Το γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας Ρίγγα φέρει τις ρίζες του από τα Πράμαντα στα Αθαμανικά Όρη (Τζουμέρκα), όπου λόγω γενικευμένων αναταραχών την εποχή του Αλή Πασά σε ολόκληρη την Ήπειρο (1803-1820), το μεγαλύτερο μέρος της διέφυγε κυρίως στην Κέρκυρα και τη λοιπή Δυτική Ελλάδα (Παραμυθιά, Άρτα κ.ά.).
Ένα κλαρί από το πολύκλωνο δένδρο της οικογένειας εγκαταστάθηκε στην Παραμυθιά, με γενάρχη τον Κωνσταντίνο Ρίγγα, ο οποίος είχε τέσσερις (4) γιους : τον Αθανάσιο, το Νικόλαο, το Δημήτριο και τον Ιωάννη. Ο Αθανάσιος υπήρξε ο πατέρας των αδελφών Γεωργίου και Δημητρίου, με δαπάνες των οποίων κατασκευάσθηκε το “Aρχoντικό Ρίγγα”.
Ήταν 21 Ιουνίου 1872, όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή και εγκαινιάσθηκε το εν λόγω μεγαλοπρεπές Αρχοντικό, όπως προκύπτει από την πέτρινη επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την κεντρική είσοδο του κτιρίου.
Οι αδελφοί Γεώργιος και Δημήτριος Ρίγγας υπήρξαν βιοτέχνες του τότε φημισμένου «μπάτζου» της Παραμυθιάς, ένα είδος σκληρού λευκού τυριού, παράλληλα όμως ασχολούνταν με το γενικό εμπόριο προϊόντων της περιοχής τα οποία εξήγαγαν στην Ιταλία, συνεργαζόμενοι με εμπορικούς οίκους κυρίως της Τεργέστης και τη Βενετίας. Πιο συγκεκριμένα τα προϊόντα που εξήγαγαν εκτός του «μπάτζου», ήταν φύλλα δάφνης ως καρύκευμα, καθώς και σκόνη από ριζάρι και χρυσόξυλο (ονομαστό στην Ήπειρο ως «τσιρμιτζέλα»), φυτά που ευδοκιμούσαν στην περιοχή και η σκόνη τους (πορφυρή και χρυσοκίτρινη αντίστοιχα) χρησιμοποιούνταν για τη βαφή των βενετσιάνικων υφασμάτων και ενδυμάτων.
Η επιτυχημένη εμπορική και εξαγωγική ενασχόληση της οικογένειας δικαιολογούν την οικονομική της ευμάρεια και κατά συνέπεια τη δυνατότητα ανέγερσης ενός τόσο σημαντικού σε όγκο και αρχιτεκτονική οικοδόμημα.
Στοιχεία ανάδειξης της ιστορικής μνήμης, αποτελούν οι σημειώσεις στο ημερολόγιο του φημισμένου φωτογράφου Fred Boissonnas, βάσει των οποίων το 1913 στο γειτονικό του “Αρχοντικού Ρίγγα” κτίριο, φιλοξενήθηκαν ο ίδιος και συνοδοί της αποστολής του, η οποία χρηματοδοτήθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση με σκοπό τη φωτογραφική αποτύπωση των απελευθερωμένων περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας, μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Το εν λόγω επίσης μεγαλοπρεπές αρχοντικό (σήμερα δεν υφίσταται), ανήκε στους υιούς του Νικολάου Ρίγγα, Παναγιώτη και Γεώργιο (Δήμαρχος Παραμυθιάς εκείνη την εποχή).
Την δεκαετία του 1930, το “Αρχοντικό Ρίγγα” αποτέλεσε υποθήκη για τη εξασφάλιση δανείου μεταξύ του Αθανασίου Γ. Ρίγγα (1878-1943) και δανειστών, για κάλυψη οικονομικής ζημίας που είχε υποστεί από εμπορική συναλλαγή του στην Ιταλία. Παρότι μετά από μερικά χρόνια καταστάθηκε δυνατή η αποπληρωμή του δανείου, εντούτοις οι δανειστές του επιθυμούσαν να κρατήσουν το Αρχοντικό ως οικία τους και αρνήθηκαν την λήψη των χρημάτων. Κάτι τέτοιο δεν ήταν δίκαιο και αποδεκτό για τον Αθανάσιο Ρίγγα, ο οποίος ήταν συναισθηματικά συνδεδεμένος με το σπίτι που κληρονόμησε από τον πατέρα του και γεννήθηκε ο ίδιος.
Αναγκάστηκε να προσφύγει στο Ειρηνοδικείο Παραμυθιάς και μετέπειτα στο Εφετείο Κερκύρας, τα οποία όμως δεν τον δικαίωσαν, λόγω της τότε ισχυρής οικονομικής και κοινωνικής επιρροής των δανειστών του. Η λύτρωση του δικαίου επήλθε μετά από 8 περίπου χρόνια μέσα από έντονη πίστη και προσπάθεια και αφού η υπόθεση εκδικάσθηκε στον Άρειο Πάγο. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του ταλαιπωρημένου Αθανασίου Ρίγγα, από το μακρινό ταξίδι στην Αθήνα και της έντονης αγωνίας του, «…όπου περιμένοντας σε ένα παγκάκι έξω από τον Άρειο Πάγο, πήραν φωτιά τα πλούσια μαλλιά του από τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι!». Την απόφαση όμως του Αρείου Πάγου, αδυνατούσαν να την επιδώσουν και να την επιβάλουν οι αρχές στους πανίσχυρους για την εποχή δανειστές του, κάτι που επιτεύχθηκε μετά την παρέμβαση του Κώτσο Φίλη (κουνιάδου του Αθανασίου Ρίγγα). Αυτός με το άλογό του μπήκε στο ισόγειο εμπορικό κατάστημα των δανειστών και καρφώνοντας έναν μπαλτά πάνω στο ακριβό βιενέζικο γραφείο τους, είπε τη φράση: «Κύριοι, αποφασίστε…! ή φεύγετε από το σπίτι ή φεύγετε από τη ζωή»!
Έτσι το “Αρχοντικό Ρίγγα” αποδόθηκε στον πραγματικό του δικαιούχο, ο οποίος μετέπειτα το διαχώρισε σε δύο διώροφα τμήματα, οπού στο ένα εγκαταστάθηκε η πολυπληθείς οικογένειά του (σύζυγος και 8 παιδιά) και το άλλο εκμισθώθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες (ταχυδρομείο-τηλεγραφείο, δημόσιο ταμείο κ.λ.π.), ενώ τις δεκαετίες του ’60 και ’70 λειτούργησε ως Οικοκυρική Σχολή Παραμυθιάς.
Λόγω του μεγέθους και της επιβλητικότητας του κτιρίου, κατά τα χρόνια της ιταλο-γερμανικής κατοχής, επιτάχθηκε για να στεγάσει τις στρατιωτικές διοικήσεις των δυνάμεων κατοχής. …Ήταν πρωινό Πρωτοχρονιάς του 1941, όταν ο επικεφαλής Ιταλός Συνταγματάρχης (Κολονέλο) χτύπησε το ρόπτρο της κεντρικής πόρτας του Αρχοντικού την οποία άνοιξε η σύζυγος του Αθανασίου Ρίγγα, Ευθαλία, με τη λαχτάρα ότι θα της έκαναν ποδαρικό για καλοτυχία μικρά παιδιά συγγενών ή γειτόνων όπως συνηθίζονταν εκείνα τα χρόνια. Αντί όμως για παιδιά η «Κυρά-Μάνα» αντίκρισε μπροστά της τον Ιταλό Κολονέλο, ο οποίος διακρίνοντας την έκπληξή της, της ζητά συγνώμη και της ενεχυριάζει την απόφαση επίταξης του αρχοντικού. «Σκούζι σινιόρα!» της λέει και εκείνη αποκρίνεται με το μόνιμα αυστηρό ύφος που τη διέκρινε «ού! που να σκούζεις όλο το χρόνο!…». Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία της χρήσης της σοφίτας (φανότρουλου) του κτιρίου από τους Ιταλούς στρατιωτικούς, ως παρατηρητήριο της πόλης και πολυβολείο.
Με την έλευση των Γερμανών το “Αρχοντικό Ρίγγα” εξακολουθεί να βρίσκεται επιταγμένο. Την περίοδο εκείνη οι μουσουλμάνοι «Τσάμηδες» σπεύδουν να επωφεληθούν και συνεργαζόμενοι με τις δυνάμεις κατοχής, σκληραίνουν τη στάση τους απέναντι στους χριστιανούς της πόλης. Αποκορύφωμα της προδοσίας και της αγριότητας προς τους συμπολίτες τους, αποτελεί η αποφράδα ημέρα της 29ης Σεπτεμβρίου του 1943, όπου κατέδωσαν ως δωσίλογοι 49 Προκρίτους της πόλης, οι οποίοι εκτελέσθηκαν από τους Γερμανούς. Όλοι τους επιφανείς πολίτες, αποτελούσαν την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική «αφρόκρεμα» της πόλης. Μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν και ο Αθανάσιος (Νάσος) Γ. Ρίγγας, έμπορος, πρώην Δήμαρχος Παραμυθίας και ιδιοκτήτης του “Αρχοντικού Ρίγγα”.
Οι δυνάμεις του Στρατηγού Ναπολέοντος Ζέρβα, την περίοδο της απελευθέρωσης της Παραμυθιάς από τους Γερμανούς, χρησιμοποίησαν το Αρχοντικό ως αρχηγείο. Χαρακτηριστική η φωτογραφία του Στρατηγού του Ε.Δ.Ε.Σ. και των ανταρτών του, μαζί με το Μητροπολίτη Παραμυθιάς Δωρόθεο (που φέρει στρατιωτική στολή και εγκόλπιο), οι οποίοι εξέρχονται του Αρχοντικού προς το κατηφορικό σοκάκι.
Η αναβίωση της ιστορικής μνήμης που αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του κτιρίου, φθάνει στο αποκορύφωμα της, από μαρτυρίες μελών της οικογένειας και κατοίκων της περιοχής, που θέλουν στην κεντρική σάλα του “Αρχοντικού Ρίγγα” να έχουν παραδοθεί τα όπλα των ανταρτών της ευρύτερης περιοχής της Παραμυθιάς, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), που σηματοδότησε την διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων.
Την πρωτοβουλία αυτή ανέλαβε ο Ξενοφώντας Ρίγγας, γιος του Αθανασίου, ο οποίος ήταν κομισάριος και σύνδεσμος συνεννόησης μεταξύ των ανταρτών του ΕΛ.Α.Σ. και του εθνικού στρατού και έτσι οι αντάρτες της περιοχής, προσέρχονταν σταδιακά στο εν λόγω αρχοντικό κτίριο και κατέθεταν τον οπλισμό τους στην επιτροπή που συγκροτήθηκε, μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης και έντονης συναισθηματικής φόρτισης.
Τέλος το καλοκαίρι του 1963, φιλοξενήθηκε στο “Αρχοντικό Ρίγγα” από τον Δήμαρχο Παραμυθιάς Γεώργιο Ρίγγα (γιο του Αθανασίου), ο τότε Πρόεδρος της Βουλής επί Κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου και μετέπειτα Πρωθυπουργός (1965) Γεώργιος Αθανασιάδης Νόβας με τη σύζυγό του Μαρίκα, κόρη του μέγα ευεργέτη Σωτηρίου Βούλγαρη, ιδρυτή του διεθνούς οίκου κοσμημάτων BVLGARI. (Στην αριστερή φωτογραφία, ο Δήμαρχος Γεώργιος Αθ. Ρίγγας, υποδέχεται στην Παραμυθιά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή).
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας ή κάνετε την αρχή σε μία συζήτηση
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.