3α. Αχαϊκή Περίοδος 1.450-1.100 π.Χ. - Μέρος Α
3.0. Οι ινδοευρωπαϊκές φυλές
Κατά μία άποψη που τεκμαίρεται από γλωσσολογικές συγκριτικές παρατηρήσεις, για την οποία υπάρχουν επιφυλάξεις, από το 2.000 π.Χ. άρχισαν να εισέρχονται στα ελληνικά εδάφη ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης συγγενών μεταξύ τους Ινδοευρωπαϊκών λαών οι οποίοι, με αρχική κοιτίδα τα μέρη περί τον Καύκασο, την ίδια περίπου εποχή εγκαταστάθηκαν ως εξής:
Οι Ινδοί στη σημερινή Ινδία (πρόγονοι των σημερινών Ινδών)
Οι Ιρανοί στην τότε Αριανή (Κούρδοι και Πέρσες)
Οι Χετταίοι (ή Χιττίτες) στη Βόρεια Μικρά Ασία (πιθανόν σχετιζόμενοι με προγόνους των σημερινών Αρμενίων).
Οι Φρύγες, Λύδιοι, Μυσοί, Κίλικες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και εσωτερικότερα (μεταξύ αυτών και οι πρόγονοι των Τρώων).
Οι μετέπειτα ονομασθέντες Έλληνες στην Ελλάδα.
Οι Λατίνοι στην Ιταλία (πρόγονοι των Αρχαίων Ρωμαίων).
Οι Γερμανικοί λαοί (πρόγονοι των Κελτών, Τευτόνων/Γότθων, Σλάβων και Βαλτοσλάβων) στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη.
Οι Ιλλυριοί στη σημερινή Αλβανία.
Η ομάδα των Ινδοευρωπαίων που μετοίκησε στα σημερινά ελληνικά εδάφη (κατά άλλη άποψη ήδη από το 8.000 π.Χ. όχι από τον Καύκασο, αλλά από τα μέρη της Εγγύς Ανατολής) ανήκε σε τέσσερις επιμέρους φυλετικές οικογένειες που μέχρι το 1500 είχαν καταλάβει σταδιακά όλες τις αντίστοιχες περιοχές ως εξής:
Οι Αχαιοί (<α [επιτατικό] + γαία [γ>χ] = γηγενείς) εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο και νοτιότερα μέχρι την Κρήτη και τη Ρόδο.
Οι Αιολείς (<α [επιτατ.] + ιάλλω [μέλλ. ιαλώ, α>ο] = οι κινούμενοι ταχέως, ευκίνητοι, ορμητικοί) στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και στα απέναντι μέρη της Μ. Ασίας.
Οι Ίωνες (<ίω [υποτακ. του είμι = έρχομαι ή πηγαίνω] εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Αττική, στη Μεγαρίδα, στην Κορινθία, στην Εύβοια και στις Κυκλάδες.
Οι Δωριείς (<δώρον = έχοντες δώρα, χαρισματικοί) έμειναν αρχικά στη Δυτική Μακεδονία (στους σημερινούς νομούς Καστοριάς και Κοζάνης) στην ανατολική Ήπειρο και νοτιότερα στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου (Ευρυτανία και Αιτωλοακαρνανία) μέχρι το νομό Φωκίδας.
3.1. Ο κόσμος των Αχαιών σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα
Αν αυτές οι φυλετικές ομάδες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα (σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία) από το 8.000 π.Χ., τότε η διάκριση σε Πρωτοέληνες και Έλληνες έχει πρακτικά μόνο χρονολογική και όχι φυλετική σημασία. Αν επίσης ο ελληνικός χώρος ήταν ο κύριος σταθμός εγκατάστασης πληθυσμών, προερχόμενων από την Αφρική, μέσω Εγγύς Ανατολής, πριν από την μετάβασή τους στην δυτική Ευρώπη, αυτό μπορεί να εξηγήσει για ποιο λόγο η ελληνική ήταν το κοινό γλωσσικό υπόβαθρο των πληθυσμών αυτών επί σειρά χιλιετιών, με αυξανόμενη επίδραση μετά τα χρόνια της ελληνιστικής εξάπλωσης και της ελληνοχριστιανικής θρησκείας. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε, όπως προκύπτει και από τα ομηρικά έπη που ουσιαστικά παραγνωρίζουν τις άλλες φυλές, κυρίαρχη θέση φαίνεται πως είχαν οι Αχαιοί των οποίων κύριο κέντρο ήταν οι Μυκήνες, με συνέπεια ο πολιτισμός που δημιούργησαν να ονομάζεται από τους αρχαιολόγους Μυκηναϊκός, ο οποίος σε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι το 1450 π.Χ. συνυπήρχε χρονικά με τον Ετεοκρητικό, που προηγήθηκε σε ανάπτυξη και τον οποίο διαδέχτηκε. Οι Αχαιοί ανάπτυξαν ένα τελειοποιημένο σύστημα συλλαβογραμματικής γραφής, τη Γραμμική Γραφή Β, που βασιζόταν στη Γραμμική Γραφή Α, της προηγούμενης περιόδου και κατέγραφε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, μεταθέτοντας ουσιαστικά την έναρξη της ιστορικής περιόδου για την Ελλάδα στην εποχή αυτή.
Σημαντικότερη πηγή για τη μελέτη του αχαϊκού / μυκηναϊκού κόσμου παραμένουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, και ακολουθούν σε σπουδαιότητα τα κείμενα της γραμμικής γραφής Β, ενώ η σπουδή με βάση τα ομηρικά έπη, που κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες, έχει επικουρική χρησιμότητα, δεδομένου ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια χρονολογούνται ίσως τέσσερις αιώνες ή δεκατρείς γενιές μετά το τέλος του Αχαϊκού Πολιτισμού και είναι έργα με διάθεση ποιητική που ενσωματώνει μυθολογικά στοιχεία. Υπάρχει ένα βασικό ερώτημα σχετικά με το αν τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν την εποχή που γράφτηκαν ή την αμέσως προηγούμενη περίοδο, και όχι με ακρίβεια τον αχαϊκό κόσμο. Παρόλα αυτά η αντιπαραβολή των μυκηναϊκών αρχαιολογικών και των ομηρικών λογοτεχνικών δεδομένων είναι θεμιτή, στο βαθμό που συνειδητοποιείται ότι από αυτή διαφωτίζεται απλώς η από ποιητική άποψη εκμετάλλευση του παρελθόντος, που δεν μπορεί να είναι εντελώς άσχετη με τα γεγονότα που εξιστορεί.
3.1.1. Γεωγραφία του Αχαϊκού και ύστερου Ετεοκρητικού κόσμου
Με βάση τη γεωγραφική εξάπλωση των αρχαιολογικών ευρημάτων της εποχής (ανακτορικό κτήριο τύπου μεγάρου, Γραμμική γραφή Β, θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι, τροχήλατη στιλβωτή κεραμική μελανού σε ανοικτό βάθος), τον γεωγραφικό πυρήνα του αχαϊκού/μυκηναϊκού κόσμου συγκροτούσε η νότια ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα η Πελοπόννησος, η ανατολική Στερεά (Αττική, Βοιωτία) και η Εύβοια. Η Αργολίδα και η Μεσσηνία είναι οι πιο εντατικά ερευνημένες περιοχές και μπορούν να θεωρηθούν τα δύο αρχαιότερα και σημαντικότερα κέντρα του Αχαϊκού Κόσμου, δεν λείπουν όμως σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, που εκτείνονται σε ολόκληρη την Θεσσαλία, όπως και την Ήπειρο, αλλά και τη Μακεδονία.
Η ύπαρξη ευρημάτων ταφικών και λατρευτικών εθίμων, συνδεόμενων με τους Αχαιούς, και επιγραφών ενδεικτικών της αχαϊκής γλώσσας, υποδηλώνουν παρουσία Αχαιών ήδη από το 1450 στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας (λίγο αργότερα), καθώς και στην Κύπρο από τα τέλη του 12ου αιώνα, αλλά και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, όπως δείχνει η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων κεραμικών προϊόντων. Πληθυσμιακές ομάδες αχαϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μ. Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία, ίσως εξαιτίας της αναστάτωσης και της παρακμής που επικράτησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων στη μητροπολιτική Ελλάδα περί το 1100 π.Χ. Είναι όμως γνωστές συστηματικές επαφές και με άλλα σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής, όπως η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος. Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο. Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική γραφή Β έχουν βρεθεί και στη Γεωργία, στη Γερμανία, στη Σουηδία, στην Ιρλανδία και στη Μεγάλη Βρετανία, γεγονός που καθιστά φανερό ότι οι Αχαιοί περνούσαν από το Γιβραλτάρ με καράβια, παράπλεαν τις ακτές της Δυτ. Ευρώπης και έφθαναν εκεί για να πάρουν κασσίτερο και χαλκό, πουλώντας κυρίως υφάσματα και είδη χρυσοχοϊκής (κούπες, ποτήρια, κανάτες, βραχιόλια κλπ, που βρέθηκαν στις ανασκαφές του Stonehenge). Η πρώτη ονομασία που δόθηκε από τους Έλληνες στην Αγγλία ήταν Κασσιτερίδες Νήσοι (και αργότερα Πρυτανεία <πρώτος + άνω = η πρώτη χώρα πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη, αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Έλληνα εξερευνητή Πυθέα τον Μασσαλιώτη (που επισκέφθηκε την Αγγλία περί το 330 π.Χ.).
Αίσθηση προκαλούν επίσης οι συλλογές αρχαίων χάλκινων αντικειμένων που εκτίθενται στο Milwaukee Public Museum της πολιτείας Wisconsin των ΗΠΑ. Στη συλλογή που είναι γνωστή ως Old Copper Culture, ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα εκτίθενται και μερικοί διπλοί πελέκεις, γνωστό σύμβολο της Μινωικής Κρήτης, που χρονολογούνται στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Superior των ΗΠΑ από την εποχή γύρω στο 1700 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι οι Ετεοκρήτες (ή Μινωίτες) και οι συνεχιστές του πολιτισμού τους Αχαιοί (Μυκηναίοι), επωφελούμενοι και από τα θαλάσσια ρεύματα του Ατλαντικού Ωκεανού, έφτασαν στα παράλια της Βόρειας Αμερικής και ανάπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τους ντόπιους κατοίκους, έχοντας το κύριο ενδιαφέρον τους στραμένο στην εκμετάλλευση των αποθεμάτων χαλκού της περιοχής. Αυτό παρέχει επίσης την βάση εξήγησης των περιπετειωδών εξερευνήσεων του Ηρακλή, αλλά και των 10ετών περιπλανήσεων του Οδυσσέα μετά τον Τρωικό Πόλεμο, που σχετζίζονται με την αμερικανική ήπειρο, όπως αναπτύσσεται σε επόμενη παράγραφο.
Εμπορικές σχέσεις των Ετεοκρητών / Μινωιτών και των Αχαιών / Μυκηναίων, πέραν της Β. Αφρικής, της Ευρώπης και της Αμερικής, υπήρχαν όμως και με άλλους μακρινούς λαούς της Ανατολής, όπως για παράδειγμα με τις Ινδίες, δεδομένου ότι έχουν βρεθεί εκεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές πολλά είδη και υλικά της Μεσογείου και αντίστροφα. Θαλάσσια ταξίδια προς τις Ινδίες θα μπορούσαν να γίνονται την εποχή εκείνη με χρήση καναλιών που κατασκευάστηκαν στο Δέλτα του Νείλου από το 2300 έως το 2180 π Χ. στη διάρκεια της 6ης Δυναστείας της Αιγύπτου, μέσω της Ερυθράς και της Αραβικής θάλασσας, αξιοποιώντας τους πνέοντες ισχυρούς θερινούς Μουσώνες. Προσάραξη στις Ινδίες θα μπορούσε να γίνεται στα λιμάνια του Lothal, Cambay και Mouziris, που κατά Ινδούς αρχαιολόγους, λειτουργούσαν εκεί για εμπορικούς σκοπούς τουλάχιστον μεταξύ του 2500 και του 1900 π.Χ.
Άκρως εντυπωσιακές είναι τέλος μεταγενέστερες γεωγραφικές παρατηρήσεις, που εμφανώς καταγράφουν γνώσεις που προϋπήρχαν από την αχαϊκή περίοδο, όπως ιδιαίτερα του Κράτη του Μαλλώτη, που έζησε περί το 150 π.Χ. ο οποίος πρακτικά δημοσιοποίησε την πρώτη υδρόγειο σφαίρα, στην οποία με εκπληκτική ακρίβεια απεικονίζει την «οικουμένη» (όπως πρώτος την ονόμασε εκείνος, εννοώντας τις Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αφρική), τους «περίοικους» (Βόρεια Αμερική), τους «αντίποδες» (Νότια Αμερική) και τους «αντίοικους» (σύμπλεγμα Ωκεανίας, Ανταρκτικής). Αυτή είναι ουσιαστικά η γεωγραφική έκταση του Ετεοκρητικού και Αχαϊκού κόσμου, που δημιούργησαν την εποχή εκείνη (χωρίς υπερβολή) μία από τις μεγαλύτερες (οικονομικές) κοσμοκρατορίες όλων των εποχών, της οποίας η σπουδαιότητα, μέχρι και τις μέρες μας, δεν έχει αξιολογηθεί και προβληθεί επαρκώς.
3.1.2. Αχαϊκή αρχιτεκτονική
Από τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική είναι γνωστές οχυρές ακροπόλεις, που περιλαμβάνουν ανάκτορα, και ταφικά μνημεία. Τειχισμένες ακροπόλεις έχουν βρεθεί στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες, τη Μιδέα και την Ασίνη της Αργολίδας, στη Λάρισα του Άργους, στο Κάστρο (Γλα) της Βοιωτίας, στην Αχαΐα, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τη Φωκίδα, τις Κυκλάδες καθώς και στην Αθήνα, στη θέση της μεταγενέστερης Ακρόπολης,. Οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας π.Χ. αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπια των μυκηναϊκών ακροπόλεων και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως «κυκλώπειων».
Η τυπική αχαϊκή πόλη ήταν χτισμένη στις πλαγιές ενός χωματοσωρού ή ενός λόφου, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, με χωματένια σπίτια, με επίπεδο δώμα, απλωμένα επάλληλα, κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο, ως την κορυφή, όπου βρισκόταν το βασιλικό ανάκτορο. Τα περιτειχίσματα, από μεγάλα χαλίκια, που τα ανύψωναν σε μορφή τοίχου από πλίθρα με ξύλινες συνδέσεις, πρόσφεραν καταφύγιο στους άρχοντες της πόλης, βασιλιάδες και θεότητες, και στους υπηρέτες τους. Στρατιώτες φρουρούσαν τις πύλες, περιπολώντας πάνω στα οχυρά. Μέσα από τα τείχη υπήρχαν σκαμμένα μέσα στο βράχο πολλά μικρόσπιτα και τάφοι, που πλαισίωναν έναν πλακόστρωτο δρόμο. Τα μικρά σπίτια έξω από τα τείχη εξαρτιόνταν και αυτά από τα ανάκτορα. Στέγαζαν βοηθητικές υπηρεσίες, όπως στις Μυκήνες το σπίτι του λαδέμπορου, με ολόκληρη τη λογιστική του, τα μεγάλα πιθάρια του και τα μυρωδικά του, που δεν ήταν παρά μια από τις βασιλικές αποθήκες, που τις έλεγχαν έξι, το λιγότερο, γραφείς.
Στην ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούσαν τρεις τύποι τάφων: Ο λακκοειδής, ο λαξευτός θαλαμοειδής ή θαλαμωτός και ο θολωτός. Οι θολωτοί τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά και εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Βρίσκονταν στα περίχωρα και εξωτερικά είχαν μορφή τύμβου, με ύψος καμιά φορά ίσο με ένα τετραώροφο σπίτι, που σκέπάζαν σαν προστέγασμα θολωτές οικοδομές, που μέσα τους έμπαινε κανείς περνώντας από ένα διάδρομο με επένδυση από πέτρινες πλάκες. Στο βάθος, πίσω από την πόρτα και το τριγωνικό τόξο του υποστηρίγματος, αναπαύονταν τα λείψανα των ανώτατων αξιωματούχων, ηγεμόνων ή ιερέων και τα μέλη των οικογενειών τους, που έχτισαν τα τείχη.
3.1.3. Κοινωνικοπολιτική οργάνωση
Οι πληροφορίες για την κοινωνική οργάνωση και το πολιτικό σύστημα των μυκηναϊκών βασιλείων στην εποχή της ακμής τους προέρχονται από τις πινακίδες γραμμικής γραφής Β, που βρέθηκαν κυρίως στην Πύλο, αλλά και στην Κνωσσό. Τα ευρήματα πινακίδων από άλλα ανάκτορα είναι λίγα, δεν φαίνεται όμως να υπήρχαν σημαντικές διαφορές από βασίλειο σε βασίλειο. Η απόδοση των αχαϊκών λέξεων, όπου χρειάζεται στις επόμενες παραγράφους, γίνεται με λατινικούς χαρακτήρες σε πτώση δοτική, όπως παρουσιάζονται στις πινακίδες.
Αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της αχαϊκής κοινωνίας ήταν οι πολλές ακροπόλεις, η δύναμη των πολεμιστών, η εκμετάλλευση των ανθρώπων της γης και ο πλούτος των ναυτικών, σε ένα ιεραρχημένο ημιφεουδαρχικό και ημιφιλελεύθερο οικονομικό σύστημα, στο οποίο μερικές οικογένειες, γερά ριζωμένες στις πόλεις, βασίλευαν στο όνομα των θεοτήτων σ' ένα λαό από στρατιώτες, χωρικούς, κτηνοτρόφους, τεχνίτες, ναυτικούς, τυχοδιώκτες και ληστές. Ανώτατος άρχοντας ενός αχαϊκού βασιλείου ήταν ο άναξ (wa-na-ka <ανά+άγω=οδηγώ). Η εξουσία του δεν στηριζόταν σε προσωποπαγές δίκαιο και δυναστικές γενεαλογίες, αλλά στην ικανότητά του να ρυθμίζει την αναδιανομή προϊόντων και υπηρεσιών στα όρια του βασιλείου του, να οργανώνει πλούσια συμπόσια με πάνδημη συμμετοχή και να εξασφαλίζει την εύνοια των θεών με την οργάνωση και διεξαγωγή της λατρείας, ενώ δεν αποκλείεται να αναγνωριζόταν και στον ίδιο θεϊκή υπόσταση. Ο άναξ δεν φαίνεται να διεκδικούσε κύρος με την απόδοσή του στο πεδίο της μάχης, όπως οι ομηρικοί ή οι μακεδόνες βασιλείς αργότερα. Η αρχηγία του στρατού ήταν υπόθεση ενός άλλου ανώτατου αξιωματούχου, του «στρατηγού» (ra-wa-ke-ta =ηγέτης του λαού [=στρατού]), που εμφανίζεται δεύτερος στην ιεραρχία, ενώ υπήρχε και ένα σώμα ανώτατων πολεμιστών κοντά στον άνακτα που το αποτελούσαν οι ἐπέται (e-qe-ta, ακόλουθοι, σύντροφοι <έπομαι).
Ο τίτλος βασιλεύς (qa-si-re-u <βάσις + λεώς=λαός) υπήρχε στα αχαϊκά κράτη, η έννοιά του όμως είναι ασαφής και οπωσδήποτε δεν δηλώνει τον ανώτατο άρχοντα. Βασιλείς ήταν περισσότεροι από ένας στην Πύλο και ασχολούνταν, σε μια περίπτωση, με την επιστασία χαλκουργών και ίσως είχαν και θρησκευτικά καθήκοντα, καθώς και καθήκοντα τοπικού άρχοντα, όπως ο όρχων βασιλεύς στην κλασική περίοδο. Ένας αξιωματούχος με τίτλο κουρήτης (ko-re-te > κουρέω = φροντίζω [>λατ. curator]) με βοηθό έναν προκουρήτη (po-ro-ko-re-te, [υπάρχει το πρόθεμα προ, πόρρω], >λατ. procurator) σαν ένα είδος έφορου ή επιτρόπου, είχε την ευθύνη ενός οικονομικού διαμερίσματος από τα 16 που υπήρχαν στο βασίλειο της Πύλου (ανάλογα με τους τίτλους curator και procurator που υπήρχαν στη Ρώμη). Τα κείμενα της γραμμικής γραφής Β αναφέρουν και πλήθος άλλων αξιωματούχων, των οποίων οι τίτλοι δεν έχουν ερμηνευθεί ακόμα ικανοποιητικά.
Ο δῆμος (da-mo <δα, δη, γη, γαία) ήταν το οργανωμένο σώμα του λαού, η κοινότητα, που είχε στην ιδιοκτησία της το μεγαλύτερο μέρος της γης και την παραχωρούσε κατά τεμάχια στον άνακτα, τον στρατηγό και σε άλλους αξιωματούχους για τις υπηρεσίες που παρείχαν. Ο δήμος αποτελούσε επίσης τη βάση για το σχηματισμό του στρατιωτικού σώματος που διοικούσε ο στρατηγός. Στην Πύλο υπάρχει και μια μοναδική αναφορά σε ένα συμβούλιο γερόντων, την γερουσία (ke-ro-si-ja).
Η υπόλοιπη κοινωνική ιεραρχία βασιζόταν, όπως και στην μετέπειτα αρχαία Ελλάδα, στην αυστηρή διάκριση μεταξύ του «ἐλεύθερος» (e-re-u-te-ro <ελαύνω, ελεύσομαι > ελευ + έτερος) και «δοῦλος» (do-e-ro). Οι τελευταίοι ανήκαν στην ιδιοκτησία ελεύθερων ιδιωτών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων (te-o-jo do-e-ro, θεοῦ δοῦλος), μπορούσαν να μεταπωληθούν και αναφέρονταν με το όνομα του κυρίου τους και όχι με το δικό τους. Μπορούσαν όμως και οι ίδιοι να αναπτύξουν αυτόνομη οικονομική δραστηριότητα μισθώνοντας γη ή ασκώντας κάποια τέχνη, όπως η μεταλλουργία.
Η εσωτερική ιεραρχία των ελευθέρων φαίνεται ότι βασιζόταν στις διαφορές στην ποσότητα ή το είδος του οπλισμού και στην έκταση γης που τους δινόταν από το δήμο. Με το κριτήριο κατοχής γης ξεχώριζαν στην Πύλο λίγοι τελεσταί (te-re-ta <τέρος <τέλος = δασμός, διανομή λείας ή γης) ως κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης με έδρα το θρησκευτικό κέντρο στην περιφέρεια του βασιλείου. Ως κάτοχοι γης αναφέρονται επίσης βοσκοί και μελισσουργοί (me-ri-te-u, μελιτεύς ). Οι καματεροί (ka-ma-e-u, καμεύς <κάμνω+έχω) αντίθετα μίσθωναν γη και ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν εισφορές. Η έκταση ενός τεμαχίου γης μετριόταν με τους σπόρους που χρειάζονταν για τη σπορά του και οι σπόροι μετριούνταν με δοχεία και επομένως μονάδα μέτρησης της γης ήταν ο αριθμός των απαιτούμενων δοχείων με σπόρους.
3.1.4. Θρησκεία
Οι πληροφορίες για τη μυκηναϊκή θρησκεία προέρχονται από αρχαιολογικά ευρήματα σε χώρους ιερών (ειδώλια, λατρευτικά σκεύη), εικονογραφικές μαρτυρίες στη μυκηναϊκή τέχνη και ιδιαίτερα στη σφραγιδογλυφία (μολονότι δεν υπάρχουν επιγραφές που να καθοδηγούν την ερμηνεία) και αναφορές των διοικητικών και λογιστικών κειμένων της γραμμικής γραφής Β σε θεότητες, αφιερώματα και τελετουργίες, που δείχνουν ότι η θρησκευτική τέχνη των Μυκηναίων αναπτύχθηκε υπό την επίδραση του Μινωικού Πολιτισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά οι περισσότερες ελληνικές θεότητες που αναφέρονται σε προηγούμενη παράγραφο (te-o-i = θεοί), καθώς και άλλα στοιχεία της ιστορικής ελληνικής θρησκείας, μαρτυρούνται και στα μυκηναϊκά κείμενα, σε βαθμό που υποδεικνύει συνέχεια της θρησκείας από τα προϊστορικά χρόνια.
3.1.5. Ζωοθυσίες και συμπόσια
Η θυσία ζώων και η συνακόλουθη τελετουργική κατανάλωση του κρέατος των σφαγίων (sa-pa-ke-te-ri-ja <σφακτήρια <σπάω + άγνυμι [= συντρίβω]) ήταν δύο σημαντικά λατρευτικά έθιμα στον αχαϊκό κόσμο, που σχετίζονται και με τις ανάγκες σίτισης του πληθυσμού. Στη Θήβα, στην Κνωσσό και στην Πύλο είναι καταγραμμένες εισφορές ζώων και άλλων τροφίμων από νομικά και φυσικά πρόσωπα, που αρκούσαν για την τροφοδοσία μέχρι και 1000 ατόμων κάθε φορά στα πλαίσια θρησκευτικών συμποσίων που οργανώνονταν από την κεντρική διοίκηση, καθώς και τα απαραίτητα σκεύη, έπιπλα και λοιπός εξοπλισμός. Στο ανάκτορο της Πύλου, που προφανώς χρησιμοποιήθηκε και για τη διοργάνωση πολυπληθών συμποσίων, βρέθηκαν 2854 κύλικες --- το πιο διαδεδομένο αγγείο πόσεως κρασιού στην αχαϊκή περίοδο. Στην αποσπασματική Τοιχογραφία του Λυρωδού, που κοσμούσε τον τοίχο πίσω από το θρόνο στην κεντρική αίθουσα του μεγάρου της Πύλου, διακρίνονται ένας ταύρος, πάνω σε τράπεζα προσφορών έτοιμος για θυσία, μεγάλος αριθμός συμποσιαστών καθισμένων σε τραπέζια ανά δύο με υψωμένα χέρια (κρατώντας κύλικες;) και ένας μουσικός, που συνοδεύει με τη λύρα του την τελετή. Στην τοιχογραφία η τελετή φαίνεται να γίνεται στο ύπαιθρο, όμως και μέσα στο ίδιο δωμάτιο, δίπλα στο θρόνο, υπάρχουν αύλακες στο δάπεδο, που προφανώς χρησιμοποιούνταν για προσφορές υγρών στη θεότητα. Στον προθάλαμο του μεγάρου απεικονίζονται λατρευτές να μεταφέρουν δώρα.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν πως ο ἄναξ κατείχε κεντρική θέση στη αχαϊκή λατρεία ως οργανωτής και ως αποδέκτης της, αν ληφθούν υπόψη αναφορές που τον εμφανίζουν να λαμβάνει προσφορές λαδιού μαζί με άλλες θεότητες, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αναγνωριζόταν και στον ίδιο θεϊκή υπόσταση, όπως πιθανότατα και στους ηγεμόνες των μινωικών ανακτόρων παλιότερα.
3.1.6. Η Γραμμική Γραφή Β
Η Γραμμική Γραφή Β περιλαμβάνει 89 συλλαβογράμματα, που αναπαριστούν συλλαβές με φωνητική αξία και περί τα 260 ιδεογράμματα (ή λογογράμματα), που αποδίδουν έννοιες όπως άνδρας, γυναίκα, αγελάδα, λάδι, κρασί κλπ. και σύμβολα για την απόδοση αριθμών. Αν και τα κείμενά της είναι στην πλειοψηφία κατάλογοι εφοδίων που μπαίνουν, βγαίνουν ή είναι αποθηκευμένα στα ανάκτορα και τηλεγραφικές επιγραφές εμπορευμάτων, η αξία τους ως πρωτογενείς πηγές για την οικονομία, το εμπόριο, τη θρησκεία, την κοινωνική διαστρωμάτωση και τη διοικητική οργάνωση της αχαϊκής Ελλάδας είναι τεράστια. Ως σήμερα έχει αποκρυπτογραφηθεί το 87% των κειμένων, που δείχνουν ότι πρόκειται κυρίως για μια γλώσσα των γραφέων των μυκηναϊκών ανακτόρων, στην οποία:
- οι χειλοϋπερωικοί φθόγγοι (β, τ) αποδίδονται με q: qa-si-re-u = βασιλεύς, qo-u = βους, qe = τε
- δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ λ και ρ.
- δεν αποδίδεται η διάκριση μεταξύ ηχηρών, άηχων και δασυνομένων κλειστών συμφώνων (τα «κα/χα/γα» γράφονται ως «ka» και τα «πα/φα/βα» ως «pa»), ενώ το «δα» γράφεται «da» και τα «τα/θα» γράφονται «ta».
- συμφωνικά συμπλέγματα, των οποίων το πρώτο μέρος είναι κλειστό σύμφωνο, αναλύονται σε δύο συλλαβές με το ίδιο φωνήεν ως συνοδίτη φθόγγο (το «κνω/κνο» γράφεται «ko-no»).
- συμπλέγματα από διαρκές + κλειστό σύμφωνο βραχύνονται απαλείφοντας το διαρκές (π.χ. το «στο» γράφεται «to»).
- στα συμπλέγματα από δύο διαρκή σύμφωνα γράφονται κατά κανόνα και τα δύο σύμφωνα (το «μνι» γράφεται «mi-ni»).
- χρησιμοποιείται δίγαμμα (F): wa-na-ka = Fάναξ
- χρησιμοποιείται γενική ενικού σε –οιο: te-o-jo = θεοίο
- χρησιμοποιείται η τοπική πτώση (-ει) ως δοτική: po-de = ποδί
- δεν υπάρχει γραπτή διάκριση μεταξύ ο και ω (π.χ. στη λέξη ko-no-so: Κνωσός) ή ε και η.
- οι δίφθογγοι που λήγουν σε -υ (αυ, ευ) αποδίδονται με ένα συλλαβόγραμμα και το u.
- στις διφθόγγους που λήγουν σε –ι, το i εκπίπτει στη γραφή (λ.χ. η συλλαβή «φαι» γράφεται «pa»), αν και ειδικά το τοπωνύμιο Φαιστός έχει βρεθεί να αποδίδεται και ως «pa-i-to».
- αν μετά τα φωνήεντα υ και ι ακολουθεί άλλο φωνήεν, τότε τίθεται ανάμεσά τους ημίφωνο (F) w ή j. Το ίδιο ισχύει και για διφθόγγους που λήγουν σε u και i, παρ’ όλο που το i στη δεύτερη περίπτωση δεν γράφεται (λ.χ. ra-jo: λαός, ku-wa: *κόρFα > κόρη/κούρη).
- διπλά όμοια σύμφωνα γράφονται ως απλά (το «σσο» γράφεται «so»).
- τα σύμφωνα στο τέλος της λέξης παραλείπονται, οπότε σε λέξεις που λήγουν σε -qs, -ps ή -ks, το κλειστό σύμφωνο αντικαθίσταται στη γραφή από το φωνήεν της προτελευταίας συλλαβής (π.χ. η κατάληξη qs γράφεται με το φωνήεν της προηγούμενης συλλαβής ως qo).
3.1.7. Επαγγέλματα στα αχαϊκά κείμενα
Με δεδομένους τους κανόνες αυτούς, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια αναφορά στα επαγγέλματα που καταγράφονται στις πινακίδες, που δείχνει το βαθμό προόδου της αχαϊκής κοινωνίας, από άποψη καταμερισμού εργασίας και κατανομής των ρόλων, αλλά και ως τεκμήριο γραφής ελληνικών λέξεων στην αρχέγονη μορφή τους:
(1) Οικοδόμος (to-ko-do-mo, δοτική οικοδόμω). Οι αρχιτέκτονες στα οικοδομικά έργα ήταν ταυτόχρονα αρχιτεχνίτες, εργολάβοι, ξυλουργοί, χτίστες και σιδηρουργοί. Έπρεπε να ξέρουν να κατεργάζονται το ξύλο και τον πηλό, την πέτρα ή το μέταλλο, να διακρίνονται ταυτόχρονα σαν μακετίστες, ξυλουργοί και επιπλοποιοί, να χαράζουν δρόμους δίπλα στα ποτάμια για να ρυμουλκούν πλοία ή να κατασκευάζουν αναχώματα, να χτίζουν φούρνους, να χρησιμοποιούν σοφά τον ασβέστη, το γύψο, την αμμοκονία, τα πλίθρα, να επινοούν, να πραγματοποιούν, να χειρίζονται τα κατάλληλα όργανα και ιδιαίτερα τα μέτρα και τα σταθμά, τα δοχεία, τα εργαλεία και τις συσκευές έλξης και ανύψωσης. Το υπέρθυρο του Θησαυρού του Ατρέα, ζύγιζε γύρω στους εκατόν είκοσι τόνους και είχε μήκος 8,50 μέτρα. Οι τέσσερις μονόλιθοι που πλαισίωναν την περίφημη Πύλη των Λεαινών στις Μυκήνες, που έχει ύψος πάνω από 3 μέτρα και άλλο τόσο φάρδος και βάθος, δεν ζύγιζαν λιγότερο. Για τέτοιες κατασκευές έφτιαχναν, όπως στην Αίγυπτο, προσωρινές κατωφέρειες από χώμα και περίζωναν τους όγκους που θα μετακινούσαν, όπως στη Σικελία, με πολλά ξύλινα στεφάνια. Τους έκλειναν, με τον τρόπο αυτό, σε μεγάλες ρόδες ή μέσα σ' ένα ολόκληρο κύλινδρο και τις κυλούσαν κατόπιν σαν τεράστια καρούλια. Ένα σύστημα από ξύλινα κατρακύλια και λοστούς, στα τελευταία μέτρα της διαδρομής, έβαζε την πέτρα στη θέση που επιθυμούσαν. Τη στήριζαν κατόπιν με λιθάρια και γέμιζαν τα κενά με πηλό. Η αμοιβή για δώδεκα χτίστες που δούλευαν στη Μεσσηνία, σύμφωνα με καταγραφή σε σχετική λογιστική πινακίδα, ήταν 6 κιλά ακατέργαστο μαλλί, 4 κατσίκες, τρία κομμάτια πανί, 360 λίτρα κρασί και 480 λίτρα σύκα (που σημαίνει ένα λίτρο κρασί, περίπου ενάμισι λίτρο σύκα και λίγο κρέας για κάθε άτομο την ημέρα).
(2) Χαλκιάς (ka-ke-u, χαλκεύς). Οι μεταλλουργοί ήταν η εμπορική και δυναμική πτέρυγα του πολιτισμού, μια κάστα ισχυρή και πλούσια. Εφοδίαζαν τους ηγεμόνες με άρματα μάχης, εξόπλιζαν τα πολεμικά και εμπορικά πλοία, θωράκιζαν τις πύλες, πολλαπλασίαζαν τα εργαλεία και τα σκεύη από μπρούντζο, που επέτρεπαν μεγαλύτερη παραγωγή και καλύτερη διατήρηση, διακοσμούσαν τα έπιπλα και γέμιζαν τους εύπορους με κοσμήματα. Ήταν ελεύθεροι εργαζόμενοι, αν και μερικοί έμπαιναν στη δούλεψη των ναών σαν "υπηρέτες της θεότητας". Είχαν δικά τους ή ενοικιασμένα χωράφια και απαλλάσσονταν από πολλούς φόρους, και συνήθως είχαν βοηθούς μαθητευόμενους ή συντεχνίτες. Ειδική κατηγορία από αυτούς που τους έλεγαν «ασκητήρες» (a[s]ketere[S]) ήταν ειδικευμένοι στην κατεργασία των πολύτιμων μετάλλων, διακοσμητές, κοσμηματογλύπτες, ορειχαλκουργοί, που κατασκεύαζαν πολύτιμα αντικείμενα, ενώ οι λεβητοποιοί κατασκεύαζαν λεκάνες.
(3) Χρυσοχόος (ku-ru-so-wo-ko, χρυσοποιός). Οι χρυσοχόοι υπηρετούσαν αποκλειστικά τους βασιλιάδες και τους πλούσιους, ζούσαν στη σκιά τους, ανάμεσα στα μικροσκοπικά πριόνια, στα τρυπάνια, στα γλύφανα, στις λίμες και στις ζυγαριές, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω στον πάγκο τους και με ένα μεγάλο κομμάτι πετσί τεντωμένο ανάμεσα στη σανίδα και τη ζώνη τους, για να μαζεύουν όλη τη χρυσόσκονη που θα ξέφευγε από το εργαλείο τους. Το χρυσάφι, που παράσερνε ο Πακτωλός και τα ποτάμια της Κολχίδας ή της Γεωργίας, ήταν πάντοτε ανακατεμένο με ασήμι, που καμιά φορά έφτανε σε ποσοστό 30%. Όταν δεν έφτανε στην Ελλάδα καθαρισμένο και επεξεργασμένο, έπρεπε να το λιώνουν, ανεβάζοντας τη θερμοκρασία του κράματος στους 1.063 βαθμούς, είκοσι περίπου βαθμούς λιγότερο από όσους χρειάζονταν για το χαλκό, καθώς για πολύ καιρό οι ίδιοι τεχνίτες ασχολούνταν με το ευγενές και με το ευτελές μέταλλο.
(4) Αγγειοπλάστης (ke-ra-me-u, κεραμεύς). Μεταλλουργοί και αγγειοπλάστες ήταν οι πρώτοι που απελευθερώθηκαν από την καταπίεση της πρωτόγονης γεωργικής κοινωνίας και σχημάτισαν οικογένειες, ακόμη και φατρίες ή κάστες στα περιθώρια της αγροτικής κοινωνίας. Στα εργαστήριά τους οι αγγειοπλάστες εργάζονταν άλλοι στην αποκλειστική υπηρεσία των ιερών και του ανακτόρου και άλλοι στην υπηρεσία του πλήθους. Από τα τέλη του 13ου αιώνα είναι πιθανό να υπήρχαν στα μεγάλα αστικά κέντρα δυο ειδών κεραμουργοί, αυτοί που κατασκεύαζαν και πουλούσαν λουτήρες, λεκάνες, σαρκοφάγους, μεγάλα και υψηλά πιθάρια, πλάκες για διακόσμηση ή για επένδυση, ανταλλάσσοντάς τα με τρόφιμα και αυτοί που κατασκεύαζαν και πουλούσαν επιτραπέζια σκεύη καθημερινής χρήσης.
(5) Γναφεύς και βαφεύς (ka-na-pe-we, γναφεύς). Oι βαφείς καθάριζαν με ζεματιστό νερό τα μαλλιά, τα μπουγάδιαζαν με στάχτη και αιγυπτιακή σόδα ή με χώμα από την Κίμωλο, τα ξέβγαζαν, κατέστρεφαν τις φυτικές τρίχες ή ίνες με χυμό αλόης, ροδιάς, ξυνίθρας, στύψης, με ταννίνη ή με διάφορα αμμωνιούχα προϊόντα, για να πιάνουν καλά οι χρωστικές ουσίες, που έβγαζαν από την πορφύρα, την κοχενίλλη, τον κρόκο, την ίριδα, τον ίσατι, τον κάρδαμο και τα σιδηρούχα χώματα. Οι αξιωματούχοι ήταν ντυμένοι με άσπρους, κόκκινους και μαβιούς μανδύες, με άσπρα ή πολύχρωμα, γκρίζα, ασημένια, ακόμη και χρυσά φεστόνια και άλλες γαρνιτούρες.
(6) Αρωματοποιός (a-lei-pho-zo-oi, αλειφοζόοι). Αρωματοποιοί ονομάζονταν "αυτοί που «έβραζαν» (<ζέω) τις αλοιφές. Είχαν μεγάλη θέση μέσα και έξω από τα ανάκτορα, αφού τα αρώματα, οι αλοιφές και τα κοσμητικά χρησιμοποιούνταν τόσο στη λατρεία όσο και σε μη θρησκευτικές χρήσεις, στην περιποίηση των ζωντανών όσο και των νεκρών, στον αρωματισμό των κρασιών, των τροφίμων, ακόμη και στα έπιπλα, διότι οι μυρωδιές ήταν η «ευαίσθητη ψυχή των θεών, των ανθρώπων και των πραγμάτων». Τα είδη αρωματοποιίας στάθηκαν για πολύ καιρό μια από τις σημαντικές εισοδηματικές πηγές των ελληνικών πόλεων, καθώς ολόκληρα φορτία από φιάλες, οινοχόες, ψευδόστομους αμφορείς σφραγισμένους με κερί, που χωρούσαν μέχρι τρία λίτρα αρωματικά έλαια, ξεκινούσαν από τα λιμάνια της Πελοποννήσου και της Κρήτης για όλα τα παράλια της Μεσογείου. Το 13ο αιώνα π.Χ. αναφέρονται έλαια φασκόμηλου, κύπερης και ρόδου.
(7) Υφάντρα (a-ra-ka-te-ja, ηλακάτεια [<ηλακάτη=ρόδα]) και ράφτρα (ra-pi-ti-ra, ράπτρια). Στην κατασκευή υφασμάτων για λογαριασμό του βασιλιά χρησιμοποιούσαν πολυάριθμο γυναικείο προσωπικό, ελεύθερες γυναίκες ή δούλες, με τα παιδιά τους, που τις πλήρωναν με ορισμένη ποσότητα αλευριού και σύκων. Υπήρχαν γυναίκες που έξαιναν ή λανάριζαν το άγριο μαλλί μέσα στη μικρή τους αυλή, κλώστριες, και ανάμεσά τους ειδικευμένες στο λινάρι υφάντρες, κατασκευάστριες χαλιών και ράφτρες, καθισμένες όλες μαζί κατάχαμα. Μια και τα υφάσματα χρειάζονταν για να ντυθούν οι ζωντανοί και οι νεκροί, για την κατασκευή των πανιών και για την εξάρτυση των πλοίων, για την κατασκευή θωράκων, για το κλείσιμο των παραθύρων, για την ταπητουργία, για στρωσίδια του κρεβατιού, για την τυροκομία, για το κυνήγι και για την ιατρική, οι άρχοντες των ανακτόρων ή των ναών έλεγχαν αυστηρά την κατασκευή των λινών και μάλλινων υφασμάτων. Άλλωστε η πιο σημαντική θεά στις μυκηναϊκές ακροπόλεις, η Αθηνά, ήταν κλώστρια και το αγαπημένο της ζώο, η κουκουβάγια, ήταν πουλί της ταπητουργίας.
(8) Επιπλοποιός (to-ro-no-wo-ko, τορνοποιός). Οι επιπλοποιοί έφτιαχναν πλαίσια στους τοίχους, έπιπλα, κιβώτια, κόβοντας, λειαίνοντας και συναρμολογώντας με σφήνες και λούκια μικρές σανίδες από κέδρο, έβενο, τούγια, χαρούπι, κοιλαίνοντάς τες, κολλώντας κόκκαλα, ελεφαντόδοντο, σμάλτο ή λεπτές πλάκες από ήλεκτρο (μείγμα χρυσού και ασημιού), χρυσάφι ή ασήμι, για να σχηματίσουν όμορφα σχέδια πάνω στο σκούρο φόντο του επίπλου. Τα πιο σημαντικά ήταν τα χαμηλά, πτυσσόμενα τραπέζια και τα ανάκλιντρα με σκαμνάκια, που χρησίμευαν για να ακουμπούν τα πόδια. Το εργαστήρι τους μύριζε ψαρόκολλα, άσφαλτο, πίσσα και βερνίκι.
(9) Ζωγράφος ή τοιχογράφος. Οι ζωγράφοι με τους βοηθούς τους ήταν διακοσμητές των τοίχων, όπου οι χτίστες, τελειώνοντας τη δουλειά τους, είχαν απλώσει μια στρώση από κιτρινωπή άργιλο ανακατεμένη με ψιλοκομμένο άχυρο για να αντέχει καλύτερα. Από πάνω οι γυψοποιοί περνούσαν δύο ή τρεις, πολύ λεπτές αλλά του ίδιου πάχους στρώσεις μαρμαροκονίας. Οι ζωγράφοι εργάζονταν πάνω στην τελευταία επίστρωση, περνώντας μια στεγνή και σκληρή επένδυση χρωμάτων. Μούσκευαν κομμάτι - κομμάτι, ελαφρά με το σφουγγάρι την επιφάνεια που θα διακοσμούσαν και την έβαφαν με πινέλο και καλάμι. Οι κοπανισμένες χρωστικές ουσίες που χρησιμοποιούσαν, ήταν διαλυμένες μέσα σ' ένα αρκετά ανοιχτόχρωμο ασβεστοπολτό, αποτελούμενο από οργανικές και ορυκτές ουσίες.
(10) Άλλοι επαγγελματίες και τεχνίτες. Στη σκιά του παλατιού ζούσε ένα πλήθος από τεχνίτες, άντρες και γυναίκες, αυτόχθονες ή ξένους, μόνιμους κατοίκους ή περαστικούς επισκέπτες, δούλους αφιερωμένους σ' ένα ναό και λαϊκούς δούλους. Ειδικευμένα επαγγέλματα ήταν:
αρτοποιός (a-to-po-qo, όπου po-ko ή wo-ko = κατάληξη -ποιός),
ναυπηγός (na-u-do-mo, ναυδόμος),
κατασκευαστής διχτυών (de-ku-tu-wo-ko, δικτυοποιός),
κατασκευαστής τόξων (to-ko-so-wo-ko, τοξοποιός)
κήρυκας (ka-ru-ke, δοτική κήρυκι)
συλλογέας λιναριού (ri-na-ko-ro, λινοκόρος),
ξυλοκόπος (du-ru-to-mo, δρυοτόμος),
θερμαστής (pu-ka-wo, πυροποιός).
ιατρός (i-ja-te, ιατρέ).
διδάσκαλος (di-da-ka-ro, δοτική διδασκάλω)
λυράρης (ru-ra-ta, δοτική λυράρη)
κωπηλάτης (e-re-ta, ερέτης),
ιερέας (i-je-re-u, ιερεύς), ιέρεια (i-je-re-ja, ιέρεια)
κυνηγός (ku-na-ke-ta, κυνηγέτης)
Υπήρχαν ακόμη βυρσοδέψες, που προετοίμαζαν τα δέρματα, οπλοποιοί που κατασκεύαζαν λινούς μανδύες και δερμάτινες ασπίδες, σχοινοποιοί, αμαξοποιοί, πλανόδιοι τραγουδιστές, μάντεις, υποδηματοποιοί, σαμαράδες, σμαλτωτές, μαχαιροποιοί, τεχνίτες που επεξεργάζονταν το κόκαλο ή το κέρατο, που έφτιαχναν έγχορδα όργανα, ιεροφύλακες, οινοχόοι και αρχειοφύλακες.
(11) Γραφεύς (λογιστής, δημόσιος υπάλληλος).. Όποιος στην Ελλάδα ήξερε να γράφει, έστω και αν ήταν ξένος, έπαιρνε, όπως και στην αρχαία Κίνα, σημαντική θέση στη διοίκηση των ανακτόρων και των ναών. Οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε να είναι όλοι γραμματισμένοι. Μετέγραφαν τους λογαριασμούς και τις χρονιάτικες αναφορές τους σε φθαρτά υλικά, λινό, περγαμηνή, φυτικές ίνες ή φλοιούς. Δέκα το λιγότερο αξιωματούχοι, έλεγχαν τις εισόδους και τις εξόδους των τροφίμων και των ακατέργαστων ή βιομηχανοποιημένων προϊόντων, συνέτασσαν τις απογραφές των στάβλων, των αποθηκών των εφοδίων ή των κελαριών, κατέγραφαν λογιστικά τα χρέη και τις οφειλές, καθόριζαν το ρόλο και τη βάση της φορολογίας, πρόβαιναν στην απογραφή του πληθυσμού και των ζωντανών, έκαναν κατανομή της εργασίας στις εργάτριες και στους εργάτες και εξοικειώνονταν με τις πολύπλοκες υποδιαιρέσεις των μονάδων, των μέτρων και των σταθμών. Τα λογιστικά έγγραφα αναφέρουν διάφορους, ειδικευμένους υπαλλήλους, έναν επιστάτη για τα σύκα (o-pi-su-ko, δοτική οπτισύκω), έναν για τους καρπούς της γης ή τα δημητριακά (o-pi-ka-pe-eu, οπτικαρπεύς), έναν έφορο για το μέλι (me-ri-du-ma, μελιδόμας [<δίδω]), έναν αποθηκάριο (o-pi-teu-ke-eu, οπτιτευχεύς [<τεύχω=κατασκευάζω]), έναν επιστάτη για τα κράματα (mi-ka-ta), ένα μετρητή (me-za-na), έναν οπλοποιό (e-to-wo-ko, ετοποιός), ένα φύλακα των ιερών δερμάτων (di-pre-ra-po-ro), έναν επιφορτισμένο στο άναμμα της φωτιάς με πολλούς βοηθούς (pu-ka-wo, πυροποιός) και έναν υποεπιστάτη (po-ro-du-ma, προδόμας [<δίδω]). Πάνω από αυτούς, που θα έπρεπε να ξέρουν να γράφουν, γιατί έπαιρναν και διαβίβαζαν γραπτές διαταγές, υπήρχε ένας επίτροπος (ko-ra-te, κουρήτης, έφορος) και ένας πληρεξούσιος (po-ro-ko-re-te, προκουρήτης) και, στις επαρχίες, ένας επαρχιακός επόπτης (a-to-mo) και ένας επαρχιακός διαχειριστής (da-mo-ko-ro, δημοκόρος). Άλλοι μετακινούνταν, όπως ο άγγελος ή αγγελιαφόρος (a-ke-ro, δοτική αγγέλω), που ήταν επιφορτισμένος να στέλνει επιστολές, και ο ιερός κήρυκας(ka-ry-ka).
3.1.8. Η πτώση του Αχαϊκού κόσμου
Από τα αρχαιολογικά ευρήματα διαπιστώνεται περί το 1100 π.Χ. ένα ισχυρό κύμα καταστροφών, από το οποίο δεν συνήλθαν ποτέ τα αχαϊκά βασίλεια. Η Τίρυνθα, οι Μυκήνες και η Μιδέα καταστράφηκαν από ισχυρό σεισμό, ενώ η Πύλος και η Θήβα κάηκαν και σχεδόν εγκαταλείφθηκαν. Ο πληθυσμός μειώθηκε δραματικά, η κατοίκηση όμως συνεχίστηκε σε οχυρούς οικισμούς όπως η Τίρυνθα, οι Μυκήνες, η Μιδέα και η Ασίνη της Αργολίδας, η Αθήνα, η Αχαΐα, η Βοιωτία, η Εύβοια, η Φωκίδα και οι Κυκλάδες, όπου με πρόσθετες εργασίες οχύρωσης ενισχύθηκε η αμυντική δυνατότητα και παράλληλα επεκτάθηκαν οι αποθηκευτικοί χώροι και οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, πιθανώς εν αναμονή κάποιας πολιορκίας. Ο διοικητικός μηχανισμός των ανακτόρων κατάρρευσε και η γραμμική γραφή Β εγκαταλείφθηκε και ξεχάστηκε, με συνέπεια την ανάπτυξη τοπικών ιδιαιτεροτήτων στον αχαϊκό κόσμο και τη διάσπαση της πολιτισμικής ομοιομορφίας της ανακτορικής περιόδου, λόγω χειροτέρευσης της επικοινωνίας.
Εκτός από τις φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές και ίσως κλιματικές αλλαγές) που έχουν πιστοποιηθεί αρχαιολογικά, η προσβολή από εξωτερικούς εισβολείς, που σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται πως δεν εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που έλεγχαν οι Αχαιοί, μπορεί να είναι η αιτία για την ενίσχυση των οχυρώσεων, όπως δείχνουν ξίφη ιδιαίτερου τύπου, νέα ταφικά έθιμα (καύση νεκρών, κιβωτιόσχημοι τάφοι) και η χονδροειδής κεραμική κατασκευασμένη χωρίς τροχό, πολύ διαφορετική από την αχαϊκή, που εμφανίστηκε από το τέλος της περιόδου. Η γενικότερη παρακμή όμως του συστήματος φαίνεται πως επιταχύνθηκε και λόγω διαμάχης ανάμεσα στα αχαϊκά βασίλεια ή στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, που εξηγεί γιατί με τις καταστροφές παράκμασε κυρίως ο πολιτισμός των ηγετικών στρωμάτων της αχαϊκής κοινωνίας (ο αρχιτεκτονικός τύπος του μεγάρου, ο διοικητικός μηχανισμός, η γραφή, το εμπόριο με την Ανατολή, οι ανακτορικές τέχνες όπως η τοιχογραφία), ενώ η ζωή σε χαμηλότερα επίπεδα συνεχίστηκε σχεδόν ανεπηρέαστη με κάποια τάση για «αναγέννηση», που εκφράστηκε κυρίως στη διακόσμηση αγγείων με εικονιστικές σκηνές και στο υπερπόντιο εμπόριο που εξακολούθησε αμείωτο και μάλιστα στράφηκε και προς τα δυτικά, στην Ιταλία.
3.2 Ο κόσμος των Αχαιών στις μυθιστορικές παραδόσεις
Εκτός από τα αρχαιολογικά ευρήματα, για τους Αχαιούς και την εποχή τους υπάρχουν γραπτές μυθιστορικές παραδόσεις των Αρχαίων Ελλήνων, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα ομηρικά έπη, που πιθανώς περιγράφουν το σύγχρονό τους μικτό κόσμο των Δωριέων – Ιώνων – Αιολέων - Αχαιών που προέκυψε μετά το 1100 και όχι τον προϋπάρχοντα αμιγώς αχαϊκό / μυκηναϊκό τρόπο ζωής. Οι παραδόσεις αυτές (με τη σχηματική ονομασία «μύθοι») έχουν καταφανή ροπή για προσωποποιήσεις, τερατολογίες, εξιδανικεύσεις και υπερβολές της φαντασίας, που αποτελούν άλλωστε το θέλγητρό τους. Τα αναφερόμενα όμως σ’ αυτές είναι άξια σπουδής διότι αντανακλούν τις αντιλήψεις, τα ήθη και τον τρόπο ζωής της εποχής. Με τις επιφυλάξεις αυτές, δεν είναι άστοχο, βασιζόμενοι στα ομηρικά κείμενα και άλλες μυθιστορικές πηγές και λαμβάνοντας υπόψη διαπιστωμένες διαφορές στον κοινωνικό βίο από το 1200 μέχρι το 800, να επιδιώξουμε το σχηματισμό μιας εικόνας των δρώμενων της ζωής των Αχαιών, με κάποιο βαθμό ανασφάλειας που δεν πρέπει να θεωρείται απορριπτέος.
Όπως φαίνεται από τις μυθιστορικές γραπτές παραδόσεις οι Αχαιοί είχαν ένα σύστημα διακυβέρνησης που θα μπορούσε να ονομαστεί ηρωική μοναρχία. Ο βασιλεύς παρουσιάζεται κατά κανόνα απόγονος του πρώτου Αχαιού οικιστή κάποιας πόλης, ή ακριβέστερα του αρχηγού της πατριάς-- δηλαδή της ευρύτερης οικογένειας-- που εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή. Ο ίδιος βάσιζε τη βασιλεία του στην υπεροχή του έναντι των άλλων συμπολιτών του, λόγω του γένους του, δηλαδή της απευθείας καταγωγής του από τον αρχικό πατριάρχη της αντίστοιχης πληθυσμιακής ομάδας (που είχε μεγάλη φήμη και κύρος σε όλη την ομάδα που προήλθε απ’ αυτόν) αλλά και στην πολεμική του ικανότητα.
Οι κυριότερες περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι Αχαιοί ήταν η Αργολίδα (Άργος, Μυκήνες, Τίρυνς, Επίδαυρος, Ασίνη, Ερμιόνη), η Λακεδαίμων (Σπάρτη, Έλος, Αμύκλες, Οίτυλος), η Ήλις (Μυρσίνη, Ωλένη, Πίσα, Εφύρα), η Κορινθία (Κόρινθος, Σικυών, Κλεωνές), η Αχαΐα (Πάτρα, Αίγιο), η Πυλία (Πύλος, Κυπαρισσία, Δώριο, Οιχαλία), η Αιτωλία (Καλυδώνα), η Ιθάκη (Ιθάκη, Σάμη, Ζάκυνθος), η Βοιωτία (Θήβα, Ορχομενός), η Αττική (Αθήνα, Ελευσίνα, Μέγαρα), η Εύβοια (Χαλκίδα, Ιστιαία, Ερέτρια, Κάρυστος), η Φθία (Φθία, Αλόη, Άλος), η Μαγνησία (Ιωλκός, Φέρες, Φυλάκη [σημερ. Αλμυρός], Παγασές,), η Θεσσαλία (Λάρισα, Μελίβοια [σημερ. Αγιά Λάρισας], Τρίκκη, Φαρκαδών,) και η Κρήτη (Κνωσσός, Φαιστός, Γόρτυς, Μάλια), όπου οι Ετεοκρήτες, δηλαδή «παλιοί Κρητικοί», μετακινήθηκαν κυρίως προς την περιοχή της Κυδωνίας (των σημερινών Χανίων), αλλά ουσιαστικά με την πάροδο των χρόνων αναμίχτηκαν με τους Αχαιούς, όπως έγινε και με τους Πρωτοέλληνες της υπόλοιπης Ελλάδας.
Για κάθε μια από τις πόλεις αυτές αναφέρονται ονόματα βασιλέων και ηρώων, που σχηματίζουν τη φυσιογνωμία τους και συγκροτούν τη μυθιστορική και γενεαλογική βάση από την οποία εμπνέονταν οι επόμενες γενιές των Ελλήνων, αιώνες μετά, μέχρι τα σημερινά χρόνια. Από τη μακριά σειρά των γνωστών ονομάτων φαίνεται ότι για κάθε πόλη τηρήθηκε από τους μεταγενέστερους λογογράφους μακρόχρονη παράδοση καταγραφής των βασιλικών γενών από την έναρξη της εγκατάστασης των Αχαιών στην Ελλάδα μέχρι την άφιξη των Δωριέων, για τους οποίους η παράδοση αυτή διατηρήθηκε. Οι επιχειρούμενες στη συνέχεια χρονολογήσεις έχουν μια αναπόφευκτη θετική ή αρνητική ανακρίβεια αρκετών ετών και δεν έχουν απόλυτη αξία. Είναι απλώς ενδεικτικές της πιθανής αλληλεξάρτησης και διαδοχής προσώπων και γεγονότων. Για τις σπουδαιότερες από τις προσωπικότητες του Αχαϊκού κόσμου θα μπορούσαν πιο συγκεκριμένα να αναφερθούν τα ακόλουθα:
3.2.1. Πελοπόννησος και Επτάνησα
α, Άργος
Στο Άργος (<αγρός, γρ>ργ), μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Ελλάδας, η σειρά των βασιλέων έχει ως εξής:
(1) Ο Ίναχος (περί το 1780, <ις-ινός-ίνα [=δύναμη] + έχω = δυνατός) ο πρώτος γνωστός βασιλεύς, ίσως αυτόχθων Ελληνοπελασγός, κατά το μύθο γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, ήταν ιδρυτής του βασιλικού γένους των Ιναχιδών που έδωσε στο Άργος οκτώ βασιλιάδες. Ήταν σύγχρονος του Ωγύγη, βασιλιά της Αττικοβοιωτίας και είχε σύζυγο τη Μελία, επίσης κόρη του Ωκεανού. Παιδιά τους ήταν ο Φορωνεύς, ο Αιγιαλεύς, ο Άργος Πανόπτης και η Μυκήνη. Όταν έγινε ο κατακλυσμός του Ωγύγη (~1769), έσωσε τους κατοίκους οδηγώντας τους στα όρη και στη συνέχεια αφού μάζεψε τα νερά σε μία κοίτη, δημιούργησε τον ποταμό Ίναχο, που έλαβε το όνομά του και έφερε τους Αργείους στην εύφορη και κατοικήσιμη πλέον πεδιάδα του Άργους. Αργότερα ανοικοδόμησε το Άργος και θεώρησε προστάτιδα της πόλης τη θεά Ήρα.
(2) Ο Φορωνεύς (~1750, <φέρω+νοέω [>νοεύς] = εχέφρων, συνετός), γιος του Ίναχου, νυμφεύτηκε τη Λαοδίκη (ή Τηλεδίκη) και απόκτησε αρκετά παιδιά (Νιόβη, Αγήνορας, Άπις, Άργος, Κάριος, Ίασος). Επισημοποίησε τη λατρεία της Ήρας ως πολιούχου του Άργους.
(3) Ο Άπις (~1735, <από >άπω=μακριά >άπιος = απέχων, μακρινός [η άπις = η μακρινή χώρα]), γιος του Φορωνέως, έδωσε το όνομά του στην Πελοπόννησο η οποία αρχικά λεγόταν Απία. Θεωρείται ως ένας από τους πρώτους νομοθέτες των Ελλήνων. Σκοτώθηκε από ενέδρα που του έστησαν οι Σικυώνιοι Θελξίων και Τέλχης. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, ο Άπις παραχώρησε το βασίλειο του Άργους στον αδερφό του και μετανάστευσε στην Αίγυπτο, όπου έγινε βασιλιάς για πολλά χρόνια. Μετά το θάνατό του λατρεύτηκε σαν θεός, αρχικά με το όνομα Άπις, απεικονιζόμενος με μορφή ταύρου, που αργότερα μετονομάστηκε σε Σάραπις (<θέρος[=ζεστός]+άπις).
(4) Διάδοχός του ήταν ο ανιψιός του Άργος, γιος της Νιόβης (~1720, <αργής [>εναργής] < ελάω [<ελαύνω =έρχομαι] + γανάω [=αστράφτω] >άργυρος, λαμπρός, ταχύς) που νυμφεύτηκε την Στρυμονίδα Ευάδνη και απέκτησαν οκτώ παιδιά (ο Κρίασος, ο Έκβασος, ο Πείρασος, η Επίδαυρος, ο Τίρυνς, ο Φόρβαντας, ο Ίασος και ο συνώνυμος του πατέρα του Άργος). Ο Άργος ανήκει στους «πολιτιστικούς ήρωες», αφού από αυτόν πήραν το όνομά τους όχι μόνο η πόλη Άργος και η γύρω περιοχή, αλλά και ολόκληρη η Πελοπόννησος, που στα πανάρχαια χρόνια λεγόταν «Άργος». Ο Άργος έφερε στη χώρα του τα πρώτα δημητριακά από τη Λιβύη και ίδρυσε στη Χαράδρα τον πρώτο ναό της Δήμητρας «Λιβύσσης». Του αποδίδονται ο φόνος του αρκαδικού ταύρου, του ζωοκλέφτη Σατύρου και της Έχιδνας, και η εκδίκηση για το φόνο του θείου του, του Άπιδος.
(5) Ο Κρίασος γιος του Άργους (~1700, <κριός + σάω [>σάος] = αυτός που σώζει τα πρόβατα) είχε σύζυγο τη Μελανθώ και παιδιά του ήταν ο Φόρβαντας και η Κλεόβοια. Αναφέρεται ότι έλαβε μέρος σε εκστρατεία εναντίον της Ινδίας.
(6) Ο Φόρβας, γιος του Κρίασου (~1680, <φέρβω < φέρω[>φορέω, φορώ] + βέομαι [=βόσκω, τρέφομαι, σώζω] = αυτός που φέρνει σωτηρία, σωτήριος) είχε σύζυγο την Εύβοια, γιος τους ήταν ο Τρίοπας και εγγονοί τους ο Αγήνωρ Α και ο Ίασος.
(7) Ο Τρίοπας γιος του Φόρβαντα (~1660) είχε παιδιά τη Μεσσήνη, τον Ίασο, τον Πελασγό, τον Ξάνθο και τον Αγήνορα Α. Το όνομά του σημαίνει «τριόφθαλμος», (με τρία μάτια), και μπορούσε να βλέπει τα πάντα («πανόπτης»).
(8) Ο Ίασος γιος του Τρίοπα (~1640 <ιάομαι [= θεραπεύω < από το επιφώνημα "ιά" προτρεπτικό για προσέλευση μαχόμενων > ιαχή]) είχε σύζυγο τη Λευκάνη. Κόρη τους ήταν η Ιώ, ιέρεια της Ήρας και κατόπιν ερωμένη του Δία, μία από τις εξοχότερες γυναικείες προσωπικότητες του αρχαίου κόσμου, κοινή πρόγονος των εν συνεχεία βασιλικών οίκων του Άργους (Δαναός), της Σπάρτης (Λέλεξ), της Θήβας (Κάδμος) και της Κρήτης (Μίνωας Ευρώπης). Μετά το θάνατο του πατέρα του μοίρασε μαζί με τους αδελφούς του την Πελοπόννησο. Στον κλήρο του έπεσε το δυτικό τμήμα, ενώ το ανατολικό το πήρε ο Πελασγός. Ο τρίτος αδελφός, Αγήνορας Α, κληρονόμησε το ιππικό του πατέρα του, με το οποίο δεν άργησε να κατακτήσει τους κλήρους των δύο άλλων αδελφών του (για την Ιώ βλ. και στην παράγραφο 3.4.1).
(9) Ο Κρότωπος γιος του Αγήνορα Α, ανιψιός του Ιάσου (~1600, <κροτοεπής < κρότος + έπος = αυτός που έχει βροντώδη φωνή), είχε παιδιά τον Σθενέλα και την Ψαμάθη. Η Ψαμάθη εγκατέλειψε το νόθο βρέφος της, που απόκτησε από τις ερωτικές σχέσεις της με τον Απόλλωνα, επειδή φοβήθηκε την οργή του πατέρα της, αλλά τα σκυλιά του Κροτώπου το βρήκαν και το κατασπάραξαν, οπότε η Ψαμάθη καταλήφθηκε από τύψεις, και αποκάλυψε στον πατέρα της την περιπέτειά της. Ο Κρότωπος δεν πίστεψε ότι πατέρας του βρέφους ήταν ο θεός και έθαψε την Ψαμάθη ζωντανή. Ο Απόλλων θύμωσε για το θάνατο του γιου του και έστειλε ένα τέρας, την Ποινή, που άρπαζε τα παιδιά από τις μητέρες τους. Τότε εμφανίσθηκε ο ήρωας των Μεγάρων Κόροιβος, που κατάφερε να θανατώσει το τέρας και να λυτρώσει τους Αργείους. Αλλά ο Απόλλων, τυφλωμένος ακόμα από την οργή για το θάνατο του γιου του, τους έστειλε ένα φοβερό λοιμό, ώσπου ο Κόροιβος αναγκάσθηκε να πάει στους Δελφούς για να εξαγνισθεί.
(10) Ο Σθενέλας, γιος του Κρότωπου και της Λιβύης (~1580, <σθένος [=δύναμη] + ελαύνω [=οδηγώ, προχωρώ] = αυτός που πάει εμπρός με δύναμη), εγγονός του Αγήνορα Α, από τη γενιά του Φόρβαντα, ήταν αδελφός της Ψαμάθης. Διαδέχθηκε τον πατέρα του ως βασιλιάς του Άργους.
(11) Ο Γελάνωρ, γιος του Σθενέλα (~1560, < γελώ+ ἠνορέη [=ανδρεία] = αυτός που χαίρεται την ανδρεία), είχε σύζυγο την Αγχινόη, αλλά δεν έκαναν παιδιά. Κατά τη βασιλεία του έφθασε στην πόλη ο Δαναός από την Αίγυπτο και διεκδίκησε το θρόνο του Άργους.
(12) Ο Δαναός (<δα [= δη = γη] + ναός [< ναίω = κατοικώ, διαμένω, οικοδομώ προς κατοίκηση] = γηγενής οικιστής) γιος του Βήλου, δισέγγονου της Ιούς, επαναπατρίστηκε στο Άργος από την Αίγυπτο (περί το 1500), διεκδίκησε και πήρε το θρόνο από τον γηραιό και άτεκνο βασιλιά Γελάνορα ως απόγονος της Ιούς και, σύμφωνα με την παράδοση, από τη σύζυγό του Πιερία απέκτησε 50 κόρες, από τις οποίες η Υπερμήστρα παντρεύτηκε τον εξάδελφό της Λυγκέα γιο του Αιγύπτου (αδελφού του Δαναού), που βασίλεψε στη συνέχεια στο Άργος. Το χρονικό του επαναπατρισμού ιστορείται στην παράγραφο 3.4.3.
(13) Ο Λυγκεύς (<λύγξ < λύγη [=σκιόφως <λύκη] + άγω = αυτός που μπορεί να περπατάει μέσα στη νύχτα, ατρόμητος), γιος του Αιγύπτου, τρισέγγονου της Ιούς, σύζυγος της Υπερμήστρας, κόρης του Δαναού, τον διαδέχτηκε στο θρόνο (~1450). Ήταν ο μόνος από τους Αιγυπτιάδες γαμπρούς του Δαναού, που δεν δολοφονήθηκε από τη σύζυγό του την πρώτη νύχτα του γάμου τους, επειδή αυτή τον είχε ερωτευθεί πραγματικά. Αναφέρεται ως ιδρυτής της αργολικής πολίχνης Λυρκείας, όπου γινόταν και εορτή προς τιμή του με λαμπαδηφορίες, η οποία πήρε το όνομά της από τον Λύρκο, ένα γιο που απέκτησε ο Λυγκέας με την Υπερμνήστρα. Μετά το θάνατό του ο Λυγκέας ενταφιάσθηκε στο Αργος, όπου υπήρχε και ηρώο του, ενώ στους Δελφούς είχε στηθεί άγαλμά του ανάμεσα στα αγάλματα άλλων εννέα πολύ παλαιών ηρώων και ηρωίδων του Άργους.
(14) Ο Άβαντας Α ο πρεσβύτερος, γιος του Λυγκέως (ή Άβας ~1420, <α [στερητικό] + βάω [=πηγαίνω] = άβατος, ανυποχώρητος, απροσπέλαστος), εγγονός του Δαναού, ήταν σύζυγος της Αγλαΐας ή Ωκάλειας και πατέρας των διδύμων Ακρισίου και Προίτου καθώς και της Ιδομένης. Ήταν ιδιαίτερα γενναίος πολεμιστής, γεγονός από το οποίο ετυμολογείται το όνομά του ως «άβατου», ανυποχώρητου και θαρραλέου με υπερφυσικές δυνάμεις. Η ασπίδα του, «Αβαντεία ασπίς», η οποία λέγεται ότι και μόνο αυτή κατά θαυμαστό τρόπο έτρεπε σε φυγή τους εχθρούς του, αργότερα στους κλασικούς χρόνους φυλαγόταν από τους Αργείους ως ιερό κειμήλιο. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Άβας ο Αργείος φέρεται ότι ήταν ο οικιστής του «Πελασγικού Άργους», γενάρχης των Αβάντων. Από τα παιδιά του, μετά από έριδες και αιματηρές μάχες μεταξύ τους, ο Προίτος έγινε ιδρυτής και πρώτος βασιλεύς της Τίρυνθας, ενώ ο Ακρίσιος τον διαδέχτηκε στο θρόνο του Άργους. Μυθολογείται ότι σε αυτές τις μάχες χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η ασπίδα ως αμυντικό όπλο.
(15) Ο Ακρίσιος γιος του Άβαντα (~1380, <α [επιτατικό] + κρίσις = ο έχων κρίση, εχέφρων, συνετός), ήταν σύζυγος της Ευρυδίκης, κόρης του Λακεδαίμονα. Σε κάποια από τις συνεχείς μάχες τους, ο Ακρίσιος νίκησε τον Προίτο και τον έδιωξε στη Μικρά Ασία, από όπου εκείνος επέστρεψε με στρατό του Λύκιου βασιλιά Ιοβάτη. Με το στρατό αυτό ο Προίτος κατάφερε να ξανακερδίσει την Τίρυνθα, περιορίζοντας τον Ακρίσιο στο νόμιμο μερίδιό του. Αναφέρεται ότι ο Ακρίσιος καθόρισε τις πρώτες διατάξεις του αμφικτιονικού συνεδρίου και όρισε τις πόλεις που μετείχαν σε αυτό. Απέκτησε με την Ευρυδίκη, μόνο μία κόρη, τη Δανάη, που λεγόταν και Ακρισιώνη, η οποία γέννησε εξώγαμα τον Περσέα (κατά το μύθο μετά από συνεύρεση με τον Δία που πήρε μορφή χρυσής βροχής) και εξορίστηκε μαζί με τον γιο της, ο οποίος, μετά τα ηρωικά κατορθώματά του, επέστρεψε στο Άργος μαζί με τη Δανάη και τη σύζυγό του Ανδρομέδα. Ο Ακρίσιος τότε έντρομος εγκατέλειψε την πόλη και πήγε στη Λάρισα της Θεσσαλίας, όπου, μετά από καιρό πήγε και ο Περσέας για να συμμετάσχει σε αθλητικούς αγώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων έριξε άθελά του το δίσκο στο κεφάλι του Ακρισίου, που παρακολουθούσε τους αγώνες, και τον σκότωσε. Ο Περσέας, μη θέλοντας να κληρονομήσει το βασίλειο εκείνου που σκότωσε, πρότεινε στον νέο βασιλιά της Τίρυνθας Μεγαπένθη, γιο του Προίτου, να ανταλλάξουν βασίλεια. Με αυτό τον τρόπο, ο Περσέας και οι απόγονοί του βασίλεψαν τελικά στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες.
(16) Ο Μεγαπένθης γιος του Προίτου (~1360, <μέγα + πένθος [= θλίψη] =πολύ λυπημένος), πατέρας του Αναξαγόρα και της Ιφιάνειρας, είχε τρεις αρκετά μεγαλύτερές του αδελφές, τις Προιτίδες. Όταν ο Μεγαπένθης ενηλικιώθηκε, ο πατέρας του, σε μεγάλη ηλικία, παραιτήθηκε υπέρ αυτού από το θρόνο. Στο μεταξύ, ο Ακρίσιος είχε σκοτωθεί κατά λάθος από τον εγγονό του, Περσέα, ο οποίος πρότεινε στον νέο βασιλιά Μεγαπένθη να ανταλλάξουν βασίλεια. Μετά τον Μεγαπένθη το βασίλειο του Άργους μοιράσθηκε σε τρία ίσα μέρη, του Αναξαγόρα (γιου του Μεγαπένθη), του Βίαντα (γιου του αιολίδη Αμυθάονα, γιου του Κρηθέως) και του Μελάμποδα (επίσης γιου του Αμυθάονα). Η διανομή αυτή έγινε μετά από συμφωνία του Αναξαγόρα με τον μάντη Μελάμποδα που είχε αναλάβει να θεραπεύσει τις γυναίκες του Άργους από την μανία που τις είχε κυριέψει, την εποχή εκείνη, εξαιτίας μεγάλης ασέβειας που είχαν επιδείξει προς τον θεό Διόνυσο. Από αυτούς προήλθαν τα τρία βασιλικά γένη του Άργους: οι Αναξαγορίδες, οι Βιαντίδες και οι Μελαμποδίδες, οι οποίοι βασίλεψαν ως εξής:
(17) Περί το 1340 οι Αναξαγόρας Μεγαπένθη, Βίας Αμυθάονα και Μελάμπους Αμυθάονα. Ο Μελάμπους και ο Βίας ήταν γιοι του αιολίδη βασιλιά της Πύλου Αμυθάονα, γιου του Κρηθέως, που ήταν βασιλιάς στην Ιωλκό. Ο Μελάμπους (<μέλας+πους=μαυροπόδαρος) ήταν ιατρός και μάντης, γενάρχης ολόκληρου «μαντικού γένους», των Μελαμποδιδών, που διέσωσε τη διονυσιακή θρησκεία. Κατά μία παράδοση, ο αδελφός του Βίας (<βία [=δύναμη] = δυνατός) θέλησε να πάρει για σύζυγό του την Πηρώ, αλλά ο πατέρας της Νηλέας ζήτησε να του φέρει ως δώρο τις αγελάδες του Ιφίκλου. Τότε ο Μελάμποδας επιχείρησε να αρπάξει τα ζώα για λογαριασμό του αδελφού του, αλλά τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Προείπε όμως στον Ίφικλο ότι η σκεπή της φυλακής του θα κατέρρεε, πρόβλεψη που την πληροφορήθηκε από τα σκουλήκια. Τόσο πολύ κατέπληξε τον Ίφικλο αυτή η πρόβλεψη, ώστε ελευθέρωσε τον Μελάμποδα. Στη συνέχεια ο Μελάμπους θεράπευσε τη στειρότητα του Ίφικλου και σε άλλη περίπτωση τις κόρες του Προίτου, από τη μανία που τις είχε καταλάβει όταν περιγέλασαν το ξόανο της θεάς Ήρας. Μετά από αυτό, ο Προίτος πάντρεψε την κόρη του Ιφιάνασσα με τον Μελάμποδα και άλλη κόρη του, τη Λυσίππη, με τον αδελφό του Μελάμποδα, τον Βίαντα.
(18) Περί το 1310 οι Αλέκτωρ Αναξαγόρα, Ταλαός Βίαντα και Αντιφάτης Μελάμποδα. Ο Ταλαός (<τάλας = υποφέρων <ατάομαι >τάνας >τάλας [ν>λ]), γιος του Βίαντα, έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Είχε σύζυγό τη Λυσιμάχη και μαζί απέκτησαν 5 γιους και μία κόρη: τους Άδραστο, Αριστόμαχο, Παρθενοπαίο, Πρόνακτα, την Εριφύλη και τον Μηκιστέα που αναφέρεται και στην Ιλιάδα (Β 566, Ψ 678). Ο Αντιφάτης (<αντί [με την έννοια της αντικατάστασης] + φάτης [<φάσκω=ομιλώ] = άξιος να ομιλεί, ικανός ρήτωρ), γιος του μάντη Μελάμποδα και της Ιφιάνασσας, αδελφός του Μαντία, πατέρας του Οϊκλέους και παππούς του Αμφιαράου, αναφέρεται στην Οδύσσεια (ο 241).
(19) Περί το 1250 οι Ίφις Αλέκτορα, Άδραστος Ταλαού και Οϊκλής Αντιφάτη. Ο Ίφις (<ίφιος =ισχυρός) ήταν γιος του βασιλιά του Άργους Αλέκτορα, εγγονός του Αναξαγόρα και κατά μία εκδοχή πατέρας της Εριφύλης και της Ευάδνης και πεθερός του Αμφιάραου και του Καπανέως. Σύμφωνα με μία παράδοση, υποτίθεται ότι ήταν αυτός που συμβούλεψε τον Πολυνείκη να δωροδοκήσει την Εριφύλη με το περιδέραιο της Αρμονίας. Αναφέρεται και ως πατέρας του Ετεόκλου (που συνήθως όμως αναφέρεται ως γιος του Ανδρέως). Ο Άδραστος (< ἀ- [μη] + δράω [=πράττω, κινούμαι, φέυγω] = ακλόνητος, άφοβος) ήταν γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, βασιλιάς του Άργους. Καταγόταν από το αιολικό γένος των Αμυθαονιδών και υπήρξε ένας από τους «Επτά επί Θήβας», για τους οποίους γίνεται λόγος σε επόμενη παράγραφο. Ο Οϊκλής (<ο [αθροιστικό>ομού] + είμι [ρίζα ι-, έρχομαι] + κλέος = διάσημος γιατί πορεύεται μαζί με άλλους, καλός συνεργάτης) ήταν εγγονός του Μελάμποδα, γιος του Αντιφάτη, σύζυγος της Υπερμνήστρας και πατέρας αρκετών παιδιών, από τα οποία τα γνωστότερα είναι η Ιφιάνειρα, η Πολύβοια και ο Αμφιάραος. Συνόδεψε τον Ηρακλή και υπερασπίσθηκε τα πλοία των Αχαιών στην πρώτη πολιορκία της Τροίας, εναντίον του Λαομέδοντα, πατέρα του Πριάμου, και σκοτώθηκε στη μάχη αυτή.
(20) Περί το 1210 οι Σθένελος Καπανέως, Αιγιαλεύς Άδραστου με σύζυγο την Κομαιθώ Τυδέως και Αμφιάραος Οϊκλέως. Ο Σθένελος (<σθένος [=δύναμη] + ελαύνω [=οδηγώ, προχωρώ] = αυτός που πάει εμπρός με δύναμη) ήταν γιος του Καπανέως και της Ευάδνης κόρης του Ίφιος, και ένας από τους επτά Επιγόνους που κυρίευσαν την Αρχαία Θήβα, για τους οποίους γίνεται λόγος σε επόμενη παράγραφο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης στην Σπάρτη, και για το λόγο αυτό έλαβε μέρος και στον Τρωικό Πόλεμο με 25 πλοία γεμάτα με στρατιώτες. Από την εποχή της εκστρατείας κατά των Θηβών είχε συνδεθεί με μεγάλη φιλία με τον επίσης «Επίγονο» Διομήδη, στο πλευρό του οποίου διακρίθηκε στον Τρωικό Πόλεμο. Ο γιος του Σθενέλου όμως, ο Κομήτης, ήταν εκείνος που χάλασε τη φιλία, όταν με προτροπή του Ναυπλίου διέπραξε μοιχεία με την Αιγειάλεια, σύζυγο του Διομήδη. Ο Αμφιάραος (<αμφί [=από παντού] + άρω [=αρμόζω, συνάπτω, ταιριάζω, προσαρμόζω, αρέσκω, ευχαριστώ] = ευχάριστος σε όλους) ήταν γιος του Οϊκλή και εγγονός του Μελάμποδα, από τον οποίο κληρονόμησε την τέχνη της μαντικής, και άλλες γνώσεις, Ιατρικής και Φαρμακολογίας. Ο Αμφιάραος πήρε για σύζυγό του την Εριφύλη, αδελφή του Αδράστου, τον οποίο προηγουμένως είχε εκδιώξει από το Άργος στη Σικυώνα, και έτσι συμφιλιώθηκε μαζί του με τη συμφωνία να επιλύουν στο εξής τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης. Ο Αμφιάραος και η Εριφύλη απέκτησαν δύο γιους, τον Αλκμέωνα και τον Αμφίλοχο, και δύο κόρες, την Ευρυδίκη και τη Δημώνασσα. Με την άφιξη του καταδιωγμένου από τη Θήβα Πολυνείκη στο Άργος και τις επίμονες παρακλήσεις του να τον βοηθήσει να ξαναγυρίσει στην πατρίδα του ως βασιλιάς, ο Άδραστος αποφάσισε να στηρίξει τη δίκαιη αξίωσή του. Σε αυτή την απόφαση ο Αμφιάραος εναντιώθηκε από την πρώτη στιγμή και αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία, καθώς ως γνώστης της μαντικής ήξερε ότι από όσους θα λάβαιναν μέρος στην εκστρατεία εκείνη μόνο ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός. Κατέφυγαν λοιπόν κατά τη συμφωνία τους στη διαιτησία της Εριφύλης, η οποία δέχθηκε την άποψη του αδελφού της και παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή. Ο Αμφιάραος αναγκάσθηκε τότε χωρίς τη θέλησή του να ακολουθήσει τους άλλους στην εκστρατεία που έγινε γνωστή ως «Επτά επί Θήβας». Φθάνοντας στη Θήβα, οι επτά παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Στο τέλος, αφού τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης σκοτώθηκαν σε μονομαχία, οι πολιορκητές τράπηκαν σε φυγή, αφού σκοτώθηκαν στη μάχη όλοι οι επικεφαλής εκτός από τον Άδραστο. Ο Αμφιάραος κατά την υποχώρησή του καταδιωκόταν από τον Θηβαίο Πολυκλύμενο, γιο του θεού Ποσειδώνα, αλλά ο Δίας, έριξε κεραυνό που άνοιξε στη γη ένα μεγάλο χάσμα, που κατάπιε τον Αμφιάραο, τον ηνίοχό του Βάτωνα, το άρμα τους και το άλογό τους. Στη συνέχεια ο Δίας έκανε τον ήρωα αθάνατο, και οι αρχαίοι Έλληνες τον λάτρευαν από τότε ως θεό της ιατρικής και μάλιστα ως «δεύτερο Ασκληπιό», του οποίου η λατρεία διαδόθηκε σε πολλά μέρη. Η Εριφύλη που είχε δωροδοκηθεί από τον Πολυνείκη με το περιδέραιο της Αρμονίας, για να παροτρύνει τον Αμφιάραο να μετάσχει στην εκστρατεία, δολοφονήθηκε από τους γιους της, Αλκμέωνα και Αμφίλοχο, που εκδικήθηκαν έτσι το θάνατο του πατέρα τους, τον οποίο θρήνησε απαρηγόρητα και ο γαμβρός του Άδραστος.
(21) Περί το 1190 οι Κυάνιππος Αιγιαλέως, Διομήδης Τυδέως, Αμφίλοχος Αμφιάραου: Ο Κυάνιππος (<κυανός ίππος), γιος του Αιγιαλέως και της Κομαιθούς (κόρης του Τυδέα), ήταν εγγονός του Αδράστου, βασιλιάς του Άργους από το γένος των Βιαντιδών. Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Κυάνιππος ανέβηκε στο θρόνο, αλλά τον κηδεμόνευαν ο Διομήδης και ο Ευρύαλος. Πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και ήταν ένας από αυτούς που κρύφτηκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο. Ο Διομήδης (< Ζεύς [γεν.Διός] + μήδομαι [σκέφτομαι, συμβουλεύω] = αυτός που έχει θεϊκή σκέψη, που τον συμβουλεύει ο Δίας) ήταν γιος του Τυδέα και της Δηιπύλης, σύζυγος της άπιστης τελικά Αιγιαλείας, ανιψιός του Ηρακλή και καλός φίλος του Οδυσσέα. Στην Ιλιάδα του Ομήρου, θεωρείται ως ο δεύτερος καλύτερος πολεμιστής των Αχαιών μαζί με τον Αίαντα. Ήταν ένας από τους πολεμιστές που εισέβαλαν στην Τροία χρησιμοποιώντας το Δούρειο Ίππο (για τον Διομήδη βλ. και στην παράγραφο 3.5.5 για τον Τρωικό Πόλεμο). Ο Αμφίλοχος (<αμφί [=από παντού] + λόχος [<λοχεύω=παραφυλάω] = ο φυλαγμένος από παντού) ήταν γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης, και αδερφός του Αλκμέωνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν μικρό παιδί όταν ο πατέρας του σε συνασπισμό με τον Ετεοκλή επιτέθηκε κατά του Πολυνίκη στην Θήβα. Η Εριφύλη είχε πιέσει τον άνδρα της να πάρει μέρος στον πόλεμο, ξέροντας ότι θα πεθάνει. Γι’ αυτό ο Αμφιάραος όρκισε τα δύο παιδιά του να σκοτώσουν την μητέρα τους, και, όταν μεγαλώσουν, να πάρουν εκδίκηση για το θάνατό του. Δέκα χρόνια αργότερα ο Αμφίλοχος μαζί με τον αδερφό του εκπλήρωσαν τον όρκο τους. Αργότερα, ο Αμφίλοχος πήρε μέρος στον πόλεμο της Τροίας επειδή ήταν θαυμαστής της ωραίας Ελένης. Μετά την πτώση της Τροίας συνόδεψε τον Λαπίθη Μόψο και ίδρυσε την πόλη Μαλλό στην Κιλικία, πριν επιστρέψει στο Άργος, όπου δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις εκεί συνθήκες, και επέστρεψε στην Μαλλό, όπου βασίλευε ο Μόψος. Ο Αμφίλοχος διεκδίκησε την συμβασιλεία, την οποία ο Μόψος αρνήθηκε να παραχωρήσει, και γι’ αυτό, ακολούθησε μονομαχία μεταξύ Μόψου και Αμφίλοχου, κατά την οποία σκοτώθηκαν και οι δυο. Ο Αμφίλοχος είχε μαντικές ικανότητες που τις κληρονόμησε από τον Αμφιάραο. Στην Μαλλό υπήρχε μαντείο του Αμφίλοχου, το οποίο την εποχή του Παυσανία φημίζονταν ότι έδινε τους πιο ορθούς χρησμούς από όλα τα μαντεία, στην Αθήνα υπήρχε βωμός για τον Αμφίλοχο, ενώ στην Σπάρτη του είχαν κτίσει ηρώο.
(22) Ο Κυλαράβης (<κυλώ [=κυλίω, περιπλανώμαι, μεταδίδομαι, διαλαλούμαι] + αραβέω [=θορυβώ] = διαλαλούμενος με θόρυβο, ξακουστός) γιος του Σθένελου (~1170), ήταν απόγονος του Αναξαγόρα και αδελφός του Κομήτη. Όταν ο Βιαντίδης Κυάνιππος απεβίωσε χωρίς να αφήσει απογόνους, ο Κυλαράβης ανέλαβε μόνος του την εξουσία στο Άργος, αφού ο Μελαμπίδης Αμφίλοχος μετά την επιστροφή του από τον Τρωικό πόλεμο εγκατέλειψε το Άργος. Ο Κυλαράβης πέθανε χωρίς να αφήσει και αυτός απογόνους, και έτσι τον διαδέχτηκε ο Ατρείδης Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα, βασιλιάς των Μυκηνών, που ενοποίησε το βασίλειό του με το Άργος.
(23) Ο Ορέστης (~1150, <όρος =από τα βουνά, ορεσίβιος) ήταν γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, αδερφός της Ηλέκτρας και της Ιφιγένειας. Μετά τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο, η Ηλέκτρα τον φυγάδευσε στη Φωκίδα, στον βασιλιά Στρόφιο, που ήταν θείος του. Ύστερα από χρόνια, ο Ορέστης επέστρεψε στις Μυκήνες με το φίλο και ξάδελφό του Πυλάδη, και εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του σκοτώνοντας την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της. Οι Ερινύες, όμως, οι θέες της εκδίκησης, άρχισαν να τον καταδιώκουν, μέχρι που έφτασε στην Αθήνα και δικάστηκε στον Άρειο Πάγο, όπου με την ψήφο της θεάς Αθηνάς αθωώθηκε. Για να εξιλεωθεί, ωστόσο, ο Ορέστης έπρεπε να φέρει στην Αθήνα το άγαλμα της θεάς Άρτεμης από την Ταυρίδα. Στη χώρα των Ταύρων, ο Ορέστης και ο Πυλάδης παραλίγο να θυσιαστούν στο βωμό της θεάς από την ίδια την Ιφιγένεια. Αφού τα δυο αδέρφια αναγνωρίστηκαν, με ένα τέχνασμα που σκαρφίστηκε η Ιφιγένεια κατάφεραν να ξεφύγουν από τον βασιλιά της χώρας, Θόα, και να γυρίσουν σώοι στην Αθήνα. Ο Ορέστης νυμφεύτηκε την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης και έγινε βασιλιάς του ενοποιημένου βασιλείου του Άργους, των Μυκηνών και της Λακεδαίμονας. Γιος του ήταν ο Τισαμενός.
(24) Ο Τισαμενός (~1100, <τίσις [= τιμωρία] + αμενής [<α+μένω]=αφανιζόμενος, αφανίζων για τιμωρία, τιμωρός) ήταν ο τελευταίος Αχαιός βασιλιάς της Λακεδαιμονίας, του Άργους και της Αχαΐας. Ήταν γιος της Ερμιόνης και του Ορέστη, που ήταν βασιλιάς του Άργους των Μυκηνών και της Σπάρτης. Ο Τισαμενός έχασε το βασίλειο της Σπάρτης από τον Δωριέα Αριστόδημο με δόλο και αμαχητί αφού μετά από προδοσία αποσύρθηκε αρχικά στις Αμύκλες και ύστερα εκδιώχτηκε εντελώς από το βασίλειο του. Στη συνέχεια μετακινήθηκε μαζί με τον λαό του στην Αχαΐα όπου ζούσαν Ίωνες που είχαν κοινή καταγωγή. Εκεί έγινε δεκτός από τους κατοίκους και επιτράπηκε η κατοίκηση τους στις Ιωνικές πόλεις της Αχαΐας, χωρίς να αποφύγει τις διαμάχες με τους ντόπιους κατοίκους. Σε αποφασιστική μάχη που έγινε στη Λέρνη της Κορινθίας ηττήθηκε από τους Δωριείς, των οποίων επικεφαλής ήταν ο Τήμενος, και ο Τισαμενός έχασε τη ζωή του και θάφτηκε στην Ελίκη. Αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στην Σπάρτη. Μετά από αυτόν στο Άργος βασίλεψαν οι Δωριείς με πρώτο βασιλιά τον Τήμενο, που δημιούργησε τη δική του δυναστεία βασιλέων για τους οποίους γίνεται λόγος στο οικείο κεφάλαιο.
β. Τίρυνς, Μυκήναι, Ναύπλιο
Από τη βασιλική γενιά του Άργους προήλθε και η βασιλική γενιά της Τίρυνθας (<τύρσις, τύρρις [> γαλ. Τουρ, Τορίνο] = πύργος) ως εξής:
(1) Ο Προίτος (~1380, <προ + ίτω [προστακτ. του είμι =έρχομαι] = αυτός που προχωράει εμπρός) ήταν βασιλιάς της Τίρυνθας, γιος του μυθικού βασιλιά του Άργους Άβαντα και της Αγλαΐας (και επομένως δισέγγονος του Δαναού). Είχε δίδυμο αδελφό τον Ακρίσιο, με τον οποίο οι έριδες συνεχίσθηκαν σε όλη την παιδική τους ηλικία. Ο Άβαντας χώρισε στα δύο το βασίλειό της Αργολίδας και έδωσε το Άργος στο Ακρίσιο και την Τίρυνθα στον Προίτο, μετά από αιματηρές μάχες μεταξύ των δύο κληρονόμων. Ο Προίτος κατά το μύθο είναι εκείνος που έχτισε τα Κυκλώπεια τείχη της Τίρυνθας, που σώζονται μέχρι σήμερα. Σε κάποια από τις συνεχείς μάχες τους, ο Ακρίσιος νίκησε τον Προίτο και τον έδιωξε στη Μικρά Ασία. Ο Προίτος τότε κατέφυγε στον βασιλιά της Λυκίας Ιοβάτη και πήρε την κόρη του Σθενέβοια ως σύζυγο (ο Όμηρος την ονομάζει Άντεια). Στη συνέχεια, ο Λύκιος βασιλιάς του έδωσε στρατό με τον οποίο ο Προίτος κατάφερε να ξανακερδίσει την Τίρυνθα, περιορίζοντας τον Ακρίσιο στο νόμιμο μερίδιό του. Η γαλήνη του ζεύγους Προίτου και Σθενέβοιας διαταράχθηκε όταν ο Βελλεροφόντης (που τότε ονομαζόταν Ιππόνοος), φυγάς από την Κόρινθο, ζήτησε φιλοξενία και κάθαρση στην αυλή τους. Η Σθενέβοια ερωτεύθηκε τον νεαρό Κορίνθιο, πράγμα που υπήρξε η αιτία για τον εκπατρισμό του στον Ιοβάτη και τα κατοπινά ηρωικά του κατορθώματα (βλ. και παράγραφο 3.4.5). Ο Προίτος και η Σθενέβοια απέκτησαν τρεις κόρες: τη Λυσίππη, την Ιφινόη και την Ιφιάνασσα, γνωστές ως Προιτίδες. Αυτές περιγέλασαν το ξόανο της θεάς Ήρας, οπότε η Ήρα τους ενέβαλε δαιμονική τρέλα (μανία), από την οποία τις θεράπευσε ο Μελάμποδας, εκτός από την Ιφινόη, που πέθανε. Μετά από αυτό, ο Προίτος πάντρεψε την Ιφιάνασσα με τον Μελάμποδα και τη Λυσίππη με τον αδελφό του Μελάμποδα, τον Βίαντα. Στο μεταξύ, την εποχή που οι κόρες τους είχαν τη μανία, ο Προίτος και η Σθενέβοια απέκτησαν και ένα γιο, τον Μεγαπένθη. Όταν ο Μεγαπένθης ενηλικιώθηκε, ο πατέρας του, σε μεγάλη πια ηλικία, παραιτήθηκε από το θρόνο υπέρ αυτού. Στο μεταξύ, ο Ακρίσιος είχε σκοτωθεί κατά λάθος από τον εγγονό του, τον Περσέα, που πρότεινε στον νέο βασιλιά Μεγαπένθη να ανταλλάξουν βασίλεια. Αφού ο Μελάμποδας θεράπευσε και άλλες γυναίκες του Άργους που είχαν πάρει την ασθένεια από τις Προιτίδες, το βασίλειο μοιράσθηκε σε τρία ίσα μέρη, του Αναξαγόρα (γιου του Μεγαπένθη), του Βίαντα και του Μελάμποδα. Με αυτό τον τρόπο, οι απόγονοι του Προίτου βρέθηκαν να βασιλεύουν στο Άργος. Από αυτούς προήλθαν τα τρία βασιλικά γένη του Άργους: οι Αναξαγορίδες, οι Μελαμποδίδες και οι Βιαντίδες.
(2) Ο Περσέας (~1340, < πέρθω [=κατακτώ {> πέρσις}] = κατακτητής) ήταν εξώγαμος γιος της Δανάης (κατά το μύθο μετά από ένωση με τον Δία σε μορφή χρυσής βροχής) και παππούς του ήταν ο Ακρίσιος, βασιλιάς του Άργους. Νεογέννητος εξορίστηκε μαζί με τη μητέρα του και μεγάλωσε στη Σέριφο, υπό την προστασία του τοπικού βασιλιά Δίκτυ. Με προτροπή του βασιλιά Πολυδέκτη, αδελφού του Δίκτυ, ανέλαβε την παράτολμη επιχείρηση εξόντωσης της Μέδουσας (με την οποία προσωποποιήθηκαν τα ηφαίστεια του Αιγαίου), εφοδιασμένος με ειδικά εξαρτήματα και όπλα (αόρατη περικεφαλαία, φτερωτά σαντάλια, αστραφτερή ασπίδα για καθρέφτη και κοφτερό σπαθί). Μετά την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης, κάτοχος του Χρυσάορα (που έπαιρνε διάφορες μορφές) και του φτερωτού ίππου Πήγασου (πλοίο με προμετωπίδα φτερωτό άλογο) στο δρόμο της επιστροφής, πέρασε από την Αιθιοπία, όπου γνωρίστηκε με τον τοπικό βασιλιά Κηφέα και τη σύζυγό του Κασσιέπεια, των οποίων η κόρη Ανδρομέδα ήταν έτοιμη να θυσιασθεί σε ένα θαλάσσιο τέρας για εξιλέωση. Ο Περσέας, ερωτευμένος με την κόρη του Κηφέα, σκότωσε το Κήτος και πήρε την Ανδρομέδα, με την συγκατάθεση των γονέων της, μαζί του στη Σέριφο, εξουδετερώνοντας τον πρώην μνηστήρα της Φινέα, που τους καταδίωκε. Στη Σέριφο έσωσε τη μητέρα του Δανάη, που ο βασιλιάς Πολυδέκτης ετοιμαζόταν να θυσιάσει στην Αθηνά και εξόντωσε τους διώκτες της μεταμορφώνοντάς τους σε πέτρες με επίδειξη του φοβερού κεφαλιού της Μέδουσας. Ο Δίκτυς ανέλαβε την ηγεσία του νησιού και ο Περσέας, με τις δυο γυναίκες, επέστρεψε στο Άργος, όπου σε αγώνες πεντάθλου, σκότωσε κατά λάθος με το δίσκο τον παππού του Ακρίσιο. Μην μπορώντας να δεχτεί το θρόνο του Άργους υπό αυτές τις συνθήκες, τον αντάλλαξε «κοινή συναινέσει» με τον εξάδελφό του Μεγαπένθη, γιο του Προίτου, βασιλιά της Τίρυνθας. Έτσι ο Περσέας έγινε βασιλιάς της Τίρυνθας και σύμφωνα με τους μύθους ίδρυσε τις Μυκήνες (<μυχός + άνω [α>η], διότι ήσαν κλεισμένες εντός ισχυρού τείχους και σε ύψωμα [άνω]), όπου βασίλεψε αρχικά ο ίδιος παράλληλα με την Τίρυνθα. Με την Ανδρομέδα απόκτησε εφτά παιδιά: τον Πέρση, τον Αλκαίο, το Σθένελο, τον Έλειο, το Μήστορα, τον Ηλεκτρύωνα και μια κόρη, τη Γοργοφόνη. Ο γιος του Πέρσης φέρεται ως γενάρχης των Περσών (για τον Περσέα βλ. και στην παράγραφο 3.4.6).
(3) Από τα παιδιά του Περσέα ο Αλκαίος (~1310, <αλκή + έχω = δυνατός, γνωστός και ως Αλκεύς) βασίλεψε στη συνέχεια στην Τίρυνθα. Ήταν αδελφός του Ηλεκτρύωνα, του Σθενέλου, του Ελείου, του Μήστορα και της Γοργοφόνης. Γεννήθηκε στις Μυκήνες και έλαβε ως σύζυγό του την Αστυδάμεια, κόρη του Πέλοπα. Παιδιά τους ήταν η Αναξώ και ο Αμφιτρύωνας, σύζυγος της μητέρας του Ηρακλή, Αλκμήνης. Λόγω της καταγωγής του από τον Αλκαίο, ο Ηρακλής αναφέρεται και με το επίθετο Αλκείδης και κατά το δωρικό τύπο Αλκίδας.
(4) Την ίδια εποχή στις Μυκήνες βασίλεψε ο Ηλεκτρύων (~1310, <ηέλιος [ελ>λε] + άγω [>α-κτός] = λάμπων, ακτινοβολών), που ήταν γιος του Περσέα και της Ανδρομέδας. Υπήρξε πατέρας της Αλκμήνης και συνεπώς παππούς του μέγιστου των ηρώων της ελληνικής μυθολογίας, του Ηρακλή. Αδέλφια του ήταν οι Αλκαίος, Σθένελος και Μήστορας. Είχε για σύζυγό του την Ευρυδίκη ή Λυσιδίκη (αμφότερες ήταν κόρες του Πέλοπα) και απέκτησαν μαζί, εκτός από την Αλκμήνη, τους Αμφίμαχο, Αρχέλαο, Γοργόφονο, Κελαινέα, Λυσίνομο, Φιλόνομο και Χειρίμαχο. Ο Ηλεκτρύωνας είχε και ένα εξώγαμο τέκνο, τον Λικύμνιο, με μια γυναίκα από τη Φρυγία, τη Μιδέα. Ως βασιλιάς των Μυκηνών, ήρθε σε προστριβές με τους γιους του Πτερελάου, βασιλιά των Ταφίων Τηλεβόων, που του έκλεψαν αγελάδες. Στους άρπαγες αντιστάθηκαν οι γιοί του Ηλεκτρύωνα, οι οποίοι όμως σκοτώθηκαν στη συμπλοκή που ακολούθησε, όλοι εκτός από τον Λικύμνιο. Τότε ο τραγικός πατέρας εκστράτευσε κατά των Τηλεβοών. Φεύγοντας, πάντρεψε τη μοναχοκόρη του με τον Αμφιτρύωνα. Αλλά όταν ο Ηλεκτρύωνας επέστρεψε από την εκστρατεία με τις αγελάδες, ο Αμφιτρύωνας τον σκότωσε κατά λάθος ρίχνοντάς του το βαρύ του ρόπαλο. Τότε ο Σθένελος ανέλαβε το θρόνο των Μυκηνών και εξόρισε τον Αμφιτρύωνα.
(5) Ο Αμφιτρύων (~1280, <αμφί [=από παντού] + τρύω [=φθείρω, καταστρέφω, κατατρίβω >τρυπώ, τρύπα] = αυτός που εξοντώνει όλους του εχθρούς) ήταν γιος του Αλκαίου, βασιλιά της Τίρυνθας, και της Αστυδάμειας (ή Λυσιμάχης ή Λαονόμης) και επομένως ήταν εγγονός του Περσέα. Από τον πατέρα του κληρονόμησε το θρόνο της Τίρυνθας και από τον πεθερό του Ηλεκτρύωνα το θρόνο των Μυκηνών. Κυνηγώντας κάποτε με ένα χοντρό ρόπαλο κάποιο βόδι, σκότωσε κατά λάθος τον Ηλεκτρύωνα, οπότε ο θείος του Σθένελος βρήκε αφορμή να τον διώξει και να σφετερισθεί ο ίδιος τους δύο θρόνους, της Τίρυνθας και των Μυκηνών. Ο Αμφιτρύωνας τότε κατέφυγε στη Θήβα μαζί με τη σύζυγό του Αλκμήνη και τον ετεροθαλή αδελφό της Λικύμνιο. Ο βασιλιάς των Θηβών Κρέοντας τους υποδέχθηκε καλά, καθάρισε από το μίασμα του φόνου, με ειδική τελετή, τον Αμφιτρύωνα και έκανε γαμβρό του τον Λικύμνιο. Αλλά και ο Αμφιτρύωνας εξυπηρέτησε τον Κρέοντα λυτρώνοντας τη Θήβα από την τρομερή αλεπού Τευμασία με τον ακατανίκητο σκύλο του. Η Αλκμήνη όμως ζήτησε από τον Αμφιτρύωνα να εκστρατεύσει κατά των Τηλεβοών ή Ταφίων για να τους εκδικηθεί επειδή είχαν σκοτώσει όλα της τα αδέλφια εκτός από τον Λικύμνιο. Με αυτό τον όρο εξάλλου του είχε δώσει την Αλκμήνη ως σύζυγο σε «λευκό γάμο» ο Ηλεκτρύων, δηλαδή να μη την αγγίξει προτού εκδικηθεί τους Ταφίους. Ο Αμφιτρύων αναγκάσθηκε τότε να εκστρατεύσει κατά των Τηλεβοών με συμμάχους τον βασιλιά του Θορικού Αττικής Κέφαλο, τον βασιλιά των Φωκέων Πανοπέα, τον βασιλιά του Άργους Έλειο και τον ίδιο τον Κρέοντα. Η συμμαχία αυτή κατανίκησε τους Τηλεβόες, με την βοήθεια της Κομαιθούς κόρης του βασιλιά των Ταφίων Πτερέλαου, η οποία τον είχε ερωτευτεί (Ηρόδοτος Ε 59, Πινδ. Νεμ. Χ 14, Απολλόδωρος Β 4-7). Στο μεταξύ όμως, μέσα στο ίδιο το σπίτι του Αμφιτρύωνα ο θεός Δίας, έχοντας πάρει τη μορφή του Αμφιτρύωνα, παραπλάνησε την Αλκμήνη και κοιμήθηκε μαζί της τρεις ολόκληρες νύκτες, ή μάλλον διέταξε τον Ήλιο να μη βγει για δύο ημέρες, τριπλασιάζοντας έτσι τη διάρκεια μιας νύκτας, ώστε να απολαύσει τον έρωτά του καλύτερα. Επιστρέφοντας ο πραγματικός σύζυγος την επόμενη ημέρα από την εκστρατεία, δεν βρήκε την Αλκμήνη όσο «θερμή» την περίμενε ύστερα από την πολύμηνη απουσία του. Ακούγοντας μάλιστα τις εξηγήσεις της υποψιάσθηκε εύλογα απιστία και απεφάσισε να την κάψει ζωντανή. Αλλά ο Δίας έσβησε με μία καταρρακτώδη βροχή την πυρά και ο Αμφιτρύωνας πείσθηκε, ύστερα και από διαβεβαιώσεις του μάντη Τειρεσία, ότι η Αλκμήνη ήταν αθώα. Μετά από εννέα μήνες η Αλκμήνη γέννησε δίδυμους γιους, τον Ηρακλή και τον Ιφικλή. Ο Απολλόδωρος αναφέρει (Β 4, 11) ότι ο Αμφιτρύωνας σκοτώθηκε πολεμώντας κατά των Μινύων.
(6) Το θρόνο του ενοποιημένου πλέον βασιλείου Μυκηνών και Τίρυνθας κατέλαβε ο Σθένελος (~1290, <σθένος [=δύναμη] + ελαύνω [=οδηγώ, προχωρώ] = αυτός που προχωράει με δύναμη), αδελφός του Ηλεκτρύωνα και θείος του Αμφιτρύωνα. Ήταν γιος του Περσέως και της Ανδρομέδας και ως σύζυγός του αναφέρεται είτε η Νικίππη (κόρη του Πέλοπα), είτε η Αμφιβία (ή Αντιβία), επίσης κόρη του Πέλοπα. Παιδιά του Σθενέλου ήταν η Αλκυόνη ή Αλκινόη, η Μέδουσα, ο Ευρυσθέας και ο Ίφιτος ή Ίφις ή Ίφιος.
(7) Τελευταίος Περσείδης βασιλεύς της Τίρυνθας και των Μυκηνών ήταν ο Ερυσθεύς (~1250), ο γνωστός γιος του Σθένελου και της Νικίππης και εγγονός του Περσέα και του Πέλοπα. Αδέλφια του Ευρυσθέως ήταν η Αλκυόνη (ή Αλκινόη), η Μέδουσα και ο Ίφιτος ή Ίφις ή Ίφιος. Ο Ευρυσθέας γεννήθηκε ως βρέφος «εφταμηνίτικο», νωρίτερα από τον Ηρακλή, μετά από παρέμβαση της θεάς Ήρας, που δεν ήθελε να βασιλέψει ο Ηρακλής. Ο Ευρυσθέας έλαβε ως σύζυγό του την Αντιμάχη, κόρη του Αμφιδάμαντα, και απέκτησαν μαζί 7 παιδιά: τον Αλέξανδρο, τον Ιφιμέδοντα, τον Μέντορα, τον Ευρύβιο, τον Περιμήδη, τον Ευρύπυλο και την Αδμήτη, που έγινε ιέρεια της Ήρας. Ο Ηρακλής μπήκε στην υπηρεσία του Ευρυσθέα για εξιλέωση, επειδή είχε δολοφονήσει την σύζυγό του Μεγάρα και τα παιδιά τους, σε μια στιγμή τρέλας εμπνευσμένης από τη θεά Ήρα, και εκείνος τον διέταξε να πραγματοποιήσει τους περίφημους 12 άθλους του. Ο Ευρυσθέας αποδέχθηκε μόνο τους 10, επειδή στον άθλο με τη Λερναία Ύδρα βοήθησε τον ήρωα ο ανιψιός του Ιόλαος, ενώ η Κόπρος του Αυγεία απομακρύνθηκε επίσης με τη βοήθεια του Ιολάου, αλλά και ο Ηρακλής ανέλαβε το έργο με πληρωμή. Ο Ευρυσθέας διαθρυλήθηκε ως δειλός, διότι, όταν ο Ηρακλής του έφερε τον λέοντα της Νεμέας, φοβήθηκε το σκοτωμένο θηρίο, και δεν άφηνε πλέον τον ήρωα να μπει στην πόλη, αλλά του έστελνε τις εντολές για τους άθλους του με τον κήρυκα Κοπρέα, στον οποίο ο Ηρακλής έδινε αναφορά για την έκβαση κάθε αποστολής. Όταν ο Ευρυσθέας ησύχασε από τα δεινά, στα οποία έδωσε τέλος ο Ηρακλής με τους άθλους του, έδιωξε τον ήρωα με την πρόφαση ότι επιβουλευόταν την εξουσία του. Τότε ο Ηρακλής πήγε στον Φενεό και παρέμεινε εκεί με τη μητέρα του Αλκμήνη. Μετά το θάνατο του Ηρακλή, ο Ευρυσθέας προσπάθησε να καταστρέψει τους απόγονούς του, τους Ηρακλείδες, οι οποίοι κατέφυγαν στον βασιλιά της Τραχίνας, τον Κύηκα, που θυμόταν τις ευεργεσίες του Ηρακλή. Αλλά ο Ευρυσθέας του παράγγειλε με τον Κοπρέα να τους διώξει. Τότε οι Ηρακλείδες πήγαν στην Αθήνα, όπου βασίλευε ο Θησέας, και του ζήτησαν άσυλο, καθίζοντας ως ικέτες στον «Ελέου βωμόν». Ο Ευρυσθέας ζήτησε την παράδοση των «ικετών», ωστόσο ούτε ο Θησέας, ούτε άλλος Αθηναίος δέχθηκε να τους παραδώσει, και έτσι ο Ευρυσθέας κήρυξε τον πόλεμο στην Αθήνα. Στη μάχη που επακολούθησε στην Αττική, οι Αθηναίοι κατατρόπωσαν το στρατό του Ευρυσθέως, ο οποίος έχασε τη ζωή του, ενώ σκοτώθηκαν και οι 5 γιοί του. Η νίκη αυτή είχε προφητευθεί από το Μαντείο των Δελφών, που είχε δώσει στους Αθηναίους την υπόσχεση ότι θα νικούσαν αν θυσιαζόταν με τη θέλησή της μία παρθένος από «γένος ευγενών». Η Μακαρία, κόρη του Ηρακλή και της Δηιάνειρας, θυσιάστηκε τότε θεληματικά για να χαρίσει τη νίκη στα αδέλφια της και τους Αθηναίους. Ο Ευρυσθέας συγκεκριμένα σκοτώθηκε από τον Ύλλο ή τον Ιόλαο και ο τάφος του βρισκόταν στη Μεγαρίδα, προς το μέρος της Κορίνθου, πάνω από τις Σκιρωνίδες Πέτρες (τη σημερινή «Κακιά Σκάλα»). Ο Στράβων αντιθέτως γράφει (Η 355) ότι το σώμα του θάφτηκε στο Γαργηττό και το κεφάλι του στον Τρικόρυνθο του Μαραθώνα, κοντά στη «Μακαρία Κρήνη». Ο τόπος αυτός λεγόταν «Ευρυσθέως Κεφαλή».
(8) Μετά τον Ευρυσθέα στο θρόνο του ενοποιημένου βασιλείου Μυκηνών και Τίρυνθας εγκαταστάθηκε ο Ατρεύς (~1210, < ἀτρεῆς < ἀ- [μη] + τρέω [=τρέμω] = ατρόμητος), γιος του Πέλοπα και της Ιπποδαμείας και θείος του Ευρυσθέα. Νυμφεύτηκε την Αερόπη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα, γιου του Μίνωα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Αγαμέμνονα και το Μενέλαο. Ο Ατρέας κατέφυγε στις Μυκήνες, μετά τη δολοφονία του αδελφού του Χρύσιππου, από τη μητέρα του Ιπποδάμεια και ανέλαβε καθήκοντα αντικαταστάτη στην αυλή του ανιψιού του Ευρυσθέα που πολεμούσε τους Ηρακλείδες. Όταν ο Ευρυσθέας σκοτώθηκε στην μάχη, ο Ατρέας τον διαδέχτηκε και έγινε βασιλιάς, δεδομένου ότι είχε πεθάνει και ο πατέρας του Ευρυσθέα Σθένελος και όλοι οι γιοι του. Στη διάρκεια της βασιλείας του συνεχίστηκε η «κατάρα», που βάρυνε την οικογένειά του από την εποχή του παππού του Ταντάλου. Η σύζυγός του Αερόπη είχε ερωτικές σχέσεις με τον αδερφό του Θυέστη, και φαίνεται ότι συνωμότησαν εναντίον του με προκάλυμμα ένα χρυσόμαλλο κριάρι, που όποιος το είχε άξιζε να είναι βασιλιάς. Ο Ατρέας, κατάφερε να ξαναπάρει το χρυσόμαλλο κριάρι και το θρόνο και να εξορίσει τον Θυέστη. Όταν ο Ατρέας έμαθε ότι η γυναίκα του τον είχε απατήσει με τον αδερφό του, σκότωσε τους γιους του Θυέστη, έβρασε τη σάρκα τους και κάλεσε τον αδερφό του για να δειπνήσει μαζί του. Αφού ο Θυέστης ανύποπτος έφαγε το μακάβριο γεύμα του, ο Ατρέας του εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια δείχνοντάς του τα χέρια και τα πόδια των νεκρών. Ο Θυέστης για να εκδικηθεί τον αδερφό του έκανε έναν γιο με την ίδια του την κόρη την Πελοπία, τον Αίγισθο, ο οποίος σύμφωνα με έναν χρησμό θα σκότωνε τον Ατρέα. Η Πελοπία από ντροπή για την αιμομιξία έδωσε τον Αίγισθο σε έναν βοσκό που λυπήθηκε το μωρό και το πήγε στον Ατρέα. Ο Ατρέας ανύποπτος μεγάλωσε τον Αίγισθο και τον αγαπούσε σαν δικό του παιδί. Όταν ο Αίγισθος ενηλικιώθηκε έμαθε την αλήθεια για την καταγωγή του και σκότωσε τον θείο και πατριό του, επαληθεύοντας το χρησμό.
(9) Ο Αγαμέμνων (~1190, <άγαν [=πολύ} + μίμνω [=επιμένω] =πολύ επίμονος, σταθερός, καρτερικός) ήταν ένας από τους επιφανέστερους ήρωες της ελληνικής μυθιστορίας, γιος του βασιλιά Ατρέα των Μυκηνών και της Αερόπης, κόρης του Κατρέα, βασιλιά της Κρήτης, αδερφός του Μενελάου και της Αναξίβιας και σύζυγος της Κλυταιμνήστρας, από την οποία απέκτησε τρεις κόρες (Ιφιγένεια, Ηλέκτρα και Χρυσόθεμις) και έναν γιο, τον Ορέστη. Το οικογενειακό ιστορικό του Αγαμέμνονα είχε αμαυρωθεί από βιασμούς, φόνους, αιμομιξίες, και προδοσία, συνέπειες μιας «κατάρας» που βάραινε την οικογένεια από την εποχή του πρόγονού του, Τάνταλου. Ο πατέρας του Αγαμέμνονα, Ατρέας, δολοφονήθηκε από τον Αίγισθο, ο οποίος κατέλαβε το θρόνο και βασίλευε από κοινού με τον πατέρα του, Θυέστη, αδερφό του Ατρέα. Εν τω μεταξύ, ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας κατέφυγαν στον Τυνδάρεω, βασιλιά της Σπάρτης, όπου νυμφεύτηκαν τις κόρες του: ο Μενέλαος την Ωραία Ελένη και ο Αγαμέμνονας την Κλυταιμνήστρα. Ο Μενέλαος διαδέχτηκε τον Τυνδάρεω ως βασιλιάς της Σπάρτης, ενώ ο Αγαμέμνονας, με τη βοήθεια του αδερφού του, κατάφερε να ανατρέψει το Θυέστη και τον Αίγισθο και να επανακτήσει το βασίλειο των Μυκηνών. Κατάφερε μάλιστα να επεκτείνει το βασίλειό του και έτσι έγινε ο ισχυρότερος αρχηγός της Ελλάδας, επικυρίαρχος των ηγεμόνων της μυκηναϊκής επικράτειας. Με αφορμή την απαγωγή από τον Πάρη της συζύγου του αδελφού του Μενελάου, Ελένης, ο Αγαμέμνων κατόρθωσε να συγκροτήσει μια μεγάλη στρατιά και στόλο από όλες τις ελληνικές πόλεις και να εκστρατεύσει κατά της Τροίας, ως, αρχιστράτηγος σε πανελλήνια κλίμακα των Αχαιών. Όταν οι Αχαιοί ξεκίνησαν για την Τροία, ο στόλος τους παρέμενε αγκυροβολημένος στο λιμάνι της Αυλίδας, καθώς δεν υπήρχαν ούριοι άνεμοι για το ταξίδι. Ο μάντης Κάλχας αποκάλυψε ότι αιτία για την κακοτυχία αυτή ήταν ο ίδιος ο Αγαμέμνονας, που σ' ένα δάσος της Αυλίδας σκότωσε το ελάφι της Άρτεμης, της θεάς του κυνηγιού. Οι άνεμοι θα ξαναφυσούσαν μόνο αν ο Αγαμέμνονας πρόσφερε θυσία στη θεά την ίδια του την κόρη, την Ιφιγένεια. Ο Αγαμέμνονας διστακτικός συμφώνησε για τη θυσία, αλλά την τελευταία στιγμή η Άρτεμις απομάκρυνε το σώμα της Ιφιγένειας από το θυσιαστήριο, αντικαθιστώντας το με ένα ελάφι. Κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, ο Αγαμέμνονας προσέβαλε τον Αχιλλέα, το μεγαλύτερο ήρωα των Αχαιών, καθώς διεκδίκησε τη Βρισηίδα, σκλάβα του Αχιλλέα, για να αντικαταστήσει τη δική του σκλάβα, Χρυσηίδα. Ο θυμός του Αχιλλέα για τον Αγαμέμνονα αποτέλεσε το θέμα για το έπος της Ιλιάδας του Ομήρου. Με την άλωση της Τροίας, ο Αγαμέμνονας πήρε μαζί του σκλάβα την Κασσάνδρα, κόρη του βασιλιά Πρίαμου και μαζί επέστρεψαν στις Μυκήνες, αλλά δολοφονήθηκαν από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, Αίγισθο, οι οποίοι ανέβηκαν έπειτα στο θρόνο. Ο γιος του Αγαμέμνονα, Ορέστης, αργότερα εκδικήθηκε τη δολοφονία του πατέρα του, σκοτώνοντας τη μητέρα του και τον Αίγισθο (για τον Αγαμέμνονα βλ. και στην παράγραφο 3.5.5. για τον Τρωικό Πόλεμο).
(10 ) Ο Ορέστης γιος του Αγαμέμνονα και Ερμιόνη Μενελάου (εγγονός του Ατρέα, ~1150, βλ. προηγούμενη παράγραφο).
(11) Τελευταίος πριν από τους Δωριείς ο Τισαμενός γιος του Ορέστη (δισέγγονός του Ατρέα, ~1100, βλ. προηγούμενη παράγραφο).
Στο Ναύπλιο (<ναυς [= καράβι] + πλέω = τόπος όπου πλέουν καράβια) όλα τα ονόματα των βασιλέων έχουν σχέση με τη ναυσιπλοΐα που άνθιζε στην περιοχή:
(1) Ο Ναύπλιος Α (~1410, επώνυμος ήρωας της πόλης), ήταν γιος του θεού Ποσειδώνα και της Δαναΐδας Αμυμώνης, πριν αυτή και οι αδελφές της παντρευτούν τους γιους του Αιγύπτου. Ο πρώτος αυτός Ναύπλιος (που χαρακτηρίζεται Α, σε αντιδιαστολή με τον Ναύπλιο Β που βασίλεψε στην πόλη ~200 χρόνια αργότερα) είχε δύο γιους, τον Δαμάστορα και τον Προίτο.
(2) Ο Δαμάστωρ (~1380, <δάμος [=δήμος] + ίστωρ [= γνώστης] = γνώστης της θέλησης του δήμου) ήταν γιος του Ναυπλίου Α και εγγονός της Δαναΐδας Αμυμώνης, πατέρας του Περισθένους.
(3) Ο Ναύβολος (~1310, <ναυς [= καράβι] + βάλλω = αυτός που γνωρίζει να θέτει σε κίνηση τα καράβια), ήταν γιος του βασιλιά Υπεράσιου (ή Ίππασου) από την Πελλήνη της Αχαΐας.
(4) Ο Κλυτόνηος γιος του Ναύβολου (~1250, <κλυτός [= ένδοξος] + ναυς, νηός [=καράβι] = φημισμένος για τα καράβια του) διαδέχτηκε τον πατέρα του.
(5) Ο Ναύπλιος Β (~1210) ήταν γιος του Κλυτονήου και εγγονός του Ναυβόλου, πήρε ως σύζυγό του την Κλυμένη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα, και απέκτησαν τρεις γιους: τον Παλαμήδη, τον Οίακα και τον Ναυσιμέδοντα. Ο Ναύπλιος ήταν καλός θαλασσοπόρος, που τον εκτιμούσαν πολύ για τις γνώσεις του, και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Σύμφωνα με τις κυριότερες παραδόσεις, ο βασιλιάς της Αρκαδίας Άλεος παρέδωσε στον Ναύπλιο την κόρη του Αύγη για να την πνίξει στη θάλασσα, επειδή αυτή είχε γεννήσει νόθο γιο, τον Τήλεφο, από τον Ηρακλή. Ο Ναύπλιος όμως λυπήθηκε την Αύγη και το νεογέννητο παιδί της και τους παρέδωσε σε κάποιους εμπόρους που έφευγαν για τη Μυσία. Την ίδια θλιβερή εντολή είχε λάβει και από τον μέλλοντα πεθερό του, τον Κατρέα, ο οποίος του παρέδωσε τις κόρες του Αερόπη και Κλυμένη. Ο Ναύπλιος τις διέσωσε και αυτές, παντρεύοντας την Αερόπη με τον Ατρέα και παίρνοντας την Κλύμενη για δική του σύζυγο. Μετά το λιθοβολισμό του γιου του Παλαμήδη στην Τροία (βλ. στην παράγραφο 3.5.5 για τον Τρωικό Πόλεμο), ο Ναύπλιος ορκίσθηκε να εκδικηθεί τους αρχηγούς της Τρωικής Εκστρατείας: Διέφθειρε τις συζύγους τους, όταν αυτοί έλειπαν στην Τροία, παρεμβάλλοντας εραστές στη ζωή τους. Οι εραστές αυτοί έφθασαν μέχρι και να σκοτώσουν τους νόμιμους συζύγους όταν αυτοί επέστρεψαν. Με αυτό τον τρόπο ο Ναύπλιος υπονόμευσε τον Αγαμέμνονα, τον Ιδομενέα και τον Διομήδη. Επιπλέον, όταν ο στόλος των νικητών του Τρωικού Πολέμου, επιστρέφοντας, πλησίαζε το ακρωτήριο Καφηρέας, ο Ναύπλιος άναψε φωτιές σε απόκρημνες ακτές, προσελκύοντας έτσι τα πλοία στα φοβερά εκείνα βραχώδη σημεία και προκαλώντας ναυάγια. Για το λόγο αυτό τον θεωρούσαν κατά την αρχαιότητα «δεινό πειρατή», ακόμα και δαιμονικό θαλάσσιο τέρας. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ο Ναύπλιος δολοφονήθηκε ή αυτοκτόνησε όταν η μητέρα του Οδυσσέα Αντίκλεια του ανήγγειλε ψευδώς το θάνατο ενός από τους γιους του. Τους μύθους του Ναυπλίου χρησιμοποίησε ο Αισχύλος για την τραγωδία του «Παλαμήδης». Με τον ίδιο τίτλο αναφέρονται και τραγωδίες των Σοφοκλή και Ευριπίδη.
γ. Σπάρτη
Στη Σπάρτη (<σπάω, σπαρ-άσσω, σπαρ-τός, σπαίρω [= διασκορπίζω, αι >ει, διότι ήταν διεσπαρμένη σε μικρά χωριά]), στην ευρύτερη περιοχή της Λακεδαίμονος (λάας [= λίθος, πέτρα] + κώνος + δαίμων [= θεός, σεβαστός] = θείος κωνικός λίθος»). ή Λακωνίας (<λάας [= λίθος] + κώνος, αναφορά στην κωνική κορυφή του Ταΰγετου, που λατρεύτηκε από τους αρχαίους, ο περίφημος Ταλετός), η σειρά των βασιλέων έχει ως εξής:
(1) Πρώτος γνωστός βασιλεύς (αυτόχθων Ελληνοπελασγός) ήταν ο Λέλεξ (περί το 1510, <λέλεξ <λάσκω [παρκμ. λέλακα ή λέληκα = κράζω]), γιος της Λιβύης εγγονός του Έπαφου, απόγονος και αυτός της Ιούς. Έδωσε το όνομά του στη χώρα, Λελεγία, και τους κατοίκους της, Λέλεγες. Θεωρείται επίσης γενάρχης των κατοίκων της Μεσσηνίας. Είχε τρία παιδιά από τη σύζυγό του Κλεοχάρεια, τον Μύλη, τη Θεράπνη και τον Πολυκάονα, που νυμφεύτηκε τη Μεσσήνη, κόρη του Αργείου Τρίοπα και, με την προτροπή της, βασίλεψε στην Μεσσηνία.
(2) Ο Μύλης γιος του Λέλεκα (~1480, <μύω [=κλείνω] + λάας [=λίθος] = πέτρα που κλείνει και τρίβει το σιτάρι), σύμφωνα με τη μυθολογία επινόησε τη μυλόπετρα, που χρησιμοποιείται για την άλεση σιτηρών, και ονομάσθηκε έτσι από το όνομά του. Όταν πέθανε ο Μύλης την εξουσία κληρονόμησε ο γιος του Ευρώτας.
(3) Ο Ευρώτας γιος του Μύλη (~1450, ευ + ρόος [οο>ω]), είχε σύζυγο την Ευρυδίκη και μαζί της έκανε μιά κόρη, την Σπάρτη, από την οποία πήρε το όνομα της η ομώνυμη πόλη, και η οποία παντρεύτηκε τον Λακεδαίμονα, ο οποίος και τον διαδέχτηκε. Ένα από τα έργα που έκανε ο Ευρώτας ήταν να ρυθμίσει την κοίτη του ποταμού που διέσχιζε την Λακωνία δίνοντας διέξοδο στα λιμνάζοντα νερά γύρω από τη Σπάρτη, με μία διώρυγα που άνοιξε και όπου διοχέτευσε τα νερά προς τη θάλασσα. Έτσι δημιουργήθηκε το ποτάμι, που πήρε το όνομα του. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Ευρώτας μετά από μια ατιμωτική ήττα από τους Αθηναίους, έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε.
(4) Ο Λακεδαίμων (~1420, λάας [= λίθος, πέτρα] + κώνος + δαίμων [= θεός, σεβαστός] = θείος κωνικός λίθος) ήταν γιος του Δία και της νύμφης Ταϋγέτης που για την τιμήσει έδωσε στο βουνό το όνομα της. Ήταν παντρεμένος με την Σπάρτη κόρη του Ευρώτα τον οποίο και διαδέχτηκε στο θρόνο. Από το όνομά του ονομάστηκε και η περιοχή ακεδαιμονία και οι κάτοικοι της αρχαίας Σπάρτης Λακεδαίμονες και θεωρείται γενάρχης τους. Αυτός ονόμασε και την πόλη Σπάρτη για να τιμήσει την γυναίκα του.
(5) Ο Αμύκλας (~1380, <αμυχή [<αμύσσω = σπαράσσω, τραυματίζω] + κλέος = ένδοξος πολεμιστής) ήταν γιος του Λακεδαίμονα και τον διαδέχτηκε όταν πέθανε. Όταν έγινε βασιλιάς έχτισε την πόλη Αμύκλες και την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Νυμφεύτηκε την Διομήδη κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας Λαπίθη και έκανε μαζί της τρία παιδιά: τον Υάκινθο, τον Άργαλο και τον Κυνόρτα. Τον διαδέχτηκε ο Άργαλος και αυτόν ο Κυνόρτας.
(6) Ο Άργαλος (~1345, <αργός [=λαμπρός] + λαός = ο φέρων τη λάμψη [δόξα] του λαού), ήταν γιος του Αμύκλα και της Διομήδης.
(7) Ο Κυνόρτας (~1320, <κύνες+ορθός = αρχηγός των σκύλων, κυνηγός) ήταν επίσης γιος του Αμύκλα και της Διομήδης, αδελφός του Υάκινθου και πατέρας του Οίβαλου.
(8) Ο Οίβαλος (~1280, <ο [αθροιστικό>ομού] + είμι [ρίζα ι-, έρχομαι] + βάλλω [= τοποθετώ, βάζω] = ο συναθροίζων τους ανθρώπους) ήταν γιος του Κυνόρτα, πατέρας της Αρήνης, συζύγου του Αφαρέως, βασιλιά της Πύλου. Ο διάδοχός του Ιπποκόων λέγεται ότι ήταν νόθος γιος του απο την ερωμένη του νύμφη Βατεία. Παιδιά του από τη νόμιμη σύζυγό του Γοργοφόνη ήταν επίσης ο Τυνδάρεως και ο Ικάριος.
(9) Ο Ιπποκόων (~1250, < ίππος + κοέω [=ακούω] = ο ακούων [κατανοών] τα άλογα) ήταν νόθος γιος του Οίβαλου και της νύμφης Βατείας. Ήταν ετεροθαλής αδελφός του Ικαρίου και του Τυνδάρεω. Μεγαλύτερος σε ηλικία από τα αδέλφια του, ο Ιπποκόων, μόλις απεβίωσε ο πατέρας τους, τα έδιωξε από τη Σπάρτη και σφετερίσθηκε την εξουσία. Είχε ήδη τότε 12 γιούς, τους Ιπποκοωντίδες, που τον βοήθησαν στο άνομο αυτό έργο. Ο Ιπποκόωντας και οι γιοί του ήταν άνθρωποι βίαιοι και μετά από χρόνια, κίνησαν την οργή του Ηρακλή, επειδή συμμάχησαν με τον Νηλέα εναντίον του και σκότωσαν τον Οιωνό, γιο του Λικυμνίου και εξάδελφο του Ηρακλή. Τότε ο Ηρακλής εισέβαλε στη Λακεδαίμονα, αλλά τραυματίσθηκε και υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη βάση του. Αργότερα ο Ηρακλής συμμάχησε με τον Κηφέα, γιο του Αλέου, βασιλιά της Αρκαδίας, και τους γιους του, και επέστρεψε στη Λακωνία. Σε μάχη που επακολούθησε, ο Ιπποκόων και τα παιδιά του σκοτώθηκαν. Αμέσως μετά ο Ηρακλής αποκατάστησε τον Τυνδάρεω στο θρόνο του. Στη Σπάρτη υπήρχε ιερό του Ηρακλέους με άγαλμα που παρίστανε τον ήρωα να κρατά όπλα, πράγμα που συμβόλιζε τον αγώνα του εναντίον του Ιπποκόωντα και υπέρ του Τυνδάρεω.
(10) Ο Τυνδάρεως (~1210, <τύπτω=κτυπώ >τύδω >τύνδω >τυνδαρίδης >τυνδάρειος = ικανός στο να πλήττει), ήταν γιος του Οίβαλου από τη νόμιμη σύζυγό του Γοργοφόνη, αδελφός του Λεύκιππου, και του Ικαρίου. Ο Τυνδάρεως και ο Ικάριος συνδέονται με τον κύκλο του Ηρακλή, διότι, όταν εκδιώχθηκαν από τον ετεροθαλή αδελφό τους Ιπποκόωντα, κατέφυγαν στην Πλευρώνα, στο ανάκτορο του Θεστίου, που τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τους γείτονες εχθρούς του. Ο Θέστιος έκανε τον Τυνδάρεω γαμπρό του, δίνοντάς του για σύζυγο την πανέμορφη κόρη του Λήδα. Αργότερα, ο Ηρακλής σκότωσε τον Ιπποκόωντα και τους γιούς του, και επανέφερε τον Τυνδάρεω στο θρόνο της Σπάρτης. Σε αυτή τη μάχη ο Ηρακλής έχασε τον αδελφό του, τον Ιφικλή. Ως σύζυγος της Λήδας ο Τυνδάρεως έγινε πατέρας της Ελένης (που λογιζόταν και κόρη του Δία), της Κλυταιμνήστρας, και των Διόσκουρων, Κάστορα και Πολυδεύκη (που επίσης φημίζονταν ως παιδιά του Δία). Ο αδελφός του Ικάριος του Οίβαλου ήταν πατέρας της Πηνελόπης, συζύγου του Οδυσσέως.
(11) Ο Μενέλαος (~1190, < μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] + λαός, αυτός που έχει την δύναμη του λαού) ήταν γιος του Ατρέα από το βασιλικό οίκο των Μυκηνών, και της Αερόπης, κόρης του Κατρέως βασιλιά της Κρήτης, εγγονός του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας. Σε κάποια περίσταση, αυτός και ο αδελφός του Αγαμέμνων, διώχθηκαν από τις Μυκήνες και κατέφυγαν στην Σπάρτη, όπου βασιλιάς ήταν ο Τυνδάρεως. Διαγωνιζόμενος εκεί με άλλους μνηστήρες, ο Μενέλαος πήρε ως σύζυγο την Ωραία Ελένη, και ο Τυνδάρεως του παραχώρησε το βασίλειό του. Από το γάμο του Μενελάου και της Ελένης γεννήθηκαν η Ερμιόνη και ο Νικόστρατος, καθώς και οι Μεγαπένθης, Αιθιόλας, Θρόνιος, Μορράφιος, Πλεισθένης ο Νεότερος και Μελίτη. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, ο Μενέλαος είχε επισκεφθεί κάποτε την Τροία, μετά από δελφικό χρησμό, για να θυσιάσει στους τάφους του Λύκου και του Χιμαιρέως (γιων του Προμηθέως) για το λοιμό και την ξηρασία που έπλητταν τη Σπάρτη. Εκεί είχε φιλοξενηθεί από τον Πάρι, οπότε, όταν αργότερα ο Πάρις έφυγε από την Τροία μετά από ένα φόνο, κατέφυγε στη Σπάρτη, όπου φιλοξενήθηκε και εξαγνίσθηκε από τον Μενέλαο. Η γαλήνη του ζευγαριού ταράχθηκε όταν ο Μενέλαος έφυγε στην Κρήτη για να παραστεί στην κηδεία του παππού του Κατρέως, γιου του Μίνωα. Ενώ βρισκόταν στην Κρήτη, ο Μενέλαος πληροφορήθηκε από την `Ιριδα ότι ο Πάρις είχε αρπάξει την Ωραία Ελένη και είχε φύγει. Τότε επέστρεψε αμέσως στη Σπάρτη και ζήτησε τη βοήθεια άλλων βασιλιάδων της Ελλάδας, με πρώτο τον Νέστορα. Μετά πήγε στους Δελφούς για οδηγίες. Εκεί διατάχθηκε να προσφέρει στην «Αθηνά Πρόνοια» το περιδέραιο που είχε κάποτε προσφέρει η Αφροδίτη στην Ελένη. Ακολούθησε η εκστρατεία των Ελλήνων στην Τροία για την Ωραία Ελένη, που οδήγησε στον Τρωικό Πόλεμο.
Ο ίδιος ο Μενέλαος πήρε μέρος στην εκστρατεία με εξήντα πλοία, αλλά δεν έγινε ο γενικός αρχηγός της εξαιτίας του ήπιου χαρακτήρα του, οπότε η αρχηγία πέρασε στον αδελφό του Αγαμέμνονα. Μόλις οι Έλληνες αποβιβάσθηκαν στην Τροία, ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας πήγαν πρώτα στην πόλη για να ζητήσουν πίσω την Ελένη, αλλά και τους θησαυρούς που είχε αρπάξει ο Πάρις από το ανάκτορο του Μενελάου, ώστε η διαφορά να διακανονιστεί ειρηνικά. Τους υποδέχθηκε ο Αντήνορας και τους παρουσίασε στην τρωική συνέλευση. Ο Πάρις όμως με την παράταξή του αρνήθηκε τις προτάσεις τους. Ο Μενέλαος μονομάχησε με τον Πάρι και τον τραυμάτισε σοβαρά, αλλά τραυματίσθηκε και ο ίδιος ελαφρά από τον Πάνδαρο.Στις πολλές και σκληρές μάχες του Τρωικού Πολέμου βρήκαν το θάνατο από τα χέρια του Μενέλαου οι Σκαμάνδριος, Πείσανδρος, Υπερήνορας, Δόλοπας και Θόαντας, ενώ τραυματίσθηκε ο Έλενος. Ο Μενέλαος επίσης βγήκε πρώτος στη μάχη για το σώμα του Πάτροκλου και σκότωσε τον Εύφορβο και έλαβε μέρος στους ταφικούς αγώνες στη μνήμη του Πάτροκλου, ενώ ήταν ένας από εκείνους που κρύφτηκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο. Στην άλωση της Τροίας έτρεξε στο σπίτι του Δηιφόβου, όπου βρισκόταν η Ελένη, σκότωσε τον Δηίφοβο και έσυρε την Ελένη από τα μαλλιά μέχρι τα ελληνικά πλοία. Σύμφωνα όμως με άλλη παράδοση, η Ελένη κατέφυγε στον οικιακό βωμό και, ενώ ο Μενέλαος ήθελε αρχικά να τη σκοτώσει, συμφιλιώθηκε τελικά μαζί της με τη βοήθεια των θεών. Επιστρέφοντας από την Τροία μετά το τέλος του πολέμου, ο Μενέλαος έφθασε στο Σούνιο και μετά στο ακρωτήριο Μαλέας. Μια τρικυμία όμως εκεί τον παρέσυρε στην Κρήτη, σε βραχώδη ακτή της οποίας καταστράφηκαν τα περισσότερα πλοία του. Μετά την Κρήτη βρέθηκε στην Αίγυπτο, όπου κατά την Οδύσσεια, παρέμεινε 5 χρόνια και έκανε περιουσία. Επιθυμούσε πάντα να επιστρέψει στη Σπάρτη, αλλά εμποδιζόταν συνεχώς από κακοκαιρίες, που έπαψαν μόνο όταν θυσίασε στους θεούς με συμβουλή του Πρωτέως. Μετά, ο Μενέλαος και η Ελένη έφθασαν καλά στη Σπάρτη, 18 χρόνια μετά την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη (επτά χρόνια μετά το πέρας του Τρωικού πολέμου). Μετά το θάνατό του ο γιος του Μεγαπένθης, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Σπάρτης, εξόρισε την Ελένη στη Ρόδο, όπου πριν προλάβει να γεννήσει το παιδί από την ερωτική σχέση που είχε εκεί με τον Τήλεφο, δολοφονήθηκε από την Πολυξώ, βασίλισσα της Ρόδου, χήρα του Τληπόλεμου που εκδικήθηκε έτσι το θάνατό του συζύγου της στην Τροία. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην εποχή του σωζόταν ακόμα στη Σπάρτη ο οίκος του Μενελάου και υπήρχε ναός προς τιμή του στη Θεράπνη, όπου σύμφωνα με τοπική παράδοση ήταν ενταφιασμένος με τη σύζυγό του (για τον Μενέλαο βλ και στην παράγραφο 3.5.5 για τον Τρωικό Πόλεμο).
(12) Μετά τον Τρωικό Πόλεμο, αμέσως μόλις ανέβηκε στο θρόνο ο γιος τους Μεγαπένθης, το βασίλειο της Σπάρτης ενοποιήθηκε με το Άργος με βασιλιά τον Ορέστη και έπειτα τον Τισαμενό, για να ακολουθήσουν οι Δωριείς (περί το 1100) με πρώτο βασιλιά τον Αριστόδημο, στον οποίο την εξουσία παρέδωσε ο Φιλόνομος.
γ. Σικυώνα και Κόρινθος
Στη Σικυώνα της Κορινθίας (<σικύα <σάγη, σάξις <εισάγω [= παραγέμισμα {α>ε>ι, ω>ου>υ}] = είδος κολοκυθιού και αγγουριού), από τις αρχαιότερες επίσης πόλεις της Ελλάδας, η διαδοχή των βασιλέων έχει ως εξής:
(1) Ο Αιγιαλεύς (~1770, <αιγιαλός [<αΐσσω, άϊξ {> αίγες = υψηλά ορμητικά κύματα} + αλς, αλός [=θάλασσα]), ήταν γιος του βασιλιά του Άργους Ινάχου και της Ωκεανίδας Μελίας και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Σικυώνας. Από αυτόν τον Αιγιαλέα ονομάσθηκε Αιγειάλεια η χώρα στα βορειοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου, από την Κορινθία μέχρι τα όρια της Ηλείας. Γιος του ήταν ο Εύρωπας, ο οποίος τον διαδέχτηκε στο θρόνο.
(2) Ο Εύρωψ (~1750, <ευρύς + ωψ, ωπός [<ωπάζομαι = βλέπω] = μεγαλομάτης {>Ευρώπη}) ήταν γιος του Αιγιαλέως, πατέρας του Τελχίνα και παππούς του Άπιδος του Σικυώνιου.
(3) Ο Τελχίνας (~1720) ήταν γιος του Εύρωπα, εγγονός του Αιγιαλέως και δισέγγονος του Ίναχου.
(4) Ο Άπις (~1680, α [στερητ.] + πί-τνω, πί-πτω [ρίζα πετ-] > άπετος [> άπιος {ε>ι}] = ανίκητος, ακατάβλητος), ήταν γιος του Τελχίνα και τρισέγγονος του Ίναχου. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον Άπιδα γιο του Φορωνεώς, βασιλιά του Άργους, ο οποίος ήταν εγγονός του Ίναχου. Από το όνομα και των δύο ολόκληρη η Πελοπόννησος ονομαζόταν αρχικά Απία.
(5) Ο Θελξίων (~1640, <θέλξις [<θέλω + άγω, άξω] = γοητευτικός) ήταν γιος του Σικυώνιου Άπιδος, και σύμφωνα με μια αργειακή παράδοση, μαζί με τον παππού του Τελχίνα σκότωσαν τον πατέρα του Άπιδα. Παιδί του Θελξίονα ήταν ο Αίγυρος.
(6) Ο Αίγυρος (~1600) ήταν γιος Θελξίωνα.
(7) Ο Θουρίμαχος (~1580, <θούριος + μάχη = ορμητικός στις μάχες) ήταν γιος του Αίγυρου, έβδομος βασιλιάς της Σικυώνας. Ήταν πατέρας του Λευκίππου και παππούς της Καλχινίας.
(8) Ο Κόρωνος (~1560 <κορώνη <κόραξ = ο έχων ηχηρή φωνή) ήταν γιος της Χρυσόρθης (κατά το μύθο από τον Απόλλωνα) και, πατέρας του Κόρακα και του Λαμέδοντα.
(9) Ο Λαμέδων (~1530, <λαός + μέδω = κυβερνήτης των ανθρώπων), ήταν ο νεότερος γιος του Κορώνου (και επομένως εγγονός του θεού Απόλλωνα και της Χρυσόρθης), σύζυγος της Φηνούς και πατέρας της Ζευξίππης, η οποία παντρεύτηκε τον Σικυώνα. Αδελφός του Λαμέδοντα ήταν ο Κόρακας.
(10) Ο Σικυών (~1490) ήταν γιος του Μητίονα, σύζυγος της Ζευξίππης, θυγατέρας του Λαμέδοντα. Διαδέχθηκε τον Λαμέδοντα στο θρόνο της Σικυώνας, οπότε έδωσε το όνομά του στην πρωτεύουσα του κράτους του, που μέχρι τότε ονομαζόταν Μηκώνη.
(11) Ο Κόραξ (~1450, <κράζω > κράξω > καράξω > κόραξ (α>ο)= ο έχων ηχηρή φωνή) ήταν γιος Κορώνου και αδελφός του Λαμέδοντα. Εκθρονίστηκε από τον Επωπέα.
(12) Ο Επωπεύς (~1420, <επί + ωψ, ωπός [<ωπάζομαι =βλέπω] = επόπτης) ήταν γιος της Κανάκης, κόρης του γενάρχη Αιόλου (κατά το μύθο από τον Ποσειδώνα), και λατρευόταν στη Σικυώνα ως θεός. Αρχικά ο Επωπεύς βασίλευε στη Σικυώνα ως διάδοχος και κληρονόμος του Κόρακος. Αλλά όταν πέθανε ο Βούνος, τοποτηρητής του θρόνου της Κορίνθου, ο Επωπέας τον διαδέχθηκε, επιβάλλοντας την κυριαρχία του ταυτόχρονα στις δύο πόλεις, Σικυώνα και Κόρινθο. Ο Επωπέας υποδέχθηκε και βοήθησε την Αντιόπη, κόρη του Βοιωτού βασιλιά Νυκτέως, όταν εκείνη καταδιωκόμενη από τον πατέρα της, επειδή είχε μείνει έγκυος εκτός γάμου, ζητούσε καταφύγιο για να γεννήσει. Τα παιδιά της που γέννησε εκεί (κατά το μύθο) ήταν παιδιά του Δία, αλλά κατά μία εκδοχή το ένα, ο Ζήθος, ήταν παιδί του Επωπέα, τον οποίο η Αντιόπη τελικά παντρεύτηκε, ενώ ο άλλος της γιος ήταν ο Αμφίονας. Οι κυρίαρχοι της Θήβας Λύκος και Νυκτέας θεώρησαν απαγωγή την μετάβαση της Αντιόπης εκεί και κήρυξαν τον πόλεμο στη Σικυώνα. Επικεφαλής της εκστρατείας ήταν ο Νυκτέας που ηττήθηκε και σκοτώθηκε. Δεύτερη εκστρατεία έκανε ο Λύκος, θείος της Αντιόπης, που κατόρθωσε να την πάρει πίσω, αφού τραυμάτισε τον Επωπέα που πέθανε σε λίγο. Ο Επωπέας είχε και ένα μεγάλο παιδί, τον Μαραθώνα, που όσο ζούσε ο πατέρας του έλειπε στην Αττική, και επέστρεψε στην Κόρινθο, όταν έμαθε το θάνατο του πατέρα του. Η μυθική αυτή ιστορία αντικατοπτρίζει τη σκληρή πάλη ανάμεσα στη Θήβα και στη Σικυώνα για τον έλεγχο του εμπορικού δρόμου του Κορινθιακού κόλπου. Όσο ζούσε ο Επωπέας φαίνεται ότι κυριαρχούσε η Σικυώνα. Με την επιστροφή της Αντιόπης η κυριαρχία του Κορινθιακού ανακτήθηκε από τη Θήβα.
(13) Ο Πόλυβος (~1380, <πολύς + βίος = μακρόβιος, πολύχρονος) ήταν εγγονός του Σικυώνος και σύζυγος της Περίβοιας ή Μερόπης, και κόρη τους ήταν η Λυσιάνασσα, που έγινε σύζυγος του Ταλαού στο Άργος. Ο Πόλυβος και η Περίβοια δεν είχαν παιδιά, και έτσι ανέλαβαν να αναθρέψουν τον Οιδίποδα από τη βρεφική ηλικία, αφού ο βοσκός στον οποίο τον είχε δώσει ο πατέρας του λυπήθηκε να τον εγκαταλείψει στο βουνό. Σε εφηβική πια ηλικία, ο Οιδίποδας άκουσε ότι είναι υιοθετημένος και πήγε να ρωτήσει το Μαντείο των Δελφών για την αλήθεια. Εκεί ο χρησμός ήταν ότι θα παντρευτεί τη μητέρα του και θα σκοτώσει τον πατέρα του. Φοβισμένος, αποφάσισε να μη ξαναπάει στην Κόρινθο ώστε να μη σκοτώσει κατά λάθος τον Πόλυβο, και κατευθύνθηκε προς τη Θήβα. Σε σταυροδρόμι όμως, μετά από παρεξήγηση, σκότωσε τον Λάιο, τον πραγματικό του πατέρα που ήταν βασιλιάς στη Θήβα. Αργότερα, ο Πόλυβος απέκτησε και δικό του παιδί με άλλη σύζυγό του, την Αλκινόη, αλλά φαίνεται ότι ο ίδιος πέθανε αμέσως μετά. Για σύντομο χρονικό διάστημα βασιλιάς στη Σικώνα μετά το θάνατο του΄Πόλυβου έγινε ο εγγονός του (γιος της κόρης του Λυσιάνασσας) Άδραστος, ο οποίος κατέφυγε στη Σικυώνα, όταν εκδιώχθηκε από το Άργος από τον Αμφιάραο.. Αργότερα όμως συμφιλιώθηκε με τον Αμφιάραο, δίνοντάς του ως σύζυγο την αδελφή του Εριφύλη, και επέστρεψε στο Άργος, με τη συμφωνία να επιλύουν στο εξής τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης.
(14) Ο Ιονίσκος (~1320),
(15) Ο Επωπεύς Β (~1300),
(16) Ο Φαίστος (~1250, <φάος >φαέθων = φωτεινός) ήταν γιος του Ηρακλέους και εισήγαγε στην πόλη τη λατρεία του πατέρα του ως θεού.
(17) Ο Πολυφείδης (~1190, <πολύ + φείδομαι [= οικονομώ, κάνω μέτρια χρήση] = πολύ εγκρατής) ήταν πρωτότοκος γιος του Μάντιου, εγγονός του μάντη Μελάμποδα και της Ιφιάνασσας, μάντης και ο ίδιος και ανεψιός του Αντιφάτη. Ο γιος του Πολυφείδη, Θεοκλύμενος, που αναφέρεται επίσης ως μάντης, στην Οδύσσεια, γνωρίστηκε με τον Τηλέμαχο στην Πύλο και τον ακολούθησε στην Ιθάκη.
(17) Ο Ζεύξιππος (~1170),
(18) Ο Ιππόλυτος (~1140) γιος του Ζευξίππου
(19) Ο Λακεστάδης (~1100) ήταν γιος του Ιππολύτου και βασίλευε στη Σικυώνα κατά την εποχή της εισβολής των Δωριέων. Οι Δωριείς αναγνώρισαν τον Λακεστάδη ως έναν από τους απογόνους του Ηρακλή και τον διατήρησαν στην εξουσία της Σικυώνας.
Στην Κόρινθο (<κόρος + ανθός [από το κερώ {μέλλ. του κείρω, ε>ο} >χόρτος, χορταίνω (χ>κ)] = γεμάτη άνθη), όπου η έναρξη της δυναστείας εμφανίζεται 300 χρόνια μετά τη Σικυώνα, βασίλεψαν:
(1) Ο Σίσυφος (~1490, <σοφός >σαφής >σύφος [α>υ) >Σίσυφος με αναδιπλασιασμό του "συ") ήταν γιος του γενάρχη Αιόλου, εγγονός του Έλληνα και δισέγγονος του Δευκαλίωνα, και σύζυγός του ήταν η Μερόπη. Ήταν ιδρυτής της αρχαίας Εφύρας, που ονομάστηκε αργότερα Κόρινθος. Η ζωή του έχει σχετισθεί με ένα αξιοσημείωτο μύθο που έχει αφετηρία την αποπλάνηση από τον Δία της Αίγινας, κόρης του Ασωπού. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνωρίζει για το θέμα αυτό και αυτός συμφώνησε με αντάλλαγμα μια πηγή που θα ανάβλυζε ασταμάτητα νερό από την ακρόπολη της πόλης του. Στη συνέχεια ο Ασωπός καταδίωξε τον Δία, ο οποίος αποφάσισε να τιμωρήσει το Σίσυφο, στέλνοντάς τον στον Άδη. Όμως ο Σίσυφος κατάφερε να φυλακίσει τον Άδη, που αδυνατούσε πλέον να πάρει τις ψυχές και ο κόσμος γέμιζε από τραυματισμένα, ακρωτηριασμένα ετοιμοθάνατα έμψυχα όντα. Οι θεοί αναστατώθηκαν και ο Άρης ελευθέρωσε τον Άδη από τα δεσμά του. Όμως ο Σίσυφος είχε πει στη γυναίκα του να μη θάψει το σώμα του και ζήτησε από τον Άδη τρεις μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα. Ο Άδης δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, αλλά εκείνος δεν επέστρεψε, οπότε ο Ερμής τον οδήγησε πίσω με τη βία. Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για αυτή τη συμπεριφορά του. Οι «κριτές των νεκρών» όρισαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού, αλλά η πέτρα έπεφτε από την άλλη μεριά και ο Σίσυφος, «νικητής του Άδη», ήταν υποχρεωμένος να συνεχίζει αιώνια τη μάταια αυτή εργασία.
(2) Ο Γλαύκος (~1450, <γλαυκός <λαυκός <λευκός = λαμπρός, αργυρόχρωμος, πρασινογάλανος) ήταν γιος του Σισύφου, σύζυγός του ήταν η Ευρυνόμη, και γιος τους ο Βελλεροφόντης, μετέπειτα βασιλεύς της Λυκίας στη Μ.Ασία. Ο Γλαύκος πήρε μέρος στις επιθανάτιες τελετές και αθλητικούς αγώνες που διοργανώθηκαν στη μνήμη του Πελία από τον Άκαστο, στους οποίους έλαβαν μέρος οι άριστοι Έλληνες ήρωες της εποχής, τα περίφημα «Άθλα επί Πελία». Εκεί νικήθηκε από τον Ιόλαο. Κατά μία εκδοχή τον κατασπάραξαν οι φοράδες του, που είχαν τρελαθεί πίνοντας από το νερό μιας μαγικής βρύσης. Ο θάνατός του οφειλόταν στην οργή της θεάς Αφροδίτης, επειδή ο Γλαύκος, για να κάνει τις φοράδες του γρηγορότερες, τις εμπόδιζε να ζευγαρώσουν. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Γλαύκος ήπιε κάποτε από μια βρύση που το νερό της θα τον βοηθούσε να γίνει αθάνατος. Για να πείσει τους ανθρώπους, ο Γλαύκος έπεσε στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να μεταμορφωθεί σε θαλάσσια θεότητα. Κάθε θαλασσινός που τον αντίκριζε πέθαινε αμέσως.
(3) Ο Ορνυτίων (~1420, <όρνυμι[=υψώνω]+τίω[=τιμώ]=ο υψηλά ιστάμενος τιμητής), που βασίλεψε μετά τον Γλαύκο, ήταν επίσης γιος του Σισύφου.
(4) Ο Βούνος (~1400, < βά-ω + άνω > βαανός > βουνός, αα>ου), που ήταν γιος του θεού Ερμή και της Αλκιδάμειας, είχε ιδρύσει στο δρόμο προς τον Ακροκόρινθο το ιερό της «Βουναίας Ήρας».
(5) Ο Επωπεύς (~1390) και η Αντιόπη ήλθαν από τη Σικυώνα, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, και τους διαδέχτηκε ο γιος τους Μαραθώνας.
(6) Ο Κόρινθος (~1360, <κόρος + άνθος = γεμάτος λουλούδια) ήταν γιος του Μαραθώνος και έδωσε το όνομά του στην πόλη.
(7) Ο Κρέων Λυκαίθου (~1330, <κραίνω [= εξουσιάζω, κυβερνώ <κρατύνω, κραναός >κρίνω [= χωρίζω, εκλέγω] = κυβερνήτης),
(8) Ο Ιππότης Κρέοντος (~1300, <ίππος + έχω [> έτης] = αυτός που έχει άλογα),
(9) Ο Ιάσων και η Μήδεια που μετοίκησαν από την Ιωλκό της Θεσσαλίας, από την οποία εκδιώχθηκαν από τον Άκαστο, γιο του Πελία, μερικά χρόνια μετά την Αργοναυτική εκστρατεία (~1250). Εκεί έζησαν μαζί για 10 περίπου χρόνια, μέχρι που ο Ιάσονας αποφάσισε να συζευχθεί με τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά Κρέοντα, με επακόλουθο την σκληρή εκδίκηση της Μήδειας, η οποία σκότωσε τη Γλαύκη, τον Κρέοντα και τα παιδιά που είχε αποκτήσει με τον Ιάσονα (για τον Ιάσονα βλ και στην παράγραφο 3.5.1 για την Αργοναυτική εκστρατεία).
(10) Ο Προπόδας (~1240, = ο υπερέχων στα πόδια, ταχύπους),
(11) Ο Δαμοφών (~1210, <δάμος [=δήμος] + φωνή = ο φέρων την φωνή [=θέληση] του δήμου), ήταν γιος του Θόα, απόγονος του Ορνυτίωνα, από τη γενιά του Σισύφου.
(12) Ο Δωρίδας και ο Υανθίδας (~1190) ήταν γιοι του Δαμοφώντα και μετά από αυτούς ακολούθησαν οι Δωριείς με πρώτο βασιλιά τον Ιππότη (1100).
δ. Αρκαδία
Στην Αρκαδία (<άρκτος = αρκούδα [από το άρσις + κτας {<κτείνω}] = αυτή που σκοτώνει όρθια), όπου κατοικούσαν τέσσερις επιμέρους φυλές των Αχαιών (Αρκτάνες, Αφείδαντες, Αζάνες και Αρκάδες) με κύρια έδρα την Τεγέα, η σειρά των βασιλέων, μετά τον Πελασγό γιο του Τρίποα, ο οποίος, μετά το θάνατο του πατέρα του, πήρε το ανατολικό τμήμα του βασιλείου του Άργους, ενώ ο αδελφός του Ίασος παρέμεινε στο δυτικό, εμφανίζει την εξής διαδοχή:
(1) Ο Λυκάων (~1550, <λύκος [<λάπ-τω, λάψις, λήψις, λήπτης, διότι ο λύκος λαμβάνει ζώα με την αγέλη {λαπ- > λυπ- [α>υ, lup- us, λατ.] > λυκ- [π>κ]} =καταγόμενος από λύκους) ήταν γιος του Πελασγού και της Μελίβοιας (ή της νύμφης Κυλλήνης), και υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς της Αρκαδίας. Με διάφορες γυναίκες απέκτησε 50 γιούς, από τους οποίους πλέον αξιοσημείωτοι είναι οι Νύκτιμος, Οίνωτρος, Θεσπρωτός, Έλικας, Μακαρέας, Πάλλαντας, Κάνηθος, Μαίναλος, Τηλεβόας, Φινέας, Πλάτων, Αίμονας, Αρπάλυκος, Μαντινέας, Κλείτωρ, Στύμφυλος, Ορχομενός, Τραπεζούς, Τεγεάτης. Ο Λυκάων αναφέρεται ως ικανότατος και δίκαιος βασιλιάς, ενώ οι γιοί του ως επώνυμοι ήρωες και ιδρυτές πόλεων. Ασέβησαν όμως προς τον Δία όταν τους επισκέφθηκε, δίνοντάς του να φάει ανθρώπινο κρέας για να διαπιστώσουν την παντογνωσία του. Ο θεός αηδίασε και είτε σκότωσε τον βασιλιά και τους γιούς του με τον κεραυνό του, είτε τους μεταμόρφωσε σε λύκους. Η παράδοση αυτή συνδέεται με κάποιο προελληνικό θεό στον οποίο προσφέρονταν ανθρωποθυσίες, του οποίου η λατρεία αντικαταστάθηκε από εκείνη του ελληνικού Διός, σε εποχή που οι ανθρωποθυσίες άρχισαν να καταργούνται. Στον Λυκάονα αποδίδονται η ίδρυση της αρχαιότερης πόλεως της Αρκαδίας, ο πρώτος πολιτισμός της Αρκαδίας και η αρχαιότερη αίρεση, αυτή του Λυκαίου Διός.
(2) Ο Νύκτιμος γνωστός και ως Βουφάγος (~1530, <νύκτα = μετατρέψιμος σε νύχτα), είχε σύζυγο την Καλλιστώ και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Λυκάονα και εγγονός του Πελασγού, ο μόνος από όλη την οικογένειά του που επέζησε από την οργή του Δία, όταν του παρέθεσαν γεύμα με ανθρώπινο κρέας. Όταν ήταν βασιλιάς ο Νύκτιμος, ο αδελφός του Οίνωτρος του ζήτησε χρήματα και άντρες για να κτίσει αποικία στην Ιταλία. Ο Νύκτιμος τον βοήθησε και ο Οίνωτρος έγινε βασιλιάς της Οινωτρίας στην Ιταλία, που σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν η πρώτη αποστολή Ελλήνων για την δημιουργία αποικίας σε άλλη χώρα. Ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα (~1529, αν ληφθεί υπόψη η χρονολόγηση βάσει μύθων) έγινε κατά την διάρκεια της βασιλείας του Νύκτιμου.
(3) Ο Αρκάς (1500, <άρκτος [= αρκούδα {<άρσις + κτας (<κτείνω)} επειδή σκοτώνει όρθια τα θύματά της]) ήταν γιος του Νύκτιμου, μητέρα του ήταν η νύμφη της Αρτέμιδας Καλλιστώ, γυναίκα του ήταν η Λεάνειρα ή κατά άλλους η νύμφη Ερατώ, και γιοί του ο Έλατος, ο Αφείδας, ο (νόθος) Αυτόλαος και ο Αζάν. Ο Αρκάς ηγήθηκε των Πελασγών, οι οποίοι μετονομάστηκαν σε Αρκάδες. Όταν ο Αρκάς μπήκε στο ιερό του Λυκαίου Δία, οι Αρκάδες θέλησαν να τον σκοτώσουν, θεωρώντας την πράξη του βέβηλη. Ο Δίας όμως επενέβη και τον γλύτωσε. Στο τέλος της ζωής του ο Αρκάς μοίρασε τη γη της Αρκαδίας στους τρεις γιους του, που έγιναν γενάρχες των τοπικών φυλών των Αρκάδων, Αφείδαντων και Αζάνων. Κατά την μυθολογία, η Άρτεμις μεταμόρφωσε την Καλλιστώ σε αρκούδα για να την τιμωρήσει για τη συνεύρεση της με το Δία. Όταν ο Αρκάς μεγάλωσε συνάντησε τη συγκεκριμένη αρκούδα και επιχείρησε να τη φονεύσει. Ο Δίας, προκειμένου να αποφευχθεί η τραγωδία, μεταμόρφωσε τον Αρκά σε αρκουδάκι και στη συνέχεια μεταμόρφωσε μητέρα και γιο σε αστερισμούς: η Μεγάλη Άρκτος είναι η Καλλιστώ και η Μικρή Άρκτος ο Αρκάς.
(4) Ο Αζάν (~1440, <άζω, αζάνω = πνέω, εκπνέω αθρόως, κράζω, στενάζω) ήταν γιος του Αρκάδος, γενάρχη των Αρκάδων, εγγονός του Νύκτιμου, απόγονος του Πελασγού και του Λυκάονα, ονοματοδότης και γενάρχης της αρκαδικής φυλής των Αζάνων. Μητέρα του ήταν η Νύμφη Ερατώ, αδέλφια του ο `Ελατος, ο Αφείδας και ο Αυτόλαος, και γιος του και διάδοχος ο Κλείτωρ. Ο Αζάνας ίδρυσε την πόλη Λυκόσουρα και την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Όταν πέθανε ο Αζάν, ο γιος του Κλείτωρ διοργάνωσε προς τιμή του ταφικούς αγώνες.
(5) Ο Κλείτωρ (~1400, <κλείω = φράζω, εμποδίζω, κλειδώνω, αποκλείω, περιορίζω, περικλείω) ήταν ο μοναδικός γιος του Αζάνος, απόγονος του Λυκάονα του Αρκάδα και του Πελασγού, 5ος μυθικός βασιλιάς της Αρκαδίας. Διαδέχτηκε τον πατέρα του και μετά το θάνατο του διοργάνωσε προς τιμή του ταφικούς αγώνες και ίδρυσε την πόλη - κράτος του Κλείτορα, στην οποία έδωσε και το όνομα του μεταφέροντας εκεί την πρωτεύουσα του βασιλείου του. Διάδοχος του ήταν ο ξάδελφος του Αίπυτος, γιατί ο ίδιος δεν είχε απογόνους.
(6) Ο Αίπυτος Α (~1350, <αιπύς [=απότομος,τραχύς] + ίτω [προστακτ. του είμι =έρχομαι] = αυτός που πηγαίνει ψηλά) ήταν γιος του Ελάτου, γιου του Αρκάδος. 6ος βασιλιάς της Αρκαδίας, εγγονός του Αζάνα και απόγονος του Πελασγού και του Λυκάονα. Αδέλφια του ήταν ο Περέας, ο Κυλλήνας ονοματοδότης του όρους Κυλλήνη, ο Ισχύνος και ο Στύμφαλος, ονοματοδότης της Στυμφαλίας. Διαδέχτηκε στον Αρκαδικό θρόνο τον ξάδελφο του Κλείτορα που δεν είχε απογόνους Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, ο Αίπυτος είχε το παλάτι του δίπλα στον Αλφειό και φιλοξένησε την Πιτάνη μέχρι να γεννήσει την Ευάνθη, καρπό του παράνομου ερωτά της με τον Ποσειδώνα. Ο Αίπυτος πέθανε από δάγκωμα φιδιού, και ο τάφος του ήταν στο όρος Κυλλήνη. Γιος του ήταν ο Άλεος που τον διαδέχτηκε.
(7) Ο Άλεος (~1310, <αλέα [α, επιτατ. +έλη [=ζέστη] > αέλη > αλέη (ελ>λε) > αλέα] = θερμότητα, η ζέστη του ήλιου,) ήταν γιος του Αφείδαντος και σύζυγός του ήταν η Νεαίρα. Παιδιά τους ήταν ο Λυκούργος, ο Αφιδάμαμαντας, ο Κηφεύς και η Αύγη. Οικοδόμησε στην Τεγέα το ναό της Αλέας Αθηνάς. Κατά την βασιλεία του ο Γόρτυς ίδρυσε την πόλη Γόρτυνα. Με την Αύγη ο Ηρακλής έκανε παιδί, αλλά ο Άλεος για τιμωρία έβαλε μητέρα και παιδί σε μία λάρνακα την οποία άφησε στην θάλασσα. Την λάρνακα την βρήκε αργότερα ο βασιλιάς της Μυσίας Τεύθραντας στη Μ.Ασία, ο οποίος υιοθέτησε την Αύγη. Το παιδί με το όνομα Κάϊκος ή Τήλεφος, βασίλεψε αργότερα στην περιοχή.
(8) Ο Λυκούργος (~1280, <λύκη [=φως] + έργο = ο εκτελών λαμπρά έργα) ήταν γιος του Αλέου και της Νεαίρας. Γυναίκα του ήταν η Κλεοφίλη ή Αντινόη και γιοί του ήταν ο Έποχος, ο Ίασος, ο Αμφιδάμαντας και ο Αγκαίος. Οι Αμφιδάμαντας και Αγκαίος συμμετείχαν στην Αργοναυτική εκστρατεία, ενώ ο Αγκαίος συμμετείχε και στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου.
(9) Ο Ίασος (~1250, <ιάομαι [= θεραπεύω < από το επιφώνημα "ιά" προτρεπτικό για προσέλευση μαχομένων > ιαχή]) ήταν γιος του Λυκούργου και σύζυγο είχε την Κλυμένη κόρη του Μινύα από τον Ορχομενό. Κόρη τους ήταν η Αταλάντη, αγαπητή ηρωίδα της Αρκαδίας και του Ορχομενού.
(10) Ο Έχεμος (~1210, <έχω [=κατέχω]+ ίημι [=θέτω σε κίνηση] = δραστήριος υπερασπιστής) ήταν γιος του Αερόπου, εγγονός του Κηφέα, γιου του Άλεου. Διαδέχτηκε στο θρόνο των Αρκάδων τον Λυκούργο και γιος του ήταν ο Αγαπήνορας. Διέμενε στην Τεγέα που ήταν τότε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Παντρεύτηκε την Τιμάνδρα, κόρη της Λήδας, και απέκτησαν ένα γιο, τον Λαόδοκο. Στη συνέχεια, η Τιμάνδρα παράτησε τον Έχεμο για τον Φυλέα, βασιλιά της Πίσας στην Ήλιδα. Την εποχή που βασίλεψε ο Έχεμος έγινε η πρώτη κάθοδος των Ηρακλειδών με αρχηγό τον Ύλλο, γιο του Ηρακλή. Οι Ηρακλείδες ακολούθησαν χρησμό του μαντείου των Δελφών και προσπάθησαν να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη. Ο Έχεμος κινήθηκε εναντίον τους και τους περίμενε με το στρατό του στον Ισθμό. Εκεί, αποφάσισαν να μην αναμετρηθούν οι δύο στρατοί αλλά να μονομαχήσουν οι αρχηγοί τους. Ο Έχεμος νίκησε και σκότωσε τον Ύλλο και έτσι οι Ηρακλείδες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Αττική.
(11) Ο Αγαπήνωρ (~1190, <ἀγαπώ + ἠνορέη [ανδρεία] = αυτός που εκτιμά την ανδρεία), ήταν γιος του αργοναύτη Αγκαίου και εγγονός του Λυκούργου. Πρωτεύουσά του ήταν η Τεγέα. Κατά τον Απολλόδωρο, ο Αγαπήνωρ ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης. Πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγός των Αρκάδων με 60 πλοία που του παραχώρησε ο Αγαμέμνονας (Ιλιάδα, Β 609). Αναφέρεται και ως ένας από τους πολεμιστές που κρύφτηκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο. Καθώς έπλεε επιστρέφοντας στην πατρίδα του μετά την άλωση της Τροίας, σφοδρή τρικυμία παρέσυρε το πλοίο του κοντά στις ακτές της Κύπρου. Εκεί ναυάγησε, καταφέρνοντας να διασωθεί ο ίδιος. Εγκαταστάθηκε οριστικά στην Κύπρο, όπου κατά τον Όμηρο και τον Παυσανία (Η 5, 2) ίδρυσε την Πάφο ή πιθανότερα την Παλαίπαφο, τα σημερινά Κούκλια.
(12) Ο Ιππόθους (~1140, <ίππος+θέω = αυτός που τρέχει σαν άλογο), γιος του Αγαπήνορα ανέβηκε στο θρόνο όταν ο πατέρας του, επιστρέφοντας από την Τροία έχοντας οδηγήσει τους Αρκάδες στον Τρωϊκό πόλεμο, μετά από μεγάλη θαλασσοταραχή έφτασε στην Κύπρο και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.
(13) Ο Αίπυτος Β (~1120) ήταν γιος και διάδοχος του Ιππόθοος. Γιος του ήταν ο Κύψελος ο οποίος τον διαδέχτηκε. Σύμφωνα με τον Παυσανία ο Αίπυτος επισκέφτηκε το ναό του Ποσειδώνα στην Μαντίνεια και τόλμησε να μπει μέσα στο ναό, πράγμα που επιτρεπόταν μόνο στους ιερείς και σε κανέναν άλλον θνητό. Τότε ο Αίπυτος τυφλώθηκε από το αλμυρό νερό της πηγής.
(14) Ο Κύψελος (~1100, <κυψέλη [<κυβέλη <κύβος <σκεπάω >σκεβάω >σκυβάω >κυβάω] = προστάτης) ήταν ο 13ος μυθικός βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Αίπυτου Β και διάδοχος του. Κατά την βασιλεία του έγινε η Κάθοδος των Δωριέων υπό τον Τήμενο, οι οποίοι πέρασαν από το στενό του Ρίου και μοίρασαν το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου μεταξύ τους. Από την Αρκαδία πέρασε ο Ηρακλείδης Κρεσφόντης για να πάρει την περιοχή που του έτυχε που ήταν η Μεσσηνία. Ο Κύψελος για να αποφύγει περιπέτειες μαζί του, του έδωσε για γυναίκα την κόρη του Μερόπη. Διάδοχος του ήταν ο γιος του Όλαϊς, για τον οποίο γίνεται λόγος στο επόμενο κεφάλαιο.
ε. Πυλία και Μεσσηνία
Στην Πυλία (<πύλη [<πόρος, ο>υ, ρ>λ] = πέρασμα), της οποίας το βασίλειο περιλάμβανε τις παραλιακές πόλεις της Μεσσηνίας Πύλο, Κυπαρισσία, Δώριο και Οιχαλία, η σειρά των βασιλέων αποτελείται από τους εξής:
(1) Ο Αμυθάων (~1380, <α[επιτατικό]+μύθος [<μάθος, α>υ = συμβουλή, γνώμη, ομιλία, λόγος] = πολύ λογικός) ήταν γιος του Κρηθέως (ιδρυτή και βασιλιά της Ιωλκού) και της Τυρούς. Είχε δύο ομοθαλείς αδελφούς, τον Αίσονα, νόμιμο διάδοχο του θρόνου, και τον Φέρητα, ενώ ήταν και ετεροθαλής αδελφός του Πελία και του Νηλέα. Ο Αμυθάονας πήρε ως σύζυγό του την ανεψιά του Ειδομένη, κόρη του Φέρητα (ή του Άβαντα). Απέκτησαν δύο γιους, τον μάντη Μελάμποδα και τον Βίαντα, που βασίλεψαν στο Άργος, και δύο θυγατέρες, την Αιολία και την Περιμήλα, μητέρα του Ιξίωνα, βασιλιά των Λαπιθών. Ο Αμυθάονας φέρεται ως οικιστής της Πύλου και ένας από τους ανανεωτές των Ολυμπιακών Αγώνων (Παυσ. Ε 8, 2). Κατά τον Πίνδαρο, ο Αμυθάων έφυγε αρχικά μετά το «πραξικόπημα» του Πελία και ύστερα επέστρεψε στην Ιωλκό μαζί με τους γιους του για να ζητήσει από τον Πελία να παραχωρήσει το θρόνο του στον Ιάσονα, γιο του Αίσονα. Ο Στράβων (C 372) αναφέρει πως οι γιοι του Αμυθάονα μετοίκησαν στο Άργος, όπου ήλθαν σε επιμιξία με τους απογόνους του Δαναού και δημιούργησαν το γένος των Αμυθαονιδών. Αυτοί ίδρυσαν τα βασίλεια του Άργους και των Μυκηνών με κοινό ιερό το Ηραίο, που βρισκόταν στο μεταξύ τους δρόμο.
(2) Ο Νηλεύς (1340, <νηλεής [νη, αρνητ.] + έλεος [= συμπάθεια, οίκτος] = ανελέητος τιμωρός) ήταν γιος του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέως και της Τυρούς (κατά το μύθο γιος του θεού Ποσειδώνα). Ήταν δίδυμος αδελφός του Πελία και αδελφός του Αίσονα, του Φέρητα και του Αμυθάονα. Ο Νηλέας και ο Πελίας εγκαταλείφθηκαν από τη μητέρα τους σε βρεφική ηλικία και ανατράφηκαν από μια φοράδα που την είχε στείλει ο Ποσειδώνας και αργότερα από ένα βοσκό. Στη συνέχεια, όταν μεγάλωσαν, αναγνωρίσθηκαν από τη μητέρα τους και κατεδίωξαν τη μητριά τους Σιδηρώ. Κατόπιν, φιλονίκησαν για τη βασιλεία. Ο Πελίας έδιωξε τον Νηλέα, όπως και τον Αίσονα, και έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό της Θεσσαλίας. Ο Νηλέας κατέφυγε στη Μεσσηνία, όπου ίδρυσε την Πύλο. Εκεί πήρε ως σύζυγό του τη Χλωρίδα, κόρη του βασιλιά της Θήβας Αμφίονα. Μαζί απέκτησαν μία κόρη, την Πηρώ, και πολλούς γιούς, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Ταύρος, Αστέριος, Πυλάων, Δηίμαχος, Ευρύβιος, Περικλύμενος και Νέστορας. Το τέλος του Νηλέα επήλθε όταν ο Ηρακλής εκστράτευσε εναντίον του με την αιτιολογία ότι ο Νηλέας αρνήθηκε να τον εξαγνίσει από το φόνο του Ιφίτου. Τότε ο Νηλέας σκοτώθηκε μαζί με 11 από τους γιούς του ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, διασώθηκε και πέθανε από κάποια ασθένεια στην Κόρινθο όπου είχε καταφύγει, οπότε στη συνέχεια ενταφιάσθηκε εκεί. Οι απόγονοι του Νηλέα ονομάσθηκαν Νηλείδες. Οι Νηλείδες, διωγμένοι από τους Ηρακλείδες, σκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους, σε μερικούς από τους οποίους και βασίλευσαν.
(3) Ο Νέστωρ (~1250) ήταν γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας. Πήρε το προσωνύμιο Γερήνιος, από τη Γερήνια, πόλη της Λακωνίας ή της Μεσσηνίας, όπου βρισκόταν, όταν ο Ηρακλής σκότωσε τον Νηλέα και έντεκα από τα παιδιά του (επειδή ο Νηλέας αρνήθηκε να τον βοηθήσει στην κάθαρση για το φόνο του Ιφίτου ) και έτσι σώθηκε. Έλαβε μέρος μαζί με τους Λαπίθες στον πόλεμο εναντίον των Κενταύρων, στην Αργοναυτική εκστρατεία, στη θήρα του Καλυδώνιου κάπρου και στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Όμηρος τον παρουσιάζει ως σοφό και συνετό γέροντα, που οι συμβουλές του ακούγονταν με σεβασμό από όλους τους Αχαιούς. Σύζυγός του ήταν η Ευρυδίκη και παιδιά τους οι Άρητος, Αντίλοχος, Εχέφρων, Θρασυμήδης, Πεισίστρατος και Στρατίος (για τον Νέστορα βλ. και στην παράγραφο 3.5.5 για τον Τρωικό Πόλεμο).
(4) Ο Θρασυμήδης (1200, < θρασύς [=θαρραλέος] + μήδομαι [=σκέφτομαι, συμβουλεύω] = αυτός που σκέφτεται με θάρρος) ήταν ένας από τους γιους του βασιλιά Νέστορα της Πύλου. Μητέρα του ήταν η Αναξιβία ή η Ευρυδίκη. Ο Θρασυμήδης ακολούθησε τον πατέρα του και τον αδελφό του Αντίλοχο στην εκστρατεία κατά της Τροίας, έχοντας την ευθύνη 15 πλοίων. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες του Τρωικού Πολέμου με σημαντικότερη ίσως τη μάχη γύρω από το πτώμα του Αντιλόχου, όπου αντιμετώπισε τον Μέμνονα. Αναφέρεται ότι ο Θρασυμήδης ήταν ένας από αυτούς που μπήκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο. Επέστρεψε σώος στην πατρίδα του μετά τη λήξη του πολέμου και δέχθηκε στα ανάκτορά του τον Τηλέμαχο. Ο Θρασυμήδης απέκτησε ένα γιο, τον Σίλλο, και έναν εγγονό, τον Αλκμέωνα.
(5) Ο Σίλλος (1150, <ίλλω <είλλω [ει>ι] = συστρέφομαι, στρέφω, περιστρέφω, συστρέφω, στραβοκοιτάζω, αλληθωρίζω.) ήταν εγγονός του βασιλιά Νέστορα και γιος του Θρασυμήδη. Μοναχοπαίδι του Σίλλου ήταν ο Αλκμέωνας. Μετά την εισβολή των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο, ο Σίλλος βρήκε καταφύγιο στην Αττική, όπου ο γιος του έγινε ο ιδρυτής μιας μεγάλης και περίφημης γενιάς, του γένους των Αλκμεωνιδών.
Σε άλλες εσωτερικές περιοχές της Μεσσηνίας, βασίλεψαν:
(1) Ο Πολυκάων (~1490, <πολύ+καίω = λαμπρός), γιος του βασιλιά της Λακωνίας Λέλεγα και της νύμφης Κλεοχαρείας, πήρε ως σύζυγό του τη φιλόδοξη Μεσσήνη, κόρη του βασιλιά του `Αργους Τρίοπα. Όταν ο αδελφός του Πολυκάονα, ο Μύλης, διαδέχθηκε τον πατέρα τους ως βασιλιάς της Λακωνίας, η Μεσσήνη δεν ήθελε να είναι σύζυγος ενός κοινού ανθρώπου, οπότε μάζεψε στρατό από το Άργος και τη Λακωνία, κατέλαβαν μαζί με τον Πολυκάονα τη Μεσσηνία, χώρα που πήρε το όνομα της Μεσσήνης, και ίδρυσαν εκεί το Βασίλειο της Μεσσηνίας, όπου ο Πολυκάονας έγινε πρώτος βασιλιάς. Ίδρυσαν επίσης την πόλη Ανδανία, όπου έχτισαν το ανάκτορό τους.
(2) Ο Φάρις (1450, <φάος [=φως] >φάρος [=φωτεινός]) ήταν γιος του Ερμή και της Δαναΐδας Φιλοδάμειας. Κόρη του ήταν η Τηλεγόνη. Αναφέρεται ως επώνυμος ήρωας της Μεσσηνιακής πόλης Φαρές (Φαραί), στην θέση της σημερινής Καλαμάτας. Ο Όμηρος την αναφέρει επίσης και ως "Φηραί" ή "Φηρή" και ο Ξενοφών ως "Φεραί". Οι Φαρές αναφέρονται επίσης ως μία από τις επτά πόλεις που πρόσφερε ο Αγαμέμνων στον Αχιλλέα, αν έπαυε το θυμό του και λάμβανε σύζυγο μία από τις τρεις θυγατέρες του. Περί τον 8ο αιώνα π.Χ. η πόλη πέρασε στη κυριαρχία των Λακώνων όπου και παρέμεινε μέχρι το 369 π.Χ. όταν ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε την πόλη και την επέστρεψε στην κυριαρχία των Μεσσηνίων. Η αρχαία πόλη «Καλάμαι» βρισκόταν στην θέση του σημερινού Ελαιοχωρίου.
(3) Ο Καύκων (~1420 <καυκί [= κρανίο] <καύσις+κάρα [=κεφάλι]), γιος του Κελαινού και εγγονός του Αθηναίου Φλύου, επισκέφτηκε την περιοχή και εισήγαγε στον τόπο τα μυστήρια της Δήμητρας.
(4) Ο Περιήρης (~1410, <περί [=πολύ] + άρω [=αρμόζω >ήρως >-ήρης] = πολύ ηρωικός) ήταν γιος του γενάρχη Αιόλου, βασιλιά της Θεσσαλίας, γιου του Έλληνος και εγγονού του Δευκαλίωνος. Σύζυγός του ήταν η Γοργοφόνη κόρη του Περσεώς.
(5) Ο Αφαρεύς (~1380, <α [επιτατικό] + φάρος [=φωτεινός] = πολύ λαμπρός) ήταν γιος του Περιήρη και της Γοργοφόνης, κόρης του Περσέως. Πήρε ως σύζυγό του την Αρήνη, κόρη του Οίβαλου, βασιλιά της Σπάρτης και απέκτησαν δύο γιους, τον Ίδα και τον Λυγκέα, γνωστούς ήρωες της Αιτωλίας από το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Όταν βασίλευε στη Μεσσηνία φιλοξένησε τον Τυνδάρεω που καταδιωκόταν από τους αδελφούς του Ικάριο και Ιπποκόοντα, οι οποίοι τον είχαν εκδιώξει από τη Σπάρτη. Ο Αφαρέας φιλοξένησε επίσης τον Νηλέα, βασιλιά των παραλιακών πόλεων της δυτικής Μεσσηνίας και της Πύλου, καθώς και τον Λύκο, γιο του Πανδίωνα της Αθήνας, ο οποίος εισήγαγε τα μυστήρια των «Μεγάλων Θεών» στη Μεσσηνία. Νεότεροι μύθοι μιλούν για τη διαμάχη ανάμεσα στους γιους του Αφαρέα, που ονομάσθηκαν Αφαρητιάδες ή Αφαρητίδες, και τους Διοσκούρους, γιους του Τυνδάρεω. Τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν ο Επαμεινώνδας αποκατέστησε τη μεσσηνιακή λατρεία, ο Αφαρεύς και οι γιοι του ενσωματώθηκαν στον ιερατικής προελεύσεως γενεαλογικό κατάλογο των Μεσσηνίων βασιλέων, εικόνες τους τοποθετήθηκαν στο ναό του Τρίοπα στη Μεσσήνη και έγιναν σύμβολα της αντίστασης των Μεσσηνίων κατά των Σπαρτιατών, παρά το γεγονός ότι αργότερα λατρεύονταν και στη Σπάρτη.
(6) Ο Αλφειός (1320, < αλφάνω {<είληφα [πρκμ. του λαμβάνω] > ειληφάνω > ειλφάνω [ει>α] = ευρίσκω, κομίζω, κτώμαι} = ο προσκομιστής, ο πλουτοδότης) ήταν θεοποιημένος βασιλιάς, που λατρευόταν κυρίως στην Ηλεία, την Μεσσηνία και την Αρκαδία. Φερόταν ως γιος του Ωκεανού και της Τηθύος απόγονος του Ήλιου. Κάποτε σκότωσε τον αδελφό του Κέρκαφου και τον καταδίωξαν οι Ερινύες. Φτάνοντας στον ποταμό Νύκτιμο έπεσε μέσα και πνίγηκε και από τότε ο ποταμός πήρε το όνομα του.
(7) Ο Ορσίλοχος (~1280 <ορθός + λόχος [=ενέδρα, πατρίδα] = από καλή πατρίδα) ήταν βασιλιάς των Φαρών της Μεσσηνίας, γιος του ποτάμιου θεού Αλφειού και πατέρας του Διοκλέους.
(8) Ο Εύρυτος (1250, <ευρύς + ρύσις [=ροή] = ο ρέων ομαλά) ήταν βασιλιάς της Οιχαλίας, γιος του Μελανέως και της Στρατονίκης. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Εύρυτος κληρονόμησε το θεϊκό τόξο, δώρο του Απόλλωνα, και το άφησε με τη σειρά του στον γιο του Ίφιτο. Ο ίδιος ήταν άριστος τοξότης, και προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μονομαχία. Ο Απόλλωνας τον τιμώρησε με θάνατο, είτε άμεσα, είτε έμμεσα δια του Ηρακλέους. Τον Εύρυτο διεκδίκησαν ως τέκνο τους όλες οι περιοχές της Ελλάδας που είχαν πόλη με το όνομα Οιχαλία: η Μεσσηνία, η Θεσσαλία και η Εύβοια και, επειδή και στην Τραχίνα της Αιτωλίας υπήρχε Οιχαλία, οι γείτονες Ευρυτάνες θεωρούσαν ότι η Ευρυτανία είχε πάρει το όνομά της από τον Εύρυτο. Ο Εύρυτος πήρε για γυναίκα του την Αντιόπη ή Αντιόχη, και απέκτησαν 5 παιδιά: τον Δηίονα, τον Κλύτιο, τον Τοξέα, τον Ίφιτο και την Ιόλη. Ο Ηρακλής ερωτεύθηκε την Ιόλη και τη ζήτησε σε γάμο, αλλά ο Εύρυτος, προκειμένου να αποχωρισθεί τη μονάκριβη κόρη του, προκήρυξε πανελλήνιο αγώνα τοξοβολίας με την Ιόλη ως έπαθλο για όποιον τον νικούσε. Ο Ηρακλής, που κατά ειρωνεία της τύχης είχε μάθει την τέχνη της τοξοβολίας από τον ίδιο τον Εύρυτο, κατόρθωσε να τον νικήσει. Τότε ο Εύρυτος και οι γιοί του προφασίσθηκαν ότι φοβούνταν μήπως ο ήρωας καταληφθεί και πάλι από μανία και σκοτώσει τα παιδιά του, και αρνήθηκαν να του παραδώσουν την Ιόλη. Από τα παιδιά του Ευρύτου μόνο ο Ίφιτος πήρε το μέρος του Ηρακλή και υποστήριζε ότι έπρεπε να του δώσουν την Ιόλη. Ο Ηρακλής τότε έφυγε για λίγο για να γλυτώσει την Άλκηστη από τα χέρια του Άδη. Επιστρέφοντας, βρήκε τον Εύρυτο να εξακολουθεί να αρνείται να του δώσει την κόρη του. Μάλιστα του είχαν κλέψει τα βόδια και κατηγορούσε για την κλοπή τον ήρωα. Ο Ίφιτος είπε ότι θα τα έβρισκαν και ότι δεν έφταιγε σε αυτό ο Ηρακλής. Πριν όμως ξεκινήσουν για την έρευνα, ο Ηρακλής καταλήφθηκε και πάλι από μανία και σκότωσε τον Ίφιτο. Όταν συνήλθε, ο Ηρακλής μετανόησε και θέλησε να εξαγνισθεί για το νέο του έγκλημα, καθώς είχε αρρωστήσει μετά το θάνατο του Ιφίτου. Ταξίδεψε στους Δελφούς και δέχθηκε το χρησμό ότι έπρεπε να πωληθεί ως δούλος και να πληρώσει αποζημίωση στον Εύρυτο. Ο Εύρυτος δεν δέχθηκε τα χρήματα, αλλά ο Ηρακλής έμεινε επί τρία χρόνια δούλος της Ομφάλης, βασίλισσας της Λυδίας. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Οιχαλία, κυρίευσε την πόλη, σκότωσε τον Εύρυτο και τα υπόλοιπα τρία αρσενικά παιδιά του, και πήρε την Ιόλη.
(9) Ο Διοκλής (~1210, <Δίας + κλέος = έχων τη δόξα του Δία) ήταν βασιλιάς των Φηρών της Μεσσηνίας, εγγονός του ποτάμιου θεού Αλφειού και γιος του Ορσιλόχου. Είχε δύο παιδιά, δίδυμα, τον Ορσίλοχο (που πήρε το όνομα του παππού του) και τον Κρήθωνα. Ο Διοκλής ο Μεσσήνιος αναφέρεται στην Ιλιάδα (Ε 542 κ.ε.), όπου χαρακτηρίζεται ως πάμπλουτος και μεγαλόκαρδος. Επιπλέον, αναφέρεται και στην Οδύσσεια (γ 488-490, ο 186), καθώς πρόσφερε φιλοξενία στον Τηλέμαχο στη μέση του ταξιδιού του γιου του Οδυσσέα από την Πύλο στη Σπάρτη, και πάλι κατά την επιστροφή του από τη Σπάρτη στην Πύλο, για μία νύχτα κάθε φορά.
(10) Ο Ορσίλοχος και ο Κρήθων (~1190), ήταν δίδυμοι γιοι του Διοκλέους. Ο Ορσίλοχος αυτός αναφέρεται τόσο στην Ιλιάδα (Ε 546), όσο και στην Οδύσσεια (γ 488, φ 16, και είχε κάποτε φιλοξενήσει στο ανάκτορό του τον Οδυσσέα. Αυτός και ο αδελφός του Κρήθωνας έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο εναντίον των Τρώων και σκοτώθηκαν στον πόλεμο από τον Αινεία (Ιλιάδα, ραψωδία Ε, στίχοι 542 κ.ε.).
στ. Αχαΐα
Στην Αρόη (<αρόω [<αείρω, αίρω, διότι κατά το όργωμα ανασηκώνεται το χώμα] = οργώνω, καλλιεργώ, σπείρω, τίκτω), που μετά τον Πατρέα μετονομάστηκε σε Πάτρα (<Πατρεύς <πατήρ <πάππας), περιλαμβάνοντας και τις πόλεις Άνθεια και Μεσάτιδα, αναφέρονται βασιλείς ως εξής::
(1) Ο Αιγιαλεύς (~1770 < <αιγιαλός [<αΐσσω, άϊξ > αίγες = υψηλά ορμητικά κύματα] + αλς, αλός [=θάλασσα]), γιος του βασιλιά του Άργους Ινάχου και της Ωκεανίδας Μελίας, βασίλεψε στη Σικυώνα και από αυτόν ονομάσθηκε Αιγειάλεια η χώρα στα βορειοδυτικά παράλια της Πελοποννήσου, από την Κορινθία μέχρι τα όρια της Ηλείας. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Εύρωπας, και όλη η σειρά των βασιλέων της Σικυώνας που εξουσίαζαν την περιοχή μέχρι τα χρόνια του Εύμηλου (Τελχίνας Εύρωπα, Άπις Τελχίνα, Θελξίων Άπιδος, Αίγυρος Θελξίωνα, Θουρίμαχος Αίγυρου, Κόρωνος Χρυσόρθης, Λαμέδων Κορώνου, Σικυών Μητίωνα και Κόραξ Κορώνου)
(1) Ο Εύμηλος (~1410, <εὑ + μήλα [<μείλα=πρόβατα] = πολύμηλος, αυτός που έχει πολλά πρόβατα), ήταν ο πρώτος αυτόχθων βασιλιάς του ολιγάριθμου Ιωνικής καταγωγής λαού στην Αιγειάλεια της Αχαΐας. Στην εποχή του ήρθε από την Ελευσίνα στην περιοχή ο Τριπτόλεμος, ο οποίος γύριζε όλη την Ελλάδα και μάθαινε στους ανθρώπους να καλλιεργούν σιτάρι, όπως τον είχε διδάξει η θεά Δήμητρα, που τον ανάθρεψε. Αφού πρώτα έλεγξε αν ήταν γόνιμο το έδαφος, δίδαξε στον Εύμηλο τη σπορά του σταριού και τον βοήθησε να χτίσει μια πόλη για να εγκατασταθεί με τον λαό του. Έτσι κτίστηκε η Αρόη που πήρε το όνομα της από την άροση (όργωμα) της γης. Κάποιο βράδυ που κοιμόταν ο Τριπτόλεμος, ο Ανθείας, γιος του Εύμηλου, καβάλησε το άρμα για να σπείρει, αλλά δεν τα κατάφερε να το συγκρατήσει και σκοτώθηκε. Στο μέρος όπου έπεσε, ο Εύμηλος ίδρυσε μια δεύτερη πόλη, δίπλα στην Αρόη, και την ονόμασε Άνθεια προς τιμή του γιου του. Ανάμεσα στις δύο πόλεις χτίστηκε αργότερα η Μεσσάτις. Αυτές τις τρεις πόλεις ένωσε μετά από χρόνια ο Πατρεύς και ίδρυσε την Πάτρα.
(2) Ο Οικεύς (~1340 <οίκος + έχω = οικιστής) βασίλεψε αρκετά χρόνια μετά τον Εύμηλο.
(3) Ο Υπεράσιος (ή Ίππασος, ~1310, <υπέρ + άσιος, ασία, άσιον [= πλήρης ιλύος {άσις, άσεως} = πολύ πλουτοφόρος) ήταν πατέρας των Αργοναυτών Αστερίωνα και Αμφίωνα. Γιοι του ήταν επίσης οι Άκτορας, Ίφιτος, και Ναύβολος. Η καταγωγή τους ήταν από την Πελλήνη ή Παλλήνη της Αχαΐας.
(4) Ο Δεξαμενός (~1250, <δέχομαι [αόριστος εδεξάμην, μτχ. Δεξάμενος] = ο υποδεχθείς), ήταν γιος του Οικέως και κόρες του ήταν η Μνησιμάχη και η Δηιάνειρα. Φιλοξένησε τον Ηρακλή, ο οποίος σκότωσε τον κένταυρο Ευρυτίωνα, που είχε απαγάγει την Μνησιμάχη. Η Δηιάνειρα έγινε σύζυγος του Ηρακλή. Κόρες του Δεξαμενού ήταν και οι δίδυμες Θηρονίκη και Θηραιφόνη, που είχαν παντρευτεί τους Ηλείους βασιλιάδες Αγασθένη και Αμφίμαχο αντίστοιχα.
(5) Ο Σώστρατος ο Δυμαίος (~1230, <σαόω [σώω=σώζω] + στρατός = αυτός που σώζει το στρατό), Αχαιός από την αρχαία πόλη Δύμη, ήταν φίλος του Ηρακλή (γνωστός και ως Πολύστρατος). Βοήθησε τον Ηρακλή στον πόλεμο κατά του Ηλείου βασιλιά Αυγεία και σκοτώθηκε εκεί. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην Δύμη, στην άκρη της δημοσίας οδού, υπήρχε ο τάφος του Σώστρατου τον οποίο είχε φτιάξει ο ίδιος ο Ηρακλής για να τιμήσει τον φίλο του. Στον τάφο του υπήρχε στήλη με την μορφή του Ηρακλή στην οποία οι Δυμαίοι πρόσφεραν θυσίες.
(6) Ο Ευρύπυλος (~1190, <ευρύς + πύλη = με μεγάλες πύλες) ήταν γιος του Ευαίμονος, πολιούχος ήρωας» της Αρόης. Πολέμησε στην Τροία και κατά τη διανομή των λαφύρων άνοιξε ένα μικρό κιβώτιο, μέσα στο οποίο υπήρχε η εικόνα του Διονύσου, κατασκευασμένη από τον θεό Ήφαιστο. Τότε ο Ευρύπυλος κτυπήθηκε από τρέλα και έστειλε ανθρώπους να ρωτήσουν το μαντείο, το οποίο απάντησε ότι μόνο αν έβλεπε μία «παράξενη και ασυνήθιστη θυσία» θα ξαναρχόταν στα λογικά του. Κάποτε ο Ευρύπυλος επισκέφθηκε την Αρόη και είδε την καθιερωμένη ετήσια θυσία ενός νέου και μιας νέας για χάρη της θεάς Αρτέμιδας. Αρκετά ζευγάρια νέων είχαν ήδη θυσιασθεί όταν ήρθε ο Ευρύπυλος, και οι κάτοικοι της Αρόης είχαν και αυτοί ρωτήσει το μαντείο μέχρι πότε θα κρατούσε ο θυμός της θεάς. Το μαντείο τους απάντησε ότι αν κάποιος ξένος ηγεμόνας έβλεπε αυτή τη θυσία, τότε θα τελείωνε η τιμωρία. Τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι ώστε και ο Ευρύπυλος να θεραπευθεί και τα δεινά των κατοίκων της Αρόης να τερματισθούν. Ο Ευρύπυλος ανακηρύχθηκε ήρωας, έζησε την υπόλοιπη ζωή του και πέθανε στην Αρόη. Από τότε στην Αρόη καθιερώθηκε η λατρεία του Διονύσου. Ο τάφος του Ευρυπύλου βρισκόταν επάνω στην ακρόπολη της Αρόης, ανάμεσα στο βωμό και το ναό της «Λαφρίας Αρτέμιδος».
(2) Ο Πρευγένης (~1100, <προ+ευ+γένος = ο υπερέχων στην καταγωγή), γιος του Αγήνορος απόγονου του Αμύκλα, ήταν Λακεδαιμόνιος βασιλικής καταγωγής, ο οποίος, διωγμένος από την πατρίδα του από τους νεοφερμένους Δωριείς, ήρθε με στρατό στην Αχαΐα αναζητώντας μέρος για να εγκατασταθεί, μαζί με άλλους Αχαιούς βασιλικής καταγωγής από το Άργος. Εκεί, αφού πολιόρκησαν τους Ίωνες κατοίκους της περιοχής που είχαν κλειστεί στην Ελίκη, την κατέλαβαν και μοίρασαν την Αχαΐα σε έξι βασίλεια. Ο Πρευγένης πήρε τη δυτική και μεγαλύτερη πλευρά. Θεωρείται ιδρυτής της γιορτής της Λιμνάτιδος Αρτέμιδας και μαζί με τον γιο του Πατρέα τους απέδιδαν θεϊκές τιμές. Αναφέρεται άλλος ένας γιο του ο Αθερίων.
(3) Ο Πατρεύς (~1050, <πατήρ <πάππας <βασικοί βρεφικοί φθόγγοι "πα-πα"), ήταν γιος του Πρευγένη, από το Σπαρτιάτικο γένος των Αγιαδών. Ο Παυσανίας τον αναφέρει ως γιο του Πρευγένη, που ήταν γιος του Αγήνορος, γιου του Αρέως, που ήταν γιος του Άμπυκα, γιου του Πελία, που ήταν γιος του Αιγινήτη, γιου του Δηρείτη, που ήταν γιος του Αρπάλου, γιου του Αμύκλα, που ήταν γιος του Λακεδαίμονα. Αδελφός του ήταν ο Αθερίων. Ο Πατρέας ήρθε στην Αχαΐα, όπου κατοικούσαν ακόμα οι Ίωνες αλλά είχαν εγκατασταθεί και Αχαιοί του Τισαμενού επίσης με καταγωγή από την Σπάρτη. Μετά την θανάτωση του Τισαμενού από τους Δωριείς στη μάχη της Λέρνης και την φυγή των Ιώνων, η χώρα μοιράστηκε στους γιους του, ενώ στον Πρευγένη και τον Πατρέα δόθηκε η παράλια περιοχή όπου σήμερα είναι η Πάτρα. Ο Πατρέας εγκαταστάθηκε στην Αρόη, που την οχύρωσε και ανάγκασε και τους κατοίκους της Άνθειας και της Μεσσάτιδας να συνοικιστούν εκεί. Έτσι δημιούργησε μια νέα πόλη που την ονόμασε από το όνομα του "Πάτραι" (στον πληθυντικό, όπως όλες οι πόλεις που προέκυψαν από συνενώσεις οικισμών, π.χ. Αθήναι, Θήβαι, Σέρραι) και έγινε βασιλιάς της. Ο τάφος του υπήρχε στην αγορά της πόλης, μπροστά από το τοποθετημένο στο ύπαιθρο άγαλμα της Αθηνάς.
Στην Ώλενο (<όλισθος, ο>ω, = ολισθηρή, κειμένη επί της ωλένης ή ολισθηρούς κλιτύος όρους) βασίλεψαν οι εξής:
(1) Ο Ώλενος (~1450), επώνυμος ήρωας της αρχαίας Ώλενου στην Αχαΐα, ήταν ο πρώτος βασιλιάς της πόλης που της έδωσε το όνομά του. Ήταν γιος του Δία ή του Ποσειδώνα και της Δαναΐδας Αναξιθέας. Διάδοχος του και δεύτερος βασιλιάς ήταν ο Κρηνάκος.
(2) Ο Κρηνάκος (~1420, <κρηναίος <κρήνη = βρύση, κρουνός, πηγή), ήταν ο δεύτερος βασιλιάς της πόλης, γιος και διάδοχος του Ώλενου..
(3) Ο Μακαρέας (~1380, <μάκαρ, μακάριος [<μακρός + άρω=αρμόζω] = ευτυχισμένος), γιος του Κρηνάκου (κατά άλλη παράδοση γιος του γενάρχη Αιόλου) από την Ώλενο Αχαΐας, νυμφεύτηκε την Μυτιλήνη και έγινε οικιστής της Λέσβου, πατέρας της Μηθύμνης, της Αντίσσης, της Ίσσης, της Αρίσβης και της Αμφίσσης.
(4) Ο Ασωπός ο Ηλείος (~1350, < α [στερητικό] + σιωπώ = ασώπαστος, δεν σταματάει να κελαρύζει).
(5) Διάδοχος του Ασωπού ήταν ο Πέλοπας (~1320) μέχρι να πάρει μέρος στους αγώνες στην Ηλεία, οπότε έγινε βασιλιάς στην Πίσα, όπως αναφέρεται στην οικεία παράγραφο.
(6) Ο Φόρβας (~1280, <φέρβω < φέρω[>φορέω, φορώ] + βέομαι [=βόσκω, τρέφομαι, σώζω] = αυτός που φέρνει σωτηρία, σωτήριος) ήταν Θεσσαλός, γιος του Λαπίθη και της Ορσινόμης και αδελφός του Περίφαντα. Εγκαταστάθηκε στην Αχαϊκή πόλη Ώλενο, όπου, νυμφεύτηκε την Υρμίνη και έγινε πατέρας της Διογένειας που παντρεύτηκε τον Αλέκτορα, βασιλιά του Άργους, και δύο γιων, του Αυγεία και του Άκτορα, που βασίλεψαν στην Ήλιδα.
Στο Αίγιο (<αΐσσω [= ρίπτομαι, ορμώ {>αίγες = κύματα}], διότι έχει ορμητικά κύματα) βασίλεψαν ως εξής:
(1) Ο Σελινούς (~1415, <σέλας [=φως] + ις, ινός [=δύναμη] = έχει τη δύναμη του φωτός) ήταν αυτόχθονας μυθικός βασιλιάς των Αιγιαλέων στην Αχαΐα. Το βασίλειό του ήταν στην σημερινή περιοχή του Αιγίου. Πάντρεψε την κόρη του Ελίκη με τον Ίωνα ο οποίος τον διαδέχτηκε στο θρόνο του.
(2) Ο Ίων (~1380, <ίω (υποτακ. του είμι = έρχομαι ή πηγαίνω) ήταν γιος του Ξούθου και της Κρέουσας, βασιλέων της Θεσσαλικής Φθίας και έγινε γενάρχης των Ιώνων. Έφτασε στην περιοχή κατά την διάρκεια της βασιλείας του Σελινούντα, νυμφεύτηκε την κόρη του Ελίκη και τον διαδέχτηκε στο θρόνο. Έκτισε την πόλη Ελίκη δίνοντάς της το όνομα της συζύγου του και την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του κτίζοντας και το ναό του Ελικώνιου Ποσειδώνα. Κάποτε εκστράτευε εναντίον της Ελευσίνας βοηθώντας τους Αθηναίους και σε μάχη που έγινε κοντά στην Ελευσίνα σκοτώθηκε.
ζ. Ηλεία
Την εποχή εκείνη στην Ηλεία (<ήλιος< η [δασυνόμενο και περισπώμενο = βεβαίως, αληθώς] + ελεύ-σομαι [μέλλ. του έρχομαι] > ηέλιος >εέλιος) κατοικούσαν δύο επιμέρους φυλές (μίγμα Αχαιών, Αιολέων, Αιτωλών, Ηπειρωτών και αργότερα Δωριέων) και η περιοχή ήταν χωρισμένη σε δύο βασίλεια, των Επειών (ή Ηλείων) με έδρα την Ήλιδα και των Νηλείδων με έδρα την Πίσα Η Ήλιδα βρισκόταν δίπλα στην αρχαία Ολυμπία και στην μυκηναϊκή εποχή ήταν ανεξάρτητο βασίλειο. Οι κάτοικοί της συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο με αρχηγό τον Πολύξενο. Η Πίσα, που απείχε 4 χιλιόμετρα από την Ολυμπία, γνώρισε μεγάλη ακμή στη μυκηναϊκή εποχή και στο κράτος της ανήκε και η Ολυμπία. Αποικία της στα μεταγενέστερα χρόνια ήταν η Ιταλική πόλη Πίζα. Τα δύο κράτη βρέθηκαν πολλές φορές αντιμέτωπα για τον έλεγχο των Ολυμπιακών αγώνων. Σημαντική πόλη ήταν και η Εφύρα, στις όχθες του ποταμού Σελλήεις που πήγαζε από την Φολόη, η οποία εποικίστηκε από κατοίκους της Θεσπρωτικής Εφύρας, στην οποία οφείλει το όνομά της.
Επειοί (Ηλείοι) βασιλείς της Ήλιδας αναφέρονται οι ακόλουθοι:
(1) Ο Ηλεύς (~1490, <ήλιος + ευς [έχω]=καταγόμενος από τον ήλιο), ήταν γιος του θεού Ποσειδώνα και βασιλιάς της πόλεως Ήλιδας, η οποία κατά μία εκδοχή πήρε το όνομά της από αυτόν. Διασώζεται και ο τύπος του ονόματός του «Βηλεύς», που προέρχεται από το αρχαίο γράμμα δίγαμμα (Fηλεύς), που προφερόταν ως «Β» στην τοπική διάλεκτο των Ηλείων.
(2) Ο Οπούντας (~1450, <οπός [= γαλακτώδης χυμός] = χυμώδης), ήταν γιος του γενάρχη Αιόλου (κατά το μύθο του Δία) και της Πρωτογενείας, κόρης του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, και αδελφός του Αέθλιου.ο οποίος ήταν και αυτός βασιλιάς στους Επειούς της Ήλιδας. Οπούντας και Αέθλιος ήταν αρχηγοί των Αιολέων, που έφυγαν από τη Θεσσαλία και εποίκησαν την Ήλιδα.
(3) Ο Αέθλιος (1450, <άθλος, αθλητής <α [επιτατ.] + τλάω [=τολμώ, υπομένω, τ>θ, α>η] = τολμηρός), ήταν επίσης γιος του Αιόλου (ή του Δία) και της Πρωτογένειας και σύζυγος της Καλύκης. Γιος τους ήταν ο Ενδυμίωνας και εγγονός τους ο Επειός ο οποίος έδωσε και το όνομα του στο λαό. Ο Αέθλιος τιμόταν ως προστάτης των αγώνων ή πανηγύρεων σχεδόν απ΄ όλες τις ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας.
(4) Ο Ενδυμίων (~1420, <εν + δύμεναι [απαρέμφατο του δύω=εισχωρώ, βυθίζομαι, επέρχομαι, καταλαμβάνω] = επερχόμενος κατακτητής) ήταν γιος του Αέλθιου και της Καλύκης και εγγονός της Πρωτογένειας και του γενάρχη Αιόλου (ή του Δία) απόγονος του Δευκαλίωνα. Νυμφεύτηκε την Υπερίππη, και γιοι τους ήταν ο Επειός, ο Παίονας και ο Αιτωλός, όλοι επώνυμοι ήρωες λαών και κόρη τους η Ευρυκύδα μητέρα του Ηλείου. Τον ερωτεύτηκε η Σελήνη και ο Δίας τον πήρε στον ουρανό όπου μετά τον έριξε στον Άδη, αλλά του έδωσε το προνόμιο όσο κοιμάται να μένει αγέραστος και αθάνατος. Στην πόλη Ηράκλεια, που βρισκόταν στους πρόποδες του Λάτμου, ο Ενδυμίων λατρευόταν ως μυθικός ιδρυτής της πόλης και υπήρχε ιερό αφιερωμένο σ’ αυτόν.
(5) Ο Επειός (~1380, <ἔπειμι [=πλησιάζω, ακολουθώ] = αυτός που προχωράει) επώνυμος ήρωας του λαού των Επειών, ήταν γιος της Αστεροδίας και του Ενδυμίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε στο θρόνο, και αδελφός του Παίονα και του Αιτωλού, που ήταν και αυτοί γενάρχες και επώνυμοι ήρωες λαών. Είχε αδελφή την Ευρυκύδα, και άλλες 50 αδελφές. Ο πατέρας του Ενδυμίων κάποτε θέλησε να ορίσει τον διάδοχό του και αποφάσισε να διοργανώσει αγώνα δρόμου στην Ολυμπία, με στόχο ο νικητής να τον διαδεχτεί. Νικητής ήταν ο Επειός και τότε ο Παίονας δυσαρεστημένος εγκατέλειψε την χώρα και βασίλεψε στην Παιονία (βόρεια του σημερινού Κιλκίς), ενώ ο Αιτωλός βασίλεψε στην Αιτωλία.
(6) Ο Ηλείος Α (~1345), ήταν (κατά το μύθο) γιος του Ποσειδώνα και της Ευρυκύδας, κόρης του βασιλιά Ενδυμίωνα, πιθανώς πατέρας του Αυγεία και επώνυμος ήρωας των Ηλείων. Στην τριφυλική (=με τρεις φυλές) Ηλεία υπήρχε ιερό άλσος που ονομαζόταν «Ευρυκύδειον», προς τιμή της μητέρας του.
(7) Ο Άκτωρ (~1260, <άγω {μέλλων άξω] = αρχηγός) ήταν γιος του θεσσαλικής καταγωγής Φόρβαντα, που βασίλεψε στην Ώλενο της Αχαΐας, εγγονός του Λαπίθη και του Επειού και αδελφός του βασιλιά Αυγεία. Μητέρα του ήταν η Υρμίνη και γιος του ο Εύρυτος από την γυναίκα του Μολιόνη. Κατά τον Διόδωρο βασίλευσε μαζί με τον αδελφό του Αυγεία, που εγκαταστάθηκε στην Εφύρα. Ήταν επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της πόλης Ύρμινας, που την ονόμασε έτσι προς τιμήν της μητέρας του.
(8) Ο Κτεάτης (~1210, <κτέαρ-κτέατος [=κτήμα] = κάτοχος, κτήτης), ήταν γιος του Άκτορα και βασίλεψε μετά από αυτόν.
(9) Ο Αμφίμαχος (~1190, <αμφί [=από παντού] + μάχη = ικανός να μάχεται με όλους) ήταν γιος του Κτεάτου και της Θηρονίκης (ή Θηριόνης), εγγονός του Άκτορος, και ένας από τους τέσσερις αρχηγούς των Ηλείων στον Τρωικό πόλεμο.
(1) Ο Ηλείος Β (~1120) ήταν γιος του βασιλιά της Ήλιδας Αμφίμαχου και διάδοχός του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας έγινε η κάθοδος των Δωριέων στην Πελοπόννησο.
Στην Πίσα αντίστοιχα η διαδοχή των βασιλέων έχει ως εξής:
(1) Ο Κλύμενος (~1490, <κλύω, κλύομαι {< κοέω [=ακούω] + λύω [= ελευθερώνω] = καλούμαι, γίνεται λόγος για μένα} = ονομαστός, ξακουστός), ήταν βασιλιάς του Ορχομενού της Βοιωτίας, γιος του Κάρδυος. Μετά τον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, εγκαταστάθηκε στην Ολυμπία, όπου, πρώτος αυτός, ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έκτισε βωμούς στους Κουρήτες. Τελικά από το θρόνο του τον έδιωξε ο Ενδυμίωνας, που ενέταξε την Ολυμπία στο βασίλειο της Ήλιδας.
(2) Ο Πίσος (~1380, <πίνω = πότης) ήταν γιος του Περιήρους, βασιλιά της Μεσσήνης, και της Γοργοφόνης, κόρης του Περσέως. Ήταν εγγονός του γενάρχη Αιόλου από την πλευρά του πατέρα του. Αδέλφια του ήταν ο Μεσσήνιος ήρωας Αφαρέας, η Ευρυθέμιδα ή Δηιδάμεια, ο Βώρος και ο Λεύκιππος. Ίδρυσε στην Ηλεία, την πόλη Πίσα, και ήταν ο «επώνυμος ήρωάς» της.
(3) Ο Αλξίων (1350, <αλκή [=δύναμη] + ίω [=έρχομαι] = ερχόμενος με δύναμη), ήταν σύζυγος της Στερόπης, κατά το μύθο κόρης του Άτλαντος, με την οποία απόκτησε τον Οινόμαο.
(4) Ο Οινόμαος (~1330, <όϊς [=πρόβατο] + νομάω [=νέμω, μοιράζω, έχω, κυβερνώ] = ο κατέχων πρόβατα), ήταν βασιλιάς της Πίσας στην Ήλιδα, γιος του Αλξίωνος (κατά το μύθο του θεού Άρεως) και της Αρπίννης ή της Πλειάδας Στερόπης. Με τη σύζυγό του Ευαρέτη, απέκτησαν μια πανέμορφη κόρη, την Ιπποδάμεια, την οποία όμως ο Οινόμαος δεν επιθυμούσε να παντρέψει, γιατί είχε πιστέψει σε ένα χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο ο γαμπρός του θα τον σκότωνε. Διακήρυσσε λοιπόν ότι θα έδινε ως σύζυγο την Ιπποδάμεια σε όποιον θα τον νικούσε σε αρματοδρομία αντοχής, με αφετηρία το Ναό του Δία στην Ολυμπία και τέρμα το Ναό του Ποσειδώνα στον Ισθμό της Κορίνθου. Επειδή όμως τα άλογά του είχαν μεγάλη δύναμη και αντοχή, ο Οινόμαος νικούσε πάντα τον αντίπαλό του και υποψήφιο γαμπρό του και στη συνέχεια του έκοβε το κεφάλι. Αυτό είχε ήδη γίνει δώδεκα φορές, όταν εμφανίσθηκε ο Πέλοπας, βασιλιάς στην Ώλενο της Αχαΐας και ζήτησε την κόρη του για γυναίκα. Ο Πέλοπας είχε φροντίσει να εξαγοράσει προηγουμένως τον Μυρτίλο, ηνίοχο του Οινόμαου, αφού του υποσχέθηκε ότι θα του έδινε το μισό βασίλειο ή την Ιπποδάμεια για μια νύχτα. Ο Μυρτίλος αντικατέστησε τα καρφιά στον άξονα του εμπρόσθιου τροχού στο άρμα του βασιλιά με κέρινα και μόλις ξεκίνησε ο αγώνας, το τέθριππο του βασιλιά αναποδογύρισε και ο Οινόμαος σκοτώθηκε. Χάρη στο γάμο της κόρης του, ο Οινόμαος, έστω και μετά θάνατο, έγινε παππούς του Ατρέα και του Θυέστη και προπάππος του Αγαμέμνονα, του Μενελάου και του Ευρυσθέα.
(5) Ο Πέλοψ (~1300, <πελός, πελλός [=φαιός, γκρίζος] + όψη = μολυβδόχρωμος) ήταν γιος του Τάνταλου και της Κλυτίας, Φρυγικής ή Λυδικής καταγωγής. Αδέρφια του ήταν η Νιόβη και ο Βρωτέας. Νυμφεύτηκε την Ιπποδάμεια, κόρη του Οινόμαου. Παιδιά τους ήταν οι Ατρεύς, Θυέστης, Αλκάθους και Κοπρεύς. Κατά άλλες εκδοχές ήταν απόγονος του Ώλενου και βασίλεψε πρώτα στην αρχαία πόλη Ώλενος της Αχαΐας, μετά τους Κρηνάκο και Ασωπό, ενώ τον ίδιο διαδέχτηκε ο Φόρβας. Στην Πίσα βασίλεψε, όπως προαναφέρθηκε, νικώντας, με ύπουλο τρόπο, σε αγώνα ιπποδρομίας τον Οινόμαο που εξαιτίας του σκοτώθηκε, αφού ξεγέλασε με απατηλές υποσχέσεις και τον ηνίοχό του Μυρτίλο, τον οποίο, μετά τον αγώνα, πέταξε από ένα γκρεμό στη θάλασσα. Ο Πέλοπας θεωρείται ότι θέσπισε επίσημα τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη κοιλάδα του ποταμού Αλφειού, όπου πρώτος τους είχε διεξαγάγει ο Κλύμενος. Η σύζυγος του, Ιπποδάμεια ίδρυσε τα Ηραία, αγώνες προς τιμή της θεάς Ήρας, όπου συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες αθλήτριες. Η μυθική αρματοδρομία μεταξύ Οινόμαου και Πέλοπα, παριστάνεται στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Ολυμπίου Διός στην αρχαία Ολυμπία (για τον Πέλοπα βλ. και στην παράγραφο 3.4.7).
Σε άλλες πόλεις της Ηλείας και ιδιαίτερα στην Εφύρα αναφέρονται οι εξής βασιλείς:
(1) Ο Σαλμωνεύς (~1410) ήταν γιος του γενάρχη Αιόλου και της Εναρέτης, απόγονος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Αδέλφια του ήταν οι Αθάμας και Σίσυφος. Ο Σαλμωνέας πέρασε τη νεανική του ηλικία στη Θεσσαλία, από όπου καταγόταν, και στη συνέχεια μετανάστευσε στην Ήλιδα, όπου ίδρυσε την πόλη Σαλμώνη. Αρχικά πήρε ως σύζυγό του την Αλκιδίκη, θυγατέρα του Αλεού. Από το γάμο αυτό απέκτησε μία κόρη, την Τυρώ, που νυμφεύτηκε τον θείο της Κρηθέα και βασίλεψε στην Ιωλκό της Θεσσαλίας. Μετά το θάνατο της Αλκιδίκης, ο Σαλμωνέας παντρεύτηκε τη Σιδηρώ, που αποδείχθηκε κακιά μητριά. Λεγόταν ότι ο Σαλμωνέας δεν ήταν καθόλου αγαπητός στον λαό. Ήταν τόσο αλαζόνας, ώστε θέλησε να μιμηθεί τον ίδιο τον πατέρα των θεών, τον Δία. `Έτσι έστρωσε ένα δρόμο με χάλκινα φύλλα και μετά έτρεχε πάνω σε αυτό το δρόμο με σιδερένιο ή χάλκινο άρμα, από το πίσω μέρος του οποίου κρέμονταν αλυσίδες. Πίστευε ότι με τον τρόπο αυτό πλησίαζε πολύ το βουητό των κεραυνών του Δία, ενώ για τη λάμψη τους πετούσε καθώς έτρεχε αναμμένους δαυλούς. Ο Δίας οργίσθηκε με αυτή τη βλασφημία και τον κατακεραύνωσε, σκοτώνοντας συγχρόνως και όλους τους υπηκόους του κατοίκους της Σαλμώνης, ενώ στη συνέχεια εξαφάνισε και τη Σαλμώνη.
(2) Ο Αυγείας (~1310, <αυγή = καταγόμενος από την αυγή), ήταν γιος του θεσσαλικής καταγωγής Φόρβαντος που εγκαταστάθηκε στην Ώλενο της Αχαΐας και της Υρμίνης και αδελφός του Άκτορα, ο οποίος βασίλεψε την ίδια περίοδο στην πόλη Ήλιδα, ενώ ο Αυγείας είχε έδρα την Εφύρα. Σύζυγός του ήταν η Επικάστη και παιδιά τους οι Φυλέας, Αγασθένης και Αγαμήδη. Ο Αυγείας έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και μνημονεύεται στην Ιλιάδα από τον Όμηρο στις αφηγήσεις του Νέστορα. Ο Αυγείας ήταν πολύ πλούσιος και είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του πολλά κοπάδια βοδιών και προβάτων. Η κοπριά από αυτά τα βόδια δεν καθαριζόταν επί τριάντα ολόκληρα χρόνια, με αποτέλεσμα να φράξει τους στάβλους του. Στον Ηρακλή ανατέθηκε από τον Ευρυσθέα, ως ένας από τους 12 άθλους του, να καθαρίσει αυτούς τους στάβλους. Ο Ηρακλής παρουσιάσθηκε στον Αυγεία και μπροστά στο γιο του βασιλιά, τον Φυλέα, του πρότεινε να τους καθαρίσει μέσα σε μία μόνο ημέρα με αντάλλαγμα το 1/10 του κοπαδιού, αποκρύπτοντάς του ότι είχε και σχετική εντολή. Ο βασιλιάς, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν ακατόρθωτο, δέχθηκε. Ο Ηρακλής με υδροφραγματικά τεχνάσματα ολοκλήρωσε τον άθλο, αλλά ο Αυγείας αρνήθηκε να του δώσει την αμοιβή με την πρόφαση ότι ο ήρωας δεν τα κατάφερε μόνος, αλλά με τη βοήθεια του Ιόλαου. Το θέμα παραπέμφθηκε σε διαιτησία. Στη σχετική διαδικασία όμως ο γιος του βασιλιά, ο Φυλέας, παρουσιάσθηκε ως μάρτυρας και βεβαίωσε ότι πραγματικά ο πατέρας του είχε υποσχεθεί στον Ηρακλή την αμοιβή του 1/10 των βοδιών, ανεξαρτήτως βοήθειας. Τότε ο Αυγείας θυμωμένος εξόρισε τον γιο του μαζί με τον Ηρακλή, οι οποίοι κατέφυγαν στον Δεξαμενό στην Αχαΐα, από όπου οργάνωσαν με Αρκάδες εκστρατεία κατά του Αυγεία, και τελικά, μετά από κάποιες αποτυχίες, κατά την τρίτη Ισθμιάδα, αφού φόνευσαν τους Ακτορίωνες Ηλείους στις Κλεωνές, όπου είχαν στήσει ενέδρα, έφθασαν στην Ήλιδα από τη Δουλιχία (Λευκάδα) και νίκησαν τον Αυγεία παραδίδοντας το θρόνο στον Φυλέα. Ο γιος αποκατέστησε στο θρόνο τον πατέρα του και μετανάστευσε στην Δουλιχία. Τον Αυγεία διαδέχθηκε μετά από πολλά χρόνια ο άλλος γιος του Αγασθένης, του οποίου ο γιος Πολύξενος μετείχε στον Τρωικό Πόλεμο. Η κόρη του Αυγεία Αγαμήδη, νυμφεύτηκε τον Επειό Μούλιο, για τον οποίο αναφέρεται στην Ιλιάδα (ραψωδία Λ, στίχος 739, διήγηση του Νέστορα) ότι σκοτώθηκε από τον Νέστορα κατά τη μάχη Πυλίων και Επειών, οπότε ο Νέστορας πήρε τα άλογά του.
(9) Ο Αγασθένης (~1250, <άγαν [=πολύ} + σθένος [=δύναμη] =πολύ δυνατός) ήταν βασιλιάς στην Εφύρα, γιος του Αυγεία και πατέρας του Πολύξενου. Υπήρξε ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης και έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο.
(10) Ο Πολύξενος (~1210, <πολύ + ξένος = έχων πολλούς φιλοξενούμενους, φιλόξενος) ήταν γιος του Αγασθένη, εγγονός του βασιλιά Αυγεία και στρατηγός των Επειών στον Τρωικό Πόλεμο (Ιλιάδα, Β 623). Στον Πολύξενο αυτόν τα παιδιά του βασιλιά των Ταφίων Πτερέλαου έφεραν τα βόδια του Ηλεκτρύωνα.
(11) Ο Φυλέας Β (~1190, <φυλή + ευς [<έχω] = από καλή φυλή) ήταν από την Εφύρα, γιος του Αγασθένη και αδελφός του Πολύξενου, τον οποίο διαδέχτηκε στο θρόνο της Εφύρας, μέχρι τα χρόνια της άφιξης των Δωριέων.
η. Κεφαλληνία και Δολιχία
Στο βασίλειο της Κεφαλληνίας (<Κέφαλος <κεφαλή), που περιλάμβανε Ιθάκη, Σάμη, Ζάκυνθο και Κεφαλονιά, όπου παλιότερα ζούσαν οι επιμέρους φυλές των Ταφίων και Τηλεβόων, βασιλείς αναφέρονται οι εξής:
(2) Ο Κέφαλος (~1330, <κεφαλή <επάνω <επανή > κεπανή [το κ προτάσσεται, όπως απήνη – καπάνη] > κεφανή [π>φ] > κεφαλή [ν>λ]) ήταν γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηίωνος, γιου του γενάρχη Αιόλου. Πολύ γνωστός κατά την αρχαιότητα ήταν ο (αλληγορικός για τις δραστηριότητες των κυνηγών που αρχίζουν τα χαράματα) μύθος του έρωτα της Ηούς (Αυγής) για τον Κέφαλο, που τον καταδίωξε ώσπου τον έφθασε στη Συρία, τον άρπαξε και τον έκανε δικό της. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Τιθωνός και ο Φαέθοντας. Μετά από οκτάχρονη απουσία, ο Κέφαλος επέστρεψε στην πατρίδα του, εμφανίσθηκε στη σύζυγό του Πρόκριδα ως ξένος και την έπεισε με πλούσια δώρα να τον παντρευτεί. Στη συνέχεια της αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα και, ύστερα από μικροεπεισόδια οι δύο σύζυγοι συμφιλιώθηκαν. Η Πρόκρις, βλέποντας τον άνδρα της να φεύγει πολύ συχνά στο κυνήγι, τον υποψιάσθηκε επειδή κάποιος δούλος της είχε πει πως στις κυνηγετικές του εξορμήσεις φωνάζει τη λέξη «Νεφέλη» και κάποτε τον ακολούθησε κρυφά. Πραγματικά, ο Κέφαλος επικαλέσθηκε τη νεφέλη αλλά εννοούσε το σύννεφο ή το δροσερό άνεμο που θα τον ανακούφιζε από τη ζέστη. Σε μια στιγμή, ο Κέφαλος αντιλήφθηκε κίνηση στο φύλλωμα ενός θάμνου και νομίζοντας ότι πίσω του κρυβόταν θήραμα, έριξε το ακόντιό του, αλλά εκεί κρυβόταν η Πρόκρις, που τη σκότωσε χωρίς να το θέλει. Σύμφωνα με το κυκλικό έπος «Επίγονοι», ύστερα από το φόνο της γυναίκας του ο Κέφαλος εξαγνίσθηκε από τους Θηβαίους. Μετά την κάθαρσή του, για να τους ευχαριστήσει τους παραχώρησε τον σκύλο του για να καταδιώξει την αλεπού του Τευμησσού που κατέστρεφε τη χώρα τους. Κατά μία εκδοχή, ο Κέφαλος δικάσθηκε από τον Άρειο Πάγο και καταδικάσθηκε σε εξορία από την Αττική. Τότε ακολούθησε τον Αμφιτρύωνα, γιο του Αλκαίου και πατέρα του Ηρακλή. Βοηθούμενος από τον Αμφιτρύωνα, έδιωξε τους Τηλεβόες από την Κεφαλληνία, όπου εγκαταστάθηκε με τον λαό του και της έδωσε το όνομά του, που έχει μέχρι σήμερα. Αφού επικράτησε στην Κεφαλληνία, ο Κέφαλος ρώτησε το Μαντείο των Δελφών πώς θα αποκτούσε γιους. Η απάντηση του μαντείου ήταν ότι θα έπρεπε να ενωθεί με το πρώτο θηλυκό πλάσμα που θα συναντούσε στο δρόμο του. Ο Κέφαλος συνάντησε μια θηλυκή αρκούδα και, αφού ενώθηκε μαζί της, το θηρίο μεταμορφώθηκε σε όμορφη γυναίκα, τη Λυσίππη (ή Ευρυοδεία) και ο Κέφαλος μπόρεσε να την νυμφευθεί. Από το γάμο τους γεννήθηκε ο Αρκέσιος (<άρκτος), πατέρας του Λαέρτη και παππούς του Οδυσσέα. Από τη διαμονή του στην Αθήνα, ο Κέφαλος έγινε γενάρχης του γένους των Κεφαλιδών, στο δήμο Θορικού Αττικής.
(2) Ο Ίθακος (~1280, <ιθύω = πορεύομαι κατ΄ ευθείαν, σπεύδω, ορμώ προς τα εμπρός {>ιθύνω = κατευθύνω, κυβερνώ}) ήταν γιος του Κερκυραίου Πτερελάου και της Αμφιμήδης (κατά το μύθο απόγονος του Δία), αδελφός του Νήριτου και του Πολύκτορα. Τα τρία αδέλφια έφυγαν μαζί από την Κέρκυρα και πήγαν στην Ιθάκη, όπου ίδρυσαν βασίλειο, κατασκευάζοντας την κτιστή βρύση κοντά στην πρωτεύουσα του νησιού, από όπου υδρεύονταν οι πολίτες (Οδύσσεια, ραψωδία ρ, στίχος 207). Τελικά το νησί πήρε το όνομα του Ιθάκου, ενώ το βουνό της Ιθάκης Νήριτος πήρε το όνομά του από τον Νήριτο.
(3) Ο Αυτόλυκος (~1270, <αυτός + λύκη [=φως] = αυτόφωτος) ήταν γιος του Δαιδαλίωνα και της Φιλωνίδας (ή του Ερμή και της Χιόνης) και δίδυμος αδελφός του Φιλάμμωνα. Νυμφεύθηκε την Αμφιθέα ή τη Νεαίρα και απέκτησαν την Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα. Παιδιά του Αυτολύκου ήταν ακόμα η Πολυμήδη, μητέρα του Ιάσονα, και ο Αίσιμος. Ο Αυτόλυκος ζούσε στον Παρνασσό και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Είναι αυτός που έδωσε το όνομα στο βρέφος Οδυσσέα ως παππούς του. Ο Αυτόλυκος είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Ερμή την ικανότητα να κλέβει και να μεταμορφώνει τα κλεμμένα: Από τον Αμύντορα έκλεψε ένα χάλκινο κράνος και το δώρισε στον Οδυσσέα, που το φορούσε στη νυχτερινή εισβολή του μαζί με τον Διομήδη στην πόλη της Τροίας. Ο Αυτόλυκος όμως νικήθηκε από τον Σίσυφο, όταν προσπάθησε ανεπιτυχώς να κλέψει τα ζώα του.
(8) Ο Αρκέσιος (~1270, <άρκεσις [<αρκέω = αποκρούω, αποσοβώ, υπερασπίζω, προφυλάγω, κατορθώνω, είμαι αρκούντως ισχυρός]) ήταν γιος του Κέφαλου και σύζυγος της Χαλκομέδουσας, πατέρας του Λαέρτη και βασιλεύς της Κεφαλληνίας μετά τον Κέφαλο.
(9) Ο Λαέρτης (~1250, <λαός + αίρω [=ανυψώνω, εξεγείρω] = αυτός που ξεσηκώνει το λαό) ήταν γιος του Αρκέσιου και της Χαλκομέδουσας, εγγονός του Κέφαλου, σύζυγος της Αντίκλειας, κόρης του Αυτόλυκου και πατέρας πολλών θυγατέρων. Ο Οδυσσέας ήταν το μόνο αρσενικό του παιδί. Ο Λαέρτης ήταν ισχυρός βασιλιάς, και πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, όπου πληγώθηκε στη μάχη που έγινε μεταξύ Ελλήνων και Κόλχων, αλλά θεραπεύθηκε από τη Μήδεια. Όταν συνειδητοποίησε πως ο Οδυσσέας αργούσε να επιστρέψει από την Τροία και στεναχωρημένος από το θάνατο της Αντίκλειας, έφυγε από το παλάτι αφήνοντας την εξουσία στον εγγονό του Τηλέμαχο και πήγε να ζήσει στην εξοχή. Είχε μαζί του μόνο δυο υπηρέτες για να τον βοηθούν, επειδή ήταν πολύ γέρος και περνούσε όλη του την ημέρα σκάβοντας στα χωράφια. Στη ραψωδία ω της Οδύσσειας περιγράφεται η συνάντηση του Οδυσσέα με τον πατέρα του μετά τη Μνηστηροφονία και ο Λαέρτης εμφανίζεται να πολεμάει στο πλευρό του γιου του κατά των ξεσηκωμένων (μετά το θάνατο των μνηστήρων) Ιθακησίων. Στις μάχες αυτές ο Λαέρτης σκότωσε τον Ευπείθη, πατέρα του Αντινόου. Πέθανε από φυσικό θάνατο σε βαθιά γεράματα.
(10) Ο Οδυσσεύς (~1190, <οδύσσομαι [=οργίζομαι, μισώ] =εξοργισμένος ή μισούμενος από τους θεούς), ένας από τους καλύτερους υπαρχηγούς του Αγαμέμνονα, που διακρίθηκε όσο λίγοι στην Ιλιάδα, είναι ο βασικός ήρωας στο επικό ποίημα του Ομήρου Οδύσσεια. Είναι ευρέως γνωστός για την πονηριά και εφευρετικότητά του, διάσημος και για τα δέκα χρόνια που διάρκεσε η επιστροφή στην πατρίδα του, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, που τον ανέδειξε σε παγκόσμιο διαχρονικό σύμβολο της τάσης του ανθρώπου για δράση και περιπέτειες. Ήταν γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλεμάχου. Πατέρας του Λαέρτη ήταν ο Αρκέσιος, γιος του Κέφαλου, ιδρυτή της Κεφαλληνίας, και δισέγγονός του Αιόλου. Στην τραγωδία «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη ο μυθικός Σίσυφος αναφέρεται ως πατέρας του (αφού είχε βιάσει τη μητέρα του Αντίκλεια, πριν αυτή παντρευτεί τον Λαέρτη), ενώ πιστεύεται ότι απέκτησε και ένα γιο με την Κίρκη, τον Τηλέγονο. Αναφέρεται και ένας τρίτος γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, ο οποίος γεννήθηκε μετά την επιστροφή του πατέρα του από τον Τρωικό Πόλεμο και δεν αναφέρεται στα ομηρικά έπη. Ονομαζόταν Αρκεσίλαος η Πτολιπόρθης και θεωρείται ο πρόγονος του βασιλικού οίκου των Βαττιδών της αρχαίας Κυρήνης. Η Ιθάκη ήταν ένα από τα πολλά νησιά που περιλαμβάνονταν στο βασίλειο του Οδυσσέα, μεταξύ των Ιόνιων νήσων της Αρχαίας Ελλάδας. Το βασίλειό του φαίνεται πως είχε και ένα μικρό προπύργιο στην ηπειρωτική Ελλάδα, κοντά στον ποταμό Αχελώο. Στην Ιλιάδα ο Οδυσσέας παρουσιάζεται από τον Όμηρο ως ανδρείος πολεμιστής, συνετός βασιλιάς και πολυμήχανος αρχηγός. Η άποψή του πάνω σε πολλά θέματα γινόταν δεκτή από τους άλλους αρχηγούς, που τον σέβονταν όλοι, ενώ η τριάδα Νέστωρ, Οδυσσέας και Ιδομενέας αναγνωρίζονταν ως οι πιο αξιόπιστοι σύμβουλοι. Κατά την διάρκεια του πολέμου ο Οδυσσέας αναδείχτηκε σε συμφιλιωτική και ενωτική δύναμη μεταξύ των Ελλήνων, αφού προσπάθησε να συμφιλιώσει τον Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα, μετά την διαμάχη για την Βρισηίδα, και να μεταπείσει τον Αγαμέμνονα όταν, απογοητευμένος από τις στρατιωτικές ήττες, σκεφτόταν να εγκαταλείψει την Τροία. Κατάφερε ακόμη να συγκρατήσει τον μαινόμενο Αχιλλέα, όταν μετά το θάνατο του Πατρόκλου ήθελε να επιτεθεί στους Τρώες άμεσα και απροετοίμαστα. Η σημαντικότερη συνεισφορά του Οδυσσέα στο Τρωικό Πόλεμο όμως ήταν η έμπνευση του «Δούρειου Ίππου» (=ξύλινο άλογο) με τον οποίο οι Αχαιοί κατόρθωσαν να καταλάβουν την απροστάτευτη πόλη σχετικά εύκολα, δίνοντας τέλος στον Τρωικό Πόλεμο (για τον Οδυσσέα βλ. και στην παράγραφο 3.5.5 για τον Τρωικό Πόλεμο).
(11) Ο Τηλέμαχος (~1270, <τήλε [= μακριά] + μάχη = αυτός που έμεινε μακριά από τον πόλεμο, διότι δεν πήγε στην Τροία) ήταν γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Οι πρώτες τέσσερις ραψωδίες (α - δ) της Οδύσσειας ονομάζονται «Τηλεμάχεια», επειδή σε αυτές γίνεται αναφορά στην αναζήτηση του Οδυσσέα από τον Τηλέμαχο. Όπως εμφανίζεται στην Οδύσσεια, ο Τηλέμαχος γεννήθηκε, όταν ο Οδυσσέας εγκατέλειψε την Ιθάκη για τον Τρωικό πόλεμο. Σε ηλικία είκοσι ετών, με την παρακίνηση της θεάς Αθηνάς, που εμφανίστηκε μπροστά του μεταμφιεσμένη ως ο πιστός φίλος του Οδυσσέα Μέντορας, αποφάσισε να ταξιδέψει για αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με την τύχη του πατέρα του. Έτσι επισκέφθηκε την Πύλο, όπου τον φιλοξένησε ο Νέστορας και συνοδευόμενος από το γιο του Νέστορα, Πεισίστρατο, επισκέφθηκε στη συνέχεια τις Φαρές (σημερινή Καλαμάτα) και την Σπάρτη, όπου τον φιλοξένησε ο Μενέλαος. Από εκεί επανήλθε στην Ιθάκη διαφεύγοντας από πολλές ενέδρες των μνηστήρων της μητέρας του. Όταν έφθασε στην Ιθάκη, ανακάλυψε πως ο Οδυσσέας βρισκόταν στην καλύβα του Εύμαιου και στη συνέχεια τον συνόδευσε στο παλάτι, όπου την επόμενη ημέρα αλληλοαναγνωριζόμενοι εξολόθρευσαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Μετά την αποκατάσταση του πατέρα του στο θρόνο, ο Τηλέμαχος έφυγε σε μακρινά μέρη, για να μην επαληθευτεί κάποιος χρησμός που προέβλεπε το θάνατο του Οδυσσέα από το γιο του. Επέστρεψε στην Ιθάκη, όταν έμαθε πως ο πατέρας του τελικά φονεύθηκε από τον γιο που είχε αποκτήσει με την Κίρκη, τον Τηλέγονο, που εν αγνοία του είχε γίνει πατροκτόνος. Αφού συμφιλιώθηκε μαζί του, ο Τηλέγονος νυμφεύτηκε τη μητέρα του Πηνελόπη και ο ίδιος νυμφεύτηκε την Κίρκη, με την οποία και απέκτησε γιο, τον Ρώμο, που έγινε αργότερα ιδρυτής της Ρώμης. Κατ' άλλο μύθο ο Τηλέμαχος νυμφεύτηκε επίσης τη Ναυσικά, κόρη του Βασιλιά των Φαιάκων Αλκινόου, με την οποία και απέκτησε τον Περσέπολι, ο οποίος όμως, κατά τον Ησίοδο, γεννήθηκε από την ένωση του Τηλέμαχου με την Πολυκάστη, μικρότερη κόρη του Νέστορα, γιού του Νηλέα, βασιλιά της Πύλου.
(12) Ο Ρώμος (<ρώμη=δύναμη) και ο Περσέπολις (<πέρθω [=κατακτώ >πέρσις] + πόλις = κατακτητής πόλεων), γιοι του Τηλεμάχου (~1100), έγιναν πρώτοι οικιστές της Ρώμης και της Περσέπολης, αντίστοιχα, σύμφωνα με αυτή την παραλλαγή των μύθων, που υποδηλώνουν έμμεσα φυλετική σχέση των Ελλήνων τόσο με τους Ρωμαίους, όσο και με τους Πέρσες.
Στο βασίλειο της Δολιχίας (<δόλιχος [<δρό-μος > δρο- > δορ- (ρο>ορ) > δολ- (ρ>λ)] + ίκω (κ>χ) = μακρύς δρόμος) που περιλάμβανε τη Λευκάδα (Δολίχη) και τις Εχινάδες νήσους, γνωστοί βασιλείς ήταν:
(1) Ο Τάφιος (~1320), γιος του Ποσειδώνα και της Ιπποθόης, κόρης του Περσέως, εγκατέλειψε την πόλη του, τις πολύχρυσες Μυκήνες, και εγκαταστάθηκε στη νησίδα Τάφο, του συγκροτήματος των Εχινάδων νήσων που μνημονεύεται στην Οδύσσεια του Ομήρου (πιθανώς το σημερινό Μεγανήσι). Αργότερα, ξαναγύρισε στις Μυκήνες όπου σκότωσε τους γιούς του βασιλιά Ηλεκτρύωνος. Ως γιος του Τάφιου μνημονεύεται ο Πτερέλαος.
(2) Ο Έλειός (~1310) ήταν ο μικρότερος σε ηλικία γιος του Περσέως και της Ανδρομέδας. Γεννήθηκε στις Μυκήνες και συνόδευσε τον Αμφιτρύωνα, πατέρα του Ηρακλή, στη νήσο Τάφο στην εκστρατεία του κατά των Τηλεβοών, με άλλους συμμάχους τον (αρχικά) βασιλιά του Θορικού Αττικής Κέφαλο, τον βασιλιά των Φωκέων Πανοπέα και τον Κρέοντα της Θήβας. Η συμμαχία αυτή κατανίκησε τους Τηλεβόες (Ηρόδοτος Ε 59, Πινδ. Νεμ. Χ 14, Απολλόδωρος Β 4-7). Ο Κέφαλος και ο Έλειος μοιράσθηκαν την εξουσία στην Κεφαλληνία και την Τάφο μετά τη νίκη.
(3) Ο Πτερέλαος (~1290) ήταν γιος του Τάφιου και βασιλιάς της πόλης των Ταφίων. Λέγεται πως ο θεός Ποσειδών έκανε αθάνατο τον Πτερέλαο, φυτρώνοντας στα μαλλιά του μια χρυσή τρίχα. Ο Πτερέλαος απόκτησε εφτά παιδιά: τον Ευήρη, το Χρόμιο, τον Τύραννο, τον Αντίοχο, το Χερσιδάμα, το Μήστορα και την Κομαιθώ. Κατά την πολιορκία της πόλης από τον Αμφιτρύωνα, η Κομαιθώ τον ερωτεύτηκε και πρόδωσε τον πατέρα της, όμως ο Αμφιτρύων όταν κατέλαβε την πόλη την σκότωσε.
(4) Ο Φυλέας Α (~1210, <φυλή + ευς [<έχω] = από καλή φυλή) ήταν από την Εφύρα, γιος του Αυγεία και αδελφός του Αγασθένη, ενός από τους αρχηγούς των Ηλείων στον Τρωικό πόλεμο. Κατασκεύασε το θώρακα του Φυλείδη, αρχηγού των Επειών, φίλου του Ώτου, που τους σκότωσε ο Πολυδάμαντας στον Τρωικό πόλεμο. Ο Φυλέας διαφώνησε με τον πατέρα του και εγκατέλειψε την Ήλιδα πηγαίνοντας στο Δολίχιο, τις σημερινές Εχινάδες. Σύζυγός του ήταν η Κτισμένη, κόρη του Λαέρτη και αδελφή του Οδυσσέα. Ο γιος του Μέγης συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο με τους Ηλείους.
(5) Ο Μέγης (~1190, < μέγας, μεγαλόσωμος) ήταν γιος του Φυλέα, βασιλιά στο Δουλίχιο (σημερινές Εχινάδες) και εγγονός του Αυγεία, βασιλιά των Επειών της Ηλείας στην Εφύρα. Μητέρα του ήταν η Κτισμένη, κόρη του Λαέρτη και αδελφή του Οδυσσέα. Στον Τρωικό Πόλεμο ήταν αρχηγός στρατού από το Δουλίχιο. Σε μία μάχη με τον Έκτορα ο Πολυδάμας σκότωσε τον φίλο του Ώτο από την Κυλλήνη. Βλέποντας τον φίλο του νεκρό, ο Μέγης όρμησε στον Πολυδάμα αλλά αυτός κατάφερε να ξεφύγει με παρέμβαση του Απόλλωνα. Ο Μέγης τότε σκότωσε τον Κροίσμο.
3.2.2. Στερεά Ελλάδα
α. Θήβα
Η Θήβα (Θήβη [<τέθηπα, πρκμ. με σημασία ενεστωτ. που σημαίνει μένω έκθαμβος, θαυμάζω, εκπλήσσομαι, αόρ. έ-ταφ-ον] > θάμβη, θάμβος), όπου ζούσαν Λέλεγες, Τέμμικες, Ύαντες και αργότερα Φοίνικες, Αχαιοί και Αιολείς, ήταν από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες πόλεις της Ελλάδας, με μακρύ κύκλο μυθιστορικών παραδόσεων. Βασιλείς της πόλης ήταν:
(1) Ο Κάλυδνος (~1800, <καλός + υδνέω [=τρέφω, αυξάνω {<δαίνυμι} = αυτός που φέρνει πολλή τροφή) ήταν ένας από τους πολλούς γιους του θεού Ουρανού, πρόγονος του Ωγύγη, ο πρώτος κατασκευαστής των τειχών και ο πρώτος βασιλιάς των Θηβών. Από αυτόν ονομάσθηκε η πόλη Κάλυδνα ή Καλύδνου Τύρσις (τύρσις, τύρρις, τύρος = πύργος > γαλ. Tour, ιταλ. Torino).
(2) Ο Ωγύγης (περί το 1769, <ω [= λίαν] + γάϊος [{<γαία} > γάγιος > γύγιος] = καταγόμενος από τη γη, αρχέγονος, πρωταρχικός, πολύ αρχαίος) ήταν ένας από τους αρχέγονους ηγέτες της Βοιωτίας, στην οποία περιλαμβανόταν και η Αττική, βασιλιάς των «Εκτενών», των αυτοχθόνων, προκατακλυσμιαίων, πρώτων κατοίκων της Βοιωτίας. Ίδρυσε την πόλη Ωγυγία (την μετέπειτα Θήβα) και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της. Από αυτόν αρκετοί αρχαίοι Έλληνες ποιητές ονομάζουν τους Θηβαίους «Ὠγυγίδες». Ο Ωγύγης και οι Εκτένες, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, επέκτειναν τα όρια της περιοχής τους σε μία γειτονική περιοχή που ονομαζόταν Ακτή (μετέπειτα Αττική <Ακτική) και υπήρξαν οι ιδρυτές της Ελευσίνας. Σύζυγός του ήταν η Θήβη (από την οποία πήρε το όνομά της η Θήβα) και παιδιά τους ήταν οι Ελεύσινος (ιδρυτής της Ελευσίνας), Αυλίς, Δελφινία και Αλαλκαμενία. Κατά μία εκδοχή ο Κάδμος ήταν απόγονός του. Ο πρώτος από τους τρεις κατακλυσμούς της ελληνικής μυθολογίας, ονομάστηκε Ωγύγιος και συνέβη όταν βασίλευε ο Ωγύγης στην Βοιωτία. Πιστεύεται ότι οφειλόταν σε απότομη υπερχείλιση της λίμνης Κωπαΐδας και επεκτάθηκε μέχρι την Αττική. Την εποχή εκείνη βασιλιάς του Άργους ήταν ο Φορωνεύς. Για τον Ωγύγιο Κατακλυσμό έχουν προταθεί διάφορες χρονολογίες: 9.500 π.Χ.(Πλάτων), 2.136 π.Χ. (Βάρρων) και 1.769 π.Χ (Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός). Από αυτές η πρώτη είναι σύμφωνη με το γεωλογικό δεδομένο της τελευταίας τήξης των παγετώνων, ενώ η τελευταία είναι σύμφωνη με τη χρονολόγηση που βασίζεται στη διαδοχή των βασιλέων της Αχαϊκής μυθιστορίας. Ο Ωγύγης επέζησε του κατακλυσμού, όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν τα κατάφεραν. Μετά το θάνατο του ίδιου και λόγω των καταστροφών που προκλήθηκαν, η Βοιωτία και η Αττική έμεινε χωρίς βασιλείς για 189 έτη μέχρι την εποχή του Κέκροπα. Από το όνομα του Ωγύγη προέρχεται και το τοπωνύμιο Ωγυγία, το φανταστικό νησί που αναφέρει ο Όμηρος στην Οδύσσεια.
(3) Αρκετές δεκαετίες μετά τον Ωγύγη, κατά τη διάρκεια των οποίων η Αττική και η Βοιωτία είχαν ερημωθεί εξαιτίας του κατακλυσμού, ήλθε από τη Φοινίκη ο Κάδμος (~1470, <ακάδημος <εκάδημος = μακρινός δήμος), αναζητώντας την αδελφή του Ευρώπη. Ήταν γιος του Αγήνορα Β (απόγονου της πριγκίπισσας του Άργους Ιούς) και της Τηλέφασσας, αδελφός, εκτός από την Ευρώπη, του Φοίνικα και του Κίλικα (επώνυμων ηρώων αντίστοιχων χωρών). Ο Κάδμος εγκαταστάθηκε εκεί, ίσως επειδή, σύμφωνα με την παράδοση, (εκτός από την Ιώ) ήταν απόγονος και του Ωγύγη και επανίδρυσε την πόλη των Θηβών, εξασφαλίζοντας, μετά από μάχη, την συνεργασία των παλιών κατοίκων. Κατά το μύθο σκότωσε ένα δράκοντα που φρουρούσε μια πηγή γειτονικά της Θήβας. ¨Έσπειρε τα μισά δόντια του δράκου σε οργωμένο χωράφι και από τη γη φύτρωσαν άγριοι πολεμιστές που ονομάστηκαν Σπαρτοί. Με ένα έξυπνο σχέδιο του Κάδμου αυτοί αλληλοεξοντώθηκαν και επέζησαν μόνο πέντε, που αποτέλεσαν τους πρώτους πολίτες της Θήβας (ο Εχίων, ο Χθόνιος, ο Ουδαίος, ο Υπερήνωρ και ο Πέλωρ). Ως ανταμοιβή ο θεός Άρης του έδωσε για σύζυγό του την πεντάμορφη κόρη του Αρμονία. Ο Κάδμος δώρισε στη γυναίκα του ένα πέπλο φτιαγμένο από την Αθηνά και ένα περίφημο περιδέραιο, γνωστό ως «το περιδέραιο της Αρμονίας», έργο του Ηφαίστου. Παιδιά τους ήταν ο Πολύδωρος, η Αγαύη, η Αυτονόη, η Ινώ και η Σεμέλη, μητέρα του θεού Διόνυσου (για τον Κάδμο βλ. και στην παράγραφο 3.4.4).
(4) Ο Πενθεύς (~1450, <πένθος [= θλίψη] + έχω [>-ευς] = λυπημένος) ήταν γιος του Εχίονα (ενός από τους Σπαρτούς) και της Αγαύης, κόρης του Κάδμου. Ο Κάδμος στα γεράματά του παραχώρησε το θρόνο των Θηβών στον Πενθέα και μετανάστευσε μαζί με την σύζυγό του Αρμονία στην Ιλλυρία. Ως βασιλιάς, ο Πενθέας καταπολέμησε δυναμικά τη διάδοση της λατρείας του θεού Διονύσου στο βασίλειό του, φθάνοντας μάλιστα κάποια στιγμή να φυλακίσει και τον ίδιο τον θεό. Αλλά ο Διόνυσος ελευθερώθηκε και παράσυρε τον Πενθέα να κατασκοπεύσει τις Βοιωτές γυναίκες στο βουνό Κιθαιρώνα, όπου λάτρευαν τον θεό. Οι μαινόμενες όμως «Βάκχες» τον ανακάλυψαν και τον έφαγαν ζωντανό με πρώτη την ίδια του τη μητέρα, την Αγαύη, η οποία έμπηξε το κεφάλι του Πενθέως στο κοντάρι της, νομίζοντας μέσα στην ιερή τρέλα και έκστασή της ότι ήταν κεφάλι λιονταριού. Το μύθο του Πενθέως πραγματεύθηκε ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Βάκχαι». Διάδοχος του Πενθέως στο θρόνο ήταν ο θείος του Πολύδωρος.
(5) Ο Πολύδωρος (~1430, <πολλά + δώρα = αυτός που έχει πολλά χαρίσματα) ήταν γιος του Κάδμου και της Αρμονίας, και αδελφός της Σεμέλης, της Αγαύης και της Ινούς. Νυμφεύθηκε τη Νυκτηίδα, κόρη του Νυκταίου, που ήταν συγγενής με τη Νύκτα, από την οποία απέκτησε τον Λάβδακο. Ονομάστηκε «Πολύδωρος» επειδή στο γάμο του δέχτηκε πολλά δώρα από τους θεούς. Στις Βάκχες του Ευριπίδη αναφέρεται πως προσπάθησε να απαγορεύσει την έλευση της διονυσιακής λατρείας στην πόλη του, με συνέπεια να τον καταδιώξουν οι Μαινάδες, μεθυσμένες και ξαναμμένες από τη διαδικασία της λατρείας.
(6) Ο Λάβδακος (~1390, <από το γράμμα λάβδα [<λάλη+βάδην = οδηγεί το λόγο] = αδέξιος στην προφορά του φθόγγου "λ") ήταν γιος του Πολύδωρου και της Νυκτηίδας, εγγονός του ιδρυτή της Θήβας Κάδμου και ιδρυτής της γενιάς των Λαβδακιδών. Ήταν πατέρας του Λάιου και παππούς του Οιδίποδα, του οποίου η μητέρα Ιοκάστη ήταν δισέγγονη του Εχίονα, ενός από τους πέντε Σπαρτούς. Μετά το πρώτο έτος της γέννησης του γιου του, σκοτώθηκε σε μάχη από τον Πανδίονα, βασιλιά της Αθήνας. Τον Λάβδακο καταράστηκε ο Πέλοπας, βασιλιάς της Κορίνθου, μετά την αυτοκτονία του γιού του Χρύσιππου, με τον οποίον ο γιος του Λάβδακου Λάϊος προσπάθησε να έχει ερωτική σχέση. Η κατάρα των Λαβδακιδών ολοκληρώθηκε με την Αντιγόνη.
(6) Ο Νυκτεύς (~1370, <νύκτα + έχω [>-ευς] = αυτός που έχει σχέση με τη νύχτα) ήταν ο πατέρας της Αντιόπης, γιος (κατά την επικρατέστερη εκδοχή) του Υριέα και της Νύμφης Κλωνίας, και αδελφός του Λύκου, (εγγονός επομένως του θεού Ποσειδώνα). Τον θεωρούσαν όμως και γιο του Χθονίου, ενός από τους «Σπαρτούς», που γεννήθηκαν από τα δόντια του δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος. Μαζί με τον αδελφό του Λύκο, ο Νυκτέας σκότωσε τον Φλεγύα και στη συνέχεια κατέφυγε μαζί του στη Θήβα, όπου και ανέλαβε την αντιβασιλεία για αρκετό καιρό. Εκεί πήρε ως σύζυγό του την Πολυξώ και απέκτησαν μαζί δύο κόρες, τη Νυκτηΐδα (σύζυγο του βασιλιά Πολύδωρου) και την Αντιόπη. Ο Νυκτεύς σκοτώθηκε κατά την εκστρατεία ενάντια στη Σικυώνα, που έγινε για να εκδικηθούν τον βασιλιά της Επωπέα, ο οποίος είχε απαγάγει την Αντιόπη.
(7) Ο Λύκος (~1370, <λύκη [=φως] = λαμπρός) ήταν γιος του Υριέα και της Νύμφης Κλωνίας, εγγονός της Πλειάδας Αλκυόνης και του Ποσειδώνα, αδελφός του Νυκτέα. Μαζί του σκότωσε τον Φλεγύα, γιο του θεού Άρη και, μετά το φονικό, κατέφυγαν στην Υρία της Βοιωτίας και από εκεί στη Θήβα, όπου πολιτογραφήθηκαν από τον Πενθέα. Ο Πενθέας διόρισε τον Λύκο «πολέμαρχον», δηλαδή αρχηγό του στρατού. Μετά το θάνατο του Πενθέως ο Λύκος ανέβηκε στο θρόνο των Θηβών και βασίλευσε επί 20 χρόνια με σύζυγό του τη Δίρκη. Σε αυτά τα χρόνια, η ανεψιά του, κόρη του Νυκτέως, Αντιόπη, απέκτησε από τον Δία ένα νόθο παιδί. Επειδή φοβήθηκε κατέφυγε στη Σικυώνα, κοντά στον Επωπέα, τον οποίο παντρεύτηκε. Ο Λύκος τότε εκστράτευσε κατά της Σικυώνας και την κατέλαβε. Κατά την άλωσή της, ο Επωπέας σκοτώθηκε, ενώ η Αντιόπη αιχμαλωτίσθηκε και μεταφέρθηκε στη Θήβα, όπου βασανίσθηκε και φυλακίσθηκε. Για το λόγο αυτό τα παιδιά της Αντιόπης, ο Αμφίωνας (γιος του Δία) και ο Ζήθος (γιος του Εποπέα), εκδικήθηκαν τη μητέρα τους σκοτώνοντας τον Λύκο και τη Δίρκη.
(7) Οι δίδυμοι αδελφοί Αμφίων και Ζήθος, γιοι της Αντιόπης, κόρης του Νυκτέως, σφετερίστηκαν το θρόνο της Θήβας περί το 1340. Γεννήθηκαν από την Αντιόπη μέσα σε σπηλιά κοντά στις Ελευθερές, κατά το ταξίδι της επιστροφής από τη Σικυώνα, την οποία κατέλαβε ο θείος της ο Λύκος, μετά από όρκο που είχε δώσει στον πατέρα της που σκοτώθηκε στην εκστρατεία αυτή. Στο δρόμο του γυρισμού την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού και οι συνοδοί της αναγκάσθηκαν να την αφήσουν να γεννήσει στη σπηλιά τους δίδυμους. Ο Λύκος εγκατέλειψε μόνα τα νεογέννητα σε φαράγγι του Κιθαιρώνα και έφυγε με τη μητέρα τους στη Θήβα. Τα τέκνα ανατράφηκαν από κάποιο βοσκό και μεγάλωσαν χωρίς να μάθουν τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκαν. Κάποτε η Αντιόπη κατάφερε να δραπετεύσει και να τα βρει, αλλά εκείνα δεν ήθελαν να την αναγνωρίσουν ως μητέρα τους και την κράτησαν αιχμάλωτη σε καλύβα. Μόνο με τη βοήθεια του Δία μπόρεσαν να την αναγνωρίσουν, οπότε μετά τιμώρησαν σκληρά τους διώκτες της, τον Λύκο και τη σύζυγό του Δίρκη, και εγκαταστάθηκαν με τη μητέρα τους στη Θήβα, όπου έγιναν θρυλικοί ήρωες. Σε αυτούς αποδίδει ο μύθος την ανέγερση των πρώτων τειχών της «επτάπυλης» Θήβας. Κατά το μύθο, οι βράχοι που μετέφερε ο Ζήθος στους ώμους του από τα γειτονικά βουνά, με τις θείες μελωδίες της λύρας του Αμφίονα, ανέβαιναν μόνοι τους και οικοδομούσαν τα τείχη. Ο Αμφίονας είχε μάθει αριστοτεχνικά να παίζει την επτάχορδη λύρα από τον θεό Ερμή. Οι δίδυμοι ήρωες ζούσαν ευτυχισμένοι στη Θήβα μέχρι που η πολύτεκνη σύζυγος του Αμφίονα, Νιόβη, αδελφή του Πέλοπα, καυχήθηκε ότι είναι πολύ πιο ευτυχισμένη και εύτεκνη από τη Λητώ. Τότε τα παιδιά της Λητώς, οι θεοί Απόλλων και Άρτεμις, σκότωσαν όχι μόνο τα παιδιά της Νιόβης, αλλά και τον Αμφίονα μαζί με τον Ζήθο. Ο Παυσανίας (Θ 17, 4) αναφέρει ότι οι Θηβαίοι φρουρούσαν προσεκτικά τον τάφο του Αμφίονα γιατί, σύμφωνα με κάποιο χρησμό, αν οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης Τιθορέας έπαιρναν χώμα από τον τάφο και το μετέφεραν στον τάφο της Αντιόπης στην Τιθορέα, η περιοχή τους θα γινόταν εύφορη και η περιοχή γύρω από τη Θήβα άγονη.
(8) Ο Λάιος (~1300, <λαός = καταγόμενος από τον λαό), ήταν γιος του Λάβδακου. Κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του, ο πατέρας του σκοτώθηκε σε πόλεμο με τους Αθηναίους. Τη θέση στο θρόνο πήρε ο Λύκος, ο οποίος έστειλε τον Λάιο στην Ηλεία, όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Πέλοπα. Ο Πέλοπας είχε έναν γιο, τον Χρύσιππο, τον οποίο ερωτεύτηκε ο Λάιος και τον απήγαγε στην Θήβα, όταν ενηλικιώθηκε και πήρε το θρόνο της Θήβας. Εκεί ο Χρύσιππος, από την ντροπή του για τα γεγονότα, αυτοκτόνησε. Ο Πέλοπας, αφού εκστράτευσε κατά των Θηβών, στεναχωρημένος και οργισμένος για τον άδικο χαμό του γιου του καταράστηκε τον Λάιο να πεθάνει από το χέρι του δικού του γιου. Ο Λάιος νυμφεύτηκε την κόρη του Mενοικέα, Ιοκάστη <ίω [= έρχομαι] + πάστη [{π>κ} <πάομαι {=λαμβάνω} >πάσ-τας {= κύριος, κατέχων}] = αυτή που προχωράει κυριαρχώντας), αλλά η Πυθία χρησμοδότησε πως αν γεννήσει γιο θα πεθάνει από τα χέρια του. Μετά από αυτό ο Λάιος απέφευγε την επαφή με την γυναίκα του, αποκρύπτοντάς της το χρησμό, αλλά η Ιοκάστη μια νύχτα τον μέθυσε και έτσι απέκτησε τον Οιδίποδα. Όταν γεννήθηκε ο Οιδίποδας, ο Λάιος του τρύπησε τα πόδια, τα έδεσε και τον παρέδωσε σε έναν δούλο με την εντολή να τον εγκαταλείψει στο βουνό Κιθαιρώνα, στο έλεος των Θεών ή της Τύχης. Μετά από χρόνια σε ένα ταξίδι του στο Μαντείο των Δελφών, ο Λάϊος συνάντησε τυχαία σε ένα τρίστρατο, την "Σχιστή οδό", τον Οιδίποδα. Αγνοώντας ο ένας την αληθινή ταυτότητα του άλλου συγκρούστηκαν στην αρχή με λόγια και ύστερα με όπλα. Ο Οιδίποδας σκότωσε (χωρίς να το γνωρίζει) τον πατέρα του και τους συνοδούς του, εκτός από έναν δούλο, που έφερε στις Θήβες την είδηση για το θάνατο του Λάιου.
(9) Ο Κρέων (~1260, <κραίνω [= εξουσιάζω, κυβερνώ <κρατύνω, κραναός {>κρίνω = χωρίζω, εκλέγω} = κυβερνήτης) ήταν γιος του Μενοικέως και αδελφός της Ιοκάστης. Επίσης ήταν αδελφός της Ιππονόμης, συζύγου του Αλκαίου, γιου του Περσέως και βασιλιά της Τίρυνθας. Ο Κρέων είχε δυο συζύγους, την Ευρυδίκη και την Ηνιόχη. Από την πρώτη απόχτησε δύο γιους και από τη δεύτερη δύο κόρες. Από τους γιους του, ο Μενοικέας, γκρεμίστηκε θεληματικά από τα τείχη της Θήβας, γιατί, σύμφωνα με κάποιο χρησμό, έτσι θα σωζόταν η πόλη από την πολιορκία των Επτά. Ο άλλος γιος του, ο Αίμων, συνδέθηκε με την Αντιγόνη και συμμερίστηκε το τέλος της. Από τις κόρες του, η Μεγάρα δόθηκε σαν έπαθλο στον Ηρακλή, όταν αυτός ελευθέρωσε τη Θήβα από την υποταγή της στον Ορχομενό, και η δεύτερη στον Ιφικλή, αδελφό του Ηρακλή. Μετά την δολοφονία του βασιλιά της Θήβας Λάιου, ο Κρέων ως αδελφός της χήρας βασίλισσας Ιοκάστης, ανέλαβε προσωρινά τα καθήκοντα του θρόνου. Τότε εμφανίστηκε η Σφίγγα, που με το περίφημο αίνιγμά της ταλάνιζε την πόλη και δυσκόλευε την διάβαση προς αυτήν. Ο Κρέοντας, για να εξαλείψει αυτόν τον κίνδυνο, εξέδωσε διάταγμα κηρύττοντας πως όποιος σκοτώσει τη Σφίγγα θα αποκτήσει ως αντάλλαγμα το θρόνο της Θήβας και θα πάρει για γυναίκα του την Ιοκάστη. Έτσι όταν ο Οιδίποδας έλυσε το αίνιγμα σκοτώνοντας τη Σφίγγα, ο Κρέοντας του παρέδωσε τη Θήβα και την Ιοκάστη. Όταν έπεσε λοιμός στη Θήβα, ο Οιδίποδας έστειλε εμπιστευτικά τον Κρέοντα στο Μαντείο των Δελφών για να μάθει τα αίτια του λοιμού και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Όταν έμαθε ότι αιτία ήταν ο ανόσιος γάμος που είχε συνάψει εν αγνοία του με την ίδια τη μητέρα του, ο Οιδίποδας αυτοτυφλώθηκε και η Ιοκάστη αυτοκτόνησε αμέσως. Ο Κρέοντας επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο με τη διαμάχη των δύο διδύμων διαδόχων του βασιλιά Οιδίποδα, του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Η αδελφοκτόνα διαμάχη για την ηγεσία της πόλης οδήγησε στον περίφημο πόλεμο των "Επτά επί Θήβας". Στη διάρκεια αυτού του πολέμου, αυτοκτόνησε ο Μενοικέας, γιος του Κρέοντα, επειδή ένας χρησμός όριζε ότι ο θάνατός του θα σώσει την πόλη. Η λήξη του πολέμου ανάδειξε βασιλιά των Θηβών τον Κρέοντα, ως μοναδικό συγγενή του βασιλικού οίκου. Η πρώτη κίνησή του ήταν να ενταφιάσει τον Ετεοκλή και να απαγορεύσει την ταφή του νεκρού Πολυνείκη, με την αιτιολογία ότι ενήργησε ως πολέμιος της πόλης. Η ανυπακοή της Αντιγόνης, που ήθελε να θάψει τον αδελφό της, τον οδήγησε να της επιβάλλει αυστηρές κυρώσεις, με τον εγκλεισμό της σε σπηλιά, χωρίς τροφή και νερό, μέχρι να πεθάνει. Η παρουσία και τα παρακάλια του γιου του Αίμονα, μνηστήρα της Αντιγόνης, δεν τον μετέπεισαν. Η Αντιγόνη αυτοκτόνησε και το παράδειγμά της ακολούθησε και ο Αίμονας. Τότε η Ευρυδίκη, μητέρα του Αίμονα και σύζυγος του Κρέοντα, μαθαίνοντας τον άδικο χαμό του γιου της, αυτοκτόνησε και εκείνη.
(10) Ο Οιδίπους (~1250, <οιδάνω + πους = αυτός που έχει πρησμένα πόδια [οιδάνω < οίδα, διότι το πρήξιμο φαίνεται λόγω του όγκου του = φουσκώνω]), ήταν το πιο τραγικό πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθιστορίας. Ήταν γιος του βασιλιά της Θήβας Λάιου και της Ιοκάστης. Ένας βοσκός τον βρήκε με πρησμένα πόδια στον Κιθαιρώνα, όπου τον εγκατέλειψε ο πατέρας του και τον παρέδωσε στην γυναίκα του βασιλιά της Σικυώνας, Πόλυβου, την Μερόπη ή Περίβοια. Αυτοί μην έχοντας παιδιά, τον δέχτηκαν σαν «θείο δώρο». Έτσι ο Οιδίποδας μεγάλωσε στα παλάτια της Κορίνθου, στην πόλη Τενέα, ως γνήσιος και νόμιμος κληρονόμος του θρόνου. Μια μέρα όμως κάποιος τον απεκάλεσε «νόθο». Θέλοντας να μάθει το αληθές του λόγου, επειδή επικράτησε «σιγή ιχθύος» στο παλάτι για το θέμα, αποφάσισε να πάει στην Πυθία. Εκεί η ιέρεια του Απόλλωνα, με ξεκάθαρο χρησμό τον έδιωξε, επειδή πρόβλεψε ότι θα γινόταν πατροκτόνος, αιμομίκτης και σύζυγος της μητέρας του, και ότι αυτός και τα παιδιά του θα ήταν αιτία πολλών κακών. Ο Οιδίποδας αποφάσισε να μην γυρίσει στην θεωρούμενη κατ' αυτόν πατρίδα του, την Κορινθία, για να μην προκαλέσει δεινά στους (στην πραγματικότητα θετούς) γονείς του. Κατά την περιπλάνησή του στον ελλαδικό χώρο, κατευθύνθηκε προς την Θήβα, όπου σ’ ένα σταυροδρόμι σκότωσε τον αληθινό πατέρα του Λάιο, ο οποίος κατευθυνόταν προς την Πυθία για να μάθει τι απέγινε το παιδί του. Ο Οιδίποδας πλησιάζοντας στην Θήβα συνάντησε τη Σφίγγα, που σκότωνε κάθε διαβάτη που την συναντούσε, επειδή δεν απαντούσε στο γρίφο της. Ρωτώντας τον Οιδίποδα «Ποιο πλάσμα το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία», έλαβε την απάντηση «Ο Άνθρωπος». Μετά την λύση του γρίφου η Σφίγγα έπεσε στο γκρεμό και σκοτώθηκε (ή κατά άλλους τη σκότωσε ο Οιδίποδας). Ο Οιδίποδας αναγορεύτηκε βασιλιάς της Θήβας, από τον προσωρινό βασιλιά της πόλης Κρέοντα, και νυμφεύτηκε την Ιοκάστη (αδελφή του Κρέοντα), χήρα του Λάιου και μητέρα του ίδιου του Οιδίποδα. Με την Ιοκάστη απέκτησε τέσσερα παιδιά, τους Πολυνείκη και Ετεοκλή και τις Αντιγόνη και Ισμήνη, που ήταν παράλληλα και αδέλφια του. Έτσι ολοκληρώθηκε το περιεχόμενο του χρησμού που έδωσε η Πυθία στον Λάιο πρώτα και στον Οιδίποδα αργότερα. Εξαιτίας του λιμού που μάστιζε την Θήβα, για εφτά χρόνια (όσα και τα χρόνια εξουσίας του Οιδίποδα), χρησμός από τον μάντη Τειρεσία, υπέδειξε πως η αιτία του κακού είναι ο φονιάς του Λάιου. Στην τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος» εκτυλίσσεται η αποκάλυψη του φονιά, που είχε ως αποτέλεσμα την αυτοτύφλωση του Οιδίποδα και την αυτοκτονία της Ιοκάστης. Στην τραγωδία, «Οιδίπους επί Κολωνώ», αναφέρεται ότι ο Οιδίποδας, για άλλη μια φορά, περιπλανήθηκε στον ελλαδικό χώρο, με συνοδό την κόρη του Ισμήνη ή, κατά άλλους, την Αντιγόνη. Κατέληξε στην Αθήνα, όπου ο βασιλιάς της, ο Θησέας, τον δέχτηκε και μεσολάβησε για την συμφιλίωσή του με τους Θεούς και το λυτρωτικό του θάνατο. Στην τραγωδία «Επτά επί Θήβας», του Αισχύλου, αναφέρεται η τύχη του Πολυνείκη, του Ετεοκλή και του Κρέοντα. Τέλος, στην τραγωδία «Αντιγόνη», την κορωνίδα των τραγωδιών, αναφέρεται η τύχη της ομώνυμης ηρωίδας.
(11) Ο Ετεοκλής (~1210, <ετεός [=γνήσιος, αληθής] + κλέος [=δόξα] = φημισμένος για την αυθεντικότητά του) ήταν γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Όταν ο Οιδίποδας παραιτήθηκε από το θρόνο της Θήβας, παρέδωσε την πόλη στους δυο γιους του, Ετεοκλή και Πολυνείκη, που συμφώνησαν να παίρνουν το βασίλειο εναλλάξ κάθε χρόνο. Μετά τον πρώτο χρόνο, ο Ετεοκλής αρνήθηκε να παραδώσει το θρόνο. Ο Πολυνείκης, ο οποίος διέμενε στην αυλή του βασιλιά Άδραστου, επιτέθηκε στην πόλη των Θηβών με τους συμμάχους του («Επτά επί Θήβας»). Και τα δυο αδέρφια σκοτώθηκαν στη μάχη. Ο βασιλιάς Κρέοντας, θείος των δυο αδελφιών που ανέβηκε στο θρόνο, διέταξε να παραμείνει άταφο το σώμα του Πολυνείκη. Η αδερφή του, Αντιγόνη, παράκουσε τη διαταγή και έθαψε τη σορό του αδελφού της. Ο μύθος αυτός παρουσιάζεται στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη» (για τους Ετεοκλή και Πολυνείκη βλ. και στην παράγραφο 3.5.4 για τον Πόλεμο των 7 επί Θήβας).
(12) Ο Λαοδάμας (~1210, <λαός [=στρατός] + δαμάζω = νικητής των εχθρικών στρατών) ήταν γιος του Ετεοκλή και βασιλιάς των Θηβών κατά τον Πόλεμο των Επιγόνων. Μετά το θάνατο του Ετεοκλή ο Κρέοντας ανέλαβε την εξουσία ως κηδεμόνας του Λαοδάμαντα. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο Λαοδάμας πολέμησε προσωπικά κατά των Επιγόνων και σκότωσε τον Αιγιαλέα, αλλά σκοτώθηκε και ο ίδιος από τον Αλκμέωνα. Κατά άλλη εκδοχή όμως, ο Λαοδάμας επέζησε του πολέμου αυτού και μετά την πτώση των Θηβών πήρε μαζί του όσους ήθελε από τους Θηβαίους και την επόμενη νύχτα αναχώρησε στην Ιλλυρία ή την Εστιαία. Η ομάδα αυτή διαχωρίστηκε και το ένα τμήμα της, με επικεφαλής τον ίδιο τον Λαοδάμαντα, έφθασε στη Θεσσαλία, όπου κατέλαβε ένα βουνό, την Ομόλη.
(13) Ο Θέρσανδρος (~1200, <θέρσος (θάρρος) + ανήρ [=άνδρας] = θαρραλέος) ήταν γιος του Πολυνείκη και της Αργίας, ένα από τα κυριότερα πρόσωπα της εκστρατείας των Επιγόνων κατά της Θήβας. Δώρισε το «πέπλο της Αρμονίας» στην Εριφύλη, χήρα σύζυγο του Αμφιαράου, για να πείσει τον γιο της Αλκμέωνα να συμμετάσχει στην εκστρατεία, όπως είχε κάνει 10 χρόνια νωρίτερα ο Πολυνείκης, που την είχε δωροδοκήσει με το «περιδέραιο της Αρμονίας» για να πείσει τον σύζυγό της να συμμετάσχει στην εκστρατεία των «Επτά επί Θήβας». Μετά την άλωση της Θήβας ο Θέρσανδρος πήρε την εξουσία και κάλεσε πίσω τους Θηβαίους που είχαν καταφύγει στη γύρω περιοχή. Ο Θέρσανδρος πήρε ως σύζυγό του την κόρη της Εριφύλης, Δημώνασσα, και μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Τισαμενό. Αργότερα, ο Θέρσανδρος έλαβε μέρος στην πρώτη εκστρατεία του Τρωικού Πολέμου, όταν τα πλοία πήγαν κατά λάθος στη Μυσία, όπου σκοτώθηκε από τον Τήλεφο και ο Διομήδης τον κήδευσε με τιμές. Ο Βιργίλιος υιοθετεί μία άλλη παράδοση κατά την οποία ο Θέρσανδρος πολέμησε μπροστά στα τείχη της Τροίας και ήταν ένας από αυτούς που μπήκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο.
(14) Ο Πηνέλεως (~1190, < Πηνειός + λεώς [=λαός] = ο λαός της κοιλάδας του Πηνειού) ήταν γιος του Ιππάλμου και της Αστερόπης, ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία καθώς και στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγός του βοιωτικού εκστρατευτικού σώματος. Στον πόλεμο αυτό σκοτώθηκε, είτε από τον Πολυδάμαντα, είτε από τον Ευρύπυλο.
(15) Ο Τισαμενός (~1150, <τίσις [= τιμωρία] + αμενής [α+μένω]= αφανίζων για τιμωρία, τιμωρός) ήταν γιος του βασιλιά της Θήβας Θέρσανδρου και της κόρης του Αμφιάραου Δημώνασσας. Ο πατέρας του πέθανε πολεμώντας στη Μυσία, και επειδή ο γιος του δεν ήταν ακόμη ενήλικος, οι Βοιωτοί εξέλεξαν για ηγεμόνα τους τον στρατηγό Πηνέλεω. Όταν αυτός σκοτώθηκε μετά από λίγο καιρό, οι Βοιωτοί αναγόρευσαν βασιλιά τους τον Τισαμενό του Θέρσανδρου (που δεν πρέπει να συγχέεται με τον συνώνυμό του γιο του Ορέστη, βασιλιά των Μυκηνών).
(16) Ο Αυτεσίων (~1120, <αυτός + ίω [υποτακτ. του είμι = έρχομαι] = αυτός που πορεύεται μόνος του, αυτοδύναμος) ήταν γιος του βασιλιά της Θήβας Τισαμενού που τον διαδέχτηκε μετά το θάνατό του.
(17) Ο Δαμασίχθων (~1110, < δαμάζω, μέλλων δαμάσσω [= υποτάσσω, καταβάλλω] + χθων [γη, χώρα] = αυτός που κατακτά χώρες) ήταν γιος του Οφέλτη, και αντικατάστησε στο θρόνο των Θηβών τον Αυτεσίωνα.
(18) Ο Πτολεμαίος (~1100, <πτόλεμος [=πόλεμος] = πολεμικός, επιθετικός) ήταν γιος του Δαμασίχθονα.
(19) Ο Ξάνθος (~1090, <ξανθός) 1 ήταν ο τελευταίος βασιλιάς των Θηβών, τον οποίο σκότωσε ο Μέλανθος, πατέρας του Κόδρου, σε μονομαχία. Προσπαθώντας να λύσει τις μεθοριακές διαφορές μεταξύ Αθηναίων και Θηβαίων στα σύνορα της Βοιωτίας, πρότεινε για να αποφύγουν τον πόλεμο και να μη χυθεί πολύ αίμα, να μονομαχήσουν οι δύο βασιλιάδες. Ο τότε βασιλιάς της Αθήνας Θυμοίτης, γιος του Οξύντου, θεώρησε σκόπιμο να μη μονομαχήσει ο ίδιος και στη θέση του μονομάχησε ο Μέλανθος, γιος του Ανδροπόμπου, πρώην βασιλιάς της Μεσσηνίας, που είχε βρεθεί τότε στην Αθήνα μαζί με όλη του την οικογένεια και πολλούς Μεσσήνιους επειδή η χώρα τους είχε κατακτηθεί από τους Δωριείς. Στη μονομαχία ο Μέλανθος σκότωσε τον Ξάνθο και οι Αθηναίοι τον αναγόρευσαν βασιλιά τους.
β. Ορχομενός και Άρνη (Χαιρώνεια)
Στο βασίλειο του Ορχομενού (<ερχόμενος <έρχομαι μέλλ. ελεύ-σομαι [από το ελαύ-νω (α>ε), μετοχή αορ. ελ-θών > ερ-θών (λ>ρ) > ερχ-ών (θ>χ) > έρχομαι]), που περιλάμβανε και την Άρνη (μετέπειτα Χαιρώνεια) και την Ασπληδόνα, ζούσε η επιμέρους αιολική φυλή γνωστή με το όνομα Μινύες (<μένω > μένος = παραμένω σταθερός, αντέχω, διαρκώ, παραμένω). Οι Μινύες καταγόταν από την Ιωλκό της Θεσσαλίας ("την γαρ Ιωλκόν Μινύαι ώκουν, ώς φησι Σιμωνίδης εν Συμμίκτοις"). Από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η Ιωλκός (σημερινός Βόλος) αναφέρεται και ως «Μινύα πόλις Θετταλίας, ή πρότερον Αλμωνίας» και υπήρχε εκεί ομώνυμη πόλη, ο Ορχομενός της Θεσσαλίας. Οι Μινύες της Θεσσαλίας αναδείχθηκαν ιδιαίτερα ως ναυτικός λαός, βοηθούμενοι και από την μορφολογία του εδάφους της Θεσσαλίας. Η Αργοναυτική εκστρατεία ήταν δημιούργημα των Μινύων της Θεσσαλίας στα πλαίσια των μεγάλων επιχειρήσεων και μετακινήσεων για δημιουργία νέων αποικιών που σημειώθηκαν την εποχή εκείνη. Οι Μινύες που εγκαταστάθηκαν στον Ορχομενό της Βοιωτίας ήταν επίσης έθνος δραστήριο και ιδίως ναυτικό που ανάπτυξε εμπορικές σχέσεις με άλλα ελληνικά φύλα ομόδοξα, ομόγλωσσα και ομότροπα, με συνέπεια να αποκτήσει μεγάλο πλούτο και ισχύ. Οι Μινύες αυτοί άκμασαν ιδίως κατά το πρώτο ήμισυ της 2ης χιλιετίας π.Χ. και επί μακρό διάστημα έτσι ώστε ν΄ αποκτήσουν πολλές αποικίες. Οι σημαντικότερες αποικίες των Μινύων τα επόμενα χρόνια ήταν παράλιες ή νήσοι Αιγαίου, στην Τέω, τη Λήμνο, τη Σαντορίνη, την Πύλο, στο Ακρωτήριο Ταίναρο, αλλά και στη Μινώα Αμοργού στο λόφο πάνω από το λιμάνι Καταπόλων. Μετά την ολοκληρωτική επικράτηση των Δωριέων, από τον 9ο αιώνα π.Χ. και μετά, φαίνεται ότι το κράτος των Μινύων εξαφανίσθηκε. Βασιλείς τους ήταν:
(1) Ο Ορχομενός (~1490, επώνυμος ήρωας της πόλης), ήταν γιος του Δία και της Ισονόης, σύζυγος της Ερμίππης και πατέρας του Μινύα.
(2) Ο Μινύας (~1450) ήταν γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Μινύων, και σύζυγός του ήταν η Ευρυάνασσα. Όπως σημειώνει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ο Μινύας καταγόταν από την Ιωλκό της Θεσσαλίας, ενώ ο Παυσανίας (ΙΧ 37, 7) μνημονεύει τον πολύ πλούσιο τάφο (θησαυρό) του, που είδε ο ίδιος και που ανήκε στους μεσο-ελλαδικούς χρόνους, δηλαδή στον 17ο -16ο αιώνα π.Χ.
(3) Ο Αθάμας (~1415, <α [επιτατικό] + θαμά, θαμάκις [= συχνά πυκνά, {θαμά <δα (επιτατ., δ>θ) + άμα}] = ο συχνάζων στα μέρη, ντόπιος, γηγενής) ήταν γιος του γενάρχη Αιόλου και της Εναρέτης. Παντρεύτηκε πρώτα τη θεά Νεφέλη από την οποία απέκτησε τα δίδυμα Φρίξο και Έλλη, αλλά αργότερα χώρισε με τη Νεφέλη και παντρεύτηκε την Ινώ, θυγατέρα του Κάδμου. Με την Ινώ, απέκτησε δύο παιδιά: τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη, κατά μία εκδοχή και τον Χαλκό. Αδελφοί του ήταν οι Κρηθεύς, Δηίων, Περιήρης, Σαλμωνεύς, Σίσυφος, Μάγνης και Βοιωτός. Ο Φρίξος και η Έλλη μισούνταν από τη μητριά τους Ινώ, που κατέστρωσε ένα σατανικό σχέδιο για να απαλλαγεί από τα παιδιά, ψήνοντας όλους τους σπόρους της πόλης ώστε να μην μπορούν να βλαστήσουν. Οι ντόπιοι αγρότες, φοβούμενοι την πείνα, ζήτησαν συμβουλές από ένα γειτονικό μαντείο. Η Ινώ δωροδόκησε τους απεσταλμένους να πουν ψέματα ότι το μαντείο ζήτησε τη θυσία του Φρίξου. Ο Αθάμας αναγκαστικά δέχθηκε το χρησμό. Πριν ωστόσο δολοφονηθούν, ο Φρίξος και η Έλλη διασώθηκαν από ένα ιπτάμενο χρυσόμαλλο κριάρι που έστειλε η Νεφέλη, η φυσική τους μητέρα. Η Έλλη έπεσε από το κριάρι στον Ελλήσποντο (που μετονομάστηκε έτσι προς τιμή της) και πέθανε, αλλά ο Φρίξος επέζησε και έφθασε στην Κολχίδα, όπου ο βασιλιάς Αιήτης τον καλοδέχθηκε, δίνοντάς του την κόρη του Χαλκιόπη για σύζυγο. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο Φρίξος έδωσε στον βασιλιά το χρυσόμαλλο δέρας του κριαριού. Αργότερα, η Ινώ ανέθρεψε τον Διόνυσο, ανιψιό της, γιο της αδελφής της Σεμέλης, προκαλώντας την ζήλεια της Ήρας. Αντεκδικούμενη, η Ήρα τρέλανε τον Αθάμαντα, ο οποίος στην τρέλα του σκότωσε ένα γιο του, τον Λέαρχο. Η Ινώ, για να ξεφύγει από την καταδίωξη του φρενήρη συζύγου της, έπεσε στη θάλασσα με το γιό της Μελικέρτη. Και οι δύο αργότερα λατρεύτηκαν ως θαλάσσιες θεότητες, η Ινώ ως Λευκοθέα, και ο Μελικέρτης ως Παλαίμων. Ο Αθάμας, με την ενοχή για το φόνο του γιου του, εξαναγκάστηκε να φύγει από τη Βοιωτία. Διατάχθηκε από το μαντείο να εγκατασταθεί σε ένα μέρος όπου θα μπορούσε να φιλοξενηθεί από άγρια θηρία. Αυτό το βρήκε στη Φθιώτιδα της Θεσσαλίας, όπου ξάφνιασε μια αγέλη λύκων που έτρωγαν πρόβατα. Όταν τους πλησίασε έφυγαν, αφήνοντάς του τα κόκαλα. Ο Αθάμας, βλέποντάς αυτό ως οιωνό εκπλήρωσης της προφητείας, έμεινε στην περιοχή και παντρεύτηκε μια τρίτη γυναίκα, τη Θεμιστώ. Με αυτή ο Αθάμαντας απέκτησε άλλα 5 παιδιά: τον Λεύκωνα, τον Ερύθριο, τον Σχοινέα, τον Πτώο και τον Πορφυρίωνα. Η περιοχή αργότερα ονομάστηκε Αθαμανική πεδιάδα και τα βουνά Αθαμανικά. Όταν ο Αθάμας επέστρεψε στη δεύτερη γυναίκα του, την Ινώ, η Θεμιστώ ζήτησε εκδίκηση ντύνοντας τα παιδιά της στα άσπρα και της Ινώς στα μαύρα. Η Ινώ άλλαξε τα ρούχα χωρίς η Θεμιστώ να το γνωρίζει, οπότε η Θεμιστώ σκότωσε η ίδια τα δικά της παιδιά. Ο μύθος του Αθάμα ενέπνευσε τον Αισχύλο, τον Φερεκύδη, τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή. Ο τελευταίος έγραψε δύο τραγωδίες με τον τίτλο Αθάμας, οι οποίες όμως δεν διασώζονται.
(4) Ο Φρίξος (~1380, <φρίκη [= τρεμούλιασμα από φόβο] <φυσάω [> φυσ- > φυρ- {σ>ρ} > φρυ- {υρ>ρυ}] + ίκω [ = έρχομαι], διότι βλέποντας την θάλασσα να φρικιάζει περιμένουμε αέρα) ήταν γιος του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού Βοιωτίας, και της Ωκεανίδας Νεφέλης, αδελφός της Έλλης γνωστός από την ιστορία του χρυσόμαλλου δέρατος, που απηχεί τις πρώτες απόπειρες ναυσιπλοΐας στον Εύξεινο Πόντο. Στο ταξίδι αυτό (με «χρυσόμαλλο κριάρι», με το οποίο προσωποποιήθηκε το πλοίο που χρησιμοποίησαν) η Έλλη πνίγηκε στον Ελλήσποντο, ενώ ο Φρίξος συνέχισε την πορεία του και έφτασε στην Κολχίδα, όπου ο βασιλιάς Αιήτης τον δέχθηκε πρόθυμα και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του, Χαλκιόπη. Έπειτα, ο Φρίξος θυσίασε τον χρυσόμαλλο κριό στο βωμό του Δία και δώρισε το δέρμα του (δέρας) στον Αιήτη, που το αφιέρωσε στον Άρη και το κρέμασε από μια δρυ, στο ιερό δάσος του θεού. Για την περιφρούρησή του τέθηκε ένας μεγάλος δράκος, ο οποίος δεν κοιμόταν ποτέ. Το χρυσόμαλλο δέρας ήταν αργότερα ο στόχος της Αργοναυτικής Εκστρατείας, που συνεχίζει την αναφορά στις περιπέτειες των πρώτων θαλασσοπόρων του Εύξεινου Πόντου (για τον Φρίξο βλ. και στην παράγραφο 3.5.1 για την Αργοναυτική Εκστρατεία).
(5) Ο Λεύκων (~1370, <λευκός + ων [μτχ. του ειμί] = λευκόχρωμος) ήταν γιος του Αθάμαντα και της κόρης του Υψέα, Θεμιστούς, από τότε που ο Αθάμας είχε καταφύγει στη Θεσσαλία. Αδέλφια του Λεύκωνα ήταν ο Ερύθριος, ο Σχοινέας και ο Πτώος. Ο Λεύκων ήταν ο «επώνυμος ήρωας» της λίμνης Λευκωνίδας στη Βοιωτία, αφού ο Αθάμαντας και οι πρόγονοί του ήρθαν από τη Θεσσαλία και εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία. Ο Λεύκωνας συνδέεται και με τον Ορχομενό, καθώς η κόρη του Ευίππη παντρεύτηκε τον βασιλιά του Ορχομενού Ανδρέα. Εκτός από την Ευίππη, ο Λεύκωνας είχε ακόμα δύο παιδιά: την Πεισιδίκη και τον Ερύθρα, επώνυμο ήρωα των Ερυθρών της Βοιωτίας. Ο αδελφός του Σχοινέας νυμφεύτηκε την Κλυμένη και μαζί απόκτησαν κόρη, την Αταλάντη, ηρωίδα του Ορχομενού, που διεκδικείται και από την Αρκαδία.
(6) Ο Ανδρέας (~1340, <ανδρεία + έχω [>-ευς, έας] = ανδρείος), γιος του Πηνειού, βασιλιά των Λαπιθών της Θεσσαλίας, που βασίλεψε στον Ορχομενό μετά τον Φρίξο, ενδιαφέρων και για το όνομά του, που υπήρχε από τότε, αλλά δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστό στα προχριστιανικά χρόνια, ήταν γαμβρός του Λεύκωνα, αφού νυμφεύτηκε την κόρη του Ευίππη, εγγονή του Αθάμαντα. Από το γάμο αυτό η Ευίππη έγινε μητέρα του Ετεόκλου, που έγινε επίσης βασιλιάς του Ορχομενού..
(7) Ο Πρέσβων (~1320, <προς + σέβας > προσεβας > πρεσεβας (ο>ε) > πρέσβας > πρέσβυς (α>υ) = γέρων, σεβάσμιος, σεβαστός, απεσταλμένος) ήταν γιος του Φρίξου και της Χαλκιόπης, και βασίλεψε στον Ορχομενό, την εποχή που ζούσε εκεί η αγαπητή ηρωίδα του Ορχομενού Αταλάντη, κόρη του Σχοινέα.
(8) Ο Ετέοκλος (~1300, <ετεός [=γνήσιος, αληθής] + κλέος [=δόξα] = φημισμένος για την αυθεντικότητά του) ήταν βασιλιάς του Ορχομενού, γιος του Ανδρέα και εγγονός του Πηνειού. Μητέρα του ήταν η Ευίππη, κόρη του Λεύκωνα. Αυτός και ο πατέρας του αναφέρονται και σε χεττιτικές επιγραφές τις οποίες αποκρυπτογράφησε ο Forrer. Ο Ετέοκλος, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον συνώνυμό του γιο του Οιδίποδα και αδελφού της Αντιγόνης, ήταν ο πρώτος που θυσίασε στις Χάριτες και καθόρισε τον αριθμό τους σε τρεις (Ευφροσύνη, Αγλαΐα και Θάλεια). Ο Ετέοκλος πέθανε άτεκνος.
(9) Ο Άργος (~1280, <αργός=λαμπρός (όπως εναργής), ο φέρων λάμψη) ήταν γιος του Φρίξου και της κόρης του Αιήτη Χαλκιόπης. Ήταν ο ναυπηγός της «Αργούς», του πλοίου της Αργοναυτικής Εκστρατείας και συνταξίδεψε με τους Αργοναύτες πάνω στο πλοίο του. Αδελφοί του ήταν οι Πρέσβων, Φρόντης, Μέλας και Κυτίσωρος.
(10) Ο Κλύμενος (~1250, <κλύω, κλύομαι [< κοέω=ακούω] + λύω [= ακούω, καλούμαι, γίνεται λόγος για μένα] = ονομαστός, ξακουστός) ήταν γιος του Πρέσβωνος και εγγονός του Φρίξου. Βασίλεψε στον Ορχομενό μετά τον Ετέοκλο, που ήταν άτεκνος.
(11) Ο Εύφημος (~1240, <ευ + φήμη = αυτός που έχει καλή φήμη, διάσημος) ήταν Βοιωτός ήρωας από τον Ορχομενό που πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, γιος του θεού Ποσειδώνα και της Κελαινώς, κόρης του Άτλαντα. Πήρε μέρος στους ταφικούς αγώνες «άθλα επί Πελία», όπου νίκησε στο αγώνισμα της αρματοδρομίας. Στην Αργοναυτική Εκστρατεία, όταν οι Αργοναύτες αντιμετώπιζαν τις Συμπληγάδες Πέτρες, ο Εύφημος άφησε ένα περιστέρι να πετάξει ανάμεσα στις πέτρες, ενέργεια που τους έδωσε τη δυνατότητα να τις διασχίσουν και αυτοί με την «Αργώ». Επεκτείνοντας τα πλαίσια του ταξιδιού αυτού, ο Εύφημος έκανε μεγάλη περιοδεία και ίδρυσε αποικίες στα μέρη από τα οποία πέρασε. Στην Τριτωνίδα λίμνη πήρε από τα χέρια του Τρίτωνα ένα βώλο γης και τον έριξε στη μέση του Αιγαίου Πελάγους, και από αυτό δημιουργήθηκε η νήσος Θήρα. Οι απόγονοί του στο νησί αυτό αποίκισαν την Κυρηναϊκή, αφού ο Βάττος, ιδρυτής της αποικίας στην Κυρήνη, θεωρείται απόγονός του. Σύζυγός του ήταν η Λαονόμη, κόρη του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης, δηλαδή ετεροθαλής αδελφή του Ηρακλή. Στη Λήμνο, από όπου πέρασε ως Αργοναύτης, ο Εύφημος απέκτησε ένα γιο, τον Λευκοφάνη, από μια ντόπια γυναίκα τη Λαμάχη,. Τα παιδιά του στη Λήμνο διώχθηκαν από τους Τυρρηνούς.
(12) Ο Εργίνος (~1240, <ερι [=δυνατός] + γένος = από δυνατή γενιά), ήταν γιος του Κλυμένου, βασιλιάς των Μινυών του Ορχομενού. Μητέρα του ήταν η Βουζύγη. Ο Εργίνος πολέμησε με τους Μινύες εναντίον των Θηβαίων. Αιτία της εκστρατείας του αυτής ήταν ο θάνατος του πατέρα του, που τον είχε σκοτώσει ένας Θηβαίος κατά τη διάρκεια μιας εορτής στην Ογχηστό. Ο Εργίνος σκότωσε τότε πολλούς Θηβαίους και συνομολόγησε μετά συνθήκη με τον βασιλιά τους, τον Μενοικέα τον πρεσβύτερο. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, οι Θηβαίοι έπρεπε να πληρώνουν ετήσιο φόρο εκατό βοδιών επί 20 χρόνια. Μια μέρα όμως ο Ηρακλής συνάντησε στο δρόμο του τον κήρυκα που πήγαινε να εισπράξει το φόρο, τον έπιασε, του έκοψε τα αυτιά και τη μύτη, του έδεσε τα χέρια και τον έστειλε πίσω στην πατρίδα του. Αυτό προκάλεσε νέο πόλεμο μεταξύ των Μινυών και των Θηβαίων. Αγανακτισμένος, ο Εργίνος εκστράτευσε κατά των Θηβών, όπου πλέον βασιλιάς ήταν ο Κρέων, γιος του Μενοικέως, αποφασισμένος να μην υποκύψει, όταν εμφανίσθηκε και πάλι ο Ηρακλής που κάλεσε δίπλα του τη θηβαϊκή νεολαία. έθεσε υπό τις διαταγές του το στρατό και αντιμετώπισε τον Εργίνο. Η νίκη του Ηρακλή ήταν θριαμβευτική, αλλά κατά τη διάρκειά της σκοτώθηκε ο Αμφιτρύων, πατέρας (ή πατριός) του Ηρακλή. Ο ίδιος ο Ηρακλής σκότωσε τον Εργίνο και ο Κρέων για να τον ανταμείψει του έδωσε ως σύζυγο την κόρη του Μεγάρα.
(13) Ο Αζεύς (~1220, <άζω [= πνέω, εκπνέω αθρόως, κράζω, στενάζω] + έχω [>-ευς] = κραυγάζων στενάζοντας) ήταν γιος του Κλυμένου, βασιλιά του Ορχομενού της Βοιωτίας και της Βουζύγης. Αδελφοί του Αζέα ήταν οι Εργίνος, Στράτιος, Άρρωνας και Πύλεος. Ήταν πατέρας ενός από τους έξι μυθολογικούς Άκτορες, που βασίλεψε στον Ορχομενό μετά από αυτόν.. Ο Αζεύς αναφέρεται από τον Παυσανία (Θ 37, 1 και 7) και τον Όμηρο στην Ιλιάδα (Β 513).
(14) Ο Άκτωρ (~1210, <άγω {μέλλων άξω] = αρχηγός) ήταν βασιλιάς του Ορχομενού, γιος του Αζέως, εγγονός του Κλυμένου, απόγονος του Φρίξου και πατέρας της Αστυόχης.
(15) Ο Ασκάλαφος (~1190, <α [επιτατ.] + στίζω [στι-> στα- (ι>α) > σκα- (τ>κ)} + λώπη [=επενδύτης] = αυτός που έχει κατάστικτο δέρμα) ήταν βασιλιάς των Μινυών του Ορχομενού, γιος του θεού του πολέμου `Άρη και της Αστυόχης, κόρης του Άκτορα, απόγονου του Φρίξου. Κατά τον Απολλόδωρο έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ενώ στον Τρωικό Πόλεμο μαζί με τον αδελφό του Ιαλμένη οδήγησαν τριάντα μινυακά πλοία στην Τροία, της οποίας την τάφρο ανέλαβε να φρουρεί μαζί με άλλους 6 ηγεμόνες. Πήρε μέρος στη μάχη εναντίον του Αινεία για το πτώμα του Αλκαθόου, οπότε και σκοτώθηκε από τον Δηίφοβο. Ο θάνατός του προκάλεσε φοβερή οργή στον πατέρα του, τον Άρη. Ο Ασκάλαφος θάφτηκε κατά την παράδοση στην Παλαιστίνη και από τον τάφο του, που ονομάσθηκε «σάμα (σήμα) Άρην», πήρε το όνομά της η περιοχή Σαμάρεια.
Στην Άρνη (<έρνος [<αείρω, ρίζα ερ-, όρνυμι] = νεαρός βλαστός {>άρνα >αρνίον} = καλή πηγή αρνιών), που αργότερα ονομάστηκε Χαιρώνεια (<χαίρω + νους, νοώ = αυτή που φέρνει χαρά στο νου), αναφέρονται οι εξής βασιλείς:
(1) Ο Οφέλτας (~1250, <οφέλλω [= επισωρεύω {παρκμ. του είλω =μαζεύω, συνάγω, αυξάνω} >όφελμα >όφελος] = αυτός που προσκομίζει οφέλη) ήταν βασιλιάς των Αιολέων Βοιωτών, οι οποίοι, υπό την αρχηγία του και με οδηγό τον Περιπόλτα, μετανάστευσαν από την Άρνη (ή Αρναία) της Θεσσαλίας, διωγμένοι από τους Θεσσαλούς και ήρθαν να εγκατασταθούν στη Βοιωτία, που την ονόμασαν έτσι οι ίδιοι από τα λιβάδια που είχε για βόσκηση βοών (<βοίδιον + ουδαίος [χθόνιος]). Κοντά στη λίμνη της Κωπαΐδας έχτισαν την πόλη Άρνη και με την πάροδο του χρόνου υπέταξαν όλη τη γύρω περιοχή. Η ανάμνηση του γενναίου Οφέλτα διατηρήθηκε στις παραδόσεις της περιοχής της Χαιρώνειας.
(2) Ο Αρηίθοος (~1210, <αρι [=πολύ, δυνατά] + θέω [=τρέχω} = δυνατός στο τρέξιμο) αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, ως βασιλιάς της Άρνης, πατέρας του Μενέσθιου, και σύζυγος της Φυλομέδουσας. Από μία διήγηση του Νέστορα προκύπτει ότι δεν πολεμούσε με ακόντιο ή τόξο, αλλά με ένα σιδερένιο ρόπαλο, που του είχε χαρίσει ο Άρης. Τον Αρηίσθοο σκότωσε με δόλο ο Λυκούργος και τον έγδυσε από τα όπλα του, τα οποία στη συνέχεια χάρισε στον Ερευθαλίωνα.
(3) Ο Μενέσθιος (~1190, < μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] + σθένος [=δύναμη] = μόνιμα δυνατός) ήταν γιος του Αρηιθόου και της Φυλομέδουσας, βασιλιάς στην πόλη Άρνη της Βοιωτίας. Ο Μενέσθιος έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, στον οποίο σκοτώθηκε από τον Πάρη (Ιλιάδα, ραψωδία Η, στίχος 9).
γ. Άλλες πόλεις της Βοιωτίας
Από τις άλλες πόλεις της Βοιωτίας (βοΐδιον + οδός > ουδαίος (χθόνιος), διότι υπήρχαν εκεί βοσκοτόπια) όπως Αλίαρτος, Λεβάδεια, Κορώνεια, Κώπαι, Ανθηδών, Θεσπιαί, Πλαταιαί μπορούν να αναφερθούν τα ονόματα γνωστών βασιλέων όπως:
(1) Ο Πυρηνεύς (~1490, <πυρήν [<πυρ, διότι έκαιγαν τα κουκούτσια] + έχω [>-ευς] = αυτός που εμπνέεται από τη φωτιά) ήταν βασιλιάς στην Δαυλίδα. Κάποτε, κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, ο Πυρηνέας κάλεσε τις Μούσες, που περνούσαν από την περιοχή του για να πάνε στον Ελικώνα, να μπουν στο παλάτι του για να βρουν καταφύγιο. Ο πονηρός άρχοντας όμως δεν σεβάσθηκε την ιερότητα του θεσμού της φιλοξενίας στην Αρχαία Ελλάδα και τη μετάβαλε σε παγίδα προσπαθώντας να τις βιάσει. Οι Μούσες τότε, ως θεές, ξέφυγαν πετώντας. Ο Πυρηνεύς είχε το θράσος να τις καταδιώξει, επιμένοντας στο πάθος του. Τότε οι Μούσες τον γκρέμισαν από ένα γκρεμό και τον σκότωσαν. Ο Πυρηνέας αναφέρεται στις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου.
(2) Οι «Σπαρτοί» (~1490, =σπαρμένοι από τον Κάδμο με τα δόντια του δράκοντα κατά συμβουλή της θεάς Αθηνάς) ήταν οι επιφανέστεροι από τους παλιούς αυτόχθονες κατοίκους της Θήβας, που όπως φαίνεται από το σχετικό μύθο, αναγνώρισαν τον Κάδμο βασιλιά τους, μετά από μάχη στην οποία σκοτώθηκαν αρκετοί από αυτούς. Απόμειναν μόνο πέντε Σπαρτοί, ο Εχίων, ο Χθόνιος, ο Ουδαίος, ο Υπερήνωρ και ο Πέλωρ, που είχαν τη μεγαλύτερη δύναμη μετά τον Κάδμο, συνεργάστηκαν μαζί του για την ανοικοδόμηση της Θήβας και έγιναν οι γενάρχες των πιο σπουδαίων αρχοντικών σπιτιών της Θήβας πλάι στους Καδμείους. Ο πρώτος από αυτούς, ο Εχίων ( <έχω + ίω [=πηγαίνω, έρχομαι] = αυτός που συνεχίζει να έχει, αυτόχθων που επιβίωσε μετά τον Κάδμο) πήρε ως σύζυγό του την Αγαύη, κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας και μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Πενθέα, που βασίλευσε στη Θήβα αλλά είχε τραγικό τέλος, γιατί εναντιώθηκε στη λατρεία του Διονύσου. Απόγονοι του Εχίονος από τον Πενθέα ήταν κατά σειρά ο Όκλασος, ο Μενοικεύς και ο Κρέων με την Ιοκάστη. Ο δεύτερος ο Χθόνιος (<χθων=γη, έδαφος <χαμαί, χθαμαλός), απόκτησε δυο γιους, τον Νυκτέα και τον Λύκο. Ο Νυκτέας έγινε πατέρας της Νυκτηίδας και της Αντιόπης. Την πρώτη από αυτές την πήρε γυναίκα ο μοναχογιός του Κάδμου, ο Πολύδωρος, που βασίλεψε μαζί της μετά τον πατέρα του και άφησε διάδοχο τον Λάβδακο. Η άλλη κόρη του Νυκτέα, η Αντιόπη, ζευγαρώθηκε κρυφά με τον Δία και έφερε στον κόσμο τον Αμφίονα και τον Ζήθο, αυτούς που επέκτειναν τη Θήβα και την περιτριγύρισαν με καλοχτισμένο τείχος. Από τους γιους του Χθονίου, ο Λύκος, βασίλεψε στη Θήβα δυο φορές σαν επίτροπος των απογόνων του Κάδμου, τη μια στη θέση του ανήλικου Λάβδακου και την άλλη στη θέση του επίσης ανήλικου Λάιου. Όμως τη δεύτερη φορά τον παραμέρισαν ο Αμφίων και ο Ζήθος, τους οποίους διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του Λάβδακου Λάϊος. Ο τρίτος Σπαρτός, ο Ουδαίος (<ουδαίος [=χθόνιος] <ούδας = έδαφος >ουδός >οδός) είχε απόγονο τον Ευήρη, που, όταν έσμιξε με τη νύμφη Χαρικλώ, απόχτησε γιο τον Τειρεσία, τον πιο ξακουσμένο μάντη της Θήβας.
(3) Ο Αλίαρτος (~1420, <αλς, αλός [=θάλασσα] + άρτος [=πλήρης τροφή] = αυτός που αποκομίζει πλήρη τροφή από τη θάλασσα) ήταν ο ιδρυτής της ομώνυμης πόλης της Βοιωτίας, γιος του Θέρσανδρου (γιου του Σισύφου) και αδελφός του Κορώνου. Ο Παυσανίας, που κατέγραψε τις σχετικές με την πόλη παραδόσεις, αναφέρει ότι ο Αθάμας ήταν αρχικώς βασιλιάς του Ορχομενού της Βοιωτίας και αδελφός του Σισύφου. Επειδή δεν είχε διάδοχο, όταν πέθανε κάλεσαν τον Αλίαρτο και τον Κόρωνο που ανέλαβαν την εξουσία. Αργότερα όμως επέστρεψε από την Κολχίδα ο Πρέσβωνας, γιος του Φρίξου, στον οποίο ανήκε δικαιωματικά η βασιλεία του Ορχομενού ως πλησιέστερου συγγενή του Αθάμαντα. Τότε ο Αλίαρτος και ο Κόρωνος παραιτήθηκαν με τη θέλησή τους και παρέδωσαν την εξουσία. Ως αντάλλαγμα έλαβαν ένα μικρό τμήμα της περιοχής, όπου έχτισαν, ο καθένας χωριστά, τις ομώνυμες πόλεις Αλίαρτο και Κορώνεια (βλέπε και τη ραψωδία Β της Ιλιάδας, στ. 503). Σε αυτές τις πόλεις οι κάτοικοι τους τιμούσαν ως ιδρυτές και ήρωες.
(4) Ο Μενοικεύς Α Όκλασου (~1350, <μένω + οίκος + έχω = μόνιμος οικιστής) ήταν ο πατέρας του Κρέοντα και μνημονεύεται, όπως και ο γιος του, στην τραγωδία «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Ως πατέρας του Μενοικέως αναφέρεται ο Όκλασος και ως παππούς του ο Πενθέας, βασιλιάς της Θήβας μετά τον Κάδμο και γιος του Σπαρτού Εχίονα. Κόρη του Μενοικέως ήταν η Ιοκάστη, τραγική μητέρα και σύζυγος του Οιδίποδα.
(5) Ο Ερύθρας Λεύκωνα (~1340, <ε [ευφων.] + ροδαλός [ = ροδοκόκκινος], ο>υ, δ>θ, λ>ρ) ήταν ιδρυτής της πόλεως Ερυθραί της Βοιωτίας, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σύμφωνα με τον Παυσανία (ΣΤ΄ 21, 11), ο Ερύθρας ήταν γιος του Λεύκωνα και εγγονός του Αθάμαντα. Καθώς ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας, σκοτώθηκε από τον Οινόμαο.
(5) Ο Μενοικεύς Β Κρέοντος (~1210) ήταν εγγονός του Μενοικέως Α και γιος του Κρέοντα. Ο ρόλος του στη μυθολογία ήταν σημαντικότερος από αυτόν του συνώνυμου παππού του, καθώς θυσιάσθηκε με τη θέλησή του στον θεό του πολέμου Άρη για να σώσει τη Θήβα. Αυτό έγινε όταν πληροφορήθηκε χρησμό του μάντη Τειρεσία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των «Επτά επί Θήβας». Μετά από αυτό, αλλά και μετά από τις καυχησιολογίες του Καπανέως, ο Δίας απεφάσισε την αποτυχία της εκστρατείας των «Επτά». Σύμφωνα με τον Παυσανία ο τάφος του Μενοικέως βρισκόταν κοντά στις Νηιστές Πύλες της Θήβας. Επάνω στο μνήμα του ήταν φυτεμένη μία ροδιά.
(6) Ο Θέσπιος Ερεχθέως (~1300, <θεός + είπον [έσπον] = αυτός που μεταφέρει τους λόγους του θεού), ήταν επώνυμος ήρωας των Θεσπιών της Βοιωτίας (δεν πρέπει να συγχέεται με τον Θέστιο, βασιλιά των Αιτωλών). Πατέρας του ήταν ο Ερεχθέας, βασιλιάς της Αττικής. Ο Θέσπιος εγκατέλειψε την Αττική και ίδρυσε ο ίδιος βασίλειο στη Βοιωτία. Πήρε ως σύζυγό του τη Μεγαμήδη και απέκτησε από αυτή και από διάφορες παλλακίδες 50 κόρες. Την εποχή που ο Ηρακλής ήταν μόλις 18 ετών, παρουσιάσθηκε στον Θέσπιο και του υποσχέθηκε να σκοτώσει το λιοντάρι που λυμαινόταν τον Κιθαιρώνα. Σε όλη τη διάρκεια του κυνηγιού αυτού, ο Ηρακλής ήταν φιλοξενούμενος του Θεσπίου, ο οποίος, μη έχοντας διαθέσιμους γαμπρούς για τις 50 κόρες του και θέλοντας οπωσδήποτε απογόνους από δυνατή γενιά, σκέφθηκε να αξιοποιήσει την ακατάλυτη δύναμη του ήρωα και κάθε βράδυ του έστελνε στο κρεβάτι του και μία από τις 50 κόρες του, γνωστές και ως Θεσπιάδες, χωρίς εκείνος να αντιλαμβάνεται την αλλαγή, καθώς επέστρεφε κάθε βράδυ κουρασμένος από το κυνήγι («μίαν νομίζων είναι την αεί συνευναζομένην, συνήλθε πάσαις»). Το τέχνασμα του Θεσπίου πέτυχε, και έτσι βρέθηκε εννιά μήνες αργότερα να έχει περίπου 47 εγγονούς με θεϊκά γονίδια. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά του Ηρακλή πήγαν με οδηγό τους τον Ιόλαο στη Σαρδηνία, όπου ίδρυσαν αποικία. Δύο μόνο έμειναν στις Θεσπιές και άλλα δύο πήγαν στη Θήβα. Αυτά που πήγαν στη Σαρδηνία μυθολογείται ότι έζησαν πολλά χρόνια και όταν έφθασε η τελευταία στιγμή της ζωής τους καταλήφθηκαν από ένα βαθύ αιώνιο ύπνο και δεν ξύπνησαν ποτέ πια. Απέφυγαν έτσι την αποσύνθεση του τάφου ή την αποτέφρωση της πυράς. Παραδίδεται επίσης ότι ο Θέσπιος ήταν αυτός που καθάρισε τον Ηρακλή από το μίασμα του φόνου των τέκνων που είχε αποκτήσει με τη Μεγάρα.
(7) Ο Αρκεσίλαος Αρίλυκου (~1190, <άρκεσις <αρκέω [= αποκρούω, αποσοβώ, υπερασπίζω, προφυλάγω, κατορθώνω] + λαός = υπερασπιστής του λαού) ήταν γιος του Λύκου ή Αριλύκου ή Αρχιλύκου και της Θεοδούλης, βασιλιάς της Λειβαδιάς. Υπήρξε ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών στον Τρωικό Πόλεμο, επικεφαλής 50 πλοίων, και σκοτώθηκε από τον Έκτορα. Ο Αρκεσίλαος του Λύκου αναφέρεται στην Ιλιάδα (Β 495, Ο 329).
δ. Αθήνα
Στην Αθήνα (Αθήναι <α [επιτατ.] + τανύω, ταναός [= εκτεταμένος], επειδή περιλάμβανε πολλούς οικισμούς > Ατάναι > Αθάναι [τ>θ] ή κατά τον Πλάτωνα <Αθηνά <α [=η] + θεά + νόα = η θεά του νου, της νόησης), όπου εγκαταστάθηκαν Ίωνες, όπως προαναφέρθηκε αρχικά βασίλεψε ο αυτόχθων Ελληνοπελασγός Ωγύγης (~1769, με χρονολόγηση κατά τους μύθους), σε ένα βασίλειο που περιλάμβανε την Αττική και τη Βοιωτία. Ο Ωγύγιος Κατακλυσμός, που συνέβη τότε, κατά τον οποίο πλημμύρισε απότομα η λίμνη Κωπαΐδα, επηρέασε την ευρύτερη περιοχή μέχρι την Ελευσίνα και το λεκανοπέδιο της Αττικής, με αποτέλεσμα οι περιοχές αυτές να μείνουν ημιέρημες για περίπου 200 χρόνια. Βασιλείς μετά την υποχώρηση των νερών και την επανεγκατάσταση κατοίκων ήταν οι εξής:
(1) Ο Περίφας (~1600, <περί [=πολύ] + φαίνω [= φανερώνω, εμφανίζω] = επιφανής, διάσημος) ήταν ο πρώτος γνωστός αυτόχθων κάτοικος της περιοχής, ο οποίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Αθηνών, εξαιτίας της δικαιοσύνης του, της σωφροσύνης του και των άλλων αρετών του. Ο Περίφας ωστόσο τιμούσε πολύ περισσότερο από τους άλλους θεούς τον Απόλλωνα, γεγονός που, κατά το μύθο, προκάλεσε τη ζήλια και το θυμό του Δία, ο οποίος θέλησε να χτυπήσει με κεραυνό αυτόν και την οικογένειά του. Με την επέμβαση όμως του Απόλλωνα ο Περίφας και ο διάδοχός του μεταμορφώθηκαν σε αετούς, ενώ η σύζυγος του Περίφαντα μεταμορφώθηκε, σύμφωνα με παράκλησή της, σε θηλυκό θαλάσσιο αετό.
(2) Ο Ακταίος (~1570, ή Ακτεύς <ακτή + έχω [>εχεύς >-ευς] = κάτοχος των ακτών) ήταν ο δεύτερος βασιλιάς της Αθήνας, μετά τον Περίφαντα. Ήταν ο γιος του Ερυσίχθωνα και η παράδοση αναφέρει ότι έδωσε το όνομά του στην Αττική (<Ακτική), πριν ονομαστεί Κεκροπία από τον Κέκροπα (υπάρχει όμως και η ετυμολογία άττα [=παλαιά] > αττίς > ατθίς >ατθική >αττική ή ατταϊκή = αρχαία χώρα). Ο Ακταίος είχε τρεις κόρες, Άγραυλο, Έρση και Πάνδροσο, αλλά δεν είχε κανένα γιο και έτσι ο Κέκροπας, που νυμφεύτηκε την Άγραυλο, τον διαδέχτηκε στο θρόνο.
(3) Ο Κέκρωψ Α ο πρεσβύτερος (1556-1506, <κέρκωψ [ρκ>κρ] <κέρκος [=κυρτός, καμπύλη ουρά ζώου] + όψη = κυρτωμένος, διότι παριστανόταν με κουλουριασμένη ουρά φιδιού) ήταν γιος της Μητέρας Γης και του Ουρανού και μυθικός ιδρυτής της αρχέγονης πόλης των Αθηνών στην Ακρόπολη (που αρχικά ονομαζόταν Κεκρωπία). Λογιζόταν χθόνια θεότητα και παρουσιαζόταν συνήθως ως διφυής, από τη μέση και πάνω άνθρωπος και από τη μέση και κάτω φίδι. Θεωρείται γενάρχης των Αθηναίων (Κεκροπίδες), και πιστεύεται ότι ο τάφος του βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα της στοάς των Καρυάτιδων στο Ερέχθειο (Κεκρόπιο). Λατρευόταν κυρίως στην Ακρόπολη υπό τη μορφή φιδιού, έχοντας δικό του ιερέα, ενώ σ’ αυτόν αποδίδονται η θέσπιση διάφορων νόμων, η εφεύρεση της γραφής, η απογραφή του πληθυσμού, η κατάργηση των ανθρωποθυσιών, η ταφή των νεκρών και ο τρόπος οικοδόμησης οικιών. Σύζυγος του Κέκροπα ήταν η Άγλαυρος, κόρη του Ακταίου, προηγούμενου βασιλιά των Αθηνών, ενώ αργότερα λέγεται πως ο Κέκροπας έγινε σύζυγος με τη Μητιάδουσα, αδελφή του Δαιδάλου. Η Άγλαυρος (<Αγραυλος <αγρός + αυλίζω = η κατοικούσα σε οργωμένη γη) ήταν η προσωποποίηση της γονιμότητας του εδάφους και του λαμπρού φωτός. Παιδιά τους ήταν οι Ερυσίχθονας ο Αθηναίος, Άγραυλος η Νεότερη, Έρση και Πάνδροσος. Ο Κέκροπας, που βασίλευσε την εποχή του Κατακλυσμού του Δευκαλίωνα (~1529 π.Χ. με χρονολόγηση κατά τους μύθους) έχτισε πόλεις στην Εύβοια και την Κωπαΐδα. Λατρευόταν επίσης στα Μέγαρα, τη Βοιωτία, την Αλίαρτο, την Εύβοια, τη Θράκη και τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Θεωρείται ο ιδρυτής της λατρείας του Δία Υπάτου και της Πολιάδας Αθηνάς. Ήταν κριτής στη φιλονικία Ποσειδώνα και Αθηνάς για την θεϊκή προστασία της πόλης. Σύμφωνα με το μύθο, οι αντίπαλοι ανέβηκαν στο βράχο της Ακρόπολης, όπου ήρθαν ως δικαστές και οι άλλοι δέκα θεοί από τον Όλυμπο, ενώ ο Κέκροπας ήταν παρών ως μάρτυρας. Πρώτος ο Ποσειδώνας, με ένα δυνατό χτύπημα της τρίαινας στο έδαφος σχημάτισε μια μικρή λίμνη που την ονόμασαν «Ερεχθηίδα θάλασσα». Μετά η Αθηνά φύτεψε μια ελιά πάνω στο βράχο, που ξεπετάχτηκε γεμάτη καρπό και σωζόταν για πολλά χρόνια αργότερα. Ο Δίας κήρυξε το τέλος του αγώνα και είπε στους άλλους θεούς να κρίνουν σε ποιον πρέπει να δοθεί η πόλη, ζητώντας ταυτόχρονα και τη γνώμη του Κέκροπα. Αυτός θεώρησε πως το δώρο της Αθηνάς ήταν πιο χρήσιμο και έτσι της δόθηκε η κυριαρχία της πόλης. Ο Κέκροπας διαίρεσε τους κατοίκους της Αθήνας σε τέσσερις φυλές, που τις ονόμασε Κεκροπίς, Αυτόχθων, Ακταία και Παραλία, κάθε μια με περίπου είκοσι χιλιάδες κατοίκους. Επίσης χώρισε την Αττική σε δώδεκα αυτόνομους δήμους.
(4) Ο Κραναός (1506-1497, <κραίνω [= εξουσιάζω, κυβερνώ <κρατύνω, κραναός {>κρίνω = χωρίζω, εκλέγω} = κυβερνήτης) διαδέχθηκε τον Κέκροπα, πήρε ως σύζυγό του τη Σπαρτιάτισσα Πεδιάδα και απέκτησαν τρεις θυγατέρες: την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Από την τελευταία, που απεβίωσε σε μικρή ηλικία, ονόμασε ο Κραναός και τη χώρα του Ατθίδα (και σήμερα οι γυναίκες της Αττικής ονομάζονται «ατθίδες» <άττα [= παλαιός, πρόγονος] > υποκοριστικό αττίς > ατθίς [τ>θ]). Τελικά ο Αμφικτύονας έδιωξε από την εξουσία τον Κραναό, ο οποίος κατέφυγε στο δήμο των Λαμπτρών, όπου πέθανε. Εκεί βρισκόταν και ο τάφος του μέχρι τα μεταγενέστερα χρόνια, όπως αναφέρει ο Παυσανίας (Α 31, 3). Οι Αθηναίοι λάτρευαν τον Κραναό ως ήρωα με ιδιαίτερο ιερέα, που εκλεγόταν από το γένος των Χαριδών. Από τον Κραναό οι κάτοικοι της Αττικής ονομάζονταν την παλαιά εποχή «Κραναοί» ή «παιδιά του Κραναού», θεωρούμενοι απόγονοί του. Η Αθήνα ονομαζόταν Κραναάπολις και η Ακρόπολη Κραναά. Υπάρχει επίσης το επίθετο «Κραναία» για τη θεά Αθηνά, ενώ το ιερό της στην Ελάτεια ονομαζόταν «Κραναί». Από τον Κραναό ετυμολογούν μερικοί και τη νήσο Κρανάη, όπου κατά τον Όμηρο μετέφερε αρχικά ο Πάρις την Ωραία Ελένη. Εικάζεται ότι ο Κραναός ήταν πρωτογενώς θεότητα του κύκλου της Αθηνάς, που λατρευόταν αρχικά στο δήμο Λαμπτραί.
(5) Ο Αμφικτύων (1497-1487, ή Αμφικτίων <αμφί (=από παντού) + κτίω [<πτίω <πέτομαι = πετάω] = αυτός που περιβάλλεται από πουλιά [οιωνούς] = οιωνοσκόπος) ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, και αδελφός του Έλληνα. Οι γονείς του, που βασίλευαν στη Θεσσαλική Φθία, θεωρούνταν γενάρχες των Ελλήνων. Κατά το «Πάριον Χρονικόν», ο Αμφικτύων βασίλευσε αρχικώς στις Θερμοπύλες (Λοκρίδα) και ύστερα στην Αθήνα. Ως σύζυγός του αναφέρεται η Χθονοπάτρα. Ως βασιλιάς της Λοκρίδας, απέκτησε ένα γιο, τον Φύσκο, που έγινε πατέρας του Λοκρού, γενάρχη των Λοκρών. Κατά τους αττικούς μύθους αμφισβητείται ότι ήταν γιος του Δευκαλίωνα και θεωρείται αυτόχθονας από την Αττική, που βασίλευσε στην Αθήνα επί 12 χρόνια εκθρονίζοντας τον πεθερό του Κραναό, ώσπου να εκθρονισθεί και ο ίδιος από τον Εριχθόνιο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αμφικτύονα, ο Πήγασος, ένας ιερέας του Διονύσου στις Ελευθερές, εισήγαγε τη λατρεία του θεού αυτού στην Αθήνα. Πιθανολογείται ότι ο Αμφικτύονας είχε ιδρύσει την Πυλαία Αμφικτιονία κοντά στις Θερμοπύλες, για την οποία όμως αναφέρεται ως ιδρυτής και ο Ακρίσιος, και επομένως η συσχέτισή του με τις Αμφικτιονίες δεν θεωρείται πλέον δικαιολογημένη.
(6) Ο Εριχθόνιος (1487-1437, <ερι [=δυνατός] + χθόνιος [<χθων = γη, έδαφος] = από δυνατή χώρα), που εξόρισε από το θρόνο τον Αμφικτύονα, ήταν γιος του θεού Ηφαίστου και της Ατθίδος, κόρης του βασιλιά της Αθήνας Κραναού, από την οποία (κατά μία εκδοχή) πήρε το όνομα της η Αττική (<Ατθική <άττα [=παλαιά] >αττίς >ατθίς). Σύμφωνα με το μύθο ο Εριχθόνιος γεννήθηκε ως φίδι, ή είχε φρουρό ένα φίδι. Η Αθηνά τον έκλεισε σε ένα καλάθι και το εμπιστεύτηκε στις τρεις κόρες του Κέκροπα, Έρση, Πάνδροσο και Άγλαυρο, με την εντολή να μην το ανοίξουν, αλλά μόνο η Πάνδροσος υπάκουσε τη θεά. Όταν οι άλλες δύο κοπέλες άνοιξαν το καλάθι αντίκρισαν ένα μωρό τυλιγμένο με δύο φίδια. Ο τρόμος τους ήταν τέτοιος που έπεσαν από το βράχο της Ακρόπολης. Η θεά τον μεταμόρφωσε σε άνθρωπο, τον μεγάλωσε και τον δίδαξε να ιππεύει για πρώτη φορά άμαξα με τέσσερα άλογα. Ο Εριχθόνιος, ως βασιλεύς, τοποθέτησε το ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς σε ναό αφιερωμένο στη θεά (στους κλασικούς χρόνους φυλασσόταν στο Ερέχθειο) και ίδρυσε γιορτή προς τιμή της, τα Αθήναια. Αργότερα ο Θησέας όταν ένωσε όλες τις αθηναϊκές κοινότητες σε μία, μετονόμασε τη γιορτή σε Παναθήναια. Ο Εριχθόνιος συζεύχθηκε τη νύμφη Πασιθέα και απέκτησαν ένα γιό, τον Πανδίονα τον πρεσβύτερο, που απόκτησε με τη νύμφη Ζευξίππη δύο κόρες, την Πρόκνη και την Φιλομήλα και δύο γιους, τον Ερεχθέα και τον Βούτη. Γιος του Ερεχθέα ήταν ο Κέκροπας ο νεότερος, του οποίου ο γιος, ο Πανδίονας Β΄, ήταν ο πατέρας του Αιγέα και παππούς του ήρωα Θησέα.
(7) Ο Πανδίων Α ο πρεσβύτερος (1437-1397, <παν + δίος [=φωτεινός] + ων (μτχ του ειμί) = πάμφωτος, από παντού φωτεινός) ήταν γιος και διάδοχος του Εριχθονίου στον αθηναϊκό θρόνο, που απόκτησε με τη νύμφη Ζευξίππη δύο κόρες, την Πρόκνη και την Φιλομήλα και δύο γιους, τον Ερεχθέα και τον Βούτη. Οι Αθηναίοι πίστευαν ότι στα χρόνια του Πανδίονα Α επισκέφθηκαν την Αττική η θεά Δήμητρα, που τους δίδαξε τη γεωργία, και ο θεός Διόνυσος, που τους δίδαξε την αμπελοκαλλιέργεια και την παρασκευή του κρασιού. Ο Πανδίων ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά της Θήβας Λάβδακο και για να τον αντιμετωπίσει κάλεσε σε βοήθεια τον βασιλιά Τηρέα από τη Θράκη, και σε αντάλλαγμα του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Πρόκνη.
(8) Ο Ερεχθεύς (1397-1347, <ερι [=δυνατός] + χθων [= γη, έδαφος] + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που έχει δυνατή χώρα) ήταν γιος του Πανδίονα Α και της νύμφης Ζευξίππης και μεγάλωσε μέσα στο ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, που αργότερα ονομάσθηκε Ερέχθειο. Μετά την ενηλικίωσή του, πήρε ως σύζυγό του την Πραξιθέα, κόρη ή εγγονή του Κηφισού. Όταν έγινε βασιλιάς των Αθηναίων, τους βοήθησε να γλιτώσουν από την έλλειψη σιταριού που είχαν κάποτε. Αδελφός του Ερεχθέα ήταν ο Βούτης και αδελφές του η Φιλομήλα και η Πρόκνη, που αργότερα μεταμορφώθηκαν σε πουλιά. Με το θάνατο του Πανδίονα, ο Ερεχθέας και ο Βούτης μοιράσθηκαν τη βασιλεία: ο πρώτος ανέλαβε την άσκηση της κοσμικής εξουσίας, ενώ ο δεύτερος ήταν ο αρχιερέας των δύο θεοτήτων που προστάτευαν την πόλη, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Από το γάμο του με την Πραξιθέα, ο Ερεχθέας απέκτησε πολλά παιδιά. Ανάμεσά τους ήταν ο Κέκροπας ο νεότερος, ο Άλκωνας, ο Ορνέας, ο Θέσπιος, ο Ευπάλαμος, ο Πάνδωρος, ο Μητίωνας, η Μερόπη, η Κρέουσα, η Ωρείθυια (ή Ορύθεια), η Πρόκρις, η Πρωτογένεια, η Πανδώρα και η Χθονία. Κάποτε ο Ερεχθέας βρέθηκε σε πόλεμο με τους Ελευσίνιους. Σύμμαχος των Ελευσίνιων ήρθε τότε ο βασιλιάς των Θρακών Εύμολπος, φημολογούμενος ως γιος του Ποσειδώνα, με πολύ στρατό. Ο Ερεχθέας θυσίασε μετά από χρησμό του μαντείου μια κόρη του (την Χθόνια ή την Πρωτογένεια) για να νικήσει. Εξαιτίας αυτής της θυσίας, ο Ερεχθεύς μπόρεσε να σκοτώσει τον Εύμολπο και να νικήσει στον πόλεμο. Ο ίδιος ο Ερεχθέας όμως σκοτώθηκε από τον οργισμένο Ποσειδώνα. Ο Ερεχθέας είναι εκείνος που οριστικοποίησε την πολιουχία των Αθηνών από την θεά Αθηνά και μετονόμασε τους κατοίκους, που μέχρι τότε λέγονταν «Κεκροπίδες», σε «Αθηναίους». Αμέσως μετά, ίδρυσε ναό της θεάς, εισήγαγε τη λατρεία της στην Αττική και καθιέρωσε την εορτή Παναθήναια (με αρχικό όνομα «Αθήναια»). Οι Αθηναίοι τιμούσαν εξαιρετικά τον Ερεχθέα ως επώνυμο ήρωά τους και του έστησαν ανδριάντα. Αλλά και οι κάτοικοι της Επιδαύρου του πρόσφεραν θυσίες κάθε χρόνο. Οι αρχαίοι ποιητές και καλλιτέχνες ασχολήθηκαν με το μύθο του και μεταξύ αυτών, ο Ευριπίδης συνέγραψε ομώνυμο δράμα, που όμως δεν διασώθηκε.
(9) Ο Κέκρωψ Β ο νεότερος (1347-1307) ήταν γιος του Ερεχθέως, βασίλευσε μετά τον πατέρα του και δεν πρέπει να συγχέεται με τον συνώνυμο πρόγονό του.
(10) Ο Πανδίων Β ο νεότερος (1307-1282), που επίσης δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο πρόγονό του, ήταν γιος του Κέκροπος Β και της Μητιαδούσης. Αυτόν τον Πανδίονα τον έδιωξαν από το θρόνο του οι Μητιονίδες και κατέφυγε στα Μέγαρα. Εκεί πήρε ως σύζυγό του την Πυλία, θυγατέρα του εκεί βασιλιά Πύλαντα (γιου του Κρήσωνα), τον οποίο και διαδέχθηκε στο θρόνο των Μεγάρων. Παιδιά του Πανδίονα Β ήταν οι Λύκος, Νίσος, Πάλλαντας και ο Αιγέας, ο πατέρας του ήρωα Θησέα, συλλογικά γνωστοί ως Πανδιονίδες, που ανακατέλαβαν την εξουσία στην Αθήνα. Αυτό φαίνεται ότι συνέβη μετά το θάνατο του Πανδίονα, καθώς το ηρώο και ο τάφος του αναφέρεται ότι υπήρχαν στα Μέγαρα.
(11) Ο Αιγεύς (1282-1234, <αΐσσω, άϊξ > αίγες = υψηλά ορμητικά κύματα + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που φέρνει ορμητικά κύματα {μετέπειτα ονομασία του Αιγαίου Πελάγους}), καταγόταν απ' ευθείας από τη γενιά του Ερεχθέως. Ήταν γιος του Πανδίονα Β και της Πυλίας, θυγατέρας του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα, και αδερφός του Νίσου, του Πάλλαντα και του Λύκου. Ο πατέρας του, ο Πανδίων Β, ήταν βασιλιάς της Αθήνας, αλλά οι Μητιονίδες τον είχαν εκθρονίσει κι αυτός είχε καταφύγει στα Μέγαρα, όπου και πήρε γυναίκα του την κόρη του εκεί βασιλιά. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Αιγέας κατόρθωσε να γυρίσει στην Αθήνα και να ανακτήσει την εξουσία, παρά τη σφοδρή αντίδραση των 50 ανιψιών του, γιων του Πάλλαντα. Σύμφωνα με το μύθο, ο Αιγέας δεν είχε αποκτήσει αρσενικό παιδί, παρά μόνο κορίτσια. Θεωρώντας αιτία κάποιο θυμό της θεάς Αφροδίτης, ίδρυσε στην Αθήνα το πρώτο ιερό της, καθιερώνοντας έτσι τη λατρεία της Ουράνιας Αφροδίτης. Το Μαντείο των Δελφών τού έδωσε το χρησμό πως δεν έπρεπε να πιει πολύ κρασί και να μεθύσει πριν επιστρέψει στην πατρίδα του. Αλλά ο Αιγέας, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, δεν κατάλαβε τη σημασία του χρησμού γι' αυτό πήγε στον Πιτθέα, τον βασιλιά της Τροιζήνας, που ήταν σοφός και ζήτησε τη γνώμη του. Ο Πιτθέας μάντεψε το χρησμό αλλά δεν έδωσε την πραγματική εξήγηση στον Αιγέα. Το ίδιο βράδυ οργάνωσε στο παλάτι του λαμπρό βασιλικό γλέντι για να διασκεδάσει την κακοκεφιά του Αθηναίου βασιλιά. Στο τραπέζι ανοίχτηκαν ασκιά με διαλεχτά κρασιά και η κόρη του Πιτθέα, η πεντάμορφη βασιλοπούλα Αίθρα, κερνούσε συνέχεια τον Αιγέα ώσπου τον μέθυσε. Έτσι μεθυσμένο τον πάντρεψε ο Πιτθέας με την Αίθρα, θέλοντας έτσι ν' αποκτήσει εγγονό και διάδοχο ισχυρού πατέρα. Όταν ξεμέθυσε ο Αιγέας και κατάλαβε την πονηριά του Πιτθέα, άφησε την Αίθρα και έφυγε μόνος του για την Αθήνα. Πριν φύγει είπε στην Αίθρα ότι αν από το γάμο τους γεννηθεί γιος, να τον αναθρέψει αντάξια του πατέρα του χωρίς να φανερώσει την ταυτότητά του, και όταν μεγαλώσει και γίνει έφηβος να έρθει στην Αθήνα να τον συναντήσει. Λέγοντας αυτά στην Αίθρα, ο Αιγέας την οδήγησε στο δρόμο προς την Ερμιόνη, όπου υπήρχε μία μεγάλη πέτρα, ο "βωμός του Σθενίου Διός" (= του δυνατού Δία). Κάτω από την πέτρα αυτή, ο Αιγέας τοποθέτησε το ξίφος και τα σανδάλια του λέγοντας στην Αίθρα ότι, όταν ο γιος τους σηκώσει αυτή την πέτρα, να φορέσει τα σανδάλια και να ζωστεί το ξίφος, ώστε όταν έρθει στην Αθήνα να μπορέσει να τον αναγνωρίσει.
Φτάνοντας στην Αθήνα, ο Αιγέας σε λίγο καιρό έμπλεξε σε πόλεμο με τον πανίσχυρο βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, ο οποίος έφτασε με τα καράβια και το στρατό του, κατέλαβε τα Μέγαρα και πολιόρκησε την Αθήνα. Ο πόλεμος αυτός είχε ως αιτία τη δολοφονία του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα, από τους Αθηναίους, επειδή τους είχε νικήσει στα αγωνίσματα μιας αθλητικής γιορτής ανάμεσα σε Κρήτες και Αθηναίους. Μπροστά στον κίνδυνο μιας φοβερής καταστροφής, ο Αιγέας συνθηκολόγησε με τον Μίνωα, ο οποίος επέβαλε βαρύτατο φόρο για τους Αθηναίους: εφτά κοπέλες και εφτά νέοι από τις καλύτερες οικογένειες, έπρεπε να στέλνονται κάθε χρόνο στην Κρήτη για να παραδίδονται ως τροφή σ' ένα φοβερό θηρίο, τον Μινώταυρο. Λίγο καιρό μετά, έφτασε στο παλάτι του Αιγέα η Μήδεια ζητώντας φιλοξενία. Απελπισμένος ο Αιγέας επειδή δεν είχε γιο, αλλά και από τον πόλεμο με τους εχθρούς του, εξομολογήθηκε τον πόνο του στη Μήδεια. Η Μήδεια τού είπε ότι αν την παντρευόταν θα του έκανε γιο. Και πραγματικά, λίγο καιρό αργότερα, ο Αιγέας από το γάμο του με τη Μήδεια απόκτησε ένα γιο, που τον ονόμασε Μήδο. Στο μεταξύ η Αίθρα απόκτησε και εκείνη ένα γιο, τον ήρωα Θησέα. Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών, ξεκίνησε από την Τροιζήνα για την Αθήνα για να ανταμώσει τον Αιγέα. Αφού στη διαδρομή έκανε διάφορα κατορθώματα, έφτασε στο παλάτι φορώντας τα σανδάλια και το σπαθί του πατέρα του, τα οποία βρήκε σηκώνοντας τη βαριά πέτρα. Η Μήδεια είχε αποφασίσει να δηλητηριάσει τον Θησέα, αλλά όταν ο Αιγέας αναγνώρισε το γιο του, τον αγκάλιασε και έδιωξε από το παλάτι τη Μήδεια και τον Μήδο, που κατέφυγαν στην Μεσοποταμία, όπου κατά την παράδοση αυτή, έγιναν γενάρχες των Μήδων.
Ο Αιγέας ενημέρωσε το γιο του για το βαρύ φόρο αίματος που πλήρωνε στον Μίνωα, και ο Θησέας αποφάσισε να απαλλάξει τους Αθηναίους από το φρικτό αυτό φόρο. Έτσι ξεκίνησε για την Κρήτη με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Καθώς τα πανιά στο καράβι ήταν μαύρα, λόγω του φόρου αίματος, ο Αιγέας ζήτησε, αν ο γιος του πετύχει στην αποστολή του και επιστρέψει ζωντανός, να σηκώσουν στην επιστροφή άσπρα πανιά. Όμως ενώ ο Θησέας πέτυχε στην αποστολή του, πάνω στη χαρά τους ούτε ο ίδιος ούτε ο πλοίαρχος θυμήθηκαν να αλλάξουν τα πανιά. Όταν ο Αιγέας είδε από το Σούνιο να φτάνει το καράβι με μαύρα πανιά, νόμισε ότι ο Θησέας ήταν νεκρός και πάνω στην απελπισία του ρίχτηκε στη θάλασσα και σκοτώθηκε. Από τότε η θάλασσα ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος. Οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον Αιγέα, τον τοποθέτησαν στη σειρά των θεών της θάλασσας και τον ανακήρυξαν γιο του Ποσειδώνα.
(12) Ο Θησεύς (1234-1204, <θήσω, μέλλ. του τίθημι, διότι έθεσε νόμους) ήταν γιος του Αιγέα και της Αίθρας, ο πιο δημοφιλής ήρωας στην αρχαία Ελλάδα μετά τον Ηρακλή. Στο τέλος της εφηβείας του έφυγε από την Τροιζήνα, όπου γεννήθηκε, για να γνωρίσει τον πατέρα του στην Αθήνα. Στο δρόμο κατόρθωσε να εξοντώσει τον Περιφήτη στην Επίδαυρο, τον Σίνη τον «Πιτυοκάμπτη» στον Ισθμό της Κορίνθου, την άγρια γουρούνα Φαία στην Κρομμυώνα (Άγιοι Θεόδωροι), τον ληστή Σκίρωνα στις Σκιρωνίδες Πέτρες (σημερινή Κακιά Σκάλα), τον Κερκύονα στην Ελευσίνα, και τέλος τον Πολυπήμονα, πατέρα του Σίνη, γνωστότερο ως «Προκρούστη», στην Ιερά Οδό (κοντά στο σημερινό Δαφνί). Αφού συνάντησε και αναγνωρίστηκε από τον πατέρα του, εξουδετερώνοντας τη Μήδεια που συζούσε τότε μαζί του, ο Θησέας αντιμετώπισε τον αδελφό του Αιγέα Πάλλαντα και τους 50 γιους του, που προσπάθησαν να σφετερισθούν το θρόνο. Στη συνέχεια κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό στον Μαραθώνα τον ταύρο της Κρήτης, που είχε συλλάβει ο Ηρακλής κατά τον έβδομο άθλο του και που ο Ευρυσθέας τον είχε αφήσει ελεύθερο. Το γνωστότερο κατόρθωμα του Θησέα υπήρξε η θανάτωση του Μινώταυρου στην Κρήτη, με τη βοήθεια της Αριάδνης, κόρης του Μίνωα, την οποία άφησε επιστρέφοντας στη Νάξο. Μετά την αυτοκτονία του πατέρα του, ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας, ενώνοντας τους δήμους της Αττικής, και διαιρώντας τους πολίτες σε τρεις τάξεις: τους ευγενείς, τους κτηματίες και τους δημιουργούς (χειρώνακτες και τεχνίτες). Κατέλαβε τη Μεγαρίδα και νίκησε τις Αμαζόνες, που είχαν εκστρατεύσει κατά της Αττικής για να ελευθερώσουν την πρώτη σύζυγό του και βασίλισσά τους Ιππολύτη ή Αντιόπη. Μετά το θάνατο της Αντιόπης, με την οποία απέκτησε τον Ιππόλυτο, νυμφεύτηκε τη Φαίδρα, κόρη του Μίνωα και αδελφή του Δευκαλίωνα, με τον οποίο ο Θησέας συμμάχησε μετά το θάνατο του Μίνωα. Ο Δημοφών και ο Ακάμας ήταν γιοι που απέκτησε με την Φαίδρα, ενώ ο Στάφυλος και ο Οινοπίων ήταν τα παιδιά του, που γέννησε η Αριάδνη, αδελφή της Φαίδρας στη Νάξο. Μαζί με τον φίλο του βασιλιά των Λαπίθων Πειρίθοο κατατρόπωσε τους Κενταύρους όταν αυτοί προσπάθησαν να απαγάγουν την σύζυγό του Πειρίθοου Ιπποδάμεια. Μαζί επίσης απήγαγαν από τη Σπάρτη την Ωραία Ελένη όταν αυτή ήταν ακόμα 12 ετών και την έφεραν στην Αττική, όπου τη φρόντιζε η μητέρα του Αίθρα. Αμέσως μετά κατέβηκαν στον κάτω κόσμο για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την οποία είχε ερωτευθεί ο Πειρίθοος (στην πραγματικότητα έμειναν στη φυλακή του βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο). Στο μεταξύ, οι αδελφοί της Ωραίας Ελένης (οι Διόσκουροι) πήγαν στην Αττική και πήραν πίσω την αδελφή τους και την Αίθρα ως σκλάβα, και επέστρεψαν στη Σπάρτη, αφού πρώτα ανακήρυξαν βασιλιά των Αθηνών τον Μενεσθέα. Χρόνια μετά, ο Θησέας γύρισε στην Αθήνα, ελευθερωμένος από τον Ηρακλή, αλλά βρήκε τους Αθηναίους εναντίον του και πήγε στη νήσο Σκύρο, όπου τον σκότωσε ο βασιλιάς Λυκομήδης ή αυτοκτόνησε. (για τον Θησέα βλέπε και στην παράγραφο 3.5.3).
(13) Ο Μενεσθεύς (1204-1181, < μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] + σθένος [=δύναμη] = μόνιμα δυνατός) ήταν γιος του Πετεού, καταγόταν από το βασιλικό γένος των Ερεχθειδών και υπήρξε ένας από τους πολλούς μνηστήρες της Ωραίας Ελένης. Την εποχή που ο Θησέας και ο φίλος του Πειρίθους είχαν κατέλθει στον Άδη για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την οποία είχε ερωτευθεί ο Πειρίθους, ο Μενεσθέας σφετερίσθηκε τη βασιλεία των Αθηνών από τον Θησέα με τη βοήθεια των Διοσκούρων. Όταν ο Θησέας επέστρεψε από την αιχμαλωσία του στον Άδη, βρήκε τους Αθηναίους εναντίον του και έφυγε στη νήσο Σκύρο, όπου δολοφονήθηκε. Έτσι ο Μενεσθεύς παρέμεινε στο θρόνο των Αθηνών μέχρι την εκστρατεία στην Τροία, όπου και ηγήθηκε των 50 πλοίων του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος. Στην Ιλιάδα (Β 552, Μ 331, Ν 195 και Ο 331) περιγράφεται ως ο «τακτικότατος των βασιλέων», «κοσμητής μάχης», εξαίρετος αρματηλάτης και «ταξίλοχος λαών». Υπήρξε ένας από τους άνδρες που κρύφθηκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο και μετά την άλωση της Τροίας, επέστρεψε στην Αθήνα όπου βασίλευσε και πάλι, υποστηρίζοντας τον Ορέστη ενώπιον του Αρείου Πάγου. Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα ίδρυσε την πόλη Ελαία στη Μικρά Ασία, και αναφέρεται ότι βασίλευσε και στη Μήλο, μετά το θάνατο του βασιλιά Πολυάνακτος και ότι ίδρυσε στη Σικελία το Σκυλλήτιο ή Σκυλάκιο, ενώ και στην Ισπανία αναφέρεται λιμένας και μαντείο του.
(14) Ο Δημοφών (1181-1147, < δήμος + φωνέω [=καλώ] = αυτός που προσκαλεί [συνεγείρει] τον λαό) ήταν γιος του Θησέως και της Φαίδρας, κόρης του Μίνωα. Αδελφός του από την ίδια μητέρα ήταν ο Ακάμας (=ακάματος). Όταν βασίλευε ο πολιτικός αντίπαλός του Μενεσθεύς, ο Θησέας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, στέλνοντας τον Δημοφώντα και τον Ακάμαντα στην Εύβοια, στον βασιλιά Ελεφήνορα, μαζί με τον οποίο, στη συνέχεια, οι δύο αδελφοί εκστράτευσαν κατά της Τροίας. Υπήρξαν δραστήριοι πολιορκητές της Τροίας και μάλιστα ήταν και οι δύο ανάμεσα σε αυτούς που κρύφτηκαν στο εσωτερικό του Δούρειου Ίππου συμμετέχοντας στο σχέδιο για την παραπλάνηση των Τρώων. Η ηθική ανταμοιβή τους ήρθε όταν αξιώθηκαν να ελευθερώσουν την ίδια τη γιαγιά τους, την Αίθρα, η οποία είχε ακολουθήσει την Ωραία Ελένη στην Τροία. Τα δύο αδέλφια έφτασαν με την Αίθρα στην Αθήνα, όπου διαδέχτηκαν τον Μενεσθέα μετά το θάνατο του. Στον Δημοφώντα οφείλεται και η μεταφορά από την Τροία στην Αθήνα του Παλλάδιου, ιερού ξόανου της Αθηνάς, που παραδόθηκε στον Δημοφώντα οικειοθελώς από τον Διομήδη και τον Οδυσσέα και από τότε φυλασσόταν σε δικαστήριο εξειδικευμένο σε θανάτους εξ αμελείας, που από τότε ονομάστηκε «επί Παλλαδίω». Για την κατοχή του έγινε συμπλοκή με τον Αγαμέμνονα, που ήθελε να πάρει εκείνος το ξόανο και τελικά τον άφησαν να πάρει ένα αντίγραφό του, πιστεύοντας ότι ήταν αυθεντικό.
Επιστρέφοντας από την Τροία στην Αθήνα, ο Δημοφών πέρασε από τους Βισάλτες της Θράκης ή τις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα. Εκεί τον αγάπησε η κόρη του βασιλιά της Θράκης Φυλλίδα και τότε ο πατέρας της τον έκανε γαμπρό του και τον όρισε διάδοχό του. Μάλιστα η Φυλλίδα απέκτησε, από το γάμο αυτό, δύο αγόρια. Ο Δημοφών ωστόσο έπρεπε να γυρίσει στην Αθήνα και, πριν φύγει, ορκίστηκε στη Φυλλίδα πως θα επέστρεφε γρήγορα κοντά της. Η Φυλλίδα τον ξεπροβόδισε μέχρι τους Εννέα Δρόμους (την μεταγενέστερη Αμφίπολη), όπου του έδωσε ένα κουτί, που είπε πως ήταν της Ρέας, το οποίο αυτός δεν έπρεπε να ανοίξει παρά μόνο όταν θα έχανε την ελπίδα να ξαναγυρίσει στη γυναίκα του. Ο Δημοφών δεν μπόρεσε να επιστρέψει γρήγορα στην Αθήνα, διότι φεύγοντας από τη Θράκη, μια τρικυμία τον παρέσυρε στην Κύπρο. Μετά από αρκετό καιρό η Φυλλίδα, απελπισμένη από το γεγονός ότι ο σύντροφός της δεν επέστρεφε, πήγε στο σημείο όπου τον είχε αποχαιρετήσει, στους Εννέα Δρόμους, όπου καταράστηκε τον άπιστο άνδρα της και στη συνέχεια κρεμάστηκε σε ένα δέντρο. Από τότε, το δέντρο στο οποίο κρεμάστηκε ή ίσως και όλα τα δέντρα της περιοχής, από τη θλίψη τους για το φριχτό τέλος της Φυλλίδας, δεν κρατούσαν ποτέ τα φύλλα τους. Το ίδιο συνέβαινε και με τα δένδρα που οι γονείς της φύτεψαν στον τάφο της Φυλλίδας. Μετά από καιρό, βέβαιος πια ότι δεν επρόκειτο να γυρίσει στη Φυλλίδα, ο Δημοφών άνοιξε το κουτί που αυτή του είχε δώσει, είδε ένα όραμα που τον συνεπήρε και τον έκανε να ιππεύσει το άλογό του και, καλπάζοντας ορμητικά, να πέσει, κατά λάθος, επάνω στο σπαθί που φορούσε και να σκοτωθεί, ενώ οι δικοί του άνθρωποι και ο αδελφός του Ακάμας, εγκαταστάθηκαν, πλέον, οριστικά στην Κύπρο. Στην Κύπρο, υπάρχει ακρωτήριο με το όνομα Ακάμας, ενώ πόλη με το όνομα Ακαμάντιον συναντάται και στη Φρυγία. Η ιστορία της Φυλλίδας είναι πιθανό να υπερτονίστηκε από τους Αθηναίους, όταν το 437 π.Χ., έδιωξαν τους Ηδωνούς που κατοικούσαν τότε στις Εννέα Οδούς, και αποίκησαν την πόλη που την μετονόμασαν σε Αμφίπολη, οπότε είχαν λόγους να εμφανίζουν ότι η χώρα αυτή συνδεόταν με την Αθήνα από τους μυθικούς χρόνους.
Επί της βασιλείας του Δημοφώντα ήλθαν ως ικέτες προς αυτόν οι γιοι και οι υπόλοιποι άνθρωποι του Ηρακλή, που στο μεταξύ είχε φύγει απ’ τον κόσμο, καταδιωκόμενοι από τον βασιλιά των Μυκηνών Ευρυσθέα, ο οποίος ζήτησε την παράδοση των φυγάδων. Ο Δημοφών όχι μόνον τους προστάτευσε, αρνούμενος να τους παραδώσει στον διώκτη τους, αλλά και, όταν ο διώκτης Ευρυσθέας ήρθε με το στρατό του από την Αργολίδα στην Αττική, πολέμησε για χάρη των Ηρακλειδών εναντίον του Ευρυσθέα. Σύμφωνα με κάποιο χρησμό, οι Ηρακλείδες θα νικούσαν στη μάχη με τον Ευρυσθέα μόνο αν θυσιαζόταν, γι’ αυτό το σκοπό, μια κοπέλα από την πιο αρχοντική γενιά. Όταν το άκουσε αυτό η Μακαρία, η κόρη του Ηρακλή και της Δηιάνειρας, για να σώσει τους δικούς της, πρόσφερε εθελούσια τη ζωή της. Έτσι οι Αθηναίοι και οι Ηρακλείδες όρμησαν στη μάχη με τους Αργείους και πέτυχαν μεγάλη νίκη, σκοτώνοντας τον ίδιο τον Ευρυσθέα και τους γιους του και ξεκληρίζοντας τη γενιά του. Λέγεται μάλιστα ότι τον Ευρυσθέα τον σκότωσε ο ίδιος ο Δημοφών. Από την ιστορία αυτή εμπνέεται και το έργο του Ευριπίδη «Ηρακλείδαι".
Οι Αθηναίοι, εξάλλου, συνέδεαν με την πατρίδα τους και με την εποχή της βασιλείας του Δημοφώντα την λύτρωση του Ορέστη. Ιστορούσαν, συγκεκριμένα, πως ο κυνηγημένος από τις Ερινύες δολοφόνος της μητέρας του Ορέστης, είχε καταφύγει στην Αθήνα τον καιρό που βασίλευε ο Δημοφών (κατ' άλλη εκδοχή ο Πανδίων Β), τις μέρες μάλιστα που έτυχε να γιορτάζονται τα Ανθεστήρια. Τη δεύτερη μέρα της γιορτής, τους Χόες, κατά την ώρα του συμποσίου, ο βασιλιάς δεν μπορούσε να βάλει τον ήρωα να καθίσει μαζί τους και να κερνιέται από τον ίδιο μ’ αυτούς κρατήρα, μια και δεν είχε ακόμα δικαστεί. Δεν ήθελε, όμως, ούτε να ταπεινώσει τον υψηλό επισκέπτη του. Γι’ αυτό όρισε για την ημέρα εκείνη, κάθε καλεσμένος να καθίσει σε ξεχωριστό τραπέζι και να ετοιμάσει μόνος του, σε ξεχωριστή κανάτα, το μείγμα του κρασιού και του νερού, κατά το γούστο του. Ο Ορέστης τελικά δικάστηκε από τον Άρειο Πάγο, ένα ανώτατο δικαστήριο που συστάθηκε τότε, με σκοπό να δικάζει τα πολύ βαριά εγκλήματα.
Ο Δημοφών πήρε ως σύζυγο τη Λαοδίκη και απέκτησαν μαζί ένα γιο, τον Μούνυχο ή Μούνιτο. Οι γιοί και οι απόγονοι του Δημοφώντα ονομάζονταν Δημοφωνίδες. Ο Δημοφών πέθανε έχοντας βασιλεύσει, κατά την παράδοση, 33 ολόκληρα χρόνια.
(15) Ο Οξύντης (1147-1136, <οξύς [=κοφτερός, γρήγορος, ευκίνητος, λαμπρός] >οξύνω [=εξοργίχω, ερεθίζω] = αυτός που εξεγείρει τον λαό) διαδέχθηκε στο θρόνο της Αθήνας τον Δημοφώντα.
(16) Ο Θυμοίτης (1136-1126, <θυμός [=ψυχή, σκέψη, θάρρος]+ όϊς [=πρόβατο] + έχω [>έτης] = αυτός που έχει ψυχή πρόβατου, πράος, μετριοπαθής) ήταν γιος του Οξύντου και τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Αθήνας.
(16) Ο Μέλανθος (1126-1089, < μέλω [= φροντίζω] + ανθος = αυτός που φροντίζει τα άνθη, καλλιεργητής ανθέων) ήταν απόγονος του βασιλιά της Μεσσηνίας Νηλέως και γιος του Ανδροπόμπου. Οι Ηρακλείδες τον έδιωξαν από την Πύλο, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αττική, όπου και πολιτογραφήθηκε. Ο Μέλανθος προσφέρθηκε να μονομαχήσει με τον βασιλιά των Θηβών, Ξάνθο, για να τερματισθεί οριστικά ο πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Βοιωτούς. Στη μονομαχία αυτή ο Μέλανθος νίκησε και σκότωσε τον αντίπαλό του με τη βοήθεια του θεού Διονύσου. Μετά το θάνατο του Ξάνθου, ως ήρωας, ανακηρύχθηκε βασιλιάς και έτσι απομακρύνθηκε από το θρόνο ο Θυμοίτης. Ο Μέλανθος απέκτησε παιδιά και ένα από αυτά ήταν ο μετέπειτα βασιλιάς των Αθηνών Κόδρος.
(17) Ο Κόδρος (1089-1068) ήταν γιος του Μελάνθου και απόγονος του Νηλέα. Κατέφυγε στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα, του όταν οι Ηρακλείδες κατέβηκαν στην Πελοπόννησο. Ο Κόδρος διαδέχθηκε τον πατέρα του ως βασιλιάς των Αθηνών. Τα χρόνια εκείνα οι Πελοποννήσιοι κήρυξαν τον πόλεμο κατά των Αθηναίων και ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών αν μπορούν να κυριεύσουν την Αθήνα. Το μαντείο τους απάντησε ότι αυτό θα συνέβαινε μόνο αν δεν σκότωναν τον Αθηναίο βασιλιά. Ο Κόδρος έμαθε το χρησμό από κάποιο κάτοικο των Δελφών, οπότε ντύθηκε σαν ζητιάνος, βγήκε από την πόλη και προσποιήθηκε ότι μαζεύει ξύλα. Μόλις συνάντησε δύο στρατιώτες από το εχθρικό στρατόπεδο, σκότωσε τον ένα. Ο άλλος στρατιώτης, βλέποντας την εχθρική αυτή ενέργεια έσπευσε να σκοτώσει τον Κόδρο, μη γνωρίζοντας ότι αυτός ήταν ο βασιλιάς. Οι Πελοποννήσιοι κατάλαβαν τι έπαθαν όταν οι Αθηναίοι τους ζήτησαν τη σορό του βασιλιά τους για να τη θάψουν. Εξαιτίας του χρησμού φοβήθηκαν ότι στις πολεμικές επιχειρήσεις θα αποτύγχαναν, αποσύρθηκαν από την περιοχή των Αθηνών και κράτησαν μόνο τα Μέγαρα. Ο τόπος όπου σκοτώθηκε ο Κόδρος πιστευόταν ότι βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Ιλισού, όχι μακριά από μία από τις πύλες των αρχαίων Αθηνών. Εκεί βρισκόταν και το ιερό του ηρωικού βασιλιά. Ο τάφος όμως του Κόδρου βρισκόταν κάτω από την Ακρόπολη, όπως μαρτυρεί επιτύμβια επιγραφή του 2ου αιώνα μ.Χ. που ανακαλύφθηκε στους ανατολικούς πρόποδες του «ιερού βράχου». Κατά την παράδοση, ο Κόδρος βασίλευσε επί 21 έτη. Μετά το θάνατό του τον διαδέχθηκε στο θρόνο των Αθηνών ο μεγαλύτερος γιος του, ο Μέδων (Σχόλ.Πλάτ.Συμπ., 208d). Ο άλλος γιος του Κόδρου, ο Νηλέας ο νεότερος, διεκδίκησε τη βασιλεία, αλλά όταν το Μαντείο των Δελφών αποφάσισε ότι βασιλιάς πρέπει να γίνει ο Μέδων, ο Νηλέας μετανάστευσε μαζί με τον τρίτο γιο του Κόδρου, τον Δάμασο, και άλλους Ίωνες στη Μικρά Ασία, όπου ίδρυσε την Ιωνική Δωδεκάπολη. Ο Κόδρος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς των Αθηνών. Μετά το θάνατό του η βασιλεία καταργήθηκε και ο Μέδων έφερε τον τίτλο του «άρχοντος». Φημολογείται ότι τα ίχνη των απογόνων του Κόδρου χάθηκαν στην Άνδρο.
ε. Ελευσίνα
Στην Ελευσίνα (<έλευσις < ελαύνω [= έρχομαι, μέλλων ελεύσομαι {= ελευθερώνω}] = απελευθέρωση μέσα από τη μύηση), όπου εγκαταστάθηκαν Ίωνες και αργότερα Θράκες της ελληνικής φυλής των Κικόνων και η οποία απέκτησε ιδιαίτερη σπουδαιότητα ως λατρευτικός χώρος της Δήμητρας με τα Ελευσίνια Μυστήρια (Ναός της Οικουμένης, σύμφωνα με την Ωγυγία Γ359), γνωστοί βασιλείς ήταν:
(1) Ο Ελεύσινος (~1720, επώνυμος ήρωας) ήταν γιος του βασιλιά της Αττικοβοιωτίας Ωγύγη και αναφέρεται ως πρώτος οικιστής και ιδρυτής της Ελευσίνας στην οποία έδωσε το όνομά του. Μετά τον Ωγύγιο Κατακλυσμό που συνέβη στα χρόνια του, η περιοχή του Θριάσιου Πεδίου (<Θρίαι [=Παρνασσίδες νύμφες του Απόλλωνα] <θραύω [α>ι] >θρίω [διότι μάντευαν με ψήφους {=θραύσματα}]) πλημμύρισε με τα νερά της λίμνης Κωπαΐδας που υπερχείλισε απότομα και παρέμεινε σε κατάσταση ημιερήμωσης για περίπου διακόσια χρόνια.
(2) Η Δάειρα (~1530, <δάω [=διδάσκω] = είρω [=συναρμόζω, ομιλώ] = αυτή που ταίριαξε τις γνώσεις με ομιλία ή απλώς< <δα [=γη] + έρα [=γη] = μητέρα γη) αναφέρεται ως βασίλισσα θεά της πόλης στα χρόνια του Κατακλυσμού του Δευκαλίωνα, όταν τα νερά δεν είχαν ακόμη αποτραβηχτεί από το Θριάσιο Πεδίο και η γη δεν ήταν καλλιεργήσιμη. Ήταν κόρη του Τιτάνος Ωκεανού και σύζυγος του Ερμού και φαίνεται ότι λατρευόταν ως πρώιμη μορφή της θεάς Δήμητρας.
(3) Ο Ράρος (~1480, <ρώομαι = κινούμαι ορμητικά >ρέω, ρόος, ρους >ρώσις, ρώμη [=δύναμη] >ρώρος >ράρος = δυνατός) ήταν γιος του Κραναού βασιλιά της Αθήνας, και πατέρας του Κελεού, που τον απέκτησε από μία κόρη του επίσης βασιλιά των Αθηνών Αμφικτύονα, την ίδια που γέννησε και τον διαβόητο ληστή Κερκύονα. Ο Ράρος υποδέχθηκε στην Ελευσίνα τη θεά Δήμητρα όταν αναζητούσε την κόρη της Περσεφόνη. Η Δήμητρα, σε ανταπόδοση της φιλοξενίας, δίδαξε στον εγγονό του Τριπτόλεμο την καλλιέργεια του σιταριού. Από τον Ράρο πήρε το όνομά του το Ράριον Πεδίον κοντά στην Ελευσίνα, όπου κατά το μύθο πρωτοκαλλιεργήθηκε το σιτάρι.
(4) Ο Κελεός (~1450, <κέλης [=ίππος, {<κελεύω = παροτρύνω}] + έχω [>εχεύς >-ευς >έος] = αυτός που έχει άλογα) βασίλεψε μετά την αποξήρανση των βάλτων του Θριάσιου Πεδίου, οπότε άρχισε η καλλιέργεια της γης. Ήταν γιος του Ράρου και εγγονός του βασιλιά της Αθήνας Κραναού. Αδελφός του ήταν ο Δύσαυλος, σύζυγός του η Μετάνειρα και παιδιά τους 4 κόρες (Καλλιδίκη, Καλλιθόη, Κλεισιδίκη και Δημώ) και 2 γιοι (Δημοφών και Τριπτόλεμος, που κατά μία εκδοχή είναι το ίδιο πρόσωπο). Αναφέρεται στον ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα και θεωρείται ο πρώτος που κατασκεύασε Πρυτανείο. Ο Κελεός απέκτησε μεγάλη φήμη, όταν, μαζί με τη σύζυγό του Μετάνειρα και τις κόρες τους, υποδέχθηκε την περιπλανώμενη θεά Δήμητρα και τη φιλοξένησε στο σπίτι τους. Η Δήμητρα ήταν μεταμορφωμένη σε ηλικιωμένη θνητή γυναίκα. Σε ανταπόδοση για τη φιλοξενία, η Δήμητρα δίδαξε στον Κελεό τα μυστήρια της λατρείας της, που αργότερα έγιναν τα γνωστά «Ελευσίνια Μυστήρια», και τον επέλεξε για να του δώσει για πρώτη φορά το αξίωμα του ιερέως της, ενώ ταυτόχρονα δίδαξε στον γιο του Τριπτόλεμο την καλλιέργεια της γης. Η παρουσία της Δήμητρας στην Σαμοθράκη, στο γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας (=αποκατάσταση της φυσικής ζωής), κατά την αναζήτηση της Ευρώπης (=Ελλάδας) από τον Κάδμο, η οποία χάθηκε εξ αιτίας του Διός (=Κατακλυσμού), καθώς και ο ερχομός της Δήμητρας (=Μητέρας Γης) στην Ελευσίνα, κατά την αναζήτηση της κόρης της Περσεφόνης (=έδαφος), που την απήγαγε (στα βάθη) ο Πλούτων με την συναίνεση του Διός (=Κατακλυσμού), δημιουργούν ένα σύνολο μυθιστορικών συμβόλων, που αντιπροσωπεύει την εξαφάνιση της Αττικοβοιωτίας κάτω από τα νερά του Κατακλυσμού της Κωπαΐδας και την έναρξη της κανονικής ζωής μετά την αποστράγγιση των νερών, την εποχή του Κάδμου και του Κελεού.
(5) Ο Δημοφών (~1420, < δήμος + φωνέω [=καλώ] = αυτός που προσκαλεί (συνεγείρει) το λαό) ήταν γιος του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και της Μετανείρας. Τον Δημοφώντα ανέθρεψε η θεά Δήμητρα, η οποία μεταμορφωμένη σε γριά υπηρετούσε, την εποχή εκείνη, στο ανάκτορο του Κελεού, όπου είχε καταλήξει κατά την αναζήτηση της κόρης της Περσεφόνης, που την είχε αρπάξει ο Πλούτων στον κάτω κόσμο. Καθώς λόγω του πένθους της, η ίδια δεν μπορούσε να πιει κρασί, έπινε «κυκεώνα», ένα περίεργο ποτό φτιαγμένο από κριθάλευρο, αρωματισμένο με φλισκούνι που παρασκευαζόταν υπό τις οδηγίες της. Η Δήμητρα έτρεφε τον Δημοφώντα με αμβροσία και τη νύχτα τον έκαιγε στη φωτιά για να τον καταστήσει αθάνατο, ως ανταπόδοση για τη φιλοξενία της από τον Κελεό. Αλλά κάποιο βράδυ η Μετάνειρα είδε το παιδί της στη φωτιά και υποχρέωσε τη Δήμητρα να σταματήσει τη δραστηριότητα αυτή, οπότε ο Δημοφών παρέμεινε θνητός. Μετά την εξέλιξη αυτή, η Δήμητρα αναγκάστηκε να αποκαλύψει την ταυτότητά της, οπότε διέταξε τους Ελευσίνιους να της χτίσουν ναό στο λόφο πάνω από την Καλλίχορο πηγή, ενώ παράλληλα υπέδειξε και τον τρόπο της λατρείας της. Αμέσως μετά κλείσθηκε μέσα στο ναό και, φανερά οργισμένη πάλι, εμπόδιζε τη γη να παράγει καρπούς, γεγονός που προκάλεσε φθορά στους ανθρώπους και δυσαρέσκεια ακόμα και στους θεούς, μέχρι που τελικά αναγκάσθηκαν να δώσουν συμβιβαστική λύση στο ζήτημα, επιτρέποντας να μοιράζεται ο χρόνος της Περσεφόνης ανάμεσα στον Πάνω και στον Κάτω Κόσμο.
(6) Ο Τριπτόλεμος (~1410, <τρις [=τρεις φορές] + πτολέω, πολέω [=καλλιεργώ] = αυτός που όργωσε τη γη τρεις φορές) ήταν ο κατεξοχήν ήρωας, που συνδέθηκε με το μύθο της Δήμητρας και τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Ήταν γιος του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και της Μετανείρας. Η Δήμητρα, για να ανταμείψει τη φιλοξενία που δέχτηκε από τους γονείς του στην Ελευσίνα, χάρισε στον Τριπτόλεμο ένα άρμα, που το έσερναν φτερωτοί δράκοντες και μεγάλη ποσότητα σιταριού για να το σπείρει σε όλη την οικουμένη. Σε μερικές χώρες ο Τριπτόλεμος αντιμετώπισε αντιδράσεις. Ο βασιλιάς π.χ. των Γετών Κάρναβος, αφού έμαθε ο ίδιος την τέχνη της καλλιέργειας των δημητριακών, σκότωσε έναν από τους δράκοντες του άρματός του, για να μη διαδοθεί το μυστικό σε άλλες χώρες. Η Δήμητρα μεταμόρφωσε τον Κάρναβο σε δράκο, για να αντικαταστήσει τον σκοτωμένο. Στην Πάτρα, ο Ανθείας, γιος του βασιλιά Εύμηλου, προσπάθησε να ζέψει τους δράκοντες στο θεϊκό άρμα μόνος του, την ώρα που ο Τριπτόλεμος κοιμόταν, αλλά έπεσε από το άρμα και σκοτώθηκε. Ο Εύμηλος και ο Τριπτόλεμος, για να τον τιμήσουν, ίδρυσαν την πόλη Άνθεια. Όταν γύρισε στην Ελευσίνα, η Δήμητρα τον μύησε στη λατρεία της και έγινε ο πρώτος ιερέας της. Στην Ελευσίνα υπήρχε βωμός του, καθώς και το αλώνι όπου κατά το θρύλο είχε αλωνιστεί το πρώτο σιτάρι που έβγαλε η σπορά του, και που ήταν γνωστό σαν Άλως Τριπτολέμου. Ο Τριπτόλεμος λατρευόταν και στην Αθήνα, στο Ελευσίνιο άντρο, μέσα στο οποίο υπήρχε άγαλμά του. Η ομοιότητα των μύθων που τους αφορούν, δείχνει ότι είναι πιθανό ο Δημοφών να ταυτίζεται με τον Τριπτόλεμο (Δημοφών ήταν το αρχικό όνομα και Τριπτόλεμος το προσωνύμιό του μετά την ανάληψη των καθηκόντων που του ανέθεσε η Δήμητρα).
(7) Ο Εύμολπος (~1380, <ευ + μολπή [= τραγούδι] = καλός τραγουδιστής), ήταν ο γενάρχης του ιερατικού γένους των Ευμολπιδών, γιος του θεού Ποσειδώνα και της Χιόνης, κόρης του βασιλιά της Θράκης Βορέου και της Ωρείθυιας (ή Ορύθειας) και μυθιστορικός ήρωας ταυτόχρονα της Θράκης, της Αθήνας και της Ελευσίνας. Κατά την παράδοση, όταν η Χιόνη γέννησε τον Εύμολπο, επειδή φοβήθηκε τον πατέρα της, έριξε το βρέφος στη θάλασσα, οπότε ο θεός της θάλασσας, το προστάτευσε, το πήγε στην Αιθιοπία και εκεί το παρέδωσε στην κόρη του Βενθεσικύμη (<βένθος [=βάθος, δοτική πληθ. τοις βένθεσι] + κύμα = αυτή που δημιουργεί κύματα στα βάθη) για να το αναθρέψει. Μετά από χρόνια, όταν ο Εύμολπος ενηλικιώθηκε, ο σύζυγος της θετής μητέρας του (η οποία ουσιαστικά ήταν ετεροθαλής αδελφή του) τον πάντρεψε με μία από τις κόρες τους. Γρήγορα ο Εύμολπος και η σύζυγός του απέκτησαν ένα γιο, τον Ίσμαρο. Αλλά ο Εύμολπος άρχισε να ερωτοτροπεί και με τις υπόλοιπες κόρες των θετών του γονέων και επεχείρησε να κλέψει μία από αυτές, οπότε και τον εξόρισαν μαζί με τον γιο του. Ο Εύμολπος κατέφυγε στον βασιλιά των Θρακών Τεγύριο, ο οποίος πάντρεψε την κόρη του με τον Ίσμαρο. Και από εκεί όμως αναγκάσθηκε να απομακρυνθεί, καθώς αποκαλύφθηκε ότι είχε λάβει μέρος σε μία συνωμοσία κατά του Τεγυρίου. Τότε βρήκε καταφύγιο στην Ελευσίνα, με τους κατοίκους της οποίας συνδέθηκε με φιλικούς δεσμούς. Μετά το θάνατο του γιου του μετακλήθηκε από τον Τεγύριο στη Θράκη, με τον οποίο συμφιλιώθηκε και τον διαδέχθηκε στο θρόνο μετά από επιθυμία του ίδιου του Τεγυρίου. Μετά από χρόνια, όταν ο Εύμολπος βασίλευε στη Θράκη, οι Ελευσίνιοι άρχισαν πόλεμο με τους Αθηναίους και κάλεσαν σε βοήθεια τον Εύμολπο που ήλθε με πολύ στρατό. Ο ηγεμόνας των Αθηναίων Ερεχθέας, θυσίασε μετά από χρησμό μια κόρη του για να νικήσει και έτσι μπόρεσε να σκοτώσει τον Εύμολπο. Ο Ποσειδώνας όμως οργίσθηκε για το θάνατο του παιδιού του και γι' αυτό χτύπησε με την τρίαινά του τον Ερεχθέα και τον σκότωσε. Ο Εύμολπος θάφτηκε στην Αθήνα, αλλά τόσο οι Ελευσίνιοι όσο και οι Αθηναίοι κατά τους ιστορικούς χρόνους έδειχναν το «μνήμα» του. Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Εύμολπος είχε συμμετοχή στην ίδρυση των Ελευσίνιων Μυστηρίων, όπου υπηρέτησε ως ιεροφάντης και εξάγνισε τον Ηρακλή για το φόνο των Κενταύρων. Είχε και άλλο γιο, τον Κήρυκα, που έγινε γενάρχης των Κηρύκων, οι οποίοι είχαν την επίβλεψη των μυουμένων στα Μυστήρια. Ως γιος του Ευμόλπου αναφέρεται και ο Ιμμάραδος.
(8) Ο Γόρδυς (~1350, <όρνυμι [Fόρνυμι=υψώνω] >ορούω [Fορούω=εγείρομαι και ορμώ βίαια] >ορδή [Fορδή] > [το "γ" από το "F"] >Γόρδυς=ορμητικός) ήταν γιος του Τριπτολέμου. Ο Γόρδυς παραδίδεται ότι οδήγησε τους Ελευσίνιους που είχαν σταλεί μαζί με Αργείους να βρουν την Ιώ, και αποίκησε τη Γορδυηνή της Καταονίας στη Μ.Ασία (σημερινό Κουρδιστάν, ονομασία που προέρχεται από το όνομα Γόρδυς, Γορδυτανία) με Ελευσίνιους πριν εγκατασταθούν εκεί οι Ερετριείς, που τους είχαν απομακρύνει ως αιχμαλώτους από την Ερέτρια οι Πέρσες. Οι Αργείοι που τον συνόδευαν αποσπάσθηκαν από αυτόν και έκτισαν την πόλη Ταρσό (<θέρος [>θέρσομαι = ξεραίνομαι] = ξερή γη). Απόγονοι του Γόρδυος υπήρχαν στη Γορδυηνή μέχρι την εποχή του Σελεύκου Νικάτορα, ο οποίος τους μετέφερε στην Αντιόχεια. Προς τιμή του Γόρδυος και του Τριπτολέμου οι Αντιοχείς τελούσαν μεγαλοπρεπείς εορτασμούς στο Κάσιο Όρος.
(9) Ο Φύταλος (~1320, <φυτό + αλς-αλός [=θάλασσα] = ο διατηρών φυτά κοντά στη θάλασσα), ήταν Αττικός ήρωας, που έγινε γενάρχης του αττικού γένους των Φυταλιδών. Τον Φύταλο, το όνομα του οποίου παραπέμπει σε δενδροφυτείες, τον δίδαξε η θεά της γεωργίας Δήμητρα, την καλλιέργεια της συκιάς για πρώτη φορά, σε ανταπόδοση της φιλοξενίας που της είχε προσφέρει όταν αυτή αναζητούσε την κόρη της Περσεφόνη. Τον Φύταλο τον τιμούσαν και στην Ελευσίνα, ενώ ο τάφος του βρισκόταν πάνω στο δρόμο Αθηνών-Ελευσίνας με σχετικό τετράστιχο επίγραμμα που διέσωσε ο Παυσανίας (Α΄ 37, 2-4).
(10) Τελευταίος βασιλιάς της Ελευσίνας ήταν ο Πολύξενος (~1210, <πολύ + ξένος = έχων πολλούς φιλοξενούμενους, φιλόξενος) γιος του Ιάσονα και της Μηδείας. Υπήρξε ένας από τους πρώτους ιερείς της Δήμητρας και ένας από τους πρώτους που μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια. Στα επόμενα χρόνια η Ελευσίνα υπάχθηκε στην Αθήνα και απετέλεσε ένα από τους δήμους της.
στ. Μέγαρα
Στα Μέγαρα (<μέγαρο=μεγάλο κτήριο, διότι υπήρχαν εκεί μέγαρα προς τιμήν της Δήμητρας) αναφέρονται οι εξής βασιλείς:
(1) Ο Κάριος (ή Καρ ~1720, <καρ [=κουρεμένα μαλλιά] <κείρω [= κουρεύω, ξυρίζω, δρέπω, αποκόπτω σιτηρά και κάρπιμα δένδρα, καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω χώρα] = θεριστής) ήταν γιος του Φορωνέως από το Άργος, πρώτος βασιλιάς, ιδρυτής ιερού και εισηγητής της λατρείας της Δήμητρας στα Μέγαρα, που απ’ αυτόν αρχικά ονομάζονταν Καρία.
(2) Ο Κόροιβος (~1600, <κορέω [=γεμίζω, χορταίνω>κορεσμός] + βίος = γεμάτος ζωή), ήταν ο ιδρυτής της αρχαίας κωμόπολης Τριποδίσκοι στη Μεγαρίδα. Κατά την παράδοση, η πριγκίπισσα Ψαμάθη, κόρη του Κροτώπου, βασιλιά του `Αργους, γέννησε ένα νόθο γιο από τον θεό Απόλλωνα, τον οποίο εγκατέλειψε επειδή φοβήθηκε την οργή του πατέρα της. Αλλά τα σκυλιά του Κροτώπου βρήκαν και κατασπάραξαν το βρέφος. Τότε ο Απόλλων θύμωσε και έστειλε ένα τέρας, την Ποινή, για να τιμωρήσει το Άργος. Η Ποινή άρπαζε τα παιδιά από τις μητέρες τους. Τότε εμφανίσθηκε ο Κόροιβος, που κατάφερε να θανατώσει το τέρας και να λυτρώσει τους Αργείους. Αλλά ο Απόλλων, τυφλωμένος ακόμα από την οργή για το θάνατο του γιου του, τους έστειλε ένα φοβερό λοιμό, και ο Κόροιβος αναγκάσθηκε να πάει στους Δελφούς για να εξαγνισθεί από τον Απόλλωνα. Η Πυθία τότε του είπε να πάρει τον ιερό τρίποδα και να φύγει. Εκεί όπου το ιερό τούτο σκεύος θα του έπεφτε από τα χέρια, του είπε να χτίσει ένα ναό του Απόλλωνα και να μείνει εκεί. Ο τρίποδας του έπεσε από τα χέρια στα Γεράνεια Όρη και εκεί ο Κόροιβος ίδρυσε το ομώνυμο πόλισμα, τους Τριποδίσκους. Στην αγορά των Μεγάρων υπήρχε ο «Τάφος του Κοροίβου», με γλυπτή απεικόνιση του ήρωα να σκοτώνει την Ποινή.
(3) Ο Κλήσων (~1310, <καλώ >κλέω [=δοξάζω] >κλέος [=δόξα] + ων [μτχ του ειμί] = ένδοξος) ήταν απόγονος του Λέλεγα, βασιλιά της Σπάρτης, (που ήταν ο γιος του Ποσειδώνα και της Λιβύης, κόρης του Έπαφου από την Αίγυπτο), ο οποίος εγκαταστάθηκε στα Μέγαρα, δώδεκα γενεές μετά τον Κάρα. Το όνομα της συζύγου του Κλήσωνα δεν είναι γνωστό, αλλά παιδιά του ήταν η Κλησώ, η Ταυρόπολις και ο Πύλαντας και εγγονός του Κλήσωνα ήταν ο περίφημος ληστής Σκίρωνας.
(4) Ο Πύλας (~1280, <πύλη <πόρος, ο>υ, ρ>λ = πέρασμα) ήταν γιος του Κλήσωνα και απόγονος του Λέλεγα. Αδελφές του Πύλαντα ήταν η Κλησώ και η Ταυρόπολις. Ο Πύλαντας πήγε στην Πελοπόννησο επικεφαλής ομάδας Λελέγων και ίδρυσε την πόλη Πύλο στη Μεσσηνία. Αργότερα τον έδιωξε από εκεί ο Νηλέας. Τότε ο Πύλαντας κατέφυγε στην Ήλιδα, όπου και ίδρυσε δεύτερη ομώνυμη πόλη, την Πύλο της Ήλιδας. Θυγατέρα του Πύλαντα ήταν η Πυλία, που την νυμφεύτηκε ο Πανδίων Β και βασίλεψε στα Μέγαρα, όταν εκδιώχτηκε από την Αθήνα.
(5) Ο Νίσος (~1250, <νίσσομαι [=ξεκινάω, φεύγω, επιστρέφω] = αυτός που φεύγει και επιστρέφει, ο ταξιδιώτης) ήταν ένας από τους 4 γιους του βασιλιά των Αθηνών Πανδίονα Β του νεότερου και της Πυλίας. Γεννήθηκε στα Μέγαρα κατά την εξορία του πατέρα του. Μετά το θάνατο του Πανδίονα, πήγε μαζί με τα αδέλφια του στην Αθήνα. Ως σύζυγος του Νίσου αναφέρεται η Αβρώτη, αλλά και η νύμφη Κερόεσσα, με την οποία φέρεται να απέκτησε γιο τον Βύζαντα, οικιστή του Βυζαντίου. Κόρες του Νίσου ήταν η Ιφινόη, σύζυγος του βασιλιά Μεγαρέα, και η Σκύλλα, που πρόδωσε τον πατέρα της για τον έρωτα του εχθρού του, Μίνωα της Κρήτης, όταν αυτός πολιόρκησε την πόλη. Στα χρόνια εκείνα έζησε και ο Σκίρων (<σκιρός [=σκληρός] <κέρας [ε>ι] = σκληρός) περιβόητος Κορίνθιος ληστής, κατά μία εκδοχή γιος του Πέλοπα, τον οποίο σκότωσε ο Θησέας κατά το πρώτο του ταξίδι από την Τροιζήνα προς την Αθήνα. Οι αρχαίοι ιστορικοί των Μεγάρων υποστήριζαν ότι όλα αυτά ήταν συκοφαντίες των Αθηναίων και ότι ο Σκίρων όχι μόνο δεν ήταν ληστής, αλλά ήρωας της περιοχής, και μάλιστα από καλή οικογένεια, γιος του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο Σκίρων νυμφεύτηκε τη Χαρικλώ, κόρη του Κυχρέως βασιλιά της Σαλαμίνας και από το γάμο αυτό γεννήθηκε η Ενδηίδα, μητέρα του Τελαμώνα και του Πηλέα, ενώ είχε σύζυγο και μία από τις κόρες του Αθηναίου βασιλιά Πανδίονα, όταν αυτός ήταν εξόριστος στα Μέγαρα. Ο Σκίρωνας μάλωσε με τον Νίσο, όταν αυτός μετά το θάνατο του Πανδίονα κατέλαβε το θρόνο των Μεγάρων. Τελικά ζήτησαν τη διαιτησία του Αιακού, βασιλιά της Αίγινας, ο οποίος επιδίκασε στον Νίσο τη βασιλεία και στον Σκίρωνα έδωσε τη διοίκηση του στρατού.
(6) Ο Μεγαρεύς (~1230, επώνυμος ήρωας) ήταν γιος του Βοιωτού Ογχηστού, ο οποίος έγινε βασιλιάς στα Μέγαρα διαδεχόμενος τον πεθερό του Νίσο, αφού τον βοήθησε στον πόλεμο εναντίον του Μίνωα και νυμφεύτηκε την κόρη του Ιφινόη. Όταν αργότερα ο Αλκάθους κατόρθωσε να σκοτώσει τον Κιθαιρώνειο Λέοντα, ο Μεγαρεύς του έδωσε ως βραβείο τη δική του κόρη και το θρόνο. Από άλλη σύζυγο, τη Μερόπη ήταν πατέρας του Ιππομένη, του Τιμάλκου, του Ευίππου, της Ευαίχμης και της Γόργης.
(7) Ο Αλκάθοος (~1210, <αλκή [=δύναμη] + θέω [=τρέχω] = αυτός που τρέχει με δύναμη), ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, επώνυμος του δεύτερου Μεγαρικού λόφου. Πήρε το θρόνο από τον Μεγαρέα, αφού εξόντωσε τον Κιθαιρώνειο Λέοντα. Προς τιμή του διεξάγονταν οι Αλκάθιοι αγώνες, τους οποίους μνημονεύει ο Πίνδαρος. Στην αγορά των Μεγάρων υπήρχε επίσης ηρώο του Αλκάθοου, το οποίο χρησίμευε ως αρχείο. Σύμφωνα με την παράδοση είχε χτίσει τα τείχη της πόλης, καθώς και τα δύο ιερά της Αρτέμιδας και του Απόλλωνα. Τα δύο αυτά ιερά χτίστηκαν εις μνήμη του θανάτου του λιονταριού του Κιθαιρώνα.
(8) Ο Διοκλής (~1190, <Δίας + κλέος [=δόξα] = αυτός που έχει τη δόξα του Δία) ήταν ήρωας των Μεγάρων. Τόσο πολύ σέβονταν τη μνήμη του οι Μεγαρείς, ώστε επικαλούνταν το όνομά του όταν ήθελαν να δώσουν κύρος στα λεγόμενά τους. Προς τιμή του Διοκλή τελούσαν αγώνες στην αρχή κάθε άνοιξης, τα λεγόμενα Διόκλεια. Μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν τον Διοκλή ως άρχοντα της Ελευσίνας, που καταγόταν όμως από τα Μέγαρα, και εκδιώχθηκε από τον Θησέα όταν ο τελευταίος πήγε να καταλάβει την Ελευσίνα.
(9) Ο Βύζας (~1170, <βους + ζω = αυτός που αντλεί ζωή από τα βόδια), ο γνωστός πρώτος οικιστής του Βυζαντίου μετά τον Τρωικό Πόλεμο, ήταν γιος του βασιλιά Νίσου και της νύμφης Κερόεσσας, κόρης του Δία και επομένως εγγονός του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα Β. Επικεφαλής μιας αποικιακής επιχείρησης που οργάνωσε η πόλη των Μεγάρων, υπακούοντας σ' ένα χρησμό, που έλαβαν από το μαντείο των Δελφών, οδήγησε τους Μεγαρείς αποίκους στον Βόσπορο, όπου ίδρυσαν το «Βυζάντιο», μια νέα πόλη, στην οποία έδωσαν το όνομα του ιδρυτή της, και η οποία έμελλε να εξελιχτεί σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, σε μία περιοχή ιδανική για τη διεξαγωγή του εμπορίου και την αλιεία, που διακρινόταν ταυτόχρονα για τη γεωπολιτική της θέση. Ο Βύζας, κατά τους μύθους, υπήρξε επίσης ιδρυτής των Υβλαίων Μεγάρων και του Σελινούντα στην Σικελία καθώς και της Ηράκλειας στον Πόντο. Το ταξίδι του Βύζαντος και η ίδρυση του Βυζαντίου εντάσσονται σε μια γενικότερη κίνηση των παράκτιων ελληνικών πόλεων, που εκδηλώθηκε σε δύο στάδια, γνωστά ως πρώτος (από τον 11ο έως τον 9ο π. Χ. αιώνα) και δεύτερος (από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π. Χ.) ελληνικός αποικισμός (για τους οποίους γίνεται ακριβέστερα λόγος σε επόμενα κεφάλαια). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα, το Βυζάντιο ιδρύθηκε από Μεγαρείς αποίκους το 660 π.Χ. στα πλαίσια του Β Ελληνικού Αποικισμού, σε εποχή που ο Βύζας (αν ήταν γιος του Νίσου και εγγονός του Πανδίονα) δεν θα μπορούσε να είναι ζωντανός. Είναι φανερό ότι οι Μεγαρείς άποικοι του 660 ονοματίζοντας το Βυζάντιο, θέλησαν να τιμήσουν τον πρόγονό τους, που όπως φαίνεται ήταν ο πρώτος που επισκέφθηκε (ή εγκαταστάθηκε) στην περιοχή σε πολύ πρώιμα χρόνια, τέσσερις αιώνες πριν από την επίσημη ίδρυση της πόλης.
ζ. Αίγινα και Σαλαμίνα
Στην Αίγινα (<αΐσσω [= ρίπτομαι, ορμώ >αίγες = κύματα, διότι έχει ορμητικά κύματα]) αρχικά ζούσε η επώνυμη νύμφη Αίγινα και μετά από αυτήν:
(1) Ο Αιακός (~1250, <αί, α [επιφώνημα θαυμασμού ή αγανακτήσεως] + ίω [=αγωνιώ, υποτακ. του είμι] + κοεώ [=ακούω] = αυτός που κατανοεί φωνές αγωνίας) ήταν γιος του βασιλιά της Φθίας Άκτορα, γιου του βασιλιά της Φωκίδας Δηίονα και της νύμφης Αίγινας (κατά το μύθο από ένωση με τον Δία), γενάρχης του γένους των Αιακιδών, πρώτος βασιλιάς της Αίγινας και σύζυγος της Ενδηΐδας (κόρης του Σκίρωνα, γιου του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα). Με την Ενδηίδα απέκτησαν τον Πηλέα και τον Τελαμώνα. Ενώ, από τη δεύτερη γυναίκα του, την Νηρηίδα Ψαμάθη απέκτησε τον Φώκο. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν κάποτε ο Αιακός είδε πάνω στον κορμό ενός δένδρου αμέτρητα μυρμήγκια, παρακάλεσε τον πατέρα του Δία να του στείλει τόσους ανθρώπους σε αυτό το νησί, όσα ήταν και τα μυρμήγκια. Ο Δίας, ακούγοντας τα παρακάλια του γιου του, μεταμόρφωσε τα μυρμήγκια (<μύριον + μήκος [διότι σχηματίζουν μακριά γραμμή πηγαίνοντας το ένα πίσω από το άλλο) σε ανθρώπους που, σύμφωνα με την παράδοση, ονομάστηκαν Μυρμηδόνες (ορθότερη ετυμολογία <μύριοι + μήδω [=κυβερνώ] = αυτοί που εξουσιάζουν μυριάδες ανθρώπων). Από τους γιους του ο Φώκος ήταν καλύτερος από τον αδελφό του Τελαμώνα σε όλα τα αθλήματα και όταν ο Τελαμώνας σκότωσε κατά λάθος τον Φώκο, κατά την εξάσκησή του στην δισκοβολία, οι κάτοικοι της Αίγινας νόμιζαν ότι το έκανε από φθόνο. Ο Τελαμώνας είπε με ειλικρίνεια τι πραγματικά έγινε, αλλά οι συμπολίτες του δεν τον πίστεψαν. Ο πατέρας του, που τον αγαπούσε πάρα πολύ, εξόρισε και τους δύο γιους του από την Αίγινα προς κατευνασμό των δύσπιστων πολιτών της. Έτσι ο Πηλέας κατέφυγε στη Φθία μαζί με πολλούς από τους Μυρμηδόνες και βασίλεψε εκεί στο κράτος των Μυρμηδόνων, ενώ ο Τελαμώνας πήγε στη Σαλαμίνα, όπου έγινε βασιλιάς. Επειδή ο Αιακός έβαλε τη δικαιοσύνη πάνω από τους συγγενικούς δεσμούς λογιζόταν ως ο πιο ευσεβής και δίκαιος άνθρωπος στον κόσμο και έγινε κριτής στον Κάτω Κόσμο και κάτοχος των κλειδιών του Άδη. Λέγεται ότι κάποτε είχε επικρατήσει ξηρασία σε όλη την Ελλάδα, ως τιμωρία των Θεών επειδή ο Πέλοπας σκότωσε τον βασιλιά Στύμφαλο, και η Πυθία είπε ότι για να έρθει η βροχή θα πρέπει ο Αιακός να προσευχηθεί στους θεούς. Πράγματι πριν προλάβει ο Αιακός να τελειώσει την προσευχή του άρχισε να βρέχει. Διάφοροι μύθοι αναφέρουν πως βοήθησε τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα να χτίσουν τα τείχη της Τροίας, ενώ, σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Αιακός ήταν εκείνος που ανακάλυψε το ασήμι και έκοψε το πρώτο νόμισμα. Προς τιμήν του έχτισαν το «Αιάκειον» και καθιέρωσαν γιορτές, τα «Αιάκεια», που γιορτάζονταν στην Αίγινα. Ήταν πρόγονος σπουδαίων ηρώων όπως του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα και του Αίαντα, γιου του Τελαμώνα, που είναι από τους πιο γνωστούς ήρωες του Τρωικού πολέμου, ενώ τα παιδιά του Φώκου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Παρνασσού, που από τότε ονομάστηκε Φωκίδα.
(2) Ο Τεύκρος (~1200, <τεύκτωρ-τεύκτορος <τεύχω [=κατασκευάζω, οικοδομώ, παράγω]) ήταν γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και της δεύτερης συζύγου του Ησιόνης, κόρης του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, ετεροθαλής αδερφός του Αίαντα. Έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και λογιζόταν ως ο καλύτερος τοξότης των Ελλήνων. Πληγώθηκε από τον Έκτορα, αλλά σώθηκε από τον Αίαντα. Πήρε μέρος στους ταφικούς αγώνες προς τιμή του Πατρόκλου, όπου νίκησε στην τοξοβολία και ήταν ένας από τους Αχαιούς που μπήκε μέσα στον Δούρειο Ίππο. Μετά τον πόλεμο, όμως, ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε πίσω, και τον έδιωξε γιατί δεν εκδικήθηκε το θάνατο του αδελφού του. Έτσι ο Τεύκρος, εξόριστος πλέον, πήγε στην Κύπρο, όπου ίδρυσε την πόλη Σαλαμίνα (κοντά στη σημερινή Αμμόχωστο), σε ανάμνηση της πατρίδας του. Ιστορικά επιβεβαιώνεται η ίδρυση της Σαλαμίνας γύρω στα 1100 π.Χ, χρονολογία που δεν απέχει πολύ από το χρόνο επιστροφής των ηρώων της Τροίας. Μια παράδοση αναφέρει, ότι μαζί του στην Κύπρο πήγε και ο Ευρυσάκης, γιος του Αίαντος από την Τέκμησσα, του οποίου την φροντίδα είχε αναλάβει ο Τεύκρος. Ο Τεύκρος νυμφεύτηκε την κόρη του Κύπρου, Έννη και οι απόγονοί τους κυβέρνησαν μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. (ανάμεσά τους ήταν ο Ευέλθων, ο Ονήσιλος, ο Γόργος και πολλοί άλλοι Κύπριοι). Η Σαλαμίνα υπήρξε πρωτεύουσα της Κύπρου για 1000 ολόκληρα χρόνια (και ιδιαίτερα κατά τον 8ο-6ο αιώνα π.Χ.), εξαιτίας της προνομιακής της θέσης και του λαμπρού της πολιτισμού, ενώ κατά το Β’ Ελληνικό Αποικισμό υπήρξε διαμετακομιστικός σταθμός. Ανάμεσα στα περίφημα αρχαιολογικά ευρήματα της Σαλαμίνας είναι και η νεκρόπολή της, κτισμένη ανάμεσα στον 9ο-7ο αιώνα π.Χ, αλλά και οι κτιστοί βασιλικοί τάφοι.
Στη Σαλαμίνα του Σαρωνικού (<αλς [σαλ-] + μινύς [= μικρός] = έχουσα μικρή θαλάσσια περιοχή μέχρι την απέναντι ξηρά), που αρχικά ονομαζόταν Κύχρεια ή Κορωνίς, τα πρώτα χρόνια είχε εξουσία η επώνυμη νύμφη Σαλαμίς, κόρη του θεού ποταμού Ασωπού της Βοιωτίας και μετά:
(1) Ο Κυχρεύς (~1250) ήταν ο πρώτος μυθικός βασιλιάς της Σαλαμίνας, γιος του Ποσειδώνα και της Νύμφης Σαλαμίνας, κόρης του Ασωπού. Ανέλαβε βασιλιάς της νήσου αφού φόνευσε προηγουμένως ένα φοβερό δράκοντα (τεράστιο φίδι), που λυμαινόταν την περιοχή. Ο Κυχρεύς είχε μόνο μία κόρη που έλαβε σύζυγο ο Σκίρων, γιος του βασιλιά Πύλαντα των Μεγάρων. Έτσι όταν πέθανε, άφησε το θρόνο του στον Τελαμώνα που είχε καταφύγει στη Σαλαμίνα από την Αίγινα, όταν ο πατέρας του, Αιακός, τον εκδίωξε μόλις ανακάλυψε ότι αυτός είχε σκοτώσει τον αδελφό του Φώκο. Από τον Κυχρέα η νήσος Σαλαμίνα ονομάσθηκε αρχικά Κύχρεια καθώς και η κυριότερη πόλη της. Πολλοί αρχαίοι καλλιτέχνες απεικονίζουν τον Κυχρέα ως διφυή, δηλαδή από τη μέση και πάνω με ανθρώπινη μορφή και από τη μέση και κάτω με μορφή φιδιού. Στη Σαλαμίνα υπήρχε προς τιμή του ιδιαίτερο ιερό, όπου λατρευόταν ως ήρωας. Οι αρχαίοι Αθηναίοι πιστεύοντας ότι στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας ο Κυχρεύς είχε λάβει μέρος, βοηθώντας τους στη νίκη, του απέδιδαν θείες τιμές και τελούσαν σπουδαίες εορτές καλούμενες Κυχρεία.
(2) Ο Τελαμών (~1220, <τάλας = υποφέρων <ατάομαι >τάνας >τάλας [ν>λ]) ήταν γιος του Αιακού από την Αίγινα και της Ενδηΐδας (κόρης του Σκίρωνα, γιου του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα). Διαδέχτηκε τον Κυχρέα, που δεν είχε γιο, στο θρόνο της Σαλαμίνας, όπου κατέφυγε, όταν τον έδιωξε ο πατέρας του Αιακός από την Αίγινα, ως ύποπτο για τη δολοφονία του αδελφού του Φώκου. Έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και παρεκκλίνοντας από το ταξίδι μετείχε στην επιχείρηση του Ηρακλή εναντίον της Τροίας, όταν βασίλευε εκεί ο Λαομέδων (πατέρας του Πριάμου), του οποίου την κόρη Ησιόνη πήρε μαζί του ως σύζυγο, επιστρέφοντας στη Σαλαμίνα και μαζί της απέκτησε τον Τεύκρο. Γιος του από τον πρώτο του γάμο με την Περίβοια ήταν ο διάδοχός του Αίας.
(3) Ο Αίας ο Τελαμώνιος (~1200, < αἰάζω [αναστενάζω, οδύρομαι, θρηνώ] = αυτός που θρηνεί) ήταν γιος του Τελαμώνα και της πρώτης συζύγου του Περίβοιας (ή Ερίβοιας), ετεροθαλής αδελφός του Τεύκρου και εγγονός του οικιστή της Αίγινας Αιακού. Ο Αίας, ήταν ένας από τους μνηστήρες της ωραίας Ελένης, δεσμευμένος με όρκο να υπερασπιστεί τη ζωή και την τιμή της. Έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με 12 πλοία και μαζί με τον Αχιλλέα και τον Φοίνικα είχε την διοίκηση του ελληνικού στόλου. Στην Ιλιάδα παρουσιάζεται ως ο δεύτερος πιο ανδρείος Αχαιός μετά τον Αχιλλέα και δυνατότερος του Τρώα ήρωα Έκτορα. Ο Όμηρος μάλιστα αναφέρει ότι διέθετε υψηλό ανάστημα: «μέγας, πελώριος και έρκος Αχαιών», ενώ δεν υστερούσε και σε ομορφιά και ως χαρακτήρας περιγράφεται ως καλόκαρδος και ικανός να εμψυχώνει τους συμπολεμιστές του και να δίνει συμβουλές. Ο ίδιος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην συμφιλίωση του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα. Κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, υποχρέωσε κάποιον σύμμαχο βασιλιά των Τρώων, στην θρακική χερσόνησο, να του καταβάλει φόρο σε χρυσό και σιτηρά. Επίσης, κατέλαβε μια φρυγική πόλη, σκότωσε τον βασιλιά της Τελεύτα και πήρε σκλάβα την κόρη του Τέκμησσα. Σε κάποια μεταγενέστερη φάση, μονομάχησε με τον Έκτορα, χωρίς κανείς τους να ηττηθεί. Τελικά έλαβε ως ένδειξη τιμής από αυτόν το ξίφος του, ενώ ο ίδιος του χάρισε τη ζώνη του. Όταν ο Πάτροκλος και ο Αχιλλέας σκοτώθηκαν, ο Αίας πέτυχε να αντιμετωπίσει πλήθος εχθρών και να αποσπάσει από τα χέρια τους τα σώματα των νεκρών ηρώων. Εξοργίστηκε όμως, όταν τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα δόθηκαν τιμητικά στον Οδυσσέα και νιώθοντας εξαιρετικά μειωμένος, αποπειράθηκε να δολοφονήσει τους αρχηγούς των Αχαιών. Τότε η θεά Αθηνά του προκάλεσε πνευματική διαταραχή και τον έκανε να ξεσπάσει πάνω σε ένα κοπάδι πρόβατα. Όταν συνήλθε το πρωί και διαπίστωσε σε πόσο οικτρή κατάσταση είχε περιπέσει, τερμάτισε την ζωή του, πέφτοντας πάνω στο ξίφος του. Στη Σαλαμίνα, γίνονταν εορτές προς τιμή του ήρωα (Αιάντεια). Οι ανδραγαθίες του Αίαντα και κυρίως το τέλος της ζωής του ενέπνευσαν πολυάριθμα έργα τέχνης. (Σοφοκλής 442 π.Χ., Β. Σπάνγκενμπεργκ 1608, Π. Ντε Σιβρύ 1762, Α. Κ. Μπόρχεκκ 1789, Ούγκο Φόσκολο 1833, Δομήνικος Σκαρλάττι 1697, Φ. Πίχλερ.και Αντρέ Ζιντ 1933). Στην Σαλαμίνα βρέθηκαν τα υπόλοιπα ενός αρχαίου κτιριακού συμπλέγματος, που χρονολογείται από τον 13ο - 12ο αιώνα π.Χ. που συμπίπτουν με την Μυκηναϊκή εποχή που έζησε ο Αίαντας και δεν αποκλείεται να ήταν το παλάτι του.
ζ. Εύβοια
Στην Εύβοια (<ευ+βούς=περιοχή καλή για τα βόδια με άφθονα βοσκοτόπια), που αρχικά λεγόταν Αβαντίς, και ειδικότερα στην Χαλκίδα, Ερέτρια και Ιστιαία κατοικούσαν Λέλεγες, Κουρήτες, Ίωνες και Άβαντες που είχαν έλθει από τη Θράκη μέσω της Φωκίδας και μετά τον Τρωικό Πόλεμο μετοίκησαν και στη Θεσπρωτία, ενώ στην Κάρυστο, Στύρα και Κύμη κατοικούσαν Δρύοπες που είχαν έλθει από την περιοχή περί το όρος Οίτη. Οι αναφορές περιλαμβάνουν τα εξής ονόματα βασιλέων:
(1) Ο Αίκλος (~1415, <αεί + κλέος [=δόξα] = πάντοτε ένδοξος) ήταν ήρωας της Ιωνίας, γιος του Ξούθου (που ήταν γιος του Έλληνος, γιου του Δευκαλίωνος) και αδελφός του Κόθου. Οι Ίωνες έλαβαν κάποτε ένα χρησμό που έλεγε ότι θα κατακτούσαν την Εύβοια αν κατόρθωναν να αγοράσουν έστω και ένα μικρό «κομμάτι ευβοϊκής γης». Τότε ο Αίκλος και ο αδελφός του Κόθος ταξίδεψαν στην Εύβοια, όπου παρουσιάσθηκαν σαν μικροπωλητές. Με τον τρόπο αυτό κατάφεραν να αγοράσουν από κάποια μικρά παιδιά λίγο χώμα και πέτρες της Εύβοιας, δίνοντάς τους σε αντάλλαγμα παιδικά παιχνίδια. Μετά από αυτό, οι Ίωνες έκαναν επιδρομή και κατέλαβαν την Εύβοια, που μέχρι τότε την κατείχαν οι Αιολείς,
(2) Ο Αμάρυνθος (~1350, <αμαρύσσω [<α επιτακτ. + μαρμαίρω {<μάλα+μάω+αίρω}] = λάμπω, ακτινοβολώ) ήταν επώνυμος ήρωας της Αμαρύνθου, όπου αναπτύχθηκε μόνιμος οικισμός κατά τη νεολιθική περίοδο (6000 - 3000 π.Χ.), ενώ κατά τη διάρκεια της πρώιμης εποχής του Χαλκού (3000 - 2100 π.Χ) αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα πρωτοελλαδικά πολίσματα και σπουδαίο προϊστορικό λιμάνι στο νησί της Εύβοιας. Η Αμάρυνθος είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τα νησιά του Αιγαίου, όπως φαίνεται από τα κυκλαδικά αντικείμενα που βρέθηκαν στην περιοχή και κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο (2000 - 1650 π.Χ.) είχε στενές εμπορικές σχέσεις με την ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά την Υστεροελλαδική περίοδο (1650-1100) αποτελούσε μια από τις σπουδαιότερες περιοχές της Εύβοιας, και το όνομα της αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β. Εκτός από το εμπόριο άλλες ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία και η χαλκουργία. Η περιοχή, στην οποία είχαν εγκατασταθεί οι Ίωνες, ήταν τόπος λατρείας της θεάς Αρτέμιδος, στην οποία είχε δοθεί το προσωνύμιο Αμαρυνθία ή Αμαρυσία, από το όνομα της πόλης, και ο ναός της βρισκόταν στην πεδιάδα. Προς τιμήν της διοργανώνονταν τα Αμαρύσια, γιορτή η οποία μεταφέρθηκε και στο Άθμονον της αρχαίας Αθήνας, το σημερινό Μαρούσι, του οποίου η ονομασία «Αμαρούσιον» προέρχεται από την Αμάρυνθο και συγκεκριμένα από το προσωνύμιο «Αμαρυσία». Η πρώτη σύγχρονη ονομασία του δήμου της Αττικής ήταν "Δήμος Αμαρυσίων" που εξελίχθηκε σε "Δήμος Αμαρουσίου".
(3) Ο Κριός (ή Κρείος, ~1345, < κέρας > κερεός > κρεός > κριός (ε>ι) = κριάρι) ήταν βασιλιάς της Χαλκίδας στα χρόνια του Περσέα.,
(4) Ο Πυραίχμης (~1250, <πυρ + αιχμή [=οξύ άκρο, φιλοπόλεμο πνεύμα] = φλογερός πολεμιστής [αιχμητής]) ήταν βασιλιάς της Ευβοίας, ο οποίος εκστράτευσε κατά της Βοιωτίας, αλλά νικήθηκε από τον Ηρακλή. Ο Πυραίχμης διαμελίσθηκε από άλογα κοντά σε ένα ρυάκι που ονομαζόταν «Ηράκλειος». Υποτίθεται ότι κάθε φορά που άλογα έπιναν από το νερό αυτό, ακουγόταν μέσα από το ρυάκι ένα χρεμέτισμα.
(5) Ο Άβαντας Β ο νεότερος (ή Άβας ~1250, <α [στερητικό] + βάω [=πηγαίνω] = άβατος, ανυποχώρητος, απροσπέλαστος) ήταν μεταγενέστερος ήρωας των Αβάντων (μετά τον γενάρχη τους Αργείο Άβαντα του Λυγκέως ~1420), γιος του θεού Ποσειδώνα και της νύμφης Αρέθουσας. Σύμφωνα με αθηναϊκή παράδοση, ο Άβαντας αυτός ήταν απόγονος του Μητίονα (γιου του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέως) και πατέρας του Χαλκόδοντα και του Κανήθου, επώνυμου ήρωα της Κανήθου που είναι σήμερα συνοικία της Χαλκίδας στο ηπειρωτικό τμήμα της πόλης, όπου κυριαρχεί το κάστρο του Καράμπαμπα. Στην περιοχή του κάστρου υπήρχε η αρχαία Κάνηθος, της οποίας σώζονται ίχνη κτισμάτων και τάφων.
(6) Ο Ενυεύς (~1210, <εν + αάω [=βλάπτω, τυφλώνω το μυαλό] >ενύω [α>υ] = τρελαμένος με τον πόλεμο, πολεμικός > ενυάλιος [επίθετο του Άρεως]) ήταν βασιλιάς των Δολόπων της νήσου Σκύρου, που σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα, όταν ο τελευταίος κυρίευσε την πρωτεύουσά του πριν λάβει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Ενυεύς αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου (ραψωδία Ι, στίχος 668).
(7) Ο Λυκομήδης (ή Λυκούργος, ~1200, <λύκη [=φως} + μήδω [=φροντίζω, κυβερνώ] = εξουσιαστής του φωτός) ήταν βασιλιάς των Δολόπων στη νήσο Σκύρο, μετά τον Ενυέα και είχε πολλές κόρες.Σε αυτόν έφερε η Θέτιδα τον νεαρό γιο της Αχιλλέα ντυμένο με γυναικεία φορέματα για να τον κρύψει ανάμεσα στις κόρες του και έτσι να αποφύγει τον κίνδυνο θανάτου που τον περίμενε στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Αχιλλέας όμως, παίζοντας με τις θυγατέρες του Λυκομήδη, άφησε έγκυο τη μία από αυτές, τη Δηιδάμεια. Το μύθο αυτό πραγματεύθηκε ο Ευριπίδης στο χαμένο δράμα του «Σκύριοι», ενώ ο ζωγράφος Πολύγνωτος τον αναπαρέστησε σε τοιχογραφίες του. Ο Λυκομήδης επανέρχεται στο μυθολογικό προσκήνιο, μετά από χρόνια, ως ο άνθρωπος που σκότωσε τον Θησέα, που κατέφυγε στη Σκύρο, όταν εκδιώχτηκε από την Αθήνα (κατά άλλη εκδοχή επρόκειτο για αυτοκτονία).
(8) Ο Χαλκόδους (~1200, <χαλκός + οδούς [=δόντι] = αυτός που έχει χάλκινα δόντια) ήταν γιος του Άβαντος, αδελφός του Κάνηθου και σύζυγός του ήταν η Μελανίππη ή Αλκυόνη.
(9) Ο Ελεφήνωρ (1190, <ἐλεφαίρομαι [=απατώ, αφανίζω, καταστρέφω, απαρ.αορ. ἐλεφῆραι] + ἠνορέη [=ανδρεία] = ανδρείος καταστροφέας, άνδρας που αφανίζει τους εχθρούς) ήταν γιος του Χαλκόδοντα και εγγονός του Άβαντα, τον οποίο και διαδέχθηκε ως βασιλιάς των Αβάντων. Μια μέρα ο Ελεφήνορας, βλέποντας ένα δούλο να ασεβεί προς τον παππού του, έτρεξε και τον χτύπησε. Φαίνεται όμως ότι έγινε κάποια πάλη, καθώς ένα από τα χτυπήματα του Ελεφήνορα βρήκε κατά λάθος τον γερο-Άβαντα αντί τον δούλο και τον σκότωσε. Εξαιτίας αυτού του φόνου, ο Ελεφήνορας εγκατέλειψε την Εύβοια. Αργότερα επανεμφανίστηκε ως ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, οπότε και έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο. Στην εκστρατεία αυτή συμμετέσχε επικεφαλής των Αβάντων με σαράντα πλοία «από τη Χαλκίδα, την Ερέτρια, την Ιστιαία, όλες πλούσιες σε αμπέλια και από την παραθαλάσσια Κήρινθο και το απόκρημνο Δίο και από αυτούς που κατοικούσαν στα Στύρα και στην Κάρυστο». Επειδή όμως του απαγορευόταν να πατήσει στο έδαφος της Ευβοίας (για το φόνο του παππού του), προκειμένου να συγκεντρώσει το στρατό του ανέβηκε πάνω σε ένα βράχο που απείχε λίγο από τις ακτές της, και από εκεί μίλησε στους συμπατριώτες του. Κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, ο Ελεφήνωρ είχε ως βοηθούς τους αδελφούς Ακάμαντα και Δημοφώντα, που είχαν σταλεί σε αυτόν από τον πατέρα τους Θησέα,. Κατά μία εκδοχή ο Ελεφήνωρ επέζησε μετά την άλωση της Τροίας και εγκαταστάθηκε σε ένα νησί κοντά στη Σικελία, από όπου όμως τον έδιωξε ένα φίδι. Τότε πήγε στην Αβαντία της Ηπείρου, όπου με τους συντρόφους του ίδρυσαν την πόλη Απολλωνία στην ακτή της Αδριατικής.
η. Φθιώτιδα
Στη σημερινή Φθιώτιδα (<Φθία <φθίω, φθίνω, φθινάω [= φθείρω {ει>ι, με αποβολή του ρ}, ελαττώνομαι, παρέρχομαι, χάνομαι, μαραίνομαι) κατοικούσαν Λέλεγες, Οπούντιοι Λοκροί (Σκάρφεια, Αταλάντη (πρώην Οπούντα), Μαλιείς στην ανατολική κοιλάδα του Σπερχειού περί τις Θερμοπύλες, Αινιάνες στην δυτική κοιλάδα του Σπερχειού και Οιταίοι Δρύοπες περί το όρος Οίτη.
Βασιλείς των Οπούντιων Λοκρών ήταν:
(1) Ο Αμφικτύων (~1500 π.Χ, <αμφί (=από παντού) + κτίω [<πτίω <πέτομαι = πετάω] = αυτός που περιβάλλεται από πουλιά [οιωνούς] = οιωνοσκόπος) ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, και αδελφός του Έλληνα. Οι γονείς του, που βασίλευαν στη Θεσσαλική Φθία, θεωρούνταν οι γενάρχες των Ελλήνων. Κατά το «Πάριον Χρονικόν», ο Αμφικτύων βασίλευσε αρχικώς στις Θερμοπύλες (Λοκρίδα) και ύστερα στην Αθήνα. Ως σύζυγός του αναφέρεται η Χθονοπάτρα. Ως βασιλιάς της Λοκρίδας, απέκτησε ένα γιο, τον Φύσκο, που έγινε πατέρας του Λοκρού, γενάρχη των Λοκρών. Πιθανολογείται ότι ο Αμφικτύονας είχε ιδρύσει την Πυλαία Αμφικτιονία κοντά στις Θερμοπύλες, για την οποία όμως αναφέρεται ως ιδρυτής και ο Ακρίσιος, και επομένως η συσχέτισή του με τις Αμφικτιονίες δεν θεωρείται πλέον δικαιολογημένη.
(2) Ο Φύσκος (~1450, <φύσκη [=φούσκα <φυσάω] = φουσκωμένος, παχουλός) ήταν γιος του Αμφικτύονος και τον διαδέχτηκε ως βασιλιάς στις Θερμοπύλες της Λοκρίδας. Οι δυτικοί Λοκροί ονομάζονταν και «Φυσκείς».
(3) Ο Λοκρός (~1400, <λαός + κραίνω [=κυβερνώ] = καθοδηγητής του λαού) ήταν γενάρχης, βασιλιάς και επώνυμος ήρωας της φυλής των Λοκρών, γιος του Φύσκου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση, ο Δίας έσμιξε με την ωραιότατη Καμβύση ή Καβύη, κόρη του Οπούντα, βασιλιά της Ήλιδας, και μετά την προξένεψε στον Λοκρό. Ο Λοκρός ανέθρεψε το παιδί που γέννησε η Καβύη με τον Δία σαν να ήταν δικό του και το ονόμασε επίσης Οπούντα. Ο μύθος για την ονομασία της Λοκρίδας λέει ότι ο Λοκρός άφησε την εξουσία στον γιο του και έφυγε με μερικούς από τους υπηκόους του για να εγκατασταθεί αλλού. Ρώτησε το μαντείο και πήρε χρησμό κατά τον οποίο έπρεπε να εγκατασταθεί εκεί όπου θα «δαγκωνόταν από ξύλινο σκύλο». Μόλις έφθασε στις δυτικές πλαγιές του Παρνασσού, ο Λοκρός τρυπήθηκε από αγκάθι μιας άγριας τριανταφυλλιάς. Τότε κατάλαβε το νόημα του χρησμού, εγκαταστάθηκε εκεί και ονόμασε τη χώρα «Λοκρίδα».
(4) Ο Οπούντας Β ο νεότερος (~1350, <οπός [= γαλακτώδης χυμός] = χυμώδης) ήταν γιος του Λοκρού, ιδρυτής και επώνυμος ήρωας της πόλεως Οπούντας (σημερινή Αταλάντη). Από τη μητέρα του Καβύη ή Καμβύση ήταν εγγονός του Οπούντα Α του πρεσβύτερου, βασιλιά της Ήλιδας.
(5) Ο Κύνος (~1310, <κύων-κυνός [= σκύλος] = σκληρός και άγριος σαν σκυλί) ήταν ο επώνυμος ήρωας της πόλης Κύνου, στην περιοχή Οπουντία Λοκρίδα της Φθιώτιδας, η οποία μνημονεύεται στην Ιλιάδα. Αναφέρεται ότι ο Κύνος ήταν γιος του Οπούντος Β και πατέρας της Λάρυμνας.
(6) Ο Οδοιδόκος (~1260, <οδός + δοκεώ [=επιτηρώ, σκέπτομαι, νομίζω] = επιτηρητής των δρόμων) και η σύζυγός του Λαονόμη ήταν βασιλείς στη Λοκρίδα μετά τον Κύνο.
(7) Ο Οϊλεύς (~1210, <ο [αθροιστικό>ομού] + είμι [ρίζα ι-, έρχομαι] + λεώς [=λαός, στρατός] = αυτός που μαζεύει και οδηγεί στρατό) ήταν βασιλιάς των Οπουντίων Λοκρών, ονομαστός κυρίως ως ο πατέρας του ομηρικού ήρωα Αίαντα του Λοκρού, τον οποίο απέκτησε με τη σύζυγό του Εριώπιδα. Ο ίδιος ο Οϊλέας πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, κατά την οποία και τραυματίσθηκε. Εκτός από τον Αίαντα, είχε και ένα νόθο γιο, τον Μέδωνα, από τη Ρήνη ή την Αλκιμάχη. Ο Οϊλέας αναφέρεται ως γιος του Οδοιδόκου και της Λαονόμης, εγγονός του Κύνου και δισέγγονος του Οπούντα.
(8) Ο Αίας Οϊλέως (~1190, <αιάζω [= αγωνιώ, οδύρομαι, θρηνώ <αί, α {επιφώνημα θαυμασμού ή αγανακτήσεως}] + ίω [υποτακ. του είμι, δηλώνει αγωνία ή θλίψη]) ήταν εθνικός ήρωας των Λοκρών, γιος του Οϊλέα. Ο Αίας περιγράφεται ως μικρόσωμος, σε αντίθεση με τον συνώνυμό του Αίαντα Τελαμώνιο, αλλά τρομερός μαχητής, άψογος ακοντιστής και τοξότης και απίστευτα ταχύς. Με αρχηγό τον Αίαντα, οι Λοκροί, πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο υπέρ των Αχαιών με 40 ολόμαυρα πλοία και με 4.800 άνδρες αφού η χωρητικότητα του κάθε πλοίου ήταν 120 άτομα. Ο Αίας, πάντα με ελαφριά πανοπλία και οπλισμό, διέπρεψε στον πόλεμο εναντίον των Τρώων και αναδείχθηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους ήρωες σε μάχες σώμα με σώμα. Ο στρατός των Λοκρών ήταν επίσης ελαφρά οπλισμένος με τόξα και σφεντόνες και χρησιμοποιούσε κυρίως τα προορισμένα για μάχη από απόσταση όπλα. Ο Αίας ξεχώρισε επίσης και στους επιτάφιους αγώνες του Πάτροκλου όπου κατατάχθηκε δεύτερος μετά τον Οδυσσέα, αλλά διακρίθηκε και για την αλαζονεία και υπεροψία του. Μετά την άλωση της Τροίας και καθώς οι Αχαιοί ορμούσαν στο εσωτερικό της πόλης, ο Αίας μπήκε στο ναό της Αθηνάς και βρήκε εκεί την Κασσάνδρα, κόρη του Πριάμου και της Εκάβης που ο Όμηρος χαρακτηρίζει ως «καλλίστην πασών», και την ατίμασε μέσα στο ναό. Οι Αχαιοί για να εξευμενίσουν την Αθηνά αποφάσισαν να προχωρήσουν σε θανάτωση με λιθοβολισμό του Αίαντα, αλλά εκείνος κατάφερε προσωρινά να γλυτώσει με ικεσίες στο βωμό της Αθηνάς. Μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου οι Λοκροί ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα, αλλά η Θεά Αθηνά με κεραυνούς βύθισε το πλοίο. Κατά την επιστροφή στην Λοκρίδα, ξέσπασε καταιγίδα κοντά στην Εύβοια και ο Αίας σώθηκε πάνω σε έναν βράχο λέγοντας στους θεούς ότι θα επιβιώσει παρά την θέληση τους. Τότε ο Ποσειδώνας προσβεβλημένος από την αλαζονεία του, διέλυσε το βράχο με την τρίαινα του και ο Αίας χάθηκε. Πιστεύεται ότι το σώμα του έχει θαφτεί είτε στη Μύκονο ή στη Δήλο σύμφωνα με μια ταφική επιγραφή που αναφέρει: «Αίαντος του Οϊλέως κειμένου εν Μυκόνω τη νήσω». Η θεά Αθηνά, εξαιτίας της ασέβειας του Αίαντα, προκάλεσε δεινά στη φυλή των Λοκρών, οι οποίοι για χίλια χρόνια υποχρεώθηκαν να στέλνουν κάθε χρόνο παρθένες καλών οικογενειών στο Ίλιον της Αθήνας, για να υπηρετούν ως δούλες στο ναό της. Οι Λοκροί πολεμώντας με την φάλαγγα τους, άφηναν πάντα μια θέση κενή γιατί πίστευαν ότι ο Αίας ήταν πάντα μαζί τους και μετά το θάνατό του. Η γιορτή των Λοκρών προς τιμήν του ήρωά τους ήταν τα "Αιάντεια". Κάθε χρόνο φόρτωναν ένα ολόκληρο καράβι με προσφορές και αφού του έβαζαν φωτιά το άφηναν να πλέει ακυβέρνητο ώσπου να καταστραφεί ολοσχερώς τιμώντας τον ήρωα τους. Πολλά νομίσματά τους τον απεικόνιζαν σαν αγέρωχο και περήφανο πολεμιστή. Ο αρχαίος τραγικός ποιητής Σοφοκλής έγραψε και σχετική τραγωδία, «Αίας ο Λοκρός» η οποία δεν διασώθηκε. Η μορφή του κοσμεί και σήμερα το επίσημο έμβλημα του δήμου Λοκρών.
Ηγεμόνες που σχετίσθηκαν με τους Μαλιείς, των οποίων το κράτος υπαγόταν στο βασίλειο της Φθίας, αναφέρονται οι εξής:
(1) Ο Μενοίτιος (~1220, <μένω + Οίτη [=περιοχή με πρόβατα] = μόνιμος κάτοικος της Οίτης) ήταν γιος του Άκτορος και της Αίγινας και συντρόφεψε τον Ιάσονα στην αργοναυτική εκστρατεία. Ήταν πατέρας του ομηρικού ήρωα Πατρόκλου από τη σύζυγό του Πολυμέλη ή Σθενέλη. Αρχικά φέρεται ως Θεσσαλικός ήρωας που είχε εγκατασταθεί στον Οπούντα της Λοκρίδας. Όταν όμως ο γιος του Πάτροκλος, παίζοντας αστραγάλους φιλονίκησε και σκότωσε το γιό του Αμφιδάμαντα, τον Κλεισώνυμο, αναγκάσθηκε να φύγει με το γιο του και να ζητήσει καταφύγιο στη Φθία κοντά στον Πηλέα, πατέρα του Αχιλλέα όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Πριν την αναχώρηση του Αχιλλέα και του Πατρόκλου για τον Τρωικό πόλεμο ο Μενοίτιος συμβούλεψε το γιο του να προσέχει και να συμβουλεύει το φίλο του παρά την ταπεινότερη καταγωγή του.
(2) Ο Πάτροκλος (~1190, <Πατροκλῆς < πατῆρ + κλέος [=δόξα] = αυτός που δοξάζει τον πατέρα του ή που έχει τη δόξα του πατέρα του) ήταν γιος του Μενοίτιου και εγγονός του Άκτορα και της Αίγινας, εξ ού επονομαζόταν Ακτορίδης. Ήταν ο επιστήθιος φίλος του Αχιλλέα, του οποίου ο παππούς Αιακός ήταν γιος της Αίγινας όπως και ο Μενοίτιος. Όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί και ζούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Οπούντα της Λοκρίδας, σκότωσε πάνω στο παιχνίδι ένα συνομήλικό του αρχοντόπουλο, τον Κλησώνυμο, το γιο του Αμφιδάμαντα. Αν και ήταν ανήλικος, ο Πάτροκλος έπρεπε να φύγει από τον τόπο του, γιατί τον βάραινε το αίμα του νεκρού. Έτσι ο πατέρας του τον έφερε στον Πηλέα, που τον ανάθρεψε μαζί με τον Αχιλλέα σαν δικό του παιδί. Ο Πάτροκλος συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο ως φίλος του Αχιλλέα, στον οποίο μάχονταν με ιδιαίτερο θάρρος και τόλμη μέχρι που ο Αχιλλέας, λόγω της γνωστής προστριβής του με τον Αγαμέμνονα αποσύρθηκε στο στρατόπεδό του. Όταν όμως οι Αχαιοί πιέζονταν δεινά από τους Τρώες, ο Πάτροκλος ζήτησε από τον Αχιλλέα να περιβληθεί αυτός την πανοπλία του, και, προσδοκώντας ότι θα εκφόβιζε τους Τρώες, και θέλοντας να δώσει μια καλύτερη τύχη στη μάχη, επιτέθηκε εναντίον των Τρώων, επικεφαλής των Μυρμηδόνων. Στη δραματική εκείνη φάση του αγώνα όπου οι Τρώες είχαν φθάσει στα πλοία των Αχαιών και ήταν έτοιμοι να τα πυρπολήσουν, η θυελλώδης ορμή του Πατρόκλου τους ανάγκασε να επιστρέψουν σχεδόν άτακτα στα τείχη τους. Κατά τη διάρκεια όμως της τρίτης εφόδου που επιχείρησε ο Πάτροκλος για την άλωση της Τροίας ξαφνικά χτυπήθηκε από τον Απόλλωνα και καταλήφθηκε από σκοτοδίνη με συνέπεια να περιέλθει σε κατάσταση αναισθησίας. Στην κατάσταση αυτή πρώτος τον έπληξε ο Εύφορβος εκ των όπισθεν και δεύτερος κατάφερε το θανατηφόρο κτύπημα ο Έκτορας, ο οποίος στη συνέχεια έγινε κύριος της πανοπλίας του Αχιλλέα. Ακολούθησε σκληρή πάλη Αχαιών και Τρώων πάνω από τη σορό του Πατρόκλου, η οποία τελικά περιήλθε στα χέρια των πρώτων που τη μετέφεραν στη σκηνή του Αχιλλέα. Η θλίψη του Αχιλλέα για το χαμό του επιστήθιου φίλου του ήταν μεγάλη, μέχρι που εκδικούμενος φόνευσε τον Έκτορα. Στη συνέχεια ο Αχιλλέας έκαψε το νεκρό Πάτροκλο με όλες τις ελληνικές επιτάφιες τιμές. Η σποδός του νεκρού συλλέχθηκε σε χρυσή υδρία, που αποτέθηκε στη βάση τύμβου, στον οποίο αργότερα τοποθετήθηκαν και τα λείψανα του Αχιλλέα. Τέλος οργανώθηκαν λαμπροί επιτάφιοι αγώνες προς τιμήν του Πατρόκλου, τα λεγόμενα «ἄθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ», που περιγράφονται στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας.
Στους Δρύοπες (<δρυς = βελανιδιά + όψη = έχοντες εμφάνιση βελανιδιάς) βασίλεψαν:
(1) Ο Σπερχειός (~1450, <σπέρχω [= ορμώ] + χείω [= χύνω] = χύνεται ορμητικά) ήταν βασιλιάς και (κατά το μύθο) θεός-ποταμός και είχε σύζυγο την Πολυδώρα κόρη του Δαναού, με την οποία απέκτησε τον Δρύοπα.
(2) Ο Δρύοπας (Δρύοψ, ~1380, επώνυμος ήρωας των Δρυόπων) ήταν ηγεμόνας και γενάρχης μιας πανάρχαιας πρωτοελληνικής φυλής, που πήρε το όνομά της από αυτόν. Ήταν γιος του ποτάμιου θεού Σπερχειού και της Πολυδώρας (κόρης του Δαναού), ενώ κόρη του ήταν η Δρυόπη. Ο Δρύοπας και ο λαός του αρχικά κατοικούσαν στην περιοχή ανάμεσα στα βουνά Οίτη και Παρνασσός, μία άγονη γη που ήταν γνωστή ως Δρυοπίς. Εκδιώχθηκαν όμως από τον Ηρακλή και τους Μαλιείς, που κατέλαβαν την οχυρωμένη πόλη τους στον Παρνασσό, οπότε στη συνέχεια διασκορπίσθηκαν στην Εύβοια, στις Κυκλάδες, στην Πελοπόννησο, ακόμα και στην Κύπρο.
(3) Ο Φύλαντας (~1310, <φυλή + ευς [<έχω] = από καλή φυλή) ήταν βασιλιάς των Δρυόπων που ασέβησε κατά του Μαντείου των Δελφών και σκοτώθηκε από τον Ηρακλή, που συμμάχησε με τους Μαλιείς εναντίον των Δρυόπων. Από τη θυγατέρα αυτού του Φύλαντα (που λεγόταν Μήδα), και τον Ηρακλή γεννήθηκε ο Αντίοχος.
(3) Ο Θειοδάμας (~1250, <θείος [=θεϊκός] + δαμάζω, μέλλων δαμάσσω [= υποτάσσω, καταβάλλω] = κυρίαρχος με τη δύναμη των θεών) ήταν ένας ήρωας, που συνδέεται με το μυθικό κύκλο του Ηρακλή. Στα Αργοναυτικά αναφέρεται ότι έδρασε στη χώρα των Δρυόπων, την άγονη περιοχή ανάμεσα στα βουνά Οίτη και Παρνασσός, όπου τον σκότωσε ο Ηρακλής στον πόλεμο εναντίον τους, σε συνεργασία με τους Μαλιείς. Ο Θειοδάμας είχε σύζυγο τη Νεαίρα, κόρη του Έρμου, και απέκτησαν μαζί δύο γιους, τον Δρησαίο και τον Ύλα.
(4) Ο Ύλας (~1210) ήταν Δρύοπας ήρωας, γιος του βασιλιά των Δρυόπων Θειοδάμαντα. Ο Ηρακλής, κατά την εκδίωξη των Δρυόπων από τη Δρυοπίδα της Στερεάς Ελλάδας, σκότωσε τον Θειοδάμαντα και πήρε μαζί του τον Ύλα. Αργότερα, οι δύο ήρωες πήραν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, οπότε όταν κάποτε ο Ύλας πήγε να αναζητήσει πηγή νερού στη Μικρά Ασία, κοντά στην Κίο, τον άρπαξαν οι Νύμφες της περιοχής για την ομορφιά του. Από τότε ο Ηρακλής τον αναζητούσε απαρηγόρητος. Η πραγμάτευση του επεισοδίου αυτού υπάρχει στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου και στο 13ο ειδύλλιο του Θεοκρίτου.
Στους Αινιάνες, που έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως σύμμαχοι των Τρώων, την εποχή του Τρωικού Πολέμου βασίλευε ο Οίνοκλος (~1190, <όϊς [=πρόβατο] + νομάω [=νέμω, μοιράζω, έχω, κυβερνώ] + κλέος [=δόξα] = αυτός που φημίζεται ως κατέχων πρόβατα), ο οποίος τελικά λιθοβολήθηκε από τον ίδιο τον λαό του, επειδή σύμφωνα με κάποιο χρησμό, όταν γινόταν αυτό οι υπήκοοί του θα λυτρώνονταν από κάποια επιδημική ασθένεια.
Στην Οζολία Λοκρίδα (<όζω [=μυρίζω, {<οσμή <οδμή <έδω = εσθίω] = περιοχή με ευχάριστες μυρωδιές), που αντιστοιχεί στη σημερινή Φωκίδα (<φως+καίω > focus=εστία φωτός) κατοικούσαν Ύαντες, Άβαντες και Δωριείς (Δυμάνες) στις πόλεις Άμφισσα, Δαυλίδα, Ελάτεια και Άβαϊ, ενώ η Δωρίδα του ίδιου νομού ήταν η αρχική περιοχή εγκατάστασης των Δωριέων. Στους βασιλείς περιλαμβάνονται:
(1) Ο Δηίων (~1380, <δάϊος και δήϊος [=φοβερός, καταστρεπτικός, {<δαίω =χωρίζω, μοιράζω}] = φοβερός, καταστροφικός), ήταν βασιλιάς της Φωκίδας, ένας από τους οκτώ γιους του γενάρχη Αιόλου και της Εναρέτης. Ο Δηίων πήρε για σύζυγό του τη Διομήδη, κόρη του Ξούθου, και μαζί απέκτησαν μία κόρη, την Αστεροδία, και τέσσερις γιους (Αίνητος, Άκτορας, βασιλιάς της Φθίας, Κέφαλος, βασιλιάς στο Θορικό Αττικής και μετά στην Κεφαλληνία και Φύλακος, βασιλιάς στη Φυλάκη Μαγνησίας).
(2) Ο Έλατος (~1350, <ελάω, ελαύνω [=προχωρώ] = αυτός που ανέβηκε ψηλά) ήταν πρωτότοκος γιος του Αρκάδα, ο οποίος, μοιράζοντας τη χώρα του, έδωσε στον Έλατο την περιοχή του όρους Κυλλήνη. Εξορμώντας από εκεί, ο Έλατος έφθασε αργότερα μέχρι τη Φωκίδα, τους κατοίκους της οποίας βοήθησε εναντίον των Φλεγυών. Επίσης, ίδρυσε την πόλη Ελάτεια. Ένα άγαλμα του Έλατου βρισκόταν στην αγορά της Ελάτειας και ένα άλλο στην Τεγέα.
(3) Ο Φώκος Ορνυτίωνα (~1340 <φως+καίω > focus=εστία φωτός), ήταν γιος του βασιλιά της Κορίνθου Ορνυτίωνα, εγγονός του Σισύφου και αδελφός του Θόαντα. Ο αδελφός του Θόας έμεινε στην Κόρινθο, όπου και κράτησε την εξουσία μετά το θάνατο του πατέρα του. ενώ ο Φώκος έφυγε για τη Φωκίδα (όπου βασίλευε ο θείος του Δηίων, αδελφός του Σισύφου), στην ο οποία έδωσε το όνομά του. Φώκος ονομαζόταν και ένας από τους τρεις γιους του βασιλιά Αιακού της Αίγινας (που ήταν γιος του Άκτορα και εγγονός του Δηίονα, επομένως εξάδελφος του πρώτου Φώκου) τον οποίο σκότωσε κατά λάθος ο αδελφός του Τελαμών. Τα παιδιά αυτού του Φώκου εγκαταστάθηκαν επίσης στη Φωκίδα, πατρίδα του προπάππου τους.
(4) Ο Όρνυτος (~1310, <όρνυμι[=υψώνω]+τίω[=τιμώ]=τιμούμενος ως υψηλά ιστάμενος) ήταν γιος του Φώκου, γιου του Ορνυτίωνα και βασίλεψε στη Φωκίδα μετά από αυτόν.
(5) Ο Πανοπέας (~1290, <παν + ωψ, ωπός [<ωπάζομαι = βλέπω] = αυτός που τα βλέπει όλα, πανόπτης) ήταν γιος του Φώκου, γιου του Ορνυτίωνα και βασίλεψε στη Φωκίδα μετά τον αδελφό του Όρνυτο. Μετέσχε στην επιχείρηση του Αμφιτρύωνα (πατέρα του Ηρακλή), όταν εκστράτευσε κατά των Τηλεβοών της Κεφαλληνίας με συμμάχους τον βασιλιά του Θορικού Αττικής Κέφαλο, τον βασιλιά του Άργους Ελειό, τον ίδιο και τον Κρέοντα. Η συμμαχία αυτή κατανίκησε τους Τηλεβόες. Αναφέρεται επίσης από τον Λουκιανό, ότι ο Πανοπέας έδωσε νερό στον Προμηθέα, για την δημιουργία του πρώτου ανθρώπου του λεγόμενου Χρυσού Γένους, από πηλό και φωτιά με την αρωγή της θεάς Αθηνάς, Αυτό έγινε μετά την Τιτανομαχία και εμφανώς αποτελεί θρύλο που χάνεται στα βάθη των αιώνων.
(6) Ο Ναύβολος (~1250, <ναυς [= καράβι] + βάλλω = αυτός που γνωρίζει να θέτει σε κίνηση τα καράβια) ήταν γιος του Όρνυτου βασιλιά στη Φωκίδα, πατέρας του Ιφίτου της Φωκίδας, που για το λόγο αυτό αναφέρεται στην Ιλιάδα ως «Ναυβολίδης» (Β 518). Ο Ναύβολος είχε ως σύζυγό του την Περινείκη, κόρη του Ιππομάχου. Τα εγγόνια του Ναυβόλου, ο Σχεδίος και ο Επίστροφος, πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο, ενώ ο γιος του Ίφιτος στην Αργοναυτική Εκστρατεία.
(7) Ο Ίφιτος (~1230, <ίφι, ίφιος=ισχυρός, γενναίος) ήταν γιος του Ναυβόλου, σύζυγος της Ιππολύτης, βασίλεψε στη Φωκίδα μετά από αυτόν και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία.
(8) Ο Περινείκης (~1210, <περί [=πολύ] + νείκη [=νίκη] = περιβαλλόμενος από νίκες, νικητής) ήταν γιος και διάδοχος του Ίφιτου στο θρόνο της Φωκίδας.
(9) Ο Σχεδίος (~1200, <σχέθω [=[εχω, αντέχω, κρατώ, {έσχεθον, αόρ. του έχω}] = ανθεκτικός) ήταν γιος του Ίφιτου και της Ιππολύτης και μαζί με τον αδελφό του Επίστροφο πολέμησε στην Τροία, όπου ο επίσης Φωκεύς Επειός αναφέρεται ως κατασκευαστής του Δούρειου Ίππου.
θ. Αιτωλία, Ακαρνανία και Ευτυτανία
Στην Αιτωλία και στην Ακαρνανία κατοικούσαν Λέλεγες, Κουρήτες και Δωριείς (Πάμφυλοι) στις πόλεις Καλυδώνα, Πλευρώνα (σημερινό Μεσολόγγι), Ναύπακτο και Θέρμο. Βασιλείς της Αιτωλίας (<αιτώ + λαός = χώρα που ζητάει ο λαός) αναφέρονται οι εξής:
(1) Ο Αιτωλός (~1450, <αιτώ [=απαιτώ] + λαός = αυτός που ζητάει ο λαός) ήταν γιος του Ενδυμίωνα, βασιλιά της Ήλιδας και της νύμφης Ιφιάνασσας, αδελφός του Παίονα, επώνυμου ήρωα της Παιονίας, του Επειού, επώνυμου ήρωα των Επειών και της Ευρυκύδας, μητέρας του Ηλείου. Γυναίκα του ήταν η Προνόη, κόρη του Φόρβαντα, και παιδιά του ο Πλευρών, επώνυμος ήρωας της Πλευρώνας και ο Καλυδών, επώνυμος ήρωας της Καλυδώνας. Αναγκάστηκε να φύγει από την Ηλεία όταν σε αγώνα δρόμου για την διαδοχή στο θρόνο νίκησε ο Επειός, οπότε ο Παίονας έφυγε στην περιοχή που πήρε το όνομα του, και ο Αιτωλός πήγε στη χώρα των Κουρητών. Εκεί τον φιλοξένησαν οι Λαοδόκος και ο Πολυποίτης, γιοί του Απόλλωνα και της Φθίας, αλλά ο Αιτωλός τους σκότωσε και έγινε βασιλιάς της περιοχής δίνοντας της το όνομα του, Αιτωλία.
(2) Ο Πλευρών (~1420, <πλευρός + ων [μτχ, του ειμί] = ευρισκόμενος σε πλαγιά βουνού) ήταν γιος του Αιτωλού, είχε σύζυγο την Ξανθίππη και ήταν ο ιδρυτής και επώνυμος ήρωας της Πλευρώνας (Μεσολόγγι).
(3) Ο Καλυδών (~1410, <καλός + υδνέω [=τρέφω, αυξάνω {<δαίνυμι} = αυτός που φέρνει πολλή τροφή) ήταν επίσης γιος του Αιτωλού, ιδρυτής και επώνυμος ήρωας της Καλυδώνας.
(4) Ο Αγήνωρ (~1380, <άγω + ἠνορέη [=ανδρεία] = αυτός που οδηγεί τους άνδρες) ήταν γιος του Πλεύρωνος και της Ξανθίππης και σύζυγος της Επικάστης, με την οποία απέκτησε τουλάχιστον τρία παιδιά, τον Πορθάονα, τη Δημονίκη και τον Θέστιο Α.
(5) Ο Πορθάων (ή Πορθεύς ~1350, <πέρθω [=κυριεύω] >πορθώ = πορθητής, κατακτητής) ήταν γιος του Αγήνορα και της Επικάστης, και εγγονός του Πλευρώνα και της Ξανθίππης. Ο Πορθάονας ήταν βασιλιάς της Καλυδώνας και είχε τουλάχιστον δύο αδέλφια: τη Δημονίκη και τον μετέπειτα βασιλιά της Αιτωλίας Θέστιο. Ο Πορθάονας πήρε ως σύζυγό του την Ευρύτη και απέκτησαν μαζί αρκετά παιδιά, μεταξύ των οποίων ήταν οι Οινέας, Άγριος, Αλκάθοος, Λευκοπέας, Μέλας και Στερόπη. Ως Πορθεύς, αναφέρεται και στην Ιλιάδα (Ξ 115).
(6) Ο Εύηνος (~1340, <ευ + ηνίον [=λουρί χαλινού, διακυβέρνηση] > ευήνιος = πειθήνιος, εύκολος στη διακυβέρνηση) ήταν γιος του θεού Άρη και της Δημονίκης, κόρης του Αγήνορα και εγγονής του Πλευρώνος, βασιλιάς της Αιτωλίας μετά τον Πορθάονα. Κόρη του Ευήνου ήταν η Μάρπησσα ή Ευηνίνη και εγγονή του ήταν η Κλεοπάτρα. Αδέρφια του Ευήνου ήταν ο Μώλος, ο Πύλος και ο Θέστιος Β. Ο Εύηνος βασίλεψε στις περιοχές της Καλυδώνας και της Πλευρώνας. Είχε τη συνήθεια να σκοτώνει όλους όσους παρουσιάζονταν για να ζητήσουν ως σύζυγο την κόρη του. Τους έκοβε μετά το κεφάλι και το τοποθετούσε ως στολίδι στο ναό του Ποσειδώνα, πράγμα που θυμίζει τον Οινόμαο και το μύθο του. Τελικά τη Μάρπησσα την απήγαγε ο Ίδας. Ο Εύηνος κατεδίωξε το φτερωτό του άρμα και έφθασε στον ποταμό Λυκόρμα. Επειδή όμως δεν μπορούσε να πιάσει τον Ίδα, έσφαξε τα άλογά του και ρίχτηκε στον ποταμό, ο οποίος από τότε ονομάσθηκε Εύηνος.
(7) Ο Θέστιος (~1310, <θεός + εσθίω [=τρώγω] = αυτός που παρέχει τροφή στους θεούς, δεν πρέπει να συγχέεται με τον Θέσπιο ή τον Θέσπιδα) ήταν ηγεμόνας της πόλης Πλευρώνας στην Αιτωλία, γιος της Δημονίκης, κόρης του Αγήνορα, και του θεού Άρη. Αδέλφια του Θεστίου ήταν ο Εύηνος, ο Πύλος και ο Μώλος. Ο Θέστιος πήρε ως σύζυγό του την Ευρυθέμιδα και απέκτησαν μαζί τέσσερις γιους και τρεις κόρες. Οι γιοι ήταν οι Ίφικλος, Εύιππος ή Τοξέας, Πλήξιππος και Ευρύπυλος, ενώ οι κόρες ήταν η Αλθαία, η Λήδα και η Υπερμνήστρα (αποκαλούμενες συνολικά Θεστιάδες). Από την Αλθαία, ο Θέστιος έγινε παππούς του ήρωα Μελεάγρου, τον οποίο αποκαλούσαν και Θεστιάδη. Ο Μελέαγρος σκότωσε τουλάχιστον δύο από τους θείους του (δηλαδή τους γιους του Θεστίου) κατά τις διαμάχες που ακολούθησαν το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Από τη Λήδα ο Θέστιος έγινε παππούς των Διοσκούρων και της Ωραίας Ελένης.
(8) Ο Οινεύς (~1300, <οίνος [<Fοινός, φοινός =κόκκινος σαν αίμα] + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που έχει κρασί) ήταν βασιλιάς της Καλυδώνας, απόγονος του Ενδυμίωνα και της Προνόης, εγγονός του Αγήνορα και γιος του Πορθάονα και της Ευρύτης, καταγόταν επομένως από τον Αιτωλό, που έδωσε το όνομά του στους Αιτωλούς. Ο Οινέας είχε αρκετά αδέλφια, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται και οι Άγριος, Αλκάθοος, Λευκοπέας και Στερόπη. Πήρε για σύζυγο την κόρη του Θεστίου Αλθαία, και μαζί απέκτησαν πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων τον ήρωα Μελέαγρο και τις τέσσερις Μελεαγρίδες. Μετά το θάνατο της Αλθαίας, ο Οινέας ήλθε σε δεύτερο γάμο με την Περίβοια, κόρη του βασιλιά Ιππονόου, και μαζί απέκτησαν τον Τυδέα, πατέρα του ήρωα Διομήδη. Ο Οινέας, κατά μία εκδοχή, συνδέθηκε με τον γιο του Δευκαλίωνα Ορεσθέα, που νομιζόταν προπάππος του. Σύμφωνα με το μύθο ο Ορεσθέας (= άνθρωπος των βουνών) είχε μια σκύλα, που παραδίδεται ότι γέννησε ένα ραβδί, που ο Ορεσθέας παράχωσε στο χώμα και φύτρωσε έτσι το πρώτο κλήμα. Ο γιος του Ορεσθέα, που ονομαζόταν Φύτιος (= αυτός που φυτεύει), ήταν αυτός που διέδωσε την καλλιέργεια του αμπελιού. Ένα τραγί εξαφανιζόταν συχνά και όταν γύριζε πίσω, φαινόταν χορτασμένο. Ο βοσκός Ορίστας ή Στάφυλος (από τον οποίο πήραν τ' όνομά τους τα σταφύλια, <στέμφυλον <στέμβω [=στείβω] + ύλη = η μάζα καρπών από την οποία με πίεση παράγεται το κρασί ), το παρακολούθησε και είδε να πηγαίνει σ' ένα αμπέλι και να τρώει τα σταφύλια, από τα οποία στη συνέχεια ο Οινέας παρασκεύασε πρώτος κρασί και (όπως φαίνεται από το όνομά του) έγινε ο πρώτος οινοπαραγωγός στην Ελλάδα. Το νερό που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για να ανακατέψουν το κρασί, το πήραν από το Αχελώο. Τη σωστή χρήση του μεθυστικού ποτού παραδίδεται ότι τη δίδαξε στον Οινέα ο Διόνυσος, όταν φιλοξενήθηκε στο ανάκτορο του βασιλιά, όπου στην πραγματικότητα επιδίωκε νε ερωτοτροπήσει με τη βασίλισσα Αλθαία. Ο Οινέας προσποιήθηκε ότι δεν κατάλαβε το σκοπό της επίσκεψης και έφυγε από την πόλη για να θυσιάσει στην εξοχή. Έτσι το αμπέλι και η διδασκαλία για το πώς καλλιεργείται και πώς πίνεται το κρασί ήταν δώρο ευγνωμοσύνης του Διόνυσου προς τον Οινέα. Από τον έρωτα του Διόνυσου με την Αλθαία γεννήθηκε η Δηιάνειρα. Ο Οινέας σχετίζεται και με την ιστορία του Καλυδώνιου Κάπρου (=αγριογούρουνο), που προκαλούσε μεγάλες καταστροφές, σταλμένος από τη θεά Άρτεμη, επειδή δεν της προσφέρθηκε θυσία από τον Οινέα κατά τα Θαλύσια. Ο Μελέαγρος καταδίωξε μαζί με τους πιο ονομαστούς Έλληνες ήρωες της εποχής το θηρίο και πέτυχε τελικά να το σκοτώσει. Στο παλάτι του, ο Οινέας φιλοξένησε τον Ηρακλή για πολλά χρόνια, αφού τον έδιωξε ο Ευρυσθέας μετά την ολοκλήρωση των άθλων του και εκεί ο Ηρακλής νυμφεύτηκε την κόρη του Δηιάνειρα. Παραδίδεται ότι ο Οινέας φιλοξένησε και τους Μενέλαο και Αγαμέμνονα. Στα γηρατειά του, ο Οινέας εκθρονίστηκε από τους ανεψιούς του, τους γιους του Αγρίου, αλλά αποκαταστάθηκε και πάλι στο θρόνο του από τον εγγονό του Διομήδη, τελικά όμως σκοτώθηκε από δύο γιους του Αγρίου σε ένα ταξίδι του στην Αρκαδία και θάφτηκε στο Άργος από τον Διομήδη.
(9) Ο Θερσίτης (~1250, <θέρσος [=θάρρος] + ἰταμεύομαι [=προκαλώ, γίνομαι θρασύς, αυθαδιάζω] = αυτός που έχει το θάρρος να προκαλεί, θρασύς) ήταν γιος του Άγριου και εγγονός του Πορθάονα και του Ευρύτου. Αδέλφια του ήταν ο Ογχηστός, ο Πρόθοος, ο Κελεύτορας, ο Λυκωπέας και ο Μελάνιππος. Με τη βοήθειά τους έδιωξε τον θείο του, Οινέα, από το θρόνο της Καλυδώνας όταν εκείνος γέρασε και ήταν πια ανήμπορος. Η εμφάνισή του ήταν άσχημη, καθώς περιγράφεται ως αλλήθωρος, κουτσός και στραβοπόδαρος, με ελάχιστα μαλλιά στο κεφάλι του. Κατά μία παράδοση, που αναφέρεται στην Ιλιάδα, ο Θερσίτης πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, αλλά όταν αντίκρισε το θηρίο, «εγκατέλειψε την θήραν, την σωτηρίαν θηρώμενος». Ο Θερσίτης μετέσχε και στον Τρωικό Πόλεμο, όπου αναφέρεται ότι φιλονικούσε και προκαλούσε συνεχώς με την αυθάδη συμπεριφορά του. Σε ένα περιστατικό, ο Οδυσσέας αγανάκτησε ακούγοντας τον Θερσίτη να βρίζει τον Αγαμέμνονα και να παρακινεί το στρατό σε ανταρσία, γι' αυτό και τον κτύπησε δυνατά με το σκήπτρο του. Τα Κύκλια Έπη αναφέρουν ότι τελικώς ο Θερσίτης σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα μετά το φόνο της Πενθεσίλειας, βασίλισσας των Αμαζόνων, που πολεμούσε με το μέρος των Τρώων φορώντας πολεμική μάσκα. Η ομορφιά της ήταν τόση που ο Αχιλλέας την ερωτεύθηκε τη στιγμή που ξεψυχούσε, αλλά ο Θερσίτης τον περιγέλασε και έμπηξε μάλιστα το κοντάρι του στο μάτι της Πενθεσίλειας. Τότε ο ήρωας, έξαλλος από θυμό, σηκώθηκε και τον σκότωσε με γροθιές «εν βρασμώ ψυχής». Για το λόγο αυτό, ο Αχιλλέας αναγκάσθηκε μετά να ταξιδέψει στη Λέσβο, όπου θυσίασε στον Απόλλωνα, στην Αρτέμιδα και στη Λητώ για να εξαγνισθεί από το μίασμα του φόνου. Ο Διομήδης, που ήταν συγγενής του Θερσίτη, παρά το γεγονός ότι αυτός είχε σφετεριστεί το θρόνο του παππού του Οινέα, εξοργίστηκε με τον Αχιλλέα για το περιστατικό αυτό και συμφιλιώθηκε μαζί του με αρκετές προσπάθειες των συμπολεμιστών τους. Ο Θερσίτης εκπροσωπεί την άλλη πλευρά των μαχητών του στρατοπέδου των Αχαιών, ως απλός πολεμιστής, που παρά τις αδυναμίες του, τολμά και αμφισβητεί το κύρος και την αυθεντία των αριστοκρατών, αποκαλύπτοντας τα κίνητρά τους, με βαρύ τίμημα.
(10) Ο Αιτωλός Β ο νεότερος (~1240) ήταν γιος και απόγονος του γενάρχη Αιτωλού Α, που έζησε σχεδόν διακόσια χρόνια νωρίτερα.
(11) Ο Ίδας (~1240, <οίδα [= γνωρίζω {<είδω=βλέπω}] = γνώστης) ήταν γιος του Αφαρέως και της Αρήνης, κόρης του Οίβαλου, επομένως ανήκε στην οικογένεια του Περιήρους, βασιλιά της Μεσσηνίας. Αδελφός του ήταν ο Λυγκέας και εξάδελφοί του οι Λευκιππίδες, ηγεμόνες της Τρίκκης, και, από τη μεριά της μητέρας του, οι Διόσκουροι. Ο Ίδας και ο Λυγκέας πήραν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Σε αυτή, ο Ίδας διακρίθηκε στη χώρα των Μαριανδυνών, φονεύοντας τον αγριόχοιρο που σκότωσε τον Ίδμωνα. Αργότερα, ο Ίδας προσπάθησε να αρπάξει το βασίλειο του Τεύθραντα, αλλά ηττήθηκε από τον Τήλεφο, βασιλιά της Μυσίας και γιο του Ηρακλή. Ο Ίδας και ο Λυγκέας έλαβαν μέρος και στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου, αφού ο Ίδας ήταν πεθερός του Μελεάγρου, που νυμφεύτηκε την κόρη του Κλεοπάτρα. Σε μία άλλη παράτολμη πράξη, ο Ίδας απήγαγε τη Μάρπησσα, κόρη του βασιλιά της Αιτωλίας Εύηνου (και κατά το μύθο εγγονή του θεού Άρη). Η απαγωγή αυτή έγινε με ένα φτερωτό άρμα, δώρο του θεού Ποσειδώνα. Ο πατέρας της Μάρπησσας, Εύηνος, τους κατεδίωξε, και μη μπορώντας να τους φθάσει, σκοτώθηκε. Ο Ίδας και η Μάρπησσα κατέφυγαν στη Μεσσήνη. Αλλά ο θεός Απόλλων, που είχε ερωτευθεί και αυτός τη Μάρπησσα, θέλησε να την πάρει από τον Ίδα. Ο ήρωας και ο θεός ήρθαν σε ρήξη, οπότε διαμεσολάβησε ο Δίας και ρώτησε την ίδια τη Μάρπησσα ποιον από τους δύο προτιμούσε. Η Μάρπησσα είπε ότι ήθελε τον Ίδα. Ο Ίδας έμεινε ονομαστός για τους αγώνες του εναντίον των εξαδέλφων του Διοσκούρων. Αρχικώς οι Διόσκουροι μαζί με τον Ίδα και τον Λυγκέα οργάνωσαν μια ζωοκλοπή στην Αρκαδία. Μετά την κλοπή, όρισαν τον Ίδα για να μοιράσει τη λεία. Τότε ο Ίδας έσφαξε ένα βόδι, το έκοψε στα 4 και πρότεινε εκείνος που θα το έτρωγε γρηγορότερα να πάρει τα μισά από όλα τα κλεμμένα βόδια, και όποιος τελείωνε δεύτερος να πάρει τα άλλα μισά. Χωρίς να χάσει καιρό, άρπαξε το κομμάτι του, το έφαγε, άρπαξε μετά και το τέταρτο του αδελφού του, το έφαγε και αυτό, και έτσι ιδιοποιήθηκε όλη τη λεία. Οι Διόσκουροι, δυσαρεστημένοι από τη συμπεριφορά του, δεν είπαν εκείνη την ώρα τίποτα και έφυγαν. Αργότερα όμως έκαναν επίθεση κατά της Μεσσηνίας και πήραν πίσω τη λεία μαζί με πολλά άλλα. Στη συνέχεια έστησαν ενέδρα και περίμεναν τον Ίδα και τον Λυγκέα. Αλλά ο Λυγκέας, που φημιζόταν για το οξύ του βλέμμα, είδε τον Κάστορα κρυμμένο στη σχισμάδα ενός δένδρου, το είπε στον Ίδα και εκείνος τον σκότωσε με τη λόγχη του. Επιτιθέμενος ταυτοχρόνως, ο Πολυδεύκης σκότωσε τον Λυγκέα. Ο Ίδας άρπαξε τότε μία μεγάλη πέτρα και πλάκωσε με αυτή τον Πολυδεύκη. Όμως ο Δίας, ως πατέρας των Διοσκούρων, κεραυνοβόλησε τον Ίδα και τον σκότωσε.
(12) Ο Μελέαγρος (~1230, <μέλω [= φροντίζω] + αγρός = αυτός που φροντίζει τα χωράφια, καλλιεργητής γης) ήταν γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέως και της Αλθαίας (κατά το μύθο μετά από ένωση με τον θεό Άρη), αδελφής της Λήδας. Στη γέννησή του παρουσιάστηκαν και οι τρεις μοίρες. Η Κλωθώ του ευχήθηκε να γίνει λεοντόκαρδος. Η Λάχεση έπλεξε ένα εγκώμιο για τον ήρωα που γεννήθηκε και η Άτροπος κοίταξε στη φωτιά ένα ξύλο που καιγόταν και ευχήθηκε να ζήσει τόσο όσο να καεί εντελώς το ξύλο. Η Αλθαία μόλις άκουσε την τελευταία ευχή, πετάχτηκε, άρπαξε το δαυλί, το έσβησε και το έκρυψε σε μέρος που μόνο αυτή ήξερε. Αναφέρεται ότι ο Μελέαγρος πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, κατά την οποία σκότωσε τον Αιήτη στην Κολχίδα, ενώ συμμετέσχε και στους ταφικούς αγώνες που έγιναν στη μνήμη του Πελία, τα «άθλα επί Πελία» και είναι ο κεντρικός ήρωας των διηγήσεων για τον Καλυδώνιο Κάπρο (βλέπε στην παράγραφο 3.5.2). Καταδίωξε το θηρίο μαζί με τους πιο ονομαστούς Έλληνες ήρωες της εποχής, ανάμεσα στους οποίους και η Αταλάντη, και πέτυχε τελικά να το σκοτώσει. Στη διάρκεια του κυνηγιού ο Μελέαγρος σκότωσε για χάρη της Αταλάντης: τους Κενταύρους Υλαίο και Ραίκο, επειδή προσπάθησαν να τη βιάσουν, και τους Ιφικλή και Ευρύπυλο επειδή την είχαν προσβάλει. Προέκυψε διχόνοια μεταξύ των Αιτωλών και των Κουρητών που είχαν πάρει μέρος στο κυνήγι για το ποιος θα κρατήσει το τομάρι και το κεφάλι του ζώου. Επακολούθησε μάχη και σε αυτή ο Μελέαγρος σκότωσε τους Τοξέα και Πλέξιππο, αδελφούς της μητέρας του, η οποία τότε τον καταράστηκε, επικαλούμενη εναντίον του την οργή των «χθονίων θεών». Ο Μελέαγρος, φοβούμενος το αποτέλεσμα της μητρικής κατάρας, αποσύρθηκε από τη μάχη και έτσι νίκησαν οι Κουρήτες που πολιόρκησαν τους Αιτωλούς στην Καλυδώνα, που τελικά την κυρίευσαν και την πυρπόλησαν, φτάνοντας μπροστά στο μέγαρο του Μελεάγρου. Τότε μόνο ο Μελέαγρος μεταπείσθηκε από τις ικεσίες της συζύγου του Κλεοπάτρας (κόρης του Ίδα), πήρε τα όπλα του και έσωσε την πόλη, αλλά σκοτώθηκε στο τέλος της μάχης. Η μητέρα του Αλθαία μετανόησε και αυτοκτόνησε, όπως και η σύζυγός του Κλεοπάτρα.
(13) Ο Ανδραίμων (~1210, <ανήρ [=άνδρας] + αίμα = αυτός που έχει αίμα άντρα, ανδρείος) με σύζυγο τη Γόργη, κόρη του Οινέως, που βασίλεψε μετά, ήταν πατέρας του ομηρικού ήρωα Θόαντα.
(14) Ο Τυδεύς (~1210, <τύπτω [=κτυπώ] >τύδω = ικανός στο να πλήττει) ήταν γιος του Οινέως, βασιλιά της Καλυδώνας, από το δεύτερο γάμο του, με την Περίβοια, κόρη του βασιλιά Ιππονόου. Εκδιώχθηκε από τον θείο του Άγριο, όταν αυτός σφετερίσθηκε το θρόνο από τον Οινέα και κατέφυγε στον βασιλιά του Άργους Άδραστο, γιατί, κατά μία εκδοχή, σκότωσε άθελά του στο κυνήγι τον θείο του Αλκάθοο. Στο Άργος ο Άδραστος άκουσε φασαρία στον προθάλαμο του ανακτόρου του και βγήκε ανήσυχος να δει τι συνέβαινε. Βρέθηκε μπροστά σε δύο άνδρες που μάλωναν για το ποιος θα ζητήσει πρώτος τη φιλοξενία του. Ο ένας ήταν ο Πολυνείκης και ο άλλος ο Τυδέας. Ο Άδραστος τους χώρισε και δέχθηκε να φιλοξενήσει και τους δύο στο παλάτι του. Ο Πολυνείκης είχε μια ασπίδα με παράσταση λιονταριού, ενώ ο Τυδέας ασπίδα με παράσταση αγριόχοιρου. Τότε ο Άδραστος θυμήθηκε πως κάποτε του είχε δοθεί ένας περίεργος χρησμός: να παντρέψει τις κόρες του με ένα λιοντάρι και με ένα αγριόχοιρο. Πάντρεψε λοιπόν τις δύο κόρες του, τη Δηιπύλη με τον Τυδέα και την Αργεία με τον Πολυνείκη, και έτσι ο Τυδέας έγινε πατέρας του Διομήδη. Κατά την εκστρατεία του Αδράστου εναντίον των Θηβών, ο Τυδέας διακρίθηκε για το θάρρος του ως ένας από τους «Επτά επί Θήβας», αλλά τελικά σε κάποια μάχη τραυματίσθηκε θανάσιμα από τον Θηβαίο Μελάνιππο. Ο Τυδέας χρεώνεται επίσης με τη δολοφονία της Ισμήνης.
(15) Ο Θόας (~1190, <θέω [=τρέχω, επιταχύνω] = γρήγορος, πάντοτε έτοιμος) ήταν γιος του Ανδραίμονος και της Γόργης, ανιψιός του Μελεάγρου από τη μητέρα του. Ως μνηστήρας της Ελένης πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας με 40 πλοία (Β 638) και ήταν από αυτούς που μπήκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο. Κατά τον Τρωικό Πόλεμο ο Θόας παραμόρφωσε το πρόσωπο του Οδυσσέα με χτυπήματα μαστιγίου, ώστε να μπορέσει ο πανούργος ήρωας να περάσει τις πύλες της Τροίας, χωρίς να τον αναγνωρίσουν, και να δει την Ελένη για να συνεννοηθεί μαζί της με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αλώσουν την πόλη. Μετά το τέλος του Τρωικού Πολέμου ο Θόας επέστρεψε στην Αιτωλία. Ο Απολλόδωρος γράφει ότι στην αυλή του κατέφυγε ο Οδυσσέας όταν τον κατεδίωξε ο Νεοπτόλεμος και εκεί απέκτησε με την κόρη του Θόαντα ένα γιο, τον Λεοντόφονο.
Στην Ακαρνανία (<α [επιτατικό] + κάρνος [=κριάρι {<κείρω=κουρεύω}] = χώρα με πολλά κριάρια) αναφέρονται οι εξής ηγεμόνες:
(1) Ο Αλκμέων (~1210, <άλκιμον [=αλκή, δύναμη] + έχω [>έχων>-έων] = δυνατός) ήταν γιος του μάντη Αμφιάραου και της Εριφύλης. Ο πατέρας του Αμφιάραος παρακινήθηκε από τον βασιλιά του Άργους Άδραστο, και, μετά από παραίνεση της συζύγου του Εριφύλης, πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Θήβας που είχε στόχο να εκδιώξει από το θρόνο της πόλης τον Ετεοκλή και να τον παραδώσει στον Πολυνείκη, όπου σκοτώθηκε. Όταν ενηλικιώθηκε, ο Αλκμέων πήρε μέρος, ως αρχηγός, στην εκστρατεία των Επιγόνων κατά της Θήβας. Αρχικά ήταν απρόθυμος να συμμετάσχει αλλά οι υπόλοιποι επίγονοι έλαβαν χρησμό πως στην εκστρατεία αυτή πρέπει να ηγηθεί ο Αλκμέων. Ο Θέρσανδρος τότε, που διεκδικούσε το θρόνο της Θήβας, δωροδόκησε την Εριφύλη δίνοντάς της το «πέπλο της Αρμονίας» και αυτή έπεισε και τον γιο της να συμμετάσχει στην εκστρατεία. Οι επίγονοι κατέλαβαν την Θήβα και ο Αλκμέων σκότωσε τον βασιλιά της πόλης, Λαοδάμαντα. Στην συνέχεια όμως, αποφάσισε να εκδικηθεί για τον πατέρα του και σκότωσε την μητέρα του, βοηθούμενος και από τον αδερφό του Αμφίλοχο. Μετά την μητροκτονία άρχισαν να τον κυνηγούν οι Ερινύες και καταδιωκόμενος κατέληξε στην Ψωφίδα της Αρκαδίας. Εκεί ο βασιλιάς της Ψωφίδας Φηγέας τον εξάγνισε και τον πάντρεψε με την κόρη του Αρσινόη. Ο Αλκμέων μετά το γάμο πρόσφερε στην Αρσινόη το περιδέραιο και το πέπλο της Αρμονίας που είχε πάρει από την μητέρα του. Το μαντείο των Δελφών όμως τον συμβούλεψε πως θα απαλλαγεί από τις Ερινύες μόνο αν καταφύγει σε μία χώρα, που δεν υπήρχε όταν έκανε το έγκλημα αλλά σχηματίστηκε μετά. Αναζητώντας αυτή την χώρα ο Αλκμέων κατέληξε στο Δέλτα του Αχελώου. Εν τω μεταξύ ο Αλκμέων είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Αμφίλοχο και την Τισιφόνη, από την Μαντώ, κόρη του Τειρεσία, που τα εμπιστεύτηκε στον Κρέοντα, βασιλιά της Κορίνθου, για να τα μεγαλώσει. Όταν η Τισιφόνη, μεγάλωσε αρκετά ήταν τόσο όμορφη που έκανε την γυναίκα του Κρέοντα να ζηλέψει, και φοβούμενη μήπως την ερωτευτεί ο άντρας της την πούλησε για σκλάβα. Ο αγοραστής της όμως ήταν ο ίδιος ο Αλκμέων, που επέστρεψε στην Κόρινθο για να πάρει τα παιδιά του. Στην συνέχεια μαζί με τον γιο του Αμφίλοχο πήγε στην Ακαρνανία, όπου για χάρη του βασιλιά της Αιτωλίας Οινέα, νίκησε τους Ακαρνάνες. Ο γιος του Αμφίλοχος ίδρυσε μία πόλη στην περιοχή που ονομάστηκε Αμφιλοχικό Άργος. Εκεί ο ποτάμιος θεός Αχελώος τον εξάγνισε για το έγκλημα και του έδωσε για γυναίκα του την κόρη του Καλλιρρόη. Η Καλλιρρόη θέλησε να αποκτήσει το πέπλο και το περιδέραιο της Αρμονίας που είχαν χρησιμοποιηθεί για την δωροδοκία της Εριφύλης. Αυτά όμως ο Αλκμέωνας τα είχε χαρίσει στην πρώτη του γυναίκα την Αρσινόη. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει στην Ψωφίδα και να τα πάρει. Με την δικαιολογία πως τα ήθελε για να τα εξαγνίσει τα απέσπασε από τον Φηγέα. Οι δύο γιοι του Φηγέα όμως, ο Πρόνοος και ο Αγήνωρ, ανακάλυψαν την αλήθεια και σκότωσαν τον Αλκμέωνα.
(16) Την εποχή του Τρωικού πολέμου βασιλιάς των Ακαρνάνων ήταν ο Ακαρνάν (~1190, <α [επιτατικό] + κάρνος [=κριάρι {<κείρω=κουρεύω}] = αυτός που έχει πολλά κριάρια) γιος του Αλκμέωνα, επώνυμος ήρωας των Ακαρνάνων.
Στην Ευρυτανία (<ευρύς + τανύω = μεγάλη έκταση γης) με κύρια έδρα την Οιχαλία (σημερινό Καρπενήσι) κατοικούσαν Ευρυτάνες, στην κεντρική και βόρεια περιοχή, Αγραίοι και Απέραντοι, στη βόρεια περιοχή και Οφιονείς και Αποδωτοί στην ανατολική περιοχή και μέρος της Αιτωλοακαρνανίας. Ο θεωρούμενος επώνυμος ήρωας Εύρυτος (~1250) του Μελανέως και της Στρατονίκης, βασιλιάς της Οιχαλίας στη Μεσσηνία, νομιζόταν ότι ήταν επίσης ιδρυτής της ομώνυμης πόλης στα μέρη εκείνα (για τον Εύρυτο βλ. στην παράγραφο 3.3.1.ε).
3.2.3. Θεσσαλία
α. Περραιβοί και Λαπίθες
Στη βορειοανατολική πεδινή Θεσσαλία (<θέσις + αλία = περιοχή με νερά ποταμών, λιμνών, θαλασσών), στις πόλεις Κύφος, Ουλουσώνα (Ελασσόνα), Φάλαννα, Γόννοι, Γυρτώνη, Άτγισσα, Όρθη, και Ηλιώνη κατοικούσαν αρχικά οι πελασγικής καταγωγής Περραιβοί, που συγχωνεύτηκαν αργότερα με τους νεοφερμένους Αιολείς Λαπίθες. Βασιλείς τους ήταν οι εξής:
(1) Ο Πηνειός (~1420, <πιερείη, πίειρα [= παχιά, ει>ι {<πίαρ, όπιον, οπίας, οπίζω = πάχος}] >πηρείη > πηλείη (λ>ν) >πηνείη = εύφορη χώρα) ήταν βασιλιάς ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος (δηλαδή αδελφός των Ωκεανίδων), όπως όλοι οι ποταμοί κατά την ιδεοανθρωπόμορφη αντίληψη της εποχής εκείνης. Από την νύμφη Κρέουσα (πηγή, κατά τον αποσυμβολισμό του μύθου), κόρη του Ουρανού και της Γης, απέκτησε ένα γιό (παραπόταμο), τον Υψέα, βασιλιά των Λαπιθών, (που υδροδοτούσε την περιοχή των Λαπιθών), και μία κόρη (πηγή από τα νερά του), την Στίλβη, μητέρα του Λαπίθου και του Κενταύρου. Ήταν επίσης πατέρας της νύμφης Δάφνης, την οποία αργότερα κυνήγησε ο θεός Απόλλωνας και όταν την έφθασε αυτή μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο φυτό. Κατά τον Παυσανία γιος του Πηνειού ήταν και ο Ανδρεύς ο οποίος ερχόμενος από τη Θεσσαλία στον Ορχομενό της Βοιωτίας ονόμασε την γύρω χώρα "Ανδρηΐδα γην".
(2) Ο Υψεύς (~1400, <ύψος + έχω [>εχεύς >-ευς] = υψηλά ιστάμενος) ήταν γιος του ποτάμιου θεού Πηνειού και της νύμφης Κρέουσας, κόρης της Γαίας. Αδελφή του ήταν η Στίλβη που ζευγάρωσε με τον θεό Απόλλωνα και γέννησε δύο γιους: τον Λαπίθη και τον Κένταυρο.
(3) Ο Λαπίθης (~1370), ήταν επώνυμος ήρωας, γενάρχης και πρώτος μυθικός βασιλιάς των Λαπίθων, αρχαίου ελληνικού φύλου της Θεσσαλίας. Ήταν γιος της Στίλβης και του Απόλλωνα, ανιψιός του Υψέα, εγγονός του θεού- ποταμού Πηνειού, και της νύμφης Κρέουσας και αδελφός του ήταν ο Κένταυρος. Από την σύζυγό του Ορσινόμη ήταν πατέρας της Διομήδης συζύγου του βασιλιά της Σπάρτης Αμύκλα, καθώς και του Φόρβαντα, πατέρα των Αυγεία και Άκτορα, που βασίλεψαν στην Ήλιδα.
(4) Ο Φόρβας (~1300, <φέρβω < φέρω[>φορέω, φορώ] + βέομαι [=βόσκω, τρέφομαι, σώζω] = αυτός που φέρνει σωτηρία, σωτήριος) ήταν Θεσσαλός, γιος του Λαπίθη και της Ορσινόμης και αδελφός του Περίφαντα. Εγκαταστάθηκε στην Αχαϊκή πόλη Ώλενο, όπου, νυμφεύτηκε την Υρμίνη και έγινε πατέρας της Διογένειας που παντρεύτηκε τον Αλέκτορα, βασιλιά του Άργους, και δύο γιων, του Αυγεία και του Άκτορα, που βασίλεψαν στην Ήλιδα.
(5) Ο Ιξίων (~1250, <ιξύς [=ισχυρός] + ίω [=πηγαίνω] = αυτός που πορεύεται με δύναμη) ήταν ένας από τους Λαπίθες, βασιλιάς της Θεσσαλίας γιος του Φλεγύα. Γιος του ήταν ο Πειρίθους. Έλαβε ως σύζυγο τη Δία, θυγατέρα του Δηίονα, γιού του Αιόλου, βασιλιά της Φωκίδας. Υποσχέθηκε στον πεθερό του ένα πολύτιμο δώρο, αθέτησε όμως την υπόσχεσή του. Ο Δηίων σε αντίποινα έκλεψε μερικά από τα άλογα του Ιξίονα, που απέκρυψε την οργή του και προσκάλεσε τον πεθερό του σε εορταστικό γεύμα στη Λάρισα. Μόλις έφτασε ο Δηίων, ο Ιξίωνας τον δολοφόνησε, σπρώχνοντάς τον στην πυρά. Με τη φρικτή αυτή πράξη, ο Ιξίωνας παραβίασε τον ιερό για τους Έλληνες νόμο της φιλοξενίας, προστάτης του οποίου ήταν ο Ξένιος Ζεύς. Οι γειτονικοί άρχοντες, προσβεβλημένοι, αρνήθηκαν να του προσφέρουν άσυλο ή να εκτελέσουν τα τελετουργικά που θα του επέτρεπαν να αποκαθαρθεί από την ενοχή του. Έκτοτε, ο Ιξίωνας κηρύχθηκε εκτός νόμου, έζησε ως απόβλητος και τον απέφευγαν όλοι. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στην Ελληνική μυθολογία που σκότωσε συγγενή του. Η τιμωρία του γι’ αυτό ήταν τρομερή: Κάποτε, ο Ιξίωνας, για να ξεφύγει από τους διώκτες του, κατέφυγε ικέτης σε ναό του Δία. Εκείνος συμπόνεσε τον Ιξίωνα, τον συγχώρεσε και μάλιστα τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον κάθισε στο τραπέζι των θεών. Δείχνοντας αγνωμοσύνη, ο Ιξίωνας πόθησε τη θεά Ήρα, σύζυγο του Δία. Ο Δίας το αντιλήφθηκε και, για να δει μέχρι πού έφτανε η αγνωμοσύνη του Ιξίωνα, έδωσε τη μορφή της Ήρας στην Νεφέλη (σύννεφο - θεότητα) και ξεγέλασε τον Ιξίωνα ώστε να ζευγαρώσει μαζί της. Από την ένωση αυτή προήλθε το γένος των Κενταύρων (εξ ου και η ονομασία Ιξιονίδες). Ο Ιξίωνας τότε κεραυνοβολήθηκε και αποβλήθηκε από τον Όλυμπο. Ο Δίας διέταξε τον Ερμή να δέσει τον Ιξίωνα με φίδια σ' έναν φλεγόμενο τροχό. Έτσι δεμένος, ο Ιξίωνας περιφέρεται αιώνια στα Τάρταρα. Ο μύθος του Ιξίωνα μνημονεύεται από τον Διόδωρο, τον Πίνδαρο, τον Βιργίλιο (Γεωργικά, 4 και Αινειάδα, 6), καθώς και από τον Οβίδιο στις Μεταμορφώσεις, 12.
(6) Ο Μόψος (~1230) ήταν επώνυμος ήρωας του Μοψίου, μικρής αρχαίας πόλης στους δυτικούς πρόποδες της Όσσας. Γεννήθηκε στην Τιταρησσό (μετέπειτα Εύρωπος και σήμερα Σαραντάπορος) της Θεσσαλίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν επίσης Τιταρήσιος ή Τιταιρώνειος. Αναφέρεται ως γιος του Αμπύκου ή Άμπυγα και της Χλωρίδας. Στα «άθλα επί Πελία» που εικονίζονται στη Λάρνακα του Κυψέλου, παριστάνεται δίπλα στον Άδμητο ως πυγμάχος. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, αρχικά ο Μόψος ήταν βασιλιάς της Θράκης που σκότωσε την Αμαζόνα βασίλισσα Μυρίνη σε μονομαχία, σταματώντας με αυτόν τον τρόπο αλλά και με την βοήθεια του Σκύθη Σίπυλου, την εισβολή των Αμαζόνων. Έλαβε μέρος στη Μάχη Λαπίθων και Κενταύρων, ενώ σύμφωνα με τον Οβίδιο έλαβε μέρος και στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου. Μνημονεύεται επίσης, όπως και ο Ίδμων, ως μάντης των Αργοναυτών. Στην Αργοναυτική Εκστρατεία καθόρισε στους Αργοναύτες τη στιγμή κατά την οποία τα «σημάδια» ήταν ευνοϊκά για να επιβιβασθούν στο πλοίο για το μεγάλο ταξίδι τους. Ο ίδιος εξάγνισε τους Αργοναύτες μετά το φόνο του βασιλιά Κυζίκου. Ο Μόψος εξάλλου συνόδευσε τον Ιάσονα στο ναό της Εκάτης. Κατά την επιστροφή των Αργοναυτών όμως τον κυνήγησαν με μανία η Γοργόνα και η Μέδουσα. Για να ξεφύγει, κατέφυγε στην έρημο της Λιβύης, αλλά εκεί τον δάγκωσε μια οχιά που βγήκε από μια σταγόνα αίματος της Μέδουσας που έπεσε στη γη. Η Μήδεια έκανε μάγια, αλλά δεν κατάφερε να τον σώσει, και έτσι πέθανε από το δάγκωμα του φιδιού. Οι Αργοναύτες τον ενταφίασαν σε έναν μνημείο στην άκρη της θάλασσας, όπου αργότερα χτίστηκε ναός. Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αποδίδουν στον Μόψο σημαντικό ρόλο κατά την ίδρυση αποικίας στην Παμφυλία, γεγονός που επιβεβαιώνεται από μια επιγραφή των Χετταίων που βρέθηκε στη θέση όπου παλιά ήταν η Χαττούσα, πρωτεύουσα των Χετταίων.
(7) Ο Πειρίθους (ή Περίθοος, ~1210, <περί [=πολύ] + θέω [=τρέχω] = γρήγορος ) ήταν γιος της Δίας, κόρης του βασιλιά της Φωκίδας Δηίονα και του Ιξίονα και στενός φίλος του Θησέα, με τον οποίο συναντήθηκαν όταν ο Πειρίθους παρέσυρε το κοπάδι του Θησέα μακριά από το Μαραθώνα και ο Θησέας άρχισε να τον κυνηγάει. Τότε οι δυο ήρωες συναντήθηκαν και εντυπωσιάστηκαν τόσο από τη δύναμη του καθενός που ορκίστηκαν δεσμούς φιλίας. Πήραν μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Αργότερα, ο Πειρίθους παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια. Οι Κένταυροι ήταν καλεσμένοι στη γιορτή, αλλά μέθυσαν και προσπάθησαν να απαγάγουν τις γυναίκες. Οι Λαπίθες κέρδισαν τη μάχη που ακολούθησε. Αργότερα, ο Θησέας και ο Πειρίθους έβαλαν σκοπό να νυμφευτούν κόρες του Δία. Ο Θησέας διάλεξε την Ελένη και μαζί την απήγαγαν όταν εκείνη ήταν 13 ετών, αποφασίζοντας να την κρατήσουν μέχρι να φτάσει σε ηλικία γάμου. Ο Πειρίθους διάλεξε την Περσεφόνη. Άφησαν την Ελένη με την Αίθρα, τη μητέρα του Θησέα, και ταξίδεψαν στον Άδη, βασίλειο του Πλούτωνα και της Περσεφόνης. Ο Πλούτωνας προσποιήθηκε ότι τους καλοδέχτηκε, αλλά όταν κάθισαν στις θέσεις τους, ξεπήδησαν φίδια που τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια και τα χέρια τους και τους κρατούσαν δέσμιους. Ο Ηρακλής κατάφερε να ελευθερώσει το Θησέα, αλλά η γη άρχισε να τρέμει όταν προσπάθησε να ελευθερώσει τον Πειρίθου. Έτσι ο Πειρίθους έμεινε στον Άδη δέσμιος για πάντα.
(8) Ο Κόρωνος (~1220, <κορωνιάω [=κορδώνομαι, καμαρώνω] = εξέχων, κορυφαίος) ήταν βασιλιάς των Λαπιθών, γιος του άτρωτου Καινέως (γιου του Έλατου) και πατέρας του Λεοντέως (κατά την Ιλιάδα Α 262-268). Ο Κόρωνος πολέμησε τους Δωριείς που κατοικούσαν στην Εστιαιώτιδα και τελικά τον σκότωσε ο Ηρακλής.
(9) Ο Λεοντεύς (~1190, <λέων = δυνατός σαν λιοντάρι) ήταν Λαπίθης μνηστήρας της Ωραίας Ελένης, γιος του Κορώνου. Πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας επικεφαλής 40 πλοίων και σκότωσε αρκετούς Τρώες, όπως τους Ιππόμαχο, Αντιφάτη, Μένωνα, Ιαμενό και Ορέστη. Στους αγώνες που έγιναν στη μνήμη του Πατρόκλου (τα «άθλα επί Πατρόκλω»), ο Λεοντέας αγωνίσθηκε στη δισκοβολία (από τα συμφραζόμενα συνάγεται ότι ήρθε τρίτος). Ο Λεοντέας αναφέρεται σε τρεις διαφορετικές ραψωδίες της Ιλιάδας (Β 745, Μ 130, 188, Ψ 837, 841), όπου χαρακτηρίζεται «ανδρείος», «όμοιος του ανθρωποφόνου Άρη», «καλός βλαστός του Άρη» με «αδάμαστη δύναμη».
(10) Ο Πολυποίτης (~1190, <πολύ + ποιώ = πολυπράγμων) ήταν γιος του Πειρίθου και της Ιπποδάμειας, ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, όπως και ο φίλος του ο Λεοντεύς. Ο Πολυποίτης πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, στον οποίο εκστράτευσε επικεφαλής 40 πλοίων με άνδρες από την Άργισσα, τη Γυρτώνη, την Όρθη και άλλες δύο θεσσαλικές πόλεις των οποίων ηγεμόνευε. Στον πόλεμο διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Λέγεται ότι ήταν ένας από τους άνδρες που μπήκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο και μετά την άλωση της Τροίας ακολούθησε τον Κάλχαντα, και εγκαταστάθηκε στην Παμφυλία όπου ίδρυσε την πόλη `Ασπενδο. Ο Πολυποίτης αναφέρεται σε τρεις ραψωδίες της Ιλιάδας (Β 740, Μ 129 κ.ε., Ψ 836) και μνημονεύεται η παρουσία του στους επικήδειους αγώνες του Πατρόκλου.
(10) Ο Γουνεύς (~1190) από την θεσσαλική πόλη Γόννοι, στην οποία οφείλει και το όνομά του, μετείχε επίσης στον Τρωικό Πόλεμο επικεφαλής 22 πλοίων.
β. Λάρισα
Στην Λάρισα (<λάας [=λίθος, τόπος] + άρσις = τοποθεσία που βρίσκεται ψηλά, ύψωμα), που περιλάμβανε και τη Σκοτούσα, κατοικούσαν Λέλεγες, Αχαιοί και Αιολείς των οποίων βασιλείς ήταν: (1) Ο Τρίοπας ο Θεσσαλός (~1450, <τρις [=τρεις φορές] + ωψ, ωπός <ωπάζομαι [=βλέπω] = τριόφθαλμος, ικανός να βλέπει από παντού) ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Κανάκης (κόρης του Αιόλου). Κατέστρεψε το ναό της Δήμητρας, προκειμένου να αποκτήσει τα υλικά για τη στέγη του σπιτιού του και τιμωρήθηκε με ακόρεστη πείνα, καθώς και από ένα φίδι που τον δηλητηρίαζε. Τελικά η Δήμητρα τον τοποθέτησε μαζί με το φίδι ανάμεσα στα αστέρια στον αστερισμό Οφιούχος για να θυμίζει το έγκλημα και την τιμωρία του. Μια πόλη στην Καρία ονομάστηκε Τριόπιον παίρνοντας το όνομά του.
(2) Ο Πελασγός ο Θεσσαλός (~1420, <πελάζω <πέλας+άγω [=πλησιάζω] = πλησίον, ο πλησίον λαός, ο γείτονας) ήταν γιος του Θεσσαλού Τρίοπα και πατέρας της νύμφης Λάρισας. Θεωρείται μυθικός γενάρχης των Πελασγών της Θεσσαλίας.
(3) Ο Αίμων (~1380, <<δαίμων [το δ λόγω δασείας > δαήμων] = επιτήδειος, έμπειρος) ήταν γιος του Πελασγού και τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Λάρισας.
(4) Ο Αίατος (~1350, <αί, α [επιφώνημα θαυμασμού ή αγανακτήσεως] + ίτω [προστακτ. του είμι =έρχομαι] = αυτός που προχωράει αγανακτισμένος) ήταν γιος του Φειδίππου και καταγόταν από την Εφύρα της Θεσπρωτίας. Ήταν Βασιλιάς των προϊστορικών Θεσσαλών, που τότε λέγονταν Εφυραίοι και ως επιδρομείς της ανατολικής πλευράς του Αχελώου εξεδίωξαν τους γηγενείς κατοίκους που λέγονταν τότε Βοιωτοί τους οποίους και απώθησαν νοτιότερα στη σημερινή περιοχή της Βοιωτίας. Ο Αίατος σύμφωνα με τις μυθολογικές παραδόσεις της Θεσσαλίας είχε λάβει χρησμό ότι στη νέα υπό κατάληψη χώρα θα γίνει βασιλιάς εκείνος που θα διασχίσει τον Αχελώο και θα πατήσει πρώτος την αντίπερα όχθη. Τότε κατά το στάδιο των επιδρομικών επιχειρήσεων η αδελφή του Αιάτου, η Πολύκλεια, (πολύ+κλέος), προσποιούμενη ότι διερχόμενη τον Άρνη όπου υπέστησαν ήττα οι Βοιωτοί, είχε υποστεί εξάρθρωση του ποδιού της, παρακάλεσε τον αδελφό της να την μεταφέρει στους ώμους του, διερχόμενος τον Αχελώο. Έτσι μεταφέροντάς την, ο Αίατος, και πριν προλάβει να πατήσει στην αντίπερα όχθη, πετάχτηκε η Πολύκλεια και πάτησε πρώτη στην όχθη. Στράφηκε τότε στον έκπληκτο αδελφό της και του υπενθύμισε το χρησμό, αξιώνοντας την βασιλεία της χώρας. Κατά την παράδοση ο Αίατος αντί να εξοργισθεί από την απάτη της αδελφής του, αντίθετα θαύμασε την εξυπνάδα της με αποτέλεσμα να τη λάβει σύζυγό του και να την αναγνωρίσει συνάρχουσα (συμβασίλισσα). Γιος του Αιάτου και της Πολύκλειας ήταν ο Θεσσαλός, από το όνομα του οποίου ονομάσθηκε όλη η περιοχή.
(5) Ο Θεσσαλός (~1330), επώνυμος ήρωας της Θεσσαλίας, ήταν γιος του Αίατου (κατά μία εκδοχή ήταν γιος του προαναφερόμενου Αίμονα, γιου του Πελασγού) και η καταγωγή του ήταν από την Εφύρα της Θεσπρωτίας, αλλά επειδή, μαζί με τον πατέρα του, κατέκτησε τη Θεσσαλία, έδωσε στην περιοχή αυτή το όνομά του.
(6) Ο Αλεύας ο Πυρρός (~1300) ήταν γιος του Θεσσαλού, βασίλεψε στη Λάρισα μετά από αυτόν και έγινε γενάρχης του βασιλικού γένους των Αλευάδων που ήταν ηγεμόνες της Λάρισας επί πολλούς αιώνες μετά από αυτόν.
(7) Ο Έλατος ο Λαπίθης (~1250, <ελάω, ελαύνω [=προχωρώ] = αυτός που ανέβηκε ψηλά) ήταν ηγεμόνας των Λαπιθών που κατοικούσε στη Λάρισα της Θεσσαλίας. Πήρε ως σύζυγό του την Ιππεία (ή Ίππη) και έγινε πατέρας του Καινέως, του Αργοναύτη Πολυφήμου, του Αμφύκου και του `Ισχυος.
(8) Ο Πολύφημος (~1220) ήταν Λαρισαίος ήρωας, γιος του Λαπίθη Ελάτου και της `Ιππης, αδελφός του Καινέως και είχε σύζυγο τη Λαονόμη, αδελφή του Ηρακλή. Συμμετέσχε στη μάχη των Λαπιθών κατά των Κενταύρων, αλλά και στην Αργοναυτική Εκστρατεία, μετά την οποία εγκαταστάθηκε στη Μαγνησία ή στη Μυσία της Μικράς Ασίας, όπου ίδρυσε την πόλη Κίο και σε αυτή βασίλευσε. Σκοτώθηκε σε μάχη με τους Χάλυβες. Ο Πολύφημος ο Λαπίθης αναφέρεται στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας (Α 264), όπου ο Νέστωρ τον συγκαταλέγει μεταξύ των μελών μιας νεότερης γενεάς ηρώων της νιότης του.
γ. Μελίβοια και Φθία
Στην Μελίβοια (<μέλος [<μέρος] + βους = περιοχή με βόδια), σημερινή Αγιά Λάρισας, με σύνθεση πληθυσμού όμοια με της Λάρισας (Λέλεγες, Αχαιοί και Αιολείς) και στην ευρύτερη περιοχή της βασίλευσαν οι εξής:
(1) Ο Βοιωτός (~1380, <βοΐδιον + ουδαίος [=χθόνιος] = αυτός που διαθέτει γη για βόσκηση βοδιών) «επώνυμος ήρωας» της Βοιωτίας, ήταν γιος της Άρνης, κόρης του γενάρχη Αιόλου (γιου του Έλληνα), από άγνωστο πατέρα (κατά το μύθο από ένωση με τον Ποσειδώνα). Μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Αίολο τον νεότερο, γεννήθηκε στο Μεταπόντιο της Ιταλίας, γιατί ο πατέρας της Άρνης παρέδωσε έγκυο τη μητέρα τους σε κάποιον από το Μεταπόντιο, που τη μετέφερε εκεί. Ο Αίολος και ο Βοιωτός, όταν ενηλικιώθηκαν κατέληξαν να καταλάβουν την εξουσία στην πόλη. Στο μεταξύ όμως σκότωσαν την Αυτολύτη, σύζυγο του θετού τους πατέρα, επειδή φιλονίκησε με την Άρνη, και ύστερα από αυτό αναγκάσθηκαν να φύγουν από την Ιταλία. Ο Βοιωτός πήγε κοντά στον παππού του Αίολο, υιοθετήθηκε από αυτόν και έγινε βασιλιάς της Αιολίδας, την οποία μετονόμασε σε Άρνη και τους κατοίκους της σε «Βοιωτούς». Όταν αργότερα έφτασαν εκεί οι Εφυραίοι Θεσσαλοί από τη Θεσπρωτία, με ηγέτη τον Αίατο (~1350), οι Βοιωτοί πιεζόμενοι μετοίκησαν στη σημερινή Βοιωτία.
(2) Ο Θαυμάκος (~1250, <θαύμα + κοέω [=ακούω, κατανοώ] = αυτός που μπορεί να εξηγεί τα θαύματα) ήταν επώνυμος ήρωας της Δομοκού,
(3) Ο Ποίας (~1230, <ποιώ = ικανός να κατασκευάζει πράγματα) ήταν Αργοναύτης, γιος του Θαυμάκου, σύζυγος της Μεθώνης και πατέρας του Φιλοκτήτη (όπως αναφέρεται από τον Νέστορα στην «Οδύσσεια»). Ο Ποίας πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία και σκότωσε τον γιγαντιαίο Τάλω. Παραδίδεται ότι ο Ποίας έτυχε να περνά από την Οίτη (στη σημερινή κορυφή Πυρά της Οίτης.), όταν ο Ηρακλής ζήτησε από το γιο του Ύλλο να ανάψει την πυρά για να τον κάψει, αλλά εκείνος δίσταζε. Από τους παρευρισκόμενους μόνο ο Ποίας πήρε την πρωτοβουλία και έτσι ο ήρωας, για να τον ευχαριστήσει, του χάρισε το τόξο και τα δηλητηριασμένα βέλη του, τα οποία στη συνέχεια κληρονόμησε ο γιος του Φιλοκτήτης.
(4) Ο Φιλοκτήτης (~1200, <φιλώ [=αγαπώ] + κτάομαι [=αποκτώ >κτήσις, κτήτωρ] = αυτός που επιθυμεί να κατακτά), γιος του Ποίαντα και της Μεθώνης, συμμετείχε στην εκστρατεία του Τρωικού Πολέμου, ως εκπρόσωπος των Θεσσαλών της Μελίβοιας, με επτά πάνοπλα πλοία, αλλά κατά την παραμονή του στην Τένεδο μαζί με τον υπόλοιπο αχαϊκό στόλο, τον δάγκωσε ένα φίδι και η πληγή που προκλήθηκε του δημιούργησε εκτεταμένη μόλυνση. Οι Έλληνες, με πρόταση του Οδυσσέα, τον εγκατέλειψαν στην Λήμνο, όπου κατοικούσαν Μινύες και εκεί παρέμεινε δέκα χρόνια. Κατά το πέρας του δέκατου έτους, ένας χρησμός ανέφερε ότι η Τροία θα πέσει μόνο με το τόξο του Ηρακλή, το οποίο ήταν στην κατοχή του Φιλοκτήτη. Για το σκοπό αυτό ο Οδυσσέας και ο Διομήδης τον έφεραν στην Τρωάδα, αφού η πληγή του είχε στο μεταξύ επουλωθεί. Κατά τις επόμενες συμπλοκές ο Φιλοκτήτης χρησιμοποιώντας το τόξο αυτό σκότωσε τον Πάρη. Μετά το τέλος του πολέμου, ο Φιλοκτήτης μετανάστευσε στην Σικελία, όπου ίδρυσε μια σειρά από πόλεις μεταξύ Κρότωνα και Θουρίων. Μετά από πολεμικές αναμετρήσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς ίδρυσε το ιερό του Απόλλωνα όπου αφιέρωσε το τόξο του Ηρακλή.
Στη νοτιοανατολική Θεσσαλία, που έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, διότι περιλαμβάνει και τα μέρη περί το Σέσκλο και Διμήνι, όπου αναπτύχθηκαν οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα, κατά τους μύθους, θεωρείται τόπος καταγωγής των πρώτων γεναρχών όλων των Ελλήνων, στην περιοχή των Φαρσάλων που λεγόταν Φθία (<φθίω, φθίνω, φθινάω [<φθείρω, ει>ι, με αποβολή του ρ] = ελαττώνομαι, παρέρχομαι, χάνομαι, μαραίνομαι) και κάλυπτε και μέρος της σημερινής ανατολικής - βορειοανατολικής Φθιώτιδας, κατοικούσαν οι αιολικής καταγωγής Μυρμηδόνες (<μυριάδες + μέδω [= συμβουλεύω, φροντίζω, κυβερνώ] = οι κυρίαρχοι πολλών ανθρώπων) με μακρά σειρά ένδοξων βασιλέων και μεγάλων γεναρχών ως εξής:
(1) Ο Ιαπετός (με χρονολόγηση καά τους μύθους ~1600, βάσει όμως προϊστορικώνενδείξεων ίσως περί το 7640 π.Χ. <ιάπτω = πέμπω, ρίπτω, βλάπτω {ι>βλ}, ορμώ [<είμι-ίω {=έρχομαι} + άπτω {=εγγίζω, ανάβω}, διότι έπεμψε σε πολλά μέρη απογόνους) ήταν γιος του Ουρανού και της Γαίας και σύζυγος της Κλυμένης, κόρης του Ωκεανού ή της Ασίας ή της Αίθρας ή της Θέμιδας η οποία και αναφέρεται ως μητέρα του Προμηθέα. Γιοι του υπήρξαν ο Προμηθέας, ο Άτλαντας, ο Επιμηθέας, ο Μενοίτιος (ο πρεσβύτερος) και άλλοι ακόμη “Ιαπετίδες”. Απ’ αυτούς ο Άτλας βάσταγε στους ώμους του τον Ουράνιο θόλο, ενώ ο δαιμόνιος Προμηθεύς ήταν ο μόνος Ιαπετίδης που δεν πολέμησε στο πλευρό των Τιτάνων κατά την τιτανομαχία. Τον Ιαπετό αναφέρουν ο Όμηρος και ο Ησίοδος ως κυβερνήτη των Τιτάνων και του κόσμου πριν την επικράτηση του Δία, ενώ σε ορισμένες περιοχές τον αναγνώριζαν ως «δημιουργό» των ανθρώπων, ακόμη και μετά την επικράτηση του Δία όπως στη Κνωσό, στην Αρκαδία και την Κιλικία. Ιδιαίτερα ως σύζυγος της Ασίας νομιζόταν γενάρχης των λαών της Ευρώπης και της Βορειοδυτικής Ασίας, των οποίων η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει αρχηγό τον Ιάφεθ, γιο του Νώε (του οποίου το όνομα είναι παραφθορά του «Ιαπετός»). Από τον Ιαπετό προέκυψαν οι θεωρίες για την «Ιαπετική ομοφυλία» των Ινδοευρωπαίων (σε αντιδιαστολή με την Σημιτική και Χαμιτική) και για την «ιαπετική γλώσσα». Ο Δίας μετά τη νίκη του, κατακρήμνισε τον Ιαπετό, στα σκοτεινά τάρταρα μαζί με τους υπόλοιπούς Τιτάνες.
(2) Ο Προμηθεύς (~1565, <προ + μηδέω [=φροντίζω, σκέπτομαι] = προνοητικός, συνετός [>προμήθεια]) ήταν γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας ή Θέμιδας ή Αίθρας ή Κλυμένης. Αδέλφια του ήταν οι Ιαπετίδες Επιμηθέας, Άτλας και Μενοίτιος και σύζυγός του η Αγχιάλη. Κατά τη διάρκεια της Τιτανομαχίας ο Προμηθέας τάχθηκε υπέρ του Δία και γι' αυτό δεν τιμωρήθηκε όπως οι άλλοι Τιτάνες. Η συμβολή του στην ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους ήταν πολύ σημαντική. Με την αρωγή της θεάς Αθηνάς, δημιούργησε τον πρώτο άνθρωπο (Χρυσό Γένος) από πηλό και φωτιά (κατά άλλους με νερό που του έδωσε ο ήρωας Πανοπέας της Φωκίδας) και με μορφή όμοια με αυτή των θεών. Αυτό έγινε μετά την Τιτανομαχία. Τα ζώα δημιουργήθηκαν την ίδια περίοδο (μετά την Τιτανομαχία), αλλά από μίξη υλικών της Γης και της φωτιάς. Η δημιουργία των όντων και του ανθρώπου έγινε μέσα στη γη. Όταν κλήθηκαν όλα τα όντα της Γης να βγουν στο φως, ανατέθηκε στον Προμηθέα και στον Επιμηθέα να δώσουν στο κάθε ον τα χαρακτηριστικά που έπρεπε να έχει. Ο Επιμηθέας έπεισε τον αδελφό του να του επιτρέψει να αναλάβει μόνος αυτή τη δουλειά. Έτσι ο Επιμηθέας ονομάτισε και απέδωσε στο κάθε ον τα χαρακτηριστικά που ήθελε ο ίδιος, με τρόπο ώστε να μην μπορούν να αλληλοκαταστραφούν. Όταν έφτασε η ώρα του Ανθρώπου, δεν είχε να του δώσει παρά λίγες τρίχες και νύχια ευπαθή και ανίσχυρα. Από αυτό το λάθος ο Προμηθέας ανέλαβε την προστασία του Ανθρώπου. Βλέποντας την κατάντια του ανθρώπινου γένους και την αδυναμία του απέναντι στη φύση, ο Προμηθέας αποφάσισε να του χαρίσει τη φωτιά. Έτσι, επισκεπτόμενος το εργαστήρι του Ήφαιστου, τοποθέτησε τη φωτιά σε ένα κούφιο βλαστό νάρθηκα και την έδωσε κρυφά στους ανθρώπους. Ως τόπος παράδοσης της φωτιάς αναφέρεται η πόλη Σικυώνα της Πελοποννήσου. Ο Προμηθέας έμαθε τους ανθρώπους να χειρίζονται τη φωτιά, να δημιουργούν εργαλεία και τους έμαθε τις Επιστήμες (που έκλεψε από την Αθηνά) και τα Γράμματα. Για να γλυτώσει τους ανθρώπους από το μένος των θεών, τους έμαθε να τους λατρεύουν και να τους κάνουν θυσίες.
Όταν οι άνθρωποι έμαθαν να κάνουν θυσίες στους θεούς τέθηκε θέμα για το ποια κομμάτια του θυσιαζόμενου ζώου θα άνηκαν στους θεούς και ποια στους θνητούς. Τότε ο Δίας συμφώνησε με τον Προμηθέα να δώσει το λόγο του πως όποιο μερίδιο διαλέξει, αυτό θα παίρνουν οι θεοί και το άλλο οι άνθρωποι. Έτσι, κατά μια μαρτυρία στη Σικυώνα, κατέβηκε ο Δίας να κάνει το ξεδιάλεγμα. Όμως ο Προμηθέας έντεχνα στο ένα μερίδιο έβαλε κόκκαλα και τα σκέπασε με λαχταριστό λίπος και στο άλλο κρέας που το σκέπασε με δέρμα. Ο Δίας επέλεξε αυτό με το λίπος και όταν έμαθε την απάτη ήταν πλέον αργά, αφού είχε δώσει το λόγο του. Οργισμένος ο Δίας ζήτησε από τον Ήφαιστο να του φτιάξει μια Γυναίκα. Έτσι δημιουργήθηκε η Πανδώρα, από ξηρά και θάλασσα. Ονομάστηκε έτσι επειδή έλαβε πολλά χαρίσματα και δώρα από τους θεούς. Μαζί με αυτά παρέλαβε και ένα κουτί. Τέλος ο Ερμής την οδήγησε στον Επιμηθέα και εκείνος, παρά την συμβουλή του αδελφού του να μην δεχτεί δώρο από τον Δία, την έκανε γυναίκα του. Από το κουτί της Πανδώρας ξεχύθηκαν τα δεινά των ανθρώπων, ο θάνατος, αλλά και η ελπίδα. Όμως ο Προμηθέας τους έμαθε την Ιατρική και τα βότανα.
Ο Δίας θέλοντας να τιμωρήσει τους ανθρώπους, που έγιναν κακοί και άδικοι, και τον Προμηθέα, βρήκε ευκαιρία να προκαλέσει κατακλυσμό. Η αιτία ήταν οι γιοί του Λυκάονα, απόγονοι του Πελασγού, οι οποίοι του πρόσφεραν ως φίλεμα μια σούπα φτιαγμένη από τα μέλη του σκοτωμένου αδελφού τους, του Νύκτιμου. Εξοργισμένος τους μετάτρεψε σε λύκους και ανάστησε τον Νύκτιμο. Τότε αποφάσισε να εξαφανίσει την ανθρωπότητα (Χάλκινο Γένος). Ο Προμηθέας ενημέρωσε τον γιο του, Δευκαλίωνα, βασιλιά της Φθίας, για τις βουλές του Δία και τον προέτρεψε να φτιάξει μια κιβωτό (λάρνακα), να την γεμίσει με εφόδια και ζώα και να μείνει μέσα μαζί με την γυναίκα του Πύρρα, κόρη του Επιμηθέα. Πράγματι όταν έγινε ο Κατακλυσμός, σώθηκε ο Δευκαλίωνας με την Πύρρα που δημιούργησαν το Γένος των Ηρώων (Τέταρτο Γένος) και την σύγχρονη ανθρωπότητα.
Φυσικά, αυτό εξόργισε τον Δία, ο οποίος έδεσε τον Προμηθέα με αλυσίδες που έφτιαξε ο Ήφαιστος σε βράχια, στο όρος Καύκασο, και έβαλε έναν αετό να του τρώει το συκώτι κάθε πρωί. Επειδή ο Προμηθέας ήταν αθάνατος, κάθε βράδυ τα σπλάχνα του γιατρεύονταν. Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου, περιγράφεται η στάση του Τιτάνα απέναντι στην τιμωρία του και το μυστικό που κρατούσε από τον Δία, που αφορούσε την Θέτιδα, την οποία ποθούσε ο Δίας, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του. Περνώντας από τον Καύκασο ο Ηρακλής, με κατεύθυνση τη Χώρα των Εσπερίδων, σκότωσε τον αετό και έσπασε τις αλυσίδες, οπότε ο Προμηθέας, από ευγνωμοσύνη του είπε πώς να πάρει τα Χρυσά Μήλα. Όμως ο Προμηθέας ήταν Τιτάνας και δεν μπορούσε να κατοικήσει τα δώματα του Ολύμπου. Η λύση δόθηκε από τον Κένταυρο Χείρωνα, που τραυματίστηκε κατά λάθος από βέλος του Ηρακλή, το οποίο είχε ποτιστεί με το δηλητηριώδες αίμα της Λερναίας Ύδρας. Το αίμα αυτό σκότωνε οτιδήποτε ζωντανό άγγιζε. Ο Χείρων επειδή ήταν αθάνατος, βασανιζόταν φρικτά από την πληγή που του έκανε το βέλος. Έτσι ζήτησε από τον Δία να δώσει την αθανασία του σε κάποιον άλλον, ώστε να πεθάνει και να λυτρωθεί από τους πόνους. Με αυτήν την αίτηση, η αθανασία του Κένταυρου Χείρωνα δόθηκε στον Προμηθέα.
Ο Προμηθέας είναι ένα από τα μεγάλα σύμβολα της ανθρωπότητας, που δημιούργησε ο ελληνικός πολιτισμός, ισάξιο σε σπουδαιότητα και απήχηση με το σύμβολο του Χριστού, δημιουργημένο επίσης από τον ελληνικό κόσμο, που με ανάλογο τρόπο, «έπαθε» για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Ο θρύλος του Προμηθέα χάνεται στα βάθη του χρόνου, καθώς συμπυκνώνει επιτεύγματα των ανθρώπων, που κατακτήθηκαν μετά από πορεία πολλών χιλιετιών. Ασφαλώς ο Προμηθέας του θρύλου (όπως και οι ανάλογης σημασίας γενάρχες Ιαπετός και Δευκαλίων) συμβατικά και για μυθολογικούς σκοπούς μόνο, μπορεί να σχετισθεί με τον αναφερόμενο με το ίδιο όνομα βασιλιά της Φθίας, ο οποίος χρονολογούμενος με βάση την διαδοχή των βασιλέων της Αχαϊκής Περιόδου τοποθετείται συμβατικά περί το 1550 π.Χ. χρονολογία που είναι αποδεκτή αν θεωρηθεί ότι η δραστηριότητα του Προμηθέα είχε σχέση με την έναρξη της μεταλλουργίας του σιδήρου. Αν έχει νόημα να επιχειρηθεί χρονολόγηση σε πραγματικά ιστορικά πλαίσια της τριάδας των γεναρχών «Ιαπετός-Προμηθέας-Δευκαλίωνας», αν αυτή θεωρηθεί ότι σχετίζεται με την προηγηθείσα μεταλλουργία του χαλκού, θα μπορούσε να υποδειχτεί η (υποτιθέμενη) σύγκρουση του 1ου κομήτη Tollmann στη Γη, που (περί το 7640 π.Χ.) προκάλεσε διάνοιξη των Τεμπών και έκχυση της υπερχειλισμένης θεσσαλικής λίμνης στο Αιγαίο. Η χρονολογία αυτή ταιριάζει με την (ήδη αναφερθείσα) ανάπτυξη κατά την νεολιθική περίοδο των οικισμών στο Σέσκλο και το Διμήνι, με την οποία είναι λογικά αποδεκτό να θεωρείται (συμβατικά και πάλι) σχετισμένη η υπόψη τριάδα γεναρχών.
(3) Ο Δευκαλίων (~1529, <Δευς (Ζευς) + καλλίων [συγκριτικός του καλός-καλλίων-κάλλιστος] = ο καλύτερος άνδρας του Δία), σύζυγος της Πύρρας, κόρης του Επιμηθέα και της Πανδώρας ήταν οι μόνοι άνθρωποι που επέζησαν από τον Κατακλυσμό (που κατά τους μύθους συνέβη το 1529 π.Χ. ενώ, σύμφωνα με την προσημειωθείσα παρατήρηση, ίσως οφείλεται στον πρώτο κομήτη Tolmann, οπότε συνέβη περί το 7640 π.Χ.) και αναδημιούργησαν τον πληθυσμό της Ελλάδας. Ήταν γιος του Προμηθέα και της Αγχιάλης ή της Κελαινούς ή της Κλυμένης του Ωκεανού. Εκτός από τα παιδιά που γεννήθηκαν από τις πέτρες που πέταξαν, η Πύρρα και ο Δευκαλίων γέννησαν τον Έλληνα, τον Αμφικτύονα, την Πρωτογένεια, τη Μελανθώ, τον Πρόνοο, τον Μαραθώνιο, την Πανδώρα τη νεότερη και τη νύμφη Θυία. Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα είναι η ελληνική εκδοχή του κατακλυσμού που αναφέρεται σε παραδόσεις πολλών αρχαίων πολιτισμών. Την εποχή που στη Θεσσαλία βασίλευε ο Δευκαλίωνας, ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει όλο το χάλκινο γένος των ανθρώπων που ήταν διεφθαρμένοι. Ο Δευκαλίωνας πληροφορήθηκε από τον πατέρα του, Προμηθέα, για την επερχόμενη καταστροφή, κατασκεύασε ένα πλοίο, συγκέντρωσε τα απαραίτητα εφόδια για την επιβίωσή τους και επιβιβάστηκε σ’ αυτό μαζί με την γυναίκα του. Όταν οι βροχές σταμάτησαν, το πλοίο του Δευκαλίωνα προσάραξε πάνω στην κορφή του Παρνασσού (ή στον Άθω της Χαλκιδικής ή στο όρος Όθρυς στη Θεσσαλία) και ο Δευκαλίων με την Πύρρα κατέβηκαν στην ξηρά και έκαναν θυσία στον Φύξιο Δία. Προκειμένου να αναγεννηθεί το ανθρώπινο γένος, άρχισαν να πετάνε πέτρες πίσω από την πλάτη τους: Οι πέτρες που πετούσε ο Δευκαλίωνας μεταμορφώνονταν σε άνδρες και αυτές που πετούσε η Πύρρα μεταμορφώνονταν σε γυναίκες. Οι άνθρωποι που δημιουργήθηκαν από τις πέτρες ονομάστηκαν «λαός» (= πλήθος ομιλούντων ανθρώπων [λαός <λαλέω >λάλος]), ενώ και η λέξη «λάας» (=πέτρα [λάας <λαλέω >λάλας]) ετυμολογείται από το ίδιο ρήμα «λαλέω» (= ομιλώ, φωνάζω), διότι όταν οι άνθρωποι πλήττονται από πέτρες φωνάζουν από τον πόνο. Ο μύθος για την γέννηση των ανθρώπων από τις πέτρες υπαινίσσεται ότι ο Δευκαλίων και η Πύρρα, ανακάλυπταν μετά τον κατακλυσμό επιζήσαντες, πάνω στους βράχους, οι οποίοι φώναζαν («λαλούσαν») από τον πόνο ή τον πανικό. O Στράβων αναφέρει ότι στην ακτή της Φθιώτιδας υπήρχαν δυο μικρά νησιά που είχαν πάρει το όνομά τους από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα. Στον περίβολο του ναού του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα υπήρχε στα αρχαία χρόνια, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, ένας τάφος, όπου σύμφωνα με την παράδοση ήταν θαμμένος ο Δευκαλίωνας.
(4) Ο Έλλην (~1490, <εν + λάας [=λίθος, χώρα] + ην [παρατ. του ειμί] = αυτός που ήταν μέσα στην πέτρα, άνθρωπος από τη δική μας χώρα) ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, αδελφός του Αμφικτύονα και πατέρας του Αιόλου, του Ξούθου, και του Δώρου. Σύζυγός του ήταν η νύμφη Ορσηίδα. Κάθε ένας από τους γιούς του ίδρυσε από ένα πρωτεύον ελληνικό γένος: ο Αίολος τους Αιολείς, ο Δώρος τους Δωριείς, ενώ από τους γιους του Ξούθου, Αχαιό και Ίωνα προήλθαν οι Αχαιοί και οι Ίωνες αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον Ησίοδο στο έργο Ηοίαι ή Κατάλογος Γυναικών, από την ένωση της αδελφής του Έλληνος, Πανδώρας της νεότερης, με τον Δία, γεννήθηκε ο Γραικός από τον οποίο προέρχονται οι Γραικοί, ενώ από την ένωση της άλλης αδερφής του Έλληνος, Θυίας με τον Δία, γεννήθηκαν ο Μακεδνός από τον οποίο προέρχονται οι Μακεδόνες και ο Μάγνης από τον οποίο προέρχονται οι Μάγνητες. Στην Ιλιάδα, Ελλάς και Έλληνες ήταν τα ονόματα της φυλής (που αποκαλούνταν επίσης και Μυρμηδόνες) που ήταν εγκατεστημένη στη Φθία, με ηγέτη τον Αχιλλέα.
(5) Ο Ξούθος (~1450, <εξανθέω [<εκ + άνθος] > ξανθός και ξούθος = χρυσοκίτρινος όπως τα πρώτα φύλλα [μεταφορικά = αυτός που βγαίνει πρώτος, ευκίνητος, ταχύς]) ήταν γιος του `Ελληνος και της νύμφης Ορσηίδας, αδελφός του Αιόλου (γενάρχη των Αιολέων), του Δώρου (γενάρχη των Δωριέων) και του Φύτιου (πρώτου καλλιεργητή των αμπελιών στην Ελλάδα). Ο Ξούθος πήρε ως σύζυγό του την Κρέουσα, θυγατέρα του βασιλιά της Αθήνας Εριχθόνιου και της Πραξιθέας, τον οποίο ο Ξούθος διαδέχθηκε στη βασιλεία των Αθηνών. Σύμφωνα με την τραγωδία `Ιων του Ευριπίδη, πριν από το γάμο της η Κρέουσα είχε μείνει έγκυος από τον Απόλλωνα και το βρέφος της παρέλαβε ο Ερμής και το άφησε στους Δελφούς. Όταν η Κρέουσα πήγε στους Δελφούς για να ρωτήσει τι θα έπρεπε να κάνει για να γεννήσει και άλλα παιδιά, βρήκε εκεί και αναγνώρισε τον πρώτο γιο της, τον `Ιωνα (γενάρχη των Ιώνων). Στα επόμενα χρόνια, η Κρέουσα και ο Ξούθος έκαναν και άλλα παιδιά, τον Αχαιό (γενάρχη των Αχαιών), τον Αίκλο και τον Κόθο (βασιλείς των Ιώνων της Εύβοιας) και τη Διομήδη (σύζυγο του Δηίονα βασιλιά της Φωκίδας, μητέρα του Κέφαλου και γιαγιά του Αιακού).
(6) Ο Αχαιός (~1420, <α [επιτατ,] + γαία [γ>χ] = γηγενής) ήταν γενάρχης του ελληνικού φύλου των Αχαιών, γιος της Κρεούσης και του Ξούθου, γιου του Έλληνα και αδελφός του Ίωνα. Μετά το θάνατο του πατέρα του, στον Αιγιαλό, (σημερινή Αιγιάλεια), εκστράτευσε στη Θεσσαλία, από όπου ο πατέρας του είχε εκδιωχθεί από τον αδελφό του, την οποία και κατέλαβε και βασίλευσε εκεί μέχρι το θάνατό του. Οι εγγονοί του Αχαιού Άρχανδρος και Αρχιτέλης έγιναν γαμπροί του Δαναού και, μετά το θάνατο του πεθερού τους, επικράτησαν στην Αργολίδα και στην Λακωνία επιβάλλοντας στους κατοίκους το όνομα Αχαιοί. Τρίτος γιος του Αχαιού ήταν ο Φθίος που βασίλεψε μετά από αυτόν στη Φθία. Ο ετεροθαλής αδελφός του Αχαιού Ίωνας, γιος του Απόλλωνα και της Κρέουσας έφτασε στην περιοχή του Αιγίου, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Σελινούντα, νυμφεύτηκε την κόρη του Ελίκη και τον διαδέχτηκε στο θρόνο. Έκτισε την πόλη Ελίκη δίνοντάς της το όνομα της γυναίκας του και την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του κτίζοντας και το ναό του Ελικώνιου Ποσειδώνα. Κάποτε ο Ίων εκστράτευε εναντίον της Ελευσίνας βοηθώντας τους Αθηναίους και σε μάχη που έγινε κοντά στην Ελευσίνα σκοτώθηκε.
(7) Ο Φθίος (~1390, <φθίω, φθίνω, φθινάω [<φθείρω, ει>ι, με αποβολή του ρ] = ελαττώνομαι, παρέρχομαι, χάνομαι, μαραίνομαι) ήταν επώνυμος ήρωας της περιοχής της Φθίας στη Φθιώτιδα και του λαού των Φθίων. Ήταν γιος του Αχαιού και πατέρας του Αρχάνδρου και βασίλεψε στη Φθία μετά τον πατέρα του.
(8) Ο Άρχανδρος (~1360, <άρχω + άνδρες = αρχηγός των ανδρών) ήταν Φθιωτός γιος του Φθίου και εγγονός του Αχαιού. Μαζί με τον αδελφό του, τον Αρχιτέλη, ήταν ήρωες των Αχαιών. Κατέβηκαν στο Άργος, όπου πήραν για συζύγους τις δύο από τις κόρες του Δαναού, την Σκαιά και την Αυτομάτη. Οι δύο αδελφοί στη συνέχεια κυριάρχησαν στο Άργος και στη Σπάρτη, με αποτέλεσμα να δώσουν στους κατοίκους τους το κοινό όνομα «Αχαιοί».
(9) Ο Άκτωρ (~1320, <άγω {μέλλων άξω] = αρχηγός) ήταν γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηίονα και της Διομήδης και εγγονός του Αιόλου (από τον πατέρα του) και του Ξούθου (από την μητέρα του). Από το γάμο του με τη νύμφη Αίγινα έγινε πατέρας του Ευρυτίωνα, που βασίλεψε μετά από αυτόν στη Φθία, του Αιακού, που βασίλεψε στην Αίγινα και του Μενοίτιου, πατέρα του ομηρικού Πάτροκλου.
(10) Ο Ευρυτίων (~1260, <ευρύς + τίω[=τιμώ]= τιμητής πολλών ανθρώπων) ήταν γιος του Άκτορα και της Αίγινας, σύζυγος της Αστυδάμειας, βασιλιάς στη Φθία μετά τον πατέρα του. Στον Ευρυτίωνα κατέφυγε ο Πηλέας (που ήταν ανεψιός του, γιος του αδελφού του Αιακού), φεύγοντας από την Αίγινα. Ο Ευρυτίων τού έδωσε για γυναίκα την κόρη του και το 1/3 της χώρας για προίκα. Μετά από χρόνια, ο Ευρυτίων και ο Πηλέας πήραν μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Εκεί ο Πηλέας σκότωσε τον Ευρυτίωνα κατά λάθος. Μετά και από αυτό, ο Πηλέας κατέφυγε στην αυλή του Ακάστου, στη Μαγνησία, για να εξευμενιστεί. Ευρυτίων ονομαζόταν και ένας από τους Αργοναύτες, γιος του Ίρου και της Δημωνάσσης, και συνεπώς εγγονός του Άκτορα και ανεψιός του παραπάνω Ευρυτίωνα.
(11) Ο Πηλεύς (~1220, <πιερείη, πίειρα [= παχιά, ει>ι {<πίαρ, όπιον, οπίας, οπίζω = πάχος}] >πηρείη > πηλείη (λ>ν) + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που έχει εύφορη χώρα) ήταν γιος του βασιλιά της Αίγινας Αιακού και της Ενδηίδας. Αδελφός του ήταν ο Τελαμώνας ο οποίος σκότωσε κατά λάθος τον ετεροθαλή αδελφό τους Φώκο, όταν, εξασκούμενος στη δισκοβολία, πέταξε το δίσκο τόσο δυνατά που βγήκε έξω από το στάδιο και χτύπησε στο κεφάλι τον Φώκο που περνούσε εκείνην την ώρα από εκεί. Ο Πηλεύς, ο Τελαμών και ο Φώκος ήταν και οι τρεις εξαίρετοι αθλητές, αλλά ο Φώκος αν και μικρότερος ξεπερνούσε και τους δύο αδελφούς του σε όλα τα αθλήματα εκτός από την πάλη, στην οποία ο Πηλεύς ήταν ανίκητος. Ο πατέρας τους χαιρόταν γι’ αυτό και καμάρωνε πολύ τον Φώκο. Το γεγονός ότι ο Φώκος ξεπερνούσε τα αδέλφια του στα αθλήματα ήταν γνωστό στην πόλη και έτσι νόμιζαν ότι ο Τελαμών σκότωσε από δόλο τον αδελφό του, επειδή τον ζήλευε. Τα δύο αδέλφια εξήγησαν τι πραγματικά έγινε αλλά οι συμπολίτες τους δεν τους πίστεψαν. Για το λόγο αυτό εξορίστηκαν από την Αίγινα. Έτσι ο Τελαμώνας βρέθηκε στη Σαλαμίνα και ο Πηλέας στη Φθία. Ο Πηλέας κατέφυγε στο παλάτι του θείου του βασιλιά της Φθίας Ευρυτίωνα και της γυναίκας του Αστυδάμειας, ο οποίος του έδωσε γυναίκα του την κόρη του Αντιγόνη και το ένα τρίτο του βασιλείου του, το βασίλειο των Μυρμηδόνων. Ο Πηλέας με την Αντιγόνη απέκτησαν την Πολυδώρα. Στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου ο Πηλέας σκότωσε κατά λάθος τον Ευρυτίωνα και κατέφυγε στην Ιωλκό, όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Άκαστο. Ο Πηλέας πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία μαζί με τον Ιάσονα. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας ο Ιάσονας οργάνωσε αγώνες στη Λήμνο και ο Πηλέας του ζήτησε να ενώσει πέντε αγωνίσματα φτιάχνοντας το πένταθλο, με αποτέλεσμα να αναδειχθεί νικητής, αφού ήταν ανίκητος στην πάλη, ενώ στη δισκοβολία, στο ακόντιο, στο άλμα και στο δρόμο ερχόταν δεύτερος.
Για να νυμφευτεί τη Θέτιδα, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, τον βοήθησε ο κένταυρος Χείρωνας, αφού εκείνη για να τον αποφύγει μεταμορφωνόταν συνεχώς (σε φωτιά, σε σουπιά, κλπ). Στο γάμο τους η Έριδα, θυμωμένη που δεν είχε προσκληθεί, έστειλε ένα χρυσό μήλο με την επιγραφή «τη καλλίστη» το οποίο ο Πάρης έδωσε στην Αφροδίτη, κρίνοντάς την ομορφότερη, σε σύγκριση με την Αθηνά και την Ήρα, με αντάλλαγμα την Ωραία Ελένη, που ξεσήκωσε τους Έλληνες εναντίον των Τρώων. Τα δώρα των θεών για το γάμο ήταν τα όπλα που ο Πηλέας έδωσε αργότερα στον Αχιλλέα μαζί με ένα ακόντιο που μπορούσε να θεραπεύει τις πληγές που προκαλούσε, δώρο του Χείρωνα, καθώς και δυο περίφημα άλογα (Βάλιος και Ξάνθος), γαμήλιο δώρο του Ποσειδώνα. Από τη Θέτιδα γεννήθηκε ο ήρωας Αχιλλέας, που η μητέρα του προσπάθησε να τον κάνει αθάνατο, βαπτίζοντας τον στα νερά της Στύγας. Έτσι η «αχίλλειος πτέρνα», από την οποία τον κρατούσε όταν τον βάπτιζε, ήταν το μόνο τρωτό του σημείο, που τον οδήγησε στο θάνατο. Ο Πηλέας νόμισε πως η Θέτιδα ήθελε να πνίξει τον Αχιλλέα και την έστειλε πίσω στον πατέρα της Νηρέα και ανάθεσε την ανατροφή του στον κένταυρο Χείρωνα. Σε ηλικία περίπου δεκαέξι ετών ο Αχιλλέας πήρε μέρος στην Τρωική Εκστρατεία και ο Πηλέας ανάθεσε στον Φοίνικα, γιο του Αμύντορα, να τον συνοδέψει στην εκστρατεία και να τον συμβουλεύει. Ο Πηλέας έκανε τάμα στον ποταμό Σπερχειό πενήντα κριάρια και τα μαλλιά του γιου του αν γύριζε ζωντανός. Οι θεοί όμως είχαν σχεδιάσει άλλα και ο Αχιλλέας σκοτώθηκε στην Τροία.
(12) Ο Αχιλλεύς (~1200, <άγω + λαός [= αγέλαος] = αρχηγός του στρατού) ήταν εγγονός του Αιακού (Αιακίδης), γιος του Πηλέα (Πηλείδης) και της Νηρηίδας Θέτιδας (<θέτω = αυτή που βάζει τα πράγματα σε τάξη), που ο Δίας και ο Ποσειδώνας συναγωνίστηκαν για να την κατακτήσουν, μέχρι που ένα μαντείο αποκάλυψε ότι θα γεννούσε ένα γιο μεγαλύτερο από τον πατέρα του, οπότε επέλεξαν να την δώσουν σε κάποιον άλλο. Η Θέτις προσπάθησε να κάνει τον Αχιλλέα άτρωτο, βουτώντας τον στα νερά της Στύγας, αλλά διακόπηκε από τον Πηλέα και εγκατέλειψε πατέρα και γιό εξοργισμένη. Ο Πηλέας έδωσε τον Αχιλλέα (μαζί με το μικρό φίλο του Πάτροκλο) στον κένταυρο Χείρωνα, στο όρος Πήλιο, για να τον μεγαλώσει. Σε μια μετα-Ομηρική (αλλά δημοφιλή) εκδοχή του μύθου για τον Τρωικό Πόλεμο, η μητέρα του, η Θέτιδα, γνωρίζοντας ότι θα πέθαινε αν πήγαινε στην Τροία, τον έκρυψε στην αυλή του Λυκομήδη στη Σκύρο. Εκεί είχε ένα δεσμό με την κόρη του Δηιδάμεια που γέννησε ένα γιο, τον Νεοπτόλεμο. Ανακαλύφθηκε, όμως, από τον Οδυσσέα, και τελικά δέχτηκε να πάει στην Τροία, συνοδευόμενος από τον εξάδελφό του Πάτροκλο και το δάσκαλό του, Φοίνικα (για τον Αχιλλέα βλ. και στην παράγραφο 3.5.5. για τον Τρωικό Πόλεμο).
(12) Ο Νεοπτόλεμος (~1190, <νέος + πτόλεμος [=πόλεμος] = ο νεαρός πολεμιστής, που πήγε νέος στη μάχη) ήταν γιος του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας, κόρης του Λυκομήδη, βασιλιά της Σκύρου, όπου ανατράφηκε στο ανάκτορο του παππού του. Μετά το θάνατο του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος πείστηκε από τον Οδυσσέα να πολεμήσει στην Τροία γιατί ήταν δισέγγονος του Αιακού και, σύμφωνα με κάποιο χρησμό, η Τροία δεν θα κυριευόταν χωρίς τη βοήθεια ενός απογόνου του Αιακού, επειδή εκείνος είχε βοηθήσει στην κατασκευή των τειχών της. Ο Νεοπτόλεμος φορώντας τότε το θώρακα και τον οπλισμό του πατέρα του, που του έδωσε ο Οδυσσέας, αναδείχτηκε ήρωας στην άλωση της Τροίας. Ήταν ένας από τους πρώτους που εισχώρησαν στην Τροία εξερχόμενος από τον Δούρειο Ίππο. Σκότωσε τον Πρίαμο και το γιο του Έκτορα, Αστυάνακτα, και θυσίασε στον τάφο του πατέρα του την κόρη του Πριάμου Πολυξένη και πήρε μαζί του ως λάφυρο τη σύζυγο του Έκτορα, Ανδρομάχη. Για την επιστροφή από την Τροία ακολούθησε την συμβουλή του Έλενου και ακολούθησαν και οι δύο μαζί χερσαία οδό. Κατά την διαδρομή συνάντησε στην γη των Κικόνων, τον Οδυσσέα και ενταφίασε τον δάσκαλο του Αχιλλέα Φοίνικα. Εν συνεχεία κατέληξε στη γη των Μολοσσών, στην Ήπειρο και απέκτησε τρεις γιους με την Ανδρομάχη (Μολοσσός, Πέργαμος και Πίελος), από τους οποίους ο Μολοσσός τον διαδέχτηκε στο θρόνο της περιοχής. Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, νυμφεύτηκε την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, Ερμιόνη, την οποία όμως ο πατέρας της είχε προηγουμένως υποσχεθεί στον Ορέστη. Ο Ορέστης παραδίδεται ότι τον σκότωσε στους Δελφούς, όπου έλεγαν πως υπήρχε και ο τάφος του, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής τον λάτρευαν ως ήρωα. Στα Κύπρια Έπη ήταν γνωστός και ως Πύρρος, όνομα που κληρονόμησαν μεταγενέστεροι βασιλείς της Ηπείρου. Μετά τον άδοξο θάνατο του Νεοπτόλεμου, η Ανδρομάχη παντρεύτηκε τον κουνιάδο της Έλενο και έκανε μαζί του ένα ακόμη παιδί, τον Κεστρίνο, ενώ μετά το θάνατο και του Έλενου έφυγε στη Μ.Ασία μαζί με το γιο της Πέργαμο, που ίδρυσε εκεί την ομώνυμη πόλη.
δ. Φυλάκη, Φερές και Ιωλκός
Στην Φυλάκη (<φυλάσσω [<φύλαξ-φύλακος <πύλη {π>φ}] + άκων [= ακόντιο] = προστατευμένο μέρος), που ταυτίζεται με τον σημερινό Αλμυρό Μαγνησίας, η σειρά διαδοχής έχει αφετηρία τον Δηίονα, γιο του γενάρχη Αιόλου, που βασίλεψε στην Οζολία Λοκρίδα ως εξής:
(1) Ο Φύλακος (~1350, επώνυμος ήρωας) ήταν γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηίονα, γιου του γενάρχη Αιόλου και της Διομήδης, κόρης του γενάρχη Ξούθου. Πήρε ως σύζυγό του την Κλυμένη, μία από τις τρεις Μινυάδες. Γιος τους ήταν ο `Ιφικλος και κόρη τους η Αλκιμάχη. Ο Φύλακος αναφέρεται τόσο στην Ιλιάδα (Β 705), όσο και στην Οδύσσεια (ο 231).
(2) Ο Ιφικλής (ή Ίφικλος ~1320, < ίφι, ίφιος [= ισχυρός, γενναίος] + κλέος [=δόξα] = φημισμένος για τη δύναμή του), διάσημος για την ικανότητά του στο τρέξιμο, ήταν γιος του Φύλακου, και τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Φυλάκης, έχοντας σύζυγο την Αλκιμήδη.
(3) Ο Φύλακος Β ο νεότερος (~1250) αναφέρεται ως βασιλιάς της Φυλάκης μετά τον αδελφό του Ιφικλή.
(4) Ο Πρωτεσίλαος (~1190, <πρωτεύω [= είμαι πρώτος >πρώτευσις] + λαός = πρώτος ανάμεσα στο στρατό) ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ιφίκλου και της Αλκιμήδης και αδελφός του Ποδάρκη. Ως ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας με 40 πλοία επικεφαλής των Θεσσαλών των πόλεων Φυλάκης, Ανδρώνας, Πυράσου και Πτελεού. Ήταν ο πρώτος που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο από την πλευρά των πολιορκητών. Λέγεται μάλιστα ότι είχε δοθεί χρησμός ότι ο πρώτος που θα έβγαινε από τα πλοία κατά την άφιξη του στόλου στην Τροία θα σκοτωνόταν και ο Πρωτεσίλαος δέχθηκε να βγει αυτός πρώτος γνωρίζοντας το χρησμό. Κατά μεταγενέστερη παράδοση το αρχικό του όνομα ήταν Ιόλαος και για την «ακραία» αυτή προθυμία του να «πρωτεύσει» μετονομάσθηκε σε «Πρωτεσίλαο». Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, είχε συμμετάσχει και στην πρώτη εκστρατεία των Ελλήνων, στη Μυσία. Πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο Πρωτεσίλαος είχε πάρει ως σύζυγό του τη Λαοδάμεια, που, απαρηγόρητη για το θάνατό του, παράγγειλε και της έφτιαξαν ένα μπρούτζινο άγαλμά του, και αφοσιώθηκε σε αυτό. Ο πατέρας της ανησύχησε με τη συμπεριφορά της και διέταξε την καταστροφή του αγάλματος, αλλά τότε η Λαοδάμεια έπεσε στη φωτιά και κάηκε μαζί με το άγαλμα. Ο Πρωτεσίλαος αναφέρεται σε δύο ραψωδίες της Ιλιάδας (Β 698 κ.ε., και Ν 681) και ήταν ήρωας σε ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη που δεν διασώθηκε.
(4) Ο Ποδάρκης (~1210, <πους + αρκέω [= αποκρούω, αποσοβώ, υπερασπίζω, προφυλάγω, κατορθώνω] = ικανός στα πόδια, ταχύπους) ήταν ο γιος του Ιφίκλου. Μετά τον πρόωρο θάνατο του αδελφού του, Πρωτεσιλάου, πριν αρχίσει ο Τρωικός πόλεμος, ο Ποδάρκης ανέλαβε την αρχηγία των πολεμιστών από τη Φυλάκη και την Πείρασο στον πόλεμο αυτό. Ο Ποδάρκης αναφέρεται σε δύο διαφορετικές ραψωδίες της Ιλιάδας (ραψωδία Β, στίχος 704, και ραψωδία Ν, στίχοι 693 και 698).
Στις Φερές (<φέρω = φέρνω, βαστώ, σηκώνω, υποφέρω, υπομένω, έχω, προσφέρω, δίδω, παράγω = παραγωγική τοποθεσία), ανάμεσα στο Πήλιο και την Όσσα (σημερινό Βελεστίνο) κατοικούσαν οι Μάγνητες (<μήχος [{<μάω {=επιθυμώ} + άκος (θεραπεία)} = μέσο θεραπείας] + νους = αυτός που εφευρίσκει μέσα θεραπείας [οι κάτοικοι της Μαγνησίας γνώριζαν τις θεραπευτικές ιδιότητες πολλών φυτών του Πηλίου]) για τους οποίους είναι γνωστοί οι ακόλουθοι ηγεμόνες:
(1) Ο Μάγνης (~1400, επώνυμος ήρωας) ήταν γιος του γενάρχη Αιόλου και της Εναρέτης, αδελφός του Κρηθέα, του Σισύφου, του Αθάμαντα, της Περιμήδης και της Κανάκης και έγινε ο ίδιος γενάρχης των Μαγνήτων. Κάποιες πηγές αναφέρουν τον Μάγνητα ως γιο του Δία και της Θυίας, κόρης του Αιόλου, οπότε ήταν αδελφός του Μακεδόνα, με τον οποίο έζησε στην Πιερία και στον Όλυμπο. Από την Ναϊάδα νύμφη Κηρεβία απέκτησε δύο γιούς, τον Πολυδέκτη και τον Δίκτυ, που ίδρυσαν αποικία στη Σέριφο. Με τη Φιλοδίκη απέκτησαν τον Ευρύνομο και τον Ηιονέα. Σε άλλη εκδοχή ο Μάγνης ήταν σύζυγος της Μελιβοίας και πατέρας του Αλέκτορα. Ως παιδιά του Μάγνητα από μερικούς συγγραφείς αναφέρονται και οι Γλάφυρος, Πίερος, Λίνος και Ιάλεμος.
(2) Ο Δίκτυς και ο Πολυδέκτης (~1350) ήταν γιοι του Μάγνητα, βασιλείς στις Φερές, που ίδρυσαν αποικία στην Σέριφο. Είναι γνωστοί από τις περιπέτειες του Περσέα, τον οποίο ο Δίκτυς περιμάζεψε από τη θάλασσα, μαζί με τη μητέρα του Δανάη και τον ανάθρεψε σαν παιδί του, ενώ ο Πολυδέκτης προσπαθούσε να πείσει την Δανάη να τον παντρευτεί.
(3) Ο Φέρης (~1300, <φέρω = αυτός που κατέχει παραγωγικό τόπο) ήταν γιος του Κρηθέως και εγγονός του γενάρχη Αιόλου, αδελφός του Αίσονα και του Πελία και επομένως θείος του Ιάσονα και του Άκαστου. Βασίλεψε στις Φερές και ήταν ο επώνυμος ήρωας της πόλης.
(4) Ο Άδμητος (~1250, <δαμνάω < δάω [=γνωρίζω] + μίμνω [= επιμένω] = αδάμαστος ) ήταν βασιλιάς των Φερών της Θεσσαλίας, γιος του Φέρητα και της Κλυμένης ή Περικλυμένης, και επομένως (από τη μητέρα του) εγγονός του βασιλιά του Ορχομενού Μινύα. Ο Άδμητος είχε τα ανάκτορά του στο Χαλκοδόνιο όρος. Κατά την παράδοση, όταν ο Δίας σκότωσε με κεραυνό τον γιο του Απόλλωνα Ασκληπιό, ο Απόλλων ανταποδίδοντας σκότωσε τους γιους των Κυκλώπων που έφτιαχναν τους κεραυνούς του Δία. Για τιμωρία ο Δίας έστειλε τον Απόλλωνα να υπηρετήσει ως βοσκός επί ένα έτος τον Άδμητο. Ο βασιλιάς των Φερών του φέρθηκε με αγάπη και σεβασμό, που ο Απόλλωνας ανταπέδωσε στον Άδμητο σε δύσκολες στιγμές της ζωής του. Ο Απόλλων βοήθησε τον Άδμητο να αποκτήσει για σύζυγό του την Άλκηστη, μία από τις 4 κόρες του Πελία, της οποίας ο πατέρας έθετε ως όρο στους υποψήφιους μνηστήρες της να ζέψουν ένα αγριογούρουνο και ένα λιοντάρι σε άρμα. Ο Άδμητος κατάφερε να ζέψει τα δύο θηρία χάρη στη βοήθεια του. Την ημέρα των γάμων του, ο Άδμητος έμπλεξε σε νέες περιπέτειες, καθώς ξέχασε να θυσιάσει στην Άρτεμη και βρήκε το νυφικό θάλαμο γεμάτο δράκοντες, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να πεθάνει. Ο Άδμητος διέφυγε τον κίνδυνο και πάλι χάρη στον Απόλλωνα, που πέτυχε να εξευμενίσει την αδελφή του θεά και να πείσει τις Μοίρες να απαλλάξουν τον βασιλιά από το θάνατο αν κάποιος στενός συγγενής του δεχόταν να πεθάνει στη θέση του. Αλλά οι γονείς του Αδμήτου δεν δέχθηκαν να θυσιασθούν για το παιδί τους. Αντίθετα, η Άλκηστη, χωρίς να διστάσει, δέχτηκε να θυσιαστεί στη θέση του συζύγου της. Ενώ ο Άδμητος θρηνούσε τη γυναίκα του, τον επισκέφθηκε ο Ηρακλής, παλιός του σύντροφος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ο οποίος παραφύλαξε κοντά στην Άλκηστη όταν αυτή ξάπλωσε έτοιμη να πεθάνει, και όταν ήρθε ο Θάνατος για να την πάρει τον ανάγκασε, ύστερα από πάλη, να την αφήσει (Ευριπίδη Άλκηστις, στ.1140). Ο Άδμητος και η Άλκηστη θεωρούνταν στην αρχαιότητα πρότυπα συζυγικής στοργής. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Εύμηλο, τον Ίππασο και τον Περιμήλη. Από αυτούς ο Εύμηλος διακρίθηκε ως αρχηγός των Φεραίων στην εκστρατεία των Ελλήνων κατά της Τροίας. Ο Φανόδημος σε σχόλιο στους Σφήκες του Αριστοφάνη λέει πως όταν γέρασαν, ο Άδμητος και η Άλκηστη διώχθηκαν από τις Φερές και, μαζί με τον γιο τους Ίππασο έφθασαν στην Αθήνα, όπου ο Θησέας τους υποδέχθηκε με εγκαρδιότητα. Άλλοι μύθοι για τον Άδμητο, αναφέρονται στη συμμετοχή του στην Αργοναυτική εκστρατεία, στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και στους αγώνες που έγιναν στη μνήμη του πεθερού του Πελία (σε αυτούς έλεγαν ότι ο Άδμητος είχε αντίπαλο στην πυγμαχία τον Λαπίθη Μόψο).
(5) Ο Τενθηδρών (~1220, <τένδω [<τε + ένδον = εσθίω από τη γη] = αυτός που χτίζει φωλιά μέσα στη γη [είδος σφήκας]) ήταν πατέρας του ομηρικού Πρόθοου.
(6) Ο Εύμηλος (~1190, <εὑ + μήλα [<μείλα=πρόβατα] = πολύμηλος, αυτός που έχει πολλά πρόβατα) ήταν γιος του Άδμητου και της Άλκηστης, αδελφός του Ιππάσου και του Περιμήλη και σύζυγος της Ιφθίμης. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας, επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων που προέρχονταν από τις πόλεις Φερές, Βοίβη, Γλαφύρες και Ιωλκό. Ο Εύμηλος έφερε στην Τροία τα άλογα που άλλοτε είχε φροντίσει ο Απόλλωνας, όταν υπηρετούσε τον Άδμητο. Όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα (Ψ 288, 375 κ.ε.), κατά τους αγώνες στη μνήμη του νεκρού Πατρόκλου ο Εύμηλος σηκώθηκε πρώτος για να συμμετάσχει στην αρματοδρομία, καθώς είχε ήδη νικήσει στη χώρα του σε τέτοιους αγώνες. Μέχρι τα μισά του δρόμου, οδηγούσε την κούρσα με τις φοράδες του, αλλά τότε η θεά Αθηνά, που υποστήριζε τον Διομήδη, έσπασε το ζυγό της άμαξας του Ευμήλου. Οι φοράδες αποχωρίσθηκαν μεταξύ τους και ο Εύμηλος έπεσε από το άρμα και κύλησε κοντά στη ρόδα. Γδάρθηκε στους αγκώνες, στη μύτη και στο στόμα, ενώ χτύπησε και στο μέτωπο. Παρ' όλα αυτά, σηκώθηκε, συμμάζεψε το άρμα και τα άλογα, και τερμάτισε, έστω και τελευταίος. Τελικά ο Εύμηλος ανταμείφθηκε με το θώρακα που είχε πάρει λάφυρο ο Αχιλλέας από τον Αστεροπαίο.
(7) Ο Πρόθοος (~1190, <προ + θέω [=τρέχω] = πρώτος στο τρέξιμο) ήταν γιος του Τενθηδρόνα, αρχηγός των Μαγνήτων της Θεσσαλίας, που ταυτόχρονα με τον Εύμηλο, πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με 40 πλοία.
Στην Ιωλκό (<ίω + έλκω, διότι προχωρώντας τραβούσαν τα πλοία στη στεριά), στη θέση του σημερινού Βόλου, κατοικούσαν οι Θεσσαλοί αιολικής καταγωγής Μινύες (<μένω > μένος = παραμένω σταθερός, αντέχω, διαρκώ, παραμένω), όπου ηγεμόνες ήταν:
(1) Ο Αίολος (~1450, <α [επιτατ.] + ιάλλω [<είμι+λαλώ {μέλλ. ιαλώ, α>ο} = πέμπω, τρέχω] = ευκίνητος) ήταν γιος του Έλληνα και εγγονός του Δευκαλίωνα, γενάρχης και αντιπροσωπευτικός ηγεμόνας της αρχέγονης φυλής των Αιολέων, που προσωποποιεί μια σειρά βασιλέων που οδήγησαν τους Αιολείς στην κατάκτηση της Θεσσαλίας (πριν από το 1.700 π.Χ.) και στη συνέχεια στη διακυβέρνησή της μέχρι την άφιξη των Αχαιών (από το 1.600 π.Χ και έπειτα). Μερικοί μυθογράφοι τον συγχέουν με το θεό των ανέμων Αίολο, το γιο του Ποσειδώνα, με τον οποίο πλην της συνωνυμίας δεν έχει καμία σχέση. Σύζυγός του ήταν η Εναρέτη και παιδιά τους ήταν η Κανάκη, η Άρνη και οι Αθάμας, Κρηθεύς, Δηίων, Περιήρης, Σαλμωνεύς, Σίσυφος, Μάγνης, ενώ από τη θεία του Πρωτογένεια, κόρη του Δευκαλίωνα, απέκτησε τον Αέθλιο και τον Οπούντα. Οι απόγονοί του απλώθηκαν σε μεγάλη γεωγραφική έκταση και έγιναν ηγεμόνες σε πολλά μέρη (Ορχομενός, Ηλεία, Παιονία, Αιτωλία, Μαγνησία, Μεσσηνία, Κεφαλληνία, Φθιώτιδα, Θεσσαλία, Τρίκκη, Κορινθία, Βοιωτία, Λέσβος και Λυκία).
(2) Ο Κρηθεύς (~1400, <κρήθεν [=από την κορυφή] + έχω [>εχεύς >-ευς] = κορυφαίος) ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης, ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς της Ιωλκού. Είχε σύζυγο την ανιψιά ταυ Τυρώ, κόρη του Σαλμωνέα, και απέκτησαν μαζί τρεις γιούς και μία κόρη: τον Αίσονα (πατέρα του Ιάσονα), τον Αμυθάονα, τον Φέρητα και τη Μύρινα, η οποία παντρεύτηκε τον Θόαντα. Παιδιά τους ήταν επίσης (κατά το μύθο μετά από ένωση της Τυρώς με τον Ποσειδώνα) ο Πελίας και ο Νηλέας. Δεύτερη σύζυγος του Κρηθέως ήταν η Σιδηρώ.
(3) Ο Αίσων (~1350, <αΐσσω [= κινούμαι ορμητικά] = ορμητικός) ήταν ήρωας της Μαγνησίας, γιος του Κρηθέα (βασιλιά της Ιωλκού) και της Τυρούς. Ο Αίσονας ήταν ο πατέρας του Ιάσονα και ετεροθαλής αδελφός του Πελία και του Νηλέα. Είχε επίσης δύο ομοθαλείς αδελφούς, τον Φέρητα και τον Αμυθάονα. Σύζυγος του Αίσονα ήταν η Πολυμήδη, κόρη του Αυτόλυκου και θεία του Οδυσσέα. Ο Πελίας έδιωξε τον Αίσονα, όπως και τον Νηλέα, και έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό. Αναφέρεται μάλιστα ότι σκότωσε τον Αίσονα, αναγκάζοντάς τον να πιει αίμα ταύρου. Ο Ιάσονας εκδικήθηκε τον σφετεριστή για το θάνατο του πατέρα του, όταν επέστρεψε από την Αργοναυτική Εκστρατεία.
(4) Ο Πελίας (~1330, <πέλω [= κινούμαι, κατευθύνομαι, υπάρχω, επικρατώ] = κυρίαρχος) ήταν γιος της Τυρούς και του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα, δίδυμος αδελφός του Νηλέα και αδελφός του Αίσονα (γιου του Κρηθέα και της Τυρούς). Ο Πελίας και ο Νηλέας εγκαταλείφθηκαν σε βρεφική ηλικία και ανατράφηκαν από μια φοράδα και αργότερα από ένα βοσκό. Όταν μεγάλωσαν, αναγνωρίσθηκαν από τη μητέρα τους και φιλονίκησαν για τη βασιλεία. Ο Πελίας έδιωξε τον Νηλέα, όπως και τον Αίσονα, και έγινε βασιλιάς στην Ιωλκό της Θεσσαλίας, όπου πήρε ως σύζυγό του την Αναξιβία και απέκτησαν 4 κόρες, τις Πεισιδίκη, Πελοπία, Ιπποθόη και Άλκηστη, (γνωστές συλλογικά ως Πελιάδες) και ένα γιο, τον Άκαστο. Μια μέρα, έφθασε στην πόλη ο Ιάσονας, γιος του Αίσονα, φορώντας μόνο ένα σανδάλι γιατί είχε χάσει το άλλο όταν πέρασε ένα ποτάμι. Ο Πελίας φοβήθηκε μήπως τον εκθρονίσει ο Ιάσονας γιατί, σύμφωνα με χρησμό, ο θρόνος του θα κινδύνευε από ένα «μονοσάνδαλο», οπότε ανέθεσε στον Ιάσονα να φέρει το «Χρυσόμαλλο δέρας», μια προσταγή που υπήρξε η αιτία για την περίφημη Αργοναυτική Εκστρατεία. Χρόνια αργότερα ο Ιάσονας επέστρεψε με το δέρας και τη Μήδεια, οπότε θέλησε να εκδικηθεί τον θείο του Πελία για όσα είχε κάνει στον πατέρα του. Τότε η Μήδεια έσφαξε ένα κριάρι και αφού το έκοψε σε μικρά κομμάτια το μετέβαλε ύστερα με φάρμακα σε ζωντανό αρνάκι, δείχνοντας έτσι ότι μπορεί να επαναφερθεί με τον ίδιο τρόπο σε νεανική ηλικία κάθε γεροντικός οργανισμός, ακόμα και άνθρωπος. Οι θυγατέρες του τότε έσφαξαν τον γέροντα Πελία προσδοκώντας τη μετατροπή του σε νέο, αλλά ο Πελίας δεν ξαναγύρισε πια στη ζωή. Οι Πελιάδες καταλήφθηκαν τότε από φρίκη για το τερατώδες έγκλημα που διέπραξαν και κατέφυγαν στην Αρκαδία. Μετά από αυτά ο Άκαστος έδρασε αμέσως, διαδεχόμενος τον Πελία στο θρόνο της Ιωλκού, και έδιωξε από την πόλη τη Μήδεια και τον Ιάσονα. Κατόπιν, μάζεψε τα λείψανα του πατέρα του και έκανε μεγαλοπρεπή κηδεία στον Πελία. Διοργάνωσε προς τιμήν του πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες, στους οποίους έλαβαν μέρος οι άριστοι από τους Έλληνες ήρωες της εποχής, όπως οι Διόσκουροι, ο Άδμητος, ο Βελλεροφόντης, οι αδελφοί Βορεάδες, ο Γλαύκος, ο Ίφικλος, ο Κύκνος, ο Μελέαγρος, ο Ορφέας, ο Πηλέας κ.ά., πού υμνήθηκαν από τον ποιητή Στησίχορο στο ποίημά του «Άθλα επί Πελία».
(5) Ο Ιάσων (~1280, < ιάομαι [= θεραπεύω < από το επιφώνημα "ιά" προτρεπτικό για προσέλευση μαχομένων > ιαχή] = θεραπευτής [γνώστης χρήσης βοτάνων από το Πήλιο]) ήταν γιος του Αίσονα και της Πολυμήδης, θείας του Οδυσσέα, απόγονος του γενάρχη Αιόλου. Ανατράφηκε στο Πήλιο από τον Κένταυρο Χείρωνα, που του δίδαξε και την Ιατρική. Ο Αίσονας, νόμιμος βασιλιάς της Ιωλκού, εκδιώχθηκε από τον ετεροθαλή αδελφό του, Πελία, στον οποίο παρουσιάστηκε ο Ιάσων, όταν ενηλικιώθηκε και ζήτησε την εξουσία, και η συζήτηση κατέληξε στην απόφαση για την Αργοναυτική Εκστρατεία (για τον Ιάσονα βλ. και στην παράγραφο 3.5.1 για το Χρυσόμαλλο Δέρας). Όταν επέστρεψε ο Ιάσονας, έχοντας πάρει ως σύζυγό του τη Μήδεια, παρέδωσε στον Πελία το Χρυσόμαλλο Δέρας και πήρε τη βασιλεία, αφού με τη Μήδεια απέκτησε ένα γιο, τον Μήδειο. Για να εκδικηθεί τον Πελία η Μήδεια προκάλεσε τη σφαγή του από τις ίδιες τις κόρες του. Μετά από αυτά ο γιος του Πελία, ο Άκαστος, έδρασε αμέσως, διαδεχόμενος τον Πελία στο θρόνο της Ιωλκού, και έδιωξε από την πόλη τη Μήδεια και τον Ιάσονα, που βρήκαν καταφύγιο στην Κόρινθο, όπου έζησαν ήσυχα για μερικά χρόνια. Όμως ο Ιάσονας μνηστεύθηκε την όμορφη και πολύ νεότερη θυγατέρα του Κορίνθιου βασιλιά Κρέοντα, τη Γλαύκη. Τότε η Μήδεια έστειλε ως γαμήλιο δώρο στη Γλαύκη ένα νυφικό χιτώνα, που μόλις τον φόρεσε πήρε φωτιά και την έκαψε ζωντανή, όπως και τον πατέρα της Κρέοντα, που προσπάθησε να τη βοηθήσει. Ύστερα σκότωσε τα δύο παιδιά που είχε αποκτήσει με τον Ιάσονα και κατά μία εκδοχή κατέφυγε στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε τον βασιλιά Αιγέα. Ο Ιάσονας επέστρεψε στην Ιωλκό, όπου βασίλευε ο γιος του σφετεριστή, ο Άκαστος. Με τη βοήθεια του Πηλέως και των Διοσκούρων, ο Ιάσονας κυρίευσε την Ιωλκό και ο Πηλέας σκότωσε τον Άκαστο και τη γυναίκα του Αστυδάμεια. Ο Ιάσονας έλαβε επίσης μέρος και στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου.
(6) Ο Άκαστος (~1250, <άκος [=θεραπεία] >ακέομαι [=θεραπεύω, αόρ. ηκέσθην] > ακεστής, άκαστος = θεραπευτής) ήταν γιος του Πελία και της Αναξίβιας, ο τελευταίος χρονικά από τους βασιλείς της Ιωλκού, που μετά απ’ αυτόν υπάχθηκε στο βασίλειο των Φερών. Χωρίς τη θέληση του πατέρα του έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, με αρχηγό τον Ιάσονα, που ήταν πρώτος του εξάδελφος. Επιστρέφοντας μετά από χρόνια, βρήκαν τον Πελία να βασιλεύει, αφού υποχρέωσε τον Αίσονα να πιει αίμα ταύρου και να πεθάνει, ενώ σκότωσε και ένα μικρό γιο του. Ο Ιάσονας θέλησε να εκδικηθεί εξοντώνοντας τον θείο του Πελία με σατανικό σχέδιο της Μήδειας. Τότε ο Άκαστος αντέδρασε καταλαμβάνοντας το θρόνο της Ιωλκού, και διώχνοντας από την πόλη τη Μήδεια με τον Ιάσονα. Κατόπιν, μάζεψε τα λείψανα του πατέρα του και έκανε μεγαλοπρεπή κηδεία στον Πελία, διοργανώνοντας και πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του, στους οποίους έλαβαν μέρος οι άριστοι από τους Έλληνες ήρωες της εποχής, που υμνήθηκαν από τον ποιητή Στησίχορο στο ποίημά του «Άθλα επί Πελία». Ο Άκαστος νυμφεύτηκε την Αστυδάμεια, κόρη του Αμύντορα από το Ορμένιο, και μετά από αυτά βασίλευε στην Ιωλκό. Κάποτε, κατέφυγε στο παλάτι του στην Ιωλκό ο Πηλέας από τη Φθία, επειδή κατά το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου είχε κατά λάθος σκοτώσει τον πεθερό του. Ο Άκαστος τον φιλοξένησε, αλλά στη διάρκεια της παραμονής του εκεί, η Αστυδάμεια ερωτεύθηκε σφοδρά τον ξένο. Ο Πηλέας απέκρουσε τον έρωτά της και η Αστυδάμεια για να εκδικηθεί έστειλε είδηση στη σύζυγο του Πηλέα, την Αντιγόνη, ότι δήθεν ο Πηλέας θα παντρευόταν τη Στερόπη, κόρη του Ακάστου. Η Αντιγόνη, δίνοντας πίστη στο μήνυμα, αυτοκτόνησε από την απελπισία της. Επιπλέον, η Αστυδάμεια κατηγόρησε τον Πηλέα στον Άκαστο ότι δήθεν αποπειράθηκε να τη βιάσει. Ο Άκαστος οργίστηκε, μη θέλοντας όμως να σκοτώσει ο ίδιος τον φιλοξενούμενό του, τον πήρε μαζί του στο Πήλιο για να κυνηγήσουν άγρια ζώα. Εκεί, την ώρα που ο Πηλέας, έπειτα από την κόπωση του κυνηγιού, κοιμόταν, ο Άκαστος του αφαίρεσε το μαχαίρι και έφυγε, αφήνοντάς τον άοπλο μέσα στο δάσος για να τον κατασπαράξουν τα άγρια θηρία. Αλλά ο Πηλέας σώθηκε από τον Κένταυρο Χείρωνα και επέστρεψε στην Ιωλκό όπου με τη βοήθεια του Ιάσονα και των Διοσκούρων κυρίευσε την Ιωλκό και σκότωσε τον Άκαστο και την Αστυδάμεια.
ε. Τρίκκη και Ορμένιο
Στην Τρίκκη (<τρις + ακίς [= άκρο] = με τρεις κορυφές βουνών) και στη Φαρκαδώνα του σημερινού νομού Τρικάλων κατοικούσαν οι αιολικής καταγωγής Φλεγύες (<φλέγω <φελάγω <φαίνω + άγω [διότι άναβαν δάδες και προχωρούσαν]) με τους εξής ηγεμόνες:
(1) Ο Φλεγύας ς (~1345) ήταν πρώτος βασιλεύς και επώνυμος ήρωας του λαού των Φλεγύων (συγγενούς των Λαπιθών) της Θεσσαλίας. Ήταν γιος του θεού του πολέμου `Αρεως και της Δωτίδας και απέκτησε τρία παιδιά: τον Ιξίωνα, τη Γυρτώνη και την Κορωνίδα. Η Κορωνίς (<κορωνιάω [=κορδώνομαι, καμαρώνω] = εξέχουσα, κορυφαία), ήταν μητέρα του θεού της Ιατρικής Ασκληπιού, που τον γέννησε με τον Απόλλωνα, με τον οποίο ενώθηκε στους πρόποδες του Πηλίου. Επειδή η Κορωνίς φοβήθηκε ότι θα την άφηνε ο Απόλλωνας, δημιούργησε ερωτικό δεσμό και με τον `Ισχυ, γιο του Ελάτου. Όταν το έμαθε ο Απόλλων, από το ιερό πτηνό του, τον κόρακα, άλλαξε το χρώμα του πτηνού από ασημένιο, που ήταν μέχρι τότε, σε μαύρο και τόξευσε την Κορωνίδα με τα βέλη της Αφροδίτης, σκοτώνοντάς την, αλλά έσωσε το παιδί τους από το σώμα της, που είχε αρχίσει να καίγεται στην πυρά, στην Τρίκκη (σημερινά Τρίκαλα), στις όχθες του ποταμού Ληθαίου. Ο θάνατος της Κορωνίδας ήταν αιτία της έχθρας του Φλεγύα με τον Απόλλωνα. Ο Φλεγύας πυρπόλησε το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς και για τιμωρία του, όταν πήγε στον Κάτω Κόσμο, καταδικάσθηκε να έχει απειλητικά κρεμασμένο από πάνω του ένα βράχο (όπως αναφέρεται και στην Αινειάδα). Ας σημειωθεί ότι και ο γιος του Ιξίων ήταν ένας από τους «καταραμένους» της μυθολογίας, καταδικασμένος περιφέρεται αιώνια στον Τάρταρο δεμένος με φίδια σ' έναν φλεγόμενο τροχό.
(2) Ο Λεύκιππος (~1310, <λευκός + ίππος = όμοιος με λευκόχρωμο άλογο ) γιος του Περιήρη, βασιλιά της Μεσσηνίας και της Γοργοφόνης του Περσέως, είχε σύζυγο τη Φιλοδίκη, και σχετίζεται με την περιοχή της Τρίκκης ως πατέρας των Λευκιππιδών. Οι Λευκιππίδες ήταν οι τρεις θυγατέρες του Λευκίππου από τις οποίες η Ιλάτιρα και η Φοίβη μνηστεύθηκαν τους ξαδέλφους τους Ίδα και Λυγκέα (τέκνα του αδελφού του Λευκίππου και βασιλιά της Μεσσηνίας Αφαρέως) ενώ η τρίτη, η Αρσινόη έγινε μητέρα του Ασκληπιού από τον Απόλλωνα, κατά την Ησιοδική παράδοση, που αναφέρει και ο Πίνδαρος, σύμφωνα με την οποία ο Ασκληπιός δεν ήταν γιος της Κορωνίδας, η οποία τον παρέλαβε από την Αρσινόη, όταν αυτός ήταν νήπιο.
(3) Ο Ασκληπιός (~1250, <α [στερητ.] + σκέλλω [=είμαι κάτισχνος >σκελ- > σκλε- > σκλη- {ε>η}] + ποιος [<ποιέω] = αυτός που κάνει τους ανθρώπους να μην είναι ισχνοί, θεραπευτής, ιατρός) ήταν θεοποιημένος θεμελιωτής της Ιατρικής, που λατρευόταν σε όλο τον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαιότητα. Παραδίδεται ότι ήταν γιος του Απόλλωνα, του οποίου οι πολυάριθμοι έρωτές περιλάμβαναν την Κορωνίδα, τη Δάφνη, την Αρσινόη, την Κασσάνδρα, την Ψαμάθη, τη Φιλωνίδα, τη Χρυσόθεμι και πολλές άλλες, από τις οποίες σχεδόν πάντα αποκτούσε ένα γιο. Ένας από αυτούς τους γιους ήταν ο Ασκληπιός, από την Κορωνίδα, κόρη του βασιλιά της Τρίκκης Φλεγύα ή από την Αρσινόη, κόρη του βασιλιά της Μεσσηνίας Περιήρη. Μετά το θάνατο της Κορωνίδας, ο Απόλλωνας τον παρέδωσε στον κένταυρο Χείρωνα, που ανέλαβε την εκπαίδευση του, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, η οποία πρόσφερε στον Ασκληπιό το πολύτιμο αίμα της Μέδουσας. Το αίμα από τη δεξιά φλέβα θα μπορούσε να θεραπεύσει την ανθρωπότητα, ακόμη και από το θάνατο, ενώ το αίμα από την αριστερή φλέβα μπορούσε να θανατώσει. O Ασκληπιός ανατράφηκε για να γίνει ικανός θεραπευτής. Σύζυγός του ήταν η Ηπιόνη, μητέρα του ομηρικού Μαχάονα και συμμετείχε στο ταξίδι των Αργοναυτών και το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, γεγονότα που τον εντάσσουν μεταξύ των σημαντικότερων ηρώων της ελληνικής μυθιστορίας. Όταν όμως έφερε πίσω στη ζωή τον Καπανέα και τον Λυκούργο (που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου των Επτά επί Θήβας) και τον Ιππόλυτο, γιο του Θησέα, ανήσυχος ο Δίας για την εξουσία του πάνω στη ζωή και το θάνατο, σκότωσε τον Ασκληπιό με έναν κεραυνό. Ο Απόλλωνας θύμωσε, και στράφηκε ενάντια στους δημιουργούς των κεραυνών, τους Κύκλωπες. Ο Δίας για τιμωρία του γιου του, τον έστειλε υπηρέτη στο θνητό βασιλιά Άδμητο για ένα χρόνο. Εκεί συνέβη το δράμα του Άδμητου και της Άλκηστης που σώθηκαν με παρέμβαση του Ηρακλή, για το οποίο έχει ήδη γίνει λόγος στην παράγραφο 3.3.3 δ. Για τον Όμηρο ο Ασκληπιός ήταν θνητός ήρωας, που λατρεύτηκε μόνο νεκρός, όπως και άλλοι νεκροί βασιλικοί ήρωες. Στη διάρκεια ζωής του ήταν μόνο «άριστος ιατρός». Η εν συνεχεία εξέλιξη του μύθου του τον κατέστησε αρχηγέτη μιας μακράς παράδοσης θεραπευτών. Ο γιος του Μαχάων ήταν ο πρώτος χειρουργός, ενώ ο αδελφός του Ποδαλείριος θεράπευε τις αόρατες πληγές, ακόμα και εκείνες της ψυχής. Οι γιοι του Μαχάονα φέρουν επίσης ονόματα που υπονοούν τον πόλεμο, όπως Πολεμοκράτης, Νικόμαχος, Αριστόμαχος.
(5) Ο Μαχάων (~1190, <μάχη [<μάχαιρα <αμυχή + αιρέω {=φονεύω}] = μαχητής) ήταν γιος του Ασκληπιού και της Ηπιόνης, προστάτης της χειρουργικής και μάλιστα της στρατιωτικής, σε αντίθεση με τον αδελφό του Ποδαλείριο που ήταν προστάτης της «επιμελουμένης τα εσωτερικά νοσήματα» Ιατρικής, (δηλαδή της σημερινής παθολογίας). Οι δυο αδελφοί συμμετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο ερχόμενοι από τη Τρίκκη «άγοντες τριάκοντα λαμπρά πλοία» (Ιλιάδα, Β 733 ), και πρόσφεραν πολλές υπηρεσίες στους Αχαιούς, ιδίως περιποιούμενοι τους ασθενείς και τραυματίες με «επωδάς», εσωτερικά και εξωτερικά φάρμακα από βότανα, και με χειρουργικές επεμβάσεις. Ο Μαχάων επιμελήθηκε τις πληγές του Φιλοκτήτη, το τραύμα του Μενελάου, και όταν πληγώθηκε ο ίδιος, από τον Πάρη, μεταφέρθηκε με το άρμα του Νέστορα από το πεδίο της μάχης στο στρατόπεδο. Σύζυγος του Μαχάονα φέρεται η Αντίκλεια και γιοι του ο Γόργασος και ο Νικόμαχος. Ο Παυσανίας αναφέρει και τρίτο γιο με το όνομα Σφύρος, που ήταν ο ιδρυτής της λατρείας του Ασκληπιού στο Άργος. Ο Μαχάων φέρεται ότι σκοτώθηκε από τον Ευρύπυλο, γιο του Τηλέφου (που ήταν γιος του Ηρακλή και της Αύγης) ή από την αμαζόνα Πενθεσίλεια. Τα οστά του μετέφερε ο Νέστωρ στη Γερήνια όπου θάφτηκαν με μεγαλοπρέπεια.
(6) Ο Αλεξάνωρ (~1150, <αλέξω [=αποκρούω] + ανήρ-ανέρος = αυτός που υπερασπίζεται τους άνδρες, προστάτης των ανθρώπων, ταυτόσημο με το Αλέξανδρος) ήταν γιος του Μαχάονα και εγγονός του θεοποιημένου ιατρού Ασκληπιού. Ο Αλεξάνορας λατρευόταν ως ήρωας στην Τιτάνη της Σικυωνίας, όπου είχε ιδρύσει ασκληπιείο μέσα σε περίβολο πυκνοφυτεμένο με κυπαρίσσια. Μέσα στο ασκληπιείο αυτό βρίσκονταν ξύλινα αγάλματα (ξόανα) του Ασκληπιού και της Υγείας. Πολλοί θεωρούσαν ότι το άγαλμα αυτό του Ασκληπιού ήταν έργο του ίδιου του Αλεξάνορα. Προς τιμή του Αλεξάνορα υπήρχε και δικό του άγαλμα στο εσωτερικό του κτηρίου. Αδελφοί του Αλεξάνορα ήταν ο Σφύρος, που ίδρυσε και αυτός ασκληπιείο στο Άργος, ο Πολεμοκράτης, ο Άλκων και άλλοι (Παυσανίας Β, 23, 4). Οι κάτοικοι της Τιτάνης τιμούσαν τον Αλεξάνορα με ιλαστήριες θυσίες μετά το ηλιοβασίλεμα.
Στο Ορμένιο (σημερινοί Σοφάδες), την Κραννώνα και την Κτημένη, σε μια περιοχή που περιλάμβανε μέρος των σημερινών νομών Καρδίτσας και Ευρυτανίας, κατοικούσαν οι επίσης αιολικής καταγωγής Δόλοπες (<δόλος + όψη [διότι είχαν πανούργα εμφάνιση]), των οποίων βασιλείς ήταν οι εξής:
(1) Ο Όρμενος (γνωστός και ως Άρμενος, ~1300, <συνθετικό αρι- [= πολύ, μεγάλο] + μένος [= δύναμη, ισχύς, βία, πνεύμα, πόθος] = πολύ δυνατός) ήταν γιος του Κερκάφου (ή Καρφίου) και εγγονός του γενάρχη Αιόλου. Είχε έναν τουλάχιστον γιο, τον Αμύντορα, και έδωσε το όνομά του στην αρχαία πόλη Ορμένιο της Θεσσαλίας (σημερινοί Σοφάδες Καρδίτσας). Γιος του Ορμένου ήταν και ο Ευαίμονας.
(2) Ο Αμύντωρ (~1250, <άμυνα = υπερασπιστής) ήταν γιος του βασιλιά Ορμένου, των Δολόπων, ιδρυτή της θεσσαλικής πόλης του Ορμενίου, και εγγονός του Κερκάφου (ή Καρφίου). Αδελφός του Αμύντορα ήταν ο Ευαίμων. Ο Αμύντωρ διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του και ανέλαβε την βασιλεία του Ορμενίου. Σύζυγος του Αμύντορα αναφέρεται (κατά τον Διόδωρο) η Ιππολύτη ή (κατά τον Απολλόδωρο) η Αλκιμέδη. Ως ερωμένη του αναφέρεται η Κλυτία και κόρη του ήταν η Αστυδάμεια, μετέπειτα σύζυγος του Ακάστου. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση τον Αμύντορα τον σκότωσε ο Ηρακλής μετά την άρνησή του, να δώσει στον Ηρακλή, όπως είχε υποσχεθεί, για σύζυγο την κόρη του Αστυδάμεια, την οποία στη συνέχεια ο Ηρακλής έκανε σύζυγό του.
(3) Ο Ευαίμων (~1220, <ευ + αίμων [<δαίμων = γνώστης, έμπειρος] = πολύ έμπειρος) ήταν γιος του Ορμένου, ηγεμόνας του Ορμενίου και πατέρας του Ευρύπυλου, ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Ο Ευαίμονας αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα[1] (Β 736, Ε 79) και στη Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου (Γ 10, 8).
(4) Ο Φοίνιξ (~1200, <φοινός [<φένω > πένθος {π>φ} >πόνος >φόνος] = κόκκινος σαν αίμα, αιμοχαρής) ήταν γιος του Αμύντορα και βασίλεψε στο Ορμένιο μετά τον Ευαίμονα.
(5) Ο Ευρύπυλος (~1190, <ευρύς + πύλη = με μεγάλες πύλες) ήταν Θεσσαλός ήρωας, γιος του Ευαίμονα. Πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο ως ηγεμόνας του Ορμένιου, επικεφαλής 40 πλοίων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας σκότωσε τους Τρωαδίτες Υψήνορα, Μέλανθο και Απισάωνα, αλλά τραυματίσθηκε ο ίδιος από τον Πάρη, οπότε τον θεράπευσε ο Νέστορας. Ο Ευρύπυλος βοήθησε στην αρπαγή του Παλλαδίου (ιερό ξόανο της Αθηνάς) και ήταν ένας από τους άνδρες που μπήκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο.
3.2.4. Κρήτη, Νησιά του Αιγαίου και Κύπρος
α. Κρήτη
Στην Κρήτη (Κρήτες < κουρήτες [=επιμελητές] < κουρέω = φροντίζω <Fουρέω < οράω, ορέω, ουρέω = βλέπω, εποπτεύω), περιοχή όπου κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο είχε ανθίσει εντυπωσιακά ο Ετεοκρητικός Πολιτισμός, πραγματοποιήθηκε σταδιακή είσοδος των Αχαιών, οι οποίοι αναμίχτηκαν με τους κατοίκους που βρήκαν στο νησί, επηρεάστηκαν από τον πολιτισμό τους σε μεγάλο βαθμό σε όλες τις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν και πέρα από την Κρήτη και τελικά φαίνεται πως μετά το 1450 διαδέχτηκαν τους Ετεοκρήτες τουλάχιστον στο επίπεδο των ηγετικών στρωμάτων. Το έργο της διαδοχής φαίνεται πως διευκολύνθηκε και από την έκρηξη του ηφαίστειου της Σαντορίνης που έγινε το 1450 και προκάλεσε φοβερές καταστροφές σε όλο το Αιγαίο. Οι πρώτοι γνωστοί βασιλείς ήταν:
(1) Ο Μελισσεύς (~1640, <μέλισσα + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που τρέφει μέλισσες, μελισσουργός) ήταν βασιλιάς της Κρήτης, ο μεγαλύτερος σε ηλικία και αρχηγός των εννέα Κουρήτων που προστάτεψαν τον Δία σε βρεφική ηλικία. Οι Κουρήτες ήταν χθόνιοι δαίμονες του όρους Ίδη (<ιδείν, ψηλό βουνό που φαίνεται από μακριά), οι οποίοι χτυπούσαν τα δόρατα και τις ασπίδες τους για να καλύψουν τα κλάματα του νεογνού Δία, που πήραν από τη μητέρα του Μεγάλη Θεά Ρέα. Κόρες του ήταν οι νύμφες Αδράστεια (=μοιραία) και Ίδη (<ιδείν, αυτή που φαίνεται από μακριά) που φρόντισαν το νεογνό Δια. Τα ονόματά τους τα χρησιμοποιούσαν ως χαρακτηρισμούς και για τη Ρέα. Το θείο βρέφος κρύφτηκε από τον κανίβαλο πατέρα του Κρόνο και μεγάλωσε σε σπηλιά της Ίδης (Ιδαίο Άντρο). Ο νεογενής θεός τράφηκε με μέλι και γάλα από τη νύμφη Αμάλθεια. Όταν ωρίμασε, o Δίας αντάμειψε τις νύμφες τροφούς του με το κέρας της Αμάλθειας(ή κέρας της αφθονίας) που ήταν πάντα γεμάτο από φαγητό και ποτό, συμβολισμός που αντικατοπτρίζει την ευμάρεια που απολάμβαναν οι κάτοικοι της Κρήτης, εξαιτίας της πλούσιας παραγωγής του νησιού. Πέντε από τους Κουρήτες έπλευσαν από την Κρήτη στη Χερσόνησο απέναντι από τη Ρόδο, και με αξιοσημείωτη εκστρατεία, έδιωξαν τους Κάρες που κατοικούσαν εκεί, για να εγκατασταθούν και να διαιρέσουν τη γη σε πέντε μέρη, δίνοντας σε καθένα τα δικά τους ονόματα. Ο Τρίοψ, ένας από τους γιούς του Ήλιου και της Ρόδου, ο οποίος ήταν φυγάς εξαιτίας της δολοφονίας του αδερφού του Τέναγου, καθαρίστηκε από τη δολοφονία με παρέμβαση του Μελισσέοα. Ο Μελισσεύς αναφέρεται ως ο πρώτος άνθρωπος που τέλεσε θυσίες στους θεούς. Ως βασιλιάς της Κρήτης ο Μελισσεύς σχετίζεται με την παραγωγή μελιού, που λογιζόταν ενθεογόνο δώρο της Θεάς Ρέας, πριν γίνει γνωστό το κρασί στον πολιτισμό του Αιγαίου.
(2) Ο Κρης (~1600, <Κουρήτης > Κρήτη > Κρης) ήταν γιος του Δία, από την εποχή που βρισκόταν στην Κρήτη, και της νύμφης Ιδαίας, πατέρας του Τάλω, βασιλιάς των Ετεοκρητών και αυτόχθων νομοθέτης πριν από τον Μίνωα. Ο Κρης λογιζόταν ως ιδρυτής της Μιλήτου.
(3) Ο Τάλως (~1565, <Ταλώς <Ταλαός <τάλας = υποφέρων <ατάομαι >τάνας >τάλας [ν>λ]) ήταν μυθικός φύλακας της Κρήτης, γιγάντιος, ανθρωπόμορφος και με σώμα από χαλκό, γιος του Κρητός, που κατά το μύθο, κατασκεύασε ο θεός Ήφαιστος. Κατά τον Πλάτωνα ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να επιτηρεί την εφαρμογή των νόμων στην Κρήτη, κουβαλώντας τους γραμμένους σε χάλκινες πλάκες. Γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές τη μέρα και κρατούσε σε απόσταση τα άγνωστα πλοία που πλησίαζαν την Κρήτη πετώντας τους τεράστιες πέτρες. Αν οι άγνωστοι είχαν ήδη αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή πυράκτωνε το χάλκινο σώμα του σε κάποια φωτιά, τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω του και τους έκαιγε. Το τέλος του Τάλω ήρθε όταν συναντήθηκε με τους Αργοναύτες που, όταν γύριζαν από την Κολχίδα, πλεύρισαν στο νησί και αντιμετώπισαν τον γίγαντα που τους κρατούσε σε απόσταση. Τότε η Μήδεια, που ταξίδευε μαζί τους, μάγεψε με τα λόγια της τον Τάλω, υποσχόμενη αθανασία, και έτσι μπόρεσε ο Ιάσονας να του αφαιρέσει το καρφί στη φτέρνα του που έκλεινε τη μια και μοναδική φλέβα που διέτρεχε όλο το κορμί του και περιείχε ιχώρα, θανατώνοντάς τον. Οι παραδόσεις για τον Τάλω απηχούν αναμνήσεις του πλούτου της Κρήτης από την παραγωγή χαλκού και χαλκουργικών προϊόντων την εποχή του Ετεοκρητικού πολιτισμού.
(4) Ο Σθένελος (~1530, <σθένος [=δύναμη] + ελαύνω [=οδηγώ, προχωρώ] = αυτός που προχωράει με δύναμη) ήταν επίσης Ετεοκρήτης, που βασίλεψε στο μεταίχμιο του χρόνου πριν από την έναρξη εγκατάστασης των Αχαιών.
(5) Ο Αστερίων (~1490, <αστέριος <α [επιτατ.] + στερεός [γεν. α-στέρ-ος, >στερέωμα = ο ουρανός] = αυτός που δεν έχει υλική υπόσταση) αναφέρεται ότι πήρε σύζυγο την τρισέγγονη της πριγκίπισσας Ιούς του Άργους Ευρώπη, κόρη του Αγήνορα, αδελφή του Κάδμου, που κατέφυγε εκεί από τη Φοινίκη και απόκτησε μαζί της τρία παιδιά (Μίνως, Ραδάμανθυς και Σαρπηδών), που κατά την παράδοση ήταν παιδιά του Δία, τα οποία υιοθέτησε ο Αστερίων.
(6) Ο γιος του Μίνως Α (<μένω - παραμένω σταθερός, αντέχω), τον διαδέχτηκε ως βασιλεύς στην Κνωσσό (~1450). Το όνομα Μίνως, όπως και το όνομα Αίολος, ενδέχεται να αποτελεί προσωποποίηση μιας σειράς ηγεμόνων που, από το 2500 μέχρι το 1450, δημιούργησαν τον μεγάλο Ετεοκτητικό πολιτισμό (που χαρακτηρίζεται και ως Μινωικός), ένα από τους αρχαιότερους και λαμπρότερους πολιτισμούς του κόσμου. Ο πολιτισμός αυτός καταλύθηκε από Αχαιούς επιδρομείς που κατέβηκαν στην Κρήτη από τα μέρη της Πελοποννήσου περί το 1450 π.Χ. την εποχή που σύμφωνα με τα ανωτέρω στην Κρήτη ζούσε ο συγκεκριμένος Μίνως, γιος (κατά το μύθο μετά από ένωση με το Δία) του βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα και της Ευρώπης, αδελφής του Κάδμου και τρισέγγονης της πριγκίπισσας Ιούς του Άργους. Η Ευρώπη και τα τρία παιδιά της (Μίνως, Ραδάμανθυς και Σαρπηδών) βρήκαν άσυλο στη αυλή του βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, ο οποίος νυμφεύτηκε την Ευρώπη και υιοθέτησε το Μίνωα και τα αδέρφια του. Μετά το θάνατο του Αστερίωνα ο Μίνωας διεκδίκησε το θρόνο του. Προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις των Κρητών, ισχυρίστηκε ότι οι θεοί του είχαν ήδη παραχωρήσει τη θέση αυτή. Για να αποδείξει μάλιστα του λόγου το αληθές είπε ακόμη, ότι οι θεοί θα του έστελναν ό,τι τους ζητούσε. Στη συνέχεια έκανε θυσία στον Ποσειδώνα και του ζήτησε να βγει από τη θάλασσα ένας λευκός ταύρος, που δεσμεύτηκε ότι θα τον θυσίαζε, αλλά συνεπαρμένος από την ομορφιά του ζώου δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Θυσίασε μάλιστα έναν άλλο ταύρο στη θέση του, νομίζοντας ότι θα κατόρθωνε να ξεγελάσει τον θεό της θάλασσας. Από τότε ο ταύρος ήταν ιερό ζώο των Κρητών. Ο μύθος αυτός πιθανώς αντικατοπτρίζει την αλλαγή φρουράς από τους Ετεοκρήτες στους Αχαιούς βασιλείς που τους διαδέχτηκαν. Μένοντας στα πλαίσια του μύθου αυτού, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μίνως (που ορθό είναι να χαρακτηρίζεται ως Μίνως Α) χρονικά δεν είναι δυνατόν να ταυτίζεται με τον γνωστό από τις περιπέτειες του Θησέα Μίνωα (που είναι ορθό να χαρακτηρίζεται ως Μίνωας Β), ο οποίος (με χρονολόγηση βάσει της διαδοχής των Αχαιών βασιλέων) έζησε 200 χρόνια αργότερα. Σύμφωνα με τον Αιγύπτιο ιερέα και συγγραφέα Μανέθωνα ο Μίνωας αυτός (ή κάποιος από τους βασιλείς της Κρήτης με το όνομα Μίνωας) βασίλεψε στην Αίγυπτο πριν τον κατακλυσμό και μαζί με τους απογόνους του (επτά επόμενους βασιλείς) κυβέρνησαν τη χώρα επί 253 έτη. Η ομοιότητα εξάλλου του ονόματος Μίνως με το όνομα Μήνης (ή Ναχμέρ, 3100-3050) του πρώτου βασιλιά και δημιουργού του κράτους των Αιγυπτίων, σε συνδυασμό με τις παραδόσεις για τους Αργείους Άπι και Έπαφο που επίσης (κατά τους μύθους) βασίλεψαν στην Αίγυπτο, όπως και η εμφανής ελληνική προέλευση τοπωνυμίων όπως Νείλος, Θίνις, Μέμφις, Θήβα, Άβυδος, Ασουάν (<Νάουσα), Ηρακλεόπολις, Ηλιούπολις, Βούβαστις, Ναύκρατις, Πηλούσιο και Σαΐς μπορούν να οδηγήσουν σε διαλογισμούς σχετικά με τη σχέση των δύο χωρών, για την επιβεβαίωση των οποίων θα πρέπει να αναζητηθούν αρχαιολογικά τεκμήρια.
(7) Ο αδελφός του Μίνωα Α Ραδάμανθυς (<φράζω [=εκφράζομαι, σκέπτομαι] > φράδσω >φραδάζω >φραδάμων + θεις [μετοχή του τίθημι=θέτω] = αυτός που χρησιμοποιεί τη σκέψη του για να κρίνει [ένας από τους τρεις κριτές στον Άδη]) την ίδια εποχή με τον αδελφό του έγινε βασιλεύς στη Φαιστό, ενώ ο άλλος αδελφός ο Σαρπηδών (<σαρώ [=σαρώνω, καταστρέφω, εξαφανίζω] + πηδώ = αυτός που αφανίζει τους εχθρούς προσπερνώντας) βασίλεψε στη Λυκία της Μ.Ασίας.
(9) Στο χρονικό διάστημα των 200 χρόνων από τον Μίνωα Α μέχρι τον Μίνωα Β, φαίνεται ότι επικράτησε στην Κρήτη κατάσταση αναρχίας που σχετίζεται με την εισβολή των Αχαιών, με συνέπεια να μην είναι γνωστά τα ονόματα των βασιλέων της περιόδου αυτής (που δεν αποκλείεται να είχαν και αυτοί το όνομα Μίνως). Ο επόμενος γνωστός βασιλεύς, Μίνως Β (~ 1250), που συγχέεται στους μύθους με τον Μίνωα Α, διάσημος από την ιστορία του Μινώταυρου και τις περιπέτειες του Θησέα και σύγχρονος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέως, είχε σύζυγο την Πασιφάη και μαζί της απέκτησε τέσσερεις γιούς, τον Ανδρόγεω, το Δευκαλίωνα, το Γλαύκο και τον Κατρέα και τέσσερις κόρες, την Ακάλλη ή Ακαλλίδα, την Αριάδνη, τη Φαίδρα και την Ξενοδίκη. Σύμφωνα με τους μύθους η Πασιφάη από την ένωσή της με ένα ταύρο (τον «Ταύρο της Κρήτης») γέννησε ένα ακόμη παιδί-τέρας, το οποίο ονομάστηκε (όπως ο προπάππος του) Αστερίων και, λόγω της μορφής του, έγινε γνωστό ως Μινώταυρος (πιθανότατα ήταν ιερέας του θεοποιημένου ζώου, που φορούσε τελετουργική προσωπίδα ταύρου). Ο Μίνωας φαίνεται ότι δεν ήταν πιστός σύζυγος (πράγμα όχι σπάνιο για την εποχή εκείνη) και η Πασιφάη, για να τον εκδικηθεί, του έδωσε ένα ποτό, που τον έκανε, όταν έβλεπε άλλη γυναίκα, να της ρίχνει στο στήθος άγρια ζώα, που την κατασπάρασσαν. Ο Μίνωας απαλλάχτηκε από το βάρος αυτό όταν ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, ερωμένη του Κέφαλου, η οποία του έδωσε αντίδοτο και έτσι εξουδετερώθηκαν οι δυσμενείς επιδράσεις. Μαύρη σελίδα στη ζωή του Μίνωα ήταν ο θάνατος του γιου του Ανδρόγεω, που είχε μεταβεί στην Αθήνα για να λάβει μέρος στα Παναθήναια, όπου κατόρθωσε να νικήσει σε όλα τα αθλήματα, προκαλώντας έτσι το φθόνο των Αθηναίων. Για να απαλλαγούν από αυτόν, τον έστειλαν να εξοντώσει τον γνωστό ταύρο της Κρήτης, ο οποίος είχε πλέον καταλήξει στο Μαραθώνα. Ο νεαρός απέτυχε και ο ταύρος τον θανάτωσε. Όταν ο Μίνωας πληροφορήθηκε το χαμό του γιου του βρισκόταν στην Πάρο, όπου πραγματοποιούνταν θυσίες προς τιμή των Χαρίτων. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να αφαιρέσει το λουλουδένιο στεφάνι, που φορούσε στο κεφάλι του και να διατάξει τους αυλητές να σταματήσουν να παίζουν. Ωστόσο συνέχισε μέχρι τέλους τη θυσία. Από τότε η συγκεκριμένη θυσία γινόταν χωρίς συνοδεία μουσικής. Στη συνέχεια ο Μίνωας εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας για να εκδικηθεί τον άδικο θάνατό του γιου του. Πρώτος σταθμός της εκστρατείας αυτής ήταν τα Μέγαρα. Εκεί βασίλευε ο Νίσος, γιος του Πανδίονα. Ο Νίσος είχε στο κρανίο του μία τρίχα πορφυρού χρώματος, η οποία ήταν συνδεδεμένη με τη ζωή του. Η κόρη του Σκύλλα όμως ερωτεύτηκε τον Μίνωα και έκοψε την τρίχα, με αποτέλεσμα ο Νίσος να πεθάνει και τα Μέγαρα να καταληφθούν. Όταν όμως η Σκύλλα πήγε υπερήφανη για το κατόρθωμά της στο Μίνωα, εκείνος την τιμώρησε για την προδοσία της, ρίχνοντάς την στη θάλασσα. Ο στρατός του Μίνωα ξεκίνησε την πολιορκία των Αθηνών, χωρίς όμως να κατορθώσει να την καταλάβει. Αυτό κράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα και στην Αθήνα ενέσκηψε επιδημία και λιμός. Οι Αθηναίοι απελπισμένοι από την κατάσταση στράφηκαν στο μαντείο των Δελφών. Η απάντηση του μαντείου ήταν να ικανοποιηθεί οποιοδήποτε αίτημα του Μίνωα. Εκείνος τότε επέβαλε στην Αθήνα ένα φόρο αίματος, σύμφωνα με τον οποίο οι Αθηναίοι έπρεπε να στέλνουν κάθε χρόνο εφτά νέους και εφτά νέες για τροφή του Μινώταυρου. Την τιμωρία των Αθηναίων έμελλε να σταματήσει ο γιος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, ο Θησέας, που αποφάσισε να πάει μαζί με τους νέους και τις νέες που θα θυσιαζόταν στην Κρήτη. Αν εξολόθρευε το Μινώταυρο χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια του, η υποχρέωση για θυσία θα σταματούσε. Η κόρη του Μίνωα, Αριάδνη, ερωτεύτηκε το Θησέα και του έδωσε ένα σπάγκο για να τον δέσει στην πόρτα του λαβυρίνθου και να τον ξετυλίγει μέχρι να φτάσει στο μέρος όπου κοιμόταν ο Μινώταυρος. Ο Θησέας σκότωσε το Μινώταυρο, ίσως με ένα ξίφος που του έδωσε η Αριάδνη. Έπειτα χρησιμοποίησε το σπάγκο για να βρει το δρόμο της επιστροφής προς την είσοδο του λαβυρίνθου. Ο Θησέας και η Αριάδνη απέδρασαν από την Κρήτη, αλλά στο δρόμο για την Αθήνα ο Θησέας την εγκατέλειψε στη Νάξο, όπου ο θεός Διόνυσος την νυμφεύτηκε αμέσως.
Στο παλάτι του Μίνωα βρήκε άσυλο και ο Αθηναίος εφευρέτης Δαίδαλος μετά την εξορία του από την Αθήνα. Ό Μίνωας αξιοποίησε το ταλέντο του Δαίδαλου, και ιδιαίτερα τις αρχιτεκτονικές του γνώσεις. Ένα από τα έργα του ήταν ο περίφημος «λαβύρινθος» (<λαύρα [>λάβρα {<λάας [=λίθος, γη, χώρα] + αυλή [λ>ρ}] + = στενή οδός μεταξύ αυλής και οικίας, διάδρομος] + ινδός [=δυνατός] = χώρος γεμάτος αδιαπέραστους διαδρόμους), όπου τοποθετήθηκε ο Μινώταυρος. Σύντομα όμως ο εφευρέτης έπεσε στη δυσμένεια του Μίνωα. Αιτία ήταν η βοήθεια που πρόσφερε στην Πασιφάη προκειμένου να συνευρεθεί με τον ταύρο. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος να φυλακιστούν στο λαβύρινθο. Από εκεί κατόρθωσαν να δραπετεύσουν με τη χρήση φτερών, ο Ίκαρος όμως βρήκε τραγικό τέλος. Μετά τη δραπέτευση του Δαίδαλου ο Μίνωας τον αναζήτησε για να μην αποκτήσει άλλος τα μοναδικά έργα, που είχε κατασκευάσει στην Κρήτη. Διέδιδε ότι αναζητούσε ένα τεχνίτη, ο οποίος να μπορεί να περάσει μία κλωστή μέσα από ένα όστρακο που είχε σχήμα κοχλία. Προσδοκούσε ότι μόνο ο Δαίδαλος μπορούσε να το κατορθώσει. Τελικά τον εντόπισε στη Σικελία, όπου είχε καταφύγει στην αυλή του βασιλιά της Καμικού, Κόκαλου. Ο Κόκαλος έδωσε το όστρακο στο Δαίδαλο, ο οποίος κατάφερε να περάσει την κλωστή σε αυτό αφού έδεσε στην άκρη της ένα μυρμήγκι ή μία μέλισσα. Μόλις είδε την κλωστή περασμένη, ο Μίνωας ζήτησε από τον Κόκαλο να του παραδώσει το Δαίδαλο, γιατί μόνο αυτός θα μπορούσε να το επιτύχει. Ο Κόκαλος προσποιήθηκε ότι θα ενδώσει στο αίτημα του, όμως του ζήτησε πρώτα να συμμετάσχει σε ένα συμπόσιο που θα διοργάνωνε. Πριν το συμπόσιο ο Μίνωας θα έπρεπε να λουστεί. Οι κόρες του Κόκαλου του έριξαν καυτό νερό με αποτέλεσμα ο Μίνωας να βρει φρικτό θάνατο. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο Μίνωας ήταν σοφός και με αξιόλογο νομοθετικό έργο. Επιπλέον ο Όμηρος του πλέκει το εγκώμιο αναφέροντας ότι ο Μίνωας έπαιρνε τους νόμους από τον ίδιο τον Δία κάθε εννιά χρόνια σε μια σπηλιά της Ίδης. Η διοίκηση του Μίνωα θεωρήθηκε ανθρωπιστική και δίκαιη και γι' αυτό, σύμφωνα με το μύθο, ορίστηκε ως ένας από τους κριτές του Άδη μαζί με τον αδερφό του Ραδάμανθυ και τον βασιλιά της Αίγινας Αιακό, αλλά ο Μίνωας ήταν εκείνος που λάμβανε τις τελικές αποφάσεις.
(10) Ο Κατρεύς (~1210, <κατάρα + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που έχει κατάρα [ότι θα σκοτωθεί από τον γιο του]) ήταν ένας από τους 4 γιους που απέκτησαν ο Μίνωας και η Πασιφάη, που διαδέχθηκε τον πατέρα του ως βασιλιάς της Κρήτης. Ένας χρησμός βασάνιζε τον Κατρέα, που έλεγε ότι θα πέθαινε από το χέρι ενός παιδιού του. Ο Κατρέας είχε 4 παιδιά, την Αερόπη, την Κλυμένη, την Απημοσύνη και τον Αλθαιμένη. Το χρησμό αυτό δεν τον φανέρωσε στα παιδιά του, αλλά έτυχε και τον πληροφορήθηκαν ο Αλθαιμένης και η Απημοσύνη, οπότε με δική τους πρωτοβουλία έφυγαν από την Κρήτη και εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο, όπου ίδρυσαν την πόλη Κρητηνία. Ο Κατρέας από την πλευρά του, για να αποφύγει την εκπλήρωση του χρησμού έδωσε τα άλλα δύο παιδιά του στον Ναύπλιο για να τα πουλήσει ως δούλους. Κάποτε όμως ο Κατρέας γέρασε, οπότε επιθυμώντας να αφήσει το θρόνο του στον Αλθαιμένη, πήγε στη Ρόδο να τον βρει. Μόλις αποβιβάσθηκε, μερικοί βοσκοί νόμισαν ότι αυτός και το πλήρωμα του πλοίου του ήταν πειρατές. Μάταια προσπάθησε ο Κατρέας να τους εξηγήσει το σκοπό του ταξιδιού του στη Ρόδο: Τα γαβγίσματα των τσοπανόσκυλων έπνιγαν τις φωνές του. Με την όλη αναταραχή ήρθε και ο Αλθαιμένης, ο οποίος πέταξε το ακόντιο του στον υποτιθέμενο εχθρό και έτσι εκπληρώθηκε ο χρησμός. Ο Αλθαιμένης ωστόσο μέσα σε λίγη ώρα διαπίστωσε την ταυτότητα του ξένου, οπότε παρακάλεσε τους θεούς να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί, πράγμα που έγινε στην κυριολεξία. Ο θάνατος του Κατρέως συνδέεται με την απαγωγή της Ωραίας Ελένης: Ο σύζυγός της Μενέλαος είχε πάει στην Κρήτη για την κηδεία του, αφού ο νεκρός ήταν παππούς του (ο Μενέλαος ήταν γιος της Αερόπης), οπότε ο Πάρις βρήκε ευκαιρία να αρπάξει την Ωραία Ελένη και να φύγει.
(11) Ο Δευκαλίων (~1200, <Δευς [Ζευς] + καλλίων [συγκριτικός του καλός-καλλίων-κάλλιστος] = ο καλύτερος άνδρας του Δία) ήταν γιος του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης, πατέρας του Ορεσθέα, βασιλιά των Οζόλων Λοκρών και του Ιδομενέα που οδήγησε τα στρατεύματα του βασιλείου στην Τροία, και του Μόλου. Συμμετείχε στην Αργοναυτική Εκστρατεία και στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Στην Οδύσσεια του Ομήρου, ο Οδυσσέας, μεταμορφωμένος από την Αθηνά σε ζητιάνο, εμφανίστηκε στην Πηνελόπη με το όνομα "Αίθων", που υποτίθεται ότι ήταν το όνομα ενός γιου του Δευκαλίωνα.
(12) Ο Μόλος (~1200, <βλώσκω [{<μέλισσα >μολώσκω >μλώσκω} = πάω και έρχομαι] = μέρος όπου πηγαινοέρχονται καράβια >έγια μόλα) ήταν ετεροθαλής αδελφός του Ιδομενέα, νόθος γιος του Δευκαλίωνα, πατέρας του Μυριόνη, στον οποίο κατά την Ιλιάδα (Κ 266), όταν αναχώρησε για την Τροία, έδωσε, για προστασία από τα εχθρικά βέλη, την περίφημη δερμάτινη περικεφαλαία που είχε δωρίσει σ’ αυτόν ο Αμφιδάμαντας όταν τον φιλοξενούσε στα Κύθηρα. Ο Μόλος φέρεται ότι βίασε στις ακτές της Κρήτης κάποια νύμφη, όπου, μετά παρέλευση λίγου χρόνου, βρέθηκε αποκεφαλισμένος. Έκτοτε και μέχρι τα χρόνια του Πλούταρχου γινόταν στην Κρήτη ειδική εορτή, τα «Μόλια», κατά την οποία οι συμμετέχοντες, σε ανάμνηση του γεγονότος, περιέφεραν στους δρόμους ακέφαλο ανδρείκελο.
(13) Ο Ιδομενεύς (~1190, <Ἴδα + μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] = η δύναμη της Ίδας) ήταν βασιλιάς της Κρήτης, γιος του Δευκαλίωνα και εγγονός του Μίνωα Β. Συμμετείχε και διακρίθηκε για την αντρειοσύνη του στον Πόλεμο της Τροίας. Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Ιδομενέας επέστρεψε στην Κρήτη σώος, χωρίς περιπέτειες στο δρόμο του. Από το Βιργίλιο (Βιργίλιος III, 400), ωστόσο, παραδίδεται ότι επιστρέφοντας από τον πόλεμο, το πλοίο του έπεσε σε θύελλα. Ο Ιδομενέας τότε ορκίστηκε στο θεό Ποσειδώνα ότι αν έφτανε ζωντανός στην πατρίδα, θα θυσίαζε στο θεό όποιο ζωντανό ον αντίκριζε πρώτο. Όταν γύρισε όμως, ο πρώτος που αντίκρισε ήταν ο γιος του. Αρνούμενος να τον θυσιάσει, προκάλεσε την οργή των θεών, που έστειλαν λοιμό στη χώρα και έτσι οι κάτοικοι αποφάσισαν να τον εξορίσουν.
(14) Ο Μηριόνης (~1190, <μυριόνοος <μύρια + νους = αυτός που έχει πολλά στο μυαλό του, σοφός), γιος του Μόλου, ανεψιός και φίλος του Ιδομενέως, παρουσιάζεται στην Ιλιάδα ως «ήρως», «δουρικλυτός», «δαΐφρων», «πεπνυμένος», ενώ για τη γενναιότητά του παρομοιάζεται με τον ίδιο τον θεό του πολέμου Άρη. Στον Τρωικό πόλεμο σκότωσε πολλούς εχθρούς, ανάμεσα στους οποίους οι Φέρεκλος, Αδάμας, Αθάμαντας, Ακάμαντας, Αρπαλίωνας, ο Λαόγονος και ο Ιπποτίωνας. Ακόμα, τραυμάτισε τον Δηίφοβο και απέφυγε με ταχύτατες κινήσεις τα χτυπήματα του Αινεία ο οποίος τον αποκαλούσε σκωπτικά «ορχηστή», δηλαδή «χορευτή». Πήρε μέρος στη μάχη που έγινε γύρω από το σώμα του νεκρού Πατρόκλου και στους ταφικούς αγώνες προς τιμή του, όπου αγωνίσθηκε σε τρία αθλήματα και πρώτευσε στην τοξοβολία, καθώς η Κρήτη θεωρούταν πατρίδα δεινών τοξοτών στα ομηρικά χρόνια. Μετά την άλωση της Τροίας, ο Μηριόνης με τον Ιδομενέα επέστρεψαν σώοι στην Κρήτη, όπου μετά το θάνατό τους τιμήθηκαν από τους κατοίκους ως ήρωες. Στους πίνακες των βασιλέων της Κρήτης ο Μηριόνης φέρεται 17ος κατά σειρά. Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη παράδοση, ο Μηριόνης ταξίδεψε μετά και στη Σικελία, όπου τον υποδέχθηκαν οι εκεί Κρητικοί άποικοι στη Μινώα και στο Εγγύιον. Στο Εγγύιο αναφέρεται και λατρεία του ήρωα σε σωζόμενο ιερό, όπου αποκαλύφθηκε κράνος με την επιγραφή «ΜΗΡΙΟΝΟΥ». Στον Μηριόνη αποδόθηκε και η ίδρυση της πόλεως Κρήσσα στην Παφλαγονία.
(15) Ο Κύδων (~1200) ήταν γιος της Ακαλλίδας, κόρης του Μίνωα Β και του θεού Ερμή και επομένως ήταν εγγονός του Μίνωα. Έχτισε την πόλη Κυδωνία (>Καδωνιά >Καδνιά > τα σημερινά Χανιά) στην οποία έδωσε το όνομά του, στη δυτική Κρήτη. Ο Κύδωνας έγινε βασιλιάς στην πόλη του και είχε μία κόρη, την Ευλιμένη. Την είχε αρραβωνιάσει με τον Άπτερο, αλλά η Ευλιμένη διατηρούσε κρυφή ερωτική σχέση με τον Λύκαστο. Ο Κύδων βρέθηκε κάποτε σε δυσχερή θέση εξαιτίας επαναστάσεων των γειτονικών του πόλεων. Ρώτησε ένα μαντείο σχετικά και έλαβε την απάντηση ότι έπρεπε να θυσιάσει μία παρθένα στους ήρωες της χώρας. Τραβήχτηκε κλήρος για το σκοπό αυτό και έπεσε στην Ευλιμένη. Τότε ο Λύκαστος, για να γλιτώσει την αγαπημένη του, απεκάλυψε στον Κύδωνα τη σχέση του με τη θυγατέρα του. Ο λαός αποφάνθηκε ότι η Ευλιμένη άξιζε ακόμα περισσότερο το θάνατο. Ο Κύδων έσφαξε τότε την Ευλιμένη, και, ανοίγοντας την κοιλιά της, διαπίστωσε ότι πραγματικά ήταν έγκυος.
(15) Ο Άμυκος (~1150, <αμυχή [<αμύσσω = σπαράσσω, τραυματίζω] = ικανός πολεμιστής) ήταν απόγονος του Τάλω, που έδιωξε τον Ιδομενέα από την Κρήτη.
(16) Τελευταίος πριν από την άφιξη των Δωριέων στην Κρήτη αναφέρεται ο Φαιστός (~1100, <φάος >φαέθων = φωτεινός).
β. Νησιά του Αιγαίου
Στη Ρόδο (<ρόδο = τριαντάφυλλο), όπου κατοικούσαν Τελχίνες, Κάβειροι, Αχαιοί και μετά Δωριείς, σε πόλεις όπως ο Κάμειρος, η Ιαλυσός και η Λίνδος, βασίλεψαν διαδοχικά:
(1) Ο Όχιμος (~1490, <οχέω [{=θαμιστικός τύπος του έχω] = φέρω, βαστάζω, αντέχω, κατέχω] = ανθεκτικός, υπερασπιστής) ήταν βασιλιάς της αρχαίας Ρόδου, γιος του θεού Ήλιου και της νύμφης Ρόδης. Ο Όχιμος μαζί με τον αδερφό του τον Κέρκαφο ήταν οι δύο από τους επτά Ηλιάδες, που δεν έλαβαν μέρος στη δολοφονία του αδελφού τους Τενάγη και έτσι παρέμειναν στη νήσο Ρόδο. Νυμφεύτηκε την νύμφη Ηλεκτρυώνη (ή Ηγητορία) με την οποία απέκτησε την Κυδίππη, που παντρεύτηκε τον θείο της Κέρκαφο.
(2) Ο Κέρκαφος (~1470, <κέρκος [=κυρτός] + αφή [<άπτω=εγγίζω, ανάβω] = καμπύλος στην αφή) ήταν γιος της νύμφης Ρόδου και του θεού Ήλιου, ένας από τους επτά Ηλιάδες, που δεν έλαβε μέρος στη δολοφονία του αδελφού του Τενάγη και έτσι παρέμειναν στη νήσο Ρόδο. Ο Κέρκαφος πήρε ως σύζυγό του την ανεψιά του Κυδίππη, κόρη του Οχίμου και της τοπικής νύμφης Ηγητορίας. Ο Κέρκαφος και η Κυδίππη απέκτησαν τρεις γιους: τον Κάμειρο, τον Ιάλυσο και τον Λίνδο. Μετά το θάνατο του Κερκάφου, οι τρεις γιοι ανέλαβαν την εξουσία στη Ρόδο και τη μοίρασαν σε τρία μέρη. Από τον Κέρκαφο οι γυναίκες της Ρόδου επονομάζονταν Κερκαφίδες.
(3) Ο Ιάλυσος (~1440, <ιαλύω [>ιάλυσις] <ίω [=έρχομαι] + λύω [=ελευθερώνω] = ελευθερωτής) ήταν ο επώνυμος ήρωας της πόλης της Ιαλυσoύ στο νησί της Ρόδου. Ο Ιάλυσος ήταν γιος του Κερκάφου και της Κυδίππης, αδελφός του Καμείρου και του Λίνδου, που ήταν επίσης επώνυμοι ήρωες των ομωνύμων πόλεων. Ο ίδιος ο Ιάλυσος πήρε ως σύζυγό του τη Δώτιδα και απέκτησαν μία κόρη, τη Σύμη, που έγινε επώνυμη ηρωίδα του ομωνύμου νησιού.
(4) Ο Λίνδος (~1440, <αλίνδω [<κυλίνδω = κυλίω, περιπλανώμαι, μεταδίδομαι, διαλαλούμαι] = διάσημος, διαλαλημένος) ήταν επώνυμος ήρωας της αρχαίας πόλης της Λίνδου στο νησί της Ρόδου. Ήταν γιος του Κερκάφου και της Κυδίππης, αδελφός του Ιάλυσου και του Καμείρου, που ήταν επώνυμοι ήρωες των ομωνύμων πόλεων.
(6) Ο Αλθαιμένης (~1210, <αλθαίνω [=θεραπεύω] + μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] = απαλλαγμένος από την οργή των θεών) πρωτότοκος γιός του Κατρέα, εγγονού του Μίνωα Β, βασιλιά της Κρήτης, επειδή ο χρησμός του είπε ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του, έφυγε από την Κρήτη και πήγε στην Ρόδο όπου αποίκησε την Κρητηνία. Νοσταλγούσε όμως τον τόπο του και γι’ αυτό έφτιαξε στο βουνό Αττάβυρος ένα ναό προς τιμήν του Ατταβύριου Διός. Ονομαστά αγάλματα του ναού αυτού λέγεται πως ήταν δύο χρυσές αγελάδες. Αρχικά, ο οικισμός ήταν παραθαλάσσιος στην τωρινή θέση Κάμειρος Σκάλα (σε απόσταση 55χλμ. από την πόλη της Ρόδου), αλλά κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια μεταφέρθηκε σε ορεινή περιοχή με πανοραμική θέα για ασφάλεια από τους πειρατές. Ο αρχαίος οικισμός τελικά καταποντίστηκε. Σώζονται λίγα ερείπια, τα πιο πολλά μέσα στην θάλασσα. Στη ξηρά υπάρχουν μόνο τα ερείπια ενός παλαιοχριστιανικού Ναού ρυθμού Βασιλικής.
(7) Ο Τληπόλεμος (~1190, <τλάω [= ανέχομαι, υπομένω, καρτερώ, τολμώ να πράξω κάτι >τάλας] + πόλεμος = τολμηρός στις μάχες) ήταν γιος του Ηρακλή από τις σχέσεις του με την Αστυόχη, κόρη του Θεσπρωτού Φύλαντα. Ο Τληπόλεμος ήταν βασιλιάς στη Ρόδο, όπου ολοκλήρωσε την οικοδόμηση των πόλεων Ιαλυσός, Κάμειρος και Λίνδος. Στα νιάτα του ο Τληπόλεμος σκότωσε κατά λάθος τον Λικύμνιο, θείο του πατέρα του, οπότε οι Ηρακλείδες τον απείλησαν με θάνατο. Για το λόγο αυτό κατέφυγε στη Ρόδο, μαζί με συντρόφους του, όπου νυμφεύθηκε την Πολυξώ και έγινε βασιλιάς. Η Πολυξώ ερωτεύθηκε τόσο πολύ τον Τληπόλεμο, ώστε σκότωσε τον πατέρα της για να τον παντρευτεί. Αρκετά χρόνια μετά, ο Φιλοκτήτης ειδοποίησε τον Τληπόλεμο ότι ο βασιλιάς της Σπάρτης καλούσε από όλη την Ελλάδα παλληκάρια για να παντρέψει την κόρη του, την Ωραία Ελένη. Ο Τληπόλεμος είπε στην Πολυξώ ότι θα απουσίαζε σε επίσημο ταξίδι για δουλειές με Ροδίτες επιχειρηματίες. Εμφανιζόμενος όμως ως μνηστήρας της Ωραίας Ελένης, συμφώνησε μετά να ακολουθήσει τους Αχαιούς στον Τρωικό Πόλεμο, επικεφαλής των ροδιακών δυνάμεων με εννέα πλοία. Μάλιστα, όταν κατά λάθος οι Αχαιοί βγήκαν στη Μυσία και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους ντόπιους, ο Τληπόλεμος ήταν από αυτούς που στάλθηκαν να εξομαλύνουν την κατάσταση με τον βασιλιά της Μυσίας Τήλεφο, καθώς και οι δύο ήταν γιοι του Ηρακλή. Τελικά σκοτώθηκε κατά τον Τρωικό Πόλεμο από τον Σαρπηδόνα.
(8) Ο Βούτης (~1130, <βουτώ [=βυθίζω {>βούτη =βύθισις, βουτιά}] = βουτηχτής) ήταν Αργείος που συνόδευσε τον Τληπόλεμο όταν αυτός έφυγε εξόριστος από το Άργος. Μετά την αναχώρηση του Τληπολέμου από τη Ρόδο για τον Τρωικό Πόλεμο, ο Βούτης τον διαδέχθηκε στην ηγεμονία της Ρόδου.
Αναφέρονται επίσης
(1) Ο Χάρμυλος στην Κω (~1250, <χάρμα [=χαρά] + ύλη = χαρούμενος),
(2) Ο Χάροπος στη Σύμη (~1210, <χαρά + έπος [=λόγος] = αυτός που μιλάει χαρούμενα) με σύζυγο την Αγλαία
(3) και ο Νιρεύς γιος του Χάροπου, που έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας επικεφαλής τριών πλοίων από τη Σύμη.
Στην αιολική αποικία της Λέσβου (<λάσιος > λάσμος > λέσβος [α>ε, μ>β, όπου λάσιος <λάχνη = τρίχες άγριου ζώου, φύλλωμα], επειδή ήταν πυκνόδενδρη) αναφέρονται οι εξής βασιλείς:
(1) Ο Μακαρέας (~1410, <μάκαρ, μακάριος [<μακρός + άρω=αρμόζω] = ευτυχισμένος) ήταν γιος του γενάρχη Αιόλου και πρώτος από τους Αιολείς οικιστές της Λέσβου (κατά άλλη εκδοχή ήταν γιος του Κρηνάκου από την Ώλενο Αχαΐας). Ήταν πατέρας της Μηθύμνης της Αντίσσης, της Ίσσης, της Αρίσβης της Αμφίσσης και σύζυγος (ή πατέρας) της Μυτιλήνης. Διάσημη ήταν η ερωτική σχέση του με την αδελφή του Κανάκη, που ήταν το θέμα της τραγωδίας του Ευριπίδη «Αίολος». Η Κανάκη, ερωμένη του θεού Ποσειδώνα, από τον οποίο απέκτησε 5 γιους (Αλωέα, Εποπέα, Νιρέα, Οπλέα και Τρίοπα), είχε ερωτευθεί τον αδελφό της Μακαρέα και όταν ο έρωτας αυτός έγινε ευρύτερα γνωστός, αυτοκτόνησε με το ξίφος που της έστειλε ο πατέρας τους. Σύμφωνα με τον Οβίδιο η Κανάκη είχε αποκτήσει και παιδί από τον αδελφό της, το οποίο πήρε η τροφός για να το εγκαταλείψει στο βουνό. Την ώρα όμως που το είχε τυλιγμένο μαζί με ιερά αντικείμενα, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι πήγαινε να τελέσει θυσία, το βρέφος έγινε αντιληπτό από τις φωνές του και τότε ο Αίολος το πήρε και το πέταξε για να το φάνε τα σκυλιά.
(2) Ο Λάμπετος (~1190, <λάμπω >λαμπετάω = λαμπρός) ήταν ήρωας, ο οποίος, σύμφωνα με το ανώνυμο έπος «Λέσβου κτίσις», σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα κατά την πολιορκία της Μηθύμνης. Ο τάφος του, που ονομαζόταν «Λαμπέτειον Σήμα», πίστευαν ότι βρισκόταν στην πόλη Ιεράπολη της Λέσβου.
Στην επίσης αιολική Λήμνο (<λήμμα <εί-λημμαι [βμ>μμ, πρκμ. του λαμβάνω] = κάθε τι το λαμβανόμενο, διότι οι κάτοικοι ήταν ληστές) βασίλεψαν οι εξής:
(1) Η Καβειρώ (~1490, <καίω {ρίζα καF- (F>β)} + είρω {=αρμόζω} = αυτή που λιώνει μέταλλα και φτιάχνει πράγματα) ήταν νύμφη, θυγατέρα του Πρωτέως, η οποία είχε παντρευτεί τον θεό Ήφαιστο και μαζί απέκτησαν τρεις γιους και τρεις κόρες. Τα παιδιά αυτά ήταν οι μυστηριακοί θεοί Κάβειροι και οι Καβειρίδες Νύμφες.
(2) Ο Ευρυμέδων (~1460, <ευρύς + μέδω [=κυβερνώ]= κυρίαρχος πολλών ανθρώπων) ήταν ένας από τους 3 Καβείρους, γιος της Καβειρώς, και βασίλεψε στη Λήμνο μετά από αυτήν.
(3) Ο Τέκταμος (~1400, <τέκτων [<τεύχω =κατασκευάζω] + άμαθος [=άμμος] = κατασκευαστής με χρήση άμμου) ήταν γιος του γενάρχη Δώρου, που πήγε μαζί με τους Δωριείς, τους Πελασγούς και τους Αχαιούς στην Κρήτη, όπου πήρε ως σύζυγό του την κόρη του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέως, Μύρινα, και έγινε βασιλιάς της νήσου, δίνοντας το όνομα της συζύγου του στην ομώνυμη πόλη.
(4) Ο Θόας (~1230, <θέω [=τρέχω, επιταχύνω] = γρήγορος, πάντοτε έτοιμος) ήταν γιος του Θησέα και της Αριάδνης, όπως και τα αδέλφια του Στάφυλος και Οινοπίων. Ο Θόας συνήθως φέρεται να έχει γεννηθεί στη Λήμνο και να βασίλεψε στη Μύρινα, πόλη από την οποία πήρε το όνομά της και η σύζυγός του. Ο Θόας και η Μύρινα η νεότερη απέκτησαν μία κόρη, την Υψιπύλη. Αρκετά χρόνια μετά, όταν οι γυναίκες της Λήμνου, ύστερα από κατάρα της Αφροδίτης, αποφάσισαν να σκοτώσουν τους άντρες τους, μόνο ο Θόας γλύτωσε από τη γενική σφαγή, καθώς η Υψιπύλη του έδωσε το σπαθί με το οποίο θα έπρεπε να τον σκοτώσουν και τον οδήγησε μεταμφιεσμένο στο ναό του Διονύσου, όπου τον έκρυψε σε ένα πιθάρι. Την άλλη μέρα τον συνόδευσε ως τη θάλασσα, μεταμφιεσμένο σε Διόνυσο πάνω στο τελετουργικό άρμα, προσποιούμενη ότι πήγαινε να καθαρίσει το ξόανο του θεού από τη νυκτερινή αιματοχυσία. Από την ακτή, ο Θόας βρήκε την ευκαιρία να διαφύγει με μία βάρκα στη Χίο όπου βασίλευε ο αδελφός του Οινοπίων.
(5) Ο Εύνηος (~1210, < εὑ- [πολύ, καλό] + ναῦς [πλοίο, γεν. νηός] = αυτός που έχει καλά πλοία) ήταν βασιλιάς της Λήμνου, γιος του Ιάσονα και της Υψιπύλης, η οποία ήταν βασίλισσα της Λήμνου. Ο Εύνηος γεννήθηκε την εποχή που οι γυναίκες της Λήμνου είχαν σκοτώσει όλους τους άνδρες πάνω στο νησί, οπότε περνώντας οι Αργοναύτες κατά την εκστρατεία τους, απέκτησαν μαζί τους παιδιά. Δίδυμος αδερφός του ήταν ο Δηίπυλος ή Θόας ή Νεβρόφονος. Η μητέρα του Ευνήου, η Υψιπύλη, εξορίστηκε από το νησί και πουλήθηκε ως σκλάβα στον Λυκούργο, βασιλιά της Νεμέας, επειδή αποκαλύφθηκε ότι είχε διασώσει τον πατέρα της Θόαντα κρύβοντάς τον μέσα σε ένα πιθάρι. Τότε ο Εύνηος και ο αδερφός του αποχωρίστηκαν από τη μητέρα τους. Μερικά χρόνια αργότερα έλαβαν μέρος στους αγώνες που οργάνωσαν στη Νεμέα οι Επτά επί Θήβας στη μνήμη του γιου του Λυκούργου Οφέλτη. Εκεί συνάντησαν την εξόριστη μητέρα τους Υψιπύλη, από απροσεξία της οποίας είχε σκοτωθεί ο Οφέλτης. Την Υψιπύλη έσωσε από την οργή του Λυκούργου ο βασιλιάς του Άργους Άδραστος. Ο Εύνηος την αντάλλαξε και την επανέφερε στη Λήμνο, όπου έγινε βασιλιάς. Παρά το ότι ο Εύνηος δεν αναφέρεται ως ήρωας του Τρωικού Πολέμου, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους συμμετέχοντες σε αυτόν. Τους προμήθευε κρασί, ενώ έδωσε στον Πάτροκλο ένα θαυμάσιο σκαλιστό κρατήρα και πήρε ως αντάλλαγμα δούλο τον Λυκάονα, γιο του Πριάμου, τον οποίο εξαγόρασε και απελευθέρωσε λίγο αργότερα ο Ηετίων.
(6) Ο Θόας ο νεότερος (~1200) ήταν γιος του Ιάσονα και της Υψιπύλης, και επομένως εγγονός του προηγούμενου Θόα. Αναφέρεται και με τα ονόματα Δηίπυλος ή Νεβρόφονος. Προσπάθησε, μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Εύνηο, να απελευθερώσει τη μητέρα του, που είχε πουληθεί ως δούλη και υπηρετούσε στο παλάτι του βασιλιά της Νεμέας Λυκούργου. Ο Ευριπίδης είχε γράψει ένα σχετικό δράμα με τον τίτλο "Υψιπύλη", του οποίου διασώθηκαν αποσπάσματα.
Την ίδια εποχή (~1200) βασιλεύς στην Τένεδο ήταν ο Τέννης (<τείνω [=τεντώνω] >τένων, τέναγος, ατενής = έντονος, σφοδρός, πρόθυμος, ισχυρογνώμων, άκαμπτος), γιος του Κύκνου από τους Κολωνούς της Τρωάδας (και επομένως εγγονός του θεού Ποσειδώνα) και της Προκλείας, κόρης του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα. Αργότερα, ο Κύκνος πήρε σε δεύτερο γάμο τη Φιλονόμη, η οποία ερωτεύθηκε σφοδρά τον Τέννη, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε στο αίσθημά της. Τότε η Φιλονόμη κατηγόρησε τον Τέννη στον Κύκνο ότι προσπάθησε να τη βιάσει, χρησιμοποιώντας ως ψευδομάρτυρα τον αυλητή Μόλπο ή Εύμολπο. Ο Κύκνος πείσθηκε, έκλεισε τον Τέννη και την αδελφή του Αμφιθέα ή Ημιθέα σε μία λάρνακα, και την πέταξε στη θάλασσα. Αλλά με τη βοήθεια του παππού τους, του Ποσειδώνα, τα δύο αδέλφια έφθασαν ομαλά στη νήσο Λεύκοφρυν, αυτή που αργότερα ονομάσθηκε Τένεδος από τον Τέννη (αρχικά Τέννεδος που μετά απλογραφήθηκε με ένα «ν»). Ο Τέννης εποίκησε το νησί και αναδείχθηκε από τους κατοίκους βασιλιάς τους. Υπήρξε για την Τένεδο ό,τι ο Θησέας για την Αθήνα. Από τους κατοίκους αποδίνονταν στον Τέννη τιμές θεϊκές και είχε αφιερωθεί σε αυτόν ιερό με άγαλμα στο εσωτερικό του, το οποίο ο Ουέρρης αργότερα μετέφερε στη Ρώμη. Ο Τέννης αναφέρεται ότι σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα σε μάχη του Τρωικού Πολέμου.
Στη Χίο βασίλεψαν οι ακόλουθοι ηγεμόνες:
(1) Ο Οινοπίων (~1210, <οίνος + ποιώ = οινοποιός) ήταν γιος του Θησέα και της Αριάδνης. Από τους ίδιους γονείς είχε αδελφούς τους Θόα, Στάφυλο και Πεπάρηθο, μαζί με τους οποίους φέρεται να γεννήθηκε στη νήσο Λήμνο, όπου οδήγησε ο Διόνυσος την Αριάδνη από τη Νάξο. Όταν ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς καθάρισαν το Αιγαίο από ληστρικούς λαούς, έστειλαν στους λαούς που υπέταξαν βασιλείς. Ο Οινοπίων στάλθηκε στην Χίο όπου ίδρυσε αποικία και έμαθε στους αυτόχθονες την αμπελουργία. Έγινε πρώτος οικιστής και πρώτος βασιλιάς στη νήσο Χίο, προσωποποίηση του τρύγου και δευτερεύουσα θεότητα του αμπελιού και του οίνου. Κόρη του ήταν η νύμφη Χιόνη ή Μερόπη ή Αιρώ την οποία ερωτεύθηκε ο Ωρίων ο οποίος ήρθε στη Χίο και σκότωσε όλα τα θηρία, αλλά ο Οινοπίων δεν τον ήθελε για γαμβρό του, τον μέθυσε και μετά τον τύφλωσε. Αργότερα, όταν Ωρίων γύρισε για να τον εκδικηθεί, με τη βοήθεια του Ποσειδώνα κρύφτηκε σε απρόσιτη σπηλιά και γλίτωσε την οργή του. Γιοί του ήταν ο Τάλος, ο Ευάνθης, ο Μέλανας, ο Σάλαγος και ο Αθάμας. Κατά τη βασιλεία του εποίκησαν τη Χίο Κάρες και Άβαντες. Μετά το θάνατο του Οίνοπίωνα και των γιων του βασίλεψε στη Χίο ο Άφικλος από την Εύβοια.
(2) Ο Άφικλος (~1190, <αφίημι [=αφήνω, ελευθερώνω] + κλέος [=δόξα] = διάσημος ελευθερωτής) ήταν μυθικός βασιλιάς της Χίου. Πήγε στη Χίο από την Ιστιαία της Ευβοίας μετά από χρησμό που είχε πάρει και βασίλεψε μετά τον Οινοπίωνα και τους γιους του. Σύμφωνα με το χρησμό ήταν υποχρεωμένος να θυσιάζει στο Πανιώνιο μαζί με τους υπόλοιπους Ίωνες. Αναφέρεται ότι οι Αχαιοί του είχαν ζητήσει συμμαχία κατά της Τροίας στον Τρωικό πόλεμο. Απόγονος του ήταν ο Έκτωρ ο οποίος έδιωξε τους Κάρες και Άβαντες που είχαν εγκατασταθεί στη Χίο κατά την βασιλεία του Οινοπίωνος.
(3) Ο Έκτωρ (~1150, <έχω [= κατέχω, κρατώ, αμύνομαι] = αμυνόμενος) ήταν μυθικός βασιλιάς της Χίου, απόγονος του Άφικλου και αναφέρεται ότι πολέμησε και έδιωξε από την Χίο τους Κάρες και Άβαντες που είχαν εγκατασταθεί εκεί κατά την βασιλεία του Οινοπίωνα. Ο Έκτωρ επανέφερε την υποχρέωση των βασιλιάδων της Χίου να θυσιάζουν στο Πανιώνιο μαζί με τους υπόλοιπους Ίωνες σύμφωνα με το χρησμό που είχε λάβει ο Άφικλος. Για την ενέργεια του αυτή το κοινό των Ιώνων του έδωσε για ανταμοιβή έναν τρίποδα.
(4) Ο Ίπποκλος (~900, <ίππος + κλέος [=δόξα] = διάσημος για τα άλογά του) ήταν μυθικός βασιλιάς της Χίου, στα χρόνια μετά την κάθοδο των Δωριέων. Κατά τη βασιλεία του η Χίος δημιούργησε αποικία στη Βοιωτική Λευκωνία, στην απέναντι ακτή της Μικράς Ασίας, μαζί με τους Ερυθραίους. Κάποτε ο Ίπποκλος πήγε στη Λευκωνία για να παραστεί σε γάμο συγγενή του. Κατά την τελετή και ενώ η νύφη πήγαινε στον γαμβρό μέσα σε άμαξα ο Ίπποκλος παίζοντας πήδηξε μέσα, πράγμα που προσέβαλε τους φίλους του γαμβρού, που τον σκότωσαν. Ο θάνατος του ήταν και η αιτία πολέμου μεταξύ Χίου και Ερυθρών. Οι Χίοι ζήτησαν τους δολοφόνους για να τους τιμωρήσουν αλλά οι ερυθραίοι της Λευκωνίας αρνήθηκαν να τους δώσουν λέγοντας ότι όλοι τον σκότωσαν. Μετά το θάνατο του καταργήθηκε η βασιλεία και η Χίος απέκτησε αριστοκρατικό πολίτευμα.
γ. Κύπρος
Στην Κύπρο (<Κάβειροι [<καίω {ρίζα καF- (F>β)} + είρω {=αρμόζω}]> Κάβρος > Κύπρος = η χώρα αυτών που καίνε [μέταλλα] και φτιάχνουν πράγματα), όπου κατοικούσαν Φοίνικες, Τελχίνες, Δρύοπες, και αργότερα Αχαιοί σε πόλεις όπως Πάφος, Σαλαμίς, Κίτιον, Αμαθούς, Λάπηθος, Καρπασία και Ταμασός, η σειρά των καταγραμμένων βασιλέων έχει ως εξής:
(1) Ο Σαλαμίνος (~1800, <αλς [>σαλ-] + μινύς [= μικρός] = με μικρή θαλάσσια περιοχή μέχρι την απέναντι ξηρά) ήταν μυθικός βασιλιάς των Κιτιέων της Κύπρου και είχε κόρη τη Αμυκή ή Κιττία την οποία πάντρεψε με τον Κάσο. Αυτός, παίρνοντας και άλλους Κύπριους μαζί, ίδρυσαν αποικία στην Συρία.
(2) Ο Κάσος (~1780, <κας [=δέρμα {>κάσα = καλύβα με τοίχους από δέρμα, οικία >λατ. casa}] = οικιστής), ήταν γιος του βασιλιά Ινάχου από το Άργος. Κάποτε βρέθηκε στην Κύπρο όπου βασίλευε ο Σαλαμίνος και παντρεύτηκε την κόρη του Αμυκή. Μαζί με την Αμυκή και πολλούς Κύπριους ίδρυσαν αποικία στην Συρία με την ονομασία Κίτιο. Μετά το θάνατο τους η χώρα ονομάστηκε Αμυκή και το παρακείμενο όρος Κάσιο στη σημερινή Παλαιστίνη. Κατά άλλη εκδοχή ίδρυσαν αποικία και στη σημερινή Κάσο των Δωδεκανήσων, που πήρε το όνομα του.
(3) Ο Δίφιλος (~1490) ήταν μυθικός βασιλιάς της Κύπρου, που σχετίζεται με το μύθο των παιδιών του Κέκροπα. Στην πόλη Κορωνίς που αργότερα ονομάστηκε Σαλαμίνα γινόταν μια γιορτή προς τιμή της Αγλαύρου, κόρης του Κέκροπα, όπου κάθε χρόνο προσφερόταν ανθρωποθυσία. Ο Δίφιλος ήταν αυτός που σταμάτησε τις ανθρωποθυσίες στην γιορτή αυτή και καθιέρωσε τη θυσία ταύρου.
(4) Ο Κηφεύς (~1415, <καφήν, κηφήν [<χάσκω > χάκω > χάπω (κ>π) > κάπτω (χ>κ) > χάφτω (π>φ)- χάφτω, καταπίνω] = εξολοθρευτής) και ο Πράξανδρος (<πράττω + άνδρας = πολυπράγμων) ήταν Αχαιοί αδελφοί από την Αχαϊκή πόλη Κερύνεια, που οίκισαν και ίδρυσαν την Κερύνεια και την Λάπηθο της Κύπρου, όπου στη συνέχεια ήταν βασιλείς. Δεν είχαν βασιλική καταγωγή, αφού προέρχονταν από άσημη γενιά, και ήταν ηγέτες λαού χωρίς ναυτική παράδοση.
(5) Ο Όφιν (~1345, <οπή + βίος > όπ-βιος > όπβις >όφις = αυτός που φωλιάζει σε οπές) ήταν μυθολογικός βασιλιάς ιθαγενής της Κύπρου. Σύμφωνα με το μύθο, όταν ήρθε ο Ασωπός από την Αρκαδία, τον σκότωσε πνίγοντας τον και του πήρε το θρόνο, βασιλεύοντας μαζί με την γυναίκα του, Μετώπη. Η βασιλεία του Όφιν ανάγεται στην εποχή του χαλκού και ο μύθος έχει σχέση με την εγκατάσταση των πρώτων Αχαιών Ελλήνων στο νησί.
(6) Ο Ασωπός (~1310, <α [στερητικό] + σιωπώ = ασώπαστος, διότι δεν σταματάει να κελαρύζει) ήταν Αρκάδας βασιλιάς και ποτάμιος θεός, που μετοίκησε στην Κύπρο, όπου βασίλεψε αφού πρώτα σκότωσε τον βασιλιά της Όφιν.
(7) Ο Αώος (~1280, <άω [=χορταίνω, γεμίζω, από το αδέω, άδην,, με αποβολή του δ {μέλλ. άσ-ω (>άσις = κόρος)}] = χορτάτος, πλούσιος) ήταν γιος της Ηούς και του Κέφαλου, εγγονού του γενάρχη Αιόλου, βασιλιά του Θορικού Αττικής και αργότερα της Κεφαλληνίας. Ο ίδιος ήταν από τους Αχαιούς που μετοίκησαν στην Κύπρο, όπου διετέλεσε βασιλιάς.
(8) Ο Πυγμαλίων (~1250, <πυγμή [<πυκνή, διότι πυκνώνουν τα δάκτυλα] + αλίσκω [=κυριεύω {>αλιώ = αφανίζω}] =αυτός που κυριεύει και αφανίζει με γροθιές), ήταν βασιλιάς της Κύπρου, διάσημος από το μύθο, που ήταν η βάση για ομώνυμο θεατρικό έργο του Τζ.Μπέρναρντ Σόου (γνωστό στον κινηματογράφο ως Ωραία μου Κυρία, 1964). Σύμφωνα με το μύθο αυτό ο Πυγμαλίων κάποτε ερωτεύθηκε ένα γυναικείο άγαλμα της Αφροδίτης από ελεφαντόδοντο και ζήτησε από τη θεά Αφροδίτη να του χαρίσει μια αληθινή γυναίκα όμοια με το άγαλμα. Ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του (βιβλίο Χ) διηγείται ότι το άγαλμα ήταν δικό του δημιούργημα, καθώς ο ίδιος ήταν και γλύπτης. Μετά από λίγο, ο Πυγμαλίων είδε με έκπληξη ότι το άγαλμα ήταν πια ζωντανή γυναίκα, η Γαλάτεια (=άσπρη σαν γάλα). Την νυμφεύτηκε και από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Πάφος, επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Πάφου και πατέρας του Κινύρα. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο κόρη του ήταν και η Μεθάρμη που παντρεύτηκε τον ανεψιό της Κινύρα.
(9) Ο Πάφος (~1210) ήταν γιος του μυθικού βασιλιά της Κύπρου Πυγμαλίωνα και της Γαλάτειας, βασιλιάς και ο ίδιος μετά από αυτούς.
(10) Ο Κινύρας (~1190, <κινύρομαι = θρηνώ, οδύρομαι >κινυρός = θρηνώδης, λυπητερός {κινύρα=κιθάρα με λυπητερό ήχο}) ήταν γιος του Πάφου (γιου του Πυγμαλίωνα και της Γαλάτειας), ιερέας και βασιλιάς της Πάφου ή και ολόκληρης της Κύπρου και γενάρχης του ομώνυμου γένους των Κινυραδών, ιερέων της Αφροδίτης. Νυμφεύθηκε την θεία του Μεθάρμη, κόρη του Πυγμαλίωνα, και απέκτησαν 5 παιδιά: τον Άδωνι, τον Οξύπορο, την Ορσεδίκη, τη Λαογόρη και τη Βραισία (οι τρεις κόρες τιμωρήθηκαν από τη θεά Αφροδίτη να ασκούν πορνεία στην Αίγυπτο). Ως γιοί του αναφέρονται και ο Κουρεύς με τον Αμάρακο. Ως πατέρας του Άδωνη σχετίζεται με τους μύθους που τον αφορούν. Ο Κινύρας ήταν ωραιότατος άνδρας και ο πλούτος του ήταν παροιμιώδης, αφού όσοι ήθελαν να μιλήσουν για υπερβολικό πλούτο ή να ευχηθούν πολλά πλούτη ανέφεραν το όνομα του Κινύρα. Είχε δωρίσει στον Αγαμέμνονα ένα θώρακα, ονομαστό για την τέχνη των διακοσμήσεών του. Ο Μενέλαος, ο Οδυσσέας και ο Ταλθύβιος πήγαν και βρήκαν τον Κινύρα για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή του στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Κινύρας υποσχέθηκε να στείλει 50 πλοία, αλλά τελικά έστειλε μόνο ένα πραγματικό πλοίο, ενώ τα άλλα 49 ήταν πήλινα ομοιώματα πλοίων. Με τον τρόπο αυτό εξαπάτησε τους Ελλαδίτες. Στην Κύπρο τον θεωρούσαν εφευρέτη μουσικών οργάνων όπως το φλάουτο. Σύμφωνα με το μύθο συναγωνίστηκε με τον Απόλλωνα για το ποιος ήταν ο καλύτερος στο παίξιμο της λύρας. Ο Κινύρας έχασε και μετά από αυτό αυτοκτόνησε. Οι τάφοι του Κινύρα και των απογόνων του πιστευόταν ότι βρίσκονταν μέσα στο ναό της Αφροδίτης στην Πάφο.
(11) Περί το 1150 μετά τον Τρωικό Πόλεμο, νέες ομάδες Αχαιών μετοίκησαν στην Κύπρο με αρχηγούς τον Τεύκρο τον Τελαμώνιο από τη Σαλαμίνα και τον Αγαπήνορα από την Αρκαδία, για τους οποίους έχει ήδη γίνει λόγος. Οι παραδόσεις αυτές, όπως και οι προαναφερθείσες για τον Σαλαμίνο, τον Δίφιλο και τον Ασωπό, δείχνουν ότι σημαντικό μέρος των Ελλήνων Αχαιών οικιστών της Κύπρου είχαν καταγωγή από τη Σαλαμίνα του Σαρωνικού και την Αρκαδία.
3.2.5. Μακεδονία, Ήπειρος και Θράκη
α. Μακεδονία
Η Μακεδονία (<μακ [=μακρύς, μακρινός] + έδος [=έδαφος] = μακρινή χώρα) περιλάμβανε στην αρχαιότητα ένα σύνολο επιμέρους περιοχών ως εξής (σε παρένθεση αναφέρονται οι αντίστοιχες σημερινές ονομασίες και χάριν πληρότητας οι ανά περιοχή πόλεις της αρχαιότητας, μολονότι αρκετές από αυτές ιδρύθηκαν σε μεταγενέστερες χρονικές περιόδους): Μυγδονία (νομός Θεσσαλονίκης - Θέρμη, Αρέθουσα, Ανθεμούς), Κρηστωνία (Κιλκίς - Κριστών), Βοττιαία (Γιαννιτσά - Πέλλα, Ειδομενή, Αταλάντη), Αλμωπία (Αριδαία - Αριδαία, Όρμα), Λυγκιστίς (Φλώρινα – Ηράκλεια), Ημαθία (Βέροια, Έδεσσα - Βέροια, Κίτιον, Αιγές), Εορδαία (Πτολεμαΐς - Εορδαία), Ορεστίς (Καστοριά - Κέλετρον, Άργος Ορεστικόν), Πιερία (Κατερίνη - Πύδνα, Δίον), Ελιμειώτις (Κοζάνη - Αιανή, Φυλακαί, Κέρτος, Ελίμεια), Τυμφαία (Γρεβενά - Τύρισσα), Βισαλτία (Νιγρίτα - Αμφίπολη), Χαλκιδική (Χαλκιδική - Όλυνθος, Ποτίδαια), Σιντική (Σιδηρόκαστρο - Γαρίσκος), Μακεδονική Παιονία (Γευγελή - Στενά, Αντιγόνεια), Πελαγονία (Μοναστήρι - Αλαλκομεναί, Στόβοι), Πιερία Παγγαίου (Καβάλα - Απολλωνία, Γαληψός), Οδομαντική (Σέρρες - Ηράκλεια, Σκοτούσα) και Ηδωνίς (Δράμα - Δραβίσκος, Κρηνίδες. Φίλιπποι).
Οι πρώτοι κάτοικοι της Μακεδονίας ήταν Ελληνοπελασγοί που μετά το 2000 π.Χ αναμίχθηκαν με νεοφερμένους Φρύγες και (ή κατά την άλλη εκδοχή, ήδη από το 7000 π.X.) με Δωριείς. Οι Φρύγες (<φρύξις, για την κατεργασία των μετάλλων με θέρμανση, χώρα πλούσια σε παραγωγή μετάλλων), Ινδοευρωπαϊκή φυλή συγγενική με τους Έλληνες (που προφερόταν στην τοπική διάλεκτο Βρύγες), αναχωρώντας από τον Καύκασο μαζί με τους άλλους Ινδοευρωπαίους εξαπλώθηκαν σε όλο το τόξο της βόρειας και βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, πέρασαν στη Θράκη και τα μέρη της σημερινής Βουλγαρίας και ΠΓΔΜ και κατέβηκαν νοτιότερα μέχρι τον Αλιάκμονα. Οι αρχικοί κάτοικοι της περιοχής, Ελληνοπελασγοί όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αναμίχτηκαν μαζί τους ή βρέθηκαν από τον Άνω και Μέσο Αλιάκμονα στα Πιέρια Όρη (όρος Μακεδονικόν κατά τον Ηρόδοτο). Οι Δωριείς που μετείχαν στο σύνολο των μετακινούμενων προς τη νότια χερσόνησο του Αίμου ινδοευρωπαϊκών πληθυσμών, προερχόμενοι κυρίως από την Αφρική, μέσω Εγγύς Ανατολής, δεν ακολούθησαν τους Αχαιούς μέχρι τη νότια Ελλάδα, αλλά αρχικά παρέμειναν στη Δυτική Μακεδονία (στους σημερινούς νομούς Καστοριάς και Κοζάνης) στην ανατολική Ήπειρο και νοτιότερα μέχρι το νομό Φωκίδας. Όπως θα εκτεθεί στο οικείο κεφάλαιο, μετά το 900 η προαναφερθείσα φυλετική σύνθεση (αποτελούμενη από Ελληνοπελασγούς, Φρύγες και Δωριείς) μεταβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό, καθώς οι Μακεδόνες Δωριείς μετακινήθηκαν ανατολικότερα και ίδρυσαν στις Αιγές και αργότερα στην Πέλλα μακρόχρονη Δωρική δυναστεία, αλλά και οι νοτιότεροι Έλληνες (κυρίως Ίωνες από την Αθήνα, τη Χαλκίδα και την Ερέτρια) ίδρυσαν εκεί πολυάριθμες αποικίες.
Από την πρώιμη αυτή περίοδο αναφέρονται για τη Μακεδονία οι εξής βασιλείς:
(1) Ο επώνυμος ήρωας Μακεδών (ή Μακεδνός ~1490, <μακ [=μακρύς] + έδος [=έδαφος] + ων [<ειμί] = κάτοικος μακρινής χώρας) ήταν γιος της Θυίας κόρης του Δευκαλίωνα βασιλιά της Φθίας στη Θεσσαλία (και κατά μία εκδοχή αδελφός του Μάγνητα, γενάρχη των κατοίκων της θεσσαλικής Μαγνησίας). Ο Μακεδών χαρακτηρίζεται από τον Ησίοδο ως «ιππιοχάρμης» (αυτός που μάχεται από το άρμα του). Νυμφεύτηκε την Ωρείθυια (ή Ορύθεια) κόρη του Κέκροπα, βασιλιά της Αθήνας και απέκτησαν μαζί τον Ευρωπό. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Μακεδών πήρε αυτόχθονα γυναίκα της Θράκης (που την ονόμασαν αργότερα «Μακεδονία») και απέκτησαν μαζί δύο γιους, τον Πίερο και τον Ήμαθο ή Άμαθο.
(2) Ο Ήμαθος (ή και `Αμαθος στην αιολική και τη δωρική διάλεκτο, ~1460, <άμαθος [ = αμμώδες έδαφος, άμμος {<αμάω (= κατακόβω, συνάγω στο ίδιο μέρος, διότι είναι κομμένη από λίθους και συναγμένη σωρηδόν]) ήταν γιος του Μακεδόνα και αδελφός του Πίερου, επώνυμος ήρωας της Ημαθίας. Οι θυγατέρες του Πίερου, οι Πιερίδες, ονομάζονται μερικές φορές και Ημαθίδες.
(3) Ο Πίερος (~1450, <Πιερείη, πίειρα [= παχιά, ει>ι {πίαρ ό-πι-ον, ο-πί-ζω = πάχος}] = εύφορη χώρα) επώνυμος ήρωας της Πιερίας, ήταν γιος του Μακεδόνα ή Μακεδνού, αδελφός του Αμάθου και πατέρας των εννέα Πιερίδων από την Ευίππη ή την Αντιόπη. Ο Πίερος γενεαλογείται επίσης ως πιθανός πατέρας του Οιάγρου και επομένως ως παππούς του Ορφέα. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και ο γιος του Μάγνητα και της Μελιβοίας, εραστής της Μούσας Κλειούς και πατέρας του Υακίνθου και του βασιλιά Ράγου. Αδελφοί αυτού του Πιέρου ήταν ο Λίνος, ο Γλάφυρος και ο Ιάλεμος.
(4) Ο Σίθων (~1450, <σίτος + ώνιος [=χρήσιμος {<ωνέομαι = χρησιμεύω] = κάτοχος περιοχής με χρήσιμο σιτάρι) ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Όσσας, βασιλιάς στην Οδομαντική της Θράκης. Ο Σίθωνας πήρε ως σύζυγό του τη Νύμφη Μενδηίδα ή την Αγχινόη, κόρη του Νείλου. Οι μυθογράφοι αναφέρουν τον Σίθωνα ως τον «επώνυμο ήρωα» της Σιθωνίας. Ανάλογοι επώνυμοι ήρωες περιοχών της Μακεδονίας ήταν ο Μύγδων (<μαγμός [=μάζεμα {<μάσσω} >μαγδός > μυγδός] = ασχολούμενος με τη συγκομιδή, συγκομιστής) και ο Οδόμαντης (<οδός + μάντης = ικανός να βρίσκει το δρόμο).
(4) Ο Κλείτος (~1440, <κλείω [= φράζω, εμποδίζω, κλειδώνω, αποκλείω, περιορίζω, περικλείω] = αυτός που αποκρούει τους εχθρούς), ήταν εραστής της Παλλήνης, θυγατέρας του Σίθωνα, βασιλιά της Θράκης και μετέπειτα βασιλιάς στη Σιθωνία της Χαλκιδικής. Σύμφωνα με το σχετικό μύθο, ο Κλείτος αγωνίσθηκε με τον Δρύαντα για να κερδίσει την Παλλήνη, πράγμα που κατάφερε τελικά μόνο με τη βοήθεια του ηνιόχου του Δρύαντα. Ο Δρύας σκοτώθηκε και ο Κλείτος νίκησε. Ο Σίθωνας όμως ανακάλυψε την απάτη και θέλησε να ρίξει την κόρη του στη φωτιά, αλλά η θεά Αφροδίτη έσβησε τη φωτιά με μια δυνατή βροχή. Τότε ο Σίθωνας συγχώρησε τους δύο εραστές και τους πάντρεψε.
(5) Ο Ακεσαμενός (ή Ακεσσαμενός ~1345, <άκεσις [=θεραπεία} + αμενής [=αδύνατος, αφανισμένος {<α+μένω}] = ο θεραπεύων τους αδύνατους) ήταν μυθικός βασιλιάς της Πιερίας στη Μακεδονία, «επώνυμος ήρωας» της πόλεως Ακεσαμενές, της οποίας ήταν ο ιδρυτής. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως πατέρα της Περιβοίας, της μητέρας του Πηλεγόνα.
(6) Ο Ίππασος (~1380, <ίππος + άση [=κόρος, θλίψη {<ασώμαι = στενοχωρούμαι] = κορεσμένος από άλογα, αυτός που έχει πολλά άλογα) ήταν βασιλιάς στην Ηδωνίδα της Θράκης (σημερινή περιοχή Δράμας). Γιος του ήταν ο Χάρωψ, που τον διαδέχτηκε.
(7) Ο Χάρωψ (~1345, <χαρά + ωψ, ωπός [<ωπάζομαι {=βλέπω}] = με χαρούμενη όψη) ήταν γιος του Ιππάσου βασιλιά στην Ηδωνίδα της Θράκης τον οποίο διαδέχτηκε, και δεν πρέπει να συγχέεται με τον Χάροπο βασιλιά της Σύμης. Γιος του ήταν ο Οίαγρος και επομένως, σύμφωνα με την παράδοση αυτή, ήταν παππούς του Ορφέως.
(8) Ο Οίαγρος (~1310, <όϊς [=πρόβατο] + αγρέω [θηρεύω {άγρα=θήρα, κυνήγι}] = αυτός που θηρεύει πρόβατα) ήταν γιος του Χάροπα, πατέρας του Ορφέα και του Λίνου, σε κάποια ασθενέστερη εκδοχή και του Μαρσύα. Ο Οίαγρος αναφέρεται από τους μυθογράφους ως ποτάμιος θεός, γιος του Χάροπα και βασιλιάς των Ηδωνών της Θράκης, διάδοχος του Χάροπα. Ως σύζυγος του Οιάγρου μνημονεύεται η μούσα Καλλιόπη (για τον Οίαγρο και τον Ορφέα βλ. και στην παράγραφο 3.3.5γ).
(9) Από τις παραδόσεις για τα πρώιμα χρόνια της Μακεδονίας ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μυθιστορία του Πρωτέως. Ο Πρωτεύς (~1450, <πρώτος + έχω [>εχεύς >-ευς] = πρώτος, πρωτόγονος, πρωτογέννητος) ήταν θαλάσσιος ήρωας, και βασιλιάς της Βισαλτίας (σημερινή περιοχή της Νιγρίτας), σχετιζόμενος και με την Χαλκιδική. Σύμφωνα με το μύθο, ο Πρωτέας είχε ανατολίτικη καταγωγή, καθώς νομιζόταν ότι είχε έρθει από τη Φοινίκη μαζί με τον Κάδμο, όταν αυτός αναζητούσε την αδερφή του, Ευρώπη, που την είχε απαγάγει ο Δίας. Ο Πρωτέας έφτασε μέχρι την Παλλήνη της Χαλκιδικής, γνωρίστηκε με τον βασιλιά της Σιθωνίας Κλείτο, που τον βοήθησε να ιδρύσει δικό του βασίλειο, διώχνοντας από τη Βισαλτία τους παλιούς άγριους κατοίκους της. Ο Κλείτος του έδωσε επίσης την κόρη του Χρυσονόη για γυναίκα. Ο Πρωτέας έζησε ειρηνικά στο βασίλειό του, μέχρι που κάποτε ο Ηρακλής πέρασε από εκεί και μονομάχησε με δυο γιους του Πρωτέα, τον Πολύγονο (ή Τμώλο) και τον Τηλέγονο, τους οποίους σκότωσε. Ο Πρωτέας δεν άντεξε και από τη λύπη του έπεσε στη θάλασσα. Οι θεοί τον σπλαχνίστηκαν και τον έκαναν αθάνατο θεό των νερών. Οι ναυτικοί τον αποκαλούσαν «Γέροντα της θάλασσας», όπως και τον Φόρκυ, τον Νηρέα, τον Τρίτωνα και τον θεωρούσαν προστάτη στα ταξίδια τους. Σε άλλο μύθο λέγεται πως ο Πρωτέας ήλθε στη Θράκη από την Αίγυπτο, όπου επέστρεψε, όταν στη Βισαλτία ανέλαβαν την εξουσία οι γιοι του, οι οποίοι αντιμετώπιζαν με εξαιρετική σκληρότητα τους ξένους που περνούσαν από τη χώρα τους. Κατοικούσε στο νησάκι Φάρος, στις εκβολές του Νείλου μαζί με την κόρη του Ειδοθέα και τον γιο του Θεοκλύμενο, που (κατά το μύθο αυτό) έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου στη Μέμφιδα, και εκεί, κατά τον Όμηρο, τον συνάντησε ο Μενέλαος, όταν, επιστρέφοντας από την Τροία, πήρε από αυτόν πληροφορίες για το ταξίδι του γυρισμού. Ο Ηρόδοτος μάλιστα αναφέρει ότι ο Πρωτέας κρατούσε στην Αίγυπτο την Ωραία Ελένη, από τότε που έφτασε εκεί μαζί της ο Πάρις κυνηγημένος μετά την αρπαγή της και σε όλη τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου. Από εκεί την πήρε ο Μενέλαος, όταν μετά την άλωση της πόλης, διαπίστωσε ότι δεν βρισκόταν στην Τροία.
β. Ήπειρος
Στην Ήπειρο (<άπειρος < α [στερ.] + πείραρ [= πέρας, άκρον] = άνευ πέρατος, απέραντος, αχανής, χωρίς τέλος, ξηρά) κατοικούσαν αρχικά διάφορες τοπικές Ελληνοπελασγικές φυλές που αναμίχθηκαν κυρίως με τους Δωριείς που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά το 2000 (ή κατά την δεύτερη εκδοχή πολύ νωρίτερα). Τέτοιες φυλές ήταν: Οι Αθαμάνες, με έδρα την Αμβρακία (Άρτα) περί τα Αθαμανικά όρη. Οι Αμφιλόχοι με έδρα την Αμφιλοχία στην περιοχή Βάλτου. Οι Θεσπρωτοί με έδρα την Εφύρα Θεσπρωτίας και τα Σύβοτα στη Θεσπρωτία. Οι Κασσωπαίοι, Μολοσσοί, Παρωραίοι και Σελλοί στην περιοχή περί τα σημερινά Ιωάννινα (που τότε λέγονταν Κασσώπη), Κόνιτσα (Κονισσός) και Δωδώνη. Οι Βυλλίονες, Δέξαροι, Παραυαίοι, Άονες (Χάονες) και Ατίντανες στη σημερινή Βόρεια Ήπειρο σε πόλεις όπως Ωρικό, Χίμαιρα (Χειμάρρα), Όγχησμος (Άγ.Σαράντα). Οι Αργεστές Γενεάτες στην περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ (Δευρίοπος περιοχή Πριλάπου και Μοριχόβου).
Οι αναφερόμενοι βασιλείς τοποθετούνται προς το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε. Συγκεκριμένα στη Θεσπρωτία γνωστοί βασιλείς ήταν:
(1) Ο Θεσπρωτός ο πρεσβύτερος (~1480, <θέσις + πρώτη = ο κατέχων την πρώτη θέση στην περιοχή της Ηπείρου) ήταν ο δευτερότοκος από τους 50 γιους του βασιλιά Λυκάονα της Αρκαδίας και επομένως εγγονός του Πελασγού (γιου του Αργείου Τρίοπα) και της Μελίβοιας. Ο Θεσπρωτός εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, την Αρκαδία και πήγε σε άλλη χώρα, στην οποία έδωσε το όνομά του, και έγινε έτσι «επώνυμος ήρωας» των Θεσπρωτών. Απέκτησε έναν γιο, τον Άμβρακα, που τον διαδέχτηκε ως βασιλιάς της περιοχής.
(2) Ο Θεσπρωτός ο νεότερος (~1250), βασίλεψε στη Θεσπρωτία περίπου 200 χρόνια μετά τον ομώνυμο πρόγονό του. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, στον Θεσπρωτό αυτόν κατέφυγε ο Θυέστης, γιος του Πέλοπα, όταν εξορίστηκε από το Άργος από τον αδελφό του Ατρέα.
(3) Ο Φύλαντας (~1230, <φυλή + ευς [<έχω] = από καλή φυλή), ήταν βασιλιάς των Θεσπρωτών με έδρα την πόλη Εφύρα. Ο Ηρακλής σκότωσε τον Φύλαντα, κατέστρεψε την Εφύρα και πήρε ως σύζυγό του μία θυγατέρα του Φύλαντα, την Αστυόχη. Γιος του Ηρακλή και της Αστυόχης ήταν ο Τληπόλεμος, βασιλιάς της Ρόδου. Ο Φύλαντας αυτός, που αναφέρεται στην Ιλιάδα (Π 191 κ.ε.), είχε και μία άλλη κόρη, την Πολυμήλη, η οποία έκανε παιδί από τον θεό Ερμή. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμό του βασιλιά των Δρυόπων, τον οποίο επίσης σκότωσε ο Ηρακλής.
(4) Ο Μέρμερος (~1210, <μέρμηρα [ποιητικός τύπος του μέριμνα {<μερί-ς + μνά-ομαι}] = αυτός που φροντίζει για τους ανθρώπους), ήταν ο μεγαλύτερος γιος του ήρωα Ιάσονα, που βασίλεψε στην Εφύρα της Θεσπρωτίας. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμό του νεότερο γιο του Ιάσονα και της Μήδειας, που, μαζί με τον αδελφό του Φέρη, τους σκότωσε η μητέρα τους για να εκδικηθεί τον πατέρα τους. Γιος του ήταν ο Ίλος, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Θεσπρωτίας. Σύμφωνα με τα «Ναυπάκτια Έπη», ο Ιάσονας μετά το θάνατο του Πελία πήγε στην Κέρκυρα, όπου ο Μέρμερος, σκοτώθηκε από μια λέαινα.
(5) Ο Ίλος (~1190, <είλω, ίλλω [= τυλίγω, επικαλύπτω] = προστάτης, κηδεμών) ήταν εγγονός του ήρωα Ιάσονα, γιος του μεγαλύτερου γιου του Μερμέρου. Στην Οδύσσεια (ραψωδία α, στίχος 259) ο Ίλος αναφέρεται ως «Μερμερίδης». Ο Ίλος αυτός βασίλεψε στην πόλη Εφύρα. Από την θετή προγιαγιά του Μήδεια είχε μάθει το μυστικό των αλάθευτων φαρμάκων και δηλητηρίων. Ο Οδυσσέας πριν φύγει για τον Τρωικό Πόλεμο, πήγε να τον συναντήσει για να του ζητήσει δηλητήριο, για να βουτήξει μέσα τα βέλη του, αλλά ο Ίλος αρνήθηκε, φοβούμενος την τιμωρία των θεών.
Αντίστοιχα στην Αμβρακία οι γνωστοί βασιλείς ήταν:
(1) Ο Άμβρακας ο πρεσβύτερος (~1450) ήταν γιος του Θεσπρωτού. Ο Άμβρακας έδωσε το όνομά του στην πόλη Αμβρακία, η οποία με τη σειρά της έδωσε το όνομά της στον Αμβρακικό Κόλπο. Στην αρχαιότητα θεωρούσαν τον Άμβρακα ιδρυτή ενός ναού της θεάς Αφροδίτης, καθώς και ενός ηρώου αφιερωμένου στον Αινεία, που υπήρχαν στην πόλη αυτή.
(2) Ο Δεξαμενός (~1210, <δέχομαι, αόριστος εδεξάμην, μτχ. δεξάμενος = ο υποδεχθείς) ήταν γιος του Ηρακλή και πατέρας του Άμβρακα του νεότερου, βασιλιά της Αμβρακίας χώρας.
(3) Ο Άμβρακας ο νεότερος (~1190) ήταν γιος του Δεξαμενού, βασιλιάς της Αμβρακίας στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου.
(4) Ο Έχετος (~1190, <έχω [=κατέχω]+ ίημι [=θέτω σε κίνηση {προστ.αορ. ες-έτω}] = δραστήριος υπερασπιστής) ήταν Έλληνας ηγεμόνας στην Αμφιλοχία, διαβόητος για τη σκληρότητά του προς όλους («βροτών δηλήμων πάντων»), με τη συνήθεια να κόβει τα αυτιά, τη μύτη ή και να ευνουχίζει όσους ήθελε να τιμωρήσει, έτσι ώστε να μένουν για πάντα «στιγματισμένοι». Στην Οδύσσεια του Ομήρου (σ 84-87) ο αρχηγός των μνηστήρων Αντίνοος, θέλοντας να απειλήσει τον ζητιάνο Ίρο, του λέει ότι θα τον στείλει στον Έχετο, ο οποίος βασίλευε στην απέναντι της Ιθάκης ηπειρωτική ακτή.
Εξάλλου στους Μολοσσούς της Κασσώπης ηγεμόνες ήταν:
(1) Ο Νεοπτόλεμος (~1190, <νέος + πτόλεμος [=πόλεμος] = ο νεαρός πολεμιστής, που πήγε νέος στη μάχη) ήταν γιος του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας, κόρης του Λυκομήδη, βασιλιά της Σκύρου, όπου ανατράφηκε στο ανάκτορο του παππού του. Μετά το θάνατο του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος πείστηκε από τον Οδυσσέα να πολεμήσει στην Τροία γιατί ήταν δισέγγονος του Αιακού και, σύμφωνα με κάποιο χρησμό, η Τροία δεν θα κυριευόταν χωρίς τη βοήθεια ενός απογόνου του Αιακού, επειδή εκείνος είχε βοηθήσει στην κατασκευή των τειχών της. Ο Νεοπτόλεμος φορώντας τότε το θώρακα και τον οπλισμό του πατέρα του, που του έδωσε ο Οδυσσέας, αναδείχτηκε ήρωας στην άλωση της Τροίας. Ήταν ένας από τους πρώτους που εισχώρησαν στην Τροία εξερχόμενος από τον Δούρειο Ίππο. Σκότωσε τον Πρίαμο και το γιο του Έκτορα, Αστυάνακτα, και θυσίασε στον τάφο του πατέρα του την κόρη του Πριάμου Πολυξένη και πήρε μαζί του ως λάφυρο τη σύζυγο του Έκτορα, Ανδρομάχη. Για την επιστροφή από την Τροία ακολούθησε την συμβουλή του Έλενου και ακολούθησαν και οι δύο μαζί χερσαία οδό. Κατά την διαδρομή συνάντησε στην γη των Κικόνων, τον Οδυσσέα και ενταφίασε τον δάσκαλο του Αχιλλέα Φοίνικα. Εν συνεχεία κατέληξε στη γη των Μολοσσών, στην Ήπειρο και απέκτησε τρεις γιους με την Ανδρομάχη (Μολοσσός, Πέργαμος και Πίελος), από τους οποίους ο Μολοσσός τον διαδέχτηκε στο θρόνο της περιοχής. Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, νυμφεύτηκε την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, Ερμιόνη, την οποία όμως ο πατέρας της είχε προηγουμένως υποσχεθεί στον Ορέστη. Ο Ορέστης παραδίδεται ότι τον σκότωσε στους Δελφούς, όπου έλεγαν πως υπήρχε και ο τάφος του, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής τον λάτρευαν ως ήρωα. Στα Κύπρια Έπη ήταν γνωστός και ως Πύρρος, όνομα που κληρονόμησαν μεταγενέστεροι βασιλείς της Ηπείρου. Μετά τον άδοξο θάνατο του Νεοπτόλεμου, η Ανδρομάχη παντρεύτηκε τον κουνιάδο της Έλενο και έκανε μαζί του ένα ακόμη παιδί, τον Κεστρίνο, ενώ μετά το θάνατο και του Έλενου έφυγε στη Μ.Ασία μαζί με το γιο της Πέργαμο, που ίδρυσε εκεί την ομώνυμη πόλη.
(2) Ο Μολοσσός (~1150, <μολγός [=προϊόν αρμέγματος] + άδην [=κατά κόρον] > μολαδσός > μολοσσός (α>ο, δσ>σσ) = αυτός που έχει πολλά κοπάδια για άρμεγμα), βασιλιάς στην Κασσώπη, ήταν γιος του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης, και εγγονός του Αχιλλέα. Θεωρείται γενάρχης των Μολοσσών της Ηπείρου, από τον οποίον πήραν και το όνομα τους.
Στους Σελλούς της Δωδώνης βασίλεψαν οι εξής:
(1) Ο Τυρίμμας (~1190) ήταν βασιλιάς των Σελλών της Ηπείρου στη Δωδώνη. Ο Οδυσσέας μετά την εξολόθρευση των μνηστήρων πήγε στην περιοχή του για να συμβουλευθεί το Μαντείο της Δωδώνης και για άλλες υποθέσεις. Ο Τυρίμμας τον φιλοξένησε με μεγάλη εγκαρδιότητα. Ο Οδυσσέας εκεί δημιούργησε ερωτικό δεσμό με τη θυγατέρα του Τυρίμμα, την Ευίππη, η οποία γέννησε ένα παιδί τους, τον Ευρύαλο, ο οποίος έμελλε να σκοτωθεί αργότερα κατά λάθος από τον πατέρα του
(2) Ο Ευρύαλος (~1150, <ευρύ + αλς, αλός [=θάλασσα] = έχων μεγάλη θάλασσα) βασιλιάς στους Σελλούς της Δωδώνης, ήταν γιος του Οδυσσέα και της Ευίππης, ο οποίος ήρθε από την Ήπειρο στην Ιθάκη αναζητώντας τον πατέρα του. Η Πηνελόπη από ζήλεια τον διέβαλε στον Οδυσσέα και εκείνος τον σκότωσε. Σύμφωνα με άλλη παράδοση τον σκότωσε ο Τηλέμαχος. Το μύθο πραγματεύθηκε ο Σοφοκλής.
Τέλος στους Χάονες αναφέρονται οι εξής βασιλείς:
(1) Ο Κάμπος (~1210, <κάμπτω [=καταβάλλω, κόπτω, ταπεινώνω] = κατακτητής) ήταν βασιλιάς στους Χάονες στης νοτιοδυτική παραλία της Βόρειας Ηπείρου που κατοικούσαν στις πόλεις Ωρικό, Χίμαιρα (Χειμάρρα) και Όγχησμος (Άγ.Σαράντα).
(2) Ο Έλενος (~1180, <έλω [υποτακτ. αορ. του αιρέω = εκλέγω, λαμβάνω κατά προτίμηση] + νόος [=νους] = ο δια νοημόνων και δικαίων λόγων εκλεκτός) ήταν γιος του βασιλιά της Τροίας Πριάμου και της Εκάβης, δίδυμος αδελφός της Κασσάνδρας, ο οποίος είχε, όπως και η αδελφή του, μεγάλη μαντική ικανότητα ερμηνεύοντας τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών (οιωνοσκοπία), αλλά ήταν και γενναίος πολεμιστής. Ο Έλενος πήρε μέρος στους νεκρικούς αγώνες που έγιναν μπροστά στο κενοτάφιο του Πάρη, όταν τον νόμιζαν νεκρό. Είχε προείπει μάλιστα στον Πάρι όταν εκείνος έφευγε για το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, οπότε απήγαγε την Ελένη, όλες τις συμφορές που θα ακολουθούσαν. Σε όλο σχεδόν τον Τρωικό Πόλεμο ο Έλενος πολέμησε θαρραλέα κοντά στον Έκτορα, και όταν αυτός σκοτώθηκε, ο Έλενος τον αντικατάστησε επάξια και πληγώθηκε από τον Μενέλαο. Μετά το θάνατο και του Πάρη, ο Έλενος διεκδίκησε και αυτός την Ωραία Ελένη, μαζί με τον Δηίφοβο και τον Ιδομενέα, οπότε, όταν την πήρε ο Δηίφοβος, ο Έλενος αποσύρθηκε στο όρος Ίδη και πήρε όρκο να μη ξαναπολεμήσει για την Τροία. Ο μάντης Κάλχας είπε στους Αχαιούς ότι μόνο ο Έλενος μπορούσε να τους πει πώς θα κυρίευαν την Τροία. Τότε ο Οδυσσέας ανέλαβε την υπόθεση και, αφού αιχμαλώτισε τον Έλενο, τον ανάγκασε να του αποκαλύψει όσα γνώριζε. Ο Έλενος απεκάλυψε ότι η Τροία θα έπεφτε μετά την εκπλήρωση τριών προϋποθέσεων: 1) Να λάβει μέρος στον πόλεμο ο Νεοπτόλεμος. 2) Οι Αχαιοί να πάρουν στην κατοχή τους τα οστά του Πέλοπα. 3) Να κλέψουν το θαυματουργό ουρανόσταλτο άγαλμα της Αθηνάς «Παλλάδιο». 4) Να έρθει να πολεμήσει μαζί τους ο Φιλοκτήτης, καθώς είχε το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Για όλες αυτές τις υπηρεσίες του προς τους πολιορκητές της Τροίας, καθώς και για το ότι είχε αποτρέψει τον Πάρη να απαγάγει την Ελένη, και είχε εμποδίσει τους Τρώες να αφήσουν το πτώμα του Αχιλλέα να το φάνε τα κοράκια, ο Έλενος επέζησε όταν κυριεύθηκε η Τροία. Τότε έπεσε στον κλήρο του Νεοπτόλεμου μαζί με την Ανδρομάχη και συμβούλευσε τον Νεοπτόλεμο να μη γυρίσει στην Ελλάδα από τη θάλασσα, αλλά από τη στεριά. Έτσι ο Νεοπτόλεμος σώθηκε από την καταστροφή που έπαθε ο ελληνικός στόλος στον Καφηρέα. Μετά τη δολοφονία του Νεοπτόλεμου, ο Έλενος πήρε την Ανδρομάχη και έχτισαν μαζί στην Ήπειρο τη νέα Τροία, το Ίλιον. Μυθολογείται ότι μαζί απέκτησαν και ένα παιδί, τον Κεστρίνο (Παυσ. Β 23, 6). Ωστόσο, ως νόμιμη σύζυγος του Ελένου αναφέρεται η Κεστρία. Στην Ήπειρο ο Έλενος ίδρυσε και την πόλη Βουθρωτό, και βασίλεψε στη Χαονία.
γ. Θράκη
Στη Θράκη (<θρέομαι [= ταράσσω, ξεφωνίζω {>θρόος, θρύλος, θρησκεία}] >τράσσω >θράσσω > θράξαι, απαρέμφ. του θράσσω {διότι ξεφώνιζαν άγρια στις θρησκευτικές τελετές τους}), η οποία κατά την προϊστορία περιλάμβανε μια έκταση από την περιοχή του Ολύμπου στην Πιερία μέχρι τα Στενά του Ελλησπόντου, κατοικούσαν διάφορες ελληνοφρυγικές φυλές όπως Οδρυσείς και Βήσσοι στη σημερινή Βουλγαρία, Τριβαλλοί στη σημερινή Σερβία, Μαίδοι στη ΝΔ Βουλγαρία και Κίκονες στην σημερινή ελληνική Θράκη (πόλεις Ξάνθεια και Μαρώνεια). Οι Κίκονες ιδιαίτερα είχαν στενές σχέσεις με τους νοτιότερους Έλληνες, όπως φαίνεται από τη μετοίκηση του Εύμολπου στην Ελευσίνα και τη συμμετοχή του Ορφέα στην Αργοναυτική εκστρατεία. Οι αναφερόμενοι βασιλείς τους έχουν ως εξής:
(1) Ο Βορέας (~1380, <βοή + ρέω = φυσάει με βουητό) ήταν γιος του Αιόλου και πρόγονος των Μακεδόνων ή γιος του Στρυμόνα και της Ευτέρπης και κατοικούσε στο όρος Βόρας της Λυγκηστίδας στη Μακεδονία ή κοντά στον Στρυμόνα ποταμό ή σε σπήλαιο στον Αίμο της Θράκης. Ήταν η προσωποποίηση του Βόρειου ανέμου, ενώ κατά τον Ελλάνικο ήταν η προσωποποίηση του όρους Βόρα της Μακεδονίας. Ως προσωποποίηση του βορείου ανέμου ήταν αδελφός του Ζέφυρου (δυτικού), του Εύρου (νοτιοανατολικού) και του Νότου (νότιου). Παρουσιαζόταν ως γενειοφόρος με φτερά στα χέρια και τα πόδια. Ο Βορέας σε μια επιδρομή του στην Αθήνα, άρπαξε την κόρη του βασιλιά της Αθήνας, Ερεχθέα, Ωρείθυια (ή Ορύθεια), ενώ αυτή μάζευε άνθη στον Ιλισό. Την μετέφερε στον Αίμο της Θράκης και έκανε 6 παιδιά μαζί της, το Βούτη, το Λυκούργο, την Κλεοπάτρα, τη Χιόνη και τους δυο Βορεάδες Αργοναύτες, το Ζήτη και τον Καλάι. Υπήρχαν ναοί αφιερωμένοι στον Βορέα, στη Μεγαλόπολη και στους Θούριους, ενώ λατρευόταν και στην Αθήνα, όπου θεωρούνταν «γαμπρός» όλων των κατοίκων.
(2) Ο Τεγύριος (~1360, <τε + γύριος [=κυρτός, στρογγυλός {>γυρίζω}] = περιφερόμενος, άστατος) ήταν βασιλιάς της αρχαίας Θράκης, που υποδέχθηκε τον Εύμολπο και το γιο του Ίσμαρο, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από την Αιθιοπία. Ο Τεγύριος πάντρεψε την κόρη του με τον Ίσμαρο. Και από τη Θράκη όμως εκδιώχθηκε ο Εύμολπος, καθώς αποκαλύφθηκε ότι είχε λάβει μέρος σε μία συνωμοσία κατά του Τεγυρίου, και βρήκε καταφύγιο στην Ελευσίνα. Μετά το θάνατο του γιου του μετακλήθηκε από τον Τεγύριο στη Θράκη, με τον οποίο συμφιλιώθηκε και τον διαδέχθηκε στο θρόνο μετά από επιθυμία του ίδιου του Τεγυρίου.
(3) Ο Εύμολπος (~1350, <ευ + μολπή [= τραγούδι] = καλός τραγουδιστής), ήταν ο γενάρχης του ιερατικού γένους των Ευμολπιδών, γιος του θεού Ποσειδώνα και της Χιόνης, κόρης του βασιλιά της Θράκης Βορέου και της Ωρείθυιας (ή Ορύθειας) και μυθιστορικός ήρωας ταυτόχρονα της Θράκης, της Αθήνας και της Ελευσίνας. Κατά την παράδοση, όταν η Χιόνη γέννησε τον Εύμολπο, επειδή φοβήθηκε τον πατέρα της, έριξε το βρέφος στη θάλασσα, οπότε ο θεός της θάλασσας, το προστάτευσε, το πήγε στην Αιθιοπία και εκεί το παρέδωσε στην κόρη του Βενθεσικύμη (<βένθος [=βάθος, δοτική πληθ. τοις βένθεσι] + κύμα = αυτή που δημιουργεί κύματα στα βάθη) για να το αναθρέψει. Μετά από χρόνια, όταν ο Εύμολπος ενηλικιώθηκε, ο σύζυγος της θετής μητέρας του (η οποία ουσιαστικά ήταν ετεροθαλής αδελφή του) τον πάντρεψε με μία από τις κόρες τους. Γρήγορα ο Εύμολπος και η σύζυγός του απέκτησαν ένα γιο, τον Ίσμαρο. Αλλά ο Εύμολπος άρχισε να ερωτοτροπεί και με τις υπόλοιπες κόρες των θετών του γονέων και επεχείρησε να κλέψει μία από αυτές, οπότε τον εξόρισαν μαζί με τον γιο του. Ο Εύμολπος κατέφυγε στον βασιλιά των Θρακών Τεγύριο, ο οποίος πάντρεψε την κόρη του με τον Ίσμαρο. Και από εκεί όμως αναγκάσθηκε να απομακρυνθεί, καθώς αποκαλύφθηκε ότι είχε λάβει μέρος σε μία συνωμοσία κατά του Τεγυρίου. Τότε βρήκε καταφύγιο στην Ελευσίνα, με τους κατοίκους της οποίας συνδέθηκε με φιλικούς δεσμούς. Μετά το θάνατο του γιου του μετακλήθηκε από τον Τεγύριο στη Θράκη, με τον οποίο συμφιλιώθηκε και τον διαδέχθηκε στο θρόνο μετά από επιθυμία του ίδιου του Τεγυρίου. Μετά από χρόνια, όταν ο Εύμολπος βασίλευε στη Θράκη, οι Ελευσίνιοι άρχισαν πόλεμο με τους Αθηναίους και κάλεσαν σε βοήθεια τον Εύμολπο που ήλθε με πολύ στρατό. Ο ηγεμόνας των Αθηναίων, ο Ερεχθέας, θυσίασε μετά από χρησμό μια κόρη του για να νικήσει και έτσι μπόρεσε να σκοτώσει τον Εύμολπο. Ο Ποσειδώνας όμως οργίσθηκε για το θάνατο του παιδιού του και γι' αυτό χτύπησε με την τρίαινά του τον Ερεχθέα και τον σκότωσε. Ο Εύμολπος θάφτηκε στην Αθήνα, αλλά τόσο οι Ελευσίνιοι όσο και οι Αθηναίοι κατά τους ιστορικούς χρόνους έδειχναν το «μνήμα» του. Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Εύμολπος είχε συμμετοχή στην ίδρυση των Ελευσίνιων Μυστηρίων, όπου υπηρέτησε ως ιεροφάντης και εξάγνισε τον Ηρακλή για το φόνο των Κενταύρων. Είχε και άλλο γιο, τον Κήρυκα, που έγινε γενάρχης των Κηρύκων, οι οποίοι είχαν την επίβλεψη των μυουμένων στα Μυστήρια. Ως γιος του Ευμόλπου αναφέρεται και ο Ιμμάραδος.
(4) Ο Αίμος (~1310, <δαίμων [το «δ» λόγω δασείας > δαήμων] = επιτήδειος, έμπειρος) ήταν γιος του Βορέα και είχε σύζυγο τη Ροδόπη.
(5) Ο Ζήτης (<ζητώ {<δια + αιτώ] = ερευνητής) και ο Κάλαϊς (<καλός + λάας [=λίθος] = κυανοπράσινος πολύτιμος λίθος) ήταν οι δύο Βορεάδες (~1290), γιοι του Βορέα και της Αθηναίας Ωρείθυιας (ή Ορύθειας). Αδέλφια τους ήταν ο Βούτης, ο Λυκούργος, η Κλεοπάτρα και η Χιόνη (Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Γ΄ 15, 2). Ο Ζήτης και ο Κάλαϊς ήταν ονομαστοί για την ικανότητά τους να διασχίζουν με μεγάλες ταχύτητες τους αιθέρες, καθώς ήταν και αυτοί φτερωτοί όπως και ο πατέρας τους. Οι δύο αδελφοί πήραν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, όπου τους δόθηκε η ευκαιρία να απαλλάξουν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Ο Φινέας ήταν σύζυγος της αδελφής τους, Κλεοπάτρας. Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Ζήτης σκοτώθηκε καταδιώκοντας τις Άρπυιες, ενώ σε άλλη εκδοχή ο Ζήτης και ο Κάλαϊς σκοτώθηκαν στην Τήνο από τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής τους εκδικήθηκε, επειδή οι Ζήτης και Κάλαϊς είχαν συμβουλεύσει τους Αργοναύτες να τον παρατήσουν στη Μυσία.
(6) Ο Οίαγρος (~1270, <όϊς [=πρόβατο] + αγρέω [θηρεύω {άγρα=θήρα, κυνήγι}] = αυτός που θηρεύει πρόβατα) αναφέρεται από τους μυθογράφους ως ποτάμιος θεός, γιος του Χάροπα, βασιλιά των Ηδωνών της Θράκης και διάδοχός του. Ως σύζυγος του Οιάγρου μνημονεύεται η μούσα Καλλιόπη, με την οποία έγινε πατέρας του Ορφέα και του Λίνου, ίσως και του Μαρσύα. Ο Οίαγρος περιγράφεται και ως «Θράκας θεός του κρασιού.
(7) Ο Ορφεύς, (~1250, <όρφνη [= σκοτάδι] = νυχτερινός, σεληνιακός) ήταν ο κύριος εκπρόσωπος της μουσικής και της λύρας («πατέρας των τραγουδιών») και είχε ιδιαίτερη σημασία στη θρησκευτική ιστορία της Ελλάδας. Ήταν γιος του Οίαγρου, βασιλιά της Θράκης και της Καλλιόπης, μούσας της επικής ποίησης και γεννήθηκε στο όρος Ελικών στα Λίβηθρα (Πίπλα ή Πιμπλεία) της Πιερίας. Έμαθε μουσική από τον Λίνο, που του έδωσε τη λύρα του ως δώρο. Συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία, της οποίας ηγείτο ο Ιάσoνας, ο οποίος είχε πληροφορηθεί από τον Χείρωνα πως μόνο με τη βοήθεια του Ορφέα θα μπορούσαν να περάσουν άθικτοι από τις Σειρήνες, που κατοικούσαν σε τρία μικρά, βραχώδη νησιά και τραγουδούσαν όμορφα τραγούδια που δελέαζαν τους ναυτικούς, αλλά έπειτα τους έτρωγαν. Όταν ο Ορφέας άκουσε τις φωνές τους, πήρε τη λύρα του και έπαιξε μια ομορφότερη μουσική, πνίγοντας τη δικιά τους. Στο θρύλο πέρασε και ο έρωτάς του για τη σύζυγό του Ευρυδίκη (<ευρεία + δίκη = πολύ δίκαιη), γνωστή και ως Αγριόπη, η οποία δραπετεύοντας κάποτε από τον Αρισταίο, δαγκώθηκε από ένα ερπετό και πέθανε. Αλλόφρων ο Ορφέας έπαιξε συγκινητική μουσική και τραγούδησε θρηνητικά, μέχρι που όλες οι νύμφες και οι θεοί έκλαψαν και τον συμβούλευσαν. Ο Ορφέας κατέβηκε στον κάτω κόσμο και με τη μουσική του απάλυνε την καρδιά του Άδη και της Περσεφόνης, οι οποίοι συμφώνησαν να επιτρέψουν στην Ευρυδίκη να επιστρέψει μαζί του στη γη. Αλλά η συμφωνία έγινε με την προϋπόθεση ότι έπρεπε να περπατάει μπροστά από αυτήν και να μην κοιτάξει πίσω μέχρι να φτάσει στον πάνω κόσμο. Μέσα στην αγωνία του όμως αθέτησε την υπόσχεση και η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε πάλι από την θέασή του. Σε έναν άλλο θρύλο ο Ορφέας ταξίδεψε στα Τάρταρα και γοήτευσε τη θεά Εκάτη. Ο θάνατός του παρουσιάζει ομοιότητες με το θάνατο του Διονύσου. Στο τέλος της ζωής του περιφρόνησε την λατρεία όλων των θεών εκτός από τον ήλιο, τον οποίο αποκαλούσε Απόλλωνα. Ένα πρωινό ανέβηκε στο όρος Παγγαίον για να χαιρετήσει τον θεό κατά την ανατολή, αλλά σκοτώθηκε από Θρακικές Μαινάδες, επειδή δεν τιμούσε τον πρώην προστάτη του θεό Διόνυσο.
Ο Ορφέας ανήκει στους πρωτεργάτες του πολιτισμού. Με τη δύναμη της μουσικής του και του τραγουδιού του μπορούσε να γοητεύσει τα άγρια ζώα, να διεγείρει τα δέντρα και τους βράχους σε χορό, ακόμα και να σταματήσει τη ροή των ποταμών. Δίδαξε στην ανθρωπότητα τις τέχνες της φαρμακευτικής, της γραφής και της γεωργίας. Στενά συνδεδεμένος με τη θρησκευτική ζωή, ο Ορφέας ήταν οιωνοσκόπος και μάντης. Εξασκούσε μαγικές τέχνες, ιδιαίτερα την αστρολογία και ίδρυσε ή κατέστησε προσβάσιμα πολλά σημαντικά μυστήρια, όπως αυτά του Απόλλωνα και του Θρακικού θεού Διονύσου. Ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών θρησκευτικών ποιημάτων σε δακτυλικό εξάμετρο αποδόθηκαν στον Ορφέα. Από αυτά επιζούν ολόκληρα μόνο δύο παραδείγματα: μία ομάδα ύμνων συνθεμένων τον 2ο ή 3ο αιώνα π.Χ., και μια Ορφική Αργοναυτική συνθεμένη ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αιώνα π.Χ. Η ορφική ποίηση απαγγελλόταν σε μυστηριακά τελετουργικά και εξαγνιστικές ιεροτελεστίες. Όσοι ήταν ιδιαίτερα αφοσιωμένοι σ’ αυτές ήταν χορτοφάγοι, απείχαν από την ερωτική επαφή και απέφευγαν να τρώνε αυγά, πρακτική που έμεινε γνωστή ως «ορφικός βίος».
(8) Ο Λυκούργος (~1210, <λύκη [=φως] + έργο = ο εκτελών λαμπρά έργα) ήταν γιος του Δρύαντος και πατέρας του Δρύαντος, που βασίλεψε στους Ηδωνούς της Θράκης (σημερινή περιοχή Δράμας) μετά από αυτόν.
(9) Ο Ρήσος (~1190, <ρήσκω [=ομιλώ με τη μύτη] = στενόρρινος) ήταν βασιλιάς των Θρακών, γιος του Ηιονέα (Ιλιάδα, Κ 435). Ο Ρήσος, που ανατράφηκε από Ναϊάδες, συμμετείχε ως σύμμαχος του Πριάμου στον Τρωικό Πόλεμο, έφθασε όμως αργά, καθώς η πατρίδα του είχε δεχθεί επίθεση από τους Σκύθες κατά την εποχή που άρχισε ο Τρωικός Πόλεμος. Ο Ρήσος σκοτώθηκε στον πόλεμο αυτό μέσα στη σκηνή του από τον Διομήδη και τον Οδυσσέα κατά τη νυκτερινή τους αποστολή κατασκοπείας, οι οποίοι και άρπαξαν τα κατάλευκα άλογά του. Τα άλογα αυτά, σύμφωνα με κάποιον χρησμό, αν έτρωγαν τρωικό χόρτο και έπιναν νερό από τον Ξάνθο, θα έσωζαν την Τροία. Ο μύθος αυτός απετέλεσε το θέμα ομώνυμης αρχαίας τραγωδίας που αναφέρεται ως έργο του Ευριπίδη. Ο ίδιος ο Θράκας βασιλιάς είχε κάποια σύνδεση με τη Βιθυνία εξαιτίας του έρωτά του με τη Βιθύνια κυνηγό Αργανθόνη (Παρθενίου του Νικαέως «Ερωτικά παθήματα», κεφ. 36).
(10) Ο Μέντης (~1190, <μένω [= αντέχω, διαρκώ, παραμένω {> μένος}] = ανθεκτικός, σταθερός) ήταν αρχηγός των Κικόνων στον Τρωικό Πόλεμο. Στην Ιλιάδα (Ρ 73) μνημονεύεται ότι ο θεός Απόλλων πήρε τη μορφή του Μέντη για να ενθαρρύνει τον Έκτορα να επιτεθεί κατά των Αχαιών.
(11) Ο Δρύας (~1150, <δρυς=βελανιδιά) ήταν γιος του βασιλιά των Ηδωνών Λυκούργου. Ο Νέστορας τον αποκαλεί «ποιμένα λαού» (Ιλιάδα, Α 263). Σκοτώθηκε όταν ο πατέρας του τρελάθηκε και τον είδε σαν βλαστό κισσού, του ιερού φυτού του θεού Διονύσου, του οποίου τη λατρεία ο Λυκούργος προσπαθούσε να εξαλείψει. Ο Λυκούργος έκοψε τη μύτη, τα αυτιά και τα δάχτυλα του Δρύα. Τότε η γη της Θράκης ξεράθηκε από τη φρίκη και ένας μάντης προέβλεψε ότι η γη θα παρέμενε ξηρή και άγονη όσο θα ζούσε ο Λυκούργος, και έτσι ο λαός του έβαλε και τον κομμάτιασαν άγρια άλογα. Μετά το θάνατο του Λυκούργου, ο Διόνυσος απέσυρε την κατάρα του και η γη ξανάγινε εύφορη.
3.3. Γειτονικοί μυθικοί λαοί και βασιλείς
Για τις υπόλοιπες περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου κατοικούσαν λαοί φρυγοπελασγικής (αλλά σύμφωνα με την προηγηθείσα αφήγηση και ελληνικής) καταγωγής, που είχαν στενές σχέσεις κάθε είδους με τους Έλληνες, μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
β. Δαρδανία και Τρωάδα
Στη Δαρδανία στα στενά του Βοσπόρου (> Δαρδανέλια), που αρχικά περιλάμβανε σε ένα βασίλειο και την Τρωάδα, βασιλείς αναφέρονται οι ακόλουθοι:
(1) Ο Σκάμανδρος (~1490, <σκάπτω [>σκάμμα] + άνδρας = σκαμμένος [διαμορφωμένος] από άνδρες [τον Ηρακλή που κατά την παράδοση διαμόρφωσε το ρεύμα του ποταμού]) ήταν ο θεοποιημένος βασιλιάς - ποταμός στην πεδιάδα της Τροίας, που λεγόταν και Ξάνθος, είτε επειδή είχε κοκκινωπά νερά, είτε επειδή κοκκίνιζε το μαλλί των προβάτων που πλένονταν στα νερά του. Ο ποταμός περνούσε νότια από την Τροία και λίγο πριν τη θάλασσα ενωνόταν με τον ποταμό Σιμόεντα (Ιλιάς Ε 774). Η εκβολή τους βρισκόταν λίγο βορειότερα από το Σίγειον (Φ 125). Κοντά σε αυτό το στόμιο είχαν εγκαταστήσει το στρατόπεδό τους οι Αχαιοί κατά τον Τρωικό Πόλεμο σύμφωνα με τον Όμηρο. Το ρεύμα του ποταμού φαίνεται ότι διαμορφώθηκε κατά την εκστρατεία του Ηρακλή στην Τροία, πριν τον Τρωικό Πόλεμο, και είναι ένα από τα έργα υδραυλικής τεχνολογίας που εκτέλεσε ο Ηρακλής. Στην Ιλιάδα ο Σκάμανδρος παρουσιάζεται ως ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος. Ο βασιλιάς-θεός-ποταμός Σκάμανδρος πήρε ως σύζυγό του τη νύμφη Ιδαία, και απέκτησαν μαζί ένα παιδί, τον Τεύκρο, που αναδείχθηκε πρώτος βασιλιάς της Τροίας. Για το λόγο αυτό ο Σκάμανδρος θεωρείται γενάρχης των Τρώων, οι οποίοι τον τιμούσαν στις παραδόσεις τους και αρκετοί έπαιρναν το όνομά του.
(2) Ο Τεύκρος (~1460, <τεύκτωρ <τεύχω [=κατασκευάζω, οικοδομώ, παράγω]), ήταν ο πρώτος μυθικός βασιλιάς της Τροίας. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο ο Τεύκρος καταγόταν από την Κρήτη και φεύγοντας από εκεί εγκαταστάθηκε στην Τρωάδα, όπου έγινε ο πρώτος βασιλιάς όλης της περιοχής. Από το όνομα του η χώρα λεγόταν Τευκρίς και οι κάτοικοί της Τεύκροι. Άλλη παράδοση τον θεωρεί γιο του ποτάμιου θεού Σκάμανδρου και της νύμφης Ιδαίας. Κόρη του ήταν η Βάττεια που την πάντρεψε με τον Δάρδανο όταν αυτός ήρθε στη Τρωάδα από τη Σαμοθράκη.
(3) Ο Δάρδανος (με χρονολόγηση βάσει των μύθων~1450, αλλά βάσει άλλων ενδείξεων ~3150 π.Χ.) ήταν γιος του Δία και της Πλειάδας Ηλέκτρας, θυγατέρας του Άτλαντος (γιου του Ιαπετού και αδελφού του Προμηθέως), και ιδρυτής της πόλεως του Δαρδάνου στο Όρος Ίδα της Τρωάδος. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (60-7 π.Χ.) αναφέρει ότι πατρίδα του Δαρδάνου ήταν η Αρκαδία, όπου ο Δάρδανος και ο μεγαλύτερος αδελφός του Ίασος (ή Ιασίων) κυβέρνησαν ως βασιλείς μετά τον Άτλαντα. Ο Δάρδανος νυμφεύτηκε τη Χρυσή, θυγατέρα του Πάλλαντα (γιου του Λυκάονα), από την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Ιδαίο και το Δείμα. Μετά όμως από μία μεγάλη πλημμύρα (Κατακλυσμός του Δαρδάνου), οι επιζώντες, που ζούσαν στα βουνά που είχαν μετατραπεί σε νησιά, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: Η πρώτη παρέμεινε με το Δείμα βασιλιά, ενώ η άλλη έφυγε μακρυά, καταλήγοντας τελικά στο νησί Σαμοθράκη. Εκεί ο Ίασος (Ιασίων) κεραυνοβολήθηκε από τον Δία, όταν ερωτεύθηκε την θεά Δήμητρα στην προσπάθειά του να συνευρεθεί μαζί της. Ο Δάρδανος και ο λαός του βρήκαν τη γη φτωχή και οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Ασία. Άλλες καταγραφές δεν αναφέρουν την Αρκαδία, αλλά συμφωνούν για την πλημμύρα και τον απόπλου του Δαρδάνου από τη Σαμοθράκη στην Τρωάδα. Εκεί τον καλωσόρισε ο καταγόμενος από την Κρήτη βασιλιάς Τεύκρος, που υποδέχθηκε τον Δάρδανο φιλόφρονα και του έδωσε σύζυγο, την κόρη του Βάττεια (ή Βατέα) από την οποία απέκτησε τρεις γιους, τον Ίλο τον πρεσβύτερο, τον Τρώα και τον Εριχθόνιο, σε μια εποχή που η Χρύση, πρώτη γυναίκα του Δαρδάνου, είχε πεθάνει. Ο Δάρδανος, μετά το θάνατο του πεθερού του, έγινε βασιλιάς και ονόμασε την χώρα Δαρδανία κτίζοντας και νέα ομώνυμη πόλη. Θεωρείται εισηγητής στη χώρα του της λατρείας της θεάς Αθηνάς, της οποίας και κατασκεύασε δύο αγάλματα από τα οποία το ένα ήταν το «Παλλάδιο». Με τη συνεργασία του ανεψιού του Κορύβα, που τον είχε ακολουθήσει από την Σαμοθράκη, εισήγαγε επίσης στην περιοχή τα μυστήρια των Καβείρων. Από τον Δάρδανο όλοι οι απόγονοί του βασιλείς της περιοχής ονομάστηκαν Δαρδανίδες. Πρώτος κληρονόμος της βασιλείας του ήταν ο γιος του Εριχθόνιος (της Δαρδανίας). Κατά τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, ο Δάρδανος είχε επίσης ένα γιο που λεγόταν Ζάκυνθος από τη Βάττεια, που ήταν ο πρώτος οικιστής του νησιού που αργότερα ονομάστηκε Ζάκυνθος. Το αρχαίο κάστρο της νήσου φέρει το όνομα Ψωφίς, μιας ισχυρής πόλης της Αρκαδίας, με πρώτο οικιστή τον Ερύμανθο που επίσης ήταν πρόγονος του. Ο Διονύσιος λέει ακόμη ότι ο γιος του Δαρδάνου Ιδαίος έδωσε το όνομά του στα Ιδαία όρη, δηλαδή στο Όρος Ίδα, όπου ο Ιδαίος έκτισε ναό στη Μητέρα των Θεών (Κυβέλη) και ίδρυσε μυστήρια και τελετές, που τηρούνταν ακόμη στη Φρυγία στα χρόνια του Διονύσιου.
Σε μια προσπάθεια συσχετισμού των παραδόσεων για τον Δάρδανο με πραγματικά γεγονότα, ο κατακλυσμός της εποχής του θα μπορούσε να συνδεθεί με την πιθανολογούμενη πρόσκρουση του 2ου κομήτη Tolmann στη Γη (που με πραγματική χρονολόγηση εικάζεται ότι έγινε το 3150 π.Χ.), η οποία προκάλεσε ολοκλήρωση της διάνοιξης των στενών του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου, εξαιτίας της οποίας η περιοχή της Τρωάδας απέκτησε ιδιαίτερη γεωπολιτική σπουδαιότητα. Το γεγονός εξάλλου ότι η καταγωγή του ανάγεται στον Άτλαντα γιο του Ιαπετού και όχι σε μεταγενέστερο γενάρχη των Ελλήνων, υποδηλώνει την εκ μέρους τους αποδοχή ύπαρξης συγγένειας αλλά όχι συνταύτισης των δύο λαών, που συγκρούστηκαν στον Τρωικό Πόλεμο 250 χρόνια αργότερα..
(4) Ο Εριχθόνιος (~1380, <ερι [=δυνατός] + χθόνιος [<χθων = γη, έδαφος] = από δυνατή χώρα) ήταν μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Δάρδανου και της Βατείας εγγονός του Τεύκρου πρώτου μυθικού βασιλιά της Τροίας (δεν πρέπει να συγχέεται με τον συνώνυμό του βασιλιά της Αθήνας). Ήταν αδελφός του Ίλου του πρεσβύτερου, που όταν πέθανε βασίλεψε επίσης στην περιοχή. Γυναίκα του ήταν η Αστυόχη κόρη του Σιμόεντα και γιος του ο Τρώας που έδωσε το όνομα του στη χώρα και ίδρυσε την Τροία.
(5) Ο Τρώας (~1345, <τηρέω [> τρέω > Τροία (ε>ο>οι)] = με καλή τήρηση, καλώς οχυρωμένος) ήταν μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Εριχθόνιου, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο, και της Αστυόχης, εγγονός του Σιμόεντα και του Δάρδανου. Παντρεύτηκε την κόρη του ποτάμιου θεού Σκάμανδρου Καλλιρόη. Παιδιά του ήταν ο Ασσαράκος, ο Ίλος ο νεότερος, ο Γανυμήδης και η Κλεοπάτρα. Από το όνομα του η χώρα που πριν περιλαμβανόταν στη Δαρδανία ονομάστηκε Τρωάδα και η πόλη που δημιουργήθηκε Τροία. Ο γιος του Γανυμήδης ήταν περίφημος για την ομορφιά του. Κατά το μύθο, ο Δίας μεταμορφώθηκε σε αετό και αρπάζοντάς τον, τον μετέφερε στον Όλυμπο, όπου έζησε αιώνια ως οινοχόος των θεών. Ως αποζημίωση ο Δίας πρόσφερε στον Τρώα, πατέρα του Γανυμήδη, ένα ζευγάρι άλογα γοργοπόδαρα σαν τον άνεμο. Τον Γανυμήδη οι αρχαίοι τον ταύτισαν με το θεό των πηγών του Νείλου και τον ανέδειξαν σε αστερισμό του ζωδιακού κύκλου, τον αστερισμό του Υδροχόου που προσωποποιεί το ανεξάντλητο νερό των σύννεφων που γονιμοποιεί τη γη.
(6) Ο Ασσάρακος (~1310, <α [στερητικό] + σάραξ-σάρακος [=θλίψη, ανησυχία] = χωρίς στενοχώριες) ήταν γιος του Τρώα και βασίλεψε μετά από αυτόν στην περιοχή της Δαρδανίας, που την εποχή εκείνη διαχωρίστηκε από την Τρωάδα, στην οποία ηγεμόνας έγινε ο αδελφός του Ίλος ο νεότερος.
(7) Ο Κάπυς ο πρεσβύτερος (~1250, <καπνός [<καίω] >καπύω = παράγων καύση και καπνό, οικιστής πόλεων) ήταν γιος του Ασσαράκου και της Ιερομνήμης, ηγεμόνας των Δαρδάνων και πατέρας του Αγχίση, παππούς δηλαδή του ήρωα Αινεία. Αυτός ο Κάπυς αναφέρεται ότι έδωσε το όνομά του στην αρκαδική πόλη Καπύαι ή Καφύαι. Συγγενής και απόγονός του ήταν ο συνώνυμός του πολεμιστής της Τροίας, που θεωρείται ιδρυτής της Καπύης (σημερινή Κάπουα) της Ιταλίας.
(8) Ο Αγχίσης (~1210, <άγχος [<άγω {έχω} + άχος {=θλίψη}] + οίσω [μέλλ. του φέρω] = λυπημένος) ήταν γιος του Κάπυος και της Θέμιδας, απόγονος του Δαρδάνου, πατέρας του ήρωα Αινεία. Ο Αγχίσης είχε όμορφη εξωτερική εμφάνιση και γι' αυτό τον αγάπησε με πάθος η θεά Αφροδίτη, η οποία, αφού στολίστηκε καλά, μεταμφιεσμένη σε πριγκίπισσα της Φρυγίας, πήγε στο όρος Ίδη, όπου βρήκε τον Αγχίση να βόσκει βόδια, ενώθηκε μαζί του και γέννησε δύο γιούς, τον Αινεία και τον Λύρο. Ο Αγχίσης, παρά την εντολή της Αφροδίτης να κρατήσει μυστική την ένωσή τους, καυχήθηκε στους ανθρώπους ότι είχε ερωτικό δεσμό με την ωραία θεά. Αυτός ο κομπασμός εξόργισε τον Δία εναντίον του και κατά μία εκδοχή ο Αγχίσης χτυπήθηκε από τον κεραυνό του Δία, και κουτσάθηκε ή τυφλώθηκε. Ο Αγχίσης είχε και μία θνητή σύζυγο, την Εριοπίδα, καθώς και μία ακόμα κόρη, την Ιπποδάμεια, η οποία παντρεύτηκε τον Αλκάθοο. Ως νόθος γιος του Αγχίση αναφέρεται και ο Έλυμος. Πολύ αργότερα, όταν η Τροία α κυριεύθηκε από τους Έλληνες, τον γέροντα πλέον Αγχίση τον σήκωσε στους ώμους του ο γιος του ο Αινείας και τον φυγάδευσε έξω από την πόλη. Θαυμάζοντας οι Έλληνες την πράξη του αυτή, του επέτρεψαν να πάρει ελεύθερα ό,τι ήθελε από το σπίτι τους. Στη συνέχεια, ο Αγχίσης ακολούθησε τον γιο του στην Ιταλία, συμβουλεύοντάς τον και καθοδηγώντας τον στις περιπλανήσεις τους, μέχρι το θάνατό του στην Ιταλία.
(9) Ο Αινείας (~1190, <αινώ [=επαινώ] = επαινούμενος) ήταν γιος του Αγχίση και της θεάς Αφροδίτης, αδελφός του Λύρου και συγγενής του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Ο Αινείας έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο επικεφαλής των Δαρδάνων, ως σύμμαχος των Τρώων, και ήταν ο γενναιότερος ήρωας στην πλευρά τους μετά τον Έκτορα. Φαίνεται πάντως ότι αρχικώς δεν ήθελε να συμμετάσχει στον πόλεμο, γιατί περίμενε μετά το θάνατο του Πριάμου να βασιλεύσει αυτός στο θρόνο του, αλλά όταν ο Αχιλλέας τον έδιωξε από την Ίδη στη Λυρνησσό, που ύστερα κατέστρεψε, ο Αινείας υποχρεώθηκε πλέον να καταφύγει στην Τροία και να συμπολεμήσει με τους Τρώες. Πολεμώντας στον Τρωικό Πόλεμο με τον Διομήδη, ο Αινείας σώθηκε χάρη στην προστασία της μητέρας του Αφροδίτης και του Απόλλωνα, που τον μετέφεραν στην Πέργαμο για ανάρρωση, ενώ στη σύγκρουσή του με τον Αχιλλέα τον έσωσε ο θεός Ποσειδώνας. Μετά την άλωση και τη λεηλασία της Τροίας, ο Αινείας με μερικούς Τρώες (που έγιναν γνωστοί ως «Αινειάδες») εξακολούθησαν να αμύνονται σε κάποια συνοικία της πόλης, ώσπου οι Αχαιοί τους διεμήνυσαν ότι τους δέχονται «υποσπόνδους», δηλαδή ύστερα από συμφωνία να αποχωρήσουν ανενόχλητοι, με την άδεια να πάρουν ο καθένας τους ό,τι μπορούσε να σηκώσει στα χέρια του από την περιουσία του. Και ενώ όλοι οι άλλοι γέμισαν και πήραν σακιά με χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα, χρήματα, ο Αινείας σήκωσε στους ώμους του τον γέροντα και ανήμπορο πατέρα του, Αγχίση, και τον μετέφερε έξω από την πόλη. Τότε οι Αχαιοί, θαυμάζοντας την πράξη του αυτή, του επέτρεψαν να πάρει ελεύθερα και ό,τι άλλο ήθελε από το σπίτι τους. Αλλά εκείνος και πάλι προτίμησε τα ιερά ξόανα των θεών και τα οικογενειακά κειμήλια, που τα θεωρούσε ανώτερα από κάθε άλλο θησαυρό. Μετά από αυτό, οι Αχαιοί του είπαν ότι ήταν διατεθειμένοι να του εκχωρήσουν όποιο μέρος της Τροίας ήθελε για να ζήσει εκεί με απόλυτη ασφάλεια. Στο σημείο αυτό συνεχίζει η μεταγενέστερη ρωμαϊκή παράδοση, που αναφέρει ότι ο Αινείας αρνήθηκε την προσφορά και, φεύγοντας από την Τροία, περνώντας από την Καρχηδόνα και τη Σικελία, εγκαταστάθηκε στην Ιταλία. Κατά την παράδοση, ο Αινείας τρία χρόνια μετά την άφιξή του στο Λάτιο έγινε βασιλιάς, όμως μετά από άλλα τρία χρόνια δολοφονήθηκε. Παιδιά του Αινεία αναφέρονται ο Ασκάνιος από την Κρέουσα (δεύτερη εξαδέλφη του, κόρη του Πριάμου) και ο Σίλβιος από τη Ιταλίδα Λαβινία (κόρη του Λατίνου). Μετά το θάνατό του η εξουσία πέρασε στον γιο του Ασκάνιο, για τον οποίο κάποιες πηγές αναφέρουν ότι συνόδευε τον πατέρα του ήδη κατά τη φυγή του από την Τροία. Η σειρά των απογόνων του μέχρι την ίδρυση της Ρώμης, κατά τις Ρωμαϊκές παραδόσεις έχει ως εξής: Αινείας - Σίλβιος - Αινείας Σίλβιος - Λατίνος Σίλβιος - Άλμπα - Άτυς - Κάπυς - Καπέτος - Τιβερίνος Σίλβιος - Αγρίππας - Ρωμύλος Σίλβιος - Αβεντίνος - Προκάς - Νουμίτωρ - Ρέα Συλβία, η οποία με τον θεό Άρη απέκτησε τον Ρώμο και τον Ρωμύλο.
(10) Ο Μύνης (γενική: του Μύνητος,~1190, <μύνη [=άμυνα {<α (επιτατικό) + μένω (=επιμένω, κρατώ)} = υπερασπιστής) ήταν βασιλεύς της Λυρνησσού, σύζυγος της Βρισηίδας, γιος του βασιλιά Ευήνου και είχε έναν αδελφό, τον Επίστροφο. Σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα όταν αυτός κυρίευσε και κατέστρεψε τη Λυρνησσό. Ο Αχιλλέας τότε σκότωσε και τα τρία αδέλφια της Βρισηίδας και πήρε την ίδια αιχμάλωτη. Ο Μύνης αναφέρεται σε δύο ραψωδίες της Ιλιάδας (Β 692 και Τ 296).
Οι Δαρδανοί μετά τον Τρωικό Πόλεμο μετοίκησαν σε μια περιοχή που ταυτίζεται περίπου με το σημερινό Κόσσοβο (Κοσσυφοπέδιο), ενώ ο Αινείας, κατά την παράδοση, κινήθηκε δυτικότερα και έγινε γενάρχης των Λατίνων. Στην Τρωάδα (με κυριότερες πόλεις το Ίλιον και την Άβυδο) διαχωρισμός του βασιλείου της Τροίας από αυτό της Δαρδανίας έγινε μετά το θάνατο του Τρώα, τον οποίο στην Τροία διαδέχτηκαν οι εξής βασιλείς:
(1) Ο Ίλος ο νεότερος (~1310, <είλω, ίλλω [= τυλίγω, επικαλύπτω] = προστάτης) ήταν γιος του Τρώα και της Καλλιρρόης και εγγονός του Εριχθονίου (δεν πρέπει να συγχέεται με τον συνώνυμό του βασιλιά της Θεσπρωτίας). Πήρε για σύζυγό του την Ευρυδίκη, κόρη του Αδράστου και απέκτησαν ένα γιο, τον Λαομέδοντα, και μία θυγατέρα, τη Θεμίστη, η οποία παντρεύτηκε τον Κάπυ τον πρεσβύτερο. Ο Ίλος έτσι, όπως και ο πατέρας του, έγινε κοινός γενάρχης δύο «βασιλικών οίκων», του Πριάμου και του Αινεία. Ο ίδιος ο Ίλος οικοδόμησε την Τροία, που είχε ιδρύσει ο πατέρας του, και έτσι η πόλη πήρε και το δικό του όνομά αναφερόμενη πολλές φορές ως `Ιλιον. Το Ίλιον ή Τροία βρισκόταν περίπου 25 χιλιόμετρα νότια από τη Δάρδανο, πόλη που είχε ιδρύσει ο προπάππους του. Λίγο καιρό μετά, ο Ίλος ζήτησε από τον Δία να του στείλει ένα σημάδι που να μαρτυρούσε την εύνοια του θεού προς αυτόν και την εξουσία του, ώστε να μπορέσει να κυβερνήσει την πόλη. Μια μέρα βρήκε μπροστά στη σκηνή του ένα άγαλμα της Αθηνάς, το «Διιπετές Παλλάδιον» (=σταλμένο από τον Δία). Είχε τρεις πήχεις ύψος, τα πόδια του ήταν ενωμένα και στα αριστερά του έφερε ηλακάτη και αδράχτι, ενώ στα δεξιά του δόρυ. Στο σημείο της θαυματουργικής εμφάνισής του, ο Ίλος ανέγειρε ναό και το τοποθέτησε μέσα. Ο ναός αυτός ήταν ο περίφημος ναός της θεάς Αθηνάς της Τροίας. Σύμφωνα με μία παράδοση, κάποτε το έσωσε ο Ίλος από μία πυρκαγιά, αλλά τυφλώθηκε γιατί δεν επιτρεπόταν να δει κανείς αυτό το είδωλο. Η Αθηνά ωστόσο εισάκουσε τις ικεσίες του και του ξανάδωσε το φως του, καθώς το «αμάρτημά» του ήταν δικαιολογημένο. Ο Ίλος φαίνεται πως είχε προστριβές με τον Τάνταλο και τον Πέλοπα, επειδή ήταν υπεύθυνοι για την αρπαγή του αδελφού του Γανυμήδη, και ίσως τους εξόρισε, αναγκάζοντας τον Πέλοπα να καταφύγει στην Αχαΐα.
(2) Ο Λαομέδων (~1250, <λαός [=πλήθος ανθρώπων] + μέδω [=κυβερνώ] = κυβερνήτης ανθρώπων) ήταν βασιλιάς της Τροίας, γιος του Ίλου και της Ευρυδίκης, σύζυγος της Στρυμούς ή Πλακίας (κόρης του ποτάμιου θεού Σκαμάνδρου) και πατέρας πολλών παιδιών, όπως ο Τιθωνός, ο Ποδάρκης (μετέπειτα Πρίαμος) και η Ησιόνη. Ως νόθος γιος του αναφέρεται και ο Βουκολίωνας, που τον απέκτησε με τη νύμφη Καλύβη. Ο Λαομέδων διαδέχθηκε στο θρόνο της Τροίας τον πατέρα του και μετά θέλησε να κτίσει μεγάλα τείχη γύρω από την πόλη. Για το σκοπό αυτό προσέλαβε με μισθό τους θεούς Ποσειδώνα και Απόλλωνα, τους οποίους ο Δίας είχε τιμωρήσει να υπηρετήσουν θνητό. Οι δύο αθάνατοι εργάσθηκαν πραγματικά επί ένα ολόκληρο χρόνο. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Ποσειδώνας έκτισε τα τείχη, ενώ ο Απόλλωνας έβοσκε τα κοπάδια του Λαομέδοντα στο όρος Ίδη. Βοηθός τους ήταν ο θνητός βασιλιάς της Αίγινας Αιακός. Μόλις όμως πέρασε ο χρόνος, ο Λαομέδοντας αρνήθηκε να τους δώσει όσα τους είχε υποσχεθεί και μάλιστα απείλησε τον Απόλλωνα ότι θα τον έδενε και θα τον πουλούσε για δούλο στα νησιά. Τότε οργίσθηκαν οι δύο θεοί και ο μεν Απόλλωνας έστειλε λοιμό στην πόλη, ο δε Ποσειδώνας έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας που έβγαινε με την πλημμυρίδα και έτρωγε ανθρώπους. Σύμφωνα με το χρησμό που έλαβε τότε ο Λαομέδων, η πόλη θα λυτρωνόταν από το θηρίο, αν έδινε σε αυτό ως γεύμα την κόρη του Ησιόνη. Εκείνο τον καιρό πέρασε ο Ηρακλής από την Τροία μαζί με τους Αργοναύτες και υποσχέθηκε στον βασιλιά να σώσει την κόρη του, αν του έδινε τα άλογα που είχε λάβει ως δώρο από τον Δία επειδή τον βοήθησε να αρπάξει τον θείο του Γανυμήδη. Ο Λαομέδων το υποσχέθηκε και ο ήρωας σκότωσε το θηρίο απελευθερώνοντας την κόρη, αλλά ο βασιλιάς αθέτησε και πάλι την υπόσχεσή του. Ο Ηρακλής θύμωσε και επέστρεψε μετά από καιρό ως αρχηγός στρατού, κυρίευσε την Τροία (πολύ πριν τον περίφημο Τρωικό Πόλεμο) και σκότωσε με τα βέλη του τον Λαομέδοντα και όλους τους γιους του εκτός από τον Ποδάρκη. Την Ησιόνη τότε την έδωσε ως σύζυγο στον φίλο του Τελαμώνα. Ο τάφος του βρισκόταν στην Τροία και σύμφωνα με κάποιο χρησμό, η πόλη ήταν αδύνατο να αλωθεί όσο ο τάφος αυτός παρέμενε άθικτος.
(3) Ο Πρίαμος (~1200, <πρίαμαι [= εξαγοράζω] = εξαγορασμένος) αρχικά λεγόταν Ποδάρκης και ήταν γιος του βασιλιά Λαομέδοντα. Νέος ακόμα είδε την πρώτη καταστροφή της πόλης του από τον Ηρακλή, τον πήραν αιχμάλωτο αλλά αργότερα εξαγοράστηκε από την αδελφή του Ησιόνη, με αντάλλαγμα την καλύπτρα της, και ανοικοδόμησε την Τροία κάνοντάς την ισχυρή και πλούσια. Από την εξαγορά του αυτή πήρε και το όνομα «Πρίαμος», δηλαδή «αγορασμένος». Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη με την οποία έκανε και τα περισσότερα παιδιά. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Περιγράφεται ως καλός, δίκαιος και αγαπητός στον λαό του. Η προσωπικότητα και ο πόνος του περιγράφονται σε μια από τις ωραιότερες σκηνές της Ιλιάδας, στην εξαγορά του σώματος του νεκρού αγαπημένου γιου του Έκτορα. Μόνο μετά το θάνατο του Έκτορα φάνηκε η μαχητικότητα και η αποφασιστικότητα του γέρου βασιλιά. Για πρώτη φορά έχασε την ψυχραιμία του και τη συνηθισμένη ευγένεια που τον διέκρινε και άρχισε να φέρεται άπρεπα. Τότε πήγε μέσα στη νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, για να ζητήσει από τον Αχιλλέα να του δώσει το νεκρό Έκτορα για να τον θάψει μ' όλες τις πρέπουσες τιμές. Μπροστά σε τόση γενναιότητα ακόμη και ο ίδιος ο Αχιλλέας έμεινε άφωνος. Πέθανε κατά την άλωση της Τροίας από το χέρι του Νεοπτόλεμου, γιου τού Αχιλλέα, πλάι στον οικογενειακό βωμό, αρνούμενος να αντισταθεί.
β. Μαιονία, Ιδαία, Μυσία
Στη γειτονική Μαιονία (<μαία [>γαία] + νοώ = χώρα που γίνεται αντιληπτή) γνωστοί είναι οι εξής ηγεμόνες:
(1) Ο Ταλαιμένης (~1210, <τάλας [= υποφέρων {<ατάομαι >τάνας >τάλας (ν>λ)}] + μένω [=αντέχω, υπομένω] = ανθεκτικός στις δυστυχίες) ήταν πατέρας των δύο ηγεμόνων των Μαιόνων, του Μέσθλη και του Αντίφου, οι οποίοι βοήθησαν τους Τρώες κατά το ένατο έτος του Τρωικού Πολέμου. Ο Ταλαιμένης αναφέρεται στην Ιλιάδα (ραψωδία Β, στίχος 865).
(2) Ο Μάσθλης (ή Μέσθλης, <μάσθλη [=ιμάς μάστιγος] > πανούργος, απατεών) και ο Άντιφος (~1190) ήταν γιοι της νύμφης Γυγαίας και του Ταλαιμένη, βασιλείς της Μαιονίας. Οι δύο μαζί έσπευσαν να βοηθήσουν τους Τρώες στον Τρωικό Πόλεμο και σκοτώθηκαν και οι δύο από τον Διομήδη (Ιλιάδα, Β 864).
Στην Ιδαία (<ιδείν [= βλέπω {< οίδα = γνωρίζω}] = χώρα που φαίνεται από μακριά) την ίδια εποχή αναφέρονται οι ακόλουθοι:
(1) Ο Πάνδαρος (~1190, <παν + δέρω [=δέρνω, κτυπώ, προσβάλλω {αόρ. εδάρην}] = προσβάλλων τα πάντα, επιθετικός κατακτητής) ήταν γιος του ήρωα Λυκάονα του Τρώα. Ο Πάνδαρος είχε διδαχθεί από τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα την τέχνη της τοξοβολίας. Παρά τις συμβουλές του πατέρα του, ήρθε στην Τροία από την πατρίδα του, την πόλη Ζέλεια, για να συμμετάσχει στον Τρωικό Πόλεμο, όπου αναφέρεται (Ιλιάδα, Δ) ότι προσπάθησε να σκοτώσει με δόλιο τρόπο τον Μενέλαο κατά τη μονομαχία του με τον Πάρη. Ο Μενέλαος τραυματίσθηκε από το βέλος του Πανδάρου, αλλά όχι θανάσιμα. Στη συνέχεια, ο Πάνδαρος πολέμησε εναντίον του Διομήδη, τον τραυμάτισε επίσης, υπήρξε ηνίοχος του Αινεία, αλλά τελικά έχασε τη ζωή του από το ακόντιο του Διομήδη, το οποίο του διατρύπησε το πρόσωπο και του απέκοψε τη γλώσσα. Ας σημειωθεί ότι και ο πατέρας του Πανδάρου, ο Λυκάων, σκοτώθηκε επίσης στον Τρωικό Πόλεμο από τον Αχιλλέα. Μόνος αδελφός του Πανδάρου ήταν ο Ιάπυξ ο θεραπευτής, ένας από τους Αινειάδες.
(2) Ο Μέροψ (~1210, <μείρομαι [=μοιράζω, συμμερίζομαι {>μερίς}] + έπος [=λόγος] = ο συμμεριζόμενος το λόγο, ομιλών ενάρθρως) ήταν βασιλιάς της πόλεως Περκώτης στον Ελλήσποντο όπου ασκούσε και τη μαντική τέχνη. Τα δύο παιδιά του Άδρηστος και Άμφιος, πήγαν στην Τροία, έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο και έπεσαν πολεμώντας ηρωικά εναντίον των Ελλήνων. Θυγατέρα του Μέροπα ήταν η Κλείτη, σύζυγος του Κυζίκου, όπως και η Αρίσβη, πρώτη σύζυγος του βασιλιά της Τροίας Πριάμου πριν αυτός νυμφευθεί την Εκάβη.
(3) Ο Άσιος (~1190, <άσιος, ασία, άσιον = πλήρης ιλύος (άσις, άσεως) = πλουτοφόρος) ήταν βασιλιάς της Αρίσβης, γιος του Υρτάκη και πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως σύμμαχος των Τρώων. Τον σκότωσε ο Ιδομενέας στο πεδίο της μάχης. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται ο αδελφός της Εκάβης, που σκοτώθηκε από τον Αίαντα τον Τελαμώνιο. Ο Όμηρος αναφέρει στη ραψωδία Π της Ιλιάδας (στίχοι 720 κ.ε.) ότι ο Απόλλων είχε πάρει τη μορφή του Άσιου αυτού για να πείσει τον Έκτορα να μονομαχήσει με τον Πάτροκλο.
Στη Μυσία (<μύσσομαι [=απεχθάνομαι] >μύσος [=απέχθεια] = χώρα απεχθών ανθρώπων) γειτονική επίσης της Τρωάδας, όπου σε μεταγενέστερες εποχές άκμασαν πόλεις όπως οι Πέργαμος, Προκόννησος, Λυσιμάχεια, Αττάλεια και Φιλαδέλφεια, βασίλευσαν:
(1) Ο Κύζικος (~1250 ήταν γιος του Αινεία του πρεσβύτερου (που δεν είναι ίδιος με τον γνωστό Αινεία του Τρωικού Πολέμου) και της Αινήτης, βασιλιάς των Δολιόνων στην πόλη Κύζικο της Προποντίδας. Ως βασιλιάς, ο Κύζικος υποδέχθηκε στην πόλη του τους Αργοναύτες στο δρόμο τους προς την Κολχίδα για την εκστρατεία τους. Ενώ η υποδοχή ήταν πολύ καλή, μετά την αναχώρηση των Αργοναυτών, μια τρικυμία τους έσπρωξε και πάλι πίσω, στις ακτές της Κυζίκου την ίδια νύχτα. Οι Δολίονες δεν τους ανεγνώρισαν, τους πέρασαν για πειρατές και τους επιτέθηκαν. Στη μάχη που επακολούθησε, ο Ιάσονας σκότωσε τον Κύζικο. Μετά από αυτό, η σύζυγος του Κυζίκου, η Κλείτη, αυτοκτόνησε.
(2) Ο Τεύθρας (~1220, <τεύκτωρ <τεύχω [=κατασκευάζω, οικοδομώ, παράγω] + θράσσω [=ταράζω, ενοχλώ, καταστρέφω] = αυτός που δημιουργεί αναστάτωση με τα έργα του) ήταν γιος του Μιδίου και της Άργης, βασιλιάς της Τευθρανίας και ιδρυτής της ομώνυμης πόλεως. Συνδέεται με τους μύθους της Αύγης και του Τηλέφου, και απεικονίζεται σε σχετικό ανάγλυφο του μεγάλου βωμού της Περγάμου. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και βασιλιάς της Φρυγίας, σύμμαχος του Πριάμου, του οποίου την θυγατέρα Τέκμησσα, πήρε ο Αίαντας κατά τον Τρωικό Πόλεμο και μαζί της απέκτησε ένα γιο, τον Ευρυσάκη. Κατά την αρπαγή της Τέκμησσας, ο Αίαντας σκότωσε τον δεύτερο αυτό Τεύθραντα.
(3) Ο Τήλεφος (~1210, <τήλε [= μακριά] + φως = αυτός που φωτίζει από μακριά) ήταν γιος του Ηρακλή και της Αύγης από παράνομο έρωτά τους. Η Αύγη ήταν κόρη του βασιλιά της Τεγέας Αλέου και της ανιψιάς του Νεαίρας. Κάποια μέρα που ο Ηρακλής φιλοξενήθηκε από τον Αλέο, βίασε την Αύγη και από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Τήλεφος κρυφά στο ναό. Ο Αλέος ανακάλυψε την παρανομία της κόρης του και την έδωσε στον Ναύπλιο, βασιλιά της ομώνυμης πόλης για να την πνίξει στην θάλασσα, αλλά εκείνος την λυπήθηκε και την έβαλε σε ένα κιβώτιο, το οποίο έριξε στην θάλασσα. Το κιβώτιο παρασύρθηκε από τα κύματα στα ανοιχτά και βγήκε στην ακρογιαλιά της Μυσίας, όπου ο βασιλεύς Τεύθραντας την βρήκε και την έσωσε, κάνοντάς την γυναίκα του ή κατά μια άλλη εκδοχή υιοθετώντας την. Ο Τήλεφος που είχε εγκαταλειφθεί και μεγαλώσει στο Παρθένιο Όρος, όπου τον θήλασε μια ελαφίνα και τον ανάθρεψαν οι βοσκοί, όταν μεγάλωσε, πήγε στο μαντείο των Δελφών για να μάθει ποιοι ήταν οι γονείς του και ο χρησμός του είπε να πάει στην Μυσία. Ο Τήλεφος συνοδευόμενος από τον φίλο του τον Παρθενοπαίο (που αργότερα σκοτώθηκε στον πόλεμο των 7 επί Θήβας) πήγε στην Μυσία, όπου οι δυο τους σκότωσαν τον Αργοναύτη Ίδαντα, εχθρό του Τεύθραντα. Ο Τεύθρας για να τους ευχαριστήσει τους χάρισε για έπαθλο την Αύγη, που, όμως μη αποδεχόμενη το γάμο, ήθελε να σκοτώσει τον Τήλεφο. Από θεϊκή σύμπτωση όμως ένα φίδι μπήκε στο γαμήλιο κρεβάτι και η Αύγη τρομαγμένη φώναξε για σωτηρία το όνομα του Ηρακλή. Στο άκουσμα του ονόματος του πατέρα του ο Τήλεφος κατάλαβε ότι η Αυγή ήταν μητέρα του και αντί γι’ αυτήν έλαβε ως σύζυγό του την κόρη του Τεύθραντα Αργιόπη και διαδέχθηκε έτσι τον Τεύθραντα στο θρόνο της Μυσίας. Φαίνεται όμως ότι είχε ερωτικές ή συζυγικές σχέσεις και με τη αμαζόνα Ιέρα και με την κόρη του Πρίαμου Λαοδίκη καθώς και με τη θεία της Αστυόχη. Ως γιος του Τηλέφου αναφέρεται ο Ευρύπυλος, ενώ από την Αργιόπη είχε και μία κόρη, τη Ρώμη, που έδωσε το όνομά της στην ομώνυμη πόλη της Ιταλίας. Στον Τρωικό Πόλεμο ο Τήλεφος ήταν σύμμαχος με τους Τρώες και τραυματίσθηκε μονομαχώντας με τον Αχιλλέα. Για τη θεραπεία της πληγής του πήγε στις Μυκήνες, όπου έγινε καλά και από ευγνωμοσύνη έδωσε οδηγίες στους Αχαιούς για την κατάληψη της Τροίας.
(4) Ο Ευρύπυλος (~1150) ήταν γιος του Ηρακλείδη Τηλέφου και της Αστυόχης, ήρωας της Μυσίας και σύμμαχος των Τρώων κατά τον Τρωικό πόλεμο, ως ανεψιός του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου. Η μητέρα του τον δωροδόκησε με μία χρυσαφένια άμπελο για να συμμετάσχει στον πόλεμο. Ο Παυσανίας γράφει (Γ 26, 9) ότι ο Ευρύπυλος σκότωσε τον Μαχάονα, αλλά σκοτώθηκε από τον Νεοπτόλεμο. Το έπος «Ευρυπύλεια» και η τραγωδία «Ευρύπυλος» αναφέρονταν σ’ αυτόν.
γ. Λυδία, Καρία, Λυκία, Φρυγία
Στη Λυδία (<λύω [= λιώνω {> λυτός >λυδός}] = τόπος όπου έλιωναν μέταλλα) που περιλάμβανε πόλεις όπως οι Σάρδεις, Τράλλεις (Άνθεια) και αργότερα Κολοφών αναφέρονται οι εξής ηγεμόνες:
(1) Ο Μάνης (~1800, <μανία [=οργή, ενθουσιασμός, παραφροσύνη] = εμπνευσμένος ηγέτης) κατά τους μύθους ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Λυδίας. Γιος του ήταν ο Κότις που νυμφεύτηκε την Αλίη, κόρη της Τάλους και απέκτησε δύο γιους, τον Ασίς και τον Άτυς, μετέπειτα βασιλιά της Λυδίας. Ο Μάνης ήταν ιδρυτής δυναστείας που βασίλεψε στη Λυδία πριν από την έλευση των Ηρακλειδών, που πήραν την εξουσία μετά.
(2) Ο Άτυς (~1770, <άτη [=αμαρτία, κακό, ανοσιούργημα, παραφροσύνη, σύγχυση φρενών, όλεθρος] = εξολοθρευτής των εχθρών) ήταν γιος του Μάνητος.
(3) Ο Λυδός (~1730, επώνυμος ήρωας της Λυδίας) ήταν γιος του Άτυος και της Καλλιθέας, εγγονός του Μάνητα και αδελφός του Τυρρηνού. Σε ορισμένες πηγές αναφέρονται ως αδελφοί του Λυδού ο Κάρας και ο Μυσός, ενώ ως γιος του Λυδού μυθολογείται ο Άσιος. Σύμφωνα με την Βίβλο ταυτίζεται με τον Λούδ (Γένεσις 10,21 - 22) μικρότερο γιο του Σημ, γενάρχη των Σημιτικών φυλών και εγγονό του Νώε, αδελφό του Ελάμ, του Ασσούρ, του Αρφαξάδ και του Αράμ, πράγμα που σημαίνει ότι σύμφωνα με την Βίβλο οι Λυδοί ήταν Σημίτες.
(4) Ο Άσιος (~1700, <άσιος, ασία, άσιον = πλήρης ιλύος (άσις, άσεως) = πλουτοφόρος) ήταν γιος του Λυδού, βασιλιάς μετά από αυτόν στη Λυδία (δεν πρέπει να συγχέεται με μεταγενέστερους συνώνυμούς του).
(5) Ο Ιάρδανος (~1310 <ίω + αρδεύω = ποτίζει τη γη πηγαίνοντας) ήταν βασιλιάς της Λυδίας, πατέρας της Ομφάλης, την οποία υπηρέτησε ως δούλος ο Ηρακλής. Ο Ιάρδανος αναφέρεται ότι είχε και ικανότητες μάγου: έκανε μάγια στον εχθρό του βασιλιά Καμβλίτη, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταληφθεί από τρομερή πείνα, και να καταβροχθίσει την ίδια τη γυναίκα του.
(6) Η Ομφάλη (~1250, <αμφί [=από παντού] + αλς-αλός [=θάλασσα] = περιβαλλόμενη από θάλασσα) ήταν κόρη του Ιαρδάνου και βασίλισσα της Λυδίας. Νυμφεύτηκε τον Τμώλο και μετά το θάνατό του βασίλεψε μόνη στη Λυδία. Ο Ηρακλής κατέληξε σκλάβος στην αυλή της μετά το φόνο του Ευρύτου και μάλιστα λέγεται ότι την υπηρετούσε για αρκετό χρονικό διάστημα, ντυμένος γυναίκα και κάνοντας οικιακές δουλειές.
(7) Ο Αγέλαος (ή Αχιλλεύς, ~1210, <άγω + λαός = αρχηγός του στρατού, όνομα ταυτόσημο με το Αχιλλεύς) ήταν γιος του Ηρακλή και της Ομφάλης, πρόγονος μεταγενέστερων γνωστών βασιλέων όπως ο Κροίσος. Ο Αγέλαος ήταν γνωστός και με το όνομα Λάμος και έγινε ιδρυτής της δυναστείας των Ηρακλειδών, που διαδέχτηκε τη δυναστεία του Μάνη και βασίλεψε στη Λυδία μέχρι τα χρόνια του Κανδαύλη (735-718 π.Χ.).
(8) Ο Βήλος (~1190, <βαίνω >βάλος > βήλος [=κατώφλι] = πρωτοπόρος) ήταν Ηρακλείδης γιος του Αγέλαου.
(9) Ο Νίνος (~1150, <νιν [=δωρικός τύπος προσωπ. αντωνυμίας {ιων. "μιν"}] = αυτόν) σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν γιος του Ηρακλείδη Βήλου, απόγονος του Ηρακλή και εγγονός του Αγέλαου (γιου του Ηρακλή και της Ομφάλης), πράγμα που συνδέει τον Νίνο με τη Λυδία. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και ο ιδρυτής της πόλεως Νινευί στη Μεσοποταμία, που λογιζόταν εφευρέτης της στρατιωτικής τέχνης, ο πρώτος που συγκρότησε μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς και ο πρώτος που εκπαίδευσε κυνηγόσκυλα και εξημέρωσε το άλογο για ίππευση. Αυτός ο Νίνος συμμάχησε με τον (μυθικό) βασιλιά της Αραβίας Αριαίο και κατέλαβε μαζί του μέσα σε 17 χρόνια όλη την Ασία εκτός από τις χώρες των Ινδιών. Η βασιλεία του Νίνου του πρεσβύτερου, κατά τη χρονολόγηση μυθικών γεγονότων που επεχείρησε ο Κτησίας, άρχισε το έτος 2189 π.Χ. πολύ πριν από τα χρόνια του Ηρακλή και του Νίνου του νεότερου που βασίλεψε στη Λυδία περί το 1150 π.Χ.
(10) Ο Άγρων (~1120 <άγρα [=θήρα, κυνήγι]) ήταν μυθικός βασιλιάς της Λυδίας, γιος του Νίνου του νεότερου και θεωρείται ως πρώτος βασιλεύς του οίκου των Ηρακλειδών που βασίλευσε στις Σάρδεις.
Στην Καρία (<Κάρ < κε-καρ-μένος [μετοχή πρκμ. του κείρω = κουρεύω] = χώρα όπου οι άνδρες είχαν την κεφαλή κουρεμένη) με μεταγενέστερες πόλεις όπως η Αλικαρνασσός και η Κνίδος, αναφέρονται οι εξής βασιλείς:
(1) Ο Κάρας (η Καρ, ~1770, πρώτος βασιλεύς και επώνυμος ήρωας της Καρίας), που δεν έχει σχέση με ομώνυμο βασιλιά των Μεγάρων, που έζησε αρκετά αργότερα, ήταν γιος του ίδιου του θεού Δία και της Κρήτης, ενώ αδελφοί του ήταν ο Λυδός και ο Μυσός. Ο Καρ ίδρυσε την πόλη Αλάβανδα στην Καρία.
(2) Ο Μελισσεύς (~1450, <μέλισσα + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που τρέφει μέλισσες, μελισσουργός) ήταν βασιλιάς της πόλεως Χερσόνησος της Καρίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μελισσέας αυτός υποδέχθηκε και εξάγνισε τον Ρόδιο Ηρακλείδη Τρίοπα για το φόνο του αδελφού του Τεναγέα. Στη συνέχεια ο Τρίοπας ίδρυσε την πόλη Κνίδο.
(3) Ο Ίκαρος (~1210, <ίτης [<ίτω [προστακτ. του είμι =έρχομαι] = εμπρός] = θρασύς, τολμηρός, βιαστικός, ορμητικός {τ>κ}) ήταν μυθικός βασιλιάς της Καρίας (δεν έχει σχέση με τον γνωστό γιο του Δαίδαλου). Ερωμένη του ήταν η Θεονόη, κόρη του Θέστορα και αδελφή του περίφημου μάντη Κάλχαντα.
(4) Ο Αμφίμαχος (~1190, <αμφί [=από παντού] + μάχη = ικανός να μάχεται με όλους), ήταν γιος του Νομίονος βασιλιά των Κάρων, που μαζί με τον αδελφό του Νάστη ήταν αρχηγοί τους στον Τρωικό πόλεμο, σύμμαχοι των Τρώων, και, όπως αναφέρει ο Όμηρος, επαινεμένοι από όλους.
Για τη Λυκία (<λύκη [=φως] = φωτεινή χώρα), στο νοτιοδυτικό άκρο της Μ.Ασίας, αναφέρεται ότι βασίλεψαν οι εξής:
(1) Ο Σαρπηδών (~1450, <σαρώ [=σαρώνω, καταστρέφω, εξαφανίζω] + πηδώ = αυτός που αφανίζει τους εχθρούς προσπερνώντας) ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης, και αδελφός του Μίνωα και του Ραδάμανθυ, που πήγε στη Μικρά Ασία, έγινε βασιλιάς της Λυκίας και έζησε επί τρεις γενιές. Λατρευόταν ως θεός στη Λυκία, την Καρία την Κιλικία και τη Φρυγία. Η λατρεία του διαδόθηκε από εκεί στη Θράκη και στην Αίγυπτο την εποχή των Πτολεμαίων, όπου ταυτίσθηκε τελικά με τον Σέραπι.
(2) Ο Ιοβάτης (~1380, <ιός [=βέλος {<είμι, ίω, ιέναι = έρχομαι}] + βαίνω = γρήγορος σαν βέλος) ήταν βασιλιάς της Λυκίας στη Μικρά Ασία. Όταν ο βασιλιάς της Τίρυνθας Προίτος είχε εκδιωχθεί από τον αδελφό του Ακρίσιο, κατέφυγε στον Ιοβάτη, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να πάρει την κόρη του Σθενέβοια ως σύζυγο (ο Όμηρος την ονομάζει Άντεια). Στη συνέχεια, ο Λύκιος βασιλιάς του έδωσε στρατό με τον οποίο ο Προίτος κατάφερε να ξανακερδίσει την Τίρυνθα, περιορίζοντας τον Ακρίσιο στο νόμιμο μερίδιό του. Μετά από καιρό, η Σθενέβοια ερωτεύθηκε τον Βελλεροφόντη (που τότε ονομαζόταν Ιππόνοος) και, όταν αυτός δεν ανταποκρίθηκε, τον συκοφάντησε στον Προίτο ότι θέλησε να τη βιάσει. Τότε ο Προίτος έστειλε τον Βελλεροφόντη στον πεθερό του, Ιοβάτη, εφοδιάζοντάς τον με επιστολή που περιείχε «σήματα λυγρά» (Ιλιάδα, Ζ 168), ζητώντας δηλαδή από τον Ιοβάτη να σκοτώσει τον κομιστή, επειδή ο Προίτος, σεβόμενος παλαιότερο έθιμο, δεν ήθελε να σκοτώσει με τα χέρια του άνθρωπο με τον οποίο είχε φάει στο ίδιο τραπέζι. Ο Ιοβάτης, αφού διάβασε το γράμμα, ανέθεσε στον Βελλεροφόντη αρκετές επικίνδυνες αποστολές, με την ελπίδα πως έτσι θα εκπληρωνόταν η επιθυμία του γαμπρού του χωρίς να χρειασθεί και ο ίδιος να σκοτώσει άνθρωπο. Αντίθετα όμως, αυτό έγινε η αιτία για τα ηρωικά κατορθώματα του Βελλεροφόντη. Απελπισμένος στο τέλος ο Ιοβάτης, συγκέντρωσε τους γενναιότερους Λυκίους και τους διέταξε να του στήσουν ενέδρα. Και αυτή όμως η ενέργεια, που στοίχισε το θάνατο σε όλους τους ανθρώπους του Ιοβάτη, απέτυχε. Μετά από όλα αυτά, ο Ιοβάτης αναγνώρισε την αξία του Βελλεροφόντη, του έδειξε το γράμμα του Προίτου και του ζήτησε να μείνει μαζί του. Του έδωσε ως σύζυγο την κόρη του Φιλονόη (ή Κασσάνδρα, ή Αντίκλεια, ή Αλκιμένη) και τον άφησε διάδοχό του στο θρόνο.
(3) Ο Βελλεροφόντης (ή Ιππόνοος. ~1400, <βέλεμνον, βελόνη, βέλος + φόντης [<φονεύω] = φονιάς με βέλη), ήταν αιολεύς, γιος του βασιλιά της Κορίνθου Γλαύκου (γιου του Σίσυφου, που ήταν γιος του γενάρχη Αιόλου) και της Ευρυνόμης (θυγατέρας του Νίσου, βασιλιά των Μεγάρων). Μετά από κάποιο φόνο για τον οποίο κατηγορήθηκε, εξορίστηκε από την Κόρινθο και κατέφυγε στην γειτονική Τίρυνθα, στην αυλή του βασιλιά Προίτου, όπου τον ερωτεύτηκε η βασίλισσα Σθενέβοια. Ο Βελλεροφόντης την απόκρουσε και εκείνη τον κατηγόρησε στον σύζυγό της, ο οποίος, θέλοντας να τον απομακρύνει από την Τίρυνθα, τον έστειλε στον πεθερό του Ιοβάτη, βασιλιά της Λυκίας στη Δυτική Μικρά Ασία, δίνοντάς του ένα κλειστό γράμμα, στο οποίο ο αποστολέας Προίτος παράγγελνε στον αποδέκτη να φονεύσει τον φέροντα. Ο βασιλιάς Ιοβάτης του ανάθεσε τρεις επικίνδυνες αποστολές: 1.Να αντιμετωπίσει τους Σόλυμους, ληστρικό λαό, στα ανατολικά σύνορα του βασιλείου της Λυκίας, τους οποίους και κατατρόπωσε. 2.Να αντιμετωπίσει τις Αμαζόνες, τον θρυλικό πολεμοχαρή λαό της Μικράς Ασίας που τον αποτελούσαν μόνον γυναίκες, που επίσης συνέτριψε. 3.Να αντιμετωπίσει την Χίμαιρα, φοβερό διπλοειδές τέρας που το εμπρόσθιο μέρος του ήταν λέοντας και το οπίσθιο ήταν δράκοντας, την οποία ο Βελλεροφόντης κατάφερε να σκοτώσει, ιππεύοντας τον Πήγασο, πτερωτό ίππο από την πηγή Πειρήνη της Κορίνθου. Τέλος αφού εξόντωσε και επιφανείς Λύκιους που του έστησαν ενέδρα (με διαταγή του Ιοβάτη) επέστρεψε θριαμβευτής στην Λυκία όπου ο βασιλιάς αναγκάστηκε να του προσφέρει τη διαδοχή του βασιλείου του και τη θυγατέρα του Αμφίκλεια (ή Φιλονόη) ως σύζυγο, από την οποία απόκτησε δύο γιούς: τον Ιππόλοχο και τον Ίσανδρο. Γεμάτος έπαρση για τη δύναμή του, ο Βελλεροφόντης αποφάσισε με το φτερωτό άλογό του να ανέβει στον ουρανό (ή στον Όλυμπο) για να ανακαλύψει την κατοικία των θεών. Τότε ο Δίας, εξοργισμένος από το θράσος του, του έριξε κεραυνό με αποτέλεσμα ο Βελλεροφόντης να πέσει από το άλογό του και να μείνει ανάπηρος, χάνοντας τόσο τη βασιλική αρχή όσο και τον Πήγασο (που του «τον πήραν οι θεοί»). Μετά από αυτά εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία και επέστρεψε στην Ελλάδα όπου, αφού περιπλανήθηκε αρκετά φτωχός και δυστυχισμένος, σύμφωνα με μία ασαφή αναφορά στην Ιλιάδα, λίγο πριν το θάνατό του, κατέφυγε στην Καλυδώνα, όπου φιλοξενήθηκε από τον βασιλιά Οινέα.
(4) Ο Ιππόλοχος (~1370, <ίππος + λόχος [=ενέδρα {<λοχεύω=παραφυλάω}] = αυτός που συλλαμβάνει άλογα) ήταν γιος του Βελλεροφόντη και της Φιλονόης ή Αντικλείας, αδελφός του Ισάνδρου και της Λαοδάμειας. Ο Ιππόλοχος είχε ένα γιο, τον Γλαύκο, ο οποίος πολέμησε μπροστά στα τείχη της Τροίας επικεφαλής των Λυκίων.
(5) Ο Λύκος (~1250 <λύκη [=φως] = φωτεινός) ήταν γιος του Δασκύλου, εγγονός του Ταντάλου, βασιλιάς των Μαριανδυνών κοντά στον ποταμό Λύκο, στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας. Ο Λύκος υποδέχθηκε καλά τους Αργοναύτες όταν αυτοί πέρασαν από εκεί κατά την Αργοναυτική Εκστρατεία. Διοργάνωσε μεγαλόπρεπη κηδεία στους δύο Αργοναύτες Τίφυν και `Ιδμονα που πέθαναν εκεί, ενώ έδωσε στους υπόλοιπους ως κυβερνήτη της Αργούς τον ίδιο του τον γιο, τον Δάσκυλο τον νεότερο. Χρόνια αργότερα, ο Λύκος υποδέχθηκε τον Ηρακλή, ο οποίος τον βοήθησε στον πόλεμο κατά των Βεβρύκων, με αποτέλεσμα να πάρει ο Λύκος πολλά εδάφη των εχθρών, τα οποία ονόμασε «Ηράκλεια χώρα».
(6) Ο Σαρπηδών ο νεότερος (~1210) ήταν γιος του Δία και της Λαοδάμειας (κόρης του Βελλεροφόντη), που σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο στον Τρωικό Πόλεμο. Κατά την περιγραφή που δίνει η Ιλιάδα, βλέποντας ο Σαρπηδόνας τον Πάτροκλο να σκοτώνει πολλούς γενναίους Τρώες, αποφάσισε να μονομαχήσει μαζί του, οπότε πήδηξε κάτω από το άρμα του. Τον είδε και ο Πάτροκλος και κατέβηκε και αυτός από το δικό του. Πρώτος έριξε το ακόντιό του ο Πάτροκλος και κάρφωσε τον υπασπιστή του Σαρπηδόνα. Μετά έριξε ο Σαρπηδόνας και πέτυχε ένα από τα άλογα που ήταν ζευγμένα στο άρμα του Αχιλλέα (το οποίο είχε πάρει ο Πάτροκλος). Τότε όρμησαν και οι δυο ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Σαρπηδόνας αστόχησε και πάλι, ο Πάτροκλος όμως τον κτύπησε στο στήθος. Ο Σαρπηδόνας, πριν ξεψυχήσει, είπε στον εξάδελφο και φίλο του Γλαύκο να πάρει τη θέση του στη μάχη και να αποτρέψει τους Έλληνες από το να τον «σκυλεύσουν», δηλαδή να του πάρουν την αρματωσιά. Τότε ο Γλαύκος συγκέντρωσε τους ήρωες της Τροίας και τους ζήτησε να δώσουν μάχη για το πτώμα του Σαρπηδόνα, όπως και έγινε. Ο Πάτροκλος κάλεσε και εκείνος σε βοήθεια Έλληνες ήρωες και έγινε μάχη γύρω από το κουφάρι του νεκρού ήρωα. Η έκβαση ήταν υπέρ των Ελλήνων, καθώς ο Έκτορας δείλιασε προς στιγμή και υποχώρησε. Τότε οι Έλληνες έβγαλαν την πανοπλία του Σαρπηδόνα και ο Πάτροκλος διέταξε να τη μεταφέρουν στο πλοίο. Το πτώμα του το έθαψαν στη Λυκία με μεγάλες τιμές τα αδέλφια του και οι φίλοι του.
(7) Ο Γλαύκος (~1200, <γλαυκός [<λαυκός <λευκός] = λαμπρός, αργυρόχρωμος, πρασινογάλανος) ήταν γιος του Ιππολόχου που πολεμούσε με το μέρος των Τρώων στον Τρωικό Πόλεμο, μαχόμενος στο πλευρό του εξαδέλφου του, Σαρπηδόνα, και του συνομηλίκου του Λύκου. Σε κάποια μάχη, ο Γλαύκος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Διομήδη, οπότε και οι δυο τους θυμήθηκαν ότι συνδέονταν με δεσμούς φιλοξενίας: Από τον πατέρα του ο Γλαύκος ήταν εγγονός του Βελλεροφόντη (υπήρχε και ο Γλαύκος ο Λύκιος, που ήταν γιος του Βελλεροφόντη). Ο Οινέας, παππούς του Διομήδη, είχε κάποτε φιλοξενήσει τον Βελλεροφόντη στο ανάκτορό του και είχαν ανταλλάξει πολύτιμα δώρα. Στη συνάντησή τους μπροστά στα τείχη της Τροίας, οι απόγονοι των δύο ανδρών επανέλαβαν την ανταλλαγή των δώρων: Ο Διομήδης έδωσε στον Γλαύκο τα ορειχάλκινα όπλα του και ο Γλαύκος του χάρισε τα χρυσά δικά του. Μετά τη συνάντησή του με τον Διομήδη, ο Γλαύκος προσέθεσε στο ενεργητικό του σπουδαία πολεμικά κατορθώματα. Κατά τον τραυματισμό του Σαρπηδόνα ο Γλαύκος έτρεξε να τον βοηθήσει, αλλά εμποδίστηκε από τον Τεύκρο. Τότε ο Γλαύκος συγκέντρωσε τους ήρωες της Τροίας και τους ζήτησε να δώσουν μάχη για το πτώμα του Σαρπηδόνα, που έληξε υπέρ των Ελλήνων. Αμέσως μετά το θάνατο του Πατρόκλου, ο Γλαύκος με τον Έκτορα αγωνίσθηκαν για την κατοχή και του δικού του σώματος, ο Γλαύκος όμως σκοτώθηκε από τον Αίαντα τον Τελαμώνιο. Οι κάτοικοι της Λυκίας ανήγαν στον Γλαύκο τη δυναστεία των βασιλιάδων τους.
(8) Ο Σκυλακεύς (~1190, <σκύλαξ [=σκυλάκι] + έχω [>εχεύς >-ευς] = αυτός που έχει μικρά σκυλιά) ήταν γιος του Οδέου και σύντροφος του Γλαύκου και του Σαρπηδόνα. Στον Τρωικό Πόλεμο αγωνίσθηκαν και οι δύο στο πλευρό των Τρώων. Ο Σκυλακέας, παρότι πληγώθηκε από τον Αίαντα τον Λοκρό προς το τέλος του πολέμου, ήταν ο μόνος που επέστρεψε ζωντανός στη Λυκία από τον πόλεμο. Μόλις έφθασε στην πατρίδα του, όλες οι γυναίκες έτρεξαν να τον ρωτήσουν για τους δικούς τους. Ο Σκυλακεύς βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να τους πει ότι όλοι είχαν χαθεί. Οι γυναίκες της Λυκίας τότε παραφρόνησαν από τη λύπη τους και τον λιθοβόλησαν κοντά στο ιερό του Βελλεροφόντη. Ο τάφος του κατασκευάσθηκε στο ίδιο μέρος με τις πέτρες του λιθοβολισμού.
Στη Φρυγία (<φρύξις [από την κατεργασία των μετάλλων δια της θερμότητας, ήταν πλούσια σε παραγωγή μετάλλων]), στις πόλεις Γόρδιον, Σίπυλος, Άγκυρα, Λαοδίκεια, Φιλομήλιον και Πολύβοτος, βασίλευσαν οι εξής:
(1) Ο Γόρδιος (~1700, <όρνυμι [Fόρνυμι=υψώνω] >ορούω [Fορούω=εγείρομαι και ορμώ βίαια] >ορδή [Fορδή] > [το "γ" από το "F"] >Γόρδυς=ορμητικός) ήταν ένας φτωχός Φρύγας, απόγονος του μακεδονικού βασιλικού γένους των Βρυγών που μετανάστευσε στη Μικρά Ασία, ο οποίος είχε λίγη καλλιεργήσιμη γη και δύο ζευγάρια βόδια. Με το ένα όργωνε, με το άλλο έσερνε την άμαξά του. Κάποτε, εκεί που όργωνε, ένας αετός κάθισε στο ζυγό της άμαξας και έμεινε εκεί μέχρι την ώρα που έπρεπε να λυθούν τα βόδια. Τόσο εντυπωσιάστηκε από το θέαμα, ώστε πήγε να αναφέρει το θεϊκό σημάδι στους Τελμησσείς μάντεις, διότι οι Τελμησσείς είχαν την σοφία να εξηγούν θεϊκά σημάδια και η μαντική τέχνη μεταδιδόταν σ' αυτούς από γενιά σε γενιά, ακόμη και στις γυναίκες και στα παιδιά. Καθώς πλησίασε σε κάποιο χωριό τους, συνάντησε μια κοπέλα που έπαιρνε νερό και της διηγήθηκε την ιστορία με τον αετό. Αυτή, που καταγόταν επίσης από μαντική γενιά, του είπε να γυρίσει στον ίδιο τόπο και να θυσιάσει στον Δία. Ο Γόρδιος παντρεύτηκε το κορίτσι και γέννησαν ένα γιο, τον Μίδα. Ο Μίδας ήταν ήδη ένα όμορφο και άξιο παλικάρι, όταν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Φρύγες. Οι εμπόλεμοι πήραν χρησμό ότι μια άμαξα θα τους φέρει τον βασιλιά. Ενώ τα συζητούσαν αυτά, έφτασε ο Μίδας με τον πατέρα του και τη μητέρα του και σταμάτησε την άμαξα για να δει την σύναξη. Οι Φρύγες ρώτησαν το μαντείο και πήραν την απάντηση ότι αυτός είναι ο άνθρωπός που τους είπε ο θεός ότι θα φέρει την άμαξα. Έκαναν λοιπόν τον Μίδα βασιλιά τους και αυτός σταμάτησε την εξέγερση και αφιέρωσε την άμαξα του πατέρα του στον Δία, για να τον ευχαριστήσει που έστειλε τον αετό.
(2) Ο Μίδας (~1650) ήταν βασιλιάς της Φρυγίας, γνωστός για την ικανότητά του να μετατρέπει σε χρυσάφι οτιδήποτε άγγιζε. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον Μίδα που βασίλεψε στη Φρυγία κατά τους ιστορικούς χρόνους, πριν από τον Γύγη, δηλαδή λίγο πριν το 700 π.Χ. Ο μυθικός Μίδας ήταν γιος του Γόρδιου, φτωχού αγρότη, που έγινε βασιλιάς του Γορδίου, παλιάς πρωτεύουσας της Φρυγίας στον άνω ρου στον ποταμού Σαγγάριου. Ανέβηκε στο θρόνο επειδή επιβεβαίωσε το χρησμό του Μαντείου, που έλεγε ότι ο μελλοντικός βασιλιάς θα ερχόταν πάνω σε ένα κάρο. Στο ζυγό του κάρου αυτού υπήρχε ένα σχοινί δεμένο σε κόμπο το οποίο έκοψε ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν πήγε στο Γόρδιο. Ο Ηρόδοτος γράφει για τον Μίδα ότι είχε έναν κήπο στην κοιλάδα κάτω από το όρος Βέρμιο με εξηντάφυλλα τριαντάφυλλα εξαιρετικής ευωδίας και με μια πηγή με δροσερό νερό, το οποίο ο Μίδας ανακάτεψε με κρασί και το πρόσφερε στον Σειληνό, θεότητα του κρασιού και συγγενή του Διονύσου, τον οποίο φιλοξενούσε επί δέκα μέρες. Ήθελε να τον μεθύσει για να μάθει τα μυστικά της σοφίας του. Ευχαριστημένος ο θεός του είπε ότι μπορούσε να ζητήσει οποιαδήποτε ανταμοιβή. Ο Μίδας ζήτησε να μετατρέπεται σε χρυσάφι οτιδήποτε άγγιζε. Αρχικά ο Μίδας απέκτησε μεγάλη δύναμη από την ικανότητά του αυτή, αργότερα όμως κατανόησε τη λανθασμένη επιλογή του, όταν, ακόμα και το φαγητό που έτρωγε, γινότανε χρυσάφι, και παρακάλεσε το Διόνυσο να τον απαλλάξει από αυτό. Ακολουθώντας τη συμβουλή του θεού, ο Μίδας πήγε στον ποταμό Πακτωλό και με το που άγγιξε τα νερά, η δύναμή του πέρασε στον ποταμό και από τότε ο ποταμός Πακτωλός ανέβλυζε χρυσάφι.
(3) Ο Νάννακος (~1600) ήταν βασιλιάς της Φρυγίας σε μια πολύ παλιά εποχή, πριν από τον Κατακλυσμό. Ο ίδιος ο Νάννακος είχε προβλέψει τον Κατακλυσμό και είχε οργανώσει δημόσιες προσευχές για να αποτρέψει αυτή την καταστροφή. Οι προσευχές αυτές συνοδεύονταν από θρήνους και από αυτό προήλθε η παροιμιώδης φράση «τα Ναννάκου κλαύσεται». Υπήρχε κάποιος χρησμός που έλεγε πως όταν θα πέθαινε ο Νάννακος, θα χανόταν όλος ο λαός του. Πραγματικά, λίγο μετά το θάνατο του Ναννάκου (τον οποίο θρήνησαν πολύ οι υπήκοοί του) συνέβη ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα και έτσι εκπληρώθηκε ο χρησμός.
(4) Ο Τάνταλος (~1360, <τάλας [=υποφέρων, πάσχων {<ατάομαι >τάνας >τάλας (ν>λ)}] > τάν-ταν-ος > Τάνταλος, αναδιπλασιασμός) ήταν γιος του Τμώλου και της Πλουτώς, πατέρας της Νιόβης του Πέλοπα και του Βροτέα, βασιλεύς της Φρυγίας με έδρα την Σίπυλο. Στους μύθους ήταν ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα θείας και αιώνιας καταδίκης για την αμφισβήτηση προς ό,τι είναι «θείο» και «ιερό». Ως γιος της Πλουτούς (= της αφθονίας) έφθασε να θεωρείται φίλος και ομοτράπεζος των Ολύμπιων Θεών όπου από απληστία υπέκλεψε νέκταρ και αμβροσία που μετέφερε στο ανάκτορό του, ενώ παράλληλα προσπάθησε να μεταδώσει μυστικά των Θεών στους ανθρώπους. Θέλοντας να διαπιστώσει αν οι Ολύμπιοι θεοί θα μπορούσαν να εξαπατηθούν, έφθασε στο σημείο να σφάξει τον πρωτότοκο γιο του Πέλοπα και να τον προσφέρει σε γεύμα σ’ αυτούς. Λέγεται πως μόνο η θεά Δήμητρα απορροφημένη στη θλίψη της από την απώλεια της κόρης της Περσεφόνης έφαγε τμήμα από το βραχίονα του παιδιού, ενώ άλλοι θεοί που αντιλήφθηκαν το ανόσιο έγκλημα του παιδοκτόνου Ταντάλου, ανάστησαν τον Πέλοπα, αποκατέστησαν τον ακρωτηριασμό του και τιμώρησαν τον πατέρα του σε αιώνια καταδίκη, γνωστή ως «μαρτύριο του Ταντάλου». Αφού κεραυνοβολήθηκε από τον Δία πήγε στον Άδη, όπου κατ’ εντολή των θεών, τοποθετήθηκε σε λάκκο γεμάτο νερό κάτω ακριβώς από κλώνους δένδρων κατάφορτων με ποικίλους καρπούς. Πεινώντας όμως και διψώντας αφόρητα μόλις άπλωνε το χέρι του να κόψει καρπούς οι κλάδοι ανέβαιναν σε μεγάλο ύψος, ενώ όταν έσκυβε να πιει νερό αυτό εξαφανιζόταν ή απομακρύνονταν από τα πόδια του. Στο ιστορικό πλαίσιο ο Τάνταλος θ