Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

DIO PORCO, GRECO CATERGARO!


 «Στη Ζάκυνθο θα φτάσει μ' άνεση, και συνθήκες πολύ καλύτερες, απ' εκείνες της Κέρκυρας. Θα τονε φέρει ένα μεγάλο και σύγχρονο piroscafo του Ιταλικού Στόλου, που περιπολεί στο Ιόνιο, και την κάθε φορά, σκαλώνει, για λίγο, και στο νησί. Φασίστας, doctoras, και προπάντων νέος, είναι ομολογουμένως προσόντα, που δεν περνάνε απαρατήρητα.

Εδώ με το που θα εμφανιστεί, το Γραφείο του Επιτετραμμένου, θα του παραχωρηθεί αμέσως για κατοικία, το μονόροφο της πλατείας Vitorio Emmanuelle III[πλατεία Αγίου Μάρκου], που ως τα τώρα, στέγαζε τον Χρυσοχοΐδη. Τον τραγικό διευθυντή της Νομαρχίας π' ανεπιθύμητος, υποχρεώνεται να πάρει δρόμο για την απέναντι ακτή, εγκαταλείποντας έτσι τη θαυμάσια επίπλωσή του, στο έλεος του νέου ενοίκου.
Κι από την άλλη κιόλας μέρα, ρίχνεται με τα μούτρα στην …οργάνωση, του εδώ Υποκαταστήματος των Ιταλικών Γεωργικών Συνεταιρισμών, όπου στα ιταλικά το λένε, Consiglio Agrario ή σκέτο Agrario, όπως θα το πούνε κι οι Ζακυνθινοί.
Η νέα αυτή Υπηρεσία, θα στεγαστεί στο ισόγειο, πλάϊ ακριβώς, από τα πισινά του Ταχυδρομείου, που 'χε άλλοτε τ' Ακτοπλοϊκό του γραφείο, ο Σπυράκης ο Τυρογαλάς. Επιταγμένο και τούτο για την περίπτωση, μ’ όλη του την επίπλωση.
Πολύ, αλήθεια, συνηθίζουνε οι Ιταλοί, τις ολικές, αλλά και βολικές, ετούτες επιτάξεις, οι οποίες κατά ρητή τους βεβαίωση, ήθελε ν'... αποζημιωθούνε, και με το παραπάνω, μετά τη βέβαιη νίκη του... Αξονα!
Κάθεται, λοιπόν, έστω κι από μοναχός του, στο νέο του πόστο, και πρώτη του μέριμνα είναι να μπάσει χρήμα.
Όπου και καταγίνεται αμέσως, με τ' απαραίτητα χαρτία, και λοιπά δικαιολογητικά, που θα πρέπει να προσκομίσει στο A.C.I.(Ανώνυμη Εταιρία Ιονικού Εμπορίου, που από Πρώτη Σεπτέμβρη του 1941, έχει αντικαταστήσει το Πρακτορείο Τραπέζης Ελλάδος) για να βάλει στο χέρι, την πρώτη επιχορήγηση.
Στο πολυτελές εστιατόριο δειπνάει σύσσωμη η αφρόκρεμα των Αρχών Κατοχής, αντάμα, σ' αγαθή μάλιστα σύμπνοια, με την ξεπεσμένη πιά ντόπια αριστοκρατία, η οποία, όχι μόνο, αποδέχεται και συμπαθεί τη Νέα Τάξη, αλλ' επιδιώκει και τον συγχρωτισμό της.
Ελάχιστοι, βέβαια, από τους θαμώνες, έχουνε ως τα τώρα γνωρίσει, το νεοφερμένο συμπαθητικό Ναπολιτάνο, με το ευσταλές ανάστημα, και το πολύ περιποιημένο ολόμαυρο γένι. Για τούτο, και πολλά ζευγάρια μάτια, στρέφονται επίμονα, κατά πάνω του.
Και σε λιγουλάκι τ' όνομά του, που δεν άργησε να μαθευτεί, θα κάνει το γύρο της κατάφωτης αίθουσας.
-Ω, μα δεν τον γνωρίσατε ακόμα; Είναι, καλέ, ο dr Courina, που διευθύνει το Agrario. Πολύ μορφωμένος και σπουδαίος άνθρωπος!
Από δω και πέρα, λοιπόν, δεν θα του χρειαστεί άλλη ρεκλάμα. Το εισιτήριο που θα τονε μπάσει στην ανώτατη (τρομάρα της) κοινωνική τάξη του τόπου, έχει κιόλας κοπεί. Μέχρι κι αυτός ο δύστροπος κι ανεξήγητος πολλές φορές Τζανόνι, τονε τιμάει με προσωπική φιλία, και του είναι ιδιαίτερη ευχαρίστηση, η συντροφιά του.
Αποτέλεσμα οι προσωπικές του μετοχές, να' χουνε μία σταθερή άνοδο, στο ντόπιο "κοινωνικό" χρηματιστήριο. Πράγμα που τ' ανοίγει διάπλατες τις πόρτες των ζακυνθινών αρχοντικών, και σε μερικές περιπτώσεις, γιατί όχι, και την ... κρεβατοκάμαρά τους.
Το κατάστημα, λοιπόν,των Ιταλικών Γεωργικών Συνεταιρισμών στεγάζεται στο πρώην Τυρογαλέϊκο.
Μπουκάροντας, λοιπόν, κανείς εκεί μέσα, με την πρώτη κιόλας ματία, θα διαπιστώσει, πως το κατάστημα είναι τιγκαρισμένο μ' υπαλληλόκοσμο. Νέοι και νεαρούλες οι περισσότερες (γνωστή είναι η προτίμηση των Ιταλών προς το ωραίο φύλο) ευνοουμένοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, τ' Affari Civili.
Μπορεί βέβαια να μην υπάρχει εργασία και να κοπροσκυλάνε, αλλά τ’ εμβάσματα από το A.C.I. μπαίνουνε τακτικά, το 'να πίσω από τ' άλλο. Πώς αλλιώτικα θ' εξοφληθεί το κόστος όλης ετούτης της υπαλληλίας, π' είτε από ανάγκη, είτε από ευχαρίστηση, (υπάρχουνε και τέτοιοι δυστυχώς) γυρίζουνε τη ρόδα της φασιστικής macchina;
Όμως κι η δουλειά, όπως και να 'χουνε τα πράγματα θα 'ρθει! Θα τηνε κουβαλήσει μαζί με τον ασήκωτο σάκο του, ένα Γεναριάτικο μεσημέρι, ο πανύψηλος Ιταλός, που όπως θα πει κι ο ίδιος, έρχεται κατευθεία από τη Ρώμη. Via Roma δηλαδή.
Κι όπως είναι στενός και μακρίος, κόντεψε να μην τονε παίρνει η χαμηλή πόρτα τ' Agrario . Με το που καταφέρνει επιτέλους, να τηνε περάσει, αναζητάει αμέσως το σινιόρο Comandante, δίχως να δώσει καν, σημασία στο νυσταλέο προσωπικό, που συνεχίζει να τονε περιεργάζεται.
Τον Comandante ωστόσο, θα τονε συναντήσει, μέσα στο κλειστό τζαμένιο γραφείο του, να σκοτώνει όπως πάντα... μύγες. Τονε διακόπτει τότε ευγενικά, κλείνοντας και την πόρτα, πίσω τους.
Και την ώρα που θα τελειώσει η συνεργασία τους, θα 'ναι ώρα για ν' ανάψουμε τα λιγοστά λαμπιόνια της Ηλεκτρικής, που μάταια προσπαθούνε το κάθε βράδι, να φέξουνε το μαύρο, σαν πίσσα σκοτάδι.
Στ’ αυτιά του Courina αντηχεί η βραχνή φωνή του επίσημου εκείνου ρωμαίου επισκέπτη , να του παραγγείλει, επιτακτικά μεν, αλλά και με τόση πειθώ:
- Η Ιταλία σινιόρε!
Ετούτος περισσότερος μάγκας, μυρίστηκε από μίλια μακρία το ποστίτσο[ψεύτικο] του τίτλο, και δεν θα τον αποκαλέσει ούτε μία φορά ντόκτορα.
- Όπως το γνωρίζετε, πολεμάει. Οι μεραρχίες της, προελαύνουνε νικηφόρα, από τους καυτούς άμμους της Αφρικής, ως τις παγωμένες στέππες της Σοβιετίας. Κι ο Στόλος της, μαζί κι η Αεροπορία, οργώνουνε πέλαγα, και διασχίζουνε αιθέρες.
- Το μαχόμενο όμως αυτό έθνος, θα πρέπει να τρώει, και μάλιστα να τρώει καλά. Και το λάδι της Ζακύνθου, είναι ό,τι πρέπει γι' αυτή την περίπτωση. Για δαύτο, και δε θα πρέπει να μας ξεφύγει, ούτε σταγόνα. Αυτός είναι κι ο σοβαρός λόγος μ' έφερε εδώ. Κομιστή, ενός σπουδαίου σχεδίου, π' οφείλει, αφού πρώτα το μελετήσει προσεκτικά, να το εφαρμόσει πιστά, το Κατάστημά σας. Και πάντα, βέβαια, με τη δική σας προσωπική, κάρο αμίκο, επίβλεψη.
Από την άλλη πάλι μερία, ατέλειωτα ημερόνυχτα, δεν ημπορούσε να' βρει ησυχία, ούτε στον ύπνο του, ούτε στον ξύπνιο του, ο Νικόλας ο Μπόρτολος από τον Αγγερικό. Και με το που έβλεπε μάλιστα, μέρα με την ημέρα, όλο και περισσότερο να λασκάρει το σακκί, με το χοντραλεσμένο αλεύρι, τόσο πήγαινε να του φύγει το κεφάλι.
Υπάρχει, ωστόσο, τ’ ευλογημένο λαδάκι, δώρο Θεού, π' όσο και να πεις, βαστάει κάπως την κατάσταση. Μία στάλα λάδι, πάνου σε μία φέτα ψωμί, τηνε κάνει σκέτη παντόλα!
-Και να 'δεις τσου παλιορουφιάνους, πως ετούτη εδώ την ύστερη ορπίδα μας, εβάλανε στο μάτι, και τηράνε να δραγουμίσουνε.
Σοφιστήκανε κι άλλο κόλπο, ύπουλο και σατανικό.
Είναι ακριβώς το Σχέδιο, που εκπόνησε η Ρώμη, και το' φερε ως εδώ, ο ψιλόλιγνος commisario.
Σκαρφιστήκανε, δηλαδή, πως για να βγάλει ο κάθε Ζακυνθινός χωριάτης, το λάδι από τον κρυψώνα του, εκτός από τη φοβέρα, θα πρέπει, παράλληλα, να του ριχτεί, ένα, ας ειπούμε, δόλωμα.
Βασισμένοι έτσι, στην πείνα που θερίζει, και γενικότερα στην εξαθλίωση του κοσμάκη, που αυτοί οι ίδιοι εφέρανε, ξαποστέλουνε στο λιμάνι μας, δύο-τρία καΐκια φορτωμένα μ' αλεσμένο καλαμπόκι, σκέτη παναπεί ζωοτροφή, για να το στραμπάρουνε, λέει, με λάδι. Ένα κιλό λάδι, δύο κιλά καλαμπόκι. Ποίος τη χάρη μας!
- Ακούς εκεί τον αντίχριστό τσου, οι απατεώνες! φώναξε μ' αγανάκτηση ο Μπόρτολος, χτυπώντας δυνατά τη γροθιά του, πάνου στο ταύλινο σαρμοφαγωμένο τραπέζι.
Έτσι τ' άλλο πρωί, θα φορτώσει στη χαμηλοκάπουλη βασταγούρα του, δύο ρογιά λάδι, απ’ εκείνα τα λιτριάτικα, που φτιάχνουνε οι Οβραίοι. Ένα από την κάθε πάντα, και θα του δώκει για Χώρα.
Μαζί του, για καλό και για κακό, θα πάρει και το κίτρινο χαρτάκι του λιτρουβάρη π' αποδεικνύει πως είναι παραγωγός. Όχι για τίποτσι άλλο, αλλά μη μαγκωθεί από κανένανε φιναντσιέρι για μαυραγορίτης.
Για να σταματήσει στη σαράγια τση Στράτας Μαρίνας, όπου και θα πιάσει αράδα, για να παραδώκει πρώτα το λάδι. Κι ύστερα, όπως του είπανε, θα πρέπει να πάει στο Agrario, όπου θα περιμένει κι εκεί, για να του δώκουνε τη διατακτική. Την οποία θα προσκομίσει στην αποθήκη του Αϊ Λουκά, για να φορτώσει επιτέλους το καλαμπόκι.
Διαδικασία, δηλαδή, κακό χρόνο να 'χουνε, που τση χρειάζεται ένα ολόκληρο πρωινό.
Κι ο Άγιος να βάλει το χεράκι του, να μην του λάχει τίποτα κόσμος, οπότε υποχρεωτικά, χασομεράει και την επόμενη.
Ευτυχώς όμως για το Νικόλα, του 'ρθανε ούλα βολικά, και το μεσημέρι, νετάρισε από τ' Agrario. Αλλά, μα την Παναγία, που δεν εμπόρειε, να κρατηθεί άλλο στα πόδια του, από τη λιγούρα. Όπου παίρνει τη μεγάλη απόφαση, ν' απεζέψει, εδεκεί στου Κουζή για να βαρέσει "ολίγον" βραστό, μήπως και σώσει και συμπιαστεί κάπως η καρδούλα του.
Κι απέ... τραβάει για το καλαμπόκι.
Νάτονε, λοιπόν, σε μία γωνία του γνωστού μαγέρικου της Ανάληψης, που για χρόνια τώρα, μπουκώνει το χωρικό στοιχείο, οπού μεζεδιάζει με βουλιμία.
Και με το π' απόφαγε, βγάνει από την τσέπη του σταυρωτού του γιλέκου, εκείνο το ροζ χαρτάκι, που του δόκανε στ' Agrario, κι όπου του το 'πανε, "διατακτική". Το ΄βγαλε έτσι, το περισσότερο από την πρεμούρα του, για να ιδεί μήπως του 'χε παραπέσει.
Παρατηρώντας το, λοιπόν, πότε από την όψη, πότε από την ανάποδη, καταφέρνει με τα πολλά να διαπιστώσει, πως έχει να παίρνει τριάντα έξη ολόκληρα κιλά αλεσμένο καλαμπόκι! Τόσο του βγαίνει, σύμφωνα με το λάδι που παρέδωκε το πρωί, στη σαράγια τση παραλίας.
Μα εκεί που το περιεργάζεται, και χαζοκοιτάει, με γερή δόση αγγερικιώτικης περιέργειας το χρωματιστό εκείνο μπιλιέττο, πιάνει έκπληκτος, πως το τριάντα έξη, η ποσότητα, δηλαδή, του καλαμποκιού, που του πρεμέρει, είναι γραμμένη, μόνο μ' ένα σκέτο αριθμό!
"Μπα διάσκατζε!", κάνει πονηρά. Και τηράοντας το πάλι προσεκτικά, συνεχίζει:
"Παναπεί, αν κοπανίσω ένα μηδενικό, θα κάνει να παίρνω, τριακόσια εξήντα κιλά καλαμπόκι!"
Οπότε και διαπλατώνει, όσο παίρνει τα μάτια του, τσακίζει στα τέσσερα το ροζ χαρτάκι, χώνοντάς το, προσεκτικά στο τσεπάκι του γιλέκου του, και με πηδηχτά βηματάκια, λες και δεν πατεί χάμου, βγαίνει από το μαγέρικο του Κουζή. Τραβώντας γραμμή για τον Άμμο, για να ιδεί τον κουμπάρο του, τον Πισκαρδέλη.
“Που ούλο και κάτι παραπάνου, από εμένανε, τον αγράμματο, θα νογάει, ελόγου του”!
Κάπως έτσι εμπήκε μπροστά τ’ αντισχέδιο των Ζακυνθινών χωρικών. Που δεν τ' εκπόνησε καμία ειδική υπηρεσία, ούτε τ' επέβλεψε κανένας ανώτερος αξιωματούχος.
Mε τόση μάλιστα ευκολία κι απλότητα, όση ακριβώς αξίζει, ένα τιποτένιο μηδενικό. Εκειό, ντε, π' έμπαινε με πολύ μαεστρία στο τέλος τ' αριθμού, όπου σημειωνότανε πάνω, στην ανώνυμη, και χωρίς ολόγραφη ένδειξη, διατακτική.
Και που απ' ασήμαντο, και χωρίς αξία μηδενικούλι, κατάφερνε από μοναχό του, να δεκαπλασιάζει την ποσότητα του καλαμποκιού, που παρέδιδε στον κάθε δικαιούχο ο καμπούρης υποταχτικός των Ιταλών. Κι όπου κανένα από τ' ανίδεα παιδοβόλια τ' Αgrario, μα ούτε κι η ίδια, η εγγράμματη διεύθυνσή του, κατάφερε ποτέ ν’ ανακαλύψει.
Οπού ένα πρωί, νάσου τον ραχητικό αποθηκάριο τ' Αι-Λουκά, να μπουκάρει στο γραφείο, και ν’ αββιζάρει, να μην κόψουνε άλλες διατακτικές, τόμου και το τελευταίο φορτίο καλαμπόκι, αυτό π' έφερε τώρα τσι προάλλες, ο Καρκουνάρης, όσο πάει, και τελειώνει.
Τότε είναι που χεσμένος στα βρακιά του ο Courina, για τη φούρια π' έπιασε τσου ζακυνθινούς χωρικούς, και ξεσηκώνουνε το σκουληκιασμένο καλαμποκάλευρο, χωρίς χάσει καιρό, παίρνει χαρτί και μολύβι, και τηλεγραφεί:
«Pregare ... με πρώτο πλωτό μέσο, αποστείλατε και νέο φορτίο καλαμποκιού Stop επιστροφή σκάφους φορτώσω ικανή ποσότητα συγκεντρωθέντος ελαιολάδου Stop"
Αμ δεν θα "φορτώσει!" Και δεν θα φορτώσει, γιατί απλούστατα δεν θα υπάρχει olio για φόρτωμα!
Αμή το καλαμπόκι; Ω, αυτό το’ χουνε πιά μασουλισμένο τα ....μηδενικά των αγαθών Ζακυνθινών καμπανιόλων!
Μετά από τούτο το φοβερό κάζο, φυσικό ήτανε, μ’ εντολή που ήλθε από ψηλά, να παραδόσει πάραυτα στον αντικαταστάτη του, σινιόρο Buracci (σοβαρότερος αυτός, δεν έχει μήτε μούσι, μήτε... τίτουλο), και να περιοριστεί, όπως γράφει τ’ όρντινο, «α κάζα»
Νάτονε λοιπόν, που περιμένει πλέον να ξημερώσει, για να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Μιας επιστροφής, που δε θυμίζει, ολωσδιόλου, το έμπα του.
Πάει ολοσούμπιτος για λογοδοσία! Κι επειδή τ’ αφεντικά του, είναι δύο φορές πουτάνες σε σχέση με την αφεντιά του, δεν του
'χουνε κανενός είδους ... μπέσα. Εφ’ ω, και του δώκανε έτσι για... παρέα του, ένα βλογιοκομένο καραμπινιέρο, σκέτη βρώμα του κερατά.
Η μόνη του επιθυμία, που δεν θα’ χει αντίρρηση ο συνοδός του, θα ’ναι να τονε μπαρκάρουνε από τσι πέντε το πρωί. Δηλαδή προτού ακόμα αρχίσει η κυκλοφορία.
Ε, πώς να το κάνουμε; Έχουμε αποκτήσει, σε τούτο τον τόπο τον... πούστικο, και κατι ιδιαίτερα "υψηλές" γνωριμίες. Όχι, και να μας ιδούνε, ν’ αφήνουμε το νησί con questa compagnia!
Και το πρωινό της άλλης ημέρας, όταν ο σινιόρ Buracci, χωσμένος μέσα στο γνώριμο τζαμένιο γραφείο του, θα προσπαθεί, να τοποθετήσει τα δικά του προσωπικά αντικείμενα, τραβώντας ένα συρτάρι, θα το ’βρει γεμάτο με μικρές επισκεπτήριες κάρτες.
Χωρίς, να τις εξετάσει ιδιαίτερα, θα το παραδώσει, έτσι γιομάτο στην ηλικιωμένη καθαρίστρια κι ευγενικότατα θα τηνε παρακαλέσει, να το καθαρίσει.
Και να ιδείτε σύμπτωση, την ώρα που η γριά κλαρώνα θα σκορπάει στο μεγάλο βαρέλι των σκουπιδιώνε, τις καρτολίνες του "doctora" Courina, ο ίδιος ο Courina, χωρίς μέρλα και καμούφα, δεμένος χέρι-χέρι με το μπάτσο συνοδό του, θα αφήνει σιγά-σιγά τα νερά του Zante.
΄Οπου, με το δίκιο του ίσως, μέσα από τα δόντια του, θα αφήκει πάλι, να του ξεφύγει η γνώριμη, φοβερή ναπολιτάνικη βλαστήμια:
«Dio porco, Greco catergaro!»
ΝΙΟΝΙΟΣ ΜΕΛΙΤΑΣ(1932-2018), «ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΖΑΚΥΝΘΟ», 1996

https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang

tapantareinews tv

Ενημέρωση και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.




Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Δημοφιλείς κατηγορίες

...
Οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες του blog μας

Whatsapp Button works on Mobile Device only