Η σημερινή θύρα εισόδου στο μέσο της βόρειας πλευράς του δυτικού συγκροτήματος βρίσκεται στην ίδια πλευρά όπου ανοιγόταν και η αρχαία είσοδος. Αμέσως, ο επισκέπτης εισέρχεται στην τετράγωνη αυλή, γύρω από την οποία σχηματίζονται διάφοροι βοηθητικοί χώροι.
Ανατολικά της θύρας εισόδου και στα αριστερά του, ο επισκέπτης βλέπει μια τετράγωνη ημιυπόγεια αίθουσα, περίπου δύο μέτρα χαμηλότερα από το δάπεδο του παρακείμενου βορείου διαδρόμου του κυρίως ιερού, λαξευμένη στον φυσικό βράχο. Τα υπέργεια τμήματά της ήταν κατασκευασμένα με οπτές πλίνθους. Δύο πεσσοί, από τους οποίους σώζονται μόνο οι βάσεις, θα έφεραν πιθανότατα ξύλινα υποστυλώματα που βοηθούσαν στην προστασία της οροφής από την υγρασία. Σύμφωνα με τη θέση της και τη φύση των ποικίλων ευρημάτων, η συγκεκριμένη αίθουσα θα χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη και αποθέτης των απορριμμάτων του ιερού.
Τα κινητά ευρήματα περιλαμβάνουν οστά ζώων, θαλάσσια όστρεα, ποτάμιες ψήφους, άνθρακες, αγνύθες, μία μάλιστα με έντυπη τη μορφή της θεάς Αθηνάς, καθώς και πληθώρα οστράκων διαφόρων αγγείων.
Δυτικά της εισόδου του συγκροτήματος και στα δεξιά του επισκέπτη, παράλληλο σχεδόν προς την παραπάνω αίθουσα, αποκαλύφθηκε ένα σχετικά μεγάλων διαστάσεων τετράγωνο δωμάτιο, το οποίο χρονολογήθηκε, βάσει της τοιχοδομίας του, στην Ελληνιστική εποχή.
Από τα κινητά ευρήματα ξεχωρίζει ένα χάλκινο νόμισμα της Αμβρακίας της περιόδου 234–168 π.Χ. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται ο Απόλλωνας δαφνοστεφανωμένος και βαίτυλος, ενώ στον οπισθότυπο υπάρχουν τα γράμματα Α–Μ–Β–Ρ.
Νότια του δωματίου αυτού, ήρθαν στο φως τρία συνεχόμενα ορθογώνια δωμάτια με ανωδομία από αργούς λίθους, τα οποία χρονολογήθηκαν στη Ρωμαϊκή περίοδο και πιο συγκεκριμένα στον 1ο αιώνα π.Χ., περίοδο επανακατοίκησης του ιερού.
Στη νοτιοδυτική γωνία του δυτικού συγκροτήματος, εντοπίστηκαν τρία δωμάτια της Ελληνιστικής περιόδου. Το βορειότερο, ορθογωνίου σχήματος, είναι και το μεγαλύτερο και χωρίζεται με έναν κάθετο τοίχο σε δύο μικρότερους χώρους. Νότια αυτού βρίσκονται τα άλλα δύο, όμοια σε διαστάσεις και κατασκευή. Όλα σώζονται σε επίπεδο θεμελίων. Στη δυτική πλευρά του βορείου δωματίου και στο πάχος του εξωτερικού περιβόλου, ανασκάφηκαν δύο αποχετευτικοί αγωγοί. Αντίστοιχα, στη βόρεια πλευρά του βρέθηκαν τα θεμέλια ισχυρής τοιχοποιίας, όπου πιθανότατα υπήρχε κλίμακα. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω ευρήματα, τη θέση και την κατασκευή τους, το βορειότερο δωμάτιο λειτουργούσε ως προθάλαμος των δύο νοτίων, ενώ αυτά, με τη σειρά τους, λειτουργούσαν ως κοιτώνες για τη διαμονή των προσκυνητών όσο διαρκούσε η προετοιμασία τους και ενόψει της εισόδου τους στο κυρίως ιερό.
Στη νοτιοανατολική γωνία του δυτικού συγκροτήματος, αποκαλύφθηκαν τα λείψανα τεσσάρων ακόμη δωματίων ίδιας χρήσης και λειτουργίας με τα προαναφερθέντα. Επειδή όμως ήταν κτισμένα στην κατωφέρεια του λόφου, σήμερα έχουν παρασυρθεί και εξαφανιστεί. Διατηρούνται μόνο τα θεμέλιά τους, με τους χαρακτηριστικούς ισχυρούς τοίχους μεγάλου πάχους, οι οποίοι θα χρησίμευαν και ως αναλημματικοί τοίχοι του ιερού συνολικά.
Από το σύνολο του δυτικού κτηριακού συγκροτήματος προέρχονται ευρήματα που χρονολογούνται τόσο στην Προϊστορική εποχή όσο και στην Ελληνιστική (τέλη 3ου–τέλη 2ου αι. π.Χ.). Πιο συγκεκριμένα, στην Προϊστορική περίοδο ανήκουν: τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι, λείψανα τοιχοποιίας από ξερολιθιά, καθώς και αρκετά κινητά ευρήματα, κυρίως όστρακα αγγείων της τοπικής προϊστορικής χειροποίητης κεραμικής, λεπίδες, αιχμές βελών, πήλινα και στεάτινα σφονδύλια και πυριτολιθικά εργαλεία. Αντίστοιχα, στα ελληνιστικά ευρήματα συγκαταλέγονται: αγνύθες, οστά ζώων, θαλάσσια όστρεα, θραύσματα πίθων και οξυπύθμενων αμφορέων, πήλινοι μικροί δίσκοι, πολυάριθμα όστρακα ποικίλων αγγείων, λύχνοι και κέραμοι με έντυπα σφραγίσματα και πυξίδες με την επιγραφή IRCULO από την περίοδο επανακατοίκησης του χώρου.
Ο επισκέπτης, έχοντας ολοκληρώσει την περιήγησή του στο δυτικό κτηριακό συγκρότημα, εισέρχεται πλέον στο κυρίως ιερό, πλαισιωμένο από τους διαδρόμους του. Κατευθύνεται πάντοτε προς τα δεξιά προκειμένου να ακολουθήσει την ίδια πορεία με τους προσκυνητές της αρχαιότητας.
Αρχικά, ο επισκέπτης κατευθύνεται στον βόρειο διάδρομο, ο οποίος χωρίζεται σε δύο τμήματα: τον δυτικό ή βόρειο προδιάδρομο και τον κυρίως βόρειο διάδρομο. Το πρώτο τμήμα ανήκει περισσότερο στο δυτικό κτηριακό συγκρότημα, έχει πλάτος διπλάσιο από τον κυρίως βόρειο διάδρομο και προετοίμαζε την είσοδο των προσκυνητών στο ιερό. Το δεύτερο, με μήκος όσο και η βόρεια πλευρά του ιερού και πλάτος ίσο με του ανατολικού διαδρόμου, διασώζει τα κατώφλια τριών θυρών: της δυτικής, απ’ όπου γινόταν η είσοδος, της μεσαίας, όπου διατηρούνται ίχνη της σιδερόφραχτης τοξωτής θύρας, και της ανατολικής, που οδηγούσε στον αντίστοιχο ανατολικό διάδρομο.
Τα κινητά ευρήματα είναι λίγα ως προς το πλήθος αλλά χαρακτηριστικά ως προς τη χρήση και αποκαλύφθηκαν εκατέρωθεν της ανατολικής πύλης. Πρόκειται για σιδερένιους αμφικέφαλους ήλους, τοποθετημένους αρχικά στην τοξωτή σιδερόφραχτη θύρα της πύλης. Αριστερά της ίδιας πύλης, ήρθε στο φως ένας μεγάλος πήλινος λέβης που ερμηνεύτηκε ως λουτήριο. Σε αυτόν, οι προσκυνητές έπλεναν τα χέρια τους λίγο πριν βγουν από το διάδρομο, κάνοντας έτσι μια πράξη καθαρμού. Παράλληλα προς τον λέβητα εντοπίστηκε ένας λιθοσωρός, αποτελούμενους από λίθους τους οποίους έριχναν πίσω τους οι χρηστηριαζόμενοι μπαίνοντας στον ανατολικό διάδρομο, σύμφωνα με μια πανάρχαιη δοξασία για τη ρίψη λίθων που ξορκίζει το κακό και το θάνατο.
Εξωτερικά του βόρειου διαδρόμου, ανασκάφηκαν τρία δωμάτια, τα οποία επάνω από τη λίθινη κρηπίδα ήταν κατασκευασμένα με οπτές και, ακόμη ψηλότερα, με ωμές πλίνθους. Τα δύο γωνιακά έφεραν θύρες και επικοινωνούσαν απευθείας με τον βόρειο διάδρομο, ενώ το μεσαίο επικοινωνούσε με εσωτερική θύρα μόνο με το αντίστοιχο στα δεξιά του και όχι απευθείας με το διάδρομο. Η θέση, η κατασκευή αλλά και η ανεύρεση στο τρίτο από δεξιά δωμάτιο μιας πλίνθινης κατασκευής σε σχήμα Γ, η οποία κατέληγε σε αποχετευτικό αγωγό, οδήγησαν στην υπόθεση ότι τα δύο πρώτα δωμάτια λειτουργούσαν ως κοιτώνες για τη διαμονή και τελική προετοιμασία των προσκυνητών, ενώ το τρίτο ως λουτρό.
Τα κινητά ευρήματα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και αποδεικνύονται ιδιαιτέρως διαφωτιστικά ως προς τη διαδικασία προετοιμασίας των χρηστηριαζόμενων. Συγκεκριμένα, στους δύο κοιτώνες περισυλλέγησαν: υπολείμματα τροφών, λείψανα εστίας γεμάτης τέφρα από πυρά για τη θέρμανση και προετοιμασία των τροφών, αγνύθες, κυκλικές βάσεις που χρησίμευαν για τη στήριξη είτε οξυπύθμενων αγγείων, κυρίως αμφορέων με λάδι ή κρασί, είτε πυρσών για το φωτισμό του χώρου, μυλόλιθοι για την άλεση των τροφών, χάλκινα νομίσματα των χρόνων της Ηπειρωτικής Δημοκρατίας (232–167 π.Χ.), τρία πήλινα ανάγλυφα προσωπεία που εικονίζουν χθόνια θεότητα, πολλοί αστράγαλοι προβάτων, καθώς και πληθώρα αγγείων όπως: πίθοι, αμφορείς, οξυπύθμενοι αμφορείς, υδρίες, λάγηνοι, φιάλες, ενίοτε με γραπτή διακόσμηση, λήκυθοι, πρόχοι, λεκάνες, ασκοί, κάνθαροι, δακρυδόχοι, πυξίδες με διακοσμημένα πώματα, ένα ρυτό σε μορφή αναπαυόμενου κριού αλλά και αρκετά λυχνάρια.
Στρίβοντας δεξιά, ο προσκυνητής έμπαινε στον ανατολικό διάδρομο. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι το εξαιρετικά μεγάλο πάχος των τοίχων του, οι οποίοι μάλιστα σώζονται έως το αρχικό ύψος τους και είναι κατασκευασμένοι με την ίδια τοιχοδομία και την ίδια επιμέλεια με τους τοίχους του ιερού. Αρχικά διατυπώθηκε η υπόθεση της ύπαρξης εσωτερικών σκοτεινών μαιανδρικών διαδρόμων στο εσωτερικό των τοίχων, που θα εξυπηρετούσαν πιθανώς τους ιερείς ή διάφορες τελετουργίες. Ωστόσο, επειδή η συγκεκριμένη άποψη δεν επιβεβαιώθηκε ανασκαφικά, ο Σ. Δάκαρης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μεγάλο πάχος των τοίχων οφείλεται σε καθαρά πρακτικούς λόγους, δηλαδή στην καλύτερη στήριξη της βαριάς τετράκλινης στέγης του ιερού και της αντίστοιχης δίκλινης του διαδρόμου.
Τα κινητά ευρήματα περιλαμβάνουν λείψανα πέντε έμπυρων θυσιών, τελεσμένων μέσα σε μικρές κοιλότητες, δηλαδή τέφρα, άνθρακες και καμένα οστά ζώων, κυρίως προβάτων και βοών, δύο βάσεις μεγάλων πίθων, μία λίθινη λεκάνη και ένα ζεύγος μυλόλιθων. Παράλληλα, σε όλο το δάπεδο υπήρχαν διασκορπισμένα θαλάσσια όστρεα, που σχετίζονται με τα νεκρόδειπνα, και ποτάμιες ψήφοι, οι οποίες χρησιμοποιούνταν στις μαντείες.
Στο βόρειο τμήμα του ανατολικού διαδρόμου, ερευνήθηκε ένα ακόμη δωμάτιο, το οποίο αποτελεί τη φυσική συνέχεια των τριών όμορων δωματίων του βόρειου διαδρόμου, καθώς έχουν ίδιες διαστάσεις και ίδια κατασκευή. Ωστόσο, η ανατολική πλευρά του δεν σώζεται, επειδή κατέρρευσε λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Και το δωμάτιο αυτό διέθετε θύρα για να επικοινωνεί με τον ανατολικό διάδρομο, ενώ λειτουργούσε ως χώρος διαμονής των προσκυνητών λίγο πριν εισέλθουν στον ανατολικό διάδρομο.
Τα κινητά ευρήματα περιλαμβάνουν πίθους, αγγεία, κυρίως αμφορείς και λείψανα τροφών.
Παράλληλα με τον ανατολικό διάδρομο, εντοπίστηκε ένας ακόμη, ο εξωτερικός ανατολικός, ιδίων διαστάσεων, ο οποίος όμως στο μεγαλύτερο μέρος του έχει καταρρεύσει λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Έτσι, η ύπαρξή του αποδεικνύεται από την ανεύρεση των θεμελίων του σποραδικά. Οι δύο διάδρομοι επικοινωνούσαν με μία και μοναδική θύρα, τοποθετημένη στο μέσο της ανατολικής πλευράς του ανατολικού διαδρόμου.
Δυστυχώς, από τον εξωτερικό ανατολικό διάδρομο και το αντίστοιχο δώμα δεν περισυλλέγησαν κινητά ευρήματα, καθώς το δάπεδό τους έχει παρασυρθεί.
Και στο βόρειο τμήμα του εξωτερικού ανατολικού διαδρόμου, οι ανασκαφές αποκάλυψαν ίχνη θεμελίων, τα οποία πιθανότατα ανήκουν σε ένα ακόμη δωμάτιο, ίδιων διαστάσεων και κατασκευής με τα προηγούμενα. Το δωμάτιο αυτό διέθετε δύο θύρες: μία στο μέσο της νότιας πλευράς, για να επικοινωνεί με το διάδρομο, και μία στη βόρεια πλευρά, από όπου αναχωρούσαν οι προσκυνητές από το ιερό μετά την ολοκλήρωση της επικοινωνίας τους με τα φάσματα των νεκρών.
Ο συγκεκριμένος διάδρομος έχει μικρότερο μήκος και πλάτος από τον βόρειο και τον ανατολικό, αλλά οι τοίχοι του είναι εξίσου μεγάλου πάχους και επιμελημένης κατασκευής. Επιπλέον, είναι μαιανδρικός και γι’ αυτό έμεινε γνωστός ως Λαβύρινθος. Η συγκεκριμένη διάρθρωση υποβάλλει στον προσκυνητή την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς διαδρόμους του Άδη. Ο Λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές σιδερόφραχτες πύλες, οι οποίες συμβόλιζαν τις πύλες του Κάτω Κόσμου. Η πρώτη αποτελούσε την είσοδο, η δεύτερη βρισκόταν περίπου στο μέσο του και η τρίτη οδηγούσε απευθείας στην Αίθουσα των Ειδώλων.
Στα κινητά ευρήματα συγκαταλέγονται σιδερένιοι αμφικέφαλοι ήλοι από τις τοξωτές σιδερόφραχτες θύρες, ένας πήλινος λύχνος και αρκετά όστρακα λεκανίδων, τις οποίες έσπαγαν οι πιστοί μετά τις προσφορές τους στους θεούς του Κάτω Κόσμου.
Πρόκειται για ένα τετράγωνο πυργόσχημο οικοδόμημα, με είσοδο στη νότια πλευρά, τοποθετημένο στη νοτιοδυτική γωνία του ανατολικού συγκροτήματος. Οι εξωτερικοί του τοίχοι, κτισμένοι με επιμελημένη πολυγωνική τοιχοδομία, εντυπωσιάζουν με το υπερβολικό πάχος τους που φτάνει τα 3,30 μ., όσο είναι και το ύψος στο οποίο διατηρούνται. Από τα 3,30 μ. και πάνω, ήταν κατασκευασμένοι με ωμές ή οπτές πλίνθους, πηλό, ως συνδετικό υλικό, και ξυλοδεσιές. Ολόκληρο το κτήριο στεγαζόταν με τετράκλινη στέγη, καλυμμένη με κεράμους κορινθιακού τύπου. Βέβαια, η ανωδομία του δεν σώζεται, προκύπτει όμως από τα ανασκαφικά ευρήματα.
Εσωτερικά, δύο παράλληλοι τοίχοι, όμοιας επιμελημένης κατασκευής με τους εξωτερικούς αλλά μικρότερου πάχους, που δεν ξεπερνούσε το 1 μ., διαιρούν το κτήριο σε τρεις ισοπλατείς ορθογώνιους χώρους. Ο κεντρικός είναι ενιαίος. Οι δύο γωνιακοί όμως φέρουν έκαστος δύο επιπλέον κάθετους τοίχους, οι οποίοι δημιουργούν αντίστοιχα τρία ισομεγέθη τετράγωνα δωμάτια, πλευράς 4,40 μ. Τα επιμέρους αυτά δωμάτια διαθέτουν θύρες ώστε να επικοινωνούν τόσο μεταξύ τους όσο και με το κεντρικό. Η μελέτη της ανωδομίας, η ύπαρξη λειψάνων κλίμακας στη βορειοανατολική γωνία της κεντρικής αίθουσας, η συστηματική έρευνα στο επιστρωμένο με πώρινες πλάκες δάπεδο αλλά και η ανεύρεση αντικειμένων σε διαφορετικά επίπεδα συντέλεσαν στη διατύπωση της υπόθεσης περί ύπαρξης και δεύτερου ορόφου. Επομένως, και όπως διαφαίνεται από την εικόνα των ανασκαφικών δεδομένων, κατά τη μεγάλη πυρκαγιά που προκάλεσε την ολοκληρωτική καταστροφή του ιερού το 167 π.Χ., πρώτα κατέρρευσε η στέγη, στη συνέχεια η ανωδομία με τον πρώτο όροφο και, αμέσως μετά, ακολούθησαν τμήματα των τοίχων του ισογείου.
Τα χαρακτηριστικότερα και αντιπροσωπευτικότερα κινητά ευρήματα προέρχονται από την κεντρική αίθουσα του κυρίως ιερού ή Αίθουσα των Ειδώλων. Πιο συγκεκριμένα, στο χώρο αυτό αποκαλύφθηκαν λίθοι μικρών διαστάσεων, καθώς και πολυάριθμα όστρακα λεκανών και λείψανα τροφών, τα οποία σχετίζονται με τα τελούμενα στο Νεκρομαντείο και με τις προσφορές των πιστών, άφθονα όστρακα ποικίλων αγγείων, πυθμένες μολύβδινων αγγείων, ορθογωνικοί μυλόλιθοι, ένας πήλινος και ένας χάλκινος λέβης με σφυρήλατα ελάσματα και χυτές λαβές, διάφορα εργαλεία, πολυάριθμες πλίνθοι και πηλός από την ανωδομία του κτηρίου που είχε καταρρεύσει.
Ένα ιδιαίτερο σύνολο ευρημάτων περιλαμβάνει 14 χυτούς χάλκινους τροχούς διαφόρων μεγεθών, χωρισμένους σε 7 ζεύγη, καθώς και 4 επίσχεστρα. Οι τροχοί αποτελούσαν τμήματα εργατοκυλίνδρων, ενώ τα επίσχεστρα εμπόδιζαν την παλινδρόμησή τους. Μάλιστα, σε όσους καθαρίστηκαν διακρίνεται χαραγμένο το στοιχείο Ε ή Μ ή Π που δήλωνε τη θέση τους στη μηχανή. Στον ίδιο χώρο αλλά σε διαφορετικό επίπεδο ήρθαν στο φως, θρυμματισμένα, αρκετά σιδερένια ελάσματα που ανήκαν σε μεγάλους ακτινωτούς τροχούς. Τα συγκεκριμένα αντικείμενα, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός ακόμη συνόλου χάλκινων τροχών στον ανατολικό χώρο, μαζί με πληθώρα ξυλουργικών και λιθουργικών εργαλείων, απάρτιζαν πιθανόν τα εξαρτήματα μιας μηχανής, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί για την ανέλκυση βαρών κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής του κτηρίου.
Τα προαναφερθέντα ευρήματα εντοπίστηκαν στον κεντρικό χώρο του Νεκρομαντείου, όπου εμφανίζονταν τα είδωλα των νεκρών. Εξαιτίας λοιπόν της θέσης τους, ο ανασκαφέας Σ. Δάκαρης θεώρησε ότι τα σιδηρά και χάλκινα αντικείμενα ανήκαν σε μια μηχανή, η οποία χρησίμευε όχι για την ανέλκυση βαρών αλλά για την εμφάνιση των ειδώλων των νεκρών στους προσκυνητές. Επρόκειτο δηλαδή για ένα είδος γερανού, αντίστοιχου, ως προς τη μορφή και την κατασκευή, με εκείνους που υπήρχαν στο θέατρο για την εμφάνιση κυρίως του από μηχανής θεού. Η συγκεκριμένη μηχανή θα είχε στη μία άκρη το υποτιθέμενο είδωλο του νεκρού και στην άλλη ένα αντίβαρο για να το εξισορροπεί. Η αποκάλυψη 22 σιδερένιων πλίνθων στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου, με ποικίλες διαστάσεις και βάρος που κυμαίνεται από 6,5 έως 10,5 κιλά, ενίσχυσε την παραπάνω υπόθεση, καθώς αυτές ταυτίστηκαν με τα αντίβαρα του γερανού.
Στον ανατολικό χώρο, μέσα σε τεχνητές κοιλότητες, ερευνήθηκαν in situ 18 μεγάλοι πίθοι, άλλοι σφραγισμένοι με κουρασάνι και άλλοι με μολύβδινα ελάσματα. Σε αυτούς οι ιερείς αποθήκευαν τις προσφορές των πιστών, δηλαδή δημητριακά, διάφορους καρπούς, υγρές προσφορές ή και αγγεία. Εκτός από τους μεγάλους πίθους, αποκαλύφθηκαν και τρεις μικρότεροι ίδιας χρήσης, καθώς και ποικίλα αγγεία όπως: αμφορείς, οινοχόες, υδρίες, λάγηνοι, λεκανίδες. Όλα τα αγγεία, αφού άδειαζαν από τις προσφορές που περιείχαν, στοιβάζονταν στο χώρο του κυρίως ιερού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένας μεγάλος σκύφος με γραπτή ζωφόρο από κισσό περιμετρικά και τρεις ανάγλυφες προτομές στη βάση του, από τις οποίες διακρίνονται οι μορφές του Άδη και του Διονύσου. Η εικόνα των ευρημάτων του ανατολικού χώρου συμπληρώνεται από τα ποικίλα σιδηρά εργαλεία (αξίνες, δρεπάνια κ.ά.), μια κομψή αρύταινα σε σχήμα κύκνου, ένα αργυρό ομοίωμα κέρατος ελαφιού αλλά και τμήματα της ανωδομίας, πλίνθους και πηλό.
Αντίστοιχα, στον δυτικό χώρο του κυρίως ιερού ήρθαν στο φως 17 μεγάλοι πίθοι, παρόμοιοι με εκείνους του ανατολικού χώρου ως προς το μέγεθος, τη θέση και τη χρήση. Ωστόσο, δεν σώθηκαν ακέραιοι: στους περισσότερους έλειπε το ανώτερο τμήμα ή ήταν θρυμματισμένοι. Αξιοσημείωτα είναι δύο μεγάλα πήλινα ειδώλια της Περσεφόνης, στο καλύτερα διατηρημένο από τα οποία εικονίζεται η θεά με καλύπτρα στην κεφαλή, στολισμένη με πόλο και κρατώντας παγκαρπία με το δεξί της χέρι. Από τον ίδιο χώρο προέρχονται ένα πήλινο πόδι με παράσταση μονοκέφαλου Κέρβερου, πιθανότατα από τριποδικό σκεύος, αρκετά αγγεία, τα περισσότερα όμως παραμορφωμένα και σε κατάσταση υαλοποίησης, σωροί απανθρακωμένων καρπών στα δάπεδα, λυχνάρια, αγνύθες, ενσφράγιστα πώματα αμφορέων, πληθώρα εργαλείων: ξυλουργικά, λιθουργικά, σκαπτικά, εργαλεία που χρησίμευαν στην άλεση των προσφορών και μυλόλιθοι. Και εδώ, τα αντικείμενα εντοπίστηκαν σε διαφορετικά επίπεδα, γεγονός που συνιστά ακόμα μια ένδειξη για την ύπαρξη δεύτερου ορόφου. Επιπλέον, η εικόνα των αγγείων σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες φθορές στους τοίχους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι στο χώρο βρισκόταν αποθηκευμένη ποσότητα θείου, η οποία και προκάλεσε τη μεγάλη καταστροφή.
Κάτω ακριβώς από την κεντρική αίθουσα του κυρίως ιερού, ανοίγεται μια ισομεγέθης υπόγεια αίθουσα, ύψους 3,25 μ., λαξευμένη στον φυσικό βράχο. Είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε το δάπεδο της υπέργειας αίθουσας να αποτελεί ταυτόχρονα και την οροφή της υπόγειας, η οποία, με τη σειρά της, φέρεται σε 15 πώρινα τόξα, λαξευμένα με περισσή επιμέλεια, που εδράζονται σε πεσσούς. Ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα δημιουργείται από τους στοιχισμένους ισοπλατείς θολίτες, που τονίζουν το βάθος της υπόγειας αίθουσας. Επιπλέον, οι διαστάσεις και ο τρόπος κατασκευής των τόξων οδήγησαν τον ανασκαφέα Σ. Δάκαρη στη διατύπωση της άποψης ότι αυτά απαρτίζουν τμήμα εγγεγραμμένου κύκλου, με διάμετρο 4,30 μ. Στην κρύπτη δεν αποκαλύφθηκαν ίχνη θύρας. Οι διαστάσεις, η θέση και η κατασκευή της την ανάγουν χρονολογικά στην Ελληνιστική εποχή, σύγχρονη δηλαδή με το ιερό. Πιθανώς, αντικατέστησε την προϊστορική σπηλιά του αρχικού πυρήνα της λατρείας, η οποία θεωρούνταν ως το σκοτεινό ανάκτορο των θεών του Κάτω Κόσμου, του Άδη και της Περσεφόνης.
Τα κινητά ευρήματα περιλαμβάνουν λίγα όστρακα, ένα ακέραιο αγγείο, λίγα οστά και ένα σκελετό ζώου, τα οποία είχαν προσφερθεί ως θυσία.
Στο κυρίως ιερό του ελληνιστικού Νεκρομαντείου και επάνω στα ερείπιά του, ιδρύθηκε, πιθανώς κατά τον 16ο αιώνα, η Μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου Λυκούρεσης, γνωστή και ως μονή Θάνεζα. Λειτούργησε έως και το 1958, οπότε ξεκίνησαν οι ανασκαφικές εργασίες στο λόφο. Περιβαλλόταν από ανεξάρτητο περίβολο, στο εσωτερικό του οποίου υπήρχε το καθολικό καθώς και τα κελιά, τα οποία κατεδαφίστηκαν. Το καθολικό ανήκει στον τύπο του απλού μονόχωρου ξυλόστεγου ναού. Εσωτερικά, είναι κατάγραφο με αποσπασματικά σωζόμενες τοιχογραφίες του 1740, σύμφωνα με κτητορική επιγραφή. Για την ανοικοδόμησή του χρησιμοποιήθηκε, χωρίς φειδώ, υλικό από το ερειπωμένο αρχαίο ιερό, όπως γωνιόλιθοι και πλίνθοι.
Πλησίον του καθολικού, στο κέντρο του αρχαιολογικού χώρου του Νεκρομαντείου, στο δυτικό συγκρότημα, θεμελιωμένη επί της δυτικής πλευράς της τοιχοποιίας του κυρίως ιερού, σε σημείο που εξασφάλιζε την πλήρη εποπτεία της πεδιάδας του Φαναρίου, βρίσκεται η οθωμανική κούλια, δηλαδή η οχυρή κατοικία του Οθωμανού φεουδάρχη, η οποία χρονολογείται στο α΄ μισό του 19ου αιώνα. Αρχιτεκτονικά, περιλαμβάνει ένα ορθογώνιο διώροφο κτήριο και τον πύργο. Το ισόγειο λειτουργούσε ως αποθηκευτικός και αμυντικός χώρος αλλά και ως χώρος σταβλισμού των ζώων. Αντίστοιχα, ο όροφος αποτελούνταν από μια ενιαία αίθουσα ορθογωνικής κάτοψης, τον οντά, όπου διέμενε ο φεουδάρχης με την οικογένειά του. Σειρά περιμετρικών τυφεκιοθυρίδων ενίσχυε τον αμυντικό χαρακτήρα του οικοδομήματος. Στην πεδιάδα του Φαναρίου διατηρούνται αρκετά παραδείγματα οχυρών κατοικιών της ίδιας περιόδου, στα οποία εντάσσεται και η κούλια του Νεκρομαντείου.
Μετά την έξοδό του από το κυρίως ελληνιστικό ιερό, ο επισκέπτης εισέρχεται στην κούλια και στο τέλος της εκεί περιήγησής του οδηγείται στην έξοδο του αρχαιολογικού χώρου.
https://www.youtube.com/channel/UC0wk2ge3sheyTkgpAkeBang
Ενημέρωση
και ψυχαγωγία. Επικοινωνία στο dsgroupmedia@gmail.com.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.