Με την κατάκτηση της Πόλης το 1204, κατά την Δ' Σταυροφορία, αρχίζει η κατάρρευση του Βυζαντίου, που μετά το 1430 περιλαμβάνει μόνο την ίδια την πρωτεύουσα με τα περίχωρά της και το Δεσποτάτο του Μορέως. Οι προσπάθειες του Ιωάννη Παλαιολόγου για βοήθεια από τη Δύση, μέσω της ένωσης των Εκκλησιών, δημιουργεί τρομερές αντιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών. Την ίδια εποχή, η αναρρίχηση στον οθωμανικό θρόνο του αδιάλλακτου Μωάμεθ, στη θέση του διαλλακτικού πατέρα του, Μουράτ, σημαίνει εφαρμογή της έμμονης ιδέας του πρώτου, που είναι η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Κάτι που καταφέρνει μετά από πολιορκία 55 ημερών. Η άλωση της Πόλης γίνεται την Τρίτη 29 Μαΐου 1453.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Τον 10ο και τον 11ο αιώνα, οι συγκρούσεις με τους εκχριστιανισμένους, ήδη από το 864, Βουλγάρους, έδειξαν στην ηγεσία της αυτοκρατορίας ότι η κοινή θρησκεία δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα συγκρούσεων. Το οριστικό σχίσμα, μάλιστα, ανάμεσα στην Εκκλησία της Ρώμης και αυτής της Κωνσταντινούπολης, το 1054, διέρρηξε ακόμα περισσότερο τους δεσμούς ανάμεσα στα χριστιανικά κράτη. Από εδώ και πέρα, η Δύση άρχισε να αντιμετωπίζει το Βυζάντιο ως κράτος μη φιλικό, ενώ και η αυτοκρατορία ήταν ιδιαίτερα καχύποπτη απέναντι στη Ρώμη.
Το 1204 οι Δυτικοί, με τις ευλογίες του Πάπα Ιννοκέντιου Γ', και υπό την αρχηγία του Ιταλού Βονιφάτιου Μομφερατικού, οργάνωσαν την Δ' Σταυροφορία. Ο Δόγης της Βενετίας, Δάνδολος, μετέφερε με τα πλοία της Βενετίας 40.000 πολεμιστές πλιατσικολόγους μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι έκαναν την τελική τους επίθεση στις 12 Απριλίου 1204. Η κατάληψη της πρωτεύουσας από τους Φράγκους συνοδεύτηκε από ένα απίστευτο κύμα λεηλασιών και σφαγών, τέτοιας έκτασης ώστε να αναγκαστεί ο Πάπας Παύλος Β', 800 και πλέον χρόνια αργότερα, στη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής του στην Ελλάδα, να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη από τους Ορθόδοξους. Το πλιάτσικο που έγινε ήταν άνευ προηγουμένου και ό,τι αξιόλογο μπορούσε να μεταφερθεί, από τα 4 άλογα που τοποθετήθηκαν στην πρόσοψη της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου και πολύτιμα ιερά σκεύη που επίσης υπάρχουν στην ίδια εκκλησία, μέχρι το τεράστιο σε βάρος μαρμάρινο λιοντάρι που υπάρχει στην είσοδο του Arsenale, έχουν μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη.
Η ανακατάληψη της πρωτεύουσας από τις δυνάμεις του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου, σήμαινε ανάμεσα στα άλλα και την εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας στα χέρια των τουρκικών φυλών. Γύρω στο 1340, λίγες μόνον παραλιακές πόλεις κοντά στην Κωνσταντινούπολη παρέμεναν υπό βυζαντινό έλεγχο. Οι Οθωμανοί έβαλαν πόδι στην Ευρώπη με τον εποικισμό της Καλλίπολης, που έγινε το 1354 και αποκάλυψε τις αληθινές τους προθέσεις. Έτσι, όταν το 1368 κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ο Σουλτάνος Μουράτ Α' την κάνει πρωτεύουσά του, στη θέση της Προύσσας. Ο Ιωάννης Η' ανέβηκε στο θρόνο το 1425, όταν το Βυζάντιο είχε φτάσει στον έσχατο βαθμό κατάπτωσης. Το 1430, η Θεσσαλονίκη, μετά από σκληρή πολιορκία, καταλαμβάνεται και ο πληθυσμός της εξανδραποδίζεται ή φονεύεται. Την ίδια χρονιά, τα Ιωάννινα παραδίδονται από τους κατοίκους τους για να αποφύγουν αυτά που υπέστησαν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης.
Κι ενώ αυτά συμβαίνουν στο Βορρά, το Δεσποτάτο του Μορέως, στο Νότο, έχει φέρει ξανά στο Βυζάντιο σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο. Πρωταγωνιστής ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ένας από τους δεσπότες του Μυστρά και αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' ήταν βέβαιος ότι η επιβίωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έστω και σε αυτό το ισχνό της μέγεθος, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με βοήθεια από τη Δύση. Γι’ αυτό και αποφάσισε να πιέσει για την ένωση των Εκκλησιών, η οποία, όπως ήλπιζε, θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας νέας Σταυροφορίας κατά των Οθωμανών. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, ο Πάπας Ευγένιος Δ' κάλεσε τον αυτοκράτορα να φέρει από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία μια αντιπροσωπεία για τη Σύνοδο των δύο Εκκλησιών. Ο Ιωάννης, αν και θα προτιμούσε η Σύνοδος να γίνει στην Κωνσταντινούπολη, δέχτηκε να πάνε στην Ιταλία. Έτσι, με χρηματοδότηση του Κοζίμου των Μεδίκων, άρχισαν στις 9 Απριλίου 1438 στη Φεράρα, οι συζητήσεις ανάμεσα στις αντιπροσωπείες του Πάπα Ευγένιου Δ' και της Ανατολικής Εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας, για να βελτιώσει το επίπεδο της αντιπροσωπείας των Βυζαντινών, προώθησε σε θέσεις μητροπολιτών τρεις μορφωμένους μοναχούς: τον Βησσαρίωνα από την Τραπεζούντα, ονόμασε μητροπολίτη Νικαίας, τον Ισίδωρο, μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας, και τον Μάρκο Ευγενικό, μητροπολίτη Εφέσου. Σ’ αυτούς πρόσθεσε τρεις κοσμικούς φιλόσοφους: τον Γεώργιο Σχολάριο, τον Γεώργιο Αμιρούτζη και τον Πλήθωνα Γεμιστό. Στις αρχές του 1439, οι εργασίες της Συνόδου μεταφέρθηκαν στη Φλωρεντία, όπου, μετά από μακρές και δύσκολες συζητήσεις, υπογράφηκε η ένωση των Εκκλησιών και διαβάστηκαν τα σχετικά έγγραφα στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, λατινικά με τον καρδινάλιο Τσεζαρίνι και ελληνικά από τον αρχιεπίσκοπο Νικαίας Βησσαρίωνα.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ
Ο θάνατος του Σουλτάνου, Μουράτ A', στην Αδριανούπολη, το Φεβρουάριο του 1451, βρήκε τον ικανό και φιλόδοξο διάδοχο του θρόνου, Μωάμεθ Β', στη Μαγνησία. Μόλις διέσχισε τα Δαρδανέλλια, σταμάτησε για δυο μέρες στην Καλλίπολη, για να του οργανωθεί η κατάλληλη υποδοχή. Ο νέος Σουλτάνος έδειξε αμέσως τις προθέσεις του. Πρώτος και μεγαλύτερος στόχος ήταν η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Το χειμώνα του 1451, έστειλε διαταγές σε όλες τις κτήσεις του να συγκεντρώσουν 1.000 έμπειρους οικοδόμους και αντίστοιχο αριθμό εργατών, οι οποίοι θα έπρεπε να βρίσκονται στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου, από την ευρωπαϊκή πλευρά. Εκεί, άρχισε να γκρεμίζει εκκλησίες και μοναστήρια για να χρησιμοποιήσει τα οικοδομικά υλικά για την κατασκευή ενός κάστρου. Οι εργασίες ανέγερσης άρχισαν την άνοιξη του 1452 και ολοκληρώθηκαν τέλη Αυγούστου του 1452. Χτίζοντας το Ρουμελί Χισάρ πέτυχε και τον πραγματικό αποκλεισμό της Πόλης από τον έξω κόσμο. Ο Μωάμεθ μελέτησε, στη συνέχεια, αυτοπροσώπως την οχύρωση της Κωνσταντινούπολης. Στο μεταξύ, διέταξε κάθε πλοίο, που θα διέσχιζε το Βόσπορο, να σταματά στο κάστρο για επιθεώρηση. Όποιο δε σταματούσε, θα το βύθιζαν. Μάλιστα, για να είναι πιο εύκολη η πραγματοποίηση της απειλής του, τοποθέτησε και τρία μεγάλα κανόνια. Στις αρχές του Νοεμβρίου, δύο βενετσιάνικα πλοία που ερχόντουσαν από τη Μαύρη Θάλασσα, αρνήθηκαν να σταματήσουν. Αν και προσπάθησαν να τα βυθίσουν, αυτά διέφυγαν. Κάτι που δεν κατάφερε, μετά από 15 μέρες, ένα άλλο βενετσιάνικο πλοίο, το οποίο βυθίστηκε και όλο το πλήρωμά του μεταφέρθηκε στο Διδυμότειχο. Εκεί έμενε εκείνη την εποχή ο Σουλτάνος, ο οποίος διέταξε να αποκεφαλιστούν όλοι, εκτός από τον πλοίαρχο, που καταδικάστηκε σε ανασκολοπισμό. Οι προσπάθειες των Βυζαντινών να πετύχουν κάποια δέσμευση των Δυτικών και την αποστολή βοηθητικών σωμάτων για την άμυνα της Πόλης, οι οποίες μάλιστα είχαν την υποστήριξη του Πάπα Νικολάου Ε', που διαδέχτηκε το 1447 τον Ευγένιο Δ', συνεχίστηκαν αμείωτες σε όλη τη διάρκεια του 1452, με λίγα όμως αποτελέσματα. Τελικά, μόνον ο ελληνικής καταγωγής, πρώην μητροπολίτης Κιέβου και τώρα καρδινάλιος της Καθολικής Εκκλησίας, Ισίδωρος, μ’ εντολή του Πάπα, επισκέφτηκε τα νησιά του Αιγαίου, καλώντας τους κατοίκους τους να συμμετάσχουν στα εθελοντικά σώματα. Το σώμα που κατάφερε με πολλούς κόπους να σχηματίσει, 200 όλοι και όλοι άντρες, έφτασε στο τέλος του Οκτωβρίου 1452 στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας, με τη συναίνεση του Πατριάρχη Γρηγορίου, στις 12 Δεκεμβρίου, οργάνωσε μια λειτουργία στην Αγία Σοφία, στη διάρκεια της οποίας ακούστηκε: « Νικολάου Πάπα και Πατριάρχου Ρώμης, πολλά τα έτη». Το γεγονός αυτό εξόργισε τους ανθενωτικούς, οι οποίοι υπό την ηγεσία του Λουκά Νοταρά και του Γεωργίου Σχολαρίου, που είχε γίνει πλέον μοναχός με το όνομα Γεννάδιος και κλείστηκε σ’ ένα κελί στο μοναστήρι του Παντοκράτορα, έφτασαν σε ακρότητες. Αρνούνταν ακόμα και την τέλεση μυστηρίων στους ιερείς που πήραν μέρος στη λειτουργία της 12ης Δεκεμβρίου. Το κλίμα που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη, στις αρχές του 1453, ήταν ένα κλίμα βαθιάς διαίρεσης κι έλλειψης πατριωτισμού και πολιτικής σοφίας, ανάμεσα στα μέλη των τάξεων των ευγενών και των πλουσίων. Ο αυτοκράτορας άρχισε να προετοιμάζει την πόλη για την πολιορκία. Στις κρατικές αποθήκες συγκεντρώθηκαν προμήθειες όλων των ειδών και οι εκκλήσεις προς χριστιανούς ηγεμόνες για βοήθεια, συνεχίστηκαν. Σε ό,τι αφορά τα αποθέματα νερού δεν υπήρχε σοβαρό πρόβλημα, γιατί η Πόλη είχε πολλές υπόγειες δεξαμενές, όπως αυτή που είναι δίπλα στην Αγία Σοφία κι η οποία αναφέρεται ως βυθισμένο ανάκτορο, επειδή στηρίζεται σε εκατοντάδες κίονες, που έχουν μεταφερθεί από αρχαίους ναούς.
Η Κωνσταντινούπολη είναι πάνω σε μια χερσόνησο με τριγωνικό σχήμα. Τα χερσαία τείχη, που εκτείνονται από τη συνοικία των Βλαχερνών, στον Κεράτιο, μέχρι τη συνοικία του Στουδίου, στην Προποντίδα, και το μήκος τους είναι περίπου 7 χιλιόμετρα, περιβάλλονται από εξωτερική τάφρο και διακρίνονται σε εσωτερικό και εξωτερικό τείχος. Τα τείχη κατά μήκος του Κεράτιου ήταν μονά, είχαν μήκος 5,5 χιλιόμετρα και έφταναν μέχρι το ακρωτήριο της Ακρόπολης, κάτω από το σημερινό Τοπ-Καπί. Από το σημείο αυτό, στην είσοδο του Κερατίου, και κατά μήκος της Προποντίδας, μήκους περίπου 9 χιλιομέτρων, ήταν και πάλι μονά. Έφταναν κατακόρυφα σχεδόν μέχρι τη θάλασσα και είχαν δύο οχυρωμένα λιμάνια και 11 πύλες. Στη συνέχεια στρατολογήθηκαν όλοι οι άντρες που θα μπορούσαν να λάβουν μέρος στην άμυνα. Συγχρόνως, επειδή το κρατικό θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο, ο Κωνσταντίνος προχώρησε σε αναγκαστικό δάνειο από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Τέλος, τον Μάρτιο του 1453, έκλεισε με αλυσίδα τον Κεράτιο κόλπο, για να αποτρέψει την είσοδο οθωμανικών πλοίων σ’ αυτόν. Στο διάστημα μέχρι τον Απρίλιο, έφτασαν στην Πόλη αρκετοί εθελοντές υπερασπιστές. Ήδη από τις 26 Ιανουαρίου, είχε φτάσει κατευθείαν από τη Χίο ο περίφημος θαλασσινός ήρωας και μέτοχος της γενοβέζικης μαούνας που διοικούσε τη Χίο, Ιωάννης Ιουστινιάνης, με δύο πλοία και 800 μαχητές, εφοδιασμένους και εξοπλισμένους με δικά του έξοδα. Αρκετοί Λατίνοι εθελοντές από την Αγκώνα, Βενετοί και Έλληνες από την Κρήτη, πέντε βενετσιάνικα πλοία εξοπλισμένα με χρήματα της βενετικής κοινότητας της Πόλης, μέλη της γενοβέζικης και καταλανικής κοινότητας, βρέθηκαν εκείνες τις τρομερές ημέρες στα χερσαία και στα θαλάσσια τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι υπερασπιστές της Πόλης ποτέ δεν ξεπέρασαν τις 8.000.
ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Από τη μεριά των Οθωμανών, οι πληροφορίες των πηγών είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Το πιο πιθανόν είναι ότι ο συνολικός τους αριθμός έφτανε τους 160.000 άντρες. Τα πλοία τους ήταν 150, ενώ ο στόλος των Βυζαντινών έφτανε τα 25, επανδρωμένα όμως με ιδιαίτερα έμπειρα πληρώματα. Εκεί όμως που οι Τούρκοι υπερείχαν απολύτως, ήταν στο πυροβολικό. Στα μέσα του Φεβρουαρίου του 1453, ο Μωάμεθ Β' διέταξε σώμα 10.000 αντρών, κυρίως ιππέων, να συνοδεύσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη το τεράστιο πυροβόλο που είχε κατασκευάσει ο Ουρβανός, μετά από διαταγή του. Το τεράστιο σε μέγεθος όπλο ξεπερνούσε σε μήκος τα 8 μέτρα και το βάρος του πλησίαζε τους 20 τόνους. Για τη μεταφορά του χρησιμοποιήθηκαν 60 ζεύγη βοδιών και 400 άντρες, 200 σε κάθε πλευρά του κάρου, για να το υποβαστάζουν. Το πυροβόλο έφτασε μπροστά από την πόλη στις αρχές του Απριλίου.
Λίγες μέρες πριν, στις 23 Μαρτίου, είχε ξεκινήσει και ο Σουλτάνος με 12.000 γενίτσαρους και πολυάριθμους ιππείς με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη. Στις μονάδες που έφταναν περιλαμβάνονταν και μονάδες Σέρβων, Ούγγρων, ακόμα και Ελλήνων και παρατάσσονταν με βάση το λεπτομερές σχέδιο που είχε συντάξει ο ίδιος ο Σουλτάνος. Στη δεξιά πτέρυγα της τουρκικής παράταξης βρίσκονταν στρατιώτες από τη Μικρά Ασία υπό τη διοίκηση του Μουσταφά πασά. Την αριστερή πτέρυγα σχημάτιζαν στρατιώτες από τα Βαλκάνια υπό τις διαταγές του Τουραχάν Μπεϊλέρμπεη της Ρούμελης. Πίσω από το κέντρο της παράταξης, υπήρχε ισχυρότατη εφεδρεία, ενώ στην περιοχή γύρω από τον Γαλατά, τοποθετήθηκαν μονάδες πεζικού και πυροβολικού υπό τους Ζαγανό πασά και Καρατζά μπέη.
Τον Μάρτιο του 1453, πλοία κάθε είδους άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Καλλίπολη. Τα περισσότερα ήταν νέα που είχαν, που είχαν ναυπηγηθεί βιαστικά σε ναυπηγία του Αιγαίου. Υπήρχαν και παλιά που είχαν επισκευαστεί. Επικεφαλής του στόλου ορίστηκε ο βουλγαρικής καταγωγής εξωμότης κυβερνήτης της Καλλίπολης, Σουλεϊμάν Μπατόγλου.


ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Στις αρχές Απριλίου, ο άνεμος ήταν βόρειος. Οι τρεις γενοβέζικες γαλέρες, που είχε μισθώσει ο Πάπας και τις είχε γεμίσει με όπλα και άλλα εφόδια, ήταν αποκλεισμένες στη Χίο. Όταν στα μέσα Απριλίου, ο άνεμος άλλαξε σε νότιο, απέπλευσαν για την Κωνσταντινούπολη. Στο δρόμο συνάντησαν ένα αυτοκρατορικό πλοίο φορτωμένο με στάρι από τη Σικελία, με κυβερνήτη τον Φλαντανελά. Μιας και τα Δαρδανέλια ήταν αφύλακτα, επειδή όλος ο τουρκικός στόλος ήταν στην Κωνσταντινούπολη, έπλευσαν γρήγορα στην Προποντίδα και το πρωί της 20ης Απριλίου έφτασαν κοντά στην Πόλη. Αμέσως, το σύνολο σχεδόν του τουρκικού στόλου απέπλευσε από το Διπλοκιόνιο με στόχο να καταστρέψει ή να συλλάβει τα τέσσερα πλοία. Ο άνεμος ήταν αντίθετος για τους Τούρκους. Η συντριπτική τους, όμως, αριθμητική υπεροχή, έκανε σχεδόν βέβαιη την επιτυχία τους. Η νότια αύρα έφερνε ολοένα και πιο κοντά τα τέσσερα πλοία στην πόλη και στον τουρκικό στόλο. Η υπερασπιστές της πρωτεύουσας και οι πολίτες ανέβηκαν στα τείχη για να παρακολουθήσουν τον άνισο αγώνα. Το ίδιο έκανε και ο Σουλτάνος. Την ίδια στιγμή σταμάτησε ο άνεμος και τα τουρκικά τα περικύκλωσαν, ζητώντας να κατεβάσουν τα ιστία και να παραδοθούν. Ο Φλαντανελάς απάντησε με κατάρες και αμέσως άρχισε μια φονική πεζομαχία, μιας και τα πλοία είχαν κολλήσει το ένα πάνω στο άλλο. Ο ιστορικός Κριτόπουλος γράφει: «Και πρώτα μεν με μεγάλους αμφορείς, γεμάτους με νερό, κρεμασμένους με σχοινιά, έσβηναν τις πυρκαγιές, αλλά και σκότωναν πολλούς που βρίσκονταν στο διάβα τους. Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι έριχναν ακόντια, δόρατα και ξυστά σ’ αυτούς που έκαναν επίθεση και τους φόνευαν, ενώ άλλοι εκτόξευαν λίθους, άλλοι έκοβαν με μπαλτάδες τα χέρια αυτών που προσπαθούσαν να μπουν στα πλοία ή με ρόπαλα συνέθλιβαν τα κεφάλια των Τούρκων». Για πολλές ώρες συνεχίστηκε η μάχη, με μεγάλες απώλειες για τους Τούρκους και σχετικά μικρές για τους Έλληνες και Γενουάτες. Ο Σουλτάνος ήταν τόσο εξοργισμένος με τα πληρώματά του, ώστε έφτασε μέχρι το σημείο να μπει μέσα στη θάλασσα έφιππος, για να τους εμφυσήσει επιθετικό πνεύμα. Μάταια, όμως, γιατί τα τέσσερα πλοία, εκμεταλλευόμενα τον ούριο άνεμο που στο μεταξύ άρχισε να πνέει και πάλι, και τον αντιπερισπασμό που δημιούργησαν τρία πλοία που βγήκαν από τον Κεράτιο, κατόρθωσαν να εισέλθουν στο λιμάνι της πόλης. Την επομένη, στις 21 Απριλίου, ο εξοργισμένος Σουλτάνος καθαίρεσε το ναύαρχο και τον τιμώρησε με 100 ραβδισμούς.


Στις 12 Μαΐου, τα μεσάνυχτα, νέα επίθεση κοντά στα ανάκτορα καταλήγει σε αποτυχία. Ο Μωάμεθ, στη συνέχεια, προχώρησε στο να υπονομεύσει τα τείχη της πόλης, με υπονόμους που κατασκεύαζαν Αλβανοί και Σέρβοι και κυρίως αργυρορύχοι. Ο Γερμανός όμως υπονομευτής, Ιωάννης Γκραντ, με ανθυπονόμους και με τη χρήση υγρού πυρός, γέμισε τους 7 υπονόμους, που είχαν προλάβει να κατασκευάσουν οι Τούρκοι, με 2.000, σύμφωνα με τις πηγές, νεκρούς, αναγκάζοντας τον Σουλτάνο να εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Συγχρόνως, ο Σουλτάνος έκανε χρήση άλλης μίας επινόησης. Το πρωί της 18ης Μαΐου, οι αμυνόμενοι έφριξαν βλέποντας έναν μεγάλο ξύλινο πύργο με τροχούς να στέκεται έξω από τα τείχη. Μόνον, που το ίδιο βράδυ, μερικοί αμυνόμενοι κατάφεραν και το ανατίναξαν, αχρηστεύοντάς το. Από τα μέσα του περασμένου Απριλίου, κυκλοφορούσε ανάμεσα στον πληθυσμό της Πόλης η φήμη ότι μεγάλη αρμάδα με πλοία της Βενετίας πλησίαζε στα στενά του Ελλησπόντου με σκοπό να λύσει την πολιορκία. Ο Κωνσταντίνος έστειλε στις αρχές Μαΐου ένα ταχύπλοο αυτοκρατορικό πλοίο για να συναντηθεί με το βενετσιάνικο στόλο και να μεταφέρει στον επικεφαλής του χρήσιμες πληροφορίες. Η επιστροφή του πλοίου, στις 23 του μήνα, γέμισε με απογοήτευση τους πολιορκούμενους. Από πουθενά στο Αιγαίο δεν υπήρχε πλοίο της Βενετίας. Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, είχε πλέον απομείνει μονάχη.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Εκείνη τη χρονική στιγμή, ο Μωάμεθ απέστειλε προτάσεις ειρήνης στον βυζαντινό αυτοκράτορα, με τις οποίες τον καλούσε να παραδώσει ειρηνικά την πόλη, «απερχόμενος όπου βούλεσαι με τα σων αρχόντων και των υπαρχόντων αυτοίς». Στην περίπτωση, όμως, που ο Κωνσταντίνος αποφάσιζε να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων, τότε, σημείωνε εμφατικά ο Σουλτάνος, «συ και οι μετά σου θέλετε απωλέσει συν τη ζωή, τα υπάρχοντα, οι δε άλλοι κάτοικοι αιχμαλωτισθέντες, θέλουσι διασπαρεί εν πάση τη γη». Ο αυτοκράτορας, με τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου, διεμήνυσε στον Σουλτάνο, ανάμεσα στα άλλα, και τα εξής: «Ως προς το να σου παραδώσω την πόλη, ούτε δική μου είναι ούτε κανενός άλλου που κατοικεί σ’ αυτήν. Αποφασίσαμε από κοινού να πεθάνουμε με τη θέλησή μας». Η αδυναμία των Τούρκων, παρά τις εκτεταμένες καταστροφές που είχαν επιφέρει στα τείχη της πόλης, να επιτύχουν το αποφασιστικό χτύπημα εναντίον των πολιορκούμενων, η γενναία απάντηση του αυτοκράτορα, αλλά και φήμες για την επικείμενη δήθεν άφιξη ισχυρής βοήθειας από τη Δύση, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στο ηθικό των πολιορκητών.
Η δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Σουλτάνος, φαίνεται στο κλίμα που επικράτησε στο συμβούλιο στρατηγών και συμβούλων που συγκάλεσε στις 27 Μαΐου 1453. Ο γηραιός βεζίρης Χαλίλ πασάς συμβούλευσε τον Μωάμεθ να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Αδριανούπολη. Αντίθετα, ο Ζαγανός πασάς και οι περισσότεροι στρατηγοί πρότειναν τη συνέχιση της πολιορκίας μέχρι να επιτύχουν την άλωση της πόλης. Μετά από δισταγμούς, ο Μωάμεθ συντάχθηκε με την άποψη της φιλοπόλεμης μερίδας. Καθόρισε την 29η Μαΐου ως ημέρα γενικής επιθέσεως και διέταξε να μεταδοθεί στο στράτευμα το διάγγελμα και υποσχέθηκε τριήμερη λεηλασία. Στις 28 Μαΐου, ο Σουλτάνος επιθεώρησε τις δυνάμεις του, για την επίθεση της επομένης, ενώ ο ήχος χιλιάδων τυμπάνων και οι αλαλαγμοί των δερβίσηδων δεν άφηναν αμφιβολίες για το τι θα συμβεί μέσα στις ώρες που θα ακολουθούσαν.
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στο στρατόπεδο των Τούρκων, ο αυτοκράτορας και οι συμπολεμιστές του προσπαθούσαν να επιδιορθώσουν τα τείχη, κυρίως στην περιοχή του Αγίου Ρωμανού, χρησιμοποιώντας λίθους, ξύλα, ακόμα και χόρτα αναμεμιγμένα με πηλό. Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος συμμετείχε σε πάνδημη λιτανεία για την ενίσχυση του φρονήματος του λαού και των πολεμιστών, επικεφαλής της οποίας ήταν η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, μετά το πέρας της οποίας απευθύνθηκε προς τους υπερασπιστές του, που απάντησαν με ένα στόμα: «Αποθανώμεν υπέρ της του Χριστού πίστεως και της πατρίδος ημών». Από εκεί, κατευθύνθηκε προς την Αγία Σοφία, όπου μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων. Επόμενη στάση υπήρξε το ανάκτορο των Βλαχερνών, όπου ο αυτοκράτορας ζήτησε συγχώρεση από τους οικείους του, για να καταλήξει στη συνέχεια στα τείχη, κοντά στους συμπολεμιστές του.
Η επίθεση άρχισε 3-4 ώρες πριν ξημερώσει η 29η Μαΐου 1453, οπότε η Πόλη δέχτηκε επίθεση και από τις τρεις μεριές. Η έφοδος άρχισε με τα σώματα των άτακτων, των βασιβουζούκων. Αρκετοί από αυτούς ήταν τυχοδιώκτες και πλατσικολόγοι, Γερμανοί και Ούγγροι Χριστιανοί, που προσδοκούσαν κέρδη από τη λαφυραγώγηση. Ο Μωάμεθ επεδίωκε να κουράσει τους ολιγάριθμους αμυνόμενους με τη χρήση αναλώσιμων Χριστιανών, κρατώντας για την τελική επίθεση τα εμπειρότερα και γενναιότερα ασιατικά του στρατεύματα. Οι άτακτοι στερέωσαν χιλιάδες σκάλες στα εξωτερικά τείχη και οι πιο τολμηροί άρχισαν να ανεβαίνουν. Οι υπερασπιστές, όμως, έριχναν τις σκάλες, εκτόξευαν τα βέλη τους, πυροδοτούσαν τα μουσκέτα τους, ενώ δεν παρέλειπαν να αδειάζουν πάνω στα κεφάλια των επιτιθέμενων μεγάλες ποσότητες από πέτρες. Οι μεγάλες απώλειες που είχαν οι άτακτοι και η σκληρή αντίσταση που συνάντησαν, τους έκανε να σκέπτονται την υποχώρηση. Όσοι, όμως, αποπειράθηκαν να αποσυρθούν συνάντησαν μπροστά τους τσαούσηδες που τους περίμεναν με ρόπαλα, έτοιμοι να τους συνετίσουν και να τους επαναφέρουν στη μάχη. Έτσι, η μάχη παρατάθηκε για 1-2 ώρες ακόμα, πριν οι άτακτοι εξαναγκαστούν να υποχωρήσουν, μετά από διαταγή του ίδιου του Σουλτάνου, αυτή τη φορά. Οι αμυνόμενοι, προς στιγμή, νόμισαν ότι η επίθεση απέτυχε κι έτσι θα μπορούσαν να ξεκουραστούν, έστω για λίγο. Ήταν εξαντλημένοι από την πολυήμερη πολιορκία και τη συνεχή και σκληρή εργασία.

Η νέα επίθεση άρχισε με την αυγή. Ο ίδιος ο Σουλτάνος τέθηκε επικεφαλής των 12.000 γενιτσάρων του, τους οποίους οδήγησε μέχρι την τάφρο. «Τα βλήματα έπεφταν σαν βροχή», επισημαίνει ο Κριτόπουλος στην «Ιστορία» του, «προκαλώντας σύγχυση στους αμυνόμενους». Αυτή τη σύγχυση προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν οι γενίτσαροι για να καταλάβουν το εξωτερικό τείχος εξαπίνης. Ο Ιουστινιάνης και το μικρό σώμα των υπερασπιστών που τον περιβάλλει, δέχτηκαν τους επιτιθέμενους με λόγχες, πέλεκες, ακόντια και ξίφη. Η μάχη, σε σύντομο διάστημα, μετατράπηκε σε σύγκρουση σώμα με σώμα.
Την ίδια στιγμή, βορειότερα της πύλης της Αδριανούπολης, κοντά στο ανάκτορο του Πορφυρογέννητου, όπου το τείχος γινόταν ουσιαστικά μονό και χωρίς τάφρο, μια μικρή πύλη, σχεδόν υπόγεια, η οποία συνέδεε την πόλη με τον περίβολο του τείχους, είχε μείνει στη διάρκεια της επίθεσης αφύλακτη. Ήταν η Κερκόπορτα. Από αυτήν μπήκε ένας μικρός αριθμός γενιτσάρων στο χώρο ανάμεσα στα δύο τείχη που επιτέθηκαν από τα νώτα στους υπερασπιστές του εξωτερικού τείχους και τους αιφνιδίασαν. Σύντομα, ο αριθμός τους αυξήθηκε, και οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και προς την πύλη της Αδριανούπολης. Τα αυτοκρατορικά και βενετσιάνικα λάβαρα που βρίσκονταν στους προμαχώνες αντικαταστάθηκαν από τουρκικά. Οι λίγοι Τούρκοι, όμως, που είχαν εισέλθει από εκείνο το σημείο στην πόλη και κατευθύνονταν προς το παλάτι των Βλαχερνών, αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από το στρατιωτικό σώμα των αδελφών Μποκιάρτι, οι οποίοι κατάφεραν να ανακτήσουν τον έλεγχο της περιβόλου.
Ο αυτοκράτορας, μόλις πληροφορήθηκε το παραπάνω γεγονός, ήταν έτοιμος να σπεύσει προς τα εκεί για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, όταν τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης. Το γεγονός αυτό και στη συνέχεια, η αποχώρησή του από το πεδίο της μάχης, παρά τις εκκλήσεις του Κωνσταντίνου να παραμείνει, δημιούργησε, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, αναστάτωση στους αμυνόμενους στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ δεν ήταν λίγοι οι Γενοβέζοι συμπολεμιστές του Ιουστινιάνη, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία, μόλις άνοιξε η μικρή πύλη που συνέδεε την περίβολο με την πόλη, να διαφύγουν μαζί του προς το λιμάνι. Η άμυνα χαλάρωσε, πράγμα που το αντιλήφθηκε ο Μωάμεθ, ο οποίος αμέσως διέταξε μαζική επίθεση στα κατεστραμμένα τείχη.Η κατάσταση χειροτέρεψε, όταν κάποιοι, βλέποντας τα τουρκικά λάβαρα να ανεμίζουν στην πύλη της Αδριανούπολης, άρχισαν να φωνάζουν: «η πόλις εάλω», ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Η κραυγή, όμως, αποθάρρυνε τους πιο πολλούς υπερασπιστές, οι οποίοι πλέον κατά δεκάδες προσπαθούσαν να διαφύγουν προς την πόλη από την πύλη που είχε αφήσει ανοικτή, κατά την αποχώρησή του, ο Ιουστινιάνης. Ο περίβολος κατακλύσθηκε από χιλιάδες Τούρκους. Στις 8 το πρωί, της 29ης Μαΐου, η περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού, όπου μαχόταν ο αυτοκράτορας, δέχτηκε επίθεση από τα νώτα. Όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν περικυκλωμένος από τους Τούρκους, ακούστηκε να λέει: «Ουκ έστι τις των Χριστιανών λαβείν την κεφαλήν εμού;». Λίγο μετά, έπεφτε νεκρός, άγνωστος ανάμεσα στις εκατοντάδες των πεσόντων, ο Κωνσταντίνος Δραγάτσης, ο έβδομος των Παλαιολόγων, ο έσχατος των Ελλήνων αυτοκρατόρων, ο υπερασπιστής της πόλης του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η κραυγή ότι η πόλη είχε χαθεί, αντήχησε στους δρόμους.
Η ΠΟΛΗ ΕΑΛΩ
Κατά μήκος του τμήματος των χερσαίων τειχών, νότια της κοιλάδας του Λύκου, οι Χριστιανοί είχαν αποκρούσει όλες τις τουρκικές επιθέσεις, αλλά τώρα, το ένα σύνταγμα μετά το άλλο έμπαιναν μέσα από τα ανοίγματα του φράκτη και απλώνονταν και προς τις δύο πλευρές για να ανοίξουν όλες τις πύλες. Οι στρατιώτες πάνω στα τείχη βρέθηκαν περικυκλωμένοι και πολλοί σκοτώθηκαν ή συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι. Ο Σουλτάνος διατήρησε τον έλεγχο μερικών συνταγμάτων, για να του χρησιμεύσουν ως συνοδεία, αλλά τα περισσότερα στρατεύματά του ήδη διψούσαν να αρχίσουν τη λεηλασία, ιδιαίτερα οι ναύτες, επειδή φοβόντουσαν ότι οι στρατιώτες θα τους προλάβαιναν. Ελπίζοντας ότι τα φράγμα θα εμπόδιζε τα χριστιανικά πλοία να ξεφύγουν από τον Κεράτιο κόλπο, εγκατέλειψαν τα πλοία τους για να βγουν στη στεριά. Η απληστία τους έσωσε πολλές χριστιανικές ζωές.
Όταν διαπίστωσε ότι η πόλη είχε πέσει, ο Βενετός Αλβίζο Ντιέντο, ως διοικητής του στόλου, έπλευσε με μια μικρή βάρκα στο Πέραν. Υποσχέθηκε ότι τα βενετσιάνικα πλοία του θα συμμορφώνονταν με οποιαδήποτε απόφαση έπαιρνε ο Ποντεστά, που είχε κλειδώσει τις πύλες του Πέραν. Ο Ντιέντο, μαζί με τον οποίον ήταν ο χρονογράφος Μπάρμπαρο, δεν μπορούσε να επιστρέψει στα πλοία του. Αλλά οι Γενοβέζοι ναύτες των πλοίων που είχαν αγκυροβολήσει κάτω από τα τείχη του Πέραν, έκαναν γνωστή την πρόθεσή τους να αποπλεύσουν και επιθυμούσαν να έχουν την υποστήριξη των Βενετών. Μετά από επιμονή τους, επιτράπηκε στον Ντιέντο να φύγει με το πλοιάριό του. Εκείνος πήγε κατευθείαν στο φράγμα που ήταν ακόμα κλειστό και δύο ναύτες του έκοψαν με τσεκούρια τα λουριά που το συγκρατούσαν. Εκείνο παρασύρθηκε από τους πλωτήρες του. Έτσι ο Ντιέντο απέπλευσε και επτά γενοβέζικα πλοία έπλευσαν πίσω του. Λίγο αργότερα, συνενώθηκαν μαζί τους, τα περισσότερα βενετσιάνικα πλοία, 4-5 από τις γαλέρες του αυτοκράτορα και 1-2 γενοβέζικα πολεμικά πλοία. Αφού πέρασε το φράγμα, ολόκληρος ο στολίσκος παρέμεινε για μια ώρα περίπου στην είσοδο του Βοσπόρου μέχρι να δει αν θα ξέφευγαν άλλα πλοία. Έπειτα, εκμεταλλεύτηκαν τον ισχυρό βοριά που φυσούσε, για να διαπλεύσουν την Προποντίδα και μέσω των Δαρδανελλίων προς την ελευθερία. Ο Ντιέντο κατάφερε να φτάσει στη Βενετία, όπου υπήρχε και το παλάτι της οικογένειάς του. Ο τάφος του βρίσκεται στην Εκκλησία των Αγίων Ιωάννη και Παύλου.
Η γενοβέζικη γαλέρα, στην οποία είχε μεταφερθεί ο τραυματισμένος Ιουστινιάνης, ήταν μία από εκείνες που κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον Κεράτιο κόλπο. Ο Ιουστινιάνης αποβιβάστηκε στη Χίο και πέθανε 1-2 μέρες αργότερα. Στη βιασύνη τους για λαφυραγωγία, οι Οθωμανοί ναύτες είχαν εγκαταλείψει τόσα πολλά από τα πλοία τους, ώστε ο Τούρκος ναύαρχος ήταν ανίσχυρος να σταματήσει τη φυγή του στόλου του Ντιέντο. Με όσα πλοία του ήταν ακόμα επανδρωμένα έπλευσε μέσα από το σπασμένο φράγμα στον Κεράτιο. Εκεί στο λιμάνι, παγίδευσε τα πλοία που είχαν παραμείνει: άλλες 4-5 αυτοκρατορικές γαλέρες, 2-3 γενοβέζικες γαλέρες και άοπλα εμπορικά βενετσιάνικα πλοία.
Οι Κρητικοί ναύτες στους τρεις πύργους κοντά στην είσοδο του Κερατίου, εξακολουθούσαν να αντιστέκονται. Νωρίς το απόγευμα, όμως, παραδόθηκαν υπό τον όρο ότι η ζωή και η περιουσία θα παρέμεναν άθικτες. Τα δύο πλοία τους ήταν αραγμένα κάτω από τους πύργους. Ανενόχλητοι από τους Τούρκους, των οποίων είχαν κερδίσει τον θαυμασμό, τα καθέλκυσαν και απέπλευσαν για την Κρήτη.ΛΕΗΛΑΣΙΑ-ΣΦΑΓΗ-ΣΚΛΑΒΙΑ
Ο Σουλτάνος Μωάμεθ είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες του τις τρεις ημέρες της λαφυραγωγίας, στις οποίες είχαν δικαίωμα. Εκείνοι ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη. Στην αρχή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι η άμυνα είχε τελειώσει. Έσφαζαν όποιον συναντούσαν στους δρόμους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, αδιάκριτα. Το αίμα έτρεχε σε ποτάμια. Αλλά σύντομα, η δίψα για αίμα κατευνάστηκε. Κατάλαβαν ότι οι αιχμάλωτοι και τα πολύτιμα αντικείμενα θα τους πρόσφεραν μεγαλύτερο κέρδος.


Ο ίδιος ο Σουλτάνος μπήκε στην πόλη αργά το απόγευμα. Συνοδευόμενος από τους γενίτσαρους της φρουράς του, προχώρησε αργά μέσα από τους δρόμους προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Μπροστά από τις πόρτες της αφίππευσε και έσκυψε να πάρει μια χούφτα χώμα, το οποίο έχυσε επάνω από το σαρίκι του. Με την περιοδεία του Σουλτάνου μέσα από την πόλη, η τάξη αποκαταστάθηκε. Ο στρατός του είχε κορεστεί από λάφυρα και η στρατονομία του μερίμνησε ώστε οι άντρες να επιστρέψουν στους καταυλισμούς τους.
Μεταξύ των Ελλήνων αιχμαλώτων ανακάλυψε τον Λουκά Νοταρά, τον Μέγα Δούκα, καθώς και περίπου εννέα άλλους υπουργούς του αυτοκράτορα. Τους απελευθέρωσε ο ίδιος. Πολλοί, όμως, από τους άλλους αξιωματούχους του Κωνσταντίνου, μεταξύ των οποίων και ο Φραντζής, δεν αναγνωρίστηκαν και παρέμειναν στην αιχμαλωσία. Η καλοσύνη που είχε επιδείξει ο Μωάμεθ στους επιζώντες υπουργούς του αυτοκράτορα, είχε μικρή διάρκεια. Η γενναιοδωρία του πάντοτε ελαττωνόταν από καχυποψία και κάποιοι σύμβουλοι τον προειδοποίησαν να μην εμπιστεύεται τον Μέγα Δούκα. Κάποιες μέρες αργότερα, τον αποκεφάλισε μαζί με το γιο του. Και το ίδιο έκανε με εννέα άλλους Έλληνες ευγενείς, που στάθηκαν στο ικρίωμα. Οι γυναίκες τους περιέπεσαν στην αιχμαλωσία και αποτέλεσαν τμήμα της μακράς πομπής των αιχμαλώτων που συνόδεψε την αυλή κατά την επιστροφή της στις 29 Ιουνίου στην Αδριανούπολη. Η χήρα του Νοταρά πέθανε καθ’ οδόν στο χωριό Μεσσήνη. Ο Φραντζής ήταν σκλάβος επί 18 μήνες στον επικεφαλής των αλόγων του Σουλτάνου, προτού κατορθώσει να απελευθερώσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως και να έχει το πράγμα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει αυτό που περιγράφει ο Στήβεν Ράνσιμαν για τον Μωάμεθ, ο οποίος καθώς περνούσε μέσα από τους δρόμους είχε συγκινηθεί μέχρι δακρύων: «Τι πόλη παραδώσαμε στη λεηλασία και στην καταστροφή», μουρμούρισε.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.