Γράφει ο Χρήστος Μπαρμπαγιαννίδης
Σε παλαιότερα άρθρα μας πραγματευτήκαμε τους θεσμούς και τους ρόλους των εταίρων και της δουλείαςμέσα στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και να σχολιάσουμε το εκτεταμένο φαινόμενο της παιδεραστίας στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα της ομοφυλοφιλικής, ένα θέμα εκ των πραγμάτων λεπτό που εκλαμβάνεται ως ταμπού από την πλειοψηφία των ανθρώπων της εποχής μας. Θα προσπαθήσουμε να αποδώσουμε το θέμα μέσα σε μια λογική διάταση αποφεύγοντας τις υπερβολές, ωστόσο δίχως παραλείψεις και ρίχνοντας άπλετο φως. Επομένως, οφείλουμε να δείξουμε την απαιτούμενη ερευνητική σοβαρότητα για να μην υπάρξουν παραποιήσεις, να διαφωτίσουμε και να αναδείξουμε ένα λεπτό θέμα, για το οποίο πολλοί γνωρίζουν, λίγοι το σχολιάζουν και σχεδόν κανένας δεν αγγίζει.
Η αντίληψη που επικρατούσε στους φιλοσοφικούς κύκλους της κλασικής εποχής ήταν πως ο μόνος αληθινός έρωτας ήταν ο έρωτας προς τα αγόρια. Ο έρωτας αυτός ήταν εκείνη η μοναδική σεξουαλική σχέση, για την οποία ήταν απολύτως αναγκαίος ο πνευματικός και ψυχικός δεσμός, ενώ η σεξουαλική επαφή παρέμενε δευτερεύουσα και κατά τις περιστάσεις περιοριζόταν σε πολύ λεπτές εκδηλώσεις αισθησιακής επιθυμίας και ερωτικής προσέγγισης. Η συμπάθεια και η ομοφωνία του έρωτα προς τις γυναίκες θεωρούταν μέσα στα πλαίσια του γάμου ιδανική, αλλά δεν ήταν η ουσιώδης προϋπόθεσή του.
Αντίθετα, η παιδεραστία βασιζόταν επάνω σε μια αμοιβαία κλίση, που διακρινόταν για την ανθρώπινη ηθική, μετά από μια αρχική παιδεραστική φάση οδηγούσε σε μια ισόβια φιλία. Διότι αν συνεχιζόταν η φάση και μετά το πέρας της ενηλικίωσης του νέου, χωρίς παιδαγωγικό έρωτα, δεν ήταν παρά μια βλαπτική πορνεία ή και παρά φύσιν ασέλγεια (Πλάτ. Νόμοι 636c 835c – 842a).
Κατά την αρχαιότητα λοιπόν η παιδεραστία συγκρινόταν συχνά με τον έρωτα προς τις γυναίκες, και όχι σπάνια ήταν προτιμότερη απ’ αυτήν. Οι ομιλίες για τον έρωτα στο Συμπόσιον του Πλάτωνος απαιτούν και τα δύο είδη του έρωτα, αλλά οπωσδήποτε την προτεραιότητα έχει η παιδεραστία. Αντίθετα, στο Συμπόσιον του Ξενοφώντος ο έρωτας προς τη γυναίκα – σύζυγο βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Βλέπουμε τα δυο είδη έρωτα να τάσσονται πλάι – πλάι και είχαν γίνει αποδεκτά στο ίδιο μέτρο. Η παιδεραστία ως τρόπος ομοερωτικής συμπεριφοράς δεν ήταν με κανέναν τρόπο κατακριτέα ή λόγος για να ντρέπεται κανείς και να την κρύβει. Χαρακτηριστικό είναι το απόφθεγμα που παραδίδει ο Διογένης Λαέρτιος (IV7,49), ότι ο Αλκιβιάδης στα νιάτα του άρπαζε τους άνδρες από τις γυναίκες τους και αργότερα τις γυναίκες από τους άνδρες τους. Εκτός τούτου η παιδεραστία ήταν ένας τρόπος κοινωνικής συμπεριφοράς, με αυστηρούς κανόνες, του οποίου οι ανωμαλίες παρέμεναν μάλλον στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Ήταν λοιπόν μια ιδιαίτερη μορφή ομοφυλικής δραστηριότητας.
Ο όρος παιδεραστία περιέχει τις δυο έννοιες “παις” (παιδί) και “εράν” (ποθώ, ερωτεύομαι). Ενώ ο όρος “παις” σημαίνει γενικά τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό παιδί, εντούτοις σε τούτη τη περίπτωση αναφέρεται μόνο στο αγόρι. Βεβαίως η παιδεραστία δεν αναφερόταν σ’ όλα τα αγόρια ανεξαρτήτως ηλικίας, αλλά μόνον στα μεγαλύτερα, δηλαδή εκείνους τους νεαρούς, οι οποίοι βρίσκονταν στην τελευταία φάση της παιδικότητάς τους, την οποίαν άφηναν πίσω τους με το τέλος της εφηβείας. Τότε άρχιζε η ηλικία των εφήβων.
Το ιδιαίτερο στοιχείο αυτής της σχέσης ήταν η ένωση ενός ώριμου άνδρα με έναν νεαρό ή ενός νεαρού με έναν παίδα. Η ουσιώδης προϋπόθεση ήταν η ψυχική και πνευματική ανισότητα των δυο ερωτικών συντρόφων, η οποία προσδιορίζεται από την ηλικία τους. Αν αυτή η ανισότητα εξαφανιζόταν με την ενηλικίωση του αγοριού, τότε ένας τέτοιος ομοφυλικός έρωτας μεταξύ δύο ανδρών γινόταν σκανδαλώδης. Από την άποψη αυτή μια σεβαστή παιδεραστική σχέση μπορούσε να διαρκέσει τόσο πολύ, δηλαδή να παραμείνει σεξουαλικά χρωματισμένη, όσο ο “παις” δεν είχε υπερβεί την αντίστοιχη ηλικία. Η δεύτερη προϋπόθεση νόμιμης παιδεραστίας ήταν ο απαραίτητα μονόπλευρος ερωτικός πόθος, ο οποίος βρισκόταν μόνον στην πλευρά του μεγαλύτερου, ενώ ο “παις” δεν ανταποκρινόταν. Αντίθετα, ο νεαρός αντιπρόσφερε στον ερωτευμένο άνδρα μόνο φιλική συμπάθεια, η οποία στηριζόταν επάνω σε βαθειά εκτίμηση και θαυμασμό. Η συμπάθειά του δεν ήταν σεξουαλικής φύσεως, αλλά βασιζόταν στα γνωρίσματα του χαρακτήρα του μεγαλύτερου, αλλά και στην ικανότητά του να είναι πρότυπο ανθρώπου και πολίτη. Ενώ ο ώριμος άνδρας ονομαζόταν “εραστής”, χαρακτήριζαν τον “παίδα” ως “ερωμένον” (δηλ. αγαπημένο).
Σε ηλικία 12 ετών ένα αγόρι είλκυε το ενδιαφέρον ενήλικων ανδρών, που αυξανόταν διαρκώς μέχρις ότου γίνει 18 ετών, οπότε δεν ήταν πλέον παις. Εραστής που διατηρούσε σχέση πέρα από το σημείο αυτό, δοκίμαζε χλεύη και περιφρόνηση. Έτσι περιέπαιζαν π.χ. τον Σωκράτη, του οποίου η ερωτική σχέση προς τον Αλκιβιάδη, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, ήταν αγνή, με την παρατήρηση (Πλατ. Πρωτ. 309a), ότι ο Αλκιβιάδης ήταν μεν ακόμη ωραίος άνδρας, αλλά οπωσδήποτε ήδη άνδρας ακόμη ήταν εκείνος, που στο πρόσωπό του φύτρωνε πλούσια γενειάδα.
Ενώ το πρώτο χνούδι των παρειών δε σκανδάλιζε καθόλου, η αγκαθωτή τριχοφυΐα στα σκέλη και στην έδρα ενός ερωμένου ήταν αηδιαστική. Όποιος επικοινωνούσε με τον κάτοχο τέτοιου “μαλλιαρού πρωκτού” (Παλατ. Ανθολ. 12, 41), αυτό σήμαινε ότι του άρεσε να χαρακτηρίζεται αυτός ο έρωτάς του ως πορνεία και ο ερωμένος του να υβρίζεται ως πόρνος. Το ότι ωστόσο και μετά το ξεπέρασμα των ορίων της νεότητας καλλιεργούνταν παιδεραστικές σχέσεις, περί αυτού συνηγορεί το γνωστότατο παράδειγμα της σχέσης μεταξύ του πολιτικού Παυσανία και του ποιητή Αγάθωνα (Πλατ. Πρωτ. 315d. Συμπ. 117d). Ο κανόνας που αναθεμάτιζε τον έρωτα ανάμεσα σε ενήλικους άνδρες, έσπρωχνε στο κρυφό τους ομοφυλόφιλους αυτού του είδους.
Όσο διαρκούσε η κατάσταση του ερωμένου, αυτός μπορούσε ως νεαρός άνδρας να έχει και ο ίδιος ερωμένο, δηλ. μπορούσε στη μια σχέση να είναι ερωμένος, ενώ στην άλλη εραστής. Στο τέλος της φάσης της νεότητας, λίγο προτού φτάσει στην κατάσταση του άνδρα, ο ένας ή ο άλλος ερωτευόταν έναν νεότερο συνομήλικό του. Έτσι π.χ. ο ωραιότατος νεαρός Κριτόβουλος, ένας ερωμένος του Σωκράτη, είχε περιπέσει στον κάπως νεότερο Κλεινία (Ξεν. Συμπ. 4,12-28).
Για τους εραστές, οι οποίοι μάλιστα ήταν ενήλικοι άνδρες, δεν υπήρχε ως προς τη φύση κανένα όριο ηλικίας. Αυτό είχε ως συνέπεια, ότι η σχέση των αριθμών ανάμεσα στους εραστές και τους ερωμένους ήταν πολύ αστάθμητη. Στη μικρή ομάδα των δωδεκάρηδων και δεκαοχτάρηδων συνωστιζόταν η μάζα των ενήλικων πολιτών της Αθήνας. Οξύτερη γινόταν η ασυμμετρία αυτή με την απαίτηση για ομορφιά, η οποία παραταύτα δεν καθιστούσε πολυπόθητα όλα τα αγόρια αυτής της ηλικίας, τα οποία προορίζονταν για την παιδεραστία. Έτσι η αριθμητική υπεροχή των ενδεχόμενων εραστών εξηγεί το συνηθισμένο φαινόμενο ότι ένας όμορφος νεαρός π.χ. εμφανιζόταν στο Γυμνάσιον με ένα μεγάλο σμήνος θαυμαστών του γύρω του, οι οποίοι ερωτοτροπούσαν μ’ αυτόν.
Η ουσιαστική έννοια και η αξία της παιδεραστίας βρισκόταν προφανώς στην παιδαγωγική της λειτουργία. Η ερωτική έλξη του άνδρα από το αγόρι ήταν στην περίπτωση αυτή η κύρια κινητήρια δύναμη, ο “παιδαγωγικός έρωτας”, ενώ η σεξουαλική επαφή, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν συμπληρωματική επίδρασή του. Ο ενήλικος εραστής όφειλε να διδάσκει το αγαπημένο του αγόρι πρότυπα συμπεριφοράς και να του δίνει μέτρα αξιών για τον δρόμο της ζωής του. Έπρεπε να φέρει κοντά στον εξελισσόμενο το κοινωνικό ιδεώδες της καλοκαγαθίας και να τον παιδαγωγεί για να γίνει καλός καγαθός (όμορφος και καλός άνθρωπος). Στη βάση βρίσκεται η αντίληψη ότι ο έρωτας κινεί τον ενήλικο εραστή να είναι το πρότυπο αρετής για τον νεαρό ερωμένο του.
Επιπλέον, η ιδέα να αυξήσουν τη στρατιωτική ετοιμότητα με τη χρησιμοποίηση παιδεραστικών ζευγαριών, έγινε ιστορική πραγματικότητα με τον περίφημο Ιερό Λόχο των Θηβών, έναν όμιλο της βοιωτικής ελίτ, η οποία στρατολογούταν αποκλειστικά από ομοφυλοφιλικά ζευγάρια (Πλουτ. Πελοπ. 287,6). Σύμφωνα με γραμματειακές ενδείξεις, όχι μόνο οι Θηβαίοι, αλλά και οι Ηλείοι γνώριζαν να χρησιμοποιούν για τον πόλεμο τον παιδεραστικό έρωτα (Ξεν. Συμπόσιον 8, 34). Το περίφημο αθηναϊκό παράδειγμα, το οποίο ήδη κατά την αρχαιότητα (Πλατ. Συμπ. 182c, Αισχίν. 1. 134) αναφερόταν ως αδιαφιλονίκητο υπόδειγμα παιδεραστικής Ηθικής, ήταν το μεγαλειώδες φιλικό ζευγάρι Αρμόδιος και Αριστογείτων. Το ερωτικό αυτό ζευγάρι ενσάρκωσε για τους Αθηναίους τη Δημοκρατία και την Ελευθερία και γι’ αυτό εκτιμήθηκε βαθιά. Τους έστησαν μνημείο στην αγορά.
Η παιδαγωγική λειτουργία της παιδεραστίας, η οποία γίνεται απτή πρώτη φορά όχι στον Πλάτωνα, αλλά ήδη από την αρχαϊκή ποίηση π.χ. στις ελεγείες του Θέογνη (τέλος 6ου και αρχές 5ου αι. π.Χ.) προς τον ευνοούμενό του Κύρνο, εκφράζεται και με ειδικά δώρα, με τα οποία οι εραστές κάνουν τις προτάσεις τους προς τους ερωμένους τους. Εκτός από δώρα με καθαρά ιδανική αξία, όπως στεφάνια και κλάδους, δώριζαν στα αγόρια αθλητικά εργαλεία, όπως στλεγγίδα, σφαίρα και δοχείο αλοιφής, ή αντικείμενα, τα οποία τους χρησίμευαν στη μουσική και την πνευματική τους μόρφωση, π.χ. μια πλάκα γραφής ή μια λύρα.
Σύμφωνα με τις απεικονίσεις των αγγείων φαίνεται να δωρίζονταν συνηθέστατα λαγοί και πετεινοί. Ο λαγός αφενός ήταν το σύμβολο για το κυνήγι, αφετέρου. Παίζοντας το αγόρι μάθαινε τους κανόνες του κυνηγιού, η χαρά του αφυπνιζόταν κατά την καταδίωξη και το σκότωμα του θηράματος, και του μεταδιδόταν ως θετική ανδρική αξία το κυνήγι και η ηδονή γι’ αυτό. Πετεινούς χρειάζονταν για την αλεκτορομαχία, για να περνούν τον καιρό τους με επιθετικότητα. Το επιθετικό αυτό ζώο θεωρούταν σύμβολο αγώνα. Επιπλέον, ο πετεινός ενσάρκωνε την ανδρική σεξουαλική ικανότητα.
Η παλαίστρα, την οποία επισκεπτόταν κάποιος και ως νεαρός και ως άνδρας, για να ασκείται, ευνοούσε την παιδεραστία εξαιρετικά από διάφορες απόψεις. Η παρουσία των πολλών αγοριών, τα οποία αγωνίζονταν γυμνά, προκαλούσε ακριβώς διαρκώς τον έρωτα. Εκτός αυτού, η παλαίστρα πρόσφερε τις καλύτερες δυνατότητες να συναντά κανείς τον ποθητό νεαρό και να ανταμώνει με τον ερωμένο του. Όποιος περνούσε τον ελεύθερό του χρόνο στο γυμνάσιον και στην παλαίστρα, έπρεπε να είναι ανεξάρτητος από τη δουλειά του και απαλλαγμένος από την ανάγκη να κερδίζει τη συντήρηση της ζωής του. Ωστόσο, κανένας χειρωνακτικά εργαζόμενος Αθηναίος δεν ήταν αποκλεισμένος από τον έρωτα προς τα αγόρια. Αυτός ο έρωτας ήταν δικαίωμα του εκάστου ελεύθερου πολίτη. Ασφαλώς όμως οι πιο εύποροι είχαν περισσότερες ελπίδες. Για τον Αλκιβιάδηένας από τους εραστές του πρέπει να είχε ξοδέψει ολόκληρη την περιουσία του από 100 στατήρες (Πλούτ. Αλκ. 193, 5).
Αν είχε ερωτευτεί ένας άνδρας, επεδίωκε να έλθει σε διάλογο με τον ευνοούμενό του, να αφυπνίσει το ενδιαφέρον του μέσω δώρων και να του κερδίσει την εύνοια. Η καλλιέργεια μιας παιδεραστικής σχέσης ήταν ακριβότερη από την προετοιμασία της. Τα ερωτικά δώρα δεν ήταν ανιδιοτελείς εκδηλώσεις σεβασμού στην ομορφιά του δωρολήπτη, αλλά η αποδοχή τους υποχρέωνε σε προσδοκώμενες αντιπαροχές, το αγόρι έπρεπε να ανταποκριθεί στην ερωτική επιθυμία του εραστή. Έτσι, η παιδεραστία ερχόταν σε επικίνδυνη συνάφεια προς τον αγοραίο έρωτα, προς την πορνεία. Από τις γραμματειακές πηγές προκύπτει σαφώς ότι στους ερωμένους δινόταν ως δώρο και χρήματα, αλλά δεν μένει κανενός είδους αμφιβολία ως προς το ότι η αποδοχή ενός τέτοιου “δώρου” ήταν μη τιμητική, τουλάχιστον προβληματική. Ο Αριστοφάνης την εκρηκτική δύναμη των δώρων της παιδεραστικής προξενιάς την παρουσιάζει σε έξαρση στο διάλογο ανάμεσα σ’ έναν φτωχό Αθηναίο πολίτη και τον σκλάβο του (Αριστοφ. Πλούτ. 147):
Χρεμύλος: Και οι εταίρες οι Κορίνθιες, όπως λένε,
Φτωχός αν τις γυρέψει, ούτε γυρίζουν
να τον κοιτάξουν, αλλ’άν είναι πλούσιος,
αμέσως του κουνάνε την ουρά τους.
Καρύωνας: Και τα παιδιά έτσι, λένε, κάνουν. Όχι
γι’ αυτούς που τ’ αγαπούνε. Για το χρήμα.
Χρεμύλος: Τα πρόστυχα, όχι τα όπως πρέπει. Αυτά
δε ζητούνε λεφτά.
Καρύωνας: Και τι ζητούνε;
Χρεμύλος: Λαγωνικά ή ένα καλό αλογάκι…
Καρύωνας: Ντρέπονται για λεφτά να πούνε, κι έτσι
με λέξη ωραία τυλίγουν την ντροπή τους.
Ο Αριστοφάνης, ο οποίος δυσφημεί την παιδεραστία, παντού και πάντοτε την γελοιοποιεί, χαρακτηρίζει τα αγόρια, που παίρνουν χρήματα, ως πόρνες. Αυτές τις αντιλήψεις τις παραδίδουν και ο Πλάτων με τον Ξενοφώντα (Πλάτ. Συμπ. 184α. Ξεν. Απομν. 1, 6, 13).
Κατά την μεταστροφή της πολιτειακής αλλαγής στην Αθήνα από την αριστοκρατία στην δημοκρατία, η παιδεραστία ως παραδοσιακός θεσμός της αριστοκρατίας είχε περισσότερο από κάθε άλλη φορά τη λειτουργία ενός ταξικού συμβόλου, ήταν σημάδι μιας σε κάθε περίπτωση πολιτικά ξεπερασμένης υπεροχής, έκφραση κοινωνικής αυτονομίας και αποκλειστικότητας. Για τους ανερχόμενους της δημοκρατίας αυτή πρέπει να υπήρξε το κατάλληλο όργανο, για να τεκμηριώνει το κατά πόσον καθένας ανήκε σ’ εκείνη την ελίτ. Αργότερα, κατά τις επόμενες δεκαετίες, πρέπει η παιδεραστία να διεφθάρη σε καθαρό σύμβολο του κατεστημένου. Και ως παιδεραστική αρχή είχε απαρχαιωθεί η παιδεραστία μέσα στη δημοκρατία. Οι επικριτικές φωνές κατά την κλασσική εποχή σηματοδοτούν την πεσμένη της αξία. Πραγματικά, πλάι στην ολοκληρωτική απόρριψή της ως φαινομένου του γενετήσιου έρωτα (Ευριπίδης, Αντισθένης, Ξενοφών), δημιουργήθηκε ένα νέο ιδεώδες. Ο Πλάτων ανυψώνει την παλιά αριστοκρατική ιδέα της παιδεραστικής αγωγής σε νέο ύψος. Γι’ αυτόν ο έρωτας μέσα στη παιδεραστία ήταν η δύναμη η οποία μέσω εξιδανίκευσης κάθε σεξουαλικής ικανοποίησης οδηγούσε στο πνευματικό ενέργημα της γνώσης του ωραίου και του αγαθού.
Το ότι η σεξουαλικότητα μέσα στην παιδεραστία έπαιζε αποφασιστικό ρόλο και δεν πηγάζει από την κολασμένη φαντασία μερικών επιστημόνων, αυτό γίνεται σαφές για κάθε απροκατάληπτο παρατηρητή, όταν βλέπει τις εικόνες των αρχαϊκών αγγείων, στις οποίες ένας άνδρας, ο εραστής, πιάνει τα γεννητικά όργανα ενός νεαρού, του ερωμένου. Το ότι γινόταν γενετήσια επικοινωνία μέσα στην παιδεραστία κάθε εποχής, αυτό προκύπτει με σαφήνεια μέσα από την γραμματεία. Ακόμη και για τους υπέρμαχους του αγνού έρωτα, όπως τον διδάσκει ο Πλάτων, ήταν αυτονόητη και αποδεκτή η ευκαιριακή ερωτική απόλαυση (Πλάτ. Φαιδρ. 256b). Κατά την κλασσική εποχή μόνο η κωμωδία ανέφερε ανοιχτά με το όνομά της, έστω και με χονδροειδή τρόπο, την ομοφυλική γενετήσια επικοινωνία.
Όχι λιγότερο περιφρονημένη ήταν η δια του πρωκτού γενετήσια επικοινωνία ως ερωτική τεχνική της παιδεραστίας και η παρουσία της ανάμεσα στους παιδεραστικούς κύκλους της αστικής κοινωνίας των Αθηναίων εθεωρείτο σοβαρό ταμπού, στην κλασσική εποχή ολοφάνερα αυστηρότερη παρά στην αρχαϊκή. Εκτός από τις γυναίκες, μόνο με πόρνους μπορούσε ένας Αθηναίος να επικοινωνεί σεξουαλικά κατ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς να συγκρούεται. Ο τρόπος της γενετήσιας επικοινωνίας εθεωρείτο ως ταπεινωτικός για τον επιβαινόμενο συνεργό. Έτσι π.χ. ο ποιητής Αγάθων, ο οποίος ως γνωστόν διατηρούσε για πολύ καιρό μια διαρκή παιδεραστική σχέση με τον πολιτικό Παυσανία (Πλάτ. Πρωτ. 315d–e) χλευάζεται γι’ αυτό, ώστε τον ονόμαζαν καταπύγωνα (Αριστοφ. Θεσμοφ. 201) και τον κακολογούσαν ότι έβρισκε ευχαρίστηση να προσφέρεται. Η ίδια η υποτιμητικότητα βρίσκεται και στον χαρακτηρισμό ευρύπρωκτος για εκείνον, ο οποίος προσφέρεται σε γενετήσια επικοινωνία δια του πρωκτού (Αριστοφ. Νεφ 1023). Η περιφρόνηση για τον παθητικό συνεργό της συνουσίας βρίσκεται θεμελιωμένη στην αντίληψη, ότι ο άνδρας μ’ αυτήν αναλαμβάνει γυναικείο ρόλο και συμπεριφέρεται θηλυπρεπώς. Το να επιβαίνεται κάποιος, αυτό είναι ο καθ’ αυτό ρόλος του γυναικείου φύλου.
Ο προβληματισμός της παιδεραστικής σεξουαλικής ζωής προέκυψε από μια διπλή κοινωνική ηθική, η οποία για τον έναν ερωτικό σύντροφο παρεξηγούσε ό,τι αποδεχόταν για τον άλλον. Η περιφρόνηση η οποία έπληττε μόνο τον παθητικό και όχι τον ενεργητικό μέτοχο της πράξης, δηλ. που δεν ίσχυε για τον δράστη, αλλά για το θύμα, έχει κοινωνιολογικές βάσεις οι οποίες καθιστούσαν αναπόφευκτα δυο είδη μέτρων αξιολόγησης. Η αντίληψη περί ανισότητας των ρόλων κατά την σεξουαλική πράξη, περί του διαχωρισμού σε ανώτερους και κατώτερους, καθιστούσε τον έναν άνδρα σεξουαλικό αντικείμενο του άλλου. Ο ρόλος του θύματος/αντικειμένου ήταν ωστόσο διαμετρικά αντίθετος προς την υπόσταση του ανθρώπου ως άνδρα και πολίτη. Ο πολίτης, ο οποίος έφερε ευθύνη για την κοινωνία, ο οποίος λάβαινε πολιτικές αποφάσεις, ο οποίος κατείχε κρατικά αξιώματα και ανελάμβανε στρατιωτικά και ηγετικά καθήκοντα, έπρεπε σε κάθε περιοχή της ζωής του να πληροί τους κανόνες της συμπεριφοράς της ελίτ και δεν έπρεπε να ξεπέφτει στον ρόλο του κατωτέρου. Υπό τους όρους αυτούς κάθε ομοφυλοφιλική σχέση μεταξύ ανδρών της ίδιας τάξης έπρεπε να θεωρείται ανέντιμη.
Από την άλλη, η δομή της παιδεραστίας καθιστούσε δυνατές τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις χωρίς πρόσκρουση στον κώδικα τιμής του Αθηναίου πολίτη. Εν πρώτοις, η φυσική λόγω ηλικίας κατωτερότητα του αγοριού το διευκόλυνε να υποταχτεί στον ενήλικο άνδρα και νομιμοποιούσε μέσα στη σχέση τον παθητικό του, δηλ. τον μη ανδρικό ρόλο. Πέραν τούτου, απαιτούταν οπωσδήποτε να μη μετέχει ο παις σεξουαλικά, καθώς και η αυστηρή απόκρουση εισαγωγής γεννητικού οργάνου. Η σταθερή ρύθμιση της σεξουαλικής συμπεριφοράς κατά την παιδεραστία προστάτευε τον ερωμένο, τον μέλλοντα πολίτη, από τον κίνδυνο να γίνει υποδεέστερος και αντικείμενο.
Πώς έπρεπε να φαίνεται μια παιδεραστική ερωτική συνάντηση, αυτό το δείχνουν εικόνες αγγείων. Ο μοναδικός νόμιμος τρόπος της ομοφυλοφιλικής γενετήσιας επικοινωνίας ήταν ολοφάνερα η πράξη ανάμεσα στους μηρούς, η οποία και μόνο απεικονιζόταν, έστω κι αν όχι συχνά. Φαίνεται πως ήταν κατάλληλη για τις αντιλήψεις σχετικά με την αξιοπρέπεια μιας ερωτικής σχέσης μεταξύ ενός αγοριού κι ενός άνδρα. Η ομοφυλοφιλική επικοινωνία δια του πρωκτού αντίθετα, η οποία εμφανίζεται κάπου – κάπου σε δοχεία ποτού ή κρασιού, ανήκει αποκλειστικά στην περιοχή της πορνείας ή του συμποσίου.
Η δια των μηρών επικοινωνία εμφανίζεται, όπως και τα περισσότερα παιδεραστικά θέματα, επάνω σε εικόνες αγγείων του 2ου ημίσεος του 6ου αι και των αρχών του 5ου αι π.Χ. Κατά πόσον αυτή η επικοινωνία ήταν ένας κοινός τόπος, εξιδανικευμένος από τους καλλιτέχνες για την παιδεραστική ερωτική πράξη, ο οποίος λίγο ανταποκρινόταν στην ιστορική πραγματικότητα, αυτό πρέπει να παραμένει ανοιχτό. Πάντως, η δια των μηρών επικοινωνία φαίνεται να υπήρξε μια λύση του διλλήματος μιας ευπρεπούς ομοφυλοφιλικής συνάντησης μέσα στην παιδεραστία.
Στον Πλάτωνα γίνεται σαφές ότι ο ερωμένος δε φαινόταν να αισθάνεται καμιά ευχαρίστηση κατά την παιδεραστική γενετήσια επικοινωνία (Φαίδρ. 240c–d. Συμπ. 184c–e), αλλά παρείχε την εύνοιά του στον εραστή, για να κερδίσει από αυτόν κάτι για την πνευματική και προσωπική του εξέλιξη. Η αντίστοιχη παρατήρηση του Ξενοφώντος (Συμπ. 8, 21) είναι του ίδιου μήκους κύματος. Αντίθετα, όποιος απολάμβανε τη συνουσία ως ηδονική, αυτόν δεν τον θεωρούσαν καλύτερο από έναν κίναιδο του πεζοδρομίου. Αυτή η αρνητική εκτίμηση της σεξουαλικής ηδονής τους παιδός φανερώνει πόσο αναγκαστική πρέπει να υπήρξε η καταπίεσή του.
Από όλα τα τεκμήρια μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα, ότι η σεξουαλική ικανοποίηση του εραστή μέσα στις παιδεραστικές σχέσεις ήταν λίγο πολύ πάντοτε συνηθισμένη. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι η δια των μηρών πράξη υπήρξε ο πιο ευπρεπής τρόπος της συνουσίας, διότι αυτός συνέδεε την ικανοποίηση της ηδονής του εραστή με την διαφύλαξη της αξιοπρέπειας και το απαραβίαστο της αρετής του ερωμένου. Ήδη το γεγονός ότι οι άνθρωποι, που έβλεπαν ένα ζευγάρι να είναι μαζί, μπορούσαν να το σχολιάζουν, αυτό το ερμήνευαν ως βαρειά προσβολή του ταμπού, με το οποίο έπρεπε να διαφυλάσσεται μια παιδεραστική σχέση. «Αυτοί είναι μαζί, ή γιατί έσβησαν ήδη την επιθυμία τους ή γιατί πρόκειται τώρα να την σβήσουν» (Πλάτ. Φαίδρ. 232a–b).
Το τρωτό σημείο της παιδεραστίας είναι η εξωτερική της συγγένεια με την παιδική πορνεία. Εδώ όπως και εκεί το αγόρι βρισκόταν στη διάθεση των σεξουαλικών επιθυμιών ενός άνδρα με αντάλλαγμα ορισμένα αγαθά: χρήματα, δώρα ή παιδαγωγικές και επιμορφωτικές επιδόσεις. Πέραν τούτων, η παιδεραστική ερωτική σχέση δεν ήταν ούτε διαρκής ούτε στραμμένη αποκλειστικά προς έναν σύντροφο. Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην παιδεραστία και την πορνεία, ήτοι η παιδαγωγική πρόθεση, εμφανιζόταν ελάχιστα δημόσια και ήταν δυσκολονόητες για τους απέξω. Με τον τρόπο αυτόν ήταν ανοιχτές όλες οι πόρτες σε μια πορνεία συγκεκαλυμμένη ως παιδεραστία. Το ότι η παιδεραστία ήταν μια ακροβασία μεταξύ νόμιμου και παράνομου έρωτα και όπως θεμελιώθηκε ανάλογα η τάση ήταν να μη καταλήξει σε δυσφήμηση, αυτό το δείχνει η δίκη εναντίον του Τιμάρχου, τον οποίον η μομφή της πορνείας τον καταβαράθρωσε. Οι κομματικοί του αντίπαλοι πέτυχαν να τον συντρίψουν πολιτικά και κοινωνικά μέσω μιας κατηγορίας η οποία ήταν βασισμένη στην υποψία της πορνείας. Βάση αυτής της συνέπειας ήταν η αντίληψη ότι ένας, ο οποίος πουλάει το κορμί του, δε θα δίσταζε επίσης να πουλήσει και τα συμφέροντα του κοινού της πόλεως (Αισχίν. 1, 29-32). Έτσι καταδικάστηκε ο Τίμαρχος, γιατί κατορθώθηκε να πειστούν οι ένορκοι ότι αυτός ως νεαρός είχε ασκήσει την πορνεία!
Συνήθως μόνον η κοινωνική και η νομική κατάσταση ήταν εκείνο που έκανε το ένα πορνεία και το άλλο παιδεραστία. Η πορνεία ασκούταν από άνδρες που συνήθως ήταν δούλοι και επήλυδες, δηλ. δεν ήταν πολίτες. Η παιδεραστία ήταν προνόμιο του ελεύθερου πολίτη, ενώ για τους δούλους (Αισχίν. 1, 57) καθώς και για τους μετοίκους δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιείται. Και στους δυο δεν αναγνωριζόταν το ηθικό επίπεδο το οποίο απαιτούταν για την παιδεραστία.
Όσον αφορά τώρα την κοινωνική σημασία του φαινομένου θα μπορούσαμε πρωτίστως να σημειώσουμε πως η ιδιαίτερη μορφή ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς απελευθερώθηκε από τον αρνητικό τόνο, τον οποίο είχε η ομοφυλοφιλία καθαυτή, προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της αστικής ιδεολογίας των Αθηναίων και νομιμοποιήθηκε επάνω στη βάση μιας παιδαγωγικής λειτουργίας, η οποία διαμόρφωνε τον χαρακτήρα. Ποια ήταν όμως η απαρχή και προέλευση της ελληνικής παιδεραστίας; Σίγουρα όχι από τα ομηρικά έπη. Το περίφημο ζευγάρι των φίλων Αχιλλέα και Πάτροκλου έγινε ερωτικό κατά τον 5ο αι π.Χ. μέσω του έργου του Αισχύλου“Μυρμιδόνες” για το οποίο γίνεται λόγος στο Συμπόσιο του Πλάτωνος (180a). Η μεγάλη έξαρση και σημασία που είχε η παιδεραστία ξεκινά από την αριστοκρατική κοινωνία της αρχαϊκής εποχής. Την εποχή αυτή εμφανίστηκε επίσημα για πρώτη φορά η παιδεραστία μέσα στη νομοθεσία. Οι νόμοι του Σόλωνος έθεταν υπό τιμωρία τον σκλάβο, ο οποίος θα ερωτευόταν ή θα ενοχλούσε ένα αγόρι. Με τον ίδιο τρόπο απαγόρευαν οι νόμοι αυτοί στον δούλο να αθλείται στην παλαίστρα. Ο συνδυασμός καθιστά σαφές ότι η παιδεραστία και η άθληση χαρακτήριζε τον ελεύθερο άνθρωπο και έπρεπε να προορίζεται μόνο γι’ αυτόν ή για να είμαστε πιο ακριβείς, τόσο ο αθλητισμός όσο και η παιδεραστία ήταν ουσιώδεις εκδηλώσεις της αγωγής των νέων, η οποία παρέμενε περιορισμένη στην αριστοκρατική ανώτερη τάξη.
Στη σχέση ενός πρεσβύτερου με έναν νεότερο ταξικό σύντροφο βρισκόταν η μετάδοση ταξικών ιδανικών και τρόπων συμπεριφοράς ακριβώς όπως σχεδόν και η παραλαβή δοκιμασμένων προτύπων προέκυπτε ως αυτονόητη. Ο εραστής ξεπλήρωνε εδώ έναν ρόλο πατέρα, πρόσφερε παιδαγωγική εργασία, έστω κι αν η δύναμη της σεξουαλικής έλξης ήταν το καθαυτό ελατήριο για μια παιδεραστική σχέση. Επ’ αυτού δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία τα ποιήματα του ομοφυλοφιλικού έρωτα, τα οποία πάντα υμνούν σταθερά τη σωματική ομορφιά του ερωμένου, κι όχι τη δύναμη του χαρακτήρα του και τις υποδειγματικές του πράξεις, όπως το επιδίωκε ο Πλάτων. Σε καμιά άλλη εποχή δεν ήταν πλουσιότερη μέσα στη λογοτεχνία και την τέχνη η καταγραφή της παιδεραστίας όσο στην αρχαϊκή εποχή. Σύμφωνα με τη συχνότητα των παραστάσεων η σεξουαλική ικανοποίηση αυτή την εποχή ήταν αυτονόητη και ως θετική αξία για απεικόνιση. Έτσι και η ποίηση του Σόλωνα δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς τις παιδεραστικές του φιλοδοξίες:
“Αν στη χαριτωμένη άνθηση της νεότητας αυτός είναι ερωτευμένος με ένα αγόρι, νοιώθει λαχτάρα για τους μηρούς του και για το γλυκό του στόμα ”
“Ευτυχισμένος είναι ο άνδρας που κατέχει αγόρια γεμάτα έρωτα και ποδοκροτούντες ίππους, κυνηγετικά σκυλιά κι ακόμα φίλους στην ξενιτιά ”
Το φαινόμενο θα διατηρηθεί και κατά την κλασσική εποχή. Δεν χάνει την αξία του ως σύμβολο κοινωνικής τάξεως. Μάλλον μέσα στη δημοκρατική ισονομία χρησιμεύει περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη κοινωνική διαφοροποίηση.
Οι αιτίες για την υψηλή κοινωνική θέση της παιδεραστίας μέσα στη ελληνική κοινωνία δύσκολα ανευρίσκονται, αφενός μεν λόγω των περίπλοκων μορφών με τις οποίες εμφανίζονται στην γραμματεία και στην τέχνη και αφετέρου λόγω ελλείψεως μιας επαρκώς ευρείας βάσης των γραπτών πηγών και των εικαστικών μαρτυριών. Ένας συντελεστής εκείνης της εξελικτικής διαδικασίας του φαινομένου ήταν ασφαλώς η απομόνωση και η μειονεκτικότητα της Ελληνίδας. Ένας αληθινός έρωτας, ένας δίκαιος έρωτας, θεμελιωμένος επάνω στην ψυχική και πνευματική ομοφωνία, μπορούσε να αναπτύσσεται μόνο ανάμεσα σε ομοιογενείς, ηθικά υψηλά ιστάμενους συντρόφους. Οι γυναίκες μέσα σ’ εκείνη την κοινωνία δεν μπορούσαν να είναι τέτοιοι σύντροφοι.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Carola Reinsberg, Γάμος, εταίρες και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα. Εκδ. Παπαδήμα
- Πλάτων, Νόμοι, Πρωταγόρας, Συμπόσιον, Φαίδρος. Εκδ. Ζήτρος
- Αριστοφάνης, Πλούτος, Θεσμοφοριάζουσαι, Νεφέλες, Εκδ. Κάκτος
- Ξενοφών, Συμπόσιον, Απομνημονεύματα, Εκδ. Κάκτος
- Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου, Εκδ. Κάκτος
- Διογένης Λαέρτιος, Άπαντα, Εκδ. Κάκτος
- Λυρική ποίηση, Λυρικών λόγος και ιστορική πράξη, Εκδ. Ζήτρος
- Παλατινή Ανθολογία, Εκδ. Gutenberg
πηγη http://eranistis.ne
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.