τον πήρε από αγάπη τρελή και τον πήρε με το χέρι της, γιατί οι δικοί της δεν ήθελαν να τη δώσουν σε ένα φτωχό ποιητή που, για να ζει, έδινε μαθήματα ιταλικής. Με μεγάλη έκπληξη μάθαινα από τον Ηλιακόπουλο πως το νεαρό ζεύγος δεν τα πήγαινε καλά και πως πάνω από το κεφάλι του άκουγε βίαιες σκηνές κάθε μέρα. Και το απίστευτο ήταν αλήθεια: σε λίγα χρόνια, η νέα γυναίκα άφησε τον άντρα που πήρε με το χέρι της από τρελή αγάπη...
Κάναμε τον περίπατό μας και καταλήγαμε συνήθως στο ζαχαροπλαστείο του Παρασκευά, όπου βρίσκαμε και τους άλλους, λόγιους και μη, της παρέας μας. Οι ταχτικότεροι ήταν ο Τρίκαρδος, οι τρεις Μαρτζώκηδες —εκτός δηλαδή του Μέμνωνα, που καθόταν πάντα στο Καζίνο— ο Μάργαρης κι ο Σωκράτης Ζερβός.
Ο τελευταίος αυτός είναι μια από τις ζωηρότερες νεανικές μου αναμνήσεις. Υπάλληλος της Νομαρχίας, έγραφε και ζακυνθινά μυθιστορήματα. Αλλά το φόρτε του ήταν οι ιστορίες, αστείες συνήθως και τα ανέκδοτα που διηγόταν. Ποτέ δεν άκουσα στη ζωή μου άνθρωπο να διηγείται τόσο παραστατικά, τόσο καλλιτεχνικά. Οι καλύτεροι διηγηματολόγοι που γνώρισα ύστερα στην Αθήνα —ο Στέφανος Στεφάνου, ο Μαλακάσης, ο Παπαντωνίου, ο Μελάς— θα τα έχαναν μπροστά στο Σωκράτη Ζερβό. Όταν άρχιζε μια ιστορία, όλο το Ζαχαροπλαστείο ή όλο το Καζίνο, μαζευόταν σιγά-σιγά ολόγυρά του, κρεμασμένο από το στόμα του. Οι άνθρωποι λιγώνονταν από τα γέλια κι αυτός ακόμα ο αγέλαστος αστυνόμος, ο Κουγιούνος , όταν άκουγε τον Ζερβό, χαμογελούσε...
Όσο για τον περίφημο Γιάννη Τσακασιάνο, τον ποιητή-κουρέα, αυτός απόφευγε την παρέα των ποιητών, κι όταν ήθελα ν’ απολαύσω τη νοστιμότατη κουβέντα του, πήγαινα στο μαγαζί του—εκείνο που αναπαράστησε στη Ζακυνθινή σερενάδα ο Δ. Ρώμας— ή άφηνα τους άλλους και περπατούσα στην πλατεία μαζί του.
Ο Ανθών, το περιοδικό του, είχε πάψει προ πολλού, κι ο πολυτεχνίτης ετοιμαζόταν τότε να πάει στη Νάπολη, να φέρει ιταλικό μελοδραματικό θίασο για το χειμώνα. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω γιατί δεν έκανε παρέα με τους συναδέλφους του. Τον ρωτούσα, μα απόφευγε να μου πει.
Επιτέλους κατάλαβα άμα τους γνώρισα όλους καλύτερα: Τον ζήλευαν για τη δημοτικότητα του, δεν μπορούσαν να χωνέψουν πως ένας αγράμματος μπαρμπέρης μπορούσε να ακούγεται περισσότερο από αυτούς, και θα του έριχναν πούντους, που για να μην τους ακούει κι αναγκάζεται να απαντά και να μαλώνει —ήταν πολύ ειρηνικός κι ευγενικός άνθρωπος— δεν τους πλησίαζε. Παντού τα πάντα βλέπετε. Τρώγονταν μεταξύ τους κι οι λόγιοι της Ζακύνθου, κι εγώ αργότερα, που τα είχα καλά με όλους, προσπαθούσα να τους συμβιβάζω και να τους συμφιλιώνω».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939]
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΗΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ (1855-1899)
-ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ]





«Σ' ένα καντούνι, κοντά στο σπίτι μας, καθόταν η οικογένεια ενός μπακάλη. Αυτός είχε πεθάνει τον περασμένο χρόνο, και το μπακάλικο, στο ισόγειο του σπιτιού, το διατηρούσε η χήρα του με κάποιον παραγιό.
Είχε δυο κόρες. Η μεγάλη, πολύ φρόνιμη, καθόταν πάντα στο ανώγι, εργαζόταν ολημέρα, και μόνο το δειλινό έβγαινε, συγυρισμένη, στο παράθυρο. Η μικρότερη όμως, πολύ όμορφη κοπέλα —κάτασπρη, αφράτη, με θαυμάσια καστανά μαλλιά— καθόταν στο μπακάλικο για να τραβά πελάτες, ή σουρτούκευε στο καντούνι.
Τεμπέλα, αψήφιστη, ασυγύριστη, αχτένιστη και λιγδού, έκανε τους ανθρώπους να παραβλέπουν όλα για την ομορφιά της και να θέλουν τη φιλία της. Φτωχοί και πλούσιοι την τριγύριζαν, την πολιορκούσαν, της έστελναν προξενήτρες —όχι βέβαια για γάμο με στεφάνι— κι επειδή κι η μάνα της, που δεν ήταν αυστηρή, την έσπρωχνε.
Γρήγορα ή μικρή πήρε τον κακό δρόμο. Δεν ξανάγινε όμως στον κόσμο πιο χαρούμενη παραστρατημένη. Έναν παρά δεν έδινε για ό,τι είχε χάσει. Κι από το πρωί ως τη νύχτα, η γειτονιά αντηχούσε από την αργυρόηχη φωνή της το γέλιο της και το τραγούδι της.
Αντίκρυ από το μπακάλικο καθόταν μια νέα φάντρα. Αυτή ήταν το άκρο αντίθετο: άσκημη στο πρόσωπο, ασουλούπωτη στο κορμί, γκρινιάρα, κατσούφα, εργατική και τιμιότατη —μα και νάθελε να μην είναι, ποιος γύριζε να την κοιτάξει;
Κάθε φορά που περνούσα από το καντούνι τους —κι ήταν ο δρόμος μου όταν ήθελα να πάω σύντομα στο μαγαζί[του πατέρα του]— κι έβλεπα τις δυο νέες γειτόνισσες, μου έκανε εντύπωση αυτή η αντίθεση που παρουσίαζαν μεταξύ τους.
Από κάποια μάλιστα λόγια που έτυχε να ακούσω περνώντας, σχημάτισα την ιδέα πως η άσχημη φόντρα ήταν κακή και ζήλευε την κόρη του μπακάλη και για την ομορφιά της, και για την χαρούμενη ζωή που έκανε. Απεναντίας, αυτή μου φαινόταν άκακη, αγαθή, με καλή καρδιά, όπως είναι άλλωστε και τα περισσότερα από αυτά τα όμορφα και χαρούμενα κορίτσια, που σπρώχνονται μοιραία, από το ίδιο το φυσικό τους, να βγαίνουν από τον ίσιο δρόμο και να χαροκοπούν.
Σ' ένα άλλο καντούνι, στη γειτονιά μας επίσης, ζούσε μια χήρα με την αδερφή της και με τις δυο νέες της κόρες. Αυτές ήταν σεμνότυφες, λογάριαζαν πολύ τον κόσμο, φοβούνταν την κακογλωσσιά, και δε θα παραστράτιζαν ποτέ —φανερά τουλάχιστο— παρά από ένα μεγάλο συμφέρο. Και να, ένας πλούσιος σταφιδέμπορος από το Μωριά, που ερχόταν συχνά στη Ζάκυνθο για δουλειές του, ήθελε τότε να παντρευτεί και «εξ αριστεράς». Γιατί, παντρεμένος στο χωριό του και σχεδόν μεσόκοπος, δεν είχε παιδιά εξαιτίας που η γυναίκα ήταν στείρα, κι αυτή —έτσι έλεγαν— του είχε δώσει την άδεια να βρει καμμιά φτωχή κοπέλα και να την έχει αστεφάνωτη, για να αποχτήσει τον κληρονόμο.
Μια γυναίκα του πρότεινε τη μικρή της μπακάλαινας. Την είδε, του άρεσε πολύ, αλλά δεν την θέλησε γιατί δεν ήταν τίμια. Η ίδια γυναίκα του πρότεινε τότε τις δυο κόρες της άλλης χήρας, να τις ιδεί με τρόπο και να διαλέξει όποια του έκανε. Ο Μωραΐτης πέρασε δυο-τρεις φορές από το καντούνι τους, τις είδε στο παράθυρο, — χωρίς εκείνες να ξέρουν ακόμα τίποτα— και διάλεξε τη μεγαλύτερη, ίσαμε είκοσι χρόνων τότες, όχι όμορφη βέβαια, μα γερή κοπέλα, κοκκινομάγουλη και συμπαθητικά αλλήθωρη. Δεν έμενε παρά να πεισθεί η φτωχή, μα τίμια, οικογένεια να κάμει τέτοιο γάμο.
Ο Μωραΐτης όμως έδωσε πολλά κι έταξε περισσότερα μετά τη γέννηση το κληρονόμου. Ακόμα και στεφάνι, αν τυχόν πέθαινε η γυναίκα του, που και ηλικιωμένη ήταν κι άρρωστη. Έτσι πείστηκε η χήρα, έπεισε και την κόρη της, κι ο Μωραΐτης με τα πλούσια δώρα του μπήκε μια μέρα στο φτωχόσπιτο σα γαμπρός. Το ίδιο μάλιστα απόγευμα, αφού έφαγε μαζί τους κι έκαμε δική του την κοπέλα, πήρε και τις τέσσερις γυναίκες με την καρότσα, λουσαρισμένες, και τις πήγε στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στη γειτονιά. Για μέρες διασκέδαζα με τα «κανκάν»[από τη γαλλική λέξη “cancaner” που σημαίνει “κράζω”] που άκουγα από σκανδαλισμένες γυναικούλες. Τα πάντα ήξεραν ακόμα και πόσο κόστισε το καρυδένιο κομμό που χάρισε ο Μωραΐτης στη νύφη. Έπειτα έφυγα, και ποτέ δεν έμαθα τι απόγινε ούτε πόσο βάσταξε η παράνομη συζυγία, ούτε αν γεννήθηκε ο αναμενόμενος.
Αλλά ύστερα από 25 σχεδόν χρόνια, από αυτό το περιστατικό, έγραψα τον Κακό Δρόμο. Στο διήγημα βέβαια τα πράγματα παραλλάζουν. Ο Μωραΐτης παίρνει, όχι την αλλήθωρη που πήρε, αλλά την κόρη της μπακάλαινας που τον τρέλανε η ομορφιά της. Κι άλλα πολλά γίνονται, που δεν έγιναν στην πραγματικότητα.
Η κεντρική όμως ιδέα είναι εκείνη που συνέλαβα τότε βλέποντας τις δυο ομήλικες κι ανόμοιες γειτονοπούλες, την καλή, όμορφη και παραστρατημένη Χρυσούλα, την άσκημη, την τίμια και τη ζηλιάρα Χριστίνα... Πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να ωριμάσει στο μυαλό μου αυτή ή ιδέα και να προκύψει όλη εκείνη η ψυχολογία των δυο ηρωίδων κι η κοινωνική φιλοσοφία, που κάνουν τον Κακό Δρόμο ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχω γράψει στη ζωή μου».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΕ ΤΗ ΓΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ]



«Τον ίδιο καιρό [1884, που ο Ξενόπουλος, πρωτοετής της Φυσικομαθηματικής, έκανε τις πρώτες καλοκαιρινές διακοπές του στην Ζάκυνθο], οι Ζακυνθινοί γελούσαν πολύ μ’ έναν ξεπεσμένο κόντε, νοστιμότατο τύπο, που είχε χωρίσει τη γυναίκα του κι ήθελε να την ξαναπάρει.
Ήταν πολύ νεότερή του, ωραιότατη, την είχε πάρει, όχι πια από αγάπη, παρά από λατρεία και σε λίγο την έπιασε να τον απατά. Δε θέλησε αμέσως να τη χωρίσει, την αγαπούσε τόσο, ώστε θάχε την καλή διάθεση να της συγχωρέσει και τις απιστίες.
Αλλά του ρίχτηκαν οι συγγενείς του, οι φίλοι του, ο κόσμος —ε ! τι την κρατάς ; δε ντρέπεσαι το όνομά σου;— και τον ανάγκασαν να τη στείλει στη μάνα της και να ζητήσει διαζύγιο.
Το διαζύγιο βγήκε ίσα-ίσα εκείνο το καλοκαίρι που ήμουν στη Ζάκυνθο κι εγώ. Και συχνά έβλεπα τον παράξενο άνθρωπο να γυρίζει στους δρόμους σαν την άδικη κατάρα —είχε μείνει κι ο μισός από το κακό του—να ζυγώνει πότε τον έναν, πότε τον άλλο, και να κάνει μυστικές κουβέντες ατελείωτες.
Εξομολογούταν στους φίλους του πως του ήταν αδύνατο να ζήσει χωρίς την άπιστη και λογάριαζε να ακυρώσει το διαζύγιο και να την ξαναπάρει. Το είχε μάλιστα και στην τσέπη του και κάθε τόσο, καθώς ρητόρευε —ήταν κι εύγλωττος όσο και συναισθηματικός— το έβγαζε, τόδειχνε και το μούντζωνε:
- Να, παλιόχαρτο, άτιμο!.
Φυσικά, όλοι τον αποτρέπανε: Τρελός ήταν να ξαναπάρει μια τέτοια; Δεν κοίταζε που δεν της καιγόταν καρφί, μόνο εξακολουθούσε και στο σπίτι της μάνας της —άλλης παστρικιάς— να δέχεται το φίλο της;
Εκείνος αμετάπειστος. Κι αφού πάλεψε λίγο ακόμα, αποφάσισε ν' αψηφήσει τον κόσμο και να το κάμει.
Η αναγγελία έγινε με τον πιο παράδοξο τρόπο. Ένα βράδυ, βγήκε με τούς φίλους του σερενάτα, θέλοντας και μη, τους τράβηξε στο δρόμο που καθόταν η γυναίκα του. Εκεί κάτω από τα παράθυρά της, τραγούδησε με τις κιθάρες τα παθητικότερά του τραγούδια. Και καθώς είχε μαζευτεί πολύς κόσμος ολόγυρα, έβγαλε πάλι από την τσέπη του το διαζύγιο, και φώναξε προς το παράθυρό της:
«Ο κόσμος, η κοινωνία, μου τόδωσε ετούτο το χαρτί. Μα για μένα δεν είναι παρά ένα άτιμο παλιόχαρτο. Σ’ αγαπάω και το σκίζω, θα σε ξαναπάρω!»
Απερίγραφτο το τι ακολούθησε. Μέρες μιλούσαν για τη σερενάτα το χωρισμένου. Πολλοί του έριχναν και δίκιο. Τι νάκανε ο άνθρωπος, αφού δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη;
Έτσι την ξαναπήρε στο σπίτι του κι έκαμε νάβγει άλλο χαρτί. Έλεγαν όμως πως, για να ξαναγυρίσει κοντά του, η άπιστη του έβαλε όρους: δε θα την ξανάδιωχνε ποτέ ό,τι κι αν του έκανε. Και στην τρέλα του, της το υποσχέθηκε.
Αυτή ή ιστορία, που έγινε τότε μπροστά στα μάτια μου, μου έδωσε αφορμή να γράψω αργότερα το μυθιστόρημα «Ο κόσμος κι ο Κοσμάς». Που αυτό θεωρείται—το θεωρώ κι εγώ— ένα από τα καλύτερά μου.
Ο τύπος του ήρωα, ο Κοσμάς, που στην αρχή φοβάται τόσο τον κόσμο και κάνει ό,τι του επιβάλλει αυτός —ό,τι ο κόσμος κι ο Κοσμάς, όπως λέει— που απαλλάσσεται ύστερα από αυτή την κοσμοφοβία, αποτινάζει το ζυγό, κάνει πια ό,τι λέει η καρδιά του χωρίς να ακούει κανένα και τίποτα και φτάνει να μορφώσει μια δική του θεωρία περί της τιμής του ανδρός —που ίσως είναι κι η πιο αληθινή τιμή— ο τύπος αυτός προήλθε από τον παράξενο Ζακυνθινό, τον ξεπεσμένο κόντε, που έκαμε τότε την πολυθρύλητη σερενάτα.
Πολλοί νομίζουν πως ο Κοσμάκης είναι έργο Φροϋδικό, δηλαδή πως γράφτηκε κατά τις θεωρίες του Φρόυντ. Αλλά κάνουν λάθος. Οι θεωρίες αυτές δεν ήταν ακόμα γνωστές στην Ελλάδα, ούτε καλά-καλά στον άλλο κόσμο. Μόνος του ο ήρωάς μου, που ήταν ένας μεγάλος αυτοπαρατηρητής και παρατηρητής, έφτασε στο συμπέρασμα πως το κέντρο του κόσμου, του ανθρώπου και το δικό του είναι ο έρωτας και πως η σεξουαλική ζωή κυριαρχεί και ρυθμίζει την άλλη».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939]
.
[Φωτογραφία: ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ «Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΑΣ» ΤΟΥ Γ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ, στην ΥΕΝΕΔ, 1981. (Κώστας Ρηγόπουλος- Γωγώ Ατζολετάκη)]

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: «… Η ΤΙΜΗ, ΝΑ ΣΕ ΧΑΡΩ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ»
«Και στράφηκε στη γυναίκα του:
-Και σύ; ψιθύρισε
-Κι εγώ! αποκρίθηκε η Φιορούλα, με θάρρος πεισματικό που έφτανε ως την αναίδεια. Αγαπάω τον Αντώνη και θα…
-Και ποιος σου είπε να μην τον αγαπάς; την έκοψε ο Αλιμπράντες. Όσο όμως για να μ’ αφήσεις και να τον πάρεις, είναι άλλο πράμα. Μπορεί ποτέ ο Κροντηράς να σ’ αγαπάει όσο σ’ αγαπάω εγώ;
-Μου είναι αδιάφορο! είπε η Φιορούλα. Όσο μ’ αγαπάει, μου φτάνει.
-Έχεις λάθος! αποκρίθηκε ο Αλιμπράντες. Δε σου φτάνει καθόλου.
Και το λέω μπροστά του, και μπροστά στο Νιόνιο, και σ’ όλους. Ο κύριος Κροντηράς δεν είναι ο κατάλληλος άντρας για σένα. Εσύ θέλεις έναν άντρα που να σ’ αγαπάει τόσο, μα τόσο πολύ, ώστε να σου επιτρέπει ν’ αγαπάς και τον κύριο Κροντηρά. Τέτοιος άντρας μπορεί να είναι άλλος από μένα; Ρώτησε και τον ίδιο, ρώτησέ τον, σε παρακαλώ.
Και καθώς η Φιορούλα σιωπούσε, γιατί το απρόοπτο επιχείρημα της είχε κόψει το θάρρος, ο Αλιμπράντες εξακολούθησε:
-Δεν τον ρωτάς εσύ; Πολύ καλά! Θα τον ρωτήσω εγώ!
Και γυρίζοντας με δικαστική μεγαλοπρέπεια προς τον δικαστή, του είπε:
-Κύριε Κροντηρά, στην τιμή σου! Στην τιμή σου όπως την εννοείς εσύ, γιατί εγώ την εννοώ αλλιώτικα. Αποκρίσου μου: Παίρνεις τώρα τη Φιορούλα, εγώ σας δίνω το διαζύγιο μετά χαράς, και τη στεφανώνεσαι. Μεθαύριο, ύστερ’ από ένα, τρία, πέντε χρόνια, η Φιορούλα σε χορταίνει, ας πούμε σε βαριέται και γυρεύει άλλον. Εσύ, σαν άντρας της, θα της το συγχωρέσεις; Στην τιμή σου!
Ο Κροντηράς, με πρόσωπο τώρα σαν ανθρώπου που ονειρεύεται, έμεινε λίγες στιγμές σκεφτικός. Έπειτα, με αλλαγμένη φωνή, είπε:
-Και γιατί θα με βαρεθεί εμένα; Όπως μ’ αγαπά τώρα, δεν μπορεί να μ’ αγαπά σ’ όλη της τη ζωή;
-Όσο γι’ αυτό, ας σου πει η ίδια! αποκρίθηκε ο Αλιμπράντες. Ακούς, Φιορούλα; Ο κύριος Κροντηράς ρωτάει γιατί θα τον βαρεθείς μεθαύριο. Έχει εδώ γιατί; Γιατί βαρέθηκες το Γενναίο, τον Αντρέα και τον Ξενόφο του παπά – Στέφανου; Γιατί βαρέθηκες τον πρώτο μου γραμματικό, τον Αλέξη, πριν τον αγαπήσεις καλά-καλά; Αφήνω δα το Γεωργόπουλο, γιατί αυτόν δεν τον αγάπησες ποτέ σου… Αν δεν μπορείς όμως να πεις στον κύριο Κροντηρά το γιατί, μπορείς να του πεις κάτι άλλο: του εγγυάσαι εσύ, του υπογράφεις, πως στη σειρά των αγαπητικών σου θα είναι ο τελευταίος; Του ορκίζεσαι, του δίνεις το λόγο σου, πως βάνεις τελεία και παύλα και πως σ’ όλη σου τη ζωή θ’ αγαπάς αυτόν και μόνο; Λέγε! Μίλησε!
Πού να μιλήσει η Φιορούλα! Και τι να πει! Μήπως κι από τώρα ακόμα δεν ήταν στιγμές που βαριόταν την πολλή αγάπη του δικαστή, όπως ο Θεός το πολύ Κυριελέησον;…
Κι έσκυψε το κεφάλι χωρίς μιλιά.
Ο Κροντηράς ρωτιόταν τώρα τι άλλα εκπληκτικότερα του φύλαγε το εκπληκτικό όνειρο που’ βλεπε στον ξύπνιο.
-Βλέπεις; του είπε ο Αλιμπράντες. Δε σου εγγυάται τίποτα! Που θα πει μπορείς να παραδεχτείς την υπόθεση που έκαμα να μου απαντήσεις: Θα τη συχωρούσες εσύ, σαν άντρας της, να’ χει αγαπητικό;
-Όχι! επρόφερε δυνατά ο Κροντηράς
-Όχι, είπες; ρώτησε ο Αλιμπράντες. Ναν τ’ ακούσω καλύτερα…
-Όχι! επρόφερε δυνατότερα ο Κροντηράς
Τότε ο Αλιμπράντες γύρισε προς τη Φιορούλα:
-Εγώ όμως, της είπε, σου το συγχωρώ, σου το συγχωρούσα και θα σου το συγχωρώ πάντα! Γιατί τέτοια αρχή έχω εγώ και γιατί εγώ είμαι ο άντρας που σου πρέπει. Και τώρα διάλεξε, είσαι λεύτερη… Θέλεις τον κύριο Κροντηρά; Παρ’ τον και φεύγα. Θέλεις εμένα; Έλα δω, στην αγκαλιά μου και μείνε!»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ: «Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΑΣ» [βλέπε και τη χθεσινή ανάρτηση].
.
[Φωτογραφία: ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ «Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΙ Ο ΚΟΣΜΑΣ» ΤΟΥ Γ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ, στην ΥΕΝΕΔ, 1981. (Νίκος Γαλανός, Κώστας Ρηγόπουλος- Γωγώ Ατζολετάκη)]

«Με τους ζακυνθινούς λόγιους που είχα γνωρίσει όταν ξεπετάχτηκα κι εγώ λόγιος, ήταν και μια λογία κυρία. Αριστοκράτισσα, αλλά όχι πολύ πλούσια, και χήρα, είχε δυο κόρες: την Τερέζα, που ήταν μια χοντρέλα μελαχρινή, μάλλον άσκημη, ως είκοσι πέντε χρόνων τότε και την Έλντα, ξανθή, γαλανή, λεπτή, ψηλή, πάρα πολύ όμορφη, και μόλις είκοσι χρονών.
Στον περίπατο φαίνονταν πάντα και οι τρεις κομψοντυμένες, μεγαλόπρεπες, κι η Έλντα προκαλούσε το γενικό θαυμασμό. Όλοι οι νεαροί ήταν ερωτευμένοι μαζί της, και κανέναν εκείνη δεν άφηνε παραπονεμένο από ματιές και χαμόγελα, γιατί ήταν κορτεζάνα από φυσικό της. Μερικούς μάλιστα τους ευνοούσε ξεχωριστά - μα, χωρίς να είναι και ερωτευμένη- τους έμπαζε κρυφά στο «ιντρόιτο»[Προθάλαμο] τού σπιτιού της, και τους χάριζε, βιαστικά, εκεί στο πόδι από δύο - τρία φιλιά. Αυτό γινόταν συνήθως το βράδυ όταν γύριζαν κι οι τρεις από τον περίπατο, κι η ‘Ελντα άφηνε τη μητέρα της και την αδερφή της ν’ ανέβουν κι αυτή έμενε κάτω για ν’ αμπαρώσει την ξώπορτα.
Η μητέρα, η λογία, με συμπαθούσε πολύ. Αφότου με παρουσίασε σ’ αυτήν, κατ’ επιθυμία της, ο γηραιός αδερφός της, λόγιος επίσης, με σταματούσε στο δρόμο για να με ρωτήσει τι κάνω, τι γράφω, ή για να μου πει τις εντυπώσεις της για κάτι δικό μου που διάβασε. Κάποτε, σαν ήμουν μόνος, μου έκανε και την τιμή να με παίρνει μαζί της, να περπατούμε λίγο και να τα λέμε. Οι κόρες της τότε πήγαιναν μπροστά και μου φαίνονταν λιγάκι μουτρωμένες - η μεγάλη προπάντων – γιατί δεν ήθελαν να φαίνονται στον κόσμο παρέα μ’ ένα νέο που δεν ήταν από την αριστοκρατία σαν κι αυτές, μ' έναν ποπολάρο.
Η Έλντα μου άρεσε πολύ, όπως δα σ’ όλους, θα μου κακοφαινόταν καθόλου αν μ’ έμπαζε και καμιά φορά στο «ιντρόιτο». Καταλάβαινα όμως για την κοινωνική διαφορά, μου ήταν «απαγορευμένος καρπός», και μολονότι με χαιρετούσε και μου μιλούσε πολύ πιο ευγενικά και πρόθυμα από την αδερφή της έκανα το σοβαρό.
Το καλοκαίρι όμως εκείνο, μια σύμπτωση μας έβαλε σε στενή συνάφεια την Έλντα και μένα:
Μια πολύ φιλική μου οικογένεια - του γιατρού του Μαρνέρη, ας πούμε – παραθέριζε στην Μπόχαλη. Εκεί παραθέριζε επίσης κι η λογία κυρία με τις δυο της κόρες. Στο δροσερό προάστιο - πάνω στο λόφο του Κάστρου, ανέβαινα συχνά για περίπατο και για να βλέπω την οικογένεια του γιατρού. Και πάντα σχεδόν βρισκόταν εκεί η Έλντα. Το σπίτι της ήταν δυο βήματα, κι επειδή είχε κάποια συγγένεια με το γιατρό, πήγαινε κάθε μέρα να του κάνει συντροφιά, κι όχι μόνο αυτή, παρά κι η μητέρα της κι η Τερέζα. Μπορώ να πω πως στην εξοχή, εκείνη, οι δυο οικογένειες, οι μόνες που παραθέριζαν από την πόλη, ζούσαν μαζί. Αλλά μαζί τους κι εγώ. Τόσο ο γιατρός, όσο κι η λογία κυρία, ήθελαν να πηγαίνω όσο συχνότερα μπορούσα. Σιγά - σιγά έγινα ταχτικός. Κάθε δειλινό, έπαιρνα τον ανήφορο της Μπόχαλης και καθόμουν εκεί πάνω ως την ώρα που έπρεπε να γυρίσω σπίτι για το δείπνο. Άλλες μέρες, που εμποδιζόμουν το απόγεμα πήγαινα βράδυ, μετά το δείπνο, κι έμενα ως τα μεσάνυχτα.
Συνήθως καθόμαστε απ’ έξω από το σπίτι του γιατρού, κάτω από την περγουλιά - κρεβατίνα ή λίγο μακρύτερα, στο πεζούλι που ήταν μπροστά εκκλησιά της Χρυσοπηγής, και βλέπαμε κάτω μας τη χώρα. Άλλοτε κάναμε και περίπατο ανάμεσα σπιτάκια και τα περιβόλια της Μπόχαλης ή παίρναμε την καινούργια Ρούγα - το Ψήλωμα - και καθόμαστε σε μια «εναέρια ταράτσα», πάνω από τον γκρεμό του Άη-Νικόλα -τη Γαϊδουροταβέρνα - σαν εκείνη που περιγράφω στ’ «Απάνεμα Βράδια».
Την Τερέζα δεν την ένοιαζε τόσο να κάνει παρέα μ’ έναν «ποπολάρο». Στην εξοχή δεν την έβλεπε κανένας. Όσο για την Έλντα, αυτή άρχισε να μου κάνει και κόρτε. Ήμουν ο μόνος νέος, που έβλεπε εκείνο το καλοκαίρι - οι οικογενειακοί φίλοι που τους επισκέπτονταν στην Μπόχαλη ήταν όλοι μεγάλοι - κι η κορτεζάνα, που δεν μπορούσε ν’ αφήσει το φυσικό της, ξεθύμαινε με μένα. Ένα βράδυ, εκεί που καθόμαστε όλοι στην ταράτσα φίλησε κάτι πασχαλιές που κρατούσε και μου τις πέταξε με τρόπο. Από τότε τα φτιάσαμε. Αργοπορούσε ξεπίτηδες στου γιατρού - οι άλλες έφευγαν νωρίτερα - για να τη συνοδεύω ύστερα ως το σπίτι της, και να γυρίζουμε λίγην ώρα οι δυο μας στα σκοτεινά, γιατί ποτέ δεν πηγαίναμε κατευθείαν στο σπίτι που ήταν δυο βήματα. Άλλοτε έκανε τρόπο να πηγαίνουμε οι δυο μας σε περίπατο και να πλανιόμαστε μια - δυο ώρες στα έρημα περίχωρα του Κάστρου ή μέσα στα περιβόλια.
Όταν αρχίσαμε και τα φιλιά, μου φαίνεται η Έλντα μ’ αγάπησε λίγο σοβαρότερα, κι ας ήμουν... ποπολάρος. Μου τ’ ορκιζόταν τουλάχιστο και μου υποσχόταν να με περιμένει ως να πάρω το δίπλωμά μου και να την πάρω, πράγμα όμως που εγώ δεν της το υποσχέθηκα ποτέ, πρώτα γιατί έκρινα πως «μου έπεφτε πολύ», ήταν αληθινή κοντεσίνα, κι έπειτα γιατί καταλάβαινα την αντίσταση θα ’βρισκα από τους δικούς της, ακόμα κι από τη μητέρα της, ας ήταν λογία κι ας μ’ εκτιμούσε τόσο ως λόγιο...
Την αντίσταση αυτή την έβλεπα κι από τώρα στη συμπεριφορά της αδερφής της. Μόλις κατάλαβε πως Έλντα ήταν ερωτευμένη μαζί μου, η Τερέζα έγινε σκυλί Δεν άφηνε ευκαιρία χωρίς να μου πετάξει έναν κακό λόγο, έναν προσβλητικό υπαινιγμό. Μια μέρα μου είπε:
— Νομίζεις πως η Έλντα σ ’ αγαπάει; Έτσι, παίζει μαζί σου, περνά την ώρα της, τώρα που είναι στην εξοχή.
Και κάποτε που κάθησα πολύ κοντά της, στο πεζούλι της Χρυσοπηγής, και τη ρώτησα μην την ενοχλώ, μου αποκρίθηκε πικρόχολα:
— Καθόλου!... Εδώ είναι εξοχή, δε βλέπει κανένας. Αλλά μη νομίσετε πως θα ’χετε μαζί μας τόσο θάρρος και στη χώρα...
Αυτά, εννοείται, τα ’παιρνα αψήφιστα και, γελώντας, τα ’λεγα της Έλντας. Αυτή όμως δε γελούσε, θύμωνε.
— Σε παρακαλώ, να μην την ακούς, μου έλεγε, την κακή, την ξιπασμένη! Και να ξέρεις πως σ ’αγαπώ τόσο πολύ, ώστε δε θα λογαριάσω τίποτα. Είμαστε κόντηδες, έστω, αλλά πού είναι η «κοντέα» μας, η μεγάλη μας περιουσία; Εσείς είσαστε πιο πλούσιοι από μας. Εσύ γίνεσαι επιστήμονας και συγγραφέας. Μπορεί να μας χωρίζει τόσο ένας ξερός τίτλος, ένα ξεχρυσωμένο οικόσημο; Προλήψεις!
Έτσι ωραία μιλούσε η Έλντα. Με την ιδανική ομορφιά της, με την ασύγκριτη κομψότητά της, ένωνε εξυπνάδα και καλοσύνη. Κι ακόμα απορώ πώς δεν την αγάπησα τότε «μέχρι τρέλας». Απεναντίας όταν ρωτούσα την καρδιά μου, όταν εξέταζα τον εαυτό μου, έβρισκα πως δεν είχα κανένα βαθύ αίσθημα γι’ αυτήν. Ο ενθουσιασμός μου ο μεγάλος ξεθύμανε σε λίγες βδομάδες κι άμα τη φίλησα κάμποσες φορές, είδα μ’ έκπληξή μου ούτε τα φιλιά της δε μ’ ενθουσίαζαν πια. Θυμήθηκα μάλιστα και ένα λόγο που άκουσα κάποτε για την Έλντα. Μου φάνηκε τότε απίστευτος, μα τώρα δεν τον έβρισκα τόσο. Μου το είπε ένας φίλος μου συμμαθητής μου, από οικογένεια, που μου εξομολογήθηκε πως η Έλντα τον έμπαζε κι αυτόν καμμιά φορά στο «ιντρόιτο» του σπιτιού της. Αλλά τη χόρτασα, γρήγορα, πρόσθεσε. Έφτασαν δύο- τρία φιλιά. Δεν είναι περίεργο για μια κοπέλα που «από μακριά κάνει τόση εντύπωση; Όταν την αγαπούσα, έλεγα πως, αν δεν την έκανα δική μου, θα τίναζα τα μυαλά μου. Τώρα, αν με προσκαλούσε, δε θα πήγαινα. Ξέρω, όμως πως κι άλλοι το ’παθαν αυτό μαζί της.
Έτσι, άμα τελείωσε το καλοκαίρι κι η «βιλετζατούρα»[παραθερισμός] στην Μπόχαλη, χωρίστηκα την Έλντα χωρίς αυτό να μου κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Μπήκε κι ο χειμώνας, έπεσα με τα μαθήματα, κλείστηκα - την άνοιξη, είπαμε, έπρεπε να ήμουν έτοιμος για εξετάσεις - και πέρασαν μήνες χωρίς να την ξαναϊδώ.
Μόνο ένα βράδυ του καρναβαλιού, που είχα πάει στο Καζίνο, έτυχε να ’ναι κι εκείνη. Ήταν με μάσκα. Έτρεξε κοντά μου, μου είπε τ’ όνομά της - αν και τη γνώρισα αμέσως - χορέψαμε λίγο και μιλήσαμε πολύ. Αλλά σα φίλοι. Λέξη δεν είπαμε για το ειδύλλιο της Μπόχαλης και για τα όνειρά μας. Φαίνεται πως και της Έλντας της είχε περάσει. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ιδωθήκαμε. Σε λίγο έφυγα για την Αθήνα, κι όταν γύρισα μετά χρόνια, Έλντα δεν υπήρχε πια. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί μ’ έναν ξένο, κι είχε φύγει στην Αίγυπτο, κι εκεί, νεότατη η άμοιρη είχε πεθάνει.
Απ’ αυτή την ιστορία, πολύ αργότερα βγήκε η νουβέλα «Αντάρτης», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία» και κατόπιν ανατυπώθηκε στο βιβλίο «Πετριές στον ήλιο και άλλα διηγήματα», δημοσιεύτηκε αργότερα και στο « Έθνος» αλλά με τον τίτλο «Ποπολάρος» κι όχι «Αντάρτης».
Κι έν’ άλλο διήγημα μου ενέπνευσε η Έλντα. Είναι η «Γκιοβάννα». Σ ’ αυτό την παίρνω από άλλη πλευρά και προσπαθώ να εξηγήσω το «μυστήριό της», γιατί, ενώ ήταν τόσο όμορφη, όλοι τη χόρταιναν και την άφηναν γρήγορα.
Από τον «Αντάρτη», εδώ και δέκα χρόνια, βγήκε το δράμα «Ποπολάρος», που πρωτοπαίχτηκε στο Βασιλικό Θέατρο. Στη νουβέλα, ο Ζέππος Πεμπονάρης νικιέται στον άνισο αγώνα με την Έλντα και μ’ όλη της την τάξη. Στο δράμα νικάει, και σ’ αυτή τη νίκη πρωπάντων χρωστά και τη μεγάλη του επιτυχία. Όσοι είδαν στο θέατρο, ξέρουν τώρα από ποια πραγματικά στοιχεία πλάστηκε όλη εκείνη η ιστορία του έρωτα και του μίσους. Μια βάση μόνο υπάρχει, όλα τ’ άλλα είναι φαντασία.
Όσο για τον Μπράουν, πήρα για μοντέλο έναν αξέχαστο φίλο μου, από τη ζακυνθινή παρέα εκείνου του καιρού. Ήταν Ζακυνθινός - Εγγλέζος, είχε σπουδάσει στην Ελβετία, είχε ξεχάσει τα ελληνικά, αγγλικά δεν έμαθε ποτέ, δε μιλούσε λοιπόν παρά γαλλικά, κι όταν γύρισε στην πατρίδα του, άνοιγε κάθε στιγμή ένα γαλλοελληνικό λεξικάκι. Σ’ αυτό το λεξικάκι - είναι γεγονός- ζητώντας μια μέρα πώς να πει «demoiselle», βρήκε «άγαμον κοράσιον» και το είπε έτσι!»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[Ο ΠΟΠΟΛΑΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΙΑΝΙΔΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ https://web.archive.org/.../www.../v2/filmography/view/1/704
]
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Η ΕΛΝΤΑ ΕΝΣΑΡΚΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΠΕΤΥ ΛΙΒΑΝΟΥ]


«Στο σπίτι μας είχαμε ανέκαθεν το «μοραΐτικο» σύστημα να δειπνούμε νωρίς, ενώ οι Ζακυνθινοί δειπνούσαν αργά και κοιμούνταν αμέσως. Έτσι κατά τις οχτώ άφηνα τους φίλους μου, γύριζα στο σπίτι, και πάλι κατά τις εννιά έβγαινα κι έμενα έξω ως τα μεσάνυχτα, και κάποτε και τη μία. Αυτές τις ώρες, το καλοκαίρι, οι πλατείες κι Στράτα-Μαρίνα είχαν τον περισσότερο κόσμο.
Όταν μάλιστα έπαιζε κι η μπάντα — δυο φορές την εβδομάδα ήταν πια συναγερμός. Και θυμούμαι ακόμα ένα παράξενο αίσθημα που είχα, όταν περπατούσα διασχίζοντας τον πυκνό εκείνο κόσμο, ή καθόμουν πουθενά και τον έβλεπα να περνά από μπροστά μου. ‘Ηταν σα μια ανησυχία, σχεδόν αγωνία. Λες κι ανέβαινε κάτι από μέσα μου, από τα σωθικά μου, ως το λαιμό κι ως το κεφάλι, κι αν περπατούσα, ήθελα να καθήσω, κι αν καθόμουν, ήθελα να σηκωθώ. Κι όμως ήταν κάτι ευχάριστο, ηδονικό, μια ευτυχία. Έτσι, σα να μεγάλωνα και να το αισθανόμουν, σα να πλημμύριζε μέσα μου η ζωή και να ξεχυνόταν.
Υποθέτω πως όλοι οι έφηβοι έχουν αυτό το αίσθημα μια ορισμένη περίοδο της εφηβείας. Ένα μόνο δεν μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω: γιατί εγώ το αισθανόμουν μόνο στη Ζάκυνθο, εκείνα τα δυο-τρία χρόνια, κι όχι στην Αθήνα, όπου κάθε τόσο ξαναγύριζα. Εκεί ξαναγινόμουν ήσυχος, ψυχρός, σα να σταματούσε το μεγάλωμά μου, για να εξακολουθήσει όταν θα ξαναγύριζα στην πατρίδα μου. Κι αυτό βάσταξε ως τα είκοσι μου χρόνια.
Μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές συνόδευα στον περίπατο τη μητέρα μου και τη μεγάλη μου αδερφή που είχε γίνει πια «δεσποινίς». Οι δυο μικρές κι ο αδερφός μου ο Στέφανος, δέκα χρονών τότε, έβγαιναν με τον υπηρέτη. Τις άλλες μέρες τις περνούσα πάντα με τους φίλους μου, προπάντων τους νέους που είχα κάνει εκείνο το καλοκαίρι, γιατί με τους παλιούς, τους συμμαθητές μου, τους συμφοιτητές, πήγαινα τώρα σπανιότερα.
Τις καθημερινές, πρωί κι απόγεμα, περνούσα κι από το μαγαζί μας. Και πάντα ο καημένος ο πατέρας μου, που έκανε οικονομία στα σπίρτα, με ρωτούσε αν ήθελα λεφτά, και, όταν ήθελα, ο ίδιος μου έβαζε στην επάνω τσέπη του γιλέκου μου δυο-τρία ασημένια φράγκα.
Και ξέρετε φιγούρα μπορούσα να κάνω με τόσα; Να τρατάρω στου Παρασκευά παγωτό μια παρέα από δεκαπέντε! Γιατί είχαμε και παγωτό!
Ο τεχνητός πάγος ήταν άγνωστος ακόμα [1884], μα οι ζαχαροπλάστες μας έφερναν χιόνι από τον Αίνο, το ψηλό βουνό της Κεφαλλονιάς.
Και την παγωτιέρα, επειδή ήταν τυλιγμένη με πανιά σα φασκιές, ο Σωκράτης ο Ζερβός την έλεγε... δράκο! [χαϊδευτικό στη Ζάκυνθο για το αρσενικό μωρό].
Για διάβασμα, για μελέτη, είχα το πρωί, απ’ την ώρα που σηκωνόμουν ως τις έντεκα που έβγαινα, ακόμα μια - δυο ώρες τ’ απόγεμα. Τα γερμανικά μ’ απασχολούσαν περισσότερο. Κάπου - κάπου έπιανα βιβλία της επιστήμης μου. Κι από γράψιμο τίποτα. Μόνο ένα δύο διηγηματάκια έγραψα εκείνο το καλοκαίρι. Η ιδέα να ξεκουραστώ, να χαρώ λίγο τη ζωή μου, με κατείχε ολάκερο. Και τη χαιρόμουν τόσο αγνά! Ούτε ένα απλό κόρτε δεν έκανα στα κορίτσια που είχαν αρχίσει να κοιτάζουν… το μουστακάκι μου. Είναι περίεργο που, σε αυτή την περίοδο της εφηβείας μου, δε με τραβούσε καθόλου η γυναίκα. Η εκτίμηση των λογίων, η προσοχή κόσμου, οι γνωριμίες που έκανα κάθε μέρα, οι συζητήσεις με τους φίλους μου, οι πνευματικές ασχολίες, οι πνευματικές απολαύσεις, μου έφταναν. Μ ’ άρεσε ακόμα, περισσότερο παρά ποτέ, να ρεμβάζω, να κάνω όνειρα για το μέλλον, να φαντάζομαι κατακτήσεις επιστημονικές, κατακτήσεις λογοτεχνικές. Ερωτικές όχι…
Το καλοκαίρι εκείνο, μέσα στην ευτυχία που χαιρόμουν ήρθε κι έν’ ατύχημα: Έπιασε φωτιά το μαγαζί του πατέρα μου. Ένα πρωί, ενώ κοιμόμαστε ακόμα, ήλθαν και μας ξύπνησαν, για να μας πουν πως από την πόρτα έβγαιναν καπνοί. Ο καημένος ο πατέρας μου έτρεξε, άνοιξε και, με κίνδυνο της ζωής του, μπήκε πρώτος, ν' απομακρύνει από την εστία της φωτιάς — είχαν πιάσει, ευτυχώς, τα ράφια που ήταν κοντά στο παράθυρο του δρόμου — την μπαρούτη και τα φυσέκια που ήταν στο βάθος του μαγαζιού. Άμα βγήκαν αυτά, οι άνθρωποι που στέκουνταν απέξω χωρίς να τολμούν να πλησιάσουν, πήραν θάρρος, μπήκαν, κι άρχισαν να βγάζουν έξω πράματα ώσπου ήρθε κι η αντλία του Δήμου. Η φωτιά, που δεν είχε προφτάσει να προχωρήσει, έσβησε εύκολα, πράματα σώθηκαν, τα τουφέκια δεν έπαθαν τίποτα- η ξυλεία του θείου μου δεν έπιασε καθόλου, κι όταν κατάφερα κι εγώ να ντυθώ και να τρέξω — η συγκίνηση με παράλυε — όλα ήταν τελειωμένα. Το μαγαζί όμως είχε γίνει άνω-κάτω και χρειάστηκαν πολλές μέρες για να συγυριστεί και να ξαναρχίσει τη δουλειά. Κι ζημιά δεν ήταν μικρή. Εκτός από τα πράματα που κάηκαν, πολλά βράχηκαν και χάλασαν. Κι επειδή δεν ήταν ασφαλισμένο, — εκείνο τον καιρό λίγοι ασφαλίζουνταν, και μάλιστα στις επαρχίες — όλη η ζημιά έπεσε στη ράχη του πατέρα μου. Εθαύμασα τη γενναιότητά του, την καρτερία του και την αισιοδοξία του. Ούτε στιγμή δε φάνηκε στο σπίτι, στη γυναίκα του και στα παιδιά του σεκλετισμένος ή συλλογισμένος.
— Δε θα πεθάνουμε για τόσο πράμα, μας έλεγε να δοξάζουμε το Θεό που δεν πάθαμε χειρότερα. Φανταστείτε να έπιανε η μπαρούτη: ούτε η ξυλεία δε θα γλύτωνε…
Κι όταν τον ρωτούσα αν θα μπορούσε να με ξαναστείλει στην Αθήνα, μου έβαζε τις φωνές:
— Τρελάθηκες; Μήπως θα κλείσω το μαγαζί; Στο κάτω - κάτω έχεις και το θειο σου. Εκείνος δεν έπαθε τίποτα…
Κι εξακολούθησε να μου βάζει, σαν πρώτα, στην απάνω τσέπη του γιλέκου μου το χαρτζιλίκι μου. Κι όταν ξανάρθα στην Αθήνα, είχα πάλι το ίδιο επίδομα· 150 δραχμές το μήνα — μόνο που τις περισσότερες τις έβαζε ο θείος μου. Γιατί το ατύχημα εκείνο, που ο πατέρας μου μας έκαμε να το πάρουμε αψήφιστα, ήταν για αυτόν ένα πλήγμα. Ποτέ το μαγαζί του δεν ξανάγινε όπως ήταν. Από τότε άρχισε να παίρνει τον κατήφόρα. Ήταν και γέρος, απάνω από 65 χρονών».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939.
.
[Στην Αθήνα, το 1841, στο καφενείο που διατηρούσε ο ζαχαροπλάστης Καρδαμάνης μεταξύ των οδών Αιόλου και Αγίου Μάρκου ξεκίνησε να πωλείται παγωτό. Το είχαν φέρει, αλλά και το απολάμβαναν κυρίως αρκετοί Επτανήσιοι της Αθήνας, που είχαν μάθει από τους Ιταλούς την τέχνη και τη μετέφεραν και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Η πραγματική όμως επανάσταση του παγωτού στην Ελλάδα έγινε, σχεδόν εκατό χρόνια μετά, όταν το 1936 άνοιξε το πρώτο εργοστάσιο που παρασκεύασε παγωτό τυποποιημένο, που ήταν της ΕΒΓΑ στον Βοτανικό, ενώ το μεγάλο hit ήταν η ευρεσιτεχνία που άκουγε στο όνομα "παγωτό ξυλάκι". Μόνο τυχαίο δεν είναι άλλωστε το γεγονός ότι οι παγωτατζήδες που έβγαιναν με το τροχήλατο καροτσάκι αρχικά αποκαλούνταν "εβγατζήδες". .
ΜΠΑΜΠΗΣ ΔΟΥΚΑΣ , ΠΕΡΙΟΔΙKO Esquire, 1.8.2019]



«Και το δεύτερο φοιτητικό μου χρόνο συγκατοίκησα με τον αχώριστο μου Αμπελορράβδη, στο ίδιο σπίτι, όχι όμως και στο ίδιο δωμάτιο. Ήταν στης κυρίας Μεταξά που νοίκιαζε δωμάτια σε φοιτητές, οδός Αραχώβης και Ιπποκράτους, τρίτο σπίτι μετά το γωνιαίο, ένα δίπατο με μπαλκονάκια, που υπάρχει ακόμα. Στο ισόγειο ο Αμπελορράβδης έπιασε ένα δωμάτιο με παράθυρο προς το δρόμο κι εγώ ένα άλλο με παράθυρο προς την ανθοστόλιστη αυλή.
Η σπιτονοικοκυρά μας ήταν καλή κυρία, είχε και δύο γιους στην ηλικία μας, που από τότε τους έκαμα φίλους. Οι άλλοι ένοικοι ήταν γνωστά μας λαμπρά παιδιά – ο Αλιλλέας Καλτσέτης, ο ιταλοζακυνθινός, ο Κλέαρχος ο Μαρκαντωνάκης ο Κρητικός, ο Αλφρέδος Βιτάλης ένας Σμυρνιός, που μας έμαθε και κιθάρα — με νότες παρακαλώ!- , ο Αβραάμ Κωνσταντίνης ο ζακυνθινοεβραίος- και περνούσαμε περίφημα.
Πολύ γούστο κάναμε ένα φτωχό νιόπαντρο ζευγάρι, που καθόταν στο βάθος της αυλής, στο τελευταίο δωμάτιο. Ο άντρας ήταν Πολίτης, κουρέας, κι είχε το μαγαζί του εκεί - κοντά, στην οδόν Ιπποκράτους· η γυναίκα του όμως, νεότατη κι ομορφούλα, ήταν Αθηναία. Ο κουρέας τη ζήλευε φοβερά και καθεμέρα της έκανε κωμικοτραγικές σκηνές, φοβερίζοντας πως θα τη διώξει. Ως το βράδυ όμως τα ξανάφτιανε μαζί της, και διασκεδάζαμε, κρυφομαζεμένοι πίσω από την κλειστή πόρτα, ύστερ’ από τον καβγά, τις φωνές, το ξύλο, τα κλάματα, ν ’ ακούμε τα γλυκόλογά του, τα φιλιά του και τα γέλια της. Αλλά ήρθε και ο καιρός που τα πράματα χόντρυναν. Η νέα γυναίκα έφυγε με κάποιο φίλο κι ο δύστυχος κουρέας έμεινε να κλαίει και να οδύρεται.
«Το περιμένατε αυτό από την Κλειώ; μας έλεγε, και τι της έλειπε, που την είχα σαν τα μάτια μου; Είδατε κει αχαριστία;»
Το περιμέναμε ή όχι, ήταν γεγονός. Ποτέ η Κλειώ δεν ξαναγύρισε. Σε λίγο άφησε το δωμάτιο κι ο κουρέας, μετάφερε και το κουρείο του σ’ άλλη γειτονιά —ο κακομοίρης θα’ θελε ν’ απομακρυνθεί απ’ ό,τι θα του τη θύμιζε— και τον χάσαμε.
Εμένα μου κακοφάνηκε προπάντων που χάσαμε την Ευρυδίκη. Ήταν η μικρή κουνιάδα του κουρέα, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι ίσαμε δεκάξι χρονών, που ερχόταν συχνά για να βλέπει την αδερφή της, αλλά για να βλέπει κι εμάς, γιατ’ είχε πιάσει φιλίες με όλους. Κατά προτίμηση ερχόταν στο δωμάτιό μου, ήμουν η συμπάθειά της, καθώς έλεγε. Τίμιο κορίτσι, δεν έβγαινε τίποτα, μα ούτε ήθελα και να βγαίνει, γιατ’ η αγνεία μου εξακολουθούσε — μου άρεσε όμως να τη βλέπω στην κάμερά μου, να τριγυρίζει, να ψάχνει, να λέει, να λέει, και γελάει. Με τη δροσιά της, μου έκανε την εντύπωση λουλουδιού, και με τη φωνούλα της, που ήταν καθαυτό κελάδημα, μου φαινόταν σαν πουλί…
Καθόλου δεν μου την αντικατάστησε κάποια Αργυρώ, που κάθησε ύστερα με τη μητέρα της στο ακρινό εκείνο δωμάτιο της αυλής. Ήταν μια κρύα κι άνοστη ξανθή, που δεν ήθελα ούτε να τη βλέπω.
Και για μόνη παρηγοριά μικρή όμως μου έμεινε η Αρσακειάδα που καθόταν στο διπλανό σπίτι, Παναγιωτίτσα την έλεγαν, κι ήταν χλωμή και παχουλή, με ωραία μάτια μαύρα. Μου άρεσε προπάντων μια πονεμένη έκφραση που είχε το πρόσωπό της, και μια παρθενική αιδημοσύνη που την έκανε να βλέπει πάντα χάμω.
Οι ταράτσες μας ήταν κολλητά, κι όταν ανέβαινα την καλημέριζα — με είχε συστήσει στην οικογένεια η κυρία Μεταξά — με κοίταζε μια στιγμή και κοκκίνιζε όπως ήταν χλωμή. Έπειτα, όση ώραν μιλούσαμε, κρατούσε τα μάτια της χαμηλωμένα και στριφογύριζε την άκρη της ποδιάς της… Αλλά η Αρσακειάδα είχε πάρει το πτυχίο της, σε λίγο διορίστηκε στην επαρχία, κι έχασα και τη μικρή αυτή παρηγοριά.
Μα και μ’ έν’ άλλο κοριτσόπουλο της γειτονιάς είχα κάποια σχέση… χωρίς να θέλω. Ήταν η Φλώρα, η δουλίτσα του αντικρινού σπιτιού, μικρή μα πρώιμη, μ’ ένα τσαχπίνικο μουτράκι, που το έδειχναν μικρότερο τα άφθονα, ολόσγουρα και φουντωτά μαλλιά της, πάντα δεμένα σε μια κόκκινη κορδέλα, και με κάτι μαύρα μάτια, που έβγαζαν σπίθες. Αιωνίως στο δρόμο βρισκόταν, τρυγύριζε τη γειτονιά, έμπαινε στην αυλή μας και στεκόταν απέξω απ’ το παράθυρό μου.
—Καλημέρα σας!
—Α, η Φλώρα. Πάλι εδώ; Τι θέλεις;
—Να κόψω ένα λουλούδι;
—Μα τι, δικά μου είναι; Πες το της κυρίας Μεταξά.
—Καλά δεν κόβω λουλούδι. Θέλω όμως κάτι να σας πω.
—Τι πράμα;
—Ένα κρυφό. Να μπω μέσα;
—Α, όχι μέσα. Πες μου από κει, σιγά.
—Δεν μπορώ τώρα. Θα σας το πω άλλη φορά.
—Κι έφευγε τρέχοντας.
Κι αυτό γινόταν κάθε φορά που με συναντούσε στο δρόμο ή έμπαινε στην αυλή: Όλο ήθελε να μου πει κάτι κρυφό και δεν μπορούσε «τώρα».
Πέρασαν μήνες χωρίς να μου το πει ποτέ, ίσως γιατί έβλεπε πως δεν επέμενα να το μάθω... Κι ένα πρωί έγινε άφαντη από το σπίτι που υπηρετούσε, είχε φύγει κρυφά, κι επειδή είδαν πως τους έλειπαν και μερικά πράματα, κατάγγειλαν τη φυγή και την κλεψιά της δουλίτσας στην αστυνομία.
Οι «κλητήρες» την έπιασαν κι όταν ο αστυνόμος τη ρώτησε αν έχει εδώ συγγενείς είπε πως έχει έναν «ξάδερφο», φοιτητή, στης κ. Μεταξά, κι εδήλωσε το όνομά μου. Ο αστυνόμος ετοιμάστηκε να με φωνάξει, για να μου… την παραδώσει, αφού τα κλοπιμαία είχαν βρεθεί. Ευτυχώς η κυρία της ήταν ακόμα στο τμήμα, και καθώς τ’ άκουσε αυτά φώναξε:
— Καλέ, αφήστε ήσυχο τον άνθρωπο! Πού βρέθηκε ξάδερφός της; Εκείνος είναι Ζακυνθινός και τούτη τη Σπάρτη. Μην την ακούτε, την ψεύτρα!
Έτσι γλίτωσα τη φασαρία. Αλλά η ιστορία μαθεύτηκε και στο φοιτηταριό με πείραζαν για μέρες».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939.
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Η ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ ΩΣ «ΔΟΥΛΙΤΣΑ» ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ «Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ».
Θέατρο «Κεντρικόν» Χειμερινή Περίοδος 1964-65
Σκηνοθεσία: Μήτσος Λυγίζος
Πρώτη παράσταση: 28 Φεβρουαρίου 1965
Ηθοποιοί: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Δέσπω Διαμαντίδου, Χρίστος Τσαγανέας, Ανδρέας Ντούζος, Βασίλης Ανδρεόπουλος, Πέτρος Λοχαίτης, Μαρία Βούλγαρη, Δέσποινα Νικολαίδου, Νίκος Παπαναστασίου και Κούλα Αγαγιώτου]





«Καλά το είπα εγώ πως με το «Τριακοσιόδραχμο» θα έβρισκα εκδότη αμέσως. Μόλις είχα φτάσει στην Αθήνα, απάντησα μια μέρα τον πατριώτη μου Χρήστο Χιώτη, τυπογράφο κι εκδότη, που μου το πρότεινε μόνος του.
—Διάβασα, μου είπε, την κρίση της «Εστίας», την «Απολογία» σου και αυτά που έγραψαν οι εφημερίδες. Οι λόγιοι μιλούν πολύ για το διήγημά σου. Δε μου δίνεις να το τυπώσουμε;
Άλλο που δεν ήθελα! Και σε λίγο έβγαινε το πρώτο μου βιβλίο, ολάκερο, με το ξωφυλλάκι του — όχι σαν τα «Θαύματα» που έμειναν στη μέση — μικρούλι, κομψούλι, που φάνταζε τι ωραία στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων!
Και το περίεργο είναι που πουλιόταν. Κάτι ήξερε ο Χιώτης που έβγαλε 3.000 αντίτυπα, τόλμημα για την εποχή. Τα μισά σχεδόν πουλήθηκαν μέσα στο χρόνο και σιγά - σιγά η έκδοση εξαντλήθηκε. Έκαμα όμως και μερικά αντίτυπα σε χαρτί ολλανδέζικο, διπλά στον όγκο από τ’ άλλα, — κι απ’ αυτά εχάρισα στους επιφανείς λόγιους και στους αφανείς ακόμα της φιλολογικής μου παρέας.
Έν’ από τα πρώτα έδωσα και στον Πέτρο Αποστολίδη[Το πραγματικό όνομα του μετέπειτα σπουδαίου συγγραφέα Παύλου Νιρβάνα(1866-1937)], που τον γνώρισα έν’ απομεσήμερο, καθώς έβγαινα από το εστιατόριο του κυρ-Φίλιππα, για να πάω αντίκρυ στο καφενείο «Ο Κοραής». Γιατί κι ο μέλλων Νιρβάνας εκεί πήγαινε. Κάποιος φίλος μας έκαμε τις παρουσιάσεις. Και για πρώτη φορά έσφιξα το χέρι κείνο, που για πενήντα κατόπι χρόνια θα το έσφιγγα πάντα με την ίδια αγάπη, με την ίδια εγκαρδιότητα, με τον ίδιο θαυμασμό.
Τα γενάκια του, τα γυαλιά του, η σοβαρότητα κι η εμβρίθεια της μορφής του, τον έδειχναν από τότε σωστό άντρα. Ένα μόνο χρόνο με περνούσε, αλλά μου φαινόταν τόσο πιο μεγάλος, ώστε και να τον σέβουμαι. Καθήσαμε στο καφενείο με τους άλλους και μιλήσαμε «φιλολογικά». Δεν ξέχασα, εννοείται, να τον ευχαριστήσω για τ’ ωραίο γράμμα, ούτ’ εκείνος να με συγχαρεί και πάλι για την «Απολογία μου». Κι από τότε έγινε της παρέας μας. Δεν έτρωγε μαζί μας, γιατί έμενε οικογενειακώς στον Πειραιά, συχνά όμως τον συναντούσα στο Πανεπιστήμιο, στα κέντρα και στο τυπογραφείο του Χιώτη, που είχε γίνει πια το «λημέρι» μου.
Γιατί δεν ήταν μόνο τυπογραφείο, ήταν και γραφείο περιοδικού. Ο Χρήστος Χιώτης, στη Ζάκυνθο, είχε ιδρύσει την «Κορίννα», που τη διάβαζα, καθώς είπα, όταν ήμουν μαθητής. Ύστερα τη μετέφερε στην Αθήνα. Κι αφού την έβγαλε κι εδώ ένα - δυο χρόνια ακόμα, τη σταμάτησε για να αρχίσει τα «Εκλεκτά Μυθιστορήματα».
Αυτή ήταν μια καλή ιδέα. Πρώτη φορά τότε έβγαινε στην Ελλάδα περιοδικό που να δημοσιεύει αποκλειστικά μυθιστορήματα και διηγήματα — τα περισσότερα, εννοείται μεταφρασμένα — κι είχε εξαρχής μια έκτακτη υποδοχή, αφού μέσα στην Αθήνα πουλούσε εννιά ως δέκα χιλιάδες φύλλα, μυθώδες για την εποχή εκείνη. Η αλήθεια είναι πως ο Χιώτης ήξερε να διαλέγει και τα μυθιστορήματά και τους μεταφραστές του. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και γνωστότατοι σαν τον Μπάμπη Άννινο[Από το Αργοστόλι,(1852-1934), μετέπειτα δημοσιογράφο και θεατρικό συγγραφέα]και τον Σκαλιέρη· μα ήταν κι άγνωστοι, επίσης γλαφυροί, που ο Χιώτης τους είχε ανακαλύψει, σαν το γιατρό Καλλιβωκά —ένα χαριτωμένο άνθρωπο, υφηγητή της ιατροδικαστικής— και το δικηγόρο Δαμουλάνο, και τους δύο Ζακυνθινούς.
Όλοι αυτοί μαζεύουνταν στο γραφείο των «Εκλεκτών», που είχε το μετριόφρονα τίτλο «Τυπυγραφείον της Κορίννης», και βρίσκονταν, τα πρώτα εκείνα χρόνια, στην αρχή της οδού Πατησίων, ακριβώς αντίκρυ στην οδό Γαμβέττα.
Αλλά εκτός από τους συνεργάτες του Χιώτη, μαζεύουνταν κι όλοι οι συμπατριώτες του — γι’ αυτό ο Ειρηναίος Ασώπιος ονόμασε το γραφείο εκείνο «Ζακυνθινόν Πρακτορείον» — καθώς και οι συνεργάτες του εβδομαδιαίου σατιρικού «Άστεως», που το έβγαζε, μετά τον «Ασμοδαίο», ο μεγάλος γελοιογράφος Θέμος Άννινος[Από το Αργοστόλι, αδελφός του Μπάμπη(1845-1916), μετέπειτα γελοιογράφος].
Κι επειδή μετά την έκδοση του «Τριακοσιοδράχμου» έγινα κι εγώ συνεργάτης των «Εκλεκτών» —δημοσίευα για την ώρα μικρά διηγήματα— κι ήμουν ταχτικός στο γραφείο, εκεί εγνώρισα όσους ανάφερα παραπάνω, ακόμα τον Πολέμη, το Μητσάκη, τον Κουσουλάκο, τον Δαμβέργη —«Ιμδ» υπογραφόταν στο «Άστυ»— τον Γεώργιο Βαλαβάνη, ένα νεότατο διηγηματογράφο, και τον αξέχαστο μας Γεώργιο Τυπάλδο, εξάδελφο του Θέμου, που ήταν τότε διαχειριστής του.
Όσο για το Μιχαήλ Γιαννουκάκη[Από τη Σύρο(1868–1944), μετέπειτα σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας], συνεργάτη κι αυτόν των «Εκλεκτών», τον είχα γνωρίσει ως φοιτητή από τους Συριανούς, κι εγώ τον πήγα στο Χιώτη ως νέο λόγιο. Ήταν ο πλουσιότερος, της φιλολογικής μας παρέας, γιος μεγάλου καπνέμπορου, καπνέμπορος κατόπι κι ο ίδιος — και στο πορτοφόλι του βλέπαμε κι ατόφια πεντακοσάρικα, που δεν τα ’χε κανένας μας.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939.
.
[ΧΡΗΣΤΟΣ Σ. ΧΙΩΤΗΣ(1855-1925) : Γεννήθηκε στην Ζάκυνθο, ανιψιός του ιστορικού Παναγιώτη Χιώτη, υπό την εποπτεία του οποίου έμαθε την τυπογραφία και εξέδωσε το περιοδικό «Κορίννα». Στη συνέχεια μετακόμισε στην Αθήνα το τυπογραφείο του, όπου έγινε ονομαστός εκδότης. Συνέχισε να εκδίδει την «Κορίννα» στην Αθήνα για να την αντικαταστήσει στη συνέχεια με το περιοδικό «Εκλεκτά μυθιστορήματα» και κατόπιν τα «Νέα Εκλεκτά Μυθιστορήματα». Το 1907 επανήλθε στην Ζάκυνθο και εξέδωσε την εφημερίδα «Νέον Πνεύμα» για δύο χρόνια. Κατόπιν την εφημερίδα «Φιλελεύθερος» μέχρι του θανάτου του στις 29 Αυγούστου 1925, δηλ. ακριβώς πριν 97 χρόνια.
Ο Λεωνίδας Ζώης γράφει: «Εγένοντο κατ' αυτού δύο επιθέσεις, την 18 Αυγ. 1908 και την 29 Αυγ. 1925». Προφανώς, αποτέλεσμα της δεύτερης ήταν ο θάνατός του.
Αγνοημένος σήμερα.]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- Η επιστολή του Χ. Σ. Χιώτη στους Αθηναίους αναγνώστες, όταν το περιοδικό του «Κορίννα» μεταφέρθηκε από την Ζάκυνθο στην Αθήνα.
- Εξώφυλλο της ζακυνθινής «Κορίννας»
- Ένα εντυπωσιακό άρθρο της «Κορίννας», 16/7/1878, αρ.3, περίοδος Β'
- Η προμετωπίδα της αθηναϊκής «Κορίννας»]





Ο Ειρηναίος Ασώπιος, που τον γνώρισε από μένα η «φιλολογική παρέα», ήθελε να πηγαίνουμε το βράδυ στο σπίτι του, για να τον… βοηθούμε. Έβγαζε το περίφημο «Αττικόν Ημερολόγιον». Τα πεζά που του έστελναν, ήξερε — μας έλεγε — να τα κρίνει. Τα ποιήματα όμως δεν τα καταλάβαινε, και μας τα ’δινε να τα
διαβάζουμε και να του λέμε εμείς αν άξιζαν ή όχι να συμπεριληφθούν στον «Παρνασσό», που είχε στο τέλος σαν παράρτημα, κάθε τόμος του «Ημερολογίου».
Ο τόμος αυτός, στερεότυπα, άρχιζε με την «Επινομίδα» του εκδότη, αριστούργημα αττικού άλατος και …γεροντικής φλυαρίας. Γιατί ο Ειρηναίος Ασώπιος γιος του μεγάλου σοφού Κωνσταντίνου Ασωπίου, σοφός κι ο ίδιος κι αληθινά πνευματώδης λογογράφος και άνθρωπος, ήταν γέρος πια, όταν τον γνωρίσαμε μεις. Κοντός με άσπρα μπαρμπετόνια, με ζακέτα πάντα και ψηλό καπέλο, περπατούσε γρήγορα στο δρόμο, σταματούσε τους γνωστούς, τους έλεγε στο πόδι από μια έξυπνη κουβέντα, έβαζε τα γέλια, λιγάκι βραχνά, τραβούσε και μια πρέζα ταμπάκο, κι έφευγε σα να τον κυνηγούσαν. Ποτέ, αλήθεια, δεν τον είδα έξω καθιστό. Το σπίτι του ήταν ένα μικρό, χαμηλό, στην οδό Ζήνωνος. Είχε μια νόστιμη γυναικούλα, πολύ νεότερή του κι απλοϊκή, και μια μεγάλη βιβλιοθήκη που έπιανε όλα σχεδόν τα δωμάτια και μας άφηνε εκστατικούς. Άμα τέλειωνε η συνεργασία μας — και κάποτε πριν αρχίσει — μας διηγόταν ένα σωρό νόστιμες ιστορίες κι όταν ήθελε να μας διηγηθεί και καμιά πολύ αλατισμένη, έλεγε στη γυναίκα του:
— Μαριγώ μου, έβγα μια στιγμή, κάτι να πω παιδιά, που δεν κάνει να τ’ ακούσεις.
Κι εκείνη έβγαινε κατακόκκινη, σα να το ’χε κιόλας ακούσει…
Ένας από τους θαυμασμούς μου ήταν τότε κι ο Κόντος. Ένα βράδυ που ο Ασώπιος τον ειρωνεύτηκε τόλμησα να τον υπερασπιστώ. Και τότε άρχισε να μου τον βρίζει με τέτοια λύσσα, με τέτοιο θυμό, που απόρησα πολύ. Γιατί ο Ασώπιος, ο ειρηνικός και ήρεμος, που ειρωνευόταν μα και χωρίς να βρίζει κανένα, θύμωσε τόσο πολύ, ώστε να χαλάσει σχεδόν η βραδιά μας; Μου το εξήγησε, καθώς φεύγαμε, ο Αμπελορράβδης:
— Για τον Κόντο, καημένε, πήγες να του πεις, που του έβρισε τον πατέρα του;
Το θυμήθηκα. Ο Κόντος ονόμαζε «αγράμματον» και «αγελαίον» τον Κωνσταντίνο Ασώπιο. Κι από τότε φυλάκτηκα να ξαναπροφέρω τ’ όνομά του στο σπίτι του γιου.
Βοηθούσαμε, λοιπόν, τον Ασώπιο στο διάλεγμα των ποιημάτων. Μας βοηθούσε όμως κι εκείνος για να κάνουμε καλύτερα τα πεζά που του δίναμε να δημοσιεύει. Μια μελέτη μου, άξαφνα, αισθητική και φιλοσοφική, «Περί του κάλλους!» — είναι δημοσιευμένη στο «Αττικόν Ημερολόγιο του 1885 — μου τη γέμισε… παραπομπές, γιατί ό,τι γράφαμε, εννοούσε να είναι «μεμαρτυρημένον». Αυτό ο Πλάτων ή ο Σπινόζα ε, καλά, και πού το λέει; Έπρεπε να υποσημειώνουμε βιβλίο, κεφάλαιο, παράγραφο, σελίδα, και κάποτε το κείμενο αυτολεξεί. Αλλά με τη βοήθειά του, και με την απέραντη βιβλιοθήκη του, δεν μας ήταν και τόσο δύσκολο να φαινόμαστε σοφοί…
Του αφιέρωσα το «Τριακοσιόδραχμον Έπαθλον» — ξέχασα να το πω αυτό — και μου ήρθε η ιδέα να γράψω εκτενή μελέτη με την ιστορία και τα παράδοξα των αφιερώσεων. Και στη μελέτη αυτή, ο Ασώπιος πάλι πρόσθεσε τόσες πληροφορίες και τόσες παραπομπές, ώστε κατάντησε η διπλή.
Εκείνο το χρόνο έδωσα κι ένα δυο εύθυμα διηγήματα στον «Ραμπαγά» — το ένα, θυμούμαι, επιγραφόταν «Ο σύζυγος, η σύζυγος και ο ιερεύς!»— κι έτσι έκαμα φίλο τον Κλέανθη Τριαντάφυλλο και, απ’ αυτόν, τον αχώριστό μου Αντρέα Νικολάρα. Θε μου, τι εύθυμοι, τι ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι κι οι δυο! Η κουβέντα τους δεν ήταν παρ’ αστεία και καλαμπούρια και καθώς γελούσαν οι ίδιοι μ’ αυτά που έλεγαν, δυνατά, τρανταχτά, ολόψυχα, γελούσαν κι οι φίλοι τους χωρίς να θέλουν. Δεν πιστεύω να 'καμα στη ζωή μου τόσα γέλια, όσο εκείνο τον καιρό που έκανα παρέα τον Τριαντάφυλλο και το Νικολάρα.
Αλλά και στην «Εβδομάδα» του Καμπούρογλου, τη νεοΐδρυτη, δημοσίευσα μια ζακυνθινή παράδοση «Τ’ άσπρα πανιά του Σκοπού» — ίσως και τίποτ’ άλλο που δε θυμούμαι — και από τότε χρονολογείται η φιλία μου με τον αγαπητό μου, τον αγαπητό σ’ όλους μας Δημητράκη, που έμεινε αδιατάραχτη ως σήμερα, πενήντα ολάκερα χρόνια.
Τότε που ίδρυσε την «Εβδομάδα», ήταν ίσαμε τριάντα πέντε χρονών, νιόγαμπρος, πολύ ευτυχισμένος, κι είχε το γραφείο του στον κατ’ εξοχήν δημοσιογραφικό δρόμο εκείνης της εποχής, την οδό Μουσών, τη σημερινή Καραγιώργη. Δυο πράγματα απ’ τον Καμπούρογλου, όταν τον πρωτογνώρισα, μου έκαμαν εντύπωση: Το ένα είναι η ζωή που είχε μέσα του. Έβλεπα έναν άνθρωπο ζωντανό, σφριγηλό, ενώ οι άλλοι γέροι και νέοι, μου φαίνουνταν σαν ψόφιοι. Σ' συνέτεινε το κοντό του ανάστημα, το γοργό του βήμα οι ζωηρές εκείνες κινήσεις που κάνουν όλοι οι κοντοί ακόμα και το «τικ» εκείνο που είχε από νέος και του τράνταζε κάθε στιγμή, με το νευρικό κλείσιμο του ματιού, το λαιμό και το κεφάλι. Το άλλο του, ήταν μεγάλη καλοσύνη που έδειχναν ο λόγος και το γέλιο του. Σ ’ έκανε να πιστεύεις πως σ’ αγαπά αληθινά, πως σε θαυμάζει, πως ενδιαφέρεται για σένα όσο για κανέναν άλλο. Και κοντά του, αν ήσουν νέος, αισθανόσουν προστασία κι ασφάλεια. Μου θύμιζε πολύ τον ευγενικό εκείνο κόλακα, το Μέμνονα Μαρτζώκη. Έτσι κι ο Καμπούρογλους κολάκευε από καλοσύνη και γι’ αυτό δεν παρά φίλους. Αφήνω τώρα τη χάρη, την εξυπνάδα την πρωτοτυπία της κουβέντας, χαρίσματα που τα είχε κι ο γραπτός του λόγος, κι όταν ακόμα ήταν ξερή ιστορία.
Μόνο με την «Εστία» δεν τα πήγαινε καλά. Και καμιά φορά η «Εβδομάς» την πείραζε σαν αντίζηλος. Και θυμούμαι ακόμα το σούσουρο που έγινε τότε με την αποκάλυψη ενός μεταφραστικού «μαργαρίτου».
Η «Εστία», στα ψιλά της, που τα έγραφαν οι σοφότεροι της εποχής — Λάμπρος, Σακελλαρόπουλος, Πολίτης κ.ά. — μετέφρασε κάποτε το Champ de Mars «Πεδίον του… Μαρτίου». «Του Άρεως, αγράμματοι!» φώναξε η «Εβδομάς». Αλλά οι Εστιακοί επέμειναν: «Του Μαρτίου είναι! Άρης και Μars ο ίδιος θεός δεν είναι;
Οι Γάλλοι, σα Λατίνοι, δεν έχουν Άρη, έχουν Μars. Και το πεδίο τους, σα γαλλικό, πρέπει να λέγεται του «Μαρτίου». Κι ο καβγάς εξακολούθησε ώσπου η «Εβδομάς» φώναξε: «Ω, τα παιδία του Μαρτίου!» και τέλειωσε γέλια.
Αλλά και προς τους εχθρούς ο Καμπούρογλους είχε τις λεπτότητές του. Άξαφνα, για το «Τριακοσιόδραχμον Έπαθλον», που μ ’ όλη την «Απολογία μου» ήταν φανερό πως πείραζε τους Εστιακούς — τελοσπάντων έτσι το είχαν πάρει — δε θέλησε να γράψει στην «Εβδομάδα» τίποτα. «Τύπωσε τίποτ’ άλλο, μου είπε, να χαλάσομε τον κόσμο. Γι ’ αυτό δεν κάνει. Τα παιδία του Μαρτίου θα μας παρεξηγούσαν».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939.
.
[ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΑΣΩΠΙΟΣ(1825-1905): Από την Κέρκυρα. Πατέρας του ήταν ο λόγιος Κωνσταντίνος Ασώπιος, καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία. Νουνός του ήταν ο Φρειδερίκος Γκύλφορδ, του οποίου είχε το όνομα, επειδή του Ειρηναίος είναι το Φρειδερίκος εξελληνισμένο. Αποφοίτησε από την Ιόνιο Ακαδημία και στη συνέχεια σπούδασε φιλολογία και ιατρική στην Αθήνα και στην Πίζα το 1845. Αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο της Πίζας και ως το 1852 έμεινε στη Φλωρεντία όπου εργάστηκε ως γιατρός.
Πήγε στο Παρίσι από το 1852 μέχρι το 1856 για την τελειοποίηση των κλασικών σπουδών. Εκεί συνεργάστηκε με περιοδικά και εφημερίδες και γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Δουμά και το Χάινριχ Χάινε, τον οποίο πρώτος έκανε γνωστό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με την δημοσίευση σε πέντε συνέχειες, μιας διεξοδικής βιογραφίας του στο περιοδικό του «Χρυσαλλίς».
Στην Αθήνα επέστρεψε το 1857 και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ασχολήθηκε με την έκδοση του περιοδικού «Χρυσαλλίς» (1863-1866) και του «Αττικού Ημερολογίου» (1867-1896). Παράλληλα έβγαζε το Ημερολόγιον των Κυριών(1888-1890).
Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με το χρονογράφημα, με ιστορικές πραγματείες και ευθυμογραφήματα. Άσκησε κριτική στην ελληνική κοινωνία που έφτανε έως το σαρκασμό. Θεωρείται πρόδρομος της ελληνικής ευθυμογραφίας. Το μόνο έργο που εξέδωσε ήταν το 1903 η συλλογή χρονογραφημάτων και μελετών με τίτλο «Παλαιά και Νέα» σε έναν μόνο τόμο χωρίς συνέχεια.]
.
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΟΣ(1834 -1909): Από την Άμφισσα. Γλωσσολόγος και φιλόλογος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τους σημαντικότερους ελληνιστές και κριτικούς φιλολόγους του 19ου αιώνα. Κατά την πολύχρονη πανεπιστημιακή του διαδρομή ανέδειξε πολλούς επιφανείς μαθητές, όπως τον Γεώργιο Χατζιδάκι, Σπυρίδωνα Βάση, και τον Θεοφάνη Κακριδή. Υπήρξε επίσης ο ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού Λόγιος Ερμής.]
.
ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ(1850 - 1889): Από τη Σίφνο. Σατιρικός ποιητής και δημοσιογράφος του 19ου αιώνα.
Σπούδασε δάσκαλος, όπως ο πατέρας του, και διορίστηκε στην Άνδρο. Εκεί έμαθε γαλλικά και μετέφρασε γαλλικά ποιήματα, όπως την Απελπισία του Λαμαρτίνου. Στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνεργάστηκε με τα έντυπα Νεολόγος, Κουδουνάτος, Σάλπιγξ και Διογένης. Εκεί εξέδωσε και μια ποιητική συλλογή ανώνυμα. Εξαιτίας του καυστικού του ύφους διώχθηκε από τις οθωμανικές αρχές και κατέφυγε στην Αθήνα. Το 1878 μαζί με τον Βλάση Γαβριηλίδη ίδρυσε το προοδευτικό πολιτικό και σατιρικό περιοδικό Ραμπαγάς, από την ομώνυμη κωμωδία του Βικτοριέν Σαρντού, που τότε είχε μεταφραστεί από τον Ιωάννη Καμπούρογλου, αλλά είχε απαγορευτεί από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Από το όνομα του περιοδικού ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο "Ραμπαγάς".
Το περιοδικό προκάλεσε αντιδράσεις και οδήγησε σε φυλάκιση των εκδοτών του. Συνέχισε την έκδοση του, όμως, και μετά την αποχώρηση του Γαβριηλίδη, το 1880. Το 1881 έπεσε θύμα δολοφονικής απόπειρας. Μετά από οκτάμηνη διακοπή, λόγω οικονομικών προβλημάτων, το 1887 συνέχισε την έκδοση του Ραμπαγά σε συνεργασία με τον Ρόκκο Χοϊδά. Ο Χοϊδάς δημοσίευσε δύο άρθρα που θεωρήθηκαν υβριστικά για τον βασιλιά και γι' αυτό φυλακίστηκαν και οι δύο. Αποφυλακίστηκε μετά από έξι μήνες και στις 25 Μαΐου 1889 ο Τριαντάφυλλος αυτοκτόνησε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρή ψυχική διαταραχή].
.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ(Σ)(1852-1942): Από το Φανάρι. Ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, ακαδημαϊκός, δικηγόρος, ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από το 1873 έως το 1881 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της «Εφημερίδος», του εκδότη Δημήτριου Κορομηλά.
To 1881 διαφωνώντας με τον Κορομηλά, ιδρύει τη δική του εφημερίδα, που την ονομάζει «Νέα Εφημερίς» ενώ το 1882 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.
Την περίοδο 1884-1886 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Εβδομάς».
Το 1891 προσλήφθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε επιμελητής των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Την περίοδο 1904-1917 διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλά το 1917 παύθηκε από τη θέση του.
Το 1923 τιμήθηκε με το αριστείο γραμμάτων.
Το 1927 έγινε το πρώτο δια εκλογής μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών και την περίοδο 1934-1935 χρημάτισε πρόεδρος της Ακαδημίας.]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
-ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΑΣΩΠΙΟΣ
-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΟΣ
-ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ
-ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ(Σ)]



«Κι άρχισα τη ζωή της απελπισίας. Εξόδευα χωρίς να λογαριάζω τίποτα, καλότρωγα, διασκέδαζα, δανειζόμουν, πλήρωνα και κάπου - κάπου χρέη, κι ήμουν τόσο εύθυμος, ώστε οι φίλοι μου απορούσαν. Όταν κατά τα μέσα του μηνός, έμεινα μ’ ένα εικοσιπεντάρικο το έδειξα μια μέρα του Αβραάμ Κωνσταντίνη και του είπα:
— Αυτό έχω μόνο. Άμα το φάω, θα σκοτωθώ.
Γέλασε:
— Και δε φεύγεις καλύτερα; Σου φτάνει.
— Ναι, μα που έχω τόσα χρέη;
Τηλεγράφησε του πατέρα σου πως φεύγεις, να σου στείλει τα ναύλα σου, και με το εικοσιπεντάρικο να πληρώσεις όπου χρωστάς.
— Αστειεύεσαι; χρωστώ απάνω από εκατό δραχμές!
Ο Εβραίος γούρλωσε τα μάτια του:
— Και πώς το κατάφερες, μωρέ;
Αστειεύτηκα:
— Μ’ έφαγε η νομισματική μεταρρύθμιση του Τρικούπη.
[…]
Ο Κωνσταντίνης, πιο κατεργάρης από μένα, δεν πολυπίστεψε πως σκεπτόμουν σοβαρά ν ’ αυτοκτονήσω. Για καλό και για κακό όμως, το είπε του Αμπελορράβδη. Αυτός, πιο απλοϊκός, το πίστεψε και μ ’ έπιασε με τρόπο να μ’ ανακρίνει.
Του είπα τα ίδια. Κι επειδή προσπαθούσε να με μεταπείσει λέγοντας πως οι άνθρωποι δεν αυτοκτονούν για τόσο λίγα… χρέη, του είπα πως δεν ήταν μόνο αυτό, Παρά και πως ήμουν κι ερωτευμένος. Κι αυτό το πίστεψε. Γιατί κάποτε του είχα εξομολογηθεί πως αγαπούσα τη Θάλεια, αν και την είχα κιόλα ξεχασμένη.
Ο Αμπελορράβδης έκαμε τότε και τον Κωνσταντίνη ν’ ανησυχήσει, το είπαν και σε δυο - τρεις άλλους Ζακυνθινούς, με παρακολούθησαν κι αυτοί, με βρήκαν «ύποπτο», έκαμαν όλοι συμβούλιο κι αποφάσισαν να τηλεγραφήσουν στον πατέρα μου και να με προσέχουν ώσπου να ‘ρθει.
Δεν το κατάλαβα πως το είχαν πάρει τόσο σοβαρά. Κι' εξακολουθούσα την τρελοζωή μου, χωρίς να με νοιάζει τι μπορούσαν να σκέφτουνται.
Ούτε με φόβιζε το μέλλον, γιατί στο μεταξύ είχα βρει μια λύση: Στη Ζάκυνθο θα πήγαινα μόνο για το καλοκαίρι, επομένως χειμωνιάτικα δεν θα μου χρειάζουνταν. Αλλά είχα δυο πολύ καλές χειμωνιάτικες φορεσιές, την καινούργια μου και την περσινή. Σκέφτηκα λοιπόν να τις βάλω ενέχυρο, να πάρω καμμιά εκατοστή δραχμές —θα τις έπαιρνα σίγουρα αφού άξιζαν διακόσιες σαράντα— να γράψω και του πατέρα μου να μου στείλει τα συνηθισμένα για τα ναύλα και για τα μικρά χρέη, να πληρώσω έτσι όπου χρωστούσα και να του δίνω. Όσο για να πάρω τις φορεσιές μου από ενεχυροδανειστήριο, όταν θα γύριζα το Σεπτέμβρη, ευκολότατο: από το σπίτι μου θα μου ’διναν για μια καινούργια φορεσιά. Ε, δε θα την έκανα! Θα περνούσα τις παλιές μου, που ήταν κατακαίνουργες, και το πολύ πολύ θα γύριζα την προπέρσινη.
Το σχέδιό μου ήταν λαμπρό και μ’ αυτό ησύχασα.
Είχα ξεχάσει και την αυτοκτονία μου και την ανησυχία που είχα δώσει στους φίλους μου με το «αστείο» μου, Αλλά μια Κυριακή απόγεμα, ενώ καθόμουν με την παρέα μου στο Σύνταγμα και φλυαρούσα αμέριμνος, ακούω άξαφνα τον Αμπελορράβδη να λέει:
— Μπα! ο κύριος Ξενόπουλος!...
Κάνω έτσι, και βλέπω τον πατέρα μου, με μια βαλιτσούλα στο χέρι, να πλησιάζει γελαστός στο τραπεζάκι μας.
Τα κατάλαβα όλα: Του είχαν τηλεγραφήσει κι ερχόταν να με προφτάσει… ζωντανό. Αλλά δεν είπα, δεν έδειξα τίποτα. Ούτ’ εκείνος. Φιληθήκαμε μόνο, με μια έκτακτη συγκίνηση κι οι δυο — μα καθένας για άλλο λόγο — κι όταν τον ρώτησα «πώς αυτό;» μου αποκρίθηκε φυσικότατα πως ήρθε για κάποια δουλειά του.
— Μα δε μου τηλεγραφούσες;
— Μα το αποφάσισα ξαφνικά.
— Και θα μείνεις πολύ, πατέρα;
— Α, λίγες μέρες… Αν θέλεις, φεύγουμε μαζί…, δεν είναι καιρός;
— Πώς; Είναι… τα μαθήματα τελειώνουν αυτή την εβδομάδα…
— Τι ωραία! Τότε φεύγουμε μαζί.
Του παρουσίασα τους φίλους μου, που έμειναν καταγοητευμένοι. Ήταν τόσο έξυπνος, κι είχε τόσο καλούς τρόπους ο καημένος ο γέρος μου! Ο Μάτεσης μάλιστα, ενθουσιάστηκε μαζί του και δεν τον άφηνε στιγμή. Και το νόστιμο είναι που, επειδή εκείνες τις μέρες τα είχαμε τσουγκρισμένα, μιλούσε με τον πατέρα μου, που τον είχε παρουσιάσει ο Σπουργίτης, χωρίς να μιλά και με μένα.
Τις λίγες μέρες που ο πατέρας μου έμεινε στην Αθήνα, τις πέρασε μαζί μου και με την παρέα μου, στης κυρίας Μεταξά και στου κυρ-Φίλιππα. Για καμιά του «δουλειά» δεν τον είδα να έχει έννοια. Μόνο σε μερικούς συγγενείς και παλιούς του φίλους με πήρε και πήγαμε και στο Στρατώνα του Ιππικού, για να ιδεί τους παλιούς του συναδέλφους.
[…]
Μια μέρα, που ήμαστε οι δυο μας, με ρώτησε σιγά και σοβαρά:
— Πόσα χρωστάς, παιδί μου;
— Καμιά ογδονταριά, του αποκρίθηκα κοκκινίζοντας μέχρι τ’ αυτιά.
Δεν μπόρεσε να κρατηθεί:
— Τόσα μόνο; Κι εγώ έφερα μαζί μου πεντακόσιες!
— Νόμισες πως θα χρωστούσα τόσο πολλά; Μ’ από τι;
— Ξέρω κι εγώ; νέος είσαι, μπορεί να ‘χες μπλέξει. Μ' αφού ήταν τόσο λίγα, δε μου ’γραφες να σου τα στείλω, παρά είπες στους φίλους σου τούτα κι εκείνα και τους έκανες να με ξεσηκώσουν;…
Αισθάνθηκα μεγάλη τύψη. Τώρα μόνο φαντάστηκα την ανησυχία, την αγωνία, που πέρασαν οι δικοί μου, Από τη στιγμή που έλαβαν το απαίσιο τηλεγράφημα. Και προσπάθησα να δικαιολογηθώ:
— Είπα ένα αστείο του Αμπελορράβδη και το πίστεψε... Ε, δεν πειράζει… έκαμες και συ ένα ταξίδι…
— Ωραίο ταξίδι! Και με ρώτησες αν δεν έσπρωχνα το κατάρτι του καραβιού, για να φτάσει γρηγορότερα; Ήμουν σαν τρελός… Κι η καημένη η μητέρα σου… Της τηλεγράφησα πως έφτασα και σε βρήκα καλά… Μα θα το πιστέψει; Έλα, σήκω να φύγουμε, να πάμε να σε ιδή. Κι άλλη φορά να μην κάνεις τέτοια αστεία!
Αληθινά, η περιπέτεια αυτή με λύπησε πολύ. Αλλά στιγμιαία. Τα παιδιά είναι πάντα τόσο αψήφιστα! Όταν ο πατέρας μου μου έδωσε και πλήρωσα τα χρέη μου, κι ωραίο μαγιάτικο πρωί, με γαλήνια θάλασσα, μπήκαμε στο βαπόρι να γυρίσουμε στη μητέρα μου, τα ξέχασα παρηγορήθηκα στην εντέλεια και δεν αισθανόμουν άλλο παρά τη χαρά του γυρισμού…
[…]
Ο Αμπελορράβδης μου τα ’καμε όλα! Ο Κωνσταντίνης δεν πίστεψε το αστείο μου, ο κουτός όμως αυτός το πίστεψε και να!
Αυτή ήταν η δικαιολογία μου στη μητέρα μου. Μα τι την ένοιαζε; Της έφτανε που μ’ έβλεπε μπροστά της ζωντανό. Έπειτα η ίδια μου το είπε, από μέσα της, βαθιά, ποτέ δεν πίστεψε πως ο πατέρας μου θα μ’ έβρισκε σκοτωμένο. Κατιτίς έλεγε πως όλ’ αυτά δεν ήταν παρά μια κακή φάρσα. Απελπισμένος από έρωτα… όχι δα! Χρεωμένος ως το λαιμό, μάλιστα!
Ωστόσο, το τηλεγράφημα που έστειλαν οι φίλοι μου έλεγε πως ήθελα ν’ αυτοκτονήσω «δια λόγους οικονομικούς και ερωτικούς». Αυτό, εννοείται, μαθεύτηκε στη Ζάκυνθο, κι οι στενοί μου φίλοι, που με ξανάβλεπαν με ανυπόκριτη χαρά, άρχισαν να μ’ ερωτούν μ’ ενδιαφέρον «τι στάθηκε». Τους εξηγούσα γελώντας και δεν δυσκολεύονταν καθόλου να πιστέψουν την εξήγησή μου. Έβλεπαν άλλωστε πόσο χαρούμενος και αμέριμνος ήμουν και τους ερωτικούς τουλάχιστο λόγους τους απέκλειαν.
Ο πολύς όμως κόσμος πίστευε ακόμα πως αποπειράθηκα αυτοκτονία «από αγάπη». Οι περίεργοι μάλιστα εξέτασαν, έμαθαν πως κάποτε αγαπούσα τη Θάλεια και συμπέραιναν πως η ανύποπτη αυτή μικρούλα ήταν η ηρωίδα. Αλλά για αυτήν ή για άλλη το «βέβαιο» ήταν πως θέλησα να σκοτωθώ. Σε μιαν αγάπη θυσίαζα τη ζωή μου! Κι αυτό στη ρομαντική εκείνη κοινωνία με περίβαλλε και με μια αίγλη ρομαντικού ήρωα. Κυρίες και δεσποινίδες που ως τότε δεν με πρόσεχαν καθόλου, με κοίταζαν τώρα με προσοχή, με συμπάθεια και πολλές φορές με προσπερνούσαν, γύριζαν μια στιγμή πίσω τους για να με ξαναδούν.
Στην αρχή αυτό με διασκέδαζε, έπειτα με ενοχλούσε, προπάντων γιατί΄ σφετεριζόμουν μια ιδιότητα που δεν είχα και γιατί πιστευόταν για μένα κάτι που δεν έγινε ποτέ. Ευτυχώς η κοινή πλάνη δε βάσταξε πολλοί. Οι φίλοι μου μίλησαν κι ο κόσμος έμαθε την αλήθεια. Έτσι μπορούσα να παρουσιάζουμαι χωρίς να με …δακτυλοδεικτούν.
Κι ήσυχος ξανάρχισα την ωραία ζωή του περασμένου καλοκαιρού».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939.


«Του Αγίου Κωνσταντίνου το βράδυ, πήγαμε όλοι μαζί στου γέρο- Λομπάρδου που και τότε ήταν υπουργός. Μας είχε προσκαλέσει «όπως είμαστε και βρισκόμαστε», ο ανιψιός του, ο Νιόνιος Αργασάρης, φίλος κι αυτός του εύθυμου σπιτιού.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα το γέρο-Λομπάρδο από κοντά -ίσως και η τελευταία, γιατί μετά ένα-δυο χρόνια πέθανε- και ποτέ δε θα ξεχάσω την εντύπωση που μου έκανε ο τετραπέρατος αυτός Ζακυνθινός.
Τα μάτια του, πίσω απ’ τα γυαλιά, που σπινθήριζαν, και κάθε του λόγος ήταν σκέρτσο κι εξυπνάδα. Μια στιγμή πλησίασε την κυρία του εύθυμου σπιτιού, κοντούλα, μικροκαμωμένη, που λουσαριζόταν κι εχόρευε σαν κοριτσάκι.
— Χορεύουμε, κυρά μου, ένα βαλς; της επρότεινε.
Κατακολακεύτηκε εκείνη, κοκκίνισε, και μ’ επισημότητα αποκρίθηκε:
— Ευχαρίστως, κύριε υπουργέ!
Κι ο γέρο - Λομπάρδος με το σατανικό του χαμόγελο:
— Αμή που δεν ηξέρω;
Κόκαλο η καλή κυρία. Και γέλια μεις ολόγυρα; Μέρες την πειράζαμε για το πάθημά της».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939.
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΜΒΑΡΔΟΣ ΤΟ 1870, ΕΛΙΑ]


«Το δεύτερο από τα τρία αυτά χρόνια που διηγούμαι, όταν καθόμουν ακόμα στης κυρίας Μεταξά, γνωρίστηκα σ ’ αυτήν με μιαν άλλη κυρία, που επίσης νοίκιαζε δωμάτια σε φοιτητές. Το σπίτι της ήταν πολύ εύθυμο. Οι νοικάρηδές της, παιδιά από καλές οικογένειες, κι ο γιος της, φοιτητής κι αυτός, εννοούσαν να γλεντούν κάθε βράδυ- κάμποσα κορίτσια, από συγγενικά, φιλικά και γειτονικά σπίτια, μαζεύονταν εκεί ταχτικά, κι η βραδιά περνούσε με παιχνίδια, με τραγούδια και με χορό.
Με προσκάλεσαν και μένα και πήγαινα κάπου - κάπου. Τα παιδιά και τα κορίτσια εκείνα ήταν τόσο καλά, τόσο τίμια -συμπεριφέρονταν μεταξύ τους καθαυτό σαν αδέρφια - ώστε θα μου άρεσε να πηγαίνω και συχνότερα, αν δεν είχα τα μαθήματα και τα γραψίματά μου.
Αλλά σε λίγο παρασύρθηκα να τα παραμελήσω αρκετά, για να πηγαίνω στο σπίτι εκείνο κάθε βράδυ, να μένω ως τα μεσάνυχτα και να μη μελετώ παρά λίγες πρωινές ώρες, κουρασμένος και νυσταγμένος. Αυτό βάσταξε τέσσερις - πέντε μήνες. Κι αιτία ήταν - τι άλλο; - ένα κορίτσι.
Καθόταν εκεί -αντίκρυ- κόρη στρατηγού, ορφανή από μητέρα, μ ’ έναν αδερφό που έπαιζε ωραία κιθάρα- θα ’ταν τότε απάνω από εικοσιπέντε χρόνων και, ενώ ο αδερφός της ήταν άσκημος, αυτή ήταν ωραιότατη. Μόνο λιγάκι μαραμένη φαινόταν, αλλ’ αυτό, για μένα, της πρόσθετε ακόμα ένα θέλγητρο.
Πάντα όμως το μεγαλύτερο της ήταν τα μαύρα της μάτια. Ποτέ μου δεν είχα δει τέτοιους καθρέφτες ψυχής, πότε καθαρούς και αγνούς, πότε θολούς και σκοτεινούς, και πάντα ωραίους. Αυτά τα μάτια με τράβηξαν από την πρώτη φορά που τα είδα να λάμπουν σ’ εκείνο το σπίτι. Κι όλο κοντά στην Αγλαΐα βρισκόμουν, όλο μ ’ αυτήν ήθελα να μιλώ, να παίζω, να χορεύω.
[…]
Δεν έβλεπα την ώρα πότε να βραδιάσει για να πάω να την ιδώ. Δεν ήταν πια ένας έρωτας σαν τους άλλους που είχα ως τώρα. ΄Ηταν ένα πάθος. Τη μεγάλη αυτή κοπέλα δε σκέφτηκα ποτέ να την πάρω γυναίκα. Ήθελα μόνο να την απολαύσω, κι αν ήταν στιγμές που αυτό μου φαινόταν αδύνατο, ήταν κι άλλες που μου φαινόταν το ευκολότερο πράγμα. Της έγραψα και δυο σονέτα, το ένα για τα μάτια της, το άλλο για το γέλιο της.
Κάποια γιορτή, παρατείναμε το γλέντι ως το πρωί. Η αγρύπνια την είχε τσακίσει, τα μάτια της περικόπηκαν, το πρόσωπό της γέμισε ρυτίδες, φαινόταν σα γριά. Ακόμα κι έτσι μου άρεσε. Της έκλεψα ένα φιλί κι έγινα ευτυχισμένος. Πάθος!
Κόντευε να βγει ο Μάης κι οι βεγγέρες μας εξακολουθούσαν. Ούτε ιδέα για να φύγω!
[...]
Στου Λομπάρδου, εννοείται, ήταν κι η Αγλαΐα -αλλιώτικα θα πήγαινα κι εγώ; Φορούσε άσπρη τουαλέτα και ποτέ δε μου φάνηκε νεότερη κι ωραιότερη. Μια στιγμή την ξεμονάχιασα στο μεγάλο μπαλκόνι, κι απότομα, σχεδόν άγρια, της είπα:
— Σ’ αγαπώ! κατάλαβέ το επιτέλους!
— Μα κι εγώ σ’ αγαπώ, μου αποκρίθηκε, πώς κάνεις έτσι;
Ήταν η πρώτη φορά που μου το ’λεγε κι ανέβηκα στα ουράνια.
— Α, τι ευτυχής που είμαι! της είπα. Ξέρεις, δε θα φύγω, εδώ θα μείνω και το καλοκαίρι.
— Α, όχι, θα φύγεις! Όλοι οι φοιτηταί θα φύγουν.
Γιατί θα μείνεις εσύ;
— Μα τώρα που μ ’ αγαπάς; Ας μη μου το έλεγες!
— Και νομίζεις πως, αν φύγεις, θα πάψω να σ’ αγαπώ; Εδώ θα με βρεις πάλι όταν γυρίσεις. Έπειτα και μεις μπορεί να πάμε στο Μεσολόγγι.
Έτσι μόνο αποφάσισα να φύγω. Και την παραμονή, στο εύθυμο σπίτι, για να μ’ αποχαιρετήσουν, παράτειναν το χορό ως τις πρωινές ώρες. Είχαν μάλιστα έκτακτους μεζέδες και κρασί και στο τέλος βρεθήκαμε στο κέφι. Μόνο η Αγλαΐα δεν ήπιε και αφού κουράστηκε να χορεύει, κάθησε μονάχη της μιαν άκρη, όχι στη μεγάλη σάλα που χαροκοπούσαν ακόμα, αλλά στο έρημο σαλονάκι. Την έχασα, την ανακάλυψα και κάθησα κι εγώ κοντά της. Κανένας δεν μας έβλεπε, δε μας πρόσεχε. Το κρασί μ’ έκανε τολμηρό και την αγκάλιασα ζητώντας να τη φιλήσω στο στόμα. Δεν αντιστάθηκε καθόλου, με φίλησε κι εκείνη και πολλήν ώρα μείναμε σ’ εκείνη την άκρη -είχε ξημερώσει πια- αλλάζοντας όρκους και φιλιά.
Έφυγα για την πατρίδα μου με τη γοητεία των φιλιών της. Αλλά και με μια εντύπωση στην αρχή αδύνατη, που ολοένα δυνάμωνε. Ξαγρυπνισμένη καθώς ήταν πάλι, με περικομμένα μάτια κι ελαφρά ρυτιδωμένο πρόσωπο, μου είχε φανεί μεγάλη, μαραμένη, σχεδόν γριά. Συλλογιζόμουν πως είχαν δίκιο οι νέοι του κύκλου μας κι οι νέες που με πείραζαν: «μια γριά βρήκες εσύ ν’ αγαπήσεις;» Μια ζαρωματιά στο λαιμό της προπάντων, μου είχε φανεί απαίσια, εκεί καθώς φιλιόμαστε. Δεν μπορούσα να την ξεχάσω. Κι όταν έφερνα μπροστά μου την Αγλαΐα, αυτή η ζαρωματιά παρουσιαζόταν και κυριαρχούσε. Ούτε ωραία μαύρα μάτια πια, ούτε ωραίο στόμα, ούτε τίποτ’ άλλο ωραίο. Και ξαφνικά τη σιχάθηκα.
Έτσι τελείωσε το «πάθος» που μ ’ είχε βασανίσει τόσους μήνες. Στη θέση του δεν ήταν παρά μια αγανάκτηση για την περιπέτεια που μ ’ έβγαλε από τη ζωή μου, μ ’έριξε πίσω και με γελοιοποίησε. Και για να ξεθυμάνω ίσως, το ίδιο εκείνο καλοκαίρι, στην πατρίδα μου, έγραψα ένα μυθιστόρημα: «Τα μαύρα μάτια».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939



«Η παλιά φοιτητική «φιλολογική παρέα», που είχε αυξηθεί και μ ’ άλλους «λογίους νέους», δεν εννοούσε να ησυχάσει. Κι αποφάσισε να ιδρύσει μια εβδομαδιαία φιλολογική εφημερίδα.
Ο ωραίος Περικλής Ραφτόπουλος, ο Πέτρος Αποστολίδης, ο Αντώνης ο Μάτεσης, ο Αγησίλαος Αρτέμης, ο Θεόδωρος Βελλιανίτης κι εγώ είμαστε οι κυριότεροι «μέτοχοι». Εκάναμε συνεισφορά για τα έξοδα του πρώτου φύλλου, κι επειδή ήμουν ο γνωστότερος... πεζογράφος –γιατί ως ποιηταί ήταν γνωστοί οι άλλοι– μου ανάθεσαν να γράψω τον προγραμματικό πρόλογο. Το έκαμα τόσο ευσυνείδητα, ώστε ...έπιασα τρεις σελίδες από το οχτασέλιδό μας. Έτσι λίγος τόπος έμεινε γι’ άλλη ύλη. Οπωσδήποτε, το πρώτο μας φυλλάδιο – «Αθήναι» ήταν ο τίτλος της » φιλολογικής εφημερίδας– πουλήθηκε λαμπρά, από την είσπραξη τυπώσαμε και το δεύτερο, έπειτα το τρίτο, το τέταρτο και... στοπ! Γιατί; Απλούστατα γιατί δεν υπήρχε πια αρκετή είσπραξη για τα έξοδα και δεν εννοούσαμε οι συνέταιροι να καταθέσουμε κι άλλα κεφάλαια. Μια ήταν μόνο η απορία: πώς είχ’ ελαττωθεί τόσο η είσπραξη των «Αθηνών», ενώ η κυκλοφορία των «Αθηνών» έμενε, καθ’ όλα φαινόμενα, η ίδια; Γιατί την εφημερίδα μας τη βλέπαμε σ ’ όλα τα χέρια και, όταν οι εφημεριδοπώλες τη διαλαλούσαν στα κέντρα, γινόταν, εκεί μπροστά μας, ανάρπαστη. Μυστήριο, που η διαφώτισή του, σε λίγο, έμελλε να είναι πολύ οδυνηρή για μας...
Τον ίδιο εκείνο χρόνο, ή τον άλλον, το Νομισματικό Μουσείο, στον απάνω όροφο του πανεπιστημίου, όπου κι η εθνική βιβλιοθήκη, βρέθηκε ένα πρωί λεηλατημένο. Κάποιος είχε κρυφτεί εκεί μέσα από βραδίς, τη νύχτα βιτρίνες και συρτάρια, πήρε τα καλύτερα νομίσματα —και θα ’ταν «γνώστης», γιατί άφηνε χρυσά κι επήρε τα χάλκινα όταν είχαν μεγαλύτερη αξία— βγήκε με γεμάτες τσέπες στην ταράτσα, γλίστρησε ως κάτω από υδραγωγό, κι από δω παν οι άλλοι. Η Αθήνα αναστατώθηκε, η αστυνομία χάλασε τον κόσμο, μα στάθηκε αδύνατο ν ’ ανακαλυφτεί ο δράστης.
Σε λίγο, μια απίστευτη, μια καταπληκτική είδηση μας εκεραύνωσε από το Παρίσι: Ο δράστης ήταν ο ωραίος κι αγαπητός μας Περικλής Ραφτόπουλος, ο λόγιος, ο ποιητής, το παιδί από καλή οικογένεια! Πήγε με κλοπιμαία νομίσματα στο Παρίσι –εμάς μας είπε έφευγε στην πατρίδα του για δουλειά του– τα πούλησε εκεί στους μεγάλους αρχαιοπώλες Φεαρντάν και Ρολλάν κι ύστερα... τους τα ξανάκλεψε! Είχε μάθει φαίνεται τα κατατόπια του μαγαζιού όσο έκανε τις διαπραγματεύσεις και μπόρεσε να κρυφτεί μέσα μια νύχτα, όπως κι εδώ στο Μουσείο. Αλλά η αστυνομία του Παρισιού ήταν πιο ικανή απ’ τη δική μας εκείνου του καιρού. Βρήκε και τον κλέφτη και τα χρήματα που είχε πάρει από το αρχαιοπωλείο, και τα νομίσματα που είχε κλέψει δυο φορές. Κι αν δεν απατώμαι, τα περισσότερα ξαναγύρισαν στο Μουσείο μας, που σε λίγο μεταφέρθηκε στη Σιναία Ακαδημία. Έτσι ο Ραφτόπουλος έμεινε στο Παρίσι φυλακισμένος. Αλλά και στη φυλακή ακόμα ήταν συμπαθητικός κι αγαπητός. Είχε μάθει να φτιάνει τέλεια γυναικεία παπούτσια, και πολλές κομψές Παριζιάνες ποδένονταν στο υποδηματοποιείο της φυλακής, από συμπάθεια στο νεαρό, ωραίο και μορφωμένο φυλακισμένο. Στάθηκε μια από τις μεγαλύτερες λύπες ο χαμός Ραφτόπουλου. Τον αγαπούσα, τον θαύμαζα τόσο πολύ κι ονειρευόμουν γι ’ αυτόν τόσο αλλιώτικα και τόσο μεγάλα! Μα και των άλλων της φιλολογικής μας παρέας συγκίνηση ήταν απερίγραπτη! Ποιος θα πίστευε τέτοιο πράγμα για έναν Περικλή Ραφτόπουλο! Καθένας ωστόσο εκτός από μένα, – που, καθώς είπα κι αλλού, δε μου ’κλεψε ούτε καρφίτσα– θυμόταν διάφορα πράγματα που είχε χάσει και, μετά την αποκάλυψη, συμπέραινε πως του είχε πάρει εκείνος: λεξικά, άλλα ακριβά βιβλία, κοσμήματα και καθεξής. Τότε θυμηθήκαμε πως ήταν και ο ταμίας της εφημερίδας μας. Κι εξηγήσαμε πώς η είσπραξη έπεφτε από φύλλο σε φύλλο, ενώ η κυκλοφορία ήταν η ίδια.
Μια Κυριακή, τις μέρες της μεγάλης συγκίνησης, ο Αντώνης Μάτεσης μου έδειξε το «Άστυ» του Θέμου Άννινου και μου είπε:
Δες την εικόνα του Περικλή! Χαρά που θα ’κανε ο καημένος αν την έβλεπε δημοσιευμένη, όπως ονειροπολούσε, με τα ποιήματά του!...
Την είδα και δάκρυσα. Όλοι μας, αλήθεια, ονειρευόμαστε να ιδούμε κάποτε, σ ’ εφημερίδα ή περιοδικό, την εικόνα μας. Πρώτος από την παρέα που έλαβε αυτή τιμή, ήταν ο Ραφτόπουλος. Αλλά όχι σαν ποιητής... Κι εμείς οι άλλοι, ή τουλάχιστο μερικοί από μας, είδαμε εικόνα μας δημοσιευμένη για πρώτη φορά, ύστερ ’ από ένα-δυο χρόνια, στο «Ημερολόγιο» του Σκόκου. Γιατί ο εκδότης του είχε τότε την ιδέα να «κοσμεί» κάθε κομμάτι δημοσίευε, με την εικονίτσα του συγγραφέα, στην αρχή και στο πλάι. Η τιμή δεν ήταν τόσο σπουδαία αφού ήταν γενική.[Έτσι διασώθηκαν οι μορφές πολλών νεοελλήνων συγγραφέων και μάλιστα σε νεαρή ηλικία.]
Αλλά συγκινήθηκα αρκετά όταν έλαβα εκείνον τον τόμο εκείνον του «Ημερολογίου» - ήμουν τότε στη Ζάκυνθο - κι είδα μέσα μια άθλια ξυλογραφία από φωτογραφία μου καμωμένη ξεπίτηδες τον ίδιο χρόνο με την επιγραφή «Γρ. Ξενόπουλος, εν Ζακύνθω». Δεν είχα γίνει, βλέπετε, ακόμα Αθηναίος. Ήμουν ένας νέος λόγιος επαρχιώτης.
Θυμίζω –γιατί το είπα κι αλλού– πως ο Περικλής Ραφτόπουλος, παραλλαγμένος, εννοείται, όπως όλα τα μοντέλα, βρίσκεται στο παλιό μου μυθιστόρημα «Αφροδίτη» και στο νεότατο «Παλιά Αθήνα».
.







[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- Η «εικόνα» του Π. Ραφτόπουλου στην εφημερίδα «ΑΣΤΥ» (27.3.1888) στην οποία αναφέρεται ο Ξενόπουλος.
- Γελοιογραφία του Θέμου Άννινου (Άστυ, 27.3.1888) με τη λεζάντα: "Λεπτομέρεια της αναθηματικής στήλης με την προτομή του Π. Ραυτόπουλου διά χειρός Θ. Άννινου: Πρὸ τοῦ Μουσείου. Δαπάνῃ λωποδυτῶν"». (Άστυ, 27.3.1888).
- Η πρώτη εικόνα του Ξενόπουλου στον Τύπο, για την οποία γράφει πως δεν του άρεσε.
- Σατιρικό ποίημα στην Εφημερίδα για τον Π. Ραυτόπουλο. (Άστυ, 27.3.1888)]
«Είχα προσληφθεί πια και στο « Άστυ», όταν, τον ίδιο χρόνο, ήρθε από τη Ζάκυνθο ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος, ο σημερινός Nicolas Ségur του Παρισιού. Ήταν τότε παιδί δεκαεφτά χρόνων, αλλά τι παιδί! Χωρίς υπερβολή «un enfant sublimes»[Παιδί θαύμα].
Μόνος του, αυτοδίδακτος - δεν είχε πάει σχολείο παρά ως την τρίτη του ελληνικού - είχε μάθει γαλλικά κι ιταλικά, είχε διαβάσει σε τρεις γλώσσες ολάκερη βιβλιοθήκη, είχε καταγίνει στη φαρμακολογία και την ιατρική που του άρεσε ξεχωριστά –ήταν από τότε τόσο καλός γιατρός, ώστε οι φίλοι του δεν ήθελαν άλλον από τον Επισκοπόπουλο!– είχε διοργανώσει και διευθύνει ένα - δυο χρόνια το νέο ζακυνθινό φαρμακείο του Κοκκίνη –ούτε δεκαπέντε χρονών τότε– εξέδωσε τον ίδιο καιρό ένα φιλολογικό «Ζακυνθινό Ημερολόγιο», είχε αρχίσει να γράφει διηγήματα και μυθιστορήματα, και τώρα, σπρωγμένος από το δαιμόνιο του, ερχόταν με τη μητέρα του –μια έξοχη γυναίκα, το γένος Σιγούρου– να κάμει στην Αθήνα τα μεγάλα που ονειροπολούσε.
Φυσικά πρώτα - πρώτα ήρθε σε μένα. Το σοφό παιδί ήταν και φτωχό σαν το διάβολο. Έπρεπε να βρει αμέσως μια εργασία, μια θέση για να ζει με τη μητέρα του. Και θέση όπως την ήθελε, δεν ήταν βέβαια εύκολο να του βρω σε μια μέρα. Τον εσύστησα στη «Διάπλαση των Παίδων» που τον πήρε... διεκπεραιωτή μ’ ένα πολύ μικρό μισθό. Και συγχρόνως προσπάθησα να τον τοποθετήσω στο «Άστυ», μιλώντας θερμά γι’ αυτόν στον Κακλαμάνο και παρακαλώντας τον να τον δοκιμάσει, μήπως και μπορούσε να του γράφει τίποτα... εγκυκλοπαιδικά.
Πραγματικά, ο Κακλαμάνος μου έκαμε τη χάρη και του παράγγειλε, για δοκιμή, μερικά ιατρικά κι επιστημονικά σημειώματα, εκλαϊκευτικά. Ένα για την «ινφλουέντσα» που σερνόταν τότε, άλλο για μια νέα ανακάλυψη και καθεξής. Ήταν καλά, δημοσιεύτηκαν, κι ο Επισκοπόπουλος κάτι τσιμπολογούσε. Αλλά για κακή του τύχη, ο Κακλαμάνος, που σε λίγο θα τον είχε δεξί του χέρι, τον πήρε σε αντιπάθεια. Αφότου μάλιστα του έστειλε δώρο μερικές μποτίλιες κονιάκ και του είπε πως ήταν «έργο των χειρών του» –γιατί σα φαρμακοποιός ο Επισκοπόπουλος ήξερε να κάνει απ’ όλα– δεν ήθελε πια να τον ακούσει.
«Τ’ είν’ αυτός ο προστατευόμενός σου;» μου έλεγε. Κονιακοποιός; Ας πάει στου ΚαμπάΙ»[Γνωστή τότε Ποτοποιία] Και δεν του δημοσίευε πια στο « 'Αστυ» ούτε γραμμή.
Ο Επισκοπόπουλος δεν απελπίστηκε. Έγραφε και μου διάβαζε σχεδόν κάθε μέρα πότε ένα διήγημα, πότε ένα χρονογράφημα. Και πάντα με παρακαλούσε να δώσω στον Κακλαμάνο, βέβαιος πως άμα το διάβαζε θα «έπεφτε». Για πολύν καιρό δεν ήμουν της ίδιας ιδέας κι άφηνα τον Κακλαμάνο ήσυχο.
Αλλά μια μέρα, που ο Επισκοπόπουλος μου διάβασε το διήγημά του «Ut diese mineur» ενθουσιάστηκα. Το πήρα, έτρεξα στο «Άστυ», μπήκα με ορμή στο γραφείο του Κακλαμάνου και φώναξα:
— Ένα αριστούργημα! Θα το στείλω στο τυπογραφείο να δημοσιευθεί αύριο ως επιφυλλίς. Υπ’ ευθύνην μου!
— Ποιανού; με ρώτησε ο Κακλαμάνος.
— Δεν ξέρω... όποιου! Αφού είναι αριστούργημα
τι σε μέλει;
— Κατάλαβα! του...
— Ε, ναι, του Επισκοπόπουλου. Επειδή κάνει και κονιάκ νομίζεις πως δεν μπορεί να κάμει κι ένα θαυμάσιο διήγημα; Είσαι γελασμένος και θα το ιδείς. Υπ’ ευθύνην μου, σου λέω!
— Πολύ καλά, έκαμε ο Κακλαμάνος.
Και χωρίς να του δώσω το χειρόγραφο να το διαβάσει, ούτε να το πιάσει δεν τον άφησα, το έστειλα στο τυπογραφείο. Ήταν Σάββατο απόγεμα, και κάθε Κυριακή το « Άστυ» έβγαινε με πολλή φιλολογική ύλη, γελοιογραφίες του Θέμου Άννινου στην πρώτη σελίδα, και μ’ ένα διήγημα πρωτότυπο ή ξένο ως επιφυλλίδα. Το «Άστυ», βλέπετε, διέφερε από τις εφημερίδες του καιρού του και πολύ περισσότερο από τις σημερινές. […].
Το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, ξαναπήγα στο γραφείο του Κακλαμάνου, περίεργος να ιδώ τι θα ’κανε, όταν θα διάβαζε το «Ut dièse mineur» στα τυπογραφικά δοκίμια. Λοιπόν, δε θα το ξεχάσω ποτέ! Αναπηδούσε σε κάθε φράση, έσιαζε τα μαλλιά του σα ν ’ ανασηκώνονταν και κάθε τόσο ψιθύριζε: «Ωραίο! έξοχο!». Στο τέλος μου είπε:
— Είχες δίκιο. Είναι αριστούργημα. Αλλά δεν πρέπει να περάσει έτσι. Θα γράψω κι ένα σημείωμα για να παρουσιάσω το νέο συγγραφέα και να επιστήσω την προσοχή των αναγνωστών...
Σε δυο λεπτά –ο Κακλαμάνος έγραφε τόσο γρήγορα!–
ήταν έτοιμο και το σημείωμα. Και καθώς χτυπούσε το κουδούνι, για να το στείλει στο τυπογραφείο, μου είπε χαμογελώντας:
— Ο Επισκοπόπουλος δεν έχει πια ανάγκη της, προστασίας σου. Μου φαίνεται πως στο εξής εκείνος, μάλλον... θα σε προστατεύει.
Εγέλασα. Ήμουν τόσο χαρούμενος για τη σωτηρία του φτωχού παιδιού, ώστε ούτε να ζηλέψω συλλογίστηκα ούτε να... προσβληθώ. Άλλωστε είχα τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, ώστε δε φοβόμουν να με ξεπεράσει κανένας από τους νέους που λανσάριζα.
Κι αυτό ακόμα μπορεί να εξηγήσει την καλοσύνη μου. Αν είχα μικρότερη, ιδέα για τον εαυτό μου, θα βοηθούσα τους νέους ν’ ανεβαίνουν - πράγμα που το έκαμα σ’ όλη μου τη ζωή ή θα κοίταζα να τους χαντακώνω, όπως κάνουν άλλοι; Ας είναι, τώρα που μιλώ με τόση ειλικρίνεια, πρέπει, να ομολογήσω και τούτο: το καλό πάντα μ ’ ενθουσίαζε , κι αυθόρμητα, χωρίς υπολογισμό, ήθελα να το δείχνω, αδιαφορώντας αν αυτό μπορούσε και να με βλάψει. 'Εκανα ό,τι έπρεπε κι ας γινόταν ό,τι ήθελε: fais ce que dois, advienne que pourra.
Ωστόσο το διήγημα του Επισκοπόπουλου φάνηκε την επομένη. Εκείνο τον καιρό, ένα διήγημα νέου σε μιαν εφημερίδα σαν το «Άστυ», και μ’ ενθουσιώδες σημείωμα της διευθύνσεως, το πρόσεχαν όλοι. Και επειδή το «Ut dièse mineur» με το παράξενο θέμα και το καινούργιο ωραίο ύφος άρεσε κιόλα, μπορώ να πω ο Επισκοπόπουλος κοιμήθηκε άγνωστος και ξύπνησε ένδοξος.
Μπορούσε πια να δημοσιεύει όπου ήθελε, ο Κακλαμάνος τον πήρε στο « Άστυ» ταχτικό, και σε λίγο καιρό, το «Ν. Επ.», που έβαζε κάτω από τα φιλολογικά του άρθρα και τα χρονογραφήματα - μόνο τα διηγήματά του υπόγραφε με τ ’ όνομά του ολάκερο - έγινε απαραίτητο στην εφημερίδα κι αποτελούσε μια από τις «δυνάμεις» της.
Ποτέ δεν ξέχασε ο «προστατευόμενός» μου τι είχα κάνει γι’ αυτόν. Κι αν δε χρειάστηκε και να με «προστατεύσει» ποτέ, όπως είχε πει ο Κακλαμάνος, μου έμεινε όμως φίλος πιστός για πάντα, κι είμαι από τους λίγους εδώ που δεν ξέχασε ούτε αφού έγινε Nicolas Ségur. Και τα βιβλία του μου στέλνει από το Παρίσι, και μου γράφει κάπου - κάπου.
Από τον Επισκοπόπουλο γνώρισα τότε εδώ κι έναν άλλο Ζακυνθινό λόγιο που έγινε τόσο καλός μου φίλος, τον εξάδερφό του Μαρίνο Σιγούρο, νεότατο μαθητή Λυκείου, που είχε αρχίσει όμως να γράφει ποιήματα.
Ο Επισκοπόπουλος ήταν επίσης εξάδερφος της κυρίας Αδριανής Επισκοποπούλου - Σκόκου, κι όταν ήμουν οικότροφος στου Σκόκου, συχνά τον έβλεπα και στο «Άστυ», όπου εργαζόμαστε στο ίδιο δωμάτιο, και στην «Εστία», στο σπίτι του Δροσίνη, όπου επίσης συνεργαζόταν. Εκεί μάλιστα γνώρισε και την ξαδέρφη του Δροσίνη, την ωραία Κάκια Διομήδη - Κυριακού που έγινε αργότερα γυναίκα του.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ» τ. 45/ΜΑΡΤΙΟΣ- ΙΟΥΝΙΟΣ 1998 εδώ: http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=28648...
]
.
[ΓΙΑ ΤΟ «Ut dièse mineur», ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΟΥ ΑΝΕΔΕΙΞΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΛΟ:
«Αν και διήγημα, το Ut dièse mineur καταφέρνει σε τρεις μόλις σελίδες να αφυπνίσει όλες τις αισθήσεις, καθώς η αφήγηση αποτελεί μια μουσική περιπέτεια στην οποία αναμειγνύονται και εικαστικά στοιχεία. Έτσι, καταθέτει μια εναλλακτική πρόταση κοσμοπολιτισμού και διαλόγου με τα ευρωπαϊκά κινήματα της εποχής. Ο τίτλος επιτελεί διπλό σκοπό. Αφενός, είναι ξένος και άρα ασυνήθιστος σε σχέση με αυτά που γνώριζαν έως τότε οι αναγνώστες, ώστε υπόγεια να υπονομεύσει την προβολή των ελληνικών ηθών που κυριαρχούσαν στην εγχώρια λογοτεχνία αλλά και να προξενήσει ενδιαφέρον και, αφετέρου, αποτελεί όρο μουσικολογίας που προέρχεται από την ομώνυμη σονάτα του Μπετόβεν.
Η επιλογή εκ μέρους του συγγραφέα ενός μουσικού όρου δεν είναι άσχετη με το περιεχόμενο του έργου, καθώς ο ίδιος φαίνεται να καθοδηγεί τα πάθη των ηρώων του σαν να ενορχηστρώνει μια συμφωνία.
Με πυξίδα την αφαιρετική σκηνοθεσία στον χώρο, ο προσανατολισμός στρέφεται στον ήχο του πιάνου και σε μια γυναικεία μορφή. Η μουσική και η γυναίκα γίνονται ένα, καθώς μέσα από το βλέμμα του παρατηρητή παρακολουθούμε κάθε έκφρασή της, ενώ εκείνη συνεχίζει να παίζει τη μελωδία. Η περιγραφή της γυναικείας φιγούρας είναι τόσο λεπτομερής, που κάθε κίνησή της δημιουργεί και ένα νέο συναίσθημα στον αφηγητή. Το όνομά της είναι Μύρρα. Ακόμη και η επιλογή του ονόματος δεν είναι τυχαία, καθώς αφήνει περιθώριο στον αναγνώστη να το ερμηνεύσει όπως θέλει. Είτε παραπέμπει στο αρωματικό μύρο που αυτομάτως δημιουργεί μια μαγευτική ατμόσφαιρα στον νου του θεατή αυτής της σκηνής είτε σηματοδοτεί τη μοίρα των δύο πρωταγωνιστών, που προμηνύεται πως θα είναι τραγική.
Τόσο ο ήχος από τα πλήκτρα του πιάνου όσο και το βλέμμα της γυναίκας αποτελούν ερεθίσματα για τις αισθήσεις του παρατηρητή που φαίνεται πως διασταυρώνονται, προκαλώντας του νευρική διέγερση. Αυτές οι ψυχολογικές διακυμάνσεις τον βυθίζουν σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων και αναμνήσεων που εντείνουν τη συναισθηματική του κατάσταση, οδηγώντας τον τελικά σε μια βίαιη έκρηξη.
Η αφηρημένη έκβαση του κειμένου, εφόσον το τέλος επαφίεται στη φαντασία του κάθε αναγνώστη, έχοντας, ωστόσο, δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα που επικαλύπτει τον ρυθμό της αφήγησης, αμφισβητεί την αντικειμενική αποτύπωση του κόσμου στη λογοτεχνία, με σκοπό να αποδείξει πως η εστίαση στον διανοητικό κόσμο των χαρακτήρων αρκεί για να κερδίσει την προσοχή των αναγνωστών.
Αν και κατηγορήθηκε για ξενομανία, ο Επισκοπόπουλος, έχοντας ως αφορμή ένα μουσικό φόντο, κατάφερε να παρακολουθήσει την πορεία κλιμάκωσης των συναισθημάτων που κυριαρχούν της σκέψης και εκδηλώνονται αυθόρμητα. Σύστησε, έτσι, στην τότε ελληνική λογοτεχνία έναν τρόπο ψυχολογικής θεώρησης του κόσμου, αποτυπώνοντας κάθε μεταβολή των αισθήσεων, παρόλο που χρησιμοποίησε την καθαρεύουσα ως μέσο συγκάλυψης αυτής της αισθησιακής πλημμύρας.»
ΜΑΡΙΑ ΚΕΛΕΠΟΥΡΗ, https://www.offlinepost.gr
.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΣ(1874-1944): Από τη Ζάκυνθο, γιος του Διονύσιου Επισκοπόπουλου και της δεύτερης γυναίκας του Αδριανής Σιγούρου, ξαδέλφης του ποιητή Μαρίνου Σιγούρου, η οποία του μετέδωσε την αγάπη της για τα γράμματα και τις ξένες γλώσσες. Στη Ζάκυνθο φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο εγκατέλειψε όμως στη δεύτερη τάξη και συνέχισε ως αυτοδίδακτος, μελετώντας μανιωδώς λογοτεχνικά και επιστημονικά κείμενα. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων εργάστηκε ως βοηθός συνταγολόγος φαρμακοποιού και ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε ένα φιλολογικό ημερολόγιο, όπου δημοσίευε κείμενά του. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Αθήνα (το 1892) και συνέχισε να μελετάει. Το 1893 πραγματοποίησε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία δημοσιεύοντας με μεσολάβηση του Γρηγορίου Ξενόπουλου στην εφημερίδα Άστυ το διήγημα Ut diese mineur, που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από το Δημ.Κακλαμάνο και οδήγησε στην πρόσληψή του στην εφημερίδα ως μόνιμου συντάκτη. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις πεζογραφημάτων, ποιημάτων, χρονογραφημάτων, μεταφράσεων και δοκιμίων κριτικής στα έντυπα Εθνικόν Ημερολόγιον του Κων/νου Σκόκου, Εστία, Παναθήναια, Τέχνη του Κων/νου Χατζόπουλου, Το περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου και αλλού, δραστηριότητα η οποία ενέταξε τον Επισκοπόπουλο στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Σχετίστηκε με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Παύλο Νιρβάνα, και σύχναζε στα φιλολογικά σαλόνια του Γεώργιου Δροσίνη, του Γεώργιου Σουρή και της Καλλιρρόης Παρρέν.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ανατόλ Φρανς στην Αθήνα ο Επισκοπόπουλος ανέλαβε να τον ξεναγήσει στα αρχαιολογικά αξιοθέατα της πόλης και συνδέθηκε φιλικά μαζί του και με τη φίλη του, την κυρία Καβαγιέ. Οι δύο τελευταίοι του πρότειναν να εγκατασταθεί στο Παρίσι, πράγμα που έκανε το 1904 μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του Αδριανή.
Στο Παρίσι ο Επισκοπόπουλος έγινε γνωστός ως λογοτέχνης, μελετητής, κριτικός και απομνημονευματογράφος του Ανατόλ Φρανς με το ψευδώνυμο Nicolas Segur και συνεργάστηκε με γνωστά έντυπα της πόλης, όπως τα Figaro, Matin, Revue des revues.
Πέθανε στο Παρίσι από ημιπληγία. Το λογοτεχνικό έργο του Νικόλαου Επισκοπόπουλου κινείται στα πλαίσια του αισθητισμού, με πρότυπα συγγραφείς όπως οι Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Κάρολος Μπωντλαίρ και Ανατόλ Φρανς. Γλώσσα του ήταν η περίτεχνη καθαρεύουσα με σαφές προσωπικό στίγμα, την οποία υπέταξε στις ανάγκες της ιδιόμορφης αφηγηματικής τεχνικής του, που, μακριά από το ρεαλισμό και με συχνή χρήση των στοιχείων του φανταστικού και του παράδοξου, υπηρέτησε μια φόρμα με έμφαση στην εσωτερική πλοκή, στη δραματική δηλαδή απεικόνιση της ψυχικής κατάστασης και εξέλιξης του εκάστοτε ήρωα ή του ίδιου του συγγραφέα.]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Νικόλαος Επισκοπόπουλος ή Nicolas Ségur ]



«Την ίδια εποχή λανσάρισα κι έναν άλλο νέο δημοσιογράφο.
Είχα γνωρίσει, φοιτητής ακόμα, τον Κώστα Χατζόπουλο[πρώτο μεταφραστή στα ελληνικά και δη στην Δημοτική Γλώσσα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, των Μαρξ και Ένγκελς, που δημοσιεύτηκε στον «Εργάτη» του Βόλου το 1908] , που μια μέρα μου σύστησε το μικρότερο αδερφό του, το Μήτσο, ένα ωραίο παχουλό παιδί με πολύ ζωηρά μαύρα μάτια. Τον είχα σχεδόν ξεχάσει - είχε φύγει στην πατρίδα του, το Αγρίνιο - όταν, μετά δυο - τρία χρόνια, που γύρισε, ήρθε και με βρήκε στου Σκόκου, για να μου πει «πως τελείωσε το γυμνάσιο και σκόπευε να επιδοθεί στη Δημοσιογραφία.
— Αν μου κάνατε τη χάρη, πρόσθετε, να με συστήστε στον Κακλαμάνο...
— Ευχαρίστως. Αλλά τι μπορείς να γράφεις;
— Απ ’ όλα!
Ο γεννημένος δημοσιογράφος είχε τόση πεποίθηση στον εαυτό του, που μου άρεσε.
— Καλά, του είπα, γράψε μερικά να του τα δώσω και βλέπουμε.
Την άλλη μέρα μου ήρθε με έναν πλίκο χειρόγραφα. Σαν Αγρινιώτης, στο πρώτο άρθρο του έγραφε για τα καπνά του Αγρίνιου. Τα έδωσα του Κακλαμάνου, που τα βρήκε καλά και τα δημοσίευσε. Κι ο νεαρός Μήτσος Χατζόπουλος εξακολούθησε να γράφει στο « Άστυ» και να πληρώνεται με το κομμάτι.
Αλλ ’ αυτό δεν ήταν τίποτε. Ήθελε θέση μόνιμη, και την κατάχτησε μόνος του, με το δημοσιογραφικό του δαιμόνιο. Και να πώς:
Οι «συνεντεύξεις» εκείνο τον καιρό δεν ήταν συνηθισμένες. Πρώτος ίσως ο Μήτσος Χατζόπουλος συνέλαβε την ιδέα να «συνεντευξήσει» τους πιο γνωστούς λόγιους, να τους περιγράφει στο σπίτι τους και να ρωτήσει τον καθένα τι φρονούσε για τους άλλους. Πολύ επικίνδυνο!
Συλλογίστηκε πως αν πήγαινε ζητώντας τέτοια συνέντευξη δε θα του έδινε κανένας. Και σοφίστηκε ένα θαυμάσιο τέχνασμα: Πήγαινε σ’ έναν - έναν, σα να ήταν θαυμαστής, που ήθελε να τον γνωρίσει και ν’ ακούσει από το στόμα του, προς φωτισμό του, τις κρίσεις για μερικούς συγχρόνους. Έτσι τους έκανε να του μιλούν ανύποπτοι πως τα λόγια τους θα έβγαιναν στη φόρα. Και μόνο αφού πήρε συνεντεύξεις από καμιά δεκαριά , Βλάχο, Κορομηλά, Παράσχο, Ροΐδη, Δροσίνη κλπ. ,άρχισε να τις δημοσιεύει μια - μια στο «Άστυ».
Απερίγραπτο το κακό που έγινε μόλις φάνηκαν οι πρώτες! Οι λόγιοι, ανάστατοι, φώναζαν, διαμαρτύρονταν, διάψευδαν, επανόρθωναν και... το φυσούσαν και δεν κρύωνε. Ο Παράσχος, στου Ζαχαράτου, μας έλεγε με αγανάχτηση:
— Πού να φαντασθώ!.. Ενόμισα ότι είχα ενώπιόν μου ένα καλό «φιλολογικό παιδί»... Όταν άκουσα Xατζόπουλος, ηρώτησα:
–Από το Μάντζεστερ;
– Όχι, από το Αγρίνιον.
Πολύ καλά, δεν ήτο «ομογενής», από τους Χατζοπούλους του Μάντζεστερ, δεν ηδυνάμην όμως να συμπεράνω ότι ήτο και δημοσιογράφος τόσο νέος. Τω ωμίλησα ελεύθερα.
Ο Βλάχος εφώναζε:
— Αυτό αποτελεί απάτην! Ο νέος αυτός πρέπει να καταγγελθεί και να φυλακισθεί. Πώς δημοσιεύεις, κύριε ό,τι σου λέγω ιδιαιτέρως;
Παντού όπου πήγαινα, το θέμα της ομιλίας ήταν οι συνεντεύξεις του Μήτσου Χατζόπουλου. Αύξησε και η κυκλοφορία του «Άστεως» κι ο Κακλαμάνος έτριβε τα χέρια του.
Μπρά βο, μου έλεγε, που μου τον έφερες. Να, ένας αληθινός δημοσιογράφος! Μόλις έπιασε την πένα, αναστάτωσε τον κόσμο. Θα πάει μπροστά!
Και πήγε. Σε λίγο ο Μήτσος Χατζόπουλος, που ο Κακλαμάνος τον πήρε στο « Άστυ» ρεπόρτερ ταχτικό, ήταν ο περίφημος «Μποέμ», που με δέκα ψευδώνυμα έγραφε χρονογραφήματα σε δέκα εφημερίδες. Και σε καθεμιά εκείνο που ήθελε - τι ικανότητα! - από το φιλολογικότερο ως το λαϊκότερο.
Μια από κείνες τις μέρες που «μάζευε» πονηρά τις συνεντεύξεις του, ήρθε και σε μένα στου Σκόκου, για επίσκεψη τάχα, κι άρχισε να μου κάνει διάφορες φιλολογικές κουβέντες και να με ρωτάει τι ιδέα είχα για τον έναν και για τον άλλον. Δεν κατάλαβα τίποτα και του είπα τη γνώμη μου, με λίγα ή πολλά λόγια, για όλους, του πρόσφερα μάλιστα και καφέ. […]
Ε, όταν άρχισε η δημοσίευση των συνεντεύξεων, εξήγησα την παράξενη κάπως επίσκεψη, κατάλαβα πως κι εγώ ήμουν ένα θύμα του νεαρού δημοσιογράφου, και περίμενα να δημοσιευθεί κι η δική μου. Δεν άργησε. Κι ομολογώ πως έμεινα έκθαμβος, όταν είδα τα λόγια μου, και τα ελάχιστα, αποδομένα με φωτογραφική πιστότητα, ενώ καμιά σημείωση δεν είχε κρατήσει ο Χατζόπουλος κατά τη συνομιλία μας.
Όταν με ρώτησε για τον Παγανέλη, του αποκρίθηκα μόνο με ένα «χμ!» Το έγραψε κι αυτό. Κι ο Βλάχος, που δεν είχε την καλύτερη ιδέα για το συγγραφέα του «Ευρυάλου», την πρώτη φορά που με είδε μου έβαλε τις φωνές σα να με μάλωνε:
— Γιατί, κύριε, όταν σε ρώτησαν για τον Παγανέλη, κάνεις «χμου»; Δεν ντράπηκες;
Η συνέντευξη αυτή, που έμελλε να τη διαδεχτούν εκατοντάδες, είναι η πρώτη που έδωσα στη ζωή μου και... χωρίς να θέλω. Δημοσιευμένη στο «'Αστυ» του 1893 - όταν είχα κλείσει μόλις τα είκοσι πέντε μου χρόνια - αποτελεί ντοκουμέντο που το συσταίνω σ ’όσους, μπορεί ν ’ ασχοληθούν κάποτε με τη φιλολογική μου ζωή.
Αλλά περισσότερο θα τους φώτιζαν οι συνεντεύξεις των άλλων, γιατί θα έβλεπαν τι φρονούσαν για μένα, εκείνο τον καιρό, οι λόγιοι.
Άλλοι μίλησαν περιφρονητικά -«ωχ και γι’ αυτόν ακόμα θα με ρωτήσεις;» αποκρίθηκε ο Καρκαβίτσας - άλλοι μ ’ έβρισαν, άλλοι μ’ επαίνεσαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Παράσχος, που ενώ εστόλισε τον Παλαμά, το Δροσίνη, τον Πολέμη, «τους ποιητές της ρεκλάμας» καθώς τους έλεγε, όταν ο Χατζόπουλος τον ρώτησε και για μένα, ο εθνικός ποιητής είπε: «Α, ο Ξενόπουλος είναι καλός!». Και κολακεύτηκα πολύ.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ -ΜΗΤΣΟΣ- ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (1872-1936): Από το Αγρίνιο, ο μικρότερος αδερφός του γνωστού συγγραφέα Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.
Φοίτησε για μερικούς μήνες στο Γυμνάσιο του Μεσολογγίου και μετά από μετεγγραφή σε Λύκειο της Κέρκυρας. Στη συνέχεια έφυγε για την Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, στη φιλοσοφική και τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπουδές φιλολογίας, αισθητικής και κοινωνιολογίας πραγματοποίησε και σε χώρες της Ευρώπης, όπου έζησε για δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1890 με τη δημοσίευση του αυτοβιογραφικού διηγήματος «Τα πρώτα δάκρυα» στο περιοδικό «Εικονογραφημένη Εστία», ενώ την ίδια περίοδο συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό «Παρνασσός» και την εφημερίδα «Το Άστυ», όπου χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Μήτσος και Μποέμ αντίστοιχα.
Εκδότης του χιουμοριστικού περιοδικού «Ημερολόγιον του ποδόγυρου» (1896-1900) και του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού «Ο Διόνυσος» (1901-1902 από κοινού με τον Γιάννη Καμπύση).
Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία, συνεργαζόμενος με πολλές αθηναϊκές εφημερίδες (Νέα Ελλάς, Η Καθημερινή, Σκριπ, Χρόνος, Εσπερινή, Ανεξάρτητος, Ακρόπολις κ.α.), στις οποίες υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα και δημοσίευε άρθρα, συνεντεύξεις, χρονογραφήματα και ταξιδιωτικά κείμενα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διορίστηκε σε ανώτερη θέση της Αγροτικής Τράπεζας και εγκατέλειψε τη συγγραφή. Πέθανε στις Σέρρες, κατά τη διάρκεια περιοδείας του στη Βόρειο Ελλάδα.
Το συγγραφικό έργο του Δημήτριου Χατζόπουλου τοποθετείται στην ελληνική παραγωγή του τέλους του προηγούμενου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του εικοστού. Με σημείο εκκίνησης το δημοτικισμό του Ψυχάρη και τις ηθογραφικές αναζητήσεις της γενιάς του ’80 ο Χατζόπουλος οδηγήθηκε στη συνέχεια του έργου του σε μια γλωσσική αναδίπλωση στο χώρο της καθαρεύουσας και έστρεψε το θεματικό και αφηγηματικό προβληματισμό του στο χώρο της σύγχρονής του ευρωπαϊκής λογοτεχνίας με επιρροές από τα ρεύματα του νατουραλισμού, του αισθητισμού, του συμβολισμού, αλλά και από τη φιλοσοφία του Νίτσε και την πολιτική θεωρία του σοσιαλισμού, την οποία και ασπάστηκε κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου ταξιδιού του στη Γερμανία το 1903.]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (ΜΗΤΣΟΣ) ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Βιβλιοθήκη ΕΣΗΕΑ.]


«Το 1886, όταν βγήκε το πολύκροτο «Ταξίδι» του Ψυχάρη, ήμουν αρκετά προετοιμασμένος για να το δεχτώ καλά. Εκτός από το «Διάλογο» του Σολωμού κι όσα άλλα είχαν γράψει τότε υπέρ της δημοτικής οι Εφτανήσιοι, ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Παναγιώτης Χιώτης, βιβλίο ολόκληρο, είχα διαβάσει και μερικά νεότερα που μ’ επηρέασαν πολύ.[…]
Ήμουν στη Ζάκυνθο. Εκεί διάβασα το βιβλίο του Ψυχάρη, το άρθρο του Ροΐδη, τις πολεμικές των εφημερίδων –μόνη η «Ακρόπολις», νομίζω, κηρύχτηκε τότε υπέρ– και τις απαντήσεις του συγγραφέα απ’ το Παρίσι. Φυσικά, έγινα ψυχαριστής χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη. Στο τυπικό μέρος, τουλάχιστο, στη γραμματική, παραδεχόμουν σαν Ευαγγέλιο όλα όσα δίδασκε ο Ψυχάρης, και μόνο στο λεξιλόγιο κρατούσα την ελευθερία μου.
Πολύ πρωτύτερα, Τσακασιάνος, που κι ως πεζογράφος ήταν δημοτικιστής […] μου είχε πει: «Δε γράφεις τα μυθιστορήματά σου στη δημοτική να δοξαστείς;» Αλλά μόνο μετά το «Ταξίδι» το έκαμα. […]
Ωστόσο, όταν το εβδομαδιαίο «'Αστυ» έγινε καθημερινή εφημερίδα κι έστελνα από τη Ζάκυνθο, έν’ από τα πρώτα μου ήταν υπέρ της γραμματικής του Ψυχάρη. Κι αργότερα, όταν ήμουν πια στην Αθήνα ταχτικός του συνεργάτης, έγραψα κι άλλο κατά της γνώμης του Βικέλα πως έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε «μέσην οδόν». Α, μπα! εγώ ήθελα τα άκρα. Κι ο Ψυχάρης ήταν τόσο ενθουσιασμένος μαζί μου, ώστε σε άρθρο του για τη νεοελληνική λογοτεχνία, σε παρισινή εφημερίδα, με ονόμασε «critique d’ une rare sagacite»[κριτικός σπάνιας σοφίας].
Έτσι, όταν ήρθε στην Αθήνα, πρώτη φορά μετά την έκδοση του «Ταξιδιού» –αν θυμούμαι καλά, ήταν στα 1893 –ανταμωθήκαμε σαν παλιοί φίλοι, φιληθήκαμε μάλιστα. Η αλήθεια είναι πως η προσωπική γνωριμία του Ψυχάρη με γοήτευσε όσο κι η «Ζούλια» του, ένα θαυμάσιο διήγημα, το μόνο του ίσως, που είχε δημοσιεύσει στην «Εστία» και το είχα κρίνει μ’ ενθουσιασμό στ’ «'Αστυ».
Ήταν νέος ακόμα, ωραίος μελαχρινός άντρα λεβέντης, με κομψό ντύσιμο, καθόλου δασκάλικο, και με αριστοκρατικούς τρόπους, σωστός παριζιάνος νταντής. Τον συνόδευε κι η γυναίκα του, μια κόρη του Ερνέστου Ρενάν –άλλη γοητεία.
Την Πρωτοχρονιά εκείνη, ο Θέμος 'Αννινος, μου έκαμε τον πιο πολύτιμο μποναμά, μια χρωματιστή γελοιογραφία του Ψυχάρη, καμωμένη με το μαγικό του χέρι. Τι επιτυχία! […]. Την έχω ακόμα στο γραφείο μου αυτή τη γελοιογραφία, με την ίδια κορνίζα που της έκαμα τότε. Δε θα την έδινα για ένα βασίλειο!
Ο ερχομός του Ψυχάρη αναστάτωσε την Αθήνα Κι όσοι ακόμα δε θαύμαζαν το συγγραφέα για τη γλώσσα του, ήθελαν να ιδούν, να γνωρίσουν τον καθηγητή του Πανεπιστημίου στο Παρίσι και το γαμπρό τού Ρενάν.
Ο βασιλιάς Γεώργιος τον δέχτηκε σε ακρόαση και τον κάλεσε σε γεύμα. Κι όταν έδωσε την περίφημη διάλεξή του στον «Παρνασσό» με θέμα «το φιλί», πήγε όλη η βασιλική οικογένεια. Ακόμα θυμούμαι με πόση ευλάβεια, με πόση συγκίνηση και σαν με κάποια έκπληξη για τη μεγάλη τιμή, ο Ψυχάρης, με τη βαθιά του φωνή, προσφώνησε: «Μεγαλειότητες, Υψηλότητες»… Ποτέ ίσως η σάλα του Συλλόγου –στο νέο του κατάστημα, το σημερινό, όχι πια στην οδό Νομισματοκοπείου– δεν είδε τόσον κόσμο, που ο μισός συνωστιζόταν όρθιος στους διαδρόμους. Και το περίεργο είναι που η διάλεξη του 'Ψυχάρη άρεσε σ’ όλους. Την άκουγαν, βλέπετε, δεν τη διάβαζαν τυπωμένη. Εκείνο τον καιρό, όπως απάνω - κάτω και σήμερα, η ψυχαρική γλώσσα ξάφνιαζε μόνο στο γράψιμο. Ήταν φοβερό να βλέπεις «χτες» ή «χτήμα», όχι όμως και να τ’ ακούς, αφού και συ ο ίδιος, στην ομιλία σου, έτσι τα προφέρεις αθέλητα. Και πότε οι Αθηναίοι είπαν πάλι «τι γλώσσα είν ’ αυτή»; Όταν, την άλλη μέρα, είδαν τη διάλεξη τυπωμένη στο « Άστυ».
Με τον Ψυχάρη ήμουν μαζί καθεμέρα. Το λημέρι του ήταν η «Εστία» και το «Άστυ». Ο Δροσίνης του έκαμε στο σπίτι του τραπέζι όλο μ ’ ελληνικά φαγιά, κι είχε καλέσει και μένα. Ένα πρωί, στους Στύλους του Ολυμπίου, μαζευτήκαμε όλοι οι φίλοι του, οι θαυμαστές του, οι οπαδοί του, και φωτογραφηθήκαμε μαζί του γι’ ανάμνηση. Πολλές φορές δημοσιεύτηκε η ιστορική «αυτή φωτογραφία. Στη μιαν άκρη του γκρουπ, όρθιος, στέκεται ο Ψυχάρης· στην άλλη εγώ- και στη μέση μας, κατά σειράν από τον Ψυχάρη, είναι: ο Κακλαμάνος, ο εκδότης Κασδόνης –πρώην διευθυντής της «Εστίας»–, ο Βλαχογιάννης, ο Παλαμάς και κοντά μου, ο Δροσίνης. Και μπροστά μας, καθισμένοι αυτοί, ο Βελλιανίτης, ο Τυπογράφος Πυρρής, φίλος όλων των λογίων, ο Νικόλαος Πολίτης, ο Μιχαήλ Λάμπρος, ο «ερυθρός» λεγόμενος γραμματέας του «Παρνασσού», ο Σουρής, ο Ροΐδης, ο Λυκούδης και στη μέση, μπροστά - μπροστά, καθισμένος όμως ο νεαρός Στέφανος Στεφάνου.[Βλέπε τη φωτογραφία αυτή πιο κάτω.]
Κάποιος τώρα θ ’ απορούσε: όλοι αυτοί, λοιπόν, ήταν οπαδοί του Ψυχάρη; Μα ναι! στην αρχή, οι περισσότεροι
λόγιοι και οι προσκείμενοι έβλεπαν με καλό μάτι τη γλωσσική επανάσταση. Γιατί δε φαντάζονταν ακόμα τους κινδύνους... Αργότερα όμως, που οι γλωσσαμύντορες άρχισαν το μεγάλο πόλεμο και προσπαθούσαν να παραστήσουν τους δημοτικιστές, ψυχαριστές ή μαλλιαρούς ως διαφθορείς της εθνικής γλώσσης», μισέλληνες, προδότες, πουλημένους, όργανα του... Πανσλαβισμού και καθεξής, καθένας φρόνιμα έπαιρνε πόδι.
Πολλοί, που έγραφαν πιο ψυχαρικά κι από τον Ψυχάρη τον έβριζαν και τον αποκήρυσσαν, για να μη θεωρούνται οπαδοί. Κι εγώ ο ίδιος, τόσο ανεπιφύλαχτος και άκρος στην αρχή, άρχισα σε λίγο να διατυπώνω αντιρρήσεις κι επιφυλάξεις για τις «υπερβολές». Ο Ψυχάρης μου απαντούσε δριμύς, του ανταπαντούσα δρυμύτερος, κι έναν καιρό περνούσα γι’ αντιψυχαρικός, ενώ κατά βάθος, στην ουσία, δεν ήμουν ποτέ.
Και απ ’ τους καβγάδες θα διηγηθώ εδώ ένα επεισόδιο:
Όταν ο Ψυχάρης ήταν ακόμη στην Αθήνα, περπατούσαμε μια μέρα στην οδό Πανεπιστημίου και μιλούσαμε για τη γλώσσα.
Είχε βρέξει, κι ο δρόμος, άστρωτος την εποχή εκείνη, ήταν σκεπασμένος από λάσπη αδιάβατη. Κάποτε θελήσαμε να περάσουμε στο αντικρινό πεζοδρόμιο. Έσκυψα μια στιγμή, καθώς μιλούσαμε πάντα και δίπλωσα τις άκρες του παντελονιού μου. Ο Ψυχάρη. το παρατήρησε. Τον είδα μάλιστα που χαμογέλασε, αλλά δε μου είπε τίποτα.
Μετά χρόνια, όταν ήμαστε πια μαλωμένοι, διηγήθηκε, σε κάποιο άρθρο του εναντίον μου, αυτό το περιστατικό -υπάρχει, νομίζω, στα «Ρόδα και τα Μήλα»- και συμπέρανε:
«Να, αυτός είναι ο Ξενόπουλος. Εγώ να του μιλώ για τη γλώσσα εκείνος να κοιτάζει πώς να μη λερώσει το παντελονάκι του».
Αποκρίθηκα:
«Δεν το ’ξερα πως, επειδή μου μιλούσε ο Ψυχάρης, έπρεπε να κυλιστώ στις λάσπες σαν γουρούνι».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
ΓΙΑΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ (1854-1929): Ο Γιάνης Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οδησσό, γιος του εμποροτραπεζίτη και σημαντικού πολιτικού και οικονομικού παράγοντα της Πόλης Νικολάκη Ψυχάρη και της Φροσύνης Μπιάζη-Μαύρου, που πέθανε όταν ο συγγραφέας ήταν ακόμη σε βρεφική ηλικία. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Οδησσό, την Πόλη, τη Μασσαλία (όπου μετακόμισε το 1864 με τη γιαγιά του) και από το 1867 στο Παρίσι. Στο Παρίσι ολοκλήρωσε τα εγκύκλιες μαθήματά του και μετά το γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 έφυγε στη Βόννη για να σπουδάσει νομικά, σπουδές που δεν ολοκλήρωσε ποτέ καθώς από τη σχολική του ηλικία είχε κλίση προς τη φιλολογία και τη λογοτεχνία. Επέστρεψε στο Παρίσι και σπούδασε φιλολογία και γλωσσολογία με δασκάλους όπως ο Saussure και ο Breal , ενώ ήρθε σε επαφή με γάλλους λογοτέχνες από τους οποίους μεγαλύτερη επίδραση στον νεαρό Ψυχάρη άσκησε ο Victor Hugo. Στο Παρίσι γνώρισε επίσης τον Ernest Renan και to 1882 παντρεύτηκε την κόρη του Noemie. Υπό την επίδραση του Renan, του Taine αλλά και του Κωνσταντίνου Σάθα, τον οποίο επίσης γνώρισε στο Παρίσι, ασχολήθηκε με βυζαντινές και νεοελληνικές ιστορικές μελέτες.
Στα 1885-1886 δημοσίευσε στα γαλλικά τα Δοκίμια νεοελληνικής ιστορικής γραμματικής, όπου διατύπωσε για πρώτη φορά τη θεωρία του για την ανάγκη επιστροφής των νεοελλήνων στην παραδοσιακή γλώσσα τους.
Την ίδια χρονιά διορίστηκε καθηγητής μεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας στην Ecole pratique des Hautes Etudes (όπου το 1892 έγινε διευθυντής) και δυο χρόνια αργότερα αναγορεύτηκε repetiteur στην Ecole National des langues orientales vivantes. Από το 1903 και ως το τέλος της ζωής του υπήρξε καθηγητής στην Ecole des Langues Orientales Vivantes. Την Ελλάδα επισκέφτηκε το 1886 με αφορμή τη συμμετοχή του στο Φιλολογικό Συνέδριο Κωνσταντινουπόλεως το οποίο όμως δεν πραγματοποιήθηκε τελικά κατόπιν απαγόρευσης των τουρκικών αρχών. Καρποί της επίσκεψης αυτής ωστόσο στάθηκαν η μελέτη Μερικές παρατηρήσεις για τη φωνητική των ιδιωμάτων και η επίδρασή τους στις κοινές γλώσσες και κυρίως Το ταξίδι μου, δημοσιευμένα και τα δυο στο Παρίσι το 1888.
Στο Παρίσι ο Ψυχάρης συμμετείχε ενεργά στην πολιτική και κοινωνική ζωή, υποστηρίζοντας ριζοσπαστικές για την εποχή του ιδέες. Υπήρξε συνιδρυτής της γαλλικής Ένωσης για τα δικαιώματα του ανθρώπου και αντιπρόεδρός της από το 1907 και στάθηκε ένας από αυτούς που πέτυχαν την αναθεώρηση της ιστορικής δίκης του εβραίου στρατηγού Ντρέυφους. Το 1913 χώρισε από την πρώτη του σύζυγο και παντρεύτηκε την Irene Baume. Το 1914 επισκέφτηκε για σύντομο χρονικό διάστημα τα Επτάνησα, επέστρεψε όμως στο Παρίσι μετά την κήρυξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Μετά τον πόλεμο στον οποίο έχασε και τους δυο γιους του αναδιπλώθηκε σε μια πιο συντηρητική θεωρία και δράση. Είχε προηγηθεί η γνωριμία του με τον Μωρίς Μπαρές. Το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα έγινε το 1925. Επισκέφτηκε τότε αρκετά μέρη της Ελλάδας δίνοντας διαλέξεις για το γλωσσικό ζήτημα. Πέθανε στο Παρίσι το 1929. Το συγγραφικό έργο του Ψυχάρη είναι γραμμένο στην ελληνική, τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας αποτέλεσε ηγετική μορφή στον αγώνα για τη λύση του περίφημου Γλωσσικού Ζητήματος. Καταδίκασε την καθαρεύουσα ως τεχνητή γλώσσα και εισηγήθηκε μιας ακραίας δημοτικιστικής έκφρασης , η οποία κατά τη γνώμη του προσέγγιζε τη λαϊκή γλώσσα (ήταν ωστόσο σε μεγάλο ποσοστό ένα γλωσσικό κατασκεύασμα επίσης). Μαζί με τον Αλέξανδρο Πάλλη, τον Αργύρη Εφταλιώτη και βέβαια τον απόστολο του δημοτικισμού στην Αθήνα Κωστή Παλαμά δημιούργησε τον πυρήνα του δημοτικιστικού κινήματος και συμμετείχε, εξ αποστάσεως αλλά με μεγάλη δυναμικότητα στις γύρω από αυτό εξελίξεις. Το λογοτεχνικό έργο του Ψυχάρη εκφράζει την προσπάθειά του να συνενώσει την επιστημονική σκέψη με τη λογοτεχνία. Η γραφή του είναι ρεαλιστική με λυρικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το γνωστότερο έργο του είναι το Ταξίδι μου, συνδυασμός μυθιστορηματικής γραφής και μανιφέστου, που αποτέλεσε ορόσημο της έναρξης του δημοτικιστικού Αγώνα και έγινε γνωστό στην Αθήνα μέσω του Παλαμά και του Ροΐδη. Έγραψε επίσης μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και έργα για τα θέατρο.]
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- Ο ΓΙΑΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ ΣΕ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ
- Ο ΓΙΑΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ
- Ο ΓΙΑΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ ΣΕ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗ ΗΛΙΚΙΑ
- Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Ο ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ]




«Είχα πάρει πια την «Εστία», όταν έγινε κι ο γάμος μου με τη Φρόσω του Διογενίδη.
Κι άρχισε η καινούργια μου ζωή. Στο σπίτι της οδού Θεμιστοκλέους είχε και το δικηγορικό του γραφείο ο πεθερός μου. Στο ίδιο, επειδή δεν περίσσευε δωμάτιο, τοποθέτησαν ένα καινούργιο τραπέζι για να εργάζομαι, μια μεγάλη εταζέρα για τα βιβλία μου -δεν είχα πολλά, τη βιβλιοθήκη μου την είχα αφήσει στη Ζάκυνθο- κι ένα μικρό ντιβάνι. Αυτή η γωνίτσα, που τη στόλισα με τα δικά μου πραγματάκια -φωτογραφίες, εικόνες, μπιμπελό, εργόχειρα- ήταν το γραφείο του σπιτιού μου. Δε μου χρειαζόταν μεγαλύτερο. Τις περισσότερες ώρες εργαζόμουν στο γραφείο του περιοδικού μου. Στο σπίτι έγραφα σπάνια. Αλλά είχα άκρα ησυχία -στου Διογενίδη τίποτα δε σέβονταν περισότερο από την εργασία του άντρα- κι ούτε που ενοχλούσε καθόλου ο καημένος ο πεθερός μου, που παιδευόταν αντίκρυ μου με τα δικόγραφά του.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες μου, ήταν και μια του Παντόπουλου, που τον λάτρευα, και μια του Βονασέρα, που τον είχα φίλο στενό. Η πεθερά μου, θυμούμαι, δεν τις είδε με καλό μάτι. Και μια μέρα, με τρόπο, μου υπόδειξε πως έπρεπε να τις κρύψω, γιατί στα καλά σπίτια δεν ταίριαζαν εικόνες «θεατρίνων». Γέλασα με την καρδιά μου.
Τέτοια «συμπτώματα ασυμφωνίας που είχ’ αρκετά εκεί μέσα κι από αρραβωνιασμένος δεν μου έκαναν ακόμα εντύπωση. Νόμιζα πως θα μπορούσα να μην ακούω τις γυναίκες, αφού η καημένη η Φρόσω δεν είχε γνώμη ποτέ, κι αφού οι άντρες, ο πεθερός μου, ο Μπρισσώ, ο καλός θείος - Νικολάκης, ήταν πάντα με το μέρος μου. Το κάτω - κάτω, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, ήταν καλοί και μ ’ αγαπούσαν.
Μικρό το κακό, συλλογιζόμουν, αν είχαν άλλες ιδέες. Ήταν τόσο φυσικό! Εκείνοι «νοικοκυραίοι», εγώ «καλλιτέχνης». Ήταν δυνατό να συμφωνούμε σ’ όλα; Και δεν έπρεπε να το ξέρω, να το ’χω υπόψη μου, όταν έμπαινα σπίτι δικηγόρου και πρώην δικαστικού;
Αλλά η αντίθεση των ιδεών, που στην αρχή έπαιρνα αψήφιστα, άρχισε σε λίγο να με στενοχωρεί να με νευριάζει. Έβλεπα πια πως δεν μπορούσα να ζήσω με ανθρώπους που δε με καταλάβαιναν. Τι έπρεπε να κάνω; Να πάρω τη γυναίκα μου και να φύγω; Αδύνατον, δεν είχαν άλλο παιδί και τη Φρόσω την ήθελαν κοντά τους. Να υποτάξω την πεθερά μου, που ήθελε κείνο που ήθελε και, σιγά - σιγά, έπαιρνε με το μέρος της και τους άλλους; Ακόμα πιο αδύνατο. Δεν έμενε παρά να φύγω μόνος μου.
Το ναυάγιο της «Εστίας» επιδείνωσε την κατάσταση. Κι όταν γεννήθηκε κι ένα κοριτσάκι, το αποφάσισα οριστικά: «Το παιδί που έχασαν, συλλογίστηκα, μπήκε στη θέση του. Δε με χρειάζονται τίποτ ’ άλλο». Και σήκωσα παντιέρα: Στο εξής θα έκανα ό,τι μου άρεσε, χωρίς ν ’ ακούω την πεθερά μου, αν ήθελαν, καλά, αν δεν ήθελαν, ας μου το ’λεγαν καθαρά να φύγω.
Η κυριότερη αντιγνωμία ήταν αυτή: Η γυναίκα μου δεν ήταν για κόσμο. Στο θέατρο, η καημένη, έπληττε φοβερά -στις συναυλίες νύσταζε- στις επισκέψεις δεν έβγαζε μιλιά.
Μα και μένα ο κόσμος δε μου άρεσε. Στα σαλόνια του κύκλου τους -είχαν συγγενείς τους Δραγούμηδες και τους Παπαρρηγόπουλους, και φίλους πολλούς από αυτή την τάξη- αισθανόμουν σαν ξένος. Μόνο στου Βλάχου και στου Σουρή «βρισκόμουν». Είπα λοιπόν να μην πηγαίνω κι εγώ πουθενά, ούτε μόνος, ούτε με τη γυναίκα μου, και να περιοριστούμε ήσυχα στο σπιτάκι μας μακριά απ’ τον κόσμο, με τους στενούς μόνο συγγενείς. Αλλά η πεθερά μου, έτοιμη να υποχωρήσει σ’ όλα τ’ άλλα -ακόμα και να κρεμάσω στους τοίχους της εικόνες «θεατρίνων»- σ ’ αυτό έμεινε ακλόνητη κι ανένδοτη. Δεν πάντρεψε την κόρη της για να την «κλείσει». Ένας λόγος που την έκανε να τη δώσει σ’ εμένα, ήταν που το γνωστό μου όνομα μου άνοιγε όλες τις πόρτες. Και στις πρεσβείες, και στο παλάτι, μπορούσα να πηγαίνω τη γυναίκα μου.
– Τι έκανε, λέει, στις… πρεσβείες; στο... παλάτι; Ποτέ!
– Τότε προτιμώ να φύγεις, δήλωσε η πεθερά μου.
Οι άλλοι που είχαν μπουχτίσει πια τις καθημερινές φιλονικίες «για ψύλλου πήδημα», ούτε δοκίμασαν καν να μεταπείσουν την πεθερά μου. Η γυναίκα μου δεν άκουγε παρά τη μητέρα της. Κι ένα πρωί, ενάμιση χρόνο μετά το στεφάνωμα, μάζεψα τα πράγματά μου, γέμισα το μπαούλο μου κι αποχαιρέτησα.
Από τη στιγμή που ο χωρισμός αποφασίστηκε κι από τα δυο μέρη, ξαναγίναμε φίλοι. Όλοι εκείνοι οι καλοί κι ευγενικοί άνθρωποι -η πεθερά μου πρώτη- μου έσφιξαν το χέρι, με φίλησαν και μου ευχήθηκαν κάθε ευτυχία. Έφυγα δακρυσμένος. Για το παιδί μου, που δεν είχα προφτάσει να το γνωρίσω - ήταν ακόμα βρέφος στην κούνια, με τα μεγάλα του μάτια γυρισμένα διαρκώς προς το παράθυρο, προς το φως - δε μ ’ ένοιαζε και τόσο: το άφηνα σε καλά χέρια και πάντα παιδί μου θα ήταν. Μα η καρδιά μου σφιγγόταν με την ιδέα πως τελείωνε ο δεσμός μου μ ’ αυτή την οικογένεια, τόσο αγαπητή στη δική μου και σε μένα, προπάντων όταν ήρθα στην Αθήνα ως φοιτητής, ξένος, κι ήμουν κι αισθανόμουν την αγάπη της και την προστασία της τόσα χρόνια...
Και νά με πάλι, ελεύθερος, εργένης. Τώρα δεν έγραφα, ταχτικά, παρά μόνο στη «Διάπλασι», που εκείνο τον καιρό δεν πήγαινε καλά και δεν μπορούσε να με πληρώσει κανονικά - και χρονογραφούσα σε δυο - τρεις εφημερίδες. Στο «Εμπρός» κυρίως του Καλαποθάκη -αλλά και από μια δυο φορές τη βδομάδα σε καθεμιά, γιατ' είχαν τους ταχτικούς τους χρονογράφους. Στο «Άστυ» και στην «Εστία» μπορούσα να προσληφθώ, αλλά, ούτε με τον Κακλαμάνο τα είχα καλά, ούτε με το Δροσίνη. Άλλες «φιλολογικές» εφημερίδες δεν υπήρχαν, ούτε περιοδικά να πληρώνουν συνεργασία σαν την «Εστία» την παλιά. Και ήμουν για κάμποσο καιρό στενοχωρημένος, και καθυστερούσα το νοίκι μου κι έμενα χρέος στο εστιατόριο που έτρωγα - στο « Άστυ» της οδού Σταδίου, όπου έτρωγαν τότε όλοι οι εργένηδες λόγιοι και δημοσιογράφοι- και δανειζόμουν από φίλους, όπως τότε που ήμουν σπάταλος φοιτητής.
Αλλά ούτε ο πατέρας μου ήταν πια σε θέση να πληρώνει τα χρέη μου, όπως τον καλό καιρό, ούτε ο θείος μου στεκόταν καλά. Καμιά βοήθεια μπορούσα να ζητήσω από το σπίτι μου, που σε λίγο θα ζητούσε' τη δική μου. Έπρεπε να κάνω οικονομία, κι έκανα όση μπορούσα. Η περίοδος αυτή της ζωής μου -σύντομη ευτυχώς- στάθηκε η πιο δυστυχισμένη. Γνώρισα τη φτώχεια που ως τότε μου ήταν άγνωστη...
Για το διαζύγιό μου, εκείνο τον καιρό, φλυάρησαν πολύ. Αλλά η μόνη αιτία που με ανάγκασε να χωρίσω την πρώτη μου γυναίκα, ήταν αυτή που είπα, τίποτ ’ άλλο. Πολλές φορές ρωτήθηκα: έκανα τάχα καλά; Δε θα ’ταν προτιμότερο να υποφέρω τα πάντα, παρά να δώσω αυτό τον κλονισμό, αυτή την ανωμαλία στη ζωή μου, μα και στη ζωή της γυναίκας μου και του παιδιού μου; Και πολλές φορές είπα μέσα μου: ναι, θα ’ταν προτιμότερο.
Δεν επιτρέπεται το διαζύγιο για τόσο ασήμαντες διαφορές, που με τον καιρό και με τις αμοιβαίες υποχωρήσεις μπορούσε και να λείψουν. Αλλά το μόνο που με κάνει να μετανιώνω και τόσο, είναι η σκέψη του τι θα γινόμουν... «Καλλιτέχνης» που υποχρεώνεται να ζήσει «νοικοκυρίστικα», τίποτα γενναίο δεν μπορεί να κάμει. Θα σταματούσα στη «Μαργαρίτα Στέφα», δε θα γνώριζα τη φτώχεια, που είν’ ένα τόσο μεγάλο σχολείο για ένα συγγραφέα, δε θα ’γραφα τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα που έγραψα κατόπι - ή κι αν τα ’γραφα, θα ήταν πολύ αλλιώτικα - και τελοσπάντων δε θα ’φτανα ως εδώ που βρίσκομαι σήμερα. Αυτό είναι βέβαιο.
Αλλά, θα πείτε, ήταν ανάγκη; Δε θα ’ μουν το ίδιο, και ίσως περισσότερο ευτυχισμένος, αν έμενα στου Διογενίδη, να εξελιχτώ σε τέλειο νοικοκύρη; Και θα ’χανε τίποτα ο κόσμος αν δεν έγραφα ποτέ τον «Κακό Δρόμο» και τους «Πλούσιους και Φτωχούς»;
Αυτό είναι άλλο ζήτημα.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939

«Κι ο δεύτερος αρχισυντάκτης της «Διαπλάσεως» έμελλε να γίνει συγγενής, όπως κι ο πρώτος. Ο Κουρτίδης είχε πάρει μιαν αδερφή του Παπαδόπουλου εγώ πήρα την ανιψιά του.
Όταν την πρωτογνώρισα, η Τίτα ήταν μικρούλα... «Το κοριτσάκι της Διαπλάσεως» τη λέγαμε οι συνεργάτες και φίλοι του σπιτιού - ο Γιαννουκάκης, ο Πολέμης, ο Φακίρης κι εγώ. Αλλά το 1896, όταν διαδέχτηκα τον Κουρτίδη, το «κοριτσάκι» είχε μεγαλώσει. Δεκάξι - δεκαεφτά χρονώ δεσποινιδούλα, ψηλή και λεπτή, πήγαινε στο παρθεναγωγείο του Σκορδίλη και στο ωδείο Αθηνών για πιάνο. Αλλά όπως όλη η οικογένεια, βοηθούσε κι αυτή την εργασία της «Διαπλάσεως», και συχνά την έβλεπα στο ένα ή στο άλλο γραφείο. Κάποτε, με παρακαλούσε να την προγυμνάζω στα μαθηματικά, κι έλεγε πως μόνο από μένα τα καταλάβαινε. Φαίνεται όμως πως και πολλά άλλα πράγματα καταλάβαινε μόνο από μένα. Και μέσα σ’ ένα χρόνο αγαπηθήκαμε. Αν και την περνούσα δέκα - δώδεκα χρόνια, έβρισκα μου ταίριαζε λαμπρά, γιατί είχε φρόνηση και σοβαρότητα πολύ ανώτερη από την ηλικία της.
Το ένστικτο δε μ ’ είχε γελάσει. Στο κοριτσάκι εκείνο βρήκα τον αληθινό σύντροφο της ζωής μου, κι ό,τι έκαμα από τότε ως σήμερα, ό,τι έγινα, ό,τι είμαι το χρωστώ στη δεύτερη γυναίκα μου.
Μόνο ο έρωτας δεν κρύβεται. Γρήγορα στο σπίτι κατάλαβαν πως η μικρή ενδιαφερόταν για τον «αρχισυντάκτη» και δεν την άφηναν πια μαζί μου, ούτε για της κάνω μαθηματικά. Αλλά βρήκαμε τρόπο να μιλάμε χωρίς να το παίρνει είδηση κανένας:
Το σπίτι είχε γιοί σκεπή μια απέραντη ταράτσα, που τη λέγαμε «η πλατεία του Συντάγματος». Ολόγυρα ήταν οι καμινάδες, που μια απ’ αυτές υπηρετούσε το τζάκι του γραφείου. Πολύ κοντά σ ’ αυτό το τζάκι ήταν το τραπέζι που εργαζόμουνα. Η Τίτα το ανακάλυψε. Μιλούσε λοιπόν από την ταράτσα στο στόμιο της καμινάδας, κι η φωνή της σαν ψίθυρος έφτανε στ ’ αυτιά μου καθαρότατα: Εγώ πάλι, όταν ήμουν μόνος στο γραφείο, δεν είχα παρά να σκύψω και να μιλήσω στο τζάκι. Έτσι εξακολουθούσε η συνεννόησή μας και μετά την απαγόρευση. Φυσικά, δε μας έφτασε τόση και για να ’χουμε περισσότερη, σκεφτήκαμε κι αποφασίσαμε... ν’ αρραβωνιαστούμε.
Έκαμα τότε ένα γράμμα στον Παπαδόπουλο και του ζητούσα το χέρι της ανιψιάς του. Μου το έδωσε με χαρά, άμα ρώτησε την ίδια και του είπε πως θέλει. Ο γάμος όμως δε θα γινόταν αμέσως. Έπρεπε, κατά τη φράση του, «να βγούμε πρώτα από τη φτώχεια». Κι εννοούσε να περάσουν ένα - δυο χρόνια και να πάει καλύτερα η «Διάπλασις» που βρισκόταν τώρα σε δρόμο καλό.
Άλλωστε και το διαζύγιό μου δεν είχε τελειώσει ακόμα. Είχ’ αργήσει να το ζητήσω, γιατί όταν έφυγε από το Διογενίδη, δεν είχα στο νου μου να ξαναπαντρευτώ.
Αλλ’ αν οι Παπαδόπουλοι φάνηκαν πρόθυμοι γι’ αυτό το γάμο, που τον έβρισκαν καλό για όλους μας, οι άλλοι συγγενείς της Τίτας έφεραν μεγάλες αντιρρήσεις. Για είχε πατέρα και θείο -Κανελλόπουλοι λέγονταν- αν κι ο Παπαδόπουλος την είχε αναθρέψει από μικρή, σαν ορφανή κόρη αγαπημένης αδερφής του, νόμιζαν πως μόνο αυτοί είχαν το δικαίωμα να την παντρέψουν. Τους ερέθισε κιόλα κι ο Κουρτίδης, που όταν τον ρώτησαν για μένα τους πληροφόρησε πως δεν άξιζα τίποτα και πως δεν ήμουν ικανός να βγάλω πεντάρα.
— Ώστε δεν είναι σαν και σας;
— Σαν και μένα!; Ούτε στο νυχάκι μου! Θυσιάζουν το κορίτσι στη «Διάπλασι». Αυτό να ξέρετε.
Όταν του τα είπαν αυτά οι συγγενείς, ο Παπαδόπουλος εγέλασε:
— Πώς δε βγάζει πεντάρα ο Ξενόπουλος; Χάρισμα εργάζεται στη «Διάπλασι»; Αν γίνει γαμπρός μου, θα τον έχω πάντα κοντά μου, θα κάνουμε τη «Διάπλασι» μαζί και θα ζούμε. Η «Διάπλασις» βγαίνει τώρα είκοσι χρόνια. Δε θα βγει άλλα είκοσι; Ε, ύστερ ’ ας πεθάνουμε!
Πέρασαν από τότε σαράντα. Και δόξα τω Θεώ, ούτε η «Διάπλασις» πέθανε ούτε μεις.
Οι συγγενείς όμως επέμεναν περισσότερο πίστευαν τον Κουρτίδη παρά τον Παπαδόπουλο. Κι όχι μόνο δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους, παρά του απαίτησαν και να με πάψει ή, τουλάχιστο, να μην πηγαίνω πια στο , γραφείο, αλλιώς φοβέριζαν να με ξεκάμουν. Ήταν βέβαια λόγια, αλλά για κάθε ενδεχόμενο, γύρεψα του Μαλακάση ένα ρεβολβεράκι που είχε, και τις μέρες εκείνες –πρώτη και μόνη φορά στη ζωή μου- περπατούσα έξω οπλισμένος. Ευτυχώς ο Παπαδόπουλος βρήκε τη λύση.
— Αφού δεν αφήνετε να την παντρέψω όπως θέλω - είπε στον πατέρα και στο θείο της Τίτας - να την πάρετε και να την παντρέψετε σεις. Αύριο κιόλα. Δεν την κρατώ πια στο σπίτι μου ούτε μέρα.
Η απειλή έφερε το αποτέλεσμά της. Πώς να πάρουν κορίτσι και τι να το κάμουν οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι; Μα και πώς να το χωρίσουν από το θείο της Παπαδόπουλο και τη μεγάλη αδερφή του, τη θεία Μαρία, που αυτούς είχε πια για πατέρα και μητέρα; Και σιωπηλά υποχώρησαν.
Τότε επέστρεψα το ρεβολβεράκι στον αγαπητό Μαλακάση, έγιναν εν ειρήνη οι αρραβώνες, κι η Τίτα κι εγώ δεν είχαμε πια ανάγκη να μιλούμε από τη καμινάδα.
Σε λίγο πέθανε κι ο καημένος ο πατέρας που δεν πρόφτασε να δει αν ο άθλιος εκείνος Παπαδόπουλος είχε θυσιάσει ή όχι το κορίτσι του στη «Διάπλασι». Ο θείος της όμως έζησε κάμποσα ακόμα χρόνια το είδε... Μετά το γάμο μάλιστα γίναμε και καλοί φίλοι. Από το μαγαζάκι του ψώνιζα τα τσιγάρα μου – ήταν καπνοπώλης πλάι στο Ταχυδρομείο - κι έτσι βλεπόμαστε και μιλούσαμε καθεμέρα.
Αλλά κι άλλες δυσκολίες παρουσιάστηκαν, ενώ ήμουν ακόμα αρραβωνιασμένος, πολύ πιο σοβαρές αυτές. Το πατρικό μου σπίτι στη Ζάκυνθο, που στεκόταν οπωσδήποτε καλά ως την εποχή του πρώτου μου γάμου, είχε ανάγκη να το βοηθώ. Το μαγαζί του πατέρα μου είχε κλείσει προ πολλού- εκείνο τον καιρό έκλεισε και το μαγαζί του θείου μου. Οι άνθρωποι δεν είχαν πια για να συντηρούνται, παρά τα λίγα που μάζεψαν από τα τελευταία τους εμπορεύματα, και τα πολλά που τους χρωστούσαν διάφοροι, μα που με δυσκολία μπορούσαν να εισπράττουν. Έπρεπε να τους στέλνω κι εγώ ένα ποσό κατά μήνα, που ολοένα βέβαια θα μεγάλωνε, Μα άμα παντρευόμουν, πώς θα μπορούσα να το εξοικονομώ; Να διαλύσω τον αρραβώνα; Αδύνατο! Αγαπούσα τόσο πολύ την αρραβωνιαστικιά μου! Ν’ αναβάλω το γάμο ως ν’ ανατείλουν καλύτερες μέρες; Ούτ ’ αυτό δεν το ’θελα Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να βάλω τα δυνατά μου, να εργάζομαι και τη νύχτα, ώστε, εκτός από το μισθό μου στη «Διάπλασι», να κερδίζω και άλλα.
Ευτυχώς η «Διάπλασις», που την είχ’ ανακαινίσει, πήγαινε ολοένα και καλύτερα. Κι ο μισθός μου μπορούσε ν ’ αυξηθεί μα και να προσληφθεί αργότερα κανένας συνεργάτης για να με ανακουφίζει. Έπειτα, συνήθιζα ολοένα στην πολυποίκιλη εργασία του περιοδικού κι ήθελα λιγότερες ώρες για να την κάνω. Έτσι θα μπορούσα να εργάζομαι κι αλλού. Πραγματικά σε λίγο έγιναν και τα δύο. Πήραμε το Νικόλαο Ποριώτη, να μεταφράζει μικρά διηγήματα και το ένα από τα δυο μεγάλα μυθιστορήματα που δημοσιεύει πάντα η «Διάπλασις» - το άλλο το μετάφραζα ακόμα εγώ - είχαμε τότε υπάλληλο στο γραφείο μας τότε τον καλό μας Παναγιώτη Σεφερλή, το γνωστό κατόπιν λαογράφο και σατιρογράφο, που μπορούσε να επιμελείται τις «Πνευματικές Ασκήσεις» και να κάνει τον πολύπλοκο Διαγωνισμό των Λύσεων -είχε ειδικότητα- κι εγώ, αρκετά ανακουφισμένος, μπόρεσα ν ’ αναλάβω έκτακτη χρονογραφική εργασία σε διάφορες εφημερίδες -στο «'Αστυ»- τα είχαμε ξαναφτιάσει με τον Κακλαμάνο, στο «Εμπρός», και αργότερα στους «Καιρούς» και στην εφημερίδα του Πωπ «Αθήναι», τη μόνη τότε δεκάλεπτη - όλες οι άλλες είχαν γίνει πεντάλεπτες - που πλήρωνε το χρονογράφημα προς 10 δραχμές το ένα, ενώ οι άλλες έδιναν 5 ή το πολύ 7. Ξεπέρασα λοιπόν την ανάγκη. Κέρδιζα πάλι αρκετά. Και να παντρευτώ μπορούσα, και να βοηθώ το πατρικό μου σπίτι όταν είχε την ανάγκη μου.
Τέσσερα χρόνια μετά τον αρραβώνα - τόσα χρειάστηκαν για «να βγούμε από τη φτώχεια», που είχε πει ο Παπαδόπουλος - έγινε και το στεφάνωμα, τον Απρίλη του 1901. Το γραφείο της «Διαπλάσεως» κι η κατοικία των Παπαδόπουλων ήταν τότε στην οδό Πατησίων 13, γωνία Βερανζέρου, σ’ ένα μεγάλο κι ωραίο σπίτι, που σήμερα είναι ξενοδοχείο. Εκεί στο απάνω πάτωμα -στο κάτω καθόταν η οικογένεια Ανδρέα Στράτου- εγκαταστάθηκα με τη νέα μου γυναίκα και με τους θείους της, μετοικώντας από την οδό Κάνιγγος, όπου ήταν το τελευταίο μου εργένικο δωμάτιο. Εκτός από την κρεβατοκάμαρά μας -όπου γεννήθηκε κι η Κάκια μας- είχα κι ιδιαίτερο γραφείο, αν και όλο το σπίτι δικό μας ήταν. Ζούσαμε τόσο καλά, με ομόνοια και με αγάπη.
Ούτε από το «περιβάλλον» ήμουν στενοχωρεμένος, όπως στου Διογενίδη. Δεν ήταν καθόλου «νοικοκυρίστικο» αλλά «καλλιτεχνικό». Μπορούσα ελεύθερα να κρεμάω στους τοίχους ό,τι φωτογραφίες ήθελα κι η συντροφιά μας ήτανε ποιητές, λόγιοι και δημοσιογράφοι. Ήμουν στο στοιχείο μου.
Μόνο δυο χρόνια μείναμε στην οδό Πατησίων, έπειτα μετοικήσαμε στην οδόν Ευριπίδου 42, στο σπίτι όπου βρισκόμαστε ως σήμερα. Και πάντα μαζί.
Ούτε στιγμή δε χωρίσαμε απ’ τους Παπαδόπουλους. Μια φορά μόνο, η Τίτα κι εγώ, θελήσαμε και δοκιμάσουμε να κάνουμε σπίτι δικό μας, για να είμαστε πιο ελεύθεροι και να ζούμε όπως θέλουμε. Αλλά το μετανιώσαμε όταν είδαμε τη λύπη που προξενούσε η απόφασή μας στους θείους. Κι από τότε δεν το ξανακάναμε...».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[Η ΤΙΤΑ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ, δεύτερη σύζυγος του Γρ. Ξενόπουλου]

«Όσο ήμουν αρραβωνιασμένος με την Τίτα, μα και πολλά χρόνια κατόπι παντρεμένος, σύχναζα στο σπίτι της κυρίας Καλλιρρόης Παρρέν, που έβγαζε τότε την «Εφημερίδα των κυριών».
Στο φιλόξενο φιλολογικό της σαλόνι, μια-δυο φορές τη βδομάδα που δεχόταν, μαζεύονταν όλ’ οι λόγιοι, παλιοί και νέοι, και καλλιτέχνες, και επιστήμονες και δημοσιογράφοι. Όπως εγώ, κι ο Παλαμάς με τη γυναίκα του δεν έλειπε ποτέ. Έρχονταν, με τις αδερφές τους αυτοί, ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς κι ο Δελμούζος, νεότατος, που μόλις είχε γυρίσει από τη Γερμανία. Κι ο Πολιτάκης με τη γυναίκα του - κι αυτή λογία - κι η Ειρήνη Νικολαΐδου, κι οι αδελφές Στάμπα, κι οι αδελφοί Λαμπελέτ, κι ο Μαλακάσης, κι ο Γρυπάρης - φοιτητής τότε της Φιλολογίας - κι ο Γιάννης Βλαχογιάννης, κι ο Κώστας Χατζόπουλος, κι ο Αντρέας Καρκαβίτσας, κι ο Γιάννης Καμπύσης, κι ο Κώστας Χρηστομάνος, κι ο Άδωνης Κύρου, κι άλλοι πολλοί.
Ο κύκλος ήταν μεγάλος και πραγματικά εκλεκτός. Κι η βραδιά περνούσε θαυμάσια με «ράουτ» ποτέ με χαρτιά ή με πνεύματα όπως στου Σουρή, με απαγγελίες, με διαβάσματα, με φαγοπότι και κάποτε με χορό.
Μαλώναμε και καμιά φορά για το γλωσσικό ζήτημα, μα η κυρία Παρρέν μετέστρεφε με τακτ την ομιλία και προλάβαινε τα σοβαρά επεισόδια.
Στο σπίτι της κυρίας Παρρέν είδα, για πρώτη και τελευταία φορά, και την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου την Πολίτισσα διηγηματογράφο και συνεργάτιδα του Γρυπάρη στη «Φιλολογική Ζωή». Η συνάντησή μας ήταν συγκινητική, γιατ’ είχαμε προηγούμενα.
Προ ετών, όταν ήμουν ακόμα φοιτητής, η Παπαδοπούλου, από την Πόλη, μου έστειλε ένα γράμμα. Μια φίλη της - μου έγραφε-είχε αρχίσει να γράφει διηγήματα, και μου έστελνε μερικά για να της πω τη γνώμη μου. Κολακεύτηκα πολύ και της απάντησα αμέσως. Εκείνη μου ξανάγραψε κι η αλληλογραφία μας εξακολούθησε. Πότε στη Ζάκυνθο, όπου περνούσα ακόμα τα καλοκαίρια, πότε στην Αθήνα όπου ξαναγύριζα το φθινόπωρο, είχα κάθε τόσο από ένα μεγάλο, έξυπνο και τρυφερό γράμμα της που με έκανε να της απαντώ με τη μεγαλύτερη προθυμία κι ευχαρίστηση. Επιτέλους η Παπαδοπούλου μου αποκάλυψε πως τα διηγήματα της δήθεν φίλης της ήταν δικά της και με παρακάλεσε να της γράψω ένα μικρό πρόλογο για να τυπώσει μερικά σε βιβλιαράκι. Της τον έγραψα.
Ήταν ο δεύτερος που έγραφα ύστερ’ από τον πρόλογό μου στον «Κόντε - Σπουργίτη» του Τσακασιάνου - πόσους άλλους έμελλε να γράψω στη ζωή μου από τότε ως σήμερα, και σε βιβλία επιφανών, όπως του Νιρβάνα, και σε βιβλία αγνώστων.
Και το βιβλιαράκι με τα πρώιμα διηγήματα της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου βγήκε στην Πόλη.
Αλλ’ από τότε η αλληλογραφία μας εξελίχτηκε σ’ ερωτική. Αλλάξαμε και φωτογραφίες και μιλούσαμε για κάποια συνάντηση στο μέλλον που θα ήταν η ευτυχία μας... Κάποτε μου έγραψε ρωτώντας πού ήθελα να γίνει αυτή η συνάντηση: να πήγαινα εγώ στην Πόλη, να ερχόταν εκείνη στην Αθήνα, ή να βρισκόμαστε πουθενά αλλού «επί εδάφους ουδετέρου»;...
Μου ήρθε λιγάκι σαν αιφνιδιασμός. Όσο κι αν εκτιμούσα, όσο κι αν εθαύμαζα, δεν μπορούσα όμως και ν' αγαπώ με τα σωστά μου το μακρινό εκείνο κορίτσι, που δεν το ’χα δει ποτέ και που οι φωτογραφίες του δε μου ’λεγαν τίποτα.
Κι έπειτα ήμουν τόσο νέος! Ούτε ιδέα ακόμα για παντρειά. Και την αποπήρα θυμωμένος, σα να με είχε προσβάλει. Δε μου ξανάγραψε η δυστυχισμένη. Ύστερα όμως έμαθα πως πήγε να πεθάνει όταν έλαβε το κακό μου εκείνο γράμμα. Και μετανιωμένος φοβερά, ήθελα να της ξαναγράψω, να της ζητήσω συγγνώμη, να τα ξαναφτιάσουμε.
Αλλά ο Σκόκος δε μ ’ άφησε. Του είχα εκμυστηρευτεί την περιπέτειά μου και την τύψη μου. Άλλωστε κι εκείνος είχε αλληλογραφία με την Παπαδοπούλου, που του έστελνε διηγήματα για το «Ημερολόγιό» του. «Αν της ξαναγράψεις, μου είπε, θα καταλήξεις μοιραία στο γάμο. Αλλά πώς μπορείς να παντρευτείς από τώρα, που κερδίζεις όσα φτάνουν για έναν, όχι όμως και για μια οικογένεια; Ε, αν είχε προίκα, μάλιστα. Μα δεν έχει τίποτα…».
Τα συλλογίστηκα όλ’ αυτά, βρήκα πως ο Σκόκος είχε δίκιο, έσφιξα την καρδιά μου και δεν της ξανάγραψα. Κι επειδή μάθαινα πως ήταν καλά κι έβλεπα πως εργαζόταν, λίγο-λίγο μου πέρασε κι η τύψη. Μετά δυο χρόνια παντρευόμουν την πρώτη μου γυναίκα και μετά άλλα δυο χώριζα.
Οι ελπίδες της Παπαδοπούλου ξαναγεννήθηκαν τότε και, επειδή ήταν εδώ ο φίλος της Γρυπάρης, αποφάσισε να ’ρθει στην Αθήνα για να γνωριστούμε. Αλλά ήρθε αργά: Ήμουν πια ερωτευμένος με την Τίτα και σε λίγο θα την αρραβώνιαζα. Δεν το ’ξερε ακόμα κανένας, ούτε ο Γρυπάρης για να της το πει. Αλλιώς, ποτέ δε θα ’ρχόταν και ποτέ δε θα τη γνώριζα...
Ωστόσο η γνωριμία της -που έγινε, καθώς είπα, στης κυρίας Παρρέν - με καταγοήτευσε. Ορισμένως, αν ήμουν τότε ελεύθερος, θα την έπαιρνα την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Όμορφη δεν ήταν βέβαια - γι’ αυτό οι φωτογραφίες της δε μου ’λεγαν τίποτα - είχε όμως μια απερίγραπτη χάρη, μια αργυρόηχη φωνή, μια θαυμάσια ομιλία, και τόση «πνευματικότητα» στο σύνολό της, όση δεν είδα ποτέ σε γυναίκα. Αλλά τη γνώρισα αργά. Και την άφησα να φύγει όπως ήρθε...
Εξακολούθησε στην πόλη να εργάζεται, δεν παντρεύτηκε ποτέ και πέθανε σχετικά νέα.
Αξιοσημείωτο είναι το λογοτεχνικό της έργο. Μερικά πολίτικα διηγήματά της και μερικά βυζαντινά είναι από τα ωραιότερα που έχουμε. Αλλ’ αξέχαστη μένει η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου προπάντων σαν άνθρωπος, σα φυσιογνωμία σαν ψυχή σ’ εκείνους που τη γνώρισαν. Η κυρία Σοφία Σπανούδη, που πέρασε μαζί της στην Πόλη ολάκερη ζωή, λατρεύει τη μνήμη της, και όταν μου αναφέρει τ’ όνομά της, τα μάτια της δακρύζουν...».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ(1867-1906): Διηγηματογράφος, αρθρογράφος, δασκάλα και δημοτικίστρια από την Κωνσταντινούπολη. Το έργο της, κυρίως αποτελούμενο από μικρά διηγήματα, κατατάσσεται στη γυναικεία αστική ηθογραφία του καιρού της και, μολονότι άνισο ποιοτικά, διακρίνεται για τη ζωντάνια των διαλόγων και τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, που η συγγραφέας ήταν «μεταξύ των πρώτων» που το καλλιέργησαν στην οθωμανική πρωτεύουσα. Είχε συλλάβει και ορισμένες φεμινιστικές ιδέες. Υπήρξε, επίσης, πρωτοπόρος Ελληνίδα εκδότρια λογοτεχνικών εντύπων, ως γυναίκα σε έναν επαγγελματικό χώρα ανδροκρατούμενο.]
.
[ΚΑΛΛΙΡΡΟΗ ΠΑΡΕΝ(1861-1940), Δημοσιογράφος, λογία και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες. Από το Ρέθυμνο.
Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1867. Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο. Στη συνέχεια ανέλαβε διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά από μια διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας μητέρας, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Έχοντας την υποστήριξη του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος την ενθάρρυνε στους αγώνες της, αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου, εκδότριας και διευθύντριας, όταν το 1887 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918, όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισαγάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς, που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
-ΚΑΛΛΙΡΡΟΗ ΠΑΡΕΝ]




Eκείνα τα χρόνια που σύχναζα στης κ. Παρρέν, σύχναζα και στου Παλαμά. Το Σουρή τον είχα αφήσει, μετά με τραβούσαν περισσότερο αυτές οι πιο φιλολογικές συγκεντρώσεις. Πραγματικά, στου Παλαμά το σαλόνι, ανοιχτό κάθε βράδυ - δεν είχε ζουρ-φιξ σαν την Παρρέν - ούτε δημοσιογράφους έβλεπα, ούτε κυρίες και κυρίους του κόσμου. Μόνο διαλεχτούς λόγιους, ποιητές και πεζογράφους. Οι τακτικότεροι ήταν ο Μαρτζώκης, ο Κώστας Χατζόπουλος, ο Καρκαβίτσας, ο Βλαχογιάννης, ο Καμπύσης, κι οι νεοελληνιστές Δείτριχ και Έσσελιγκ. Χωρούσαμε όλοι στο γραφειάκι του Παλαμά, το γεμάτο βιβλία - ήταν στο ιστορικό σπίτι της οδού Ασκληπιού - κι όταν μαζευόμαστε περισσότεροι, ξεχειλίζαμε και στο χωλ.
Η Ειρήνη Νικολαΐδου καθόταν στο απάνω πάτωμα κι από τις συγκεντρώσεις μας δεν έλειπε ποτέ. Συχνά κατέβαιναν κι οι μικρές ανιψιές της, συνομήλικες και φίλες της Ναυσικάς. Όσο για το Λέαντρο[γιος του Παλαμά], ήταν ένα πρώιμο παιδί που έκανε παρέα μάλλον μαζί μας.
Το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς περνούσαμε με διαβάσματα. Όλοι είχαμε πάντα κάτι να διαβάσουμε, ο Καρκαβίτσας κι εγώ διηγήματα, ο Παλαμάς κι οι άλλοι ποιήματα. Πολλά ποιήματα του Παλαμά τα πρωτομάθαμε στο σπίτι του, διαβασμένα από τον ίδιο, κι όλα σχεδόν του Μαρτζώκη, γιατί κάθε βράδυ είχε από δυο και τρία. Γρήγορα όμως τον χάσαμε από τη παρέα μας, γιατ’ είχε σχηματίσει την ιδέα πως ο Παλαμάς δε χώνευε την ποίησή του. Κι είχε παρατηρήσει πως, μετά την απαγγελία κάθε ποιήματος του, έκανε απλώς ένα κίνημα του κεφαλιού χωρίς λέξη, σα να ’λεγε ειρωνικά «ευχαριστούμε!» Με την. ιδέα αυτής της «αποδοκιμασίας», ο Μαρτζώκης έγινε θανάσιμος εχθρός του Παλαμά, και τον έβριζε όπου στεκόταν και βρισκόταν. Το πρώτο του μάθημα σε κάθε νεαρό μαθητή του στον ιστορικό «Μαύρο Γάτο», ήταν πως ο Παλαμάς δεν άξιζε τίποτα.
Η κυρία Παλαμά διηγόταν διάφορα μεσολογγίτικα ανέκδοτα, που μας έκαναν να γελούμε πολύ - π.χ. για μια μικρή που ό,τι κέντημα έβλεπε, νόμιζε πως είναι άνθος, και μια μέρα, βλέποντας στο σπίτι της θείας της ένα κεντημένο ελάφι, τη ρώτησε: «τι άνθος είν’ αυτό θεία μου;».
Μα κι ο Παλαμάς, όταν είχε κέφι, μας διηγόταν αναμνήσεις της παιδικής του ζωής - μας είπε κάποτε πως, πολύ μικρός, ανέβαινε στις καρέκλες των καφενείων και απάγγελνε ποιήματα - μα και σύγχρονα ανέκδοτα από τα γραφεία της «Εφημερίδος», όταν εργαζόταν ή από το Πανεπιστήμιο, αργότερα που διορίστηκε γραμματέας. Έν’ απ ’ αυτά ήταν και του Κρασσά. Είναι γνωστή στους πολλούς η κομψότητα της περιβολής του διάσημου αυτού καθηγητή: ζακέτα, ριγέ παντελόνι –λαμπρόχρωμη γραβάτα, γάντια κρεμ, ψηλό καπέλο και μπαστούνι με λαβή χρυσή. ' Ηταν τότε πρύτανης. Ένα βράδυ, έμεινε αργά στο γραφείο της πρυτανείας με γραμματέα για εργασία. Όταν θέλησε να φύγει ζήτησε από τον κλητήρα το μπαστούνι του. Ο κλητήρας έψαξε παντού, αλλά δε βρήκε παρά το μπαστούνι του Παλαμά.
Του το παρουσίασε ρωτώντας:
«Μην είν’ αυτό Κύριε Πρύτανη;».
Ω, το μορφασμό της αποστροφής και της φρίκης του Κρασσά μπροστά στο φτωχό μπαστούνι του ποιητή!
Και για να καταλάβουμε καλύτερα, μας το ’φερε και μας το ’δείξε: ήταν ένα τοσοδά μπαστουνάκι από ελιά, κοντό, λεπτό, στραβό, ξεβαμμένο «η αθλιότης μπαστουνοποιημένη»...
Διασκεδάζαμε πολύ και με τους ξένους ελληνιστές, Όταν μας ρωτούσανε τι σημαίνει αυτή ή εκείνη η λέξη τους λέγαμε αλλ’ αντ’ άλλων. Ο Χατζόπουλος κι ο Επισκοπόπουλος πρωτοστατούσαν, και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια όταν βλέπαμε π.χ. τον Δείτριχ[1868 -1923). Γερμανός ιστορικός και σπουδαίος Ελληνιστής] να γράφει στο σημειωματάρι του σοβαρότατα: ρόκα = Jungfrau[στα γερμανικά παρθένα], μάγγανο = Spitsbube[στα γερμανικά ρουφιάνος], κι άλλα τέτοια αφάνταστα. Ο Παλαμάς του φώναζε: «το νου σου, Καρολάκη, σε γελούν!» Μα πού να πιστέψει ο Γερμανός πως τον γελούσε ο Χατζόπουλος! Κι η έκπληξή του ήταν μεγάλη, όταν στο τέλος του το ομολογούσε κι ο ίδιος.
Λάθη στα ελληνικά ο Δείτριχ δεν έκανε. Ο Έσσελιγκ[Ολλανδός ελληνιστής και βυζαντινολόγος] όμως, που δεν τα ’ξερε ακόμα τόσο καλά - ύστερα έγινε κι αυτός ξεφτέρι - έλεγε μερικά απρόοπτα που μας έκαναν να γελούμε. Μια πολύ ψυχρή μέρα, που είπε πως ανέβηκε στο Λυκαβητό, η κυρία Παλαμά τον ρώτησε:
—Μα δεν κρυώνατε;
—Ω, είχα τον επανωφόριον! αποκρίθηκε ο Έσσελιγκ
Κι ο Χατζόπουλος κυλίστηκε απ’ τα γέλια. Αλήθεια, κανένας μας δε γελούσε σαν το Χατζόπουλο. Η ευθυμία του ήταν μοναδική, το παραμικρό τον έκανε να ξεκαρδίζεται, κι αν στο σκυθρωπό γραφείο του Παλαμά αντηχούσαν συχνά και γέλια, αυτό το χρωστούσαμε κυρίως Χατζόπουλο.
Κι εκεί, μες στα γέλια, μες στις φάρσες, μας ανάγγειλε και κάτι πολύ σοβαρό: Ήθελε να εκδώσει ένα φιλολογικό περιοδικό με «πυγμή». Όχι γιατί, αφότου είχε πάψει η «Εικονογραφημένη Εστία», δεν υπήρχε κανένα. Και δέκα να υπήρχαν, είχε την ιδέα πως πάντα θα χρειαζόταν κι ένα σαν αυτό που σχεδίαζε. Και με το «πυγμή» που έλεγε - η έκφραση ήταν της μόδας - εννοούσε αυστηρότατη εκλογή της ύλης και κριτική αδέκαστη, αμείλικτη, τσεκουράτη. Λεφτά είχε. Κάποια θεία του είχε αφήσει μια κληρονομιά που τον έκανε ανεξάρτητο κι ευτυχισμένο - γι’ αυτό ήταν και τόσο πιο εύθυμος από μας. Ε, απ ’ αυτήν θα θυσίαζε μερικά για να εκδώσει περιοδικό. Μόνο συνεργασία δε θα πλήρωνε – έπρεπε να εργαστούμε όλοι για την ιδέα.
Έτσι, απ’ το σαλόνι του Παλαμά, βγήκε η «Τέχνη» το περίφημο όργανο των «μαλλιαρών», όπως χαρακτηρίστηκε εξαρχής. Ήταν το 1898. Το πρώτο φυλλάδιο με σεμνή, αλήθεια, εμφάνιση και με το ρητό του Σολωμού στο εξώφυλλο «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές» –ένα ρητό που έγινε κατόπι η σημαία και η πρόφαση της πιο ελεεινής ξενομανίας– βγήκε Νοέμβρη, μηνιαίο και εικοσιτετρασέλιδο.
Το περιοδικό «Τέχνη» έκλεισε ένα χρόνο μετά την εμφάνισή του. Έμεινε όμως ιστορικό. Γιατί ήταν το πρώτο που έβγαινε στη δημοτική –και στο εξώφυλλο ακόμα έγραφε «Αθήνα», όχι «Αθήναι»– και που συγκέντρωνε τους ομοϊδεάτες λογοτέχνες, όπου γης κι αν βρίσκονταν. Από τη μια μεριά, έβλαψε τον αγώνα με την αποκλειστικότητα και τις ακρότητες. Αλλά από την άλλη, έδωσε ένα καλό παράδειγμα για το μέλλον. Δε θα το ακολουθούσαν βέβαια τα «Παναθήναια» που θα ’βγαιναν σε λίγο, θα το ακολουθούσαν όμως ο «Νουμάς» και μερικά άλλα περιοδικά νέων. Μήπως κι η «Τέχνη» του 1898 «περιοδικό νέων» δεν ήταν;...»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ(1868-1920): Μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. Από το Αγρίνιο.
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του που τον είχαν μεγαλώσει, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Παρέμεινε για 11 χρόνια στη Γερμανία (1900-1901, 1905-1914), όπου και ενστερνίστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες, που είχαν διαδοθεί τότε στη Γερμανία, και προσπάθησε να τις μεταδώσει και στην Ελλάδα, όπου ξαναγύρισε οριστικά το 1914 και παρέμεινε κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ήταν ο πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ο εργάτης" του Βόλου, το 1908
Ο Χατζόπουλος μοιράστηκε ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία. Στην ποίηση ακολούθησε την τεχνοτροπία του συμβολισμού, ενώ στην πεζογραφία έθεσε ως στόχο τη ρεαλιστική απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας του καιρού του. Ακολουθώντας τις αρχές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού προσπάθησε να διευρύνει τα στενά πλαίσια της ελληνικής ηθογραφίας και να δώσει διέξοδο στους κοινωνικούς προβληματισμούς του αποκαλύπτοντας μερικές πληγές της σκληρής επαρχιακής ζωής ή της κοινωνικής πραγματικότητας Έγινε έτσι, μαζί με το Θεοτόκη και τον Παρορίτη, ο εισηγητής του κοινωνικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Μοναδική θέση στο πεζογραφικό του έργο κατέχει το Φθινόπωρο, που αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της συμβολιστικής και γενικότερα της λυρικής πεζογραφίας και επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους πεζογράφους.
Αποφασιστική ήταν επίσης η συμβολή του στην πνευματική ζωή της Ελλάδας με την έκδοση του περιοδικού «Τέχνη».
Πέθανε στο Ιόνιο πάνω σε ένα πλοίο που τον μετέφερε μαζί με τη γυναίκα του στο Μπρίντεζι, από τροφική δηλητηρίαση.]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ]

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: «ΙΣΧΥΣ ΜΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ»
.
«Το 1901, τον ίδιο δηλαδή χρόνο που παντρεύτηκα με την Τίτα, σκέφτηκα να βγάλω για λογαριασμό μου έναν τόμο με διηγήματα. Χρήματα δεν είχα, γι’ αυτό τύπωσα αγγελίες, τις κυκλοφόρησα με τη «Διάπλασι» και με τα «Παναθήναια» - είχαν αρχίσει τότε να βγαίνουν - έστειλα , χωριστά σ’ όλους τους φίλους μου. Κάθε συνδρομητής θα προπλήρωνε 3 δραχμές, κι από το εξωτερικό 3 φράγκα, θα λάβαινε έν’ αντίτυπο αριθμημένο και... με το όνομά του τυπωμένο κάτω απ’ τον αριθμό. Ο σκοπός μου στην αρχή ήταν να περιλάβω σ’ ένα μόνο τόμο τα ιδιαίτερα διηγήματά μου, που ήταν βέβαια και τα καλύτερα. Αλλ’ απροσδόκητα, έγιναν τόσο πολλοί συνδρομητές πληρωμένοι, κι ακόμα τόσοι άλλοι που θα πλήρωναν ασφαλώς άμα λάβαιναν το βιβλίο, ώστε είδα πως μπορούσα εξαίρετα να τυπώσω και δυο και τρεις τόμους, χωρίς καμιά άλλη προσπάθεια. Έτσι αποφάσισα ν’ «αποκαταστήσω» ολάκερο το ως τότε διηγηματογραφικό μου έργο - εκτός από τα πρώτα εκείνα παιδιάτικα ολωσδιόλου διηγήματα που είχα δημοσιεύσει στα «Εκλεκτά Μυθιστορήματα», στο «Ραμπαγά», στο «Ημερολόγιο» Σκόκου των πρώτων ετών, και αλλού – και στον πρώτο τόμο να περιλάβω και τα οπωσδήποτε δόκιμα παλιά, αρχινώντας από κείνα που είχα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Εστία».
Η αγγελία κυκλοφόρησε το Γενάρη, ο γάμος μου έγινε τον Απρίλη, και το βιβλίο βγήκε τον Ιούνιο. Το κομψό τρίχρωμο εξώφυλλο, σχεδιασμένο από τον αδερφό μου, γράφει απλώς: «Γρηγορίου Ξενοπούλου – Διηγήματα- Σειρά Πρώτη». Από μέσα, πρώτα - πρώτα, η φωτογραφία μου με πανομοιότυπο της υπογραφής μου - η υπογραφή, μου είναι η ίδια σχεδόν με τη σημερινή, η φωτογραφία όμως, καμωμένη από ερασιτέχνη στο γραφείο μου, διαφέρει τόσο πολύ από την τελευταία μου! –
Σ’ άλλη σελίδα μόνη της, η δήλωση: «Του βιβλίου τούτου εξετυπώθησαν μόνον χίλια αντίτυπα ηριθμημένα» - αριθ. 796 γράφει το αντίτυπο που μου σώζεται - και κατόπι η συγκινητική αφιέρωση στη γυναίκα μου, με στίχους από το περίφημο σονέτο του Λασκαράτου στη δική του, έτσι:
«Στην Τίτα μου τ’ αφιερώνω,
γιατί τόσο την αισθάνομαι δική μου,
τόσο με την ψυχή μου ζυμωμένη,
που δεν ηξέρω μέσ’ στη διαλογή μου
πώς να την πω: γυναίκα μου ή ψυχή μου.
Την είπα συγκινητική αυτή την αφιέρωση, γιατί και σήμερα, μετά 40 χρόνια, την ίδια θα της έκανα. Κατόπι ένας πρόλογος, που θα τον ιδούμε παρακάτω -είναι πολύ χαρακτηριστικός - κατόπι μια σειρά από 17 διηγήματα, το γνωστό μας «Το παράθυρόν του» το πρώτο, «Η ζωή κι ο θάνατος της Αργυρούλας» το τελευταίο. Ο πίνακας των περιεχομένων και τέλος, οι δυο πρωτοφανείς για τον καιρό εκείνο, μα τόσο συνηθισμένες στα κατοπινά βιβλία σημειώσεις:
«Του βιβλίου τούτου ετελείωσεν η τύπωσις εις το Τυπογραφείον των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου εν Αθήναις, την 15 Ιουνίου 1901.
Συνθέτης: Κωνσταντίνος Κατσανδρής. Πιεστής: Karl Inderau. Δια την εικονογράφησιν συνειργάσθησαν: Στέφανος Ξενόπουλος, σχεδιαστής- Ορέστης Βασιλειάδης, ερασιτέχνης φωτογράφος- Ελευθέριος Καζάνης, τσιγκογράφος».
Είναι αφάνταστη, αλήθεια, η φροντίδα που κατέβαλα για την άρτια τυπογραφική εμφάνιση του πρώτου μου αυτού βιβλίου - πρώτου, γιατί τα προηγούμενα, εξαντλημένα κιόλα, δεν τα λογάριαζα πια- γι’ αυτό και δεν έβαλα καθόλου τον συνηθισμένο κατάλογο: « Έργα του ιδίου». Δεν το ήθελα «πολυτελές», σαν τον εικονογραφημένο «Λουκή Λάρα» του Βικέλα. Το ήθελα μόνο κομψό και σεμνά διακοσμημένο. Και το κατόρθωσα, προσέχοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Τυπώθηκε σε αρκετά καλό χαρτί, χοντρό, άσπρο - ματ, με στοιχεία των 10 Διδότου, που μόλις είχαν χυθεί και πρώτη φορά χρησιμοποιούνταν. Καθαρότατος λοιπόν ο τύπος, και λεπτές οι γραμμές, και λιγοστά τα τυπογραφικά κοσμήματα, κι ομοιομορφία στους τίτλους και στ ’ αρχικά κάθε διηγήματος. Επιμένω σ ’αυτά, γιατί ως τότε οι νεοελληνικές εκδόσεις, και πλούσιες όταν ήταν, δεν ήταν κι αυστηρά κομψές. Το βιβλίο μου, που φάνταξε σαν κάτι καινούργιο κι ασυνήθιστο στις ακαλαίσθητες βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, έδωσε ένα πρότυπο στις κατοπινές λογοτεχνικές εκδόσεις.
Αν έχετε τώρα την περιέργεια να μάθετε τι κόστιζε κείνο τον καιρό ένα βιβλίο από 176 μικρές σελίδες σε 1.000 αντίτυπα, ιδού ο λογαριασμός που τον αντιγράφω από ένα «εμπορικό μου κατάστιχο: Για χαρτί βιβλίου, αγγελίας και εξωφύλλου, δρ. 223. Για εικόνες - τσιγκογραφίες δρ. 30. Τυπωτικά δρ. 360. Ταχυδρομικά δρ. 360. Το όλον: δρ. 776 μόνον!
Ο επόμενος τόμος - Σειρά Δευτέρα - κόστισε κάτι λιγότερο: δρ. 640. Οι δυο μαζί, δρ. 1.416. Από συνδρομητές κι από τα βιβλιοπωλεία εισέπραξα δρ. 2.777. Ώστε από τα δυο βιβλία, είχα το αφάνταστο για την εποχή εκείνη κέρδος δρ. 1.361. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Άλλες 1.500 δρ. τουλάχιστο εισέπραξα τα επόμενα έτη, ωσότου σιγά - σιγά εξαντλήθηκαν οι δυο Σειρές. Την τρίτη πια την εξέδωσε ο Κολλάρος.
Ας δούμε τώρα τον Πρόλογό μου στην Πρώτη Σειρά των «Διηγημάτων» Είναι ντοκουμέντο για όσους ενδιαφέρει το έργο μου. Ενθουσιασμένος από το πλήθος των συνδρομητών που είχαν γίνει αυθόρμητοι στο βιβλίο μου, και παίρνοντας αφορμή από μια παρεξηγημένη μετάφραση του γερμανικού συγκριτικού επιθέτου volkstumlicher που μεταχειρίστηκε ο Δείτριχ σ’ ένα άρθρο του για μένα -ένας λόγιος στα «Παναθήναια» το μετάφρασε «λαϊκότερος», ενώ ο Δείτριχ εννοούσε εκεί «εθνικότερος, ελληνικότερος»- κηρύττομαι «λαϊκός» συγγραφέας και διαπιστώνω πως τα διηγήματά μου τα διαβάζει και τα χαίρεται ο κόσμος.
Γιατί με την απλή τους μορφή, είναι προσιτά από όλους, αδιάφορο αν το βαθύτερο νόημά τους, όταν έχουν, το καταλαβαίνουν λιγοστοί. Ένα διήγημά μου το διαβάζει και μια μοδιστρούλα με την ίδια ευχαρίστηση που το διαβάζει κι ο Παλαμάς, που μπορεί να εμπνευστεί απ’ αυτό κι ένα ποίημα, όπως από τον «Εσταυρωμένο Έρωτα». Από ένα διήγημά μου, και το πιο απρόσιτο ως βάθος, άλλος θα καταλάβει λιγότερα, άλλος περισσότερα και κάποιος - ο πιο εκλεκτός αναγνώστης – όλα. Όλοι όμως θα το γουστάρουν και θα διασκεδάσουν. Και επιλέγω: Αυτή είναι η τέχνη μου, η αισθητική μου, ή να πω καλύτερα η φύση μου, η ιδιοσυγκρασία μου, σ ’ αυτήν οφείλω κι εγώ, ας πω έτσι, την ισχύν μου. Στην αγάπην του κοινού».
Βλέπετε λοιπόν πως το ρητό μου «ισχύς μου η αγάπη του κοινού» από τότε χρονολογείται. Σ ’ αυτόν τον Πρόλογο, εδώ και 38 χρόνια, το πρωτοείπα. Και σ’ αυτόν καθόρισα την «αισθητική» μου, που δεν την άλλαξα ποτέ. Γιατί κι εγώ, σαν το Ζακυνθινό Γουζέλη, τον ποιητή του «Χάση», έγραψα, γράφω και θα γράφω μόνο «για ξεφάντωσιν των φίλων». Ο μόνος τρόπος για να γράφει κανένας καλά έργα, κι αριστουργήματα ακόμα, μου φαίνεται πως είν’ αυτός. Δεν ξέρω αν κανέν’ από τα δικά μου, που διασκεδάζουν σήμερα τον κόσμο, θα θεωρηθεί μετά εκατό χρόνια αριστούργημα. Ο «Χάσης» όμως του Γουζέλη θεωρήθηκε...
Ενδιαφέρει και μια σημείωση από τον Πρόλογό μου. Εκεί που λέω πως η έκδοση του βιβλίου μου υποστηρίχτηκε θερμά από το κοινό, υποσημειώνω: «Δια τους αμυήτους, οι οποίοι ήθελον εκπλαγεί ακούοντές με να ομιλώ περί θερμής υποστηρίξεως βιβλίου που εξεδόθη εις χίλια μόνον αντίτυπα, πληροφορώ ότι εις την Ελλάδα, ο αριθμός των αυθορμήτων αγοραστών ενός καθαρώς φιλολογικού - λογοτεχνικού - βιβλίου κυμαίνεται από 0-50. Εις την είσπραξιν αυτήν πρέπει να προστεθεί και ένας αρνητικός αριθμός - 100, αντιπροσωπεύων τα δωρεάν διδόμενα αντίτυπα».
Μάλιστα! αυτή ήταν, εκείνο τον καιρό, η κατάσταση. Και γι’ αυτό μπορώ να καυχώμαι πως εγώ - όπως πολλοί το ’χουν αναγνωρίσει - συνήθισα το κοινό να διαβάζει και, το κυριότερο, ν’ αγοράζει ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία.
Η πρώτη σειρά των «Διηγημάτων» μου, που κυκλοφόρησε σε χίλια αντίτυπα, ήταν η απαρχή μιας σειράς από βιβλία - διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα -που κυκλοφόρησαν σε δύο, σε τρεις, σε πέντε χιλιάδες αντίτυπα και πολλά έκαναν από τρεις και τέσσερις εκδόσεις. Κοντά στα δικά μου, και πολλών άλλων συγγραφέων λογοτεχνικά βιβλία.
Έτσι σιγά - σιγά δημιουργήθηκε «το κοινό που διαβάζει». Σήμερα, ο αρνητικός αριθμός - 100 μπορεί να μένει ο ίδιος - αν κι οι παλιοί συγγραφείς έπαψαν να χαρίζουν τόσο πολλά - ο θετικός όμως είναι πολύ - πολύ μεγαλύτερος.
Πριν μάλιστα από την «κρίση του βιβλίου», που την έφερε η γενική οικονομική κατάσταση, ο μέσος όρος ήταν 1000. Οποιοδήποτε βιβλίο γνωστού κάπως λογοτέχνη, χίλια αντίτυπα τα πουλούσε μες στο νερό.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939


«Με την αρχή του 20ου αιώνα, δυο πνευματικά ιδρύματα υποβοήθησαν σημαντικά την εξέλιξή μου, αλλά και την εξέλιξη της πνευματικής μας ζωής γενικά, ώστε να μπορούμε να πούμε πως άρχισε μια νέα εποχή για τα Γράμματα και το Θέατρο. Εννοώ τα «Παναθήναια» και τη «Νέα Σκηνή».
Ο Κίμων Μιχαηλίδης, από τη Σμύρνη, είχ’ έρθει στην Αθήνα κι εργαζόταν ως τραπεζιτικός υπάλληλος. Είχε όμως κλίση και στα γράμματα κι είχε εκδώσει ένα βιλιαράκι με σμυρνιώτικα πεζογραφήματα. Από το βιλιαράκι αυτό τον γνωρίσαμε οι λόγιοι και τον κάναμε παρέα. Ερχόταν μάλιστα και στου Σουρή, όπου ένα βράδυ μάλωσε με το Σπύρο Μερκούρη και τον προσκάλεσε μονομαχία. Γιατ’ ήταν και νταής, δεύτερο λόγο δε σήκωνε και συχνά απαντούσε με τα χέρια. Πολλούς, αλήθεια, καβγάδες έκαμε, και με λόγιους και με κοινούς θνητούς, μολονότι είχε καλή καρδιά και το μετάνιωνε όταν παραφερόταν από θυμό. Κι ήταν ένας ωραίος μελαρινός άντρας, ψηλός, στιβαρός, με γενάκια, που τραβούσε τις γυναίκες όπως - και περισσότερο ίσως -τον τραβούσαν εκείνες.
Τον είχαμε φίλο από τέσσερα-πέντε χρόνια, όταν παντρεύτηκε με μια κόρη του τραπεζίτη Εμπεδοκλή, την καλή Αλεξάνδρα. Και σε λίγο μαθαίναμε πως άφηνε την άλλη εργασία του για να ιδρύσει ένα λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό, με μεγάλα για την εποχή εκείνη κεφάλαια -έλεγαν πως διέθετε 50.000- και ν ’ αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις σ ’ αυτό. Η συγκίνηση στους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους ήταν ζωηρή. Από το 1895 μας έλειπε ένα περιοδικό σαν την παλιά «Εστία». Το Μιχαηλίδη τον ξέραμε για άνθρωπο με γούστο, είχε και χρήματα, ώστε μπορούσαμε να ’χουμε πεποίθηση πως θα έκανε κάτι καλό. Και πραγματικά, όταν τον Οκτώβρη του 1900 βγήκε το πρώτο τεύχος των «Παναθηναίων» -ο Καμπούρογλους είχε βάφτισε έτσι ωραία το νέο περιοδικό- είδαμε πως δεν είχαμε γελαστεί.
Απαράμιλλο σε τυπογραφική κομψότητα - οι Μάισνερ και Καργαδούρης το είχανε τυπώσει - καλλιτεχνικότατο στη διακόσμηση και εικονογράφηση - ο μεγάλος Γκύζης είχε κάνει τη σφραγίδα που φιγουράριζε στο σεμνό εξώφυλλο - το πρώτο αυτό τεύχος από 40 σελίδες - ποτέ ως τότε ελληνικό περιοδικό δεν είχε βγει τόσο πλούσιο και μεγάλο - άρχιζε με το «Μαγικό παλάτι» του Στρατήγη, που συμβόλιζε την ιδέα του πνευματικού ιδρύματος - σαν ένας πρόλογος, ένα πρόγραμμα - κι εξακολουθούσε με άρθρα, ποιήματα και διηγήματα του Ροΐδη, του Παπαδιαμάντη - «Όνειρο στο Κύμα» - του Καμπούρογλου, του Γεωργίου Σωτηριάδη, του Νιρβάνα, του Βίκτωρος Δούσμανη, του Αριστοτέλη Κουρτίδη, που ήταν κι ο επιμελητής της ύλης, και του ίδιου του Μιχαηλίδη - ένα διηγηματάκι.
Τέλος, στο «Δεκαπενθήμερον», γραμμένο από διάφορους, το πρώτο χρονογράφημά ήταν του Νικόλαου Επισκοπόπουλου. Και τα κομμάτια εκλεκτά, κι οι συνεργάτες, βλέπετε, ένας κι ένας. Και για πολλά χρόνια, έτσι πλούσια κι εκλεκτικά έβγαιναν τα «Παναθήναια». Το περιοδικό που έλειπε είχε ιδρυθεί.
Από τους πρώτους που ο Μιχαηλίδης ζήτησε συνεργασία ήμουν κι εγώ. Και του υποσχέθηκα ένα μεγάλο Διήγημα για το πρώτο τεύχος. ' Ηταν ο « Έρως Εσταυρωμένος», το δράμα της Στέλλας Βιολάντη.
Εκείνο τον καιρό, είχε συμβεί κάτι τέτοιο σ’ ένα αστικό αθηναίικο σπίτι: ψιθυριζόταν πως έν’ από τα κορίτσια αυτού του σπιτιού δεν πέθανε από αρρώστια, όπως είπαν, παρ ’ από την κακομεταχείριση που της έκαμαν οι γονείς της και τ’ αδέρφια της, επειδή επέμενε να πάρει κάποιον που αγαπούσε. Ήξερα πως στην Πάτρα, λίγο παλιότερα, έν’ άλλο δυστυχισμένο κορίτσι πέθανε φυλακισμένο, για την ίδια αιτία, στη σοφίτα του πατρικού σπιτιού.
Τέτοια, τον παλιό καιρό, ήταν συνηθισμένα και στη Ζάκυνθο. Υπήρχαν αστικά, κι αριστοκρατικά ακόμα σπίτια, που αν ένα ερωτευμένο κορίτσι, με κάποια θέληση, τολμούσε ν’ αντισταθεί στους γονείς που εννοούσαν να το παντρέψουν με άλλον, υπόφερε μαρτύρια...
Απ’ όλ’ αυτά, που μου τα θύμισε το περιστατικό που είπα, μου ήρθε η ιδέα να πλάσω μια ανάλογη ζακυνθινή ιστορία. Για το σκληρό η πατέρα, τον Παναγή Βιολάντη, είχα μοντέλο κάποιον ζακυνθινό που ήξερα. Και για τη μητέρα, την υποταγμένη τέλεια στη θέληση του αντρός της, και για την καλή θεία Νιόνια, και για τον κακό αδερφό, και για το δειλό κι άπιστο Χρηστάκη Ζαμάνο, βρήκα μοντέλα στις ζακυνθινές μου αναμνήσεις. Μόνο για το κορίτσι δεν είχα. Πως έπρεπε να είναι η ηρωίδα μου; Ποιον τύπο ταίριαζε να της δώσω;
Δυο - τρία χρόνια πρωτύτερα, είχα γνωρίσει, νεαρότατη τότε, τη ζωγράφο Σοφία Λασκαρίδου. Ήταν ωραιότατη κοπέλα, μαυρομάτα, ψηλή, λυγερή, κάτασπρη, που η φυσιογνωμία της μαρτυρούσε δύναμη, και πείσμα. Πήγαινα συχνά στο σπίτι της, στην Καλλιθέα, τριγύριζα μαζί της στον κήπο, προσέχοντας μην πατώ τις... αγκινάρες της, και τη θαύμαζα τόσο, σαν καλλιτέχνιδα και σα γυναίκα, που θα της έκανα και κόρτε αν δεν ήμουν ερωτευμένος με την Τίτα... Τον καιρό λοιπόν που σχέδιαζα τον «Εσταυρωμένο Έρωτα και ζητούσα μοντέλο για τη Στέλλα, φαντάστηκα πως αν η Σοφία Λασκαρίδου είχε έναν πατέρα σαν τον Παναγή Βιολάντη, έτσι δυνατά κι αυτή θα του αντιστεκόταν. Η Στέλλα μου έπρεπε να ’χει το εξωτερικό της Σοφίας Λασκαρίδου όταν ήταν είκοσι χρονών. Αυτό μόνο θα της ταίριαζε. Και χωρίς βέβαια να της ζητήσω την άδεια πήρα την αγαπητή μου φίλη για μοντέλο. Περιγράφοντας την ηρωίδα μου, τη Σοφία Λασκαρίδου είχα μπροστά μου.
Αυτή είναι η Στέλλα Βιολάντη. Κι όλη η συμπάθεια που δείχνω στην ηρωίδα μου αυτή, προέρχεται χωρίς άλλο από τη συμπάθεια που μου ενέπνεε τότε το μοντέλο μου.
Έτσι γράφτηκε ο «Έρως Εσταυρωμένος» μ' εξαιρετικό κέφι, που μου το ’δινε ακόμα κι η «ζύμωση» γύρω στο νέο περιοδικό. Έδωσα το χειρόγραφο στο Μιχαηλίδη, κι ο Κουρτίδης, σαν επιμελητής της ύλης το πήρε σπίτι του να το διαβάσει. Την άλλη μέρα το επέστρεψε εγκεκριμένο και σε μένα είπε πως του άρεσε πολύ. Αλλά δεν έμελλε να δημοσιευτεί στο πρώτο τεύχος των «Παναθηναίων», ούτε στο δεύτερο, ούτε στο τρίτο. Γιατί όταν το διάβασε ύστερα κι ο Μιχαηλίδης, δε βρήκε του γούστου του μερικές φράσεις, και μου απαίτησε να τις αλλάξω - θυμούμαι τώρα ένα «κάθησε στ ’ αυγά σου» που του φάνηκε... σόκιν! Έγινα έξω φρενών. Δεν εννοούσα επέμβαση στο κείμενό μου από κανένα. Ή θα δημοσιευόταν χωρίς ν ’ αλλαχτεί ούτε γιώτα, ή θα το ’παιρνα πίσω. Θύμωσε κι ο Μιχαηλίδης.
— Δεν είμαι κανένας λούστρος, μου είπε. Μπορώ κι εγώ, σα διευθυντής του περιοδικού μου, να έχω μια γνώμη και να κάμω μια παρατήρηση.
— Οι παρατηρήσεις σου είναι γελοίες, αντέταξα. Ένας Δροσίνης, όταν εργαζόμουν στην «Εστία», δε μου άλλαξε ποτέ το παραμικρό.
Στην οδό Φιλελλήνων, στο κομψό γραφείο των «Παναθηναίων», με τα ελληνικά έπιπλα που είχε κάνει ο Θωμόπουλος - καλλιτέχνης επιπλοποιός, αδερφός του ζωγράφου και γλύπτη - έγινε αυτή η βίαιη σκηνή. Κανένας δεν υποχωρούσε. Στο τέλος πήρα το χειρόγραφό κι έφυγα. Και το πρώτο τεύχος του περιοδικού βγήκε χωρίς τ ’όνομά μου.
Μου κακοφαινόταν πολύ, ζήλευα τους άλλους, το μετάνιωνα που είχα καταφέρει να μείνω απέξω, κι όταν έβλεπα μάλιστα τις φωτεινές ρεκλάμες, τη λέξη «Παναθήναια» να λάμπει στα τόξα της πλατείας του Συντάγματος και της οδού Σταδίου -πότε περιοδικό είχε βγει με τόση πομπή;- μου ’ρχόταν να γράψω του Μιχαηλίδη πως υποχωρώ. Τι, σπουδαίο ήταν ν ’ αλλαχτούν δύο-τρεις φράσεις; Το Παρίσι δεν άξιζε πάντα μια λειτουργία;... Μα δε μ ’ άφηνε να το κάμω το φιλότιμο. Ευτυχώς για μένα, φάνηκε υποχωρητικός ο Μιχαηλίδης. Μετά τέσσερις μήνες τα ξαναφτιάσαμε. Και στο τεύχος της 1ης Φεβρουάριου 1901 άρχισε η δημοσίευση του «Εσταυρωμένου Έρωτος», που τέλειωσε στο τεύχος της 1ης Μαρτίου.
'Ηξερα πως το νέο μου αυτό διήγημα, ανώτερο ανώτερο από όλα τα προηγούμενα, θα ’κανε και μεγαλύτερη εντύπωση.
Δε φανταζόμουν όμως πως θα ’κανε και τόση. Μόλις τέλειωσε η δημοσίευσή του στο περιοδικό, με γέμισε χαρά και περηφάνεια το ποίημα που μου έστειλε χειρόγραφο ο Παλαμάς: Στέλλα Βιολάντη - στον κ. Γρ. Ξενόπουλο, αφού διάβασα τον « Έρωτα Εσταυρωμένο»:
Ψυχή του θρήνου
του μαρτυρίου και της θυσίας,
Στέλλα Βιολάντη...
Το θεώρησα μεγάλο πράγμα να εμπνευστεί ποίημα από ένα πεζογράφημά μου ποιητής σαν τον Παλαμά. Και ποιος να μου ’λεγε τι απήχηση θα ’χε μια μέρα σ’ όλο τον Ελληνισμό, όταν θα το απάγγελνε, στην Αθήνα και στις περιοδείες της, η Μαρίκα Κοτοπούλη με την υπόκρουση του Καλομοίρη!... Έγραψα αμέσως στον ποιητή να τον ευχαριστήσω και να του ζητήσω την άδεια να βάλω το ποίημά του, σαν πρόλογο, όταν θα τύπωνα τον «Εσταυρωμένο Έρωτα». Μου την έδωσε. Και το 1903 το διήγημα ξανατυπώθηκε μαζί με άλλα στη Δεύτερη Σειρά των «Διηγημάτων» μου...»
.
ΚΙΜΩΝ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ(1864-1917): Από Σμύρνη, απόφοιτος της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης, αρχικά ασχολήθηκε με τα τραπεζικά. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και αφοσιώθηκε στην φιλολογία. Κατά το διάστημα 1900-1913 εξέδιδε το λογοτεχνικό περιοδικό Παναθήναια, στο οποίο δημοσίευε διηγήματα και κριτικές. Δημοσίευσε επίσης φιλολογικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και τα έργα: Σελίδες ημερολογίου (1891), Σαν ζωή και σαν παραμύθι (1907). Όταν το 1913 μεταβίβασε τα Παναθήναια στον Γεώργιο Βλάχο, ασχολήθηκε με την οργάνωση διαρκούς καλλιτεχνικής εκθέσεως.]
.
[ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ (1882 - 1965): Από την Αθήνα, τη Καλλιθέα.
Η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου Αθηνών το 1903, ύστερα από βασιλικό διάταγμα. Η μητέρα της, Αικατερίνη Λασκαρίδου-Χρηστομάνου το ίδρυσε το 1864 στην Καλλιθέα το ελληνικό παρθεναγωγείο, στο οποίο έλαβαν την πρώτη τους μόρφωση χιλιάδες Ελληνίδες].
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ
ΚΙΜΩΝ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ]





«Άλλη αφάνταστη τιμή:
Λίγες μέρες αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο, η «Ακρόπολις» δημοσίευε κύριο άρθρο του Γραβριηλίδη με τον τίτλο «Στέλλα Βιολάντη». Εκείνο τον καιρό, βλέπετε, και μια πολιτική εφημερίδα μπορούσε να δημοσιεύσει κύριο άρθρο για το λογοτεχνικό βιβλίο της ημέρας. Ήταν ενθουσιώδες. Ο Γαβριηλίδης, που είχε καθιερώσει ως τότε πολλούς, καθιέρωνε και μένα.
" Ό,τι είναι ο Παπαδιαμάντης για τη Σκίαθο κι ο Καρκαβίτσας για μερικά μέρη του Μωριά, είναι κι ο Ξενόπουλος για τη Ζάκυνθο. Τα διηγήματά του σα μελίχρυσα μαντολάτα από το υπέρπυρο νησί".
Από τη μέρα εκείνη ήμουν στην πρώτη γραμμή των Ελλήνων διηγηματογράφων. Από τη «Μαργαρίτα Στέφα», μέσα σ’ έξι χρόνια, είχα φτάσει στον «Εσταυρωμένο Έρωτα».
Η πρόοδος ήταν μεγάλη.
Κι η συνεργασία μου στα «Παναθήναια» εξακολούθησε. Έγινα ένας από τους ταχτικότερους και κυριότερους συνεργάτες του περιοδικού. Πόσο είν’ αλήθεια πως ένα καλό περιοδικό υποβοηθεί και προάγει την πνευματική κίνηση σ’έναν τόπο!
Για τα «Παναθήναια» ο Παπαδιαμάντης βάλθηκε να γράψει τη «Φόνισσα», που χωρίς αυτά δε θα το ’κανε ίσως ποτέ, κι εγώ αποφάσισα επιτέλους να παρουσιάσω την παλιά μου εκείνη ζακυνθινινή έμπνευση, τον «Κόκκινο Βράχο», το μυθιστόρημα της Φωτεινής Σάντρη.
Διαβάστηκε όσο κανέν’ άλλο λογοτέχνημα της εποχής, κι ο Αγαθοκλής Κωνσταντινίδης, ο μεταφραστής του «Κράτους του Ζόφου», έλεγε στο Χρηστομάνο πως ήταν το ωραιότερο πράγμα που διάβασε στη ζωή του. Το αναφέρω αυτό για να δείξω τι εντύπωση έκανε στους αναγνώστες του ο «Κόκκινος Βράχος», και να εξηγηθεί πως, όταν ο Αλέξανδρος Πάλλης ανέλαβε από ενθουσιασμό τα έξοδα να τον τυπώσω και σε βιβλίο, πρώτη έκδοση έγινε ανάρπαστη, και την ακολούθησαν άλλες πέντε, από τρεις χιλιάδες αντίτυπα καθεμιά. Κανένα ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο, εκτός βέβαια από τα λαϊκά, δεν είχε ως σήμερα τέτοια διάδοση.
Εκτός από τον «Εσταυρωμένο Έρωτα» και τον Κόκκινο Βράχο», δημοσιεύτηκαν στα «Παναθήναια» δύο ακόμη ανώτερα έργα μου, οι νουβέλες «Ο Κακός δρόμος» κι η «Αναθρεφτή», καθώς κι ολάκερη σειρά από μικρότερα διηγήματα, «Μελλοθάνατη» κλπ. Επίσης διάφορες μελέτες και κριτικές για βιβλία και θεατρικά έργα, αυτές ταχτικά.
Με τα «Παναθήναια» κυρίως πολέμησα και τις ακρότητες του ψυχαρισμού και καθόρισα πώς, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να διαμορφωθεί η νεοελληνική πεζογραφία. Στα ίδια συμπεράσματα είχε φτάσει κι ο Karl Krumbacher και στο περίφημο σύγγραμμά του «Το πρόβλημα της γραφομένης νεοελληνικής», στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου καθορίζει κι αυτός τι πρέπει να παραδεχτούμε και τι ν ’ απορρίψουμε από τον ψυχαρισμό, υποσημειώνει: «Είχα γράψει τ ’ ανωτέρω, όταν είδα πως τα ίδια γράφει κι ο Ξενόπουλος σένα άρθρο του στα «Παναθήναια».
Με τα «Παναθήναια» επίσης πρωτοπαρουσίασα τον ποιητή Καβάφη -το άρθρο εκείνο έχει μείνει ιστορικό-[Ένα άρθρο για το οποίο ο Ξενόπουλος και τι δεν άκουσε, αλλά που καθιέρωσε τον Καβάφη και που χωρίς αυτό ίσως σήμερα ο Καβάφης μας ήταν άγνωστος] κι εχαρακτήρισα όλους τους επιφανείς λογοτέχνες που έτυχε να εκλείψουν εκείνο τον καιρό, συνεχίζοντας τη σειρά που είχ’ αρχίσει στην «Εστία»: Το έργο του Ροΐδη, το έργο του Βερναρδάκη, το έργο του Παπαδιαμάντη κλπ. Φυλλομετρώντας κανένας τους ωραίους πράγματι τόμους των δέκα πρώτων ετών των «Παναθηναίων», βρίσκει μια μεγάλη και πολυποίκιλη εργασία δική μου, από τις καλύτερες που έκαμα στη ζωή μου.
Δυστυχώς δεν την εξακολούθησα ως το τέλος. Ξαφνικά ο ζήλος μου ψυχράθηκε από μια απογοήτευση που είχα εξαιτίας του Μιχαηλίδη. Δεν ξέρω πώς ήρθε να επιτρέψει, αυτός ο τόσο εκλεκτικός ως τότε σε δυο νεαρότατες κυρίες, να κάνουν στα «Παναθήναια» φιλολογική και θεατρική κριτική!
Οι αξιόλογες κυρίες, με την ιταμότητα της ηλικίας τους, αλλά και με την αμάθεια που τις έδερνε τότε - σήμερα, δεν ξέρω, μπορεί να έμαθαν μερικά στοιχειώδη πράγματα- δεν δίσταζαν να κακοποιούν τους πάντας και τα πάντα. Μια δυο - τρεις φορές που έλαβαν αφορμή από βιβλία θεατρικά μου έργα, και μένα τον ίδιο! Και καλά αυτές μπορεί να ξεχνούσαν τι μου χρωστούσε το περιοδικό όπου μ ’ έβριζαν, μα να το ξεχνά κι ο Μιχαηλίδης και τους το επιτρέπει;... Δυσαρεστήθηκα πολύ - ήμουν νέος ακόμα, σήμερα δε θα μ’ ένοιαζε - δεν ξανάδωσα τίποτα στα «Παναθήναια», και σένα χρονογράφημά μου στους «Καιρούς» - χρονογραφούσα ταχτικά σ’ αυτή την εφημερίδα που, μετά το θάνατο του Κανελλίδη, τη διεύθυνε ο Νικολόπουλος - έκαμα κάποιο υπαινιγμό για την κατάντια της κριτικής τους. Αυτό ήταν. Ο Μιχαηλίδης θύμωσε κι έν’ απόγεμα, στη «Νέα Σκηνή», μου μίλησε πολύ άσχημα, γιατί «επρόσβαλα τις συνεργάτριές του»· Σε λίγο, κατά τη συνήθειά του, ο καλός άνθρωπος το μετάνιωσε και δεν ήξερε πώς να μ ’εξευμενίσει.
Εύκολα εξευμενίστηκα. Αλλά ήταν αργά. Τα «Παναθήναια» δεν πήγαιναν πια καθόλου καλά. Ακόμα χειρότερα, σε μια επιχείρηση που έκαμε τότε ο Μιχαηλίδης, για να υποστηρίξει μιαν άλλη του φίλη: έχασε χιλιάδες. Έπειτ’ ήρθαν κι οι πόλεμοι, και το καλό περιοδικό αναγκάστηκε να σταματήσει. Ο Γιώργος Βλάχος δοκίμασε ύστερα να το αναστήσει, αλλά δεν το κατάφερε: ήταν πεσμένο στη συνείδηση του κόσμου, νεκρό.
Δεν μπορεί όμως ν ’ αρνηθεί κανένας πως, μετά την παλιά «Εστία», την άφθαστη υπήρξε το καλύτερο απ’ όσα βγήκαν ποτέ στην Ελλάδα, και πως στον καιρό του -και ορισμένως στα δέκα πρώτα χρόνια-επλήρωσε ένα σπουδαίο κενό και τόνωσε σημαντικά τη φιλολογική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
[ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Γ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ στο Περιοδικό «ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ», Η ΟΠΟΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΕ, ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ», τεύχος 36/ Φθινόπωρο 1993 ΕΔΩ: http://www.ekebi.gr/magazines/ShowImage.asp?file=27376...
]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο Κ.Π. Καβάφης καθ' οδόν
ΑΡΧΕΙΟ ΚΑΒΑΦΗ, ΙΔΡΥΜΑ ΩΝΑΣΗ]



«Το καλοκαίρι του 1906 είχα μια μεγάλη ευτυχία. Δεν ξέρω κι εγώ πώς το κατάφερα, με τις τόσες δουλειές που είχα πάντα στην Αθήνα - «Διάπλασι», «Παναθήναια», εφημερίδες, θέατρο, εκδόσεις βιβλίων, «Ημερολόγιο» Σκόκου - να πάρω την οικογένειά μου - τη γυναίκα μου δηλαδή και τα δυο μικρά μου κοριτσάκια με την νταντά τους - και τους πάω στη Ζάκυνθο να ξεκαλοκαιρέψουν στο πατρικό μου σπίτι. Δεν μπορούσα βέβαια να μείνω κι εγώ όλο το καλοκαίρι, έμεινα όμως καμιά βδομάδα όταν τους πήγα, κι άλλη μια όταν ξαναπήγα να τους πάρω.
Το ταξίδι αυτό είναι από τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής μου. Είχα να ιδώ την αγαπημένη μου πατρίδα τό το 1892, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Είχα φύγει τότε νέος είκοσι τεσσάρων χρονών και ξαναγύριζα άντρας σαραντάρης. Ήταν για μένα το καθαυτό «νόστιμον ήμαρ»[ημέρα της επανόδου, από τον Όμηρο], και μ ’ αυτό τον τίτλο έγραψα κατόπιν τις εντυπώσεις μου - από τις καλύτερες σελίδες που έγραψα ποτέ, και που έχω την ευτυχία να τις διαβάζουν σήμερα τα Ελληνόπουλα, γιατί σε πολλά «Νεοελληνικά Αναγνώσματα», στο γυμνάσιο, υπάρχει το «Νόστιμον ήμαρ».

Θυμάμαι ακόμα τη μεγάλη τρικυμία που είχαμε στον πηγαιμό με την «Πύλαρο» και που μ ’ έκαμε για μια στιγμή να φοβηθώ κανένα δυστύχημα. «Νe piu mai tocchero le sacre sponde Zacinto mia… » - «δε θ ’ αγγίξω πια τις ιερές ακτές, Ζακυνθέ μου...» έλεγα με το νου μου σαν τον πατριώτη μου Φώσκολο. Αλλ’όχι. Όπως και την πρώτη φορά που ταξίδεψα, μικρό παιδί, από την Πόλη στη Ζάκυνθο, η τρικυμία έπεσε και το βαπόρι μπήκε στο λιμάνι, πρωί, γαλήνιο και ηλιοφώτιστο.
Τι ωραία που μου παρουσιάστηκε η Ζάκυνθος. Ίδια κι απαράλλαχτη όπως την ήξερα, όπως την είχ’ αφήσει, με όλους τους μεγάλους σεισμούς που είχαν γίνει στο μεταξύ... [Αναφέρεται στους σεισμούς του 1893. Επακολούθησαν οι σεισμοί του 1912 και του 1953] .
Να κι η μητέρα μου. Με περιμένει εκεί στην αποβάθρα, γιατί από το φοβερό της εκείνο ταξίδι, όταν ερχόμαστε από την Πόλη, δεν μπαίνει σε βάρκα και βαπόρι. Αλλ’ αυτή δεν είναι όπως την άφησα. Έχει γεράσει, έχει κυρτωθεί, έχει χηρέψει, φορεί μαύρα. Και καθώς τη βλέπω εκεί, ορθή, στηριγμένη σε μια από τις κολονίτσες της αποβάθρας, να κοιτάζει με αγωνία προ το βαπόρι, έχω την εντύπωση πως με περιμένει στην ίδια θέση, στην ίδια στάση, από δεκαπέντε ολάκερα · χρόνια!
Αλλ ’ αν από μακριά όλα μου φαίνονταν αναλλοίωτικα από κοντά βλέπω τις καταστροφές του χρόνου και ιοί σεισμού. Το πατρικό μου σπίτι δεν είναι πια το ίδιο. Είχε γκρεμιστεί από πάνω και το διόρθωσαν, μα όχι με τόση προσοχή, και τ’ ωραίο του «φροντάλε» παραμορφώθηκε. Πολλά άλλα σπίτια είδα στην πόλη έτσι κακό διορθωμένα, παραμορφωμένα, άλλα γκρεμισμένα ακόμη, με το υλικό συσσωρευμένο μέσα στους μισοπεσμένους τοίχους γύρω στο οικόπεδο - όπως το σπίτι του Σολωμού- κι εδώ κι εκεί, τις άθλιες παράγκες και καλύβια που είχαν χτίσει οι άστεγοι με κάθε λογής υλικό, ακόμα και με τενεκέδες πετρελαίου.
Αλλά το θλιβερότερο ήταν τα πανύψηλα άλλοτε καμπαναριά της παλιάς πόλης, που οι σεισμοί της παλιάς πόλης τα είχαν κουτσουρέψει κι οι άνθρωποι τα ’χαν... μασκαρέψει. Το αραιότατο εκείνο καμπαναριό των Αγίων Πάντων, ο κομψός πύργος με τον τρούλο και το διπλό εξώστη ολόγυρα, χάρμα οφθαλμών, ήταν τώρα κομμένο στη μέση -ως εκεί δηλαδή που τ ’ άφησε ο σεισμός - ένα κοντόχοντρο καμπαναριό χωρίς αναλογία και ρυθμό. Κι ο άλλος γίγαντας, το καμπαναριό του Αγίου Διονυσίου, ίδιο το «καμπανίλε» του Αγίου Μάρκου της Βενετίας με την πυραμίδα στην κορφή, παρουσίαζε τώρα έναν τραγέλαφο, γιατί ναι μεν το είχαν ανοικοδομήσει στην παλιά του βάση το ίδιο ψηλό, αλλά στην κορφή του, αντί για την πυραμίδα που απαιτούσε ο ρυθμός του, έβαλαν τρούλο!
Τα άψυχα όλα, που τα’ βλεπα έτσι αλλαγμένα, μου έδιναν την εντύπωση πως δε βρισκόμουν στη Ζάκυνθο που ήξερα. Και μόνο δυο δέντρα στο δρόμο του Ψηλώματος, στην ξώπορτα ενός περιβολιού, γνώριμα κι αναλλοίωτα, μ’ έκαμαν να ξαναϊδώ επιτέλους, γνώριμη κι αναλλοίωτη και τη Ζάκυνθο όλη. Το ίδιο μου χρειάστηκε πολύ για να συνηθίσω και ν’ αναγνωρίσω και τα πρόσωπα, «κάτω από τη μάσκα που τους είχε βάλει ο χρόνος», όπως μου είπε τότε ένας γηραιός φίλος. Μα βέβαια, όλοι εκείνοι που τους είχα αφήσει άντρες, μεσόκοπους, ήταν τώρα γέροι: Ο Τρίκαρδος, ο Τζώρτζης, ο Καρβελλάς, ο Σφήκας, ο Αντρέας ο Μαρτζώκης... Έβλεπα νέους που δεν τους γνώριζα καθόλου, γιατί τους είχα αφήσει παιδιά. Και τα ωραία κορίτσια που θυμόμουν, τα μεγάλα, τα ξανάβλεπα - αλίμονο! - γυναίκες με γκρίζα μαλλιά...
Στο σπίτι μας, ο πατέρας μου, υπέργηρος, είχε πεθάνει προ δύο - τριών ετών. «Του πατέρα σου όταν έλθεις δεν θα βρεις παρά τον τάφο», έγραφε στο φίλο του ο Σολωμός. Έτσι κι εγώ μόνο τον τάφο του πατέρα μου βρήκα στο ζακυνθινό κοιμητήρι. Κι έκλαψα από πάνω του περισσότερο παρά την ημέρα που έλαβα στην Αθήνα το πένθιμο τηλεγράφημα του Αμπελορράβδη. Η γυναίκα μου ήταν ετοιμόγεννη και δεν μπορούσα να την αφήσω. Έτσι δεν παραστάθηκα στην κηδεία του πατέρα μου. Γι’ αυτό στον τάφο του έκλαιγα κι από τύψη...
Η μητέρα μου, καθώς είπα, είχε γεράσει, διατηρούν όμως ακμαίες και τις σωματικές της δυνάμεις και τις πνευματικές. Εκείνη τώρα κρατούσε το σπίτι, με τα χρήματα που της έστελνα κάθε βδομάδα με ταχυδρομική, επιταγή στ’ όνομά της. Γιατί ο θείος μου δεν είχε πια μαγαζί, είχε πέσει κιόλα κάποτε κι εξαρθρώσει το γοφό του, κι έτσι έμενε διαρκώς στο σπίτι, στην κάμαρά του με το ψηλό παράθυρο προς τη θάλασσα, πότε στο κρεβάτι και πότε στην πολυθρόνα... Από τις τρεις αδερφές μου η Όλγα ήταν παντρεμένη στο Κάιρο, η Αικατερίνη, η αγαπημένη μου, η «Αδελφούλα» μου, έπασχε από λυπομανία κι ήταν σχεδόν άχρηστη, κι η μικρότερη, η Χαρίκλεια, ήταν ακόμα ανήλικη. Γι’ αυτό η καημένη η μητέρα μου, με μια γριά υπηρέτρια, είχε όλα τα βάρη, του σπιτιού. Αλλ’ αυτό δεν την εμπόδιζε να μου γράφει ταχτικά, κάθε βδομάδα, μεγάλα κι ωραιότατα γράμματά της. Κι επειδή εγώ δεν ευκαιρούσα να της γράφω συχνά, της έστελνα τα χρήματα κάθε βδομάδα, κι όχι κάθε μήνα ή κάθε δεκαπέντε, για ν ’ αναπληρώνει το γράμμα τουλάχιστο η επιταγή.
Καμιά φορά, με τις σκοτούρες μου, ξεχνούσα να στείλω την επιταγή στη μέρα της, και όταν ξαφνικά το θυμόμουν, έκανα σαν τρελός, να τρέξω στο ταχυδρομώ να στείλω τηλεγραφική, να προφτάσει, μην έμενε η μητέρα μου χωρίς λεφτά. Κάποτε μάλιστα ούτε η τηλεγραφική επιταγή δεν πρόφταινε κι η μητέρα μου μου έγραφε: « Άργησες αυτή τη φορά να μου στείλεις κι αναγκάστηκα να δανειστώ από τον Δασκαλάκη» - ήταν ένας καλός γείτονάς μας, ταβερνιάρης, εκείνος που είχε υψώσει, αν θυμάστε, το σπίτι του και μας έκλεισε το παράθυρο της σκάλας. Και στενοχωριόμουν, και αγωνιούσα, προπάντων όταν έπρεπε να βρω και λεφτά - πράγμα που, τα πρώρα δύσκολα χρόνια, δε συνέβαινε σπάνια... Λοιπόν, και σήμερα ακόμα, το κακό μου όνειρο, ο εφιάλτης μου, είναι αυτός. Κάθε τόσο βλέπω στον ύπνο μου πως η μητέρα μου ζει ακόμα, κι είναι στη Ζάκυνθο ολομόναχη, και πρέπει να της στείλω λεφτά, και το ’χω ξεχάσει, κι έχω αφήσει να περάσουν βδομάδες, μήνες, χωρίς να της στείλω, και δεν έχω ειδήσεις της, και δεν ξέρω αν ο Δασκαλάκης ή άλλος της έδινε για να τρώει, ή αν την άφησε να πεθάνει της πείνας. Τι αγωνία, Θεέ μου, στον ύπνο μου και τι ανακούφιση όταν ξυπνώ - και συνήθως με σκουντάει η γυναίκα μου, γιατί βογκάω κιόλα - και βλέπω πως ήταν όνειρο.
Φυσικά, αφού τριάντα πέντε ολάκερα χρόνια είχα την αγωνιώδη φροντίδα να διατηρώ το πατρικό μου σπίτι στη Ζάκυνθο. Μόνο τελευταία, αφού πέθαναν πια κι ο θείος μου, κι η μητέρα μου κι η άρρωστη αδερφή, η άλλη, η Χαρίκλεια, που έμενε μόνη, αναγκάστηκε να το διαλύσει, να το νοικιάσει και, παίρνοντας τα οικογενειακά «κειμήλια» - με αυτά και τη θαυματουργή εικόνα της Αγίας Παρασκευής - ήρθε στην Αθήνα να ζήσει κοντά μας.
Αλλά το καλοκαίρι του 1906, το σπίτι κρατιόταν ακόμα όπως σχεδόν το είχ’ αφήσει. Ξανακοιμήθηκα στην καμαρούλα μου, ξαναπήρα το πρωινό μου γάλα στο περιβόλι, ξανάφαγα στην τραπεζαρία τα καλοθύμητα πολίτικα φαγιά της μητέρας μου, ξαναδέχτηκα τους παλιούς μου φίλους στην καλοβαλμένη πάντα σάλα, ξανάγραψα στο σαλονάκι, στο γραφείο της μητέρας μου, και ξαναβρήκα τα βιβλία μου και τα παλιά μου χαρτιά... Το πένθος για τον πατέρα μου ήταν πρόσφατο. Αλλά η χαρά της μητέρας μου ήταν τόση που με ξανάβλεπε ύστερ’ από τόσα χρόνια κι εγνώριζε και τις άλλες δυο εγγονούλες της - την άλλη, από την πρώτη μου γυναίκα, την είχε γνωρίσει όταν, μετά το διαζύγιο, ο Διογενίδης είχε πάει νομάρχης στη Ζάκυνθο - ώστε κι εγώ δεν αισθανόμουν παρά χαρά. Κι οι λίγες μέρες που έμεινα τότε στην πατρίδα μου, στην αρχή και στο τέλος του καλοκαιριού, πέρασαν σαν ένα ωραίο όνειρο.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[Στις 17η Απριλίου 1893 σεισμική δόνηση (Μ=6,4) προκάλεσε πολλές καταστροφές στην πόλη της Ζακύνθου.
Τα χωριά Κερί, Γαϊτάνι, Λιθακιά, Επισκοπιανή και Αγαλάς καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Από τα 4500 σπίτια, τα 2000 καταστράφηκαν, ενώ τα 1700 υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Κοντά στο χωριό Αγαλάς έγιναν καταρρεύσεις βράχων.
Ο σεισμός έγινε αισθητός και στην Πάτρα, Πύργο, Μεσολόγγι, Στροφάδες και Κέρκυρα. Οι σεισμικές δονήσεις στην περιοχή είχαν ξεκινήσει από τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν μέχρι και τον Μάιο.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Η Ζάκυνθος σεισμόπληκτη στους σεισμούς του 1893. Αρχείο ΙΩΑΝΝΗ ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΥ] 



ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Η «ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ»
.
«Λίγο πριν από τα 1900, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος είχε γυρίσει από τη Γερμανία, όπου είχε γίνει γνωστότατος με το «Βιβλίο της Αυτοκρατόρισσας Ελισάβετ», τη «Σταχτιά γυναίκα» και τα «Ορφικά Τραγούδια», σε μια γερμανική γλώσσα τόσο ωραία, που τη ζήλευαν και οι Γερμανοί. Είχε φέρει μάλιστα και το πρώτο αυτοκίνητο - ένα μικρό πρωτόγονο -που το διεύθυνε ο ίδιος, έχοντας συχνά στο πλευρό του την ωραία πρωτεξαδέρφη του, τη Σοφία Λασκαρίδου- η μητέρα της, η σοφή Αικατερίνη Λασκαρίδου, ήταν αδερφή του πατέρα του, του μεγάλου χημικού Αναστασίου Χρηστομάνου.
Από τους εδώ λόγιους τον γνώριζε και τον πλησίαζε μόνο ο Καμπούρογλους. Και απ’ αυτόν έμαθα πως ο Χρηστομάνος μελετούσε την ίδρυση ενός θεάτρου, με το σκοπό ν ’ ανακαινίσει και να προαγάγει τη θεατρική τέχνη στην Ελλάδα. Πραγματικά, το Φεβρουάριο του 1901. μας προσκάλεσε στο θέατρο του Διονύσου – ήμαστε καμιά δεκαριά λόγιοι της εκλογής του- μας έβγαλε έναν θαυμάσιο λόγο, εκήρυξε ιδρυμένη από κείνον κι' εμάς, τη «Νέα Σκηνή» -κι αυτό το ίδρυμα ο Καμπούρογλου, αν δε σφάλλω, το βάφτισε- και μας έβαλε να υπογράψουμε σ’ ένα πολυτελές λεύκωμα το σχετικό πρακτικό.
Τι έγινε κατόπι, πώς δηλαδή ο Χρηστομάνος την προκαταρκτική εργασία πρώτα με όλους μας, η στον καθένα έδωσε κι από ένα οφίκιο - εγώ π.χ. ο «Γενικός Γραμματεύς» της «Νέας Σκηνής» - πώς εσχόλασε ύστερα όλους για να μείνει μόνος και ανεμπόδιστος, πώς έκαμε την πρώτη εμφάνιση του θιάσου του από νέους ερασιτέχνες, τους περίφημους «μύστες» που τους είχε γυμνάσει αυτός, και πώς βρέθηκε άνθρωπος να του χτίσει εξαρχής το παλιό θέατρο της Ομόνοια θερινό πάντα - για να εγκαταστήσει το θίασό του ν’ αρχίσει ταχτική εργασία - αυτά όλα δε χρειάζονται να τα εξιστορήσω εδώ. Άλλωστε τα εξιστόρησα μια διάλεξη που έκαμα στην ίδια «Νέα Σκηνή», μετά το θάνατο του ιδρυτή της. Και θα περιοριστώ δικά μου.
Πρέπει να πω ευθύς εξαρχής, πως ο θαυμασμός μου στο Χρηστομάνο ήταν απεριόριστος, κι όχι μόνο στον πνευματικό άνθρωπο, το συγγραφέα, τον ποιητή, αλλά κυρίως στο διευθυντή και τον εμψυχωτή του θεάτρου του. Γιατί τον είχα παρακολουθήσει στην πολύμηνη προκαταρκτική εργασία, κι είχα ιδεί πως δεν υπήρχε κανένας ικανότερος, ειδικότερος από αυτόν, να διδάσκει, να πλάθει, νέους ηθοποιούς. Ο Λεκατσάς, ο μόνος που ήξερα ως τότε, ωχριούσε μπροστά του. Ο Χρηστομάνος ήταν και τέλειος ηθοποιός. Και μετά τη θεωρητική να πούμε διδασκαλία, μετά την ανάλυση του ρόλου, την απαράμιλλη, μπορούσε να τον παίζει ο ίδιος στην εντέλεια ώστε ο «μύστης» να μην έχει παρά να τον αντιγράφει.
Εκτός απ’ αυτό, το τόσο σπουδαίο για την κατάρτιση και την εναρμόνιση του συνόλου του, είχε και την τύχη να του πέσουν στα χέρια μεγάλα ταλέντα. Κι αρκούμαι ν’ αναφέρω την Ειμαρμένη Ξανθάκη και την Κυβέλη Αδριανού[Μετέπειτα σύζυγο Γ. Παπανδρέου]. Έτσι είχα την πεποίθηση πως η προσπάθεια του Χρηστομάνου θ’ ανακαίνιζε πραγματικά τη θεατρική σκηνή, και με αληθινή συγκίνηση, ένα γλυκό καλοκαιρινό βράδυ, είδα για πρώτη φορά από την οδό Σταδίου, να λάμπει το φωτεινό εκείνο άστρο στη στέγη του νέου ιδρύματος. Ήταν το βράδυ που η «Νέα Σκηνή» θα έκανε την πρώτη της εμφάνιση με την «Αρλεζιάνα» του Ντωντέ. Και πρωτύτερα βέβαια είχε δώσει μερικές σημαντικές παραστάσεις σε διάφορα θέατρα, αλλά ήταν έκτακτες και σχεδόν δοκιμαστικές· από το βράδυ εκείνο άρχιζαν οι ταχτικές.
Είναι περίεργο μ ’ αληθινό: το αθηναϊκό κοινό δεν έδειξε εξαρχής το μεγάλο ενθουσιασμό που περιμέναμε όλοι. Θα ’λεγες πως το εξένιζε το ασυνήθιστο, το νέο, η τάξη, η ευπρέπεια, η κομψότητα κι αυτή ακόμα η πολυτέλεια. Το θυμούμαι καλά: Σε κάποια πρεμιέρα, που, ύστερα από ένα μεγάλο κάπως διάλειμμα, άνοιξε η αυλαία και παρουσιάστηκε ένα θαυμάσιο μοντέρνο σαλόνι, ο κόσμος το υποδέχτηκε με ειρωνικά «ω! ω! ω!». Σα να έλεγε: «Ωχ, αδερφέ! έπρεπε να περιμένουμε μισή ώρα για να ιδούμε ένα μοντέρνο σαλόνι; Αμ αυτά τα βλέπουμε και στα σπίτια μας. Στο θέατρο θέλουμε μικρά διαλείμματα και κουρέλια. Έτσι είμαστε συνηθισμένοι. Εσύ τώρα θα μας αλλάξεις;»
Τελοσπάντων, οι παραστάσεις της «Νέας Σκηνής», το καλοκαίρι εκείνο, δεν πήγαιναν καλά. Στο ταμείο, τα μουστάκια του Παπαρρόγα ήταν διαρκώς πεσμένα -γιατί ο Χρηστομάνος είχε παρατηρήσει πως μόνο όταν πουλούσε πολλά εισιτήρια, ο ταμίας σήκωνε θριαμβευτικά τα μουστάκια του. Ένα βράδυ, μάλιστα, που τον ρώτησε απέξω «πώς πάμε;» κι εκείνος του έγνεψε τίποτα, ο Χρηστομάνος μπήκε με θυμό στο ταμείο, άρπαξε τα μουστάκια του ταμία και του τα σήκωσε... δια της βίας.
Μόνο οι πρεμιέρες είχαν αρκετό κόσμο -στις άλλες παραστάσεις οι θεατές ήταν μετρημένοι- κι αληθινά, σου έκανε λύπη να βλέπεις σχεδόν άδειο το κομψό θεατράκι, με τους κομψούς πάγκους και τα κομψά μαξιλαράκια τους, που είχαν, σε σταχτί φόντο, το σύμπλεγμα Ν. Σ. γαλάζιο και κόκκινο...
Αλλά κείνο τον καιρό καλαίσθητοι και φιλοπρόοδοι Αθηναίοι ήταν λίγοι για αυτό δεν είχε πολλούς θιασώτες και ταχτικούς πελάτες η «Νέα Σκηνή». Κι επειδή στην αρχή το δραματολόγιό της ήταν όλο ξένα έργα, ο Χρηστομάνος απέδωσε σ’ αυτό την αδιαφορία του κοινού και σκέφτηκε -σανίδα σωτηρία να δοκιμάσει και τα ελληνικά.
Του σύστησαν τον «Τρίτο» μου, που τον είχε πρωτοπαίξει, για μια μόνο βραδιά, ο Λεκατσάς. Είχε απρόοπτη επιτυχία στη «Νέα Σκηνή», διδαγμένος και σκηνοθετημένος από το Χρηστομάνο. Ο «Τρίτος» έγινε αφορμή να με αντιπαθήσει, στην αρχή του σταδίου της, η νεαρότατη Κυβέλη. Γιατί αυτή επιθυμούσε να παίξει την Κάκια, κι ο Χρηστομάνος, που ήθελε να δώσει το ρόλο στην Ειμαρμένη Ξανθάκη, της είπε πως «αυτή» προτιμά ο συγγραφεύς», ενώ εγώ στη διανομή δεν είχα ανακατευτεί καθόλου. Η αντιπάθεια αυτή, από ένα ψέμα του Χρηστομάνου, διατηρήθηκε στην ψυχή της Κυβέλης για πάντα. Ήταν αδύνατο να συχωρέσει το συγγραφέα που προτίμησε τάχα την αντίζηλό της. Και πότε η αντιπάθειά της ανέβαινε στην επιφάνεια, για να μου ψήσει το ψάρι στα χείλη, πότε κρυβόταν στα βάθη, κατά τις περιστάσεις.
Και τούτο ακόμα: Η πρώτη φορά στη ζωή μου που βγήκα στη σκηνή, καλούμενος από το κοινό, ήταν σ ’ αυτή την πρεμιέρα του «Τρίτου». Κι είχα την ίδια αίσθηση που είχα κι όταν βγήκα για να κάμω τη διάλεξή μου στην παράσταση των «Βρυκολάκων» του Ίψεν: τα σανίδια χόρευαν, έφευγαν κάτω από τα πόδια μου, σα να περπατούσα σε κατάστρωμα πλοίου...
Η επιτυχία του «Τρίτου», ύστερ’ από τόσα χρόνια που είχα να γράψω θεατρικό έργο -η «Κωμωδία του θανάτου», 1896, ήταν το τελευταίο μου- μ’ έκανε να ξαναδοκιμάσω. Αλλά προπάντων μ ’ενέπνεε η «Νέα Σκηνή».
Από τότε που ο Χρηστομάνος, στο θέατρο του Διονύσου, μας ζήτησε κι έργα για το ίδρυμά του, λογάριαζα να γράψω κάτι που να μη μοιάζει με τ’ άλλα. Και δε βρήκα καλύτερο, παρά να δραματοποιήσω ένα μικρό διήγημα, το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας».
Η μητέρα μου είχε μάθει από την πεθερά της να κάνει μια σκόνη για τη «θέλα» των ματιών και την όρκισε να τη δίνει πάντα χάρισμα, για την ψυχή της. Για πολλά χρόνια, η μητέρα μου κράτησε τον όρκο της και, μικρός, τη θυμούμαι να κοπανίζει σουπιοκόκαλα που τα φύλαγε ξεπίτηδες, και ν’ ανακατεύει τη σκόνη τους με ψιλή ζάχαρη, κάνοντας, ή αφήνοντας να πιστεύεται, πως πρόσθετε στο μίγμα και κάτι άλλο κρυφό -το «μυστικό» της- ενώ, καθώς μου φανέρωσε αργότερα, τα μόνα συστατικά του γιατρικού ήταν το σουπιοκόκαλο κι η ζάχαρη. Θυμούμαι επίσης που έρχονταν στο σπίτι άρρωστοι -παιδιά συνήθως, που τα μάτια τους ήταν παραμορφωμένα από μια ασπρογάλαζη κηλίδα- και τους έδινε τη σκόνη, αφού τους έδειχνε η ίδια τη χρήση της, μα ποτέ δε δεχόταν, όχι χρήματα, μα ούτε τα δώρα που της έστελναν. «Το κάνω για ψυχικό», έλεγε. Πώς, τώρα, έπαψε στο τέλος να κάνει τη σκόνη της και σε καμιά νύφη της δε νοιάστηκε να φανερώσει το μυστικό της, για να μείνει στην οικογένεια, δεν το εξέτασα ποτέ.
Υποθέτω μόνο πως, σαν έξυπνη και γραμματισμένη γυναίκα, η μητέρα μου θα κατάλαβε -μπορεί να ρώτησε και κανένα γιατρό- πως το γιατρικό της δεν ήταν παρά ένα «γιατροσόφι» χωρίς αξία, και το παράτησε, βέβαιη πως ο Θεός θα τη συχωρούσε για την αθέτηση ενός όρκου, που η τήρησή του, κι αν δεν έβλαφτε τον κόσμο, σίγουρα δεν τον ωφελούσε.
Αυτή μόνο τη βάση είχα. Όλα όσα βάζω στο διήγημα και στο δράμα, είναι φαντασία. Αλλά νομίζω πως η ιστορία πλάστηκε καλά.
Η πρεμιέρα δόθηκε στις 30 Ιουλίου 1904. Το θεατράκι ήταν γεμάτο ασφυκτικά. Στα πρώτα καθίσματα ο πρωθυπουργός Θεοτόκης με το Ριχάρδο Λιβαθηνόπουλο και το Λομπάρδο -το νέο, ο γέρος δεν υπήρχε πια[Κωνσταντίνος Λομβάρδος-Αργασάρης, ανιψιός και διάδοχος του Κ. Λομβάρδου]- ο Βικέλας, ο Κακλαμάνος. Η πρώτη πράξη άρεσε. Αλλά η δεύτερη πράξη εκούρασε και περισσότερο η τρίτη. Η αυλαία έπεσε με λίγα τυπικά χειροκροτήματα. Εγώ, κρυμμένος όλη την ώρα στα παρασκήνια, μόνο στο πρώτο διάλειμμα ανέβηκαν μερικοί φίλοι να με συγχαρούν - δεν ήξερα πώς να φύγω. Πέρασα μια άσχημη νύχτα από τη λύπη μου. Το πρωί, ήρθε στο σπίτι μου ο Παπαγεωργίου με το χειρόγραφο του υποβολείου. Το έστελνε ο Μαρκέλλος, ο διευθυντής της σκηνής - αντικαθιστούσε τον άρρωστο Χρηστομάνο - να «κόψουμε· μερικά μέρη, για ν ’ αλαφρώσει το έργο και να μην κουράζω τόσο. Έτσι γίνεται ύστερ ’ από κάθε αποτυχία, νομίζουν πως το έργο έπεσε επειδή ήταν μακρύ. Στις εφημερίδες και τα περιοδικά, το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας», το αποτυχημένο για τον κόσμο, είχε κάνει πολλούς θιασώτες. Και πρώτο - πρώτο τον Κακλαμάνο, που δημοσίευσε στο «'Αστυ» το πιο ενθουσιώδες άρθρο που μπορούσα να φανταστώ. Το έργο μου αυτό, έγραφε, εγκανίαζε μια καινούργια εποχή για το ελληνικό θέατρο. 'Ο,τι έκαμε στην Αγγλία ο Πινέρο με τη «Δεύτερη σύζυγο του κ. Τακεράυ», το έκανα κι εγώ στην Ελλάδα με το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας»: εκεί που επικρατούσαν ως τότε οι ψυχρές αρχαιοπρεπείς τραγωδίες, «πετούσα στη σκηνή ένα ζεστό κομμάτι ζωής».
Ο ίδιος ο Λάσκαρης, ο «εχθρός» μου, έγραψε στην «Εστία» πως η πρώτη πράξη ήταν «αληθινό καλλιτέχνημα, αριστούργημα, αντάξιο της γραφίδος του αγαπητού συγγραφέως», και πως αν έβαζα σ’ αυτήν συντόμως όσα συμβαίνουν στη δεύτερη και στην τρίτη, θα έκανα ένα πρώτης τάξεως... μονόπρακτο! Κι από τις άλλες κριτικές τι παράξενο!- καμιά δεν ήταν δυσμενής, καμιά δε μιλούσε γι’ αποτυχία. Τόσο, που άρχισα να νομίζω πως τη νύχτα της πρεμιέρας είχα ιδεί ένα κακό όνειρο και πως το έργο μου είχε θριαμβεύσει!
Η αλήθεια είναι πως δεν είχε παρά μια μεγάλη επιτυχία εκτιμήσεως, «success d’ estime. Το εξετίμησαν πολύ όσοι μπόρεσαν να το καταλάβουν. Μετά δεκατέσσερα χρόνια -1918- η Μαρίκα Κοτοπούλη μου εζήτησε «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας», που της το είχαν επαινέσει πολύ, για να το διαβάσει. Το διασκεύασα ελαφρά και της το έδωσα. Το διάβασε και της άρεσε. Και τη Δευτέρα, 27 Αυγούστου, το επανέλαβε στο ίδιο κείνο θεατράκι της Ομόνοιας όπου είχε πρωτοπαιχτεί.
Α, είχε πολύ καλή επιτυχί α το 1918! Οι νέοι προπάντων -τα παιδιά εκείνων που το είχαν δεχτεί τόσο ψυχρά προ δεκατεσσάρων ετών- το χειροκρότησαν ζωηρότατα. Άλλοι, νεότεροι κριτικοί, έγραψαν με τον ίδιο ενθουσιασμό των παλιών. Κι ο Μελάς ο ίδιος, αντίζηλος τότε ακόμα, έγραψε ένα άρθρο που άρχιζε με το παροιμιώδες: «Αυτή τη φορά, ο κ. Ξενόπουλος παρ’ ολίγο να γράψει ένα έργο». Κι όμως είχε ιδεί τόσο καλά πως το έργο, ούτε παρ’ ολίγο, ούτε παρά πολύ, ήταν γραμμένο τελειωτικά!...
Λίγα χρόνια κατόπι, ο μεγάλος ιδρυτής της «Νέας Σκηνής» -αφού τύπωσε σ ’ ελληνική θαυμάσια μετάφραση το «Βιβλίο της Αυτοκρατόρισσας» και το έξοχο αθηναϊκό μυθιστόρημά του «Η κερένια κούκλα»- πέθανε νέος, κουρασμένος, εξαντλημένος οικονομικά -τη μικρή του περιουσία την είχε θυσιάσει για το θέατρό του- και βαθιά απογοητευμένος. Ήταν η μοίρα των ανθρώπων που, στη μισοβάρβαρη ακόμα Ελλάδα, δοκίμαζαν να κάμουν κάτι καλό.»
.
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΜΑΝΟΣ (1867-1911): Θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και ποιητής, καθώς και ο ιδρυτής της Νέας Σκηνής. Από το Μελένικο της Μακεδονίας/
Σε ηλικία 4 χρονών, το 1871 υπέστη ένα μοιραίο για την αρτιμέλεια και την γενικότερη υγεία του ατύχημα, καθώς έπεσε από τις σκάλες της ταράτσας - από αμέλεια της υπηρέτριας που τον πρόσεχε - και τραυματίστηκε στη σπονδυλική του στήλη. Οι γιατροί της Βιέννης, όπου τον μετέφεραν οι γονείς του, πρότειναν ενός χρόνου ακινησία και γύψο γύρω από το κορμί του. Αυτή η θεραπεία τελικά δεν έγινε και το παιδί μεγάλωσε υποφέροντας συνεχώς από πόνους και με μόνιμη κύφωση. Μεγάλωσε, θλιμμένος και αποτραβηγμένος, αντιμετωπίζοντας και την κοροϊδία των συμμαθητών του, που τον φώναζαν “καμπούρη”. Εγκατέλειψε το σχολείο και μορφώθηκε με δασκάλους στο σπίτι του. Ήταν ευφυέστατος και σε ηλικία 17 χρόνων μιλούσε ήδη αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.
Το 1884 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1888, -εγκαταλείποντας την ιατρική- φεύγει μαζί με τον αδελφό του Αντώνη για την Βιέννη, και εγγράφεται στην εκεί φιλοσοφική σχολή. Το 1891 αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ με το πτυχίο του διδάκτορα, ενώ συγχρόνως γίνεται δάσκαλος των ελληνικών της αυτοκράτειρας Ελισάβετ (Σίσσυς). Το 1895 όταν παίρνει την αυστριακή υπηκοότητα αναγορεύεται -με τη μεσολάβηση της Αυτοκράτειρας- Βαρώνος και Ιππότης του Τάγματος Φραγκίσκου Ιωσήφ. Το 1895 επίσης εκλέχθηκε λέκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή της Βιέννης και καθηγητής Νέων Ελληνικών στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του κοντά στην αυτοκράτειρα, δημοσιογραφούσε τακτικά στην μεγαλύτερη εφημερίδα της Βιέννης, την “Neue Freie Presse”.
Το 1898 κυκλοφόρησε στη Βιέννη και στα γερμανικά Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ - Φύλλα Ημερολογίου. Η βασιλική Αυλή όμως, που δεν επιθυμούσε καθόλου να γίνει γνωστό οτιδήποτε από το βασιλικό περιβάλλον στο ευρύτερο κοινό, δυσαρεστήθηκε μαζί του. Η αυστριακή λογοκρισία απαγόρευσε την κυκλοφορία του βιβλίου, η εφημερίδα διέκοψε τη συνεργασία μαζί του, και του υπέδειξαν ότι δεν ήταν πια ευπρόσδεκτος στη χώρα τους. Στις αρχές του 1901 ύστερα από περιπλάνηση στην φιλολογική και θεατρική Ευρώπη εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα, όπου δημιούργησε τον πρώτο σύγχρονο θεατρικό οργανισμό, τη Νέα Σκηνή, και συνέβαλε καίρια και ουσιαστικά στην ανανέωση της ελληνικής θεατρικής σκηνής και στον εκσυχρονισμό της. Έγραψε, επίσης, το μυθιστόρημα Η κερένια κούκλα.]
.
[«ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ», ΤΟΥ Κ. ΧΡΙΣΤΟΜΑΝΟΥ: Θεατρικός οργανισμός/θίασος, που θα επηρεάσει βαθιά την εξέλιξη του νεοελληνικού θεάτρου εισάγοντας για πρώτη φορά την έννοια του σκηνοθέτη. Το πρακτικό της ίδρυσης της Νέας προσυπέγραψαν επιφανείς λογοτέχνες -μεταξύ των οποίων ο Κωστής Παλαμάς, ο Παύλος Νιρβάνας και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
Ο Χρηστομάνος για τα επόμενα χρόνια θα αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι, στο θέατρό του. Θα δώσει τις ώρες του, την υγεία του, την περιουσία του για το θέατρο. Θα γίνει ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο υποβολέας, ο ηθοποιός, ο θεατρώνης και θα καταφέρει τελικά, με την ακούραστη ιδιοσυγκρασία του, να δώσει θαυμάσιες παραστάσεις σε έργα του σύγχρονου δραματολογίου του καιρού του και θα εξοβελίσει τελειωτικά την καθαρεύουσα, τον ακατάσχετο λυρισμό, το φτιαχτό και υπερβολικό στον τρόπο παιξίματος των ηθοποιών για να δώσει τη θέση τους, στον ρεαλισμό , που ήταν το ζητούμενο του καιρού του.
Η Νέα Σκηνή θα αποτελέσει εφαλτήριο για μία νέα γενιά ηθοποιών (Μήτσος Μυράτ, Τηλέμαχος Λεπενιώτης, Άγγελος Χρυσομάλης, Θεώνη Δρακοπούλου -ακόμα και ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός με την αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη) με πρωταγωνίστρια τη μεγάλη Κυβέλη, που θα αποτελέσει τη νέα μούσα του Χρηστομάνου. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει Ίψεν, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Ανρί Μπεκ (τους οποίους μεταφράζει ο ίδιος) τους έλληνες Κορομηλά, Άννινο, Καμπύση, Ξενόπουλο κ.ά. Επίσης μεταφράζει και παρουσιάζει για πρώτη φορά τους αρχαίους τραγικούς στη δημοτική (Άλκηστις, Αντιγόνη).
Η Νέα Σκηνή, όμως, δεν ήταν κερδοφόρα. Το πολύ κοινό, που μπορούσε να συντηρεί παραστάσεις, δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το εκλεκτό μεν, δύσκολο δε, δραματολόγιο. Έτσι, θα αναγκαστεί το 1906, να σταματήσει τη λειτουργία της. Θα ασχοληθεί πλέον μόνο με το γράψιμο.]
.
[ΦΩΓΡΑΦΙΕΣ:
- Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΜΑΝΟΣ
- Η ΚΥΒΕΛΗ (ΑΔΡΙΑΝΟΥ) ΣΤΟ ΕΡΓΟ «ΠΑΡΙΖΙΕΝ» ΤΟΥ ΑΝΡΥ ΜΠΕΚ, ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ «ΝΕΑΣ ΣΚΗΝΗΣ»]




Μαζί με τη «Νέα Σκηνή», ιδρύθηκε και το Βασιλικό Θέατρο, το πρώτο. Αλλ’ αυτό δεν το συμπάθησα ποτέ. Μην ξεχνάτε πως ήμουν νέος -αρκετά δηλαδή νέος ακόμα- κι ένα συντηρητικό ίδρυμα με διευθυντές πότε το Βλάχο και πότε το Δαμβέργη, και με κριτική επιτροπή από καθηγητές του Πανεπιστημίου, μου φαινόταν σχολαστικό κι άχρηστο.
Λίγο μάλιστα μετά την παραίτηση του Βλάχου, το 1902 - ο πρώτος διευθυντής παραιτήθηκε πριν αρχίσει η λειτουργία του θεάτρου και χρέη διευθυντού εκπληρούσε ο νεαρός γενικός γραμματέας Στέφανος Στεφάνου -έγραψα και δημοσίευσα στα «Παναθήναια» ένα εκτεταμένο, φλύαρο μάλλον, και πολύ θρασύ, υπόμνημα προς τον βασιλέα Γεώργιο Α ', και του υποδείκνυα την ανάγκη, αν ήθελε να κάμει θέατρο αντάξιο του προορισμού του, να διορίσει καλό διευθυντή. Ο Βλάχος μου φαινόταν πολύ παλαιός, ο Στεφάνου πολύ νέος, κι επρότεινα ως υποψήφιους πρώτα-πρώτα το Χρηστομάνο, δοκιμασμένο από τη «Νέα Σκηνή», και κατόπι το Λάσκαρη, τον Παλαμά, το Δροσίνη, το Νιρβάνα, τον Κακλαμάνο και τον Επισκοπόπουλο. Απορώ τώρα πώς δεν έβαλα και τον εαυτό μου, αλλά βεβαιότατα θα φανταζόμουν πως κι εγώ θα ’μουν καλός διευθυντής κι ίσως... ο καλύτερος απ’ όλους!
Συνιστούσα επίσης την αντικατάσταση των μελών της κριτικής επιτροπής με ικανότερα πρόσωπα να, σαν αυτά που είχα παρατάξει και... τον εαυτό μου βέβαια -και τελοσπάντων από το τότε συγκρότημα του Βασιλικού Θεάτρου δεν έβρισκαν χάρη μπροστά μου παρά ο πρίγκηπας Νικόλαος, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ο Αριστομένης Προβελέγγιος, μέλος της, κι ο Θων, οικονομικός διευθυντής. Κι ο Στεφάνου επίσης ήθελα να μείνει, αλλά να περιοριστεί στα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα.
Αλήθεια, ο μακαρίτης Θων ήταν πολύ καλός διαχειριστής, έκανε οικονομίες, μα κι εξόδευε αλύπητα όπου χρειαζόταν, και πονούσε, αγαπούσε το Βασιλικό Θέατρο Γι’ αυτό έκρυβε όσο μπορούσε τα μεγάλα ελλείμματα από τον Βασιλέα, με την ελπίδα πως θα σκεπάζονταν όταν το θέατρο θα πήγαινε καλύτερα- και μόνο αφού απελπίστηκε και για το μέλλον, τα φανέρωσε, κι η λειτουργία του θεάτρου, προς μεγάλη του λύπη, σταμάτησε. Δεν είναι συγκινητικό;
Η απάντηση στο υπόμνημά μου ήταν ο διορισμός ως διευθυντού του Δαμβέργη. Άλλο άρθρο εγώ. Τι καλό μπορούσαμε να περιμένουμε από λόγιο με τόσο συντηρητικές, σχολαστικές κι οπισθοδρομικές ιδέες; Και χωρίς καμιά πια ελπίδα, κρατούσα απέναντι του Βασιλικού Θεάτρου στάση αδιαφορίας, σχεδόν εχθρική. Το θεωρούσα τόσο ξένο από μένα, όσο δική μου τη «Νέα Σκηνή». Δεν πήγαινα στις παραστάσεις του, παρά όσο ήμουν υποχρεωμένος να γράφω κριτικές στα «Παναθήναια». Ποτέ δεν υπέβαλα έργο μου, για να μου το κρίνουν οι «αναρμόδιοι», ούτε όταν διαλύθηκε η κριτική επιτροπή κι ο καημένος ο Θων μας κάλεσε μια Κυριακή πρωί στην έπαυλή του όλους τους συγγραφείς, για να μας πει να υποβάλουμε έργα μας με καθ’ εμπιστοσύνη, γιατί στο εξής θα τα διάβαζε και θα τα έκρινε μόνος ο Βασιλεύς! Κι επειδή ούτε μετάφραση ξένου έργου μου είχε ανατεθεί -από ποιον; από το Δαμβέργη που τον είχα «βρίσει;»- σε καμιά δοσοληψία δεν ήρθα με το Βασιλικό Θέατρο, παρά μια και μόνη φορά:
Είχα μεταφράσει για τα «Παναθήναια» τη «Μόννα Βάννα» του Μέτερλιγκ, κι όταν αποφάσισαν να παίξουν το θαυμάσιο αυτό δράμα, πήραν τη μετάφρασή μου που τη βρήκαν έτοιμη. Τίποτ’άλλο.
Τώρα που βλέπω από μακριά το πρώτο εκείνο Βασιλικό Θέατρο, βρίσκω αρκετά αδικαιολόγητη την αντιπάθειά μου και τη γκρίνια μου, γιατί το ίδρυμα, αν και πιο συντηρητικό -κι έτσι έπρεπε να είναι- δεν πρόσφερε λιγότερο κι από τη «Νέα Σκηνή».
Όσα έργα παρουσίασε στην τέλεια για την εποχή εκείνη σκηνή του, ήταν ανεβασμένα με μεγάλο πλούτο και με γούστο Ευρωπαϊκό, αφού οι σκηνογραφίες, πρωτοφανείς στην Ελλάδα, έρχονταν έτοιμες από την Ευρώπη.
Ανάμεσα στα έργα αυτά, ήταν βέβαια και μέτρια, σαν το «Βιβλιοθηκάριο» του Μόζερ και τον «Πληκτικό κόσμο» του Παγιερόν, σε ανυπόφορα μάλιστα σχολαστικές μεταφράσεις - «εν τω επανιδείν» κλπ. Αλλά το Βασιλικό Θέατρο έπαιξε και Σαίξπηρ, και Ίψεν, και Γκλιλπάτσερ, και πολλούς άλλους μεγάλους. Ούτε τα ελληνικά έργα περιφρόνησε - κάθε άλλο! Στο Βασιλικό παίχτηκαν -και με τι τελειότητα ανεβάσματος- ο «Νικηφόρος Φωκάς» του Βερναρδάκη, οι «Ίσαυροι» του Κλέωνος Ραγκαβή, ένα έργο του Πωπ, άλλο του Πολέμη, άλλο του Τσοκόπουλου κλπ.
Και συλλογιέμαι τώρα πως αν τα 4-5 εκείνα χρόνια που μεσολάβησαν από το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας» ως τη «Φωτεινή Σάντρη», αντί να «μηνύω» και ν’ απεργώ, στρωνόμουν κι εγώ να γράψω κανένα καλό έργο, -τότε που ζήτησε κι από μένα ο Θων - είμαι βέβαιος πως θα παιζόταν.
Αλλά η αληθινή υπηρεσία του Βασιλικού Θεάτρου είναι οι μεγάλοι ηθοποιοί που έβγαλε, μορφωμένοι από τον υπέροχο εκείνον Θωμά Οικονόμου, που ήταν πραγματικός καλλιτέχνης. Κι αρκούμαι ν ’ αναφέρω τη Μαρίκα Κοτοπούλη, το Μέγγουλα, το Φυρστ, το Φράγκοπουλο, και την Ευαγγελία Νίκα, τη μικρή εκείνη Ρούσου[ήταν πριν παντρευτεί και είχε ακόμα το πατρικό της επώνυμο] που πρωτόπαιξε στον «Ψυχοπατέρα» μου.
Αν η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν ακόμα πολύ νεαρή -λίγο αργότερα μας έδινε το μέτρο των δυνάμεων της- η Νίκα βρισκόταν σ’ όλη της την άνθηση. Αυτή ήταν η μεγάλη πρωταγωνίστρια του Βασιλικού, από τις μεγαλύτερες που είδαμε ποτέ, ακόμα και σ’ ομορφιά. Είχε γίνει αληθινά κοσμαγάπητη. Κι όταν, μετά το κλείσιμο του Βασιλικού εγκαταστάθηκε στο θερινό θέατρο της «Νεαπόλεως»[στα Εξάρχεια], όλ’ η Αθήνα πήγαινε κει να τη θαυμάζει. Δυστυχώς, «πρόωρος θάνατος ανέκοψε ένα ένδοξο καλλιτεχνικό στάδιο προς ανυπολόγιστη ζημία του νεοελληνικού θεάτρου.»
.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΝΙΚΑ(1881-1902): Πρωταγωνίστρια της ελληνικής θεατρικής σκηνής. Ανέβηκε στη θεατρική σκηνή, πολύ πριν την ίδρυση του Βασιλικού θεάτρου, χαρακτηριζόμενη ως «παιδί θαύμα». Σε ηλικία μόλις πέντε ετών εμφανίστηκε στη σκηνή του Θεάτρου Μπούκουρα, παίζοντας το μικρό Λουκιανό στο δράμα «Ο Γεροδεκανέας». Αργότερα σε ηλικία οκτώ ετών έπαιξε στο Θέατρο Απόλλων της Σύρου στο περιπετειώδες δράμα «Οι πειρατές της Σαβάνας», κατενθουσιάζοντας τους Συριανούς.
Θα της διδάξει τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής, η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, στο θίασο της οποίας έπαιξε και τον πρώτο μεγάλο ρόλο. Τότε ήταν ηλικίας 12 ετών. Από εκείνη την εποχή η Ευαγγελία αφιερώθηκε ολόψυχα στο θέατρο.
Το 1900 παντρεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη τον επίσης μεγάλο ηθοποιό και μετέπειτα θιασάρχη Αντώνιο Νίκα. Τελειοποιώντας την θεατρική της τέχνη δίπλα στον σύζυγό της έπαιξε πλείστους ρόλους σε έργα του Σαίξπηρ, του Κοππέ, του Σαρντού, του Πολύβιου Δημητρακόπουλου κλπ.
Πέθανε απροσδόκητα. Ο σύζυγός της, Αντώνιος Νίκας, θιασάρχης πλέον λίγα χρόνια αργότερα ξαναπαντρεύτηκε. Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η επίσης ηθοποιός και μετέπειτα θιασάρχης Ροζαλία Νίκα].
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΝΙΚΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ "ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΟΥ ΓΕΙΤΟΝΑ" του Σαρντού, ΤΟ 1901, ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 20 ΕΤΩΝ,
- Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΝΙΚΑ]






ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΩΣ ΕΓΡΑΦΑ ΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΜΟΥ
.
«Στα 1912 - αν δεν κάνω λάθος στη χρονολογία - ο Σπύρος Νικολόπουλος ίδρυσε την εφημερίδα «Έθνος». Ήταν πολύ φίλος μου, γιατί εργαζόμουν χρόνια στους «Καιρούς», όταν τους διεύθυνε μετά το θάνατο του Κανελλίδη, είχε διαβάσει κιόλας πολλά μυθιστορήματά μου, και τότε του ήρθε η ιδέα να με προσλάβει στην εφημερίδα του ως ταχτικό μυθιστοριογράφο, να του δίνω δηλαδή μυθιστορήματα το ένα κατόπι του άλλου. Η πρότασή του μ’ ετρόμαξε κι η πρώτη μου αντίρρηση ήταν:
— Μα τα μυθιστορήματα που γράφω εγώ, μου φαίνεται πως δεν κάνουν για εφημερίδα.
— Εμένα, μου φαίνεται πως κάνουν, αντέταξε ο Νικολόπουλος. Αν ο «Κόκκινος Βράχος» δημοσιευόταν σ’ εφημερίδα, είμαι βέβαιος πως θα διαβαζόταν, όπως και στα «Παναθήναια». Μήπως δε διαβάστηκε κι ο «Αντάρτης», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Εστία»; Οπωσδήποτε, ας κάνουμε μια δοκιμή. Γράψε μου τώρα ένα μυθιστόρημα, ν’ αρχίσουμε και θα ιδούμε.
Κι η δοκιμή έγινε. Το πρώτο φύλλο του « Έθνους» βγήκε με την αρχή του μυθιστορήματος μου «Ολέθριος Έρως», που όταν, μετά χρόνια, το ξανατύπωσα σε βιβλίο, του έδωσα τον απλούστερο τίτλο «Αφροδίτη».
Ήταν ή ιστορία ενός νέου επαρχιώτη, που φοιτητής στην Αθήνα, μπλέκεται στα δίχτυα μιας φοβερής γυναίκας, καταντά γι’ αγάπη της κλέφτης, φυλακίζεται, και δε σώζεται παρ ’ από μια άλλη, καλή και δυνατή αυτή, που τον αγαπά αληθινά και στο τέλος τον παίρνει... Ο Νικολόπουλος είχε δίκιο: το μυθιστόρημα διαβάστηκε με το ζωηρότερο ενδιαφέρον. Κι αφού τελείωσε, άρχισα αμέσως άλλο, κι έπειτα άλλο αδιάκοπα.
Τα κατοπινά μάλιστα μυθιστορήματα είχαν ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, κι έναν καιρό το « Έθνος» κρατήθηκε μόνο απ’ αυτά. Αργότερα βέβαια εξελίχτηκε σε τελειότερη εφημερίδα, που μπορεί να μην είχε πια τόση ανάγκη από το μυθιστόρημά μου. Αλλά τα πρώτα χρόνια -το αναγνώριζε κι ο Νικολόπουλος - αυτά ήταν η βάση της και το θεμέλιο της.
Ωφελήθηκε λοιπόν σημαντικά ο ιδρυτής του «Έθνους» από την ιδέα που είχε να με χρησιμοποιήσει ως μυθιστοριογράφο. Αλλά κι εγώ δεν ωφελήθηκα λιγότερο.
Υποχρεωμένος να γράφω κάθε μέρα, άλλαξα τρόπο εργασίας, απόχτησα μια έκτακτη ευκολία και μπόρεσα να γράψω ένα πλήθος μυθιστορήματα -παλιές και καινούργιες μου εμπνεύσεις, ζακυνθινές κι αθηναϊκές- που αλλιώτικα ίσως δε θα τις έγραφα ποτέ.
Ο τρόπος μου από τότε είν’ αυτός: Μελετώ και σχεδιάζω πρώτα το μυθιστόρημά μου, ρίχνω στο χαρτί ολάκερο το σχέδιό μου -υπόθεση, πρόσωπα, κυριότερες σκηνές, διαίρεση κλπ.- κι έπειτα αρχίζω να το γράφω. Το κείμενο, που τυπώνεται στην εφημερίδα, το ξανακοιτάζω με προσοχή, το επεξεργάζομαι, αφαιρώ, προσθέτω, αλλάζω.
Μερικοί είπαν πως, αφότου έγινα «επιφυλλιδογράφος», εχάλασα την τέχνη μου, και μόνο τα παλιά μου μυθιστορήματα, που πρώτα τα τελείωνα και κατόπι τα έδινα να τυπωθούν, έχουν αξία. Κάνουν λάθος. Πολλά από τα κατοπινά μου - αυτές τις τάχα «επιφυλλίδες» - είναι ανώτερα. Και για να περιοριστώ σ ’ αυτά που δημοσιεύθηκαν στο «Έθνος», θ’ αναφέρω την «Τιμή του Αδελφού», το «Φάντασμα», το «Ο γιος μου κι η κόρη μου», τους «Μυστικούς Αρραβώνες», τον «Κόσμο και Κοσμά», την «Τερέζα Βάρμα-Δακόστα».
Αν ο τρόπος της εργασίας άλλαξε, ο συγγραφέας έμεινε ο ίδιος. Κι είν’ ένας τρόπος που και πολλοί άλλοι τον μεταχειρίστηκαν, χωρίς ποτέ να τους πει κανένας περιφρονητικά «επιφυλλιδογράφους». Ο μεγάλος Ζολά πρωτοδημοσίευσε σ’ εφημερίδες πολλά από τ’ αριστουργήματά του, που τα έγραφε από μέρα σε μέρα. Κι ο Ντωντέ, όταν του είπαν πως έκαμε κακά ν’ αρχίσει τη δημοσίευση του «Τζακ» σε μια εφημερίδα πριν τον τελειώσει, αποκρίθηκε: «μα ήταν ο μόνος τρόπος για να τον τελειώσω».
Γιατί κι αυτό συμβαίνει συχνά. Μια υποχρέωση μας δίνει δυνάμεις που δύσκολα θα τις βρίσκαμε αν είμαστε ελεύθεροι να εργαζόμαστε όταν θέλουμε.
Με κατηγόρησαν ακόμα, πως αφότου άρχισα να «επιφυλλιδογραφώ», βάζω στα μυθιστορήματά μου ανοιχτές, άσεμνες σκηνές, για να τραβώ περισσότερο τους αναγνώστες. Ποτέ δε θα ’βλεπα την ανάγκη να κάνω αυτό το πράγμα με τέτοιο σκοπό, γιατί και τα πιο σεμνά μου μυθιστορήματα διαβάστηκαν όσο και τα πιο ανοιχτά. Η «Μαργαρίτα Στέφα» μάλιστα, το σεμνότερο, διαβάστηκε σε τρεις εκδόσεις πολύ περισσότερο από το ανοιχτότερο, την «Τερέζα Βάρμα-Δακόστα». Που θα πει πως άλλο είν’ εκείνο, στα έργα μου, που τραβά τον αναγνώστη... Ούτε είναι αλήθεια πως μόνο τα νεότερά μου μυθιστορήματα έχουν ανοιχτές σκηνές. Ο «Κόκκινος Βράχος», έν’ από τα παλαιότερά μου, έχει πολλές, το ίδιο κι ο «Κακός Δρόμος». Και από τα πρώτα μου, ο «Άνθρωπος του Κόσμου» και ο «Νικόλας Σιγαλός». Που θα πει πάλι, πως αυτό, σε μένα, είναι μια τεχνοτροπία παλιά.
Όταν πρωτάρχισα να γράφω, ο νατουραλισμός επικρατούσε, διάβασα τις θεωρίες αυτής της Σχολής, και πείστηκα πως ο συγγραφέας έχει το δικαίωμα να παρουσιάζει ό,τι συμβαίνει στη ζωή κι ό,τι κι αν είναι. Αργότερα, όταν έφτασα μονάχος μου, πριν διαβάσω τον Φρόυντ -μόλις είναι δέκα χρόνια που τον γνωρίζω- σε μια θεωρία ανάλογη και σχημάτισα την πεποίθηση πως η σεξουαλική είναι η κυριότερη ζωή του ανθρώπου, αυτή προπάντων μ’ απασχολούσε και στα ψυχικά μου μυθιστορήματα.
Το ξύπνημα μάλιστα του ερωτικού ενστίκτου, νωρίτατα κάποτε, ήταν εν ’ από τα πιο αγαπητά μου θέματα. Κι ανάλογα με το θέμα, το μυθιστόρημά μου γινόταν σεμνότερο ή ανοιχτότερο. Σε καμιά όμως περίπτωσι και πρόστυχο, όπως, δυστυχώς, είναι πολλά από τ’ ανοιχτά μυθιστορήματα των νέων συγγραφέων.
Το καθετί έχει ένα όριο, που άμα το υπερβαίνει ο συγγραφέας, βγαίνει κι από το όριο της Τέχνης.
Και κάτι άλλο ακόμα: Το ανοιχτό το εννοώ σοβαρό, αληθινό, επιστημονικό για να πω έτσι. Τότε μόνο είναι και καλλιτεχνικό. Τίποτα δεν εμίσησα στη ζωή μου περισσότερο από το ελαφρό άσεμνο, το αστείο. Αυτό είναι η αληθινή «pornographie», κι όχι βέβαια τ’ ανοιχτά που συναντούμε στα έργα του Ζολά ή στην «Αφροδίτη» του Pierre Louys. Όσο για την πολύκροτη«Garconne», αυτή δεν είναι βέβαια ελαφρό έργο, αλλά υπερβαίνει το ανυπέρβλητο όριο, είναι πρόστυχο. Αυτά φρονώ -και πολλές φορές τα έγραψα- για το σπουδαίο ζήτημα του ανοιχτού στην Τέχνη.
Η βαρύτερη, νομίζω, κατηγορία εναντίον ενός συγγραφέα είναι πως κατέβασε την Τέχνη του για χρηματισμό. Ελπίζω πως με όσα είπα παραπάνω, έδειξα στον αμερόληπτο αναγνώστη πως, για μένα, η κατηγορία αυτή είναι συκοφαντία ανθρώπων που τους εκίνησε πάθος, φθόνος ή συμφέρον. Φυσικά, δεν περιμένω να δικαιωθώ από αυτούς όσο ζω. Αλλά πλησιάζει κι ο καιρός που θα παρουσιαστώ και στο Μεγάλο Δικαιοκρίτη. Όπως ο Ρουσσώ με τις «Εξομολογήσεις» του, κι εγώ μ ’ αυτό το βιβλίο θα παρουσιαστώ μπροστά στο Θεό. Η λογοτεχνική ικανότητα είν’ ένα δώρο που μου χάρισε Αυτός. Κι Αυτός θα κρίνει αν το κράτησα πάντα ψηλά, ή αν το χαμήλωσα, όχι από αδυναμία, αλλά με τους ταπεινούς σκοπούς που θέλησαν να μου αποδώσουν.
Η μεγάλη ευκολία που απόχτησα, ύστερ ’ από λίγα χρόνια εργασίας στο «Έθνος», μου επέτρεπε να γράφω και δυο μυθιστορήματα συγχρόνως. Έτσι, εκείνο τον καιρό, η παραγωγή μου ήταν καταπληκτική. Σ ’ένα χρόνο, έγραφα τρία και τέσσερα μυθιστορήματα, δυο θεατρικά έργα, αμέτρητα μικρά διηγήματα κι άρθρα, και... ολάκερο τόμο «Διαπλάσεως»! Από τον «Ολέθριο Έρωτα» ως τα «Απάνεμα Βράδια», έχω γράψει «ωκεανό από μυθιστορήματα», όπως είπε τελευταία ο Σπύρος Μελάς, δηλαδή εκατό το λιγότερο.
Στο « Έθνος» με αγαπούσαν πολύ. Και περισσότερο απ ’ όλους, κι από το Νικολόπουλο ακόμα, ο διαχειριστής, ο καλός μου Τρωιάνος. Δε θα ξεχάσω ποτέ την υποδοχή που μου έκανε, κάθε Σάββατο που πήγαινα να πληρωθώ.
Έμεινα στο « Έθνος» ως το 1927, όταν ίδρυσα τη «Νέα Εστία». Τα πρώτα χρόνια, το περιοδικό με απασχολούσε τόσο, ώστε πουθενά αλλού δεν μπορούσα να εργάζομαι παρά μόνο στη «Διάπλασι». Αργότερα, όταν προσέλαβα συνδιευθυντή τον Πέτρο Χάρη, ανακουφίστηκα σημαντικά και, επειδή από το περιοδικό δεν είχα παρά μόνο ζημιά, ξαναγύρισα στο « Έθνος», όπου εργάστηκα ακόμα λίγο. Τότε μάλιστα εδημοσίευσα και το «Χωρίς Τίποτα», ένα μεγάλο μυθιστόρημα, που διαβάστηκε περισσότερο από κάθε μου άλλο, εκτός ίσως από την «Παυλίνα». Κατόπι, μετέφερα τους εφεστίους μου στ ’ αγαπητά μου «Αθηναϊκά Νέα».
Ο πρόωρος θάνατος του Σπύρου Νικολόπουλου μ ’έθλιψε βαθιά. Δεν ξέρω τι μου χρωστούσε εκείνος, εγώ όμως του χρωστώ πολλά, πάρα πολλά. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει!
Αλλ’ ας μη νομίσει κανένας πως την ίδια ευχή δεν κάνω και για τον 'Αδωνη Κύρου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχαμε συμφιλιωθεί εντελώς. Κατά τη συνήθειά μου, είχα ξεχάσει όλα τα περασμένα κακά, δε θυμόμουν παρά μόνο τα καλά, και στο διευθυντή της «Εστίας» δεν έβλεπα παρά το θαυμάσιο, το δυνατό άνθρωπο, που ήρθ’ εδώ φτωχό παιδί από την Κύπρο, και μπόρεσε ν’ αναδειχτεί με μόνη την ικανότητά του.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939

H Κυβέλη ήταν ακόμα κυρία Μυράτ, όταν την είδα μια μέρα με τον άντρα της στην πλατεία της Ομόνοιας. Μου μίλησε με φιλική διάχυση, παράξενη ύστερ ’ από την ψυχρότητά της επί Χρηστομάνου. Αλλά σε λίγο την εξήγησα: Είχε διαβάσει στα «Παναθήναια» τον «Κόκκινο Βράχο», της άρεσε πολύ ο τύπος της Φωτεινής Σάντρη κι ήθελε να με παρακαλέσει να της διασκευάσω το μυθιστόρημα σε δράμα.
Μου άρεσε και μένα η ιδέα και της το υποσχέθηκα. Δε βιάστηκα όμως να κάμω τη διασκευή, γιατί εκείνο τον καιρό με απασχολούσαν άλλα. Στο μεταξύ, η Κυβέλη έγινε κυρία Θεοδωρίδη κι έφυγε με το δεύτερο άντρα της στο Παρίσι. Όταν γύρισε μετά ένα - δυο χρόνια κι εγκαταστάθηκε με δικό της θίασο και με το Θεοδωρίδη θιασάρχη στο θερινό «Πανελλήνιο», μου θύμισε την υπόσχεσή μου. Κι επειδή με παρακάλεσε κι ο Θεοδωρίδης, που εξαρχής μου ήταν πολύ συμπαθητικός, βάλθηκα να τους ευχαριστήσω και σ’ ένα μήνα η διασκευή ήταν έτοιμη. Έτσι το πρώτο θεατρικό έργο που έγραψα μετά το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας», είναι η «Φωτεινή Σάντρη».
Το χειρόγραφο το διάβασε πρώτος ο Θεοδωρίδης και κατενθουσιάστηκε. «Αν δε σας έβλεπα σήμερα, μου είπε όταν συναντηθήκαμε, θα σας έγραφα για να σας συγχαρώ». Κατόπι εγώ ο ίδιος το διάβασα στους ηθοποιούς. Η Κυβέλη έμεινε πολύ ευχαριστημένη.
Και στις 11 Αυγούστου 1908, Δευτέρα βράδυ, η «Φωτεινή Σάντρη» πρωτοπαίχτηκε στο θερινό «Πανελλήνιο». Ήταν όχι η μεγαλύτερή μου ως τότε, αλλά κι η πρώτη μου αληθινή θεατρική επιτυχία. Από την πρώτη πράξη το κοινό ενθουσιάστηκε, στη δεύτερη ο ενθουσιασμός μεγάλωσε, στην τρίτη κορυφώθηκε.
Ούτ’ εγώ θυμούμαι πόσες φορές μας έβγαλαν στη σκηνή, και την Κυβέλη και μένα. Όλοι οι κριτικοί ετόνισαν ύμνους, προπάντων για το παίξιμο της Κυβέλης. Αυτός ο Πωπ εξευμενίστηκε, έγραψε πως ήταν «ένας θρίαμβος της ελληνικής δραματουργίας», και τον άλλο χρόνο μου ανάθεσε τη θεατρική κριτική των «Αθηνών», γιατί "μετά την «Φωτεινή Σάντρη» δεν είχα ανάγκην να φθονώ κανένα, επομένως θα ήμουν «αμερόληπτος».'' Κι οι παραστάσεις του νέου ελληνικού έργου εξακολουθούσαν στο «Πανελλήνιο» ατέλειωτες. Κανέν’ άλλο δράμα δεν είχε κάνει τόσες, ούτ’ ελληνικό, ούτε ξένο.
Οι παραστάσεις της «Φωτεινής Σάντρη» εξακολούθησαν στο «Πανελλήνιο» ως το τέλος της περιόδου κι η Κυβέλη, που θα ’φευγε για περιοδεία, έδωσε και μια αποχαιρετιστήρια στο Δημοτικό. Ήταν μια παράσταση αληθινά θριαμβευτική. Κατάμεστο το μεγάλο θέατρο, από την πλατεία ως το υπερώο. Στο βασιλικό θεωρείο ολάκερη η βασιλική οικογένεια -ο πρίγκηπας Νικόλαος την έφερε- όλη η αριστοκρατία, σύσσωμος ο φιλολογικός και καλλιτεχνικός κόσμος και σ’ ένα θεωρείο δευτέρας σειράς, δίπλα στο δικό μου, ο Παλαμάς. Η Κυβέλη αποθεώθηκε. Και στην τελευταία σκηνή, είδα έναν Παλαμά να κλαίει με λυγμούς, και πολλήν ώρα αφού έπεσε η αυλαία. «Εκείνο που θέλει να πει το έργο σου -μου είπε ύστερα- το λέει». Κι επειδή κι άλλες φορές είχε κλάψει διαβάζοντας βιβλία μου, στο χαρακτηρισμό που μου έκαμε στα «Παναθήναια», λέει: « Άλλοι έχουν τούτο ή εκείνο. Ο Ξενόπουλος έχει το πάθος· σε κάνει να κλαις».
Για πολλά χρόνια, η Κυβέλη δεν έπαψε να παίζει τη «Φωτεινή Σάντρη» και στην Αθήνα και στις περιοδείες της. Αλλά όταν το έργο συμπλήρωσε Εικοσιπενταετία -1933- η μεγάλη πρωταγωνίστρια είχε αποχωρήσει από το θέατρο και δεν μπορούσε να τη γιορτάσει με μια επανάληψη που θα ’ταν τόσο συγκινητική.
Ευτυχώς είχε στη θέση της μια κόρη που της έμοιαζε, και δεν ήταν λιγότερο συγκινητική η επανάληψη που έκαμε τότε στο θερινό της θέατρο η Αλίκη.
Όταν έδωσα στην Κυβέλη τη «Φωτεινή Σάντρη», η Αλίκη ήταν μωρό. Λίγο πιο μεγάλη η ετεροθαλής αδερφή της, η Μιράντα. Στο Ζάππειο έκαναν παρέα με τις κόρες μου, και τη μικρότερη μάλιστα, την Ευθαλία, τη φώναζαν «Ναφθαλίνη», γιατ’ έτσι άκουσαν τ’ όνομά της. Κι η Κυβέλη, σκασμένη από τα γέλια, μου εξηγούσε:
— Ναφθαλίνη ήξεραν, Ευθαλία όχι.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ: Το 1906 ένας νέος άνδρας μπαίνει στη ζωή της Κυβέλης, η οποία στα 18 της χρόνια είναι μια καλλονή της εποχής. Ονομάζεται Κώστας Θεοδωρίδης, είναι εύπορος, νέος και τη γνωρίζει από κοινούς φίλους. Το φλερτ θα καταλήξει στην πολύκροτη “απαγωγή” της νεαρής πρωταγωνίστριας, η οποία εγκαταλείπει σύζυγο και παιδιά και φεύγει με το Θεοδωρίδη στο Παρίσι όπου και παραμένουν για δέκα μήνες. Όπως ήταν φυσικό, το σκάνδαλο που ξέσπασε στην κοσμική Αθήνα ήταν τεράστιο. Ο θρύλος της απαγωγής επιτάθηκε από την αναγνωστοποίηση της στην εφημερίδα από τον Τίμο Σταθόπουλο. Στο Παρίσι η Κυβέλη βλέπει θέατρο, ετοιμάζει τα επόμενα καλλιτεχνικά της βήματα και αλληλογραφεί με τον θεατρώνη Θηβαίο, στον οποίον προσβλέπει ως θεατρικό παραγωγό, χωρίς προφανώς να έχει ακόμα αποφασίσει να συστήσει δικό της θίασο.
Όταν το ζευγάρι επέστρεψε στην Αθήνα, ο τύπος τους επεφύλαξε καυστική υποδοχή: “Τω καιρώ εκείνω υπήρχε γυνή τις ονόματι Κυβέλη […] Και εγκαταλείψασα τον σύζυγο και τα τέκνα, μετέβη μετά του ερωμένου αυτής εις Παρισίους. Και επανακάμψασα εκείθεν μετά δέκα μήνες, καλεί σήμερον το φιλοθέαμον κοινόν ίνα και πάλιν θαυμάση αυτήν…[…] Αλλ’ ώ άνθρωποι, διατί αυτή η εκστρατεία προς διαπόμπευσιν, και η αντίπαλος εκστρατεία προς θαυμασμόν και συγγνώμην;”, έγραφε εφημερίδα της εποχής.
Ο Κώστας Θεοδωρίδης υπήρξε ο άντρας που αγάπησε την Κυβέλη βαθιά και μέχρι το τέλος της ζωής του. Θα διατελέσει διευθυντής του θιάσου της για δύο και πλέον δεκαετίες κρατώντας το θίασο “Κυβέλης” ακόμα και μετά το χωρισμό του από την μεγάλη ηθοποιό. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι χρονιές κατά την εικοσαετία αυτή που διατηρούσε δύο ή και τρεις θιάσους “Κυβέλης”. Κόρη τους, η πρωταγωνίστρια Αλίκη Θεοδωρίδη-Νορ που γεννήθηκε στο Παρίσι. Ωστόσο ο Θεοδωρίδης υπήρξε στοργικός πατέρας για όλα τα παιδιά της Κυβέλης, τόσο από τον πρώτο της γάμο όσο και για το Γιωργάκη, το γιο του Γεωργίου Παπανδρέου, που θα γίνει ο τρίτος της σύζυγος.
Kyveli Institute https://kyveli.eu/
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- ΚΥΒΕΛΗ ΑΔΡΙΑΝΟΥ - ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ
- ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ]


«Πολύ γρήγορα η Αλίκη ξεπετάχτηκε, ή «ξεσπούρδισε», όπως το λέμε στη Ζάκυνθο, κι από πολλά συμπτώματα φαινόταν πως είχε κληρονομήσει το ταλέντο της μητέρας της. Κάποτε οι γονείς της την πήγαν στο Παρίσι και την άφησαν εκεί να σπουδάσει ηθοποιός.
Όταν γύρισε -ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών- της επέτρεψαν να παίξει τον «Κοκκινοτρίχα», αγορίστικο ρόλο που τον είχε παίξει κι η Κυβέλη. Η μικρούλα είχ’ επιτυχία- θα ’μενε στο θέατρο που το αγαπούσε τόσο πολύ -έκλαιγε για να την αφήνουν να παίζει- και τότε ο Θεοδωρίδης με παρακάλεσε να της διασκευάσω το περίφημο γαλλικό μυθιστόρημα «Μοn oncle et mon cure», που ο κύριος ρόλος, της Ρένας, θα της ταίριαζε.
Από το μυθιστόρημα έκαμα μια τετράπρακτη «commedie», με τον τίτλο «H εξαδέλφη μου», που παίχτηκε έξοχα στο θέατρο Κυβέλης, με παπά τον Παπαγεωργίου, θεία Λαβάλ την Σαπφώ Αλκαίου, Ντε Κομπρά τον Λούη, και, προπάντων, Ρένα την Αλίκη. Απ’ αυτή τη μεγάλη επιτυχία άρχισε η συνεργασία μου με την κόρη της Κυβέλης, που έμελλε να ’χει συνέχεια. Στο δραματολόγιό της η «Εξαδέλφη μου» έμεινε σαν ένας από τους καλύτερούς της ρόλους. Από τότε, στην Αθήνα και στις περιοδείες της, τον έπαιξε πάνω από εκατό φορές, κι επειδή τον πήραν κι άλλοι περιοδεύοντες θίασοι -ποιος τους τον έδωσε; κι εγώ δεν ξέρω- η «Εξαδέλφη μου» έχει κάνει ως σήμερα τόσες παραστάσεις, όσες τουλάχιστο κι ο «Πειρασμός».
Η συγγραφέας του μυθιστορήματος Jean de Brete, που δεν επέτρεψε να δοθεί σε γαλλικό θέατρο μια γαλλική μετάφραση της διασκευής, που της υπέβαλε ο Θεοδωρίδης - δεν εννοούσε να της πειράξουν το έργο της, και ποτέ δεν έδωσε την άδεια, ούτε σε Γάλλους, να το διασκευάσουν - έπαιρνε από την Ελλάδα τα ποσοστά της, που φρόντιζε να της εισπράττει ο αντιπρόσωπος ξένων συγγραφέων Τσαμαδός, αρκετές χιλιάδες ως το θάνατό της.
Κάποιο χρόνο, όταν η Κυβέλη δεν έπαιζε πια, νοίκιασε το θέατρό της ένας θίασος «Νέων» με τη Χαλκούση, την Ελένη Παπαδάκη και τον Κώστα Μουσούρη. Για το θίασο αυτό διασκεύασα το μυθιστόρημά μου «Αναδυομένη» σε τετράπρακτο δράμα. Το ρόλο της Κλαίλιας τον έδωσα της Παπαδάκη, που πραγματικά τον έπαιζε λαμπρά- τον ήθελε όμως κι η Χαλκούση, κι απ’ αυτό είχα άλλο ένα δράμα στα παρασκήνια. Το έργο, στο θίασο των «Νέων» είχε αρκετά καλ ή επιτυχία, κι έγινε αφορμή να συνδεθώ φιλικότατα με τη Χαλκούση, που η καλοσύνη της μου συχώρεσε την άρνηση του ρόλου, με την Παπαδάκη, και προπάντων με το Μουσούρη, που τον αγάπησα πολύ και τον αγαπώ ως σήμερα.
Τον άλλο χρόνο, αν δεν κάνω λάθος, αφού ο θίασος των «Νέων» διαλύθηκε, ο Μουσούρης πήγε στο θίασο του Θεοδωρίδη, στα «Διονύσια». Εκεί, με τη μητέρα της, έπαιζε κι η Αλίκη.
Η νεαρή ingénue ερωτεύτηκε τον jeune premier, τον πήρε με το χέρι της, έκαμε μαζί του έναν άλλο θίασο «Νέων», κι από τότε, ο θίασος αυτός - Αλίκης - Μουσούρη - Νέζερ - ο τόσο συμπαθητικός μου, έγινε ο θίασός μου. Πουθενά αλλού δεν έδινα καινούργια μου έργα. Η «πρωταγωνίστριά» μου ήταν πια η Αλίκη, που από μικρή συνήθισα να την αγαπώ σαν κόρη μου.
Εκτός από την «Εξαδέλφη μου», κι ένα λουστράκι στη «Δίκη του Θανάση», η Αλίκη μου έπαιξε ως σήμερα νέα έργα: «Ανιέζα», «Έτσι είναι ο κόσμος», «Να ξαναπάρεις τη γυναίκα σου», «Χαίρε, νύμφη», κι από τις παλιές επιτυχίες της μητέρας της, επανέλαβε τη «Φωτεινή Σάντρη», τον «Πειρασμό», τη «Μονάκριβη» και άλλα. Τελευταία της διασκεύασα και το ουγγρικό δραματάκι «Τόπο στα νιάτα» που είναι ίσως η μεγαλύτερή της επιτυχία.
Κι επειδή κι η Μιράντα έπαιξε σε πολλά έργα μου -προπάντων εδημιούργησε την Έλδα του «Ποπολάρου» στο Βασιλικό- οι δυο αγαπημένες μου αδερφές με λένε «συγγραφέα της οικογένειας». Είναι, αλήθεια, συγκινητικό, και για μένα και για όλους, να βλέπουμε σήμερα τη μεγάλη Κυβέλη στο θέατρο, να παρακολουθεί, με όλο το ενδιαφέρον της στοργής, τις κόρες της, όταν παίζουν ρόλους σε έργα μου, που τους έπαιξε κι εκείνη στα νιάτα της, ή άλλους, νέους, γραμμένους από μένα γι’ αυτές που τη διαδέχτηκαν και τη συνεχίζουν...»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
Η ΚΥΒΕΛΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΥΟ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΤΗ ΜΙΡΑΝΤΑ ΜΥΡΑΤ, ΠΟΥ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΜΗΤΣΟ ΜΥΡΑΤ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ-ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ, ΠΟΥ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΗΣ ΓΑΜΟ ΜΕ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑ ΚΩΣΤΑ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ, ΣΕ ΜΙΚΡΗ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΗΛΙΚΙΑ].



«Μετά την επιτυχία της «Φωτεινής Σάντρη», ήταν πολύ φυσικό να μου ζητήσει κι η Μαρίκα Κοτοπούλη ένα δράμα με ηρωίδα κατάλληλη ν’ αναδείξει το μεγάλο της ταλέντο. Και την ηρωίδα αυτή δεν είχ’ ανάγκη να τη δημιουργήσω- υπήρχε- ήταν η Στέλλα Βιολάντη του «Εσταυρωμένου Έρωτος», που είχε υμνήσει ο Παλαμάς.
Πρώτος ο Χρηστομάνος μου διαβίβασε την επιθυμία της Μαρίκας σα δική του- έπειτα με παρακάλεσε κι η ίδια. Κι επειδή την αγαπούσα και την εκτιμούσα πολύ, κι ούτε είχα κάνει κανένα συμβόλαιο με την Κυβέλη να μη δίνω έργα κι αλλού, της το υποσχέθηκα.
Είναι αδύνατο να φανταστεί κανένας με πόση στοργή φιλοτιμία κι επιμέλεια μελέτησε το ρόλο της η Μαρίκα. Από τις πρώτες δοκιμές, ήξερε τα λόγια της απέξω και τόσο της είχαν εντυπωθεί, ώστε και σήμερα, μετά 30 χρόνια, τα λέει χωρίς υποβολέα. Ετοίμασε και τις φορεσιές της πολλές μέρες πριν από την πρεμιέρα, έβγαλε μ ’ αυτές πολλές φωτογραφίες, κι έτσι μπορέσαμε να κάνουμε ένα κομψότατο πολυσέλιδο κι εικονογραφημένο πρόγραμμα - τυπώθηκε στου Μάισνερ- Καργαδούρτ, -με τη διανομή και την υπόθεση, που μοιραζόταν κάθε βράδυ στο θέατρο, μια καινοτομία κι αυτό για την εποχή. Η ρεκλάμα, ύστερα μάλιστα από την επιτυχία της «Φωτεινής Σάντρη», έκαμε το κοινό να περιμένει μ’ ανυπομονησία κι εμπιστοσύνη τη «Στέλλα Βιολάντη» Όλοι ήταν βέβαιοι πως θα πετύχαινε, ο Λάσκαρης «έκοβε το κεφάλι του», κι εγώ ο ίδιος ακόμα δεν είχα την παραμικρή ανησυχία.
Στο μεταξύ ο θίασος έπαιζε τα «Παναθήναια» του 1908. Και την παραμονή της πρεμιέρας, ο Μυράτ, μαζί με τ ’ άλλα «δίστιχα» της επιθεώρησης, είπε κι αυτό, καμωμένο από μένα:
Ο κύριος Ξενόπουλος
Μετά τη Φωτεινή,
Κι άλλη κοπέλα σκότωσε,
Κι αυτή Ζακυνθινή.
Στέλλα Βιολάντη λέγεται,
Δράμα με μουσική,
Που αύριο το παίζουμε
Εδώ στη Νέα Σκηνή.
Και τ ’ άλλο βράδυ, 10 Ιουνίου 1909, το εκλεκτότερο αθηναϊκό κοινό γέμισε ασφυκτικά το θεατράκι του Χρηστομάνου - που στο μεταξύ είχε μεγαλώσει μ ’ εξώστη και θεωρεία - για να ιδεί το καινούργιο έργο.
Μια μικρή ορχήστρα, που τη διεύθυνε ο Καλομοίρης, έπαιξε την εισαγωγή, βγήκε στο προσκήνιο μια ηθοποιός - δε θυμούμαι τώρα ποια - που απάγγειλε πολύ καλά το ποίημα του Παλαμά, κι άνοιξε η αυλαία για την πρώτη πράξη.
Η εμφάνιση της Μαρίκας, από την πρώτη σκηνή, κατάκτησε τη συμπάθεια του κόσμου. Η νεαρότατη πρωταγωνίστρια ενσάρκωνε μια Στέλλα ιδανική. Κι η επιτυχία του έργου ήταν όση περιμέναμε, και περισσότερη ίσως στην τελευταία πράξη με τον υπέροχο θάνατο.
Γιατί κοντά στην απαράμιλλη Μαρίκα, έπαιζαν περίφημα κι οι άλλοι ηθοποιοί, προπάντων ο Αθαν. Περίδης, θαυμάσιος ως Παναγής Βιολάντης, κι η γυναίκα του η Αγαθή Περίδου, επίσης θαυμάσια ως θεία - Νιόνια.
Αμέτρητες φορές ανακλήθηκε στο τέλος η Μαρίκα. Κι επειδή σ’ όλες της σχεδόν τις εμφανίσεις εννοούσε να βγαίνω μαζί της κι εγώ - με τραβούσε από το χέρι, - η κόρη του Γαβριηλίδη, η σημερινή κυρία Συναδινού, έγραψε στην «Ακρόπολι» με αγανάκτηση:
«Εμείς φωνάζαμε τη Μαρίκα μας, τη μεγάλη Μαρίκα, να τη χειροκροτήσουμε όσο της άξιζε, κι έβγαινε ο συγγραφεύς, σα να ’χαμε όρεξη να βλέπουμε και τα μούτρα του». Δεν το θυμούμαι αυτολεξεί, αλλ’ αυτή ήταν η έννοια.
Είχαμε κι άφθονα ποσοστά, ο συνθέτης κι εγώ. Και θυμούμαι με συγκίνηση, πως την πρώτη φορά που, στο καμαρίνι της Μαρίκας, του ’δωσα το μερτικό του, ο Καλομοίρης μου είπε: «Είναι τα πρώτα χρήματα που κερδίζω από σύνθεσή μου. Θα μου φέρουν γούρι από το χέρι σου!»
Και του έφεραν. Πολλά εκέρδισε κατόπι από συνθέσεις του ο έξοχος Έλληνας μουσικός. Αλλά με τη «Στέλλα Βιολάντη» στερεώθηκε η καλή του φήμη. Κι αυτή έγινε αιτία να ξανάρθει στην Αθήνα και να μείνει. Γιατί εγώ πήγα τότε στο Νάζο και του απαίτησα να τον προσλάβει καθηγητή στο Ωδείο, λέγοντας πως δεν έπρεπε ν’ αφήσουμε να ξαναφύγει ένας τέτοιος νέος μουσικός, κι εγγυώμενος πως στο Ωδείο ο Καλομοίρης δε θα ’ταν... μαλλιαρός.[δημοτικιστής]»]
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- Η ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
- Η ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ ΣΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΒΙΟΛΑΝΤΗ
- Η ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ ΣΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΒΙΟΛΑΝΤΗ]
.
[...ως έργον θεατρικόν η Βιολάντη ή κυριολεκτικώτερον ως σκηνοποίησις φαίνεται ότι υστερεί της Σάντρη ...μένει πάντως η Βιολάντη αν όχι “η ψυχή του θρήνου, του μαρτυρίου και της θυσίας” όπου με τα πτερά της Μούσης του ανύψωσε την ηρωίδα του κ. Ξενόπουλου ο ποιητής, ιδιαιτέρως εν ενδιαφέρουσα ηθογραφία την οποίαν αξίζει να δουν και όσοι δεν παρακολουθούν την άλλη μας φιλολογία και δεν εδιάβασαν τα διηγήματα του κ.Ξενόπουλου...
Βεβαίως ουκ ολίγον συνεισέφεραν και οι ηθοποιοί της “Νέας Σκηνής” τελείως μελετημένοι, ιδιαίτατα δε η πρωταγωνίστρια εις την σχεδόν τέλειαν υπόκρισιν της οποίας πρέπει να ομολογηθη οτι οφείλεται η επιτυχία του όλου έργου κατά τα τρία τέταρτα. Διότι περί επιτυχίας πρόκειται, το επαναλαμβάνομεν. Επιτυχίας πλήρους, μαρτυρηθείσης και εκ των γενικών χειροκροτημάτων, με τα οποία ο συγγραφεύς εγένετο δεκτός επανελημμένως κληθείς από σκηνής..
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΣΤΙΑ», 11/6/1909. σελ.1, υπογραφή Ο ΘΕΑΤΗΣ]





«Για την Κυβέλη τον ίδιο χρόνο έγραψα τη «Ραχήλ».
Είναι ένα τρίπρακτο δράμα, γραμμένο απευθείας - όχι δηλαδή από μυθιστόρημα σαν τα δυο προηγούμενα κι εμπνευσμένο από τα «εβραϊκά» της Ζακύνθου, τις αντισημιτικές ταραχές του 1891, που τις εξιστόρησα αργότερα και στο μυθιστόρημα «Μεγάλη Περιπέτεια», δημοσιευμένο στ’ «Αθηναϊκά Νέα» το 1937.
Η Κυβέλη είχε αφήσει πια το «Πανελλήνιο» κι έπαιζε στο θέατρό της, το ιστορικό, στην οδό Πεσμαζόγλου. Στο θίασό της, εκτός από τον Παπαγεωργίου, είχαν προσληφθεί ο Εδμόνδος Φυρστ, ο Λεπενιώτης, ο Χρυσομάλλης κι άλλοι καλοί ηθοποιοί. Και θυμούμαι ακόμα τον ενθουσιασμό τους, όταν τους διάβασα το νέο μου έργο- με σήκωσαν στα χέρια! Κι ο ίδιος ο Λεπενιώτης, ο εχθρός των «ελληνικών»[θεατρικών έργων], είχε ενθουσιαστεί.
Κι η Κυβέλη που βαρέως έφερε την επιτυχία της Μαρίκας στη «Στέλλα Βιολάντη», είδε με χαρά πως η «Ραχήλ» θα την έβαζε κάτω.
«Κι έτσι πρέπει, μου έλεγε- κάθε νέο σας έργο, να είναι ανώτερο από τα προηγούμενα».
Και το έργο ήταν. Γι’ αυτό δεν είχα και δεν έχω καμιά αμφιβολία. Ακόμα και σήμερα ο Λάσκαρης θεωρεί τη «Ραχήλ» σαν το καλύτερό μου έργο.
Αλλά λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Και σ’ αυτή την περίσταση ήταν οι δημοσιογράφοι, οι κριτικοί, οι ηθοποιοί των άλλων θεάτρων κι οι καλοθελητές. Είχα δυο πρόσφατες μεγάλες επιτυχίες, δεν ήταν δυνατό να μου ανεχτούν, να μου επιτρέψουν και τρίτη.
Στην πρώτη παράσταση θορύβησαν αρκετά, προσπαθώντας να μειώσουν την εντύπωση του κόσμου, που χειροκροτούσε όπως πάντα. Και την επομένη έγραψαν όσες κακίες κι ανοησίες μπορούσαν. Η «Ραχήλ» έπρεπε να πέσει. Έτσι όλοι, σκυλιά μονάχα.
Και, ναι μεν δεν μπόρεσαν να ρίξουν το έργο -ποτέ δε ρίχνεται ένα έργο που αξίζει- το πλήγωσαν όμως αρκετά. Αλλ’ αδιάφορο. Το χειμώνα η Κυβέλη με το θίασό της πήγε στην Πόλη. Κι εκεί η «Ραχήλ» εθριάμβευσε».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ Το1891, τη Μεγάλη Παρασκευή έγιναν [στη Ζάκυνθο] ταραχές που κατέληξαν στο θάνατο πέντε χριστιανών από τις σφαίρες των στρατιωτικών που φρουρούσαν το Γέτο[η εβραϊκή συνοικία] με επακόλουθο λεηλασίες και αρπαγές από χριστιανούς στα σπίτια και στα καταστήματα των 271 Εβραίων.
Ο φόνος ενός κοριτσιού στην Κέρκυρα, της Εβραιοπούλας Ρουμπίνας Σάρδα, αποδόθηκε στους Εβραίους, και πάλι εξαιτίας της «συκοφαντίας του αίματος»[συκοφαντία που κυκλοφορούσε σε όλη την Ευρώπη ότι οι Εβραίοι άρπαζαν ένα παιδί χριστιανών για να το θυσιάσουν στη Συναγωγή και να βάψουν με το αίμα του τις πόρτες τους στη γιορτή του Πάσχα τους] .
Ο αντίκτυπος έφτασε στη Ζάκυνθο και ο λαός εξεγέρθηκε εναντίον των Εβραίων. Οι αστυνομικές αρχές προσέτρεξαν για να προστατέψουν τους Εβραίους, οπότε σκοτώθηκαν 5 χριστιανοί.
Φοβούμενοι αντίποινα, περισσότεροι από 200 Εβραίοι, με τη συνοδεία αστυνομικής δύναμης έφτασαν στο λιμάνι
και κλαίγοντας εγκατέλειψαν τη Ζάκυνθο. Αλλά μετά από
μήνες και αφού πείσθηκαν ότι στη Ζάκυνθο δε διέτρεχαν
κανένα κίνδυνο, σιγά σιγά επέστρεψαν. Η εξέγερση του 1891 ήταν το τελευταίο τέτοιο συμβάν στη Ζάκυνθο.
To περιστατικό αναφέρει κι ο Λεωνίδας Ζώης: «...η τε-
λευταία των επιθέσεων εγένετο την Μ. Παρασκευήν του 1891,
αντίκτυπος αύτη των εν Κέρκυρα συμβάντων, εξ αφορμής
φόνου, ως ελέχθη, χριστιανής παιδίσκης, αποδοθέντος εις
τους Εβραίους δια τας τελετουργικός αυτών θυσίας» [αναφέρεται σε αυτό και ο αθηναϊκός Τύπος].
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ, «ΟΙ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ (15ος αι. - 20ός αι.) & Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ 2017
.
[Η συγγραφή της Ραχήλ φαντάζει σα να πρόκειται για μια ανάγκη του Ξενόπουλου να απολογηθεί για την ύβρι που διέπραξαν οι συμπατριώτες του. Γιατί αλήθεια η συμπεριφορά τους απέναντι στην εβραϊκή μειονότητα την αλησμόνητη Παρασκευή του 1891
ήταν μια ύβρις, και ως τέτοια ίσως θα ήθελε ο συγγραφέας να τη
διερευνήσουμε.
Η Ραχήλ εδράζεται πάνω στη συκοφαντία του αίματος, αναφέρει ο Ξενόπουλος, το μεσαιωνικό μύθο που κατέκλυσε τη δυτική Ευρώπη και διατηρήθηκε διασχίζοντας την περίοδο της Αναγέννησης για να φτάσει έως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Ξενόπουλος όντας λίγο πιο πέρα από την ίδια του την εποχή, παρουσιάζει ως θέμα προβληματισμού εκείνο που αυτός έχει προ καιρού διαπιστώσει: Όταν τα όρια κάποτε εξαντληθούν, η όποια εξέλιξη των πραγμάτων εξαρτάται από την ωριμότητα της κοινωνίας να κατορθώσει ή μη την υπέρβασή της.]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, Η ΡΑΧΗΛ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ, 2020
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Η ΚΥΒΕΛΗ ΩΣ ΡΑΧΗΛ.(1909)]



«Κι εξακολούθησα να δίνω της Κυβέλης από ένα έργο το χρόνο. Και για το επόμενο καλοκαίρι της έγραψα τον «Πειρασμό».
Μια πολύ όμορφη και πονηρή δουλίτσα, Κηφισιώτισσα, είχε αναστατώσει εκείνο τον καιρό ένα πολύ γνωστό μου σπίτι, όπου όλοι οι άρρενες τρελάθηκαν από έρωτα κι όλες οι γυναίκες από ζήλια. Από το περιστατικό αυτό βγήκε η τετράπρακτη κωμωδία μου.
Ο Θεοδωρίδης, όταν τη διάβασε, μου εξέφρασε μεγάλους ενδοιασμούς: καλό το θέμα, αλλά δεν το είχα εκμεταλλευτεί. Εγώ είχα πεποίθηση για την επιτυχία. Επειδή όμως φοβήθηκα μην ξαναπάθαινα ό,τι και με τη «Ραχήλ», σκέφτηκα να δώσω τον «Πειρασμό» με άλλο τίτλο, « Ένα σπίτι άνω-κάτω», και σα μετάφραση τάχα ξένου έργου, κάποιου G. Fremd -γερμανικά fremd θα πει Ξένος. Έτσι κι έγινε.
Και χάρη στο αθώο τέχνασμα, έλειψαν από την πρεμιέρα όλα εκείνα τα ζιζάνια, που πήγαιναν συνήθως για να ρίχνουν τα ελληνικά έργα. Το κοινό αφέθηκε ήσυχο, ανεπηρέαστο, να κρίνει. Και, παρά τους ενδοιασμούς του Θεοδωρίδη, η επιτυχία ήταν μεγάλη. Όχι πια πράξη, αλλά ούτε σκηνή δεν έμεινε που να μη χειροκροτηθεί.
Αλλά ένα πολύ δυσάρεστο επεισόδιο έκοψε και τη χαρά των ηθοποιών και τη δική μου: Μετά την παράσταση, μια φιλική οικογένεια της Κυβέλης -ο στρατηγός κι η κυρία Μαυρογένη, με τη μικρή τότε κόρη τους Αλεξάντρα- ανέβηκαν στη σκηνή να τη συγχαρούν. Ήμουν κι εγώ με τη γυναίκα μου. Και δεν ξέρω πώς, μια στιγμή που η κυρία Μαυρογένη έλεγε στην Κυβέλη «τι ωραία, η θαυμάσια που παίζατε», εγώ είπα «μα, ήταν και ο ρόλος!». Δεν το είπα βέβαια για να μειώσω την επιτυχία της πρωταγωνίστριάς μου και να την κάμω όλη δική μου. Εννοούσα απλώς πως ο ρόλος ήταν του είδους της κι αυτό ήταν ένας λόγος παραπάνω για να τον παίξει τόσο «ωραία και θαυμάσια». Αλλά η Κυβέλη, με την προκατάληψη πάντα πως πήγαινα κόντρα της -γιατί και με τη «Φωτεινή Σάντρη» είχαμε πολλά μικροεπεισόδια- παρεξήγησε κι αυτή τη φορά φοβερά.
Πήρα το χειρόγραφό μου κι έφυγα χωρίς λέξη. Όχι τόσο από περηφάνια, όσο από τη συναίσθηση πως κάθε εξήγηση, εκείνη την ώρα, θα ήταν μάταιη. Έπειτα είχα και την ιδέα πως οι άνθρωποι που μου φέρνονταν έτσι, έκαναν περισσότερο κακό στον εαυτό τους παρά σε μένα. Να πετούν, για ένα λόγο, έργο που λογάριαζαν πως θα ’κανε πενήντα παραστάσεις, μα ήταν και να τους λυπάται κανένας. Κι έφυγα χωρίς να... μισήσω την Κυβέλη.
Από την ίδια βραδιά, είχε μαθευτεί πως το « Ένα σπίτι άνω-κάτω» ήταν ο «Πειρασμός» μου υπό μάσκα. Είχε μαθευτεί επίσης, κι από την άλλη μέρα σχολιαζόταν ευρύτατα, το επεισόδιό μου με την Κυβέλη. Αλλά πέρασε μια βδομάδα και το έργο δεν ξαναδόθηκε.
Επιτέλους ο θυμός της Κυβέλης έπεσε. Η πρώτη είχε δοθεί Δευτέρα. Την Παρασκευή ήρθε στο σπίτι μου ο Παπαγεωργίου να μου ζητήσει εκ μέρους του Θεοδωρίδη το χειρόγραφο. Και την άλλη Δευτέρα, ο «Πειρασμός» ξανανέβηκε με τον τίτλο του και με τ’ όνομά μου»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
- ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ στην παράσταση του έργου «Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ» (1964-1965) (Σκηνοθέτης Μήτσος Λυγίζος, Σκηνογράφος Μάριος Αγγελόπουλος, Θέατρο Κεντρικόν Αθήνα, πλατεία Κολοκοτρώνη).
- «Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ» από παράσταση στη Μακρόνησο, 1948-1950.
- «Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ» από παράσταση του ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ (1938-1939, Σκηνοθέτης Δημήτρης Ροντήρης, Σκηνογράφος Κλεόβουλος Κλώνης, Ενδυματολόγος Αντώνης Φωκάς)
- «Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ» από παράσταση του ΕΘΝΙΚΟΥ ΩΔΕΙΟΥ (1936-1937, Σκηνοθέτης Μιχάλης Κουνελάκης, Θίασος Εθνικού Ωδείου Αθήνα, Θέατρο Αλίκης Αθήνα, πλατεία Καρύτση 6 (Εδουάρδου Λω. Αθήνα)]





«Από το 1913 και κάμποσα χρόνια κατόπι, είχα κι έναν πρωταγωνιστή: το Νικόλαο Πλέσσα. Γι’ αυτόν έγραψα το «Φιόρο του Λεβάντε», την κωμωδία ενός ζακυνθινού τύπου, που την πρωτόπαιξε στο θέατρο του Συντάγματος.
Μετά ενοίκιασε το θερινό «Αθήναιο». Κι εκεί, όπου είχε παιχτεί και το πρώτο-πρώτο μου έργο, έδωσα, μετά το «Φιόρο του Λεβάντε», που ο Πλέσσας το ξανά παίζε κάθε χρόνο, το «Δεν είμ’ εγώ», τον «Ντέτεκτιβ», δυο «φιλοσοφικές» φάρσες, την πρώτη με τον υπότιτλο «η Λογική», τη δεύτερη με τον υπότιτλο «η Φαντασία» και την «Ξανθή Περούκα», με τον τίτλο «Ο Νίκος γυναίκα», τη διασκευή εκείνη από το ρωσικό διηγηματάκι που είχε αποτύχει στο θέατρο της Κοτοπούλη.
Επίσης, και τρία μονόπρακτα για τις τιμητικές της Αθανασίας Πλέσσα-Μουστάκα[κόρη του Νικ. Πλέσσα, ηθοποιός επίσης], την «Κεφαλή της Μεδούσης», το «Στην παγίδα» και την «Καβαλαρία Ποπολάνα». Δυστυχώς, ο θαυμάσιος κωμικός «μετεπήδησε» σε λίγο στο λυρικό θέατρο και η συνεργασία μας σταμάτησε.
Τα έργα που έδωσα από το 1908 κι εδώθε στα διάφορα αυτά θέατρα, Κυβέλης, Μαρίκας Κοτοπούλη, Συγγραφέων, Νέων - Μουσούρη - Χαλκούση - Ελένης Παπαδάκη - Αλίκης και τέλος στο Βασιλικό, δηλαδή από τη «Φωτεινή Σάντρη» ως τον «Ποπολάρο», εκτός από διασκευές ξένων και μεταφράσεις, είναι απάνω - κάτω τριανταπέντε.
Κάποτε ο Σπύρος Μελάς τα παρομοίασε με τα πρώτα σπιτάκια που χτίζει κανένας σε μια ερημιά για να γίνει με τον καιρό πόλη. Δεν ξέρω αν έχτισα σ’ ερημιά, δεν ξέρω αν τα έργα μου όλα είναι «σπιτάκια» ή αν ανάμεσα σ ’ αυτά βρίσκονται και μερικά σπίτια μεγάλα. Ξέρω μόνο πως για το νεοελληνικό θέατρο εργάστηκα όσο κανείς σύγχρονός μου, και πως αν χτιστούν καμιά μέρα και παλάτια, οι χτίστες τους κάτι θα χρωστούν και σε μένα».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΕΣΣΑΣ]


«Το 1921, ο εκδότης Ιωάννης Δ. Κολλάρος, μόνος του τότε ακόμα, ανέλαβε την έκδοση των «Απάντων» μου.
Πολλά βιβλία μού είχ’ εκδώσει και πρωτύτερα: την Γ' σειρά των «Διηγημάτων», τους δυο πρώτους τόμους του «Θεάτρου», τον «Κόκκινο Βράχο» σε δεύτερη έκδοση κ.ά. Επίσης ο Ελευθερουδάκης μου είχ’ εκδώσει τη «Λάουρα» και σε δεύτερη έκδοση τους «Φοιτητάς»· Ο Γανιάρης το «Ζακυνθινό Μαντήλι», ο Παπαδόπουλος τις «Πετριές στον Ήλιο», η εκδοτική εταιρία Κυψέλη τους «Ερωτευμένους κι άλλα διηγήματα», και παλιότερα, ο Γ. Φέξης τον «Κακό Δρόμο» και τη «Στέλλα Βιολάντη».
Η μεγάλη, η πρωτοφανής για την εποχή εκείνη ζήτηση όλων αυτών των βιβλίων, που πολλά είχαν κιόλα εξαντληθεί, έκαμε τον Κολλάρο να συστηματοποιήσει τις ως τότε έκτακτες εκδόσεις, και το Μάρτιο εκείνου του χρόνου εκυκλοφόρησε μια πολυτελής, εικονογραφημένη αγγελία που πληροφορούσε το Πανελλήνιο πως θα έβγαζε 3-4 βιβλία μου το χρόνο, θ ’ ανατύπωνε και τα εξαντλημένα και θ’ αποτελούσε έτσι τη Σειρά των «Απάντων» μου.
Ο Κολλάρος, διάδοχος του θείου του Γεωργίου Κασδόνη -εκείνου που έβγαζε έναν καιρό και το περιοδικό «Εστία», και γι’ αυτό το βιβλιοπωλείο του εκδοτικοί οίκου ονομάζεται ως σήμερα «της Εστίας» - μ’ αγαπούσε πολύ. Θυμόταν πάντα πως όταν, μετά το θάνατο του Κασδόνη, ανέλαβε το κατάστημα όπου εργαζόταν χρόνιά, εγώ απ’ τους πρώτους τον είχα ενθαρρύνει μ’ ένα γράμμα μου, κι ακόμα δεν ξεχνούσε πως ο Κασδόνης είχ’ εκδώσει ένα-δυο από τα πρώτα μου βιβλία. Τιμιότατος άνθρωπος, ακριβέστατος στις συναλλαγές του, δεν έμοιαζε καθόλου με μερικούς άλλους εκδότες της εποχής. Με κάθε εμπιστοσύνη μπορούσα να του αναθέτω τις εκδόσεις των βιβλίων μου. Ούτε συμβόλαιο δεν έκανα μαζί του Η συμφωνία μας ήταν πάντα προφορική.
Στο τέλος είχαμε μια για όλα τα βιβλία: προϋπολογίζαμε τα έξοδα και τα έσοδα του καθενός -με την προϋπόθεση πάντα πως θα πουλιούνταν όλα τ’ αντίτυπά- κι από το καθαρό κέρδος, τα δυο τρίτα ήταν για τον εκδότη και το ένα τρίτο για το συγγραφέα. Έτσι, μ’ ένα βιβλίο που θ’ άφηνε κέρδος 45 χιλιάδες, ο λογαριασμός μου, ανοιχτός πάντα, πιστωνόταν με 15 χιλιάδες δραχμές. Κι επειδή εκείνο τα χρόνια κέρδιζα πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόμουν, άφηνα τα συγγραφικά μου να μαζεύονται στα χέρια του Κολλάρου, βέβαιος πως άμα του ζητούσα, θα μου έδινε όσα ήθελα. Κάθε τόσο μου έστελνε λογαριασμό για να ξέρω πού βρίσκομαι. Λυπούμαι που δεν τους έχω κρατήσει όλους, γιατί θα ήταν ενδιαφέρον να σημειώσω εδώ πόσα κέρδιζα μόνο από τα βιβλία που μου εξέδωσε ο Κολλάρος. Αλλά πρέπει να ήταν πολλά. Σ’ έναν από τους λογαριασμούς αυτούς, το λαβείν μου ανέρχεται σε 240 περίπου χιλιάδες. Που θα πει πως κι ο Κολλάρος από τα ως τότε βιβλία μου είχε κερδίσει μισό περίπου εκατομμύριο-χρυσό.
Από το 1921 έως το 1930, στη Σειρά αυτή των Απάντων Ξενοπούλου, ο Κολλάρος μου τύπωσε και μου ξανατύπωσε απάνω από 25 βιβλία κάθε λογής. Χωριστά τρία-τέσσερα διδακτικά, που μου είχαν εγκριθεί από το υπουργείο κι έκαμαν εκδόσεις αλλεπάλληλες. Τα τελευταία λογοτεχνικά ήταν ο «Κατήφορος» και το «Ανάμεσα σε τρεις γυναίκες». Έπειτα ήρθε η «κρίση του βιβλίου» κι η αποκατάσταση των «Απάντων» μου έμεινε στη μέση.
Αλλά τι ακριβώς ήταν αυτή η «κρίση»; Ιδού: Η αύξηση της τιμής του χαρτιού, η αύξηση των τυπογραφικών και των πάντων, ανάγκασε τους εκδότες ν’ αυξήσουν ανάλογα και την τιμή των βιβλίων. Ένα λογοτεχνικό βιβλίο, που τον καλό καιρό είχε τρεις δραχμές, έφτασε να έχει σαράντα και πενήντα. Φυσικά, οι αγοραστές αραιώθηκαν σημαντικά. Κανένα βιβλίο δε θα έβγαζε πια τα έξοδά του, ούτε τα δικά μου, αν και πουλιούνταν περισσότερο απ’ όλα.
Πραγματικά, μόλις έβγαινε ένα βιβλίο μου σε 3.000 αντίτυπα συνήθως, τα 1500 έφευγαν σ’ έξι μήνες και σε δυο - τρία χρόνια τελείωναν και τ’ άλλα και γινόταν νέα έκδοση - τρίτη, τέταρτη, πέμπτη καμιά φορά. Αλλά το τελευταίο μου που βγήκε, το «Ανάμεσα σε τρεις γυναίκες», σ’ ένα χρόνο, μόλις είχε πουλήσει 700 αντίτυπα. Με το δίκιο του λοιπόν ο εκδότης μου περίμενε, για να ξαναρχίσει τις εκδόσεις, να περάσει αυτή η κρίση. Στο μεταξύ, είχε νεκρωθεί κάθε κίνηση στα βιβλιοπωλεία. Πιο σπάνιοι κι από άσπρες μύγες ήταν οι αγοραστές λογοτεχνικών βιβλίων. Αν δεν έβγαιναν πια νέα, υπήρχαν όμως τα παλιά, που ενώ άλλη φορά πουλιούνταν λίγο λίγο κι αργά ή γρήγορα τελείωναν, τώρα έμεναν στις αποθήκες με κίνδυνο να σαπίσουν ή να φαγωθούν από τους ποντικούς σαν τη «Γάτα μας» του μακαρίτη Μηλιαράκη, «τη μόνη γάτα που την έφαγαν οι ποντικοί», όπως έλεγε γελώντας ο συγγραφέας της.
Το κράτος, που οι άνθρωποι των γραμμάτων δεν έπαυαν να επικαλούνται τη βοήθειά του, προτείνοντας πολλά και διάφορα μέτρα, αδιαφορούσε τελείως για τη θλιβερή κατάσταση, σα να ήταν το πιο ασήμαντο πράγμα το σταμάτημα της πνευματικής ζωής του τόπου. Κι οι εκδότες έπαιρναν μέτρα μονάχοι τους.
Κατέβαζαν, όχι όλοι ευτυχώς, ολοένα τις τιμές των βιβλίων, τις έφταναν στο κατώτερο όριο του εξευτελισμού κι επιτέλους έβγαλαν τ’ απούλητα βιβλία να πουλιούνται στο δρόμο. Και για πολύν καιρό βλέπαμε το αποκαρδιωτικό θέαμα: λογοτεχνικά βιβλία, γνωστότατων συγγραφέων, διατιμημένα 30, 40 και 50 δραχμές, σε καροτσάκια, να δίνονται από τους πλανόδιους πουλητές για ένα πεντόδραχμο!
Απ ’ αυτή την ταπείνωση με γλίτωσε η αξιοπρέπεια κι η οικονομική αντοχή του Κολλάρου. Κανένα του -κανένα μου- βιβλίο δεν έδωσε στα καροτσάκια. Τα κράτησε στα ράφια τους και στις τιμές τους. Και περίμενε, με την πεποίθηση πως θα ’ρχονταν και καλύτερες κάπως ημέρες... Επιτέλους ήρθαν - 1938. Δεν ξέρω τώρα τι έγινε με τα βιβλία των άλλων, μα τα δικά μου, στα εφτά ή οχτώ αυτά χρόνια της «κρίσης», εξαντλήθηκαν σχεδόν όλα. Από λιγοστά μένουν ακόμα μερικά αντίτυπα.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ(1870-1956): ΄Ενας από τους περισσότερο γνωστούς εκδότες, ανήκει σε εκείνους τους σημαντικούς ανθρώπους που υποστήριξαν με το έργο τους τα ελληνικά γράμματα. Από την Τήνο. Γιος μυλωνά δούλεψε δίπλα στο θείο του Γεώργιο Κασδόνη ιδρυτή του βιβλιοπωλείου της Εστίας στον εκδοτικό του οίκο. Το 1890 διαδέχεται τον θείο του στη διεύθυνση της Εστίας και με την ιδιαίτερη αγάπη που είχε για το βιβλίο αλλά και τις μεγάλες οργανωτικές του ικανότητες, κατάφερε να εξυψώσει την Εστία σε κεντρικό βιβλιοπωλείο και εκδοτικό οίκο.
Στον εκδοτικό οίκο του Ιωάννη Κολλάρου κυκλοφορεί το «Πανελλήνιο Βιβλιογραφικόν Δελτίον», μεταφράζονται αρχαίοι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς και βρίσκει στέγη η λογοτεχνική γενιά του ’30.
Όσο αφορά το σχολικό βιβλίο ο εκδοτικός οίκος του Ιωάννη Δ. Κολλάρου εξέδωσε σημαντικά και ποιοτικά εγχειρίδια για τους μαθητές όπως τα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου συνδέοντας έτσι το βιβλιοπωλείο με τις γλωσσικές διαμάχες της εποχής.
Άφησε τον εκδοτικό οίκο στον ανιψιό του Κωνσταντίνο Σαραντόπουλο.
Η μορφή του Ιωάννη Δ. Κολλάρου είναι ιδιαίτερα σημαντική στην ιστορία της εκπαίδευσης και συγκεκριμένα του σχολικού βιβλίου, αλλά και ως αναφορά στους μαθητές προκειμένου να γνωρίσουν τους ανθρώπους εκείνους που συνέβαλαν με το έργο τους στην ανάπτυξη των ελληνικών γραμμάτων και της λογοτεχνίας στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης θα τον αποκαλέσει «ευεργέτη των ελληνικών γραμμάτων» και ο Ηλίας Βενέζης έγραψε πως «ο Γιάννης Κολλάρος έδεσε το όνομά του με την ιστορία και την προκοπή της ελληνικής λογοτεχνίας».]
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ]



«Tο χειμώνα του 1911, μια ξαφνική κι ακατανίκητη νοσταλγία, μ’ έκανε να τ’ αφήσω όλα σύξυλα και να πάω στη Ζάκυνθο, να μείνω όσο περισσότερο μπορούσα. Έφυγα, μονάχος μου, στις 6 του Δεκέμβρη και γύρισα την Πρωτοχρονιά του 1912. Μπόρεσα έτσι να ξαναιδώ τη χειμωνιάτικη λιτανεία του Αγίου Διονυσίου, που είχα να την ιδώ από παιδί, να ξανακούσω τη νυχτερινή ακολουθία, την παραμονή των Χριστουγέννων, στη Μητρόπολη, να λειτουργηθώ άλλη μια φορά στην πανέμορφη Φανερωμένη και το κυριότερο, το συγκινητικότερο, να ξανακόψω τη χριστουγεννιάτικη ζακυνθινή «κουλούρα» στο πατρικό μου σπίτι.
Ο πατέρας μου, καθώς είπα, είχε πεθάνει. Στο σπίτι ήταν μόνο ο θείος μου - στην κάμαρά του πάντα, καθηλωμένος στην πολυθρόνα του - η γριά πια αλλ’ ακμαία ακόμα μητέρα μου, κι οι δυο μικρότερες αδερφές μου. Η Χαρίκλεια είχε μεγαλώσει, είχε γίνει ζωγράφος κι είχε διακοσμήσει τους τοίχους της τραπεζαρίας και της σάλας με πλατιές ζώνες από γκρέκες[μαιάνδρους]. Καθώς το περιποιόταν τώρα η ίδια, το σπίτι μέσα φάνταζε ωραιότερο παρά ποτέ, και κρατιόταν καλά όπως τον παλιό καιρό, γιατί κι η αδερφή μου κέρδιζε ζωγραφίζοντας, κι εγώ, «πλούσιος» τώρα από τα βιβλία μου και τα θεατρικά μου έργα, έστελνα αρκετά.
Επειδή η βορινή καμαρούλα μου, χειμώνα καιρό, θα ήταν ψυχρή για την ηλικία μου, η μητέρα μου με πήρε στη μεγάλη μεσημβρινή κάμαρά της. Έτσι κοιμήθηκα πάλι, για ένα μήνα, στην ίδια εκείνη κάμαρα όπου κοιμόμουν κι όταν ήμουν μικρό παιδί. Κι αλήθεια, παιδί μού φαινόταν πως είχα ξαναγίνει, με τη μητέρα μου στο διπλανό κρεβάτι, που με πρόσεχε ως ν’ αποκοιμηθώ μόνο που δε με νανούριζε - και κάθε τόσο σηκωνόταν για να με σκεπάζει. Μα κι εγώ έκανα το ίδιο. Όταν ξανάπεφτε στο κρεβάτι της, αφού μ’ εσκέπαζε, σηκωνόμουν σιγά-σιγά για να τη σκεπάσω, και πάλι εκείνη, και πάλι εγώ, ωσότου ένας από τους δυο μας αποκοιμόταν κι η συγκινητική κωμωδία τελείωνε...
Σηκωνόμουν πρωί, γιατί και το σπίτι ήταν πρωινό, κι έπειτα έπρεπε, πριν βγω έξω ή δεχτώ επισκέψεις, να κάμω την καθημερινή μου εργασία. Περνούσα στο διπλανό σαλονάκι της μητέρας μου, κι εκεί, στο τραπέζι της, με την πένα της και τ’ ωραίο εκείνο καλαμάρι της -τη σπασμένη πια βρυσούλα- έγραφα το χρονογράφημα των «Καιρών», την «Αθηναϊκή Επιστολή» του Φαίδωνος και ό,τι άλλο χρειαζόταν για τη «Διάπλασι». Η συγκοινωνία με την Αθήνα ήταν τότε πυκνή κι η ύλη μου δεν καθυστερούσε ποτέ.
Μπορούσα, αν ήθελα, να μείνω και περισσότερο από ένα μήνα στη Ζάκυνθο. Αλλά είχα τη γυναίκα μου που στενοχωριόταν μακριά μου, κι έπειτα άρχισε κι ένα κρύο ανυπόφορο. Ποτέ βέβαια μεγαλύτερο από κείνο που θα ’κανε στην Αθήνα- αλλά εκεί θα είχα φωτιά, ενώ η μητέρα μου δεν ήθελε ούτε να την ακούσει. «Πώς πέρασες εδώ-μέσα τόσους χειμώνες;» μου έλεγε «θυμάσαι ν’ ανάψαμε ποτέ ούτε μαγκάλι;» Ήταν αλήθεια, αλλά είχα ξεσυνηθίσει- ούτε ήμουν πια παιδί για ν’ αντέχω. Κι έμοιαζα με τη Ρωσίδα εκείνη που βρέθηκε ένα χειμώνα στη μεσημβρινή Ιταλία κι ανυπομονούσε να γυρίσει στην Πετρούπολη για να... ζεσταθεί!
Κατά τη διαμονή μου στη Ζάκυνθο έκαμα και μια διάλεξη στη νυχτερινή Εργατική Σχολή. Ο καιρός ήταν άθλιος εκείνο το βράδυ, αλλά η σάλα εγέμισε. Είπα «για την αγάπη της πατρίδας λίγα λόγια της καρδιάς». Η ομιλία μου μπορεί να μην άρεσε και τόσο στους Ζακυνθινούς, που περίμεναν κι από μένα τα πομπώδη λόγια που ήταν συνηθισμένοι ν’ ακούνε. Άρεσε όμως στην Αθήνα όταν την τύπωσα στο τέλος κάποιου τόμου διηγημάτων μου, και, όπως το «Νόστιμον Ήμαρ» του 1906, τη διαβάζουν σήμερα τα Ελληνόπουλα, γιατί υπάρχει σε «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» του Γυμνασίου.
Οι πατριώτες μου ωστόσο, το 1911, μου έκαναν πολύ πιο θερμή υποδοχή παρά το 1906. Γιατί σ’ αυτό το μεταξύ είχα ανεβεί στη συνείδησή τους σαν λογοτέχνης με τα τελευταία μου διηγήματα και μυθιστορήματα, όσο και με τα θεατρικά μου έργα.
Το χειμώνα του 1908-1909, η Κυβέλη, στην καλλιτεχνική της περιοδεία, πέρασε κι από τη Ζάκυνθο κι έδωσε στο Δημοτικό Θέατρο τη «Φωτεινή Σάντρη», με τα ίδια πρόσωπα και με την ίδια σκηνογραφία που είχε παιχτεί το καλοκαίρι και στην Αθήνα. Η παράσταση αυτή ήταν γεγονός που έμενε αξέχαστο.
Όλη η Ζάκυνθος πήγε να ιδεί το ζακυνθινό έργο. Σ’ ένα ισόγειο θεωρείο, κοντά στη σκηνή, ήταν κι η γριά μητέρα μου με τις αδερφές μου. Κι από το θεωρείο αυτό, πέρασε όλη η Ζάκυνθος να της σφίξει το χέρι και να τη συγχαρεί. Όπως μου έγραφε κατόπι η ίδια, σ’ ένα μεγάλο της γράμμα, όπου μου περιέγραφε αυτή την «αποθέωση», η μέρα εκείνη ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής της.
Και της δικής μου ζωής ήταν η μέρα που οι ζακυνθινοί λόγιοι, κατά τη διαμονή μου εκείνη στη Ζάκυνθο, έδωσαν ένα σεμνό γεύμα προς τιμή μου. «Ουδείς προφήτης δεκτός εν τη ιδία αυτού πατρίδι», είναι ίσως ο κανόνας. Αλλά γι’ αυτό και για μια εξαίρεση, μια τιμή που μας γίνεται στην ίδια μας την πατρίδα, μας συγκινεί ξεχωριστά… Εκείνο το βράδυ, σ’ ένα εστιατόριο του Πλατύφορου, μαζεύτηκαν γύρω μου ο Τρίκαρδος, ο Ζώης, ο Μάνεσης, ο Καψοκέφαλος, ο Αβούρης και άλλοι πολλοί. Δίπλα μου είχα το γηραιό Χρήστο Χιώτη, τον πρώτο μου εκδότη, που μου έλεγε αφελέστατα: «Ε, ως εδώ που έφτασες, καλά είναι- δε χρειάζεται να πας παραπάνω». Μου έκαμαν λόγους και προπόσεις. Κι όταν, φεύγοντας, περάσαμε από το περίφημο ζαχαροπλαστείο του Παρασκευά, όπου άλλη φορά μαζεύονταν οι λόγιοι, θυμήθηκα με πόνο τον Ηλιακόπουλο και το Μάργαρη, που μας είχαν αφήσει τόσο νωρίς...
Ένας λόγος που δεν ξαναπήγα στη Ζάκυνθο, ήταν ίσως κι η θερμή, η εγκάρδια, η πολύ τιμητική υποδοχή που μου ’καναν τότε οι πατριώτες μου. Ήθελα, θα ’λεγες, να μείνω μ’ αυτή την εντύπωση σ’ όλη μου την επίλοιπη ζωή, να ’χω πάντα την ιδέα πως η πατρίδα μου μ’ αγαπούσε, με τιμούσε και μ’ ευγνωμονούσε, που με τα έργα μου την έκαμα πιο γνωστή κι αγαπητή στον ελληνικό κόσμο.
Κι ο ωραίος μήνας πέρασε χωρίς να το καταλάβω, και την τελευταία μου μέρα μπήκα πάλι στο βαπόρι για να γυρίσω στην Αθήνα. Αυτό ήταν το τελευταίο μου ταξίδι στη Ζάκυνθο. Δεν ξαναπάτησα από τότε τα «άγια χώματα», τις «sacre sponde» του Φώσκολου. Σήμερα, αν ήθελα να ξαναπάω, θα ήταν λύπη και σπαραγμός. Το πατρικό μου σπίτι υπάρχει βέβαια ακόμα κι ανήκει σε μένα και στα επιζώντα αδέρφια μου. Αλλά το κατοικούν ξένοι. Και το μόνο που θα με τραβούσε θα ήταν ο οικογενειακός τάφος, όπου κοιμούνται οι γονείς μου, ο θείος μου κι η αδερφή μου Αικατερίνη. Εκεί άραγε θα κοιμηθώ καμιά μέρα κι εγώ; Δεν ξέρω. Αλλά συχνά θυμούμαι τους στίχους του Κάλβου:
Είναι γλυκύς ο θάνατος
Μόνον όταν κοιμώμεθα
Εις την πατρίδα... ».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939


«Στην εξιστόρηση αυτή της ζωής μου, έμεινα πολύ στα περιστατικά που μου εμπνεύσανε πολλά από τα βιβλία μου. Αυτός ήταν, όπως δήλωσα εξαρχής, ο σκοπός μου. Αλλά για δυο μυθιστορήματά μου, αν και είναι σχεδόν αυτοβιογραφικά, δε μίλησα καθόλου.
Εννοώ τους «Μυστικούς αρραβώνες» και το «Ανάμεσα σε τρεις γυναίκες», δημοσιευμένα στο «Έθνος» -το δεύτερο με τον τίτλο «Μίνα, Τίνα, Δώρα»- και κατόπι σε βιβλίο.
Δεν έγιναν βέβαια όλα όσα διηγούμαι σ’ αυτά. Αλλά και στα δυο η βάση είναι πραγματική, από τη ζωή μου.
Λίγο μετά το χωρισμό μου, κι αφού αρραβωνιάστηκα την Τίτα -τότε που σύχναζα στου Παλαμά και στης κυρίας Παρρέν τα φιλολογικά σαλόνια- γνώρισα ένα νεότατο κι ωραιότατο κορίτσι, από καλή οικογένεια, που απάγγελνε ποιήματα κι είχε αρχίσει να γράφει και δικά της. Αργότερα αναδείχτηκε και καλή ηθοποιός και μεγάλη ποιήτρια. Αλλά τότε ακόμα ήταν ξεπεταρόνι δεκαεφτά μόλις χρονών και μόνο για την έκτακτη ομορφιά της έκανε εντύπωση.
Τους αρραβώνες μου με την Τίτα, επειδή δεν είχε βγει ακόμα το διαζύγιό μου, τους κρατούσα μυστικούς. Κι η Θάλεια - ας τη λέμε με τ’ όνομα που της έδωσα στο μυθιστόρημα - με θεωρούσε, όπως όλοι, ελεύθερο. Φαίνεται, λοιπόν, πως της άρεσα και σα νέος -δεν ήμουν ακόμα τριάντα χρονών- και σα συγγραφέας και με τη φαντασία του ξέβγαλτου κοριτσόπουλου, φαντάστηκε πως, αν μ’ έκανε να την πάρω, θα ’ταν ευτυχισμένη.
Όταν καμιά φορά πήγαινα και στο σπίτι της, μου έδειχνε στη βιβλιοθηκούλα της τα βιβλία μου και με βεβαίωνε πως ήταν τα πιο αγαπημένα της.
Έτσι, λίγους μήνες μετά τη γνωριμία μας και σ’ αυτό το διάστημα -δεν την είχα ιδεί από κοντά ούτε δέκα φορές- έλαβα στο σπίτι μου με το ταχυδρομεί, ένα γράμμα. Καθόμουν τότε στης κυρίας Αναστασιάδη, οδός Μαυρομιχάλη. Και μια νύχτα, γυρίζοντας από τον Παλαμά, όπου ήταν κι εκείνη, το βρήκα να με περιμένει, μονάχο του, στη μέση του τραπεζιού μου.
Είδα το γυναικείο γράψιμο στο φάκελο, μα δε φαντάστηκα κακό. Κι ανύποπτος, το άνοιξα, το διάβασα κι αναστατώθηκα. Μου έγραφε η μικρή πανέμορφη Θάλεια! Και στις τέσσερις πυκνές σελίδες, με αληθινά λογοτεχνικό ύφος, η μέλλουσα μεγάλη ποιήτρια μου έλεγε πως μ’ αγαπούσε, πως ήθελε να με πάρει, και πως αν δε μ’ έπαιρνε... θα πέθαινε!
Αυτό προπάντων με τρόμαξε. Για να μου γράφει πρώτο ένα κορίτσι, χωρίς εγώ να του δώσω την παραμικρή αφορμή, συμπέρανα πως θα είχε αγαπήσει δυνατά κι επίφοβα. Και πώς μπορούσα να την πάρω, αφού ήμουν αρραβωνιασμένος με άλλην; Ν’ αφήσω την Τίτα γι’ αγάπη της, δεν το σκέφτηκα ούτε στιγμή. Την αγαπούσα πολύ κι είχα ακλόνητη την απόφαση να την πάρω σύντροφο της ζωής μου. Αλλά πώς ν’ απελπίσω και τη Θάλεια; Πώς να της πω αμέσως, απότομα, πως ήμουν αρραβωνιασμένος; Δεν ετόλμησα. Στη νεανική μου απειρία φοβήθηκα κανένα κακό.
Και της απάντησα με αοριστίες; Ναι, κι εγώ θα την αγαπούσα, κι εγώ θα ’μουν ευτυχισμένος αν μπορούσα να την πάρω, αλλά... δεν είχα σκοπό να ξαναπαντρευτώ.
Μου ξανάγραψε, της ξανάγραψα, κι η ωραία μας αλληλογραφία -γιατί κι οι δυο κάναμε «φιλολογία»- εξακολούθησε πολύ... Επιτέλους έμαθε πως ήμουν αρραβωνιασμένος. Και τότε την έπιασαν οι μεγάλες απελπισίες. Μου έγραφε συνταραχτικά γράμματα και με φοβέριζε πως θα ’παιρνε μια «άσπρη σκόνη» που είχε προμηθευτεί από το φαρμακείο. Τα χρειάστηκα.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Βρισκόμουν σ’ έν ’ αδιέξοδο, σ’ ένα δίλημμα, και στην τρέλα μου, άρχισα να συλλογιέμαι μήπως η μόνη λύση ήταν ν ’ αφήσω την Τίτα και να πάρω τη Θάλεια. Αν εκείνη την αγαπούσα, αυτή τη λυπόμουν με την ίδια δύναμη.
Κι επειδή έβλεπα πως κινδύνευα να κλονιστώ κι είχα ανάγκη από μια βοήθεια, από ένα στήριγμα, σκέφτηκα να τα φανερώσω όλα της Τίτας, που κάτι είχε κιόλα μαντέψει. Αυτό μ’ έσωσε. Η αρραβωνιαστικιά μου μπήκε στη μέση δυνατή. Επλησίαζε ο καιρός του γάμου μας και τον επέσπευσε. Πήρα την Τίτα. Κι η Θάλεια δεν πήρε την άσπρη σκόνη...
Η ιστορία αυτή, που μ’ αναστάτωσε την εποχή των «μυστικών μου αρραβώνων», μου ’δωσε αφορμή να γράψω αργότερα τ’ ομώνυμο μυθιστόρημα - 1915.
Η ερωτική αλληλογραφία που έχει μέσα, και που είναι ίσως το καλύτερό του μέρος, είναι η αυθεντική: αντέγραφα σχεδόν κατά λέξη τα γράμματα της Θάλειας και ανάπλαθα, όσο θυμόμουν, τα δικά μου. Τ’ άλλα, πρόσωπα και πράγματα, είναι μάλλον φανταστικά.
Για πολύν καιρό, με τη Θάλεια είμαστε χωρισμένοι. Κατόπι φιλιωθήκαμε, και σήμερα είμαστε οι καλύτεροι φίλοι. Τη θαυμάζω σαν ποιήτρια και σα διανοητική γυναίκα, κι ακόμα την ευγνωμονώ που μ’ αγάπησε στην αυγή της ζωής της, κι ας μου ’δωσε, μ’ αυτή την αγάπη, τέτοιον κλονισμό.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939


«Το δεύτερο μυθιστόρημα βασίζεται σε κάτι που μου ’λαχε όταν ήμουν πια παντρεμένος, κι αφού είχαν πια περάσει δώδεκα σχεδόν χρόνια από το γάμο μου. Τη γυναίκα μου την αγαπούσα πάντα πολύ, όπως την αγαπώ ως σήμερα. Αλλά ύστερ’ από μια πολυχρόνη συμβίωση, η αγάπη γίνεται συνήθως φιλία, στοργή, στην καρδιά του ανθρώπου υπάρχει τόπος και γι’ άλλο αίσθημα.
Δεν ήμουν σα μερικούς που πηγαίνουν γυρεύοντας Αλλά σε μια έκτακτη, εξαιρετική περίσταση, βρήκα κι εγώ... το διάβολό μου, ή να πω καλύτερα, τον πειρασμό μου...
Μια φοιτήτρια της φιλολογίας, από επαρχία, θαυμάστριά μου, ήθελε τότε να με γνωρίσει. Και μου την έφερε μια φίλη της Αθηναία, που αυτή μ’ εγνώριζε προ πολλού. Είχα να την ιδώ δυο τρία χρόνια. Την ήξερα μικρή, αγίνωτη, δεκατεσσάρων - δεκαπέντε χρονών και την είδα άξαφνα μπροστά μου κοπέλα μεγάλη και θαυμαστή. Είχε ομορφύνει όσο δεν έδειχνε από παιδούλα ψηλή, λεπτή, κάτασπρη, κατάξανθη, -ίδιος ο πατέρας της, που ήταν αξιωματικός- και προπάντων είχε αναπτυχθεί πνευματικά, είχε μορφωθεί τέλεια κι η ομιλία της ήταν απόλαυση.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση και κολακεύτηκα πολύ. Κι η φοιτήτρια ευχαριστήθηκε από τη γνωριμία μου κι ήθελε να την κάνει πλατύτερη. Συχνά μου έρχονταν κι οι δυο, και συχνά ακόμα βλεπόμαστε έξω -θέατρα, συναυλίες, εκθέσεις, διαλέξεις- καθώς και σε κάποιο φιλικό μας σπίτι, κοσμικό. Ύστερ’ από κανένα χρόνο, για την ξανθή αυτή Τίνα δεν αισθανόμουν απλό θαυμασμό. Ήμουν ερωτοχτυπημένος, και τόσο πολύ, ώστε χωρίς να το θέλω, χωρίς να το καταλαβαίνω, της το ’δειχνα. Μια μέρα, που ήταν στο γραφείο μου με τη Δώρα, την παρακάλεσα να γράψει τ’ όνομά της στο πίσω μέρος του μουβάρ που είχα στο τραπέζι μου. Άναψε κατακόκκινη και το χέρι της έτρεμε καθώς έγραφε μ’ ένα μπλε μολύβι. Άλλη φορά της ζήτησα να μου χαρίσει μια πένα για να γράφω μόνο μ’ αυτή. Με ρώτησε πώς τη θέλω και μου αγόρασε μια ακριβώς όπως της είπα. Από τότε, για χρόνια, δεν έγραφα με άλλη- και μόνο τελευταία, όταν μου χάρισαν ένα στυλογράφο και βρήκα μ’ αυτόν περισσότερη ευκολία, αχρήστευσα την πένα της Τίνας, αλλά τη διατηρώ ακόμα σαν κειμήλιο...
Απ’ όλα αυτά είχε καταλάβει βέβαια πως την αγαπούσα, κι αυτό κατάβαθα της άρεσε. Και ποιος ξέρει ως πότε θα ζούσαμε έτσι καλά, μ’ ένα ανέκφραστο αίσθημα που δεν την έφερνε σε καμιά δυσκολία, αν δε μου ερχόταν η ασυλλόγιστη ιδέα να εκφραστώ. Και της έστειλα ένα γράμμα. Ούτε πως ήμουν παντρεμένος με παιδιά συλλογίστηκα, ούτε πως έκανα ψυχική απιστία στη γυναίκα μου, ούτε τίποτα. Να μάθει η Τίνα πως την αγαπούσα -σα να μην το ’ξερε- αυτό μόνο ήθελα. Για τ’ άλλα, στην τρέλα μου, αδιαφορούσα.
Το γράμμα μου την έκανε άνω-κάτω. Δεν περίμενε πως θα ’φτανα ως εκεί και βρέθηκε άξαφνα στην πιο δεινή αμηχανία της ζωής της. Φυσικά, αν της ήμουν αδιάφορος, θα ’σκίζε το γράμμα μου, θ ’ απόφευγε να με ξαναδεί, και θα τελείωνε. Αλλά φαίνεται πως δεν της ήμουν. Κλείστηκε στο σπίτι της άρρωστη, έκραξε τη Δώρα επειγόντως -«τρέξε, μου συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο και σοβαρό»- της έδειξε το γράμμα μου και της ζήτησε συμβουλή και βοήθεια. Η Δώρα, που μ ’ αγαπούσε πολύ και φοβήθηκε μην πάθαινα τίποτα αν η φίλη της με περιφρονούσε, τη συμβούλεψε να μου απαντήσει. Τότε είδε κι εκείνη πως άλλο δεν ήθελε. Κι ύστερ ’ από πάλη μιας εβδομάδας -σ ’ αυτό το διάστημα δε βγήκε από το σπίτι της καθόλου- μου’ στείλε με τη Δώρα ένα θαυμάσιο γράμμα.
Δε μου ’λεγε πως μ’ αγαπά, παρ’ ανάμεσα στις γραμμές της. Η αγάπη μου, συμπέραινε, ήταν γι ’ αυτήν μια ευτυχία. Γιατί μέσα στην απομόνωση και την ερημιά της, που μου την διεκτραγωδούσε διεξοδικά - και λιγάκι υπερβολικά- θα αισθανόταν στο εξής τον εαυτό της «λιγότερο μόνο»... Της ξανάγραψα. Με λίγα λόγια μου ξανάγραψε κι εκείνη. Ξαναϊδωθήκαμε, ξαναβλεπόμαστε. Κι επειδή η καλή μας Δώρα έφυγε σε λίγο στην επαρχία της και το φιλικό μας σπίτι είχε κλείσει προσωρινά κάποιο πένθος, συνεννοούμαστε για να βλεπόμαστε εμείς οι δυο μας. Πηγαίναμε λίγο περίπατο ή χωνόμαστε σε κανένα θέατρο. Κι ήμουν τόσο ευτυχισμένος! Μόνο που την ευτυχία αυτή δε μου τη χάριζε πολύ συχνά. Δεν μπορούσε να βγαίνει όταν ήθελε μόνη.
Ωστόσο μας είδαν δυο-τρεις φορές μαζί, υποπτεύθηκαν, ψιθύρισαν, φλυάρησαν και -κρατιέται τίποτα κρυφό;- τα έμαθαν επιτέλους και στο σπίτι της. Και έν’ απόγεμα, ενώ βλέπαμε σε κάποιο θέατρο, καθισμένοι πλάι - πλάι, μια ερασιτεχνική παράσταση, κατάφτασε μια θεία της και μου την πήρε άρον-άρον. Ήταν το «επ’ αυτοφώρω». Την περιόρισαν κι από τότε δεν ξαναϊδωθήκαμε. Μα κι εγώ ήρθα σε συναίσθηση και δε δοκίμασα πια να συνεννοηθώ μαζί της για συνάντηση. Σε λίγο έπαψα και να την αγαπώ με την πρώτη δύναμη. Και σιγά - σιγά μου έγινε μια ανάμνηση μόνο γλυκιά...
Όταν γύρισε η Δώρα, μας βρήκε χωρισμένους. Η Τίνα, από φόβο μην της τα έβρισκαν στο σπίτι, της παρέδωσε τα γράμματά μου και κάτι άλλα μικρά ενθύμια που είχε από μένα. Από τον ίδιο φόβο έκανα το ίδιο κι εγώ. Κι ως σήμερα -πάνε σχεδόν τριάντα χρόνια- η Δώρα φυλάει σ’ ένα κουτί όλ’ αυτά τα «κειμήλια».
Δυο - τρία χρόνια αργότερα, η Τίνα παντρεύτηκε, μα όχι από αγάπη... Κι ύστερ’ από άλλα δυο - τρία, πέθανε η δύστυχη από κακή γέννα, σ’ όλη την ακμή της νιότης και της ομορφιάς της. Μια θαυμάσια φωτογραφία της, που τη φύλαγα σαν τα μάτια μου, μου την έκλεψαν. Και δε μου μένει παρά η πένα...
Απ ’ αυτή την αληθινή ιστορία έγραψα το «Ανάμεσα σε τρεις γυναίκες», που δημοσιεύτηκε στο « Έθνος» το 1918 και ξανατυπώθηκε σε βιβλίο - το τελευταίο μου - το 1931. Πράγμα περίεργο! Το μυθιστόρημα αυτό δεν άρεσε ούτε στους πολλούς, ούτε στους λίγους. Ο μακαρίτης Εμμ. Λυκούδης, ο μυθιστοριογράφος, που παρακολουθούσε με αγάπη όλα μου τα δημοσιεύματα, μου το είπε καθαρά, γιατ’ ήταν και φίλος ειλικρινέστατος: «Αυτό δε μ’ αρέσει». Αλλά κι όσες κυρίες και κορίτσια διάβασαν το «Ανάμεσα σε τρεις γυναίκες», μου είπαν πως δεν τις ενθουσίασε. Έργο που δεν αρέσει ούτε στους λίγους, ούτε στους πολλούς, ορισμένως είν’ αποτυχημένο.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΡΟΤΟΜΗ, Έργο Μαίρης Παπακωνσταντίνου. Αθήνα, Πάρκο Ελλήνων Λογοτεχνών - Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων].


«Ένα βιβλιαράκι μου, τυπωμένο στα 1918, επιγράφεται: «Η κωμωδία του Αριστείου». Πρέπει να πω και γι’ αυτό μερικά.
Το 1914 ιδρύθηκε από το κράτος αυτό το «Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών», που στην αρχή λεγόταν «Βασιλικό Μετάλλιο». Ο Δροσίνης, τμηματάρχης τότε των Γραμμάτων και Τεχνών στο υπουργείο της Παιδείας, ανέλαβε τη διεξαγωγή του. Ο σκοπός, αν και ανέκφραστος, ήταν να σχηματιστεί ο πυρήνας της μέλλουσας Λογοτεχνικής και Καλλιτεχνικής Ακαδημίας, από εκείνους που θα ’παιρναν το Αριστείο και θ’ αποτελούσαν Σώμα ιδιαίτερο. Στην αρχή, με Β. Διάταγμα, απονεμήθηκε σε πέντε επιφανείς λόγιους: τον Άγγελο Βλάχο, τον Κωστή Παλαμά, τον Αριστομένη Προβελέγγιο, τον Μπάμπη Άννινο και το Σουρή. Αυτοί θα διάλεγαν και τους άλλους. Κάθε χρόνο δηλαδή, θα ’διναν το Αριστείο σ’ εκείνον που θα ’βγανε το ανώτερο λογοτεχνικό βιβλίο και συγχρόνως θα είχε και προηγούμενη εργασία αξιόλογη. Ο Δροσίνης είχε στα χέρια του την κριτική επιτροπή, ή τουλάχιστο την πλειονοψηφία της. Αυτός δεν είχε διορίσει τους πρώτους αριστείς; Μπορούσε λοιπόν να κάνει ό,τι θέλει. Και το πρώτο που έκανε ήταν να εκδώσει μια λυρική συλλογή τα «Φωτερά σκοτάδια». Φυσικά, κανέν ’ από τ ’ άλλα βιβλία του χρόνου δεν εγύρισαν να κοιτάξουν οι κριτές. Κι έδωσαν το Αριστείο του Δροσίνη.
Δε μου φάνηκε κι άδικο. Αφού ο Δροσίνης δεν είχε βάλει και τον εαυτό του μέσα στους πέντε πρώτους, ήταν η σειρά του να μπει. Κι ακριβώς γιατί δεν είχε βάλει και τον εαυτό του, δεν πειράχτηκα που με άφησε απέξω. Θα ’ρθει κι η σειρά μου συλλογιζόμουν. Άλλωστε μου το έλεγε κι ο ίδιος ο Δροσίνης κάθε φορά που βλεπόμαστε. Και περίμενα μ’ εμπιστοσύνη. Όσο κι αν μ' εχθρευόταν ο Δροσίνης από τον καιρό της «Εστίας», δεν φανταζόμουν πως θα ’θελε και να με αποκλείσει από το «Σώμα», αφού είχα κάθε δικαίωμα να μπω και για την προηγούμενη εργασία μου και για τα βιβλία που έβγαζα ολοένα. Το 1915 π.χ. όταν βγήκαν τα «Φωτερά Σκοτάδια» του Δροσίνη, είχα βγάλει κι εγώ σε βιβλίο τον «Κόκκινο Βράχο», και τα μεν «Φωτερά Σκοτάδια» έσβησαν, ο δε «Κόκκινος Βράχος» έκαμε από τότε πέντε εκδόσεις. Αλλά καθώς φάνηκε σε λίγο, αυτόν το σκοπό είχε. Το 1916 -δε θυμούμαι τώρα γιατί- διαγωνισμός γι’ Αριστείο δεν προκηρύχτηκε. Και το 1917 ξεφύτρωσε η σειρά του Πολέμη. Ο I. Σιδέρης, ο εκδότης του Δροσίνη, ετύπωσε μια λυρική συλλογή του Πολέμη, τα «Σπασμένα μάρμαρα», και δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο ποιητής αυτός θα ήταν πάλι ο μόνος υποψήφιος.
Ανησύχησα, αλλά συγκρατήθηκα. Το ποιητικό έργο του Πολέμη δεν άξιζε βέβαια όσο το πεζογραφικό μου, εκτιμούσα όμως τον ποιητή, αντίθετα προς άλλους που του αρνούνταν και την παραμικρή αξία, και το κάτω - κάτω ήταν πρεσβύτερός μου. Δε θα χανόταν ο κόσμος αν έπαιρνε το Αριστείο πριν από μένα. Όπως και το πήρε.
Αλλά όταν τον άλλο χρόνο ξεφύτρωσε κι η σειρά του Μαλακάση, όταν έμαθα πως ο Σιδέρης πάλι, βαλμένος από το Δροσίνη, ετύπωνε τους «Ασφοδέλους», δεν μπόρεσα να κρατηθώ. ' Ηταν πια η καταπάτηση της σειράς μου και των δικαιωμάτων μου ολοφάνερη. Εχάλασα τον κόσμο!
Κατάγγειλα τον τρόπο που εννοούσε ν’ απονέμει το Αριστείο ο Δροσίνης, ετύπωσα και το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας», κι επροκάλεσα την επιτροπή να προτιμήσει, αν τολμούσε, από το έργο αυτό, που ήταν ένας σταθμός στην ιστορία του Νεοελληνικού θεάτρου, κι απ’ όλη την ως τότε εργασία μου, μια λυρική συλλογούλα μόνο, γιατί ο Δροσίνης είχε πάθος εναντίον μου και δεν εννοούσε να πάρω το Αριστείο ποτέ.
Ήταν σκάνδαλο, έγινε πολύς θόρυβος γύρω του κι η επιτροπή θορυβήθηκε. Τι να κάνει; Να δώσει το Αριστείο σε μένα; Δεν άφηνε ο Δροσίνης. Να το δώσει στο Μαλακάση; Θα επικυρώνονταν όσα κατάγγειλα. Και βρήκε μια εξυπνότατη λύση: Κανένα, αποφάνθηκε, από τα βιβλία του 1918 δεν άξιζε το Αριστείο - ούτε οι «Ασφόδελοι» του Μαλακάση που ο Δροσίνης είχε κάμει να τυπωθούν για να τους βραβεύσει!
Τότε έκανα την περίφημη «απεργία». Το Αριστείο, φώναξα, δεν είναι του Δροσίνη, είναι του Κράτους. Κι αφού το Κράτος δεν αναγνωρίζει την εργασία μου, ή επιτρέπει να μην αναγνωρίζεται από τους εντεταλμένους του, παύω κι εγώ να εργάζομαι. Σαν ένδειξη διαμαρτυρίας, το κίνημά μου επιδοκιμάστηκε από την κοινή γνώμη που ήταν με το μέρος μου. Όλοι αναγνώριζαν πως είχ’ αδικηθεί. Ο ίδιος ο Παλαμάς, από την επιτροπή του Αριστείου, εδήλωσε πως έπρεπε να βραβευτεί το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας». Μόνο ο Δροσίνης δε συγκινήθηκε. Και τον επόμενο χρόνο έκαμε να τυπωθούν πάλι από το Σιδέρη, οι «Σκαραβαίοι και Τερρακότες» του Γρυπάρη για να τους βραβεύσει. Εγώ, το 1919, είχα εκδώσει τα διηγήματα «Πετριές στον Ήλιο» και το θεατρικό έργο «Φοιτηταί». Ο Παλαμάς δεν πήγε στη συνεδρίαση της Επιτροπής, ο Προβελέγγιος έλειπε στη Σίφνο και μόνο ο Άγγελος Βλάχος εψήφισε για μένα κι απαίτησε να γραφτεί και στα πρακτικά. Οι άλλοι τρεις -Δροσίνης, Άννινος και Πολέμης- έδωσαν το Αριστείο στο Γρυπάρη. Καλός ποιητής, έπρεπε μια φορά να το πάρει, μόνο που δεν ήταν σειρά του.
Τον επόμενο χρόνο, ο Δροσίνης θυμήθηκε τον ξεχασμένο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Του τύπωσε, πάντα με το Σιδέρη, ένα τόμο διηγήματα και του έδωσε το Αριστείο. Αλλά ήταν το τελευταίο - 1920. Η φάμπρικα έπρεπε να κλείσει. Και ό,τι δεν έκαμε η απεργία, το έκαμε ένα βιβλιαράκι: Στις αρχές του 1921 ετύπωσα την «Κωμωδία του Αριστείου». Σ’ αυτήν τα εξέθεσα όλα με το νι και με το σίγμα. Κατέδειξα προπάντων πως δε γινόταν ο Διαγωνισμός που όριζε ο νόμος, παρά μια συμπαιγνία και μια κωμωδία. Και συμπέραινα πως έπρεπε ή να λάβει τα μέτρα του το κράτος ώστε να εφαρμόζεται στο μέλλον ο νόμος, ή να καταργηθεί το Αριστείο, που απονεμόταν τόσο κακά.
Και το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών καταργήθηκε.
Αργότερα, το κράτος το απένειμε ομαδικά σε καμιά δεκαπενταριά λογοτέχνες και καλλιτέχνες - βροχή επί αμαρτωλούς και δικαίους - και φυσικά, το περιδέραιο έχασε τα δύο τρίτα από τη λάμψη του, αφού το είχαν πια όλοι - ακόμα κι εγώ, στο πείσμα του Δροσίνη. Έπειτα έγινε η Ακαδημία, και τότε έχασε και το άλλο τρίτο. Τη στιγμή που οι λογοτέχνες γίνονταν ακαδημαϊκοί, ποιος λογάριαζε Αριστείο! Τώρα το απονέμει η Ακαδημία, τον ένα χρόνο σε λογοτέχνη, τον άλλο σε καλλιτέχνη και τον άλλο σ’ επιστήμονα - γιατί έγινε και των επιστημών. Φυσικά, απονεμόμενο από την ολομέλεια της Ακαδημίας, είναι πάλι μια διάκριση σπουδαία. Μόνο που πολύ σπάνια μπορεί ν ’ απονέμεται σε λογοτέχνες. Πρώτο, γιατί η σειρά τους έρχεται κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια, δεύτερο, γιατί όλοι οι παλιοί και καλοί, όσοι δεν είναι κι ακαδημαϊκοί, το έχουν, και τρίτο, γιατί ο νόμος απαιτεί πάντα και προηγούμενη σπουδαία εργασία, που ένας νέος δεν μπορεί να την έχει κι επομένως δεν δικαιούται ν ’ αριστευθεί, όσο καλό κι αν είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο που έβγαλε τυχόν στην τριετία. Ίσως ο νόμος, που μας δένει τώρα τα χέρια, θα ’πρεπε να τροποποιηθεί. Κατά τη γνώμη μου, το λογοτεχνικό Αριστείο έπρεπε να ’ταν για τους νέους, σαν ένας βαθμός πριν από τη μέλλουσα είσοδό τους στην Ακαδημία.»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939
.
[«-Είστε μέλος (της Επιτροπής) του Αριστείου κ. Παλαμά, ή παραιτηθήκατε;
-Δεν ήταν δυνατόν να παραιτηθώ από μια τιμή που μου κάνει η Πολιτεία. Μόνο που οι δουλειές μου δεν με αφήνουν να συνεργάζομαι με άλλους Αριστούχους. Ακόμη και από κάποιες αιτίες που πρέπει να εξηγηθούνε με την ιδιοσυγκρασία μου. Ποτέ δεν μπόρεσα να συνεργασθώ. Μ’ αρέσει η μοναξιά, η αυτοσυγκέντρωση. Δεν είμαι εγώ για συνεδριάσεις και τελετές.
-Τι ιδέα έχετε για το θεσμό του Αριστείου;
-Σημειώνει μια πρόοδο στον τόπο μας. Μόνον που μού φαίνεται πολύ δύσκολο να ξετυλιχθή μια μέρα σε Ακαδημίαν, τουλάχιστον σαν τη Γαλλική, που είναι θεσμός ταιριαστός μόνο στη Γαλλική φυλή και στη Γαλλική παράδοση.
-(…) Ποιος έπρεπε εφέτος να πάρη το Αριστείον;
-Βέβαια ο κ. Ξενόπουλος (…)
-Για τους άλλους υποψηφίους;
-Δεν έβγαλαν βιβλία στο 1918 παρά μόνο οι ποιηταί. Απ’ αυτούς προτιμώ τον κ. Ζερβόν. Τα «Τραγούδια του Καλού Καιρού» είναι ποιήματα με νόημα. Μου εκίνησαν πολύ την προσοχήν. Μα για το Αριστείον έπρεπε να το πάρη εφέτος και ένας πεζογράφος».
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Συνέντευξη στην εφημερίδα «ΑΘΗΝΑ» στις 15 ΙΑΝ. 1919.]
.
[« Ο Ξενόπουλος συνάντησε τον Ιωάννη Πολέμη που είχε «αριστεύσει» την περασμένη χρονιά με την ποιητική συλλογή του «Σπασμένα Μάρμαρα» και του είπε:
- Γιάννη μου, αν δεν το πάρω φέτος θα αυτοκτονήσω!.
Ο ποιητής προσπάθησε να τον πείσει ότι δεν θα ήταν και τόσο σοβαρό αν δεν το έπαιρνε το βραβείο, και προσπάθησε να τον αποτρέψει από το διάβημα. Αλλά ο Ξενόπουλος φαινόταν αμετάπειστος.
Τότε ο ποιητής του έδωσε το χέρι για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό και περίλυπος του είπε:
-Τότε, Γρηγόρη μου, τι να σου ειπώ…; Αν δεν σε ξαναδώ, γειά σου...
Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑ» στις 16 ΙΑΝ. 1919.]
.
[-Ας το έδιναν εις τον κ. Ξενόπουλον, αφού τόσο το επιθυμεί. Άλλωστε είναι και δίκαιον. Το διηγηματογραφικόν και θεατρικόν έργον του είναι σημαντικό.
-Πώς σας φάνηκε η απεργία του;
-Εύθυμος βέβαια. Αλλά οι συγγραφείς έχουν τας αδυναμίας των μικρών παιδιών».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΟΣ, Συνέντευξη στην εφημερίδα «ΑΘΗΝΑ» στις 17 ΙΑΝ. 1919.
.
[«- Σεις ποιον ψηφίσατε, κ. Σουρή;
– Το Στρατήγην. Αυτόν έγραψα στο γράμμα μου που έστειλα στην Επιτροπή.
– Μα ο κ. Ξενόπουλος ισχυρίζεται…
– Όχι, όχι. Εις τον Στρατήγην υποσχέθηκα πρώτα. Αλλά και ο Ξενόπουλος είναι φίλος μου. Όλοι καλοί είναι. Όλοι πρέπει να γείνουν μέλη του Αριστείου. Και ο Κονδυλάκης και ο Καμπούρογλους και ο Ξενόπουλος και ο Δαμβέργης και ο Μαλακάσης και άλλοι.
-Πώς βρίσκετε το διάβημα του κ. Ξενόπουλου;
– Ε, αυτά είναι σάχλες. Μα πώς μπορεί να μη γράφη πια; Ας είναι. Έξαψις. Θα του περάση. Εγώ όμως δεν μπορώ να τραβώ κάθε χρόνο αυτές τις ιστορίες. Και αν δεν πάρουν το Αριστείον όλοι οι λόγιοι που είπα, να γίνουμε μια παρέα και να ησυχάσουμε, εγώ θα παραιτηθώ».
[Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑ» στις 18 ΙΑΝ. 1919.]


Για το αριστείο έκαμα ένα μεγάλο αγώνα κι είδαμε σε τι κατέληξε. Πολλοί νομίζουν πως έκαμα, και μεγαλύτερο μάλιστα, για την Ακαδημία. Αλλά έχουν λάθος.
Τον αγώνα αυτόν, για μένα, τον έκαμαν άλλοι. Και να πώς έχουν τα πράγματα:
Την Ακαδημία Αθηνών ίδρυσε ο αείμνηστος Δημήτριος Αιγινίτης, υπουργός τότε της Παιδείας. Συνεργάτη είχε το φίλτατό του Δροσίνη. Με την πολύτιμη βοήθειά του συνέταξε το νόμο και τον οργανισμό του ιδρύματος, και κατά τη συμβουλή του διόρισε τους πρώτους λογοτέχνες ακαδημαϊκούς. Ήταν τρεις: ο Παλαμάς, ο Προβελέγγιος και ο ίδιος ο Δροσίνης. Η κοινή γνώμη βρήκε πολλούς τους τρεις ποιητές. Έπρεπε να διοριστεί κι ένας πεζογράφος. Κι η κοινή γνώμη θεωρούσε εμένα ως έχοντα τα περισσότερα δικαιώματα. Ήταν φανερό πως ο Δροσίνης μου τα καταπατούσε άλλη μια φορά. Αλλά δεν είπα τίποτα. Ούτε όταν εκλέχτηκε ο Καμπούρογλους -στην ψηφοφορία έλαβα κι εγώ... έναν ψήφο- ούτε όταν εκλέχτηκε ο Νιρβάνας. Ήταν τόσο αγαπητοί φίλοι μου κι οι δυο -κι ο Καμπούρογλους τόσο πρεσβύτερος- ώστε δεν μπορούσα να διαμαρτυρηθώ για την εκλογή τους, επειδή είχα τάχα σειρά.
Ωστόσο ψιθυριζόταν πως πολλοί ακαδημαϊκοί θα με υποστήριζαν σε μέλλουσα εκλογή -ο Παλαμάς προπάντων κι ο αείμνηστος Ανδρεάδης- και πως αντιδρούσε ο αιώνιος Δροσίνης, που στην πρώτη μου υποψηφιότητα, όπως ανάφερα αλλού, διάβασε κατά την ακαδημαϊκή συζήτηση ανοιχτές σελίδες από βιβλία μου.
Εγώ σιωπούσα πάντα και περίμενα. Στο μεταξύ δεχόμουν μ’ ευγνωμοσύνη τα βραβεία που μου απόνεμε η Ακαδημία. Ένα χρόνο μου βράβευσε το μυθιστόρημα «Πλούσιοι και Φτωχοί», άλλον την κωμωδία «Δεν είμ’ εγώ!».
Αλλά η βράβευση αυτή φάνηκε πολύ παράξενη και ύποπτη στον Μ. Ροδά. Κι ο αγαπητός μου φίλος, μ’ ένα άρθρο του στο «Ελεύθερο Βήμα», διαμαρτυρήθηκε εντονότατα για τη στάση της Ακαδημίας απέναντι μου, που αντί να μ’ εκλέξει μέλος της, με άφηνε έξω τόσον καιρό, και μου έδινε, στάχτη στα μάτια του κόσμου, βραβεία. Το αυθόρμητο αυτό άρθρο του Ροδά έδωσε το
σύνθημα. Δεξιά κι αριστερά άρχισαν να χτυπούν την Ακαδημία για τον «αποκλεισμό» μου. Κι αφού μίλησαν όλοι, μίλησα τότε κι εγώ.
Το περίεργο, το απρόοπτο είναι που μίλησα από το βήμα της «Εστίας». Είπαμε πως ποτέ η εφημερίδα αυτή δε με υποστήριξε σε τίποτα, κι ίσα- ίσα εκείνο τον καιρό οι σχέσεις μας ήταν πολύ τεταμένες, εξ αιτίας της «περί τίτλου σκιάς δίκης». Οι Κύροι δηλαδή, είχαν εγείρει αγωγή εναντίον μου και του Κολλάρου, επειδή είχαμε ονομάσει το περιοδικό μας «Νέα Εστία», ισχυριζόμενοι πως ο τίτλος ανήκε στην εφημερίδα τους, αδιάφορο αν εμείς προσθέσαμε προς διάκριση το «Νέα» και βγάζαμε, όχι εφημερίδα, αλλά δεκαπενθήμερο περιοδικό. Πήγαμε ως τον 'Αρειο Πάγο. Όλα τα δικαστήρια μας έριχναν δίκιο. Και στο μεταξύ οι Κύροι[η οικογένεια Κύρου, εκδότες της εφημερίδα «Εστία», κύπριοι] ξεθύμαιναν με «Κόσμους» εναντίον μου. Εννοείται πως κι εγώ τους απαντούσα στη «Νέα Εστία».
Ο καβγάς βάσταξε όσο κι η δίκη. Κι επειδή το πράγμα ήταν πρόσφατο, κάθε άλλο περίμενα παρά πως οι Κύροι, στην περίσταση εκείνη, θα υπερασπίζονταν, όχι την Ακαδημία, που θα ’ταν τόσο φυσικό, παρά εμένα. Κι όμως είδαν τα μάτια μου κι αυτό το θαύμα. Η εξέγερση της κοινής γνώμης τους έκαμε; Η υποψία του κόσμου πως αντενεργούσε στην εκλογή μου η «Εστία»; Άλλο τίποτα; Δεν ξέρω. Το βέβαιο είναι πως μου έστειλαν την αγαπητή μου κυρία Ειρήνη την Αθηναία, που δημοσίευε τότε φιλολογικές συνεντεύξεις στην εφημερίδα τους, να πάρει κι από μένα, ειδικά για το ζήτημα της Ακαδημίας, με την παραγγελία να πω ό,τι θέλω και με την υπόσχεση να τα δημοσιεύσουν όλα.
Και τα είπα. Μίλησα, κατά τη συνήθειά μου, γενναία, χωρίς να φεισθώ κανενός. Και για τα δικαιώματά μου, και για κείνους που εννοούσαν διαρκώς να μου τα καταπατούν. Κι η «Εστία», πιστή στην υπόσχεσή της, τα δημοσίευσε όλα -σε δυο συνέχειες, νομίζω- χωρίς να παραλείψει ή ν’ αλλάξει ούτε γιώτα. Ε, ύστερ’ από τη συνέντευξή μου, που την πρόσεξε κι η κυβέρνηση, η ατμόσφαιρα στην Ακαδημία άλλαξε.
Αμέσως προκηρύχτηκε η πλήρωση μιας λογοτεχνικής έδρας, που όλοι έλεγαν πως ήταν για μένα. Ο Παλαμάς, που με υποστήριζε ανέκαθεν, επωφελήθηκε για να γράψει τη θερμότερη έκθεση για το έργο μου και για το δικαίωμα που μου έδινε να γίνω ακαδημαϊκός. Ο Δροσίνης έπαψε ν’ αντιδρά και ν’ απαγγέλλει σελίδες από τα βιβλία μου. Κι όταν του έγραψα ζητώντας την ψήφο του -τυπικό γράμμα, που έστειλα σ’ όλους τους ακαδημαϊκούς, αντί για τη συνηθισμένη «ακαδημαϊκή επίσκεψη»- μου απάντησε ειλικρινέστατα πως είχε υποσχεθεί να ψηφίσει τον Μπάμπη τον Άννινο, αλλ’ αν δεν συγκέντρωνε κανένας τους απαιτούμενους ψήφους και επαναλαμβανόταν η ψηφοφορία, τότε θα έκανε «ό,τι τον εφώτιζε η Αθηνά».
Με την ίδια ειλικρίνεια μου έγραψε κι ο μακαρίτης Ηλιόπουλος, ο πρόεδρος του «Παρνασσού»: Μ ’εκτιμούσε, μ’ έκρινε άξιο για την έδρα, αλλά είχε δώσει το λόγο του στον Πωπ. Γιατί τρεις είχαμε ανακηρυχτεί υποψήφιοι: ο Άννινος, ο Πωπ κι εγώ.
Αλλά δε χρειάστηκε να επικαλεστεί την Αθηνά ο Δροσίνης: από την πρώτη ψηφοφορία πήρα πολύ περισσότερους ψήφους απ’ όσους χρειάζονταν -σχεδόν παμψηφία.
Αμέσως μετά το αποτέλεσμα, ο Ανδρεάδης κι ο Νιρβάνας έτρεξαν στο σπίτι μου να μου το αναγγείλουν: Τρώγω πολύ αργά κι ως τις έξι συνήθως κοιμούμαι. Το ίδιο είχα κάνει και την ημέρα εκείνη. Όταν είπαν στους φίλους μου πως δεν είχα σηκωθεί ακόμα, απόρησαν πολύ, κι ο Νιρβάνας φώναξε: «Κοιμήσου, ακαμάτη μου, κι η Μοίρα σου δουλεύει». Ο Ανδρεάδης, βιαστικός όπως πάντα, εισόρμησε στην κάμαρά μου για να με συγχαρεί, καθώς περνούσα το σακάκι μου. Το επεισόδιο έγινε γνωστό και σχολιάστηκε φαιδρά. Μια εφημερίδα έγραψε: «Ο κ. Ξενόπουλος κοιμάται και την ώρα ακόμα που τον εκλέγουν ακαδημαϊκό!».
Την άλλη μέρα, στο «Ελεύθερο Βήμα», ο αγαπητός μου Ροδάς θριάμβευε. Αλλά κι όλες οι άλλες εφημερίδες δημοσίευσαν ενθουσιώδη άρθρα για την εκλογή μου και συγχάρηκαν... την Ακαδημία. Έλαβα κι ένα σωρό συγχα ρητήρια τηλεγραφήματα και γράμματα. Ανάμεσα στ’ άλλα, κι ένα επισκεπτήριο από τον αείμνηστο αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, που μου έγραφε:
«Σας συγχαίρω δια την εκλογήν σας, εις την οποίαν και εγώ συνετέλεσα». Με ψήφισε, βλέπετε, κι ο μακαριότατος, χωρίς να επηρεαστεί από τ’ αναγνώσματα του Δροσίνη.
Αλλά κι αυτού η έχθρα πήρε τέλος, από την ημέρα που γίναμε συνάδελφοι. Κι όσον καιρό ερχόταν στην Ακαδημία, συνεργαζόμαστε με τη μεγαλύτερη σύμπνοια.
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία της εκλογής μου. Ακαδημαϊκό μ’ έκαμε η Κοινή Γνώμη, που τη διερμήνευσε ο Ροδάς. Το άρθρο του δημιούργησε όλη εκείνη την εξέγερση που έκαμε και την «Εστία» ν’ αλλάξει προς στιγμή τακτική. Χωρίς αυτό, ίσως δε θα γινόμουν ποτέ ακαδημαϊκός, γιατί πάντα τη σειρά μου θα την έπαιρνε κάποιος άλλος κι εγώ θα εξακολουθούσα να σωπαίνω και να περιμένω όπως στην αρχή.
Τη δράση μου στην Ακαδημία, στο Βασιλικό Θέατρο, στη «Νέα Εστία» και όσα έκανα από το 1925 κι εδώθε, είναι πολύ πρόσφατα για να τα γράψω. Άλλωστε τα ξέρουν κι οι νεότεροι. Ας μείνω λοιπόν έως εδώ, κι αν ζήσω όσο μου προλέγουν οι γιατροί κι οι χειρομάντεις, δεν αποκλείεται να συμπληρώσω αυτά τ ’ απομνημονεύματα όταν τα πρόσφατα θα γίνουν παλιά.
Τα είπα πια όλα. Δυσαρέστησα ίσως πολλούς, είτε γιατί τους ξέχασα, είτε και γιατί τους... θυμήθηκα, αλλ’ αφού ανέλαβα να εξιστορήσω τη ζωή μου, έπρεπε ν’ αναφέρω κι εκείνους που μου έκαμαν καλό, κι εκείνους που μου έκαμαν κακό. Κι εγώ ο ίδιος μπορεί να ’καμα κακό σε πολλούς με την κριτική μου. Αλλ’ αυτός δε θα ’ταν βέβαια ο σκοπός μου. Ούτε έκαμα κακό άλλου είδους σε κανένα, και μπορώ να λέω με περηφάνια, σαν τον Ταπεινό του Παπαντωνίου:
«Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ(1867-1951), «Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ» 1938-1939




GEORGE HORTON: «Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ»
.
Βασίλισσα της Μεσογείου και δόξα της
ήταν η Σμύρνη, η ωραία πόλη
και το πιο όμορφο μαργαριτάρι της Ανατολής
Σμύρνη μου, ωραία πόλη!
Κληρονόμος αμέτρητων αιώνων ιστορίας,
μητέρα ποιητών, αγίων και σοφών
ήταν η Σμύρνη η ωραία πόλη!
Μια απ' τις πιο αρχαίες, δοξασμένες τις Εφτά
ήταν η Σμύρνη, η αγία πόλη
κι' είχε αναμμένες τις λαμπάδες της στον ουρανό ψηλά,
Σμύρνη μου, αγία πόλη.
Μια απ' τις εφτά ελπίδες μας, κι επιθυμίες μας,
μια απ' τις εφτά τις αγίες Φωτιές μας
ήταν η Σμύρνη, η αγία πόλη.
Οι άλλες σβήσανε τώρα πολύν καιρό
Ώ Σμύρνη, πόλη εσύ Χριστιανική!
μα η δική της έμεινε — να καίει σταθερή
ώ Σμύρνη, πόλη εσύ Χριστιανική!
Οι άλλες πέρασαν και σβήσανε και χάθηκαν
μα ως χθες έκαιγε ακόμα αυτή,
ώ Σμύρνη, πόλη εσύ Χριστιανική!
Και οι καμπάνες των εκκλησιών της βουβάθηκαν και πέθαναν
της Σμύρνης, της Χριστιανικής της πόλης
κι' η μουσική των σώπασε και οι ψαλτάδες χάθηκαν
της Σμύρνης, της ευτυχισμένης πόλης.
Και οι κοπέλες της, μαργαριτάρια μεσογειακά
έφυγαν απ' τα μαρμάρινα παλάτια
της Σμύρνης της παραμυθένιας πόλης!
Πέθανε και σαπίζει κάπου εκεί
κοντά στην πύλη της Ανατολής
η Σμύρνη, η δολοφονημένη πόλη.
Φύγανε οι τεχνίτες της, στους δρόμους ερημιά
Σμύρνη μου, δολοφονημένη πόλη.
Χήρεψαν οι γυναίκες της κι ορφάνεψαν τα παιδιά
μόνο τα ποντίκια μένουν μεσ' στη χαλασιά,
Σμύρνη μου, δολοφονημένη πόλη!
Με φωτοστέφανο ο Δεσπότης στεφανώθηκε
στη Σμύρνη εκεί, την πόλη που μαρτύρησε,
κι' ας ήταν τα μαλλιά του τ' άσπρα αιματοβαμμένα
ώ Σμύρνη, πόλη εσύ μαρτυρική!
Κι έτσι εφύλαξε την πίστη στο Χριστό
τον Πολύκαρπο ως τον Άγιο Χρυσόστομο
απ’ τη Σμύρνη, η ένδοξη πόλη!
GEORGE HORTON, Πρόξενος στη Σμύρνη και Γενικός Προξένος των Η.Π.Α στην Εγγύς Ανατολή επί τριάντα χρόνια , ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γεώργιος Λ. Τσελίκας, «THE BLIGHT OF ASIA» (Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ), ΕΚΔΟΣΕΙΣ «THE BOBBS-MERRILL COMPANY», Ν.Υ. 1926
.
GEORGE HORTON (1859-1942): Αμερικανός διπλωμάτης, ποιητής και φιλέλληνας. Από τη Νέα Υόρκη. Το 1909 παντρεύτηκε την Ελληνοαμερικανίδα Αικατερίνη Σακοπούλου.
Ανθρωπος των γραμμάτων. Σοβαρός μελετητής τόσο της ελληνικής, όσο και της λατινικής γλώσσας. Μετέφρασε ποιήματα της Σαπφούς στα αγγλικά. Γνωστός δημοσιογράφος στο Σικάγο. Επίσης επαγγελματίας διπλωμάτης και αγάπησε την Ελλάδα. Έγινε Αμερικανός πρόξενος στην Αθήνα το 1893, όπου προώθησε ενεργά την αναγέννηση των ολυμπιακών αγώνων και ενέπνευσε τη συμμετοχή της Αμερικάνικης ομάδας.
Έγραψε έναν λυρικό «οδηγό για τον επισκέπτη των Αθηνών» και συνέθεσε μια στοχαστική περιγραφή της παραμονής του στην Αργολίδα.
Υπηρέτησε δύο φορές ως Πρόξενος των ΗΠΑ στην Αθήνα, από το 1893-1898 και από το 1905-1906. Ήταν επίσης Πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη μεταξύ 1910-1911.
Μετά υπηρέτησε ως Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη, μέχρι τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των ΗΠΑ με την Οθωμανική αυτοκρατορία (1911-1917) κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπηρέτησε ξανά ως Πρόξενος στη Σμύρνη μετά τον πόλεμο (1919-1922) και παρέμεινε εκεί μέχρι που ξέσπασε η μεγάλη φωτιά της Σμύρνης στις 13 Σεπτεμβρίου του 1922, περνώντας εκεί τις τελευταίες ώρες πριν την εκκένωση, υπογράφοντας άδειες γι' αυτούς που είχαν δικαίωμα στην προστασία των ΗΠΑ και σε μεταφορά στον Πειραιά. Με δική του μάλιστα παρέμβαση ζητήθηκε η διάθεση δύο αμερικανικών αντιτορπιλικών προς βοήθεια του ελληνογενούς στοιχείου. Επίσης επέτρεψε σε ελληνικά ατμόπλοια ιστιοφόρα και αλιευτικά υπό αμερικανική σημαία να προσεγγίσουν και σε άλλες περιοχές των μικρασιατικών παραλίων για τη διάσωση και μεταφορά των Μικρασιατών σε παρακείμενα ελληνικά νησιά. Η συμβολή του αυτή, υπό τις επικρατούσες τότε συνθήκες υπήρξε αναμφίβολα σπουδαία και μεγάλη.
Σήμερα είναι περισσότερο γνωστός για το βιβλίο του που αναφέρεται στα γεγονότα που οδήγησαν στην πυρκαγιά και καταστροφή της Σμύρνης, και σ΄ εκείνα που συνέβησαν κατά τη διάρκειά της, το 1922, στα οποία και υπήρξε αυτόπτης μάρτυς. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1926 με τίτλο «The Blight of Asia»-«Η Μάστιγα της Ασίας», εννοώντας την Τουρκία και αναφέρεται στην αποτρόπαιη συμπεριφορά των Τούρκων, και κατ' επέκταση, ολόκληρου του Ισλάμ σε Έλληνες και Αρμένιους, .
Ο Δήμος Νέας Σμύρνης σε αναγνώριση αυτής της προσφοράς του ανήγειρε μνημείο με την προτομή του στο προ της «Εστίας Νέας Σμύρνης» πάρκο και υπάρχει οδός προς τιμήν του στην διπλανή συνοικία του Νέου Κόσμου.
.
Το κυριώτερο συγγραφικό του έργο:
«Songs of the Lowly» (Τραγούδια των ταπεινών) 1891,
«In Unkown Seas» (Σε άγνωστες θάλασσες) 1895,
«Afroessa» 1897
«Modern Athens» (Σύγχρονη Αθήνα) 1901
«The Blight of Asia» (Η Μάστιγα της Ασίας) 1926
«Poems of an exile» (Ποιήματα από μια εξορία) 1931]



«Η πυρπόληση της Σμύρνης και η σφαγή και ο διασκορπισμός των κατοίκων της διήγειρε εκτεταμένο ανθρωπιστικό και θρησκευτικό ενδιαφέρον σχετικά με τις πρωτοφανείς δοκιμασίες των λαϊκών μαζών που τις είχαν υποστεί. Υπάρχει όμως και ένας άλλος κύκλος ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι πολυάριθμος που εθλίβει βαθύτερα απ' την τύχη της αρχαίας αυτής πόλεως: οι κλασικοί λόγιοι και ιστορικοί.[…]
Από την Ιωνία ο αρχικός αυτός πολιτισμός εξαπλώθηκε στην Αρχαία Ελλάδα, στην Σικελία, στην Ιταλία και σε όλο το μήκος των ακτών του Ευξείνου Πόντου και τελικά στην Ευρώπη και στην Αμερική. Είναι περισσότερο από πιθανό ότι ο Όμηρος ήταν Σμυρνιός ή κάτοικος της Μικράς Ασίας και επί αμέτρητα χρόνια τα έπη του ήταν ένα είδος Ιεράς Βίβλου ή Αγίας Γραφής και διαμόρφωναν τον χαρακτήρα εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ίσως η πρωιμότερη σύλληψη της ιδέας της μονογαμίας και ασφαλώς η ομορφότερη προέρχεται απ' τα έπη του Ομήρου. Η ιδέα μας για την οικογένεια είναι Ελληνική και την επήραμε απ’ την Οδύσσεια, που γράφηκε πιθανότατα στη Σμύρνη πριν από χιλιάδες χρόνια.
[…]
O Ελληνικός πολιτισμός είχε αναπτυχθεί πολλές φορές στη Μικρά Ασία και συντριβόταν από Ασιατικές εισβολές: Στην πιο μεγάλη ακμή του δημιούργησε τις αθάνατες πόλεις της Περγάμου, Σμύρνης, Κολοφώνος, Φιλαδέλφειας, Εφέσου και Αλικαρνασσού.
Η όλη χώρα είχε προικιστεί με μικρότερες πόλεις στολισμένες με σχολεία Καλών Τεχνών και ωραιότατους ναούς κι από πολλές απ' αυτές γεννήθηκαν φημισμένοι ποιητές και φιλόσοφοι. Η Ιωνία αποτελεί νεκροταφείο αρχαίων Ελληνικών πόλεων και καλλιμάρμαρων κωμοπόλεων σχετικά με τις οποίες το ενδιαφέρον των Αμερικανών λογίων άρχισε να αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο.
[…] Το κλίμα της Σμύρνης μοιάζει πάρα πολύ με το κλίμα της Νότιας Καλιφόρνιας. Σπάνια χιονίζει το χειμώνα, αν όχι και καθόλου, και το καλοκαίρι η περιοχή δροσίζεται καθημερινά από την αύρα της θάλασσας, τον «μπάτη», όπως λέγεται στη Σμυρναϊκή διάλεκτο.
Η πορεία των πλοίων απ' την Αθήνα στη Σμύρνη πηγαίνει ανάμεσα στην Εύβοια και στην Άνδρο και ανάμεσα στα νησιά της Χίου και της Μυτιλήνης, της αρχαίας Λέσβου, περίφημης σαν πατρίδας της Σαπφούς. Περιτρέχει το μεγάλο ακρωτήρι του Καρά Μπουρνού και μπαίνει στον κόλπο του Ερμού. Αριστερά βρίσκεται η αρχαία πόλη της Φώκαιας. Άποικοι απ' τη Φώκαια ίδρυσαν την Μασσαλία στη Γαλλία πριν μερικές χιλιάδες χρόνια. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι η σφαγή και η εκδίωξη των κατοίκων της Φώκαιας τον Ιούνιο του 1914 είχε προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συμπάθεια στη νεώτερη αυτή Γαλλική πόλη.
Ο λιμένας της Σμύρνης είναι ένας απ' τους καλύτερους του κόσμου. Στο μυχό του κόλπου του Ερμού βρίσκεται ένα στενό που αποτελεί την είσοδο στον ίδιο το λιμένα, μέσα στον οποίο μπορεί ν' αγκυροβολήσει ασφαλώς το μεγαλύτερο πλοίο ανοικτής θάλασσας. Η Σμύρνη είχε αποχτήσει τα τελευταία χρόνια μεγάλη σπουδαιότητα σαν εμπορικός λιμένας. Ενώ άλλοι λιμένες και ιδιαίτερα ο λιμένας της Εφέσου, της παλαιάς αντιζήλου της, έχουν κατακλυστεί από φερτές ύλες που κατέβασαν οι ποταμοί, ο λιμένας της Σμύρνης δεν έπαθε το ίδιο γιατί η ιλύς του Δέλτα του Ερμού είχε σαν αποτέλεσμα να στενέψει το στόμιό του.
GEORGE HORTON, Πρόξενος στη Σμύρνη και Γενικός Προξένος των Η.Π.Α στην Εγγύς Ανατολή επί τριάντα χρόνια , ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γεώργιος Λ. Τσελίκας, «THE BLIGHT OF ASIA» (Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ), ΕΚΔΟΣΕΙΣ «THE BOBBS-MERRILL COMPANY», Ν.Υ. 1926



«Τον καιρό της καταστροφής της είναι πιθανό ότι οι κάτοικοί της ξεπερνούσαν τις πεντακόσιες χιλιάδες. Η τελευταία επίσημη στατιστική δίνει τον αριθμό των τετρακοσίων χιλιάδων ατόμων, απ' τα οποία εκατόν εξήντα πέντε χιλιάδες ήταν Τούρκοι, εκατόν πενήντα χιλιάδες Έλληνες, είκοσι πέντε χιλιάδες Εβραίοι, είκοσι πέντε χιλιάδες Αρμένιοι και είκοσι χιλιάδες ξένοι δηλ. δέκα χιλιάδες Ιταλοί, τρεις χιλιάδες Γάλλοι, δύο χιλιάδες Άγγλοι και τρεις χιλιάδες Αμερικανοί.
Ο κυριότερος τόπος για περίπατο ήταν η προκυμαία, όπου βρίσκονταν το Αμερικανικό θέατρο, το ομορφότερο κτίριο του είδους του σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πολλοί κινηματογράφοι, τα καλύτερα ξενοδοχεία, πολλά μοντέρνα και καλοχτισμένα μέγαρα για γραφεία και εκτός απ' αυτά, τα σπίτια των πλουσιωτέρων εμπόρων, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν Έλληνες, Αρμένιοι και Ολλανδοί. Στον ίδιο δρόμο (της προκυμαίας) υπήρχαν πολλά απ' τα προξενεία, ανάμεσα στα όποια το ιδιόκτητο προξενείο της Γαλλίας αποτελούσε μια επιβλητική οικοδομή, κατάλληλη ακόμα και για πρεσβεία. Τα κτίρια που αναφέραμε παραπάνω ήταν πολύ όμορφα στην εμφάνιση και περιείχαν θησαυρούς από χαλιά, πολύτιμα έπιπλα, έργα τέχνης και σπάνια αντικείμενα της Ανατολής.
Η πόλη ήταν χωρισμένη βασικά σε συνοικίες, αν και αυτό δεν αποτελούσε αυστηρό κανόνα. Η Τουρκική συνοικία βρισκόταν προς Ανατολάς και προς το Νότο και, όπως συμβαίνει συνήθως σε όλες τις Οθωμανικές πόλεις με ανάμικτο πληθυσμό, κατείχε το υψηλότερο τμήμα της πόλεως και εκτεινόταν πάνω στις πλαγιές του όρους Πάγου (όπως είναι και σήμερα, γιατί αυτή δεν κάηκε). Από αρχιτεκτονική άποψη αποτελεί ένα τυπικό σύμφυρμα από ετοιμόρροπα φτωχόσπιτα με πολύ λίγες οικοδομές ανώτερου είδους (αν μπορούμε να πούμε πως υπήρχαν τέτοιες). Προς Ανατολάς είναι συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι απ' τους Εβραίους, ενώ η Αρμενική συνοικία βρισκόταν προς Βορράν της Τουρκικής και σε συνέχεια μ' αυτή. Η Ελληνική περιοχή βρισκόταν βορειότερα ακόμη απ' την Αρμενική.
Μιλώντας για τον πληθυσμό της Σμύρνης, δεν πρέπει να ξεχάσωμε ν' αναφέρωμε τους «Λεβαντίνους». Φαίνεται πως υπάρχει κάποια αμφιβολία μέσα στο Αμερικανικό μυαλό σχετικά με το ποιοι ήταν αυτοί στην πραγματικότητα. Ο όρος εφαρμόζεται συνήθως σε κάθε κάτοικο της Εγγύς Ανατολής και υποτίθεται ότι περιέχει κάποιον υπαινιγμό δόλου και πονηρίας στις συναλλαγές. Ο «Λεβαντίνος» είναι στην πραγματικότητα ένας ξένος που οι πρόγονοί του είχαν εγκατασταθεί στη χώρα αυτή πριν από μια ή περισσότερες γενεές, που απόχτησε πλήρη πείρα στις συναλλαγές της Ανατολής και μίλα τις γλώσσες της και του οποίου μερικοί πρόγονοι ήρθαν σε γάμο με Έλληνες ή Αρμένιους.
Όπως το εννοεί ένας κάτοικος της Ανατολής, ο πληθυσμός της χώρας αυτής αποτελείται από Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους, Εβραίους και Λεβαντίνους. Οι τελευταίοι ευημερούσαν πάρα πολύ και υπάρχουν δυο κωμοπόλεις, ο Μπουτζάς και ο Βουρνόβας - και οι δυο σε απόσταση μισής ώρας με τον σιδηρόδρομο απ' την μητρόπολη - που οι κάτοικοί τους είναι κυρίως απόγονοι Άγγλων, Γ άλλων και Ολλανδών, των οποίων οι πρόγονοι είχαν εγκατασταθεί πριν από εκατό χρόνια περίπου στην Εγγύς Ανατολή. Τα δύο αυτά χωριά είναι πολύ όμορφα. Πολλά απ' τα σπίτια τους είναι επιβλητικά και τα πάρκα και οι ροδόκηποι που είναι ολόγυρά τους έχουν μια ομορφιά που σπάνια βρίσκει κανείς σ' όλο τον κόσμο. Οι ιδιοκτήτες τους ζούσαν (ή ζουν ακόμα, όσοι απ' αυτούς γύρισαν πίσω) τη ζωή μεγαλεμπόρων. Είχαν μπορέσει, με την προστασία των διομολογήσεων, να συγκεντρώσουν μεγάλες περιουσίες. Οι άνθρωποι αυτοί στενοχωρούνται γενικά όταν τους αποκαλούν «Λεβαντίνους», είναι προσκολλημένοι στην αρχική τους εθνικότητα. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχαν καταταγεί με ενθουσιασμό στις τάξεις του στρατού και τα Γερμανικά και Τούρκικα κανόνια και άλλα φονικά όργανα είχαν αποδεκατίσει αρκετούς απ' τους αριστοκράτες και πλούσιους νέους του Μπουτζά και του Βουρνόβα.
GEORGE HORTON, Πρόξενος στη Σμύρνη και Γενικός Προξένος των Η.Π.Α στην Εγγύς Ανατολή επί τριάντα χρόνια , ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γεώργιος Λ. Τσελίκας, «THE BLIGHT OF ASIA» (Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ), ΕΚΔΟΣΕΙΣ «THE BOBBS-MERRILL COMPANY», Ν.Υ. 1926




«Η κυριότερη εμπορική οδός της Σμύρνης ήταν η Rue Franque[Φραγκομαχαλάς], επί της οποίας βρίσκονταν τα μεγάλα καταστήματα χονδρικής και λιανικής πωλήσεως των Ελλήνων, Αρμενίων και Λεβαντίνων. Την ώρα που γίνονταν τα ψώνια το απόγευμα, η οδός αυτή ήταν τόσο γεμάτη από κόσμο, ώστε δύσκολα μπορούσε κανείς να κυκλοφορήσει μέσα σ' αυτή και ανάμεσα στο ποικιλόμορφο πλήθος κυρίες με φορέματα της τελευταίας μόδας, που έψαχναν για εμπορεύματα του είδους που ψωνίζουν οι κυρίες παντού, αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πλήθους.
Η κοινωνική ζωή προσέφερε πολλά θέλγητρα. Στα πολυτελή σαλόνια δίδονταν τσάγια, χοροί, μουσικά «Apres Midi» και εσπερίδες. Υπήρχαν τέσσερις μεγάλες λέσχες: το Cercle de Smyrne, στο οποίο εσύχναζαν κατά το πλείστον Άγγλοι, Γάλλοι και Αμερικανοί. To «Sporting» που ήταν εγκατεστημένο σε ένα ωραίο κτίριο με φόντο την προκυμαία. Η Ελληνική Λέσχη και η Εξοχική Λέσχη κοντά στο Αμερικανικό Κολλέγιο με εξαιρετικά γήπεδα για golf και με ιπποδρομίες.
Σε καμμιά πόλη του κόσμου δεν ανακατευόταν με τόσο θεαματικό τρόπο η Ανατολή και η Δύση από άποψη υλική όπως στη Σμύρνη, ενώ από πνευματική άποψη διατηρούσαν τις ιδιότητες του λαδιού και του νερού.
Ένα από τα συνηθισμένα θεάματα στους δρόμους ήταν τα μακριά καραβάνια καμηλών τα οποία περνούσαν ένα-ένα, δεμένα σε σχοινιά και οδηγούμενα από έναν οδηγό που καθόταν επάνω σ' ένα γαϊδούρι και φορούσε κόκκινο φέσι και μια χοντρή υφαντή άσπρη κάπα.
Τα καραβάνια αυτά έρχονταν απ' το εσωτερικό φορτωμένα με σακκιά σύκων, γλυκόριζας, σταφίδας, ξυλείας, καπνού και χαλιών. Ενώ ο ξένος εύκολα φοβάται απ' τα άχαρα αυτά ζώα, συχνά έβλεπε κανείς μια Ελληνίδα ή Αρμένισσα κυρία με ψηλοτάκουνα παπούτσια και κομψή τουαλέτα να σκύβει και να σηκώνει το σχοινί ανάμεσα σε δυο καμήλες και να περνά από κάτω.
Στο βόρειο άκρο της πόλεως υπάρχει ένας σιδηροδρομικός σταθμός λεγόμενος «Γεφύρι των καραβανιών», γιατί πολύ κοντά εκεί υπάρχει μια παλιά λίθινη γέφυρα με το όνομα αυτό, επάνω απ' την οποία συνήθιζαν να περνούν τα καραβάνια των καμηλών που έρχονταν από πολύ μακρυά π.χ. απ' τη Βαγδάτη ή τη Δαμασκό.
Ήδη έχομε πει παραπάνω για την ευθυμία των ντόπιων κατοίκων της Σμύρνης. Ένα απ' τα κυριότερα μέσα ψυχαγωγίας της Σμύρνης ήταν τα «Πολιτάκια», για τα όποια ρωτούσαν πάντοτε οι ναυτικοί, δηλ. μουσικοί όμιλοι με έγχορδα όργανα, κιθάρες, μανδολίνα και σαντούρια. Αυτοί που τους αποτελούσαν προσέδιδαν μεγάλη νοστιμάδα στην εκτέλεση, τραγουδώντας τοπικά τραγούδια και αυτοσχεδιάσματα με τη συνοδεία των οργάνων. Οι όμιλοι αυτοί έδιναν νυχτερινά κοντσέρτα στα κυριότερα καφενεία και συχνά τους καλούσαν για ψυχαγωγία σε δεξιώσεις στα ιδιωτικά σπίτια.
Η ευθυμία των Σμυρνιωτών ήταν σχεδόν ασυγκράτητη και συνεχίστηκε σχεδόν μέχρι τις τελευταίες μέρες, οπότε και έσβησε για πάντα.
Στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου οι Άγγλοι βομβάρδισαν το φρούριο. Στην αρχή ο κρότος των μεγάλων κανονιών τρομοκράτησε τους κατοίκους, όταν όμως έγινε φανερό ότι οι Άγγλοι δεν σκόπευαν να ρίξουν οβίδες μέσα στην ίδια την πόλη, όλος ο πληθυσμός ανέβαινε στις στέγες των σπιτιών και στα καφενεία για να κυττάζει τις λάμψεις και τις εκρήξεις των βλημάτων. Ο κανονιοβολισμός φαινόταν καθαρά απ' την προκυμαία και έγινε μια τακτική θεατρική παράσταση και πωλούνταν θέσεις σε καθίσματα επάνω στα πεζοδρόμια σε μεγάλες τιφς.
Όταν πήγαινε κανείς απ' την Ευρωπαϊκή συνοικία — οι Έλληνες και οι Αρμένιοι θεωρούνταν στη Σμύρνη Ευρωπαίοι — στην Τουρκική, ήταν σαν να βρισκόταν μεμιάς στην εποχή των παραμυθιών της Χαλιμάς. Ο πολιτισμός, η συμπεριφορά, η απομόνωση των γυναικών, οι οποίες ή δεν φαίνονταν καθόλου ή περνούσαν απ' τους δρόμους σκεπασμένες εντελώς, όλα ήταν έτσι όπως περιγράφονται στο βιβλίο «Χίλιες και μία νύχτες». Ιδιαίτερα πρέπει ν' αναφέρουμε τους «γραφείς επιστολών» που συνήθως ήταν καλοσυνάτοι γέροι χοτζάδες και κάθονταν μπροστά σε τραπεζάκια γράφοντας τα ερωτικά γράμματα και άλλα μηνύματα που οι πελάτες τους τους ψιθύριζαν στα αυτιά. Παρέες Μουσουλμάνων με τα φέσια τους κάθονταν γύρω γύρω καπνίζοντας τους ναργιλέδες τους δίπλα σε παλιά συντριβάνια ή στη σκιά κληματαριών.» GEORGE HORTON, Πρόξενος στη Σμύρνη και Γενικός Προξένος των Η.Π.Α στην Εγγύς Ανατολή επί τριάντα χρόνια , ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γεώργιος Λ. Τσελίκας, «THE BLIGHT OF ASIA» (Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ), ΕΚΔΟΣΕΙΣ «THE BOBBS-MERRILL COMPANY», Ν.Υ. 1926


«Στα 1911 μετατέθηκα στη Σμύρνη, όπου και έμεινα μέχρι τον Μάιο του 1917, οπότε οι Τούρκοι διέκοψαν τις σχέσεις τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 1914 μέχρι το 1917 ήμουν επιφορτισμένος με τα συμφέροντα της Entente[Συμμαχία Γαλλίας- Βρεττανίας] στη Μικρά Ασία και βρισκόμουν σε στενή επαφή με τον Ραχμί-μπέη, τον περίφημο και πονηρό στρατιωτικό διοικητή.
Οι Έλληνες υπήκοοι που βρίσκονταν στην Μικρά Ασία δεν ενοχλούνταν, διότι όπως μου εξήγησε ο Ραχμί-μπέης, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν στην πραγματικότητα σύμμαχος της Τουρκίας και διότι εμπόδιζε την Ελλάδα να πάρει μέρος στον πόλεμο. Τους Ραγιάδες όμως, δηλ. τους Έλληνες Οθωμανούς υπηκόους, τους εκακομεταχειρίζοντο απαίσια. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν οι πεπειραμένοι τεχνίτες, οι κυριώτεροι έμποροι και
επιστήμονες των πόλεων και οι επιδέξιοι αγροκτηματίες της υπαίθρου.
Αυτοί ήταν που είχαν εισαγάγει την καλλιέργεια των περίφημων
σταφυλιών Σουλτανίνας, είχαν βελτιώσει την καλλιέργεια και
επεξεργασία του καπνού και έκτιζαν μοντέρνα σπίτια και θαυμάσιες πόλεις. Ανέπτυσσαν με ταχύτητα ένα πολιτισμό που στο τέλος θα είχε προσεγγίσει την κλασική εποχή της αρχαίας Ιωνίας. Εναντίον τους είχε κηρυχθεί γενικός αποκλεισμός και τοιχοκολλήσεις στα τζαμιά και στα σχολεία καλούσαν τους Μουσουλμάνους να τους εξοντώσουν.
Οι Τουρκικές εφημερίδες δημοσίευαν επίσης βίαια άρθρα με τα οποία παρακινούσαν τους αναγνώστες τους για διωγμούς και σφαγές. Το προξενικό σώμα είχε μια συνεδρίαση και έλαβε την απόφαση να γίνει μια επίσκεψη στον Βαλή και να επιστηθεί η προσοχή της εξοχότητάς του σχετικά με τον κίνδυνο ότι τα άρθρα αυτά και η παρακίνηση αυτή θα μπορούσαν να διαταράξουν την ησυχία μιας ειρηνικής επαρχίας.
Οι πρόξενοι επισκέφθηκαν τον Βαλή, με εξαίρεση τον Γερμανό
αντιπρόσωπο, που προφασίσθηκε πως δεν μπορούσε να συμπράξει σε ένα τέτοιο διάβημα χωρίς τη ρητή εξουσιοδότηση της κυβερνήσεώς του.
Η στάση αυτή του Γερμανού διπλωμάτη σχετικά με το ζήτημα αυτό αποτελεί μια ακόμα επιβεβαίωση της εκδοχής ότι η Γερμανία ήταν σε μεγάλο βαθμό συνένοχος της συμμάχου της Τουρκίας στην υπόθεση των εκτοπίσεων και των σφαγών των Χριστιανών.
Πράγματι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Γερμανία ενέπνευσε την εκδίωξη των Ελλήνων Οθωμανών υπηκόων της Μικράς Ασίας την εποχή εκείνη, σαν ένα απ' τα προκαταρκτικά μέτρα για τον πόλεμο που προετοίμαζε. Η θηριώδης εκδίωξη και η τρομοκράτηση με βιαιότητες και δολοφονίες των
ραγιάδων κατά μήκος των παραλίων της Μικράς Ασίας, οι όποιες δεν έλκυσαν την προσοχή που άξιζαν, έχουν την καθαρή σφραγίδα ενός πολεμικού μέτρου που επέβαλε δήθεν η «πολεμική ανάγκη» και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι Τούρκοι και Γερμανοί ήταν σύμμαχοι σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου και βρίσκονταν σε πλήρη συνεργασία μεταξύ τους.