Ὁ χορὸς περὶ τὴν τρίτην μεταμεσονύκτιον ὥραν ἐτελείωσε καὶ ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος, ἀφοῦ εἶχε σκοτισθῇ περισσότερον ἀπὸ τὴν μποστομανίαν και τὴν εὐθυμίαν τῶν ἄλλων παρὰ ἀπὸ τὴν σιωπηλὴν καὶ ρεμβώδη ἐξάπλωσίν του εἰς μίαν πολυθρόναν καθ' ὅλην τὴν νύκτα, ἐκτὸς τῶν εὐχαρίστων στιγμῶν ἃς διῆλθεν ἐννοεῖται, πρὸ τοῦ μπουφέ, ἐσηκώθη καὶ αὐτὸς διὰ νὰ φύγῃ.
Εἰς τὰ διάφορα δωμάτια θόρυβος καὶ σύγχυσις καὶ πανδαιμόνιον ἐπεκράτει. Οἱ φεύγοντες ψηλαφητὰ σχεδὸν εὕρισκον τὰ καπέλλα των, τὶς ὀμβρέλλες των, γυναῖκες, ἄνδρες ἀναμίξ, καὶ κατήρχοντο τὴν κλίμακα μὲ φωνάς, μὲ γέλοια, μὲ προκλητικότητα, σχεδὸν μὲ βακχείαν.
Ἐσύρθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸν προθάλαμον μὲ αὐξάνοντας ἤδη ρευματικοὺς πόνους χάρις εἰς τὴν κατάχρησιν τῆς… ἀγρυπνίας εἰς ἥν ὑπεβλήθη ὁ ἀγαθὸς πεντηκοντούτης τζέντελμαν, ἵνα ἱκανοποιήσῃ τὴν ζωηρὰν ἐπιθυμίαν τοῦ συζύγου του, τοῦ ἀστέρος τῆς συναναστροφῆς ἐκείνης τὴν ἑσπέραν, ἔχοντος περὶ τοὺς δέκα πιστούς δορυφόρους.
Καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ κυκεῶνος ἤρχισε νὰ ζητῇ τὸ ἀπολεσθὲν ἄστρον του.
Δύο τρεῖς ὑποχρεωτικαὶ κυρίαι τὸν ἐβεβαίωσαν ὅτι ἡ κυρία εἶχε κατέλθη ἀναζητοῦσα καὶ αὐτὴ τὸν κύριόν της. Κατῆλθε, λοιπὸν, βραδέως τὴν κλίμακα, ἐφαρμόζων τὰ γυαλιά του διὰ νὰ δύναται νὰ διακρίνῃ τὰ σκαλοπάτια μέσα εἰς τὸν κυκεῶνα τῆς καθόδου τῶν προσκεκλημένων.
Ἀλλὰ μόλις ἐξῆλθεν εἰς τὴν ὁδὸν τὰ ἔχασεν. Ὅπως συνήθως τοιαύτην ὥραν οἱ φανοὶ τῶν Ἀθηνῶν ἦσαν σβυσμένοι, πανσκοτισμὸς δὲ ἐβασίλευε πλήρης, βροχὴ ἔπιπτε καὶ οἱ προσκεκλημένοι θαμβωμένοι ἀπὸ βροχὴν καὶ τὴν ψύχραν ἔπιπτον συγκρουόμενοι ὁ εἷς εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου.
Ὁ δυστυχὴς σύζυγος ἐψιθύρισεν ἀπελπισμένος.
− Λουσί!… Ἐδῶ εἶμαι, Λουσί!…
Καὶ ἐν μέσῳ τοῦ πανσκοτισμοῦ μία χεὶρ γυναικεία ἐτέθη ὑπὸ τὸν βραχίονά του.
− Ἔλα, λοιπόν, πᾶμε! εἶπεν ἀνακουφισθεὶς ἐκεῖνος.
Ἤνοιξαν καὶ οἱ δύο ζευγαρωθέντες τὰ ἀλεξιβρόχιά των καὶ ἐξεκίνησαν ψηλαφητὰ βαδίζοντες, μαστιζόμενοι ὑπὸ τῆς βροχῆς.
Ἔφθασαν τέλος εἰς τὸ σπίτι. Εἰς τὸν κρότον τοῦ κώδωνος ἤνοιξεν ἡ εὑρεῖα θύρα καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν φωτισμένην ἀπὸ τὸν κρεμαστὸν μέγαν λαμπτῆρα εἴσοδον. Εἰσῆλθον καὶ ἐκεῖνος ἐνῷ ἔβγαζε τὸ παλτό του εἶπεν ἔκπληκτος:
− Μπᾶ! ἀκοῦς νὰ πάρω ξένο παλτό!…
Ἀλλὰ ἀπέμεινε ἐντελῶς ἐμβρόντητος ὁπόταν ἐκ τοῦ στόματος τῆς συνοδοῦ τοῦ ἐξῆλθεν ἐντελῶς ἄγνωστος δι' αὐτὸν φωνή.
- Τὸ λᾶθός σας δὲν περιωρίσθη, κύριε, μόνον εἰς τὸ παλτό. Ἐπήρατε ξένο παλτὸ καὶ ξένην κυρίαν!
ΜΠΟΕΜ (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ), «Διηγήματα του ποδόγυρου», Αθήνα, τυπογραφείον Μ. Σαλίβερου, 1899.
.
«Την ίδια εποχή λανσάρισα κι έναν άλλο νέο δημοσιογράφο. Είχα γνωρίσει, φοιτητής ακόμα, τον Κώστα Χατζόπουλο, που μια μέρα μου σύστησε το μικρότερο αδερφό του, το Μήτσο, ένα ωραίο παχουλό παιδί με πολύ ζωηρά μαύρα μάτια. Τον είχα σχεδόν ξεχάσει […] όταν, μετά δυο τρία χρόνια, […] ήρθε και με βρήκε στου Σκόκου, για να μου πει πως τελείωσε το γυμνάσιο και σκόπευε να επιδοθεί στη δημοσιογραφία. «Αν μου κάνατε τη χάρη, πρόσθετε, να με συστήσετε στον Κακλαμάνο…»
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
.
[ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (1872-1936): Από το Αγρίνιο. Φοίτησε στο λύκειο της Κέρκυρας. Στη συνέχεια έφυγε για την Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, στη φιλοσοφική και τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπουδές φιλολογίας, αισθητικής και κοινωνιολογίας πραγματοποίησε και σε χώρες της Ευρώπης, όπου έζησε για δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1890 στην Εικονογραφημένη Εστία, ενώ την ίδια περίοδο συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Παρνασσός και την εφημερίδα Το Άστυ, όπου χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα Μήτσος και Μποέμ αντίστοιχα.
Εκδότης του χιουμοριστικού περιοδικού Ημερολόγιον του ποδόγυρου (1896-1900) και του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού Ο Διόνυσος (1901-1902 από κοινού με τον Γιάννη Καμπύση).
Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες (Νέα Ελλάς, Η Καθημερινή, Σκριπ, Χρόνος, Εσπερινή, Ανεξάρτητος, Ακρόπολις κ.α.), στις οποίες υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα και δημοσίευε άρθρα, συνεντεύξεις, χρονογραφήματα και ταξιδιωτικά κείμενα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διορίστηκε σε ανώτερη θέση της Αγροτικής Τράπεζας και εγκατέλειψε τη συγγραφή. Πέθανε στις Σέρρες, κατά τη διάρκεια περιοδείας του στη Βόρειο Ελλάδα.
Με σημείο εκκίνησης το δημοτικισμό του Ψυχάρη και τις ηθογραφικές αναζητήσεις της γενιάς του ’80 ο Χατζόπουλος οδηγήθηκε στη συνέχεια του έργου του σε μια γλωσσική αναδίπλωση στο χώρο της καθαρεύουσας και έστρεψε το θεματικό και αφηγηματικό προβληματισμό του στο χώρο της σύγχρονής του ευρωπαϊκής λογοτεχνίας με επιρροές από τα ρεύματα του νατουραλισμού, του αισθητισμού, του συμβολισμού αλλά και από τη φιλοσοφία του Νίτσε και την πολιτική θεωρία του σοσιαλισμού, την οποία και ασπάστηκε κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου ταξιδιού του στη Γερμανία το 1903].
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΑ ΣΙΓΑΡΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ»
.
Θὰ συγκατένευε νὰ τὸν νυμφευθῇ ὑπὸ ἕνα τιποτένιον μέν, ἀλλὰ τόσον δύσκολον, καὶ διὰ τοὺς δύο ὅρον. Νὰ παύσῃ νὰ καπνίζῃ εἰς τὸ μέλλον. Καὶ τὴν ἰδιοτροπίαν του ταύτην τὴν ἐνίσχυε περισσότερον ἡ … πενθερά του. Δι' αὐτήν, ἡ ἀποφορὰ τοῦ καπνοῦ − οὔφ! καλὲ τὶ ἀηδία − ἦτο μαρτύριον.
Καὶ εὑρέθη ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἰς τὰ στενά· μανιώδης αὐτὸς καπνιστής, νὰ τοῦ ἐπιβληθῇ μία γυναῖκα, ἕνα κοριτσάκι, νὰ κόψῃ τὸ σιγάρο… Ἀλλὰ διὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃ, ἐνέδωκεν, ἔπαυσε νὰ καπνίζῃ καὶ ἐνυμφεύθησαν.
Μετὰ τὸ ἀπαραίτητον ταξεῖδι τοῦ γάμου, ὁ γαμβρὸς γεμάτος δροσιὰ καὶ ὑγείαν ἔφερεν εἰς τὸ σπίτι τῆς πενθερᾶς του πολὺ μελαγχολικὴν τὴν κόρην της. Καὶ ἡ μήτηρ μὲ πολὺ μεγάλην ἔκπληξίν της, ἐπληροφορήθη, ὅτι ὁ γαμβρός της καθ' ὅλον τὸ μακρὸν ταξεῖδι, ὑπῆρξε καλὸς καὶ εὔθυμος φίλος, ἀλλὰ τίποτε περισσότερον! Καὶ ἡ ἀτυχὴς κόρη ἦτο τόσον ὠχρὰ καὶ τόσον περίλυπος!
Ἐξεμάνη ἡ πενθερὰ καὶ μετὰ τὸ γεῦμα εἰς μίαν γωνίαν τῆς αἰθούσης ἐπετίμησε ζωηρῶς τὸν γαμβρόν της. Ἐκεῖνος ὕψωσεν ἀδιαφόρως τοὺς ὤμους του, καὶ εἶπε μὲ στεναγμόν, παρακολουθῶν διὰ μελαγχολικοῦ βλέμματος τὰ πυκνὰ νέφη τοῦ καπνοῦ τῶν σιγάρων τῶν λοιπῶν συνδαιτυμόνων ποῦ ἔπνιγαν τὴν κομψὴν αἴθουσαν.
− Μὰ εἶνε δυνατόν! Δὲν ἐννοεῖτε, ὅτι ὅποιος ἐκάπνιζε μιὰ φορὰ καὶ δὲν καπνίζει πλέον…
Κόρη καὶ μήτηρ τότε ἠναγκάσθησαν νὰ ἐνδώσουν. Ἡ δευτέρα μάλιστα ἐφώναξε τὸν ὑπηρέτην ἀμέσως:
− Πήγαινε, γρήγορα ἐδῶ στὸ καπνοπωλεῖο τοῦ Τριανταφυλλίδου, ὁδὸς Σταδίου, βιζαβὶ στοῦ Λουμπιὲ καὶ πάρε ἕνα μικρὸ πακετάκι σιγαρέττα.
Εἰς δύο ὥρας διήρκεσε ἡ μετὰ τὸ γεῦμα μικρὰ συναναστροφή, ὁ γαμβρὸς ἐξέκαμε καὶ τὰ 12 ἀρωματώδη σιγαρέττα τοῦ πακέτου ὑπομειδιῶν εὐφροσύνως.
Τὴν ἑπομένην ἦτο περασμένο μεσημέρι ἤδη − ἡ πενθερά του ἐναγωνίως ἀνέμενε τὴν ἀφύπνισιν τοῦ νεαροῦ ζεύγους. Ἦλθον τέλος εἰς τὴν τράπεζαν. Πόσον τώρα ἦτο ὠχρὸς ἐκεῖνος, καὶ πόσον ἦτο ροδαλὴ αὕτη. Εἰς μίαν στιγμήν, μήτηρ καὶ κόρη συνεννοήθησαν, καὶ ἡ πενθερὰ ἀνέπνευσεν εἰς τὸ ψιθύρισμα τῆς κόρης της συνοδευόμενο ἀπὸ πονηρὸν χαμόγελον:
− Μαμᾶ, εἶχε δίκαιον ὁ καϋμένος ὁ ἀνδρούλης μου. Ἄχ, τὶ λαμπρὰ σιγάρα!
Καὶ ἡ πενθερὰ τότε πρὸς τὸν ὑπηρέτην χαμηλόνουσα τὴν φωνήν.
− Παιδί, πήγαινε γρήγορα στὸ καπνοπωλεῖο τοῦ Τριανταφυλλίδου βιζαβὶ στοῦ Λουμπιὲ καὶ πάρε δύο μεγάλα πακέτα σιγαρέττα, ἀπὸ τὰ ἴδια ποῦ πήρατε χθὲς, ἕνα γιὰ τὸν κύριον καὶ ἕνα γιὰ… τὸν πενθερόν του!
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ(ΜΗΤΣΟΣ) ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
.
[ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (ΜΗΤΣΟΣ) ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ Ή ΜΠΟΕΜ(1872-1936): Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος. Από το Αγρίνιο. Μικρότερος αδερφός του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Φοίτησε για μερικούς μήνες στο Γυμνάσιο του Μεσολογγίου και μετά από μετεγγραφή σε Λύκειο της Κέρκυρας. Στη συνέχεια έφυγε για την Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, στη φιλοσοφική και τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Γερμανία, όπου έζησε για δεκαπέντε περίπου χρόνια, πραγματοποίησε σπουδές φιλολογίας, αισθητικής και κοινωνιολογίας.
Φανατικός μα όχι ακραίος δημοτικιστής εξέδωσε με το Γιάννη Καμπύση το περιοδικό ”Διόνυσος”, στο οποίο καταχωρήθηκαν αξιόλογα κείμενα των σύγχρονων τότε ευρωπαίων λογοτεχνών και ποιητών. Στην πεζογραφία, εκτός από τα χρονογραφήματα που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες της εποχής του, έγινε γνωστός με τα ηθογραφικού χαρακτήρα ”Αγριολούλουδα” (1894) και τις” Ντόπιες Ζωγραφιές” (1896). Εργάστηκε σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες (Νέα Ελλάς, Η Καθημερινή, Σκριπ, Χρόνος, Εσπερινή, Ανεξάρτητος, Ακρόπολις κ.α.), στις οποίες υπέγραφε με διάφορα ψευδώνυμα και δημοσίευε άρθρα, συνεντεύξεις, χρονογραφήματα και ταξιδιωτικά κείμενα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διορίστηκε σε ανώτερη θέση της Αγροτικής Τράπεζας και εγκατέλειψε τη συγγραφή. Πέθανε στις Σέρρες, κατά τη διάρκεια περιοδείας του στη Βόρειο Ελλάδα. Ασπάστηκε τη θεωρία του Σοσιαλισμού κατά τη διάρκεια του μακρόχρονου ταξιδιού του στη Γερμανία το 1903.]
.
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.